Τον Ντάισαρ τον είχαν πάρει ήδη όταν η Εγκουέν έφυγε από τη σκηνή, φυσικά, αλλά το επτάριγο επιτραχήλιο που κρεμόταν από το άνοιγμα της κουκούλας της ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό από το πρόσωπο μιας Άες Σεντάι για τη διέλευσή της μέσα από το πλήθος. Κινούνταν μέσα σε κυματισμούς υποκλίσεων, με τις περιστασιακές χαιρετούρες εκ μέρους κάποιου Πρόμαχου ή τεχνίτη, που όλο και κάποια δουλειά θα είχε στις σκηνές των αδελφών. Μερικές μαθητευόμενες έσκουζαν μόλις αντίκριζαν το επιτραχήλιο της Άμερλιν, ενώ ολόκληρες οικογένειες παραμέριζαν στο διάβα της, κάνοντας βαθιές υποκλίσεις στον βόρβορο του δρόμου. Από τότε που είχε αναγκαστεί να εκδώσει εντολή τιμωρίας για κάποιες από τις γυναίκες των Δύο Ποταμών, μεταξύ των μαθητευομένων κυκλοφορούσε η φήμη πως η Άμερλιν ήταν εξίσου σκληρή με τη Σερέιλε Μπάγκαντ, και καλό θα ήταν να μην την προκαλέσουν, γιατί η οργή της θα ξεσπούσε σαν πυρκαγιά. Όχι ότι οι περισσότερες από αυτές ήξεραν καλή ιστορία για να γνωρίζουν ποια ήταν η Σερέιλε, αλλά το όνομά της είχε συνδεθεί με ακραία αυστηρότητα στον Πύργο τα τελευταία εκατό χρόνια, κι οι Καθήμενες φρόντιζαν να απορροφούν οι μαθητευόμενες τέτοιους είδους λεπτομέρειες. Πάλι καλά που η κουκούλα έκρυβε το πρόσωπο της Εγκουέν. Τη δέκατη φορά που μια οικογένεια μαθητευομένων έκανε στην άκρη σαν φοβισμένοι λαγοί, η Εγκουέν έτριξε τα δόντια της τόσο δυνατά, που όποιος την έβλεπε, θα δικαιολογούσε απόλυτα τη φήμη της ότι μασούσε σίδερα κι έφτυνε καρφιά. Είχε την τρομερή διαίσθηση ότι σε μερικές εκατονταετίες οι Αποδεχθείσες θα χρησιμοποιούσαν το όνομά της για να φοβίζουν τις μαθητευόμενες, όπως έκαναν τώρα με το όνομα της Σερέιλε. Βέβαια, πρωτίστως υπήρχε το θέμα της ασφάλειας του Λευκού Πύργου, Οι μικροενοχλήσεις θα έπρεπε να περιμένουν. Η Εγκουέν είχε την εντύπωση πως θα μπορούσε να φτύνει καρφιά δίχως να μασήσει πρώτα τα σίδερα.
Το πλήθος σχεδόν εξαφανιζόταν κοντά στο γραφείο της Άμερλιν, το οποίο, παρά το όνομά του, ήταν μια σκηνή από καραβόπανο με μυτερή κορυφή και καφετιά τοιχώματα, γεμάτα με μπαλώματα. Όπως κι η Αίθουσα, ήταν ένα μέρος που γενικώς το απέφευγες, εκτός αν είχες κάποια δουλειά εκεί ή σε είχαν καλέσει. Δεν ζητούσαν από κανέναν απλά να πάει στην Αίθουσα του Πύργου ή στο γραφείο της Άμερλιν. Η πιο αθώα πρόσκληση που ίσχυε για το καθένα από τα δύο ήταν ένα απλό κάλεσμα, γεγονός που έκανε αυτή την απλή σκηνή να μοιάζει με καταφύγιο. Πέρασε από την υφασμάτινη είσοδο και τίναξε από πάνω της τον μανδύα με μια αίσθηση ανακούφισης. Δύο μαγκάλια προσέδιδαν στο εσωτερικό της σκηνής μια πολύ ευχάριστη ζεστασιά, σε αντίθεση με τη θερμοκρασία που επικρατούσε έξω, κι επιπλέον ανέδιδαν ελάχιστο καπνό. Μια αδιόρατη, γλυκερή οσμή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, από τα αποξηραμένα βότανα με τα οποία είχαν ραντίσει τα αναμμένα κάρβουνα.
«Από τον τρόπο που συμπεριφέρονται αυτά τα ανόητα κορίτσια, θα έλεγες πως...» άρχισε να λέει γρυλίζοντας σχεδόν, αλλά σταμάτησε απότομα.
Δεν εξεπλάγη ιδιαίτερα όταν είδε τη Σιουάν να στέκεται δίπλα στο τραπέζι, ντυμένη με ένα απέριττο μπλε μάλλινο, καλοραμμένο αλλά απλό, κι έναν φάκελο δουλεμένο με δέρμα, κρατημένο πάνω στο στήθος της. Οι πιο πολλές αδελφές έμοιαζαν να πιστεύουν, όπως η Ντελάνα, πως ο ρόλος της Σιουάν είχε ελαχιστοποιηθεί στο να δίνει οδηγίες στην Εγκουέν σχετικά με το πρωτόκολλο και να της κάνει διάφορα θελήματα, απρόθυμα και στις δύο περιπτώσεις, αλλά πάντα βρισκόταν εκεί, νωρίς-νωρίς και με πεντακάθαρο μυαλό, κάτι που μέχρι στιγμής περνούσε σχεδόν απαρατήρητο. Η Σιουάν είχε υπάρξει όντως Άμερλιν που μασούσε σίδερα, αν και κανείς δεν θα το πίστευε αν δεν το ήξερε ήδη. Οι μαθητευόμενες την ανέφεραν περίπου το ίδιο συχνά με τη Ληάνε, αλλά μ’ έναν αέρα αμφιβολίας για το αν πράγματι ήταν εκείνη που ισχυρίζονταν οι αδελφές. Χαριτωμένη, αν όχι αρκετά όμορφη, με το λεπτεπίλεπτο στόμα της και τα σκούρα λαμπερά της μαλλιά να πέφτουν έως τους ώμους της, η Σιουάν φάνταζε νεότερη από τη Ληάνε και μόνο μερικά χρόνια μεγαλύτερη της Εγκουέν. Αν δεν είχε το επώμιο με τα γαλάζια κρόσσια περασμένο πάνω από τα μπράτσα της, σίγουρα θα την περνούσαν για Αποδεχθείσα. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν έβγαινε ποτέ δίχως το επώμιο, για να αποφεύγει τις λανθασμένες εκτιμήσεις που προκαλούσαν αμηχανία. Ωστόσο, τα μάτια της δεν είχαν αλλάξει πιότερο από τη νοοτροπία της, μοιάζοντας με παγωμένα γαλάζια σουβλιά, που είχαν στραφεί προς τη γυναίκα η παρουσία της οποίας αποτελούσε έκπληξη.
Η Χάλιμα ήταν σαφώς καλοδεχούμενη, εντούτοις η Εγκουέν δεν περίμενε να τη δει να τεντώνεται πάνω στα λαμπερά χρωματιστά μαξιλαράκια που ήταν συσσωρευμένα στο μήκος της μιας πλευράς της σκηνής, με το κεφάλι της να στηρίζεται στο ένα της χέρι. Η Σιουάν μπορεί να ήταν χαριτωμένη, το είδος της νεαρής γυναίκας —επιφανειακά νεαρής, τουλάχιστον— που έκανε τους άντρες και τις γυναίκες να της χαμογελούν, αλλά η Χάλιμα ήταν εκθαμβωτική, με τα μεγάλα πράσινα μάτια της πάνω σε ένα τέλειο πρόσωπο κι ένα γεμάτο και στητό στήθος, από το είδος που έκανε τους άντρες να ξεροκαταπίνουν και τις άλλες γυναίκες να την κοιτούν βλοσυρές. Όχι ότι η Εγκουέν συνοφρυωνόταν ή είχε πιστέψει τις ιστορίες που έλεγαν οι ζηλιάρες για τον τρόπο που η Χάλιμα προσέλκυε τους άντρες. Σε τελική ανάλυση, δεν έφταιγε η ίδια που ήταν έτσι φτιαγμένη. Ακόμα, όμως, κι αν η θέση της γραμματέως της Ντελάνα ήταν ολοφάνερα απόρροια φιλανθρωπίας εκ μέρους της Γκρίζας αδελφής —μια κι η Χάλιμα δεν ήταν παρά μία σχεδόν αμόρφωτη επαρχιώτισσα, που έγραφε αδέξια σαν μικρό κοριτσάκι— η Ντελάνα την κρατούσε απασχολημένη όλη μέρα, αναθέτοντάς της συνεχώς διάφορες μικροδουλειές. Σπανίως εμφανιζόταν πριν από την ώρα του ύπνου, κι αυτό σχεδόν πάντα επειδή άκουγε πως η Εγκουέν υπέφερε από τους πονοκεφάλους της. Η Νισάο αδυνατούσε να κάνει κάτι γι’ αυτούς τους πονοκεφάλους, ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε τη νέα Θεραπεία, αλλά οι μαλάξεις της Χάλιμα έκαναν θαύματα, έστω κι αν η Εγκουέν κλαψούριζε από πόνο.
«Της είπα πως δεν είχες χρόνο για επισκέψεις σήμερα το πρωί, Μητέρα», είπε κοφτά η Σιουάν, εξακολουθώντας να κοιτάει αγριεμένη τη γυναίκα που ήταν βολεμένη στα μαξιλαράκια, ενώ με το ελεύθερο χέρι της έπαιρνε τον μανδύα της Εγκουέν, «αλλά είτε το είπα είτε όχι, ένα και το αυτό ήταν». Κρέμασε τον μανδύα στον χοντροφτιαγμένο παραστάτη και ρουθούνισε περιφρονητικά. «Ίσως, αν φορούσα παντελόνι κι είχα μουστάκι, να μου έδινε σημασία». Φαίνεται πως η Σιουάν πίστευε κάθε φήμη σχετικά με την υποτιθέμενη αποπλάνηση εκ μέρους της Χάλιμα των πιο ωραίων τεχνιτών και στρατιωτών.
