5 Η Δημιουργία μιας Σφύρας

Έτρεχε με ευκολία μες στη νύχτα, παρά το χιόνι που κάλυπτε το έδαφος. Γινόταν ένα με τις σκιές, έτσι όπως γλιστρούσε στο δάσος, με το σεληνόφως να φέγγει στη ματιά τον τόσο καθαρά, όσο το φως του ήλιου. Ένας παγωμένος άνεμος ανακάτευε το πυκνό τρίχωμά του, κουβαλώντας μαζί του μια μυρωδιά που έκανε τις τρίχες του σβέρκου τον να ανασηκώνονται και την καρδιά του να βροντοχτυπάει με μίσος μεγαλύτερο από εκείνο που έτρεφε για τους Ουδεγέννητους. Μίσος και βεβαιότητα επερχόμενου θανάτου. Ήταν αδύνατον να επιλέξει πια. Άρχισε να τρέχει όλο και πιο γοργά, προς τον θάνατο.

Ο Πέριν ξύπνησε απότομα μες στο βαθύ σκοτάδι που προηγείται της αυγής, κάτω από μία άμαξα προμηθειών, από εκείνες με τους ψηλούς τροχούς. Η παγωνιά του εδάφους τον διαπερνούσε έως το κόκαλο, παρά τον βαρύ μανδύα με τη γούνινη επένδυση και τις δύο κουβέρτες. Αισθάνθηκε ένα άστατο μελτέμι, ελάχιστα δυνατό ή σταθερό για να το αποκαλέσει κανείς αύρα, παγερό ωστόσο. Ψηλάφισε το πρόσωπό του με το γαντοφορεμένο του χέρι κι ο παγετός έτριξε πάνω στην κοντή του γενειάδα. Αν μη τι άλλο, φαίνεται πως δεν είχε χιονίσει περισσότερο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Είχε ξυπνήσει επανειλημμένως το βράδυ, πασπαλισμένος με σκόνη, παρά το καταφύγιο που του προσέφερε η άμαξα, κι η χιονόπτωση δυσκόλευε τους ανιχνευτές. Ευχήθηκε να μπορούσε να μιλήσει με τον Ιλάυας όπως μιλούσε με τους λύκους, έτσι ώστε να μη χρειαζόταν να υφίσταται όλη αυτή την ατελείωτη αναμονή. Η κόπωση κολλούσε επάνω του σαν δεύτερο δέρμα και του ήταν αδύνατον να θυμηθεί ποια ήταν η τελευταία φορά που είχε κοιμηθεί καλά. Ωστόσο, τόσο ο ύπνος, όσο κι η έλλειψή του, φάνταζαν άνευ σημασίας. Ετούτες τις μέρες, μόνον η έξαψη κι η οργή τού έδιναν δύναμη να συνεχίσει.

Δεν πίστευε πως είχε ξυπνήσει εξαιτίας του ονείρου. Κάθε νύχτα που έπεφτε να κοιμηθεί, περίμενε να δει εφιάλτες. Κάθε νύχτα, οι εφιάλτες έρχονταν. Στον χειρότερο εφιάλτη του, έβρισκε τη Φάιλε νεκρή ή δεν την έβρισκε καθόλου. Ήταν το είδος του εφιάλτη που τον έκανε να πετάγεται τρέμοντας κάθιδρος. Αντιθέτως, όταν οι εφιάλτες ήταν λιγότερο τρομακτικοί, συνέχιζε να κοιμάται ή, έστω, μισοξυπνούσε όταν έβλεπε τους Τρόλοκ να τον πετσοκόβουν ζωντανό, έτοιμοι να τον βάλουν στο καζάνι, ή ένα Ντραγκχάρ να καταβροχθίζει την ψυχή του. Το συγκεκριμένο όνειρο χανόταν γρήγορα, όπως όλα τα όνειρα, αλλά θυμόταν ότι ήταν λύκος και κάτι οσφραινόταν... Τι, όμως; Κάτι που οι λύκοι μισούσαν περισσότερο κι απ’ τους Μυρντράαλ και που γνώριζαν ότι μπορούσε να τους σκοτώσει. Στο όνειρο ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτό, αλλά το είχε πια ξεχάσει. Το μόνο που θυμόταν πλέον ήταν αόριστες εντυπώσεις. Δεν βρισκόταν σε λυκίσιο όνειρο, σε αυτή την αντανάκλαση του κόσμου όπου οι νεκροί λύκοι εξακολουθούσαν να ζουν κι οι ζωντανοί τούς επισκέπτονταν για να πάρουν συμβουλές. Το λυκίσιο όνειρο παρέμενε μονίμως διαυγές στο μυαλό του, ακόμα κι όταν αποχωρούσε, ασχέτως αν είχε πάει εκεί συνειδητά ή όχι. Ωστόσο, το συγκεκριμένο όνειρο έμοιαζε πολύ αληθινό και, κατά κάποιον τρόπο, επείγον.

Ακούμπησε πίσω, παραμένοντας ακίνητος, κι έστειλε τον νου του σε αναζήτηση, πασχίζοντας να διαισθανθεί λύκους. Και στο παρελθόν είχε προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει λύκους ως βοηθούς του στο κυνήγι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τους πείσει να ενδιαφερθούν για τις δουλειές των διπόδων. Απέφευγαν τις μεγάλες συγκεντρώσεις ανθρώπων και, για τα δεδομένα τους, δέκα-δεκαπέντε άνθρωποι ήταν αρκετοί ώστε να μείνουν υποχρεωτικά μακριά. Οι άνθρωποι καταδίωκαν τα ζώα, οι πιο πολλοί μάλιστα δεν δίσταζαν να σκοτώσουν έναν λύκο άμα τη εμφανίσει του. Οι σκέψεις του δεν είχαν αποτέλεσμα, αλλά έπειτα από λίγο άγγιξαν κάποιους λύκους σε απόσταση. Δεν ήταν σίγουρος πόσο μακριά βρίσκονταν, αλλά ήταν σαν να διέκρινε ψίθυρο στα όρια της ακοής. Αρκετά μακριά, δηλαδή. Παράξενο. Παρά τα διάσπαρτα χωριό, τα κτήματα και —σε μερικές περιπτώσεις— τις πόλεις, η περιοχή ήταν παρθένα για τους λύκους, απάτητο δάσος στο μεγαλύτερο μέρος της, ενώ τα ελάφια και τα μικρότερα θηράματα αφθονούσαν.

Ανέκαθεν υπήρχε εθιμοτυπικό όταν απευθυνόσουν σε αγέλη της οποίας δεν αποτελούσες μέλος. Ευγενικά, έστειλε το όνομά του ανάμεσα στους λύκους —Νεαρός Ταύρος—, μοιράστηκε την οσμή του κι ως απάντηση έλαβε τα δικά τους — Φυλλοκυνηγός, Ψηλή Αρκούδα, Λευκή Ουρά, Φτερό, Αστραπομίχλη και κάμποσα άλλα ακόμα. Επρόκειτο για αρκετά μεγάλη αγέλη, κι η Φυλλοκυνηγός, ένα θηλυκό με έντονη αυτοπεποίθηση, ήταν ο αρχηγός της. Το Φτερό, ένας έξυπνος λύκος στην ακμή του, ήταν το ταίρι της. Είχαν ακουστά τον Νεαρό Ταύρο κι ήταν αρκετά πρόθυμοι να συζητήσουν με τον φίλο του θρυλικού Μακρυδόντη, τον πρώτο δίποδο που είχε μάθει να μιλάει με τους λύκους ύστερα από ένα χρονικό κενό που κουβαλούσε την αίσθηση Εποχών χαμένων στην καταχνιά του παρελθόντος. Επρόκειτο για έναν καταιγισμό από εικόνες και θύμησες οσμών, που το μυαλό του μετέτρεπε σε λέξεις, όπως κι οι λέξεις που σκεφτόταν γίνονταν με κάποιον τρόπο εικόνες κι οσμές κατανοητές στους λύκους.

