14 Τι Γνωρίζουν οι Σοφές

Ο Χάλγουιν Νόρυ, ο Αρχιγραμματέας, κι η Ρενέ Χάρφορ, η Αρχιυπηρέτρια, εισήλθαν μαζί, εκείνος κάνοντας μια σπασμωδική κι άτσαλη υπόκλιση, εκείνη υποκλινόμενη όλο χάρη, χωρίς να χαμηλώνει ιδιαίτερα αλλά και χωρίς επιπολαιότητα. Δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο. Η Κυρά Χάρφορ ήταν στρογγυλοπρόσωπη κι αρχοντικά μεγαλοπρεπής, με τα μαλλιά της πιασμένα σε περιποιημένο, γκρίζο κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της. Ο Αφέντης Νόρυ, ψηλός κι άχαρος σαν λελέκι, είχε ελάχιστα μαλλιά, τα οποία εξείχαν πίσω από τα αυτιά του σαν τούφες από λευκά πούπουλα. Καθένας εκ των δύο κουβαλούσε έναν ανάγλυφο δερμάτινο φάκελο παραγεμισμένο με χαρτιά, αλλά η γυναίκα τον κρατούσε στο πλευρό της, σαν να μην ήθελε να τσαλακώσει τον επίσημο, άλικο χιτώνα της — έμοιαζε, ούτως ή άλλως, ατσαλάκωτος παρά την ώρα και τα τρεχάματά της— ενώ ο άντρας έσφιγγε τον φάκελο πάνω στο λιπόσαρκο στέρνο του σαν να ήθελε να κρύψει παλιές κηλίδες από μελάνι, αρκετές από τις οποίες στιγμάτιζαν τον χιτώνα του, συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης μουτζούρας που σημάδευε την ουρά του Άσπρου Λιονταριού, η οποία κατέληγε σε έναν μαύρο θύσανο. Ύστερα από τις υποκλίσεις, στάθηκαν σε διαφορετικές πλευρές του δωματίου, έτσι ώστε να μην κοιτάζονται μεταξύ τους.

Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω από τη Ρασόρια, η λάμψη του σαϊντάρ ξεπήδησε γύρω από την Αβιέντα, η οποία ύφανε αμέσως ένα ξόρκι κατά των ωτακουστών, που απλώθηκε στους τοίχους του δωματίου. Ό,τι κι αν διαμειβόταν τώρα μεταξύ τους, ήταν ασφαλές, κι η Αβιέντα θα καταλάβαινε αν κάποιος χρησιμοποιούσε τη Δύναμη για να κρυφακούσει. Είχε εξαιρετικές ικανότητες σε αυτό το είδος ύφανσης.

«Κυρά Χάρφορ», είπε η Ηλαίην, «μπορείς να μιλήσεις». Φυσικά, δεν πρόσφερε ούτε κρασί, ούτε καθίσματα. Ο Αφέντης Νόρυ σίγουρα θα είχε σοκαριστεί από αυτή την έλλειψη κοσμιότητας, αλλά κι η Κυρά Χάρφορ ίσως είχε νιώσει προσβεβλημένη. Ο Νόρυ, πάντως, μόρφασε απειροελάχιστα και λοξοκοίταξε τη Ρενέ· το στόμα της είχε γίνει μια λεπτή γραμμή. Μολονότι είχε περάσει μία εβδομάδα συναντήσεων, η απέχθεια αυτών των δύο να δίνουν αναφορά παρουσία άλλων ήταν κάτι παραπάνω από προφανής. Έτρεφαν μια κάποια κτητικότητα για τα φέουδά τους, ειδικά από τη στιγμή που η Αρχιυπηρέτρια είχε μετακινηθεί σε πεδίο που κάποτε ήταν υπ’ ευθύνη του Αφέντη Νόρυ. Βέβαια, η φροντίδα του βασιλικού Παλατιού ήταν ανέκαθεν η κύρια ευθύνη της Αρχιυπηρέτριας, οπότε τα νέα της καθήκοντα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως επέκταση αυτής της ευθύνης. Αυτό, ωστόσο, δύσκολα θα το έλεγε ο Χάλγουιν Νόρυ. Τα φλεγόμενα κούτσουρα τσιτσίρισαν στο τζάκι με έναν δυνατό κρότο, στέλνοντας έναν καταιγισμό σπινθήρων στο μπουρί της καμινάδας.

«Πιστεύω ακράδαντα πως ο Δεύτερος Βιβλιοθηκάριος είναι... κατάσκοπος, Αρχόντισσά μου», είπε τελικά η Κυρά Χάρφορ, αγνοώντας επιδεικτικά τον Νόρυ, λες κι ήθελε να τον κάνει να εξαφανιστεί. Αντιστεκόταν, μην τυχόν και μάθαινε κάποιος ότι έψαχνε για κατασκόπους στο παλάτι, αλλά εξοργιζόταν από το γεγονός ότι ίσως ο Αρχιγραμματέας το γνώριζε ήδη. Η μόνη εξουσία που ασκούσε επάνω της —αν επρόκειτο για εξουσία— πήγαζε από την εξόφληση των λογαριασμών του παλατιού κι από το ότι ποτέ του δεν ρωτούσε για τυχόν δαπάνες, αλλά ακόμα κι έτσι, η γυναίκα δυσκολευόταν να το χωνέψει. «Κάθε τρεις-τέσσερις μέρες, ο Αφέντης Χάρντερ επισκέπτεται ένα πανδοχείο ονόματι Στεφάνι και Βέλος, υποτίθεται για την περίφημη μπύρα που φτιάχνει η ιδιοκτήτρια, κάποια Μίλις Φέντρυ. Η Κυρά Φέντρυ, όμως, εκτρέφει και περιστέρια κι, όποτε την επισκέπτεται ο Αφέντης Χάρντερ, εκείνη ξαμολάει ένα προς τα βόρεια. Χτες, τρεις από τις Άες Σεντάι που μένουν στον Ασημένιο Κύκνο, βρήκαν πρόφαση για να επισκεφθούν το Στεφάνι και Βέλος, παρ’ όλο που οι πελάτες του είναι πολύ πιο φτωχοί από του Κύκνου. Στον πηγαιμό και στον γυρισμό φορούσαν κουκούλες, ενώ όσο ήταν εκεί, κλείστηκαν σ’ ένα δωμάτιο μαζί με την Κυρά Φέντρυ για περισσότερο από μία ώρα. Και οι τρεις ανήκουν στο Καφέ Άτζα, πράγμα που φοβάμαι ότι μαρτυρά πως εκείνες πληρώνουν τον Αφέντη Χάρντερ».

«Κομμώτριες, πεζικάριοι, μάγειροι, ο αρχιεπιπλοποιός, ούτε λίγο ούτε πολύ πέντε από τους υπαλλήλους του Αφέντη Νόρυ, και χώρα ένας βιβλιοθηκάριος». Η Ντυέλιν έγειρε πίσω στο κάθισμά της και σταύρωσε τα πόδια της, αγριοκοιτάζοντας τριγύρω με ξινισμένη φάτσα. «Τελικά, υπάρχει κανείς που δεν είναι κατάσκοπος, Κυρά Χάρφορ;» Ο Νόρυ τέντωσε τον λαιμό του ανήσυχα· εξέλαβε την αναίσχυντη συμπεριφορά των υπαλλήλων του ως προσωπική ύβρη.

«Ελπίζω να φτάσω σύντομα στον πάτο του βαρελιού, Αρχόντισσα μου», απάντησε αυτάρεσκα η Κυρά Χάρφορ. Ούτε οι κατάσκοποι ούτε οι Υψηλές έδρες πανίσχυρων Οίκων τής προκαλούσαν αναστάτωση. Οι κατάσκοποι δεν ήταν παρά ζωύφια, από τα οποία έπρεπε να απαλλάξει το παλάτι, όπως ακριβώς το διαχηρούσε καθαρό από τους ψύλλους και τους αρουραίους —αν και, γι’ αυτούς τους τελευταίους, είχε αναγκαστεί προσφάτως να δεχθεί βοήθεια από Άες Σεντάι— ενώ οι πανίσχυροι ευγενείς ήταν σαν τη βροχή και το χιόνι, φυσικά φαινόμενα που τα ανέχεσαι μέχρι να κάνουν τον κύκλο τους, αλλά τουλάχιστον δεν τη σύγχυζαν. «Πολύς κόσμος μπορεί να εξαγοραστεί, και πολλοί είναι εκείνοι με τη δυνατότητα μιας τέτοιας εξαγοράς, ή που θα ήθελαν να την έχουν».

Η Ηλαίην προσπάθησε να φανταστεί τον Αφέντη Χάρντερ, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να φέρει στο μυαλό της ήταν η θολή εικόνα ενός κοντόχοντρου, καραφλού άντρα που βλεφάριζε ακατάπαυτα. Ο άντρας είχε υπηρετήσει τη μητέρα της κι, όπως θυμόταν, τη Βασίλισσα Μόρντρελεν, πριν από τη μητέρα της. Κανείς δεν σχολίαζε το γεγονός πως, κατά τα φαινόμενα, υπηρετούσε και το Καφέ Άτζα. Τα παλάτια των κυβερνητών μεταξύ της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου και του Ωκεανού Άρυθ περιείχαν κατασκόπους του Πύργου. Ακόμη κι ένας όχι τόσο έξυπνος ηγεμόνας μπορούσε να το αντιληφθεί. Αναμφίβολα, πολύ σύντομα θα ζούσαν κι οι Σωντσάν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Λευκού Πύργου, αν δεν είχε συμβεί ήδη. Η Ρενέ είχε ξετρυπώσει κάμποσους κατασκόπους που δούλευαν για το Κόκκινο Άτζα, κληροδότημα μάλλον από την εποχή που η Ελάιντα βρισκόταν στο Κάεμλυν, αλλά ετούτος εδώ ο βιβλιοθηκάριος ήταν ο πρώτος που δούλευε για κάποιο άλλο Άτζα. Στην Ελάιντα δεν άρεσε διόλου να γνωρίζουν τα άλλα Άτζα τα δρώμενα του παλατιού όσο η ίδια ήταν σύμβουλος της Βασίλισσας.

«Κρίμα που δεν έχουμε καμιά παραπλανητική ιστορία που θα θέλαμε να πιστέψει το Καφέ Άτζα», είπε ανάλαφρα. Κι ακόμα πιο κρίμα που, τόσο οι Καφετιές όσο κι οι Κόκκινες ήξεραν για το Σόι. Στην καλύτερη περίπτωση, θα έπρεπε να ξέρουν ότι υπήρχαν κάμποσες γυναίκες με τη δυνατότητα της διαβίβασης στο παλάτι, και δεν θα τους έπαιρνε πολύ καιρό να καταλάβουν ποιες ήταν. Αυτό θα δημιουργούσε αρκετά προβλήματα στην πορεία, αλλά οι δυσκολίες αυτές ήταν μελλοντικές. Σχεδίαζε πάντα εκ των προτέρων, έλεγε η Λίνι, αλλά αν ανησυχείς πολύ για το τι θα γίνει τον επόμενο χρόνο, αύριο κιόλας μπορεί να κάνεις μια λάθος κίνηση. «Έχε υπό στενή παρακολούθηση τον Αφέντη Χάρντερ και προσπάθησε να ανακαλύψεις με ποιους διατηρεί φιλία. Αρκεί για την ώρα». Μερικοί κατάσκοποι εξαρτώνταν από τα αυτιά τους, είτε για να πιάσουν κάποια κουτσομπολιά, είτε για να κρυφακούσουν από κλειστές πόρτες, ενώ άλλοι έλυναν διάφορες γλώσσες με μερικά ποτηράκια κρασί ως ένδειξη φιλίας. Το πρώτο βήμα για να εξουδετερώσεις έναν κατάσκοπο είναι να μάθεις με ποιον τρόπο μαθαίνει αυτά που πουλάει.

