Ο Ματ δεν ήξερε αν έπρεπε να βρίσει ή να κλάψει. Με τους στρατιώτες φευγάτους και το Έμπου Νταρ ερειπωμένο, δεν υπήρχε κανένας λόγος να χοροπηδούν τα ζάρια στο κεφάλι του, αλλά και να υπήρχε, δεν θα τον έβλεπε προτού να είναι πολύ αργά. Όποια κι αν ήταν τα μελλούμενα, μπορεί να συνέβαιναν σε μερικές μέρες ή σε μία ώρα από τώρα, αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να τα προβλέψει. Το μόνο βέβαιο ήταν πως θα συνέβαινε κάτι σημαντικό —ή φρικτό— κι όχι ο ίδιος δεν θα ήταν σε θέση να το αποφύγει. Μερικές φορές, όπως εκείνη τη νύχτα στην πύλη, δεν καταλάβαινε γιατί τα ζάρια εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν ακόμα κι όταν είχαν σταματήσει. Αν ήξερε κάτι με σιγουριά, ήταν πως, άσχετα από το αν τον έκαναν να χοροπηδάει σαν κατσίκι, από τη στιγμή που άρχιζαν τον χορό τους δεν ήθελε να σταματήσουν ποτέ. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή σταματούσαν.
«Είσαι καλά, Ματ;» είπε ο Όλβερ. «Οι Σωντσάν δεν μπορούν να μας πιάσουν πια». Προσπαθούσε αδέξια να φανεί πειστικός, αλλά άφησε να αιωρείται κι ένα ερωτηματικό.
Ξαφνικά, ο Ματ συνειδητοποίησε ότι κοιτούσε στο πουθενά. Η Εγκήνιν τού έριξε μια συνοφρυωμένη ματιά χαϊδεύοντας αφηρημένα την περούκα της, προφανώς θυμωμένη επειδή την αγνοούσε. Το βλέμμα του Ντόμον ήταν γεμάτο ζωηράδα. Αν δεν αναστατωνόταν για λογαριασμό της Εγκήνιν, ο Ματ θα έτρωγε το καπέλο του. Ακόμα κι η Θίρα τον κρυφοκοίταζε μέσα από την πάνινη είσοδο της σκηνής, πασχίζοντας πάντα να μένει αθέατη για την Εγκήνιν. Ο Ματ αδυνατούσε να το εξηγήσει αυτό. Μόνο ένας άντρας με χυλό αντί για μυαλό θα πίστευε πως τα ζάρια που άκουγε μέσα στο κεφάλι του και που κανείς άλλος δεν έβλεπε αποτελούσαν ένα είδος προειδοποίησης. Ή, ίσος, ένας άντρας σημαδεμένος από τη Δύναμη ή από τον Σκοτεινό. Δεν είχε καμιά διάθεση να εγείρει υποψίες. Άσε που εκείνη η βραδιά στην πύλη μπορεί να επαναλαμβανόταν. Όχι, το μυστικό αυτό δεν έπρεπε με τίποτα να αποκαλυφθεί. Ούτως ή άλλως, δεν θα ήταν προς όφελός του.
«Όχι, δεν θα μας πιάσουν ποτέ, Όλβερ, ειδικά εμένα κι εσένα». Ανακάτεψε τα μαλλιά του αγοριού κι ο Όλβερ χαμογέλασε πλατιά, με ανανεωμένη αυτοπεποίθηση. «Αρκεί να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα και να είμαστε συγκεντρωμένοι. Να θυμάσαι ότι, αν προσέχεις γύρω σου και το μυαλό σου δουλεύει ξουράφι, μπορείς να ξεπεράσεις οποιαδήποτε δυσκολία, αν όχι όμως, θα φας τα μούτρα σου». Ο Όλβερ ένευσε σοβαρά, αλλά η υπενθύμιση του Ματ αφορούσε και σε άλλους, ίσως και στον ίδιο του τον εαυτό. Μα το Φως, όλοι τους ήταν σε πλήρη επιφυλακή. Εκτός από τον Όλβερ, που νόμιζε πως όλα αυτά δεν ήταν παρά μια συγκλονιστική περιπέτεια, οι υπόλοιποι τρώγονταν με τα ρούχα τους πριν ακόμα φύγουν από την πόλη. «Πήγαινε να δώσεις ένα χεράκι στη Θίρα, όπως σου είπε ο Τζούιλιν, Όλβερ».
Μια απότομη ριπή αέρα διαπέρασε το πανωφόρι του Ματ, κάνοντάς τον να ριγήσει. «Και να βάλεις το πανωφόρι σου. Κάνει κρύο», πρόσθεσε, καθώς το αγόρι προσπέρασε τη Θίρα και μπήκε στη σκηνή. Τα θροίσματα και τα ξυσίματα που ακούστηκαν από το εσωτερικό μαρτυρούσαν ότι ο Όλβερ είχε πιάσει δουλειά —με ή χωρίς το πανωφόρι του— αλλά η Θίρα παρέμεινε καθισμένη οκλαδόν στην είσοδο της σκηνής, παρακολουθώντας τον Ματ. Το αγόρι σίγουρα θα άρπαζε πνευμονία αν δεν υπήρχε ο Ματ Κώθον να το φροντίζει.
Μόλις ο Όλβερ χάθηκε στο εσωτερικό της σκηνής, η Εγκήνιν πλησίασε περισσότερο τον Ματ, με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς της, κι εκείνος μούγκρισε μέσα από τα δόντια του. «Έχουμε να συζητήσουμε πέντε πραματάκια, Κώθον», του είπε με τραχιά φωνή. «Τώρα! Δεν θα χαλάσεις εσύ το ταξίδι μας ακυρώνοντας τις εντολές μου».
«Δεν έχουμε να συζητήσουμε τίποτα», της αποκρίθηκε. «Δεν ήμουν ποτέ στη δούλεψη σου, αυτό είναι όλο». Η γυναίκα κατάφερε να κάνει το πρόσωπό της να φανεί ακόμα πιο σκληρό, υπονοώντας πως εκείνη έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα. Ήταν πεισματάρα σαν χελώνα, μα όλο και κάποιος τρόπος θα υπήρχε για να ελευθερωθεί από τη μέγκενή της. Ο Ματ δεν ήθελε με τίποτα να βρεθεί μόνος με τα ζάρια να κουδουνίζουν στο κεφάλι του, αλλά θα ήταν προτιμότερο από το να τα ακούει αναγκαστικά διαφωνώντας ταυτόχρονα με την Εγκήνιν. «Θα δω την Τουόν πριν φύγουμε». Οι λέξεις ξεπήδησαν από το στόμα του πριν καλά-καλά σχηματιστούν στο μυαλό του. Συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει κάμποση ώρα που βρίσκονταν ακινητοποιημένοι σε εκείνο το ζοφερό σημείο.
Στο άκουσμα του ονόματος της Τουόν, η Εγκήνιν χλώμιασε κι ο Ματ άκουσε μια άναρθρη κραυγή να ξεφεύγει από τα χείλη της Θίρα, ακολουθούμενη από το απότομο κλείσιμο των πτερυγίων της πάνινης εισόδου. Η πάλαι ποτέ Πανάρχουσα είχε υιοθετήσει αρκετές συνήθειες των Σωντσάν ενόσω ήταν ιδιοκτησία της Σούροθ, όπως επίσης και πολλές από τις προκαταλήψεις τους. Η Εγκήνιν, εντούτοις, ήταν πιο σκληρόπετση. «Για ποιο λόγο;» ρώτησε απαιτητικά και, δίχως σχεδόν να πάρει ανάσα, συνέχισε ανήσυχη και μαινόμενη: «Δεν πρέπει να την αποκαλείς έτσι. Οφείλεις να δείχνεις σεβασμό». Από μία άποψη, ο τόνος της φωνής της ήταν ακόμα σκληρότερος από πριν.
Ο Ματ χασκογέλασε, αλλά η γυναίκα δεν φάνηκε να καταλαβαίνει το αστείο. Σεβασμό; Πού είναι ο σεβασμός όταν χώνεις ένα φίμωτρο στο στόμα κάποιου και τον τυλίγεις με μια ταπετσαρία; Το να αποκαλεί την Τουόν Υψηλή Αρχόντισσα ή οτιδήποτε άλλο δεν θα άλλαζε κάτι. Βέβαια, η Εγκήνιν ήταν πιότερο διατεθειμένη να συζητήσει περί της απελευθέρωσης μιας νταμέην παρά για την Τουόν. Ίσως προσποιούνταν πως η απαγωγή δεν συνέβη ποτέ, κι αυτό ακριβώς προσπάθησε να κάνει. Μα το Φως, πάσχιζε να το αγνοήσει ενώ συνέβαινε ήδη. Σύμφωνα με τα κριτήριά της, οποιοδήποτε άλλο έγκλημα ωχριούσε μπροστά σε αυτό.
«Επειδή θέλω να της μιλήσω», είπε ο Ματ. Γιατί όχι, άλλωστε; Αργά ή γρήγορα, αυτό θα έπρεπε να κάνει. Ο κόσμος είχε αρχίσει να πηγαινοέρχεται στο στενό δρομάκι, μισοντυμένοι άντρες με κρεμαστές πουκαμίσες και γυναίκες με τα μαλλιά τους ακόμα τυλιγμένα με τις μαντίλες της νύχτας, άλλοι σύροντας άλογα κι άλλοι τριγυρνώντας δώθε-κείθε, απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει ο Ματ. Ένα νευρώδες αγόρι, κάπως μεγαλύτερο από τον Όλβερ, τον προσπέρασε κάνοντας τούμπες όποτε το πλήθος τού παραχωρούσε λίγο χώρο. Ίσως εξασκούνταν ή απλώς έπαιζε. Ο νυσταλέος τύπος στη βαθυπράσινη άμαξα δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. Ο Μέγας Περιοδεύων Θίασος του Λούκα δεν θα πήγαινε πουθενά για μερικές ώρες ακόμα. Υπήρχε άφθονος χρόνος. «Θα μπορούσες να έρθεις μαζί μου», της πρότεινε προσδίδοντας αθώα χροιά στη φωνή του. Έπρεπε να το είχε σκεφτεί.
Η πρόταση έκανε την Εγκήνιν να κοκαλώσει. Το πρόσωπό της δεν θα μπορούσε να γίνει ωχρότερο. Ωστόσο, ένα ίχνος χρώματος φάνηκε να διυλίζεται στα μάγουλά της. «Θα της δείξεις τον ανάλογο σεβασμό», είπε βραχνά, αδράχνοντας τους κόμπους του μαντιλιού της και με τα δύο χέρια, λες και προσπαθούσε να σφίξει ακόμα περισσότερο την περούκα στο κεφάλι της. «Έλα, Μπέυλ. Θέλω να βεβαιωθώ ότι τα υπάρχοντά μου τακτοποιήθηκαν».
Ο Ντόμον δίστασε για μια στιγμή, καθώς η γυναίκα άρχισε να απομακρύνεται στο πλήθος χωρίς να ρίξει ματιά πίσω της, ενώ ο Ματ τον κοιτούσε επιφυλακτικά. Είχε κάποιες αόριστες αναμνήσεις φυγής με το ποταμόπλοιο του Ντόμον, αλλά ήταν τόσο αόριστες, που αδυνατούσε να τις περιγράψει. Ο Θομ ήταν φιλικός απέναντι στον Ντόμον, κάτι πολύ θετικό για τον Ιλιανό, όμως ο άλλος δεν έπαυε να είναι ο προστάτης της Εγκήνιν, έτοιμος να την υποστηρίξει σε οτιδήποτε, ακόμα και σε μια ενδεχόμενη αντιπάθεια απέναντι στον Τζούιλιν, γι’ αυτό κι ο Ματ δεν τον εμπιστευόταν περισσότερο απ’ όσο εμπιστευόταν την Εγκήνιν. Δηλαδή, όχι πολύ. Η Εγκήνιν κι ο Ντόμον είχαν τα δικά τους σχέδια κι ελάχιστα τους αφορούσε κατά πόσον ο Ματ Κώθον είχε να κρύψει κάτι. Εν προκειμένω, αμφέβαλλε πολύ αν ο άντρας τον εμπιστευόταν, όμως, από την άλλη μεριά, κανείς τους δεν είχε εναλλακτικές λύσεις προς το παρόν.
«Μα την τύχη μου», μουρμούρισε ο Ντόμον, ξύνοντας τις σκληρές τρίχες πάνω από το αριστερό του αυτί. «Ό,τι κι αν κάνεις, μπελάδες βρίσκεις. Μου φαίνεται πως είναι πιο σκληρή απ’ όσο δείχνει».
