Ο Πέριν δεν συνειδητοποίησε ότι είχε κινηθεί, μέχρι που αντιλήφθηκε πως είχε σκύψει πάνω από τον λαιμό του Γοργοπόδη, καλπάζοντας ολοταχώς προς το μέρος του Αργκάντα. Το χιόνι ήταν εξίσου βαθύ, το έδαφος εξίσου ανώμαλο κι ο φωτισμός ελάχιστα καλύτερος, αλλά ο Γοργοπόδης όρμησε μέσα από τις σκιές, απρόθυμος ν’ αφήσει το σταχτί άλογο να πάρει το προβάδισμα, κι ο Πέριν τον παρότρυνε να τρέξει γρηγορότερα. Ο καβαλάρης που τους πλησίαζε ήταν ο Ιλάυας, με τη γενειάδα του απλωμένη σαν δαντέλα πάνω στο στήθος του και μ’ ένα πλατύγυρο καπέλο να σκιάζει το πρόσωπό του, ενώ ο μανδύας με τη γούνινη επένδυση ήταν ριχτός στην πλάτη του. Η Αελίτισσα ήταν κάποια από τις Κόρες. Είχε ένα σκούρο σούφα τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι της και φορούσε άσπρο μανδύα, που χρησίμευε κι ως παραλλαγή στο χιόνι, πάνω από το πανωφόρι της, καθώς και παντελόνι σε γκρίζες, καφετιές και πράσινες αποχρώσεις. Η παρουσία του Ιλάυας και μίας Κόρης, ακόμα και χωρίς τους υπόλοιπους, υποδήλωνε όχι η Φάιλε είχε βρεθεί. Μάλλον.
Ο Αργκάντα ζόριζε το άλογό του να τρέξει ακόμα πιο γρήγορα, δίχως να τον νοιάζει αν θα έσπαγε ο λαιμός του ζώου ή ο δικός του, πηδώντας πάνω από βραχώδεις προεξοχές και τσαλαβουτώντας στο χιόνι, καλπάζοντας σχεδόν, αλλά ο Γοργοπόδης τον πρόλαβε με το που έφτασε κοντά στον Ιλάυας, κι ο Πέριν ρώτησε με τραχιά φωνή: «Είδες τη βασίλισσα, Ματσίρα; Είναι ζωντανή; Μίλα, άνθρωπέ μου!» Η Κόρη, η Ελιέντα, με το ηλιοκαμένο της πρόσωπο ανέκφραστο, ύψωσε το χέρι της προς τη μεριά του Πέριν. Ίσως η κίνηση της δήλωνε χαιρετισμό, ίσως συμπόνια, αλλά δεν επιβράδυνε την πορεία της και πέρασε ξυστά πλάι του. Ο Ιλάυας θα έδινε την αναφορά του στον Πέριν, ενώ εκείνη στις Σοφές.
«Τη βρήκατε;» Ο λαιμός του Πέριν ξαφνικά ξεράθηκε σαν άμμος. Περίμενε εδώ και τόσον καιρό γι’ αυτό. Ο Αργκάντα γρύλισε άηχα μέσα από τις ατσαλένιες μπάρες της προσωπίδας του, ξέροντας πολύ καλά ότι ο Πέριν δεν εννοούσε την Αλιάντρε.
«Βρήκαμε τους Σάιντο που ακολουθούσαμε», απάντησε προσεκτικά ο Ιλάυας, με τα δύο χέρια ακουμπισμένα στο μπροστάρι της σέλας του. Ακόμα και στον Ιλάυας, τον θρυλικό Μακρυδόντη που είχε ζήσει ανάμεσα στους λύκους, η ένταση από τα πολλά μίλια πορείας και την αϋπνία ήταν εμφανής. Το πρόσωπό του είχε βαθουλώσει από την εξάντληση, που φάνταζε ακόμα μεγαλύτερη εξαιτίας της χρυσαφιάς λάμψης των ματιών του κάτω από το γείσο του καπέλου του. Γκριζωπές τούφες στόλιζαν την παχιά του γενειάδα, ενώ τα μαλλιά του κρέμονταν μέχρι τη μέση κι ήταν δεμένα με ένα πέτσινο κορδόνι στον σβέρκο του. Για πρώτη φορά από τότε που τον ήξερε ο Πέριν ο άντρας έμοιαζε γερασμένος. «Έχουν στρατοπεδεύσει γύρω από μια κωμόπολη που κατέλαβαν, σε μια κορυφογραμμή περίπου σαράντα μίλια από δω. Δεν έχουν βάλει φρουρούς, αλλά κι αυτοί που υπάρχουν πιο πέρα φαίνεται πως προσέχουν μήπως το σκάσει κανείς αιχμάλωτος, οπότε καταφέραμε και πλησιάσαμε για να δούμε καλύτερα. Πέριν, είναι πολύ περισσότεροι απ’ όσους φανταζόμασταν. Εννέα-δέκα σέπτες τουλάχιστον, λένε οι Κόρες. Αν υπολογίσουμε και τους γκαϊ’σάιν —εκείνους, τους λευκοντυμένους— ο καταυλισμός θα πρέπει να περιέχει ολόκληρο τον πληθυσμό του Μαγιέν ή του Έμπου Νταρ. Δεν ξέρω πόσους λογχοφόρους διαθέτουν αλλά, απ’ ό,τι είδα, στη χαμηλή πλευρά μάλλον βρίσκονται τουλάχιστον δέκα χιλιάδες».
Ο Πέριν αισθάνθηκε το στομάχι του να δένεται σ’ έναν κόμπο απόγνωσης, το δε στόμα του ήταν τόσο ξερό, ώστε δεν θα μπορούσε να μιλήσει ακόμα κι αν, ως εκ θαύματος, εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά του η Φάιλε. Δέκα χιλιάδες αλγκάι’ντ’σισβάι, μαζί με υφάντριες, αργυροχόους και γέρους που περνούσαν τις μέρες τους αναπολώντας κάτω από τον ίσκιο, και που κάλλιστα θα έπιαναν το δόρυ αν δέχονταν επίθεση. Ο ίδιος διέθετε λιγότερους από δύο χιλιάδες λογχοφόρους, αλλά κι αυτοί θα υπέκυπταν ενάντια σε ίσο αριθμό Αελιτών. Λιγότερους από τριακόσιους Διποταμίτες, οι οποίοι θα μπορούσαν μεν να κάνουν θραύση με τα τόξα τους εξ αποστάσεως, αλλά δύσκολα θα σταματούσαν δέκα χιλιάδες άντρες. Τόσο πολλοί Σάιντο ήταν ικανοί να διαλύσουν τον δολοφονικό όχλο του Μασέμα σαν γάτα που σφαγιάζει ποντικοφωλιά. Ακόμα και με την προσθήκη των Άσα’μαν, των Σοφών και των Άες Σεντάι... Η Εντάρα κι οι άλλες Σοφές δεν ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικές σχετικά με τους εαυτούς τους, αλλά ο Πέριν ήξερε ότι δέκα σέπτες μπορεί να διέθεταν ίσαμε πενήντα γυναίκες ικανές να διαβιβάσουν. Ίσως ήταν περισσότερες, ίσως λιγότερες —δεν υπήρχε καθορισμένος αριθμός— αλλά τα νούμερα δεν έπαιζαν μεγάλο ρόλο.
Κατέπνιξε με κόπο την απόγνωση που ανάβλυσε μέσα του, συνθλίβοντάς τη, μέχρις ότου απέμειναν μερικά τρεμάμενα νημάτιά της, τα οποία πυρπολήθηκαν από την οργή του. Σε μια σφύρα δεν υπάρχει χώρος για απελπισία. Ανεξάρτητα από το αν ήταν δέκα σέπτες ή ολόκληρο το Σάιντο, γεγονός ήταν ότι εξακολουθούσαν να κρατούν τη Φάιλε, κι ο Πέριν έπρεπε να βρει οπωσδήποτε τρόπο να την απελευθερώσει.
«Τι σημασία έχει πόσοι είναι;» ρώτησε επιτακτικά ο Άραμ. «Όταν οι Τρόλοκ ήρθαν στους Δύο Ποταμούς, ήταν χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, κι όμως τους νικήσαμε. Αποκλείεται οι Σάιντο να ’ναι χειρότεροι από τους Τρόλοκ».
Ο Πέριν βλεφάρισε, ξαφνιασμένος που βρήκε τον άντρα ακριβώς πίσω του, μαζί με την Μπερελαίν, τον Γκαλίν και τις Άες Σεντάι. Πάνω στον πανικό του να προλάβει τον Ιλάυας, δεν είχε σκεφτεί τίποτε άλλο. Αμυδρά ορατοί μέσα από τα δέντρα, οι άντρες που είχε φέρει ο Αργκάντα, για να αντιμετωπίσουν τον Μασέμα, εξακολουθούσαν να παρατάσσονται σε συμπαγείς γραμμές, αλλά η σωματοφυλακή της Μπερελαίν σχημάτιζε έναν χαλαρό δακτύλιο, επικεντρωμένο στον Ιλάυας και με εξωτερικό προσανατολισμό. Οι Σοφές στέκονταν εκτός κύκλου, ακούγοντας την Ελιέντα με βλοσυρά πρόσωπα. Η γυναίκα μιλούσε με χαμηλόφωνα μουρμουρητά και μερικές φορές κουνούσε το κεφάλι της. Η άποψη της για τα πράγματα δεν ήταν καλύτερη από εκείνη του Ιλάυας. Πάνω στη βιασύνη του, ο Πέριν πρέπει να είχε χάσει το καλάθι ή να το είχε πετάξει, αφού τώρα κρεμόταν από τη σέλα της Μπερελαίν. Στο πρόσωπό της υπήρχε χαραγμένη μια έκφραση... συμπόνιας; Που να καιγόταν, παραήταν κουρασμένος για να σκεφτεί λογικά, κάτι που ήταν αναγκαίο περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Το επόμενο λάθος του μπορεί να ήταν και το τελευταίο, για τη Φάιλε.
«Μάστορα, άκουσα», είπε σιγανά ο Ιλάυας, «πως οι Τρόλοκ φάνηκαν στους Δύο Ποταμούς και πως κατόρθωσες να τους πιάσεις στη μέγκενη. Μήπως έχεις στο μυαλό σου τίποτα ωραία σχέδια για να πιαστούν στη μέγκενη κι οι Σάιντο;» Ο Άραμ τον αγριοκοίταξε βαρύθυμα. Ο Ιλάυας τον γνώριζε πριν ακόμα πιάσει ξίφος στα χέρια του, και ο Άραμ δεν άρεσε διόλου να θυμάται εκείνες τις εποχές, παρά τα φανταχτερά του ρούχα.
