25 Πότε να Φοράς Κοσμήματα

Ο Πέριν βάδιζε ανυπόμονα πάνω-κάτω στα λουλουδάτα χαλιά, που χρησίμευαν ως δάπεδο της σκηνής, ανασηκώνοντας τους ώμους καθώς πάσχιζε να βολευτεί στο βαθυπράσινο μεταξωτό πανωφόρι που σπάνια φορούσε από τότε που του το είχε φτιάξει η Φάιλε. Του είχε πει ότι τα περίτεχνα ασημένια κεντήματα ταίριαζαν απόλυτα στους ώμους του, αλλά η φαρδιά πέτσινη ζώνη που στήριζε το τσεκούρι στο πλευρό του, τόσο εμφανής όσο και το ίδιο το όπλο, το μόνο που έκανε ήταν να υποδεικνύει ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας ανόητος που υποκρινόταν πως ήταν ακόμα πιο ανόητος απ’ όσο έδειχνε. Μερικές φορές, τραβούσε με δύναμη τα γάντια του ή αγριοκοίταζε τον μανδύα με τη γούνινη επένδυση που ήταν αφημένος στην πλάτη του καθίσματός του, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να τον φορέσει. Τράβηξε δύο φορές ένα κομμάτι χαρτί από το μανίκι του και το ξεδίπλωσε, για να μελετήσει προχωρώντας τον χάρτη της Μάλντεν που ήταν σχεδιασμένος επάνω του. Αυτή ήταν η πόλη όπου κρατούσαν τη Φάιλε.

Ο Τζόνταϊν, ο Γκετ κι ο Χου είχαν προλάβει τους διαφεύγοντες κατοίκους της Μάλντεν, αλλά το μόνο χρήσιμο πράγμα που εξασφάλισαν ήταν αυτός ο χάρτης, κι ήταν προφανές ότι το θεωρούσαν αγγαρεία. Όσοι ήταν αρκετά δυνατοί για να δώσουν μάχη ήταν ήδη νεκροί ή είχαν φορέσει τα λευκά των γκαϊ’σάιν υπό την εξουσία των Σάιντο. Αυτοί που έμεναν για να το σκάσουν ήταν οι γέροι, οι πολύ νέοι, οι άρρωστοι κι οι αδύναμοι. Σύμφωνα με τη γνώμη του Τζόνταϊν, και μόνο η σκέψη ότι κάποιος θα τους έστελνε πίσω με το ζόρι και θα τους ανάγκαζε να πολεμήσουν με τους Σάιντο, τους είχε κάνει να επισπεύσουν τη φυγή τους βόρεια, προς το Άντορ και την ασφάλεια. Ο χάρτης αποτελούσε αίνιγμα, με τους λαβυρινθώδεις δρόμους του, το φρούριο της αρχόντισσας και τη μεγάλη δεξαμενή στη βορειοανατολική γωνία. Διάφορες πιθανότητες ταλάνιζαν το μυαλό του. Ωστόσο, θα μπορούσαν να θεωρηθούν πιθανότητες αν έβρισκε τη λύση στο ευρύτερο αίνιγμα που δεν υπήρχε στον χάρτη, την τεράστια μάζα των Σάιντο που περιστοίχιζαν την οχυρωμένη πόλη, για να μην αναφέρουμε τις τετρακόσιες-πεντακόσιες Σοφές Σάιντο που μπορούσαν να διαβιβάσουν. Οπότε, ο χάρτης τοποθετήθηκε ξανά μέσα στο μανίκι του κι ο ίδιος εξακολούθησε να προχωράει πάνω-κάτω.

Η σκηνή με τις κόκκινες ρίγες τον εκνεύριζε όσο κι ο χάρτης, όπως επίσης και τα έπιπλα, τα καθίσματα με τις επίχρυσες ακμές, που δίπλωναν για να είναι ευκολότερα στις μετακινήσεις, το τραπέζι με την επιφάνεια από μωσαϊκό που δεν ήταν πτυσσόμενο, ο καθρέφτης κι ο νιπτήρας, ακόμα και τα σεντούκια με τη χάλκινη επένδυση που ήταν παρατεταγμένα κατά μήκος του εξωτερικού τοίχου. Έξω, το φως δεν είχε ξεμυτίσει ακόμα κι οι δώδεκα φανοί ήταν αναμμένοι, με τους καθρέφτες να απαστράπτουν. Τα μαγκάλια που κρατούσαν έξω την παγωνιά της νύχτας περιείχαν ακόμα μερικά κάρβουνα. Είχε μαζί του τα δύο μεταξωτά επίτοιχα χαλιά της Φάιλε, δουλεμένα με σειρές από πτηνά κι άνθη και κρεμασμένα από τους στύλους της οροφής για να αερίζονται. Είχε επιτρέψει στον Λάμγκουιν να του ψαλιδίσει τη γενειάδα και να του ξυρίσει τα μάγουλα και τον λαιμό, είχε πλυθεί κι είχε φορέσει καθαρά ρούχα. Επίσης, τακτοποίησε τη σκηνή, λες κι η Φάιλε επρόκειτο να επιστρέψει ανά πάσα στιγμή από την ιππασία. Όλα ήταν τακτοποιημένα, έτσι ώστε όταν τον κοιτούσε κάποιος, να έβλεπε έναν άρχοντα —τρομάρα του— και να νιώθει ασφαλής. Πάντως, κάθε κομμάτι του εαυτού του του υπενθύμιζε ότι η Φάιλε δεν είχε πάει για ιππασία. Τραβώντας με δύναμη το ένα του γάντι, έψαξε στην τσέπη του πανωφοριού του και διέτρεξε με τα δάχτυλά του το σχοινί από ακατέργαστο δέρμα που ήταν χωμένο εκεί. Τριάντα δύο κόμποι. Δεν χρειαζόταν υπενθύμιση, αλλά μερικές φορές έμενε ξύπνιος όλη νύχτα σ’ ένα κρεβάτι που δεν ξάπλωνε πια η Φάιλε, μετρώντας αυτούς τους κόμπους. Κατά κάποιον τρόπο, είχαν γίνει ένα είδος συνδέσμου μ’ εκείνη. Όπως και να έχει, η αγρύπνια ήταν καλύτερη από τους εφιάλτες.

