19 Εκπλήξεις

Σύμφωνα με το έθιμο, η Άμερλιν είχε ενημερωθεί για τη συνεδρίαση της Αίθουσας, μολονότι δεν ελέχθη τίποτα σχετικά με το αν ήταν απαραίτητο να την περιμένουν πριν ξεκινήσουν οι συζητήσεις, πράγμα που σήμαινε ότι δεν είχαν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους. Η Εγκουέν ήθελε να σηκωθεί και να πάει κατευθείαν στο μεγάλο κιόσκι, πριν προλάβουν η Μόρια κι οι υπόλοιπες να εκπλήξουν τις παριστάμενες. Άλλωστε, οι εκπλήξεις στην Αίθουσα σπάνια έβγαιναν σε καλό. Οι πρόσφατες εκπλήξεις, μάλιστα, απέβαιναν ακόμα χειρότερες. Ωστόσο, έπρεπε να τηρηθεί ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο βάσει νόμου, όχι εθίμου, για την είσοδο της Άμερλιν στην Αίθουσα, οπότε η Εγκουέν έμεινε εκεί που ήταν, κι έστειλε τη Σιουάν να φέρει τη Σέριαμ, ώστε η αναγγελία της να γίνει σύμφωνα με το τυπικό από την Τηρήτρια των Χρονικών. Η Σιουάν τής είχε πει ότι μάλλον θα έπρεπε να προειδοποιήσουν τις Καθήμενες για την παρουσία της —αφού ανέκαθεν υπήρχαν ζητήματα που οι τελευταίες επιθυμούσαν να συζητήσουν απουσία της— κι ο τόνος της φωνής της έδειχνε πως δεν αστειευόταν.

Σε κάθε περίπτωση, δεν είχε νόημα να πάει στην Αίθουσα μέχρι να μπορέσει να εισέλθει. Καταπνίγοντας την ανυπομονησία της, ακούμπησε το κεφάλι της στις παλάμες της κι άρχισε να τρίβει τους κροτάφους της, πασχίζοντας να διαβάσει λίγο ακόμα από τις αναφορές των Άτζα. Παρά το αηδιαστικό «τσάι», ίσως όμως κι εξαιτίας του, ο πονοκέφαλος έκανε τις λέξεις να τρεμοφέγγουν πάνω στη σελίδα κάθε φορά που βλεφάριζε, ενώ η Ανάγια κι οι άλλες δύο δεν βοηθούσαν καθόλου.

Η Σιουάν δεν είχε προλάβει να βγει, κι η Ανάγια τίναξε προς τα πίσω τον μανδύα της, βολεύτηκε στο σκαμνί που καθόταν προηγουμένως η Σιουάν —το οποίο δεν φάνηκε να τρικλίζει υπό το βάρος της, παρά τα ακανόνιστα ποδαράκια του— κι άρχισε να κάνει υποθέσεις για το περιεχόμενο των αναφορών της Μόρια και των υπολοίπων. Δεν ήταν επιπόλαιη και, δεδομένων των συνθηκών, δεν δυσκολευόταν διόλου να θέσει υπό έλεγχο τις ευφάνταστες σκέψεις της, ασχέτως αν ήταν κάπως ανησυχητικές.

«Όποιος φοβάται, δρα ανόητα, Μητέρα. Ακόμα και μια Άες Σεντάι», μουρμούρισε ακουμπώντας τα χέρια πάνω στα γόνατά της, «όμως, αν μη τι άλλο, μπορείς να είσαι σίγουρη ότι, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, η Μόρια θα είναι αυστηρή με την Ελάιντα. Κατηγόρησε την Ελάιντα για κάθε νεκρή αδελφή έπειτα από την εκθρόνιση της Σιουάν. Η Μόρια θέλει να μαστιγωθεί η Ελάιντα για κάθε θάνατο αδελφής πριν την αναλάβει ο δήμιος. Είναι σκληρή γυναίκα, πιο σκληρή κι απ’ τη Λελαίν από μια άποψη. Σκληρόπετση, θα έλεγα. Δεν διστάζει να κάνει πράγματα για τα οποία η Λελαίν θα είχε ενδοιασμούς. Φοβάμαι πολύ πως θα πιέσει να γίνει επίθεση στην πόλη το γρηγορότερο. Αν οι Αποδιωγμένοι κινούνται τόσο ανοικτά και σε τέτοια έκταση, καλύτερα ένας Πύργος τραυματισμένος αλλά ακέραιος, παρά διχασμένος. Φοβάμαι πως κάπως έτσι βλέπει τα πράγματα η Μόρια. Σε τελική ανάλυση, όσο κι αν θέλουμε να αποφύγουμε τον σκοτωμό μεταξύ αδελφών, δεν θα είναι η πρώτη φορά. Ο Πύργος έχει αντέξει πολύ καιρό και γιατρεύτηκε από πολλές πληγές. Μπορούμε να τον γιατρέψουμε κι απ’ αυτή».

Η φωνή της Ανάγια ταίριαζε γάντι με την όψη της —θερμή, υπομονετική κι ανακουφιστική— αλλά οι παρατηρήσεις που έκανε ήταν τόσο δριμείες, ώστε θύμιζαν νύχια που ξύνουν γρίλιες. Μα το Φως, απ’ όλα όσα είχε πει η Ανάγια σχετικά με τους φόβους της για τη Μόρια, φαίνεται πως αυτό ταίριαζε στην ψυχική της διάθεση. Η γυναίκα αυτή ήταν δυναμική, ατρόμητη και πρόσεχε πάντα τα λόγια της. Αν ήταν υπέρ τού να γίνει άμεση επίθεση, πόσες άλλες ενστερνίζονταν άραγε τη γνώμη της;

Ως συνήθως, η Μυρέλ μόνο αμήχανη δεν ήταν. Ευμετάβλητη και φλογερή ήταν οι δύο καταλληλότερες λέξεις για να την περιγράψουν. Δεν ήξερε τι πάει να πει υπομονή. Βάδιζε πάνω-κάτω, όσο της επέτρεπε ο περιορισμένος χώρος της σκηνής, κλωτσώντας τη βαθυπράσινη φούστα της ή κάποιο από τα μαξιλαράκια με τα έντονα χρώματα που ήταν στοιβαγμένα στον τοίχο, πριν στραφεί για άλλη μια γύρα. «Αν η Μόρια φοβάται τόσο, ώστε να πιέζει την Αίθουσα για άμεση επίθεση, σημαίνει ότι είναι κατατρομοκρατημένη. Ένας Πύργος αρκετά πληγωμένος για να τα βγάλει πέρα μοναχός του, δεν θα μπορέσει να αντισταθεί ούτε στους Αποδιωγμένους ούτε σε κανέναν άλλον εχθρό. Τη Μάλιντ πρέπει να έχετε κατά νου. Ανέκαθεν τόνιζε ότι η Τάρμον Γκάι’ντον μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή. Την έχω ακούσει να λέει ότι όσα διαισθανόμαστε μπορεί να είναι τα προκαταρκτικά της Τελευταίας Μάχης, η οποία μπορεί να λάβει χώρα εδώ οποιαδήποτε στιγμή. Υπάρχει καλύτερο μέρος να χτυπήσει η Σκιά από την Ταρ Βάλον; Η Μάλιντ ποτέ δεν φοβόταν να κάνει δύσκολες επιλογές, ούτε να οπισθοχωρήσει όποτε το έκρινε αναγκαίο. Θα μπορούσε κάλλιστα να εγκαταλείψει ταυτόχρονα την Ταρ Βάλον και τον Πύργο αν πίστευε πως έτσι ήταν δυνατόν να διαφυλάξει κάποιες από εμάς για την Τάρμον Γκάι’ντον. Θα προτείνει να λύσουμε την πολιορκία και να πάμε κάπου όπου οι Αποδιωγμένοι δεν θα μπορέσουν να μας βρουν μέχρι να είμαστε έτοιμες να ξαναχτυπήσουμε. Αν θέσει το ερώτημα στην Αίθουσα με τον κατάλληλο τρόπο, ίσως εξασφαλίσει ομόφωνη συναίνεση κι υποστήριξη». Η σκέψη και μόνο έκανε τις λέξεις να χορεύουν ακόμα πιο έντονα πάνω στη σελίδα που είχε μπροστά της η Εγκουέν.

Η Μόρβριν, με το σκληρό στρογγυλό της πρόσωπο, ακούμπησε τις γροθιές στους φαρδιούς γοφούς της κι άρχισε να απαντάει κοφτά και τραχιά σε κάθε μεμονωμένη πρόταση. «Δεν γνωρίζουμε ακόμα αρκετά για να είμαστε σίγουρες όχι πρόκειται για τους Αποδιωγμένους» και «Πώς μπορείς να το ξέρεις, αν δεν το πει η ίδια;» και «Μπορεί ναι, μπορεί κι όχι» και «Η απλή υποψία δεν είναι απόδειξη». Έλεγαν όχι αυτή η γυναίκα δεν πίστευε ότι ήταν πρωί αν δεν έβλεπε τον ήλιο. Η σταθερή φωνή της δεν σήκωνε αντιρρήσεις, ειδικά αν έβγαζες εύκολα συμπεράσματα. Από την άλλη, δεν ήταν και τόσο καταπραϋντική για ένα κεφάλι που βασανιζόταν από πονοκέφαλο. Η αλήθεια ήταν ότι δεν πήγαινε κόντρα στις υποθέσεις, απλώς διατηρούσε ανοικτό και καθαρό μυαλό, κι ένας άνθρωπος με καθαρό μυαλό μπορεί να βρει λύση σε κάθε είδους αδιέξοδο.

Η Εγκουέν έκλεισε μ’ έναν κρότο τον ανάγλυφο φάκελο των αναφορών. Δεν της ήταν τόσο εύκολο να συνεχίσει την ανάγνωση εν μέσω, αφ’ ενός, της αηδιαστικής γεύσης στη γλώσσα της κι, αφ’ ετέρου, των συνεχιζόμενων παλμών στο κεφάλι της — για να μην αναφέρουμε τις ακατάπαυστες φωνασκίες των γυναικών! Οι τρεις αδελφές την κοίταξαν έκπληκτες. Είχε ξεκαθαρίσει εδώ και καιρό ότι ήταν η επικεφαλής, αλλά πάσχιζε να μη δείχνει θυμό. Ανεξάρτητα από τους όρκους πίστης που είχε πάρει, μια νεαρή γυναίκα που έδειχνε τον θυμό της μπορούσε εύκολα να βρεθεί στο περιθώριο ως κακότροπη, πράγμα που την έκανε να θυμώνει ακόμα περισσότερο, κι έτσι να αυξάνεται ο πονοκέφαλος και ούτω καθεξής...

«Αρκετό καιρό περίμενα», είπε, καταβάλλοντας προσπάθεια να διατηρήσει ήρεμη τη φωνή της. Έκανε μια αδιόρατη αλλά κοφτή κίνηση με το κεφάλι της. Ίσως η Σέριαμ σκέφτηκε πως θα τη συναντούσε στην Αίθουσα.

Άδραξε τον μανδύα της και βγήκε έξω στο κρύο, προσπαθώντας να τον τυλίξει γύρω από τους ώμους της, ενώ η Μόρβριν κι οι άλλες δύο δίστασαν για μια στιγμή πριν την ακολουθήσουν. Έτσι όπως τη συνόδευαν στην Αίθουσα, έδιναν την εντύπωση ότι αποτελούσαν τη συνοδεία της, ωστόσο υποτίθεται ότι την πρόσεχαν, αν κι η Εγκουέν υποψιαζόταν πως ακόμα κι η Μόρβριν ανυπομονούσε να ακούσει την αναφορά της Ακαρίν και να δει με ποιον τρόπο θα την εκμεταλλεύονταν η Μόρια κι οι υπόλοιπες.

Η Εγκουέν, αντίθετα με ό,τι πίστευαν η Μυρέλ κι η Ανάγια, ήλπιζε πως δεν θα ήταν δύσκολο να τα βγάλει πέρα. Εν ανάγκη, ίσως προσπαθούσε να εφαρμόσει τον Νόμο του Πολέμου, αλλά ακόμα κι αν επιτύγχανε κάτι τέτοιο, το να κυβερνάει μέσω διατάγματος συνεπαγόταν αρκετά μειονεκτήματα. Όταν ο κόσμος αναγκαζόταν να σε υπακούσει σε ένα θέμα, έψαχνε να βρει τρόπο να ξεγλιστρήσει σε κάποιο άλλο, κι όσο περισσότερο τους ανάγκαζες να σε υπακούουν, τόσο περισσότερα παραθυράκια έβρισκαν για να ξεγλιστρούν. Επρόκειτο για μια φυσική ισορροπία, από την οποία δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγεις. Το χειρότερο ήταν όταν συνειδητοποίησε ότι εθιζόταν στο να κάνει τους άλλους να στέκονται προσοχή με μία της λέξη, κάτι που το εκλάμβανε ως φυσική κατάσταση πραγμάτων, αλλά όταν έπαυε να λειτουργεί, την είχες άσχημα. Επιπλέον, με το κεφάλι της να σφυροκοπεί —και τώρα πράγματι σφυροκοπούσε, δεν παλλόταν απλώς, αν κι όχι ιδιαίτερα δυνατά— ήταν έτοιμη να αρπαχτεί με όποιον τη στραβοκοίταζε, έστω κι αν απέστρεψε αμέσως το βλέμμα του.