«Η Εγκήνιν;» ρώτησε δύσπιστα ο Ματ. Έριξε μια γρήγορη ματιά στην αλέα, για να δει μήπως άκουσε κανείς το όνομα που είχε ξεφύγει από τα χείλη του. Τα βλέμματα κάποιων περαστικών έπεσαν πάνω στον ίδιο και στον Ντόμον, αλλά κανείς δεν έριξε δεύτερη ματιά. Ο Λούκα δεν ήταν ο μόνος που ανυπομονούσε να φύγει από μια πόλη όπου οι χορηγίες για τον θίασο είχαν στερέψει πλέον, κι οι νυχτερινές αστραπές που είχαν πυρπολήσει το λιμάνι αποτελούσαν πρόσφατη ανάμνηση. Θα μπορούσαν να είχαν φύγει όλοι εκείνη την πρώτη νύχτα, αφήνοντας τον Ματ εκτεθειμένο, αν ο Λούκα δεν τους έπειθε να μην το κάνουν. Το υποσχόμενο χρυσάφι είχε κάνει τον Λούκα εξαιρετικά πειστικό. «Το ξέρω ότι είναι πιο σκληρή κι από πολυκαιρισμένες μπότες, Ντόμον, αλλά οι πολυκαιρισμένες μπότες δεν μου ταιριάζουν πια. Δεν βρισκόμαστε πάνω σε πλοίο και δεν πρόκειται να την αφήσω να έχει τον έλεγχο και να καταστρέψει τα πάντα».
Ο Ντόμον έκανε μια γκριμάτσα, λες κι ο Ματ ήταν χαζοχαρούμενος. «Η κοπέλα, άνθρωπέ μου. Πιστεύεις πως θα ήσουν τόσο ψύχραιμος αν σε είχαν απαγάγει μες στη νύχτα; Όποιο κι αν είναι το παιχνίδι σας, άσχετα από τις διάφορες σαχλαμάρες που ακούγονται, πως τάχα είναι γυναίκα σου, πρόσεχέ την, ειδάλλως θα σε κάνει γουλί».
«Παριστάνω τον τρελό», μουρμούρισε ο Ματ. «Πόσες φορές πρέπει να το πω; Για μια στιγμή, παρέλυσα από τον τρόμο μου». Όντως. Αν μάθαινε ποια είναι στην πραγματικότητα η Τουόν, παλεύοντας συγχρόνως μαζί της, ακόμα κι ένας Τρόλοκ θα τρόμαζε.
Ο Ντόμον μούγκρισε δύσπιστα. Ε, δεν ήταν κι η καλύτερη ιστορία που είχε σκαρφιστεί ποτέ ο Ματ. Ωστόσο, εκτός από τον Ντόμον, όποιοι την είχαν ακούσει, την αποδέχονταν. Έτσι πίστευε ο Ματ, τουλάχιστον. Και μόνο στη σκέψη της Τουόν, η Εγκήνιν ένιωθε τη γλώσσα της να δένεται κόμπος, αλλά θα μπορούσε να μιλήσει ανοικτά αν πίστευε ότι ο Ματ σοβαρολογούσε. Εξίσου πιθανό, βέβαια, ήταν να τον μαχαίρωνε επί τόπου.
Ατενίζοντας προς την κατεύθυνση που είχε ακολουθήσει η Εγκήνιν, ο Ιλιανός κούνησε το κεφάλι του. «Από δω κι εμπρός, προσπάθησε να συγκρατείς τη γλώσσα σου. Η Εγκ... η Λέιλγουιν... παθαίνει σπασμούς όποτε σκέφτεται όσα έχεις πει. Την έχω ακούσει να μουρμουράει μέσα από τα δόντια της, και βάζω στοίχημα ότι και το κορίτσι δεν παίρνει το θέμα πιο ανάλαφρα. "Παίξ’ το τρελός" μαζί της και θα την πληρώσουμε όλοι». Έσυρε χαρακτηριστικά το δάχτυλό του κατά πλάτος του λαιμού του κι υποκλίθηκε κοφτά πριν χαθεί μέσα στο πλήθος, ξοπίσω από την Εγκήνιν.
Παρακολουθώντας τον να απομακρύνεται, ο Ματ κούνησε επίσης το κεφάλι του. Σκληρή η Τουόν; Ναι, πράγματι ήταν η Κόρη των Εννέα Φεγγαριών και τα τοιαύτα, κι είχε καταφέρει να τον ανατριχιάσει με μία και μόνη ματιά που του είχε ρίξει στο Παλάτι Τάρασιν, όταν ο Ματ νόμιζε πως δεν ήταν παρά μία ακόμη ψηλομύτα Σωντσάν αριστοκράτισσα, αλλά αυτό συνέβαινε επειδή ξεφύτρωνε πάντα εκεί που δεν την έσπερναν, και τίποτα παραπάνω. Σκληρή; Έμοιαζε περισσότερο με κούκλα φτιαγμένη από μαύρη πορσελάνη. Πόσο σκληρή να ήταν;
Ήταν το μόνο που μπορούσες να κάνεις για να μη σου σπάσει τη μύτη, ίσως και κάτι χειρότερο, υπενθύμισε στον εαυτό του.
Πρόσεχε πολύ για να μην επαναλάβει αυτό που ο Ντόμον αποκαλούσε «διάφορες σαχλαμάρες», αλλά η αλήθεια ήταν πως όντως θα νυμφευόταν την Τουόν. Η σκέψη και μόνο τον έκανε να αναστενάξει. Το ήξερε τόσο καλά σαν να ήταν προφητεία, κι από μια άποψη, πράγματι ήταν. Αδυνατούσε να φανταστεί πώς θα γινόταν αυτός ο γάμος· βάσει λογικής, φάνταζε απίθανο, και δεν θα τον στεναχωρούσε ιδιαίτερα αν αυτό αποδεικνυόταν. Ήξερε, όμως, ότι τα πράγματα δεν θα έπαιρναν αυτή την τροπή. Γιατί βρισκόταν πάντα μπλεγμένος με καταραμένες γυναίκες, έτοιμες να τον μαχαιρώσουν ή να του πάρουν το κεφάλι; Δεν ήταν καθόλου δίκαιο. Είχε σκοπό να πάει κατευθείαν στην άμαξα όπου κρατούσαν την Τουόν και τη Σελούσια, έχοντας αναθέσει την εποπτεία τους στη Σετάλε Ανάν —η πανδοχέας ήταν τόσο σκληρή, ώστε μπροστά της μια πέτρα φάνταζε μαλακή· μια παραχαϊδεμένη αριστοκράτισσα κι η υπηρέτρια μιας αρχόντισσας δεν θα της προκαλούσαν κανένα πρόβλημα, ειδικά όταν έξω εκτελούσε χρέη σκοπού ένας Κοκκινόχερος, άσε που θα το είχε πάρει είδηση αν είχε συμβεί κάτι — αλλά, αντί γι’ αυτό, βρέθηκε να περιπλανιέται στους φιδογυριστούς δρόμους που διέτρεχαν τον καταυλισμό. Η φασαρία κι η φούρια ήταν χαρακτηριστικά τόσο των πλατιών δρόμων όσο και των στενών. Άντρες πηγαινοέρχονταν, σέρνοντας πίσω τους άλογα που χοροπηδούσαν και χρεμέτιζαν, ζώα που είχαν μείνει αγύμναστα για καιρό. Άλλοι, πάλι, ξέστηναν τις σκηνές και συμμάζευαν τις άμαξες με τις προμήθειες ή έσερναν μπόγους τυλιγμένους σε υφάσματα, μπρούντζινες κασέλες, βυτία και μεταλλικά κουτιά κάθε μεγέθους έξω από τις άμαξες, οι οποίες έμοιαζαν με ολάκερα σπίτια κι είχαν παραμείνει εκεί επί μήνες, ξεφορτωμένες εν μέρει, έτσι που το καθετί να μπορεί να πακεταριστεί ξανά και να είναι έτοιμο για ταξίδι ενόσω οι υπόλοιποι έζευαν τα υποζύγια. Η βοή ήταν μόνιμη. Άλογα χλιμίντριζαν, γυναίκες φώναζαν τα παιδιά τους, πιτσιρίκια έκλαιγαν επειδή είχαν χάσει κάποιο παιχνίδι ή έσκουζαν απλώς και μόνο για τη χαρά της βαβούρας, ενώ οι άντρες μούγκριζαν για να μάθουν ποιος ήταν υπεύθυνος της ιπποσκευής τους ή σε ποιον είχαν δανείσει το τάδε εργαλείο. Ένα μπουλούκι ακροβάτισσες, ευθυτενείς αλλά μυώδεις γυναίκες, που η δουλειά τους ήταν να κάνουν νούμερα πάνω σε σχοινιά κρεμασμένα από ψηλούς πασσάλους, είχαν περικυκλώσει έναν από τους εκπαιδευτές αλόγων. Κουνούσαν τα χέρια τους έξαλλες κι ούρλιαζαν, αλλά κανείς δεν τις άκουγε. Ο Ματ κοντοστάθηκε, για να ακούσει το θέμα του καυγά τους, αλλά του φάνηκε πως ούτε οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι ήταν πολύ σίγουροι. Δύο άντρες δίχως πανωφόρια πιάστηκαν στα χέρια κι άρχισαν να κυλιούνται στο έδαφος, παρακολουθούμενοι στενά από την αιτία του καυγά τους, μια λυγερή μοδίστρα με λάγνο βλέμμα ονόματι Ζαμέν, αλλά ξαφνικά εμφανίστηκε ο Πέτρα και τους χώρισε πριν προλάβει ο Ματ να βάλει στοίχημα για τον νικητή.
Δεν φοβόταν να αντικρίσει ξανά την Τουόν. Ούτε κατά διάνοια. Αφότου την παράχωσε σε εκείνη την άμαξα, είχε παραμείνει μακριά, για να της δώσει χρόνο να συνέλθει και να μαζέψει τα μυαλά της. Αυτό ήταν όλο. Μόνο που... Ψύχραιμη την είχε αποκαλέσει ο Ντόμον κι ήταν αλήθεια. Απαγμένη καταμεσής της νύχτας, αρπαγμένη μέσα στη θύελλα από ανθρώπους που, απ’ όσο καταλάβαινε κι η ίδια, θα μπορούσαν να της κόψουν τον λαιμό, και παρ’ όλ’ αυτά ήταν μακράν η ψυχραιμότερη όλων. Μα το Φως, όχι μόνο δεν ήταν αναστατωμένη, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να τα έχει σχεδιάσει η ίδια! Αυτό τον έκανε να αισθάνεται λες κι η αιχμή ενός μαχαιριού εξείχε από τους ώμους του· το ίδιο αισθανόταν όποτε τη σκεφτόταν. Τα ζάρια εξακολουθούσαν να κροταλίζουν στο κρανίο του.
Λίγο δύσκολο να τάζει αυτή η γυναίκα διάφορα από δω κι από κει, αναλογίστηκε με ένα γελάκι, μα ακούστηκε κάπως βεβιασμένο ακόμη και στον ίδιο. Ωστόσο, δεν υπήρχε κανένας λόγος να φοβάται. Απλώς, ήταν αρκετά επιφυλακτικός, όχι φοβισμένος.
Η έκταση του καταυλισμού κάλυπτε άνετα ένα μεγάλο χωριό, αλλά ένας περιπλανώμενος άντρας σύντομα θα βρισκόταν ξανά στην αρχή της πορείας του. Σύντομα, πολύ σύντομα μάλιστα, ο Ματ βρέθηκε να ατενίζει την άμαξα χωρίς παράθυρα, με το ξεθωριασμένο μωβ χρώμα, κυκλωμένη από καρότσες προμηθειών με θόλους από καναβάτσο, μπροστά από τους νότιους στάβλους. Τα καρότσια με τις κοπριές δεν είχαν απομακρυνθεί από το πρωί κι η μυρωδιά ήταν πολύ έντονη. Ο άνεμος κουβαλούσε μαζί του μια βαριά οσμή από τα διπλανά κλουβιά των ζώων, τις μυρωδιές που παρήγαγαν οι τεράστιες γάτες, οι αρκούδες και το Φως μόνο ήξερε τι άλλο. Πέρα από τις καρότσες με τα εφόδια και τους πασσάλους, ένα τμήμα του τοίχου από καναβάτσο έπεσε, ενώ ένα άλλο άρχισε να σείεται, καθώς οι άντρες χαλάρωναν τα σχοινιά που συγκρατούσαν τους στύλους. Ο ήλιος, μισοκρυμμένος τώρα από βαριά σύννεφα, είχε ήδη σκαρφαλώσει σχεδόν κατά το μισό έως το ζενίθ του, αλλά ήταν ακόμα πολύ νωρίς.
Ο Χάρναν κι ο Μέτγουιν, δύο από τους Κοκκινόχερους, είχαν ήδη προσδέσει το πρώτο ζευγάρι αλόγων στον άξονα της πορφυρής άμαξας, έχοντας σχεδόν τελειώσει και με το δεύτερο ζευγάρι. Ως στρατιώτες εκπαιδευμένοι στην Ομάδα του Κόκκινου Χεριού, ήταν έτοιμοι να πάρουν τους δρόμους τη στιγμή που όλοι όσοι ανήκαν στον θίασο δεν είχαν αποφασίσει ακόμη πού υποτίθεται ότι έπρεπε να βλέπουν τα άλογα. Ο Ματ είχε διδάξει την Ομάδα να κινείται γοργά σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, αν κι ο ίδιος έσερνε τα πόδια του σαν να ήταν κολλημένα σε λάσπη.