Υπάρχει κάτι που θέλω να μάθω, σκέφτηκε μόλις τελείωσαν οι διαδικαστικές συστάσεις. Τι είναι αυτό που ένας λύκος μισεί πιότερο κι από τους Ουδεγέννητους; Πάσχισε να ανακαλέσει τη μυρωδιά του ονείρου, να την προσθέσει σε όλα τα υπόλοιπα, αλλά είχε χαθεί πια από τη μνήμη του. Κάτι, που ένας λύκος ξέρει ότι σημαίνει θάνατο.

Έλαβε σιωπή ως απάντηση, ενώ ένα νήμα φόβου αναμείχθηκε με μίσος, αποφασιστικότητα και δισταγμό. Είχε νιώσει και παλαιότερα φόβο εκ μέρους των λύκων —πάνω απ’ όλα, φοβούνταν την πυρκαγιά που εξαπλωνόταν στο δάσος, ή έτσι πίστευε τουλάχιστον— αλλά τώρα ήταν ένα είδος ακανθώδους φόβου, που προκαλούσε ανατριχίλα στον άνθρωπο και που τον έκανε να ριγεί και να αναπηδά από τρόμο με το παραμικρό. Η εμμονή του να συνεχίσει ήταν τέτοια, που σχεδόν άγγιζε τον τρόμο, παρ’ ότι δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα. Οι λύκοι δεν ένιωθαν ποτέ τέτοιο δέος, με εξαίρεση αυτούς εδώ.

Ένας-ένας έσβηναν από τη συνείδηση του, μια εσκεμμένη πράξη για να τον αποκλείσουν, μέχρι που παρέμεινε μόνο η Φυλλοκυνηγός. Η ώρα του Τελευταίου Κυνηγιού πλησιάζει, είπε τελικά η λύκαινα, κι ύστερα εξαφανίστηκε κι αυτή.

Μήπως πρόσβαλα κάποιου; έστειλε τη σκέψη του ο Πέριν. Αν συνέβη κάτι τέτοιο, ήταν από άγνοια. Καμία απάντηση. Οι συγκεκριμένοι λύκοι δεν θα του μιλούσαν περισσότερο, όχι πολύ σύντομα τουλάχιστον.

Η ώρα του Τελευταίου Κυνηγιού πλησιάζει. Ήταν το αντίστοιχο των λύκων για την Τελευταία Μάχη, την Τάρμον Γκάι’ντον. Ήξεραν ότι θα παρίσταντο στην τελική αναμέτρηση μεταξύ Φωτός και Σκιάς, αν και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τον λόγο. Μερικά πράγματα ήταν γραφτό από τη μοίρα να συμβούν, με την ίδια βεβαιότητα που ο ήλιος και το φεγγάρι ανέτελλαν κι έδυαν, κι η μοίρα έλεγε ότι θα ήταν πολλοί οι λύκοι που θα πέθαιναν στο Τελευταίο Κυνήγι. Αυτό που φοβούνταν, όμως, ήταν κάτι διαφορετικό. Ο Πέριν είχε μια έντονη αίσθηση πως έπρεπε να βρίσκεται κι ο ίδιος εκεί, ήταν προορισμένος κατά κάποιον τρόπο, εκτός αν η Τελευταία Μάχη ερχόταν πιο σύντομα, οπότε θα ήταν αδύνατον να παρευρεθεί. Τον περίμενε πολλή δουλειά ακόμη, πού δεν μπορούσε να αποφύγει —δεν θα το έκανε!— ακόμα και για την Τάρμον Γκάι’ντον.

Διώχνοντας απ’ το μυαλό του τόσο τους άφατους τρόμους, όσο και την Τελευταία Μάχη, έβγαλε τα γάντια του και ψαχούλεψε στην τσέπη του πανωφοριού του για το σχοινί από ακατέργαστο δέρμα που έκρυβε εκεί. Τα δάχτυλά του σχημάτισαν μηχανικά έναν κόμπο, σε ένα είδος πρωινού τελετουργικού, και κατόπιν γλίστρησαν πάνω στο σχοινί, μετρώντας. Είκοσι δύο κόμποι. Είκοσι δύο πρωινά από την απαγωγή της Φάιλε.

Στην αρχή, δεν είχε σκεφτεί ότι ήταν ανάγκη να μετράει τις μέρες. Εκείνη την πρώτη μέρα, είχε πιστέψει πως ήταν παγωμένος, μουδιασμένος αλλά και συγκοτημένος, μα κοιτώντας πίσω, διαπίστωσε πως είχε κατακλυστεί από απέραντη οργή και την καταλυτική ανάγκη να βρει τους Σάιντο όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ανάμεσα στους Αελίτες που είχαν κλέψει τη Φάιλε υπήρχαν κι άντρες από άλλες φυλές, όμως αποδείχτηκε ότι οι περισσότεροι ήταν Σάιντο, κάπως έτσι τους θεωρούσε κι ο ίδιος. Η ανάγκη να τους πάρει τη Φάιλε προτού της έκαναν κακό τον είχε αρπάξει από τον λαιμό, πνίγοντάς τον σχεδόν. Φυσικά, θα απελευθέρωνε και τις άλλες γυναίκες που είχαν απαχθεί μαζί της, αλλά μερικές φορές έπρεπε να κάνει λίστα με τα ονόματά τους στο μυαλό του για να μην τις ξεχάσει. Η Αλιάντρε Μαρίθα Κιγκάριν, Βασίλισσα της Γκεάλνταν κι αφοσιωμένη οπαδός του. Το να έχει πάρει κάποιος όρκο στο όνομά του φάνταζε ακόμη εξωπραγματικό, ειδικά αν επρόκειτο για βασίλισσα — σε τελική ανάλυση, σιδεράς ήταν! Ναι, κάποτε υπήρξε σιδεράς, αλλά είχε ευθύνη απέναντι στην Αλιάντρε, η οποία δεν θα διακινδύνευε για κανέναν άλλον εκτός του Πέριν. Η Μπάιν του Μαύρου Βράχου του Σάαραντ κι η Τσιάντ του Πετροπόταμου του Γκόσιεν, Αελίτισσες Κόρες του Δόρατος που είχαν ακολουθήσει τη Φάιλε στην Γκεάλνταν και στην Αμαδισία. Είχαν έρθει αντιμέτωπες, επίσης, με τους Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς τότε που ο Πέριν χρειαζόταν επειγόντως κάθε χέρι ικανό να χειριστεί όπλο, κάτι που τους έδωσε το δικαίωμα να ταχθούν μαζί του. Η Αρρέλα Σιέγκο κι η Λασίλ Άλντοργουιν, δύο απερίσκεπτες νεαρές, που νόμιζαν ότι μπορούσαν να μάθουν πώς να γίνουν Αελίτισσες ή, έστω, κάποια περίεργη εκδοχή Αελιτισσών. Είχαν ορκιστεί πίστη στο όνομα της Φάιλε, όπως κι η Μάιντιν Ντορλαίν, μια άφραγκη πρόσφυγας, που η Φάιλε είχε πάρει υπό την προστασία της, κάνοντάς την υπηρέτριά της. Του ήταν αδύνατον να εγκαταλείψει τους ανθρώπους της Φάιλε. Της Φάιλε νι Μπασίρε τ’ Αϋμπάρα.

