Ο Τροχός του Χρόνου γυρίζει κι οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους μνήμες που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος· ακόμα κι ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό, όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Μια Εποχή, που από μερικούς αποκαλείται η Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έφθασε, μια Εποχή από καιρό περασμένη, ένας άνεμος φύσηξε στους Λόφους του Ράννον. Ο άνεμος αυτός δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ήταν όμως μια αρχή.
Γεννημένος ανάμεσα στα άλση και στους αμπελώνες που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των τραχιών λόφων, ανάμεσα στους αειθαλείς ελαιώνες που απλώνονταν σε σειρές, και στα στοιχισμένα αμπέλια που παρέμεναν άφυλλα έως την άνοιξη, ο παγωμένος άνεμος φυσούσε βορειοδυτικά, πάνω από τα εύφορα κτήματα που έστιζαν την έκταση μεταξύ των λόφων και του μεγάλου λιμανιού του Έμπου Νταρ. Η γη παρέμενε αδρανής από τον χειμώνα, μα άντρες και γυναίκες ήδη λάδωναν αλέτρια και τακτοποιούσαν χάμουρα, καθώς ετοιμάζονταν για την επερχόμενη σπορά. Λίγη σημασία έδιναν στα καραβάνια με τις κατάφορτες άμαξες που κινούνταν ανατολικά, κατά μήκος βρώμικων δρόμων, με επιβάτες που φορούσαν παράξενα ρούχα και μιλούσαν με αλλόκοτες προφορές. Πολλοί από τους ξένους έδιναν την εντύπωση αγροτών, με γνώριμα εργαλεία δεμένα πάνω στα κουτιά των κάρων τους, ενώ στις άμαξες υπήρχαν παράξενα φιντανάκια, με ρίζες τυλιγμένες σε τραχιά υφάσματα. Κατευθύνονταν σε ακόμα πιο μακρινές περιοχές, που δεν είχαν τίποτα κοινό με τη ζωή εδώ και τώρα. Το χέρι των Σωντσάν δεν έπεφτε βαρύ σε όσους δεν αμφισβητούσαν την εξουσία τους, κι οι αγρότες των Λόφων του Ράννον δεν είχαν υποστεί κανενός είδους αλλαγή στις ζωές τους. Για εκείνους, αυτό που μετρούσε πάντα ήταν αν θα έβρεχε ή όχι. Δυτικά και βόρεια φυσούσε ο άνεμος, κατά μήκος της πλατιάς γαλαζοπράσινης έκτασης του λιμανιού, όπου εκατοντάδες τεράστια αγκυροβολημένα πλοία λικνίζονταν στα ογκώδη κύματα. Η πλώρη μερικών ήταν υπερβολικά κυρτή και τα ξάρτια τους αποτελούνταν από ραβδωτά πανιά, ενώ η πρώρα άλλων ήταν μακρόστενη και τραχιά. Οι άντρες επάνω τους πάλευαν να συνταιριάξουν τα ιστία και τα άρμενα των πιο φαρδιών πλεούμενων. Ωστόσο, τα πλοιάρια στο λιμάνι δεν ήταν τόσο πολλά όσο κάποιες μέρες πριν. Πολλά εξ αυτών βρίσκονταν στα ρηχά, άλλα σαν καρβουνιασμένα ναυάγια που είχαν γείρει μονόμπαντα, κι άλλα καμένα σκαριά χωμένα στη βαθιά, γκρίζα λασπουριά σαν μαυρισμένοι σκελετοί. Μικρότερα σκάφη γλιστρούσαν στο λιμάνι, γέρνοντας κάτω από τριγωνικά κατάρτια ή έρποντας με τη βοήθεια των κουπιών, μοιάζοντας με πολύποδα σκαθάρια του νερού, μεταφέροντας ως επί το πλείστον εργάτες κι εφόδια για τα πλοία στα ρηχά. Άλλα μικρότερα σκάφη και μαούνες έπλεαν έχοντας προσδεμένους άφυλλους κορμούς δέντρων, οι οποίοι έμοιαζαν να αναδύονται από τα γαλαζοπράσινα νερά, κι από τα οποία οι άντρες βουτούσαν κρατώντας πέτρες, για να βυθιστούν πιο γρήγορα προς τα ναυάγια και να τα δέσουν με σχοινιά, σε μια προσπάθεια να ανελκύσουν και να περισώσουν όσο περισσότερα γινόταν. Πριν από έξι βράδια, ο θάνατος είχε βαδίσει σ’ ετούτα τα νερά. Η Μία Δύναμη είχε σκοτώσει γυναίκες κι άντρες κι είχε αφανίσει πλοία μες στο σκοτάδι, που το έσχιζαν ασημιές αστραπές κι από το οποίο εκσφενδονίζονταν πύρινες μπάλες. Τώρα, το τραχύ λιμάνι με τα λικνιστικά κύματα, γεμάτο έντονη δραστηριότητα, φάνταζε ειρηνικό συγκριτικά, με τον αφρό των κυμάτων να σηκώνεται από τον άνεμο που έπνεε βόρεια και δυτικά, στην εκβολή του Ποταμού Έλνταρ, στο σημείο όπου πλάταινε προς το λιμάνι, βόρεια, δυτικά και προς την ενδοχώρα.
Καθισμένος ανακούρκουδα πάνω σε ένα αγκωνάρι καλυμμένο με καφετιές λειχήνες, από τη μεριά της πλαισιωμένης με καλαμιώνες όχθης του ποταμού, ο Ματ κύρτωνε τους ώμους του για να προστατευθεί από τον αγέρα, βλαστημώντας σιωπηλά. Εδώ, δεν υπήρχε περίπτωση να βρει χρυσό, ούτε γυναίκες, ούτε χορό, ούτε κανενός είδους διασκέδαση. Αντιθέτως, μπορούσε να βρει κάμποση ταλαιπωρία και κακουχίες. Με λίγα λόγια κι υπό φυσιολογικές συνθήκες, ήταν το τελευταίο μέρος που θα διάλεγε στον κόσμο. Ο ήλιος μόλις είχε φανεί στον ορίζοντα, ο ουρανός πάνω από το κεφάλι του είχε γκρίζα απόχρωση, ενώ τα πυκνά, μαβιά σύννεφα, που έρχονταν από τη θάλασσα, ήταν φορτωμένα με βροχή. Ο χειμώνας φάνταζε παράταιρος δίχως χιόνι —δεν είχε δει ούτε μία νιφάδα στο Έμπου Νταρ— αλλά ο παγερός και υγρός πρωινός άνεμος από τα νερά του ποταμού μπορούσε να σε παγώσει μέχρι το κόκαλο εξίσου καλά με το χιόνι. Πριν από έξι βράδια είχε φύγει από την πόλη μες στην καταιγίδα, αλλά ο γοφός του συνέχιζε να πάλλεται από τον πόνο λες κι εξακολουθούσε να είναι μουσκεμένος και καθισμένος στη σέλα. Δεν ήταν ο κατάλληλος καιρός, ούτε η κατάλληλη ώρα της μέρας να βγει κάποιος έξω υπ’ ευθύνη του. Ευχήθηκε να είχε πάρει μαζί του έναν μανδύα. Ευχήθηκε, όμως, και να είχε παραμείνει στο κρεβάτι.
Οι ακανόνιστοι σχηματισμοί του εδάφους έκρυβαν το Έμπου Νταρ λίγο παραπάνω από ένα μίλι στα νότια, αλλά έκρυβαν και τον ίδιο τον Ματ από την πόλη. Ωστόσο, πουθενά δεν φαινόταν ούτε ένα δέντρο, τίποτα περισσότερο από χαμηλούς θάμνους. Βρισκόταν σε ανοικτό χώρο, κι αυτό τον έκανε να αισθάνεται λες και περπατούσαν μυρμήγκια κάτω από το δέρμα του. Ωστόσο, μάλλον ήταν ασφαλής. Το απλό καφετί μάλλινο πανωφόρι κι ο σκούφος του δεν έμοιαζαν στο ελάχιστο με τα ρούχα που συνήθιζε να φοράει στην πόλη. Αντί για το μαύρο μεταξωτό, ένα άχαρο μάλλινο μαντίλι κάλυπτε το σημάδι γύρω από τον λαιμό του, ενώ ο γιακάς του πανωφοριού του ήταν γυρισμένος προς τα επάνω για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Δεν είχε επάνω του ίχνος δαντέλας, κλωστών ή κεντήματος. Φορούσε τα αδιάφορα ρούχα ενός αγρότη συνηθισμένου να αρμέγει γελάδια. Ήταν σίγουρο πως κανείς απ’ όσους ήθελε να αποφύγει δεν θα τον αναγνώριζε αν τον έβλεπε. Εκτός αν βρισκόταν κοντά του. Όπως και να είχε το πράγμα, τράβηξε τον σκούφο του κάπως χαμηλότερα.
«Σκοπεύεις να μείνεις κι άλλο εδώ έξω, Ματ;» Το κουρελιασμένο μπλε πανωφόρι του Νόαλ είχε δει και καλύτερες μέρες, όπως κι ο ίδιος. Καμπούρης κι ασπρομάλλης, ο παλιόφιλος με τη σπασμένη μύτη κουκούβιζε κάτω από τον ογκόλιθο, ψαρεύοντας στην όχθη με ένα καλάμι φτιαγμένο από μπαμπού. Είχε χάσει τα πιο πολλά δόντια του και μερικές φορές η γλώσσα του άγγιζε ένα κενό, λες κι εκπλησσόταν που έβρισκε άδειο χώρο. «Σε περίπτωση που δεν το ’χεις προσέξει, κάνει κρύο. Όλοι νομίζουν πως το Έμπου Νταρ είναι ζεστός τόπος, αλλά ο χειμώνας είναι κρύος παντού, ακόμα και σε μέρη που κάνουν το Έμπου Νταρ να μοιάζει με το Σίναρ. Τα κόκαλά μου ικετεύουν για λίγη φωτίτσα ή, έστω, για μια κουβέρτα. Μια χαρά βολεύεται κανείς με μια κουβέρτα, αν βρίσκεται σε απάγκιο. Σκοπεύεις να κάνεις κάτι, ή θα συνεχίσεις να χαζεύεις το ποτάμι;»
Ο Ματ τού έριξε μια φευγαλέα ματιά κι ο Νόαλ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του κι έστρεψε ξανά την προσοχή του στην πισσωμένη ξύλινη πετονιά που χοροπηδούσε ανάμεσα στα αραιά καλάμια. Πού και πού, κινούσε το ροζιασμένο του χέρι, λες και τα στραβά δάχτυλα ένιωθαν την παγωνιά, αλλά αν ήταν έτσι, το φταίξιμο ήταν του ιδίου. Ο γερο-τρελός είχε περιπλανηθεί στα ρηχά για να φτυαρίσει μικρά ψαράκια για δόλωμα, χρησιμοποιώντας ένα καλάθι που τώρα είχε αφεθεί μισοβυθισμένο στην άκρη του νερού, στερεωμένο με μια λεία πέτρα. Παρά την γκρίνια του για τον καιρό, ο Νόαλ είχε συνοδεύσει τον Ματ στο ποτάμι δίχως την παραμικρή παρότρυνση ή πρόσκληση. Απ’ ό,τι είχε πει, τα αγαπημένα του πρόσωπα ήταν νεκρά από καιρό κι ο ίδιος έμοιαζε να αναζητά σχεδόν απεγνωσμένα λίγη συντροφιά. Πράγματι, πόσο απεγνωσμένος μπορούσε να είναι, ώστε να διαλέξει τον Ματ για παρέα, τη στιγμή που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται σε απόσταση πέντε ημερών από το Έμπου Νταρ; Ένας άντρας με καλό κίνητρο και καλό άλογο μπορούσε να διασχίσει μεγάλη απόσταση μέσα σε πέντε μέρες. Ο Ματ συλλογιζόταν συχνά αυτό το ζήτημα.