Παραδόξως, η Χάλιμα έμοιαζε να διασκεδάζει με τη φήμη που είχε βγάλει. Ίσως το απολάμβανε κιόλας. Άφησε ένα χαμηλόφωνο και λαρυγγώδες γέλιο και τεντώθηκε σαν γάτα πάνω στα μαξιλαράκια. Είχε μια ατυχή συμπάθεια στα κοντά κορσάζ, αδικαιολόγητα γι’ αυτόν τον καιρό, και λίγο ακόμα και θα πετούσε από πάνω της το πράσινο μεταξωτό με τις γαλάζιες σχισμές. Οι γραμματείς δεν φορούσαν συχνά μεταξωτά ρούχα, αλλά η φιλανθρωπία της Ντελάνα, ίσως κι η υποχρέωσή της απέναντι στη Χάλιμα, έφτανε πολύ βαθιά.
«Ανήσυχη μου φαίνεσαι σήμερα, Μητέρα», μουρμούρισε η πρασινομάτα γυναίκα, «και, δεδομένου ότι ήσουν κουρασμένη, ξύπνησες πολύ νωρίς, πασχίζοντας να μην» κάνεις θόρυβο, για να μην ξυπνήσεις κι εμένα. Είχα την εντύπωση πως ήθελες να μιλήσουμε. Δεν θα είχες τόσο πολλούς πονοκεφάλους αν μιλούσες περισσότερο για όσα σε απασχολούν. Σ’ εμένα, τουλάχιστον, ξέρεις όχι μπορείς να πεις τα πάντα». Κοιτώντας προς το μέρος της Σιουάν, η οποία ήταν χαμηλοβλεπούσα και γεμάτη καταφρόνια, η Χάλιμα άφησε ακόμα ένα πνιχτό γέλιο. «Και ξέρεις πολύ καλά όχι εγώ, σε αντίθεση με κάποιες άλλες, δεν απαιτώ τίποτα από σένα». Η Σιουάν ρουθούνισε ξανά, απασχολώντας επί τούτου τον εαυτό της με την τοποθέτηση του φακέλου στο τραπέζι, ανάμεσα στο πέτρινο μελανοδοχείο και στο βάζο με την άμμο. Αμήχανα, άρχισε να πασπατεύει τη θήκη της γραφίδας.
Η Εγκουέν κατέβαλε προσπάθεια για να μην αναστενάξει, και μόλις που τα κατάφερε. Το μόνο που ζητούσε η Χάλιμα ήταν ένα αχυρόστρωμα στη σκηνή της Εγκουέν, ώστε να έχει άμεση πρόσβαση μόλις ο πονοκέφαλος έκανε την εμφάνισή του, αλλά αν κοιμόταν εκεί, θα ήταν δύσκολο να εκτελεί ταυτόχρονα τα καθήκοντά της απέναντι στην Ντελάνα. Επιπλέον, η κάπως άξεστη αλλά ντόμπρα συμπεριφορά της άρεσε στην Εγκουέν. Ήταν πολύ εύκολο να πιάσει κουβέντα με τη Χάλιμα και να ξεχάσει για λίγο όχι ήταν η Έδρα της Άμερλιν, μια ανεμελιά που δεν την ένιωθε ούτε καν με τη Σιουάν. Είχε παλέψει σκληρά για να αναγνωριστεί τόσο ως Άες Σεντάι όσο κι ως Άμερλιν, και κρατιόταν με νύχια και με δόντια από αυτή την αναγνώριση. Ένα ολίσθημα από την ιδιότητά της ως Άμερλιν θα καθιστούσε ευκολότερο ένα επόμενο ολίσθημα, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα, μέχρι που θα κατέληγε να θεωρείται πάλι παιδούλα. Αυτό μετέτρεπε αυτομάτως τη Χάλιμα σε εξαιρετική πολυτέλεια, πέρα από το τι μπορούσαν να κάνουν τα δάχτυλά της για τους πονοκεφάλους της Εγκουέν. Προς μεγάλη της ενόχληση, ωστόσο, όλες οι γυναίκες του στρατοπέδου έμοιαζαν να συμμερίζονται την άποψη της Σιουάν, με πιθανή εξαίρεση την Ντελάνα. Η Γκρίζα αδελφή φάνταζε πολύ σεμνότυφη για να απασχολεί μια κατώτερη, ανεξάρτητα αν νόμιζε πως έτσι εκδήλωνε την ευσπλαχνία της. Σε κάθε περίπτωση, πλέον δεν είχε ιδιαίτερη σημασία αν αυτή η γυναίκα κυνηγούσε άντρες ή τους έκανε να πέφτουν στην παγίδα της.
«Φοβάμαι πως έχω αρκετή δουλειά, Χάλιμα», είπε μοχθώντας να βγάλει τα γάντια της, κάτι που τις περισσότερες φορές έβρισκε εξαιρετικά επίπονο. Βέβαια, πάνω στο τραπέζι δεν υπήρχε ίχνος των αναφορών της Σέριαμ, αν κι η γυναίκα θα τις έστελνε σύντομα μαζί με μερικές αιτήσεις που πίστευε ότι άξιζαν την προσοχή της Εγκουέν. Δεν ήταν πολλές. Δέκα-δώδεκα εφέσεις αποκατάστασης αδικιών που περίμεναν την τελική κρίση της Άμερλιν, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει αν δεν μελετούσες πρώτα τις περιπτώσεις και δεν έκανες τις κατάλληλες ερωτήσεις πριν βγάλεις τη σωστή απόφαση. «Μπορούμε, όμως, να δειπνήσουμε παρέα». Αν, δηλαδή, τελείωνε τις δουλειές της και προλάβαινε να φάει εκεί. Ήδη κόντευε μεσημέρι. «Θα μπορούμε να μιλήσουμε τότε».
Η Χάλιμα ανακάθισε απότομα, με τα σαρκώδη της χείλη σουφρωμένα και τα μάτια της να βγάζουν σπίθες, αλλά το κατσούφιασμά της εξαφανίστηκε όσο γρήγορα είχε εμφανιστεί. Ωστόσο, κάτι σιγόκαιγε στο βλέμμα της. Αν ήταν γάτα, θα είχε ανασηκώσει το κορμί της κι η ουρά της θα έμοιαζε με βούρτσα. Ανασηκώθηκε με χάρη, πατώντας στα στρωμένα κιλίμια, κι ίσιωσε τη φούστα της πάνω από τους γοφούς της. «Πολύ καλά, λοιπόν. Αφού είσαι σίγουρη ότι δεν θες να μείνω».
Ο συγχρονισμός ήταν εντυπωσιακός, αλλά η Εγκουέν ένιωσε ξαφνικά κάτι αμβλύ να πάλλεται πίσω από τα μάτια της, γνώριμο σύμπτωμα κατακλυσμικού πονοκεφάλου. Ωστόσο, κούνησε το κεφάλι της κι επανέλαβε ότι την περίμενε πολλή δουλειά. Η Χάλιμα δίστασε για λίγο, με τα χείλη της σφιχτά ενωμένα και τα χέρια να σχηματίζουν γροθιές πάνω στη φούστα της, κι έπειτα άδραξε τον μεταξωτό της μανδύα με τη γούνινη επένδυση από τον ορθοστάτη και βγήκε με μεγάλες δρασκελιές από τη σκηνή, χωρίς καν να μπει στον κόπο να τραβήξει το ρούχο γύρω από τους ώμους της. Θα μπορούσε να αρπάξει καμιά πούντα με αυτό το κρύο.
«Έχει πολύ επιθετικό ταμπεραμέντο κι, αργά ή γρήγορα, θα βρει μπελά», μουρμούρισε η Σιουάν πριν καλά-καλά σταματήσει να ταλαντεύεται η υφασμάτινη είσοδος. Κοίταξε μουτρωμένη προς το μέρος της Χάλιμα και μετακίνησε το επώμιο στους ώμους της. «Αυτή η γυναίκα κρατάει τη γλώσσα της μπροστά σου, αλλά δεν χάνει ευκαιρία να τα ψάλει και σ’ εμένα και σε οποιονδήποτε άλλον. Μέχρι και στην Ντελάνα την έχουν ακούσει να φωνάζει. Πού ακούστηκε γραμματέας να φωνάζει στην εργοδότριά της, και μάλιστα όταν η τελευταία είναι αδελφή; Καθήμενη, μάλιστα! Δεν καταλαβαίνω γιατί την ανέχεται η Ντελάνα».
«Αυτό είναι δουλειά της Ντελάνα». Οι ερωτήσεις για θέματα που αφορούσαν σε μια άλλη αδελφή ήταν απαγορευμένες, πόσω μάλλον η ανάμειξη στα θέματα αυτά. Μόνο ένα έθιμο μπορούσε να υπαγορεύσει κάτι τέτοιο, όχι νόμος, αν και μερικά έθιμα είχαν ισχύ νόμου. Δεν έκρινε πως ήταν ανάγκη να το υπενθυμίσει στη Σιουάν.
Τρίβοντας τους κροτάφους της, η Εγκουέν κάθισε προσεκτικά στην καρέκλα που βρισκόταν πίσω από το γραφείο, η οποία ωστόσο ταλαντεύτηκε ελαφρώς. Ήταν σχεδιασμένη για να διπλώνεται και να αποθηκεύεται σε άμαξα, αλλά τα πόδια της είχαν το συνήθειο να διπλώνονται όταν δεν έπρεπε και, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες, κανένας μαραγκός δεν κατάφερε να ρυθμίσει το πρόβλημα. Και το τραπέζι είχε την τάση να διπλώνεται, αλλά ήταν πιο σταθερό. Μακάρι να είχε την ευκαιρία στο Μουράντυ να αγοράσει ένα καινούργιο κάθισμα, αλλά ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να αγοραστούν, και δεν διέθετε χρήματα για ξόδεμα από τη στιγμή που είχε ήδη ένα κάθισμα. Τουλάχιστον, είχε αγοράσει ένα ζευγάρι όρθιων φανών κι έναν γραφείου, όλοι από χυτό σίδερο σε κόκκινο χρώμα, με καλής ποιότητας καθρέφτες, χωρίς φυσαλίδες. Ο κατάλληλος φωτισμός δεν έδειχνε να βοηθάει τους πονοκεφάλους της, αλλά ήταν καλύτερα από το να προσπαθεί να διαβάζει στο φως λίγων κεριών ή ενός φαναριού.