Η λιτανεία έκανε κύκλο κι επέστρεφε ξανά σ’ εκείνη, στη σύζυγό του, στην ανάσα της ζωής του. Μ’ ένα βογγητό, άδραξε τόσο σφιχτά το σχοινί, που οι κόμποι αποτυπώθηκαν οδυνηρά σ’ ένα χέρι που είχε σκληρύνει από εκείνες τις ατελείωτες μέρες που δούλευε το σφυρί πάνω στο αμόνι. Μα το Φως, είκοσι δύο μέρες!

Δουλεύοντας με το σίδερο, είχε μάθει ότι η βιασύνη καταστρέφει το μέταλλο, αλλά στην αρχή ήταν όντως βιαστικός, Ταξιδεύοντας νότια, μέσα από τις πύλες που έφτιαχναν ο Γκρέηντυ κι ο Νιλντ, οι δύο Άσα’μαν, στα σημεία που εντόπιζαν τα απώτερα ίχνη των Σάιντο, και μεταπηδώντας ακόμα πιο νότια, προς την κατεύθυνση των ιχνών, μόλις οι Άσα’μαν έβρισκαν την ευκαιρία να φτιάξουν κι άλλες πύλες. Νευρικός καθώς ήταν, όποτε έπρεπε να ξεκουραστούν από την κατασκευή των πυλών κι από την προσπάθεια να τις κρατήσουν ανοικτές αρκετή ώρα, για να περάσουν όλοι, ο νους του κατατρωγόταν από τη σκέψη ότι έπρεπε να ελευθερώσει τη Φάιλε με οποιοδήποτε τίμημα. Αυτό που τον περίμενε ήταν μέρες διαρκώς αυξανόμενου πόνου, καθώς οι ανιχνευτές σκορπίζονταν όλο και πιο μακριά στην ακατοίκητη ερημιά, χωρίς να εντοπίζουν το παραμικρό ίχνος που θα μαρτυρούσε ότι κάποιος είχε περάσει από εκεί, μέχρι που κατάλαβε ότι έπρεπε να ξανασχεδιάσει την πορεία του, σπαταλώντας κι άλλες μέρες για να καλύψει έδαφος που οι Άσα’μαν είχαν διανύσει με μια δρασκελιά, ψάχνοντας για κάποια ένδειξη του σημείου όπου οι Σάιντο είχαν αλλάξει πορεία.

Έπρεπε να το καταλάβει ότι θα έστριβαν. Η πορεία προς τον Νότο τούς οδήγησε σε θερμότερες περιοχές, δίχως χιόνι, που φάνταζε τόσο παράξενο στους Αελίτες, αν κι έτσι πλησίασαν περισσότερο τους Σωντσάν του Έμπου Νταρ. Ήξερε για τους Σωντσάν κι έπρεπε να περιμένει ότι σύντομα θα το μάθαιναν κι οι Σάιντο, παρ’ όλο που εκείνους τους ενδιέφερε το πλιάτσικο, όχι να δώσουν μάχη με τους Σωντσάν και τις νταμέην. Μέρες ολόκληρες αργής πορείας, με τους ανιχνευτές να διασκορπίζονται μπροστά τους, μέρες ολόκληρες όπου η χιονόπτωση τύφλωνε ακόμα και τους Αελίτες, αναγκάζοντάς τους να κάνουν εκνευριστικές στάσεις, μέχρι που τελικά ο Τζόνταϊν Μπάραν βρήκε ένα δέντρο γδαρμένο από άμαξα κι ο Ιλάυας ξέθαψε από το χιόνι ένα σπασμένο κομμάτι Αελίτικου δόρατος. Κι ο Πέριν στράφηκε ανατολικά εν τέλει, το πολύ δύο μέρες νότια από το σημείο που είχε Ταξιδέψει την πρώτη φορά. Μόλις το συνειδητοποίησε, ήθελε να ουρλιάξει, αλλά συγκρατήθηκε. Δεν θα υποχωρούσε με τίποτα και δεν θα ξέφευγε ούτε ίντσα από την πορεία του τη στιγμή που η Φάιλε εξαρτιόταν άμεσα από τον ίδιο. Τότε ήταν που άρχισε να ελέγχει την οργή του, που άρχισε να τη σφυρηλατεί.

Οι απαγωγείς της προηγούνταν αρκετά μόνο και μόνο επειδή είχε βιαστεί, αλλά από τότε ήταν εξαιρετικά προσεκτικός, λες και βρισκόταν σε σιδηρουργείο. Ο θυμός του είχε στερεοποιηθεί κι είχε καταφέρει να πάρει συγκεκριμένο σχήμα. Από τότε που είχε ξαναβρεί ίχνη των Σάιντο, είχε Ταξιδέψει με μια δρασκελιά την απόσταση που θα διένυαν οι ανιχνευτές πήγαινε-έλα από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου, κι ευτυχώς που ήταν προσεκτικός, αφού οι Σάιντο άλλαζαν συχνά κι απότομα κατευθύνσεις, ακολουθώντας τεθλασμένες πορείες, λες και δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ποια κατεύθυνση θα έπαιρναν. Ίσως, πάλι, να είχαν στρίψει για να ενωθούν με άλλους του είδους τους. Ο Πέριν έπρεπε αναγκαστικά να βασιστεί σε παλιά ίχνη, σε παλιούς καταυλισμούς θαμμένους στο χιόνι, αν κι όλοι οι ανιχνευτές συμφωνούσαν ότι οι Σάιντο είχαν αυξηθεί αριθμητικά. Θα πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον δύο-τρεις σέπτες ενωμένες, ίσως και περισσότερες, μια τρομερή λεία για κυνήγι. Αργό και σταθερά, πάντως, είχε αρχίσει να τους υπερκεράζει, κι αυτό ήταν το σημαντικότερο.