Ο ήλιος έστεκε ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους, μια χρυσαφένια μπάλα σ’ έναν γαλανό ουρανό με σκόρπια λευκά σύννεφα, αλλά δεν εξέπεμπε θερμότητα, παρά μόνον άχρωμες σκιές και μερικά λαμπυρίσματα στα σημεία όπου το χιόνι είχε παραμείνει απάτητο. Ο αέρας ήταν εξίσου παγερός μ’ εκείνον στο ποτάμι. Η Εγκουέν αγνόησε το κρύο, αρνήθηκε να το αφήσει να την αγγίξει, αλλά μονάχα οι νεκροί θα έμεναν αδιάφοροι τη στιγμή που οι ανάσες όλων σχημάτιζαν λευκή ομίχλη μπροστά στα πρόσωπα τους. Είχε έρθει η ώρα του μεσημεριανού γεύματος, μα ήταν σχεδόν αδύνατον να τραφούν ταυτόχρονα τόσες μαθητευόμενες. Έτσι, η Εγκουέν κι η συνοδεία της εξακολουθούσαν να προχωρούν μέσα από μια θάλασσα λευκοντυμένων γυναικών που παραμέριζαν, αρχίζοντας τις υποκλίσεις καταμεσής του δρόμου. Προχωρούσαν με γοργό βηματισμό, τόσο που τις είχαν προσπεράσει πριν οι διάφορες ομάδες μαθητευομένων προλάβουν να απλώσουν τις φούστες τους.

Ο δρόμος δεν ήταν μακρύς και δεν χρειάστηκε παρά να διασχίσουν μονάχα τέσσερα σημεία στους λασπερούς δρόμους. Κάποιοι μιλούσαν για ξύλινες γέφυρες, αρκετά ψηλές για να περάσει κανείς από κάτω, αλλά οι γέφυρες συνιστούσαν μια συνεχή επαφή με το στρατόπεδο, κάτι που δεν επιθυμούσε κανείς. Ακόμα κι οι αδελφές που μιλούσαν σχετικά με αυτές, σε καμία περίπτωση δεν πίεσαν για την κατασκευή τους. Οπότε, το μόνο που τους έμενε ήταν να προχωρούν αργά και να φροντίζουν να κρατάνε ψηλά τις φούστες και τους μανδύες τους για να μη λασπωθούν έως τα γόνατα. Τα πλήθη, τουλάχιστον, άρχισαν να αραιώνουν σταδιακά καθώς προσέγγιζαν την Αίθουσα, η οποία φάνταζε σχεδόν απομονωμένη.

Η Νισάο με την Καρλίνυα τις περίμεναν ήδη μπροστά από το μεγάλο κιόσκι από λινάτσα με τα μπαλωμένα πλαϊνά παραπετάσματα. Η μικροκαμωμένη Κίτρινη δάγκωνε νευρικά το κάτω χείλος της παρατηρώντας την Εγκουέν με έκδηλη ανησυχία. Η Καρλίνυα ήταν η προσωποποίηση της γαλήνης, με βλέμμα ψυχρό και χέρια διπλωμένα στη μέση της. Εκτός του ότι είχε ξεχάσει να φορέσει τον μανδύα της, η λάσπη είχε λερώσει το κεντητό με σπειροειδή σχέδια στρίφωμα της κατάλευκης φούστας της, ενώ ήταν προφανές ότι οι μελαχρινές της μπούκλες χρειάζονταν επειγόντως ένα καλό χτένισμα. Αφού υποκλίθηκαν, ενώθηκαν με την Ανάγια και τις άλλες δύο που ακολουθούσαν την Εγκουέν σε κάποια απόσταση, κι άρχισαν να μουρμουρίζουν σιγανά. Από τα λίγα που έπιασε το αυτί της Εγκουέν, συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων, σχετικά με τον καιρό ή πόση ώρα θα χρειαζόταν να περιμένουν. Το μέρος δεν ήταν κατάλληλο για να δείξουν ότι είχαν στενή σχέση μαζί της.

Η Μπεόνιν φάνηκε να κατηφορίζει βιαστικά το στενάκι, με τη βεβιασμένη της ανάσα να σχηματίζει ομίχλη, και σταμάτησε απότομα, ατενίζοντας την Εγκουέν, πριν ενωθεί με τις υπόλοιπες. Η ένταση γύρω από τα γκριζογάλανα μάτια της ήταν πιο φανερή από ποτέ. Ίσως πίστευε πως κάτι τέτοιο θα επηρέαζε τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, ήξερε ότι οι συζητήσεις ήταν επίπλαστες, ένα απλό τέχνασμα για να κερδίσουν χρόνο. Η Εγκουέν ήλεγξε την αναπνοή της κι εφάρμοσε μερικές πρακτικές των μαθητευομένων, αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν είχε αποτέλεσμα στον πονοκέφαλο, κάτι που ούτως ή άλλως συνέβαινε σπάνια.

Ανάμεσα στις σκηνές και προς κάθε κατεύθυνση, δεν υπήρχε ίχνος της Σέριαμ, αλλά δεν ήταν ακριβώς μόνες τους στο δρομάκι έξω από το μεγάλο κιόσκι. Η Ακαρίν με τις πέντε άλλες αδελφές που είχαν πάει μαζί της, μία από κάθε Άτζα, περίμεναν μαζεμένες στην άλλη μεριά της εισόδου. Οι περισσότερες έκαναν αφηρημένες υποκλίσεις προς το μέρος της Εγκουέν, κρατώντας αποστάσεις. Ίσως είχαν προειδοποιηθεί να μην πουν κουβέντα σε κανέναν μέχρι να μιλήσουν μπροστά στην Αίθουσα. Η Εγκουέν, βέβαια, θα απαιτούσε εκ μέρους τους να αναφερθούν άμεσα, και το πιθανότερο θα ήταν να το κάνουν, μια και τις διέταζε η ίδια η Άμερλιν. Από την άλλη όμως, η σχέση μιας Άμερλιν με τα Άτζα ήταν ανέκαθεν εύθραυστη, ακόμα και με το Άτζα από το οποίο είχε προέλθει η ίδια. Εξίσου εύθραυστες ήταν κι οι σχέσεις της με την Αίθουσα. Η Εγκουέν ανάγκασε τον εαυτό της να χαμογελάσει και να κλίνει με χάρη το κεφάλι της. Μπορεί πίσω από αυτό το χαμόγελο να έτριζε τα δόντια της, αλλά αυτό βοηθούσε να κρατάει το στόμα της κλειστό.

Φαίνεται πως δεν είχαν όλες οι αδελφές επίγνωση της παρουσίας της. Η Ακαρίν, λεπτεπίλεπτη και ντυμένη με ένα απέριττο καφετί μάλλινο κι έναν μανδύα με περίτεχνα πράσινα κεντήματα, κοιτούσε στο πουθενά κουνώντας πού και πού το κεφάλι της σαν να μιλούσε στον εαυτό της. Προφανώς, έκανε εξάσκηση σε όσα θα έλεγε όταν έμπαινε μέσα. Η Ακαρίν δεν ήταν πολύ ισχυρή στη Δύναμη, ελάχιστα περισσότερο από τη Σιουάν, αλλά από τις υπόλοιπες έξι μονάχα μία, η Θέρβα, μια αδύνατη γυναίκα με ριγωτή κίτρινη φούστα ιππασίας και μανδύα με κίτρινες πτυχές, θεωρούνταν ισοδύναμή της. Αυτό φανέρωνε τον βαθμό ανησυχίας και το πόσο φοβισμένες ήταν οι αδελφές εξαιτίας εκείνου του παράξενου πυρσού του σαϊντάρ. Οι ισχυρότερες θα προχωρούσαν, με σκοπό να ολοκληρώσουν τη δουλειά που τους είχε ανατεθεί, αλλά εξαιρουμένης της Ακαρίν, ο ζήλος απουσίαζε αισθητά. Οι συντρόφισσές της ήταν κάτι λιγότερο από ενθουσιώδεις. Η Σάνα διατηρούσε τις βαθιές της επιφυλάξεις, παρά το μονίμως ξαφνιασμένο βλέμμα της, αλλά η ματιά της πλέον μαρτυρούσε έκδηλη ανησυχία. Κοιτούσε έντονα την είσοδο της Αίθουσας, η οποία παρέμενε κλειστή από τα βαριά υφασμάτινα καλύμματα, και τα δάχτυλά της ψαχούλευαν τον μανδύα της λες κι αδυνατούσε να τα κρατήσει ακίνητα. Η Ρέικο, μια εύσωμη Αραφελινή του Γαλάζιου Άτζα, κρατούσε χαμηλωμένη τη ματιά της, αλλά οι ασημένιες καμπανούλες που ήταν στερεωμένες στα μακριά μαύρα μαλλιά της κουδούνιζαν αμυδρά, λες κι η γυναίκα κουνούσε το κεφάλι της μέσα στην κουκούλα. Μονάχα το πρόσωπο της Θέρβα με τη μακρόστενη μύτη διατηρούσε ακόμα την απόλυτη ηρεμία του, εντελώς αδιατάρακτο κι ακλόνητο, κάτι που από μόνο του όμως δεν ήταν τόσο καλό σημάδι. Η Κίτρινη αδελφή ήταν ευερέθιστη εκ φύσεως. Τι είχαν δει, άραγε; Τι ήταν αυτό που επεδίωκαν η Μόρια κι οι άλλες δύο Καθήμενες;

Η Εγκουέν έθεσε υπό έλεγχο την ανυπομονησία της. Ήταν προφανές ότι η Αίθουσα δεν συνεδρίαζε ακόμα. Τα μέλη της συγκεντρώνονταν, αλλά υπήρχαν κάμποσες Καθήμενες που την προσπερνούσαν χωρίς καμία βιάση κι έμπαιναν στο μεγάλο κιόσκι. Η Σαλίτα δίστασε για λίγο, σαν να ήταν έτοιμη να μιλήσει, αλλά λύγισε ελαφρά τα γόνατά της πριν ανασηκώσει στους ώμους της το επώμιο με τα κίτρινα κρόσσια και μπει στο εσωτερικό. Η Κουαμέσα, με τη μύτη αρπακτικού, έριξε μια ματιά στην Εγκουέν υποκλινόμενη και κατόπιν έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος της Ανάγια και των υπολοίπων, κοιτώντας τες φευγαλέα κι εξεταστικά. Ούτως ή άλλως, συνήθιζε να κοιτάζει αφ’ υψηλού. Δεν ήταν ψηλή, αλλά προσπαθούσε να φαίνεται. Η Μπεράνα, με πρόσωπο ίδιο με αγέρωχη μάσκα και μεγάλα καστανά μάτια, παγερά σαν χιόνι, σταμάτησε για να κάνει μια ψυχρή υπόκλιση στην Εγκουέν και να κοιτάξει συνοφρυωμένη την Ακαρίν. Αφού πέρασε λίγη ώρα, αντιλαμβανόμενη ίσως ότι η Ακαρίν δεν την κοίταζε, ίσιωσε τη λευκή φούστα με το ασημί στρίφωμα, αν και δεν χρειαζόταν, τακτοποίησε το επώμιο πάνω στο μπράτσο της ώστε να κρέμονται τα άσπρα κρόσσια, και γλίστρησε μέσα από την υφασμάτινη είσοδο λες και πήγαινε τυχαία προς εκείνη την κατεύθυνση. Και οι τρεις περιλαμβάνονταν στις Καθήμενες που η Σιουάν είχε επισημάνει ως νεαρές, όπως η Μάλιντ κι η Εσκαράλντε. Η Μόρια, εντούτοις, ήταν Άες Σεντάι εδώ κι εκατόν τριάντα χρόνια. Μα το Φως, η Σιουάν έβλεπε παντού συνωμοσίες!

Μόλις η Εγκουέν άρχισε να σκέφτεται ότι το κεφάλι της ήταν έτοιμο να εκραγεί από απογοήτευση, αν όχι από πονοκέφαλο, εμφανίστηκε ξαφνικά η Σέριαμ, κρατώντας γερά τον μανδύα και τη φούστα της και τρέχοντας όπως-όπως στον βρώμικο βόρβορο του δρόμου. «Με συγχωρείς πολύ, Μητέρα», είπε χωρίς να πάρει ανάσα, διαβιβάζοντας εσπευσμένα για να καθαρίσει τη λασπουριά με την οποία είχε πιτσιλιστεί. Μόλις τίναξε τη φούστα της, οι λάσπες έπεσαν στο δρομάκι, σχηματίζοντας μια ξερή σκόνη. «Άκουσα... ότι η Αίθουσα θα συνεδρίαζε, κι ήξερα ότι θα με έψαχνες, οπότε κοίταξα να έρθω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Λυπάμαι πολύ». Άρα, η Σιουάν εξακολουθούσε να την ψάχνει.

«Εντάξει, είσαι εδώ τώρα», αποκρίθηκε η Εγκουέν με σταθερή φωνή. Η γυναίκα μάλλον ήταν πραγματικά αναστατωμένη για να ζητάει συγγνώμη μπροστά στις άλλες, ειδικά μπροστά στην Ακαρίν και τις συντρόφισσές της, παρά στην Ανάγια και τις υπόλοιπες. Ακόμα κι όταν ο κόσμος ήξερε περί τίνος επρόκειτο, είχε την τάση να λέει ότι αυτή η γυναίκα δεν ήταν τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι έδειχνε, και μια Τηρήτρια βέβαια δεν έπρεπε να φανεί ότι απολογείται γονατιστή, κάτι που σίγουρα γνώριζε κι η ίδια. «Πες μου, λοιπόν, τι ειδήσεις φέρνεις».