Ο Χάρναν, με αυτό το ανόητο τατουάζ του γερακιού πάνω στο μάγουλό του, ήταν ο πρώτος που τον πρόσεξε. Κάνοντας ένα βήμα πίσω, ο επικεφαλής της παράταξης με το θεληματικό σαγόνι αντάλλαξε ματιές με τον Μέτγουιν, έναν Καιρχινό με πρόσωπο μικρού αγοριού, η εμφάνιση του οποίου πρόδιδε την ηλικία του και την αδυναμία του για καυγάδες στα χάνια. Οι δύο άντρες δεν είχαν κανέναν λόγο να ξαφνιαστούν.
«Όλα καλά; Θα ήθελα να βρεθώ μακριά το συντομότερο». Τρίβοντας τις παλάμες του μεταξύ τους για να ζεσταθεί, ο Ματ έριξε μια ανήσυχη ματιά στην πορφυρή άμαξα. Ίσως θα έπρεπε να της είχε φέρει κάποιο δώρο, κανένα ασημικό ή, έστω, λουλούδια. Στις περισσότερες γυναίκες, αμφότερα είχαν την ίδια απήχηση.
«Ας τα λέμε καλά, Άρχοντά μου», αποκρίθηκε ο Χάρναν επιφυλακτικά. «Ούτε κραυγές, ούτε ουρλιαχτά, ούτε κλάματα». Κοίταξε προς το μέρος της άμαξας σαν να μην το πίστευε κι ο ίδιος.
«Ικανοποιητικά», είπε κι ο Μέτγουιν, περνώντας ένα χαλινάρι από τον κρίκο του περιλαίμιου του αλόγου. «Όταν μια γυναίκα βάζει τα κλάματα, το μόνο που έχεις να κάνεις, αν θέλεις να σώσεις το τομάρι σου, είναι να το βάλεις στα πόδια, και δεν μπορούμε να παρατήσουμε όλους αυτούς στη μέση του δρόμου». Έριξε κι αυτός μια ματιά στην άμαξα, κουνώντας δύσπιστα το κεφάλι του.
Πράγματι, ο Ματ δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, παρά να μπει στην άμαξα. Κι αυτό ακριβώς έκανε. Με ένα χαμόγελο μόνιμα χαραγμένο στο πρόσωπό του, προσπάθησε δύο φορές ν’ αναγκάσει τον εαυτό του να ανέβει τα βαμμένα ξύλινα σκαλοπάτια στο πίσω μέρος της άμαξας. Δεν φοβόταν, αλλά όποιος κι αν ήταν στη θέση του, θα αισθανόταν κάποια νευρικότητα.
Παρά την έλλειψη παραθύρων, το εσωτερικό της άμαξας ήταν επαρκώς φωτισμένο, με τέσσερις αντικριστές λάμπες που έκαιγαν κι, επειδή περιείχαν καλής ποιότητας λάδι, δεν ανέδιδαν ταγκίλα. Βέβαια, με όλη εκείνη τη δυσωδία έξω, δεν μπορούσε να το κρίνει με σιγουριά. Έπρεπε να βρει ένα καλύτερο σημείο για να αφήσει την άμαξά του. Ένας μικρός τούβλινος φούρνος με σιδερένια πόρτα και σιδερένια εστία για μαγείρεμα έκανε τον χώρο πιο ευχάριστο συγκριτικά με το εξωτερικό περιβάλλον. Η άμαξα δεν ήταν μεγάλη και κάθε ίντσα των τοίχων καλυπτόταν από συρτάρια, ράφια ή καρφιά για το κρέμασμα των ρούχων και των πετσετών, αλλά το τραπέζι κατέβαινε με σχοινιά κι ήταν εφαρμοσμένο στην οροφή, οπότε οι τρεις γυναίκες στο εσωτερικό δεν ήταν σε καμιά περίπτωση στριμωγμένες.
Αυτές οι τρεις δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο μεταξύ τους. Η Κυρά Ανάν καθόταν στο ένα από τα δύο στενά εντοιχισμένα κρεβάτια, μια αρχοντογυναίκα με γκριζαρισμένες τούφες, προφανώς απορροφημένη στο κέντημά της. Δεν έδινε διόλου την εντύπωση φρουρού. Ένα μεγάλο χρυσό σκουλαρίκι κρεμόταν από το κάθε της αυτί και το γαμήλιο μαχαίρι της κρεμόταν από ένα σφιχτό ασημένιο περιδέραιο, ενώ η λαβή με τα ερυθρόλευκα πετράδια ήταν κολλημένη πάνω στο χώρισμα του στήθους, ιδιαίτερα αποκαλυπτικό εξαιτίας του στενού και βυθιστού ντεκολτέ του Εμπουνταρινού φορέματός της, με τη μία πλευρά της φούστας ανοικτή για να φαίνεται το κίτρινο μισοφόρι. Είχε άλλο ένα εγχειρίδιο πάνω της, με μακρόστενη και καμπυλωτή λάμα, χωμένο πίσω από τη ζώνη της, αλλά δεν αποτελούσε παρά ένα απλό έθιμο του Έμπου Νταρ. Η Σετάλε είχε αρνηθεί να μεταμφιεστεί, αν κι αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα. Κανείς δεν είχε λόγο να την καταδιώξει, η δε εύρεση κατάλληλων ρούχων ήταν πρόβλημα από μόνη της. Η Σελούσια, μια χαριτωμένη γυναίκα με επιδερμίδα σαν κρέμα βουτύρου, ήταν καθισμένη οκλαδόν στον χώρο μεταξύ των κρεβατιών. Ένα μαύρο μαντίλι κάλυπτε το ξυρισμένο κεφάλι της και μια έκφραση μελαγχολίας ήταν μόνιμα χαραγμένη στο πρόσωπό της, αν και κανονικά ήταν τόσο μεγαλοπρεπής, ώστε η Κυρά Ανάν φάνταζε επιπόλαιη συγκριτικά. Τα μάτια της ήταν τόσο γαλανά όσο της Εγκήνιν και πιο διαπεραστικά, κι είχε κάνει περισσότερη φασαρία σχετικά με το ότι έπρεπε να χάσει και τα υπόλοιπα μαλλιά της. Το σκούρο μπλε Εμπουνταρινό φόρεμα που της είχαν δώσει δεν της άρεσε διόλου, ισχυριζόμενη ότι το βαθύ ντεκολτέ ήταν απρέπεια, αλλά την έκρυβε εξίσου αποτελεσματικά με μια απλή μάσκα. Ελάχιστοι ήταν οι άντρες που θα παρατηρούσαν το εντυπωσιακό στήθος της Σελούσια και θα εστίαζαν για ώρα το βλέμμα τους στο πρόσωπό της. Ο Ματ μπορούσε να απολαύσει το θέαμα για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά υπήρχε κι η Τουόν, καθισμένη στο μοναδικό σκαμνί της άμαξας με ένα δερματόδετο βιβλίο ανοικτό πάνω στα γόνατά της, οπότε δύσκολα θα κοίταζε αλλού. Η μέλλουσα σύζυγος του. Μα το Φως!
Η Τουόν ήταν μικροκαμωμένη, όχι ιδιαίτερα κοντή αλλά λεπτή σαν αγόρι, και το χαλαρό φόρεμα από καφετί μαλλί που φορούσε, αγορασμένο από κάποιον έμπορο του θιάσου, την έκανε να δείχνει σαν παιδούλα ντυμένη με τα ρούχα της μεγαλύτερης αδελφής της. Σίγουρα δεν ήταν το είδος της γυναίκας που άρεσε στον Ματ, ειδικά με αυτόν τον μαύρο θύσανο των λίγων ημερών που κάλυπτε το κρανίο της. Αν παρέβλεπες αυτό, ήταν πραγματικά όμορφη με έναν συγκρατημένο τρόπο, με το καρδιόσχημο πρόσωπό της, τα σαρκώδη χείλη της και τα μάτια της, που έμοιαζαν με τεράστιες, σκοτεινές κι υγρές λίμνες γαλήνης. Αυτή η απόλυτη ηρεμία τού προκαλούσε σχεδόν νευρικότητα. Στην κατάσταση που βρισκόταν η Τουόν, ούτε μία Άες Σεντάι δεν θα ήταν ήρεμη. Αυτά τα καταραμένα ζάρια στο κεφάλι του δεν βοηθούσαν καθόλου.
«Η Σετάλε με ενημέρωσε καταλλήλως», είπε η γυναίκα με την ψυχρή, μακρόσυρτη προφορά της καθώς ο Ματ έκλεινε την πόρτα. Είχε συνηθίσει πια την προφορά των Σωντσάν και μπορούσε να διακρίνει τις επιμέρους διαφορές. Η προφορά της Τουόν έκανε την Εγκήνιν να μοιάζει μπουκωμένη με χυλό, αλλά όλες οι προφορές ήταν αργές και με κακή άρθρωση. «Μου ανέφερε την ιστορία που σκαρφίστηκες για την αφεντιά μου, Παιχνιδάκι». Στο Παλάτι Τάρασιν, η Τουόν δεν είχε πάψει στιγμή να τον αποκαλεί έτσι, αλλά δεν τον ένοιαζε. Όχι πολύ, τουλάχιστον.
«Το όνομά μου είναι Ματ», άρχισε να λέει εκείνος. Ούτε που πρόσεξε πότε εμφανίστηκε στο χέρι της η πήλινη κούπα, αλλά ίσα που πρόλαβε να πέσει στο πάτωμα, προτού η κούπα τσακιστεί πάνω στην πόρτα αντί για το κεφάλι του.
«Υπηρέτρια είμαι, Παιχνιδάκι;» Αν ο τόνος της Τουόν ακουγόταν ψυχρός πριν, τώρα δεν διέφερε από ατόφιο πάγο. Δεν ύψωσε διόλου τη φωνή της, όμως ο τόνος εξακολουθούσε να είναι παγερός. Η έκφρασή της θα έκανε έναν δικαστή απαγχονισμών να δείχνει άμυαλος. «Μια κλέφτρα υπηρέτρια;» Το βιβλίο γλίστρησε από τα γόνατά της, καθώς σηκώθηκε όρθια κι έσκυψε για να πιάσει τη λευκή καπακωμένη τσαγιέρα. «Μια άπιστη υπηρέτρια;»
«Αυτό θα το χρειαστούμε», είπε ευλαβικά η Σελούσια, παίρνοντας το ογκώδες σκεύος από τα χέρια της Τουόν. Τοποθετώντας το προσεκτικά στη μια πλευρά, κουλουριάστηκε στα πόδια της Τουόν, σαν έτοιμη να ορμήσει στον Ματ, όσο κι αν κάτι τέτοιο ακουγόταν γελοίο. Τη συγκεκριμένη στιγμή, βέβαια, δύσκολα θα χαρακτήριζες κάτι γελοίο.
Η Κυρά Ανάν άπλωσε το χέρι της σ’ ένα από τα κρεμαστά ράφια πάνω από το κεφάλι της κι έδωσε στην Τουόν μια άλλη κούπα. «Διαθέτουμε κάμποσες από δαύτες», μουρμούρισε.
Ο Ματ τής έριξε μια ματιά γεμάτη αγανάκτηση, αλλά τα καστανά της μάτια σπίθισαν από ευχαρίστηση. Άκου ευχαρίστηση! Υποτίθεται ότι ο ρόλος της ήταν να φρουρεί τις άλλες δύο!
Μια γροθιά ακούστηκε να χτυπάει την πόρτα. «Μήπως χρειάζεστε βοήθεια εκεί μέσα;» φώναξε ο Χάρναν κάπως αβέβαια. Ο Ματ αναρωτήθηκε σε ποιον απευθυνόταν.
«Όλα είναι υπό έλεγχο», απάντησε η Σετάλε, σπρώχνοντας με ηρεμία τη βελόνα της μέσα από το ύφασμα που τεντωνόταν στο τσέρκι της. Θα έλεγε κανείς πως το κέντημα ήταν το σημαντικότερο πράγμα του κόσμου. «Κάνε τη δουλειά σου και μη χαζολογάς». Η γυναίκα δεν καταγόταν από το Έμπου Νταρ, αλλά σίγουρα είχε εμπεδώσει τους τρόπους των Εμπουνταρινών. Μια στιγμή αργότερα, βήματα ακούστηκαν να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια. Φαίνεται πως κι ο Χάρναν είχε παραμείνει πολύ καιρό στο Έμπου Νταρ.
Η Τουόν στριφογύρισε την καινούργια κούπα στο χέρι της, λες κι εξέταζε τα λουλούδια που ήταν ζωγραφισμένα επάνω της, και τα χείλη της συστράφηκαν σε ένα χαμόγελο τόσο αδιόρατο, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι φαντασία του Ματ. Όταν χαμογελούσε, ήταν κάτι παραπάνω από όμορφη, αλλά το χαμόγελό της υποδήλωνε πως γνώριζε πράγματα για τα οποία ο Ματ δεν είχε ιδέα. Αν συνέχιζε, έτοιμος ήταν να ξεσπάσει. «Δεν θα γίνω γνωστή ως υπηρέτρια, Παιχνιδάκι».