Οι προελαύνοντες Σάιντο κάλυπταν περισσότερο έδαφος απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί, δεδομένου του αριθμού τους και του χιονιού, αλλά δεν φαινόταν να τους απασχολεί ιδιαίτερα αν κάποιοι βρίσκονταν στα ίχνη τους. Ίσως πίστευαν πως κανείς δεν θα τολμούσε κάτι τέτοιο. Μερικές φορές στρατοπέδευαν για αρκετές μέρες σε ένα σημείο. Ο θυμός σφυρηλατήθηκε κι έγινε σκοπός. Οι Σάιντο άφηναν πίσω τους ερημωμένα χωριά, μικρές πόλεις κι επαύλεις, σαν ανθρώπινες ακρίδες· καταλήστευαν αποθήκες και τιμαλφή, ενώ οι άντρες κι οι γυναίκες γίνονταν κτήμα τους, μαζί με τα ζωντανά. Συχνά, μέχρι να φθάσει ο Πέριν, δεν είχε μείνει κανείς, παρά μόνο άδεια σπίτια, με τους κατοίκους να ψάχνουν για φαγητό και καταφύγιο μέχρι τον ερχομό της άνοιξης. Είχε περάσει τον Έλνταρ, βγαίνοντας στην Αλτάρα, εκεί όπου ένα μικρό πορθμείο που το χρησιμοποιούσαν γυρολόγοι και ντόπιοι αγρότες, όχι έμποροι, λειτουργούσε κάποτε ως τακτική συγκοινωνία μεταξύ δύο χωριών στις δασωμένες όχθες του ποταμού. Δεν είχε ιδέα με ποιον τρόπο είχαν κατορθώσει να περάσουν οι Σάιντο, αλλά εκείνος είχε τους Άσα’μαν, που έφτιαχναν πύλες. Το μόνο απομεινάρι του πορθμείου ήταν οι τραχιές πέτρινες αποβάθρες εκατέρωθεν της όχθης, ενώ οι ελάχιστοι οικισμοί που δεν είχαν καεί, ήταν εγκαταλειμμένοι, εκτός από τρία κοκαλιάρικα αγριόσκυλα, τα οποία είχαν κρυφτεί τρομαγμένα στη θέα των ανθρώπων. Ο θυμός σφυρηλατήθηκε κι άρχισε να παίρνει τη μορφή σφύρας.

Το προηγούμενο πρωί, είχε εμφανιστεί σε ένα μικρό χωριό, όπου μια χούφτα αποσβολωμένοι άνθρωποι με βρώμικα πρόσωπα κοιτούσαν έκπληκτοι τους εκατοντάδες λογχοφόρους και τοξότες να βγαίνουν από το δάσος με το πρώτο φως της αυγής, πίσω από τον Κόκκινο Αετό της Μανέθερεν και την άλικη Λυκοκεφαλή, τα Ασημένια Άστρα της Γκεάλνταν και το Χρυσό Γεράκι του Μαγιέν, ακολουθούμενοι από μια πομπή αμαξών με ψηλές ρόδες κι ολόκληρες σειρές νεόλεκτων ίππων. Με το που πρόσεξαν για πρώτη φορά τον Γκαούλ και τους υπόλοιπους Αελίτες, τα πόδια τους συνήλθαν από την παράλυση κι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι προς τις συστάδες των δέντρων. Ήταν δύσκολο ακόμα και να πιαστούν για να απαντήσουν σε ερωτήσεις. Προτιμούσαν να τρέξουν μέχρι τελικής πτώσεως, παρά να αφήσουν Αελίτη να τους πλησιάσει. Το Μπράιταν ήταν μια ντουζίνα οικογένειες όλο κι όλο, όμως οι Σάιντο είχαν πάρει μαζί τους εννέα νεαρούς και νεαρές μαζί με τα ζωντανά τους πριν από δύο μέρες. Δύο μέρες. Η σφύρα ήταν εργαλείο με συγκεκριμένους σκοπούς και στόχους.

Ο Πέριν ήξερε πολύ καλά ότι έπρεπε να είναι εξαιρετικά προσεκτικός, ειδάλλως θα έχανε τη Φάιλε για πάντα, κάτι που εντούτοις θα μπορούσε να συμβεί όσο προσεκτικός κι αν ήταν. Μόλις χτες, πρωί-πρωί, είχε πει σε όσους θα πήγαιναν για ανίχνευση ότι έπρεπε να προχωρήσουν περισσότερο από άλλες φορές, να ψάξουν πιο σχολαστικά και να επιστρέψουν ύστερα από έναν πλήρη κύκλο του ήλιου, εκτός αν στο μεταξύ ανακάλυπταν τους Σάιντο. Ο ήλιος θα ανέτελλε σε λίγο και, μερικές ώρες μετά, ο Ιλάυας με τον Γκαούλ και τους άλλους θα επέστρεφαν, ενώ οι Κόρες κι οι άντρες που ο Πέριν γνώριζε από τους Δύο Ποταμούς θα ανίχνευαν μια σκιά μέσα στα νερά. Μπορεί οι Σάιντο να κινούνταν γοργά, αλλά οι ανιχνευτές ήταν πιο γρήγοροι. Δεν παρακωλύονταν από οικογένειες, άμαξες κι αιχμαλώτους. Αυτή τη φορά, θα είχαν τη δυνατότητα να του πουν επακριβώς τη θέση των Σάιντο. Ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό. Η βεβαιότητα έρρεε στις φλέβες του. Θα έβρισκε τη Φάιλε και θα την ελευθέρωνε. Αυτός ήταν ο απώτερος στόχος, σημαντικότερος κι από την ίδια τη ζωή του, αρκεί να ζούσε αρκετά για να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Ωστόσο, είχε γίνει κι ο ίδιος σφύρα πλέον, κι ο μόνος τρόπος για να πετύχει —ο μόνος τρόπος, κυριολεκτικά— ήταν να σφυροκοπήσει τους Σάιντο μέχρι να τους μετατρέψει σε συντρίμμια.

Πετώντας στο πλάι τις κουβέρτες, ο Πέριν φόρεσε ξανά τα γάντια του, μάζεψε το τσεκούρι του —μια λάμα σε σχήμα ημισελήνου, που ισορροπούσε σε μια βαριά ράβδο— από το σημείο όπου το είχε ακουμπήσει, και βγήκε, πατώντας στο παγωμένο χιόνι. Οι άμαξες στέκονταν γύρω του σε σειρές, στο σημείο όπου κάποτε θα πρέπει να βρίσκονταν τα χωράφια του Μπράιταν. Η άφιξη περισσότερων ξένων, τόσο πολλών, με τα όπλα και τα αλλόκοτα λάβαρά τους, ήταν κάτι που οι επιζώντες του μικρού χωριού δεν μπορούσαν να χωνέψουν εύκολα. Ο Πέριν άφησε τα κακομοιριασμένα υπολείμματα του χωριού να δραπετεύσουν στο δάσος, κουβαλώντας στις πλάτες τους και σε συρόμενα έλκηθρα όσα από τα υπάρχοντά τους είχαν κατορθώσει να διασώσουν. Το έβαλαν στα πόδια σαν να είχαν δεί στο πρόσωπο του Πέριν έναν ακόμη Σάιντο, δίχως να κοιτάξουν πίσω τους, από φόβο μήπως τους ακολουθούσε.