Στη μακρινή όχθη του Έλνταρ, μισοκρυμμένη από μια βαλτώδη νησίδα, από εκείνες που αναδύονταν εδώ κι εκεί στο ποτάμι, μια πλατιά βάρκα επιβράδυνε την πορεία της και το πλήρωμά της ανασήκωσε τα κουπιά. Κάποιος σηκώθηκε κι άρχισε να ψαρεύει ανάμεσα στις καλαμιές χρησιμοποιώντας ένα μακρόστενο σταλίκι, ενώ ένας άλλος κωπηλάτης τον βοήθησε να τραβήξει πάνω στη βάρκα αυτό που είχε πιάσει. Από μια τέτοια απόσταση, έμοιαζε με μεγάλο τσουβάλι. Ο Ματ μόρφασε κι έστρεψε τη ματιά του κατάντη του ποταμού. Ανέσυραν ακόμη πτώματα και γι’ αυτό ήταν υπεύθυνος ο ίδιος. Οι αθώοι πέθαναν μαζί με τους ενόχους. Κι αν δεν έχεις ενεργήσει σωστά, πέθαιναν μονάχα οι αθώοι, ή σχεδόν. Ίσως τα πράγματα να είναι χειρότερα, εξαρτάται από την οπτική σου γωνία.
Σκυθρώπιασε ενοχλημένος. Αίμα και στάχτες, αυτό έλειπε τώρα, να γινόταν φιλόσοφος! Η ανάληψη της ευθύνης απορροφά όλη τη χαρά της ζωής από έναν άντρα και τον συντρίβει. Αυτό που λαχταρούσε εκείνη τη στιγμή ήταν κάμποσο μυρωδάτο κρασί και μια άνετη κοινή αίθουσα πανδοχείου γεμάτη μουσική, όπως και μια στρουμπουλή αλλά χαριτωμένη σερβιτόρα πάνω στα γόνατά του, κατά προτίμηση κάπου μακριά από το Έμπου Νταρ. Πολύ μακριά. Αυτό που είχε, όμως, στα χέρια του δεν ήταν παρά καθήκοντα, από τα οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει, κι ένα μέλλον που αδυνατούσε να φανταστεί καν. Η τα’βίρεν φύση του δεν είχε βοηθήσει ιδιαίτερα και, βέβαια, δεν επρόκειτο να βοηθήσει αν έτσι όριζε το Σχήμα. Πάντως, εξακολουθούσε να είναι τυχερός. Αν μη τι άλλο, ήταν ζωντανός κι όχι αλυσοδεμένος σε κάποιο κελί. Δεδομένων των συνθηκών, αυτό θεωρούνταν μεγάλη τύχη.
Είχε σχετικά καλή θέα από το σημείο όπου βρισκόταν, λίγο πιο πέρα από τις τελευταίες χαμηλές, βαλτώδεις νησίδες. Ο άνεμος κουβαλούσε μαζί του τον αφρό από το λιμάνι, δίνοντάς του όψη ομιχλώδους αναχώματος, όχι αρκετό όμως για να κρύψει όσα ήθελε να δει ο Ματ. Έκανε υπολογισμούς μέσα στο κεφάλι του, μετρώντας τα πλοιάρια που επέπλεαν, πασχίζοντας να υπολογίσει τα ναυάγια. Έχανε, όμως, διαρκώς το μέτρημα και νόμιζε πως είχε μετρήσει δύο φορές κάποια από τα σκάφη, οπότε ξεκινούσε πάλι από την αρχή. Οι Θαλασσινοί που είχαν ξανασυλληφθεί έμπαιναν σαν σφήνα στο μυαλό του. Κάτι είχε πάρει το αυτί του για στημένες κρεμάλες στο Ράχαντ, στην άλλη άκρη του λιμανιού, και για καμιά εκατοστή πτώματα, τα οποία είχαν επάνω τους πλακίδια που δήλωναν «φόνο» κι «επανάσταση» ως τα εγκλήματά τους. Συνήθως, οι Σωντσάν χρησιμοποιούσαν το τσεκούρι του δήμιου ή τον ανασκολοπισμό για τέτοιες δουλειές, ενώ η Γενιά τον στραγγαλισμό, αλλά οι κάτοχοι ιδιοκτησίας πήγαιναν κατευθείαν στην αγχόνη.
Έκανα ό,τι μπορούσα, κον να καώ, σκέφτηκε πικραμένος ο Ματ. Δεν υπήρχε λόγος να νιώθει ενοχές επειδή δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Κανένας λόγος απολύτως! Έπρεπε να εστιάσει ολοκληρωτικά την προσοχή του σε όσους είχαν καταφέρει να διαφύγουν.
Οι διαφυγούσες Άθα’αν Μιέρε χρησιμοποίησαν πλοία του λιμανιού για την απόδρασή τους και, μολονότι θα μπορούσαν να πάρουν κάποιο μικρό σκάφος, οτιδήποτε, αρκεί να χωρούσαν και να είχαν τη δυνατότητα να το κυριεύσουν στη διάρκεια της νύχτας, σκόπευαν να κουβαλήσουν μαζί τους όσο το δυνατόν περισσότερους από τους ανθρώπους τους. Κι επειδή χιλιάδες από δαύτους μοχθούσαν ως αιχμάλωτοι στο Ράχαντ, σήμαινε πως μόνο σε μεγάλα πλοία θα μπορούσαν να επιβιβαστούν, δηλαδή στις ναυαρχίδες των Σωντσάν. Βέβαια, πολλά από τα πλοία που ανήκαν στους Θαλασσινούς ήταν ευμεγέθη αλλά ήδη παροπλισμένα, ενώ οι Σωντσάν σχεδίαζαν να τα διαμορφώσουν σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα. Αν μπορούσε να υπολογίσει πόσες από τις ναυαρχίδες παρέμεναν, ίσως να σχημάτιζε μια εικόνα για το πόσες Άθα’αν Μιέρε είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν. Το πιο σωστό ήταν να ελευθερώσει τις Θαλασσινές Ανεμοσκόπους —ίσως ήταν και το μόνο που μπορούσε να κάνει— αλλά, εκτός από τις κρεμάλες, εκατοντάδες πτώματα είχαν ξεβραστεί από το λιμάνι τις τελευταίες πέντε μέρες, και το Φως μόνο ήξερε πόσα είχαν παρασυρθεί από τα ρεύματα στη θάλασσα. Οι τυμβωρύχοι δούλευαν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, ενώ τα νεκροταφεία είχαν γεμίσει γυναίκες και παιδιά που θρηνούσαν κι οδύρονταν. Όπως κι άντρες. Ανάμεσα στους νεκρούς υπήρχαν Άθα’αν Μιέρε, τα πτώματα των οποίων δεν κλάφτηκαν από κανέναν, καθώς πετιούνταν στους ομαδικούς τάφους· ο Ματ πολύ θα ήθελε να ήξερε πόσους είχε σώσει, έτσι ώστε να ισορροπήσει κάπως τις υποψίες του για το πόσοι είχαν χαθεί εξαιτίας του.
Ωστόσο, ήταν μάλλον δύσκολο να υπολογίσει πόσα σκάφη είχαν διαφύγει στη Θάλασσα των Καταιγίδων, άσε που θα έχανε το μέτρημα. Αντίθετα με τις Άες Σεντάι, οι Ανεμοσκόποι δεν είχαν σημαντικούς περιορισμούς στη χρήση της Δύναμης ως όπλου, ειδικά αν απειλούνταν η ασφάλεια των δικών τους, και σίγουρα θα ήθελαν να σταματήσουν μια καταδίωξη πριν καν ξεκινήσει. Κανείς δεν θα έμπαινε στον κόπο να πάρει στο κυνήγι ένα φλεγόμενο πλοίο. Οι Σωντσάν, με τις νταμέην τους, είχαν ακόμα λιγότερες τύψεις να ανταποδώσουν το χτύπημα. Κεραυνοί κι αστραπές έσχιζαν τη βροχή, πυκνές σαν χορτάρια στο χώμα, πύρινες μπάλες που διέσχιζαν τα ουράνια, κάποιες σε μέγεθος αλόγων, και το λιμάνι έμοιαζε να φλέγεται απ’ άκρη σ’ άκρη μέχρι που, παρά την καταιγίδα, η νύχτα έκανε το υπερθέαμα ενός Φωτοδότη να φαντάζει φτωχό. Χωρίς καν να γυρίσει το κεφάλι του, μπορούσε να μετρήσει τουλάχιστον δέκα σημεία όπου τα αποκαΐδια των δοκών μιας ναυαρχίδας εξείχαν από τα ρηχά νερά ή όπου ένα τεράστιο σκαρί με απόκρημνη πλώρη είχε γείρει, με τα κυματάκια να γλείφουν το κατάστρωμα που είχε πάρει κλίση, ενώ διακρίνονταν πολλαπλάσια ακόμα μαυρισμένα, διακοσμημένα μαδέρια, υπολείμματα των ταχύπλοων σκαφών των Θαλασσινών. Προφανώς, δεν τους άρεσε η ιδέα να αφήσουν τα σκάφη τους σε κάποιους που τις είχαν αλυσοδέσει. Τρεις ντουζίνες μονάχα βρίσκονταν μπροστά του, κι αυτά χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν τα βυθισμένα ναυάγια που προσπαθούσαν να εντοπίσουν οι σωσίβιες λέμβοι. Ίσως κάποιος θαλασσοπόρος θα μπορούσε να ξεχωρίσει τη ναυαρχίδα από το ταχύπλοο σκάφος από τα κατάρτια που εξείχαν, κάτι που υπερέβαινε τις γνώσεις του Ματ.