Παίρνοντας βαθιά ανάσα, η Σέριαμ τράβηξε προς τα πίσω την κουκούλα του μανδύα της, έσιαξε το στενό γαλάζιο επιτραχήλιο και πέρασε μέσα από την υφασμάτινη είσοδο. Η φωνή της αντήχησε πεντακάθαρη καθώς πρόφερε τις τελετουργικές φράσεις. «Έρχεται, έρχεται...»

Η Εγκουέν μετά βίας την περίμενε να ολοκληρώσει τη φράση της «...η Φλόγα της Ταρ Βάλον, η Έδρα της Άμερλιν» πριν βαδίσει μέσα από τον κύκλο που σχημάτιζαν τα μαγκάλια κι οι όρθιοι φανοί, που έκαναν τον γύρο των τοιχωμάτων στο κιόσκι. Οι φανοί φώτιζαν ικανοποιητικά τον χώρο, ενώ τα μαγκάλια ανέδιδαν μια μυρωδιά λεβάντας σήμερα, θερμαίνοντας όλο τον χώρο. Άλλωστε, ποια θα προτιμούσε να αγνοεί το κρύο όταν μπορούσε να βρει αληθινή ζεστασιά;

Η διάταξη του κιοσκιού ακολουθούσε αρχαίους κανόνες, ελάχιστα προσαρμοσμένους έτσι ώστε να λαμβάνεται υπ’ όψιν το γεγονός ότι η συνάντηση δεν λάμβανε χώρα στον Λευκό Πύργο, στο μεγάλο κυκλικό δωμάτιο με το όνομα «Αίθουσα του Πύργου». Στην αντικριστή μεριά, ένας απλός καλογυαλισμένος πάγκος έστεκε πάνω σε μια πλατφόρμα σε μέγεθος κουτιού, καλυμμένη με ριγωτό ύφασμα στα εφτά χρώματα των Άτζα. Αυτό και το επιτραχήλιο γύρω από τον λαιμό της Εγκουέν ήταν τα μόνα σημεία στο στρατόπεδο όπου αντιπροσωπευόταν το Κόκκινο Άτζα. Κάποιες από τις Γαλάζιες ήθελαν να αφαιρεθεί αυτό το χρώμα, μια κι η Ελάιντα είχε ξαναβάψει τον πραγματικό θρόνο που λεγόταν «Έδρα της Άμερλιν» κι είχε φτιάξει ένα επιτραχήλιο δίχως το γαλάζιο, αλλά η Εγκουέν είχε πεισμώσει. Αν έπρεπε να επιλέξει μεταξύ όλων των Άτζα και κανενός, θα επέλεγε όλα τα Άτζα. Κατά μήκος των πολύχρωμων κιλιμιών, που χρησίμευαν ως καλύμματα του δαπέδου, δύο σειρές πάγκων ξεκινούσαν καμπυλωτά από την είσοδο σε ομάδες των τριών, τοποθετημένοι πάνω σε κουτιά καλυμμένα με υφάσματα στα χρώματα των Άτζα. Ή, μάλλον, των έξι Άτζα, καθότι, σύμφωνα με την παράδοση, οι δύο γηραιότερες Καθήμενες καταλάμβαναν εκ μέρους των Άτζα τους τις θέσεις που βρίσκονταν πιο κοντά στην Έδρα της Άμερλιν, οπότε τα σημεία εκείνα ήταν κατειλημμένα από τις Κίτρινες και τις Γαλάζιες. Από κει και πέρα, ήταν καθαρά θέμα του ποια θα κατέφθανε πρώτη και πού θα επιθυμούσε να καθίσει. Οι πρώτες αφίξεις καθόριζαν και τη θέση των αντίστοιχων Άτζα.

Παρίσταντο μόνο εννέα Καθήμενες, πολύ λίγες για να γίνει σύσκεψη στην Αίθουσα —νομικά μιλώντας, τουλάχιστον— αλλά μια παραξενιά στη σύναξη έκανε αμέσως εντύπωση στην Εγκουέν. Περιέργως, η Ρομάντα παρευρισκόταν ήδη, ένας άδειος πάγκος ανάμεσα στην ίδια και στη Σαλίτα, ενώ η Λελαίν κι η Μόρια καταλάμβαναν τους ακριανούς πάγκους των Γαλάζιων. Η Ρομάντα, με τα μαλλιά της σ’ έναν σφιχτό γκρίζο κότσο στον σβέρκο, ήταν η μεγαλύτερη Καθήμενη ηλικιακά και σχεδόν η πρώτη που κατέφθασε με το που συγκλήθηκε η Αίθουσα. Η Λελαίν, που ακολουθούσε ηλικιακά παρά τα σκούρα στιλπνά μαλλιά της, φάνταζε μάλλον ανίκανη ν’ αφήσει την άλλη γυναίκα να έχει το πλεονέκτημα, ακόμα και σε κάτι τόσο ασήμαντο. Οι άντρες που είχαν μετακινήσει τα κουτιά —τα οποία ήταν στοιβαγμένα κατά μήκος του τοίχου μέχρι τη στιγμή που θα συνεδρίαζε η Αίθουσα— θα πρέπει να είχαν φύγει ελάχιστη ώρα πριν από το πίσω μέρος, μια κι η Κουαμέσα, που καθόταν ήδη στον πάγκο της, ήταν η μόνη παρούσα από τις Γκρίζες Καθήμενες, κι η Μπεράνα, έτοιμη να καθίσει στον δικό της πάγκο, ήταν η μοναδική Λευκή. Η Μάλιντ όμως, η στρογγυλοπρόσωπη Καντορινή με τα αετίσια μάτια, μια μοναχική Πράσινη, μάλλον είχε προπορευτεί, αλλά παραδόξως είχε διαλέξει για τις Πράσινες τα καθίσματα που βρίσκονταν δίπλα στην είσοδο του κιοσκιού. Όσο πιο κοντά βρίσκονταν στην Έδρα της Άμερλιν, τόσο το καλύτερο, αυτή ήταν η τακτική τους. Ακριβώς απέναντι της, η Εσκαράλντε στεκόταν μπροστά στα καφετιά κουτιά λογομαχώντας χαμηλόφωνα με την Τακίμα. Σχεδόν εξίσου κοντή με τη Νισάο, η Τακίμα ήταν μια ήρεμη γυναίκα με όψη πουλιού, αν κι όταν ήθελε, μπορούσε να γίνει αρκετά σθεναρή, κι έτσι όπως είχε τοποθετήσει τις γροθιές πάνω στους γοφούς της, έμοιαζε με θυμωμένο σπουργίτι που έχει φουσκώσει τις φτερούγες του για να φαίνεται ογκωδέστερο. Από τον τρόπο που έριχνε φευγαλέες ματιές προς το μέρος της Μπεράνα, φαινόταν ότι δεν συμφωνούσε με τη διάταξη. Βέβαια, ήταν πλέον αργά για να αλλάξει κάτι, αλλά η Εσκαράλντε έμοιαζε να δεσπόζει πάνω από την Τακίμα, λες και περίμενε από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει καυγάς για την επιλογή της. Η Εγκουέν εκπλησσόταν που αυτή η γυναίκα κατόρθωνε να δείχνει τόσο επιβλητική, μια κι ήταν κάμποσες ίντσες κοντύτερη ακόμα κι από τη Νισάο. Θα πρέπει να είχε ανεξάντλητα αποθέματα θέλησης. Η Εσκαράλντε δεν υποχωρούσε με τίποτα όσο πίστευε ότι είχε το δίκιο με το μέρος της, κάτι που συνέβαινε σχεδόν πάντα. Αν η Μόρια επιθυμούσε άμεση επίθεση εναντίον της Ταρ Βάλον κι η Μάλιντ προτιμούσε να υποχωρήσει, τι θα διάλεγε άραγε η Εσκαράλντε;

Παρά τα λόγια της Σιουάν σχετικά με την προειδοποίηση των Καθήμενων, η είσοδος της Εγκουέν δεν προκάλεσε μεγάλη αναταραχή. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος που η Μάλιντ κι οι άλλες είχαν συγκαλέσει την Αίθουσα για να ακουστεί η αναφορά της Ακαρίν, δεν θεωρούσαν το θέμα τόσο ευαίσθητο ώστε ν’ απευθύνεται μόνο στ’ αυτιά των Καθήμενων, οπότε μικρές ομάδες από τέσσερις-πέντε Άες Σεντάι στέκονταν πίσω από τους πάγκους των Καθημένων των αντίστοιχων Άτζα κάνοντας υποκλίσεις καθώς η Εγκουέν βάδιζε πάνω στα χαλιά για να πάρει τη θέση της. Οι Καθήμενες απλώς τη παρακολουθούσαν ή έκλιναν γοργά τα κεφάλια τους. Η Λελαίν τής έριχνε ψυχρές ματιές, κοιτώντας κατόπιν ελαφρώς συνοφρυωμένη τη Μόρια, μια γυναίκα μάλλον απλά ντυμένη με απέριττο μπλε μάλλινο. Η αλήθεια ήταν πως έμοιαζε τόσο κοινότοπη, ώστε δεν αντιλαμβανόσουν καν το αγέραστο πρόσωπό της με την πρώτη ματιά. Καθόταν κοιτώντας ευθεία μπροστά, απορροφημένη στις σκέψεις της. Η Ρομάντα ανήκε σε αυτές που είχαν κλίνει ελαφρώς το κεφάλι. Στο εσωτερικό της Αίθουσας, η Έδρα της Άμερλιν εξακολουθούσε να είναι Έδρα της Άμερλιν, αν και κάπως λιγότερο απ’ ό,τι έξω. Στο εσωτερικό της Αίθουσας, οι Καθήμενες είχαν πλήρη συναίσθηση της ισχύος τους. Από μια άποψη, μπορούσε να λεχθεί ότι στο εσωτερικό της Αίθουσας η Άμερλιν ήταν η πρώτη μεταξύ ίσιων. Εντάξει, μπορεί να ήταν κάτι παραπάνω, αλλά όχι πολύ παραπάνω. Η Σιουάν έλεγε πως δεν ήταν λίγες οι Άμερλιν που απέτυχαν, τόσο επειδή θεωρούσαν τις Καθήμενες ισάξιές τους, όσο κι επειδή πίστευαν ότι η ψαλίδα είχε ανοίξει περισσότερο απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Ήταν σαν να τρέχεις κατά μήκος της κορυφής ενός στενού τοίχους έχοντας πλάι σου λυσσασμένα μάστιφ. Περισσότερο πασχίζεις να μη χάσεις την ισορροπία σου και να μην μπλέξεις τα πόδια σου, παρά προσέχεις τα σκυλιά. Ωστόσο, δεν ξεχνάς ούτε στιγμή ότι βρίσκονται διαρκώς πλάι σου.

Ξεκουμπώνοντας τον μανδύα της, καθώς ανέβαινε στο ριγωτό κουτί, η Εγκουέν τον δίπλωσε και τον άπλωσε στον πάγκο πριν καθίσει. Οι πάγκοι ήταν σκληροί και κάποιες Καθήμενες έφερναν μαζί τους μαξιλαράκια όταν υπολόγιζαν πως θα κάθονταν πολλή ώρα. Η Εγκουέν προτιμούσε να μην το κάνει. Η απαγόρευση της ομιλίας σπάνια ήταν αρκετή για να αναγκάσει μια-δυο γυναίκες να μη σχολιάσουν κάτι επί μακρόν κι, αν μη τι άλλο, ένα σκληρό κάθισμα βοηθούσε να μη σε πάρει ο ύπνος. Η Σέριαμ κάθισε στη θέση της Τηρήτριας, αριστερά της Εγκουέν, και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει. Ίσως, τελικά, έπρεπε να είχε φέρει μαξιλαράκι.

Οι υπόλοιποι πάγκοι είχαν αρχίσει να γεμίζουν, αν και με κάπως αργό ρυθμό. Η Αλέντριν κι η Σαρόγια έκαναν παρέα στην Μπεράνα, κι η Αλέντριν ήταν τόσο πλαδαρή που, συγκριτικά, οι άλλες δύο φάνταζαν λεπτοκαμωμένες. Βέβαια, οι κάθετες λευκές διακοσμητικές γραμμές που διέτρεχαν τη φούστα της Σαρόγια, την κολάκευαν, ενώ τα άσπρα φαρδιά μανίκια της Αλέντριν κι ο χιονένιος φραμπαλάς που διέτρεχε το μπροστινό μέρος του φορέματός της έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Από τον τρόπο που οι Καφετιές κι οι Πράσινες κουνούσαν τα κεφάλια τους μεταξύ τους κι αντάλλασσαν δηκτικές ματιές με τις Γαλάζιες, καταλάβαινες πως καθεμία προσπαθούσε να «ψαρέψει» την άλλη για να μάθει κάποιο νέο. Η Βάριλιν, μια κοκκινομάλλα που έμοιαζε με λελέκι, καθότι ψηλότερη από τους περισσότερους άντρες, είχε καθίσει επίσης δίπλα στην Κουαμέσα. Τακτοποιώντας νευρικά και κατ’ εξακολούθησιν το επώμιο της, το βλέμμα της Βάριλιν έπεφτε πότε πάνω στη Μόρια και στην Εσκαράλντε και πότε πάνω στη Μάλιντ. Η Μάγκλα, με το επώμιο με τα κίτρινα κρόσσια τυλιγμένο σφιχτά γύρω από τους φαρδιούς της ώμους, κι η Φαϊζέλ, μια Ντομανή με τετραγωνισμένο πρόσωπο και μεταξωτά ρούχα, εξ ολοκλήρου καλυμμένα με πράσινα κεντήματα, έμπαιναν εκείνη τη στιγμή στο κιόσκι, αγνοώντας επιδεικτικά η μία την άλλη, ακόμα κι όταν βρέθηκαν πλάι-πλάι. Η Μάγκλα παρέμενε σταθερά στο στρατόπεδο της Ρομάντα κι η Φαϊζέλ σ’ αυτό της Λελαίν, με τις δύο ομάδες να μην έχουν έρθει σε επαφή. Όλο και περισσότερες αδελφές έκαναν την εμφάνισή τους κατά διαστήματα, η Νισάο κι η Μυρέλ μαζί με μισή ντουζίνα άλλες που ακολούθησαν τη Μάγκλα και τη Φαϊζέλ. Η Μόρβριν βρισκόταν ήδη ανάμεσα στις Καφετιές, πίσω από την Τακίμα και την Εσκαράλντε, ενώ η Μπεόνιν καθόταν άκρη-άκρη στον τομέα των Γκρίζων, πίσω από τη Βάριλιν και την Κουαμέσα. Με αυτούς τους ρυθμούς, δεν θα περνούσε πολλή ώρα πριν στριμωχτούν μέσα στο κιόσκι οι μισές Άες Σεντάι του στρατοπέδου.