Αν η Σιουάν είχε αντιληφθεί την επίπληξη, δεν φάνηκε ωστόσο να πτοείται. «Δεν είναι μόνο θέμα ταμπεραμέντου. Μια-δυο φορές, είχα την εντύπωση πως ήταν έτοιμη να με χαστουκίσει. Υποθέτω πως είναι αρκετά λογική ώστε να μην κάνει κάτι τέτοιο, αλλά δεν είναι όλες Άες Σεντάι. Είμαι σίγουρη ότι αυτή έσπασε το χέρι εκείνου του αμαξοποιού. Ο τύπος είπε ότι έπεσε, αλλά, κρίνοντας από το βλέμμα του και τα χείλη του που έτρεμαν, μάλλον έλεγε ψέματα. Άλλωστε, ποιος άντρας θα παραδεχόταν ποτέ ότι μια γυναίκα τού έστριψε τον αγκώνα στην πλάτη, έτσι δεν είναι;»
«Πάψε επιτέλους, Σιουάν», είπε κουρασμένα η Εγκουέν, «Πιθανότατα, ο τύπος είχε πάρει πολύ θάρρος». Μάλλον έτσι ήταν. Τέλος πάντων, αδυνατούσε να φανταστεί τη Χάλιμα να σπάει το χέρι ενός άντρα. Όπως και να περιέγραφες αυτή τη γυναίκα, σίγουρα δεν θα την έλεγες μυώδη.
Αντί να ανοίξει τον ανάγλυφο φάκελο που είχε εναποθέσει στο γραφείο η Σιουάν, ακούμπησε τα χέρια της στην κάθε πλευρά του, απομακρύνοντάς τα έτσι από το κεφάλι της. Ίσως, αν αγνοούσε τον πόνο, να εξαφανιζόταν. Επιπλέον, έτσι για αλλαγή, υπήρχαν κάποιες πληροφορίες που ήθελε να μοιραστεί με τη Σιουάν. «Φαίνεται πως κάποιες αδελφές συζητούν το θέμα των διαπραγματεύσεων με την Ελάιντα», άρχισε να λέει.
Η Σιουάν, ανέκφραστη, ισορρόπησε πάνω σ’ ένα από τα δύο ξεχαρβαλωμένα τρίποδα μπροστά στο τραπέζι κι άρχισε να ακούει με προσοχή. Μόνο τα δάχτυλά της κινούνταν, χαϊδεύοντας ελαφρά τη φούστα της, μέχρι που η Εγκουέν σταμάτησε να μιλάει. Κατόπιν, έσφιξε τα χέρια της σε γροθιές και γρύλισε μερικές βρισιές, δριμύτατες ακόμα και για τα δεδομένα της. Άρχισε να καταριέται τις υπόλοιπες να πνιγούν με τα άντερα μπαγιάτικου ψαριού και προχώρησε σε πιο ακατονόμαστες «ευχές», οι οποίες γίνονταν ακόμα χειρότερες, προερχόμενες από αυτό το νεανικό κι όμορφο προσωπάκι.
«Υποθέτω πως έτσι πράττεις το σωστό», μουρμούρισε μόλις οι βωμολοχίες καταλάγιασαν. «Τα κουτσομπολιά θ’ αρχίσουν να διαδίδονται, τώρα που πήραν μπρος, οπότε εσύ θα είσαι ένα βήμα μπροστά. Θαρρώ πως δεν θα έπρεπε να εκπλήσσομαι από την Μπεόνιν. Είναι φιλόδοξη, αλλά ανέκαθεν πίστευα πως θα γύριζε τρέχοντας στην Ελάιντα αν η Σέριαμ κι οι υπόλοιπες δεν σκλήραιναν τη στάση τους». Η φωνή της γινόταν όλο και πιο βεβιασμένη κι η Σιουάν κάρφωσε τη ματιά της στην Εγκουέν λες κι ήθελε να προσδώσει βαρύτητα στα λόγια της. «Μακάρι να με εξέπληττε η Βάριλιν κι οι άλλες του σιναφιού, Μητέρα. Με εξαίρεση τις Γαλάζιες, έξι Καθήμενες από πέντε Άτζα έφυγαν από τον Πύργο ύστερα από το πραξικόπημα της Ελάιντα». Στην εκφορά της λέξης «πραξικόπημα», το στόμα της συσπάστηκε ελαφρώς. «Πλέον, έχουμε μαζί μας μία αντιπρόσωπο για καθένα από τα πέντε Άτζα. Χθες βράδυ, στον Πύργο, βρέθηκα στον Τελ’αράν’ριοντ...»
«Ελπίζω να είσαι προσεκτική», είπε κοφτά η Εγκουέν. Υπήρχαν φορές που η Σιουάν έμοιαζε να αγνοεί την έννοια της λέξης «προσεκτική». Δεν ήταν λίγες οι αδελφές που θα έδιναν τα πάντα για να χρησιμοποιήσουν τα ελάχιστα ονειρικά τερ’ανγκριάλ που κατείχαν κυρίως για να επισκεφθούν τον Πύργο, και παρ’ όλο που το τερ’ανγκριάλ της Σιουάν δεν ήταν ακριβώς απαγορευμένο, δεν ήθελε και πολύ για να γίνει. Θα μπορούσε να έχει αμαυρώσει το όνομά της για πάντα, δίχως η Αίθουσα να της παραχωρήσει ούτε μία νύχτα. Πέραν των αδελφών που κατηγορούσαν τη Σιουάν για την αρχική διάλυση του Πύργου —δεν είχε την ίδια θερμή αποδοχή με τη Ληάνε, ούτε την κανάκεψε κανείς— πολλές ήταν εκείνες που θυμούνταν τον δύσκολο τρόπο διδασκαλίας της, όταν ήταν μία από τις λίγες που γνώριζαν πώς να χρησιμοποιήσουν το ονειρικό τερ’ανγκριάλ. Η Σιουάν δεν άντεχε τις ανόητες, κι όλες τους ήταν ανόητες στις πρώτες εξορμήσεις στον Τελ’αράν’ριοντ, οπότε τώρα έπρεπε να πάρει τη σειρά της Ληάνε όταν ήθελε να επισκεφθεί τον Κόσμο των Ονείρων, κι αν τυχόν την έβλεπε κάποια άλλη αδελφή, το επόμενο βήμα ήταν να τη διαπομπεύσουν. Ή, ακόμη χειρότερα, θα έψαχναν να βρουν ποια της είχε δανείσει τερ’ανγκριάλ, κάτι που ίσως κατέληγε στην αποκάλυψη της Ληάνε.
«Στον Τελ’αράν’ριοντ», είπε η Σιουάν κάνοντας μια αποπεμπτική χειρονομία, «είμαι μια διαφορετική γυναίκα με διαφορετικό φόρεμα κάθε φορά που στρίβω σε γωνία». Αυτό ακουγόταν καλό, αν και φάνταζε πιθανό να οφειλόταν σε έλλειψη ελέγχου κι όχι σε πρόθεση. Η πίστη της Σιουάν στις ικανότητες της ήταν πολλές φορές υπερεκτιμημένη. «Το θέμα είναι ότι χθες βράδυ είδα ένα μέρος μιας λίστας Καθήμενων και κατάφερα να διαβάσω τα περισσότερα ονόματα πριν αλλάξουν σε κατάλογο κρασιών». Αυτό ήταν αρκετά συνηθισμένο στον Τελ’αράν’ριοντ, όπου τίποτα δεν έμενε σταθερό για πάντα, εκτός αν επρόκειτο για αντικατοπτρισμό ενός αμετάβλητου πράγματος στον κόσμο της εγρήγορσης. «Η Αντάγια Φόρε εξελέγη για το Γκρίζο Άτζα, η Ρίνα Χάφντεν για το Πράσινο κι η Τζουιλέν Μάντομ για το Καφέ. Καμία απ’ αυτές δεν φορά το επώμιο πάνω από εβδομήντα χρόνια, το μέγιστο. Η Ελάιντα έχει το ίδιο πρόβλημα μ’ εμάς, Μητέρα».
«Κατάλαβα», απάντησε αργά η Εγκουέν. Συνειδητοποίησε ότι μάλαζε τους κροτάφους της. Ο παλμός πίσω από τα μάτια της εξακολουθούσε αμείωτος και μάλλον θα γινόταν εντονότερος. Έτσι συνέβαινε πάντα. Μέχρι το βράδυ, θα μετάνιωνε που είχε ξαποστείλει τη Χάλιμα. Ακούμπησε σταθερά το χέρι της πάνω στο τραπέζι, μετακίνησε μισή ίντσα προς τ’ αριστερά της τον δερμάτινο φάκελο που είχε μπροστά της, κι έπειτα τον επανέφερε στην αρχική του θέση. «Κι οι υπόλοιπες; Έπρεπε ν’ αντικαταστήσουν έξι Καθήμενες».
