Το κοσκίνισμα έλαβε χώρα στη χιονοσκέπαστη ανατολική όχθη του ποταμού, σ’ ένα σημείο όπου δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο για τον λυσσασμένο βοριά. Άντρες και γυναίκες της πόλης μετέφεραν σακιά μέσω των γεφυρών σε τέθριππα, σε καρότσες του ενός αλόγου, ακόμα και σε χειράμαξες. Συνήθως, οι αγοραστές έφερναν τις δικές τους άμαξες στις αποθήκες ή, στη χειρότερη περίπτωση, το σιτάρι και τα αποξηραμένα φασόλια έπρεπε να κουβαληθούν έως τις αποβάθρες, αλλά ο Πέριν δεν σκόπευε να στείλει στο Σο Χάμπορ τους αμαξηλάτες του ή οποιονδήποτε άλλον. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που δεν πήγαινε καλά σε τούτη την πόλη, ίσως ήταν μεταδοτικό. Ούτως ή άλλως, οι αμαξηλάτες ήταν ήδη ανήσυχοι και κοιτούσαν συνοφρυωμένοι τους λερούς κατοίκους, οι οποίοι δεν μιλούσαν ποτέ, αλλά γελούσαν νευρικά όποτε τύχαινε να τους κοιτάξουν κατάματα. Οι έμποροι με τα λιγδωμένα πρόσωπα, που επέβλεπαν τις εργασίες, δεν ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Στην πατρίδα των αμαξηλατών, την Καιρχίν, οι έμποροι ήταν καθαροί και σεβάσμιοι άνθρωποι, φαινομενικά αν μη τι άλλο, που σπάνια αναπηδούσαν τρομαγμένοι επειδή κάποιος είχε κινηθεί στην περιφέρεια του οπτικού τους πεδίου. Επομένως, δεν ήταν παράξενο που οι αμαξηλάτες ένιωθαν νευρικότητα όταν, από τη μία, είχαν τους εμπόρους που κοιτούσαν καχύποπτα όποιον δεν γνώριζαν κι, από την άλλη, τους κατοίκους της πόλης που έσερναν τα βήματά τους καθώς διέσχιζαν τις γέφυρες κι έμοιαζαν απρόθυμοι να επιστρέψουν στο εσωτερικό των τειχών. Επομένως, το μόνο που τους έμενε ήταν να σχηματίσουν μικρές ομάδες, άντρες και γυναίκες με κατάχλωμο δέρμα και σκούρα ρούχα, που άδραχναν τις λαβές των μαχαιριών στις ζώνες τους κι ατένιζαν τους ψηλότερους ντόπιους σαν να ήταν τρελαμένοι φονιάδες.
Ο Πέριν προχωρούσε έφιππος με αργό βηματισμό, παρακολουθώντας το κοσκίνισμα κι εξετάζοντας τις σειρές των αμαξών που περίμεναν να φορτωθούν, κι εκτείνονταν πέρα από το ύψωμα και το οπτικό του πεδίο, όπως επίσης και τα τέθριππα, τις καρότσες και τις χειράμαξες της πόλης, που κυλούσαν αργά πάνω στις γέφυρες. Βεβαιώθηκε πως φαινόταν από παντού. Δεν ήταν σίγουρος γιατί οι άλλοι ένιωθαν ήσυχοι βλέποντάς τον να προσποιείται τον αδιάφορο, αλλά αυτό συνέβαινε. Πάλι καλά που δεν το είχε βάλει κανείς στα πόδια, αν κι όλοι εξακολουθούσαν να λοξοκοιτάζουν καχύποπτα τους κατοίκους του Σο Χάμπορ. Ωστόσο, κρατούσαν αποστάσεις, και καλά έκαναν. Αν τους καρφωνόταν η ιδέα ότι μερικοί από δαύτους μπορεί να μην έφευγαν ζωντανοί από το Σο Χάμπορ, οι μισοί θα τσιγκλούσαν τα άλογά τους, αναγκάζοντάς τα να πάρουν στροφή επί τόπου, κι όπου φύγει, φύγει. Από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι δεν θα περίμεναν καν να πέσει η νύχτα, με τον ερχομό της οποίας οι σχετικές ιστορίες θα ήταν ικανές να τους τρελάνουν για τα καλά. Ο ισχνός ήλιος, κρυμμένος σχεδόν από την γκρίζα συννεφιά, είχε να διανύσει άλλον τόσο δρόμο στον ουρανό μέχρι να φτάσει στο ζενίθ, αλλά γινόταν όλο και πιο προφανές ότι θα χρειαζόταν να παραμείνουν εκεί και κατά τη διάρκεια της νύχτας, ίσως και παραπάνω. Το σαγόνι του σφίχτηκε από την προσπάθεια να σταματήσει τον τριγμό των δοντιών του, ενώ ακόμα κι ο Νιλντ άρχισε να αποφεύγει τα κατσουφιάσματά του. Δεν είχε όρεξη ν’ αρπαχτεί με κανέναν.
Το κοσκίνισμα ήταν κοπιαστική διαδικασία. Κάθε σάκος έπρεπε να ανοιχτεί και να εκκενωθεί σε μεγάλα επίπεδα ψάθινα καλάθια, ενώ ήταν απαραίτητη η βοήθεια δύο αντρών για να αδειάσουν τα σιτηρά ή τα φασόλια. Ο ψυχρός άνεμος παρέσυρε μακριά τις σιταρόψειρες, κάνοντάς τες να μοιάζουν με χαλάζι από μαύρα στίγματα, ενώ οι άντρες κι οι γυναίκες που είχαν εφοδιαστεί με πλεχτές αμφιδέξιες βεντάλιες πρόσθεταν κάτι στις ριπές του αέρα. Ένα γοργό ρεύμα παρέσυρε οτιδήποτε έπεφτε στο ποτάμι, αλλά σύντομα το χιόνι στις όχθες πατήθηκε κι έγινε ένας γκρίζος πολτός στρωμένος με έντομα, άλλα ήδη ψόφια κι άλλα έτοιμα να ψοφήσουν από την παγωνιά, και με μια πλούσια επικάλυψη από κόκκους βρώμης και κριθαριού, διάστικτη από κόκκινα φασόλια. Πάντα υπήρχε μια καινούργια στρώση χιονιού να αντικαταστήσει εκείνη που τα πολυάριθμα πόδια είχαν μετατρέψει σε πολτό. Εντούτοις, ό,τι απέμενε στα καλάθια έμοιαζε καθαρό, αν κι αποδεικνυόταν το αντίθετο όταν χυνόταν εκ νέου στα χοντροκομμένα σακίδια από γιούτα, τα οποία αναποδογυρίζονταν, για να χτυπηθούν αλύπητα στη βάση τους από τα ραβδιά που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για να διώξουν τα ζωύφια. Οι σάκοι που ξαναγεμίζονταν δένονταν σφιχτά και τοποθετούνταν στις Καιρχινές άμαξες, αλλά οι στοίβες των άδειων σάκων αυξάνονταν με ανησυχητική συχνότητα.
Ο Πέριν είχε γείρει πάνω στο μπροστάρι της σέλας του Αναχαιτιστή, πασχίζοντας να υπολογίσει αν θα χρειάζονταν δύο πλήρη φορτία από τις αποθήκες για να γεμίσουν μία από τις δικές του άμαξες με σιτηρά, όταν η Μπερελαίν έφερε τη λευκή της φοράδα πλάι του κρατώντας σφιχτά στο κορμί της με το ένα γαντοφορεμένο χέρι τον πορφυρό της μανδύα για να προστατεύεται από τον αγέρα. Η Ανούρα προχώρησε λίγα βήματα παραπέρα, με το αγέραστο πρόσωπό της γαλήνιο και με έκφραση ανεξιχνίαστη. Θα ’λεγε κανείς ότι η Άες Σεντάι τούς επέτρεπε να απομονωθούν, από την άλλη όμως βρισκόταν αρκετά κοντά για να ακούσει οτιδήποτε ήταν κάτι παραπάνω από ψίθυρος, χωρίς να χρειάζεται καν να χρησιμοποιήσει κάποιο κόλπο της Δύναμης. Άσχετα, πάντως, από το γαλήνιο πρόσωπό της, η γαμψή της μύτη την έκανε να μοιάζει με αρπακτικό, ενώ οι χαντρένιες πλεξούδες της έμοιαζαν σαν χαμηλωμένο λοφίο κάποιου αλλόκοτου αετού.
«Δεν μπορείς να σώσεις τους πάντες», είπε ήρεμα η Μπερελαίν. Μακριά από την μπόχα της πόλης, η μυρωδιά της απέπνεε πιεστικότητα, ενώ ήταν έκδηλη η χροιά του θυμού. «Μερικές φορές, πρέπει να διαλέγεις. Το Σο Χάμπορ ανήκει στα καθήκοντα του Αφέντη Κάουλιν, ο οποίος δεν έχει κανένα δικαίωμα να εγκαταλείπει τους ανθρώπους του». Άρα, δεν ήταν θυμωμένη με αυτόν.