«Λέγομαι Ματ, κι όχι... όπως με αποκαλείς», της είπε καθώς σηκωνόταν όρθιος κι εξέταζε τον γοφό του. Προς μεγάλη του έκπληξη, δεν πονούσε περισσότερο απ’ όσο όταν είχε τσακιστεί στις πλάκες του δαπέδου. Η Τουόν ανασήκωσε το ένα της φρύδι και ζύγιασε την κούπα στο ένα χέρι. «Δεν είναι τόσο εύκολο να πω στους ανθρώπους του θιάσου ότι απήγαγα την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών», είπε ο Ματ εξοργισμένος.
«Την Υψηλή Αρχόντισσα Τουόν, βοσκέ!» πέταξε δηκτικά η Σελούσια. «Είναι υπό το πέπλο!» Το πέπλο; Η Τουόν φορούσε πέπλο στο παλάτι, αλλά από τότε το είχε αφαιρέσει.
Η μικροκαμωμένη γυναίκα έκανε μια ευγενική χειρονομία, σαν βασίλισσα που έδινε την έγκρισή της. «Δεν σημαίνει τίποτα, Σελούσια. Έτσι κι αλλιώς, είναι άσχετος και πρέπει να τον εκπαιδεύσουμε. Εσύ, όμως, Παιχνιδάκι, θα πρέπει να αλλάξεις την ιστορία. Δεν μου αρέσει να είμαι υπηρέτρια».
«Είναι πολύ αργά για να αλλάξει κάτι», απάντησε ο Ματ, με το βλέμμα καρφωμένο στην κούπα. Τα χέρια της φάνταζαν εύθραυστα, τώρα που είχε κόψει εκείνα τα μακρόστενα νύχια, αλλά του ήταν αδύνατον να ξεχάσει τη γρηγοράδα τους. «Κανείς δεν σου ζήτησε να γίνεις υπηρέτρια». Ο Λούκα κι η σύζυγος του ήξεραν την αλήθεια, αλλά για τους υπόλοιπους έπρεπε να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που η Τουόν κι η Σελούσια φυλάσσονταν έγκλειστες σε αυτή την άμαξα. Η τέλεια λύση ήταν να πουν ότι επρόκειτο για δύο υπηρέτριες που σύντομα θα παραπέμπονταν με την κατηγορίας της κλοπής και που σκόπευαν να προδώσουν το φευγιό της κυράς τους με τον εραστή της. Για τον Ματ, ήταν η τέλεια συγκάλυψη. Για τους ανθρώπους του θιάσου, δεν ήταν παρά μια προσθήκη στο ρομάντζο. Ο Ματ είχε θεωρήσει πως η Εγκήνιν θα κατάπινε τη γλώσσα της όσο ο ίδιος θα το εξηγούσε στον Λούκα. Ίσως είχε υπ’ όψιν της πώς θα το έπαιρνε η Τουόν. Μα το Φως, πόσο λαχταρούσε να έπαυαν επιτέλους αυτά τα ζάρια! Πώς να σκεφτεί ένας άνθρωπος όταν αντηχούν μες στο μυαλό του;
«Δεν γινόταν να σε αφήσω πίσω για να σημάνεις συναγερμό», συνέχισε υπομονετικά. Αλήθεια έλεγε. «Ξέρω ότι σου το εξήγησε η Κυρά Ανάν». Σκέφτηκε να προσθέσει ότι έλεγε βλακείες όταν είχε πει στην Τουόν πως ήταν η γυναίκα του —έπρεπε οπωσδήποτε να τον θεωρήσει εντελώς βλαμμένο!— αλλά προτίμησε να μην ανακινήσει το θέμα. Αν η ίδια είχε τη διάθεση να το αφήσει ως είχε, τόσο το καλύτερο. «Ξέρω ότι σου το είπε ήδη, αλλά υπόσχομαι πως δεν θα σε πειράξει κανείς. Δεν είμαστε επικηρυγμένοι για λύτρα, απλώς φεύγουμε με το κεφάλι πάνω στους ώμους μας ακόμη. Μόλις βρω τρόπο να σε στείλω πίσω σώα και αβλαβή, θα το κάνω. Το υπόσχομαι. Μέχρι τότε, θα φροντίσω να είσαι όσο πιο άνετα γίνεται. Απλώς, πρέπει να υπομείνεις και τους άλλους».
Τα μεγάλα μαύρα μάτια της Τουόν ζωντάνεψαν κι άστραψαν σαν αστραπή σε νυχτερινό ουρανό, αλλά είπε: «Μάλλον θα διαπιστώσω σύντομα αν όσα υπόσχεσαι έχουν κάποια αξία, Παιχνιδάκι». Στα πόδια της, η Σελούσια σφύριξε αποδοκιμαστικά σαν βρεμένη γάτα, με το κεφάλι της μισογυρισμένο σαν να ήταν έτοιμη να διαμαρτυρηθεί, αλλά το αριστερό χέρι της Τουόν έκανε μια απότομη κίνηση κι η γαλανομάτα γυναίκα αναψοκοκκίνισε και σιώπησε. Η Γενιά χρησιμοποιούσε κάτι παρόμοιο με τη χειρομιλία των Κορών με τους ανώτερους υπηρέτες. Ο Ματ ευχήθηκε να καταλάβαινε τα συνθηματικά που αντάλλασσαν.
«Απάντησε μου σε κάτι, Τουόν», της είπε.
Νόμισε πως άκουσε τη Σιτάλε να μουρμουρίζει «Τρελέ». Το σαγόνι της Σελούσια σφίχτηκε και μια επικίνδυνη λάμψη φάνηκε στα μάτια της Τουόν, αλλά αν επρόκειτο να τον αποκαλεί διαρκώς «Παιχνιδάκι», ο Ματ δεν ήταν διόλου διατεθειμένος να την προσφωνεί με τον τίτλο της.
«Πόσο είσαι;» Είχε ακούσει ότι ήταν λίγα χρόνια νεότερή του, κάτι που φάνταζε αδύνατον αν την έβλεπες μέσα σ’ αυτό το φόρεμα που έμοιαζε με σάκο.
Προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνη η επικίνδυνη σπίθα έγινε φλόγα, αλλά όχι καυτή αστραπή αυτή τη φορά. Αν ήταν έτσι, θα τον έψηνε επί τόπου. Η Τουόν τίναξε προς τα πίσω τους ώμους της κι ίσιωσε το κορμί της. Ο Ματ αμφέβαλλε αν μπορούσε να φτάσει σε ύψος πέντε ποδών με τα πέλματα γυμνά, όσο κι αν κορδωνόταν. «Τα δέκατα τέταρτα αληθογενέθλιά μου πλησιάζουν σε πέντε μήνες», είπε με φωνή που κάθε άλλο παρά ψυχρή ήταν. Αντιθέτως, έμοιαζε να ζεσταίνει τον χώρο καλύτερα κι από τη σόμπα. Ο Ματ αισθάνθηκε μια στιγμιαία ελπίδα, αλλά η γυναίκα δεν είχε τελειώσει ακόμα. «Όχι. Εδώ τα κρατάτε κρυφά τα γενέθλιά σας, έτσι; Οπότε, είναι τα εικοστά μου γενέθλια. Ικανοποιήθηκες, Παιχνιδάκι; Μήπως φοβήθηκες ότι έκλεψες καμιά... παιδούλα;» Πρόφερε σχεδόν συριστικά την τελευταία λέξη.
Ο Ματ κούνησε τα χέρια του, απορρίπτοντας έξαλλος το υπονοούμενο της Τουόν. Αν μια γυναίκα άρχιζε να μιλάει συριστικά και να βράζει σαν καζάνι, ο έξυπνος άντρας έπρεπε να βρει τρόπο να την ηρεμήσει, και γρήγορα. Η Τουόν έσφιγγε τόσο δυνατά την κούπα, ώστε οι τένοντες εξείχαν στο πάνω μέρος του χεριού της· ο Ματ δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να υποφέρει ο γοφός του από μία ακόμη πτώση. Άσε που δεν ήταν καν σίγουρος ότι η Τουόν δεν σκόπευε να του κάνει κακό την πρώτη φορά. Τα χέρια της κινούνταν με φοβερή γρηγοράδα. «Ήθελα να ξέρω, αυτό είναι όλο», της είπε βιαστικά. «Ήμουν απλώς περίεργος, έτσι για βρισκόμαστε σε κουβέντα, δηλαδή. Εγώ είμαι λίγο μεγαλύτερος». Είκοσι, λοιπόν. Οπότε, πήγαιναν περίπατο οι ελπίδες του να είναι πολύ νεαρή για να παντρευτεί μέσα στα επόμενα τρία ή τέσσερα χρόνια. Ό,τι κι αν συνέβαινε μεταξύ της παρούσας στιγμής και της μέρας του γάμου του, θα ήταν καλοδεχούμενο.
Η Τουόν τον κοίταξε καχύποπτα κι εξεταστικά, με το κεφάλι της γερμένο λοξά, κι έπειτα πέταξε την κούπα πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στην Κυρά Ανάν, και κάθισε ξανά στο σκαμνί, τακτοποιώντας με περισσή φροντίδα την πολύπτυχη, μάλλινη φούστα της σαν να ήταν τήβεννος από μετάξι. Ωστόσο, δεν έπαψε στιγμή να τον περιεργάζεται μέσα από τις μακριές βλεφαρίδες της. «Πού είναι το δαχτυλίδι σου;» τον ρώτησε επιτακτικά.
Ασυναίσθητα, ο Ματ ψαχούλεψε το δάχτυλο του αριστερού του χεριού, εκεί όπου βρισκόταν συνήθως το μεγάλο δαχτυλίδι. «Δεν το φοράω συνέχεια». Ειδικά εφ’ όσον όλοι στο Παλάτι Τάρασιν γνώριζαν ότι το φορούσε. Όπως και να είχε το πράγμα, θα ξεχώριζε σαν τη μύγα μές στο γάλα, με αυτό το τραχύ, αλήτικο ρούχο που φορούσε. Σε τελική ανάλυση, δεν επρόκειτο καν για τον σφραγιδόλιθό του, ένα απλό τεχνούργημα σμιλευτή ήταν. Παράξενο, πόσο πιο ελαφρύ ένιωθε το χέρι του δίχως αυτό. Υπερβολικά, ίσως. Επίσης, παράξενο ήταν το γεγονός ότι η γυναίκα το ανέφερε. Αλλά και πάλι, γιατί όχι; Μα το Φως, αυτά τα ζάρια τον έκαναν να φοβάται τη σκιά του και να τρομάζει με το παραμικρό. Εκτός αν έπαιζε ρόλο η παρουσία της Τουόν — αυτή ήταν μία πολύ δυσάρεστη σκέψη.
Ο Ματ πήγε να κάτσει στο άδειο κρεβάτι, αλλά η Σελούσια τινάχτηκε, προλαβαίνοντάς τον με τέτοια γρηγοράδα, που θα τη ζήλευε κι ακροβάτης. Απλώθηκε πάνω στο στρώμα, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι της. Η κίνηση αυτή έκανε το μαντίλι της να γλιστρήσει λοξά για μια στιγμή, αλλά το ίσιωσε βιαστικά, χωρίς να πάψει στιγμή να τον κοιτάει, υπερήφανα και ψυχρά σαν βασίλισσα. Ο Ματ έριξε μια ματιά στο άλλο κρεβάτι, αλλά η Κυρά Ανάν ακούμπησε επάνω του το κέντημά της, για να ισιώσει τη φούστα της με μια επιδεικτική κίνηση, καθιστώντας ξεκάθαρο πως δεν σκόπευε να του παραχωρήσει ούτε ίντσα. Που να την έπαιρνε και να τη σήκωνε, φερόταν λες και προφύλασσε την Τουόν από τον ίδιο! Φαίνεται πως οι γυναίκες ενώνουν πολλές φορές τις δυνάμεις τους, έτσι ώστε ο άντρας να μην έχει καμιά τύχη. Πάντως, αφού είχε καταφέρει να μην γίνει υποχείριο της Εγκήνιν, δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να αφεθεί στα χέρια της Σετάλε Ανάν ή της υπηρέτριας με το πλούσιο στήθος ή ακόμα και της ίδιας της σθεναρής και πανίσχυρης Υψηλής Αρχόντισσας Κόρης των Εννέα καταραμένων Φεγγαριών! Από την άλλη, δύσκολα θα έκανε πέρα κάποια από δαύτες για να βρει θέση να κάτσει.