Ξαφνικά, μια παλιά ανάμνηση αναδύθηκε στον νου του, κάτι που είχε να κάνει με το φόρτωμα πλοίων ενάντια σε μια επίθεση από τη θάλασσα, και πόσοι άντρες μπορούσαν να στριμωχτούν σ’ έναν συγκεκριμένο χώρο και για πόση ώρα. Φυσικά, η ανάμνηση δεν ανήκε στον ίδιο, καθώς αφορούσε σ’ έναν αρχαίο πόλεμο ανάμεσα στη Φεργκάνσια και στη Μορέινα, ωστόσο έμοιαζε δική του. Η συνειδητοποίηση ότι, στην πραγματικότητα, δεν είχε ζήσει ούτε στο ελάχιστο τις ζωές εκείνων των αντρών, οι αναμνήσεις των οποίων ήταν κολλημένες στο μυαλό του, πάντα τον εξέπλησσε, οπότε, από μια άποψη, θα μπορούσαν να εκληφθούν κι ως δικές του μνήμες. Σίγουρα ήταν πιο διαυγείς από μερικά περιστατικά της προσωπικής του ζωής. Τα σκάφη που θυμόταν ήταν μικρότερα από τα περισσότερα που υπήρχαν στο λιμάνι, αλλά οι γενικές αρχές ήταν οι ίδιες.
«Δεν έχουν αρκετά πλοία», μουρμούρισε. Οι Σωντσάν είχαν περισσότερα στο Τάντσικο παρά εδώ, αλλά οι απώλειες εδώ ήταν αρκετές ώστε να κάνουν τη διαφορά.
«Αρκετά για τι πράγμα;» ρώτησε ο Νόαλ. «Δεν έχω ξαναδεί τόσο πολλά μαζεμένα σ’ ένα μέρος». Μια τέτοια δήλωση είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού ο Νόαλ είχε δει τα πάντα, και τα περισσότερα απ’ αυτά που είχε αντικρίσει ήταν μεγαλύτερα και μεγαλοπρεπέστερα απ’ όσα βρίσκονταν μπροστά στη μύτη του. Πίσω, στην πατρίδα, θα έλεγαν πως δεν ήταν και πολύ φειδωλός στην αλήθεια.
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν έχουν αρκετά πλοία για να γυρίσουν πίσω».
«Δεν χρειάζεται να γυρίσουμε», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή με μακρόσυρτη προφορά πίσω του. «Είμαστε στο σπίτι μας».
Λίγο ακόμα και θα αναπηδούσε στο ψεύδισμα της προφοράς των Σωντσάν, αλλά την τελευταία στιγμή αντιλήφθηκε ποια μιλούσε.
Η Εγκήνιν ήταν σκυθρωπή και τα μάτια της έμοιαζαν με γαλάζια στιλέτα, αλλά το αγριοκοίταγμα δεν απευθυνόταν σ’ εκείνον. Έτσι ήθελε να πιστεύει ο Ματ, τουλάχιστον. Ήταν ψηλή και λυγερόκορμη, με πρόσωπο σκληρό αλλά ωχρό, παρά την ποντοπόρα ζωή της. Το καταπράσινο φόρεμά της θα ταίριαζε μια χαρά σε Μαστόρισσα, διανθισμένο με μια μάζα μικροσκοπικών κίτρινων και λευκών λουλουδιών, που στόλιζαν τον ψηλό λαιμό και κατηφόριζαν τα μανίκια. Ένα ανθοποίκιλτο μαντίλι, δεμένο σφιχτά κάτω από το πηγούνι της, κρατούσε στη θέση της μια μεγάλη μαύρη περούκα, τα μαλλιά της οποίας έπεφταν χυτά στη μέση της και πάνω από τους ώμους της. Μισούσε το μαντίλι και το φόρεμα —ούτως ή άλλως, δεν της ταίριαζαν και πολύ— αλλά τα χέρια της πήγαιναν κάθε λίγο και λιγάκι στην περούκα της, για να σιγουρευτεί πως ήταν ίσια. Φαινόταν να την απασχολεί πιότερο από τα ρούχα της, αν κι η λέξη «απασχολεί» ίσως δεν είναι αρκετά ενδεικτική.
Όταν της είχαν πει ότι έπρεπε να κόψει κοντά τα νύχια της, είχε απλώς αναστενάξει στενοχωρημένη, αλλά όταν έμαθε πως έπρεπε να ξυρίσει εντελώς το κεφάλι της, κατακόκκινη και γουρλωμένη, κόντεψε να πάθει αποπληξία. Ο τρόπος με τον οποίο ήταν φτιαγμένα τα μαλλιά της στο παρελθόν —ξυρισμένα πάνω από τα αυτιά, με μια τούφα σαν μπολ στην κορυφή, και μια πλατιά αλογοουρά μέχρι τους ώμους— καθιστούσε προφανές ότι ανήκε στη Γενιά των Σωντσάν, μια κατώτερη ευγενής. Ακόμα και κάποιος που δεν είχε ξαναδεί ποτέ Σωντσάν, θα τη θυμόταν. Η Εγκήνιν είχε συμφωνήσει με την αλλαγή, εντελώς απρόθυμα βέβαια, αλλά αμέσως μετά έκανε σαν υστερική, μέχρι που κατάφερε να καλύψει το κεφάλι της, αν κι όχι για τους λόγους που θα το έκαναν οι περισσότερες γυναίκες. Ανάμεσα στους Σωντσάν, μόνο τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ξύριζαν τα κεφάλια τους. Οι φαλακροί άντρες φορούσαν περούκες μόλις τα μαλλιά τους άρχιζαν να πέφτουν. Η Εγκήνιν προτιμούσε να πεθάνει παρά να προκαλέσει την εντύπωση σε κάποιον ότι προσποιούνταν πως ανήκε στην Αυτοκρατορική οικογένεια, ακόμα κι αν η συγκεκριμένη σκέψη δεν περνούσε καν από το μυαλό του. Όπως και να έχει, μια τέτοιου είδους εντύπωση επέσυρε ποινή θανάτου για τους Σωντσάν, αλλά ο Ματ δεν πίστευε πως η γυναίκα θα εξωθούσε το ζήτημα στα άκρα. Τι ήταν μία ακόμα θανατική ποινή, τη στιγμή που ο λαιμός σου ήταν ήδη έτοιμος για τσεκούρι; Ή για στραγγαλισμό, στην περίπτωσή της. Ο ίδιος προοριζόταν για την αγχόνη.
Γλιστρώντας πίσω, στο αριστερό του μανίκι, το μαχαίρι που είχε μισοτραβήξει, ο Ματ κατέβηκε από τον ογκόλιθο. Έπεσε κάπως άτσαλα, κοντεύοντας να γκρεμοτσακιστεί, καταφέρνοντας μετά βίας να συγκρατήσει έναν μορφασμό πόνου από τον σφάχτη που αισθάνθηκε στον γοφό του. Κατόρθωσε να τον κρύψει. Η γυναίκα που στεκόταν απέναντι του ήταν ευγενικής καταγωγής και καπετάνισσα, κι είχε κάνει αρκετές προσπάθειες να πάρει την εξουσία. Επομένως, δεν ήταν ανάγκη να της δείξει πόσο αδύναμος ήταν για να έχει εκείνη το πάνω χέρι. Το γεγονός ότι η Εγκήνιν ζητούσε τη βοήθειά του, όχι το αντίστροφο, δεν σήμαινε ότι η γυναίκα σήκωνε πολλά-πολλά. Γέρνοντας πάνω στο τεράστιο λιθάρι με σταυρωμένα τα χέρια, προσποιούνταν πως ραχάτευε, κλωτσώντας τεμπέλικα τούφες ξερού γρασιδιού για να καταπραΰνει τον πόνο. Η προσπάθεια που κατέβαλλε ήταν αρκετά έντονη, με αποτέλεσμα σταγόνες ιδρώτα να φανούν στο μέτωπό του παρά τον παγερό αέρα. Η απόδραση μέσα στη θύελλα είχε ζορίσει τον γοφό του, ο οποίος δεν είχε ανανήψει ακόμα.
«Είσαι σίγουρη για τις Θαλασσινές;» τη ρώτησε. Δεν είχε νόημα να αναφέρει ξανά την έλλειψη πλοίων. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν λίγοι οι άποικοι των Σωντσάν που είχαν διασκορπιστεί από το Έμπου Νταρ, και μάλλον θα υπήρχαν περισσότεροι από το Τάντσικο. Άσχετα από το πόσα πλοιάρια διέθεταν, ήταν αδύνατον να ξεριζωθούν μεμιάς όλοι οι Σωντσάν.
Η γυναίκα έκανε να απλώσει το χέρι της προς την περούκα της, δίστασε, κοίταξε συνοφρυωμένη τα κοντοκομμένα νύχια της και τελικά δίπλωσε τα χέρια της κάτω από τις μασχάλες. «Ως προς τι;» Ήξερε πολύ καλά ότι ο άντρας κρυβόταν πίσω από τη δραπέτευση των Ανεμοσκόπων, αλλά κανείς από τους δύο δεν είχε κάνει ειδική αναφορά στο θέμα. Ανέκαθεν απέφευγε να μιλάει για τις Άθα’αν Μιέρε. Πέρα απ’ όλα αυτά τα βυθισμένα πλοία και τους νεκρούς, η απελευθέρωση νταμέην ήταν ένα ακόμη αδίκημα που επέσυρε τη θανατική ποινή, άσε που, σύμφωνα με την αντίληψη των Σωντσάν, ήταν αηδιαστικό και θεωρούνταν εξίσου κακό με βιασμό ή παρενόχληση παιδιών. Βέβαια, είχε βάλει κι η ίδια το χεράκι της για την απελευθέρωση μερικών νταμέην, αλλά βάσει των προσωπικών κριτηρίων της αυτό ήταν το πιο ελαφρύ απ’ τα εγκλήματά της. Ωστόσο, ούτε γι’ αυτό μιλούσε συχνά. Υπήρχαν κάποια ζητήματα στα οποία τηρούσε σιγή ιχθύος.