Ο Πέριν συνοφρυώθηκε. Μήπως η Μπερελαίν νόμιζε πως ένιωθε ένοχος; Συγκριτικά με το ζήτημα ζωής και θανάτου της Φάιλε, τα προβλήματα του Σο Χάμπορ δεν ήταν σχεδόν τίποτα. Ωστόσο, έστρεψε το καστανοκόκκινο ζώο του έτσι που να αντικρίζει τα γκρίζα τείχη της πόλης, στην άλλη μεριά του ποταμού, κι όχι τα παιδιά με τα βαθουλωμένα μάτια, τα οποία στοίβαζαν τους άδειους σάκους. Ο άνθρωπος κάνει πάντα ό,τι μπορεί, αλλά κι ό,τι επιβάλλεται να κάνει. «Μήπως η Ανούρα έχει κάποια άποψη για το τι ακριβώς συμβαίνει εδώ;» γρύλισε. Δεν μίλησε πολύ δυνατά, αλλά με κάποιον τρόπο δεν αμφέβαλλε ότι η Άες Σεντάι τον είχε ακούσει.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι σκέφτεται η Ανούρα», αποκρίθηκε η Μπερελαίν, καταβάλλοντας προσπάθεια να μιλήσει σιγανά. Όχι μόνο δεν νοιαζόταν αν κρυφάκουγε κανείς, αλλά ήθελε να ακουστεί. «Δεν είναι πια τόσο κοινωνική όσο κάποτε, ή τουλάχιστον όσο νόμιζα ότι είναι. Στο χέρι της είναι να ξαναβρεί τον εαυτό της». Δίχως να ρίξει ματιά προς την κατεύθυνση της Άες Σεντάι, η Μπερελαίν γύρισε κι απομακρύνθηκε.
Η Ανούρα παρέμεινε πίσω, με τα μάτια της να βλεφαρίζουν καθώς κοιτούσαν τον Πέριν. «Μπορεί να είσαι τα’βίρεν, αλλά δεν παύεις ν’ αποτελείς ένα νήμα του Σχήματος, όπως κι εγώ. Σε τελική ανάλυση, ακόμα κι ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν είναι παρά ένα νήμα για γνέσιμο στο Σχήμα. Ένα νήμα που, έστω κι αν είναι τα’βίρεν, δεν διαλέγει τον τρόπο με τον οποίο θα υφανθεί».
«Τα νήματα αυτά είναι άνθρωποι», απάντησε ο Πέριν κουρασμένα. «Μερικές φορές, ίσως ο κόσμος δεν θέλει να υφανθεί στο Σχήμα χωρίς τη θέλησή του».
«Και πιστεύεις πως έχει καμιά διαφορά;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, η γυναίκα τράβηξε τα γκέμια και σπιρούνισε την καφετιά φοράδα της με τους όμορφους αστραγάλους, για να ακολουθήσει καλπάζοντας την Μπερελαίν, ενώ ο μανδύας ανέμιζε πίσω της.
Δεν ήταν η μόνη Άες Σεντάι που ήθελε κουβεντούλα με τον Πέριν.
«Όχι», είπε ο Πέριν με σταθερή φωνή στη Σέονιντ αφού την άκουσε, χτυπώντας φιλικά τον λαιμό του Αναχαιτιστή. Ωστόσο, ήταν ο αναβάτης εκείνος που είχε ανάγκη από καλόπιασμα. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί το γρηγορότερο μακριά από το Σο Χάμπορ. «Είπα όχι και το εννοώ».
Η γυναίκα παρέμεινε ακίνητη στη σέλα της, μια χλωμή μικροκαμωμένη φιγούρα, που έμοιαζε σκαλισμένη σε πάγο, μ’ εξαίρεση τα μάτια της που ήταν μαύρα, πυρωμένα κάρβουνα, αναδίδοντας μια δυσωδία θιγμένης οργής, την οποία ελάχιστα μπορούσε να ελέγξει. Η Σέονιντ ήταν μετριοπαθής και τα πήγαινε πολύ καλά με τις Σοφές, αλλά ο Πέριν δεν ήταν Σοφή. Πίσω της, το πρόσωπο του Αλχάρα φάνταζε πέτρινο κι οι γκρίζες λωρίδες στα κατσαρά μαύρα μαλλιά του έμοιαζαν με πάχνη. Το πρόσωπο του Γουάιντερ είχε κοκκινίσει πάνω από τα γυριστά του μουστάκια. Εκείνοι ήταν υποχρεωμένοι να αποδέχονται όσα διαμείβονταν μεταξύ των Άες Σεντάι τους και των Σοφών, αλλά ο Πέριν δεν ήταν... Ο αγέρας μαστίγωσε τους μανδύες των Προμάχων, αφήνοντας τα χέρια τους ελεύθερα να αδράξουν τα ξίφη αν χρειαζόταν. Κυματίζοντας στον άνεμο, οι μανδύες κινούνταν σε αποχρώσεις του γκρίζου και του καφετιού, του μπλε και του άσπρου, κάτι που ήταν πιο φυσικό για τις αισθήσεις από το να δίνουν την εντύπωση ότι εξαφανίζουν μέρη του ανθρώπινου σώματος. Πολύ πιο φυσικό.
«Εν ανάγκη, θα στείλω την Εντάρα να σε φέρει πίσω», είπε ο Πέριν προειδοποιητικά.
Το πρόσωπό της παρέμεινε ψυχρό κι η ματιά της φλογερή, αν και φάνηκε να τη διαπερνά ένα ρίγος, κάνοντας το μικρό λευκό κόσμημα στο μέτωπό της να τρεμουλιάσει. Δεν έφταιγε ο φόβος τού τι θα της έκαναν οι Σοφές αν αναγκαζόταν να επιστρέψει, αλλά η προσβολή εκ μέρους του Πέριν, που εξερέθισε τόσο πολύ την οσμή της. Ο Πέριν είχε συνηθίσει πια να προσβάλλει τις Άες Σεντάι, κάτι που δύσκολα γινόταν συνήθειο για έναν συνετό άντρα, αλλά που εξίσου δύσκολα το απέφευγε κανείς.
«Κι εσύ τι θα κάνεις;» ρώτησε τη Μασούρι. «Μήπως θες κι εσύ να παραμείνεις στο Σο Χάμπορ;»
Η λυγερόκορμη γυναίκα ήταν πασίγνωστη για την ευθύτητά της, δίνοντας την εντύπωση Πράσινης, παρ’ ότι Καφετιά, αλλά είπε ήρεμα: «Θα στείλεις την Εντάρα να κυνηγήσει κι εμένα; Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να υπηρετεί κανείς, και δεν μπορούμε να διαλέγουμε πάντα αυτούς που θα θέλαμε». Κι όμως, η άποψή της ήταν εύστοχη κατά κάποιον τρόπο. Ο Πέριν εξακολουθούσε να μην γνωρίζει για ποιο λόγο η γυναίκα είχε επισκεφθεί στα κρυφά τον Μασέμα. Μήπως υποψιαζόταν πως ήξερε κάποια πράγματα; Το πρόσωπο της Μασούρι ήταν μια μάσκα μυστηρίου. Ο Κίρκλιν είχε πάρει μια βαριεστημένη έκφραση, τώρα που είχαν βγει από το Σο Χάμπορ. Είχε καταφέρει να φαίνεται ανέμελος, έτσι όπως καθόταν ευθυτενής πάνω στο άλογά του, χωρίς να τον απασχολεί τίποτα και με το μυαλό του άδειο από σκέψεις. Όποιος όμως πίστευε κάτι τέτοιο για τον Κίρκλιν, μάλλον ανήκε στην κατηγορία εκείνων που αγοράζουν γουρούνι στο σακί.
Οι κάτοικοι εξακολουθούσαν να δουλεύουν μηχανικά, καθώς ο ήλιος ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στον ουρανό, σαν κάποιους που προτιμούν να ασχολούνται με τη δουλειά τους επειδή φοβούνται τις μνήμες που θα τους κατακλύσουν μόλις σταματήσουν. Ο Πέριν θεώρησε πως το Σο Χάμπορ τον έκανε να φαντάζεται πράγματα. Ωστόσο, πίστευε ότι είχε δίκιο. Ο αέρας πέρα από τα τείχη φάνταζε ακόμα θολός, λες κι ένα σκιερό νέφος είχε εγκατασταθεί πάνω από την πόλη.