«Άσχετα από το αν είναι δέκα σέπτες ή πενήντα», γρύλισε ο Αργκάντα, «θα υπάρχει κάποιος τρόπος να ελευθερωθεί η Βασίλισσα. Κι όλοι οι άλλοι, φυσικά». Το σκληροτράχηλο πρόσωπό του ήταν ρυτιδωμένο από την κατήφεια και την οργή. Ωστόσο, η οσμή του είχε κάτι το φρενιασμένο, σαν αλεπού που είναι έτοιμη να μασήσει το πόδι της προκειμένου να ελευθερωθεί από το δόκανο. «Θα... θα δεχτούν λύτρα;» Ο Γκεαλντανός κοίταξε τριγύρω, μέχρι που το βλέμμα του έπεσε στη Μαρλίν, η οποία ξεπρόβαλλε ανάμεσα τους Φτερωτούς Φρουρούς. Παρά το χιόνι, κατάφερνε να βαδίζει στητή και να μην παραπατάει διόλου. Οι υπόλοιπες Σοφές δεν φαίνονταν πουθενά ανάμεσα στα δέντρα, ούτε η Ελιέντα. «Θα δεχτούν λύτρα οι Σάιντο... Σοφή;» Ο Αργκάντα φάνηκε πως είχε σκεφθεί με λίγη καθυστέρηση τον τιμητικό τίτλο. Δεν πίστευε πια πως οι Αελίτισσες γνώριζαν κάτι σχετικά με την απαγωγή, αλλά, όποτε αναφερόταν στους Αελίτες, υπήρχε κάτι σαν μίασμα στη φωνή του.
«Δεν μπορώ να ξέρω». Η Μαρλίν δεν φάνηκε να δίνει σημασία στον τόνο της φωνής του. Με τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος, είχε καρφωμένο το βλέμμα της πιότερο στον Πέριν παρά στον Αργκάντα. Ήταν από εκείνα τα βλέμματα με τα οποία μια γυναίκα σε ζυγίζει και σε μετράει, λες και πρόκειται να σου ράψει ρούχα ή να σου πει πότε είχαν πλυθεί για τελευταία φορά τα εσώρουχά σου. Το βλέμμα αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να τον κάνει να αισθανθεί άβολα, τότε που είχε καιρό για τέτοια πράγματα. Όταν η γυναίκα ξαναμίλησε, δεν υπήρχε τίποτα στον τόνο της φωνής της που να υποδήλωνε κάποιου είδους συμβουλή, απλώς παρουσίαζε τα γεγονότα. Ίσως το έκανε επίτηδες. «Η πρόταση του υδρόβιου περί καταβολής λύτρων έρχεται σε σύγκρουση με τα έθιμά μας. Οι γκαϊ’σάιν μπορούν να δοθούν ως δώρο ή να ανταλλαχθούν με άλλους γκαϊ’σάιν, αλλά δεν είναι ζώα για πούλημα. Μάλλον, όμως, οι Σάιντο δεν ακολουθούν πλέον το τζι’ε’τόχ. Μετατρέπουν τους υδρόβιους σε γκαϊ’σάιν και παίρνουν όλα τα κέρδη αντί για το ένα πέμπτο. Θα μπορούσαν να ορίσουν εκείνοι την τιμή».
«Τα κοσμήματά μου είναι στη διάθεσή σου, Πέριν», παρενέβη η Μπερελαίν με σταθερή φωνή κι αυστηρή έκφραση. «Αν χρειαστεί, ο Γκρέηντυ κι ο Νιλντ μπορούν να φέρουν κι άλλα απ’ το Μαγιέν. Ακόμα και χρυσάφι».
Ο Γκαλίν καθάρισε τον λαιμό του. «Οι Αλταρανοί είναι συνηθισμένοι στο πλιάτσικο, Αρχόντισσά μου, τόσο οι γειτονικοί ευγενείς, όσο κι οι ληστοσυμμορίτες», είπε αργά, χτυπώντας απαλά τα χαλινάρια πάνω στις παλάμες του. Μολονότι απρόθυμος να αντικρούσει την Μπερελαίν, ήταν προφανές ότι αυτό ακριβώς επεδίωκε. «Ο νόμος δεν εφαρμόζεται τόσο μακριά από το Έμπου Νταρ, παρά μόνον ό,τι προστάζει ο τοπικός άρχοντας ή αρχόντισσα. Είτε πρόκειται για ευγενείς, είτε για κοινούς αστούς, το ’χουν συνήθειο να πληρώνουν κάποιον όταν δεν μπορούν να τα βάλουν μαζί του, κι είναι πολύ γρήγοροι στο να καταλαβαίνουν τη διαφορά. Είναι εντελώς παράλογο να μην προσπάθησε κανείς τους να εξαγοράσει την ασφάλειά του, ωστόσο δεν είδαμε παρά μόνο ερείπια στα μονοπάτια που πέρασαν οι Σάιντο, και δεν ακούσαμε να μιλούν για τίποτε άλλο εκτός από ανηλεείς λεηλασίες. Ίσως αποδεχτούν μια προσφορά για λύτρα, αλλά πόση εμπιστοσύνη να έχει κανείς ότι θα ανταποδώσουν; Κάνοντάς τους αυτή την προσφορά, χάνουμε το μοναδικό κι αληθινό μας πλεονέκτημα, το γεγονός, δηλαδή, ότι δεν έχουν ιδέα πως βρισκόμαστε εδώ». Η Ανούρα κούνησε ελαφρά το κεφάλι της, αδιόρατα σχεδόν, αλλά το μοναδικό μάτι του Γκαλίν έπιασε την κίνηση κι ο άντρας συνοφρυώθηκε. «Διαφωνείς, Ανούρα Σεντάι;» ρώτησε ευγενικά και με μια χροιά έκπληξης. Υπήρχαν φορές που η Γκρίζα αδελφή έδειχνε άτολμη, κάτι μάλλον ασυνήθιστο για Άες Σεντάι, αλλά ποτέ δεν δίσταζε να μιλήσει όταν διαφωνούσε με κάποια συμβουλή που είχε ως αποδέκτη την Μπερελαίν.
Αυτή τη φορά, όμως, η Ανούρα δίστασε και κάλυψε το κορμί της με τον μανδύα της, σιάζοντας με ιδιαίτερη προσοχή τις πτυχώσεις του. Αδέξιο εκ μέρους της· οι Άες Σεντάι είχαν τη δυνατότητα να αγνοήσουν τη ζέστη ή την παγωνιά όποτε ήθελαν, παραμένοντας άθικτες όταν οι άλλοι γύρω τους μούσκευαν από τον ιδρώτα ή πάσχιζαν να σταματήσουν τον τριγμό των δοντιών τους από το κρύο. Μια Άες Σεντάι που έδινε προσοχή στη θερμοκρασία, έψαχνε να βρει χρόνο — συνήθως, για να σκεφτεί πώς θα έκρυβε τις πραγματικές της σκέψεις. Έριξε μια συνοφρυωμένη ματιά προς το μέρος της Μαρλίν, αποφασίζοντας τι θα έλεγε τελικά, κι οι ελαφρές ρυτίδες στο μέτωπό της εξαφανίστηκαν.
«Η διαπραγμάτευση είναι πάντα προτιμότερη από τον πόλεμο», είπε με ψυχρή Ταραμπονέζικη προφορά, «και, στη διαπραγμάτευση, η εμπιστοσύνη αποτελεί πάντα μέτρο προφύλαξης, σωστά; Πρέπει να σκεφτούμε πολύ σοβαρά τις προφυλάξεις που πρέπει να πάρουμε. Τίθεται, επίσης, το θέμα τού ποιος θα τους προσεγγίσει. Οι Σοφές έχουν πάψει πια να είναι πανίερες, εφ’ όσον πήραν μέρος στη μάχη στα Πηγάδια του Ντουμάι. Μια αδελφή ή μια ομάδα από αδελφές ίσως είναι καλύτερη λύση, αλλά χρειάζεται εξαιρετική προσοχή στον σχεδιασμό. Προσωπικά, προσφέρομαι να...»
«Όχι λύτρα», είπε ο Πέριν κι, όταν όλοι στράφηκαν προς το μέρος του, σαστισμένοι οι περισσότεροι, κι ενώ η Ανούρα διατηρούσε μια ανεξιχνίαστη έκφραση στο πρόσωπό της, ο Πέριν επανέλαβε τη φράση του με ακόμα σκληρότερη φωνή. «Όχι λύτρα». Δεν θα πλήρωνε τους Σάιντο επειδή είχαν κάνει τη Φάιλε να υποφέρει. Η γυναίκα του σίγουρα θα ήταν φοβισμένη, κι αυτό έπρεπε να το πληρώσουν ακριβά, όχι να βγάλουν και κέρδος από πάνω. Επιπλέον, ο Γκαλίν είχε δίκιο. Απ’ όσα είχε δει ο Πέριν στην Αλτάρα, στην Αμαδισία ή ακόμα πιο πριν, στην Καιρχίν, δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη ότι μπορούσε κανείς να εμπιστευτεί τους Σάιντο στην τήρηση κάποιας συμφωνίας. Ήταν σαν να εμπιστεύεσαι αρουραίους σε σιτοβολώνα ή σκουλήκια σε σοδειά. «Ιλάυας, θέλω να δω τον καταυλισμό τους». Όταν ήταν πιτσιρίκος, είχε γνωρίσει έναν τυφλό άντρα, τον Νατ Τόρφιν με το ζαρωμένο πρόσωπο και τα αραιά, άσπρα μαλλιά, ο οποίος είχε την ικανότητα να αποσυναρμολογεί με την αφή οποιονδήποτε γρίφο σιδηρουργού. Επί χρόνια, ο Πέριν πάλευε να μάθει να το κάνει κι ο ίδιος, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έπρεπε να δει πώς ταίριαζαν τα κομμάτια πριν βγάλει νόημα. «Άραμ, βρες τον Γκρέηντυ και πες του να με συναντήσει το γρηγορότερο στην περιοχή Ταξιδέματος». Έτσι αποκαλούσαν το μέρος όπου έφταναν με κάθε πήδημα μέσα από την πύλη κι απ’ όπου αναχωρούσαν για τον επόμενο προορισμό. Ήταν εύκολο για τους Άσα’μαν να υφάνουν πύλη σε ένα μέρος που ήδη είχε αγγιχτεί από μια προηγούμενη.