«Η Φεράν Νεχέραν εξελέγη για το Λευκό», παραδέχτηκε η Σιουάν, «κι η Σουάνα Ντράγκαντ για το Κίτρινο. Κι οι δύο ήταν από παλιά στην Αίθουσα. Η λίστα ήταν ατελής και δεν κατόρθωσα να τη διαβάσω όλη». Ίσιωσε την πλάτη της και το πηγούνι της τινάχτηκε μπροστά με πείσμα. «Μια-δυο από δαύτες εξελέγησαν πριν ακόμα ο χρόνος γίνει εξαιρετικά ασυνήθιστος —κάτι που συμβαίνει, αλλά όχι και τόσο συχνά— οπότε ο αριθμός τους ανέρχεται σε έντεκα, ίσως και δώδεκα, αλλά έντεκα σίγουρα, ανάμεσα σ’ εμάς και στον Πύργο. Δεν πιστεύω σε τόσο μεγάλες συμπτώσεις. Οι ιχθυοπώλες που πουλάνε στην ίδια τιμή, συνήθως τα έχουν πιει και στο ίδιο καπηλειό το προηγούμενο βράδυ».
«Δεν χρειάζεται να με πείσεις άλλο, Σιουάν». Αναστενάζοντας, η Εγκουέν έγειρε προς τα πίσω πιάνοντας με μια αυτόματη κίνηση το ποδαράκι της καρέκλας, που εξακολουθούσε να έχει την τάση να διπλώνεται. Προφανώς, κάτι περίεργο συνέβαινε, αλλά τι σήμαινε άραγε; Και ποια ήταν ικανή να επηρεάσει την εκλογή των Καθημένων κάθε Άτζα. Κάθε Άτζα, πλην του Γαλάζιου· είχαν εκλέξει μία νέα Καθήμενη, αλλά η Μόρια ήταν ήδη Άες Σεντάι για περισσότερα από εκατό χρόνια, και πιθανόν το Κόκκινο Άτζα να μην επηρεαζόταν κανείς δεν γνώριζε αν και ποιες αλλαγές είχαν επέλθει στις Κόκκινες Καθήμενες. Ίσως πίσω απ’ όλ’ αυτά κρυβόταν το Μαύρο Άτζα, αλλά τι θα κέρδιζε; Εκτός αν όλες αυτές οι υπερβολικά νεαρές Καθήμενες ήταν Μαύρες, κάτι μάλλον απίθανο. Αν το Μαύρο Άτζα ασκούσε τόσο πολλή επιρροή, η Αίθουσα θα είχε γεμίσει από Σκοτεινόφιλες εδώ και κάμποσο καιρό. Από την άλλη, αν όντως υπήρχε κάποιο σχέδιο κι οι συμπτώσεις δεν ίσχυαν, κάποιος θα πρέπει να βρισκόταν στον πυρήνα του. Και μόνο στη σκέψη των πιθανοτήτων και των απίθανων, ένιωσε τον αμβλύ πόνο πίσω από τα μάτια της να γίνεται εντονότερος.
«Σε τελική ανάλυση, Σιουάν, αν όλα αυτά μπορούν να αποδοθούν σε τυχαία περιστατικά, θα σου κακοφανεί που είδες το ζήτημα σαν σπαζοκεφαλιά». Της χάρισε ένα βεβιασμένο χαμόγελο, ίσα-ίσα για να κάνει τα λόγια της να ακουστούν πιο καταπραϋντικά. Μία Άμερλιν έπρεπε να είναι προσεκτική στα λόγια της. «Τώρα που μ’ έχεις πείσει ότι πρόκειται περί σπαζοκεφαλιάς, θέλω να τη λύσεις. Ποιος είναι ο υπεύθυνος και τι επιδιώκει; Μέχρι να μάθουμε αυτά, δεν γνωρίζουμε τίποτα».
«Μόνο αυτό θέλεις;» ρώτησε ξερά η Σιουάν. «Πριν απ’ το δείπνο ή μετά;»
«Καλύτερα μετά, θαρρώ», αποκρίθηκε κοφτά η Εγκουέν, ανασαίνοντας βαθιά μόλις πρόσεξε την ταραγμένη έκφραση στο πρόσωπο της γυναίκας. Δεν είχε νόημα να ξεσπάσει τον πονοκέφαλό της στη Σιουάν. Τα λόγια μιας Άμερλιν διέθεταν δύναμη και, μερικές φορές, σοβαρές συνέπειες· έπρεπε να το θυμάται αυτό. «Όσο πιο γρήγορα μπορείς», συνέχισε με πιο ήπια φωνή. «Ξέρω πως θα βάλεις τα δυνατά σου».
Άσχετα από το αν ήταν δυσαρεστημένη ή όχι, η Σιουάν έδειξε ν’ αντιλαμβάνεται ότι το ξέσπασμα της Εγκουέν οφειλόταν και σε άλλους παράγοντες, πέραν του δικού της σαρκασμού. Παρά τη νεανική εμφάνισή της, είχε εξασκηθεί για χρόνια στο να διαβάζει τις εκφράσεις του προσώπου. «Να πάω να βρω τη Χάλιμα;» ρώτησε και μισοσηκώθηκε. Η έλλειψη καυστικότητας όταν πρόφερε το όνομα της γυναίκας ήταν ενδεικτική της ανησυχίας της. «Δεν θα κάνω πάνω από ένα λεπτό».
«Αν αρχίσουν να μ’ ενοχλούν τα πάντα, στο τέλος δεν θα κάνω τίποτα», είπε η Εγκουέν ανοίγοντας τον φάκελο. «Λοιπόν, τι έχεις για μένα σήμερα;» Προσπάθησε να κρατήσει τα χέρια της πάνω στο χαρτί μόνο και μόνο για να πάψει να τρίβει τους κροτάφους Ένα από τα καθημερινά καθήκοντα της Σιουάν ήταν να της φέρνει τις πληροφορίες που τα Άτζα ήταν πρόθυμα να μοιραστούν μαζί της, προερχόμενες από το δίκτυο των κατασκόπων τους, μαζί με όποια άλλη πληροφορία είχαν διαβιβάσει στα Άτζα μεμονωμένες αδελφές κι εκείνα είχαν αποφασίσει να τη μοιραστούν με την Εγκουέν. Επρόκειτο για μια παράξενη διαδικασία κοσκινίσματος, ωστόσο έδινε μια ακριβέστατη εικόνα του κόσμου σε συνδυασμό με όσα είχε πει η Σιουάν. Είχε καταφέρει να διατηρήσει τους πράκτορες που δικαιούνταν ως Άμερλιν, επειδή απλούστατα και παρά τις προσπάθειες της Αίθουσας, αρνήθηκε να αποκαλύψει ποιοι ήταν, και στο τέλος κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι οι συγκεκριμένοι κατάσκοποι ανήκαν στην Άμερλιν κι ότι δικαιωματικά αναφέρονταν στην Εγκουέν. Βέβαια, η μεμψιμοιρία κι οι μουρμούρες δεν σταματούσαν ποτέ, αλλά κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί τα γεγονότα.
Ως συνήθως, η πρώτη αναφορά δεν προερχόταν ούτε από τα Άτζα, ούτε από τη Σιουάν, αλλά από τη Ληάνε, σε λεπτά φύλα χαρτιού με κομψό και ρέοντα γραφικό χαρακτήρα. Η Εγκουέν δεν καταλάβαινε ακριβώς γιατί, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αμφέβαλλες πως ό,τι κι αν έγραφε η Ληάνε, ήταν γραμμένο από χέρι γυναίκας. Η Εγκουέν κράτησε τις σελίδες μία-μία πάνω από τη φλόγα του φανού που ήταν ακουμπισμένος στο τραπέζι, τις διάβασε κι έπειτα έκαψε το χαρτί, μέχρι που η φλόγα κόντεψε να φτάσει στα δάχτυλά της, κάνοντάς το στάχτη. Δεν ήταν συνετό από τη μία να συμπεριφέρεται δημοσίως στη Ληάνε σαν να είναι ξένη κι από την άλλη να αφήσει κάποια αναφορά της να πέσει σε λάθος χέρια.
Ελάχιστες αδελφές γνώριζαν ότι η Ληάνε διέθετε κατασκόπους στο εσωτερικό της Ταρ Βάλον. Ίσως ήταν η μοναδική αδελφή με αυτό το πλεονέκτημα. Το να παρατηρείς προσεκτικά τι συμβαίνει στον δρόμο, αγνοώντας ταυτόχρονα αυτό που βρίσκεται κάτω από τα πόδια σου, δεν είναι παρά ένδειξη ανθρώπινης αδυναμίας, και το Φως μόνο ήξερε ότι οι Άες Σεντάι είχαν περίπου τα ίδια ελαττώματα με τον υπόλοιπο κόσμο. Δυστυχώς, η Ληάνε δεν είχε άλλα νέα.
Οι άνθρωποι της, στην πόλη, γκρίνιαζαν για βρώμικους δρόμους που γίνονταν όλο και πιο επικίνδυνοι μόλις έπεφτε το σκοτάδι, ενώ και κατά τη διάρκεια της μέρας δεν ήταν τόσο ασφαλείς πια. Κάποτε, το έγκλημα ήταν σχεδόν άγνωστο στην Ταρ Βάλον, αλλά τώρα οι Φρουροί του Πύργου είχαν εγκαταλείψει τους δρόμους και περιπολούσαν στα λιμάνια και στους πύργους των γεφυρών. Εκτός από την είσπραξη φόρων από τα τελωνεία και την αγορά προμηθειών —αμφότερα διά μεσαζόντων— ο Λευκός Πύργος έμοιαζε εντελώς αποκομμένος από την υπόλοιπη πόλη. Οι τεράστιες πύλες που επέτρεπαν στο κοινό να περάσει στο εσωτερικό του Πύργου παρέμεναν κλειδαμπαρωμένες και κανείς δεν είχε δει έξω από τον Πύργο κάποια Άες Σεντάι από την έναρξη της πολιορκίας, αν όχι κι από νωρίτερα, πράγμα που επιβεβαίωνε όσα είχε αναφέρει προηγουμένως η Ληάνε. Η τελευταία σελίδα, ωστόσο, έκανε τα φρύδια της Εγκουέν να ανασηκωθούν. Σκόρπιες φήμες ανέφεραν πως ο Γκάρεθ Μπράυν είχε ανακαλύψει έναν μυστικό τρόπο για να μπει στην πόλη, κι ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εμφανιστεί με το σύνολο του στρατού του στο εσωτερικό των τειχών.