Το μεσημέρι, οι αμαξηλάτες καθάρισαν κάποιες περιοχές από το χιόνι στην πλαγιά που υψωνόταν από το ποτάμι, για να φτιάξουν μικρές εστίες φωτιάς και να βράσουν αραιωμένο τσάι από φύλλα που είχαν ήδη βραστεί τρεις, ίσως και τέσσερις, φορές. Στην πόλη δεν υπήρχε τσάι και μερικοί από τους αμαξηλάτες κοιτούσαν τις γέφυρες σαν να σκέφτονταν μήπως θα ήταν καλύτερα να μπουν στην πόλη για να βρουν κάτι να φάνε. Ωστόσο, μια ματιά στους λιγδιασμένους κατοίκους που ασχολούνταν με τα καλάθια του κοσκινίσματος ήταν αρκετή για να τους κάνει να επιστρέψουν στη δουλειά τους, στο να προσπαθούν δηλαδή να ξετρυπώσουν τους μικρούς σάκους με το αλεύρι της βρώμης και τα βελανίδια. Αν μη τι άλλο, ήξεραν ότι το συγκεκριμένο μείγμα ήταν καθαρό. Κάποιοι κοιτούσαν τους σάκους που είχαν ήδη φορτωθεί στις άμαξες, αλλά τα φασόλια έπρεπε να μουλιάσουν και τα σιτηρά να περάσουν από τους μεγάλους χειρόμυλους που είχαν αφήσει στον καταυλισμό, κι αυτό αφού οι μάγειροι κατάφερναν να αφαιρέσουν όσο το δυνατόν περισσότερες σιταρόψειρες, έτσι ώστε να μην πάθουν στομαχικά οι άντρες που θα τα κατανάλωναν.
Ο Πέριν δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη, ούτε για να φάει καθαρό ψωμί, αλλά έπινε αυτό το υγρό που έδινε την εντύπωση τσαγιού από μια στραπατσαρισμένη τσίγκινη κούπα όταν ο Λάτιαν τον βρήκε. Ο Καιρχινός δεν ερχόταν γι’ αυτόν προσωπικά. Ο κοντός άντρας με το ραβδωτό σκούρο πανωφόρι πέρασε αργά δίπλα από τη μικρή φωτιά όπου στεκόταν ο Πέριν, και κατόπιν ανηφόρισε την πλαγιά συνοφρυωμένος. Ξεπεζεύοντας, ο Λάτιαν ανασήκωσε το μπροστινό πόδι του μουνουχιού του και το κοίταξε βλοσυρός. Φυσικά, έριξε μια-δυο ματιές, για να δει αν ο Πέριν ερχόταν προς το μέρος του.
Αφήνοντας έναν αναστεναγμό, ο Πέριν επέστρεψε τη βαθουλωτή κούπα στην ογκώδη και μικροκαμωμένη γυναίκα από την οποία την είχε δανειστεί, μια γκριζομάλλα αμαξηλάτισσα που άπλωσε τη σκούρα της φούστα σε υπόκλιση. Η γυναίκα μειδίασε κατόπιν, κουνώντας το κεφάλι της προς τη μεριά του Λάτιαν. Το πιθανότερο ήταν ότι μπορούσε να κάνει κάτι στα κρυφά δέκα φορές καλύτερα από εκείνον. Ο Νιλντ, καθισμένος οκλαδόν πλάι στη φωτιά, με τις παλάμες του τυλιγμένες γύρω από μια άλλη τσίγκινη κούπα, άρχισε να γελάει τόσο δυνατά, που αναγκάστηκε να σκουπίσει ένα δάκρυ από τα μάτια του. Ίσως είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Μα το Φως, αυτό το μέρος ενέπνεε έναν άντρα να κάνει φαιδρές σκέψεις.
Ο Λάτιαν κορδώθηκε αρκετά, για να κάνει μια υπόκλιση στον Πέριν και να πει «Σε βλέπω, Άρχοντά μου», κι ύστερα έσκυψε ξανά, για να πιάσει και πάλι το μπροστινό πόδι του αλόγου σαν ηλίθιος. Δεν αρπάζεις με αυτόν τον τρόπο το πόδι ενός αλόγου, εκτός αν θες να σε κλωτσήσει. Από την άλλη, τι άλλο να περίμενε ο Πέριν εκτός από ηλιθιότητα; Κατ’ αρχάς, ο Λάτιαν το έπαιζε Αελίτης, με τα μακριά μαλλιά, που του έφταναν έως τους ώμους, δεμένα σε ουρά στον σβέρκο του, σε μια δειλή απομίμηση του πώς τα έκοβαν οι Αελίτες, και τώρα το έπαιζε κατάσκοπος. Ο Πέριν ακούμπησε το χέρι του στον λαιμό του ζώου, για να το καλοπιάσει έπειτα από όσα είχε τραβήξει, και πήρε μια έκφραση ενδιαφέροντος καθώς έριξε μια ματιά στην οπλή, η οποία δεν είχε απολύτως τίποτα εκτός από μια αμυχή στο πέταλο, όπου το σίδερο ίσως έσπαγε σε λίγες μέρες αν δεν το αντικαθιστούσαν. Οι παλάμες του τον γαργαλούσαν από τη λαχτάρα να πιάσει στα χέρια του τα εργαλεία του πεταλωτή. Ήταν σαν να είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που είχε αλλάξει πέταλα ή που είχε δουλέψει το αμόνι.
«Ο Άρχοντας Μπάλγουερ έχει νέα για σένα, Αρχοντά μου», είπε μαλακά ο Λάτιαν, με το κεφάλι κατεβασμένο. «Ο φίλος του ταξιδεύει για να πουλήσει την πραμάτεια του, αλλά τον περιμένουν πίσω αύριο ή μεθαύριο. Μου είπε να σε ρωτήσω αν υπάρχει πρόβλημα να σε συναντήσουμε τότε». Κοιτώντας κάτω από την κοιλιά του αλόγου, προς το μέρος των κατοίκων που κοσκίνιζαν το σιτάρι κοντά στο ποτάμι, πρόσθεσε: «Αν και μου φαίνεται πως δεν θα έχεις ξεμπλέξει πιο νωρίς».
Ο Πέριν κοιτούσε κατηφής τη διαδικασία του κοσκινίσματος. Κοιτούσε κατηφής τις σειρές των αμαξών που περίμεναν να φορτωθούν, και τη μισή ντουζίνα —ή περίπου— από όσες είχαν ήδη δεμένα κι καλύμματά τους από καναβάτσο. Μία από αυτές μετέφερε κι πρώτα δέρματα, που ήταν κατάλληλα για επιδιορθώσεις ενδυμάτων, όπως επίσης και κεριά και διάφορα άλλα παρόμοια πράγματα, όχι όμως λάδι. Το λάδι των φανών που χρησιμοποιούσαν στο Σο Χάμπορ μύριζε ταγκίλα, σαν να είχε μαγειρευχεί. Κι αν ο Γκαούλ κι οι Κόρες είχαν νέα από τη Φάιλε; Αν την είχαν δει; Θα έδινε πολλά για να μιλήσει με κάποιον που την είχε δει και θα του έλεγε ότι ήταν καλά στην υγεία της. Κι αν οι Σάιντο αποφάσιζαν ξαφνικά να μετακινηθούν; «Πες στον Μπάλγουερ να μην περιμένει τόσο», γρύλισε. «Όσο για μένα, θα έχω φύγει μέσα στην επόμενη ώρα».
Πάντα τηρούσε τον λόγο του. Οι περισσότερες καρότσες κι οι αμαξηλάτες θα έπρεπε να μείνουν πίσω και να διανύσουν μόνοι τους την απόσταση της μίας μέρας μέχρι τον καταυλισμό, με τον Κιρέγιν και τους στρατιώτες του με τις πράσινες περικεφαλαίες να τους φρουρούν και με ρητές διαταγές να μη διασχίσει κανείς τις γέφυρες. Με ψυχρό βλέμμα και δίνοντας την εντύπωση πως έχει επανέλθει εντελώς από την κατάρρευση, ο Γκεαλντανός τον διαβεβαίωσε ότι ήταν πανέτοιμος. Το πιθανότερο ήταν πως, ασχέτως διαταγών, θα επέστρεφε στο Σο Χάμπορ, μόνο και μόνο για να πείσει τον εαυτό του ότι δεν φοβόταν. Ο Πέριν δεν έχασε χρόνο να τον μεταπείσει. Αν μη τι άλλο, έπρεπε οπωσδήποτε να βρουν τη Σέονιντ. Η γυναίκα δεν κρυβόταν ακριβώς, αλλά είχε πληροφορηθεί την αναχώρησή του κι, αφήνοντας πίσω τους Προμάχους να φυλάνε το άλογά της, άρχισε να προχωράει πεζή, πασχίζοντας να έχει τις άμαξες ανάμεσα στην ίδια και στον Πέριν. Βέβαια, η χλώμή Άες Σεντάι δεν κατάφερνε να κρύψει την οσμή της, αλλά ακόμα κι αν το έκανε, δεν ήξερε κατά πόσον ήταν απαραίτητο. Έμεινε εμβρόντητη όταν ο Πέριν την εντόπισε γρήγορα, κι αισθάνθηκε αγανακτισμένη όταν την ανάγκασε να ανέβει στο άλογά της, μπροστά από τον Αναχαιτιστή. Ακόμα κι έτσι όμως, είχε αρκετή ώρα μπροστά του για να απομακρυνθεί από το Σο Χάμπορ, με τους Φτερωτούς Φρουρούς να σχηματίζουν έναν κύκλο από κόκκινες πανοπλίες γύρω από την Μπερελαίν, τους άντρες των Δύο Ποταμών να κυκλώνουν τις οκτώ φορτωμένες άμαξες που προχωρούσαν τσουλώντας πίσω από τα τρία εναπομείναντα λάβαρα, και τον Νιλντ να μειδιά, προσπαθώντας να πιάσει συζήτηση με την Άες Σεντάι. Ο Πέριν δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει στην περίπτωση που ο άντρας πράγματι τρελαινόταν. Μόλις το ύψωμα έκρυψε το Σο Χάμπορ πίσω τους, αισθάνθηκε να χαλαρώνει, παρ’ ότι δεν είχε πάρει είδηση πόσο σφιγμένοι ήταν οι ώμοι του όλη αυτή την ώρα. Έτσι, έμεναν δέκα ακόμα, κι αισθάνθηκε έναν κόμπο ανυπομονησίας στο στομάχι του, κάτι που δεν κατάφερνε να καταπραΰνει ούτε καν η συμπαράσταση εκ μέρους της Μπερελαίν.