Ο Άραμ ένευσε κοφτά κι αποφασιστικά, έστρεψε το γκρίζο άλογό του προς την αντίθετη κατεύθυνση και κίνησε για τον καταυλισμό, αλλά ο Πέριν παρατήρησε τις διαφωνίες και τα ερωτηματικά να χαράζονται στα πρόσωπα που τον περιτριγύριζαν. Η Μαρλίν εξακολουθούσε να τον περιεργάζεται, λες και ξαφνικά είχε πάψει να είναι σίγουρη για το ποιος ήταν, κι ο Γκαλίν κοιτούσε βλοσυρά τα γκέμια στα χέρια του, σκεπτόμενος αναμφίβολα πως, ό,τι κι αν έκανε, τα πράγματα δεν θα εξελίσσονταν καλά, αλλά η Μπερελαίν είχε πάρει μια αναστατωμένη έκφραση, με τις αντιρρήσεις ολοφάνερες στη ματιά της, ενώ το στόμα της Ανούρα ήταν σφιγμένο σε μια λεπτή γραμμή. Στις Άες Σεντάι δεν άρεσε καθόλου να τις διακόπτουν, κι ανεξάρτητα από το πόσο άτολμη μπορεί να έδειχνε μια Άες Σεντάι, ήταν πάντα έτοιμη να δώσει διέξοδο στη δυσαρέσκειά της. Ο Αργκάντα, με το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο, άνοιξε το στόμα του, έχοντας υπ’ όψιν προφανώς να ουρλιάξει, κάτι που έκανε πολύ συχνά από τότε που είχαν απαγάγει τη βασίλισσά του. Δεν είχε νόημα να κάθεται και ν’ ακούει.
Ο Πέριν σπιρούνισε τον Γοργοπόδη, αναγκάζοντάς τον να ξεχυθεί μέσα από τις γραμμές των Φτερωτών Φρουρών και να κατευθυνθεί πίσω, προς τα κουτσουρεμένα δέντρα. Δεν κάλπαζε, αλλά ούτε χαζολογούσε — ήταν απλώς ένας γοργός τριποδισμός μέσα στο γιγάντιο δάσος, με τα χέρια σφιχτά πάνω στα γκέμια και τα μάτια να αναζητούν τον Γκρέηντυ μέσα στο διάστικτο και ζοφερό σκοτάδι. Ο Ιλάυας ακολουθούσε κατά πόδας με το μουνούχι του, χωρίς να βγάζει άχνα. Ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι μέσα του δεν υπήρχε χώρος ούτε για ένα γραμμάριο επιπλέον φόβου. Εντούτοις, η σιωπή του Ιλάυας βάραινε την ατμόσφαιρα. Ο άντρας ανέκαθεν έβρισκε τρόπους να ξεπερνάει τα εμπόδια, αλλά η τωρινή του σιωπή μαρτυρούσε ότι υπήρχαν αδιάβατα βουνά. Κι όμως, όλο και κάποιος τρόπος θα υπήρχε. Μόλις έφθασαν στη λεία, βραχώδη προεξοχή, ο Πέριν τσίγκλησε τον Γοργοπόδη να κάνει μπρος-πίσω ανάμεσα στις λοξές ακτίνες του φωτός, γύρω από τα πεσμένα δέντρα και μεταξύ των όρθιων, ανίκανος να τον κάνει να σταματήσει. Έπρεπε να συνεχίσει να προχωράει. Κάποιος τρόπος θα υπήρχε. Το μυαλό του αναπηδούσε σαν αρουραίος κλεισμένος σε κλουβί.
Ο Ιλάυας ξεπέζεψε και κάθισε ανακούρκουδα στην κομμένη πέτρα κοιτώντας τη βλοσυρά, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή στο μουνούχι του, το οποίο τραβούσε τα χαλινάρια, πασχίζοντας να απομακρυνθεί. Δίπλα στην πέτρα, ο χοντρός κορμός ενός πεύκου, ύψους περίπου πενήντα ποδιών, υποστηριζόταν στη μία άκρη από τα θρυμματισμένα υπολείμματα της ρίζας του, αρκετά ψηλά για να μπορεί να περπατάει ο Ιλάυας όρθιος από κάτω. Λαμπερές ηλιαχτίδες διαπερνούσαν τον θόλο του δάσους κι έμοιαζαν να βαθαίνουν ακόμα περισσότερο τις σκιές, κάνοντάς τες σχεδόν απόλυτα μαύρες γύρω από τη σημαδεμένη με ίχνη προεξοχή, αλλά αυτό δεν τον απασχολούσε περισσότερο απ’ όσο απασχολούσε τον Πέριν. Ζάρωσε τη μύτη του στην οσμή του καμένου θειαφιού, που πλανιόταν ακόμα στον αέρα. «Μου φαίνεται πως μύρισα κάτι τέτοιο όταν ερχόμουν προς τα εδώ. Περίμενα ότι θα το ανέφερες, αν δεν είχες άλλα πράγματα στο μυαλό σου. Μεγάλο κοπάδι. Μεγαλύτερο απ’ όσα είδα ή άκουσα ποτέ».
«Το ίδιο είπε κι η Μασούρι», αποκρίθηκε ο Πέριν αδιάφορα. Μα τι έκανε ο Γκρέηντυ; Πόσος κόσμος υπήρχε στο Έμπου Νταρ; Αυτό ήταν το μέγεθος του καταυλισμού των Σάιντο. «Είπε πως έχει συναντήσει τα μονοπάτια εφτά κοπαδιών, κι αυτό εδώ δεν το είχε ξαναδεί».
«Εφτά», μουρμούρισε έκπληκτος ο Ιλάυας. «Πολλά, ακόμα και για Άες Σεντάι. Οι περισσότερες ιστορίες για τα Σκοτεινόσκυλα προέρχονται από ανθρώπους που φοβούνται το σκοτάδι». Κοιτώντας συνοφρυωμένος τα ίχνη που χάραζαν τη λεία επιφάνεια της πέτρας, κούνησε το κεφάλι του και μια χροιά λύπης φάνηκε στη φωνή του. «Κάποτε, ήταν λύκοι. Ψυχές λύκων, εν πάση περιπτώσει, που η Σκιά τις γράπωσε και τις αλλοίωσε. Χρησίμευσαν ως πυρήνας για να δημιουργηθούν τα Σκοτεινόσκυλα, τα Σκιοαδέλφια. Νομίζω πως αυτός είναι κι ο λόγος που οι λύκοι πρέπει να παρίστανται στην Τελευταία Μάχη. Ίσως τα Σκοτεινόσκυλα φτιάχτηκαν ακριβώς επειδή θα βρίσκονται εκεί οι λύκοι, για να τους πολεμήσουν. Το Σχήμα κάνει ακόμη και δαντέλα απ’ τη Σοβάρα να μοιάζει με απλό σκοινί μερικές φορές. Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά έγιναν καιρό πριν, κατά τη διάρκεια των Πολέμων των Τρόλοκ αν δεν με απατά η μνήμη μου, και του Πολέμου της Σκιάς, που προηγήθηκε. Οι λύκοι έχουν μακρόβιο μνημονικό. Η γνώση ενός λύκου δεν ξεχνιέται ποτέ όσο οι άλλοι λύκοι παραμένουν ζωντανοί. Ωστόσο, αποφεύγουν να μιλούν για τα Σκοτεινόσκυλα, και τα αποφεύγουν επίσης. Στην προσπάθεια να σκοτωθεί ένας και μόνο Σκιοαδελφός, μπορεί να πεθάνουν εκατό λύκοι. Και το χειρότερο είναι πως, αν αποτύχουν, το Σκοτεινόσκυλο θα φάει τις ψυχές όσων δεν έχουν πεθάνει ακόμα, και μέσα σ’ έναν χρόνο περίπου θα υπάρχει ένα ακόμη κοπάδι Σκιοαδελφών, που ούτε καν θα θυμάται πως κάποτε ήταν λύκοι. Ελπίζω να μην το θυμούνται, τουλάχιστον».
Ο Πέριν πλησίασε, παρ’ όλο που πολύ θα ήθελε να συνεχίσει να προχωράει. Σκιοαδέλφια. Η ονομασία που είχαν δώσει οι λύκοι στα Σκοτεινόσκυλα αποκτούσε ένα νέο, πιο δυσοίωνο νόημα. «Μπορούν να φάνε την ψυχή ενός ανθρώπου, Ιλάυας; Κάποιου, για παράδειγμα, που μπορεί να μιλάει με λύκους;» Ο Ιλάυας ανασήκωσε τους ώμους του. Όπως γνώριζαν κι οι δύο, μονάχα μια χούφτα άνθρωποι μπορούσαν να κάνουν αυτό που έκαναν οι ίδιοι. Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση θα ερχόταν μόνο τη στιγμή του θανάτου. Το σημαντικότερο ήταν ότι, αν κάποτε είχαν υπάρξει λύκοι, θα πρέπει να ήταν αρκετά ευφυείς για να αναφέρουν όσα είχαν ανακαλύψει. Η Μασούρι είχε υπονοήσει κάποια πράγματα κι ήταν ανόητο να ελπίζουν πως η κατάσταση θα έπαιρνε άλλη τροπή. Πόσον καιρό, άραγε, είχαν στη διάθεσή τους για να ελευθερώσουν τη Φάιλε;
Ο ήχος οπλών που έτριζαν πάνω στο χιόνι ανήγγειλε τον ερχομό καβαλάρηδων κι ο Πέριν είπε βιαστικά στον Ιλάυας ότι τα Σκοτεινόσκυλα είχαν κυκλώσει τον καταυλισμό και θα μετέδιδαν τα νέα της παρουσίας του σε όποιον έδιναν αναφορά.
«Δεν θ’ ανησυχούσα και τόσο, αγόρι μου», αποκρίθηκε ο γηραιότερος άντρας, παρακολουθώντας με προσοχή, μήπως και διέκρινε τα άλογα που έρχονταν προς το μέρος τους. Απομακρύνθηκε λίγο από την πέτρα κι άρχισε να τεντώνεται, χαλαρώνοντας μυώνες που είχαν πιαστεί πάνω στη σέλα. Ο Ιλάυας πρόσεχε πολύ να μην τον αντιληφθούν ενώ περιεργαζόταν κάτι που για άλλα μάτια ήταν κρυμμένο στις σκιές. «Θαρρώ πως κυνηγούν κάτι πιο σημαντικό από εσένα. Θα επιμείνουν μέχρι να το ανακαλύψουν, ακόμα κι αν τους πάρει όλο τον χρόνο. Μη σκιάζεσαι. Θα ελευθερώσουμε τη γυναίκα σου προτού τα Σκοτεινόσκυλα προλάβουν ν’ αναφέρουν ότι βρισκόσουν· εδώ. Όχι πως θα ’ναι εύκολο, αλλά θα τα καταφέρουμε». Η φωνή του έκρυβε αποφασιστικότητα, όπως κι η οσμή του, αλλά ελάχιστη —έως καμία— ελπίδα.