Ενόσω η Μάγκλα περπατούσε πάνω στα χαλιά, κατευθυνόμενη προς τα καθίσματα των Κίτρινων, η Ρομάντα ανασηκώθηκε. «Έχουν συγκεντρωθεί περισσότερες από έντεκα αδελφές, οπότε μπορούμε να ξεκινήσουμε». Η φωνή της ήταν παράδοξα διαπεραστική. Θα έλεγες ότι η φωνή της ήταν κατάλληλη για τραγούδι, αν φυσικά μπορούσε κανείς να φανταστεί τη Ρομάντα να τραγουδάει. Η έκφραση του προσώπου της έδινε την εντύπωση πως ήταν πάντα έτοιμη να καυγαδίσει ή, τουλάχιστον, να δείξει τη δυσαρέσκειά της. «Δεν νομίζω πως είναι απαραίτητη αυτή η εθιμοτυπική συνεδρίαση», πρόσθεσε, μόλις σηκώθηκε η Κουαμέσα. «Δεν καταλαβαίνω καν τον λόγο μιας τέτοιας συνεδρίασης, αλλά αν είναι υποχρεωτική, ας τελειώνουμε. Μερικές από εμάς έχουμε να ασχοληθούμε και με σημαντικότερα ζητήματα. Είμαι σίγουρη πως το ίδιο ισχύει και για σένα, Μητέρα».

Η τελευταία πρόταση ακολουθήθηκε από βαθιά υπόκλιση, δίνοντας μάλιστα την εντύπωση πλήρους σεβασμού, αν κι έφτανε στο όριο του σαρκασμού. Η γυναίκα αυτή ήταν πολύ έξυπνη για να τεθεί προ κινδύνων. Άλλωστε, οι ανόητες σπανίως κατόρθωναν να κατακτήσουν το αξίωμα της Καθημένης ή να το κρατήσουν για πολύ, κι η Ρομάντα βρισκόταν στην Αίθουσα με αυτό το αξίωμα επί σχεδόν ογδόντα χρόνια. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που παρευρισκόταν ως Καθήμενη. Η Εγκουέν έγειρε επίσης ελαφρά το κεφάλι της, με βλέμμα παγερό, επιβεβαιώνοντας τόσο ότι είχε δεχτεί την προσφώνηση, όσο κι ότι είχε αντιληφθεί το μήνυμα που μαρτυρούσε ο τόνος της φωνής της. Πολύ ευαίσθητες ισορροπίες.

Η Κουαμέσα άρχισε να κοιτάει τριγύρω με το στόμα ανοικτό, αβέβαιη για το αν έπρεπε να ξεκινήσει να λέει τις κατάλληλες φράσεις, οι οποίες πάντα προφέρονταν από τη νεαρότερη παρούσα Καθήμενη, σημαίνοντας την έναρξη μιας τυπικής συνεδρίασης της Αίθουσας. Η θέση της Ρομάντα τής έδινε σημαντική επιρροή, ακόμα κι εξουσία μέχρις ενός σημείου, αλλά υπήρχαν κι άλλες που υπερίσχυαν. Κάποιες Καθήμενες συνοφρυώθηκαν κι άρχισαν να αναδεύονται πάνω στους πάγκους τους, αλλά καμία δεν έβγαλε άχνα.

Η Λυρέλ μπήκε αθόρυβα, σαν να γλιστρούσε, στο κιόσκι και κατευθύνθηκε στους πάγκους των Γαλάζιων. Ψηλή για Καιρχινή, δηλαδή μέσου αναστήματος συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλον, ήταν καλαίσθητα ντυμένη με το μεταξωτό της φόρεμα με τις μπλε ρίγες, κεντητό στο μπούστο με κόκκινη και χρυσαφιά κλωστή, ενώ οι κινήσεις της έδιναν εντύπωση ροής. Μερικές έλεγαν πως ήταν χορεύτρια πριν πάει ως μαθητευόμενη στον Πύργο. Συγκριτικά, η Σάμαλιν, η Πράσινη με την αλεπουδίσια φάτσα που την ακολουθούσε κατά πόδας, είχε ανδροπρεπές βάδισμα, παρ’ όλο που τίποτα επάνω στη Μουραντιανή δεν υποδήλωνε αδεξιότητα. Αμφότερες έδειξαν να εκπλήσσονται βλέποντας όρθια την Κουαμέσα, κι έσπευσαν να καθίσουν στους πάγκους που τους αντιστοιχούσαν. Όπως και να είχε, η Βάριλιν άρχισε να τραβάει το μανίκι της Κουαμέσα, μέχρι που ανάγκασε την Αραφελινή να κάτσει. Η έκφραση της Κουαμέσα ήταν μια μάσκα παγερής γαλήνης, εντούτοις κατάφερνε να ακτινοβολεί τριγύρω δυσαρέσκεια. Γι’ αυτή, το τελετουργικό μέρος σήμαινε πολλά.

«Ίσως, τελικά, υπάρχει λόγος για μια τυπική συνεδρίαση». Η Λελαίν μιλούσε χαμηλόφωνα, όπως κι η Ρομάντα. Τακτοποιώντας το επώμιο λες κι είχε άπειρο χρόνο στη διάθεσή της, σηκώθηκε με χάρη κι απέφυγε εσκεμμένα να ρίξει έστω και μία ματιά στην Εγκουέν. Όμορφη γυναίκα, η ενσάρκωση της μεγαλοπρέπειας, θα ’λεγε κανείς. «Φαίνεται πως έχει δοθεί έγκριση για συνομιλίες με την Ελάιντα», είπε ψυχρά. «Είναι κατανοητό ότι σε συνθήκες Πολεμικού Νόμου οι δικές μας συμβουλές δεν χρειάζονται, όμως πιστεύω πως θα έπρεπε να συζητηθεί στη συνεδρίαση, ειδικά από τη στιγμή που πολλές εξ ημών αντιμετωπίζουν την πιθανότητα σιγανέματος αν η Ελάιντα παραμείνει στην εξουσία».

Η λέξη «σιγάνεμα» δεν προκαλούσε πια την ανατριχίλα του πάλαι ποτέ, πριν η Σιουάν κι η Ληάνε Θεραπευτούν, αλλά όλο και κάποια μουρμουρητά ακούστηκαν από τις Άες Σεντάι που παρακολουθούσαν στριμωγμένες πίσω από τους πάγκους. Φαίνεται ότι η είδηση περί διαπραγματεύσεων δεν είχε κυκλοφορήσει τόσο γρήγορα όσο περίμενε η Εγκουέν. Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν οι αδελφές ήταν ενθουσιασμένες ή απογοητευμένες, αλλά προφανώς είχαν ξαφνιαστεί, συμπεριλαμβανομένων μάλιστα μερικών Καθημένων. Η Τζάνυα, που είχε εισέλθει ενόσω η Λελαίν μιλούσε, σταμάτησε απότομα, με αποτέλεσμα μερικές ακόμα αδελφές που την ακολουθούσαν να πέσουν σχεδόν επάνω της. Κοίταξε έντονα τις Γαλάζιες κι ακόμα εντονότερα και πιο παρατεταμένα την Εγκουέν. Η σκληρή έκφραση της Ρομάντα φανέρωνε ότι δεν είχε προσέξει καμιά τους, ενώ οι εκφράσεις μεταξύ των πολύ νεαρών Καθημένων ποίκιλλαν από την παγερή ηρεμία της Μπεράνα μέχρι την έκπληξη της Σάμαλιν και την εμφανή φρίκη της Σαλίτα. Ακόμα κι η Σέριαμ ένιωσε ναυτία· η Εγκουέν ήλπιζε να μην ξεράσει η Τηρήτριά της ενώπιον της Αίθουσας.

Ωστόσο, ακόμα πιο ενδιαφέρουσες ήταν οι αντιδράσεις εκείνων που η Ντελάνα είχε αναφέρει ότι θα μιλούσαν σχετικά με τις διαπραγματεύσεις. Η Βάριλιν καθόταν εντελώς ακίνητη κι έμοιαζε να προσπαθεί να καταπνίξει ένα χαμόγελο καθώς κοιτούσε εξεταστικά τη φούστα της, αλλά η Μάγκλα έγλειφε διστακτικά τα χείλη της και κοίταζε με την άκρη του ματιού της τη Ρομάντα. Η Σαρόγια είχε τα μάτια κλειστά και το στόμα της κουνιόταν σαν να πρόφερε κάποιου είδους προσευχή. Η Φαϊζέλ με την Τακίμα κοιτούσαν την Εγκουέν ελαφρώς, αλλά σχεδόν πανομοιότυπα, βλοσυρές. Όταν πρόσεξαν η μία την άλλη, αναπήδησαν ξαφνιασμένες, παίρνοντας μια έκφραση τόσο μεγαλοπρεπούς ηρεμίας, που θα έλεγες πως κοροϊδεύονταν μεταξύ τους. Ήταν πολύ παράξενο. Το σίγουρο ήταν ότι η Μπεόνιν είχε ήδη πληροφορήσει τις υπόλοιπες αναφορικά με τα λεγόμενα της Εγκουέν, κι ωστόσο όλες εκτός της Βάριλιν έμοιαζαν αναστατωμένες. Ίσως δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν πράγματι να διαπραγματευτούν μέχρι το τέλος. Κάθε παριστάμενη στη συνεδρίαση της Αίθουσας κινδύνευε να σιγανευτεί και να εκτελεστεί απλώς και μόνο επειδή είχε βρεθεί εκεί. Αν υπήρχε κάποιος δρόμος επιστροφής, πέρα από την ανατροπή της Ελάιντα, είχε χαθεί εδώ και μήνες, από τη στιγμή που είχε εκλεγεί η συγκεκριμένη Αίθουσα. Πλέον, καμία δεν μπορούσε να κάνει πίσω.

Η Λελαίν έμοιαζε ικανοποιημένη από την αντίδραση στα λόγια της —έδινε περισσότερο την εντύπωση αυτάρεσκης γάτας σε γαλακτοπωλείο— αλλά πριν καλά-καλά καθίσει ξανά στον πάγκο της, η Μόρια πετάχτηκε όρθια, γεγονός που τράβηξε την προσοχή όλων των παρισταμένων και προκάλεσε κάμποσες μουρμούρες. Κανείς δεν θα ισχυριζόταν ότι οι κινήσεις της Μόρια ήταν χαριτωμένες, αλλά η Ιλιανή δεν συνήθιζε να αναπηδάει απότομα. «Αυτό σίγουρα πρέπει να συζητηθεί», είπε, «αλλά αργότερα. Η Αίθουσα αυτή συγκλήθηκε από τρεις Καθήμενες που έκαναν την ίδια ερώτηση. Την ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί πριν από κάθε άλλη. Τι ήταν αυτό που ανακάλυψε η Ακαρίν κι η ομάδα της; Ζητώ να παραστούν στη διαδικασία και να δώσουν αναφορά ενώπιον της Αίθουσας».

Η Λελαίν αγριοκοίταξε τις Γαλάζιες συντρόφισσές της —τις καλύτερες, μάλιστα— με βλέμμα αιχμηρό σαν σουβλί, ωστόσο ο νόμος του Πύργου ήταν, για μία φορά τουλάχιστον, συγκεκριμένος στο ζήτημα αυτό και πασίγνωστος, αν κι αρκετές φορές δεν ίσχυε τίποτε από τα δύο. Με όχι ιδιαίτερα σταθερή φωνή, η Σέριαμ ζήτησε από την Αλέντριν, τη νεότερη μετά την Κουαμέσα, να συνοδεύσει την Ακαρίν και τις άλλες μπροστά στην Αίθουσα. Η Εγκουέν αποφάσισε πως ίσως ήταν προτιμότερο να μιλήσει στη γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά μετά το τέλος της συνεδρίας. Αν η Σέριαμ συνέχιζε να έχει αυτή τη συμπεριφορά, σύντομα θα γινόταν χειρότερη κι από άχρηστη ως Τηρήτρια.