Η Αβιέντα ρουθούνισε ηχηρά κι, απλώνοντας τη φούστα της, επιχείρησε να καθίσει πάνω στο χαλί, αλλά τότε συνειδητοποίησε τι φορούσε. Ρίχνοντας ένα προειδοποιητικό βλέμμα προς τη μεριά της Ντυέλιν, κούρνιασε στην άκρη της καρέκλας κι έμεινε άκαμπτη. Έμοιαζε με κυρία της αυλής και τα μάτια της αστραποβολούσαν. Μόνο που μια κυρία της αυλής δεν θα ψαχούλευε με τον αντίχειρά της την ακμή του μαχαιριού στη ζώνη της. Χαμένη στα δικά της στρατηγήματα, η Αβιέντα δεν θα δίσταζε να κόψει τον λαιμό όποιου σπιούνου βρισκόταν εντός της εμβέλειας του μαχαιριού της. Κατά την άποψή της, η κατασκοπεία ήταν πρόστυχο επάγγελμα, άσχετα από τις εξηγήσεις της Ηλαίην όχι ο κάθε κατάσκοπος ήταν ένα εργαλείο που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να κάνει τους εχθρούς να πιστέψουν αυτό που ήθελες εσύ.

Όχι ότι ο κάθε κατάσκοπος δούλευε αναγκαστικά για έναν εχθρό. Οι περισσότεροι από όσους είχε ξετρυπώσει η Αρχιυπηρέτρια χρηματίζονταν κι από άλλες πηγές, μεταξύ των οποίων είχε αναγνωρίσει τον Βασιλιά Ρέντραν του Μουράντυ, διάφορους Υψηλούς Άρχοντες κι Αρχόντισσες του Δακρύου, μια χούφτα Καιρχινούς ευγενείς και κάμποσους εμπόρους. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ενδιαφέρονταν για τα δρώμενα στο Κάεμλυν, είτε για την ενδεχόμενη επίδραση των γεγονότων στις εμπορικές σχέσεις, είτε για οποιοδήποτε άλλον λόγο. Μερικές φορές, θα έλεγε κανείς πως ο ένας κατασκόπευε τον άλλον.

«Κυρά Χάρφορ», είπε, «υποθέτω πως δεν ανακάλυψες κατασκόπους στην υπηρεσία του Μαύρου Πύργου».

Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, η Ντυέλιν αναρρίγησε στην αναφορά του Μαύρου Πύργου κι ήπιε μια γερή γουλιά κρασί, αλλά η Ρενέ απλώς έκανε μια αδιόρατη γκριμάτσα. Είχε αποφασίσει να αγνοήσει ότι υπήρχαν κι άντρες με τη δυνατότητα της διαβίβασης, αφού ούτως ή άλλως δύσκολα θα άλλαζε κάτι. Γι’ αυτήν, ο Μαύρος Πύργος ήταν μια απλή... ενόχληση. «Δεν είχαν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους, Αρχόντισσά μου. Βάζο στοίχημα ότι μέσα σ’ έναν χρόνο θα ανακαλύψουμε πεζικάριους και βιβλιοθηκάριους να χρηματίζονται κι από εκεί».

«Μάλλον έχεις δίκιο». Τρομερή σκέψη. «Τι άλλο έχεις να μας αναφέρεις για σήμερα;»

«Είχα μια συζήτηση με τον Τζον Σκέλιτ, Αρχόντισσα μου. Ο άντρας που αλλάζει στρατόπεδο μία φορά είναι επιρρεπής ν’ αλλάξει και πάλι, κι ο Σκέλιτ ανήκει σε αυτή την κατηγορία». Επρόκειτο για έναν κουρέα που δούλευε για τον Οίκο Άρων, κάτι που προς το παρόν τον κατέτασσε στους ανθρώπους της Αρυμίλα.

Η Μπιργκίτε πήγε να βλαστημήσει, αλλά συγκρατήθηκε —για κάποιο λόγο πάσχιζε να μη φέρεται απρεπώς παρουσία της Ρενέ Χάρφορ— και τελικά μίλησε με κάπως πονεμένη φωνή. «Συζήτησες μαζί του; Χωρίς να ρωτήσεις κανέναν;»

Η Ντυέλιν, αντίθετα, χωρίς κανέναν ενδοιασμό απέναντι στην Αρχιυπηρέτρια, μουρμούρισε: «Μα το μανόγαλο στην κούπα!» Η Ηλαίην δεν την είχε ακούσει ποτέ να βωμολοχεί. Ο Αφέντης Νόρυ ανοιγόκλεισε τα μάτια του κι ο φάκελος κόντεψε να του πέσει από τα χέρια. Έκανε το παν για να μην κοιτάζει την Ντυέλιν. Η Αρχιυπηρέτρια, ωστόσο, έκανε μια παύση, μέχρι να βεβαιωθεί ότι η Μπιργκίτε τελείωσε την πρότασή της, κι έπειτα συνέχισε ψύχραιμη.

«Η στιγμή έδειχνε κατάλληλη για να μιλήσω στον Σκέλιτ. Ένας από τους άντρες στους οποίους δίνει αναφορά έφυγε από την πόλη και δεν έχει επιστρέψει ακόμα, ενώ ο άλλος φαίνεται πως έσπασε το πόδι του. Οι δρόμοι πάντα είναι γλιστεροί όταν πριν έχει σβηστεί κάποια φωτιά». Μιλούσε τόσο πράα, ώστε φάνταζε πιθανότατο να είχε μηχανευτεί την πτώση του άντρα. Σε δύσκολους καιρούς, οι άνθρωποι ανακαλύπτουν περίεργα ταλέντα τους, που δεν θα περίμενες ποτέ. «Ο Σκέλιτ συμφωνεί να παραδώσει ο ίδιος στα στρατόπεδα την επόμενη αναφορά του. Είδε να φτιάχνεται μια πύλη, οπότε δεν χρειάζεται να προσποιηθεί ότι φοβάται». Θα νόμιζε κανείς πως η γυναίκα όλη της τη ζωή έβλεπε άμαξες να βγαίνουν με βρόντο από τρύπες στον αέρα.

«Και τι εμποδίζει αυτόν τον μπαρμπέρη να το βάλει στα πόδια μόλις βρεθεί έξω απ’ την πόλη;» ρώτησε απαιτητικά η Μπιργκίτε, αρχίζοντας να κόβει βόλτες μπροστά στο τζάκι με τα χέρια σφιγμένα πίσω από την πλάτη της. Η βαριά χρυσαφιά πλεξούδα της έμοιαζε φτιαγμένη από γουρουνότριχες. «Αν εξαφανιστεί, οι Άρων θα προσλάβουν κάποιον άλλον κι εσύ θα πρέπει να ξαναρχίσεις το κυνήγι. Μα το Φως, μάλλον η Αρυμίλα είχε ακούσει για τις πύλες με το που έφθασε, κι ο Σκέλιτ θα το έχει υπ’ όψιν του». Δεν ήταν μονάχα η σκέψη της πιθανής απόδρασης του Σκέλιτ που την εκνεύριζε. Οι μισθοφόροι πίστευαν ότι προσλαμβάνονταν για να σταματούν στρατιώτες, αλλά για μερικά ασημένια νομίσματα θα επέτρεπαν σε κάνα-δυο από δαύτους να μπουν και να βγουν από την πύλη μόλις έπεφτε το σκοτάδι. Βέβαια, ένας-δύο στρατιώτες δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, όπως είχαν τα πράγματα, και στην Μπιργκίτε δεν άρεσε καθόλου αυτή η υπενθύμιση.

«Η πλεονεξία τον εμποδίζει, Αρχόντισσά μου», αποκρίθηκε ήρεμα η Κυρά Χάρφορ. «Η σκέψη ότι θα κερδίσει κάμποσο χρυσάφι και από την Αρχόντισσα Ηλαίην και από την Αρχόντισσα Νάεαν, αρκεί για να τον διεγείρει. Ναι, είναι αλήθεια πως η Αρχόντισσα Αρυμίλα θα πρέπει να έχει ακουστά για τις πύλες, αλλά αυτό απλώς επιβεβαιώνει ότι ο Σκέλιτ έχει πολλούς λόγους να πάει αυτοπροσώπως».

«Κι αν η πλεονεξία του είναι τόσο μεγάλη, ώστε να προσπαθήσει να κερδίσει κι άλλο χρυσάφι αλλαξοπιστώντας για τρίτη φορά;» ρώτησε η Ντυέλιν. «Θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη... αναστάτωση, Κυρά Χάρφορ».

Ο τόνος της Ρενέ έγινε πιο απότομος. Ποτέ δεν προσπαθούσε να αποφύγει τα εμπόδια, αλλά δεν της άρεσε διόλου να τη θεωρούν απρόσεκτη. «Η Αρχόντισσα Νάεαν θα τον έθαβε κάτω από την κοντινότερη χιονοστιβάδα, Αρχόντισσά μου, κάτι για το οποίο φρόντισα να ενημερωθεί. Ποτέ του δεν ήταν υπομονετικός, όπως είμαι σίγουρη ότι γνωρίζετε ήδη. Όπως και να έχει, δεν λαμβάνουμε και πολλά νέα από το στρατόπεδο, κι ίσως παρατηρήσει κάποια πράγματα που θα θέλαμε να μάθουμε».

«Αν ο Σκέλιτ κατορθώσει να μας αποκαλύψει σε ποιο στρατόπεδο θα βρίσκονται η Αρυμίλα, η Ελένια κι η Νάεαν, και πότε, θα του δώσω το χρυσάφι του με τα ίδια μου τα χέρια», είπε αποφασιστικά η Ηλαίην. Η Ελένια με τη Νάεαν είχαν από κοντά την Αρυμίλα —ή ίσως εκείνη τις είχε από κοντά— κι η Αρυμίλα ήταν πολύ λιγότερο υπομονετική από τη Νάεαν και πολύ λιγότερο πρόθυμη να πιστέψει πως τα πράγματα θα πήγαιναν καλά δίχως την παρουσία της. Περνούσε τη μισή μέρα της πηγαίνοντας από το ένα στρατόπεδο στο άλλο κι, απ’ όσο είχε γίνει γνωστό, ποτέ της δεν κοιμόταν δύο νύχτες στο ίδιο μέρος. «Είναι το μόνο που θα μπορούσε να μας αναφέρει, και το μόνο που μας ενδιαφέρει, για τα τεκταινόμενα σε αυτά τα στρατόπεδα».

Η Ρενέ έγειρε το κεφάλι της. «Όπως επιθυμείς, Αρχόντισσά μου. Θα το φροντίσω». Πάσχιζε εξαιρετικά συχνά να μη λέει διάφορα παρουσία του Νόρυ, αλλά τίποτα στην έκφραση της δεν μαρτυρούσε ότι είχε αντιληφθεί κάποιο είδος επίπληξης. Φυσικά, η Ηλαίην δεν ήταν σίγουρη αν θα μπορούσε να επιπλήξει ανοιχτά τη γυναίκα. Η Κυρά Χάρφορ θα συνέχιζε να ασχολείται με τα καθήκοντά της, και σίγουρα θα συνέχιζε να κυνηγάει κατασκόπους με αμείωτη ένταση, αν μη τι άλλο επειδή η παρουσία τους και μόνο στο παλάτι την πρόσβαλε. Ωστόσο, η Ηλαίην ίσως ανακάλυπτε δεκάδες μπελάδες κάθε μέρα, δεκάδες μικρές ενοχλήσεις που θα πρόσθεταν επιπλέον μιζέρια, και δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει ευθέως την Αρχιυπηρέτρια για καμία από δαύτες. Πρέπει να πηγαίνουμε με τα νερά των υπηρετών, της είχε πει κάποτε η μητέρα της. Μπορεί να προσλάβεις καινούργιους υπηρέτες, να σου πάρει πολύ χρόνο και κόπο μέχρι να τους εκπαιδεύσεις και να τους μάθεις πέντε πράματα, μόνο και μόνο για να βρεθείς ξανά στο σημείο που ξεκίνησες. Η εναλλακτική λύση είναι να αποδεχτείς τους κανόνες ως έχουν, και να ζήσεις άνετα περνώντας τον καιρό σου βασιλεύοντας.