Παλεύοντας με την απόγνωση, αρνούμενος να της επιτρέψει να αναδυθεί ξανά, ο Πέριν σπιρούνισε τον Γοργοπόδη, καθώς η Μπερελαίν κι ο σωματοφύλακάς της εμφανίζονταν ανάμεσα από τα δέντρα, με τη Μαρλίν καβάλα πίσω από την Ανούρα. Μόλις οι Άες Σεντάι επιβράδυναν την πορεία τους, η Σοφή με τα μάτια στο χρώμα του λυκόφωτος ξεπέζεψε τραβώντας τη βαριά της φούστα, για να καλύψει τις μαύρες κάλτσες της. Οποιαδήποτε άλλη μπορεί να ταραζόταν δείχνοντας σε κοινή θέα τα πόδια της, αλλά όχι η Μαρλίν. Απλώς έσιαζε τα ρούχα της. Η Ανούρα, από την άλλη, έμοιαζε αναστατωμένη, κι η ξινή και κάπως τσατισμένη έκφραση που είχε χαραχτεί στο πρόσωπό της έκανε τη μύτη της να μοιάζει με ράμφος. Παρέμενε σιωπηλή, αλλά έμοιαζε έτοιμη να δαγκώσει. Θα πρέπει να ήταν σίγουρη ότι οι Σάιντο θα αποδέχονταν την προσφορά της περί διαπραγματεύσεων, ειδικά με την υποστήριξη της Μπερελαίν και τη Μαρλίν να τηρεί —στη χειρότερη περίπτωση— ουδέτερη στάση. Οι Γκρίζες ήταν διαπραγματεύτριες και μεσολαβήτριες, κριτές με μεγάλη ικανότητα να κλείνουν συμφωνίες. Ποιο άλλο θα μπορούσε να είναι το κίνητρό της; Ο Πέριν αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα που έπρεπε να παραμερίσει, αλλά ταυτόχρονα να έχει κατά νου. Έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν του οτιδήποτε αφορούσε στην απελευθέρωση της Φάιλε, αλλά το πρόβλημα που έπρεπε να λύσει βρισκόταν σαράντα μίλια βορειοανατολικά.
Ενώ οι Φτερωτοί Φρουροί σχημάτιζαν τον προστατευτικό τους κλοιό ανάμεσα στα ψηλά δέντρα, γύρω από την περιοχή του Ταξιδέματος, η Μπερελαίν έφερε το καστανοκόκκινο ζώο της πλάι στον Γοργοπόδη κι άρχισε να κινείται αργά δίπλα του, πασχίζοντας να ανοίξει κουβέντα με τον Πέριν, να τον δελεάσει με την υπόλοιπη δασόχηνα. Μύριζε αβεβαιότητα κι αμφιβολία σχετικά με την απόφασή του. Ίσως ήλπιζε να τον πείσει για το θέμα των λύτρων. Ο Πέριν, όμως, συνέχισε να τσιγκλάει τον Γοργοπόδη για να προχωρήσει, αρνούμενος να ακούσει το παραμικρό. Αν επιχειρούσε κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν να στοιχημάτιζε τα πάντα στο ρίξιμο ενός ζαριού, και, φυσικά, του ήταν αδύνατον να παίξει την απελευθέρωση της Φάιλε στα ζάρια. Ο μόνος τρόπος ήταν να κινηθεί μεθοδικά, όπως ο σιδηρουργός που δουλεύει στο αμόνι. Μα το Φως, πόσο κουρασμένος ήταν... Τυλίχτηκε ακόμα πιο σφιχτά γύρω από την οργή του, αγκαλιάζοντας τη ζέση για να πάρει ενέργεια.
Ο Γκαλίν με τον Αργκάντα κατέφτασαν λίγο μετά την Μπερελαίν, με μια διπλή φάλαγγα Γκεαλντανών λογχοφόρων με στιλβωμένους θώρακες και γυαλιστερές κωνικές περικεφαλαίες, διασκορπισμένων μεταξύ των Μαγιενών ανάμεσα στα δέντρα. Ένα ίχνος εκνευρισμού ξεπήδησε στην οσμή της κι η Μπερελαίν άφησε τον Πέριν και κατευθύνθηκε προς το μέρος του Γκαλίν. Οι δυο τους έφεραν τα άλογά τους κοντά-κοντά κι ο μονόφθαλμος άντρας έγειρε το κεφάλι του για να ακούσει τι είχε να του πει η Μπερελαίν. Η γυναίκα μιλούσε χαμηλόφωνα, αλλά ο Πέριν ήξερε —εν μέρει, τουλάχιστον— το αντικείμενο της συζήτησής τους. Πού και πού, κοιτούσαν προς το μέρος του, καθώς ο Πέριν ανάγκαζε τον Γοργοπόδη να κινείται μπρος-πίσω, μπρος-πίσω. Ο Αργκάντα άφησε το διάστικτο ζώο του σε ένα σημείο κι ατένισε νότια, ανάμεσα από τα δέντρα, προς τον καταυλισμό, μοιάζοντας με προτομή που ακτινοβολεί ανυπομονησία όπως η φωτιά ακτινοβολεί θερμότητα. Ήταν η προσωποποίηση του στρατιώτη, με τα φτερά, το ξίφος και την ασημιά θωράκιση, με πρόσωπο σκληρό σαν πέτρα, αλλά η οσμή του μαρτυρούσε ότι ο άντρας βρισκόταν στο χείλος του πανικού. Ο Πέριν αναρωτήθηκε πώς μύριζε ο ίδιος. Ήταν δύσκολο να αντιληφθείς την προσωπική σου μυρωδιά, εκτός αν βρισκόσουν σε κλειστό χώρο. Μάλλον όμως δεν θα ανέδιδε οσμή πανικού, απλώς φόβο κι οργή. Όλα θα επανέρχονταν στο φυσιολογικό από τη στιγμή που θα έπαιρνε πίσω τη Φάιλε. Όλα θα πήγαιναν καλά. Μπρος-πίσω, μπρος-πίσω.
Τελικά, ο Άραμ εμφανίστηκε παρέα με τον Τζουρ Γκρέηντυ, που χασμουριόταν καθισμένος σε ένα σκούρο καστανό μουνούχι, τόσο σκούρο, ώστε η λευκή ρίγα στη μουσούδα του το έκανε να φαντάζει σχεδόν μαύρο. Ο Ντάνιλ με μια ντουζίνα Διποταμίτες, οι οποίοι είχαν αφήσει τα δόρατα και τα πελέκια για χάρη των βαλλιστρών τους, προχωρούσαν λίγο πιο πίσω αλλά όχι σε πολύ κοντινή απόσταση. Ο Γκρέηντυ ήταν ένας στιβαρός τύπος, με ταλαιπωρημένο πρόσωπο που είχε ήδη αρχίσει να κάνει ζάρες, μολονότι δεν ήταν καν μεσήλικας, και που τον έκανε να μοιάζει περισσότερο με νυσταλέο αγρότη, παρά το ξίφος με τη μακρόστενη λαβή που κρεμόταν από τη μέση του, και το μαύρο πανωφόρι με την ασημένια καρφίτσα σε σχήμα σπαθιού, καρφωμένη πάνω στο ψηλό του πέτο. Ωστόσο, είχε εγκαταλείψει οριστικά τα χωράφια, κι ο Ντάνιλ με τους υπόλοιπους πάντα του έδειχναν σεβασμό. Σεβασμό έδειχναν και στον Πέριν, μένοντας λίγο πιο πίσω και με τα πρόσωπα στραμμένα προς το έδαφος, ρίχνοντας κάποιες φορές φευγαλέες κι αμήχανες ματιές σ’ εκείνον ή στην Μπερελαίν. Δεν είχε και πολλή σημασία. Όλα θα πήγαιναν καλά.
Ο Άραμ προσπάθησε να οδηγήσει τον Γκρέηντυ προς τη μεριά του Πέριν, αλλά ο Άσα’μαν γνώριζε ήδη γιατί τον είχαν καλέσει. Αναστενάζοντας, ξεπέζεψε πλάι στον Ιλάυας, ο οποίος κάθισε ανακούρκουδα σε ένα περίγραμμα ηλιόφωτος για να σχεδιάσει με το δάχτυλό του έναν χάρτη πάνω στο χιόνι και να μιλήσει σχετικά με τις αποστάσεις και τις κατευθύνσεις, περιγράφοντας λεπτομερώς το μέρος όπου ήθελε να πάει, ένα ξέφωτο στην πλαγιά που έβλεπε περίπου νότια, με τη ράχη από πάνω χαραγμένη σε τρία σημεία. Όλα αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αρκετά, αρκεί να ήταν ακριβή, αλλά όσο πιο καλή εικόνα είχε μέσα στο κεφάλι του ένας Άσα’μαν, τόσο περισσότερο θα προσέγγιζε το ακριβές σημείο.
«Αγόρι μου, εδώ δεν υπάρχει περιθώριο λάθους». Τα μάτια του Ιλάυας φάνηκαν να λάμπουν από ένταση. Ό,τι κι αν σκέφτονταν οι άλλοι για τον Άσα’μαν, ποτέ τους δεν τον τρόμαζαν. «Σ’ αυτή την περιοχή υπάρχουν πολλές ράχες και το κυρίως στρατόπεδο απέχει μόνο ένα μίλι, ή περίπου, από την άλλη μεριά. Θα υπάρχουν φρουρές, μικρές ομάδες που μένουν σε διαφορετικό μέρος κάθε νύχτα, ίσως και λιγότερο από δύο μίλια από την αντίθετη μεριά. Αν μας βγάλεις αρκετά εκτός πορείας, θα μας δουν στα σίγουρα».
Ο Γκρέηντυ συνάντησε τη ματιά του δίχως να βλεφαρίζει. Κατόπιν, ένευσε και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, πέρασε τα κοντόχοντρα δάχτυλά του ανάμεσα στα μαλλιά του. Έμοιαζε εξίσου επιφυλακτικός με τον Ιλάυας κι εξουθενωμένος όσο ο Πέριν. Το να φτιάχνει κανείς πύλες και να τις κρατάει ανοιχτές για αρκετά μεγάλο διάστημα, έτσι ώστε να περάσουν χιλιάδες άνθρωποι και ζώα, δεν ήταν εύκολη δουλειά.