«Αν δεν κάτσεις κάτω, θα είσαι πολύ κουρασμένος για να ιππεύσεις μέχρι το Σο Χάμπορ, ακόμα και με τη βοήθεια του Νιλντ», είπε η Μπερελαίν κι ακούστηκε σαν να το διασκέδαζε κάπως. «Και μόνο που σε βλέπω, κουράζομαι».

Ο Πέριν συγκρατήθηκε για να μην την αγριοκοιτάξει. Ντυμένη με ένα μεταξένιο μπλε φόρεμα ιππασίας, έχοντας ένα φαρδύ χρυσό περιδέραιο κατάστικτο με φλογόσταλες, φορεμένο σφιχτά γύρω από τον λαιμό της, και το στενό στέμμα του Μαγιέν, που απεικόνιζε ένα χρυσό γεράκι σε πτήση, πάνω από τα φρύδια της, η Πρώτη του Μαγιέν ήταν καθισμένη σ’ ένα πτυσσόμενο κάθισμα πάνω στον πορφυρό της μανδύα, με τα χέρια διπλωμένα γύρω από τα κόκκινα γάντια που ήταν ακουμπισμένα στα γόνατά της. Φάνταζε συγκροτημένη σαν Άες Σεντάι και μύριζε... υπομονή. Δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο η γυναίκα είχε πάψει να μυρίζει λες και τον έβλεπε σαν παχουλό αρνάκι πιασμένο στα βάτα κι έτοιμο να γίνει γεύμα, αλλά ένιωθε σχεδόν ευγνωμοσύνη για την παρουσία της. Πάλι καλά που είχε κάποιον να μιλάει για το πόσο του έλειπε η Φάιλε. Η Μπερελαίν τον άκουγε αποπνέοντας μια οσμή συμπόνιας.

«Θέλω να είμαι παρών αν... όταν ο Γκαούλ κι οι Κόρες φέρουν τους αιχμαλώτους». Το κόμπιασμα στη γλώσσα του τον ανάγκασε να κάνει μια γκριμάτσα, όπως επίσης κι η καθυστέρηση να ολοκληρώσει την πρόταση του. Έδινε την εντύπωση ότι αμφέβαλλε. Αργά ή γρήγορα, θα έπιαναν μερικούς Σάιντο, κάτι που προφανώς δεν ήταν και τόσο εύκολο. Η σύλληψη αιχμαλώτων δεν ωφελούσε σε κάτι, παρά μόνο αν είχες τη δυνατότητα να τους κουβαλάς μαζί σου, κι οι Σάιντο ήταν αρκετά αμελείς συγκρινόμενοι με τους υπόλοιπους Αελίτες. Η Σούλιν τού τα είχε επεξηγήσει υπομονετικά, αν κι ο ίδιος δυσκολευόταν υπερβολικά να δείξει υπομονή. «Γιατί αργεί ο Αργκάντα;» γρύλισε.

Λες και το όνομα του Γκεαλντανού είχε λειτουργήσει ως πρόσκληση, ο Αργκάντα φάνηκε να μπαίνει από την πάνινη είσοδο, με πρόσωπο σαν πέτρα και βαθουλωμένα μάτια. Έμοιαζε να έχει κοιμηθεί ελάχιστα, όπως ο Πέριν. Ο κοντός άντρας φορούσε τον ασημένιο του θώρακα, αλλά όχι περικεφαλαία. Δεν είχε ξυριστεί σήμερα το πρωί κι οι φύτρες έδιναν γκρίζα χροιά στα μάγουλά του. Ένα παχύ, πέτσινο πουγκί, κρεμασμένο από ένα γαντοφορεμένο χέρι, κουδούνισε καθώς το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, δίπλα σε άλλα δύο που βρίσκονταν ήδη εκεί. «Από το χρηματοκιβώτιο της Βασίλισσας», είπε ξινά. Τις τελευταίες δέκα μέρες, σχεδόν όσα έλεγε απέπνεαν ξινίλα. «Είναι αρκετά για να καλύψουν το μερίδιό μας, και με το παραπάνω. Χρειάστηκε να σπάσω την κλειδαριά και να βάλω τρεις άντρες να φυλάνε το σεντούκι. Κι ο καλύτερος άντρας θα έμπαινε στον πειρασμό να βάλει χέρι, με την κλειδαριά σπασμένη».

«Καλώς, καλώς», είπε ο Πέριν, πασχίζοντας να μη δείξει υπερβολική ανυπομονησία. Τι τον ένοιαζε αν ο Αργκάντα έπρεπε να βάλει εκατό άντρες να φυλάνε το χρηματοκιβώτιο της βασίλισσάς του; Το πουγκί του ήταν το μικρότερο από τα τρία κι είχε μαζέψει κάθε κομμάτι χρυσού ή αργύρου που είχε βρει για να το γεμίσει. Ρίχνοντας τον μανδύα στους ώμους του, μάζεψε τα πουγκιά, προσπέρασε τον άντρα και βγήκε στο γκρίζο πρωινό.

Προς μεγάλη του αηδία, ο καταυλισμός απέπνεε κανονικότητα, παρ’ ότι δεν ήταν σχεδιασμένος έτσι, και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Πολλοί από τους άντρες των Δύο Ποταμών κοιμούνταν πλέον σε σκηνές, αν και τα τοιχώματά τους, φτιαγμένα από μπαλωμένο καναβάτσο, είχαν καφετί χρώμα κι όχι το ριγωτό κόκκινο της δικής του, αλλά ήταν αρκετά ευρύχωρες, ώστε να χωρούν οκτώ με δέκα άντρες έκαστη, με τα πελέκια τους ριγμένα ακατάστατα στην μπροστινή είσοδο, ενώ οι υπόλοιποι είχαν μετατρέψει τα προσωρινά θαμνοειδή καταφύγια σε μικρές γερές καλύβες από πλεχτά κλωνάρια αειθαλών δέντρων. Οι σκηνές κι οι καλύβες σχημάτιζαν, στην καλύτερη περίπτωση, μαιάνδρους, και δεν έμοιαζαν διόλου με τις αυστηρά διατεταγμένες σειρές που έβλεπε κανείς στους Γκεαλντανούς και στους Μαγιενούς. Ωστόσο, η όλη διάταξη φάνταζε σαν χωριό, με μονοπάτια και λωρίδες διαδρόμων που ανοίγονταν μέσα από το ποδοπατημένο χιόνι, αποκαλύπτοντας το γυμνό, παγωμένο χώμα. Μια καλοφτιαγμένη πέτρινη εστία κύκλωνε τις φωτιές που είχαν ανάψει για να ζεσταθεί το φαγητό, εκεί όπου οι άντρες σχημάτιζαν μπουλούκια, κουκουλωμένοι και φορώντας τους μανδύες τους, για να προφυλαχτούν από το κρύο και περιμένοντας το πρόγευμά τους.