Καθώς περνούσε τη λαβή του τσεκουριού μέσα από την παχιά θηλιά της ζώνης του, μια βαθύτερη σκιά δίπλα σε μια κοντινή άμαξα άρχισε να μεγαλώνει, μέχρι που ξεκαθάρισε, κι εμφανίστηκε ένας άντρας τυλιγμένος με μανδύα που φάνταζε σκούρος στο σκοτάδι. Ο Πέριν δεν εξεπλάγη. Οι σειρές των αλόγων από δίπλα ανέδιδαν μια έντονη μυρωδιά από χιλιάδες ζώα, άλογα, υποζύγια και ζωντανά που έσερναν άμαξες, πέρα από τη γλυκερή αποφορά της κοπριάς, αλλά τα ρουθούνια του Πέριν είχαν πιάσει ήδη τη μυρωδιά του άλλου άντρα με το που είχε ξυπνήσει. Η αντρική οσμή πάντα ξεχώριζε. Επιπλέον, ο Άραμ βρισκόταν πάντα εκεί όταν ξυπνούσε ο Πέριν, αναμένοντας. Το ασθενικό δρεπάνι της σελήνης, χαμηλά στον ορίζοντα, παρείχε αρκετό φως για να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά του άντρα, αν κι όχι πολύ καθαρά, καθώς και το μπρούντζινο σφαίρωμα του ξίφους του, το οποίο έγερνε λοξά πάνω από τον ώμο του. Ο Άραμ ήταν Μάστορας κάποτε, αλλά ο Πέριν δεν πίστευε πως μπορούσε να ξαναγίνει, αν και φορούσε το χαρακτηριστικό πανωφόρι των Μαστόρων με τις ζωηρές ρίγες. Τώρα που οι σκιές του φεγγαριού δεν μπορούσαν να το κρύψουν, πρόσεξε πως το πρόσωπο του Άραμ είχε κάτι που έμοιαζε με βλοσυρή σκληράδα. Η στάση του έδειχνε ότι ήταν σχεδόν έτοιμος να τραβήξει το ξίφος του· από τότε που είχαν απαγάγει τη Φάιλε, η οργή έμοιαζε να είναι μόνιμο συστατικό της μυρωδιάς του. Πολλά άλλαξαν από τότε που είχαν απαγάγει τη Φάιλε. Σε κάθε περίπτωση, ο Πέριν κατανοούσε την οργή, κάτι που δεν συνέβαινε πριν από την απαγωγή.

«Θέλουν να σε δουν, Άρχοντα Πέριν», είπε ο Άραμ, τινάζοντας το κεφάλι του προς την κατεύθυνση δύο θολών μορφών λίγο πιο κάτω, ανάμεσα στις σειρές με τις άμαξες. Τα λόγια του σχημάτισαν μια αδιόρατη ομίχλη στον παγωμένο αέρα. «Τους είπα να σε αφήσουν να κοιμηθείς». Ήταν λάθος που ο Άραμ τον φρόντιζε τόσο πολύ χωρίς να του το έχει ζητήσει.

Δοκιμάζοντας τον αέρα, ο Πέριν ξεχώρισε τις οσμές των δύο σκιών από την οσμή των αλόγων που έτεινε να τις επικαλύψει. «Θα τους δω. Ετοίμασέ μου τον Γοργοπόδη, Άραμ». Προσπαθούσε να βρίσκεται ήδη καβάλα στο άλογο, προτού ξυπνήσει ο υπόλοιπος καταυλισμός, εν μέρει επειδή δεν άντεχε να παραμένει άπραγος για πολλή ώρα. Άλλωστε, έτσι, δεν θα έπιανε ποτέ τους Σάιντο. Από την άλλη, με αυτόν τον τρόπο απέφευγε την παρέα συγκεκριμένων ατόμων. Δεν θα είχε αντίρρηση να ακολουθήσει τους ιχνηλάτες του, αν οι άντρες κι οι γυναίκες που έκαναν αυτή τη δουλειά δεν ήταν πολύ καλύτεροι από τον ίδιο.

«Μάλιστα, Άρχοντά μου». Μια τραχύτητα φάνηκε στην οσμή του Άραμ καθώς ο τελευταίος ξεμάκραινε στο χιόνι, αλλά ο Πέριν μόλις που την πρόσεξε. Μόνο κάτι εξαιρετικά σημαντικό θα ανάγκαζε τον Σέμπαν Μπάλγουερ να βγει από τις κουβέρτες του νυχτιάτικα. Όσο για τη Σελάντε Νταρένγκιλ...

Ο Μπάλγουερ φάνταζε λιπόσαρκος ακόμα και μέσα σ’ αυτόν τον ογκώδη μανδύα, ενώ η βαθιά κουκούλα κάθε άλλο παρά έκρυβε το σκελετωμένο πρόσωπό του. Μολονότι στεκόταν ευθυτενής, διόλου καμπουριαστός, ήταν —στην καλύτερη περίπτωση— ένα χέρι ψηλότερος από την Καιρχινή, που μόνο ψηλή δεν μπορούσε να θεωρηθεί. Έχοντας τα μπράτσα τυλιγμένα γύρω από τον κορμό του, πηδούσε από το ένα πόδι στο άλλο, πασχίζοντας να αποφύγει την παγωνιά που διαπερνούσε τις μπότες του. Η Σελάντε, ντυμένη μ’ ένα σκούρο αντρικό πανωφόρι και παντελόνι, κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια να αγνοήσει τη θερμοκρασία παρά τον ανάλαφρο, λευκό αχνό που σημάδευε κάθε της ανάσα. Έτρεμε, όμως κατάφερνε να δείχνει κορδωμένη, με τη μία πλευρά του μανδύα της πεταμένη προς τα πίσω και το χέρι με το γάντι στη λαβή του σπαθιού της. Η κουκούλα του μανδύα της ήταν επίσης χαμηλωμένη, αποκαλύπτοντας κοντοκουρεμένα μαλλιά, με εξαίρεση την ουρά στο πίσω μέρος, η οποία ήταν δεμένη στον σβέρκο με μια μαύρη κορδέλα. Η Σελάντε ηγούνταν αυτών των τρελών που ήθελαν να μιμηθούν τους Αελίτες, Αελίτες με ξίφη. Η μυρωδιά της ήταν μαλακή και παχύρρευστη σαν ζελέ. Ανησυχούσε. Ο Μπάλγουερ μύριζε... προσήλωση... κάτι πολύ συνηθισμένο, παρ’ ότι σπάνια έδειχνε ενθουσιασμό. Χαρακτηριζόταν κυρίως από αυτοσυγκέντρωση.

Ο λιπόσαρκος, μικροκαμωμένος άντρας έπαψε να αναπηδάει κι έκανε μια κοφτή και βεβιασμένη υπόκλιση. «Η Αρχόντισσα Σελάντε φέρνει μαντάτα που νομίζω πως είναι καλύτερα να ακούσεις από τα ίδια της τα χείλη, Άρχοντά μου». Η λεπτή φωνή του Μπάλγουερ ήταν ξερή και ακριβής, όπως κι ο ίδιος. Ο τόνος της φωνής του δεν θα διέφερε ακόμα κι αν είχε το κεφάλι του στη λαιμητόμο. «Αρχόντισσά μου, θα είχατε την καλοσύνη;» Δεν ήταν παρά ο γραμματέας της Φάιλε και του Πέριν, ένας ιδιότροπος και ντροπαλός τύπος, κι η Σελάντε μια ευγενής, αλλά τα λόγια του Μπάλγουερ ακούστηκαν πιότερο σαν έκκληση.

Η γυναίκα τον κοίταξε με ένα απότομο και κοφτό βλέμμα, μετακινώντας το ξίφος της, κι ο Πέριν ετοιμάστηκε να την αρπάξει. Στην πραγματικότητα, δεν πίστευε πως θα προκαλούσε τον άντρα, από την άλλη όμως δεν ήταν καν σίγουρος για την αφεντιά της ή για κάποιον από τους γελοίους φίλους της, ώστε να μη δώσει σημασία. Ο Μπάλγουερ απέμεινε να την παρατηρεί με το κεφάλι γερμένο στη μια πλευρά, ενώ η οσμή που ανέδιδε, φανέρωνε ανυπομονησία, όχι ενδιαφέρον.