«Η Ληάνε θα το είχε αναφέρει αν κάποιος είχε ψιθυρίσει έστω και μία λέξη σχετικά με τις πύλες», είπε γρήγορα η Σιουάν μόλις πρόσεξε την έκφραση στο πρόσωπο της Εγκουέν. Φυσικά, είχε διαβάσει ήδη όλες τις αναφορές και καταλάβαινε τι διάβαζε η Εγκουέν από τη σελίδα που κρατούσε. Ήταν τόσο αφηρημένη, που καθώς μετακινήθηκε πάνω στο ασταθές σκαμνί της, κόντεψε να πέσει στο χαλί, κάτι που δεν την πτόησε διόλου. «Επίσης, να είσαι σίγουρη ότι ο Γκάρεθ δεν θα άφηνε να διαρρεύσει τίποτα», συνέχισε, πασχίζοντας να ισορροπήσει ξανά. «Όχι ότι οι στρατιώτες του είναι τόσο ανόητοι ώστε να εγκαταλείψουν τώρα την πόλη, αλλά ξέρει πολύ καλά πότε να κρατάει το στόμα του κλειστό. Είναι γνωστό ότι επιτίθεται αιφνιδιαστικά, και στο παρελθόν έχει κατορθώσει απίθανα πράγματα από εκεί που δεν το περιμένεις. Αυτό είναι όλο».
Κρύβοντας ένα χαμόγελο, η Εγκουέν κράτησε το χαρτί που ανέφερε τον Άρχοντα Γκάρεθ μπροστά στις φλόγες, και το παρακολούθησε να ζαρώνει και να μαυρίζει. Λίγους μήνες νωρίτερα, η Σιουάν θα ειρωνευόταν έντονα αυτόν τον άντρα, αντί να τον εξυμνεί. Θα τον αποκαλούσε «Καταραμένο Γκάρεθ Μπράυν», όχι απλώς Γκάρεθ. Πιθανότατα, δεν θα απέφευγε να του πλύνει τα ρούχα και να του γυαλίσει τις μπότες, αλλά η Εγκουέν την είχε προσέξει να του ρίχνει ματιές στις σπάνιες περιπτώσεις που ο άντρας ερχόταν στο στρατόπεδο των Άες Σεντάι. Μόλις όμως το βλέμμα του έπεφτε επάνω της, εκείνη το έβαζε στα πόδια. Η Σιουάν! Το έβαζε στα πόδια! Η Σιουάν ήταν Άες Σεντάι για περισσότερα από είκοσι χρόνια και Άμερλιν για δέκα χρόνια, αλλά όσο ήξερε μια πάπια να κουρεύει πρόβατα, άλλο τόσο ήξερε κι εκείνη τι να κάνει σε ερωτικά θέματα.
Η Εγκουέν θρυμμάτισε τις στάχτες και σκούπισε τα χέρια της, ενώ το χαμόγελό της έσβηνε. Δεν την έπαιρνε να μιλήσει για τη Σιουάν. Ήταν κι η ίδια ερωτευμένη, αλλά δεν είχε ιδέα πού στο καλό βρισκόταν ο Γκάγουιν ή τι θα έκανε αν μάθαινε. Ο Γκάγουιν είχε καθήκον απέναντι στο Άντορ, εκείνη απέναντι στον Πύργο, κι ο μόνος τρόπος να γεφυρώσει το χάσμα, δηλαδή να τον δεσμεύσει, μπορεί να οδηγούσε στον χαμό του. Καλύτερα να τον άφηνε να φύγει και να τον ξεχνούσε εντελώς. Ναι, τόσο εύκολα, σαν να ξεχνούσε το όνομά της. Όντως θα τον δέσμευε. Το ήξερε. Βέβαια, θα ήταν αδύνατον να τον δεσμεύσει δίχως να ξέρει πού βρίσκεται και χωρίς να έχει πρόσβαση σ’ εκείνον, οπότε όλα κατέληγαν σε αδιέξοδο. Οι άντρες ανέκαθεν ήταν... μπελάς!
Έκανε μια παύση, για να πιέσει τις παλάμες της πάνω στους κροτάφους της —αν και δεν κατάφερε να ελαττώσει τον ρυθμικό πόνο— κι έβγαλε τον Γκάγουιν από το μυαλό της, όσο περισσότερο μπορούσε τουλάχιστον. Νόμιζε πως είχε μια προκαταρκτική εμπειρία του να διαθέτεις Πρόμαχο. Όλο και κάτι από την εικόνα του Γκάγουιν παρέμενε στο πίσω μέρος του νου της, κάτι που πιθανότατα θα έβρισκε τον δρόμο του προς το συνειδητό κομμάτι του εαυτού της με την πρώτη ευκαιρία. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της κι άδραξε το επόμενο φύλλο.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των κατασκόπων, μεγάλο μέρος του κόσμου είχε χαθεί. Ελάχιστα ήταν τα μαντάτα από τις περιοχές που κατείχαν οι Σωντσάν, ποικίλλοντας από φαντασιόπληκτες περιγραφές των τεράτων των Σωντσάν, ως απόδειξη ότι οι τελευταίοι χρησιμοποιούσαν Σκιογεννήματα, τρομερές αφηγήσεις για γυναίκες που υφίσταντο δοκιμασίες για να τους εφαρμόσουν το χαρακτηριστικό περιλαίμιο των νταμέην, μέχρι τις καταθλιπτικές ιστορίες της... αποδοχής. Φαίνεται πως οι Σωντσάν δεν διοικούσαν χειρότερα από άλλους, μάλλον καλύτερα θα έλεγε κανείς από μερικούς —αρκεί να μην ήσουν γυναίκα ικανή να διαβιβάσει— και δεν ήταν λίγοι όσοι παραιτούνταν από κάθε ιδέα αντίστασης μόλις οι Σωντσάν τούς ξεκαθάριζαν ότι μπορούσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Το Άραντ Ντόμαν βρισκόταν σε εξίσου κακή κατάσταση. Το μόνο που ερχόταν από εκεί ήταν άσχημες φήμες, οι οποίες επιβεβαιώνονταν από τις αδελφές που έγραφαν τις αναφορές, και συμπεριλαμβάνονταν απλώς και μόνο για να δείξουν την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα. Ο Βασιλιάς Αλσαλάμ ήταν νεκρός. Όχι, είχε αρχίσει να διαβιβάζει και παρανόησε. Ο Ρόντελ Ιτουράλντε, ο Μέγας Στρατηγός, είχε επίσης πεθάνει ή είχε σφετεριστεί τον θρόνο ή είχε εισβάλει στη Σαλδαία. Τα μέλη του Συμβουλίου των Εμπόρων ήταν κι αυτά νεκρά ή είχαν φύγει από τη χώρα ή είχαν ξεκινήσει εμφύλιο για τη διαδοχή. Όλα αυτά μπορεί να ήταν αλήθεια, αλλά ίσως να μην ίσχυε τίποτα. Τα Άτζα ήταν συνηθισμένα σε τέτοιου είδους καταστάσεις, αλλά τώρα το ένα τρίτο του κόσμου είχε τυλιχτεί σε πυκνή ομίχλη, μέσα από την οποία διέκρινες ελάχιστα ανοίγματα. Αλλά, ακόμα κι αν κάτι ήταν ορατό, κανένα Άτζα δεν καταδεχόταν να αποκαλύψει τι έβλεπε.
Ένα άλλο πρόβλημα ήταν ότι τα Άτζα έδιναν τεράστια σημασία σε διαφορετικά ζητήματα, ενώ αγνοούσαν τα υπόλοιπα. Οι Πράσινες, για παράδειγμα, ασχολούνταν ιδιαίτερα με ιστορίες σχετικά με τις στρατιές των Μεθορίων, κοντά στο Νέο Μπρημ, εκατοντάδες λεύγες μακριά από τη Μάστιγα, την οποία υποτίθεται ότι φυλούσαν. Οι αναφορές τους μιλούσαν αποκλειστικά για τους Μεθορίτες, λες κι έπρεπε να γίνει κάτι εδώ και τώρα. Όχι ότι πρότειναν κάτι, ούτε υπαινιγμούς έκαναν, αλλά η απογοήτευση ήταν έκδηλη σ’ αυτή τη νευρική, βεβιασμένη γραφή που απλωνόταν σαν ιστός αράχνης στη σελίδα.
Η Εγκουέν γνώριζε την αλήθεια για την κατάσταση μέσω της Ηλαίην, όμως δεν είχε πρόβλημα να αφήσει τις Πράσινες να βράσουν στο ζουμί τους προς το παρόν, μια κι η Σιουάν είχε αποκαλύψει τον λόγο που δεν έσπευδαν να επανορθώσουν τα πράγματα. Σύμφωνα με τον πράκτορά της στο Νέο Μπρημ, οι Μεθορίτες συνοδεύονταν από πενήντα ή εκατό αδελφές, ίσως και διακόσιες. Βέβαια, ο αριθμός των Άες Σεντάι δεν ήταν απόλυτος, ίσως μάλιστα ήταν παραφουσκωμένος, αλλά η παρουσία τους δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τις Πράσινες, αν και στις αναφορές που έστελναν στην Εγκουέν δεν τις συμπεριλάμβαναν. Κανένα Άτζα δεν ανέφερε αυτού του είδους τις αδελφές στις αναφορές του. Σε τελική ανάλυση όμως, δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε διακόσιες αδελφές και σε δύο. Κανείς δεν ήταν σίγουρος για το ποιες ήταν αυτές οι αδελφές και γιατί βρίσκονταν εκεί, αλλά όποιος έχωνε τη μύτη του, θεωρούνταν ότι ανακατευόταν στις υποθέσεις τους. Έμοιαζε αλλόκοτο, από τη μια, να παίρνεις μέρος στον πόλεμο μεταξύ των Άες Σεντάι και, από την άλλη, να μην ανακατεύεσαι με κάποια άλλη αδελφή επειδή το απαγορεύει το έθιμο, αλλά έτσι είχαν τα πράγματα, ευτυχώς.