Αυτό που παρακίνησε τον Πέριν σήμερα το πρωί ήταν το περιεχόμενο αυτών των μαύρων σιδερένιων τσουκαλιών. Με τόσο πολλούς κυνηγούς, τα θηράματα, όπως κι οτιδήποτε άλλο, είχαν αρχίσει να αραιώνουν, και τώρα πια οι άντρες έψαχναν για βελανίδια που συσσώρευαν οι σκίουροι, κι άλεθαν βρώμη, αλλά με τον χειμώνα τόσο προχωρημένο, έβρισκαν μονάχα παλιές κι αποξηραμένες τροφές, κι αυτές στην καλύτερη περίπτωση. Το ταγκό μείγμα γέμιζε κάπως τις κοιλιές τους, αλλά έπρεπε να είσαι πολύ πεινασμένος για να καταφέρεις να το κατεβάσεις. Τα περισσότερα πρόσωπα που αντίκριζε ο Πέριν παρακολουθούσαν ανυπόμονα τα τσουκάλια. Η τελευταία καρότσα προχωρούσε κροταλίζοντας μέσα από ένα κενό που είχε σχηματιστεί στον κύκλο των μυτερών πασσάλων που κύκλωναν τον καταυλισμό, ενώ οι Καιρχινοί αμαξηλάτες ήταν φασκιωμένοι έως τα αυτιά, καμπουριασμένοι πάνω στα καθίσματά τους σαν μαύρα σακιά από μαλλί. Ό,τι κι αν περιείχαν οι άμαξες, πλέον ήταν συγκεντρωμένο στο κέντρο του καταυλισμού, κι αυτές προχωρούσαν άδειες και κλυδωνιζόμενες πάνω στις αυλακιές που άφηναν τα προπορευόμενα καρότσια, μια στοιχισμένη σειρά από οχήματα που χάνονταν στο γύρω δάσος.

Η εμφάνιση του Πέριν με την Μπερελαίν και τον Αργκάντα ξοπίσω του προκάλεσε κάποια αναταραχή, αν κι όχι τόσο μεταξύ των πεινασμένων αντρών από τους Δύο Ποταμούς. Μερικοί, βέβαια, ένευσαν κάπως επιφυλακτικά προς το μέρος του —ένας-δύο, μάλιστα, έκαναν και μερικές πρόχειρες υποκλίσεις!— αλλά οι πιο πολλοί πάσχιζαν να μην τον κοιτάξουν, με την Μπερελαίν παρούσα. Ηλίθιοι. Ανεγκέφαλοι κι ηλίθιοι! Ωστόσο, υπήρχε κι άλλος κόσμος μαζεμένος σε μικρή απόσταση από τη σκηνή με τις κόκκινες ρίγες ή στριμωγμένος στις λωρίδες των διαδρόμων ανάμεσα στις άλλες σκηνές. Ένας άοπλος Μαγιενός στρατιώτης, ντυμένος με γκρίζο πανωφόρι, ήρθε τρέχοντας μαζί με τη λευκή φοράδα της Μπερελαίν, υποκλινόμενος και σκύβοντας για να κρατήσει τον αναβολέα της. Η Ανούρα είχε ήδη καβαλήσει μια καλοθρεμμένη φοράδα που, αντίθετα με το λευκό υποζύγιο της Μπερελαίν, ήταν σκούρα. Λεπτές χαντρένιες πλεξούδες κρέμονταν στο στήθος της από την κουκούλα του μανδύα της, κι η Άες Σεντάι έμοιαζε να μη δίνει την παραμικρή προσοχή στη γυναίκα που υποτίθεται ότι έπρεπε να συμβουλεύει. Στητή, κάρφωσε το βλέμμα της προς το μέρος των χαμηλών Αελίτικων σκηνών, όπου δεν κουνιόταν τίποτα εκτός από τις λεπτές, λικνιζόμενες στήλες του καπνού, ο οποίος ανέβαινε από τις τρύπες που χρησίμευαν ως καμινάδες. Ο μονόφθαλμος Γκαλίν, με την κόκκινη περικεφαλαία του, τον θώρακα και την καλύπτρα του ματιού του, ωστόσο, αντιστάθμιζε την αφηρημάδα της Ταραμπονέζας αδελφής. Μόλις εμφανίστηκε η Μπερελαίν, γάβγισε μια διαταγή που έκανε τους πενήντα Φτερωτούς Φρουρούς να σταθούν προσοχή, με τις μακρόστενες λόγχες με τις μυτερές, ατσαλένιες άκρες και τα κόκκινα σημαιάκια στημένες όρθιες στο πλάι τους, κι όταν η γυναίκα καβάλησε το ζώο της, ο Γκαλίν έδωσε ακόμα μία κοφτή διαταγή να ανέβουν στα άλογά τους, πράγμα που έκαναν όλοι ταυτόχρονα, τόσο ομοιόμορφα σαν να ήταν ένας άντρας.

Ο Αργκάντα έριξε μια βλοσυρή ματιά προς τις σκηνές των Αελιτών και κατόπιν κοίταξε εξίσου συνοφρυωμένος τους Μαγιενούς. Μετά, προχώρησε αγέρωχα στο σημείο όπου περίμεναν κάμποσοι Γκεαλντανοί λογχοφόροι, με απαστράπτοντες θώρακες και κωνικές πράσινες περικεφαλαίες, μιλώντας μαλακά στον τύπο που φαινόταν επικεφαλής, έναν λιπόσαρκο άντρα ονόματι Κιρέγιν, ο οποίος έδινε την εντύπωση στον Πέριν ότι ήταν ευγενούς καταγωγής, κρίνοντας από το υπεροπτικό του βλέμμα πίσω από τις λεπτομέρειες της ασημένιας του περικεφαλαίας. Ο Αργκάντα ήταν αρκετά κοντός, οπότε ο Κιρέγιν έπρεπε να σκύψει για να ακούσει όσα είχε να του πει, κι η συγκεκριμένη αναγκαιότητα έκανε το πρόσωπο του ψηλότερου άντρα να φαντάζει ακόμα πιο ψυχρό. Ένας από τους άντρες πίσω από τον Κιρέγιν κουβαλούσε μια ράβδο με ένα κόκκινο σημαιάκι, που απεικόνιζε τα τρία εξάκτινα Ασημένια Άστρα της Γκεάλνταν αντί για τη λόγχη με τα πράσινα σημαιάκια, ενώ ένας από τους Φτερωτούς Φρουρούς είχε το μπλε σημαιάκι του Μαγιέν με το Χρυσό Γεράκι.