Τινάζοντας το κεφάλι της, η Σελάντε έστρεψε την προσοχή της στον Πέριν. «Σε βλέπω, Άρχοντα Πέριν Χρυσομάτη», ξεκίνησε να λέει με την κατσαρή προφορά της Καιρχίν, αλλά έχοντας υπ’ όψιν της ότι ο άντρας δεν είχε πολλή υπομονή με την προσποιητή τυπικότητα των Αελιτών, βιάστηκε να συνεχίσει. «Τρία πράγματα πληροφορήθηκα απόψε. Πρώτον, και λιγότερο σημαντικό, ο Χάβιαρ ανέφερε πως ο Μασέμα έστειλε χτες άλλον έναν καβαλάρη πίσω, στην Αμαδισία. Ο Νέριον προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλά τον έχασε».

«Πες στον Νέριον ότι διέταξα να μην ακολουθήσει κανέναν», της αποκρίθηκε κοφτά ο Πέριν. «Να το μεταβιβάσεις και στον Χάβιαρ. Πρέπει να το έχουν υπ’ όψιν τους! Υποχρέωση τους είναι να αναφέρουν μόνο όσα βλέπουν κι ακούνε, τίποτα περισσότερο. Κατανοητό;» Η Σελάντε ένευσε γοργά, κι ένα αγκάθι φόβου ξεπήδησε προς στιγμή στη μυρωδιά της. Φόβου απέναντι του, υπέθεσε ο Πέριν, φόβου μήπως είχε θυμώσει μαζί της. Τα κίτρινα μάτια σε έναν άντρα έκαναν μερικούς ανθρώπους να νιώθουν άβολα. Τράβηξε τα χέρια του από το τσεκούρι και τα ένωσε πίσω από την πλάτη του.

Ο Χάβιαρ κι ο Νέριον συγκαταλέγονταν στις δύο ντουζίνες τρελαμένων νεαρών της Φάιλε, ο ένας Δακρυνός, ο άλλος Καιρχινός. Η Φάιλε χρησιμοποιούσε τους περισσότερους από δαύτους ως κατασκόπους, κάτι που εξακολουθούσε να τον εξοργίζει για κάποιο λόγο, παρ’ όλο που του είχε πει κατάμουτρα πως η κατασκοπεία ήταν γυναικεία δουλειά. Ο άντρας πρέπει να έχει τεταμένη την προσοχή του όταν νομίζει πως η γυναίκα του αστειεύεται, γιατί μπορεί να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η όλη έννοια της κατασκοπείας τον έκανε να νιώθει άβολα, αλλά αν τους χρησιμοποιούσε η Φάιλε, το ίδιο μπορούσε να κάνει κι ο σύζυγός της σε περίπτωση ανάγκης. Αυτούς τους δύο μόνο. Ο Μασέμα έμοιαζε πεπεισμένος πως όλοι, πλην των Σκοτεινόφιλων, θα τον ακολουθούσαν μοιρολατρικά αργά ή γρήγορα, αλλά μπορεί να υποψιαζόταν κάτι αν αυτοί που άφηναν τον καταυλισμό του Πέριν, για να ενωθούν μαζί του, ξεπερνούσαν έναν ορισμένο αριθμό.

«Μην τον αποκαλείς Μασέμα, ούτε καν εδώ», πρόσθεσε τραχιά. Τελευταία, ο άντρας που ισχυριζόταν πως ήταν ο Μασέμα Ντάγκαρ, είχε νεκραναστηθεί από τον τάφο υπό τον τίτλο Προφήτης του Άρχοντα Αναγεννημένου Δράκοντα, κι είχε καταντήσει μυγιάγγιχτος στην αναφορά του πρότερου ονόματός του. «Σε περίπτωση που η γλώσσα προτρέξει της σκέψης σου σε λάθος μέρος, θα είσαι πολύ τυχερή αν τη γλιτώσεις με μερικά μαστιγώματα από τα πρωτοπαλίκαρά του, αν τυχόν σε πετύχουν μοναχή σου». Η Σελάντε ένευσε ξανά, σοβαρά αυτή τη φορά και χωρίς την παραμικρή οσμή φόβου. Μα το Φως, αυτοί οι ηλίθιοι της Φάιλε αδυνατούσαν ακόμα και να αναγνωρίσουν όσα έπρεπε να φοβούνται.

«Σχεδόν ξημέρωσε», μουρμούρισε ο Μπάλγουερ, αναρριγώντας και τυλίγοντας πιο σφικτά το κορμί του με τον μανδύα. «Όπου να ’ναι, θα ξυπνήσουν όλοι και μερικά θέματα είναι καλύτερα να συζητιούνται δίχως την παρουσία άλλων. Θα επιθυμούσε η Αρχόντισσα να συνεχίσει;» Για άλλη μία φορά, ήταν κάτι παραπάνω από απλή υπόδειξη. Η Σελάντε και τα υπόλοιπα τσιράκια της Φάιλε ήταν καλοί μονάχα στο να προκαλούν προβλήματα, κάτι που ο Πέριν έβλεπε ξεκάθαρα, κι ο Μπάλγουερ προσπαθούσε για κάποιο λόγο να την τσιγκλήσει, αλλά η γυναίκα φάνηκε ξαφνιασμένη κι αμήχανη, μουρμουρώντας μια συγγνώμη.

Ο Πέριν συνειδητοποίησε πως, πράγματι, το σκοτάδι είχε αρχίσει να αραιώνει, στα δικά του μάτια τουλάχιστον. Ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια τους εξακολουθούσε να είναι σκοτεινός και διάστικτος από λαμπερά άστρα, αλλά μπορούσε σχεδόν να διακρίνει τα χρώματα των έξι λεπτών λωρίδων που διέσχιζαν το μπροστινό μέρος του πανωφοριού της Σελάντε. Αν μη τι άλλο, τις ξεχώριζε. Η συνειδητοποίηση ότι είχε κοιμηθεί αργότερα απ’ ό,τι συνήθως τον έκανε να γρυλίσει. Δεν είχε την πολυτέλεια να υποκύψει στην κούραση, όσο εξαντλημένος κι αν ήταν! Έπρεπε οπωσδήποτε να ακούσει την αναφορά της Σελάντε —η οποία μάλλον δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα για τον Μασέμα, επειδή ξαπόστειλε τους καβαλάρηδες, μια και το έκανε σχεδόν κάθε μέρα— αλλά η ματιά του πλανιόταν τριγύρω ανήσυχη, ψάχνοντας τον Άραμ και τον Γοργοπόδη. Στα αυτιά του έφταναν οι ζωηροί ήχοι από τις σειρές των αλόγων, αλλά δεν έβλεπε κανένα σημάδι του δικού του.

«Δεύτερον, Άρχοντά μου», είπε η Σελάντε. «Ο Χάβιαρ πρόσεξε ολόκληρα βαρέλια παστών ψαριών και βοδινού με Αλταρανές σφραγίδες. Λέει πως, ανάμεσα στους ανθρώπους του Μασέ... του Προφήτη, βρίσκονται κι Αλταρανοί. Οι περισσότεροι μοιάζουν με απλούς τεχνίτες, αλλά ένας-δύο μπορεί κάλλιστα να είναι έμποροι ή αξιωματούχοι της πόλης. Καταξιωμένοι κι ευυπόληπτοι άντρες και γυναίκες δηλαδή, μερικοί εκ των οποίων δείχνουν αβέβαιοι για την απόφαση που πήραν. Μερικές ερωτήσεις μπορούν να μας αποκαλύψουν από πού προήλθαν τα ψάρια και το βοδινό. Ίσως, μάλιστα, να έχεις κέρδος μερικούς ακόμη κατασκόπους».