Ακουμπώντας πάνω σε ένα συρταρωτό ερμάρι, στα πόδια του κρεβατιού πάνω στο οποίο καθόταν η Κυρά Ανάν, πάσχισε να βρει κάτι να πει. Ποτέ του δεν είχε πρόβλημα να σκεφτεί κάτι για να μιλήσει σε γυναίκα, αλλά το μυαλό του έμοιαζε νεκρωμένο από τον ήχο των ζαριών. Κι οι τρεις γυναίκες τον κοιτούσαν αποδοκιμαστικά —σχεδόν μπορούσε να ακούσει μία από δαύτες να του λέει να μην καμπουριάζει!— οπότε αρκέστηκε να χαμογελάσει. Οι περισσότερες γυναίκες έβρισκαν το χαμόγελό του ελκυστικό.
Η Τουόν ξεφύσηξε δυνατά, με τρόπο που δεν μαρτυρούσε διόλου ότι είχε μεταπειστεί. «Θυμάσαι το πρόσωπο του Γερακόφτερου, Παιχνιδάκι;» Η Κυρά Ανάν βλεφάρισε έκπληκτη κι η Σελούσια ανασηκώθηκε στο κρεβάτι συνοφρυωμένη και κοιτώντας προς το μέρος του. Γιατί, άραγε, τον κοίταζε τόσο βλοσυρά; Η Τουόν συνέχισε να τον παρατηρεί, με τα χέρια διπλωμένα πάνω στα γόνατά της, ψυχρή και συλλογισμένη σαν Σοφία την Κυριακή.
Το χαμόγελο του Ματ φάνταζε παγωμένο. Μα το Φως, τι γνώριζε άραγε; Πώς ήταν δυνατόν να γνωρίζει κάτι; Κειτόταν κάτω από τον πύρινο ήλιο, κρατώντας τα πλευρά του και με τα δύο χέρια, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τις τελευταίες ικμάδες της ζωής του, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν αν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο. Η Αλντεσάρ ήταν καταδικασμένη μέχρι το τέλος της μέρας. Μια σκιά έκρυψε τον ήλιο προς στιγμήν κι έπειτα ένας ψηλός, πάνοπλος άντρας έσκυψε από πάνω του, με την περικεφαλαία υπό μάλης και με τα βαθουλωτά, σκοτεινά του μάτια να πλαισιώνουν μια γαμψή μύτη. «Πολέμησες γενναία εναντίον μου σήμερα, Κουλαίν, όπως και τις προηγούμενες μέρες», είπε εκείνη η αξιομνημόνευτη φωνή. «Θες να συνάψουμε ειρήνη;» Με την ύστατη ανάσα του, γέλασε κατάμουτρα προς το μέρος τον Άρτουρ του Γερακόφτερου. Μισούσε τις μνήμες του θανάτου του. Μια ντουζίνα ακόμα θύμησες παρόμοιων συναντήσεων πέρασαν από το μυαλό του, πανάρχαιες μνήμες που τώρα ήταν δικές του. Ο Άρτουρ Πέντραγκ ήταν δύσκολος άντρας για να τα έχεις καλά μαζί του, ακόμα και πριν από την έναρξη του πολέμου.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και διάλεξε τα λόγια του προσεκτικά. Δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να αγορεύσει στην Παλιά Γλώσσα. «Όχι, φυσικά!» είπε ψέματα. Οι γυναίκες έπαιζαν στα δάχτυλα τον άντρα που αδυνατούσε να πει πειστικά ψέματα. «Μα το Φως, ο Γερακόφτερος πέθανε πριν από χίλια χρόνια! Τι ερώτηση είναι αυτή;»
Το στόμα της Τουόν άνοιξε αργά και, για μία στιγμή, ο Ματ ήταν σίγουρος ότι σκόπευε να απαντήσει στην ερώτηση του με νέα ερώτηση. «Μια χαζή ερώτηση, Παιχνιδάκι», αποκρίθηκε τελικά η γυναίκα. «Δεν έχω ιδέα πώς πετάχτηκε στο κεφάλι μου».
Η ένταση στους ώμους του Ματ χαλάρωσε κάπως. Μα, βέβαια. Ήταν τα’βίρεν. Ο κόσμος γύρω του έλεγε κι έκανε πράγματα που δεν θα τα έκανε πουθενά αλλού. Πιστοποιημένη ανοησία. Ωστόσο, κάτι τέτοιο μπορούσε να γίνει πολύ άβολο όταν έφθανε να αφορά στον ίδιο. «Το όνομά μου είναι Ματ. Ματ Κώθον». Ήταν σαν να μην είχε μιλήσει καν.
«Δεν μπορώ να πω επακριβώς τι θα κάνω μόλις επιστρέψω στο Έμπου Νταρ, Παιχνιδάκι. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Ίσως σε κάνω ντα’κοβάλε. Δεν είσαι πολύ όμορφος για οινοχόος, αλλά ίσως μου φανείς ευχάριστος σ’ αυτήν την αρμοδιότητα. Ωστόσο, μια και μου έχεις δώσει ορισμένες υποσχέσεις, θα ήθελα να σου δώσω κι εγώ μερικές. Για όσο χρονικό διάστημα τηρήσεις τις υποσχέσεις σου, ορκίζομαι πως δεν θα δραπετεύσω, ούτε θα σε προδώσω με κανέναν τρόπο, ούτε θα προκαλέσω έριδες μεταξύ των ακολούθων σου. Πιστεύω πως καλύφθηκα». Αυτή τη φορά, η Κυρά Ανάν απέμεινε να την κοιτά με το στόμα ορθάνοιχτο, κι ένας περίεργος ήχος ακούστηκε από τον λαιμό της Σελούσια, αλλά η Τουόν δεν φάνηκε να προσέχει καμία από τις δύο. Απλώς κοιτούσε τον Ματ με προσδοκία, περιμένοντας κάποια απόκριση.
Ένας παρόμοιος ήχος ακούστηκε να βγαίνει κι από τον λαιμό του Ματ. Δεν ήταν κλαψούρισμα, έμοιαζε περισσότερο με ξερόβηχα. Το πρόσωπο της Τουόν ήταν γαλήνιο σαν σκληρή μάσκα από μαύρο γυαλί. Η ηρεμία της προκαλούσε τρέλα, αλλά μπροστά της οι ασυναρτησίες έμοιαζαν απόλυτα λογικές! Θα πρέπει να ήταν παρανοϊκή, αν νόμιζε πως ο Ματ μπορούσε ποτέ να πιστέψει στην προσφορά της. Κι όμως, ήταν απόλυτα σίγουρος ότι η γυναίκα το εννοούσε ή, αλλιώς, ότι ήταν πολύ καλύτερη ψεύτρα απ’ ό,τι ήλπιζε να γίνει ο ίδιος ποτέ. Βίωσε ξανά εκείνη τη δυσάρεστη αίσθηση ότι η Τουόν γνώριζε περισσότερα από αυτόν. Γελοία αίσθηση, βέβαια, υπαρκτή ωστόσο. Ξεροκατάπιε κι ένιωσε έναν γρόμπο στο λαρύγγι του. Έναν σκληρό γρόμπο.
«Καλά, αυτό ισχύει για σένα», είπε, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, «αλλά η Σελούσια;» Χρόνο για τι πράγμα; Ούτε να σκεφτεί δεν μπορούσε, με τα ζάρια να σφυροκοπούν το κεφάλι του.
«Η Σελούσια ακολουθεί τις προσταγές μου, Παιχνιδάκι», απάντησε ανυπόμονα η Τουόν. Η γαλανομάτα γυναίκα όρθωσε το ανάστημά της και τον κοίταξε σαν να ήταν αγανακτισμένη με τις αμφιβολίες του. Για απλή υπηρέτρια, φάνταζε αρκετά άγρια, αν προσπαθούσε.
Ο Ματ δεν ήξερε ούτε τι να πει, ούτε τι να κάνει. Δίχως δεύτερη σκέψη, έφτυσε την παλάμη του κι άπλωσε το χέρι του, λες κι ήθελε να σφραγίσει κάποια συμφωνία για αγορά αλόγου.
«Τα έθιμά σας είναι κάπως... άξεστα», σχολίασε ξερά η Τουόν, αλλά έφτυσε επίσης την παλάμη της και του έσφιξε το χέρι. «"Έτσι είναι η συνθήκη μας γραμμένη· έτσι η συμφωνία μας κλείνει". Τι σημαίνει η πρόταση που είναι χαραγμένη στο δόρυ σου, Παιχνιδάκι;»
Αυτή τη φορά, ήταν έτοιμος να κλαψουρίσει, κι όχι επειδή η γυναίκα είχε διαβάσει την επιγραφή στην Παλιά Γλώσσα, που ήταν χαραγμένη πάνω στο ασανταρέι. Ακόμα και πέτρα θα κλαψούριζε. Τα ζάρια είχαν σταματήσει με το που άγγιξε το χέρι της. Μα το Φως, τι είχε συμβεί;
Γροθιές ακούστηκαν στην πόρτα κι ο Ματ τσιτώθηκε και στράφηκε δίχως δεύτερη σκέψη, ενώ σε κάθε του χέρι παρουσιάστηκε από ένα εγχειρίδιο, έτοιμο να πεταχτεί ενάντια σε όποιον ή σε ό,τι επρόκειτο να μπει. «Κρυφτείτε πίσω μου», είπε κοφτά.
Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε το κεφάλι του Θομ. Η κουκούλα του μανδύα του ήταν τραβηγμένη κι ο Ματ κατάλαβε ότι έξω έβρεχε. Κάτι με την Τουόν, κάτι με τα ζάρια, δεν είχε προσέξει τονήχο της βροχής που έπεφτε πάνω στην οροφή της άμαξας. «Ελπίζω να μη διακόπτω κάτι», είπε ο Θομ, πασπατεύοντας τα μεγάλα άσπρα μουστάκια του.
Το πρόσωπο του Ματ αναψοκοκκίνισε. Η Σετάλε είχε μείνει άναυδη, με τη βελόνα να ιχνηλατεί τη γαλάζια κλωστή του κεντήματός της, και τα φρύδια της υπερυψωμένα, λες κι ήθελαν να σκαρφαλώσουν πιο πάνω από το κεφάλι της. Η Σελούσια καθόταν στην άκρη του κρεβατιού γεμάτη υπερένταση, παρακολουθώντας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα εγχειρίδια να γλιστρούν ξανά μες στα μανίκια του Ματ. Ο Ματ πίστευε πως δεν ήταν από τις γυναίκες που αρέσκονταν σε ριψοκίνδυνους άντρες. Τέτοιες γυναίκες ήταν προς αποφυγήν έτειναν να βρίσκουν τρόπους για να κάνουν έναν άντρα να αποζητά τον κίνδυνο. Δεν έριξε ούτε ματιά προς το μέρος της Τουόν. Το πιθανότερο ήταν ότι τον κοιτούσε όπως θα κοίταζε και τον Λούκα όταν χοροπηδούσε. Το ότι δεν επιθυμούσε να παντρευτεί δεν σήμαινε κιόλας ότι ήθελε η μέλλουσα σύζυγός του να τον θεωρεί τρελό.
«Τι βρήκες, Θομ;» ρώτησε τραχιά ο Ματ. Κάτι πρέπει να είχε συμβεί, ειδάλλως τα ζάρια δεν θα σταματούσαν τον χορό τους. Στο μυαλό του ξεπήδησε μια σκέψη που παραλίγο θα ανασήκωνε τις τρίχες των μαλλιών του. Ήταν η δεύτερη φορά που τα ζάρια έπαυαν παρουσία της Τουόν. Ή, μάλλον, η τρίτη, μετρώντας και το περιστατικό στην πύλη εξόδου του Έμπου Νταρ. Τρεις καταραμένες φορές, που είχαν άμεση σχέση με την παρουσία της.
Κουτσαίνοντας ελαφρά, ο ασπρομάλλης άντρας προχώρησε στο εσωτερικό, πέταξε προς τα πίσω την κουκούλα του κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Χώλαινε εξαιτίας κάποιας παλιάς πληγής που δεν είχε προέλθει από καυγά στην πόλη. Ψηλός, λιπόσαρκος και χοντρόπετσος, με διαπεραστικά γαλάζια μάτια και χιονένιο μουστάκι που κρεμόταν έως κάτω από το πηγούνι του, έμοιαζε με τύπο που τραβάει την προσοχή όπου κι αν πηγαίνει, αν κι είχε εξασκηθεί πολύ να κρύβεται σε ανοικτούς χώρους, ενώ το σκούρο καφεκίτρινο πανωφόρι του κι ο καφετής μάλλινος μανδύας του αποτελούσαν κατάλληλο ντύσιμο για κάποιον που έχει μεν κάποια λεφτά για ξόδεμα, αλλά όχι πολλά. «Στους δρόμους, οι διαδόσεις για την αφεντιά της δίνουν και παίρνουν», είπε νεύοντας προς τη μεριά της Τουόν, «αλλά κανείς δεν μιλάει σχετικά με την εξαφάνιση της. Κέρασα ποτά μερικούς αξιωματικούς Σωντσάν, οι οποίοι φαίνεται να πιστεύουν πως η κοπέλα καλοκάθεται στο Παλάτι Τάρασιν ή ότι λείπει σε ταξίδι επιθεώρησης. Δεν διαισθάνθηκα καμιά προσποίηση, Ματ. Μάλλον δεν ήξεραν τίποτα».