Ο Άραμ ήταν κι αυτός εκεί, αν και βρισκόταν από την άλλη μεριά και δεν ήταν έτοιμος να ιππεύσει. Τυλιγμένος με τον πράσινο μανδύα του και με τη λαβή του σπαθιού του να εξέχει πάνω από τον ώμο του, εξέπεμπε ζήλια και κατήφεια στους Μαγιενούς και στους Γκεαλντανούς. Μόλις πρόσεξε τον Πέριν, η κατήφεια επιδεινώθηκε κι ο άντρας έφυγε βιαστικά, περνώντας άτσαλα ανάμεσα από τους Διποταμίτες που περίμεναν το πρωινό τους. Ούτε καν σταμάτησε να ζητήσει συγγνώμη όταν σκούντηξε έναν από δαύτους. Ο Άραμ είχε γίνει υπερβολικά ευερέθιστος και, καθώς οι μέρες περνούσαν σε αναμονή, μιλούσε απότομα και περιφρονητικά σε όλους εκτός από τον Πέριν. Την προηγούμενη μέρα, είχε κοντέψει να χτυπηθεί με δύο Γκεαλντανούς για κάποιο θέμα που κανείς τους δεν θυμόταν αφότου σταμάτησαν τον καυγά, εκτός από το ότι ο Άραμ έλεγε πως οι Γκεαλντανοί δεν είχαν τον παραμικρό σεβασμό κι αυτοί ισχυρίζονταν πως ο Άραμ είχε βρωμόστομα. Να γιατί ο πρώην Μάστορας έμενε πίσω σήμερα. Τα πράγματα μπορεί να ήταν από μόνα τους τεταμένα στο Σο Χάμπορ, δεν ήταν ανάγκη να ξεκινήσει καυγά ο Άραμ όταν δεν θα έβλεπε ο Πέριν.

«Τα μάτια σου δεκατέσσερα με τον Άραμ», είπε ήρεμα μόλις φάνηκε ο Ντάνιλ με το καστανοκόκκινο ζώο του. «Έχε από κοντά και τον Αργκάντα», πρόσθεσε, παραχώνοντας τα πουγκιά στο σακίδιο της σέλας του και κλείνοντας ερμητικά την υφασμάτινη είσοδο. Το βάρος της συνεισφοράς της Μπερελαίν ισοστάθμιζε και με το παραπάνω το δικό του και του Αργκάντα μαζί. Σε κάθε περίπτωση, η γυναίκα είχε λόγο να είναι τόσο γενναιόδωρη. Οι άντρες της ήταν εξίσου πεινασμένοι με οποιονδήποτε άλλον. «Προσωπικά, πιστεύω πως ο Αργκάντα μοιάζει με κάποιον που είναι έτοιμος να κάνει κάτι βλακώδες». Ο Αναχαιτιστής χοροπήδησε λίγο και τίναξε το κεφάλι του καθώς ο Πέριν έπαιρνε τα ηνία στα χέρια του, αλλά ο επιβήτορας ηρέμησε γρήγορα κάτω από το σταθερό κι απαλό χέρι του άντρα.

Ο Ντάνιλ έτριψε με τα δάχτυλά του τα μουστάκια του που έμοιαζαν με χαυλιόδοντες, κι οι αρθρώσεις του είχαν κοκκινίσει από το κρύο. Κατόπιν, λοξοκοίταξε τον Αργκάντα και ξεφύσηξε. Η ανάσα του έμοιαζε με πούσι. «Θα τον παρακολουθώ στενά, Άρχοντα Πέριν», μουρμούρισε τραβώντας απότομα τον μανδύα του, «αλλά όσο και να λες ότι εγώ είμαι επικεφαλής, μόλις φύγεις, δεν πρόκειται να υπακούσει σε τίποτα».

Δυστυχώς, αυτό ήταν αλήθεια. Ο Πέριν προτιμούσε να πάρει τον Αργκάντα μαζί του και να αφήσει τον Γκαλίν εδώ, αλλά κανείς από τους δύο δεν θα δεχόταν κάτι τέτοιο. Ο Γκεαλντανός παραδεχόταν ότι οι άντρες και τα άλογα θα άρχιζαν να λιμοκτονούν, εκτός αν έβρισκαν κάπου φαγητό και ζωοτροφές, αλλά του ήταν αδύνατον να περάσει άλλη μία μέρα μακριά από τη βασίλισσά του. Από μια άποψη, έδινε την εντύπωση ότι ήταν πιο φουριόζος από τον Πέριν ή ίσως πιο έτοιμος να ενδώσει. Αν ήταν στο χέρι του, ο Αργκάντα θα πλησίαζε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο τους Σάιντο, μέχρι που θα έφτανε ακριβώς κάτω από τη μύτη τους. Ο Πέριν ήταν έτοιμος να πεθάνει για να ελευθερώσει τη Φάιλε, κι ο Αργκάντα το ίδιο.

«Κάνε ό,τι μπορείς για να εμποδίσεις οποιαδήποτε ανοησία, Ντάνιλ». Μια στιγμή αργότερα, πρόσθεσε: «Αρκεί να μην τσακωθείτε». Σε τελική ανάλυση, δεν μπορούσε να περιμένει από τον Ντάνιλ να κάνει τα πάντα για να συγκρατήσει αυτόν τον τύπο. Αναλογούσαν τρεις Γκεαλντανοί για κάθε Διποταμίτη κι η Φάιλε θα έμενε αιχμάλωτη για πάντα αν άρχιζαν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Ο Πέριν ακούμπησε το κεφάλι του στα πλευρά του Αναχαιτιστή. Μα το Φως, ήταν ψόφιος και δεν μπορούσε ακόμη να βγάλει άκρη.