Η πύλη του Νιλντ τούς οδήγησε από τη χιονοσκέπαστη έκταση στο μικρό ξέφωτο των περιοχών του Ταξιδέματος, ανάμεσα στα πυργωτά δέντρα, τέσσερις λεύγες με μια δρασκελιά, αλλά ο Πέριν δεν περίμενε καν να περάσουν οι άμαξες. Είχε την εντύπωση πως η Μπερελαίν ακουγόταν κάπως εκνευρισμένη, μόλις σπιρούνισε τον Αναχαιτιστή για να προχωρήσει γρηγορότερα με κατεύθυνση τον καταυλισμό. Το πιθανότερο όμως ήταν ότι επρόκειτο για κάποια Λες Σεντάι κι όχι για την Μπερελαίν.
Υπήρχε μια αίσθηση αταραξίας καθώς βάδιζε ανάμεσα στις σκηνές των αντρών των Δύο Ποταμών και τις καλύβες. Ο ήλιος κόντευε να φτάσει στο ζενίθ του στον γκρίζο ουρανό, αλλά δεν υπήρχαν πολλά τσουκάλια στις φωτιές, ενώ ήταν ελάχιστοι οι άντρες που είχαν μαζευτεί γύρω τους, βαστώντας τους μανδύες σφιχτά γύρω από τα κορμιά τους κι ατενίζοντας προσηλωμένοι τις φλόγες. Μια χούφτα από δαύτους κάθονταν πάνω στα τραχιά σκαμνιά που μόνο ο Μπαν Κρω ήξερε να φτιάχνει. Οι υπόλοιποι παρέμεναν όρθιοι ή κάθονταν οκλαδόν. Κανείς τους δεν κοιτούσε ψηλά και κανείς δεν φάνηκε πρόθυμος να πάρει το άλογά του. Συνειδητοποίησε ότι η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, όχι ατάραχη. Η οσμή τού θύμιζε τη χορδή ενός τόξου, τεντωμένη τόσο, που λίγο ακόμα και θα έσπαγε. Την άκουγε να τρίζει σχεδόν.
Καθώς ξεπέζευε μπροστά από τη σκηνή με τις κόκκινες ρίγες, ο Ντάνιλ εμφανίστηκε από την κατεύθυνση των χαμηλών Αελίτικων σκηνών βαδίζοντας με γοργό βήμα. Η Σούλιν κι η Εντάρα, μία από τις Σοφές, τον ακολουθούσαν κατά πόδας χωρίς να ζορίζονται, παρ’ όλο που καμιά τους δεν έμοιαζε να βιάζεται υπερβολικά. Το πρόσωπο της Σούλιν ήταν μια ηλιοκαμένη μάσκα από δέρμα, ενώ της Εντάρα αντικατόπτριζε ηρεμία, αν και διακρινόταν ελάχιστα μέσα από τη σκούρα εσάρπα που ήταν τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι της. Παρά την ογκώδη φούστα της, ο θόρυβος που έκανε ήταν λιγότερος κι από της ασπρομάλλας Κόρης, ένα αδιόρατο κουδούνισμα που προερχόταν από τα χρυσά και φιλντισένια βραχιόλια και περιδέραια που φορούσε. Ο Ντάνιλ μασούσε τη μία άκρη από τα παχιά μουστάκια του τραβώντας αφηρημένα κατά μία ίντσα το σπαθί του από το τραχύ πέτσινο θηκάρι και τοποθετώντας το πάλι πίσω. Το τραβούσε και το άφηνε. Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει.
«Οι Κόρες έφεραν πίσω πέντε Σάιντο, Άρχοντα Πέριν. Ο Αργκάντα τούς πήρε στις σκηνές των Γκεαλντανών για να τους υποβάλει σε ανάκριση. Είναι κι ο Μασέμα μαζί τους».
Ο Πέριν δεν έδωσε σημασία στο γεγονός της παρουσίας του Μασέμα εντός του καταυλισμού. «Γιατί αφήσατε τον Αργκάντα να τους πάρει;» ρώτησε την Εντάρα. Ο Ντάνιλ αδυνατούσε να τους σταματήσει, αλλά η γνώμη των Σοφών μετρούσε περισσότερο.
Η Εντάρα δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη από τον Πέριν, ωστόσο τα ψυχρά γαλανά μάτια της έμοιαζαν να έχουν δει πολύ περισσότερα απ’ όσα εκείνος. Δίπλωσε τα μπράτσα κάτω από το στήθος της και τα βραχιόλια κουδούνισαν. Η γυναίκα απέπνεε χροιά ανυπομονησίας. «Ακόμα κι οι Σάιντο ξέρουν πώς να ενστερνίζονται τον πόνο, Πέριν Αϋμπάρα. Θα πάρει μέρες μέχρι να αναγκαστεί να μιλήσει κάποιος από δαύτους, και δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος να περιμένουμε».
Αν τα μάτια της Εντάρα ήταν ψυχρά, της Σούλιν έμοιαζαν με γαλάζιο πάγο. «Οι δοραταδελφές μου κι εγώ θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε κάπως πιο γρήγορα, αλλά ο Ντάνιλ Λιούιν είπε πως θες να αποφύγουμε τις βιαιότητες. Ο Γκέραρντ Αργκάντα είναι ανυπόμονος άνθρωπος και δεν μας εμπιστεύεται». Ακουγόταν λες κι ήταν έτοιμη να φτύσει, αν δεν ήταν Αελίτισσα. «Ούτως ή άλλως, δεν θα μάθετε και πολλά πράγματα. Είναι Σκυλιά της Πέτρας. Δύσκολα θα υποχωρήσουν, κι ελάχιστα. Για να σχηματίσουμε ολοκληρωμένη εικόνα, πρέπει να τη συναρμολογήσουμε από μεμονωμένες πληροφορίες».
Ενστερνίζονται τον πόνο. Μα ο πόνος είναι αναγκαίος όταν ανακρίνεις κάποιον. Δεν το είχε σκεφτεί ποτέ στο παρελθόν. Ωστόσο, αν ήθελε να ελευθερώσει τη Φάιλε...
«Βάλε κάποιον να καθαρίσει τον Αναχαιτιστή», είπε βαριά, τινάζοντας τα γκέμια προς το μέρος του Ντάνιλ.
Η Γκεαλντανή μεριά του καταυλισμού δεν θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο από τα χοντροκομμένα καταλύματα και τις άτακτα τοποθετημένες σκηνές των Διποταμιτών. Εδώ, οι σκηνές από καραβόπανο με τις υπερυψωμένες άκρες στέκονταν αραδιασμένες σε σειρές ακριβείας, έχοντας στην πλειονότητά τους έναν κώνο από μυτερές ατσάλινες λόγχες μπροστά σε κάθε υφασμάτινη είσοδο και σελωμένα άλογα δεμένα παράπλευρα, έτοιμα για ιππασία. Το μόνο που έβλεπες ήταν η ακατάστατη και τυχαία κίνηση από τις ουρές των αλόγων που τινάζονταν κι από τα μακρόστενα σημαιάκια πάνω στις λόγχες, που τα ανάδευε η ψυχρή αύρα. Τα μονοπάτια μεταξύ των σκηνών είχαν παντού το ίδιο φάρδος, ενώ ανάμεσα στις σειρές με τις αναμμένες φωτιές θα μπορούσαν να τραβηχτούν ευθείες γραμμές. Ακόμα κι οι ζάρες πάνω στα πανιά των σκηνών, στα σημεία όπου τις είχαν διπλώσει όταν τις ακουμπούσαν στο δάπεδο των αμαξών, πριν πέσουν τα χιόνια, έφτιαχναν ευθείες γραμμές. Όλα ήταν τακτοποιημένα κι όμορφα βαλμένα.
Μια οσμή από κουρκούτι χυλού βρώμης κι από βραστά βελανίδια πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, ενώ μερικοί άντρες με πράσινα πανωφόρια μάζευαν με τα δάχτυλά τους τα τελευταία ψίχουλα του μεσημεριανού γεύματος από τα τσίγκινα πιάτα τους. Κάποιοι άλλοι καθάριζαν ήδη τα τσουκάλια. Κανείς τους δεν φανέρωνε σημάδια έντασης. Έτρωγαν κι έκαναν διάφορες αγγαρείες με την ίδια σχεδόν ευχαρίστηση. Απλώς, ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει.