«Ευχαριστώ, Κυρά Χάρφορ», είπε, κι ως απάντηση έλαβε μία ακόμη σχολαστική υπόκλιση. Η Ρενέ Χάρφορ ήταν άλλη μία γυναίκα που γνώριζε την αξία της. «Αφέντη Νόρυ;»

Ο άντρας, που θύμιζε κάπως ερωδιό, ξαφνιάστηκε κι έπαψε να κοιτάει βλοσυρά τη Ρενέ. Από μια άποψη, έβλεπε τις πύλες ως κάτι δικό του και, μάλιστα, διόλου ευκαταφρόνητο. «Μάλιστα, Αρχόντισσά μου. Φυσικά». Η φωνή του ήταν βαριά και μονότονη. «Φαντάζομαι πως η αρχόντισσα Μπιργκίτε σάς έχει ήδη ενημερώσει για τους εμπορικούς συρμούς από το Ίλιαν και το Δάκρυ. Πιστεύω πως αυτή είναι η... εχμ... πάγια τακτική της όταν επιστρέφετε στην πόλη». Προς στιγμήν, η ματιά του έπεσε γεμάτη μομφή στην Μπιργκίτε. Δεν πίστευε πως η Ηλαίην θα εκνευριζόταν στο ελάχιστο, ακόμα κι αν η γυναίκα τού φώναζε, αλλά ζούσε βάσει των δικών του αρχών, κι ένιωθε κάπως πικραμένος που η Μπιργκίτε τού έκλεψε την ευκαιρία να απαριθμεί ο ίδιος πόσες άμαξες, κάδοι και βαρέλια κατέφθαναν. Ήταν ερωτευμένος με τους αριθμούς. Αν μη τι άλλο, η Ηλαίην ήλπιζε να μην έφτανε στα άκρα. Άλλωστε, ο Αφέντης Νόρυ δεν έδειχνε άνθρωπος με πολύ τσαγανό.

«Πράγματι, με ενημέρωσε», του είπε με κάποια υποψία απολογίας, όχι αρκετή όμως για να τον κάνει να νιώσει αμηχανία. «Φοβάμαι πως κάποιες από τις Θαλασσινές μάς αφήνουν. Από αύριο, θα έχουμε τις μισές στη διάθεσή μας για να κατασκευάζουν πύλες».

Τα δάχτυλα του Νόρυ κινήθηκαν σαν πόδια αράχνης πάνω στον πέτσινο φάκελο που ήταν ακουμπισμένος στο στήθος του, λες και ψηλαφούσε τα χαρτιά στο εσωτερικό. Η Ηλαίην δεν τον είχε δει ποτέ να συμβουλεύεται κάποιο από αυτά. «Α, μάλιστα. Δεν πειράζει, θα... αντεπεξέλθουμε, Αρχόντισσά μου». Ο Χάλγουιν Νόρυ πάντα έβρισκε τρόπο να αντεπεξέρχεται. «Λοιπόν, είχαμε εννέα εμπρησμούς χτες και το περασμένο βράδυ, κάπως περισσότεροι απ’ ό,τι συνήθως. Έγιναν τρεις απόπειρες να καούν αποθήκες με τρόφιμα. Καμία δεν ήταν επιτυχής, σπεύδω να προσθέσω». Μπορεί να έσπευσε να προσθέσει, αλλά το έκανε μιλώντας εξίσου μονότονα. «Θα ήθελα, εντούτοις, να αναφέρω ότι οι περιπολίες των Φρουρών στους δρόμους έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση σε κάτι περισσότερο από το συνηθισμένο, τη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, των επιθέσεων και των ληστειών. Ωστόσο, στην περίπτωση των εμπρησμών, είναι προφανές ότι υποκινούνται από κάποιο χέρι. Δεκαεπτά κτήρια καταστράφηκαν ολοσχερώς, εκτός από ένα εγκαταλελειμμένο». Το στόμα του στένεψε σε αποδοκιμασία. Θα χρειαζόταν κάτι παραπάνω από μια απλή πολιορκία για να αναγκαστεί ο Νόρυ να εγκαταλείψει το Κάεμλυν. «Κατά τη γνώμη μου, όλοι οι εμπρησμοί ήταν προσχεδιασμένοι, έτσι ώστε οι υδροφόρες να βρίσκονται όσο το δυνατόν πιο μακριά από τις αποθήκες, όπου και σημειώθηκαν οι απόπειρες. Έχω την εντύπωση πως ο εν λόγω σχεδιασμός ισχύει για κάθε εμπρησμό που έχουμε δει τις τελευταίες βδομάδες».

«Μπιργκίτε;» είπε η Ηλαίην.

«Θα κοιτάξω να εντοπίσω τις αποθήκες στον χάρτη», αποκρίθηκε η Μπιργκίτε γεμάτη αμφιβολίες, «και να βάλω επιπλέον Φρουρούς στους απομακρυσμένους δρόμους, αλλά ίσως μπορεί να παίζει μεγάλο ρόλο κι η τύχη». Δεν κοίταξε καν προς τη μεριά της Κυράς Χάρφορ, αλλά η Ηλαίην αισθάνθηκε ένα αμυδρό κοκκίνισμα εκ μέρους της. «Οποιοσδήποτε μπορεί να κουβαλάει πέτρα και τσακμάκι στο πουγκί του, και τα ξερά άχυρα αρπάζουν αμέσως».

«Κάνε ό,τι μπορείς», της αποκρίθηκε η Ηλαίην. Μόνο από καθαρή τύχη θα έπιαναν έναν εμπρηστή εξαπίνης, ενώ η ίδια τύχη θα ήταν βουνό αν εκείνος τους αποκάλυπτε κι άλλα πέρα από το γεγονός ότι είχε χρηματιστεί από μια φιγούρα με κουκούλα. Το να βρουν στα σίγουρα ότι πίσω απ’ όλα αυτά κρυβόταν η Αρυμίλα, η Ελένια ή η Νάεαν, απαιτούσε τύχη σαν του Ματ Κώθον. «Έχεις ν’ αναφέρεις κάτι άλλο, Αφέντη Νόρυ;»

Τρίβοντας τη μακριά μύτη του, ο Νόρυ απέφυγε το βλέμμα της. «Πρόσφατα... παρατήρησα», άρχισε κάπως διστακτικά, «ότι η Μάρνι, η Άρων κι η Σάραντ δανείστηκαν μεγάλα ποσά από τα εισοδήματα των κτημάτων τους». Τα φρύδια της Κυράς Χάρφορ υψώθηκαν πριν προλάβει να τα ελέγξει.

Η Ηλαίην κοίταξε το φλιτζάνι με το τσάι της κι αντιλήφθηκε ότι το είχε αδειάσει. Οι τραπεζίτες δεν έλεγαν ποτέ και σε κανέναν σε ποιον δάνειζαν ποσά, ούτε για ποιο λόγο, αλλά η Ηλαίην δεν ρώτησε πώς το ήξερε ο Νόρυ. Ίσως η ερώτηση της να έφερνε και τους δύο σε... δύσκολη θέση. Χαμογέλασε μόλις η αδελφή της πήρε το ποτήρι, και μόρφασε όταν η Αβιέντα της το επέστρεψε γεμάτο. Μάλλον η Αβιέντα πίστευε ότι μπορούσε να πίνει νερωμένο τσάι μέχρι σκασμού! Το γάλα κατσίκας ήταν καλύτερο, αλλά είτε έπινε τσάι είτε αποπλύματα ήταν ένα και το αυτό. Τέλος πάντων, ας κρατούσε στο χέρι το καταραμένο το φλιτζάνι, κι ας μην έπινε γουλιά.

«Οι μισθοφόροι», γρύλισε η Ντυέλιν, με τόση έξαψη στο βλέμμα, που θα έκανε κι αρκούδα να δειλιάσει. «Το είπα πριν και θα το πω ξανά. Το πρόβλημα με τους μισθωτούς σπαθοφόρους είναι ότι δεν μπορείς να τους έχεις εμπιστοσύνη». Ήταν εξ αρχής αντίθετη στην ενοικίαση μισθοφόρων για την υπεράσπιση της πόλης, αν κι η αλήθεια ήταν ότι, χωρίς αυτούς, η Αρυμίλα θα είχε εισέλθει στην πόλη με τον στρατό της από όποια πύλη ήθελε, ή σχεδόν. Απλώς, οι άντρες για τη φύλαξη των πυλών, πόσω μάλλον για την κάλυψη των τειχών, δεν επαρκούσαν.

Η Μπιργκίτε ήταν επίσης αντίθετη στην ιδέα των μισθοφόρων, τελικά όμως είχε αποδεχτεί τη λογική της Ηλαίην, παρ’ ότι απρόθυμα. Εξακολουθούσε να μην τους έχει την παραμικρή εμπιστοσύνη, αλλά τώρα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Καθισμένη στο μπράτσο του καθίσματος δίπλα στη φωτιά, ακουμπούσε αναπαυτικά την μπότα της με τους πτερνιστήρες πάνω στο κάθισμα. «Οι μισθοφόροι ενδιαφέρονται πολύ για τη φήμη τους, αν όχι για την τιμή τους. Άλλο το να αλλάξεις στρατόπεδο, κι άλλο να πέσει μια πύλη εξαιτίας της προδοσίας σου. Ο μισθοφόρος που θα έκανε κάτι τέτοιο, δεν θα ξαναέβρισκε ποτέ δουλειά. Η Αρυμίλα θα έπρεπε να προσφέρει αρκετά σε έναν αρχηγό για να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του σαν βασιλιάς, πόσω μάλλον για να πείσει τους άντρες του ότι κι αυτοί θα μπορούν να ζουν έτσι».

Ο Νόρυ ξερόβηξε. Ακόμα κι αυτός ο ήχος ακούστηκε μονότονος. «Φαίνεται πως δανείστηκαν τα ίδια ποσά δύο, ακόμα και τρεις φορές. Οι τραπεζίτες, βέβαια, δεν έχουν ακόμα... γνώση του γεγονότος».

Η Μπιργκίτε πήγε να βλαστημήσει, αλλά συγκρατήθηκε. Η Ντυέλιν κοίταξε το κρασί της τόσο άγρια, ώστε κάλλιστα θα το έκανε να ξινίσει. Η Αβιέντα έσφιξε ελαφρά το χέρι της Ηλαίην και κατόπιν το άφησε. Οι φλόγες τσιτσίρισαν κι ένα ράντισμα σπινθήρων άγγιξε σχεδόν τα χαλιά.

«Οι ομάδες των μισθοφόρων πρέπει να παρακολουθούνται». Η Ηλαίην ύψωσε το χέρι της για να προλάβει την Μπιργκίτε, η οποία δεν είχε ανοίξει καν το στόμα της, αλλά ο δεσμός μετέφερε τις κραυγές της. «Θα χρειαστεί να βρεις τους κατάλληλους άντρες γι’ αυτό». Μα το Φως! Έτσι όπως πήγαινε το πράγμα, θα χρειαζόταν να φρουρούν την πόλη κι από τους μέσα κι από τους έξω! «Δεν θα χρειαστούν πολλοί, αλλά πρέπει να ξέρουμε αν οι μισθοφόροι έχουν αρχίσει να συμπεριφέρονται παράξενα ή με μυστικοπάθεια, Μπιργκίτε. Αυτή ίσως είναι κι η μόνη προειδοποίηση που θα έχουμε».

«Σκεφτόμουν τι θα έπρεπε να κάνουμε αν κάποια ομάδα μισθοφόρων ξεπουληθεί», είπε κάπως στριμμένα η Μπιργκίτε. «Η απλή επίγνωση του γεγονότος δεν αρκεί, εκτός αν διαθέτουμε κάμποσους άντρες για να τρέξουν σε όποια πύλη απειλείται με προδοσία. Άλλωστε, οι μισοί στρατιώτες στην πόλη είναι μισθοφόροι κι οι άλλοι μισοί γέροντες που λίγους μήνες πριν ζούσαν με τις συντάξεις τους. Θα αλλάζω τα μισθοφορικά πόστα σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα. Θα δυσκολευτούν περισσότερο να προδώσουν μια πύλη, αφού δεν θα είναι σίγουροι πού θα βρίσκονται την επόμενη μέρα. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν αποκλείεται να το κάνουν». Στις διαμαρτυρίες για το πώς θα επετύγχανε κάτι τέτοιο αφού δεν ήταν στρατηγός, απάντησε ότι η ίδια είχε δει περισσότερες μάχες και πολιορκίες απ’ ό,τι δέκα στρατηγοί σε όλη τους τη ζωή, οπότε γνώριζε πολύ καλά πώς εξελίσσονταν τα πράγματα σε αυτές τις περιπτώσεις.