Ένα αργό ποδοβολητό ανήγγειλε την άφιξη της Μασούρι και της Σέονιντ, με τους τρεις Προμάχους να ακολουθούν τυλιγμένοι στους χαρακτηριστικούς μανδύες που έκρυβαν το μεγαλύτερο μέρος των κορμιών τους μαζί μ’ ένα μέρος των αλόγων τους. Και οι δύο Άες Σεντάι φορούσαν απαστράπτοντα μεταξωτά ρούχα κι από ένα βαρύ χρυσό περιδέραιο, ενώ στρώματα από παχιά νήματα φαίνονταν από την άκρη του σκούρου μανδύα της Μασούρι. Ένα μικρό λευκό πετράδι ταλαντευόταν στο μέτωπο της Σέονιντ, κρεμασμένο από μια όμορφη χρυσή αλυσίδα που ήταν περασμένη σφιχτά στα μαλλιά της. Η Ανούρα χαλάρωσε και κάθισε πιο αναπαυτικά στη σέλα της. Πίσω, ανάμεσα στις Αελίτικες σκηνές, οι Σοφές στέκονταν παρατεταγμένες και παρακολουθούσαν, έξι ψηλές γυναίκες με τα κεφάλια τυλιγμένα σε σκούρα μαντίλια. Μπορεί οι κάτοικοι του Σο Χάμπορ να καλωσόριζαν τους Αελίτες όπως οι κάτοικοι της Μάλντεν, αλλά ο Πέριν δεν ήταν σίγουρος ότι οι Σοφές θα άφηναν κάθε αδελφή να έρθει μοναχή της. Άλλωστε, αποτελούσαν τον τελευταίο λόγο της αναμονής τους. Ο ήλιος ήταν μια χρυσοκόκκινη στεφάνη στις δεντροκορυφές.

«Όσο πιο γρήγορα πάνε, τόσο πιο γρήγορα θα επιστρέψουν», είπε, σκαρφαλώνοντας στη σέλα του καστανοκόκκινου ζώου. Καθώς προχωρούσε μέσα από το άνοιγμα που είχε φτιαχτεί για να διευκολύνει τις άμαξες, οι άντρες των Δύο Ποταμών είχαν ήδη αρχίσει να αναπληρώνουν τους χαμένους πασσάλους. Με τον Μασέμα και τους δικούς του να βρίσκονται τόσο κοντά, όλοι τους έδειχναν ιδιαίτερη επιφύλαξη.

Απείχε κάπου εκατό βήματα από την πρώτη σειρά των δέντρων, αλλά με την άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση, κάποιον έφιππο που ξεγλιστρούσε στις βαθύτερες σκιές κάτω από τα πυργωτά δέντρα. Αναμφίβολα επρόκειτο για κάποιον από τους ανιχνευτές του Μασέμα, ο οποίος βιαζόταν να πάει να ενημερώσει τον Προφήτη ότι ο Πέριν κι η Μπερελαίν άφηναν τον καταυλισμό. Όμως, άσχετα από το πόσο γρήγορα κάλπαζε, δεν θα έφτανε εγκαίρως. Αν ο Μασέμα ήθελε να σκοτώσει τον Πέριν και την Μπερελαίν —πράγμα πολύ πιθανό— θα έπρεπε να περιμένει για κάποια άλλη ευκαιρία.

Ο Γκαλίν, ωστόσο, δεν σκόπευε να ριψοκινδυνεύσει. Κανείς δεν ήξερε πού μπορεί να βρίσκονταν ο Σάντες κι ο Γκένταρ, οι δύο ληστοκυνηγοί της Μπερελαίν, από την ημέρα που δεν κατάφεραν να επιστρέψουν από τον καταυλισμό του Μασέμα. Για τον Γκαλίν, αυτό ήταν σαν να τους είχαν στείλει τα κεφάλια τους σε σάκο. Είχε απλώσει τους λογχοφόρους του διεισδυτικά, έτσι ώστε να σχηματίζουν κύκλο γύρω από την Μπερελαίν πριν ακόμα φτάσουν στα δέντρα, όπως επίσης και γύρω από τον Πέριν, αλλά αυτό ήταν μάλλον τυχαίο. Ο Γκαλίν ήταν ικανός να φέρει και τους εννιακόσιους Φτερωτούς Φρουρούς ή ακόμα περισσότερους, και να πείσει την Μπερελαίν να μην πάει. Ο Πέριν το είχε επιχειρήσει, αλλά χωρίς επιτυχία. Αυτή η γυναίκα είχε έναν τρόπο να ακούει όσα έλεγες, αλλά τελικά να πράττει αυτά που ήθελε η ίδια. Κάπως έτσι ήταν κι η Φάιλε. Κάποιες φορές, ο άντρας πρέπει να το παίρνει απόφαση και να ζει με αυτό. Δηλαδή, τις περισσότερες, αφού ούτως ή άλλως δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

Τα τεράστια δέντρα κι οι βραχώδεις προεξοχές στο χιόνι έσπασαν τον σχηματισμό, φυσικά, αλλά η θέα εξακολουθούσε να είναι όμορφη, ακόμα και στον αχνό φωτισμό του δάσους, με τα κόκκινα σημαιάκια να ανεμίζουν στην αχνή αύρα κάτω από τις λοξές ακτίνες του ηλιόφωτος, και τους καβαλάρηδες με τις κόκκινες πανοπλίες να χάνονται προσωρινά πίσω από τις ογκώδεις βελανιδιές και τις χαμοδάφνες. Οι τρεις Άες Σεντάι προχωρούσαν πίσω από τον Πέριν και την Μπερελαίν, ακολουθούμενες από τους Προμάχους τους, παρακολουθώντας επιφυλακτικά το γύρω δάσος, ενώ από πίσω τους ερχόταν ο άντρας με το λάβαρο της Μπερελαίν. Ο Κιρέγιν και το λάβαρο της Γκεάλνταν ακολουθούσαν λίγο πιο πίσω, με τους άντρες του ντυμένους με περιποιημένα ρούχα και παρατεταγμένους σε αυστηρές γραμμές ή σχεδόν. Το άνοιγμα του δάσους ήταν μια πλάνη, παράταιρο με τις αυστηρές γραμμές και τα λαμπερά λάβαρα, αλλά αν πρόσθετες τα κεντητά μετάξια, τα πετράδια στο στέμμα και τους Προμάχους με τους μανδύες που άλλαζαν χρώματα, το θέαμα ήταν πολύ εντυπωσιακό. Ο Πέριν θα μπορούσε κάλλιστα να βάλει τα γέλια, αν και χωρίς ιδιαίτερη ευθυμία.