«Είσαι αρκετά ξεκούραστος;» τον ρώτησε ο Πέριν. Οι κουρασμένοι άντρες κάνουν λάθη και, όταν παίζεις με τη Μία Δύναμη, τα λάθη μπορεί να αποβούν μοιραία. «Μήπως να στείλω να φωνάξουν τον Νιλντ;»
Ο Γκρέηντυ τον κοίταξε τσιμπλιασμένος και κούνησε το κεφάλι του. «Ο Φάγκερ δεν είναι πιο ξεκούραστος από μένα. Ούτως ή άλλως, εγώ είμαι κάπως πιο δυνατός. Καλύτερα ν’ αναλάβω εγώ». Γύρισε να αντικρίσει τη βορειοανατολική πλευρά και χωρίς καμιά προειδοποίηση μια κάθετη, ασημογάλαζη σχισμή εμφανίστηκε δίπλα στη χαραγμένη πέτρα. Η Ανούρα τράβηξε τη φοράδα της κοντανασαίνοντας ξαφνιασμένη, καθώς η φωτεινή σχισμή πλάτυνε και μεταβλήθηκε σε άνοιγμα, μια τρύπα στον αέρα, που έδειχνε ένα ηλιόλουστο ξέφωτο σε απόκρημνο έδαφος ανάμεσα σε δέντρα πολύ μικρότερα από αυτά που περιέβαλλαν τον Πέριν και τους υπολοίπους. Το ήδη κομμένο πεύκο τρεμούλιασε καθώς μία ακόμα λεπτή φέτα αποκολλήθηκε από τον κορμό του, στέναξε και κατέρρευσε με έναν πνιχτό από το χιόνι πάταγο, που έκανε τα άλογα να ρουθουνίσουν και να αναδευτούν. Η Ανούρα αγριοκοίταξε τον Άσα’μαν με πρόσωπο που γινόταν ολοένα και πιο σκοτεινό, αλλά ο Γκρέηντυ απλώς βλεφάρισε κι είπε: «Σας φαίνεται ότι είναι το σωστό μέρος;» Ο Ιλάυας έστρωσε το καπέλο του προτού γνέψει καταφατικά.
Αυτό το νεύμα περίμενε ο Πέριν. Έσκυψε το κεφάλι του και σπιρούνισε τον Γοργοπόδη για να προχωρήσει μέσα στο χιόνι που του έφτανε πάνω από την κνήμη. Το ξέφωτο ήταν μικρό, αλλά ο γεμάτος λευκά σύννεφα ουρανός το έκανε να φαίνεται ανοικτό κι απέραντο σε σχέση με το δάσος που τους τριγύριζε. Το φως ήταν σχεδόν εκτυφλωτικό, συγκρινόμενο με αυτό του δάσους, αν κι ο ήλιος εξακολουθούσε να μη φαίνεται, εξαιτίας της δεντρόσπαρτης κορυφογραμμής πάνω από τα κεφάλια τους. Το στρατόπεδο των Σάιντο απλωνόταν από την άλλη μεριά αυτής της κορυφογραμμής. Ο Πέριν ατένισε με λαχτάρα το ύψωμα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παραμείνει στη θέση του, αντί να ορμήσει μπροστά για να δει πού βρισκόταν η Φάιλε. Ανάγκασε τον Γοργοπόδη να στραφεί στην πύλη καθώς εμφανιζόταν η Μαρλίν.
Εξακολουθώντας να τον περιεργάζεται, χωρίς καλά-καλά να παίρνει τα μάτια της από πάνω του, με αποτέλεσμα να σκοντάφτει μέσα στο χιόνι, η γυναίκα παραμέρισε, για να αφήσει τον Άραμ και τους Διποταμίτες να περάσουν. Συνηθισμένοι στο Ταξίδεμα —αν όχι και στον ίδιο τον Άσα’μαν πλέον—, δεν χρειάστηκε καν να σκύψουν τα κεφάλια τους για να μην αγγίξουν την κορυφή του ανοίγματος, κάτι που αναγκάστηκαν να κάνουν μονάχα οι ψηλοί. Ο Πέριν σκέφτηκε ότι αυτή η πύλη ήταν μεγαλύτερη από την πρώτη που είχε φτιάξει ο Γκρέηντυ. Θυμόταν ότι τότε είχε χρειαστεί να ξεπεζέψει. Ήταν μια αόριστη σκέψη, τίποτα παραπάνω από το βούισμα μιας μύγας. Ο Άραμ πήγε κατευθείαν προς το μέρος του Πέριν, με πρόσωπο σφιγμένο και μυρωδιά ανυπομονησίας και βιασύνης για να προχωρήσουν, και μόλις ο Ντάνιλ κι οι υπόλοιποι παραμέρισαν, ξεπεζεύοντας και τοποθετώντας ήρεμα τα βέλη στις χορδές των τόξων τους χωρίς να πάρουν στιγμή τη ματιά τους από τα δέντρα που τους περιτριγύριζαν, εμφανίστηκε ο Γκαλίν, κοιτώντας βλοσυρός τα γύρω δέντρα, λες και περίμενε τον εχθρό να πεταχτεί από μέσα τους. Τον ακολουθούσαν μισή ντουζίνα Μαγιενοί, που αναγκάστηκαν να χαμηλώσουν τις λόγχες με τα κόκκινα σημαιάκια για να καταφέρουν να στριμωχτούν πίσω του.
Πέρασε κάμποση ώρα κι η πύλη παρέμενε άδεια, αλλά μόλις ο Πέριν αποφάσισε να πάει να δει γιατί καθυστερούσε ο Ιλάυας, ο γενειοφόρος άντρας φάνηκε μαζί με το άλογά του, ακολουθούμενος από τον Αργκάντα κι έξι Γκεαλντανούς. Η δυσαρέσκεια ήταν αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους. Οι γυαλιστερές περικεφαλαίες κι οι θώρακές τους δεν φαίνονταν πουθενά, ενώ οι ίδιοι ήταν μουτρωμένοι λες και τους είχαν αναγκάσει να αφήσουν πίσω τα παντελόνια τους.
Ο Πέριν ένευσε σκεφτικός. Ασφαλώς. Το στρατόπεδο των Σάιντο βρισκόταν από την άλλη μεριά της κορυφογραμμής, όπως κι ο ήλιος. Οι απαστράπτουσες αρματωσιές θα λειτουργούσαν ως καθρέφτες. Έπρεπε να το είχε σκεφτεί. Έπρεπε να πάψει να αφήνει τον φόβο να τον καθοδηγεί με βιάση και να σκοτεινιάζει τη σκέψη του. Όφειλε να έχει καθαρό μυαλό περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αν παρέβλεπε έστω και μία λεπτομέρεια, θα μπορούσε να σκοτωθεί κι η Φάιλε να μείνει στα χέρια των Σάιντο. Ωστόσο, άλλο να λες ότι πρέπει να απαλλαγείς από τον φόβο, κι άλλο να το κάνεις. Πώς ήταν δυνατόν να πάψει να φοβάται για το μέλλον της Φάιλε; Ναι, ήταν αναγκαίο να ελέγξει τον φόβο του, αλλά πώς;
Προς μεγάλη του έκπληξη, η Ανούρα πέρασε την πύλη λίγο πιο μπροστά από τον Γκρέηντυ, ο οποίος οδηγούσε το σκουροκάστανο ζώο του. Όπως και κάθε φορά που την έβλεπε να περνάει πύλη, η γυναίκα ήταν πεσμένη μπρούμυτα πάνω στη φοράδα της, όσο τουλάχιστον της επέτρεπε το ψηλό μπροστάρι της σέλας, κάνοντας μια γκριμάτσα προς το άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί από το μιασμένο αρσενικό κομμάτι της Δύναμης. Μόλις πέρασε, σπιρούνισε το άλογό της για να ανηφορίσει την πλαγιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να μπει ανάμεσα στα δέντρα. Ο Γκρέηντυ έκλεισε ερμητικά το άνοιγμα, αφήνοντας το πορφυρό μετείκασμα μιας κάθετης ράβδου στα μάτια του Πέριν, κι η Ανούρα τραβήχτηκε κι απέστρεψε το βλέμμα της, αγριοκοιτάζοντας τη Μαρλίν και τον Πέριν. Αν δεν επρόκειτο για Άες Σεντάι, ο Πέριν θα έλεγε με σιγουριά πως μέσα της υπέβοσκαν η οργή κι η μανία. Μάλλον η Μπερελαίν τής είχε πει να έρθει, αλλά η Ανούρα δεν κατηγορούσε την Μπερελαίν για το ότι βρισκόταν εδώ.
«Από δω και πέρα, προχωράμε πεζή», ανήγγειλε ο Ιλάυας με σιγανή φωνή, που ελάχιστα ξεχώριζε από τον περιστασιακό ήχο των οπλών. Είχε πει ότι οι Σάιντο ήταν απρόσεκτοι και δεν έβαζαν σχεδόν καθόλου φρουρές, αλλά μιλούσε λες και βρίσκονταν σε απόσταση είκοσι βημάτων. «Ένας άντρας καβάλα σ’ άλογο ξεχωρίζει. Οι Σάιντο δεν είναι τυφλοί, παρά μόνο συγκριτικά με τους Αελίτες, πράγμα που σημαίνει ότι βλέπουν δύο φορές καλύτερα από εμάς, οπότε φροντίστε να μη γίνετε αντιληπτοί μόλις φτάσουμε στην κορυφή. Προσπαθήστε όσο μπορείτε να μην κάνετε θόρυβο, καθότι δεν είναι κουφοί. Αργά ή γρήγορα, θα ανακαλύψουν τα ίχνη μας —με το χιόνι, δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά γι’ αυτό— αλλά καλύτερα να μη μάθουν ότι ήμασταν εδώ μέχρι να φύγουμε».
Ήδη εκνευρισμένος από τη στέρηση της πανοπλίας και των φτερών του, ο Αργκάντα άρχισε να διαφωνεί επειδή ο Ιλάυας έδινε διαταγές. Καθότι όχι εντελώς ανόητος, μιλούσε χαμηλόφωνα, για να μην ακουστεί. Ήταν στρατιώτης από τα δεκαπέντε του, επικεφαλής στρατιών που πολέμησαν με τους Λευκομανδίτες, τους Αλταρανούς και τους Αμαδισιανούς κι, όπως επισήμαινε με υπερηφάνεια, είχε λάβει μέρος στον Πόλεμο των Αελιτών κι είχε επιζήσει από το Αιμάτινο Χιόνι στην Ταρ Βάλον. Γνώριζε πολλά για τους Αελίτες και δεν χρειαζόταν τις συμβουλές ενός αξύριστου ξυλοκόπου για την εμφάνισή του. Ο Πέριν άφησε ασχολίαστο το συμβάν, μια κι ο άντρας διαμαρτυρόταν μαλώνοντας συγχρόνως δύο άντρες του επειδή δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα άλογα. Πράγματι, δεν ήταν ανόητος, απλώς φοβόταν για τη βασίλισσά του. Ο Γκαλίν άφησε πίσω όλους τους άντρες του, μουρμουρίζοντας ότι οι λογχοφόροι ήταν εντελώς άχρηστοι δίχως τα άλογά τους και πιθανότατα θα έσπαζαν τους λαιμούς τους αν τους ανάγκαζε να προχωρήσουν πεζή για κάποια απόσταση. Ούτε αυτός ήταν ανόητος, αλλά έβλεπε πρώτα την κακή πλευρά. Ο Ιλάυας τέθηκε επικεφαλής, ενώ ο Πέριν περίμενε λίγο μέχρι να μεταφέρει το παχύ μπρούντζινο ματογυάλι από το σακίδιο της σέλας του Γοργοπόδη στο πανωφόρι του πριν τον ακολουθήσει.