Η Ντελάνα μπήκε ορμητικά στο κιόσκι εν μέσω μιας αρμαθιάς αδελφών, καθότι ήταν η τελευταία Καθήμενη που κατέφθανε, κι ήδη καθόταν στον πάγκο της καλύπτοντας με το επώμιο τον αγκώνα της, όταν η πλαδαρή Λευκή Καθήμενη επέστρεψε με τις έξι αδελφές και τις οδήγησε μπροστά στην Εγκουέν. Θα πρέπει να είχαν αφήσει έξω τους μανδύες τους, αφού καμιά τους δεν φορούσε. Η Ντελάνα τις περιεργάστηκε σμίγοντας βλοσυρά κι αβέβαια τα φρύδια της. Έμοιαζε ξέπνοη, λες κι έτρεχε να προλάβει τη συνεδρίαση.

Ολοφάνερα, η Αλέντριν αισθανόταν πως, άσχετα από το αν η συνεδρίαση αυτή ήταν τυπική ή όχι, η ίδια τουλάχιστον έπρεπε να δείξει την ανάλογη τυπικότητα. «Κληθήκατε ενώπιον της Αίθουσας του Πύργου προκειμένου να αναφέρετε όσα είδατε», είπε με την έντονη Ταραμπονέζικη προφορά της. Ο συνδυασμός των σκούρων χρυσαφένιων μαλλιών της και των καστανών της ματιών δεν ήταν ασυνήθιστος στο Τάραμπον, αν και τα μαλλιά που της έφταναν έως τον ώμο ήταν πιασμένα σε δαντελωτό δίχτυ κι όχι πλεγμένα με χάντρες. «Καλείστε να μιλήσετε για όλα όσα είδατε δίχως υπεκφυγές ή αποκρύψεις, και να απαντήσετε ολοκληρωμένα σε όλες τις ερωτήσεις χωρίς καμία παράλειψη. Καλείστε να το πράξετε, υπό το Φως κι έχοντας ελπίδα αναγέννησης και σωτηρίας, ειδάλλως θα υποστείτε τις συνέπειες». Εκείνες οι αρχαίες αδελφές που είχαν συνθέσει το συγκεκριμένο κομμάτι του τελετουργικού της Αίθουσας ήταν αρκετά ενήμερες για τα περιθώρια ελιγμών που άφηναν οι Τρεις Όρκοι. Κάτι να έμενε απ’ έξω από τη μια μεριά, όλο και κάποια αοριστία από την άλλη, και το νόημα των λόγων σου έπαιρνε διαφορετική μορφή ενόσω εξακολουθούσες να λες την αλήθεια.

Η Ακαρίν τις διαβεβαίωσε δυνατά και κάπως ανυπόμονα ότι θα έλεγε την αλήθεια, ενώ οι άλλες πέντε απάντησαν με διαφορετικά επίπεδα τυπικότητας κι αμηχανίας. Δεν ήταν λίγες οι αδελφές που είχαν περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους χωρίς να κληθούν ούτε μία φορά για να καταθέσουν μπροστά στην Αίθουσα. Η Αλέντριν περίμενε να επαναλάβει τα λόγια κι η τελευταία, και κατόπιν επέστρεψε στον πάγκο της.

«Πες μας τι ακριβώς είδες, Ακαρίν», είπε η Μόρια μόλις η Λευκή Καθήμενη γύρισε αλλού. Μια σκληράδα φάνηκε στα χαρακτηριστικά της Αλέντριν, και μόλις κάθισε, το πρόσωπό της έγινε εντελώς ανέκφραστο, αν κι ένα έντονο κοκκίνισμα εμφανίστηκε στα μάγουλά της. Η Μόρια έπρεπε να περιμένει. Μάλλον ήταν εξαιρετικά ανήσυχη.

Παραδοσιακά —μια κι υπήρχαν περισσότερες παραδόσεις κι έθιμα παρά νόμοι, και το Φως μονάχα ήξερε πόσοι ήταν κι αυτοί, νόμοι αντιφατικοί που ίσχυαν εδώ κι αιώνες, αν κι οι παραδόσεις και τα έθιμα βασίλευαν μεταξύ των Άες Σεντάι όσο κι ο νόμος του Πύργου, αν όχι και περισσότερο— η Ακαρίν απευθύνθηκε πρώτα στην Έδρα της Άμερλιν.

«Αυτό που είδαμε, Μητέρα, ήταν μια αόριστα κυκλική τρύπα στο έδαφος», είπε, νεύοντας με το κεφάλι της σε κάθε λέξη, για να δώσει έμφαση στα λόγια της, τα οποία έμοιαζε να διαλέγει με μεγάλη προσοχή, σαν να ήθελε να είναι βέβαιη πως γίνονταν κατανοητά απ’ όλους. «Ίσως η αρχική μορφή της να ήταν ένας τέλειος κύκλος, σχηματισμένος σαν μισή μπάλα, αλλά οι πλευρές είχαν καταρρεύσει σε μερικά σημεία. Η τρύπα είχε διάμετρο περίπου τρία μίλια και κάπου ενάμισι μίλι βάθος». Κάποια από τις γυναίκες άφησε μια κραυγή έκπληξης κι η Ακαρίν συνοφρυώθηκε λες κι η άλλη σκόπευε να τη διακόψει. Ωστόσο, συνέχισε απτόητη. «Για κ» βάθος δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουρες, μια κι ο πυθμένας καλύπτεται από νερό και πάγο. Πιστεύουμε πως, σταδιακά, θα γίνει λίμνη. Όπως και να έχει, καταφέραμε να εξακριβώσουμε την ακριβή τοποθεσία μας χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, οπότε είμαστε έτοιμες να αναφέρουμε ότι αυτή η τρύπα βρίσκεται εκεί όπου κάποτε υπήρχε η πόλη με το όνομα Σαντάρ Λογκόθ». Επικράτησε σιωπή. Για αρκετή ώρα, ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν το θρόισμα από τις φούστες των Άες Σεντάι που αναδεύονταν ανήσυχα.

Η Εγκουέν ήθελε να αναδευτεί επίσης. Μα το Φως, μια τρύπα τέτοιου μεγέθους θα κάλυπτε τη μισή Ταρ Βάλον! «Έχεις, μήπως, καμιά ιδέα πώς μπορεί να δημιουργήθηκε αυτή η... τρύπα... Ακαρίν;» ρώτησε τελικά. Αισθάνθηκε περηφάνια για τη σταθερότητα της φωνής της. Η Σέριαμ σχεδόν έτρεμε! Η Εγκουέν ήλπιζε να μην το είχε προσέξει καμιά τους. Οι πράξεις μιας Τηρήτριας ανέκαθεν αντικατόπτριζαν την Άμερλιν. Αν η Τηρήτρια φοβόταν, οι περισσότερες αδελφές θα πίστευαν πως κι η Εγκουέν διακατεχόταν από φόβο, και σίγουρα δεν επιθυμούσε να δημιουργεί τέτοιου είδους υποψίες.

«Καθεμία από εμάς έχει επιλεγεί λόγω των ικανοτήτων μας στην εξιχνίαση υπολειμμάτων, Μητέρα. Είμαστε καλύτερες από πολλές άλλες, αυτή είναι η αλήθεια». Άρα, δεν είχαν επιλεγεί απλώς και μόνο επειδή δεν ενδιαφερόταν κάποια ισχυρότερη. Αυτό κάτι έδειχνε. Σπάνια όσα έκαναν οι Άες Σεντάι ήταν τόσο απλά όσο φαίνονταν. Η Εγκουέν ευχήθηκε να μην ήταν αναγκαίο να μάθει εκ νέου πράγματα που πίστευε ότι είχε μάθει ήδη. «Η Νισάιν είναι η καλύτερη απ’ όλες μας», συνέχισε η Ακαρίν. «Αν μου επιτρέπεις, Μητέρα, θα της παραχωρήσω τον λόγο».

Η Νισάιν ίσιωσε νευρικά τη σκούρα μάλλινη φούστα της και ξερόβηξε. Ήταν μια άχαρη Γκρίζα με θεληματικό πηγούνι κι εκπληκτικά γαλάζια μάτια. Δεν είχε ιδιαίτερη φήμη σε θέματα νόμων και συνθηκών, αλλά ήταν ολοφάνερα ανήσυχη που θα μιλούσε μπροστά στην Αίθουσα. Κοίταξε κατάματα την Εγκουέν με τον αέρα της γυναίκας που, στην πραγματικότητα, δεν επιθυμούσε να παρευρίσκονται όλες οι Καθήμενες. «Δεδομένου του ποσοστού σαϊντάρ που χρησιμοποιήθηκε εδώ, Μητέρα, δεν είναι άξιον απορίας που τα υπολείμματα ήταν τόσο πυκνά όσο το χιόνι». Μια έντονη υποψία Μουραντιανής προφοράς διακρινόταν στα λεγόμενά της, κάτι σαν κυματιστός ήχος. «Παρ’ όλο που έχει περάσει αρκετός καιρός, θα έπρεπε να μπορώ να σχηματίσω μια ιδέα του τι υφάνθηκε, αρκεί να ήταν κάτι οικείο, αλλά δεν μπορώ. Κατάφερα να ιχνηλατήσω την ύφανση, Μητέρα, αλλά δεν βγαίνει απολύτως κανένα νόημα. Στην πραγματικότητα, μοιάζει τόσο ξένη, που δεν θα μπορούσε να...» Ξερόβηξε ξανά και ξεροκατάπιε, ενώ το πρόσωπό της χλόμιασε κάπως. «Δεν θα μπορούσε να υφανθεί από γυναίκα. Φυσικά, σκεφτήκαμε αμέσως ότι θα μπορούσαν να την έχουν υφάνει οι Αποδιωγμένοι, οπότε κάναμε δοκιμές για τυχόν αντηχήσεις». Μισογύρισε, για να δείξει τις συντρόφισσές της, κι επανήλθε απότομα. Ήταν ολοφάνερο πως προτιμούσε να κοιτάει την Εγκουέν παρά τις Καθήμενες, οι οποίες είχαν γείρει μπροστά και την παρακολουθούσαν γεμάτες ενδιαφέρον. «Αδυνατώ να αποφανθώ τι ακριβώς συνέβη, πέρα από το γεγονός της αφαίρεσης τριών μιλίων γης, ή με ποιον τρόπο συνέβη, αλλά το σίγουρο είναι ότι χρησιμοποιήθηκε σαϊντίν. Η αντήχηση ήταν τόσο ισχυρή, που θα έπρεπε να τη μυρίζουμε. Χρησιμοποιήθηκε πολύ περισσότερο σαϊντίν παρά σαϊντάρ. Αναλογικά, είναι σαν να συγκρίνεις το Όρος του Δράκοντα μ’ έναν λόφο. Μόνο αυτά έχω να πω, Μητέρα». Ένας περίεργος ήχος πλανήθηκε στο κιόσκι, ο ήχος από τις αδελφές που ξεφυσούσαν ανακουφισμένες, μια και τόση ώρα κρατούσαν τις ανάσες τους. Το ξεφύσημα της Σέριαμ ακούστηκε δυνατότερο απ’ όλα, ίσως επειδή βρισκόταν πιο κοντά.

Η Εγκουέν πάσχισε να κρατήσει γαλήνια την έκφρασή της. Οι Αποδιωγμένοι και μια ύφανση που μπορούσε να ξεσκίσει τη μισή Ταρ Βάλον. Αν η Μάλιντ πρότεινε φυγή, θα προσπαθούσε άραγε να αναγκάσει τις αδελφές να παραμείνουν στη θέση τους και να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο καταπρόσωπο; Θα εγκατέλειπε την Ταρ Βάλον, τον Πύργο και το Φως μόνο ήξερε πόσες δεκάδες χιλιάδες ζωές; «Έχει κάποια από εσάς άλλη ερώτηση;» ρώτησε.

«Εγώ», απάντησε η Ρομάντα με βραχνή φωνή. Διατηρούσε την ηρεμία της μέχρι κεραίας. «Αλλά δεν απευθύνεται στις συγκεκριμένες αδελφές. Αν καμία άλλη δεν έχει ερωτήσεις να τους απευθύνει, είμαι σίγουρη πως θα ήθελαν να αποχωρήσουν, παρά να εξακολουθούν να είναι αντικείμενο περιέργειας για ολόκληρη την Αίθουσα».

Δεν είχε ακριβώς τη δικαιοδοσία να προτείνει κάτι τέτοιο, αλλά επειδή ανήκε στην γκρίζα ζώνη, η Εγκουέν δεν έδωσε πολλή σημασία. Καμία γυναίκα δεν είχε να απευθύνει άλλες ερωτήσεις στην Ακαρίν και στις συντρόφισσες της, κι έτσι η Ρομάντα —παραδόξως— τις ευχαρίστησε θερμά για τις προσπάθειές τους, αν κι ούτε γι’ αυτό είχε την ανάλογη δικαιοδοσία.

«Πού θέλεις να απευθύνεις την ερώτηση;» ρώτησε η Εγκουέν καθώς η Ακαρίν κι οι άλλες πέντε διασκορπίστηκαν για να ενωθούν με τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό των αδελφών που συνωστίζονταν ανάμεσα στους όρθιους φανούς και στα μαγκάλια. Όπως είχε πει κι η Ρομάντα, ανυπομονούσαν να απομακρυνθούν από τα βλέμματα των παρισταμένων στην Αίθουσα, όμως από την άλλη επιθυμούσαν να ακούσουν και τα συμπεράσματα που είχαν βγάλει. Ήταν πολύ δύσκολο για την Εγκουέν να συγκρατήσει τη δριμύτητα στη φωνή της. Η Ρομάντα προσποιήθηκε ότι δεν είχε καταλάβει τίποτα, αλλά ίσως πράγματι να μην είχε καταλάβει.