Μια μεγάλη αρμαθιά αντρών έστεκε μαζεμένη σε κύκλο κοντά στους μυτερούς πασσάλους που σημάδευαν την εξωτερική άκρη του καταυλισμού. Οι μισοί περίπου φορούσαν τα πράσινα πανωφόρια και τους στιλβωμένους θώρακες των λογχοφόρων της Γκεάλνταν. Κάποιοι από τους υπόλοιπους έφεραν δόρατα ή είχαν σπαθιά περασμένα πάνω από τα τσαλακωμένα τους πανωφόρια, τα οποία ποίκιλλαν από καλοδουλεμένο μετάξι ή καλής ποιότητας μαλλί έως οτιδήποτε μπορούσε να βρεθεί σε σάκους σκουπιδιών, αλλά κανείς τους δεν θα αποκαλούνταν καθαρός παρά μόνο συγκρινόμενος με τους κατοίκους του Σο Χάμπορ. Ανέκαθεν ξεχώριζες τους άντρες του Μασέμα, ακόμα κι αν τους κοιτούσες από πίσω.
Άλλη μια μυρωδιά τον χτύπησε στα ρουθούνια καθώς πλησίαζε τον κύκλο των αντρών. Η μυρωδιά του ψητού κρέατος, ανακατεμένη μ’ έναν πνιχτό ήχο που προσπάθησε να αγνοήσει. Όταν πήγε να περάσει ανάμεσα, οι στρατιώτες τον κοίταξαν και παραμέρισαν απρόθυμα. Οι άντρες του Μασέμα κινήθηκαν μαζικά, μουρμουρώντας κάτι σχετικά με κίτρινα μάτια και Σκιογεννήματα. Όπως και να έχει, κατάφερε να ανοίξει δρόμο και να φτάσει μπροστά.
Τέσσερις ψηλοί άντρες, κοκκινομάλλη δες ή ξανθοί, ντυμένοι στα γκρίζα και στα καφέ του καντιν’σόρ, κείτονταν δεμένοι, με τα χέρια και τους αστραγάλους πιασμένους στο κάτω μέρος της πλάτης, ενώ χοντρά κλωνάρια ήταν δεμένα πίσω από τα γόνατα και τους αγκώνες τους. Τα πρόσωπά τους ήταν ξυλοκοπημένα και μελανιασμένα, ενώ δέσμες από κουρέλια ήταν πιασμένα ανάμεσα στα δόντια τους. Ο πέμπτος άντρας ήταν γυμνός και δεμένος ανάμεσα σε τέσσερις ανθεκτικούς πάσσαλους, χωμένους στο έδαφος και τεντωμένους τόσο πολύ, που διακρίνονταν οι τένοντές του. Ο τύπος, ωστόσο, σπαρταρούσε όσο του επέτρεπαν τα δεσμά του, κι ούρλιαζε μέσα από τα κουρέλια που ήταν σφηνωμένα στο στόμα του, ένα πνιχτό μουγκρητό αγωνίας. Καυτά κάρβουνα έφτιαχναν μικρές φωλιές πάνω στην κοιλιά του, αναδίδοντας έναν αδιόρατο καπνό. Αυτό που είχε χτυπήσει τα ρουθούνια του Πέριν ήταν η μυρωδιά φουσκαλιασμένης σάρκας. Τα κάρβουνα ήταν κολλημένα στο τεντωμένο δέρμα του άντρα και, κάθε φορά που έπεφτε κάτω ένα από αυτά εξαιτίας των σπασμών του, ένας τύπος —που δεν έπαυε στιγμή να χαμογελά— ντυμένος μ’ ένα βρωμερό πράσινο μεταξωτό πανωφόρι και καθισμένος οκλαδόν δίπλα του, χρησιμοποιούσε ένα ζευγάρι τσιμπίδες για να το αντικαθιστά μ’ ένα άλλο, παρμένο από ένα δοχείο παραγεμισμένο με κάρβουνα, που είχε λιώσει το χιόνι, δημιουργώντας έναν κύκλο λάσπης στο έδαφος. Ο Πέριν τον γνώριζε. Τον έλεγαν Χάρι και του άρεσε να συλλέγει αυτιά, περασμένα σε δερμάτινο κορδόνι. Αντρικά, γυναικεία, παιδικά, δεν τον ένοιαζε, αρκεί να ήταν αυτιά.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Πέριν προχώρησε μπροστά κι έδωσε μια κλωτσιά στη μικρή στοίβα με τα κάρβουνα που ήταν ακουμπισμένα πάνω στον δεμένο άντρα. Κάποια από αυτά έπεσαν πάνω στον Χάρι, ο οποίος αναπήδησε προς τα πίσω με μια κραυγή έκπληξης, που μεταβλήθηκε σε ουρλιαχτό όταν το χέρι του ακούμπησε κατά λάθος το δοχείο. Έπεσε πλάγια, κρατώντας σφικτά το χέρι του κι αγριοκοιτάζοντας τον Πέριν, σαν νυφίτσα με ανθρώπινο πρόσωπο.
«Ο βάρβαρος υποκρίνεται, Αϋμπάρα», είπε ο Μασέμα. Ο Πέριν δεν είχε αντιληφθεί καν τον άντρα που στεκόταν εκεί με πρόσωπο πέτρινο και σκυθρωπό κάτω από το ξυρισμένο κρανίο του. Τα σκούρα, πυρετικά μάτια του έκρυβαν περιφρόνηση, ενώ η οσμή της παράνοιας διαπερνούσε την μπόχα της καμένης σάρκας. «Τους ξέρω. Προσποιούνται πως νιώθουν πόνο, αλλά δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Όχι, τουλάχιστον, όπως οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Θα πρέπει να είσαι ικανός να πληγώσεις πέτρα για να τους κάνεις να μιλήσουν».
Ο Αργκάντα, στητός δίπλα στον Μασέμα, άδραχνε τη λαβή του ξίφους του τόσο σφιχτά, που το χέρι του έτρεμε. «Μπορεί εσύ να θες να χάσεις τη γυναίκα σου, Αϋμπάρα», είπε τρίζοντας τα δόντια του, «αλλά εγώ δεν σκοπεύω να χάσω τη βασίλισσά μου!»
«Πρέπει να γίνει», αποκρίθηκε ο Πέριν, μισοπαρακαλώντας, μισοαπαιτώντας. Στεκόταν από την άλλη μεριά του Μασέμα, αδράχνοντας την άκρη του πράσινου μανδύα του λες κι ήθελε να κρατήσει τα χέρια του μακριά από το ξίφος που αναπαυόταν στην πλάτη του. Η ματιά του ήταν σχεδόν εξίσου πύρινη με του Μασέμα. «Εσύ μου έμαθες ότι ένας άντρας πράττει αυτό που πρέπει».
Ο Πέριν με το ζόρι ξέσφιξε τις γροθιές του. Ό,τι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει, για χάρη της Φάιλε.
Η Μπερελαίν κι οι Άες Σεντάι φάνηκαν να προσπαθούν να περάσουν σπρώχνοντας μέσα από το πλήθος, με την πρώτη να ζαρώνει ελαφρά τη μύτη της, αντικρίζοντας τον άντρα που ήταν τεντωμένος ανάμεσα στα δύο παλούκια. Αντιθέτως, οι τρεις Άες Σεντάι θα μπορούσαν κάλλιστα να κοιτάζουν ένα κομμάτι ξύλο. Μαζί τους ήταν κι η Εντάρα με τη Σούλιν, οι οποίες έμοιαζαν επίσης ανεπηρέαστες. Κάποιοι από τους Γκεαλντανούς στρατιώτες κοίταζαν τις δύο Αελίτισσες συνοφρυωμένοι, μουρμουρώντας μέσα από τα δόντια τους. Οι αναμαλλιασμένοι άντρες του Μασέμα, με τα βρώμικα πρόσωπα, αγριοκοίταζαν τόσο τις Αελίτισσες όσο και τις Άες Σεντάι, αλλά οι περισσότεροι έκαναν χώρο για να περάσουν οι τρεις Πρόμαχοι, κι όσοι παρέμειναν στη θέση τους, τραβήχτηκαν τελικά στην άκρη από τους συντρόφους τους· μερικοί ηλίθιοι γνωρίζουν ότι η βλακεία έχει και κάποια όρια. Ο Μασέμα αγριοκοίταξε την Μπερελαίν με βλέμμα φλογερό πριν αποφασίσει να προσποιηθεί ότι η γυναίκα δεν υπήρχε· υπάρχουν και ηλίθιοι που δεν γνωρίζουν κανένα όριο.
Σκύβοντας, ο Πέριν έλυσε το κουρέλι από το στόμα του άντρα που ήταν στερεωμένος στον πάσσαλο και τράβηξε το στουπί που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα δόντια του. Μόλις που πρόλαβε να αποτραβήξει το χέρι του από ένα απότομο δάγκωμα, μανιασμένο σαν να τον δάγκωνε ο Αναχαιτιστής.