Πόες πετάγονταν σε συστάδες κάτω από τα δέντρα, πεύκα κι έλατα στην πλειονότητά τους, με συμπλέγματα από διάφορα άλλα είδη, άφυλλα και γκριζωπά από τον χειμώνα. Το έδαφος, αν και πετρώδες σε μεγαλύτερο βαθμό, δεν ήταν πιο απόκρημνο από τους Λόφους της Άμμου στην πατρίδα και δεν παρουσίαζε δυσκολίες για τον Ντάνιλ και τους υπόλοιπους Διποταμίτες, οι οποίοι κινούνταν σαν φαντάσματα στην πλαγιά, με τα βέλη στις χορδές και τα μάτια τους δεκατέσσερα, σιωπηλοί όσο σχεδόν κι η πάχνη από τις ανάσες τους. Ο Άραμ, επίσης εξοικειωμένος με τέτοια δάση, παρέμενε κοντά στον Πέριν με το σπαθί του γυμνό. Κάποια στιγμή, άρχισε να πετσοκόβει ένα συνονθύλευμα πυκνών καφετιών περικοκλάδων, μέχρι που ο Πέριν τον σταμάτησε πιάνοντάς τον από το μπράτσο, αν και δεν έκανε περισσότερο θόρυβο από τον Άρχοντά του — το αδιόρατο κριτσάνισμα από τις μπότες του στο χιόνι ίσα-ίσα που ακουγόταν. Δεν αποτελούσε έκπληξη ότι η Μαρλίν κινούνταν ανάμεσα στα δέντρα σαν να είχε μεγαλώσει σε δάσος κι όχι στην Ερημιά του Άελ, όπου οτιδήποτε μπορούσε να ονομαστεί δέντρο ήταν σπάνιο, το δε χιόνι ανήκουστο, αν κι όλα αυτά τα περιδέραια και τα βραχιόλια της θα μπορούσαν να κροταλίζουν καθώς πηγαινοέρχονταν μπρος-πίσω. Η Ανούρα σκαρφάλωσε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, παρ’ ότι η φούστα την εμπόδιζε λιγάκι, αλλά κατάφερνε να αποφεύγει τεχνηέντως τα μυτερά αγκάθια των νεκρών θάμνων και τις περικοκλάδες που καθυστερούσαν την πορεία της. Οι Άες Σεντάι πάντα έβρισκαν τρόπους να σε εκπλήσσουν. Έριχνε επιφυλακτικές ματιές προς το μέρος του Γκρέηντυ, αν κι ο Άσα’μαν έμοιαζε επικεντρωμένος στο περπάτημά του. Μερικές φορές, βαριαναστέναζε και κοντοστεκόταν για ένα λεπτό κοιτώντας βλοσυρά την κορυφή μπροστά του, αλλά δεν έμενε ποτέ πίσω. Ο Γκαλίν κι ο Αργκάντα δεν ήταν και τόσο νέοι· ασυνήθιστοι στην πεζοπορία σε μέρη όπου θα μπορούσαν να ιππεύουν, όσο περισσότερο ανέβαιναν, τόσο περισσότερο λαχάνιαζαν. Πού και πού, κρατιούνταν από κορμούς δέντρων και κοιτάζονταν επιφυλακτικά μεταξύ τους με το ίδιο έντονο βλέμμα που κοιτούσαν το έδαφος. Κανείς από τους δύο δεν είχε διάθεση να τον ξεπεράσει ο άλλος. Οι τέσσερις Γκεαλντανοί λογχοφόροι, από την άλλη, γλιστρούσαν διαρκώς και σκόνταφταν πάνω σε ρίζες κρυμμένες κάτω από το χιόνι, τα θηκάρια τους μπερδεύονταν στις περικοκλάδες κι έβριζαν όταν έπεφταν πάνω σε βράχια ή τους τρυπούσαν αγκάθια. Ο Πέριν σκέφτηκε μήπως θα ήταν καλύτερα να τους στείλει πίσω, να περιμένουν μαζί με τα άλογα, ή να τους δώσει μία στο κεφάλι και να τους περιμαζέψει στον γυρισμό.
Ξαφνικά, δύο Αελίτισσες ξεπήδησαν από κάτι χαμόκλαδα μπροστά στον Ιλάυας, με σκούρα πέπλα να καλύπτουν τα πρόσωπά τους εκτός από τα μάτια, λευκούς μανδύες να κρέμονται στην πλάτη τους και κρατώντας δόρατα και μικρές ασπίδες. Κρίνοντας από το ύψος τους, θα πρέπει να ήταν Κόρες του Δόρατος, κάτι που δεν τις έκανε λιγότερο επικίνδυνες από οποιονδήποτε άλλον αλγκάι’ντ’σισβάι. Μέσα σε μία στιγμή, εννέα βαλλίστρες τεντώθηκαν, με τις πλατιές αιχμές των βελών να σημαδεύουν τις καρδιές των γυναικών.
«Παραλίγο να σε χτυπήσουμε, Τουάντα», μουρμούρισε ο Ιλάυας. «Κι εσύ, Σούλιν, δεν τα υπολόγισες καλά». Ο Πέριν έκανε νόημα στους Διποταμίτες να χαμηλώσουν τις βαλλίστρες τους, και στον Άραμ να κατεβάσει το σπαθί του. Όπως κι ο Ιλάυας, τις είχε οσμιστεί πριν ακόμα πεταχτούν στο ξέφωτο.
Οι Κόρες αντάλλαξαν έκπληκτες ματιές κι αποκαλύφθηκαν, αφήνοντας τις σκούρες καλύπτρες να πέσουν στα στήθη τους. «Κόβει το μάτι σου, Ιλάυας Ματσίρα», σχολίασε η Σούλιν. Νευρώδης, με πρόσωπο σαν από αργασμένο πετσί και με ένα σημάδι που διέτρεχε το μάγουλό της, είχε κοφτερά, γαλάζια μάτια που σε διαπερνούσαν σαν σουβλιά, αν κι εξακολουθούσε να δείχνει εμβρόντητη. Η Τουάντα, ψηλότερη και νεότερη, μάλλον ήταν ομορφούλα πριν χάσει το δεξί της μάτι κι αποκτήσει το παχύ σημάδι που έφτανε από το πηγούνι έως το σούφα της, τραβώντας τη μία άκρη του στόματός της σε ένα μόνιμο μισοχαμόγελο, που, ούτως ή άλλως, ήταν και το μοναδικό της προς τους άλλους.
«Τα πανωφόρια σας είναι διαφορετικά», είπε ο Πέριν. Η Τουάντα συνοφρυώθηκε κοιτώντας πρώτα το δικό της γκριζοπράσινο και καφετί ρούχο της και κατόπιν της Σούλιν, που ήταν πανομοιότυπο. «Κι οι μανδύες σας, επίσης». Ο Ιλάυας ήταν όντως κουρασμένος, ειδάλλως δεν θα του είχε ξεφύγει αυτή η παρατυπία. «Δεν ξεκίνησαν ακόμα, έτσι;»
«Όχι, Πέριν Αϋμπάρα», απάντησε η Σούλιν. «Φαίνεται πως οι Σάιντο παραμένουν σ’ ένα μέρος κάθε φορά. Χθες το βράδυ, ανάγκασαν τους κατοίκους της πόλης να φύγουν και να πάνε βόρεια, όσους άφησαν δηλαδή». Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της, ακόμη ανάστατη από το γεγονός ότι οι Σάιντο ωθούσαν τους ανθρώπους να γίνουν γκαϊ’σάιν χωρίς να ακολουθούν το τζι’ε’τόχ. «Οι φίλοι σας, ο Τζόνταϊν Μπάραν, ο Γκετ Εϊλάια κι ο Χου Μάργουιν, τους ακολούθησαν για να δουν αν μπορούν να μάθουν κάτι. Οι δοραταδελφές μας κι ο Γκαούλ κινούνται ξανά περιμετρικά του στρατοπέδου. Εμείς περιμέναμε εδώ τον Ιλάυας Ματσίρα να επιστρέψει μαζί σου». Σπάνια άφηνε το συναίσθημα να φανεί στη φωνή της, κι αυτή τη φορά ήταν εντελώς ανύπαρκτο, αλλά μύριζε θλίψη. «Έλα, θα σου δείξω».
Οι δύο Κόρες βάλθηκαν να ανηφορίζουν την πλαγιά, κι ο Πέριν έσπευσε ξοπίσω τους ξεχνώντας τους πάντες. Λίγο πριν φτάσουν στην κορυφή, έσκυψαν κι άρχισαν να προχωρούν στα τέσσερα. Ο Πέριν τις μιμήθηκε και σύρθηκε στις τελευταίες απλωσιές μέσα στο χιόνι για να κοιτάξει πέρα από ένα δέντρο, πάνω από την κορυφογραμμή. Κάπου εκεί, το δάσος τελείωνε και περιοριζόταν σε σκόρπιους θάμνους και μεμονωμένα δενδρύλλια που φύτρωναν στην κατωφέρεια. Βρισκόταν αρκετά ψηλά, έχοντας τη δυνατότητα να αγναντέψει κάμποσες λεύγες μακριά, πέρα από τις αναδιπλούμενες ράχες που έμοιαζαν με μακρόστενους άδεντρους λόφους, προς το σημείο όπου άρχιζε να εμφανίζεται ξανά μια σκούρα λωρίδα δάσους. Μπορούσε να δει όσα ήθελε, διόλου λιγότερα απ’ όσα ήταν αναγκαία.