«Είσαι σίγουρη για τις Ανεμοσκόπους που πιάστηκαν αιχμάλωτες; Άκουσα ότι τους κόβουν τα χέρια ή τα πόδια». Ο Ματ ξεροκατάπιε· το σάλιο του είχε πικρή γεύση. Είχε δει άντρες να πεθαίνουν, κι είχε σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια. Κάποτε, μάλιστα, το Φως να τον συγχωρήσει, είχε σκοτώσει γυναίκα! Ακόμη κι οι πιο ζοφερές αναμνήσεις εκείνων των άλλων αντρών δεν ήταν ικανές να τον τσουρουφλίσουν τόσο βαθιά όσο αυτή. Μερικές μάλιστα από δαύτες ήταν τόσο μαύρες, που προτιμούσε να τις συνοδεύει με κάμποσο κρασί μόλις ανέβαιναν στην επιφάνεια. Πάντως, η σκέψη τού να κόψεις επί τούτου τα χέρια κάποιου τού προκαλούσε εμετό.
Το κεφάλι της Εγκήνιν τινάχτηκε και, προς στιγμήν, ο Ματ νόμισε πως η γυναίκα θα αγνοούσε την ερώτησή του. «Λόγια της Ρέννα, βάζω στοίχημα», σχολίασε εκείνη με μια αποπεμπτική κίνηση. «Μερικές σουλ’ντάμ λένε τέτοιες ανοησίες, για να φοβίσουν τις απείθαρχες νταμέην όταν τις πρωτοδένουν, αλλά κανείς δεν έχει εφαρμόσει κάτι τέτοιο εδώ και, χμ, έξι ή εφτά αιώνες. Όχι πολλοί, τουλάχιστον, κι όσοι είναι ανίκανοι να ελέγξουν την περιουσία τους δίχως... ακρωτηριασμούς... είναι εξ αρχής σέι’μοσίεβ». Το στόμα της συσπάστηκε από την αηδία, αν και δεν ήταν ξεκάθαρο κατά πόσον την αηδίαζε η σκέψη των ακρωτηριασμών ή των ίδιων των σέι’μοσίεβ.
«Άσχετα από ντροπές, το κάνουν πάντως», της αποκρίθηκε κοφτά ο Ματ. Για έναν Σωντσάν, οι σέι’μοσίεβ ήταν υπεράνω ντροπής, αλλά αμφέβαλλε κατά πόσον κάποιος που κόβει επί τούτου τα χέρια μιας γυναίκας μπορεί να αισθανθεί τόσο ταπεινωμένος ώστε ν’ αυτοκτονήσει. «Η Σούροθ ανήκει στην κατηγορία των "όχι πολλών";»
Η Σωντσάν τον αγριοκοίταξε κι η ματιά της ήταν εξίσου δηκτική με του Ματ, ακουμπώντας κατόπιν τις γροθιές στους γοφούς της. Έγειρε μπροστά με τα πόδια σε διάσταση, λες και βρισκόταν σε κατάστρωμα πλοίου, έτοιμη να μαλώσει κάποιον ανόητο ναύτη. «Η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ δεν έχει στην κατοχή της αυτές τις νταμέην, κοκορόμυαλε χωριάτη! Είναι ιδιοκτησία της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα. Η Σούροθ θα μπορούσε κάλλιστα να κόψει τις φλέβες της, όπως επίσης και να διατάξει και μια Αυτοκρατορική νταμέην να πράξει κάτι παρόμοιο. Αν ήθελε, θα το έκανε. Ποτέ, όμως, δεν άκουσα ότι ξεφτίλισε κάποιον. Θα προσπαθήσω να σ’ το εξηγήσω με απλά λόγια. Αν το σκυλί σου το σκάσει, δεν το σακατεύεις. Του δίνεις μερικές για να καταλάβει πως δεν πρέπει να το ξανακάνει, και το βάζεις πίσω, στο σκυλόσπιτο. Επιπλέον, οι νταμέην είναι...»
«Πολύτιμες», αποτελείωσε ξερά την πρότασή της ο Ματ. Το είχε ακούσει τόσο πολλές φορές, που του ερχόταν να ξεράσει.
Η γυναίκα αγνόησε τον σαρκασμό του, αν τον αντιλήφθηκε. Η εμπειρία του του έλεγε πως, αν μια γυναίκα δεν ήθελε με τίποτα να ακούσει κάτι, το αγνοούσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε αμφέβαλλες για το αν είχες μιλήσει καν. «Αρχίζεις να καταλαβαίνεις», του είπε με τη μακρόσυρτη προφορά της, νεύοντας. «Οι νταμέην για τις οποίες ανησυχείς τόσο δεν θα έχουν επάνω τους ούτε μία καμτσικιά πια». Το βλέμμα της στράφηκε στα πλοιάρια, στο λιμάνι κι, αργά-αργά, η γυναίκα πήρε μια έκφραση απώλειας, μια έκφραση που γινόταν ακόμα βαθύτερη από τη σκληράδα του προσώπου της. Διέτρεξε τα ακροδάχτυλά της με τους αντίχειρες. «Δεν θα το πίστευες αν σου έλεγα πόσο μου κόστισε η δική μου νταμέην», είπε με ήρεμη φωνή. «Όπως κι η αμοιβή της σουλ’ντάμ που τη φυλούσε. Θρόνους ολόκληρους άξιζε. Την έλεγαν Σεράιζα. Καλά εκπαιδευμένη κι ευαίσθητη. Αν την άφηνες, μπορούσε να καταβροχθίσει τόνους μελωμένα καρύδια, αλλά δεν την έπιανε ποτέ ναυτία και δεν ήταν ποτέ κατσούφα, όπως κάτι άλλες. Κρίμα που αναγκάστηκα να την αφήσω στο Κάντοριν. Μάλλον δεν θα την ξαναδώ». Αναστέναξε θλιμμένα.
«Είμαι σίγουρος πως κι εσύ της λείπεις», είπε ο Νόαλ, μ’ ένα αστραπιαίο χαμόγελο που αποκάλυπτε τα κενά ανάμεσα στα δόντια του. Αν μη τι άλλο, ακουγόταν ειλικρινής. Μπορεί και να ήταν. Ισχυριζόταν πως είχε δει χειρότερα από τις νταμέην και τις ντα’κοβάλε, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.
Η Εγκήνιν στυλώθηκε και τον κοίταξε συνοφρυωμένη, σαν να μην πίστευε στη συμπόνια που της έδειχνε. Ίσως, βέβαια, να είχε μόλις συνειδητοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο περιεργαζόταν τα πλοιάρια στο λιμάνι. Με μια αποφασιστική κίνηση, απομάκρυνε το βλέμμα της από τα νερά του λιμανιού. «Έδωσα εντολή να μην εγκαταλείψει κανείς τις άμαξες», είπε με σταθερή φωνή. Το πιθανότερο ήταν πως, ακούγοντας τον τόνο της φωνής της, το πλήρωμα του πλοίου της θ’ αναπηδούσε τρομαγμένο. Τίναξε το κεφάλι κι έστρεψε τη ματιά της μακριά από το ποτάμι, σα να περίμενε από τον Ματ και τον Νόαλ να αναπηδήσουν κι αυτοί τρομαγμένοι προς τα εκεί που έδειχνε.
«Αλήθεια;» είπε ο Ματ μειδιώντας. Κατάφερνε πάντα να παρουσιάζει ένα αυθάδικο χαμόγελο, το οποίο προκαλούσε αποπληξία στους διάφορους ανόητους που τον έπρηζαν. Η Εγκήνιν, φυσικά, κάθε άλλο παρά ανόητη ήταν —τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον— αλλά σίγουρα τον έπρηζε. Καπετάνισσα κι ευγενής ταυτόχρονα. Ο Ματ δεν ήξερε τι από τα δύο ήταν χειρότερο, αλλά αδιαφορούσε και για τα δύο! «Εγώ, πάντως, ήμουν έτοιμος να πάω προς τα εκεί, εκτός κι αν δεν τελείωσες ακόμα με το ψάρεμα, Νόαλ. Μπορούμε να περιμένουμε εδώ για λίγο».
Ο ηλικιωμένος άντρας, ωστόσο, ήδη έριχνε από το καλάθι στο νερό όσα ασημιά ψαράκια τού είχαν απομείνει. Τα χέρια του είχαν πάθει άσχημη ζημιά περισσότερες από μία φορές, κρίνοντας από τη σβολιασμένη τους εμφάνιση, αλλά δεν έπαυαν να είναι αρκετά επιδέξια για να τυλίξουν το σχοινί γύρω από το καλαμένιο σταλίκι. Στο λίγο διάστημα που ψάρευε, είχε πιάσει περίπου μια ντουζίνα ψάρια —το μεγαλύτερο περίπου ένα πόδι σε μήκος, με μια καλαμένια θηλιά να διαπερνά τα βράγχιά του— κι, αφού τα έβαλε στο καλάθι, το σήκωσε. Ισχυριζόταν πως, αν έβρισκε τα κατάλληλα πιπέρια, θα έφτιαχνε ένα ψάρι ψητό —από το Σάρα, αν είναι δυνατόν! Σαν να λέμε από το φεγγάρι!— που θα έκανε τον Ματ να ξεχάσει τους πόνους στον γοφό του. Βέβαια, κρίνοντας από τον τρόπο που ο Νόαλ έψαχνε τα πιπέρια, ο Ματ υποψιαζόταν πως ο λόγος που θα ξεχνούσε τους πόνους του θα ήταν από την αναζήτηση λίγης μπύρας για να δροσίσει τη γλώσσα του.
Η Εγκήνιν, περιμένοντας ανυπόμονα, δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στο μειδίαμα του Ματ, οπότε εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της. Αν ήταν να επιστρέψουν, καλύτερα να ξεκινούσαν. Η γυναίκα απομάκρυνε το χέρι του από τον ώμο της. Είχε την ικανότητα να κάνει μερικές κυρίες που γνώριζε ο Ματ να μοιάζουν με γκαρσόνες.
«Υποτίθεται πως είμαστε εραστές», της υπενθύμισε ο Ματ.
«Δεν μας βλέπει κανείς εδώ», γρύλισε η Εγκήνιν.
«Πόσες φορές πρέπει να σ’ το πω, Λέιλγουιν;» Αυτό το όνομα χρησιμοποιούσε, ισχυριζόμενη πως ήταν Ταραμπονέζικο. Εν πάση περιπτώσει, δεν ηχούσε διόλου σαν τα ονόματα των Σωντσάν. «Αν δεν κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου μέχρι να προσέξουμε κάποιον να μας παρατηρεί, θα φαινόμαστε πολύ παράξενο ζευγάρι για όσους μας βλέπουν, αλλά εμείς δεν τους βλέπουμε».
Η γυναίκα ρουθούνισε περιφρονητικά, αλλά αυτή τη φορά τον άφησε να περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους της και γλίστρησε και το δικό της γύρω από τη μέση του. Πάντως, καλού-κακού, του έριξε και μια προειδοποιητική ματιά.