Αμέσως σχεδόν, ο Αελίτης έριξε πίσω το κεφάλι του κι άρχισε να τραγουδάει με βαθιά και στεντόρεια φωνή:
«Βρέξτε τα δόρατα όσο ο ήλιος είναι ψηλά.
Βρέξτε τα δόρατα όσο ο ήλιος γέρνει.
Βρέξτε τα δόρατα, ποιος φοβάται του θανατά;
Βρέξτε τα δόρατα, κανείς δεν το μαθαίνει!»
Το γέλιο του Μασέμα ακούστηκε καταμεσής του τραγουδιού κι ο Πέριν αισθάνθηκε ξανά τις τρίχες του σβέρκου του να σηκώνονται. Δεν είχε ξανακούσει τον Μασέμα να γελά. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστος ήχος.
Δεν ήθελε να χάσει κανένα δάχτυλο, οπότε τράβηξε το τσεκούρι από τον βρόχο της ζώνης του και χρησιμοποίησε προσεκτικά την κορυφή της κεφαλής του πάνω στο πηγούνι του άντρα για να του κλείσει το στόμα. Μάτια στο χρώμα του ουρανού τον κοίταξαν, πάνω σ’ ένα ηλιοκαμένο κι άφοβο πρόσωπο. Ο άντρας χαμογέλασε.
«Δεν σου ζητάω να προδώσεις τους ανθρώπους σου», είπε ο Πέριν. Ο λαιμός του πονούσε από την προσπάθεια να διατηρήσει σταθερή τη φωνή του. «Εσείς, οι Σάιντο, αιχμαλωτίσατε κάποιες γυναίκες. Το μόνο που θέλω να μάθω είναι με ποιον τρόπο θα τις πάρω πίσω. Μία απ’ αυτές λέγεται Φάιλε. Είναι ψηλή όσο οι δικές σας γυναίκες, με μαύρα γυρτά μάτια, θεληματική μύτη και κοφτερή γλώσσα. Όμορφη γυναίκα. Αν την έχεις δει, αποκλείεται να μην τη θυμάσαι. Την έχεις δει;» Τράβηξε το τσεκούρι και κορδώθηκε.
Ο Σάιντο τον κοίταξε για μια στιγμή κι ύστερα ανασήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να τραγουδάει ξανά, χωρίς να αποτραβήξει στιγμή τη ματιά του από τον Πέριν. Ήταν ένα κεφάτο κι εύθυμο τραγούδι που θύμιζε χορό.
«Κάπου, παλιά, συνάντησα άντρα από τα ξένα.
Κίτρινη ήταν η ματιά και πέτρινο το πνεύμα.
Καπνό μού ζήτησε εγώ ν’ αδράξω με το χέρι,
και μου ’πε πως θα μου ’δειχνε το νερουλό λημέρι.
Με το κεφάλι καταγής, τα πόδια στον αέρα,
είπε ότι θα χόρευε σαν μια γυναίκα ωραία.
Ακίνητος, μου έταξε, σαν πέτρα ότι θα μείνει,
μα όταν τα μάτια έπαιξα, καπνός είχε απογίνει».
Αφήνοντας το κεφάλι του να πέσει πίσω, ο Σάιντο χαχάνισε βαθιά και τρανταχτά, λες και ραχάτευε σε πουπουλένιο στρώμα.
«Αν... αν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», είπε απεγνωσμένα ο Άραμ, «τότε φύγε. Θα κοιτάξω μήπως μπορώ να βοηθήσω».
Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Ο Πέριν κοίταξε τα πρόσωπα τριγύρω του, ειδικά του Αργκάντα, ο οποίος του αντιγύρισε μια σκοτεινιασμένη και γεμάτη μίσος ματιά, με την έκφρασή του να μη διαφέρει ιδιαίτερα από του Σάιντο. Ο Μασέμα βρωμούσε παράνοια, γεμάτος κι αυτός από μίσος και περιφρόνηση. Πρέπει να έχεις μεγάλη θέληση κι ικανότητα για να κάνεις ζημιά σε μια πέτρα. Η έκφραση στο πρόσωπο της Εντάρα ήταν ανεξιχνίαστη, χαρακτηριστικό μιας Άες Σεντάι, και τα μπράτσα της ήταν διπλωμένα ήρεμα κάτω από τα στήθη της. Ακόμα κι οι Σάιντο ήξεραν πώς να ενστερνιστούν τον πόνο. Θα έπαιρνε μέρες ολόκληρες. Η Σούλιν, με τη χαρακιά κατά μήκος του μάγουλού της να εξακολουθεί να είναι ωχρή πάνω στο στεγνό δέρμα, ατένιζε κάπου με βλέμμα αφηρημένο κι οσμή έντονη. Θα ενέδιδαν μεν, αλλά αργά κι όσο το δυνατόν λιγότερο. Η Μπερελαίν μύριζε δικαιοσύνη, σαν νομοθέτης που είχε καταδικάσει κόσμο σε θάνατο χωρίς να χάσει διόλου τον ύπνο της. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να έχεις θέληση κι ικανότητα για να κάνεις ζημιά σε μια πέτρα. Ο ενστερνισμός του πόνου. Μα το Φως, Φάιλε.
Ανασήκωσε το τσεκούρι και το ένιωσε ανάλαφρο σαν φτερό στο χέρι του. Όταν το κατέβασε, είχε την αίσθηση πως κοπανούσε σφυρί σε αμόνι. Η βαριά λάμα έκοψε τον αριστερό καρπό του Σάιντο.
Ο άντρας μούγκρισε από πόνο και, αφήνοντας έναν γρυλισμό, τεντώθηκε από τους σπασμούς, καταβρέχοντας επίτηδες το πρόσωπο του Πέριν με το αίμα που τιναζόταν σαν σιντριβάνι από τον καρπό του.
«Θεράπευσέ τον», είπε ο Πέριν στην Άες Σεντάι, κάνοντας ένα βήμα πίσω. Δεν προσπάθησε καν να σκουπίσει το πρόσωπο του. Το αίμα είχε ήδη αρχίσει να κυλάει στη γενειάδα του. Αισθάνθηκε κενός. Αδυνατούσε να ανασηκώσει ξανά το τσεκούρι του, ακόμα κι αν εξαρτιόταν η ζωή του από αυτό.
«Είσαι τρελός;» αναφώνησε θυμωμένα η Μασούρι. «Δεν μπορούμε να του δώσουμε πίσω το χέρι του!»
«Θεράπευσε τον, είπα!» γρύλισε ο Πέριν.
Ωστόσο, η Σέονιντ είχε ήδη αρχίσει να προχωράει, ανασηκώνοντας τη φούστα της, για να γλιστρήσει στο έδαφος και να γονατίσει μπροστά στο κεφάλι του άντρα, ο οποίος δάγκωνε τον κομμένο καρπό, πασχίζοντας απεγνωσμένα να σταματήσει τη ροή του αίματος με την πίεση των δοντιών του. Πάντως, ούτε στη ματιά του, ούτε στην οσμή του, πουθενά δεν διέκρινες φόβο επάνω του.
Η Σέονιντ άδραξε το κεφάλι του Σάιντο και ξαφνικά ο άντρας κλονίστηκε, τινάζοντας άγρια το μπράτσο του. Το σιντριβάνι του αίματος άρχισε να φθίνει καθώς τιναζόταν, και χάθηκε πριν καλά-καλά γείρει στο έδαφος, με το πρόσωπό του γκρίζο σαν στάχτη. Με κάποια αστάθεια, ανασήκωσε το κολοβωμένο του αριστερό χέρι, για να κοιτάξει το απαλό δέρμα που κάλυπτε τώρα την άκρη του. Αν υπήρχε σημάδι, ο Πέριν δεν διέκρινε τίποτα. Ο άντρας γύμνωσε τα δόντια του, εξακολουθώντας να μην αποπνέει καμιά οσμή φόβου. Η Σέονιντ έπεσε κι αυτή προς τα πίσω, λες κι είχε αποστραγγιστεί από ενέργεια. Ο Αλχάρα κι ο Γουάιντερ έκαναν ένα βήμα μπρος, αλλά η γυναίκα τούς έκανε νόημα να φύγουν κι ανασηκώθηκε μόνη της μ’ έναν βαρύ αναστεναγμό.
«Μου είπαν ότι μπορείς ν’ αντέξεις μέρες ολόκληρες χωρίς να αποκαλύψεις σχεδόν τίποτα», είπε ο Πέριν. Η φωνή του ακουγόταν πολύ δυνατή στ’ αυτιά του. «Δεν έχω χρόνο για να σου δείξω πόσο γενναίος και σκληρός είσαι. Το ξέρω ότι είσαι, άλλωστε, μα η γυναίκα μου είναι αιχμάλωτη εδώ και πολύ καιρό. Διαλέχτηκες για να ερωτηθείς σχετικά με κάποιες γυναίκες, αν τις έχει πάρει το μάτι σου και πού. Αυτό μόνο θέλω να μάθω. Δεν θα σε βασανίσουμε ούτε με αναμμένα κάρβουνα ούτε με τίποτ’ άλλο. Απλώς, θα σου κάνουμε μερικές ερωτήσεις. Αν, όμως, αρνηθείς να απαντήσεις ή αν οι απαντήσεις σου βγάζουν διαφορετικά νοήματα, όλο και κάτι θα χάσεις». Του έκανε εντύπωση όταν τελικά συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να ανασηκώσει το τσεκούρι του. Η λεπίδα ήταν κηλιδωμένη με αίμα.