«Τι περίμενες, Παιχνιδάκι, καμιά δημόσια ανακοίνωση;» ρώτησε καχύποπτα η Τουόν. «Όπως έχουν τα πράγματα, η Σούροθ ίσως σκέφτεται ν’ αυτοκτονήσει από ντροπή. Μήπως περίμενες εκ μέρους της ν’ αρχίσει να διαδίδει κακούς οιωνούς για τον Γυρισμό, φανερώνοντας έτσι στον καθένα τι κρύβεται από πίσω;»
Ώστε, η Εγκήνιν είχε δίκιο. Εντούτοις, το όλο θέμα εξακολουθούσε να φαντάζει απίθανο, αν κι ασήμαντο συγκριτικά με το σταμάτημα των ζαριών. Μα, επιτέλους, τι είχε συμβεί; Το μόνο που είχε κάνει ήταν ν’ ανταλλάξει χειραψία με την Τουόν. Είχαν δώσει τα χέρια, κάνοντας μια συμφωνία. Δεν σκόπευε να μην τηρήσει τη συμφωνία από τη δική του πλευρά, αλλά τι ήταν αυτό που του είχαν πει τα ζάρια; Ότι θα κρατούσε κι η κοπέλα την υπόσχεσή της; Ή, μήπως, όχι; Απ’ όσο γνώριζε, οι αριστοκράτισσες των Σωντσάν είχαν το συνήθειο να παντρεύονται —τι είπε ότι θα τον έκανε, οινοχόο;— πάντα οινοχόους.
«Υπάρχει και κάτι άλλο, Ματ», είπε ο Θομ, κοιτώντας την Τουόν με εξεταστικό βλέμμα και με μια υποψία έκπληξης. Ο Ματ είχε την εντύπωση πως η Τουόν θα νοιαζόταν ελάχιστα αν η Σούροθ αυτοκτονούσε. Ίσως, τελικά, ήταν όντως σκληρή, όπως πίστευε ο Ντόμον. Μα, τι ακριβώς προσπαθούσαν να του πουν τα καταραμένα τα ζάρια; Αυτό ήταν το σημαντικό. Έπειτα, ο Θομ συνέχισε να μιλάει, κι ο Ματ ξέχασε και τα ζάρια και το κατά πόσον η Τουόν ήταν σκληρή. «Η Τάυλιν είναι νεκρή. Το κρατούν μυστικό, για να μη γίνουν φασαρίες, αλλά κάποιος απ’ τους Φρουρούς του Παλατιού, ένας νεαρός υπολοχαγός, που καλά-καλά δεν μπορούσε να κρατήσει το ποτό στα χέρια του, μου είπε πως ετοιμάζουν επιμνημόσυνο γεύμα και στέψη του Μπέσλαν την ίδια μέρα».
«Πώς;» ρώτησε απαιτητικά ο Ματ. Εντάξει, ήταν μεγαλύτερή του, αλλά όχι και τόσο! Η στέψη του Μπέσλαν. Μα το Φως! Πώς θα τα έβγαζε πέρα ο Μπέσλαν, αφού μισούσε τόσο πολύ τους Σωντσάν; Άλλωστε, δικό του σχέδιο ήταν να βάλουν φωτιά σ’ εκείνες τις αποθήκες στον Δρόμο του Κόλπου. Έτοιμος ήταν να ξεσηκώσει τον κόσμο, αν δεν τον έπειθε ο Ματ πως το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να γίνει σφαγή, κι όχι των Σωντσάν.
Ο Θομ φάνηκε διστακτικός, χαϊδεύοντας τα μουστάκια του με τον αντίχειρά του. Τελικά, αναστέναξε. «Τη βρήκαν στο υπνοδωμάτιο το επόμενο πρωί, αφότου φύγαμε, Ματ, δεμένη χειροπόδαρα. Το κεφάλι της... Το κεφάλι της ήταν κομμένο».
Ο Ματ δεν συνειδητοποίησε πως τα πόδια του δεν τον βαστούσαν, μέχρι που βρέθηκε καθισμένος στο δάπεδο, με το κεφάλι του να βουίζει. Ακόμα άκουγε τη φωνή της μέσα στο μυαλό του. Θα χάσεις το κεφάλι σου, γουρουνάκι, αν δεν προσέχεις, κι αυτό δεν θα μου άρεσε καθόλου. Η Σετάλε έγειρε μπροστά, πάνω στο στενό κρεβάτι, για να ακουμπήσει το χέρι της πάνω στο μάγουλό του σε ένδειξη συμπόνιας.
«Οι Ανεμοσκόποι;» ρώτησε ο Ματ με άδεια φωνή. Δεν χρειαζόταν να πει περισσότερα.
«Σύμφωνα με όσα είπε εκείνος ο υπολοχαγός, οι Σωντσάν κατηγόρησαν τις Άες Σεντάι, επειδή η Τάυλιν είχε πάρει τους όρκους των Σωντσάν. Αυτό σκοπεύουν να ανακοινώσουν στο επιμνημόσυνο γεύμα».
«Η Τάυλιν πέθανε την ίδια νύχτα που δραπέτευσαν οι Ανεμοσκόποι, κι οι Σωντσάν πιστεύουν ότι δολοφονήθηκε από Άες Σεντάι;» Του ήταν αδύνατον να φανταστεί την Τάυλιν νεκρή. Θα σε φάω για βραδινό, παπάκι. «Δεν βγάζει νόημα, Θομ».
Ο Θομ δίστασε, συνοφρυωμένος σαν να συλλογιζόταν κάτι. «Εν μέρει, θα μπορούσε να είναι πολιτικό ζήτημα, αλλά έχω την εντύπωση πως αυτό ακριβώς πιστεύουν, Ματ. Ο υπολοχαγός είπε πως είναι σίγουροι ότι οι Ανεμοσκόποι έτρεχαν πολύ γρήγορα για να προλάβουν να τις σταματήσουν ή να παραμερίσουν, και το συντομότερο μονοπάτι που οδηγεί εκτός παλατιού από τη μεριά των κελιών των νταμέην δεν περνάει διόλου κοντά από τα διαμερίσματα της Τάυλιν».
Ο Ματ μούγκρισε. Σίγουρα δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Αλλά κι έτσι να ήταν, δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο που θα μπορούσε να κάνει.
«Οι μαράθ’νταμέην είχαν λόγους να δολοφονήσουν την Τάυλιν», σχολίασε έξαφνα η Σελούσια. «Φοβούνταν το παράδειγμά της για τις υπόλοιπες. Ενώ οι νταμέην στις οποίες αναφέρεσαι, τι λόγους μπορεί να είχαν; Κανέναν. Το χέρι της δικαιοσύνης απαιτεί κίνητρα κι αποδείξεις, ακόμα κι αν πρόκειται για νταμέην ή ντα’κοβάλε». Μιλούσε σαν να διάβαζε τα λόγια από βιβλίο. Δεν είχε πάψει στιγμή να κοιτάζει την Τουόν με την άκρη του ματιού της.
Ο Ματ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του, αλλά ακόμη κι αν η μικροκαμωμένη γυναίκα χρησιμοποίησε χειρομιλία για να δείξει στη Σετάλε τι έπρεπε να πει, τα χέρια της τώρα αναπαύονταν στα γόνατά της. Τον παρακολουθούσε με μια ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπό της. «Τόσο πολύ ενδιαφερόσουν για την Τάυλιν;» ρώτησε, με τόνο επιφύλαξης στη φωνή της.
«Ναι. Όχι. Που να καώ, τη συμπαθούσα!» Στράφηκε αλλού, περνώντας τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και βγάζοντας τον σκούφο του. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε χαρεί τόσο που απομακρυνόταν από γυναίκα, αλλά τώρα...! «Την παράτησα δεμένη χειροπόδαρα και φιμωμένη, έτσι ώστε να μην μπορεί να φωνάξει για βοήθεια, καθιστώντας την πανεύκολο θύμα για το γκόλαμ», είπε γεμάτος πικρία. «Εμένα έψαχνε. Μην κουνάς το κεφάλι σου, Θομ. Το ξέρεις εξίσου καλά μ’ εμένα».
«Τι είναι το... γκόλαμ;» ρώτησε η Τουόν.
«Σκιογέννημα, Αρχόντισσά μου», αποκρίθηκε ο Θομ. Έσμιξε ανήσυχος τα φρύδια του. Γενικώς, δεν ήταν άνθρωπος που ανησυχούσε με το παραμικρό, αλλά δεν υπήρχε κάποιος που δεν θα ταραζόταν στη σκέψη ενός γκόλαμ — εκτός αν ήταν τρελός. «Μοιάζει με άνθρωπο, αλλά μπορεί να γλιστρήσει μέσα από μια ποντικότρυπα ή κάτω από μια πόρτα, κι είναι αρκετά δυνατό, ώστε...» Ξεφύσηξε ανάμεσα από τα μουστάκια του. «Λοιπόν, αρκετά. Ματ, ακόμα κι αν η Τάυλιν είχε εκατό φρουρούς γύρω της, δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν αυτό το πράγμα». Δεν θα ήταν ανάγκη να τη φυλάνε εκατό φρουροί αν δεν είχε μπλέξει με τον Ματ Κώθον.
«Γκόλαμ», μουρμούρισε πικρόχολα η Τουόν. Ξαφνικά, έδωσε ένα απότομο χτύπημα με τη γροθιά της στην κορυφή του κεφαλιού του Ματ, κι αυτός, προστατεύοντας με το χέρι του το κρανίο του, κοίταξε δύσπιστα πάνω από τον ώμο του. «Πολύ χαίρομαι που φάνηκες πιστός στην Τάυλιν, Παιχνιδάκι», του είπε δριμύτατα, «αλλά δεν αντέχω τις δεισιδαιμονίες σου. Δεν τις αντέχω. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν τιμά καθόλου την Τάυλιν». Που να πάρει και να σηκώσει, ο θάνατος της Τάυλιν φαίνεται πως δεν την απασχολούσε περισσότερο από αν είχε αυτοκτονήσει η Σούροθ ή όχι. Τι είδους γυναίκα θα παντρευόταν;
Άλλο ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα, αλλά αυτή τη φορά ο Ματ δεν μπήκε καν στον κόπο να σηκωθεί. Ένιωθε κενός και οικτρός μέχρι τα μύχια της ψυχής του. Ο Μπλάερικ μπήκε χωρίς να ρωτήσει στο εσωτερικό της άμαξας, με τον σκούρο καφετή μανδύα του να στάζει απ’ τη βροχή. Ήταν παλιός μανδύας, φθαρμένος εδώ κι εκεί, αλλά ο Μπλάερικ μάλλον δεν πολυνοιαζόταν για το αν η βροχή τον διαπερνούσε. Ο Πρόμαχος αγνόησε σχεδόν τους πάντες εκτός από τον Ματ. Για μια στιγμή, η ματιά του έπεσε πάνω στο στήθος της Σελούσια! «Η Τζολίνε θέλει να σε δει, Κώθον», είπε, χωρίς να αποτραβήξει το βλέμμα του από τη γυναίκα. Μα το Φως! Αυτό του έλειπε τώρα.
«Ποια είναι η Τζολίνε;» απαίτησε να μάθει η Τουόν.
Ο Ματ την αγνόησε. «Πες της ότι θα τη δω μόλις αρχίσουμε να ταξιδεύουμε, Μπλάερικ». Το τελευταίο πράγμα που του έλειπε ήταν να ακούσει με το ζόρι κι άλλα παράπονα από τις Άες Σεντάι.
«Θέλει να σε δει τώρα, Κώθον».
Αναστενάζοντας, ο Ματ σηκώθηκε και μάζεψε τον σκούφο του από το πάτωμα. Ο Μπλάερικ έμοιαζε έτοιμος να τον σύρει αυτοπροσώπως, αλλά η διάθεση του Ματ ήταν τέτοια που, αν ο άλλος προσπαθούσε, σίγουρα θα τον κάρφωνε με κανένα μαχαίρι. Αυτό, βέβαια, θα είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί με σπασμένο λαιμό. Ένας Πρόμαχος δεν συγχωρεί εύκολα αν βρεθεί μ’ ένα μαχαίρι μπηγμένο στα πλευρά. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως είχε πεθάνει ήδη την πρώτη φορά που επιχείρησε κάτι τέτοιο, κι αυτό δεν ήταν κάποια αρχαία ανάμνηση, οπότε καλύτερα να μην έπαιρνε τέτοιου είδους ρίσκα αν μπορούσε να το αποφύγει.
«Ποια είναι η Τζολίνε, Παιχνιδάκι;» Αν δεν είχε ήδη υπ’ όψιν του τι συνέβαινε, θα έλεγε πως ο τόνος της φωνής της Τουόν έκρυβε ζήλια.