Η Μπερελαίν φάνηκε να διαβάζει τη σκέψη του. «Άμα πας να αγοράσεις ένα σακί αλεύρι», του είπε, «καλό είναι να φοράς λιτά ρούχα, έτσι ώστε ο πωλητής να νομίζει πως δεν μπορείς να πληρώσεις περισσότερα. Όταν, όμως, έχεις ένα ολόκληρο φορτίο αλεύρι, να φοράς πετράδια και διαμάντια, έτσι ώστε να πιστέψει ότι, όσο και να πάρει, εσύ θα επιστρέψεις».

Ο Πέριν άφησε έναν ήχο, κάτι μεταξύ ρουθουνίσματος και γέλιου, παρ’ όλο που δεν το επιδίωξε. Τα λόγια της Μπερελαίν τού θύμιζαν κάτι που του είχε πει κάποτε ο Άρχοντας Λούχαν, σκουντώντας τον στα πλευρά για να υποδηλώσει πως επρόκειτο για αστείο, αν και το βλέμμα του έλεγε πως ήταν και κάτι περισσότερο. Αν θες να σου κάνουν μικρές χάρες, να ντύνεσαι φτωχικά, αν θες κάτι παραπάνω, να ντύνεσαι φανταχτερά. Πολύ χαιρόταν που η Μπερελαίν είχε πάψει να μυρίζει σαν λύκος που έχει βγει για κυνήγι. Μια ανησυχία λιγότερη, αν μη τι άλλο.

Δεν άργησαν να φτάσουν στα νώτα των αμαξιών, μια παράταξη που είχε πάψει να κινείται από τότε που έφτασαν στα εδάφη του Ταξιδέματος. Ο ιδρώτας και τα τσεκούρια είχαν αφαιρέσει τα δέντρα που είχαν κοπεί σύρριζα από τις πύλες, σχηματίζοντας ένα μικρό ξέφωτο, το οποίο όμως ήταν ήδη γεμάτο πριν ακόμα ο Γκαλίν απλώσει τον κύκλο των λογχοφόρων του, παρατάσσοντάς τους έτσι ώστε να κοιτούν προς τα έξω. Ο Φάγκερ Νιλντ βρισκόταν ήδη εκεί, ένας κομψευόμενος Μουραντιανός με τις άκρες των μουστακιών του λαδωμένες, καβάλα σε ένα διάστικτο μουνούχι. Το πανωφόρι του ταίριαζε σε κάποιον που δεν είχε ξαναδεί στο παρελθόν Άσα’μαν. Το μόνο εφεδρικό που είχε ήταν επίσης μαύρο και δεν ξεχώριζε από τις καρφίτσες του πέτου. Το στρώμα του χιονιού δεν ήταν ιδιαίτερα βαθύ, αλλά οι είκοσι άντρες των Δύο Ποταμών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γουίλ αλ’Σήν, ήταν έφιπποι, αντί να κάθονται και να περιμένουν να παγώσουν τα πόδια τους μέσα στις μπότες τους. Φάνταζαν πιο σκληροτράχηλοι από αυτούς που τον είχαν ακολουθήσει από τους Δύο Ποταμούς, με τις βαλλίστρες περασμένες στην πλάτη και τις φαρέτρες που περιείχαν βέλη με φούντες από γουρουνότριχα, καθώς και τα ξίφη διαφόρων ειδών περασμένα στα ζωνάρια τους. Ο Πέριν ήλπιζε να μπορέσει σύντομα να τους στείλει πίσω ή, ακόμα καλύτερα, να τους πάει ο ίδιος πίσω, στην πατρίδα τους.

Οι περισσότεροι ισορροπούσαν στις σέλες τους κρατώντας έναν πάσσαλο, αλλά ο Τοντ αλ’Κάαρ κι ο Φλαν Μπάρστερε κουβαλούσαν λάβαρα που απεικόνιζαν την Πορφυρή Λυκοκεφαλή του Πέριν και τον Κόκκινο Αετό της Μανέθερεν. Το βαρύ σαγόνι του Τοντ ήταν σφιγμένο, ενώ ο Φλαν, ένας ψηλός και λιπόσαρκος τύπος από τον Λόφο της Σκοπιάς, έμοιαζε κάπως σκυθρωπός. Το πιθανότερο ήταν πως δεν την ήθελε αυτή τη δουλειά, κάτι που ίσως και για τον Τοντ. Ο Γουίλ έριξε στον Πέριν ένα από εκείνα τα μειλίχια, αθώα βλέμματα που αναστάτωναν τα κορίτσια στην πατρίδα του —στον Γουίλ άρεσε πολύ να φοράει τις γιορτές κεντήματα πάνω στο πανωφόρι του, και του άρεσε ακόμα περισσότερο να προχωράει έφιππος μπροστά από εκείνα τα λάβαρα, ελπίζοντας μάλλον ότι κάποια γυναίκα θα σκεφτόταν πως ήταν δικά του— αλλά ο Πέριν το άφησε να περάσει έτσι. Δεν περίμενε να βρει στο ξέφωτο τους υπόλοιπους τρεις, όπως δεν περίμενε και τα ίδια τα λάβαρα.