«Δύο χέρια και δύο πόδια», είπε ψυχρά. Μα το Φως, η φωνή του ακουγόταν σαν πάγος κι ο ίδιος ένιωθε παγωμένος έως το κόκαλο. «Αυτό σημαίνει ότι έχεις τέσσερις ευκαιρίες για ν’ απαντήσεις. Αλλά, κι αν ακόμα εξακολουθείς κι αντέχεις, και πάλι δεν θα σε σκοτώσω. Θα βρω ένα χωριό να σε παρατήσω, κάπου που θα μπορείς να ικετέψεις και που τα παιδιά θα δίνουν καμιά δεκάρα στον άγριο Αελίτη που του λείπουν τα χέρια και τα πόδια. Σκέψου το κι αποφάσισε κατά πόσον αξίζει τον κόπο να μη μου πεις πού είναι η γυναίκα μου».
Ακόμα κι ο Μασέμα τον κοιτούσε σαν να μην τον είχε ξαναδεί να κραδαίνει το τσεκούρι. Όταν στράφηκε να φύγει, οι άντρες του Μασέμα κι οι Γκεαλντανοί τού έκαναν χώρο λες κι ανάμεσά τους περνούσε μία ολόκληρη διμοιρία Τρόλοκ.
Ο Πέριν βρήκε μπροστά του το χαράκωμα των μυτερών πασσάλων, όπως επίσης και το δάσος κάπου εκατό βήματα πιο πέρα, αλλά δεν άλλαξε διόλου κατεύθυνση. Κουβαλώντας το τσεκούρι του, συνέχισε να προχωράει μέχρι που τον κύκλωσαν τα τεράστια δέντρα κι άφησε πίσω του τις μυρωδιές του καταυλισμού. Η οσμή του αίματος όμως, διαπεραστική και μεταλλική, δεν έφυγε από πάνω του. Άλλωστε, δεν μπορούσε να την αποφύγει.
Αδυνατούσε να προσδιορίσει πόση ώρα περπάτησε μέσα στο χιόνι. Μόλις που πρόσεξε τις γερτές και ζωηρές δέσμες του φωτός που έκοβαν τις σκιές κάτω από τον θόλο του δάσους. Το αίμα, πηχτό στο πρόσωπο και στη γενειάδα του, είχε αρχίσει να ξεραίνεται. Πόσες φορές είχε πει ότι θα έκανε τα πάντα για να πάρει πίσω τη Φάιλε; Ένας άντρας κάνει πάντα αυτό που πρέπει. Για χάρη της Φάιλε, τα πάντα.
Ξαφνικά, ανασήκωσε και με τα δύο χέρια το τσεκούρι πίσω από το κεφάλι του και το πέταξε μακριά όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το όπλο περιστράφηκε στον αέρα και καρφώθηκε με έναν ηχηρό κρότο στον παχύ κορμό μιας βελανιδιάς.
Ξεφυσώντας δυνατά, λες κι ο αέρας είχε συμπιεστεί στα πνευμόνια του, κάθισε βαριά σε ένα τραχύ πέτρινο εξόγκωμα, ψηλό και φαρδύ σαν πάγκος, κι ακούμπησε τους αγώνες του στα γόνατα του. «Μπορείς να εμφανιστείς τώρα, Ιλάυας», είπε κουρασμένα. «Σ’ έχω ήδη μυριστεί».
Ο άντρας βγήκε ανάλαφρα από τις σκιές, με τα κίτρινα μάτια του να λάμπουν αμυδρά κάτω από το πλατύγυρο καπέλο του. Συγκριτικά, οι Αελίτες έκαναν θόρυβο. Τακτοποιώντας το μακρόστενο μαχαίρι του, κάθισε στο πέτρινο εξόγκωμα πλάι στον Πέριν και για λίγη ώρα αφοσιώθηκε στο να χτενίζει με τα δάχτυλά του την γκρίζα γενειάδα που έπεφτε σαν βεντάλια στο στήθος του. Ένευσε προς το μέρος του τσεκουριού που εξείχε από την πλευρά της βελανιδιάς. «Σου είπα κάποτε να το κρατήσεις μέχρι να μάθεις ν’ αρέσκεσαι στη συχνή του χρήση. Αρχίζει να σου αρέσει, λοιπόν; Πώς ένιωσες όταν το χρησιμοποίησες λίγο πριν;»
Ο Πέριν κούνησε έντονα το κεφάλι του. «Όχι! Όχι δεν είναι ακριβώς έτσι! Όμως...»
«Όμως τι, αγόρι μου; Θαρρώ πως τρόμαξες ακόμα και τον Μασέμα, μόνο που μυρίζεις κι εσύ λίγο φοβισμένος».
«Καιρός ήταν να φοβηθεί κι αυτός», μουρμούρισε ο Πέριν, ανασηκώνοντας αδέξια τους ώμους του. Μερικά πράγματα ήταν δύσκολο να ειπωθούν, αν κι ίσως είχε έρθει η ώρα να γίνει κι αυτό. «Το τσεκούρι. Δεν το πρόσεξα αμέσως, παρά μόνο όταν το ξανασκέφτηκα. Ήταν τη νύχτα που συνάντησα τον Γκαούλ, όταν οι Λευκομανδίτες προσπάθησαν να μας δολοφονήσουν. Αργότερα, πολεμώντας τους Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς, δεν ήμουν πια και τόσο σίγουρος. Ύστερα, όμως, στα Πηγάδια του Ντουμάι, βεβαιώθηκα. Φοβάμαι όταν δίνω μάχη, Ιλάυας, φοβάμαι και λυπάμαι μαζί, γιατί μπορεί να μην ξαναδώ τη Φάιλε». Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά, μέχρι που πόνεσε το στήθος του. Η Φάιλε. «Μόνο που... Άκουσα τον Γκρέηντυ και τον Νιλντ να συζητούν πώς είναι όταν χειρίζονται τη Μία Δύναμη. Λένε ότι νιώθουν πιο ζωντανοί. Όταν πολεμάω, φοβάμαι ακόμα και να φτύσω, αλλά νιώθω πιο ζωντανός από ποτέ, εκτός από τις περιπτώσεις που κρατάω στην αγκαλιά μου τη Φάιλε. Δεν νομίζω πως θα το άντεχα αν αισθανόμουν έτσι για όσα μόλις έκανα εκεί κάτω. Αμφιβάλλω κατά πόσον θα με δεχόταν κι η ίδια η Φάιλε αν το μάθαινε».
Ο Ιλάυας ρουθούνισε. «Δεν νομίζω πως το έχεις μέσα σου, αγόρι μου. Άκου. Ο κίνδυνος παραμονεύει για πολλούς ανθρώπους με διαφορετικούς τρόπους. Μερικοί είναι ψυχροί και τακτικοί, αλλά θαρρώ πως δεν ανήκεις σε αυτή την κατηγορία. Όταν η καρδιά σου αρχίζει να χτυπάει, το αίμα σου ζεσταίνεται, κάτι που σημαίνει ότι ακονίζει και τις αισθήσεις σου. Σε κάνει να έχεις πλήρη επίγνωση των πάντων. Μπορεί να πεθάνεις μέσα σε λίγα λεπτά, μπορεί και το επόμενο δευτερόλεπτο, αλλά τώρα δεν είσαι νεκρός, πράγμα που το βιώνεις από την κορυφή έως τα νύχια. Τα πράγματα είναι αναλλοίωτα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει σώνει και καλά να σ’ αρέσουν κιόλας».
«Πολύ θα ήθελα να το πιστέψω αυτό», είπε απλά ο Πέριν.
«Ζήσε όσο εγώ», αποκρίθηκε ο Ιλάυας βραχνά, «και θα το πιστέψεις. Μέχρι τότε, πάρε ως δεδομένο ότι έχω ζήσει περισσότερο από σένα κι ότι βρισκόμουν εδώ πριν από σένα».
Οι δυο τους απέμειναν να κοιτάζουν το τσεκούρι. Ο Πέριν ήθελε να πιστέψει. Το αίμα πάνω στη λαβή του τσεκουριού είχε μαυρίσει πλέον. Ποτέ στο παρελθόν το αίμα δεν φάνταζε τόσο μαύρο. Πόσος καιρός είχε περάσει; Κρίνοντας από τη γωνία του φωτός που περνούσε μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων, ο ήλιος είχε πάρει την κατιούσα.
Ξαφνικά, έφτασε στ’ αυτιά του ο ήχος από οπλές που σύνθλιβαν το χιόνι και που τον πλησίαζαν με αργό ρυθμό. Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίστηκαν ο Νιλντ κι ο Άραμ, με τον πάλαι ποτέ Μάστορα να δείχνει κάποια ίχνη στο χιόνι και τον Άσα’μαν να κουνά ανυπόμονα το κεφάλι του. Το ίχνος ήταν καθαρό μεν, αλλά ο Πέριν δύσκολα θα στοιχημάτιζε ότι ο Νιλντ μπορούσε να το ακολουθήσει, μια και κατά βάθος ήταν άνθρωπος της πόλης.