Η Ηλαίην σχεδόν ευχήθηκε να είχε κρασί στο φλιτζάνι της. «Υπάρχει περίπτωση να μάθουν οι τραπεζίτες τις πληροφορίες σας, Αφέντη Νόρυ; Πριν, δηλαδή, εξοφληθούν τα δάνεια;» Αν γινόταν κάτι τέτοιο, ίσως κάποιοι προτιμούσαν τελικά να δουν την Αρυμίλα στον θρόνο. Κατόπιν, θα άδειαζε τα θησαυροφυλάκια του κράτους για να αποπληρώσει αυτά τα δάνεια. Ναι, μπορεί να έφτανε μέχρις αυτού του σημείου. Οι μισθοφόροι πήγαιναν όπου φυσούσαν οι πολιτικοί άνεμοι, κι οι τραπεζίτες ήταν γνωστοί για τις προσπάθειες τους να επηρεάζουν τα γεγονότα.

«Απίθανο κατά τη γνώμη μου, Αρχόντισσά μου. Θα χρειαζόταν... εμ... να κάνουν τις κατάλληλες ερωτήσεις στους κατάλληλους ανθρώπους, κι οι τραπεζίτες είναι συνήθως... εμ... μυστικοπαθείς... μεταξύ τους. Ναι, προς το παρόν τουλάχιστον, νομίζω πως κάτι τέτοιο είναι απίθανο».

Ούτως ή άλλως, δεν μπορούσαν να γίνουν και πολλά, εκτός από το να πει στην Μπιργκίτε ότι θα άνοιγε μια νέα πηγή φονιάδων κι απαγωγέων. Από τη σκληρή έκφρασή της και την ξαφνική βλοσυρότητα που εκδηλώθηκε μέσω του δεσμού, φαινόταν ότι η Πρόμαχός της το είχε συνειδητοποιήσει. Πλέον, η πιθανότητα οι γυναίκες της σωματοφυλακής να είναι λιγότερες από εκατό ήταν ελάχιστη.

«Σε ευχαριστώ, Αφέντη Νόρυ», είπε η Ηλαίην. «Έκανες πολύ καλή δουλειά, όπως πάντα. Να με ενημερώσεις αμέσως αν υποπέσει στην αντίληψή σου κάποια ένδειξη ότι οι τραπεζίτες άρχισαν τις ερωτήσεις».

«Εννοείται, Αρχόντισσά μου», μουρμούρισε ο άντρας, σκύβοντας το κεφάλι σαν ερωδιός που τινάζεται για να πιάσει ψάρι. «Η Αρχόντισσά μου είναι πολύ ευγενική».

Όταν η Ρενέ κι ο Νόρυ εγκατέλειψαν το δωμάτιο, μ’ εκείνον να της κρατάει την πόρτα και να κάνει μια υπόκλιση ελαφρώς εντυπωσιακότερη από το συνηθισμένο και τη γυναίκα να γέρνει ελαφρά το κεφάλι προς το μέρος του καθώς τον προσπερνούσε κι έβγαινε στον διάδρομο, η Αβιέντα δεν έλυσε αμέσως το ξόρκι. Μόλις έκλεισε η πόρτα κι ενώ το ξόρκι κατάπινε τον ξερό ήχο του κλεισίματος, η γυναίκα είπε: «Κάποιος προσπάθησε να κρυφακούσει».

Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι της. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν —μια Μαύρη αδελφή, μια γυναίκα του Σογιού που την έτρωγε η περιέργεια;— όμως, αν μη τι άλλο, το κρυφάκουσμα είχε αποτύχει. Όχι ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να προσπεράσει κανείς τα ξόρκια της Αβιέντα, ακόμη κι αν ήταν Αποδιωγμένος, αλλά σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα τους το ανέφερε αμέσως.

Η Ντυέλιν εξέλαβε την ανακοίνωση της Αβιέντα λιγότερο ήρεμα, μουρμουρίζοντας κάτι σχετικά με τις Θαλασσινές. Δεν είχε δείξει την παραμικρή ενόχληση ακούγοντας ότι οι μισές Ανεμοσκόποι έφευγαν —όχι, τουλάχιστον, μπροστά στη Ρενέ και στον Νόρυ—, αλλά τώρα απαιτούσε να μάθει ολόκληρη την ιστορία. «Ποτέ δεν είχα εμπιστοσύνη στη Ζάιντα», γρύλισε μόλις η Ηλαίην τελείωσε την εξιστόρησή της. «Η συμφωνία αυτή υποθέτω ότι ακούγεται καλή από εμπορική άποψη, αλλά δεν θα με εξέπλησσε αν έβαζε κάποια Ανεμοσκόπο της να κρυφακούσει. Μου έχει δώσει την εντύπωση γυναίκας που θέλει να γνωρίζει τα πάντα, μήπως και της φανούν χρήσιμα κάποτε». Συνήθως, η Ντυέλιν δεν δίσταζε να μιλήσει, αλλά τώρα έδειχνε διστακτική καθώς έτριβε με τις παλάμες της το κρασοπότηρο. «Ηλαίην, είσαι σίγουρη ότι αυτός ο... πυρσός... δεν μπορεί να μας βλάψει;»

«Όσο σίγουρος μπορεί να είναι κανείς για κάτι, Ντυέλιν. Αν επρόκειτο να διαλύσει τον κόσμο, φαντάζομαι πως θα το είχε κάνει μέχρι τώρα». Η Αβιέντα γέλασε, αλλά η Ντυέλιν φάνηκε να χλομιάζει. Πράγματι! Μερικές φορές έπρεπε να γελάς, για να μην κλάψεις τουλάχιστον.

«Αν αργήσουμε κι άλλο, τώρα που έφυγαν ο Νόρυ κι η Κυρά Χάρφορ», είπε η Μπιργκίτε, «όλο και κάποιος θ’ αρχίσει ν’ αναρωτιέται τι κάνουμε τόση ώρα». Έκανε μια κίνηση με το χέρι της, δείχνοντας τους τοίχους και το αόρατο ξόρκι, το οποίο ήξερε ότι λειτουργούσε ακόμα. Οι καθημερινές συναντήσεις με την Αρχιυπηρέτρια και τον Αρχιγραμματέα πάντα έκρυβαν κάτι παραπάνω.

Όλες μαζεύτηκαν γύρω της καθώς η Μπιργκίτε μετακινούσε δύο γαβάθες από χρυσαφένια Θαλασσινή πορσελάνη σ’ ένα από τα βοηθητικά τραπεζάκια και τραβούσε έναν χιλιοδιπλωμένο χάρτη από το εσωτερικό του κοντού πανωφοριού της. Τον φυλούσε πάντα εκεί, με εξαίρεση τις ώρες που κοιμόταν και τον είχε κάτω από το μαξιλάρι της. Ο χάρτης, απλωμένος και στερεωμένος στα τέσσερα άκρα του με άδεια κρασοπότηρο, απεικόνιζε το Άντορ από τον Ποταμό Ερινίν μέχρι τα σύνορα ανάμεσα στην Αλτάρα και το Μουράντυ. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να πει κανείς πως απεικόνιζε όλη την επικράτεια του Άντορ, μια κι οτιδήποτε υπήρχε δυτικότερα, υπαγόταν κατά το ήμισυ στην εξουσία του Κάεμλυν επί ολόκληρες γενεές. Κατ’ αρχάς, μετά δυσκολίας θα χαρακτηριζόταν ως αριστούργημα κάποιου χαρτογράφου, καθώς σημαντικές λεπτομέρειες κρύβονταν από διάφορες τσακίσεις, αλλά η περιοχή φαινόταν αρκετά καλά, ενώ η κάθε πόλη ή χωριό, δρόμος, γέφυρα ή διάβαση ήταν σημαδεμένα. Η Ηλαίην ακούμπησε το φλιτζάνι με το τσάι της σε απόσταση ενός χεριού από τον χάρτη, προκειμένου να μην πιτσιλιστεί η επιφάνειά του και προστεθούν περισσότερες κηλίδες. Επιπλέον, ήθελε να απαλλαγεί από αυτό το νερόπλυμα.

«Οι Μεθορίτες κινούνται», είπε η Μπιργκίτε δείχνοντας τα δάση στα βόρεια του Κάεμλυν, πιο συγκεκριμένα ένα σημείο πάνω από το βορειότερο σύνορο του Άντορ, «αλλά δεν έχουν καλύψει ακόμα πολύ έδαφος. Με τον ρυθμό αυτό, θα τους πάρει πάνω από έναν μήνα για να προσεγγίσουν το Κάεμλυν».

Στριφογυρίζοντας το ασημένιο ποτήρι της, η Ντυέλιν στύλωσε το βλέμμα της στο σκούρο κρασί, αλλά ξαφνικά ανασήκωσε το κεφάλι της. «Θαρρούσα πως εσείς, οι Βόρειοι, είστε μαθημένοι στο χιόνι, Αρχόντισσα Μπιργκίτε». Ακόμα και τώρα ήθελε να ψαρέψει στοιχεία για την Πρόμαχο της Ηλαίην· αν κάποιος της έλεγε να μην το κάνει, θα κατάφερνε μόνο να επιβεβαιώσει τις υποψίες της ότι η Μπιργκίτε έκρυβε μυστικά, και να την κάνει ακόμα πιο αποφασισμένη να τα μάθει.

Η Αβιέντα κοίταξε βλοσυρά τη μεγαλύτερη γυναίκα —όταν δεν ένιωθε δέος για την Μπιργκίτε, μερικές φορές περιφρουρούσε παθιασμένα τα μυστικά της— αλλά η Μπιργκίτε ανταπέδωσε το κοφτό βλέμμα στην Ντυέλιν, χωρίς τον παραμικρό υπαινιγμό πανικού στον δεσμό. Πλέον, ένιωθε πολύ άνετα με το ψέμα σχετικά με τις καταβολές της. «Έχω πολύ καιρό να πάω στο Κάντορ». Ίσχυε, αν και το χρονικό διάστημα ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτό που φανταζόταν η Ντυέλιν. Η χώρα δεν ονομαζόταν καν Κάντορ τότε. «Άσχετα όμως από το τι έχεις συνηθίσει να κάνεις, η μετακίνηση διακοσίων χιλιάδων στρατιωτών, για να μην αναφέρω τους ακολούθους, που το Φως μόνο ξέρει πόσοι είναι, είναι πολύ αργή διαδικασία κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Κι ακόμη χειρότερα, έστειλα την Κυρά Οκάλιν και την Κυρά Φότε να επισκεφτούν μερικά χωριά, λίγα μίλια νότια των συνόρων». Η Σαμπέινε Οκάλιν κι η Τζουλάνια Φότε ήταν γυναίκες του Σογιού με την ικανότητα να Ταξιδεύουν. «Μου ανέφεραν όχι οι χωρικοί πιστεύουν πως οι Μεθορίτες έχουν στρατοπεδεύσει για τον χειμώνα».