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι του. Η γυναίκα δεν ήξερε τι της γινόταν αν νόμιζε πως ο ίδιος το απολάμβανε. Οι περισσότερες έβαζαν στους ώμους τους βάτες —εκείνες που του άρεσαν, τουλάχιστον— αλλά το να αγκαλιάζεις την Εγκήνιν ήταν σαν να αγκαλιάζεις φράχτη. Ήταν εξίσου σκληρή κι άκαμπτη. Αδυνατούσε να καταλάβει τι της έβρισκε ο Ντόμον. Ίσως η ίδια να μην είχε αφήσει άλλη επιλογή στον Ιλιανό. Σε τελική ανάλυση, τον είχε αγοράσει, όπως αγοράζεις ένα άλογο. Που να καώ, ποτέ μου δεν θα καταλάβω αυτούς τους Σωντσάν, σκέφτηκε. Όχι ότι το ήθελε κιόλας, απλώς έπρεπε.
Καθώς ξεμάκρυναν, ο Ματ έριξε μια τελευταία ματιά στο λιμάνι κι ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Δύο μικρά πλοιάρια βγήκαν μέσα από ένα φαρδύ τείχος ομίχλης, που προχωρούσε αργά με κατεύθυνση το λιμάνι. Προχωρούσε ενάντια στον άνεμο. Είχε έρθει η ώρα για αναχώρηση, ίσως μάλιστα να είχε παρέλθει κιόλας.
Ήταν κάτι παραπάνω από δύο μίλια απόσταση από το ποτάμι έως τον Μεγάλο Βορεινό Δρόμο, μέσα από την κυματιστή ύπαιθρο, καλυμμένη με το καφετί χειμωνιάτικο γρασίδι και τα βάτα και τα διασκορπισμένα εδώ κι εκεί σύδεντρα, τις μπερδεμένες περικοκλάδες και τα θάμνα, πολύ παχιά για να τα διαπεράσεις, ακόμα κι αν ήταν άφυλλα. Δύσκολα θα ονόμαζε κανείς αυτά τα υψώματα λόφους, πόσω μάλλον αν είχε σκαρφαλώσει στους Λόφους της Άμμου και στα Όρη της Ομίχλης σε νεαρή ηλικία —υπήρχαν κάποια κενά στη μνήμη του, αλλά ο Ματ θυμόταν μερικά πράγματα— αλλά πριν περάσει πολλή ώρα, ένιωθε ευγνώμων που είχε περασμένο το χέρι του γύρω από κάποιον. Είχε μείνει ακίνητος πολλή ώρα πάνω σ’ εκείνον τον καταραμένο βράχο. Ο παλλόμενος πόνος στον γοφό του είχε εξασθενήσει σε μια αμυδρή ενόχληση, αλλά ο Ματ εξακολουθούσε να κουτσαίνει, κι αν δεν τον στήριζε κάποιος, θα παραπατούσε στην πλαγιά. Βέβαια, δεν έγερνε εξ ολοκλήρου πάνω στην Εγκήνιν, αλλά και μόνο που είχε ένα στήριγμα, τον βοηθούσε να βαδίζει σταθερά. Η γυναίκα τον κοίταξε συνοφρυωμένη, σαν να νόμιζε ότι ο Ματ προσπαθούσε να πάρει το πάνω χέρι.
«Αν έκανες όσα σου είπαν», γρύλισε προς το μέρος του, «δεν θα χρειαζόταν να σε κουβαλάω».
Ο Ματ φανέρωσε ξανά τα δόντια του, όμως αυτή τη φορά δεν καμώθηκε καν πως χαμογελούσε. Η άνεση με την οποία γοργοπόδιζε πλάι τους ο Νόαλ, χωρίς να χάνει βήμα, παρ’ ότι ισορροπούσε με το ένα χέρι το καλάθι με τα ψάρια στον γοφό του, ενώ με το άλλο κουβαλούσε το καλάμι του ψαρέματος, ήταν κάπως ακατανόητη. Αν κι έμοιαζε καταβεβλημένος, ο ηλικιωμένος άντρας ήταν αρκετά σφριγηλός, μερικές φορές δε η ζωηράδα του ξεπερνούσε κάθε όριο.
Ο δρόμος που ακολουθούσαν έστριβε βόρεια της Τροχιάς του Ουρανού, με τις μακρόστενες ανοικτές κερκίδες από καλογυαλισμένα, πέτρινα καθίσματα όπου, όταν το επέτρεπε ο καιρός, οι πλούσιοι ευεργέτες κάθονταν σε μαξιλαράκια κάτω από πολύχρωμες πάνινες τέντες για να παρακολουθήσουν τις ιπποδρομίες. Τώρα, οι τέντες κι οι πάσσαλοι είχαν στοιβαχτεί, τα άλογα βρίσκονταν στους στάβλους τους —όσα είχαν αφήσει οι Σωντσάν τουλάχιστον— και τα καθίσματα ήταν άδεια. Μονάχα μια χούφτα πιτσιρίκια ανεβοκατέβαιναν τις κερκίδες παίζοντας κυνηγητό. Στον Ματ άρεσαν τα άλογα κι οι ιπποδρομίες, αλλά το βλέμμα του άφησε την Τροχιά και στράφηκε προς την κατεύθυνση του Έμπου Νταρ. Πίσω από κάθε ύψωμα γίνονταν ορατοί οι ογκώδεις, λευκοί προμαχώνες της πόλης, με αρκετό φάρδος ώστε να υποστηρίζουν έναν δρόμο που, από την κορυφή τους, έκανε τον γύρο της πόλης. Το αγνάντεμα του παρείχε δικαιολογία να κάνει μια στάση. Ανόητη γυναίκα! Το ότι ο Ματ κούτσαινε λιγάκι δεν σήμαινε σε καμιά περίπτωση ότι εκείνη τον κουβαλούσε! Κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία του, να σφίξει τα δόντια και να μην γκρινιάζει. Γιατί δεν μπορούσε να κάνει κι αυτή το ίδιο;
Στο εσωτερικό της πόλης, λευκές οροφές και τείχη, άσπροι θόλοι κι οβελίσκοι, κυκλωμένοι με λεπτές χρωματιστές ταινίες, λαμπύριζαν στο γκρίζο φως του πρωινού, δίνοντας την εντύπωση ενός γαλήνιου τοπίου. Ο Ματ δεν κατόρθωσε να διακρίνει τα κενά που είχαν δημιουργηθεί από τα καμένα κτήρια. Μια μακρόστενη σειρά από αγροτικά κάρα με ψηλούς τροχούς, που τα έσερναν βόδια, κυλούσαν μέσα από την πλατιά, αψιδωτή πύλη που άνοιγε στον Μεγάλο Βορεινό Δρόμο, άντρες και γυναίκες που κατευθύνονταν στην αγορά της πόλης με όποια πραμάτεια είχαν για πούλημα, παρότι ο χειμώνας ήταν προχωρημένος, και καταμεσής αυτής της σειράς υπήρχε μια εμπορική ακολουθία από μεγάλα κάρα καλυμμένα με καναβάτσο, τα οποία σέρνονταν από ομάδες των έξι ή οκτώ αλόγων, κουβαλώντας πραμάτεια από το Φως μόνο ήξερε πού. Εφτά ακόμα ακολουθίες, από τέσσερα έως δέκα κάρα, έμεναν παραταγμένες στο πλάι του δρόμου περιμένοντας τους φρουρούς της πύλης να τελειώσουν τους ελέγχους. Το εμπόριο δεν σταματούσε ποτέ όσο έλαμπε ο ήλιος, άσχετα από το ποιος διοικούσε την πόλη, εκτός κι αν είχαν ξεκινήσει συρράξεις. Κάποιες φορές, μάλιστα, δεν σταματούσε ούτε τότε. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν από την αντίθετη μεριά ήταν στην πλειονότητά τους Σωντσάν, στρατιώτες στοιχισμένοι σε αυστηρές γραμμές, με τις τμηματικές πανοπλίες τους με τις βαμμένες ρίγες και τις περικεφαλαίες που έμοιαζαν με κεφάλια τεράστιων εντόμων. Μερικοί παρέλαυναν πεζοί κι άλλοι έφιπποι. Οι ευγενείς ήταν πάντα έφιπποι, φορώντας στολισμένους μανδύες, πλισαρισμένα ρούχα ιππασίας και πέπλα από δαντέλα ή ογκώδη παντελόνια και μακρόστενα πανωφόρια. Οι άποικοι Σωντσάν αναχωρούσαν κι αυτοί από την πόλη, μια ολόκληρη ακολουθία από άμαξες γεμάτες με αγρότες και τεχνίτες μαζί με τα εργαλεία τους. Οι άποικοι είχαν ήδη αρχίσει να φεύγουν με το που κατέβηκαν από τα πλοία, αλλά θα περνούσαν βδομάδες μέχρι να φύγει κι ο τελευταίος. Ήταν μια γαλήνια σκηνή καθημερινότητας, αν αγνοούσες όσα κρύβονταν από πίσω, αλλά κάθε φορά που έφταναν σε σημείο που μπορούσε να αντικρίσει τις πύλες, ο νους του πήγαινε έξι νύχτες πριν, και βρισκόταν και πάλι εκεί, στις ίδιες πύλες.
Η θύελλα είχε χειροτερέψει καθώς διέσχιζαν την πόλη από το Παλάτι Τάρασιν. Η βροχή ήταν καταιγιστική κι οι σταγόνες της έπεφταν βαριές στη σκοτεινιασμένη πόλη, κάνοντας το λιθόστρωτο να γλιστράει κάτω από τις οπλές των αλόγων, ενώ ο άνεμος λυσσομανούσε έξω από τη Θάλασσα των Καταιγίδων, μετατρέποντας τις σταγόνες της βροχής σε εκσφενδονιζόμενες πέτρες και τινάζοντας τους μανδύες με τέτοια ένταση, που δεν είχε νόημα να πασχίζεις να κρατηθείς στεγνός. Τα σύννεφα έκρυβαν τη σελήνη, ενώ ο κατακλυσμός έμοιαζε να πνίγει το φως των φανών που βαστούσαν ο Μπλάερικ κι ο Φεν, οι οποίοι προπορεύονταν των υπολοίπων. Ύστερα, μπήκαν στον μακρόστενο διάδρομο που διαπερνούσε τα τείχη της πόλης, βρίσκοντας προσωρινό καταφύγιο από τη βροχή. Το διαπεραστικό σφύριγμα του ανέμου έκανε την ψηλοτάβανη σήραγγα να μοιάζει με αυλό. Οι φρουροί της πύλης περίμεναν στο εσωτερικό της αντικριστής μεριάς του διαδρόμου, τέσσερις εκ των οποίων κρατούσαν επίσης φανούς. Καμιά δεκαριά ακόμη, οι μισοί Σωντσάν, έφεραν πελέκια που μπορούσαν να χτυπήσουν έφιππο άντρα και να τον ρίξουν κάτω. Δύο Σωντσάν χωρίς περικεφαλαίες τούς παρατηρούσαν από τη φωτισμένη είσοδο του φυλακίου, που ήταν χτισμένο πάνω στον τοίχο με τον λευκό γύψο, ενώ πίσω τους διακρίνονταν κινούμενες σκιές, οι οποίες μαρτυρούσαν ότι υπήρχαν κι άλλοι. Ήταν αρκετοί για να τους αντιμετωπίσουν χωρίς να τραβήξουν την προσοχή, ίσως μάλιστα να ήταν αδύνατον να τους αντιμετωπίσουν καν. Αν ο Ματ επιχειρούσε κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν να έσκαγε στα χέρια του πυροτέχνημα των Φωτοδοτών.