Κρατώντας τον μανδύα κολλημένο στο κορμί του λες κι η απαλή αύρα ήταν θύελλα, ο Μπάλγουερ οδηγούσε κάπως αδέξια το παρδαλό του ζώο με την πλακουτσωτή μύτη προς το μέρος του Πέριν. Δύο από τα τσιράκια της Φάιλε έρχονταν ξοπίσω του, με μια προκλητική έκφραση χαραγμένη στα πρόσωπά τους. Τα γαλανά μάτια της Μέντορε φάνταζαν παράξενα πάνω στο σκουρόχρωμο χαρακτηριστικό πρόσωπο μιας Δακρυνής, κι εξίσου αλλόκοτο στο πλαίσιο του χυμώδους στήθους της φάνταζε το πανωφόρι με τα φουσκωτά πράσινα ριγωτά μανίκια. Θυγατέρα Υψηλού Άρχοντα, η Μέντορε ήταν ευγενής με τα όλα της και δεν της ταίριαζαν τα αντρικά ρούχα. Ο Λάτιαν, ένας χλωμός Καιρχινός που φορούσε ένα πανωφόρι εξίσου σκούρο με του Νιλντ, αν και σημαδεμένο με τέσσερις ρίγες σε κόκκινο και γαλάζιο κατά μήκος του στήθους, δεν ήταν πολύ πιο ψηλός από τον άλλον, κι ο τρόπος που ρουθούνιζε από το κρύο κι έτριβε τη σουβλερή του μύτη τον έκανε να δίνει την εντύπωση λιγότερο επιτήδειου τύπου. Κανείς τους δεν έφερε επάνω του ξίφος, πράγμα που αποτελούσε άλλη μια έκπληξη.

«Άρχοντά μου. Πρώτη μου Κυρία», είπε ο Μπάλγουερ με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του, κάνοντας μια υπόκλιση από σέλας σαν σπουργίτι που χοροπηδάει πάνω σε κλαδί. Το βλέμμα του τρεμόπαιξε προς το μέρος των Άες Σεντάι, πίσω του, αλλά αυτή ήταν κι η μόνη ένδειξη ότι συνειδητοποιούσε την παρουσία των αδελφών. «Άρχοντά μου, απ’ όσο θυμάμαι, έχω έναν γνωστό στο Σο Χάμπορ. Έναν μαχαιροποιό που ταξιδεύει με την πραμάτεια του, αλλά μπορεί να είναι σπίτι του τώρα, κι ούτως ή άλλως έχω να τον δω κάμποσα χρόνια». Ήταν η πρώτη φορά που ο Μπάλγουερ ανέφερε ότι είχε κάποιον φίλο κάπου, άσε που μια πόλη θαμμένη στα βόρεια της Αλτάρα φάνταζε μάλλον περίεργο μέρος για κάτι τέτοιο, αλλά ο Πέριν ένευσε καταφατικά. Υποπτευόταν πως αυτός ο φίλος ήταν κάτι περισσότερο απ’ ό,τι άφηνε να φανεί ο Μπάλγουερ, άσε που είχε την εντύπωση πως κι ο ίδιος ο Μπάλγουερ έκρυβε κάτι.

«Κι οι σύντροφοι σου, Αφέντη Μπάλγουερ;» Το πρόσωπο της Μπερελαίν παρέμεινε γαλήνιο στο εσωτερικό της γούνινης κουκούλας της, αλλά ανέδυε μια οσμή τέρψης. Γνώριζε πολύ καλά ότι η Φάιλε είχε χρησιμοποιήσει τους νεαρούς ακολούθους της ως κατασκόπους, κι ήταν σίγουρη πως κι ο Πέριν είχε κάνει το ίδιο.

«Ήθελαν να κάνουν μια μικρή βόλτα, Πρώτη μου Κυρία», αποκρίθηκε με πραότητα ο κοκαλιάρης, μικροκαμωμένος άντρας. «Μπορώ να εγγυηθώ για λογαριασμό τους, Άρχοντά μου. Υποσχέθηκαν πως δεν θα προκαλέσουν προβλήματα, και μπορεί να μάθουν κάτι». Κι αυτός ανέδιδε μια οσμή τέρψης —αν και κάπως μπαγιάτικη, κάτι φυσιολογικό για τα δεδομένα του άντρα— αλλά υπήρχε και μια χροιά οργής. Ο Μπάλγουερ ήξερε ότι η γυναίκα γνώριζε τα πάντα, κάτι που δεν τον ευχαριστούσε καθόλου, αλλά η Μπερελαίν δεν είχε εκφραστεί ποτέ ανοιχτά για το γεγονός, κι αυτό μάλλον τον ευχαριστούσε. Ναι, πράγματι ο Μπάλγουερ έκρυβε κάτι περισσότερο απ’ ό,τι άφηνε να φανεί.

Ο άντρας θα πρέπει να είχε τους λόγους του που τους πήρε μαζί του. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είχε κατορθώσει να μαζέψει όλους τους νεαρούς ακολούθους της Φάιλε και να τους βάλει να κρυφακούν και να παρακολουθούν τους Γκεαλντανούς, τους Μαγιενούς, ακόμα και τους Αελίτες. Σύμφωνα με τον ίδιο, όσα λένε κι όσα κάνουν οι φίλοι σου ίσως είναι εξίσου ενδιαφέροντα με όσα σχεδιάζουν οι εχθροί σου, κι ειδικά όταν είσαι σίγουρος όχι πρόκειται για φίλους σου. Βέβαια, η Μπερελαίν ήξερε ότι κατασκόπευαν τους δικούς της, κι ο Μπάλγουερ ήξερε ότι το ήξερε. Η Μπερελαίν, όμως, ήξερε επίσης ότι αυτός... Όλα αυτά ήταν πολύ εξεζητημένα για έναν επαρχιώτη σιδερά.

«Άδικα χάνουμε τον χρόνο μας», είπε ο Πέριν. «Νιλντ, άνοιξε την πύλη».

Ο Άσα’μαν μειδίασε κοιτώντας προς το μέρος του και χάιδεψε τα αλειμμένα μουστάκια του —ο Νιλντ συνήθιζε αυτά τα πλατιά μειδιάματα από τότε που βρήκαν τους Σάιντο, ίσως επειδή ανυπομονούσε να τους ξυλοφορτώσει— κι έκανε μια μεγαλοπρεπή κίνηση με το ένα του χέρι. «Όπως διατάξετε», είπε χαρούμενα κι η γνώριμη ασημιά χαραμάδα έκανε την εμφάνισή της, πλαταίνοντας σταδιακά σε μια τρύπα στον αέρα.