«Στη Μόρια», είπε. «Υποψιαστήκαμε εξ αρχής τους Αποδιωγμένους. Ξέραμε πως, ό,τι κι αν είχε συμβεί, ήταν πανίσχυρο και μακρινό. Το μόνο που μάθαμε στην πραγματικότητα ήταν ο αφανισμός της Σαντάρ Λογκόθ και, κατά τη γνώμη μου, ο κόσμος είναι πολύ καλύτερος δίχως αυτή την καταβόθρα της Σκιάς». Κάρφωσε το βλέμμα της στη Γαλάζια Καθήμενη και την κοίταξε μ’ εκείνο το συνοφρύωμα που έκανε πολλές Άες Σεντάι να στριφογυρνούν νευρικά, σαν μαθητευόμενες. «Η ερώτηση μου είναι αυτή: Άλλαξε κάτι για εμάς;»

«Θα ’πρεπε», αποκρίθηκε η Μόρια, ανταποδίδοντας ευθέως τη ματιά της άλλης γυναίκας. Μπορεί να μην ήταν μέλος της Αίθουσας όσον καιρό ήταν η Ρομάντα, αλλά οι Καθήμενες αντιμετωπίζονταν λίγο-πολύ ως ίσες. «Έχουμε προετοιμαστεί εδώ και καιρό, σε περίπτωση που οι Αποδιωγμένοι κινηθούν εναντίον μας. Κάθε αδελφή γνωρίζει καλά πώς να φτιάξει κύκλο αν παραστεί ανάγκη, ή πώς να ενωθεί με κάποιον ήδη σχηματισμένο, μέχρι που σε κάθε κύκλο να υπάρχουν δεκατρία μέλη. Οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί να συμμετάσχει στη δημιουργία ενός κύκλου, ακόμα κι οι νεότερες μαθητευόμενες». Η Λελαίν την κοίταξε διαπεραστικά, αλλά όσο κι αν ήθελε να επιπλήξει τη Μόρια, δεν μπορούσε, γιατί ανήκαν στο ίδιο Άτζα. Αν μη τι άλλο, έπρεπε να δοθεί η εντύπωση πως επρόκειτο για μια από κοινού άποψη. Πάντως, η προσπάθεια να κρατήσει το στόμα της κλειστό, έκανε τα χείλη της Λελαίν να φαίνονται εξαιρετικά λεπτά.

Η Ρομάντα, αντιθέτως, δεν ένιωθε τόσο μεγάλη αμηχανία. «Σκοπεύεις να εξηγήσεις αυτό που γνωρίζουν καλά όλες οι παριστάμενες; Εμείς είμαστε αυτές που κάναμε όλες αυτές τις προετοιμασίες. Το ξέχασες, μήπως;» Αυτή τη φορά, ο τόνος της ήταν δηκτικός. Οι ανοικτές επιδείξεις οργής απαγορεύονταν στην Αίθουσα, αλλά δεν υποκινούνταν.

Ωστόσο, η Μόρια δεν έδειξε αν είχε αντιληφθεί ή όχι το υπονοούμενο, κι απλώς έσιαξε το επώμιο της. «Θα χρειαστεί να τα εξηγήσω από την αρχή, αφού φαίνεται πως δεν τα λογαριάσαμε καλά. Μάλιντ, μπορούν οι κύκλοι που φτιάξαμε να αποκρούσουν αυτό που περιέγραψαν η Ακαρίν κι η Νισάιν;»

Παρά τη μανιασμένη της ματιά, τα σαρκώδη χείλη της Μάλιντ έμοιαζαν πάντα έτοιμα να χαμογελάσουν, αν κι έτσι όπως στεκόταν όρθια, φάνταζε άκαμπτη, κοιτώντας μία-μία τις Καθήμενες λες κι ήθελε να εντυπώσει τα λόγια της στο μυαλό τους. «Όχι, δεν μπορούν. Ακόμα κι αν επαναπροσδιορίσουμε τους κύκλους, έτσι ώστε οι ισχυρότερες αδελφές να είναι μαζεμένες σε έναν —κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να ζουν, να τρώνε και να κοιμούνται μαζί αν πρόκειται να συνδεθούν τη δεδομένη στιγμή— θα μοιάζουμε με ποντίκια απέναντι σε γάτα. Αν τα ποντίκια είναι πολλά, μπορούν να νικήσουν ακόμα και μια μεγάλη, πεινασμένη γάτα, αλλά όχι πριν σκοτωθούν αρκετά. Το θέμα είναι ότι, αν πεθάνουν πολλά ποντίκια, πεθαίνει κι ο Λευκός Πύργος». Οι κυματιστοί αναστεναγμοί διέτρεξαν για άλλη μία φορά το κιόσκι, σαν ακανόνιστο αεράκι.

Η Εγκουέν κατάφερε να διατηρήσει ήρεμο το πρόσωπό της, αλλά με το ζόρι χαλάρωσε τις γροθιές της, που είχαν σφιχτεί πάνω στη φούστα της. Τι θα πρότειναν, άραγε, επίθεση ή φυγή; Μα το Φως, πώς ήταν δυνατόν να τους εναντιωθεί;

Ανεξάρτητα αν ανήκαν στο ίδιο Άτζα ή όχι, η Λελαίν δεν άντεχε άλλο. «Τι προτείνεις, Μόρια;» ρώτησε κοφτά. «Ακόμα κι αν ανασυνθέσουμε τον Πύργο σήμερα κιόλας, τα γεγονότα δεν αλλάζουν».

Η Μόρια χαμογέλασε ελαφρά, λες κι η άλλη Γαλάζια είχε μόλις αναφέρει αυτό που ήλπιζε ότι, αργά ή γρήγορα, θα έλεγε κάποιος. «Κι όμως, πρέπει να αλλάξουμε την κατάσταση. Προς το παρόν, παραμένει γεγονός ότι οι ισχυρότεροι κύκλοι μας είναι, συγκριτικά, πολύ αδύναμοι. Δεν διαθέτουμε κανένα ανγκριάλ, πόσω μάλλον σα’ανγκριάλ, οπότε μπορούμε να τα αγνοήσουμε. Ούτως ή άλλως, δεν είμαι καν σίγουρη αν υπάρχει κάτι στον Πύργο που θα έκανε τη μεγάλη διαφορά. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να ισχυροποιήσουμε τους κύκλους μας; Πώς θα γίνουν αρκετά δυνατοί για να τα βγάλουν πέρα με αυτό που συνέβη στη Σαντάρ Λογκόθ; Εσκαράλντε, έχεις να πεις κάτι σχετικά;»

Ξαφνιασμένη, η Εγκουέν έγειρε μπροστά. Ναι, όντως συνεργάζονταν, αλλά πού θα κατέληγε αυτό;

Δεν ήταν η μόνη που αντιλήφθηκε όχι οι τρεις Καθήμενες που ήταν υπεύθυνες για τη σύναξη της Αίθουσας είχαν πεταχτεί όρθιες. Παραμένοντας καθισμένες, η Μόρια κι η Μάλιντ δήλωναν ξεκάθαρα τη θέση τους. Η Εσκαράλντε ορθώθηκε σαν βασίλισσα, αν κι η μικροκαμωμένη Καφετιά έμοιαζε να έχει επίγνωση των βλεμμάτων που γλιστρούσαν ανάμεσα σε αυτή, τη Μάλιντ και τη Μόρια, όπως επίσης και των βλοσυρών, σκεπτικών και πετρωμένων προσώπων. Μετακίνησε το επώμιο της δύο φορές πριν μιλήσει. Ακουγόταν σαν να έκανε διάλεξη σε τάξη, με φωνή λεπτή μεν, καμπανιστή δε.

«Η αρχαία λογοτεχνία μιλάει ξεκάθαρα, αν και φοβάμαι ότι δεν έχει μελετηθεί αρκετά. Πιότερο μαζεύει σκόνη, παρά αναγνώστες. Τα γραπτά που συλλέχτηκαν στα πρώτα χρόνια του Πύργου αναφέρουν ρητά ότι οι κύκλοι δεν περιορίζονταν σε δεκατρία μέλη την Εποχή των Θρύλων. Ο ακριβής μηχανισμός —ή, καλύτερα, η ακριβής ισορροπία— είναι άγνωστος, αλλά δεν νομίζω πως είναι πολύ δύσκολο να τον ανακαλύψουμε. Για όσες από εσάς δεν ανάλωσαν αρκετό χρόνο στη βιβλιοθήκη του Πύργου, ο τρόπος για να αυξηθεί το μέγεθος του κύκλου περιλαμβάνει...» Για πρώτη φορά, μάσησε τα λόγια της κι έκανε εμφανή προσπάθεια να συνεχίσει, «...περιλαμβάνει τον συνυπολογισμό αντρών με την ικανότητα της διαβίβασης».

Η Φαϊζέλ αναπήδησε. «Τι προτείνεις, δηλαδή;» ρώτησε απαιτητικά και ξανακάθισε αμέσως, μην τυχόν και σκεφτόταν καμιά τους ότι στάθηκε όρθια σε ένδειξη υποστήριξης.

«Ζητώ να εκκενωθεί αμέσως η Αίθουσα!» είπε η Μάγκλα και σηκώθηκε κι αυτή. Ήταν Ιλιανή, όπως η Μόρια, κι η ταραχή ήταν έκδηλη στην προφορά της. «Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συζητηθεί παρά μόνο σε κλειστή συνεδρίαση της Αίθουσας». Μόλις αποτελείωσε τα λόγια της, κάθισε βιαστικά, αγριοκοιτάζοντας τριγύρω, με τους φαρδιούς της ώμους ριχτούς και τις παλάμες να ανοιγοκλείνουν πάνω στη φούστα της.

«Φοβάμαι πως είναι πολύ αργά γι’ αυτό», είπε η Μόρια με δυνατή φωνή. Ήταν αναγκαίο να μιλάει δυνατά, για να ακούγεται πάνω από τα μουρμουρητά των αδελφών, οι οποίες μιλούσαν γεμάτες αναστάτωση πίσω από τους πάγκους, σαν βόμβος τεράστιου μελισσιού. «Ό,τι ελέχθη, ελέχθη, κι ακούστηκε από πολλές αδελφές, οπότε δεν έχει νόημα να προσπαθήσει κάποια να αναιρέσει τα λεχθέντα». Το μπούστο της φούσκωσε καθώς πήρε μια βαθιά ανάσα κι ύψωσε τη φωνή της μια οκτάβα παραπάνω. «Θέτω στην Αίθουσα την πρόταση να προχωρήσουμε σε συμφωνία με τον Μαύρο Πύργο κι, εν ανάγκη, να φέρουμε κι άντρες στους κύκλους μας». Δεν ήταν να απορεί κανείς που η τελευταία πρόταση ακούστηκε κάπως πνιχτή. Ελάχιστες Άες Σεντάι θα έλεγαν κάτι τέτοιο δίχως την παραμικρή συναισθηματική φόρτιση, που θα εκδηλωνόταν είτε με τη μορφή σιχασιάς είτε γνήσιου μίσους. Η πρότασή της έπεσε σαν δυνατό χτύπημα πάνω στην οχλοβοή και το αποτέλεσμα ήταν απόλυτη σιωπή για ένα διάστημα που αναλογούσε σε τρία καρδιοχτύπια.

«Αυτό είναι τρέλα!» Η οξεία κραυγή της Σέριαμ διέλυσε την ακινησία με περισσότερους από έναν τρόπους. Η Τηρήτρια δεν είχε λάβει μέρος στις συζητήσεις της Αίθουσας. Δεν μπορούσε καν να εισέλθει στην Αίθουσα δίχως την Άμερλιν. Με πρόσωπο κατακόκκινο, η Σέριαμ ανασηκώθηκε, ίσως για να αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη κατσάδα, ίσως για να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ωστόσο, η Αίθουσα είχε να ασχοληθεί με πιο σημαντικά πράγματα από το να την κατσαδιάσει.

Οι Καθήμενες πετάχτηκαν όρθιες από τους πάγκους τους για να ακουστούν, αρχίζοντας να μιλούν και να φωνάζουν, υπερκαλύπτοντας συχνά η μία την άλλη.

«Η λέξη "τρέλα" δεν είναι αρκετή για να περιγράψει αυτό που συμβαίνει!» ούρλιαζε η Φαϊζέλ, την ίδια στιγμή που η Βάριλιν κραύγαζε: «Πώς είναι δυνατόν να συμμαχήσουμε με άντρες ικανούς να διαβιβάσουν;»

«Αυτοί οι περιβόητοι Άσα’μαν είναι μιασμένοι!» ούρλιαξε η Σαρόγια, δίχως να δείχνει την παραμικρή αυτοσυγκράτηση, για την οποία τόσο κόμπαζε το Λευκό Άτζα. Με τα χέρια της να αδράχνουν σφιχτά το επώμιο της, έτρεμε τόσο πολύ, που τα μακριά λευκά κρόσσια τρεμούλιαζαν. «Μιασμένοι από το άγγιγμα του Σκοτεινού!»