Η Ηλαίην μουρμούρισε αποδοκιμαστικά και κοίταξε συνοφρυωμένη τον χάρτη, διατρέχοντας τις αποστάσεις με το δάχτυλό της. Βασιζόταν πολύ στις ειδήσεις για τους Μεθορίτες, αν όχι και στους ίδιους τους Μεθορίτες. Τα νέα για έναν στρατό τέτοιου μεγέθους, που ήταν έτοιμος να μπει στο Άντορ, θα εξαπλώνονταν σαν φωτιά σε ξερά χορτάρια. Μόνο ένας τρελός θα πίστευε πως είχαν διανύσει όλες εκείνες τις εκατοντάδες λεύγες μόνο και μόνο για να προσπαθήσουν να κατακτήσουν το Άντορ, αλλά όποιος είχε ακούσει κάτι, θα έβγαζε συμπεράσματα σχετικά με τις προθέσεις τους και το τι έπρεπε να γίνει, μια διαφορετική γνώμη σε κάθε στόμα. Όλα αυτά θα συνέβαιναν από τη στιγμή που θα άρχιζαν να διαδίδονται τα νέα. Μόλις γινόταν αυτό, η Ηλαίην θα πλεονεκτούσε απέναντι στον οποιοδήποτε. Είχε κανονίσει να διασχίσουν το Άντορ αρχικά, κι είχε ήδη κανονίσει να φύγουν.

Η επιλογή δεν είχε σταθεί ιδιαίτερα δύσκολη. Αν προσπαθούσε να τους σταματήσει, το εγχείρημα θα κατέληγε σε αιματοχυσία, κι εκείνοι δεν χρειάζονταν κάτι περισσότερο από το πλάτος ενός δρόμου για να βαδίσουν ενάντια στο Μουράντυ, όπου νόμιζαν πως θα έβρισκαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Κι αυτό δικό της κατόρθωμα ήταν. Έκρυβαν την πρόθεσή τους να βρουν τον Ραντ, κι η Ηλαίην δεν σκόπευε να τους αποκαλύψει την ακριβή θέση, αφού είχαν μαζί τους μια ντουζίνα Άες Σεντάι, παρ’ όλο που το κρατούσαν κι αυτό κρυφό. Από τη στιγμή, όμως, που τα νέα της έλευσής τους θα έφθαναν μέχρι τις Υψηλές Έδρες...

«Μάλλον θα λειτουργήσει το σχέδιο», είπε μαλακό. «Αν κριθεί αναγκαίο, μπορούμε κι εμείς να διαδώσουμε φήμες για τους Μεθορίτες».

«Μάλλον θα λειτουργήσει», συμφώνησε η Ντυέλιν κι έπειτα πρόσθεσε σε πιο απαισιόδοξο τόνο, «αρκεί ο Μπασίρε κι ο Μπάελ να συγκρατήσουν τους άντρες τους. Το μείγμα θα είναι πολύ ασταθές, με τους Μεθορίτες, τους Αελίτες και τη Λεγεώνα του Δράκοντα να απέχουν μόλις λίγα μίλια. Επιπλέον, δεν καταλαβαίνω πώς μπορούμε να είμαστε σίγουρες ότι οι Άσα’μαν δεν θα προβούν σε καμιά τρέλα». Αποτελείωσε την πρότασή της ρουφώντας τη μύτη της. Κατά την άποψή της, ένας άντρας έπρεπε να είναι τρελός εξ αρχής, αλλιώς δεν θα διάλεγε να γίνει Άσα’μαν. Η Αβιέντα ένευσε καταφατικά. Όπως κι η Μπιργκίτε, διαφωνούσε συχνά με την Ντυέλιν, αλλά το θέμα των Άσα’μαν —στο μεγαλύτερο μέρος του— τις έβρισκε όλες σύμφωνες.

«Θα φροντίσω να μην πλησιάσουν οι Μεθορίτες τον Μαύρο Πύργο», τις διαβεβαίωσε η Ηλαίην, μολονότι το είχε κάνει κι η ίδια στο παρελθόν. Ακόμα κι η Ντυέλιν γνώριζε ότι ο Μπάελ κι ο Μπασίρε συγκρατούσαν τις δυνάμεις τους —κανείς από τους δύο, άλλωστε, δεν ήθελε μια αχρείαστη μάχη, ο δε Ντάβραμ Μπασίρε σε καμιά περίπτωση δεν θα στρεφόταν ενάντια στα πατριωτάκια του— αλλά, δικαίως, όλοι ανησυχούσαν για τους Άσα’μαν και για το τι μπορούσαν να κάνουν. Έσυρε το δάχτυλό της από το εξάκτινο αστέρι που σημάδευε το Κάεμλυν μέχρι την περιοχή που είχαν σφετεριστεί οι Άσα’μαν, λίγα μίλια πιο μακριά. Ο Μαύρος Πύργος δεν ήταν σημαδεμένος, αλλά η Ηλαίην γνώριζε πολύ καλά πού ακριβώς βρισκόταν. Αν μη τι άλλο, σε αρκετά μεγάλη απόσταση από τον Δρόμο του Λάγκαρντ. Δεν θα ήταν δύσκολο να στείλει τους Μεθορίτες νότια, στο Μουράντυ, δίχως να ενοχλήσει στο ελάχιστο τους Άσα’μαν.

Τα χείλη της σφίχτηκαν στη σκέψη ότι δεν έπρεπε να αναστατώσει τους Άσα’μαν, αλλά δεν μπορούσε να γίνει τίποτα γι’ αυτό στο άμεσο μέλλον, οπότε έδιωξε τους μαυροφορεμένους άντρες από το μυαλό της. Ό,τι δεν μπορείς να κάνεις τώρα, άσ’ το καλύτερα για μετά.

«Κι οι υπόλοιποι;» Δεν χρειαζόταν να πει περισσότερα. Έξι από τους σπουδαιότερους Οίκους παρέμεναν ουδέτεροι — απέναντι στην ίδια και στην Αρυμίλα, τουλάχιστον. Η Ντυέλιν ισχυριζόταν πως τελικά θα τάσσονταν κι αυτοί υπέρ της Ηλαίην, αλλά μέχρι στιγμής τίποτα δεν φανέρωνε κάτι τέτοιο. Η Σαμπέιν με την Τζουλάνια αλίευαν διαδόσεις γι’ αυτούς τους έξι. Και οι δύο γυναίκες είχαν περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια ως γυρολόγοι, μαθημένες σε μακρινά ταξίδια, σε ύπνο μέσα σε στάβλους ή κάτω από τα δέντρα και στο να ακούν όσα έλεγε, αλλά κι όσα δεν έλεγε, ο κόσμος. Ήταν οι τέλειες ανιχνεύτριες. Θα ήταν κρίμα αν άφηναν τα καθήκοντά τους για να ασχοληθούν με τον ανεφοδιασμό της πόλης.

«Φήμες τοποθετούν τον Άρχοντα Λούαν σε δέκα διαφορετικά μέρη, ανατολικά και δυτικά». Κοιτώντας συνοφρυωμένη τον τσαλακωμένο χάρτη, λες κι η περιοχή όπου βρισκόταν ο Λούαν έπρεπε να είναι σημαδεμένη, η Μπιργκίτε μουρμούρισε μια βρισιά, και μάλιστα πολύ αισχρή, τώρα που έλειπε η Ρενέ Χάρφορ. «Πάντα πηδάμε από το ένα χωριό στο άλλο. Η Αρχόντισσα Ελόριεν κι ο Άρχοντας Αμπέλε, μοιάζουν άφαντοι, όσο δύσκολο κι αν είναι κάτι τέτοιο για Υψηλή Έδρα. Η Κυρά Οκάλιν κι η Κυρά Φότε δεν κατάφεραν να βρουν κανένα ίχνος τους, όπως και κανένα ίχνος του Οίκου Πένταρ και των οπλιτών του Οίκου Τρεμέιν. Δεν βρέθηκε τίποτα, ούτε άνθρωπος, ούτε καν άλογο». Αυτό ήταν πράγματι ασυνήθιστο. Μάλλον κάποιος κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια.

«Ο Αμπέλε εξαφανίζεται όποτε θέλει», μουρμούρισε η Ντυέλιν, «κι είναι ικανός να ξαναεμφανιστεί εκεί που δεν το περιμένεις. Η Ελόριεν...» Έτριψε τα χείλη της με τα δάχτυλά της κι αναστέναξε. «Αυτή η γυναίκα παραείναι επιδεικτική για να χαθεί από προσώπου γης, εκτός κι αν βρίσκεται μαζί με τον Αμπέλε ή τον Λούαν. Ή και με τους δύο». Ανεξάρτητα από τα λόγια της, η ιδέα δεν τη χαροποιούσε καθόλου.

«Όσο για τους άλλους "φίλους" μας», είπε η Μπιργκίτε, «η Αρχόντισσα Αραθέλε πέρασε έξω απ’ το Μουράντυ πέντε μέρες πριν, εδώ». Αγγιξε ανάλαφρα τον χάρτη, περίπου διακόσια μίλια νότια του Κάεμλυν. «Τέσσερις μέρες πριν, ο Άρχοντας Πέλιβαρ διέσχισε πέντ’ έξι μίλια δυτικά αυτού του σημείου, ενώ η Αρχόντισσα Ήμλυν προχώρησε επίσης άλλα πέντ’ έξι μίλια».

«Όχι μαζί, όμως», είπε η Ντυέλιν νεύοντας. «Μήπως έφεραν και Μουραντιανούς μαζί τους; Όχι; Ωραία. Ίσως κατευθύνονταν στα κτήματά τους, Ηλαίην. Αν σε κάποιο σημείο χωρίσουν, θα το μάθουμε σίγουρα». Αυτοί οι τρεις Οίκοι ήταν που της προκαλούσαν τη μεγαλύτερη ανησυχία.

«Μπορεί να γυρίζουν πίσω», συμφώνησε η Μπιργκίτε απρόθυμα, όπως κάθε φορά που αναγκαζόταν να συμφωνήσει με την Ντυέλιν. Πέρασε την περίτεχνη πλεξούδα πάνω από τον ώμο της, αδράχνοντάς τη με τη γροθιά της, όπως συνήθιζε να κάνει η Νυνάβε. «Οι άντρες και τ’ άλογα θα έχουν καταβληθεί από τη χειμωνιάτικη πορεία τους στο Μουράντυ. Το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουρες είναι ότι εξακολουθούν να προχωρούν».

Η Αβιέντα ρουθούνισε κι ο ήχος ακούστηκε κάπως παράταιρος, έτσι όπως ήταν ντυμένη με αυτό το κομψό βελούδο. «Να παίρνεις πάντα ως δεδομένο ότι ο εχθρός σου θα πράξει αυτό που εσύ δεν θέλεις. Σκέψου τι δεν θα ήθελες με τίποτα να κάνει, και οργάνωσε τα σχέδιά σου βασισμένη σ’ αυτό».

«Η Ήμλυν, η Αραθέλε κι ο Πέλιβαρ δεν είναι εχθροί», διαμαρτυρήθηκε αδύναμα η Ντυέλιν. Ασχέτως αν πίστευε πως με τον καιρό η αφοσίωσή τους θα έφθινε, αυτοί οι τρεις είχαν προσφέρει την υποστήριξή τους στην ίδια την Ντυέλιν για τον θρόνο.

Η Ηλαίην δεν είχε υπ’ όψιν της καμία βασίλισσα που είχε αναγκαστείνα ενθρονιστεί —δεν είχε καταγραφεί ποτέ τέτοια περίπτωση στα χρονικά— ωστόσο η Ήμλυν, η Αραθέλε κι ο Πέλιβαρ έδειχναν πρόθυμοι να το προσπαθήσουν και, μάλιστα, όχι προσβλέποντας σε προσωπική εξουσία. Η Ντυέλιν δεν ήθελε τον θρόνο, αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, κάθε άλλο παρά παθητική ηγεμόνας θα ήταν. Γεγονός, πάντως, ήταν ότι η τελευταία χρονιά της Μοργκέις Τράκαντ είχε κηλιδωθεί από αλλεπάλληλα σφάλματα, ενώ ελάχιστοι ήξεραν ή πίστευαν ότι σε όλο εκείνο το χρονικό διάστημα η γυναίκα ήταν αιχμάλωτη των Αποδιωγμένων. Κάποιοι Οίκοι ήθελαν οποιαδήποτε στον θρόνο, εκτός από την Ηλαίην. Ή έτσι νόμιζε η ίδια, τουλάχιστον.

«Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θα θέλαμε να κάνουν;» ρώτησε η Ηλαίην. «Αν διασκορπιστούν στα κτήματά τους, σημαίνει ότι θα παραμείνουν εκεί το λιγότερο μέχρι την άνοιξη. Μέχρι τότε, θα έχουν κριθεί τα πάντα». Φωτός θέλοντος, δηλαδή. «Αν, όμως, συνεχίσουν την πορεία τους προς το Κάεμλυν;»

«Χωρίς τους Μουραντιανούς, δεν διαθέτουν αρκετούς οπλίτες για να αντιταχθούν στην Αρυμίλα». Η Μπιργκίτε έτριψε το πηγούνι της, μελετώντας τον χάρτη. «Αν δεν έχουν πληροφορηθεί μέχρι τώρα ότι οι Αελίτες κι η Λεγεώνα του Δράκοντα δεν συμμετέχουν, θα το πληροφορηθούν σύντομα, αλλά σίγουρα θα θελήσουν να είναι προσεκτικοί. Κανείς τους δεν είναι αρκετά ηλίθιος ώστε να προκαλέσει μια αχρείαστη μάχη, ειδικά όταν ξέρει ότι θα τη χάσει. Πιστεύω πως θα στρατοπεδεύσουν κάπου ανατολικά ή νοτιοανατολικά, όπου θα μπορούν να παρακολουθούν τις εξελίξεις και, πιθανόν, να τις επηρεάζουν».

Ρουφώντας και την τελευταία στάλα κρασιού, το οποίο θα είχε κρυώσει πια, η Ντυέλιν ξεφύσηξε βαριά και πήγε να ξαναγεμίσει το ποτήρι της. «Αν έρθουν στο Κάεμλυν», συνέχισε, σε τόνο βαρύ σαν μολύβι, «σημαίνει ότι ελπίζουν να ενωθεί μαζί τους ο Λούαν ή ο Αμπέλε ή η Ελόριεν. Ίσως κι οι τρεις».

«Τότε, πρέπει να σκεφτούμε πώς θα τους σταματήσουμε πριν φτάσουν στο Κάεμλυν και πριν ευοδωθούν τα σχέδιά μας, χωρίς όμως να τους κάνουμε παντοτινούς εχθρούς μας». Η Ηλαίην πάλεψε για να κάνει τη φωνή της τόσο σίγουρη και σταθερή όσο νωθρή ήταν της Ντυέλιν. «Επίσης, πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε σε περίπτωση που φθάσουν νωρίτερα. Ντυέλιν, αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα χρειαστεί να τους πείσεις ότι πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα σ’ εμένα και στην Αρυμίλα, ειδάλλως θα υπάρξουν τεράστιες επιπλοκές, οι οποίες θα παρασύρουν στη δίνη τους και εμάς και ολόκληρο το Άντορ».

Η Ντυέλιν μούγκρισε λες και την είχαν χτυπήσει στο πρόσωπο. Η τελευταία φορά που οι μεγάλοι Οίκοι έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα σε τρεις διεκδικήτριες του Θρόνου του Λιονταριού ήταν πριν από σχεδόν πεντακόσια χρόνια, κι ακολούθησαν εφτά χρόνια ανοιχτού πολέμου προτού τελικά στεφθεί βασίλισσα. Μέχρι να συμβεί αυτό το τελευταίο, όλες οι αρχικές διεκδικήτριες είχαν πεθάνει.

Εντελώς ασυναίσθητα, η Ηλαίην σήκωσε το φλιτζάνι με το τσάι της και ρούφηξε μια γουλιά. Είχε κρυώσει, αλλά το μέλι απλώθηκε σαν έκρηξη πάνω στη γλώσσα της. Μέλι! Κοίταξε έκπληκτη την Αβιέντα και τα χείλη της αδελφής της συσπάστηκαν σε ένα μικρό χαμόγελο. Συνωμοτικό χαμόγελο, λες κι η Μπιργκίτε δεν είχε ιδέα. Αν κι η Μπιργκίτε δεν έφτανε μέσω του παράδοξα ενισχυμένου δεσμού τους στο σημείο να γεύεται όσα γευόταν η Ηλαίην, σίγουρα ένιωσε την έκπληξη αλλά και την ευχαρίστηση της Ηλαίην μόλις δοκίμασε το τσάι. Ακουμπώντας τις γροθιές στους γοφούς της, υιοθέτησε ένα επικριτικό βλέμμα. Ή, μάλλον, προσπάθησε. Παρά τη στάση της όμως, ένα χαμόγελο χαράχτηκε και στο δικό της πρόσωπο. Ξαφνικά, η Ηλαίην συνειδητοποίησε ότι ο πονοκέφαλος της Μπιργκίτε είχε εξαφανιστεί. Δεν είχε ιδέα πότε συνέβη αυτό, αλλά το σίγουρο ήταν ότι είχε χαθεί.

«Έλπιζε για το καλύτερο και σχεδίαζε με βάση το χειρότερο», είπε. «Μερικές φορές, συμβαίνει το καλύτερο».

Η Ντυέλιν, που δεν είχε πάρει είδηση το θέμα του μελιού, παρά μόνο έβλεπε και τις τρεις να μειδιούν, άρχισε να δυσφορεί έντονα. «Άλλες φορές, όμως, δεν συμβαίνει. Αν το συγκροτημένο σχέδιό σου εφαρμοστεί με ακρίβεια, Ηλαίην, δεν έχουμε καμιά ανάγκη ούτε την Ήμλυν, ούτε την Ελόριεν, ούτε κανέναν από τους υπόλοιπους, αλλά το ρίσκο είναι τρομερό. Δεν θέλει και πολύ για να πάει κάτι στραβά...»

Η πόρτα στ’ αριστερά άνοιξε και, μαζί με το ψυχρό ρεύμα του αέρα, μπήκε και μια γυναίκα με μάγουλα εξογκωμένα σαν μήλα, παγερή ματιά και το χρυσό σιρίτι του υπολοχαγού ραμμένο στον ώμο της. Ίσως είχε χτυπήσει πρώτα, αλλά ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, το ξόρκι απορρόφησε τον ήχο. Όπως κι η Ρασόρια, η Τζίγκαν Σοκόριν ήταν Κυνηγός του Κέρατος προτού μπει στη σωματοφυλακή της Ηλαίην. Φαίνεται πως η φρουρά είχε αλλάξει. «Η Σοφή Μοναέλ επιθυμεί να δει την Αρχόντισσα Ηλαίην», ανακοίνωσε κορδωμένη η Τζίγκαν. «Μαζί της βρίσκεται κι η Κυρά Καριστόβαν».

Μπορεί να απέφευγε κανείς τη Σουμέκο, αλλά όχι και τη Μοναέλ. Οι άνθρωποι της Αρυμίλα ανακατεύονταν τόσο με τις Άες Σεντάι όσο και με τους Αελίτες, αλλά η μόνη περίπτωση να έρθει μια Σοφή στην πόλη ήταν να είχε συμβεί κάτι συνταρακτικό. Η Μπιργκίτε το γνώριζε καλά κι άρχισε αμέσως να διπλώνει τον χάρτη. Η Αβιέντα άφησε το ξόρκι να διαλυθεί κι απελευθέρωσε την Πηγή.

«Πες τους να περάσουν», είπε η Ηλαίην.

Η Μοναέλ δεν περίμενε την Τζίγκαν να τη συνοδεύσει. Το ξόρκι δεν είχε προλάβει να σβήσει καλά-καλά, κι η γυναίκα γλίστρησε στο εσωτερικό του δωματίου, με τα πολυάριθμα χρυσά και φιλντισένια βραχιόλια της να κροταλίζουν καθώς κατέβαζε την εσάρπα της από τους ώμους στους αγκώνες, αφού εκεί μέσα έκανε ζέστη. Η Ηλαίην δεν ήξερε την ηλικία της Μοναέλ —οι Σοφές δεν δίσταζαν, όπως οι Άες Σεντάι, να αναφέρουν την ηλικία τους, αλλά το έκαναν με πλάγιο τρόπο— αλλά δεν φαινόταν πολύ παραπάνω από μεσήλικη. Υπήρχε κάποια χροιά κοκκινάδας στα χρυσαφιά και ριχτά έως τη μέση μαλλιά της, αλλά ούτε η παραμικρή γκριζάδα. Ήταν κοντή για Αελίτισσα, πιο κοντή κι από την Ηλαίην, με ευγενικό, μητρικό πρόσωπο κι ελάχιστες δυνατότητες στη Δύναμη για να γίνει αποδεκτή από τον Λευκό Πύργο, αν κι η δύναμη δεν μετρούσε ιδιαίτερα μεταξύ των Σοφών, για τις οποίες η Μοναέλ κατείχε αρκετά υψηλή θέση. Το σημαντικότερο για την Ηλαίην και την Αβιέντα ήταν ότι η Μοναέλ είχε παραστεί ως «μητέρα» στην αναγέννησή τους ως πρωταδελφών. Η Ηλαίην έκανε μια βαθιά υπόκλιση προς το μέρος της, αγνοώντας το αποδοκιμαστικά ρουθούνισμα της Ντυέλιν, ενώ η Αβιέντα έγειρε μπροστά, υποκλινόμενη κι αυτή βαθιά. Σε τελική ανάλυση, πέρα από το καθήκον απέναντι στη «μητέρα» της, σύμφωνα με τα Αελίτικα έθιμα, δεν έπαυε να είναι μια μαθητευόμενη Σοφή.

«Υποθέτω πως η ανάγκη για απομόνωση τελείωσε, εφ’ όσον έλυσες το ξόρκι», είπε η Μοναέλ. «Είναι ώρα να ελέγξω την κατάσταση, Ηλαίην Τράκαντ, κάτι που πρέπει να γίνεται δύο φορές τον μήνα μέχρι το τέλος της περιόδου». Γιατί κοιτούσε τόσο συνοφρυωμένη την Αβιέντα; Μα το Φως, το βελούδο!

«Κι εγώ ήρθα για να δω τι κάνει», πρόσθεσε η Σουμέκο, ακολουθώντας τη Σοφή στο εσωτερικό του δωματίου. Η Σουμέκο ήταν επιβλητική φυσιογνωμία, ρωμαλέα και με βλέμμα γεμάτο αυτοπεποίθηση. Φορούσε ένα καλοραμμένο κίτρινο μάλλινο με άλικη ζώνη. Πάνω στα ίσια μαύρα μαλλιά της υπήρχαν ασημένια χτενάκια, ενώ ο ψηλός λαιμός του φορέματός της στολιζόταν από μια ασημένια στρογγυλή καρφίτσα με κόκκινο σμάλτο. Θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει στην κάστα των ευγενών ή των επιτυχημένων εμπόρων. Κάποτε, είχε φανεί άτολμη, όσον αφορά τις Άες Σεντάι τουλάχιστον, αλλά αυτό δεν ίσχυε πια, ούτε απέναντι στις Άες Σεντάι ούτε απέναντι στους στρατιώτες της Βασιλικής Φρουράς. «Μπορείς να φύγεις», είπε στην Τζίγκαν. «Το θέμα δεν σε αφορά πια». Το ίδιο ίσχυε και για τις ευγενείς. «Μπορείς να φύγεις κι εσύ, Αρχόντισσα Ντυέλιν, όπως κι η Αρχόντισσα Μπιργκίτε». Περιεργάστηκε την Αβιέντα σαν να σκεφτόταν μήπως έπρεπε να τη συμπεριλάβει στη λίστα.

«Η Αβιέντα μπορεί να παραμείνει», είπε η Μοναέλ. «Έχει χάσει αρκετά μαθήματα κι, αργά ή γρήγορα, πρέπει να το μάθει αυτό». Η Σουμέκο ένευσε καταφατικά, αποδεχόμενη την παρουσία της Αβιέντα, αλλά διατήρησε εκείνο το ψυχρό κι ανυπόμονο βλέμμα απέναντι στην Ντυέλιν και στην Μπιργκίτε.

«Η Αρχόντισσα Ντυέλιν κι εγώ έχουμε να συζητήσουμε για κάποια πράγματα», είπε η Μπιργκίτε, παραχώνοντας τον διπλωμένο χάρτη κάτω από το κόκκινο πανωφόρι της καθώς κινούσε για την πόρτα. «Θα σου πω απόψε πού καταλήξαμε, Ηλαίην».