Ωστόσο, δεν ήταν οι φρουροί ο κίνδυνος, όχι ο κύριος κίνδυνος τουλάχιστον. Μια ψηλή γυναίκα με πλαδαρό πρόσωπο, που φορούσε ένα μπλε φόρεμα με σκιστή φούστα, η οποία της έφτανε έως τον αστράγαλο κι απεικόνιζε ασημιές αστραπές πάνω σε κόκκινα φατνώματα, προσπέρασε τους άντρες στην είσοδο του φυλακίου. Ένα μακρύ ασημένιο μεταλλικό λουρί ήταν τυλιγμένο στο αριστερό χέρι της σουλ’ντάμ και το ελεύθερο άκρο του τη συνέδεε με την ψαρομάλλα με το σκούρο γκρι φόρεμα, που την ακολουθούσε μ’ ένα ανυπόμονο πλατύ μειδίαμα. Ο Ματ ήξερε ότι θα ήταν εκεί. Οι Σωντσάν είχαν τοποθετήσει πλέον σουλ’ντάμ και νταμέην σε κάθε πύλη. Ίσως στο εσωτερικό να υπήρχε άλλο ένα ζευγάρι, μπορεί και δύο. Δεν σκόπευαν να αφήσουν μια γυναίκα ικανή να διαβιβάσει να ξεφύγει από τα δίχτυα τους. Το ασημένιο μενταγιόν με την κεφαλή της αλεπούς, κάτω από την πουκαμίσα του, ήταν κρύο πάνω στο στήθος του. Δεν επρόκειτο για την παγωνιά που μαρτυρούσε ότι κάποιος αγκαλιάζει την Πηγή εκεί κοντά, ήταν απλώς η συσσωρευμένη κρυάδα της νύχτας κι η παγωμένη του επιδερμίδα που δεν του επέτρεπαν να ζεσταθεί, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει για να περιμένει. Μα το Φως, απόψε έκανε ταχυδακτυλουργίες με βεγγαλικά κι αναμμένα φυτίλια!
Οι φρουροί ίσως να παραξενεύονταν, βλέποντας μια ευγενή να φεύγει από το Έμπου Νταρ καταμεσής της νύχτας και με τέτοιον καιρό, με περισσότερους από δέκα υπηρέτες και μια ολόκληρη ακολουθία υποζυγίων, που έδιναν την εντύπωση μακρινού ταξιδιού, αλλά η Εγκήνιν ανήκε στη Γενιά, και πάνω στον μανδύα της ήταν κεντημένος ο αετός με τα ασπρόμαυρα φτερά του απλωμένα πλέρια, ενώ τα μακριά δάχτυλα στα κόκκινα γάντια ιππασίας ταίριαζαν απόλυτα με τα νύχια της. Οι κοινοί στρατιώτες δεν ρωτούσαν ποτέ για τις προθέσεις της Γενιάς, ακόμα κι αν επρόκειτο για την κατώτερη Γενιά. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε πως δεν υπήρχαν διάφορα τυπικά. Όποιος ήθελε, μπορούσε να φύγει από την πόλη όποτε επιθυμούσε, αλλά οι Σωντσάν κατέγραφαν τις κινήσεις των νταμέην, και τρεις από δαύτες κατευθύνθηκαν προς το μέρος της ακολουθίας, με τα κεφάλια κατεβασμένα και τα πρόσωπα καλυμμένα με τις κουκούλες των γκρίζων μανδυών τους, καθεμία συνδεδεμένη με μια έφιππη σουλ’ντάμ μέσω του ασημένιου λουριού που λεγόταν α’ντάμ.
Η σουλ’ντάμ με το πλαδαρό πρόσωπο τις προσπέρασε δίχως να τους ρίξει ματιά, σουλατσάροντας κατά μήκος της σήραγγας. Η νταμέην της, ωστόσο, κοιτούσε έντονα όποια γυναίκα προσπερνούσαν, ανιχνεύοντας κατά πόσον μπορούσε να διαβιβάσει, κι ο Ματ κράτησε την ανάσα του μόλις η γυναίκα σταμάτησε πλάι στην τελευταία έφιππη νταμέην και την κοίταξε ελαφρώς συνοφρυωμένη. Όσο και να του χαμογελούσε η τύχη, δύσκολα θα στοιχημάτιζε ότι μία Σωντσάν δεν θα αναγνώριζε το αγέραστο πρόσωπο μιας Άες Σεντάι αν κοιτούσε μέσα από την κουκούλα. Βέβαια, υπήρχαν κι Άες Σεντάι που εκτελούσαν χρέη νταμέην, αλλά τι πιθανότητες υπήρχαν να ήταν τέτοιες και οι τρεις γυναίκες της Εγκήνιν; Μα το Φως, πόσο πιθανό ήταν να κατέχει τρεις γυναίκες ένα μέλος της κατώτερης Γενιάς;
Η γυναίκα με το πλαδαρό πρόσωπο πλατάγισε τη γλώσσα της σαν να απευθυνόταν σε σκυλάκι, τράβηξε το α’ντάμ κι η νταμέην την ακολούθησε χωρίς δισταγμό. Δεν έψαχναν τόσο για απλές νταμέην, όσο για μαράθ’νταμέην που είχαν βαλθεί να ξεφύγουν από το λουρί. Ο Ματ νόμιζε πως θα πνιγόταν. Ο ήχος των ζαριών που χόρευαν στο κεφάλι του ήταν αρκετά δυνατός ώστε να ανταγωνίζεται το περιστασιακό μπουμπουνητό των μακρινών κεραυνών. Κάτι δεν θα πήγαινε καθόλου καλά. Το ήξερε.
Ο αξιωματικός των φρουρών, ένας ρωμαλέος Σωντσάν με πλαγιαστά μάτια, σαν Σαλδαίος, αλλά με ωχρή, μελιά επιδερμίδα, έκανε μια ευγενική υπόκλιση και προσκάλεσε την Εγκήνιν στο εσωτερικό του φυλακίου για να της προσφέρει μια κούπα αρωματικό κρασί, ενώ ένας γραφέας σημείωνε τις πληροφορίες σχετικά με τις νταμέην. Τα περισσότερα φυλάκια που είχε δει ο Ματ ήταν γυμνά, αλλά στο συγκεκριμένο το ακτινοβόλο φως των φανών, που ήταν τοποθετημένοι στις χαραμάδες, το έκανε να δείχνει σχεδόν ελκυστικό. Βέβαια, κι ένα νηπενθές θα έμοιαζε εξαιρετικά ελκυστικό σε μια μύγα. Ήταν περιχαρής που οι σταγόνες της βροχής έσταζαν από την κουκούλα του μανδύα του κι έπεφταν πάνω στο πρόσωπό του. Έτσι, έκρυβαν τον ιδρώτα του εκνευρισμού του. Πήρε ένα από τα μαχαίρια του και το τοποθέτησε σε επίπεδη θέση στην κορυφή του μακρόστενου μπόγου που ήταν απλωμένος πάνω στη σέλα του. Σε αυτή τη θέση, κανείς από τους στρατιώτες δεν θα το πρόσεχε. Αισθανόταν τη γυναίκα στο εσωτερικό του υφάσματος να αναπνέει κάτω από τα χέρια του, κι οι ώμοι του σφίχτηκαν, φοβούμενος πως από στιγμή σε στιγμή θα φώναζε για βοήθεια. Η Σελούσια οδήγησε το άλογά της πλάι του και τον περιεργάστηκε μέσα από την κουκούλα της, με τη χρυσαφιά της πλεξούδα κρυμμένη, χωρίς καν να ρίξει ματιά στη σουλ’ντάμ και στην νταμέην που την προσπέρασαν. Μία κραυγή της Σελούσια αρκούσε για να τα καταστρέψει όλα. Ο Ματ θεωρούσε πως η απειλή ενός μαχαιριού ανάγκαζε τις γυναίκες να σιωπήσουν —ήταν απαραίτητο να έχουν την εντύπωση πως, για να το χρησιμοποιήσει, θα πρέπει να ήταν ή εντελώς απεγνωσμένος ή αρκετά τρελός— αλλά και πάλι δεν μπορούσε να είναι εντελώς σίγουρος. Για πολλά πράγματα δεν μπορούσε να είναι σίγουρος, μια κι όλα κρέμονταν από μια κλωστή ή πήγαιναν στραβά.