Χωρίς να περιμένει κανέναν άλλον, ο Πέριν πέρασε μέσα και βγήκε σε μια χιονοσκέπαστη έκταση, κυκλωμένη από έναν χαμηλό πέτρινο τοίχο, σε μια κυματιστή περιοχή που έμοιαζε σχεδόν άδεντρη, συγκρινόμενη με το δάσος που είχε αφήσει πίσω του, μόλις μερικά μίλια από το Σο Χάμπορ, εκτός κι αν ο Νιλντ είχε κάνει κάποιο σημαντικό λάθος. Αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, σκέφτηκε ο Πέριν, θα του ξερίζωνε τα μουστάκια τρίχα-τρίχα. Πώς μπορούσε να είναι τόσο κεφάτος αυτός ο τύπος;

Σύντομα, ωστόσο, βρέθηκε να καλπάζει δυτικά κάτω από έναν γκρίζο, νεφοσκεπή ουρανό, κατά μήκος ενός χιονισμένου δρόμου, με τις άμαξες με τις ψηλές ρόδες να κυλούν παρατεταγμένες πίσω του και με τους ίσκιους της χαραυγής να απλώνονται μπροστά του. Ο Αναχαιτιστής τραβούσε τα γκέμια, λες κι ήθελε να τρέξει, αλλά ο Πέριν τον χαλιναγώγησε σε ελαφρύ τροχασμό, όχι γρηγορότερα απ’ όσο μπορούσαν να κινηθούν τα άλογα που έσερναν τις άμαξες. Οι Μαγιενοί του Γκαλίν έπρεπε να διασχίζουν τους αγρούς πλάι στον δρόμο για να διατηρήσουν τον κύκλο γύρω από τον ίδιο και την Μπερελαίν, κάτι που σήμαινε ότι έπρεπε να προσπεράσουν τα χαμηλά τοιχώματα της τραχιάς πέτρας που χώριζαν τον έναν αγρό από τον άλλο. Κάποιοι τοίχοι είχαν πορτούλες, που ένωναν την ιδιοκτησία ενός αγρότη με αυτή του διπλανού, μάλλον για να τους επιτρέπουν να μοιράζονται τα αλέτρια, άλλα όμως τοιχώματα αναγκάζονταν να τα υπερπηδούν επιδεικτικά, με τα σημαιάκια στις άκρες των δοράτων τους να ανεμίζουν, διακινδυνεύοντας τόσο τα πόδια των αλόγων τους, όσο και τους δικούς τους λαιμούς. Η αλήθεια ήταν πως ο Πέριν δεν πολυνοιαζόταν για τους λαιμούς τους.

Ο Γουίλ κι οι δύο ανόητοι που κουβαλούσαν τη Λυκοκεφαλή και τον Κόκκινο Αετό ενώθηκαν με τους Μαγιενούς λαβαροφόρους, πίσω από τις Άες Σεντάι και τους Προμάχους, αλλά οι υπόλοιποι άντρες των Δύο Ποταμών παρατάχθηκαν παράπλευρα στη συστοιχία των αμαξών, οι οποίες ήταν αρκετές κι οι άντρες που θα τις φρουρούσαν λιγότεροι από είκοσι. Ωστόσο, οι αμαξηλάτες αισθάνονταν ασφάλεια βλέποντάς τους. Όχι ότι περίμεναν να συναντήσουν ληστές ή Σάιντο, αλλά κανείς δεν ένιωθε ασφαλής έξω από την προστασία του καταυλισμού. Σε τελική ανάλυση, από τη θέση εκείνη θα μπορούσαν να διακρίνουν μια απειλή εκ των προτέρων.

Οι χαμηλοί κυματοειδείς λόφοι δεν τους επέτρεπαν να έχουν μακρινή θέα, αλλά ούτως ή άλλως επρόκειτο για περιοχές με αγροκτήματα και στιβαρά, πέτρινα σπίτια με καλαμοσκεπές, όπως επίσης κι αποθήκες διασκορπισμένες ανάμεσα στους αγρούς, ενώ πουθενά δεν φαινόταν άγρια φύση. Ακόμα κι οι μικρότερες λόχμες που ρίζωναν στις λοφοπλαγιές είχαν απογυμνωθεί, για να γίνουν καυσόξυλα. Ξαφνικά, όμως, η ιδέα ότι το χιόνι μπροστά του δεν ήταν φρέσκο ξεπήδησε στο μυαλό του Πέριν. Τα μόνα ίχνη που έβλεπε ωστόσο, είχαν γίνει από τους προπορευόμενους καβαλάρηδες του Γκαλίν. Κανείς δεν φαινόταν να κινείται γύρω από αυτά τα σκοτεινά σπίτια και τις αποθήκες, ούτε αναδυόταν καπνός από τις ογκώδεις καμινάδες. Ο γύρω χώρος φάνταζε αδρανής κι απόλυτα άδειος. Αισθάνθηκε τις τρίχες στον σβέρκο του να αναδεύονται, προσπαθώντας να ανασηκωθούν.

Μια κραυγή από κάποια Άες Σεντάι τον έκανε να ρίξει μια ματιά πάνω από τον ώμο του, και το βλέμμα του ακολούθησε το δάχτυλο της Μασούρι που έδειχνε βόρεια, προς μια ιπτάμενη μορφή. Με την πρώτη ματιά, θα έλεγες πως ήταν μια τεράστια νυχτερίδα, η οποία πετούσε με τα ραβδωτά φτερά της απλωμένα προς τα ανατολικά, κάνοντας κυκλικές κινήσεις, μια πολύ παράξενη νυχτερίδα με μακρύ λαιμό και μια μακρόστενη, λεπτή ουρά να κυματίζει από πίσω. Ο Γκαλίν πέταξε μια βλαστήμια και τοποθέτησε το ματογυάλι στο μάτι του. Ο Πέριν την έβλεπε και χωρίς τη βοήθεια του οργάνου, μπορούσε ακόμα και να διακρίνει μια ανθρώπινη φιγούρα γαντζωμένη στην πλάτη του πλάσματος, καβαλώντας το σαν να ήταν άλογο.

«Σωντσάν», είπε ξέπνοα η Μπερελαίν, ενώ τόσο η φωνή της, όσο κι η οσμή της, μαρτυρούσαν την ανησυχία της.

Ο Πέριν στριφογύρισε πάνω στη σέλα του για να παρακολουθήσει την πτήση του πλάσματος, μέχρι που η αντηλιά τον ανάγκασε να στρέψει το πρόσωπό του αλλού. «Δεν έχει να κάνει μ’ εμάς», είπε. Αν ο Νιλντ είχε κάνει λάθος, θα τον στραγγάλιζε.

Загрузка...