Είχε προσπαθήσει να φανταστεί τον καταυλισμό των Σάιντο βασισμένος στην περιγραφή του Ιλάυας, αλλά η πραγματικότητα ξεπερνούσε κατά πολύ τη φαντασία του. Χίλια βήματα πιο κάτω απλωνόταν ένας όγκος από χαμηλές σκηνές, Αελίτικες κι άλλων ειδών, μια μάζα από άμαξες, καρότσες, ανθρώπους κι άλογα. Απλωνόταν πάνω από ένα μίλι προς κάθε κατεύθυνση, από τα γκρίζα πέτρινα τείχη της πόλης έως τη μισή απόσταση πριν το επόμενο ύψωμα. Ήξερε ότι παρόμοια διάταξη θα υπήρχε κι από την άλλη μεριά. Δεν θεωρούνταν μεγάλη πόλη, καμία σχέση με το Κάεμλυν ή την Ταρ Βάλον. Ήταν λιγότερο από τετρακόσια βήματα πλατιά από την πλευρά που έβλεπε ο Πέριν και στενότερη από τις άλλες πλευρές, όμως δεν έπαυε να είναι μια πόλη με ψηλά τείχη, πύργους και κάτι που έμοιαζε με οχυρώσεις στο βορειότερο άκρο της. Ωστόσο, ο καταυλισμός των Σάιντο έμοιαζε να την καταπίνει. Η Φάιλε βρισκόταν κάπου εκεί, μέσα σε εκείνη την απέραντη ανθρωπολίμνη.
Τραβώντας από την τσέπη του το ματογυάλι, θυμήθηκε την τελευταία στιγμή να σκιάσει με το χέρι του την άλλη άκρη του σωλήνα. Ο ήλιος ήταν μια χρυσαφιά μπάλα ακριβώς μπροστά του, έχοντας καλύψει σχεδόν τη μισή διαδρομή μέχρι το ζενίθ. Μια αδέσποτη αντανάκλαση των φακών θα κατέστρεφε τα πάντα. Παρέες ανθρώπων ξεπήδησαν μέσα από το ματογυάλι, πρόσωπα ξεκάθαρα στα μάτια του. Γυναίκες με μακριά μαλλιά και με σκούρες εσάρπες στους ώμους, σκεπασμένες με δεκάδες μακρόστενα περιδέραια, γυναίκες με λιγότερα περιδέραια, που άρμεγαν κατσίκες, γυναίκες με καντιν’σόρ, που μερικές φορές έφεραν δόρατα και μικρές ασπίδες, γυναίκες που κρυφοκοίταζαν από τις βαθιές κουκούλες των βαριών, άσπρων ρούχων τους, καθώς περπατούσαν βιαστικά μέσα στο χιόνι που είχε ήδη πατηθεί και κόντευε να γίνει λάσπη. Υπήρχαν επίσης άντρες και παιδιά, αλλά το πεινασμένο βλέμμα του Πέριν στράφηκε αλλού, αγνοώντας τους. Ακόμα κι αν μετρούσε μονάχα τις λευκοντυμένες, υπήρχαν χιλιάδες επί χιλιάδων γυναίκες.
«Είναι πάρα πολλές», ψιθύρισε η Μαρλίν κι ο Πέριν χαμήλωσε το ματογυάλι για να την αγριοκοιτάξει. Οι υπόλοιποι τους είχαν ακολουθήσει και τώρα όλοι ήταν ξαπλωμένοι μπρούμυτα μέσα στο χιόνι, κατά μήκος της κορυφογραμμής. Οι Διποταμίτες πάσχιζαν να κρατήσουν τις χορδές των τόξων τους ψηλότερα από το χιόνι, χωρίς όμως να φαίνονται τα ανασηκωμένα τόξα πάνω από την κορυφή της ράχης. Ο Αργκάντα κι ο Γκαλίν χρησιμοποιούσαν τα δικά τους ματογυάλια για να μελετήσουν το στρατόπεδο που απλωνόταν κάτω από τα πόδια τους, ενώ ο Γκρέηντυ κοιτούσε στην κατωφέρεια με το πηγούνι ακουμπισμένο στις παλάμες του και βλέμμα εξίσου έντονο με αυτό των δύο στρατιωτών. Ίσως έκανε χρήση της Δύναμης με κάποιον τρόπο. Η Μαρλίν με την Ανούρα ατένιζαν κι αυτές το στρατόπεδο. Η Άες Σεντάι έγλειφε τα χείλη της, ενώ η Σοφή ήταν συνοφρυωμένη. Ο Πέριν δεν πίστευε πως η Μαρλίν είχε σκοπό να μιλήσει.
«Αν νομίζεις πως θα φύγω επειδή υπάρχουν περισσότεροι Σάιντο από το αναμενόμενο», άρχισε να λέει ο Πέριν κάπως εξημμένος, αλλά η γυναίκα τον διέκοψε, κοιτώντας τον κατάματα και χωρίς να δίνει σημασία στο κατσούφιασμα του.
«Πολλές Σοφές, Πέριν Αϋμπάρα. Όπου κι αν κοιτάξω, βλέπω μια γυναίκα να διαβιβάζει. Πότε εδώ, πότε εκεί —οι Σοφές δεν διαβιβάζουν συνέχεια— αλλά, όπου κι αν κοιτάξεις, τις βλέπεις. Είναι πολλές για να ανήκουν όλες στις Σοφές των δέκα σεπτών».
Ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πόσες υπολογίζεις ότι είναι;»
«Μου φαίνεται πως όλες οι Σοφές των Σάιντο βρίσκονται εκεί κάτω», αποκρίθηκε η Μαρλίν, με φωνή ήρεμη σαν να μιλούσε για την τιμή του κριθαριού. «Όσες μπορούν να διαβιβάσουν, τουλάχιστον».
Όλες; Δεν έβγαζε νόημα! Πώς ήταν δυνατόν να είναι όλες μαζεμένες εκεί, όταν οι Σάιντο έμοιαζαν να είναι διασκορπισμένοι παντού; Αν μη τι άλλο, είχε ακούσει ιστορίες από όλη την Γκεάλνταν και την Αμαδισία σχετικά με επιδρομές που μάλλον αποδίδονταν στους Σάιντο, όπως επίσης κι από την Αλτάρα, πολύ πριν απαγάγουν τη Φάιλε. Οι δε φήμες ξεκινούσαν από πολύ πιο μακριά. Γιατί είχαν μαζευτεί όλες; Αν οι Σάιντο σκόπευαν να μαζευτούν εδώ, τότε ολόκληρη η φυλή... Όχι, ας αναλογιζόταν πρώτα τα γεγονότα, τα οποία από μόνα τους δεν ήταν και τόσο ευχάριστα. «Πόσες είναι;» ρώτησε ξανά, κι ο τόνος της φωνής του ήταν αλλοιωμένος.
«Μη μου γρυλίζεις εμένα, Πέριν Αϋμπάρα. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα πόσες Σοφές Σάιντο έχουν παραμείνει ζωντανές. Ακόμα κι οι Σοφές μπορούν να πεθάνουν από αρρώστιες, δάγκωμα φιδιού ή ατυχήματα. Μερικές σκοτώθηκαν στα Πηγάδια του Ντουμάι. Βρήκαμε παρατημένα πτώματα και φαίνεται πως, όσες μπόρεσαν, τις πήραν μακριά για να τις θάψουν αξιοπρεπώς. Ακόμα κι οι Σάιντο δεν εγκαταλείπουν εύκολα τα έθιμά τους. Αν όσες παρέμειναν ζωντανές βρίσκονται εκεί κάτω, μαζί με τις μαθητευόμενες που έχουν τη δυνατότητα της διαβίβασης, θα έλεγα πως είναι περίπου τετρακόσιες. Μπορεί και παραπάνω, αλλά σαφώς λιγότερες από πεντακόσιες. Υπήρχαν λιγότερες από πεντακόσιες Σοφές Σάιντο με την ικανότητα της διαβίβασης πριν διασχίσουν το Δρακότειχος, κι ίσως καμιά πενηνταριά μαθητευόμενες». Οι περισσότεροι αγρότες θα μιλούσαν με μεγαλύτερη έξαψη για την τιμή του κριθαριού.
Εξακολουθώντας να ατενίζει τον καταυλισμό των Σάιντο, η Ανούρα άφησε έναν πνιχτό ήχο, σαν λυγμό. «Πεντακόσιες! Μα το Φως! Μία φατρία αντιστοιχεί στον μισό Πύργο; Ω, μα το Φως!»
«Ίσως θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε χωρίς να μας δουν κατά τη διάρκεια της νύχτας», μουρμούρισε ο Ντάνιλ λίγο πιο πίσω τους, ανάμεσα στις σειρές των υπολοίπων. «Όπως τότε που ξεγλίστρησες στο στρατόπεδο των Λευκομανδιτών, στην πατρίδα». Ο Ιλάυας μούγκρισε. Η αντίδρασή του θα μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε, αλλά σίγουρα δεν ακουγόταν αισιόδοξη.
Η Σούλιν ρουθούνισε χλευαστικά. «Δεν νομίζω πως θα μπορούσαμε να μπούμε κρυφά στο στρατόπεδο με την παραμικρή ελπίδα να βγούμε ζωντανοί. Θα σε σούβλιζαν σαν κατσίκι πριν προλάβεις να περάσεις τις πρώτες σκηνές».
Ο Πέριν ένευσε αργά. Του είχε περάσει από το μυαλό να γλιστρήσει στο στρατόπεδο καλυμμένος από το σκοτάδι και με κάποιον τρόπο να ελευθερώσει τη Φάιλε. Και τις υπόλοιπες, βεβαίως, μια κι η Φάιλε δεν θα έφευγε χωρίς αυτές. Ωστόσο, δεν πολυπίστευε πως το σχέδιο θα πετύχαινε. Η παρουσία Αελιτών και το μέγεθος του στρατοπέδου είχαν καταπνίξει και τις τελευταίες του ελπίδες. Θα μπορούσε να περιπλανιέται επί μέρες ανάμεσα σε τόσον κόσμο δίχως να βρει τη γυναίκα του.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν ανάγκη να καταπνίξει την απόγνωσή του. Η οργή παρέμενε, αλλά μέσα στον χειμώνα έμοιαζε ψυχρή σαν ατσάλι, κι ο ίδιος αδυνατούσε να διακρίνει ακόμα και μία σταγόνα από την απελπισία που απειλούσε να τον πνίξει προηγουμένως. Στον καταυλισμό υπήρχαν δέκα χιλιάδες αλγκάι ντ’σισβάι, και πεντακόσιες γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης —ο Γκαλίν είχε δίκιο: προετοιμάσου για τα χειρότερα, κι όλες οι εκπλήξεις θα σου φανούν ευχάριστες— πεντακόσιες γυναίκες που δεν θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη ως όπλο. Η Φάιλε ήταν κρυμμένη σαν νιφάδα σε χιονοσκέπαστο λιβάδι, αλλά όταν έχεις συσσωρεύσει τόσο πολλά, η απόγνωση δεν έχει κανένα νόημα. Ή θα σκύψεις το κεφάλι ή θα παλέψεις. Επιπλέον, ο Πέριν μπορούσε να καταλάβει τον γρίφο. Ο Νατ Τόρφιν πάντα έλεγε ότι κάθε αίνιγμα έχει τη λύση του, αρκεί να ξέρεις πώς να ψάξεις.