Η Ντυέλιν τής έριξε μια άγρια ματιά, σχεδόν εξίσου άγρια με εκείνη που είχε ρίξει στη Σουμέκο, αλλά άφησε το κρασοπότηρο σε έναν δίσκο, υποκλίθηκε στην Ηλαίην και περίμενε εμφανώς ανυπόμονη την Μπιργκίτε, η οποία είχε σκύψει και μουρμούριζε κάτι στο αυτί της Μοναέλ. Η Σοφή απαντούσε κοφτά αλλά εξίσου σιγανά. Τι ψιθύριζαν, άραγε; Πιθανόν να συζητούσαν το θέμα του κατσικίσιου γάλακτος.

Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω από την Τζίγκαν και τις άλλες δύο γυναίκες, η Ηλαίην προσφέρθηκε να σερβίρει κι άλλο κρασί, αφού αυτό περιείχε η —κρύα, πλέον— κανάτα, αλλά η Σουμέκο αρνήθηκε κοφτά κι η Μοναέλ ευγενικά, αν και κάπως αδιάφορα. Η Σοφή είχε καρφώσει το βλέμμα της στην Αβιέντα με τέτοια ένταση, ώστε η νεότερη γυναίκα άρχισε να κοκκινίζει και κοίταξε αλλού αδράχνοντας τη φούστα της.

«Δεν χρειάζεται να μαλώσεις την Αβιέντα για τα ρούχα που φοράει, Μοναέλ», είπε η Ηλαίην. «Εγώ της το ζήτησα και το έκανε ως χάρη».

Σουφρώνοντας τα χείλη της, η Μοναέλ σκέφτηκε πριν απαντήσει. «Οι πρωταδελφές πρέπει να κάνουν χάρες η μία στην άλλη», είπε τελικά. «Γνωρίζεις το καθήκον σου απέναντι στον λαό μας, Αβιέντα. Τα έχεις πάει καλά μέχρι τώρα, παρ’ όλο που είχες δύσκολο έργο μπροστά σου. Πρέπει να μάθεις να ζεις σε δύο κόσμους, άρα είναι πολύ σημαντικό να νιώθεις άνετα με αυτά τα ρούχα». Η Αβιέντα άρχισε να χαλαρώνει, μέχρι που η Μοναέλ συνέχισε. «Όχι, όμως, και τόσο άνετα. Από δω και πέρα, κάθε τρίτη μέρα και νύχτα θα μένεις στις σκηνές. Θα επιστρέψεις αύριο, μαζί μου. Έχεις πολλά να μάθεις ακόμα πριν γίνεις Σοφή, και μην ξεχνάς ότι είσαι δεμένη και με αυτό το καθήκον».

Η Ηλαίην πήρε το χέρι της αδελφής της στο δικό της κι, όταν η Αβιέντα τσίνησε και πήγε να το τραβήξει, η Ηλαίην την κράτησε ακόμα πιο σφιχτά. Ύστερα από έναν σύντομο δισταγμό, η Αβιέντα αφέθηκε. Κατά έναν παράξενο τρόπο, η παρουσία της Αβιέντα παρηγορούσε την Ηλαίην για τον χαμό του Ραντ. Δεν ήταν μια απλή αδελφή, αλλά μια αδελφή που τον αγαπούσε. Μοιράζονταν τη δύναμη κι η μία έκανε την άλλη να γελάει όταν ήθελαν να κλάψουν, κι έκλαιγαν μαζί όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη. Αν κάποια έμενε μόνη μία νύχτα στις τρεις, σήμαινε πως κάθε τρίτη νύχτα θα έκλαιγε μοναχή της. Μα το Φως, τι έκανε ο Ραντ; Αυτός ο απαίσιος πυρσός στη Δύση εξακολουθούσε να λάμπει το ίδιο έντονα, κι η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως ο Ραντ βρισκόταν στον πυρήνα του. Ο δεσμός τους παρέμενε απαράλλαχτος, αλλά ήταν σίγουρη.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως κόντευε να λιώσει το χέρι της Αβιέντα, αλλά κι η Αβιέντα την κρατούσε εξίσου σφιχτά. Χαλάρωσαν τη λαβή τους σχεδόν ταυτόχρονα, αλλά καμιά τους δεν άφησε το χέρι της άλλης.

«Οι άντρες δημιουργούν προβλήματα ακόμα κι όταν λείπουν», είπε μαλακά η Αβιέντα.

«Πράγματι», συμφώνησε η Ηλαίην.

Η Μοναέλ χαμογέλασε με αυτά τα λόγια. Συμπεριλαμβανόταν στους ελάχιστους που γνώριζαν περί του προμαχικού δεσμού με τον Ραντ, καθώς και το ποιος ήταν ο πατέρας του μωρού της Ηλαίην, κάτι που δεν γνώριζε, ωστόσο, καμία γυναίκα του Σογιού.

«Θαρρώ πως άφησες έναν άντρα να σου προκαλέσει όσο πιο πολλά προβλήματα μπορούσε, Ηλαίην», είπε κομψά η Σουμέκο. Οι Αρχές του Σογιού ακολουθούσαν τους νόμους που ίσχυαν για τις μαθητευόμενες και τις Αποδεχθείσες, απαγορεύοντας όχι μόνο τα παιδιά αλλά κι οτιδήποτε σχετικό, κι ήταν ιδιαίτερα αυστηρές ως προς αυτό. Κάποτε, μια γυναίκα του Σογιού θα προτιμούσε να καταπιεί τη γλώσσα της παρά να υποστηρίξει ότι μία Άες Σεντάι δεν είχε καταφέρει να ακολουθήσει τις Αρχές τους. Ωστόσο, πολλά είχαν αλλάξει από τότε. «Υποτίθεται πως θα ταξιδέψω στο Δάκρυ σήμερα, για να φέρω αύριο ένα φορτίο με δημητριακά και λάδι. Η ώρα είναι ήδη περασμένη, οπότε αν τελειώσατε την κουβέντα σας για τους άντρες, προτείνω να αφήσετε τη Μοναέλ να σας εξηγήσει γιατί βρίσκεται εδώ».

Η Μοναέλ έγνεψε στην Ηλαίην να καθίσει κοντά στο τζάκι, τόσο που η ζέστη από τα κούτσουρα καταντούσε ανυπόφορη —απ’ ό,τι εξήγησε, είναι καλύτερα για μια μητέρα να νιώθει ζεστασιά— κι έπειτα η λάμψη του σαϊντάρ την περικύκλωσε. Η γυναίκα άρχισε να υφαίνει νήματα Πνεύματος, Φωτιάς και Γης. Η Αβιέντα την παρακολουθούσε αχόρταγα, όπως κι η Σουμέκο.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Ηλαίην, καθώς η ύφανση κατακάθισε γύρω της και βυθίστηκε μέσα της. «Κάτι σαν Εντοπισμός;» Όλες οι Άες Σεντάι του παλατιού την είχαν Εντοπίσει, αν και μονάχα η Μέριλιλ ήταν αρκετά ικανή στη Θεραπεία για να έχει κάποια χρησιμότητα, αλλά ούτε αυτές, ούτε η Σουμέκο μπόρεσαν να πουν κάτι πέρα από το ότι η Ηλαίην ήταν έγκυος. Αισθάνθηκε ένα ελαφρύ γαργάλημα, κάτι σαν βόμβο μέσα στη σάρκα της.

«Μην είσαι ανόητη, κορίτσι μου», είπε η Σουμέκο αφηρημένα. Η Ηλαίην ανασήκωσε τα φρύδια της και σκέφτηκε να κουνήσει το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό κάτω από τη μύτη της Σουμέκο, αλλά η στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα δεν φάνηκε να προσέχει τίποτα. Ίσως να μην είχε προσέξει καν το δαχτυλίδι. Έγερνε μπροστά, λες και παρατηρούσε την ύφανση στο εσωτερικό του κορμιού της Ηλαίην. «Από μένα διδάχτηκαν οι Σοφές τη Θεραπεία. Κι από τη Νυνάβε, υποθέτω», συμπλήρωσε ύστερα από ένα λεπτό. Α, η Νυνάβε θα άναβε σαν πυροτέχνημα Φωτοδότη αν άκουγε κάτι τέτοιο. Η Σουμέκο, βέβαια, είχε ξεπεράσει εδώ και καιρό τη Νυνάβε. «Από τις Άες Σεντάι, δε, έμαθαν την απλοϊκή της μορφή». Ένα ρουθούνισμα σαν σχίσιμο καμβά μαρτυρούσε τι εννοούσε η Σουμέκο λέγοντας «απλοϊκή» μορφή, το μόνο είδος Θεραπείας που γνώριζαν οι Άες Σεντάι εδώ και χιλιάδες χρόνια. «Αυτό εδώ είναι κάτι που εφηύραν οι Σοφές».

«Λέγεται το Χάιδεμα του Παιδιού», είπε η Μοναέλ αφηρημένα. Το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής της ήταν συγκεντρωμένο στην ύφανση. Ο απλός Εντοπισμός, με σκοπό να πληροφορηθεί κανείς τι βασάνιζε κάποιον σωματικά —κι ήταν πράγματι απλό— θα είχε τελειώσει τώρα, αλλά η γυναίκα αλλοίωσε τις ροές κι ο βόμβος μέσα στο κεφάλι της Ηλαίην άλλαξε βαθμίδα και φάνηκε να βυθίζεται ακόμα περισσότερο. «Μπορεί να είναι μέρος της Θεραπείας, ίσως κι ένα διαφορετικό είδος Θεραπείας, αλλά εμείς το γνωρίζαμε πριν ακόμα σταλούμε στην Τρίπτυχη Γη. Κάποιοι από τους τρόπους που χρησιμοποιούνται οι ροές είναι όμοιοι με αυτούς που μας έδειξαν η Σουμέκο Καριστόβαν κι η Νυνάβε αλ’Μεάρα. Με το Χάιδεμα του Παιδιού μαθαίνεις κατά πόσον η μητέρα και το παιδί είναι υγιείς κι, αν αλλάξεις τις υφάνσεις, μπορείς να γιατρέψεις ενδεχόμενα προβλήματα και των δύο, αλλά δεν έχουν αποτέλεσμα σε μια γυναίκα που δεν έχει παιδί. Ούτε και σε άντρα, βέβαια». Ο βόμβος έγινε εντονότερος, μέχρι που είχες την εντύπωση ότι τον άκουγαν όλοι. Η Ηλαίην νόμιζε πως τα δόντια της έτριζαν από τους κραδασμούς.

Μια πρότερη σκέψη ξεπήδησε στο κεφάλι της κι είπε: «Η διαβίβαση μπορεί να κάνει ζημιά στο παιδί μου; Εννοώ, σε περίπτωση που διαβιβάσω».

«Όση ζημιά μπορεί να κάνει και το να ανασαίνεις». Η Μοναέλ άφησε την ύφανση να χαθεί, μειδιώντας. «Θα γεννήσεις αδελφάκια. Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να ξέρουμε αν πρόκειται για αγόρι και κορίτσι, αλλά είναι υγιέστατα, όπως κι εσύ».

Αδελφάκια! Η Ηλαίην κοίταξε την Αβιέντα και της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. Μπορούσε σχεδόν να αισθανθεί τη χαρά της αδελφής της. Θα έκανε δίδυμα. Τα μωρά του Ραντ. Ήλπιζε να είναι αγόρι και κορίτσι ή δύο αγόρια, μια και με τα δίδυμα κορίτσια θα υπήρχαν διαφόρων ειδών προβλήματα σχετικά με τη διαδοχή. Καμία γυναίκα δεν είχε κερδίσει το Ρόδινο Στέμμα χωρίς καμία απολύτως αντιπλότητα.