Θυμόταν να κρατάει την ανάσα του και ν’ αναρωτιέται πότε θα πρόσεχε κάποιος ότι ο μπόγος που κουβαλούσε είχε επάνω του πλούσια κεντήματα και θα τον ρωτούσε γιατί τον άφηνε να μουσκεύει στη βροχή. Αναρωτιόταν και ταυτόχρονα έβριζε τον εαυτό του που είχε αδράξει την πρώτη ευκαιρία που του παρουσιάστηκε. Στη μνήμη ενός ανθρώπου όλα κυλούν με αργούς ρυθμούς. Η Εγκήνιν ξεπέζεψε και πάσαρε τα γκέμια στον Ντόμον, ο οποίος τα πήρε υποκλινόμενος από τη σέλα του. Η κουκούλα του Ντόμον ήταν ριγμένη πίσω, αρκετά ώστε να αποκαλύπτει το ξυρισμένο από τη μια μεριά κεφάλι του και τα υπόλοιπα μαλλιά του, τα οποία σχημάτιζαν πλεξούδα που έπεφτε στους ώμους του. Βροχοσταλίδες έσταζαν από την κοντή γενειάδα του στιβαρού Ιλιανού, ο οποίος δεν είχε πρόβλημα να επιδεικνύει την άκαμπτη αλαζονεία ενός σο’τζίν, κληρονομικά ανώτερου υπηρέτη κάποιου που ανήκε στη Γενιά —κάτι που σχεδόν εξίσωνε τον ίδιο με τα μέλη της— και, σαφώς, ανώτερου από οποιονδήποτε κοινό στρατιώτη. Η Εγκήνιν έριξε μια ματιά προς το μέρος του Ματ και του φορτίου του· το πρόσωπό της ήταν μια παγωμένη μάσκα, που κάλλιστα θα ερμήνευε κάποιος ως υπεροψία, αν δεν ήξερε πόσο τρομαγμένη ήταν εξαιτίας του εγχειρήματός τους. Η ψηλή σουλ’ντάμ κι η νταμέην της, έχοντας τελειώσει την επιθεώρησή τους, άρχισαν να ανεβαίνουν με γοργό βηματισμό τη σήραγγα. Ο Βάνιν, λίγο πιο πίσω από τον Ματ, ηγούμενος ενός κοπαδιού υποζυγίων και καθισμένος πάνω στο άλογό του σαν να καθόταν πάνω σε σακί με ξύγκι, έγειρε πάνω στη σέλα του κι έφτυσε. Ο Ματ δεν είχε ιδέα γιατί το συγκεκριμένο περιστατικό ήταν τόσο έντονα καταγεγραμμένο στη μνήμη του. Ο Βάνιν έφτυσε κι οι σάλπιγγες ήχησαν, εξασθενημένα και διαπεραστικά από απόσταση, πολύ πιο πίσω τους, από τη μεριά του νότιου μέρους της πόλης, εκεί όπου ο κόσμος σχεδίαζε να ανατινάξει τα αποθέματα των Σωντσάν που ήταν αποθηκευμένα κατά μήκος του Δρόμου του Κόλπου.
Ο αξιωματικός της φρουράς κοντοστάθηκε στο άκουσμα των σαλπισμάτων, μα ξάφνου μια κωδωνοκρουσία αντήχησε σ’ ολόκληρη την πόλη, έπειτα άλλη μία. Ύστερα, κλαγγή από εκατοντάδες καμπάνες έμοιαζε να σημαίνει συναγερμό μέσα στη νύχτα, καθώς ο σκοτεινός ουρανός σκιζόταν από τις αστραπές που γεννούσαν μια ανείπωτη καταιγίδα, ασημογάλαζες φωτεινές δέσμες που μαχαίρωναν το εσωτερικό των τειχών. Έλουζαν τη σήραγγα με φως που αστραποβολούσε. Και τότε, άρχισαν οι κραυγές και τα ουρλιαχτά, εν μέσω των εκρήξεων στην πόλη.
Προς στιγμήν, ο Ματ καταράστηκε τις Ανεμοσκόπους επειδή κινήθηκαν νωρίτερα απ’ ό,τι είχαν υποσχεθεί, αλλά συνειδητοποίησε ότι τα ζάρια μέσα στο κεφάλι του είχαν πάψει να χορεύουν. Γιατί; Ήθελε να αρχίσει ξανά να βλαστημάει, αλλά ούτε γι’ αυτό είχε χρόνο. Την επόμενη στιγμή, ο αξιωματικός παρότρυνε βιαστικά την Εγκήνιν να ανέβει στη σέλα της και να απομακρυνθεί, δίνοντας ταχύτατες διαταγές στους άντρες που ξεχύνονταν από το φυλάκιο, αναθέτοντας σε κάποιον να τρέξει στην πόλη, για να δει τι συμβαίνει, και στοιχίζοντας τους υπολοίπους, για να αντιμετωπίσουν οποιουδήποτε είδους απειλή, ασχέτως αν προερχόταν εκ των έσω ή απ’ έξω. Η γυναίκα με το πλαδαρό πρόσωπο έτρεξε μαζί με την νταμέην της κοντά στους στρατιώτες μαζί με ένα άλλο ζευγάρι γυναικών συνδεδεμένων με α’ντάμ, οι οποίες βγήκαν τρέχοντας από το φυλάκιο. Ο Ματ κι οι υπόλοιποι ξεχύθηκαν καλπάζοντας στην καταιγίδα, κουβαλώντας μαζί τους τρεις Άες Σεντάι, δύο εκ των οποίων ήταν διαφυγούσες νταμέην, και την απαχθείσα διάδοχο του Κρυστάλλινου Θρόνου των Σωντσάν, ενώ πίσω τους μια ακόμα χειρότερη καταιγίδα ξεσπούσε πάνω από το Έμπου Νταρ. Αστραπές, πυκνές σαν χορτάρια...
Ριγώντας, ο Ματ επανήλθε στην πραγματικότητα. Η Εγκήνιν τον στραβοκοίταξε, σκουντώντας τον απότομα. «Οι εραστές που είναι πιασμένοι χεράκι-χεράκι, δεν βιάζονται», μουρμούρισε. «Απλώς... σουλατσάρουν». Κάγχασε. Ο Ντόμον θα πρέπει να είχε τυφλωθεί από έρωτα. Ή αυτό ή είχε φάει κάμποσα χτυπήματα στο κεφάλι.
Εν πάση περιπτώσει, τα χειρότερα είχαν περάσει. Ο Ματ ήλπιζε ότι το χειρότερο ήταν να βγουν από την πόλη. Από τη στιγμή εκείνη, δεν αισθανόταν τα ζάρια στο μυαλό του, κάτι που ήταν ανέκαθεν κακό σημάδι. Τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω ήταν όσο πιο μπερδεμένα γινόταν, κι ήταν σίγουρος πως κάποιος θα έπρεπε να είναι εξίσου τυχερός με τον ίδιο για να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι. Οι Αναζητητές έψαχναν τα ίχνη της Εγκήνιν από την προηγούμενη κιόλας νύχτα —τώρα μάλιστα θα είχε επικηρυχθεί, επειδή, μεταξύ άλλων, είχε κλέψει και μια νταμέην— αλλά οι αρχές θα νόμιζαν πως το είχε σκάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν κι ότι βρισκόταν ήδη σε απόσταση αρκετών λευγών από το Έμπου Νταρ, όχι ότι θα καθόταν λίγο πιο έξω από την πόλη. Τίποτα, εκτός από κάποιον συμπτωματικό συγχρονισμό, δεν τη συνέδεε με την Τουόν ή με τον Ματ, κι αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Η Τάυλιν σίγουρα θα τον κατηγορούσε για όλα —καμία γυναίκα δεν θα συγχωρούσε έναν άντρα που την είχε δέσει και την είχε χώσει κάτω από το κρεβάτι, ακόμα και κατόπιν δική της προτροπής— αλλά με λίγη τύχη δεν θα κρινόταν ύποπτος για οτιδήποτε άλλο είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα. Με λίγη τύχη, το όνομά του δεν θα βρισκόταν στο μυαλό κανενός εκτός από της Τάυλιν. Το να δένεις κόμπο μια βασίλισσα σαν να είναι γουρουνάκι προς πώληση αρκούσε ως λόγος για να σε εκτελέσουν, αλλά έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν και τα μουχλιασμένα κρεμμύδια παράλληλα με την εξαφάνιση της Κόρης των Εννέα Φεγγαριών, και τι σχέση είχε με όλα αυτά το Παιχνιδάκι της Τάυλιν; Ο Ματ εξακολουθούσε να είναι θυμωμένος που τον αντιμετώπιζαν ακόμα σαν τσιράκι της —κι ακόμα χειρότερα, σαν το αγαπημένο της ζωάκι!— αλλά η κατάσταση αυτή είχε και κάμποσα πλεονεκτήματα.
Πίστευε πως ήταν ασφαλής —από τους Σωντσάν, τουλάχιστον— ωστόσο υπήρχε κάτι που τον ενοχλούσε, σαν αγκάθι στο πόδι του. Βέβαια, δεν ήταν και λίγα αυτά που τον ενοχλούσαν, και τα περισσότερα είχαν να κάνουν με την ίδια την Τουόν, αλλά το συγκεκριμένο αγκάθι ήταν εξαιρετικά μυτερό. Η εξαφάνιση της Τουόν ήταν υπερβολικά τρομακτική, σαν να ’χε χαθεί ο ήλιος μεσημεριάτικα, αλλά κανείς δεν βρισκόταν στο πόδι. Κανείς! Δεν είχε γίνει η παραμικρή ανακοίνωση, δεν υπήρχαν αμοιβές κι επικηρύξεις, κανείς δεν είχε ζητήσει λύτρα και κανείς στρατιώτης με διαπεραστική ματιά δεν έκανε ελέγχους σε κάθε κάρο κι άμαξα σε μια απόσταση μιλίων, ούτε προχωρούσε καλπάζοντας για να ξετρυπώσει κάθε κρυψώνα κι εσοχή όπου θα μπορούσε να κρυφτεί μια γυναίκα. Εκείνες οι παλιές αναμνήσεις τού μιλούσαν για κάτι σχετικό με κάποια βασίλισσα που είχε απαχθεί, αλλά μ’ εξαίρεση τους απαγχονισμούς και τα καμένα πλοιάρια στο λιμάνι, εξωτερικά το Έμπου Νταρ έμοιαζε αναλλοίωτο από τη μέρα πριν από την απαγωγή. Η Εγκήνιν ισχυριζόταν πως η έρευνα θα διεξαγόταν με πλήρη μυστικότητα κι ότι πολλοί από τους ίδιους τους Σωντσάν μπορεί να μην είχαν πάρει είδηση την απουσία της Τουόν. Οι εξηγήσεις της είχαν να κάνουν με το σοκ που θα πάθαιναν στην Αυτοκρατορία, τους κακούς οιωνούς που προμηνύονταν για την Επιστροφή και τον χαμό του σέι’τάερ. Κρίνοντας από τα λεγόμενά της, θα έλεγε κανείς πως πίστευε κάθε της λέξη, αλλά ο Ματ δεν έδινε δεκάρα για όσα έλεγε. Μπορεί οι Σωντσάν να ήταν παράξενος λαός, αλλά όχι τόσο. Η σιγαλιά που βασίλευε στο Έμπου Νταρ τον ανατρίχιαζε. Διαισθανόταν πως αυτή η σιωπή έκρυβε παγίδες. Μόλις έφθασαν στον Μεγάλο Βορεινό Δρόμο, ένιωσε ευγνώμων που η πόλη κρύφτηκε πίσω από τους χαμηλούς λόφους.