«Πάλι καλά που δεν προτείνουν να στείλω κάποια στο Κάεμλυν», σχολίασε η Εγκουέν βλεφαρίζοντας, ενώ ο πόνος πίσω από τα μάτια της εντάθηκε περισσότερο από την προσπάθεια να διαβάσει τις πυκνογραμμένες σελίδες.
Η Σιουάν ρουθούνισε χλευαστικά. «Και γιατί να το κάνουν; Απ’ όσο γνωρίζουν, η Ηλαίην αφήνει τη Μέριλιλ και τη Βαντέν να την καθοδηγούν, οπότε είναι σίγουρες ότι η βασίλισσά τους θα είναι ούτως ή άλλως Άες Σεντάι, και μάλιστα Πράσινη. Επιπλέον, όσον καιρό οι Άσα’μαν δεν ανακατεύονται με το Κάεμλυν, κανείς δεν παίρνει το ρίσκο να τους αναστατώσει. Όπως έχουν τα πράγματα, θα ήταν σαν να προσπαθούμε να βγάλουμε τσούχτρες απ’ το νερό με γυμνά χέρια, κάτι που ξέρουν ακόμα κι οι Πράσινες. Εν πάση περιπτώσει, όμως, αυτό δεν πρόκειται να εμποδίσει κάποια αδελφή, Πράσινη ή όχι, να επισκεφθεί το Κάεμλυν, μια αθώα επίσκεψη για να δει κάποιον πράκτορά της, να φτιάξει ένα φόρεμα, να αγοράσει μια σέλα και το Φως μόνο ξέρει τι άλλο».
«Ακόμα κι οι Πράσινες;» ρώτησε καυστικά η Εγκουέν. Όλος ο κόσμος ήξερε ότι αλλιώς λειτουργούσαν οι Καφετιές κι αλλιώς οι Λευκές, έστω κι αν δεν ήταν πάντα έτσι, αλλά μερικές φορές τής σηκωνόταν η τρίχα όταν άκουγε να βάζουν όλες τις Πράσινες σε ένα τσουβάλι, λες κι επρόκειτο για την ίδια γυναίκα. Ίσως θεωρούσε τον εαυτό της Πράσινη ή ότι κάποτε είχε υπάρξει Πράσινη, πράγμα ανόητο. Η Άμερλιν ανήκε σε όλα τα Άτζα και σε κανένα —έσιαξε το επιτραχήλιο στους ώμους της κι υπενθύμισε στον εαυτό της τη σημασία των επτά ριγών— και, σε τελική ανάλυση, η ίδια ποτέ δεν ανήκε σε κάποιο συγκεκριμένο. Ωστόσο, ένιωθε κάτι —όχι στοργή, ήταν πολύ δυνατό αυτό το συναίσθημα— μια αίσθηση ταύτισης ανάμεσα στην ίδια και στις Πράσινες αδελφές. «Πόσες αδελφές είναι ανεξέλεγκτες, Σιουάν; Ακόμα κι οι πιο αδύναμες, όταν συνδεθούν, μπορούν να Ταξιδέψουν όπου θέλουν, και μακάρι να ’ξερα πού πήγαν».
Για μια στιγμή, η Σιουάν συνοφρυώθηκε σκεπτική. «Περίπου είκοσι, νομίζω», είπε τελικά. «Ίσως λιγότερες. Ο αριθμός τους αλλάζει καθημερινά. Κανείς δεν κρατάει αρχείο, αφού καμία αδελφή δεν παραμένει στην ίδια θέση». Έγειρε μπροστά, ισορροπώντας προσεκτικά αυτή τη φορά όταν τα ακανόνιστα ποδαράκια έκαναν το σκαμνί της να ταλαντευτεί. «Μέχρι στιγμής, τα έχεις μαγειρέψει πολύ καλά, Μητέρα, αλά αυτό δεν γίνεται να διαρκέσει για πάντα. Στο τέλος, η Αίθουσα θ’ ανακαλύψει όσα συμβαίνουν στο Κάεμλυν. Ίσως δεχτούν να κρατήσουν μυστικό τους Σωντσάν αιχμαλώτους —κάτι που, ούτως ή άλλως, είναι δουλειά της Βαντέν ή της Μέριλιλ— αλλά ξέρουν ήδη ότι στο Κάεμλυν υπάρχουν Θαλασσινές, οπότε, αργά ή γρήγορα, θα μάθουν για τη συμφωνία μαζί τους. Θα μάθουν, επίσης, για το Σόι, αν όχι και τα σχέδιά σου γι’ αυτές». Η Σιουάν ρουθούνισε ξανά, αν και κάπως άτονα. Δεν ήταν σίγουρη πώς ένιωθε στην ιδέα ότι κάποιες Άες Σεντάι έχουν αποσυρθεί στο Σόι, πόσω μάλλον για το αν οι υπόλοιπες αδελφές θα έπαιρναν με καλό μάτι ένα τέτοιο θέμα. «Οι κατάσκοποι μου δεν έχουν συλλέξει τίποτα ακόμα, αλλά είμαι σίγουρη πως όλο και κάποιος θα επισημάνει κάτι. Μην καθυστερείς περισσότερο, αλλιώς μας βλέπω να προσπαθούμε να περάσουμε μέσα από ένα κοπάδι ασημόκαρφα».
«Μια από αυτές τις μέρες», μουρμούρισε η Εγκουέν, «θα ήθελα να δω αυτά τα ασημόκαρφα που αναφέρεις διαρκώς». Ανασήκωσε το χέρι της καθώς η άλλη γυναίκα πήγε να πει κάτι. «Κάποια μέρα. Η συμφωνία με τις Θαλασσινές θα προκαλέσει προβλήματα», παραδέχτηκε, «αλλά, όταν τα Άτζα ακούν διάφορους υπαινιγμούς, δεν καταλαβαίνουν αμέσως περί τίνος πρόκειται. Αδελφές που διδάσκουν τις Θαλασσινές στο Κάεμλυν; Ανήκουστο, αλλά ποιος θα πάει κόντρα σε όλα τα έθιμα κάνοντας ερωτήσεις ή παρεμβαίνοντας; Είμαι σίγουρη πως θα υπάρξουν πολλές γκρίνιες, ίσως γίνουν κι επερωτήσεις στην Αίθουσα, αλλά πριν αποκαλυφθεί ότι πράγματι υπάρχει συμφωνία, θα παρουσιάσω το σχέδιό μου σχετικά με το Σόι».
«Και πιστεύεις πως αυτό δεν θα τις εξαγριώσει ακόμα περισσότερο;» Η Σιουάν μετακίνησε το επώμιο της, χωρίς να μπει καν στον κόπο να κρύψει τη δυσπιστία της. Όχι μόνο αυτό, αλλά τη στραβοκοίταξε κιόλας.
«Σίγουρα θα προκαλέσει προστριβές», παραδέχτηκε συνετά η Εγκουέν. Μάλλον υποτιμούσε τη σημασία του, αφού το πιθανότερο ήταν να προκληθεί σάλος από τη στιγμή που το θέμα θα μαθευόταν συνολικά. Θα ακολουθούσε ξεσηκωμός μεταξύ των Άες Σεντάι. Ο Πύργος όμως έφθινε εδώ και χίλια χρόνια, αν όχι περισσότερα, κι η Εγκουέν είχε στόχο να βάλει ένα τέλος σ’ αυτό. «Σκοπεύω, ωστόσο, να προχωρήσω πολύ προσεκτικά. Μπορεί οι Άες Σεντάι να είναι διστακτικές σε θέματα που αφορούν στην ηλικία τους, Σιουάν, αλλά σύντομα θ’ ανακαλύψουν ότι ο όρκος στις Τρεις Ράβδους μειώνει τουλάχιστον κατά το ήμισυ τις ζωές μας. Κανείς δεν θέλει να πεθάνει πρόωρα».
«Αν πεισθούν ότι πραγματικά υπάρχει μια γυναίκα του Σογιού εξακοσίων ετών», είπε η Σιουάν με βαθιά κακεντρέχεια κι η Εγκουέν αναστέναξε ενοχλημένη. Άλλο ένα ζήτημα, για το οποίο η γυναίκα διατηρούσε κάποιες αβεβαιότητες, ήταν ο ισχυρισμός του Σογιού περί μακροζωίας. Είχε σε μεγάλη εκτίμηση τις συμβουλές της Σιουάν, μια κι η γυναίκα δεν έλεγε αυτά που σώνει και καλά ήθελε να ακούσει η Εγκουέν, αλλά υπήρχαν φορές που το παρατραβούσε, μιμούμενη τη Ρομάντα ή τη Λελαίν.
«Εν ανάγκη, Σιουάν», είπε εκνευρισμένη, «θα αφήσω τις αδελφές να μιλήσουν με μερικές γυναίκες καμιά εκατοστή χρόνια, ή και παραπάνω, μεγαλύτερες από τις ίδιες. Ίσως προσπαθήσουν να τις απορρίψουν, θεωρώντας τες αδέσποτες και ψεύτρες, αλλά η Ρεάνε Κόρλυ μπορεί να αποδείξει ότι βρισκόταν στον Πύργο και πότε, όπως κι οι υπόλοιπες. Με λίγη τύχη, θα πείσω τις αδελφές να αποδεχθούν την αποδέσμευση από τους Τρεις Όρκους, έτσι ώστε να μπορέσουν να αποσυρθούν στο Σόι πριν καλά-καλά μάθουν ότι υπάρχει συμφωνία με τις Άθα’αν Μιέρε. Από τη στιγμή που θα αποδεχτούν την αποδέσμευση οποιασδήποτε αδελφής από τους Όρκους, δεν θα ’ναι δύσκολο να τις πείσω να ελευθερώσουν τις αδελφές των Θαλασσινών. Πέρα από αυτό, το υπόλοιπο κομμάτι της συμφωνίας είναι ψιλολόγια. Όπως συνηθίζεις να επαναλαμβάνεις, η ικανότητα κι η επιδεξιότητα είναι απαραίτητες για να πετύχεις τους στόχους σου στην Αίθουσα, αλλά χρειάζεται και τύχη. Τέλος πάντων, θα κοιτάξω να είμαι όσο πιο επιδέξια γίνεται, κι όσον αφορά στην τύχη, φαίνεται πως, για μια φορά, οι περιστάσεις με ευνοούν».
