Ο Ραντ κοιτούσε έξω από το παράθυρο τη βροχή που έπεφτε με σταθερό ρυθμό από τον γκρίζο ουρανό. Άλλη μια καταιγίδα στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου. Το Δρακότειχος. Σκέφτηκε πως η άνοιξη θα ερχόταν σύντομα. Πάντα ερχόταν η άνοιξη. Μπορεί να ερχόταν νωρίτερα εδώ, στο Δάκρυ, απ’ ό,τι στην πατρίδα του, αλλά προς το παρόν δεν υπήρχε κάποια ένδειξη. Οι διχαλωτές αστραπές φώτιζαν τον ουρανό με ένα ασημογάλαζο χρώμα και πέρασαν λίγες στιγμές πριν ακουστεί ο βρόντος του κεραυνού. Μακρινές αστραπές. Οι πληγές στα πλευρά του πονούσαν. Μα το Φως, οι ερωδιοί που σημάδευαν τις παλάμες του πονούσαν κι αυτοί, έπειτα από τόσον καιρό.
Μερικές φορές, ο πόνος είναι το μόνο πράγμα που σε κάνει να νιώθεις ζωντανός, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν, αλλά ο Ραντ αγνόησε τη φωνή μέσα στο μυαλό του.
Η πόρτα, πίσω του, άνοιξε τρίζοντας, κι ο Ραντ κοίταξε πάνω από τον ώμο του τον άντρα που μπήκε στο καθιστικό. Ο Μπασίρε φορούσε ένα κοντό γκρίζο μεταξένιο πανωφόρι, το οποίο έλαμπε, κι έφερε τη ράβδο του Τελετάρχη Στρατηγού της Σαλδαία, μια φιλντισένια ράβδο με χρυσή λυκοκεφαλή στην κορυφή, τοποθετημένη μέσα από τη ζώνη του, πλάι στο θηκαρωμένο ξίφος του. Οι μπότες με τα κατεβασμένα γόνατα είχαν αλειφθεί με τόσο πολύ κερί, που γυάλιζαν. Ο Ραντ προσπάθησε να μη φανερώσει την ανακούφισή του. Είχαν πολύ καιρό να ιδωθούν.
«Λοιπόν;» ρώτησε.
«Οι Σωντσάν υπάκουσαν», αποκρίθηκε ο Μπασίρε. «Είναι εντελώς τρελοί αλλά υπάκουοι. Θέλουν να σε συναντήσουν προσωπικά. Ο Τελετάρχης Στρατηγός της Σαλδαία δεν είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας».
«Μαζί με αυτή την Αρχόντισσα Σούροθ;»
Ο Μπασίρε κούνησε το κεφάλι του. «Προφανώς, έχει καταφθάσει κάποιο μέλος της βασιλικής οικογένειας. Η Σούροθ επιθυμεί να συναντήσεις κάποια που αποκαλείται Κόρη των Εννέα Φεγγαριών».
Οι μακρινές αστραπές φάνηκαν ξανά στον ορίζοντα και τα μπουμπουνητά ήχησαν για άλλη μία φορά.