Η Σουμέκο άφησε έναν επίμονο λαρυγγισμό, κάνοντας μια χειρονομία προς το μέρος της Ηλαίην, ενώ η Μοναέλ ένευσε καταφατικά. «Κάνε ό,τι ακριβώς έκανα κι εγώ, και θα δεις». Η γυναίκα παρακολούθησε τη Σουμέκο να αγκαλιάζει την Πηγή και να σχηματίζει τις υφάνσεις. Ένευσε ξανά κι η στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα του Σογιού άφησε τις υφάνσεις να βυθιστούν μέσα στην Ηλαίην, ασθμαίνοντας λες κι είχε νιώσει κι η ίδια τον βόμβο. «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τη ναυτία της εγκυμοσύνης», συνέχισε η Μοναέλ, «αλλά θα διαπιστώσεις ότι μερικές φορές θα έχεις δυσκολίες στη διαβίβαση. Τα νημάτια μπορεί να σου γλιστρούν σαν να είναι λαδωμένα, ή να χαθούν σαν την ομίχλη, οπότε θα πρέπει να προσπαθείς ξανά και ξανά μέχρι να πετύχεις και την απλούστερη ύφανση και να την κρατήσεις σταθερή. Αυτό ίσως χειροτερεύει όσο προχωράει η εγκυμοσύνη σου, και δεν θα είσαι σε θέση να διαβιβάσεις καθόλου όσο κάνεις κάποια κοπιαστική δουλειά ή κατά τη γέννα, αλλά όλα θα πάνε καλύτερα μετά τη γέννηση των μωρών. Σύντομα θα σε πιάσει μελαγχολία, αν δεν έχει ξεκινήσει ήδη, δηλαδή, και θα θες πότε να κλάψεις και πότε να ουρλιάξεις. Ο πατέρας των παιδιών θα φερθεί συνετά και προσεκτικά και θα απέχει όσο είναι δυνατόν».

«Απ’ ό,τι άκουσα, ήδη του έβαλε τις φωνές μία φορά σήμερα το πρωί», μουρμούρισε η Σουμέκο. Ελευθέρωσε την ύφανση, ίσιωσε το κορμί της και τακτοποίησε την κόκκινη ζώνη γύρω από την περιφέρεια της. «Εντυπωσιακό, Μοναέλ. Ποτέ δεν είχα διανοηθεί μια ύφανση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε έγκυο».

Τα χείλη της Ηλαίην σφίχτηκαν και είπε: «Μπορείς να τα συμπεράνεις όλα αυτά χάρη σ’ αυτή την ύφανση, Μοναέλ;» Καλύτερα να πίστευε ο κόσμος πως τα παιδιά της ήταν του Ντόιλιν Μέλαρ. Τα παιδιά του Ραντ αλ’Θόρ θα γίνονταν στόχοι, καταδιωκόμενα συνεχώς από τον φόβο, τα τυχόν πλεονεκτήματα, ακόμα και το μίσος, αλλά ποιος θα έκανε παρόμοιες σκέψεις για τα παιδιά του Μέλαρ; Ίσως ούτε καν ο ίδιος ο Μέλαρ. Ναι, όντως ήταν καλύτερα να υπάρχει αυτή η εντύπωση.

Η Μοναέλ τίναξε προς τα πίσω το κεφάλι της και γέλασε τόσο έντονα, που αναγκάστηκε να σκουπίσει με την εσάρπα την άκρη του ματιού της. «Όλα αυτά τα ξέρω επειδή έκανα εφτά παιδιά κι είχα τρεις συζύγους, Ηλαίην Τράκαντ. Η ικανότητα της διαβίβασης σε προστατεύει από τη ναυτία της γέννας, αλλά έχει κι αυτή το τίμημά της. Έλα, Αβιέντα, προσπάθησε κι εσύ. Με προσοχή. Κάνε ό,τι ακριβώς έκανα κι εγώ».

Η Αβιέντα αγκάλιασε την Πηγή με ανυπομονησία, αλλά πριν ακόμα ξεκινήσει να υφαίνει ένα νήμα, άφησε το σαϊντάρ κι έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος του σκουρόχρωμου τοίχου. Προς τα δυτικά. Η Ηλαίην, η Μοναέλ κι η Σουμέκο τη μιμήθηκαν. Ο πυρσός, που επί τόσες ώρες ακτινοβολούσε, είχε εξαφανιστεί. Τη μια στιγμή ήταν εκεί, σκορπώντας τριγύρω τη μανιασμένη φωτοβολία του σαϊντάρ, και την άλλη χάθηκε λες και δεν υπήρξε ποτέ.

Το πλούσιο στήθος της Σουμέκο ανεβοκατέβηκε καθώς η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θαρρώ πως σήμερα συνέβη κάτι θαυμάσιο ή κάτι τρομερό», είπε μαλακά. «Και νομίζω πως δεν θέλω και τόσο να μάθω τι από τα δύο ισχύει».

«Συνέβη κάτι θαυμάσιο», είπε η Ηλαίην. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, ο Ραντ ήταν ζωντανός. Αυτό από μόνο του ήταν θαυμάσιο. Η Μοναέλ τής έριξε μια φευγαλέα ματιά γεμάτη απορία. Γνώριζε για τον δεσμό, οπότε μπορούσε να συμπεράνει τα υπόλοιπα, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να ψαχουλέψει ένα από τα κολιέ της σκεφτική. Όπως και να έχει, σύντομα θα ανίχνευε μέσω της Αβιέντα τι είχε συμβεί.

Ένα χτύπημα στην πόρτα έκανε τις γυναίκες να αναπηδήσουν ξαφνιασμένες, με μόνη εξαίρεση τη Μοναέλ. Προσποιούμενη πως δεν πρόσεξε το ξάφνιασμα των υπόλοιπων γυναικών, συγκεντρώθηκε στο να σιάξει την εσάρπα της, κάτι που έκανε ακόμα πιο έντονη την αντίθεση. Η Σουμέκο έβηξε για να κρύψει την αμηχανία της.

«Εμπρός», φώναξε δυνατά η Ηλαίην. Χρειάστηκε να υψώσει λίγο τη φωνή της για να ακουστεί πίσω από την πόρτα, έστω κι αν δεν υπήρχε ξόρκι.

Η Κάσεϊλ πέρασε το κεφάλι της από την είσοδο κρατώντας στο χέρι το πλουμιστό της καπέλο, κι ύστερα μπήκε ολόκληρη μέσα, κλείνοντας την πόρτα προσεκτικά πίσω της. Η λευκή δαντέλα στον λαιμό και στους καρπούς της ήταν ολοκαίνουργια, τα σιρίτια και τα λιοντάρια στην εσάρπα της λαμπύριζαν, ενώ ο θώρακάς της στραφτάλιζε λες κι είχε μόλις στιλβωθεί, αλλά ήταν προφανές ότι είχε επιστρέψει στα καθήκοντά της αμέσως μόλις καθαρίστηκε από το ολονύχτιο ταξίδι τους. «Συγγνώμη που διακόπτω, Αρχόντισσά μου, αλλά σκέφτηκα πως πρέπει να ενημερωθείς πάραυτα. Οι Θαλασσινές, όσες δηλαδή παρέμειναν, βρίσκονται σε παροξυσμό. Φαίνεται πως μια μαθητευόμενή τους χάθηκε».

«Τι άλλο;» ρώτησε η Ηλαίην. Μια χαμένη μαθητευόμενη ήταν από μόνο του άσχημο νέο, αλλά κάτι υπήρχε στο πρόσωπο της Κάσεϊλ που μαρτυρούσε ότι είχε να της πει κι άλλα.

«Η Φρουρός Αζέρι μού ανέφερε όλως τυχαίως ότι είδε τη Μέριλιλ Σεντάι να φεύγει από το παλάτι κάπου τρεις ώρες πριν», είπε η Κάσεϊλ διστακτικά. «Την ακολουθούσε μια γυναίκα με μανδύα και κουκούλα. Πήραν δύο άλογα κι ένα φορτωμένο μουλάρι για υποζύγιο. Η Γιούριθ λέει ότι τα χέρια της άλλης γυναίκας ήταν γεμάτα τατουάζ. Αρχόντισσά μου, δεν υπήρχε λόγος να ψάξει κανείς...»

Η Ηλαίην τής έκανε νόημα να σωπάσει. «Δεν είναι λάθος κανενός, Κάσεϊλ, και κανείς δεν πρόκειται να κατηγορηθεί για τίποτα». Όχι μεταξύ των Φρουρών, εν πάση περιπτώσει. Τα πράγματα μάλλον δυσκόλευαν. Η Τάλααν κι η Μετάρα, οι δύο μαθητευόμενες Ανεμοσκόποι, ήταν πολύ ισχυρές ως προς τη Δύναμη, κι αν η Μέριλιλ είχε καταφέρει να τις πείσει να προσπαθήσουν να γίνουν Άες Σεντάι, ίσως ήταν ικανή να πείσει τον εαυτό της πως, αν έπαιρνε μαζί της ένα κορίτσι για να το γράψει στο βιβλίο των μαθητευομένων, δικαιολογούνταν η υπεκφυγή εκ μέρους της για την υπόσχεση διδασκαλίας των Ανεμοσκόπων. Οι Θαλασσινές θα ήταν αναστατωμένες που έχασαν τη Μέριλιλ και κάτι παραπάνω από λυσσασμένες για τη μαθητευόμενη. Το μόνο σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι θα κατηγορούσαν τους πάντες, και περισσότερο απ’ όλους την Ηλαίην.

«Έχει διαδοθεί η είδηση για τη Μέριλιλ;» ρώτησε.

«Όχι ακόμα, Αρχόντισσά μου, αλλά όποιοι κι αν ήταν αυτοί που σέλωσαν τα άλογα και φόρτωσαν το μουλάρι, δεν πρόκειται να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. Οι σταβλίτες δεν έχουν και πολλά να κουτσομπολέψουν». Άρα, τα πράγματα δεν δυσκόλευαν απλώς, αλλά έπαιρναν διαστάσεις πυρκαγιάς που γινόταν όλο και πιο απίθανο να καταλαγιάσει πριν φτάσει στους αχυρώνες.

«Ελπίζω να δειπνήσεις μαζί μου αργότερα, Μοναέλ», είπε η Ηλαίην, «αλλά με συγχωρείς τώρα». Άσχετα από το καθήκον απέναντι στη «μητέρα» της, δεν περίμενε τη συγκατάθεση της γυναίκας. Τουλάχιστον, αν κατάβρεχε τη φωτιά, ίσως να μην άρπαζαν οι αχυρώνες. Ίσως. «Κάσεϊλ, πληροφόρησε σχετικά την Μπιργκίτε και πες της να στείλει αμέσως μια διαταγή στις πύλες, να έχουν τον νου τους για τη Μέριλιλ. Ξέρω, ξέρω, μπορεί να βρίσκεται ήδη εκτός πόλεως, κι οι φρουροί της πύλης δεν πρόκειται να σταματήσουν μια Άες Σεντάι, αλλά ίσως την καθυστερήσουν και φοβίσουν τη σύντροφό της, αναγκάζοντάς τη να γυρίσει στην πόλη για να κρυφτεί. Σουμέκο, ζήτα από τη Ρεάνε να σου παραχωρήσει όποια γυναίκα του Σογιού δεν μπορεί να Ταξιδέψει, και πες τους ν’ αρχίσουν να ψάχνουν την πόλη. Δεν έχουμε πολλές ελπίδες, αλλά ίσως η Μέριλιλ σκέφτηκε πως ήταν πολύ προχωρημένη η μέρα για να ξεκινήσει. Κάνε έλεγχο σε κάθε πανδοχείο, συμπεριλαμβανομένου του Ασημένιου Κύκνου, και...»

Ήλπιζε ο Ραντ να είχε κάνει κάτι θαυμάσιο σήμερα, αλλά τώρα ήταν αδύνατον να σπαταλήσει χρόνο στη σκέψη αυτή. Είχε έναν θρόνο να κατακτήσει και να τα βγάλει πέρα με μερικές θυμωμένες Άθα’αν Μιέρε, προτού ξεσπούσαν επάνω της. Εν ολίγοις, ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες από τότε που είχε επιστρέψει στο Κάεμλυν. Γεμάτη.

Загрузка...