«Γνωρίζω πολύ καλά, όπως κι εσύ, από πού προήλθαν τα ψάρια και το βοδινό», απάντησε νευριασμένα ο Πέριν. Τα χέρια του σχημάτισαν γροθιές πίσω από την πλάτη του. Ήλπιζε πως, με την ταχύτητα που κινούνταν, θα ανάγκαζε τον Μασέμα να μη στείλει ομάδες επιδρομών, γιατί για τέτοιες επρόκειτο. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν εξίσου μοχθηροί με τους Σάιντο, ίσως χειρότεροι. Έδιναν στον κόσμο μια ευκαιρία να ορκιστεί πίστη στον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι όσοι αρνούνταν ή απλώς παρουσιάζονταν διστακτικοί, πέθαιναν με φωτιά κι ατσάλι. Ούτως ή άλλως, ακόμα κι όσοι ορκίζονταν, ασχέτως αν ακολουθούσαν τελικά τον Μασέμα ή όχι, έδιναν μια γενναιόδωρη προσφορά ως υποστήριξη στο έργο του Προφήτη, ενώ όσοι πέθαιναν, θεωρούνταν Σκοτεινόφιλοι και τα υπάρχοντά τους κατάσχονταν. Σύμφωνα με τους νόμους του Μασέμα, ένας κλέφτης έχανε το χέρι του, αλλά τίποτε απ’ όσα έκαναν οι επιδρομείς του δεν θεωρούνταν κλοπή. Σύμφωνα με τους νόμους του, ο φόνος και διάφορα άλλα εγκλήματα τιμωρούνταν διά απαγχονισμού, αλλά δεν ήταν λίγοι οι ακόλουθοι του που προτιμούσαν να φονεύσουν παρά να εξαναγκαστούν σε όρκους πίστης. Έτσι, υπήρχε επιπλέον πλιάτσικο, άσε που για μερικούς από δαύτους ο φόνος ήταν ωραιότατο παιχνίδι πριν από το γεύμα.

«Πες τους να μην ανακατευτούν μ’ αυτούς τους Αλταρανούς», συνέχισε ο Πέριν. «Οι ακόλουθοι του Μασέμα είναι κάθε καρυδιάς καρύδι, αλλά ό,τι κι αν έχουν κατά νου, η κτητικότητα δεν θ’ αργήσει να φανεί και σε αυτούς, όπως και στους υπόλοιπους. Και τότε, δεν θα διστάσουν να ξεκοιλιάσουν τον γείτονά τους, πόσω μάλλον κάποιον που κάνει τις λάθος ερωτήσεις. Αυτό που θέλω να μάθω είναι τα καμώματα του Μασέμα, τα σχέδιά του».

Ήταν προφανές ότι ο άνθρωπος αυτός είχε κάποιο συγκροτημένο σχέδιο. Ο Μασέμα ισχυριζόταν πως ήταν βλασφημία για όλους, εκτός του Ραντ, να αγγίζουν τη Μία Δύναμη, και πως το μόνο που ήθελε ήταν να ενωθεί με τις δυνάμεις του Ραντ στην Ανατολή. Όπως πάντα, οι σκέψεις γύρω από τον Ραντ προκαλούσαν στροβιλιζόμενα χρώματα μέσα στο κεφάλι του Πέριν και, μάλιστα, αυτή τη φορά, ήταν εντονότερα απ’ όσο συνήθως, αλλά η οργή τα εξαΰλωσε. Ασχέτως αν ήταν βλασφημία ή όχι, ο Μασέμα είχε αποδεχτεί το Ταξίδεμα, το οποίο δεν αφορούσε απλώς στη διαβίβαση, αλλά στους άντρες με αυτή την ικανότητα. Ό,τι κι αν ισχυριζόταν, το είχε κάνει για να παραμείνει όσο το δυνατόν περισσότερο στη Δύση, όχι για να βοηθήσει στη διάσωση της Φάιλε. Ο Πέριν είχε την τάση να εμπιστεύεται τους ανθρώπους μέχρι οι τελευταίοι να αποδεικνύονταν αναξιόπιστοι, αλλά δεν χρειαζόταν παρά μια απλή μυρωδιά του Μασέμα, για να καταλάβει ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν παρανοϊκός σαν λυσσασμένο ζώο κι ακόμα λιγότερο αξιόπιστος.

Είχε σκεφτεί τρόπους να σταματήσει τα σχέδιά του, όποια κι αν ήταν αυτά. Τρόπους για να τον αναγκάσει να πάψει τους σκοτωμούς και τους εμπρησμούς. Ο Μασέμα είχε μαζί του δέκα-δώδεκα χιλιάδες άντρες, ίσως και παραπάνω —δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τα νούμερα, κι ο τρόπος που στρατοπέδευσαν ήταν άθλιος και πολύ πρόχειρος, καθιστώντας το μέτρημα σχεδόν αδύνατο— ενώ λιγότεροι από το ένα τέταρτο αυτού του αριθμού ακολουθούσαν τον Πέριν, εκ των οποίων κάμποσες εκατοντάδες αμαξηλάτες, ιπποκόμοι και διάφοροι άλλοι, που σε μια μάχη θα αποδεικνύονταν πιότερο εμπόδιο παρά βοήθεια, αλλά και πάλι με τρεις Άες Σεντάι και δύο Άσα’μαν, για να μην αναφέρουμε τις έξι Αελίτισσες Σοφές, θα μπορούσε ίσως να σταματήσει τον Μασέμα. Οι Σοφές κι οι δύο από τις Άες Σεντάι θα συμμετείχαν στην επιχείρηση μετά χαράς. Ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμες, καθότι ήθελαν νεκρό τον Μασέμα. Η διάλυση του στρατού του Μασέμα, όμως, θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εκατοντάδων μικρότερων ομάδων, οι οποίες θα διασκορπίζονταν σε όλη την έκταση της Αλτάρα κι ακόμα παραπέρα, εξακολουθώντας να πλιατσικολογούν και να σκοτώνουν, απλώς για δική τους ευχαρίστηση κι όχι στο όνομα του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ακόμα κι αν τσάκιζε τους Σάιντο, το ίδιο πράγμα θα γινόταν, σκέφτηκε, αλλά απέδιωξε τη σκέψη ακαριαία. Άλλωστε, το να σταματήσει τον Μασέμα θα του έπαιρνε χρόνο, και δεν είχε την πολυτέλεια για κάτι τέτοιο. Έπρεπε να κρατήσει μέχρι να βεβαιωθεί πως η Φάιλε ήταν ασφαλής και πως οι Σάιντο είχαν γίνει προσάναμμα.

«Και ποιο είναι το τρίτο πράγμα που έμαθες απόψε, Σελάντε;» τη ρώτησε τραχιά. Προς μεγάλη του έκπληξη, η οσμή της ανησυχίας εκ μέρους της γυναίκας αυξήθηκε.