«Και μόνο που προτείνουμε κάτι τέτοιο, είναι σαν να θέτουμε τους εαυτούς μας ενάντια σε όσα πρεσβεύει ο Λευκός Πύργος», είπε τραχιά η Τακίμα. «Θα καταντήσουμε η ντροπή κάθε γυναίκας που θεωρεί τον εαυτό της Άες Σεντάι και των Άες Σεντάι που από καιρό κείτονται στους τάφους τους!»

Η Μάγκλα τόλμησε να κουνήσει τη γροθιά της, κι η μανία της ήταν τέτοια που δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να την κρύψει. «Μόνο μια Σκοτεινόφιλη θα πρότεινε κάτι τέτοια! Μόνο μια Σκοτεινόφιλη!» Η Μόρια χλόμιασε με αυτή την κατηγόρια και κατόπιν αναψοκοκκίνισε από οργή.

Η Εγκουέν δεν είχε ιδέα με ποιού το μέρος ήταν. Ο Μαύρος Πύργος ήταν δημιούργημα του Ραντ, εξ ανάγκης ίσως, αν ήθελαν να έχουν μια ελπίδα να κερδίσουν την Τελευταία Μάχη, ωστόσο οι Άσα’μαν ήταν όντως άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης, κάτι τρομακτικό εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, κι αυτό που διαβίβαζαν ήταν το μιασμένο από τη Σκιά σαϊντίν. Κι ο ίδιος ο Ραντ μπορούσε να διαβιβάσει, αλλά χωρίς αυτόν, η Σκιά θα νικούσε στην Τάρμον Γκάι’ντον. Το Φως να τη βοηθούσε που τα έβλεπε όλα τόσο ψυχρά, αλλά αυτή ήταν η πικρή, μαύρη αλήθεια. Ό,τι και να έκανε, τα πράγματα αργά ή γρήγορα ξέφευγαν από κάθε έλεγχο. Η Εσκαράλντε αντάλλασσε βρισιές με τη Φαϊζέλ, ενώ κι οι δυο τους είχαν ξελαρυγγιαστεί. Βρισιές μέσα στην Αίθουσα! Η Σαρόγια, εγκαταλείποντας τα τελευταία ίχνη παγερότητας του Λευκού Άτζα, ούρλιαζε στη Μάλιντ, η οποία, δίχως να περιμένει, ανταπέδιδε τα ουρλιαχτά. Θα ήταν άξιον απορίας αν καταλάβαινε η μία την άλλη, αλλά ίσως να ήταν κι ευλογία που δεν συνέβαινε αυτό. Παραδόξως, ούτε η Ρομάντα ούτε η Λελαίν είχαν ανοίξει τα στόματα τους. Κοιτούσαν η μία την άλλη χωρίς να βλεφαρίζουν. Το πιθανότερο ήταν πως η καθεμία πάσχιζε να καταλάβει τι θέση θα έπαιρνε η άλλη, έτσι ώστε να κάνει το αντίθετο. Η Μάγκλα κατέβηκε από τον πάγκο της κι άρχισε να βαδίζει με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος της Μόρια, ενώ το εξαγριωμένο της βλέμμα δήλωνε πως ήταν έτοιμη να δείρει, να περάσει από τα λόγια στις γροθιές, τις οποίες ήδη κρατούσε σφιγμένες στα πλευρά της. Το επώμιο με τις παραστάσεις από περικοκλάδες γλίστρησε στο χαλί, χωρίς να το προσέξει καμιά τους.

Η Εγκουέν ανασηκώθηκε κι αγκάλιασε την Πηγή. Εκτός από συγκεκριμένες κι επακριβώς προσδιορισμένες λειτουργίες, η διαβίβαση απαγορευόταν στην Αίθουσα —άλλο ένα έθιμο που είχε τις ρίζες του στις σκοτεινότερες μέρες της ιστορίας της Αίθουσας— αλλά η Εγκουέν έφτιαξε μια απλή ύφανση από Αέρα και Φωτιά. «Η πρόταση τέθηκε ενώπιον της Αίθουσας», είπε, απελευθερώνοντας το σαϊντάρ. Δεν της φάνηκε τόσο δύσκολο όσο κάποτε. Όχι ότι ήταν εύκολο, αλλά σίγουρα δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα. Στο μυαλό της παρέμενε μια γλυκιά ανάμνηση της Δύναμης, αρκετή για να τη στηρίξει έως την επόμενη φορά.

Διογκωμένα από την ύφανση, τα λόγια της αντήχησαν σαν υπόκωφη βροντή μέσα στο κιόσκι. Οι Άες Σεντάι παραπάτησαν και, μορφάζοντας, κάλυψαν τα αυτιά τους. Η σιωπή που ακολούθησε φάνταζε εξαιρετικά έντονη. Η Μάγκλα την κοίταξε εμβρόντητη, με ανοικτό το στόμα, και ξαφνιάστηκε μόλις συνειδητοποίησε ότι είχε καλύψει τον μισό δρόμο μέχρι τους πάγκους των Γαλάζιων. Χαλάρωσε βιαστικά τις γροθιές της, σταμάτησε να σηκώσει από κάτω το επώμιο, και κατευθύνθηκε γοργά πίσω, στο κάθισμά της. Η Σέριαμ δεν προσπάθησε να κρύψει το κλάμα της — αρκετά σιγανό, είναι η αλήθεια.

«Η πρόταση τέθηκε ενώπιον της Αίθουσας», επανέλαβε η Εγκουέν μέσα στη σιωπή. Ύστερα από αυτή τη μεγεθυμένη από τη Δύναμη στριγκλιά, η φωνή της αντήχησε στα ίδια της τα αυτιά. Ίσως, τελικά, να ήταν πράγματι δυνατότερη απ’ όσο νόμιζε. Η συγκεκριμένη ύφανση δεν είχε σχεδιαστεί για εσωτερική χρήση, έστω κι αν επρόκειτο για μπαλωμένα τοιχώματα από καναβάτσο. «Και πώς σκοπεύεις να υποστηρίξεις μια συμμαχία με τον Μαύρο Πύργο, Μόρια;» Κάθισε κάτω με το που τελείωσε την πρότασή της. Πώς έπρεπε να αντιδράσει σ’ αυτό; Ποιες δυσκολίες θα παρουσίαζε και πώς μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει προς όφελός της; Πράγματι, θα χρειαζόταν τη βοήθεια του Φωτός. Αυτά ήταν τα πρώτα δύο πράγματα που ήρθαν στο μυαλό της. Μακάρι τα δάκρυα να στέγνωναν από το πρόσωπο της Σέριαμ και να όρθωνε το ανάστημά της. Ήταν η Έδρα της Άμερλιν κι αυτό που χρειαζόταν ήταν μια Τηρήτρια, όχι μια δειλή.

Χρειάστηκαν μερικά λεπτά για να αποκατασταθεί η τάξη, με τις Καθήμενες να ισιώνουν τα ρούχα και τις φούστες τους, αν και δεν ήταν αναγκαίο, αποφεύγοντας να κοιτάζονται κατάματα κι ειδικά να ρίχνουν ματιές προς τις αδελφές που τις παρακολουθούσαν στριμωγμένες πίσω από τους πάγκους. Τα πρόσωπα μερικών Καθημένων είχαν πορφυρές κηλίδες που δεν είχαν καμία σχέση με θυμό. Οι Καθήμενες απέφευγαν να φωνασκούν η μία στην άλλη σαν αγρότες που κουρεύουν πρόβατα. Αυτό ίσχυε για τις περισσότερες, ειδικά παρουσία άλλων αδελφών.

«Θα έρθουμε αντιμέτωπες με δύο, φαινομενικά, αξεπέραστες δυσκολίες», είπε τελικά η Μόρια. Η φωνή της ήταν και πάλι συγκρατημένη και ψυχρή, αλλά στα μάγουλά της υπήρχε ακόμα μια κόκκινη χροιά. «Οι Αποδιωγμένοι ανακάλυψαν ένα όπλο —το "ανακάλυψαν" ή το "αποκάλυψαν"· αν υπήρχε στην κατοχή τους, σίγουρα θα το είχαν χρησιμοποιήσει ήδη— ένα όπλο στο οποίο δεν έχουμε καμία άμυνα να αντιτάξουμε. Ένα όπλο απέναντι στο οποίο δεν έχουμε να αντιτάξουμε τίποτα, αν και το Φως μόνο ξέρει πόσο θα το επιθυμούσαμε. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι πρόκειται για ένα όπλο από το οποίο δεν θα επιβιώσουμε, ούτε μπορούμε να σταματήσουμε. Ταυτόχρονα, οι... Άσα’μαν... αυξάνονται σαν τα ζιζάνια. Αξιόπιστες αναφορές μιλούν για αριθμούς που αγγίζουν σχεδόν εκείνους των εν ζωή Άες Σεντάι. Όσο διογκωμένα κι αν είναι αυτά τα νούμερα, δεν μπορεί να είναι σε υπερβολικό βαθμό. Κάθε μέρα, έρχονται όλο και περισσότεροι άντρες. Οι κατάσκοποι είναι συνεπέστατοι στη δουλειά τους, οπότε δεν υπάρχει λόγος αμφισβήτησης. Θα έπρεπε, φυσικά, να έχουμε πάρει αυτούς τους άντρες και να τους έχουμε ειρηνέψει, αλλά τους αγνοήσαμε εξαιτίας του Αναγεννημένου Δράκοντα. Τους βάλαμε στην άκρη, για να ασχοληθούμε μαζί τους αργότερα. Η πικρή αλήθεια είναι ότι ίσως είναι πολύ αργά πλέον για να προσπαθήσουμε να τους ανακτήσουμε. Είναι πολλοί. Ίσως να ήταν ήδη αργά όταν πρωτομάθαμε αυτό που έκαναν.

»Αν, όμως, είναι αδύνατον πλέον να ειρηνέψουμε αυτούς τους άντρες, θα πρέπει να τους ελέγξουμε κάπως. Μια συμφωνία με τον Μαύρο Πύργο —η λέξη συμμαχία παραείναι βαριά— μια προσεκτικά διατυπωμένη συμφωνία, θα μας δώσει τη δυνατότητα να κάνουμε τα πρώτα βήματα για την προστασία του κόσμου από αυτούς. Επιπλέον, έτσι θα μπορέσουμε να τους φέρουμε στους κύκλους μας». Η Μόρια ανασήκωσε προειδοποιητικά το δάχτυλό της και διέτρεξε με το βλέμμα της τους πάγκους, αλλά η φωνή της παρέμεινε ψυχρή, συγκρατημένη και σταθερή. «Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι μια αδελφή κατορθώνει πάντα να συγχωνεύει τις ροές —δεν προτείνω σε καμία περίπτωση να παραχωρήσουμε σ’ έναν άντρα τον έλεγχο του συνδεδεμένου κύκλου!— αλλά, έχοντας άντρες στους κύκλους, μπορούμε να τους επεκτείνουμε. Με τις ευλογίες του Φωτός, ίσως κατορθώσουμε να επεκτείνουμε αρκετά τους κύκλους, έτσι ώστε να αποκρούσουμε το όπλο των Αποδιωγμένων. Μ’ ένα σμπάρο, δύο τρυγόνια. Μόνο που αυτά τα τρυγόνια μπορεί να είναι λιοντάρια, και χωρίς το σμπάρο, το ένα από αυτά σίγουρα θα μας κατασπαράξει. Είναι απλό».

Σιωπή ακολούθησε τα λόγια της. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν προερχόταν από τη Σέριαμ, η οποία στεκόταν μαραζωμένη λίγα βήματα μακριά από την Εγκουέν, με τους ώμους της να τρεμουλιάζουν, δίχως να έχει καταφέρει να καταπνίξει το κλάμα της.

Κατόπιν, η Ρομάντα αναστέναξε βαριά. «Ίσως κατορθώσουμε να επεκτείνουμε τους κύκλους αρκετά για να αντιμετωπίσουμε τους Αποδιωγμένους», είπε με σιγανή φωνή. Από μια άποψη, η χαμηλόφωνη ομιλία έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στα λόγια της απ’ ό,τι μια δυνατή. «Ίσως μπορέσουμε νε ελέγξουμε τους Άσα’μαν, αν και στις δύο περιπτώσεις πιστεύω πως το αποτέλεσμα θα είναι μάλλον πενιχρό».

«Όταν πνίγεσαι», αποκρίθηκε η Μόρια, εξίσου σιγανά, «αρπάζεσαι απ’ ό,τι βρεις μπροστά σου, ακόμα κι από ένα κλαδάκι που επιπλέει, έστω κι αν δεν είσαι σίγουρη πως μπορεί να κρατήσει το βάρος σου. Μπορεί το νερό να μην έχει καλύψει ακόμα τα κεφάλια μας, αλλά κινδυνεύουμε ακόμη να πνιγούμε, Ρομάντα, κι αν δεν κάνουμε κάτι, θα πνιγούμε σίγουρα».

Επικράτησε ξανά σιωπή και το μόνο που ακουγόταν ήταν η Σέριαμ που μυξόκλαιγε. Μα, πού είχε πάει ο αυτοέλεγχός της; Από την άλλη, καμία από τις Καθήμενες δεν έδειχνε ικανοποιημένη, ούτε η Μόρια, ούτε η Μάλιντ, ούτε η Εσκαράλντε. Το μέλλον τους δεν διαγραφόταν ρόδινο. Το πρόσωπο της Ντελάνα είχε πάρει μια πρασινωπή απόχρωση κι έμοιαζε κι αυτή έτοιμη να ξεράσει, σαν τη Σέριαμ.