«Ο Αργκάντα θεώρησε πως έπρεπε να περιμένουμε μέχρι να κρυώσει το αίμα σου», είπε ο Νιλντ, γέρνοντας πάνω στη σέλα του και κοιτώντας τον Πέριν εξεταστικά. «Προσωπικά, δεν νομίζω πως μπορεί να κρυώσει κι άλλο». Ένευσε, και γύρω από τις άκρες των χειλιών του σχηματίστηκε μια έκφραση ικανοποίησης. Είχε συνηθίσει να τον φοβάται ο κόσμος, κυρίως εξαιτίας του μαύρου πανωφοριού του κι αυτού που αντιπροσώπευε.
«Μίλησαν», είπε ο Άραμ, «κι όλοι απάντησαν με τον ίδιο τρόπο». Η βλοσυρότητά του, όμως, μαρτυρούσε ότι δεν του άρεσαν αυτές οι απαντήσεις. «Έχω την εντύπωση πως η απειλή και μόνο πως θα τους παρατήσουμε να ικετεύουν, τους φόβισε πιο πολύ κι απ’ το τσεκούρι σου. Ωστόσο, είπαν πως δεν είδαν πουθενά την Αρχόντισσα Φάιλε, ούτε κάποια από τις υπόλοιπες. Ίσως πρέπει να ξαναδοκιμάσουμε με τα κάρβουνα. Ίσως έτσι, θυμηθούν». Ακουγόταν κάπως ανυπόμονος, αλλά γιατί; Για να βρεθεί η Φάιλε ή για να χρησιμοποιήσει τα κάρβουνα;
Ο Ιλάυας μόρφασε. «Απλώς θα σου απαντήσουν καταπώς νομίζουν, και θα σου πουν αυτό που θες να ακούσεις. Ούτως ή άλλως, δεν είχαμε πολλές πιθανότητες. Υπάρχουν χιλιάδες Σάιντο και χιλιάδες αιχμάλωτοι. Μπορείς να περάσεις μια ζωή ανάμεσά τους και να μη συναντήσεις πάνω από μερικές εκατοντάδες κόσμο, και πάλι δεν θα τους θυμάσαι όλους».
«Τότε, πρέπει να τους σκοτώσουμε», είπε κάπως θλιμμένα ο Άραμ. «Η Σούλιν είπε ότι οι Κόρες φρόντισαν να τους συλλάβουν τη στιγμή που δεν κουβαλούσαν όπλα επάνω τους, έτσι ώστε να τους ανακρίνουν. Δεν είχαν φθάσει ακόμα στο σημείο να γίνουν γκαϊ’σάιν. Έστω κι ένας να δραπετεύσει, θα ειδοποιήσει τους Σάιντο ότι βρισκόμαστε εδώ, και τότε θα μας κυνηγήσουν».
Ο Πέριν ένιωθε τις αρθρώσεις του σκουριασμένες και πονεμένες καθώς ανασηκωνόταν. Του ήταν αδύνατον να αφήσει τους Σάιντο να ξεφύγουν έτσι απλά. «Κάποιος μπορεί να τους φρουρεί, Άραμ». Η βιασύνη τού είχε στοιχίσει τη Φάιλε σχεδόν ολοκληρωτικά, κι αυτός πάλι βιαζόταν. Βιασύνη. Πόσο ήπια λέξη για να κόψεις το χέρι ενός άντρα, και μάλιστα χωρίς κανέναν λόγο. Ανέκαθεν προσπαθούσε να σκέφτεται προσεκτικά και να δρα με σύνεση, κάτι που έπρεπε να κάνει και τώρα, μολονότι ένιωθε την κάθε σκέψη να τον πονά. Η Φάιλε ήταν χαμένη σε μια θάλασσα ασπροντυμένων αιχμαλώτων. «Ίσως κάποιοι άλλοι γκαϊ’σάιν να ξέρουν πού είναι», μουρμούρισε στρεφόμενος προς τον καταυλισμό. Πώς, όμως, θα έπιανε οποιονδήποτε γκαϊ’σάιν των Σάιντο; Δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορούν εκτός στρατοπέδου, παρά μόνο συνοδεία φρουρού.
«Μ’ αυτό τι θα κάνεις, αγόρι μου;» ρώτησε ο Ιλάυας.
Ο Πέριν κατάλαβε τι εννοούσε χωρίς να κοιτάξει. Το τσεκούρι. «Άφησέ το, μήπως το βρει κανείς». Η φωνή τους έγινε τραχιά. «Ίσως κάποιος ανόητος βάρδος βγάλει καμιά ιστορία από δαύτο». Κίνησε για το στρατόπεδο δίχως να ρίξει ματιά πίσω. Με τον βρόχο του άδειο, το παχύ ζωνάρι γύρω από τη μέση του ήταν ανάλαφρο. Όλα είχαν γίνει μάταια.
Τρεις μέρες αργότερα, οι άμαξες επέστρεψαν φορτωμένες από το Σο Χάμπορ κι ο Μπάλγουερ μπήκε στη σκηνή του Πέριν παρέα μ’ έναν ψηλό κι αξύριστο άντρα, που φορούσε ένα βρώμικο μάλλινο πανωφόρι κι είχε ένα ξίφος που έδειχνε αρκετά φροντισμένο. Αρχικά, ο Πέριν δεν αναγνώρισε το πρόσωπο πίσω από το αφρόντιστο γένι του ενός μηνός, αλλά κατόπιν έπιασε την οσμή του άντρα.
«Δεν περίμενα να σε ξαναδώ», είπε. Ο Μπάλγουερ βλεφάρισε, κάτι που θα ερμηνευόταν ως ένδειξη έκπληξης αν επρόκειτο για κάποιον άλλο. Αναμφίβολα, ο μικροκαμωμένος άντρας που έμοιαζε με πουλί προσδοκούσε να κάνει μια αναπάντεχη εμφάνιση.
«Έψαχνα τη... τη Μάιντιν», απάντησε τραχιά ο Τάλανβορ, «αλλά οι Σάιντο κινήθηκαν γρηγορότερα από μένα. Ο Άρχοντας Μπάλγουερ λέει ότι εσύ γνωρίζεις πού είναι».
Ο Μπάλγουερ έριξε μια κοφτή ματιά στον νεότερο άντρα, αλλά η φωνή του παρέμεινε ξερή κι ασυγκίνητη όπως η μυρωδιά του. «Ο Άρχοντας Τάλανβορ κατέφθασε στο Σο Χάμπορ λίγο πριν φύγω, Άρχοντά μου. Τον συνάντησα εντελώς τυχαία, αλλά μπορεί και να ήταν ευτυχής αυτή η σύμπτωση. Ίσως έχει κάποιους συμμάχους που μπορούν να σε βοηθήσουν. Θα τον αφήσω να σου τα πει ο ίδιος».
Ο Τάλανβορ κοίταξε συνοφρυωμένος το δάπεδο και δεν είπε τίποτα.
«Συμμάχους;» τον παρότρυνε ο Πέριν. «Το ιδανικό θα ήταν να έχω έναν ολόκληρο στρατό στη διάθεσή μου, αλλά οποιαδήποτε βοήθεια εκ μέρους σου είναι καλοδεχούμενη».
Ο Τάλανβορ έριξε μια ματιά στον Μπάλγουερ, ο οποίος έγειρε ελαφρά το κεφάλι και του χαμογέλασε ενθαρρυντικά και μειλίχια. Ο αξύριστος άντρας πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σχεδόν δεκαπέντε χιλιάδες Σωντσάν. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι είναι Ταραμπονέζοι, αλλά έχουν ταχθεί κάτω από τα λάβαρα των Σωντσάν. Μαζί τους έχουν και... τουλάχιστον μια ντουζίνα νταμέην». Επιτάχυνε τα λόγια του κι η φωνή του πήρε επιτακτική χροιά, για να μην προλάβει να τον διακόψει ο Πέριν. «Ξέρω πολύ καλά ότι είναι σαν να σε βοηθάει ο ίδιος ο Σκοτεινός, αλλά κι αυτοί κυνηγούν τους Σάιντο. Επιπλέον, προσωπικά, θα δεχόμουν ακόμα και τη βοήθεια του Σκοτεινού προκειμένου να ελευθερώσω τη Μάιντιν».
Για μια στιγμή, ο Πέριν απέμεινε να κοιτάει τους δύο άντρες, τον μεν Τάλανβορ που ψηλάφιζε τη λαβή του σπαθιού του, τον δε Μπάλγουερ σαν σπουργίτι που περιμένει να δει από ποια μεριά θα πηδήξει ο γρύλος. Οι Σωντσάν, μαζί με νταμέην. Πράγματι, ήταν σαν να σε βοηθάει ο ίδιος ο Σκοτεινός. «Κάτσε κάτω και πες μου γι’ αυτούς τους Σωντσάν», είπε τελικά.