Προς Βορρά και Νότο, η γη είχε ξεχερσωθεί από την πόλη περισσότερο από το ύψωμα στο οποίο βρισκόταν ο Πέριν. Σκόρπιες αγροικίες, καμία με καπνό να βγαίνει από την καμινάδα της, έστιζαν το τοπίο, ενώ φράχτες οριοθετούσαν τους αγρούς κάτω από το χιόνι, αλλά αν μια χούφτα άντρες πάσχιζαν να προσεγγίσουν από κάθε κατεύθυνση, θα γίνονταν αντιληπτοί σαν να κουβαλούσαν πυρσούς και λάβαρα ή σαν να σάλπιζαν. Φαινόταν να υπάρχει κάποιος δρόμος που —χοντρικά— οδηγούσε νότια περνώντας μέσα από τους αγρούς, κι άλλος ένας που —επίσης χοντρικά— οδηγούσε βόρεια. Πιθανότατα, δεν χρησίμευαν σε κάτι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ο Τζόνταϊν ίσως έφερνε καμιά πληροφορία σχετικά με την πόλη, αν κι ο Πέριν αδυνατούσε να φανταστεί ποια χρησιμότητα θα είχε κάτι τέτοιο, τη στιγμή που βρισκόταν κυκλωμένη από τους Σάιντο. Ο Γκαούλ κι οι Κόρες που κινούνταν περιμετρικά του καταυλισμού θα μπορούσαν ίσως να του πουν τι υπήρχε πέρα από την επόμενη ράχη. Ο αυχένας μιας ράχης μπορούσε κάλλιστα να μοιάζει με δρόμο που οδηγούσε κάπου ανατολικά. Παραδόξως, μια αρμαθιά ανεμόμυλοι υψώνονταν περίπου ένα μίλι βόρεια από τον αυχένα της ράχης σαν μακρόστενα λευκά μπράτσα που γύριζαν με αργό ρυθμό, με φόντο άλλη μια αρμαθιά ανεμόμυλων στην κορυφή της επόμενης κορυφογραμμής, πιο πέρα. Μια σειρά αψίδες σαν μακρόστενες γέφυρες εκτείνονταν μέχρι χαμηλά στην πλαγιά, από τους κοντινότερους ανεμόμυλους έως τα τείχη της πόλης.
«Ξέρει κανείς τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Πέριν, δείχνοντας προς τα εκεί. Το κοίταξε μέσα από το ματογυάλι, αλλά δεν έβγαλε κάποιο συμπέρασμα, πέρα από το ότι έμοιαζε φτιαγμένο από την ίδια γκρίζα πέτρα με το τείχος. Το πράγμα έμοιαζε πολύ στενό για γέφυρα, αφού στερούνταν πλευρικών τοιχωμάτων, και δεν έμοιαζε να έχει κάποια χρησιμότητα.
«Φέρνουν νερό μ’ αυτό», εξήγησε η Σούλιν. «Εκτείνεται σε απόσταση πέντε μιλίων, προς μια λίμνη. Δεν έχω ιδέα γιατί δεν έχτισαν την πόλη τους πιο κοντά, αλλά θαρρώ πως το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής γύρω από τη λίμνη θα μετατραπεί σε λάσπη μόλις φύγει η παγωνιά». Δεν σκόνταφτε πια σε ανοίκειες λέξεις όπως «λάσπη», αλλά μια χροιά δέους ακούστηκε όταν πρόφερε τη λέξη «λίμνη», μόνο και μόνο στην ιδέα της συσσώρευσης τόσου υδάτινου όγκου σε ένα σημείο. «Εκέφτεσαι να εμποδίσεις την παροχή νερού; Αυτό σίγουρα θα τους ανάγκαζε να βγουν». Καταλάβαινε απόλυτα τη λογική πίσω από τον πόλεμο του νερού. Οι περισσότερες μάχες στην Ερημιά ξεκινούσαν με αφορμή το συγκεκριμένο ζήτημα. «Δεν νομίζω, όμως, πως...»
Τα χρώματα εξερράγησαν μέσα στο κεφάλι του Πέριν, μια έκρηξη χρωματικών τόνων τόσο δυνατή, που τον έκανε να χάσει την όραση και την ακοή του. Η όρασή του διέκρινε μόνο τα χρώματα να δημιουργούν μια απέραντη παλίρροια, λες κι όλες οι φορές που τα είχε απωθήσει είχαν σχηματίσει ένα φράγμα, το οποίο διαλύθηκε με έναν σιωπηλό κατακλυσμό. Αηχες δίνες πάσχιζαν να τον ρουφήξουν. Και στο μέσον όλου αυτού του συμφύρματος σχηματιζόταν μια εικόνα, ο Ραντ με τη Νυνάβε να κάθονται κατάχαμα αντικρίζοντας ο ένας τον άλλον, τόσο ξεκάθαρα σαν να βρίσκονταν ακριβώς μπροστά του. Όχι, δεν είχε χρόνο να σκεφτεί τον Ραντ! Γαντζωμένος από τα χρώματα σαν τον πνιγμένο που παλεύει να φτάσει στην επιφάνεια, τα-πέταξε-μακριά!
Η όραση κι η ακοή του πραγματικού κόσμου τον κατέκλυσαν.
«...είναι τρέλα», έλεγε ο Γκρέηντυ με ανήσυχη χροιά στη φωνή του. «Κανείς δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει τόσο σαϊντίν, ώστε να τον διαισθάνομαι από τόσο μακριά! Κανείς!»
«Και καμία δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει τόσο σαϊντάρ», μουρμούρισε η Μαρλίν. «Κι όμως, φαίνεται πως κάποια το κάνει ήδη».
«Οι Αποδιωγμένοι;» Η φωνή της Ανούρα έτρεμε. «Οι Αποδιωγμένοι, χρησιμοποιώντας κάποιο σα’ανγκριάλ για το οποίο δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα. Ή αυτοί ή... ο ίδιος ο Σκοτεινός».
Ατένιζαν κι οι τρεις τους πίσω, προς τα βορειοδυτικά. Μπορεί η Μαρλίν να φάνταζε πιο ψύχραιμη από την Ανούρα και τον Γκρέηντυ, αλλά η οσμή της ανέδιδε αντίστοιχο φόβο κι ανησυχία. Εκτός από τον Ιλάυας, οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν τους τρεις τους με τόση ένταση, λες και περίμεναν να τους ανακοινώσουν ότι είχε ξεκινήσει το καινούργιο Τσάκισμα του Κόσμου. Μια έκφραση αποδοχής είχε χαραχτεί στο πρόσωπο του Ιλάυας. Ένας λύκος που πέφτει με την κατολίσθηση οδεύει προς τον θάνατο, αλλά ένας λύκος ξέρει πολύ καλά ότι ο θάνατος θα έρθει αργά ή γρήγορα, και δεν μπορείς να πολεμήσεις τον θάνατο.
«Ο Ραντ είναι», μουρμούρισε βαριά ο Πέριν. Αναρρίγησε, καθώς τα χρώματα πάσχισαν να κάνουν ξανά την εμφάνισή τους, αλλά τα απώθησε. «Δικιά του δουλειά είναι. Για ό,τι κι αν πρόκειται, θα το αναλάβει εκείνος». Όλοι κοιτούσαν προς το μέρος του, ακόμα κι ο Ιλάυας. «Σούλιν, χρειάζομαι αιχμαλώτους. Θα πρέπει να έχουν στείλει κυνηγετικές ομάδες. Ο Ιλάυας λέει πως έχουν τοποθετήσει μικρές φρουρές σε ακτίνα λίγων μιλίων. Μπορείς να μου εξασφαλίσεις μερικούς αιχμαλώτους;»
«Άκουσέ με προσεκτικά», είπε η Ανούρα, κι οι λέξεις ξεχύθηκαν σαν χείμαρρος από το στόμα της. Ανασηκώθηκε από το χιόνι, άπλωσε το χέρι της πάνω από τη Μαρλίν κι έπιασε γερά με τη χούφτα της τον μανδύα του Πέριν. «Κάτι συμβαίνει, ίσως υπέροχο, ίσως τρομερό, αλλά οπωσδήποτε σπουδαίο, πιθανότατα περισσότερο από οποιοδήποτε γεγονός στα καταγεγραμμένα χρονικά! Πρέπει να μάθουμε τι είναι! Ο Γκρέηντυ μπορεί να μας πάει μέχρι εκεί και να πλησιάσουμε αρκετά για να δούμε τι γίνεται. Θα μπορούσα να το κάνω ακόμα κι εγώ, αν ήξερα τις υφάνσεις. Πρέπει να μάθουμε!»
Ο Πέριν την κοίταξε κατάματα κι ύψωσε το χέρι του. Η Ανούρα σταμάτησε κι απέμεινε με το στόμα ορθάνοικτο. Οι Άες Σεντάι ποτέ δεν έπαυαν να μιλούν τόσο εύκολα, κάτι που δεν συνέβη ωστόσο στην περίπτωση της Ανούρα. «Σου είπα περί τίνος πρόκειται. Η δουλειά μας είναι εκεί κάτω, ακριβώς μπροστά μας. Σούλιν;»
Το κεφάλι της Σούλιν τινάχτηκε, στρεφόμενο πρώτα στον Πέριν, έπειτα στην Άες Σεντάι και κατόπιν στη Μαρλίν. Τελικά, η γυναίκα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Δεν θα μάθεις πολλά, ακόμα κι αν τους ανακρίνεις. Θα συμφιλιωθούν με τον πόνο και θα σου γελάσουν κατάμουτρα. Η ντροπή αργεί να έρθει — αν υποθέσουμε πως αυτοί οι Σάιντο μπορούν να αισθανθούν ντροπή».
«Ό,τι κι αν μάθω, καλό θα είναι, συγκριτικά με όσα ξέρω μέχρι στιγμής», αποκρίθηκε ο Πέριν. Τον περίμενε δουλειά. Έπρεπε να λύσει έναν γρίφο, να ελευθερώσει τη Φάιλε και να καταστρέψει τους Σάιντο. Αυτά ήταν τα μόνα σημαντικά πράγματα στον κόσμο.