Η Σιουάν άρχισε να κάνει γκριμάτσες αποδοκιμασίας και να ξεροβήχει, αλλά στο τέλος συμφώνησε ακόμα και στο ότι, με λίγη καλή τύχη και με τον κατάλληλο συγχρονισμό, η Εγκουέν θα τα έβγαζε πέρα. Όχι ότι είχε πειστεί για το Σόι ή για τη συμφωνία με τις Άθα’αν Μιέρε, αλλά αυτό που πρότεινε η Εγκουέν ήταν τόσο πρωτάκουστο, που κατά το μεγαλύτερο μέρος του θα περνούσε από την Αίθουσα πριν καλά-καλά το πάρουν χαμπάρι. Η Εγκουέν δεχόταν να συμβιβαστεί. Όποιο κι αν ήταν το θέμα στην Αίθουσα, έβρισκες σχεδόν πάντα αρκετές Καθήμενες που αντιτίθονταν, δυσκολεύοντας έτσι την κοινή συναίνεση, και τίποτα δεν συνέβαινε στην Αίθουσα αν δεν υπήρχε η ελάχιστη; κοινή συναίνεση, αν όχι η μέγιστη. Της φαινόταν πως τα περισσότερα πάρε-δώσε της με την Αίθουσα αφορούσαν στο να πείσει τις Καθήμενες να κάνουν αυτό που δεν ήθελαν. Δεν υπήρχε λόγος να είναι τώρα διαφορετικά τα πράγματα.
Ενώ οι Πράσινες είχαν συγκεντρώσει την προσοχή τους στους Μεθορίτες, οι Γκρίζες την είχαν στρέψει νότια προς το παρόν. Όλα τα Άτζα είχαν εντυπωσιαστεί από τις αναφορές που κατέφθαναν από το Ίλιαν και το Δάκρυ σχετικά με μεγάλους αριθμούς αδέσποτων μεταξύ των Άες Σεντάι, κάτι που έβρισκαν εξαιρετικά ενδιαφέρον αν ήταν αληθινό, πράγμα για το οποίο υπήρχαν αμφιβολίες, ειδάλλως οι αδελφές θα το γνώριζαν από πριν. Σε τελική ανάλυση, πώς ήταν δυνατόν να κρατηθεί κρυφό κάτι τέτοιο; Κανείς δεν ανέφερε πως οι αδελφές κοιτούσαν μονάχα επιφανειακά κι όχι βαθύτερα. Οι Γκρίζες, ωστόσο, είχαν εντυπωσιαστεί με τη συνεχιζόμενη απειλή των Σωντσάν απέναντι στο Ίλιαν και την πρόσφατη πολιορκία της Πέτρας του Δακρύου. Οι πόλεμοι κι οι απειλές πολέμων ανέκαθεν γοήτευαν τις Γκρίζες· αφ’ ενός, ήταν ολόψυχα δοσμένες στο να θέτουν τέλος στις διαμάχες και, αφ’ ετέρου, ήθελαν να επεκτείνουν την επιρροή τους. Κάθε φορά που οι Γκρίζες σταματούσαν έναν πόλεμο με μια συνθήκη, αύξαιναν την επιρροή όλων των Άες Σεντάι, πολλώ δε μάλλον των ίδιων των Γκρίζων. Πάντως, οι Σωντσάν έδειχναν αρνητικοί σε διαπραγματεύσεις —με τις Άες Σεντάι, τουλάχιστον— κι η εξοργιστική αίσθηση των Γκρίζων ότι είχαν σαμποτάρει τα σχέδιά τους εκφραζόταν με δριμείες εκφράσεις σχετικά με τις εισβολές των Σωντσάν στα σύνορα και τις διαρκώς αυξανόμενες δυνάμεις που συγκέντρωνε ο Άρχοντας Γκρέγκοριν, ο Διαχειριστής στο Ίλιαν που δούλευε για λογαριασμό του Αναγεννημένου Δράκοντα, ένας διόλου ευκαταφρόνητος τίτλος. Το Δάκρυ διέθετε τον δικό του Διαχειριστή για λογαριασμό του Αναγεννημένου Δράκοντα, τον Υψηλό Άρχοντα Ντάρλιν Σίσνερα, ο οποίος πολιορκούνταν στην Πέτρα από ευγενείς που αρνούνταν να αποδεχτούν τον Ραντ. Ήταν μια πολύ παράξενη πολιορκία. Η Πέτρα είχε δικές της αποβάθρες κι οι εχθροί του Ντάρλιν αδυνατούσαν να αποκόψουν τις προμήθειες, οπότε κάθονταν και περίμεναν να συμβεί κάτι. Ίσως, πάλι, απλώς να μην ήξεραν τι να κάνουν. Μόνο οι Αελίτες είχαν κατορθώσει να πάρουν την Πέτρα με γιουρούσι, και κανείς δεν είχε λιμοκτονήσει. Οι Γκρίζες έτρεφαν ελπίδες για το Δάκρυ.
Το κεφάλι της Εγκουέν τινάχτηκε όρθιο καθώς διάβασε τη σελίδα μέχρι το τέλος. Την άφησε κάτω βιαστικά κι έπιασε την επόμενη. Οι Γκρίζες είχαν κάποιες ελπίδες. Προφανώς, κάποια Γκρίζα αδελφή είχε αναγνωριστεί να εξέρχεται από την Πέτρα και να συναντιέται με τον Υψηλό Άρχοντα Τεντόσιαν και την Υψηλή Αρχόντισσα Εστάντα, δύο από τους επιφανέστερους πολιορκητές. «Η Μεράνα», ξεφύσησε η Εγκουέν. «Λένε ότι ήταν η Μεράνα Άμπρεϋ, Σιουάν». Ασυνείδητα, έτριψε ξανά τους κροτάφους της. Ο πόνος πίσω από τα μάτια της είχε αρχίσει να της δίνει σουβλιές.
«Μπορεί και να μας χρησιμεύσει». Η Σιουάν σηκώθηκε, διέσχισε τα κιλίμια και πήγε σε ένα μικρό τραπεζάκι, ακουμπισμένο στον υφασμάτινο τοίχο. Πάνω σ’ έναν δίσκο υπήρχαν κάμποσα παράταιρα φλιτζάνια και δύο κανάτες. Η ασημένια κανάτα περιείχε αρωματικό κρασί, ενώ η πήλινη στιλβωμένη γαλάζια τσάι. Κι οι δύο είχαν στηθεί εκεί με το πρώτο φως της αυγής, αναμένοντας την άφιξη της Άμερλιν, αλλά είχαν κρυώσει πλέον. Κανείς δεν περίμενε ότι η Εγκουέν θα πήγαινε με το άλογο στο ποτάμι. «Αρκεί ο Τεντόσιαν κι οι υπόλοιποι να μην καταλάβουν για ποιον δουλεύει η Μεράνα». Το επώμιο της Σιουάν κρεμάστηκε από τον έναν της ώμο, καθώς άγγιξε με τα δάχτυλά της την πλευρά της πήλινης κανάτας, με το φως του σαϊντάρ να την κυκλώνει φευγαλέα, έτσι όπως διαβίβασε Φωτιά για να θερμάνει το περιεχόμενό της. «Δεν πρόκειται να την εμπιστευτούν για διαπραγματεύσεις αν αντιληφθούν ότι είναι πλάσμα του Αναγεννημένου Δράκοντα». Γεμίζοντας με τσάι ένα γυαλιστερό φλιτζάνι από κασσίτερο, πρόσθεσε μια γενναία κουταλιά μέλι από το βάζο, το ανακάτεψε καλά και το πήγε στην Εγκουέν. «Αυτό το μείγμα μπορεί να σου κάνει καλό στον πονοκέφαλο. Είναι ένα είδος παρασκευάσματος από βότανα που ανακάλυψε η Τσέσα, αλλά το μέλι κόβει κάπως τη γεύση».
Η Εγκουέν ρούφηξε μια γουλιά προσεκτικά κι άφησε το φλιτζάνι ριγώντας. Αν η γεύση του ήταν τόσο αψιά με το μέλι, δεν ήθελε καν να φανταστεί πώς θα ήταν χωρίς. Ωστόσο, ίσως καταπράυνε τον πονοκέφαλο. «Πώς μπορείς και παίρνεις τόσο ψύχραιμα τα πράγματα, Σιουάν; Το ότι η Μεράνα βρίσκεται στο Δάκρυ είναι η πρώτη αληθινή απόδειξη που έχουμε. Το θέμα των Καθημένων θα το εκλάβω ως απλή σύμπτωση».
Αρχικά, είχαν ακουστεί κάποιοι ψίθυροι, μόνο από τα Άτζα ή τους κατασκόπους της Σιουάν. Υπήρχαν Άες Σεντάι στην Καιρχίν που φαίνονταν να έχουν πλήρη ελευθερία κινήσεων στο Παλάτι του Ήλιου όσο ήταν παρών ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Κατόπιν, οι ψίθυροι άρχισαν να φθίνουν και να γίνονται διστακτικοί. Οι κατάσκοποι στην Καιρχίν ήταν απρόθυμοι να μιλήσουν. Καμία δεν ήθελε να επαναλάβει όσα ανέφεραν οι πράκτορές της. Ναι, υπήρχαν Άες Σεντάι στην Καιρχίν και φαίνεται πως ακολουθούσαν τις διαταγές του Αναγεννημένου Δράκοντα. Το χειρότερο ήταν τα ονόματα που διέρρεαν. Κάποια από αυτά ανήκαν σε γυναίκες που ήταν στο Σαλιντάρ, μεταξύ των πρώτων που είχαν επαναστατήσει εναντίον της Ελάιντα, ενώ άλλες ήταν γυναίκες γνωστές για την αφοσίωσή τους στην Ελάιντα. Απ’ όσο γνώριζε η Εγκουέν, κανείς δεν είχε αναφέρει φωναχτά το ζήτημα του Πειθαναγκασμού, αλλά σίγουρα θα είχε περάσει από το μυαλό τους.