«Μια καταραμένη Άες Σεντάι», μούγκρισε ο Ματ, φορώντας τον σκούφο και νιώθοντας μια μικρή ικανοποίηση. Το σαγόνι της Τουόν έπεσε από την έκπληξη. Βγαίνοντας, ο Ματ έκλεισε την πόρτα πίσω του πριν η γυναίκα προλάβει να πει κάτι. Ναι, ένιωθε κάπως ικανοποιημένος, αλλά ελάχιστα, κάτι σαν πεταλούδα πάνω σε σωρό κοπριάς. Η Τάυλιν ήταν νεκρή κι, άσχετα από το τι έλεγε ο Θομ, η κατηγορία βάραινε ακόμη τις Ανεμοσκόπους. Χώρια το θέμα της Τουόν κι εκείνων των καταραμένων ζαριών. Πράγματι, επρόκειτο για μια μικροκαμωμένη πεταλούδα πάνω σ’ έναν τεράστιο σωρό κοπριάς.
Ο ουρανός ήταν γεμάτος βαριά σύννεφα κι η βροχόπτωση συνεχιζόταν αδιάκοπα. Βροχή για μούλιασμα, έτσι θα την αποκαλούσαν στην πατρίδα. Μόλις βγήκε, ο Ματ αισθάνθηκε τις σταγόνες να γλιστρούν πάνω στα μαλλιά του, παρά τον σκούφο, και να ποτίζουν το πανωφόρι του. Ο Μπλάερικ δεν φαινόταν να προσέχει τίποτα, ίσα-ίσα που είχε τραβήξει τον μανδύα πάνω στο κορμί του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Ματ ήταν να κυρτώσει τους ώμους του και να πλατσουρίσει χαλαρά στους όλο και φαρδύτερους νερόλακκους που σχηματίζονταν στους βρώμικους δρόμους. Ούτως ή άλλως, μέχρι να φτάσει στην άμαξά του για να πάρει έναν άλλον μανδύα, θα είχε γίνει μουσκίδι. Επιπλέον, ο καιρός ταίριαζε απόλυτα στη διάθεση του.
Προς μεγάλη του έκπληξη κι ασχέτως βροχής, είχε γίνει αρκετή δουλειά στο σύντομο διάστημα που ο ίδιος βρισκόταν στην άμαξα. Απ’ όσο μπορούσε να δει, οι τοίχοι από καναβάτσο είχαν εξαφανιστεί, ενώ τα μισά από τα καρότσια με τις προμήθειες, που κύκλωναν την άμαξα της Τουόν, έλειπαν, όπως επίσης και τα περισσότερα ζώα που ήταν δεμένα στις σειρές των πασσάλων. Ένα μεγάλο κλουβί με σιδερένιες μπάρες, όπου φυλασσόταν ένα λιοντάρι με μαύρη χαίτη, προχωρούσε τσουλώντας προς τη μεριά του δρόμου, πίσω από ένα αργοκίνητο ζευγάρι αλόγων, τα οποία ελάχιστη σημασία έδιναν τόσο στο κοιμισμένο λιοντάρι πίσω τους, όσο και στη νεροποντή. Οι ηθοποιοί κι οι ακροβάτες κατευθύνονταν κι αυτοί προς τον δρόμο, παρ’ ότι ήταν μυστήριο πώς καθόριζαν με ποια σειρά θα έφευγαν. Οι περισσότερες από τις σκηνές είχαν εξαφανιστεί. Υπήρχαν σημεία όπου τρεις φανταχτερά στολισμένες άμαξες είχαν χαθεί ομαδικά, σε άλλα σημεία κάθε δεύτερη άμαξα έλειπε, ενώ αλλού οι άμαξες ήταν ακίνητες, λες και περίμεναν κάτι, σχηματίζοντας μια συμπαγή μάζα. Το μόνο πράγμα που μαρτυρούσε πως τα μέλη του θιάσου δεν είχαν διασκορπιστεί από δω κι από κει ήταν η ύπαρξη του ίδιου του Λούκα, με τον φανταχτερό μανδύα τυλιγμένο γύρω από το κορμί του, για να μη μουσκεύει, να σουλατσάρει πάνω-κάτω στον δρόμο, σταματώντας πού και πού για να χτυπήσει φιλικά τον ώμο κάποιου άντρα ή για να σιγοψιθυρίσει σε μια γυναίκα κάτι που θα την έκανε να γελάσει. Αν ο θίασος είχε διαλυθεί, ο Λούκα θα κυνηγούσε ήδη όσους θα προσπαθούσαν να το σκάσουν. Για να κρατά ενωμένη την ομάδα του, χρησιμοποιούσε κυρίως την πειθώ και δεν άφηνε κανέναν να φύγει χωρίς να προσπαθήσει, έστω και με το ζόρι, να του αλλάξει γνώμη. Ο Ματ καταλάβαινε ότι, κανονικά, θα έπρεπε να νιώθει καλά βλέποντας τον Λούκα, αν και δεν του πέρασε σε καμιά περίπτωση από το μυαλό ότι μπορεί ο άνθρωπος να είχε ξεμείνει από χρυσάφι, αλλά εκείνες τις στιγμές αμφέβαλλε αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να τον κάνει να αισθανθεί κάτι άλλο εκτός από κενός και θυμωμένος.
Η άμαξα στην οποία τον οδήγησε ο Μπλάερικ, σχεδόν εξίσου μεγάλη με του Λούκα, ήταν περασμένη με ασβεστόχρωμα κι όχι με μπογιά. Η λευκότητα είχε σβήσει από καιρό, αφήνοντας λουριδωτά ίχνη, κι η βροχή ξέπλενε την επιφάνεια, κάνοντάς τη να φαίνεται λίγο πιο γκρίζα στα σημεία όπου το ξύλο δεν ήταν ήδη γυμνό. Η άμαξα ανήκε σε μια παρέα από ηλίθιους, τέσσερις δύστροπους άντρες, που έβαφαν τα πρόσωπά τους για χάρη των χορηγών του θιάσου και μπουγελώνονταν ή χτυπιούνταν μεταξύ τους με παραφουσκωμένες κύστες γουρουνιών. Κατά τ’ άλλα, ξόδευαν τον χρόνο και τα χρήματά τους ρουφώντας όσο περισσότερο κρασί μπορούσαν να αγοράσουν. Με όσα είχε πληρώσει ο Ματ, θα μπορούσαν να είναι μεθυσμένοι για μήνες ολόκληρους, άσε που είχε στοιχίσει κάτι παραπάνω για να πειστεί κάποιος να τους περιμαζέψει.
Τέσσερα δασύτριχα, απερίγραπτα άλογα ήταν ήδη προσδεμένα στην άμαξα κι ο Φεν Μάιζαρ, ο έτερος Πρόμαχος της Τζολίνε, καθόταν ήδη στη θέση του οδηγού, τυλιγμένος μ’ έναν παλιό γκριζαρισμένο μανδύα και κρατώντας τα γκέμια. Λοξοκοίταζε τον Ματ όπως ο λύκος ένα κοπρόσκυλο. Οι Πρόμαχοι είχαν εξ αρχής δυσαρεστηθεί με το σχέδιο του Ματ, σίγουροι πως θα μπορούσαν να απομακρύνουν με ασφάλεια τις αδελφές από τη στιγμή που θα βρίσκονταν εκτός των τειχών της πόλης. Ίσως και να μπορούσαν, αλλά οι Σωντσάν κυνηγούσαν μετά μανίας γυναίκες ικανές να διαβιβάζουν —είχαν ψάξει κιόλας τέσσερις φορές τον θίασο στις μέρες που ακολούθησαν την πτώση του Έμπου Νταρ— και το παραμικρό λάθος αρκούσε για να βρεθούν όλοι μαζί στο ίδιο καζάνι. Από αυτά που έλεγαν κατά καιρούς η Εγκήνιν κι ο Ντόμον, οι Αναζητητές μπορούσαν να κάνουν ακόμα και βράχο να μιλήσει. Ευτυχώς, δεν ήταν όλες οι αδελφές εξίσου σίγουρες με τους Προμάχους της Τζολίνε. Οι Άες Σεντάι είχαν την τάση να αμφιταλαντεύονται όταν δεν συμφωνούσαν για το τι έπρεπε να κάνουν.
Μόλις ο Ματ έφτασε στα σκαλοπάτια όπισθεν της άμαξας, ο Μπλάερικ τον σταμάτησε ακουμπώντας το χέρι στο στήθος του. Το πρόσωπο του Προμάχου, έτσι όπως οι σταγόνες κυλούσαν στα μάγουλά του, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα σκαλιστό κομμάτι ξύλου. «Ο Φεν κι εγώ σου είμαστε ευγνώμονες που την έβγαλες από την πόλη, Κώθον, αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Οι αδελφές είναι ήδη στριμωγμένες, καθότι μοιράζονται τον χώρο με άλλες γυναίκες, και δεν αντέχουν. Αν δεν βρούμε άλλη άμαξα, θα υπάρξει πρόβλημα».
«Εκεί είναι το πρόβλημα;» ρώτησε δύστροπα ο Ματ, σφίγγοντας περισσότερο τον γιακά του, κάτι που δεν τον βοήθησε και πολύ γιατί ήταν ήδη μουσκεμένος στην πλάτη, αλλά και μπροστά δεν τα πήγαινε καλύτερα. Αν η Τζολίνε τον είχε φέρει μέχρι εδώ για να αρχίσει ξανά τις μεμψιμοιρίες σχετικά με τα καταλύματα...
«Θα σου πει εκείνη πού είναι το πρόβλημα, Κώθον. Θυμήσου τα λόγια μου».
Μουγκρίζοντας μέσα από τα δόντια του, ο Ματ ανέβηκε τα βρώμικα σκαλοπάτια και μπήκε, αποφεύγοντας να κλείσει με δύναμη την πόρτα πίσω του.
Η διαρρύθμιση στο εσωτερικό της άμαξας δεν διέφερε ιδιαίτερα από εκείνη στην άμαξα της Τουόν, αν κι υπήρχαν τέσσερα κρεβάτια, δύο εκ των οποίων ήταν διπλωμένα κι ακουμπισμένα πάνω στα τοιχώματα, πάνω από τα άλλα δύο. Δεν είχε ιδέα ποιον τρόπο είχαν βρει οι έξι γυναίκες για να κοιμούνται, αλλά υπέθετε πως οι τσακωμοί ήταν συχνοί. Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό της άμαξας τσίριζε σχεδόν, σαν λάδι στο ταψί. Τρεις από τις γυναίκες κάθονταν σε κάθε ένα από τα χαμηλότερα κρεβάτια, καθεμία παρακολουθώντας ή αγνοώντας εντελώς τις γυναίκες που κάθονταν στα απέναντι κρεβάτια. Η Τζολίνε, που ποτέ στη ζωή της δεν είχε κρατηθεί ως νταμέην, συμπεριφερόταν λες κι οι τρεις σουλ’ντάμ δεν υπήρχαν καν. Διάβαζε ένα μικρό βιβλίο με ξύλινη επένδυση κι η αλαζονεία της την καθιστούσε Άες Σεντάι μέχρι τον τελευταίο πόρο της, παρά το πολυφορεμένο μπλε φόρεμά της, που ανήκε μέχρι πρότινος σε μια θηριοδαμάστρια. Οι άλλες δύο αδελφές, ωστόσο, γνώριζαν από πρώτο χέρι τι σήμαινε να είσαι νταμέην. Η Εντεσίνα παρατηρούσε τις τρεις σουλ’ντάμ με επιφύλαξη, με το ένα της χέρι κοντά στο εγχειρίδιο της ζώνης της, ενώ το βλέμμα της Τέσλυν πεταγόταν διαρκώς από δω κι από κει, παρατηρώντας τα πάντα πλην των σουλ’ντάμ, μαλάζοντας απαλά με τα χέρια της τη σκούρα μάλλινη φούστα της. Δεν είχε ιδέα πώς η Εγκήνιν είχε πειθαναγκάσει τις τρεις σουλ’ντάμ να συμβάλουν στη δραπέτευση των νταμέην, αλλά ενώ ήταν απόλυτα σίγουρο ότι τις αναζητούσαν οι αρχές, η στάση απέναντι σε γυναίκες με τη δυνατότητα της διαβίβασης δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο. Η Μπέθαμιν, ψηλή και σκουρόχρωμη όπως η Τουόν, ήταν ντυμένη με ένα φόρεμα Εμπουνταρινής τεχνοτροπίας, με πολύ βαθύ ντεκολτέ και φούστα σχιστή έως πάνω από τα γόνατα από τη μία πλευρά, έτσι ώστε να αποκαλύπτεται το φθαρμένο κόκκινο μισοφόρι. Έμοιαζε περισσότερο με μητέρα που περιμένει την αναπόφευκτη αταξία των παιδιών της, ενώ η χρυσομαλλούσα Σέτα, με το ψηλόλαιμο γκρίζο μάλλινο που την κάλυπτε εντελώς, έμοιαζε να περιεργάζεται επικίνδυνα σκυλιά, που αργά ή γρήγορα έπρεπε να κλειστούν σε κλουβί. Η Ρέννα, αυτή που μιλούσε περί ακρωτηριασμού χεριών και ποδιών, προσποιούνταν πως διάβαζε, αλλά κάθε λίγο και λιγάκι τα απατηλά γλυκά καστανά μάτια της ανασηκώνονταν από τον λεπτό τόμο, για να κοιτάξουν εξεταστικά τις Άες Σεντάι. Κατόπιν, χαμογελούσε με τρόπο μάλλον δυσάρεστο. Ο Ματ ήταν έτοιμος να βλαστημήσει πριν ακόμα κάποια από δαύτες άνοιγε το στόμα της. Ο συνετός άντρας σιωπά όταν οι γυναίκες συμφωνούν, ειδικά όταν ανάμεσά τους βρίσκονται Άες Σεντάι, αλλά πάντα έτσι γινόταν όποτε ερχόταν στη συγκεκριμένη άμαξα.