Η Εγκουέν στάθηκε όρθια για άλλη μία φορά, έτοιμη να κάνει την αναπόφευκτη ερώτηση. Το τελετουργικό έπρεπε να ακολουθηθεί ακόμα κι όταν οι εισηγήσεις ήταν αδιανόητες. Ίσως, μάλιστα, σ’ αυτή την περίπτωση να ήταν ακόμα πιο αναγκαίο. «Ποια τάσσεται εναντίον της πρότασης;»

Δεν υπήρχε ανεπάρκεια ομιλητών, παρ’ όλο που καθεμία είχε επανακτήσει την ψυχραιμία της για να ακολουθήσει το πρωτόκολλο. Κάμποσες Καθήμενες μετακινήθηκαν ταυτόχρονα, αλλά η Μάγκλα ήταν η πρώτη που σηκώθηκε, ενώ οι άλλες ξανακάθισαν χωρίς να δείχνουν την παραμικρή ένδειξη ανυπομονησίας. Η Φαϊζέλ ακολούθησε τη Μάγκλα, κι η Βάριλιν τη Φαϊζέλ. Κατόπιν, σηκώθηκε η Σαρόγια και, τελικά, η Τακίμα. Καθεμία μίλησε επί μακρόν, ενώ η Βάριλιν με τη Σαρόγια λίγο έλειψε να προφέρουν απαγορευμένα λόγια. Κάθε γυναίκα μίλησε με όσο το δυνατόν περισσότερη ευφράδεια. Άλλωστε, δίχως ευφράδεια, δεν κατακτάς ποτέ τη θέση μιας Καθήμενης. Ακόμα κι έτσι όμως, σύντομα φάνηκε πως επαναλαμβάνονταν ή επαναλάμβαναν η μία τα λόγια της άλλης με άλλες λέξεις.

Οι Αποδιωγμένοι και το όπλο τους δεν αναφέρθηκαν. Το κυρίως θέμα των Καθήμενων ήταν ο Μαύρος Πύργος κι οι Άσα’μαν. Ο Μαύρος Πύργος δεν ήταν παρά μια πληγή στο πρόσωπο της γης, μια απειλή για τον κόσμο εξίσου μεγάλη με την Τελευταία Μάχη. Η ίδια η ονομασία του άφηνε να εννοηθούν πιθανές επαφές με τη Σκιά, άσε που θεωρούνταν προσβολή για τον Λευκό Πύργο. Οι περιβόητοι Άσα’μαν —κανείς δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη χωρίς να προσθέσει το «περιβόητοι», σαρκαστικά. Στην Παλιά γλώσσα σήμαινε «φρουροί», αλλά μόνο φρουροί δεν ήταν— ήταν άντρες με τη δυνατότητα της διαβίβασης! Οι άντρες ήταν καταδικασμένοι σε παράνοια, αν δεν πέθαιναν από το αρσενικό κομμάτι της Δύναμης. Παρανοϊκοί που μπορούσαν να χειριστούν τη Μία Δύναμη. Από τη Μάγκλα μέχρι την Τακίμα, κάθε γυναίκα ταύτιζε μια τέτοια κατάσταση με τον απόλυτο τρόμο. Τρεις χιλιάδες χρόνια απόλυτου τρόμου, και πριν από αυτά το Τσάκισμα του Κόσμου. Άντρες σαν αυτούς ήταν υπεύθυνοι για την καταστροφή του κόσμου, για τον αφανισμό της Εποχής των Θρύλων, για την αλλαγή όλης της γης και τη μετατροπή της σε έρημο. Με αυτούς, λοιπόν, έπρεπε να συνάψουν συμμαχία. Αν το έκαναν, θα αποτελούσαν δικαίως το ανάθεμα κάθε λαού. Οποιαδήποτε Άες Σεντάι θα τις απαξίωνε, εξίσου δικαίως. Όχι, κάτι τέτοιο δεν έπρεπε να συμβεί. Με τίποτα.

Όταν η Τακίμα ξανακάθισε, τακτοποιώντας προσεκτικά το επώμιο και διπλώνοντάς το στα μπράτσα της, ένα μικρό χαμόγελο ικανοποίησης ήταν χαραγμένο στα χείλη της. Μαζί, είχαν κατορθώσει να κάνουν τους Άσα’μαν να φαντάζουν ακόμα πιο φοβεροί και πιο επικίνδυνοι από τους Αποδιωγμένους και την Τελευταία Μάχη μαζί. Ίσως, μάλιστα, να είχαν σχηματίσει μια εικόνα τους εφάμιλλη του ίδιου του Σκοτεινού.

Μια κι η Εγκουέν είχε ξεκινήσει τις τελετουργικές ερωτήσεις, ήταν υποχρέωσή της να τις τελειώσει. Έτσι, ανασηκώθηκε λέγοντας: «Ποια είναι υπέρ της συμφωνίας με τον Μαύρο Πύργο;» Η προηγούμενη σιωπή δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτή που έπεσε τώρα στο κιόσκι. Η Σέριαμ είχε καταφέρει τελικά να ελέγξει το κλάμα της, αν και τα δάκρυα εξακολουθούσαν να λαμπυρίζουν στα μάγουλά της, αλλά οι πνιχτοί της λυγμοί ηχούσαν σαν κραυγές στη σιωπή που ακολούθησε την ερώτηση της Εγκουέν.

Η Τακίμα χαμογέλασε στραβά όταν η Τζάνυα σηκώθηκε πριν καλά-καλά η ερώτηση σχηματιστεί στα χείλη της Εγκουέν. «Ακόμα κι ένα λεπτό κλαράκι είναι καλύτερο από το τίποτα όταν πνίγεσαι», είπε η Τζάνυα. «Προτιμώ να κάνω μια προσπάθεια, παρά να βασίζομαι στην ελπίδα μέχρι να βυθιστώ». Είχε το συνήθειο να μιλάει όταν δεν έπρεπε.

Η Σάμαλιν σηκώθηκε και στάθηκε πλάι στη Μάλιντ. Ακολούθησαν κάποιες βιαστικές κινήσεις, με τη Σαλίτα, την Μπεράνα και την Αλέντριν να ανασηκώνονται ταυτόχρονα, και μια στιγμή αργότερα και την Κουαμέσα. Εννέα Καθήμενες που είχαν σταθεί όρθιες κι ακίνητες, με τα λεπτά να κυλούν αδυσώπητα. Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι δάγκωνε το κάτω χείλος της, και σταμάτησε βιαστικά, ελπίζοντας να μην το είχε προσέξει καμία. Ένιωθε ακόμα πάνω στα χείλη της τα αποτυπώματα των δοντιών της. Ήλπιζε να μην είχε ματώσει. Όχι ότι την κοίταζαν, μια κι όλες οι παριστάμενες κρατούσαν την ανάσα τους.

Η Ρομάντα κοιτούσε βλοσυρά τη Σαλίτα, η οποία ατένιζε ευθεία μπροστά, με πρόσωπο γκριζαρισμένο και χείλη τρεμάμενα. Η Δακρυνή αδελφή ίσως δεν ήταν ικανή να κρύψει τον φόβο της, αλλά δεν υποχωρούσε κιόλας. Η Ρομάντα ένευσε αργά κι έπειτα, παραδόξως, σηκώθηκε όρθια. Είχε πάρει κι αυτή την απόφαση να καταπατήσει τα έθιμα. «Μερικές φορές», είπε κοιτώντας κατάματα τη Λελαίν, «είναι αναγκαίο να κάνουμε πράγματα που θα προτιμούσαμε να αποφύγουμε».

Η Λελαίν συνάντησε το βλέμμα της γκριζομάλλας Κίτρινης δίχως να τρεμοπαίξει τα μάτια της. Η έκφρασή της θα μπορούσε να είναι φτιαγμένη από πορσελάνη και το πηγούνι της ήταν ελαφρά ανασηκωμένο. Ξαφνικά σηκώθηκε, ρίχνοντας μια ανυπόμονη ματιά προς το μέρος της Λυρέλ, η οποία την κοίταξε για μια στιγμή με το στόμα ορθάνοικτο και κατόπιν σηκώθηκε κι αυτή.

Οι γυναίκες αλληλοκοιτάζονταν χωρίς να βγάζουν άχνα. Όλα είχαν τελειώσει.

Σχεδόν, δηλαδή. Η Εγκουέν ξερόβηξε και πάσχισε να τραβήξει την προσοχή της Σέριαμ. Η επόμενη κίνηση ανήκε στην Τηρήτρια, αλλά η Σέριαμ το μόνο που έκανε ήταν να σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάγουλά της και να διατρέχει με το βλέμμα της τους πάγκους, λες και μετρούσε τις Καθήμενες που είχαν σηκωθεί, ελπίζοντας να διαπιστώσει ότι δεν είχε μετρήσει σωστά. Η Εγκουέν ξερόβηξε ακόμα πιο δυνατά κι η πρασινομάτα γυναίκα αναπήδησε ξαφνιασμένη και στράφηκε να την κοιτάξει. Και πάλι, όμως, ήταν σαν να πέρασε μια αιωνιότητα πριν συγκεντρώσει την προσοχή της στα καθήκοντά της.

«Δεδομένης της ελάχιστης δεκτής ομοφωνίας», ανακοίνωσε με κάπως ασταθή φωνή, «θα αναζητηθούν περιθώρια συμφωνίας με... με τον Μαύρο Πύργο». Πήρε μια βαθιά ανάσα κι όρθωσε το ανάστημά της. Η φωνή της απόκτησε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Βρισκόταν και πάλι σε οικείο έδαφος. «Για το καλό της ενότητας, σας ζητώ να επικυρώσετε το ζήτημα με τη μέγιστη ομοφωνία».

Το αίτημά της ήταν πράγματι εντυπωσιακό. Ακόμα και σε θέματα που μπορούσαν να αποφασιστούν με ελάχιστη ομοφωνία, η μέγιστη ήταν πάντα προτιμώμενη κι επιθυμητή. Μπορεί να χρειάζονταν ώρες, ίσως και μέρες, συζητήσεων μέχρι να επιτευχθεί, αλλά η προσπάθεια δεν σταματούσε μέχρι να συμφωνήσουν όλες οι Καθήμενες ή να γίνει ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία. Ήταν ένα εντυπωσιακό αίτημα, που δεν άφησε αδιάφορη καμία αδελφή. Η Ντελάνα σηκώθηκε σαν μαριονέτα που την κινούν ενάντια στη θέλησή της και κοίταξε αβέβαια τριγύρω.

«Δεν θα ταχθώ υπέρ μιας τέτοιας λύσης», είπε η Τακίμα, αντίθετα σε κάθε κανόνα ευπρέπειας. «Δεν μ’ ενδιαφέρει τι λένε οι άλλες, αδιαφορώ για το πόσο θα παραμείνουμε εδώ, αλλά δεν πρόκειται να ταχθώ υπέρ! Ποτέ!»

Καμία άλλη δεν σηκώθηκε. Η Φαϊζέλ μετακινήθηκε πάνω στον πάγκο της, πήγε να ανασηκωθεί, τακτοποίησε το επώμιο της και κουνήθηκε ξανά σαν να ήθελε να ξανασηκωθεί. Καμία άλλη δεν αντέδρασε. Η Σαρόγια δάγκωνε τις αρθρώσεις των δαχτύλων της έχοντας πάρει μια έκφραση τρόμου, ενώ η Βάριλιν έμοιαζε σαν να την είχαν χτυπήσει με σφυρί ανάμεσα στα μάτια. Η Μάγκλα άδραξε τις άκρες του πάγκου κι έμεινε ακίνητη, παρατηρώντας με αποθαρρυμένο ύφος τα κιλίμια μπροστά στα πόδια της. Ολοφάνερα, είχε αντιληφθεί τη Ρομάντα που την κοιτούσε μουτρωμένη πίσω από την πλάτη της, αλλά η μόνη της αντίδραση ήταν να κυρτώσει τους ώμους της.

Η Τακίμα έμοιαζε να έχει δώσει το τελικό χτύπημα. Δεν είχε νόημα να αναζητούν τη μέγιστη ομοφωνία όταν μία από δαύτες τασσόταν φανατικά κατά. Ωστόσο, η Εγκουέν αποφάσισε να κάνει τη δική της παράβαση, τόσο ως προς την ευπρέπεια, όσο κι ως προς το πρωτόκολλο. «Υπάρχει κάποια που αισθάνεται πως, εξαιτίας αυτού, πρέπει να εγκαταλείψει τη θέση της;» ρώτησε με στεντόρεια, πεντακάθαρη φωνή.

Αγκομαχητά έκπληξης γέμισαν το κιόσκι, αλλά η Εγκουέν κράτησε την ανάσα της. Αυτό θα τις διέλυε, αλλά καλύτερα να γινόταν τώρα, παρουσία όλων. Η Σαρόγια την κοίταξε αγριωπά, αλλά καμιά τους δεν κουνήθηκε.

«Επομένως, προχωράμε», είπε. «Με προσοχή. Θα μας πάρει χρόνο μέχρι να σχεδιάσουμε ποιες θα προσεγγίσουν τον Μαύρο Πύργο και τι θα πουν». Ήλπιζε να είχε χρόνο για να εξασφαλίσει μερικές εγγυήσεις. Μα το Φως, θα έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά για να τα βγάλει πέρα. «Πρώτον, υπάρχουν προτάσεις σχετικά με την... πρεσβεία μας;»

Загрузка...