«Δεν έχει νόημα να πηγαίνεις κόντρα στον άνεμο», αποκρίθηκε η Σιουάν, παίρνοντας ξανά το σκαμνί της. Έκανε να σταυρώσει τα πόδια της, αλλά πάτησε ξανά στο χαλί μόλις το σκαμνί άρχισε να γέρνει. Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, τακτοποίησε με μια νευρική κίνηση το επώμιο στους ώμους της και προσπάθησε να ισορροπήσει ξανά από την κλίση που είχε πάρει το κάθισμά της. «Πρέπει να βρεις τρόπο να εκμεταλλευτείς την κατεύθυνση του ανέμου. Σκέψου ψύχραιμα, και θα τα καταφέρεις. Αφέσου στον θυμό και την οργή, και θα σε πάρει και θα σε σηκώσει». Μερικές φορές, η Σιουάν ακουγόταν λες κι οδηγούσε ψαροκάικο. «Θαρρώ πως μια γουλιά ακόμα θα σου κάνει καλό, Μητέρα».
Η Εγκουέν έσπρωξε το φλιτζάνι λίγο πιο πέρα κάνοντας μια γκριμάτσα. Η γεύση που άφησε το περιεχόμενό του στον ουρανίσκο της ήταν, το λιγότερο, εξίσου άσχημη με τον πονοκέφαλο. «Σιουάν, αν έχεις βρει κάποια λύση, καλό θα είναι να μου την αναφέρεις. Ούτε που θέλω να σκέφτομαι πως μπορούμε να εκμεταλλευτούμε το ότι ίσως ο Ραντ έχει Πειθαναγκάσει αδελφές. Αρνούμαι να διανοηθώ ένα τέτοιο ενδεχόμενο». Αρνιόταν εξίσου να διανοηθεί την πιθανότητα να γνώριζε ο Ραντ μια τόσο αποκρουστική ύφανση και να την είχε εφαρμόσει πάνω σε κάποιον. Την ήξερε κι η ίδια καλά —ακόμα ένα δωράκι της Μογκέντιεν— και πολύ θα ήθελε να την ξεχάσει.
«Σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι τόσο θέμα εκμετάλλευσης, όσο θέμα των πιθανών αποτελεσμάτων της. Θα πρέπει να μάθει να τη χειρίζεται, ίσως μάλιστα πάρει και κάποιο μαθηματάκι, αλλά σίγουρα δεν θα ήθελες να δεις τις αδελφές να τον κυνηγάνε, κι αυτές τις ιστορίες από την Καιρχίν να κινούν την προσοχή των πάντων». Η φωνή της Σιουάν ήταν αρκετά ήρεμη, αλλά οι κινήσεις που έκανε νευρικές, πράγμα που υποδήλωνε ότι είχε αναστατωθεί. Άλλωστε, καμία Άες Σεντάι δεν θα μπορούσε να μιλήσει υπερβολικά ήρεμα για το συγκεκριμένο θέμα. «Ταυτόχρονα, αν το σκεφτεί κανείς ψύχραιμα, θα καταλάβει ότι αυτές οι ιστορίες σχετικά με την υποταγή του στην Ελάιντα είναι ανοησίες. Ίσως η Ελάιντα έστειλε αδελφές να τον παρακολουθούν, αλλά αδελφές που επιθυμούν την εκθρόνιση της Ελάιντα, δύσκολα θα γίνονταν αποδεκτές. Μόλις γίνει αντιληπτό κάτι τέτοιο, θα ενισχυθεί η άποψη κάποιων που λένε ότι η Ελάιντα ίσως τον χειραγωγεί. Ένας λόγος λιγότερος για να παραδοθεί κάποιος σ’ αυτή τη γυναίκα».
«Κι η Κάντσουεϊν;» ρώτησε η Εγκουέν. Απ’ όλα τα ονόματα που ξεπήδησαν από την Καιρχίν, το συγκεκριμένο προκαλούσε ρίγη μεταξύ των αδελφών. Η Κάντσουεϊν Μελάιντριν ήταν ένας θρύλος, τόσο με κακές, όσο και με καλές εκδοχές. Κάποιες αδελφές ήταν σίγουρες ότι επρόκειτο περί λάθους. Η Κάντσουεϊν θα έπρεπε να είναι νεκρή πια, κάτι που μερικές εύχονταν ολόψυχα. «Είσαι σίγουρη πως παρέμεινε στην Καιρχίν ύστερα από την εξαφάνιση του Ραντ;»
«Μόλις κατάλαβα ότι γινόταν λόγος γύρω από το όνομά της, φρόντισα να βάλω τους ανθρώπους μου να την έχουν από κοντά», είπε η Σιουάν. Δεν ακουγόταν διόλου ήρεμη πια. «Δεν ξέρω αν είναι όντως Σκοτεινόφιλη, απλώς το υποπτεύομαι, αλλά σε διαβεβαιώνω ότι βρισκόταν στο Παλάτι του Ήλιου μια βδομάδα μετά την εξαφάνισή του».
Η Εγκουέν έκλεισε ερμητικά τα μάτια της και πίεσε τις παλάμες πάνω στα βλέφαρά της, κάτι που δεν φάνηκε όμως να επηρεάζει και τόσο τις μονότονες βελονιές που ένιωθε μέσα στο κεφάλι της. Ίσως ο Ραντ έκανε παρέα με κάποια Μαύρη αδελφή. Ίσως, πάλι, είχε χρησιμοποιήσει τον Πειθαναγκασμό σε κάποια Άες Σεντάι, κάτι εξαιρετικά κακό για οποιονδήποτε, αλλά ακόμη χειρότερο και πιο δυσοίωνο για τις Άες Σεντάι. Αυτό που τολμούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον μιας Άες Σεντάι ήταν δέκα —ίσως κι εκατό— φορές πιθανότερο να χρησιμοποιηθεί εναντίον κάποιου που δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Έπρεπε να βρουν τρόπο να τον αντιμετωπίσουν. Η Εγκουέν είχε μεγαλώσει μαζί με τον Ραντ, αλλά δεν επέτρεπε στον εαυτό της να επηρεάζεται από αυτό. Αυτός ο άνθρωπος ήταν, πλέον, ο Αναγεννημένος Δράκοντας, η ελπίδα του κόσμου και, ταυτόχρονα, ίσως η μεγαλύτερη απειλή του. Ίσως; Οι Σωντσάν δεν θα μπορούσαν να κάνουν τόση ζημιά όση ο Αναγεννημένος Δράκοντας από μόνος του. Κι η Εγκουέν σκόπευε να εκμεταλλευτεί την πιθανότητα αυτός ο άντρας να είχε Πειθαναγκάσει αδελφές. Πράγματι, η Έδρα της Άμερλιν ήταν μια εντελώς διαφορετική γυναίκα από εκείνη τη θυγατέρα του πανδοχέα.
Στραβοκοιτάζοντας την κασσιτέρινη κούπα με το κατ’ ευφημισμόν τσάι, την πήρε στα χέρια της και πιέστηκε να πιει μονορούφι το αηδιαστικό υγρό, φτύνοντας και βήχοντας μέχρι να το καταπιεί όλο. Αν μη τι άλλο, ίσως η άσχημη γεύση να της αποσπούσε την προσοχή από τον πονοκέφαλο.
Καθώς απίθωνε την κούπα, με τον χαρακτηριστικό, κοφτό και μεταλλικό ήχο του μετάλλου πάνω στο ξύλο, η Ανάγια εμφανίστηκε στο εσωτερικό της σκηνής, μουτρωμένη και τόσο συνοφρυωμένη, ώστε είχαν σχηματιστεί ζάρες στο πρόσωπό της.
«Η Ακαρίν κι οι υπόλοιπες επέστρεψαν, Μητέρα», είπε. «Η Μόρια μού είπε να σε πληροφορήσω ότι έχει καλέσει την Αίθουσα σε ακρόαση των αναφορών τους».
«Επέστρεψαν, επίσης, η Εσκαράλντε με τη Μάλιντ», ανακοίνωσε η Μόρβριν, στο κατόπι της Ανάγια, παρέα με τη Μυρέλ. Η Πράσινη αδελφή φάνταζε σαν προσωποποίηση μιας ηρεμίας έτοιμης να ξεσπάσει, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, με το ελαιόχρωμο πρόσωπό της γαλήνιο και τα μάτια της σαν μαύρα κάρβουνα, αλλά ήταν τέτοια η κατήφεια της Μόρβριν που, συγκριτικά, η Ανάγια έμοιαζε ευχαριστημένη. «Στέλνουν μαθητευόμενες κι Αποδεχθείσες να βρουν επειγόντως τις Καθήμενες», είπε η Καφετιά. «Δεν έχουμε ιδέα τι ακριβώς ανακάλυψε η Ακαρίν, αλλά νομίζω πως η Εσκαράλντε κι οι άλλες θα το χρησιμοποιήσουν για να υποκινήσουν την Αίθουσα προς κάποιον συγκεκριμένο στόχο».
Ατενίζοντας τα σκούρα κατακάθια, που επέπλεαν με τη μορφή μικρών σταγόνων στον πάτο της κούπας, η Εγκουέν αναστέναξε. Έπρεπε απαραίτητα να παραστεί, κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα αντιμετώπιζε τις Καθήμενες με πονοκέφαλο κι έχοντας αυτή την απαίσια γεύση στο στόμα της. Ίσως θα μπορούσε να τη θεωρήσει τιμωρία γι’ αυτό που επρόκειτο να κάνει στην Αίθουσα.