«Ελπίζω να είναι σημαντικό αυτό που έχεις να μου πεις, Τζολίνε». Ξεκούμπωσε το πανωφόρι του, τινάζοντας κάμποσο από το νερό. Ίσως ήταν καλύτερα να το στύψει. «Μόλις πληροφορήθηκα πως το γκόλαμ σκότωσε την Τάυλιν το ίδιο βράδυ που φύγαμε, και δεν έχω καμία όρεξη για γκρίνιες».
Η Τζολίνε τοποθέτησε προσεκτικά έναν κεντητό σελιδοδείκτη στο σημείο όπου είχε σταματήσει το διάβασμα, και σταύρωσε τα χέρια της πάνω από το βιβλίο πριν αρχίσει να μιλάει. Οι Άες Σεντάι δεν βιάζονταν ποτέ, κάτι που ανέμεναν από τους άλλους. Αν δεν ήταν παρών ο Ματ, το πιθανότερο είναι πως η γυναίκα θα φορούσε ήδη α’ντάμ, αλλά ο Ματ δεν είχε συναντήσει ποτέ του Άες Σεντάι που να φημίζεται για την ευγνωμοσύνη της. Η γυναίκα αγνόησε όσα της είχε πει σχετικά με την Τάυλιν. «Ο Μπλάερικ μού είπε πως ο θίασος έχει αρχίσει ήδη τις προετοιμασίες για αναχώρηση», απάντησε ψυχρά, «αλλά εσύ πρέπει να τους σταματήσεις. Μόνο εσένα ακούει ο Λούκα». Το στόμα της σφίχτηκε ελαφρά καθώς πρόφερε αυτές τις λέξεις. Οι Άες Σεντάι δεν είχαν συνηθίσει να μην τους δίνουν προσοχή, κι οι Πράσινες δεν κατάφερναν να κρύβουν εύκολα τη δυσαρέσκειά τους. «Προς το παρόν, πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα να πάμε στο Λάγκαρντ. Πρέπει να μπούμε στο πορθμείο, να διασχίσουμε το λιμάνι και να πάμε στο Ίλιαν».
Αυτή ήταν ίσως η χειρότερη πρόταση που είχε ακούσει εκ μέρους της, μολονότι η ίδια δεν τη θεωρούσε απλώς πρόταση, φυσικά. Σε αυτό ήταν χειρότερη από την Εγκήνιν. Με τον μισό θίασο ήδη καθ’ οδόν ή σχεδόν, θα περνούσε όλη η μέρα για να τους κατεβάσουν στην αποβάθρα του πορθμείου, πέρα απ’ το ότι έπρεπε να περάσουν και μέσα από την πόλη. Ενώ, αν κατευθύνονταν προς το Λάγκαρντ, θα είχαν τη δυνατότητα να απομακρυνθούν το συντομότερο από τους Σωντσάν, οι οποίοι, σημειωτέον, είχαν στρατό διασκορπισμένο σε όλο το μήκος των συνόρων του Ίλιαν, ίσως κι ακόμη παραπέρα. Η Εγκήνιν ήταν απρόθυμη να αναφέρει όσα γνώριζε, αλλά ο Θομ είχε τον τρόπο του να πληροφορείται για διάφορα πράγματα. Ο Ματ δεν μπήκε στον κόπο να τρίξει τα δόντια του, πάντως. Δεν χρειαζόταν.
«Όχι», είπε η Τέσλυν με σκληρή φωνή και με τη χαρακτηριστική, δυνατή προφορά του Ίλιαν. Έγειρε μπροστά από την Εντεσίνα κι η έκφρασή της σου έδινε την εντύπωση πως μασούσε πέτρες τρεις φορές τη μέρα. Το πρόσωπό της ήταν σκληροτράχηλο και το σαγόνι της σφιγμένο, αλλά υπήρχε μια νευρικότητα στη ματιά της, κατάλοιπο από τις βδομάδες που είχε περάσει ως νταμέην. «Όχι, Τζολίνε. Σ’ το ’πα και πριν, δεν διανοούμαστε καν να επιχειρήσουμε κάτι τέτοιο! Δεν το διανοούμαστε!»
«Μα το Φως!» αναφώνησε η Τζολίνε σαν να έφτυνε, πετώντας με δύναμη το βιβλίο της στο πάτωμα. «Σύνελθε, Τέσλυν! Δεν είναι ανάγκη να γίνεις χίλια κομμάτια επειδή σε κράτησαν αιχμάλωτη για λίγο!»
«Να γίνω χίλια κομμάτια; Χίλια κομμάτια; Ας τους άφηνες να σου περάσουν κι εσένα εκείνο το περιλαίμιο, και θα σου ’λεγα εγώ!» Το χέρι της Τέσλυν άγγιξε τον λαιμό της, λες κι εξακολουθούσε να νιώθει στο σημείο εκείνο το περιλαίμιο του α’ντάμ. «Βοήθησέ με να τη μεταπείσω, Εντεσίνα. Αν την αφήσουμε να κάνει ό,τι θέλει, θα μας ξαναπεράσουν λαιμαριά!»
Η Εντεσίνα έκανε πίσω, ακουμπώντας στον τοίχο πίσω από το κρεβάτι —μια λυγερόκορμη κι αρκετά ευπαρουσίαστη γυναίκα, με μαύρα μαλλιά που έπεφταν έως τη μέση της, η οποία παρέμενε πάντα σιωπηλή όταν διαφωνούσαν οι Κόκκινες με τις Πράσινες, κάτι που συνέβαινε μάλλον συχνά— αλλά το μόνο που καταδέχτηκε η Τζολίνε ήταν να της ρίξει μια φευγαλέα ματιά. «Ζητάς τη βοήθεια μιας επαναστάτριας, Τέσλυν; Μιας γυναίκας που κανονικά θα ’πρεπε να ’χαμε αφήσει στα χέρια των Σωντσάν; Άκουσέ με. Το κατανοείς το ίδιο καλά μ’ εμένα. Ειλικρινά, θ’ αποδεχόσουν έναν μεγαλύτερο κίνδυνο για ν’ αποφύγεις έναν μικρότερο;»
«Μικρότερο!» γρύλισε η Τέσλυν. «Δεν έχεις ιδέα για...»
Η Ρέννα κράτησε το βιβλίο τεντωμένο μπροστά της και το άφησε να πέσει με θόρυβο στο πάτωμα. «Με την άδεια του Άρχοντά μου, έχουμε ακόμα μαζί μας τα α’ντάμ και μπορούμε να δώσουμε ένα καλό μάθημα σ’ αυτά τα κορίτσια πώς να συμπεριφέρονται και να υπακούνε». Η προφορά της είχε μελωδική χροιά, αλλά το χαμόγελο στα χείλη της δεν έφτασε ποτέ μέχρι τα καστανά της μάτια. «Ποτέ δεν βγαίνει σε καλό να τις αφήνεις τόσο χαλαρές». Η Σέτα ένευσε αυστηρά και σηκώθηκε, λες και πήγαινε να φέρει τα λουριά.
«Αρκετά με τα α’ντάμ», παρενέβη η Μπέθαμιν, αγνοώντας τις έκπληκτες ματιές που της έριξαν οι άλλες δύο σουλ’ντάμ. «Θαρρώ, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να στρώσουμε αυτές τις κοπέλες. Μπορώ να προτείνω στον Άρχοντα να επιστρέψει σε μία ώρα; Θα σου πουν όσα θες να μάθεις χωρίς φασαρίες, αφού δεν θα μπορούν να κάτσουν». Ο ήχος της φωνής της μαρτυρούσε ότι εννοούσε όσα έλεγε. Η Τζολίνε κοιτούσε τις τρεις σουλ’ντάμ σοκαρισμένη και δύσπιστη, αλλά τώρα ήταν η Εντεσίνα αυτή που ίσιωσε το κορμί της κι άδραξε με αποφασιστικότητα το μαχαίρι της ζώνης της, ενώ η Τέσλυν οπισθοχώρησε ακουμπώντας στον τοίχο, με τα χέρια σφιχτοδεμένα μεταξύ τους στη μέση της.
«Δεν είναι ανάγκη», είπε μια στιγμή μετά ο Ματ. Όσο ικανοποιητικό κι αν φαινόταν να βρεθεί κάποιος ικανός να «στρώσει» την Τζολίνε, η Εντεσίνα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τραβήξει εκείνο το μαχαίρι, και τότε θα ήταν σαν να αμολούσες γάτα σε κοτέτσι, ασχέτως αποτελέσματος. «Σε ποιον μεγαλύτερο κίνδυνο αναφέρεσαι, Τζολίνε; Τζολίνε; Υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος από τους Σωντσάν αυτή τη στιγμή;»
Η Πράσινη κατάλαβε ότι η ματιά της δεν επηρέαζε την Μπέθαμιν, οπότε έστρεψε το βλέμμα της στον Ματ. Αν δεν επρόκειτο για Άες Σεντάι, θα ήταν σίγουρος πως φαινόταν κατηφής. Στην Τζολίνε δεν άρεσαν οι πολλές εξηγήσεις. «Αν είναι ανάγκη να μάθεις κάτι, μάθε ότι κάποιος διαβιβάζει». Η Τέσλυν με την Εντεσίνα ένευσαν καταφατικά, η Κόκκινη αδελφή κάπως πιο απρόθυμα, η Κίτρινη με έμφαση.
«Μέσα στον καταυλισμό;» ρώτησε ο Ματ αναστατωμένος. Το δεξί του χέρι κινήθηκε από μόνο του, για να αγγίξει την ασημένια αλεπουδοκεφαλή κάτω από την πουκαμίσα του, αλλά το μενταγιόν δεν είχε παγώσει.
«Πολύ μακριά», αποκρίθηκε η Τζολίνε, απρόθυμα και πάλι. «Στον Βορρά».
«Πολύ πιο μακριά από το βεληνεκές ανίχνευσης της καθεμίας από εμάς», επενέβη η Εντεσίνα, ενώ η φωνή της χρωματιζόταν από φόβο. «Η ποσότητα σαϊντάρ που χειρίζεται πρέπει να είναι απίστευτη, αδιανόητη». Μια κοφτή ματιά της Τζολίνε στάθηκε αρκετή για να την κάνει να σωπάσει. Η γυναίκα στράφηκε πάλι στον Ματ, κοιτώντας τον σκεπτικά, σαν να αναλογιζόταν πόσα θα έπρεπε να του αποκαλύψει.
«Απ’ αυτή την απόσταση», συνέχισε, «δεν είναι δυνατόν να διαισθανθούμε όποια αδελφή του Πύργου διαβιβάζει. Μάλλον πρόκειται για τους Αποδιωγμένους, κι ό,τι κι αν είναι αυτό που κάνουν, καλό είναι να μην είμαστε και τόσο κοντά».
Ο Ματ παρέμεινε ακίνητος για μια στιγμή, λέγοντας τελικά: «Αν είναι όντως μακριά, εφαρμόζουμε το υπάρχον σχέδιο».
Η Τζολίνε εξακολουθούσε να διαφωνεί, αλλά ο Ματ δεν μπήκε στον κόπο να την ακούσει. Όποτε σκεφτόταν τον Ραντ ή τον Πέριν, διάφορα χρώματα στροβιλίζονταν μες στο κεφάλι του. Μέρος της τα’βίρεν ιδιότητας, υπέθετε. Αυτή τη φορά όμως, η σκέψη των φίλων του δεν πέρασε καν από το μυαλό του. Παρ’ όλ’ αυτά, τα χρώματα είχαν εμφανιστεί ξαφνικά, σαν βεντάλια χιλίων ουράνιων τόξων, σχηματίζοντας μια εικόνα, μια αόριστη εντύπωση ενός άντρα και μιας γυναίκας που κάθονταν κατάχαμα κι αλληλοκοιτάζονταν. Δεν κράτησε ούτε μία στιγμή, αλλά ο Ματ ήταν σίγουρος πλέον για ποιον επρόκειτο, όσο σίγουρος ήταν για το ίδιο του το όνομα. Όχι, δεν ήταν οι Αποδιωγμένοι. Ήταν ο Ραντ. Δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί, με τι καταγινόταν ο Ραντ όταν τα ζάρια σταμάτησαν;