Ο δρόμος ήταν μια φαρδιά δημοσιά, μια μεγάλη εμπορική λεωφόρος, αρκετά πλατιά για να χωρούν παράπλευρα πέντε ή έξι άμαξες, και μάλιστα χωρίς στρίμωγμα, με μια επιφάνεια από χώμα και λάσπη, που εκατοντάδες χρόνια χρήσης την είχαν πατικώσει και σκληρύνει, κάνοντάς τη να μοιάζει με τα αρχαία λιθόστρωτα που έβλεπες πού και πού να εξέχουν σε κάποιες άκρες ή γωνίες μερικές ίντσες στον αέρα. Ο Ματ κι η Εγκήνιν διέσχισαν βιαστικά τον δρόμο, μέχρι το χείλος της άλλης πλευράς, με τον Νόαλ να τους ακολουθεί κατά πόδας, ανάμεσα σε μια εμπορική αμαξοστοιχία που προχωρούσε θορυβωδώς προς την πόλη, κάτω από την επίβλεψη μιας βλογιοκομμένης γυναίκας και δέκα αντρών με άγριο βλέμμα, που φορούσαν πέτσινα γιλέκα καλυμμένα με μεταλλικούς δίσκους, ενώ μια ολόκληρη συστοιχία από τις αποικιακές άμαξες με την αλλόκοτη φτιαξιά, που κατέληγε σε μια μυτερή απόληξη, κατευθύνονταν βόρεια, άλλες συρόμενες από άλογα και μουλάρια κι άλλες από βόδια. Παρέες από ξυπόλητα πιτσιρίκια ανάμεσα στις άμαξες κατηύθυναν με τα ραβδιά ένα κοπάδι γίδες με τέσσερα κέρατα και μακρύ, μαύρο μαλλί, και μερικές τεράστιες άσπρες αγελάδες με μεγάλα προγούλια. Στα νώτα των αμαξών, ένας άντρας με φαρδιές μπλε βράκες και στρογγυλό κόκκινο σκούφο έσερνε έναν ογκώδη καμπουρωτό ταύρο από ένα παχύ σχοινί δεμένο σ’ έναν κρίκο στη μύτη του. Μ’ εξαίρεση τα ρούχα του, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι Διποταμίτης. Καθώς προχωρούσε στην ίδια κατεύθυνση, έριξε μια ματιά στον Ματ και στους υπολοίπους, λες κι ήταν έτοιμος να πει κάτι, αλλά περιορίστηκε σ’ ένα νεύμα και προχώρησε δίχως να τους ξανακοιτάξει. Το κούτσαμα του Ματ τούς ανάγκαζε να μην προχωρούν πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να τους προσπερνούν οι άποικοι, αργά αλλά σταθερά.
Με τους ώμους σκυφτούς, αδράχνοντας σφιχτά το μαντίλι κάτω από το πηγούνι με το ελεύθερο χέρι της, η Εγκήνιν ξεφύσηξε και χαλάρωσε τη λαβή στα πλευρά του Ματ, μια λαβή που είχε καταντήσει σχεδόν οδυνηρή. Μία στιγμή αργότερα, η γυναίκα κορδώθηκε κι αγριοκοίταξε την πλάτη του αγρότη που απομακρυνόταν, λες κι ήταν έτοιμη να τον κυνηγήσει και να τον δείρει. Επιπλέον, λες κι αυτό δεν ήταν αρκετά άσχημο από μόνο του, μόλις ο αγρότης απομακρύνθηκε κάπου είκοσι βήματα, το άγριο βλέμμα της στράφηκε σε μια παρέα Σωντσάν στρατιωτών, οι οποίοι παρήλαυναν στη μέση του δρόμου με ρυθμικό βηματισμό, που σύντομα θα ξεπερνούσε αυτόν των αποίκων. Ήταν περίπου διακόσιοι σε ουλαμό των τεσσάρων, ακολουθούμενοι από ένα ετερόκλιτο πλήθος αμαξών, συρόμενων από μουλάρια και καλυμμένων με σφιχτοδεμένο καραβόπανο. Το μέσον της δημοσιάς είχε αφεθεί ελεύθερο για στρατιωτική χρήση. Μισή ντουζίνα έφιπποι αξιωματικοί με περικεφαλαίες που έφεραν λεπτοκαμωμένα φτερά, κρύβοντας ολόκληρο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια, προχωρούσαν επικεφαλής του ουλαμού, χωρίς να κοιτάνε ούτε αριστερά ούτε δεξιά, και με τους πορφυρούς τους μανδύες όμορφα απλωμένους στα καπούλια των αλόγων. Το λάβαρο που ακολουθούσε κατά πόδας τους αξιωματικούς ήταν σημαδεμένο με κάτι που έμοιαζε με στυλιζαρισμένη αιχμή βέλους, ίσως όμως να ήταν κι άγκυρα, που τεμνόταν από ένα μακρόστενο βέλος και την ακανόνιστη μορφή μιας χρυσαφιάς αστραπής, ενώ από κάτω υπήρχαν γράμματα κι αριθμοί που ο Ματ δεν κατάφερε να διακρίνει, καθώς οι ριπές του ανέμου έκαναν το λάβαρο να κυματίζει πότε από τη μία και πότε από την άλλη. Οι άντρες στις άμαξες προμηθειών φορούσαν μπλε πανωφόρια και βράκες, καθώς και τετράγωνα κυανέρυθρα σκουφιά, αλλά οι στρατιώτες ήταν ακόμα πιο φανταχτεροί από τους περισσότερους Σωντσάν, με τις βαθμιδωτές πανοπλίες με τις θαλασσιές λωρίδες και τις ασημόλευκες, χρυσοκόκκινες και κίτρινες ταινίες στο κάτω μέρος, ενώ οι περικεφαλαίες ήταν βαμμένες και στις τέσσερις αποχρώσεις, έτσι ώστε να παραπέμπουν περισσότερο σε κεφάλια τερατωδών αραχνών. Ένα τεράστιο έμβλημα με την άγκυρα —ο Ματ πίστευε ότι μάλλον επρόκειτο για άγκυρα— μαζί με ένα βέλος και μια αστραπή ήταν προσδεμένα στην πρόσοψη κάθε περικεφαλαίας, ενώ κάθε άντρας ξεχωριστά, εκτός από τους αξιωματικούς, έφερε στο πλευρό ένα τόξο με διπλή κύρτωση και μια θήκη από γουρουνότριχα περασμένη στη ζώνη, στο εσωτερικό της οποίας ισορροπούσε το κοντόσπαθο.
«Τοξότες των πλοίων», μούγκρισε η Εγκήνιν, αγριοκοιτάζοντας τους στρατιώτες. Το ελεύθερο χέρι της είχε αφήσει το μαντίλι, αλλά εξακολουθούσε να είναι σφιγμένο σε γροθιά. «Καυγατζήδες στα χάνια. Με το που πατούν ξηρά, προκαλούν προβλήματα».
Κατά τη γνώμη του Ματ, έδειχναν καλά εκπαιδευμένοι. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν είχε ακούσει για στρατιώτες που απέφυγαν καυγά, ειδικά ενώ ήταν μεθυσμένοι ή βαριεστημένοι, κι είναι γνωστό πως οι βαριεστημένοι στρατιώτες έχουν έφεση στο μεθύσι. Κάπου βαθιά, σε μια εσοχή του μυαλού του, αναρωτήθηκε για το βεληνεκές αυτών των τόξων, αλλά δεν έδωσε πολλή σημασία στη σκέψη. Δεν ήθελε παρτίδες με Σωντσάν στρατιώτες. Αν, μάλιστα, κοιτούσε τη δουλειά του, δεν θα είχε γενικότερα παρτίδες με στρατιώτες ποτέ ξανά. Φαίνεται, όμως, πως η τύχη του δεν μπορούσε να κρατήσει τόσο πολύ. Δυστυχώς, άλλο η μοίρα κι άλλο η τύχη. Το πολύ διακόσια βήματα, σκέφτηκε. Μια καλή βαλλίστρα άνετα ξεπερνούσε αυτό το βεληνεκές ή, έστω, οποιοδήποτε Διποταμίτικο τόξο.
«Δεν βρισκόμαστε σε χάνι», είπε μέσα από τα δόντια του, «και δεν τσακώνονται τώρα. Ας μην ξεκινήσουμε καυγά μόνο και μόνο επειδή φοβήθηκες μήπως σου μιλούσε κάποιος αγρότης». Η γυναίκα έσφιξε το σαγόνι της και του έριξε ένα θανατηφόρο βλέμμα, που θα του τσάκιζε εύκολα το κρανίο. Ωστόσο, όσα είπε ο Ματ ήταν αλήθεια. Φοβόταν να ανοίξει το στόμα της κοντά σε κάποιον που κάλλιστα θα μπορούσε να αναγνωρίσει την προφορά της. Σοφή προφύλαξη, σύμφωνα με τα κριτήριά του, αλλά όλα τριγύρω έμοιαζαν εις βάρος της. «Εκείνος εκεί ο λαβαροφόρος θα μας αρχίσει στις ερωτήσεις αν συνεχίσεις να τους αγριοκοιτάς. Οι γυναίκες στα πέριξ του Έμπου Νταρ φημίζονται για τη σοβαροφάνειά τους», της είπε ψέματα. Άλλωστε, τι ήξερε εκείνη από ντόπια έθιμα;
Τον λοξοκοίταξε συνοφρυωμένη —ίσως προσπαθούσε να καταλάβει τι σήμαινε σοβαροφάνεια— κι έπαψε να στραβομουτσουνιάζει στους τοξότες. Έμοιαζε έτοιμη να δαγκώσει αντί να χτυπήσει.
«Εκείνος ο τύπος είναι σκουρόχρωμος σαν Άθα’αν Μιέρε», μουρμούρισε αδιάφορα ο Νόαλ, ατενίζοντας τους στρατιώτες που τους προσπερνούσαν. «Μελαψός σαν Σαράνιος. Θα ορκιζόμουν, ωστόσο, ότι έχει γαλανά μάτια. Κάπου έχω ξαναδεί κάτι τέτοιους, αλλά πού;» Προσπαθώντας να τρίψει τους κροτάφους του, κόντεψε να χτυπήσει το κεφάλι του με το ψαροκάλαμο από μπαμπού, κι έκανε ένα βήμα μπρος, λες και σκόπευε να ρωτήσει τον άντρα πού είχε γεννηθεί.
Ο Ματ τινάχτηκε κι έπιασε τον γέρο από το μανίκι. «Γυρνάμε πίσω, Νόαλ. Τώρα. Δεν έπρεπε να φύγουμε».
«Σ’ τα ’λεγα εγώ», πετάχτηκε η Εγκήνιν, νεύοντας κοφτά.
Ο Ματ μούγκρισε, αλλά, εκτός από το να συνεχίσει να προχωράει, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Ναι, η ώρα για αναχώρηση είχε παρέλθει προ πολλού. Ήλπιζε μόνο να μην ήταν πολύ αργά πια.