«Ο Χάβιαρ είδε κάποιον», αποκρίθηκε μακρόσυρτα η γυναίκα. «Στην αρχή, δεν μου είπε τίποτα». Η φωνή της σκλήρυνε προς στιγμήν. «Φρόντισα να μην επαναληφθεί!» Πήρε βαθιά ανάσα και φάνηκε να παλεύει με τον εαυτό της. Κατόπιν, μίλησε μονομιάς. «Η Μασούρι Σεντάι επισκέφθηκε τον Μασέμα... τον Προφήτη. Αλήθεια λέω, Άρχοντά μου, πίστεψέ με! Ο Χάβιαρ την είδε πάνω από μία φορά. Γλίστρησε στο στρατόπεδό τους κουκουλωμένη και βγήκε με τον ίδιο τρόπο, αλλά ο Χάβιαρ είναι σίγουρος ότι έχει δει το πρόσωπό της δύο φορές. Ένας άντρας τη συνόδευε κάθε φορά, ενίοτε και μια γυναίκα. Ο Χάβιαρ δεν πρόσεξε καλά το πρόσωπο του άντρα, οπότε δεν μπορεί να είναι σίγουρος, αλλά η περιγραφή ταιριάζει στον Ροβέρ, τον Πρόμαχο της Μασούρι, ενώ είναι σίγουρος ότι η δεύτερη γυναίκα ήταν η Ανούρα Σεντάι».

Έπαψε να μιλάει απότομα, με τα μάτια της να λάμπουν σκούρα κάτω από το σεληνόφως καθώς τον κοιτούσε. Μα το Φως, η γυναίκα ανησυχούσε τόσο για το πώς ο Πέριν θα εκλάμβανε τα λόγια της, όσο και για τι σήμαιναν όλα αυτά! Με το ζόρι ξέσφιξε τα χέρια του. Ο Μασέμα σιχαινόταν τις Άες Σεντάι σχεδόν όσο και τους Σκοτεινόφιλους, ίσως μάλιστα να τις θεωρούσε επίσης Σκοτεινόφιλες. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να δεχτεί δύο αδελφές; Και για ποιο λόγο να πάνε οι ίδιες σ’ εκείνον; Η γνώμη της Ανούρα σχετικά με τον Μασέμα κρυβόταν πίσω από το πέπλο μυστηρίου που ύφαιναν οι Άες Σεντάι, καθώς και πίσω από διασταυρούμενα σχόλια, τα οποία θα μπορούσαν να σημαίνουν οτιδήποτε, αλλά η Μασούρι είχε αναφέρει ευθέως ότι αυτός ο άντρας θα έπρεπε να παταχθεί σαν λυσσασμένο σκυλί.

«Βεβαιώσου ότι ο Χάβιαρ κι ο Νέριον παρακολουθούν στενά τις αδελφές, και κοίτα μήπως μπορούν να κρυφακούσουν κάτι σε κάποια συνάντησή τους με τον Μασέμα». Να έκανε λάθος ο Χάβιαρ, άραγε; Όχι, γιατί δεν υπήρχαν και πολλές γυναίκες στον καταυλισμό του Μασέμα, σχετικά μιλώντας πάντα, και πολύ δύσκολα ο Δακρυνός θα τις μπέρδευε με κάποια από τις άπλυτες στρίγκλες του με το δολοφονικό βλέμμα. Το είδος των γυναικών που επιθυμούσαν να ταχθούν με το μέρος του Μασέμα έκανε συνήθως τους άντρες να μοιάζουν με Μάστορες. «Πάντως, πες τους να προσέχουν. Καλύτερα να χάσουν την ευκαιρία, παρά να τους πιάσουν στα πράσα. Δεμένοι σε ένα δέντρο, δεν θα είναι χρήσιμοι». Ο Πέριν καταλάβαινε πως ο τόνος της φωνής του ακουγόταν εχθρικός και προσπάθησε να τον κάνει πιο ήπιο, κάτι εξαιρετικά δύσκολο από τότε που απήγαγαν τη Φάιλε. «Καλά τα πήγες, Σελάντε». Αν μη τι άλλο, τα λόγια του δεν ακούστηκαν σαν γάβγισμα. «Κάνατε καλή δουλειά, κι εσύ κι ο Χάβιαρ κι ο Νέριον. Η Φάιλε θα ήταν περήφανη αν το ήξερε».

Το πρόσωπο της γυναίκας φωτίστηκε από ένα χαμόγελο κι, όσο κι αν έμοιαζε παράξενο, το κορμί της κορδώθηκε κι άλλο. Ένιωθε υπερηφάνεια, την ατόφια κι αστραφτερή υπερηφάνεια της επιτυχίας, που κάλυπτε οποιαδήποτε άλλη αναδυόμενη οσμή της! «Σ’ ευχαριστώ, Άρχοντά μου. Σ’ ευχαριστώ!» Λες και της είχε δώσει κανένα βραβείο. Μπορεί να ήταν έτσι από μια άποψη, αν κι η Φάιλε δεν θα χαιρόταν καθόλου που ο άντρας της είχε χρησιμοποιήσει τους κατασκόπους της ή που γνώριζε καν την ύπαρξή τους. Κάποτε, στη σκέψη και μόνο πως η Φάιλε μπορεί να μην ήταν ικανοποιημένη με κάτι, ένιωθε ανήσυχος, αλλά αυτό ίσχυε προτού μάθει για τους κατασκόπους της. Υπήρχε, επίσης, κι εκείνο το ζητηματάκι με τη Σπασμένη Κορώνα, το οποίο ο Ιλάυας είχε αφήσει να περάσει ασχολίαστο. Όλοι έλεγαν πως οι γυναίκες κρατούσαν πάντα καλά κρυμμένα τα μυστικά τους, αλλά υπήρχαν και όρια!

Τακτοποιώντας με το ένα χέρι τον μανδύα πάνω στους στενούς του ώμους, ο Μπάλγουερ έβηξε πίσω του. «Πολύ καλά τα είπες, Άρχοντά μου. Πάρα πολύ καλά. Αρχόντισσά μου, σίγουρα θα θες να εφαρμόσεις τις προσταγές του Άρχοντα Πέριν το συντομότερο δυνατόν. Δεν θα ήταν καλό να υπάρξουν παρανοήσεις».

Η Σελάντε ένευσε καταφατικά, δίχως να πάρει στιγμή τη ματιά της από τον Πέριν. Άνοιξε το στόμα της κι ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι σκόπευε να του ευχηθεί να βρίσκει πάντα νερό και σκιά. Μα το Φως, το νερό ήταν άφθονο, ακόμα και σχεδόν παγωμένο, και ποιος είχε ανάγκη τη σκιά αυτή την εποχή του χρόνου, ακόμα και το μεσημέρι; Μάλλον αυτό σκόπευε να πει, γιατί την τελευταία στιγμή δίστασε κι είπε: «Ευλογημένος να είσαι, Άρχοντά μου. Κι, αν μου επιτρέπεις, η Θεία Χάρη έβαλε στον δρόμο σου την Αρχόντισσα Φάιλε».

Ο Πέριν τίναξε το κεφάλι του κι ένευσε, ευχαριστώντας τη. Το στόμα του είχε μια περίεργη γεύση, λες κι είχε μασήσει στάχτες. Η Θεία Χάρη, όμως, θα πρέπει να έκανε κάποιο αστείο στη Φάιλε, δίνοντάς της έναν σύζυγο που δεν την είχε βρει έπειτα από δύο —και περισσότερο— βδομάδες έρευνας. Οι Κόρες έλεγαν ότι την είχαν κάνει γκαϊ’σάιν κι ότι δεν θα την κακομεταχειρίζονταν, αλλά έπρεπε να παραδεχτούν ότι αυτοί οι Σάιντο είχαν ήδη καταστρατηγήσει τα έθιμά τους με εκατό διαφορετικούς τρόπους. Για τα δεδομένα του, και μόνο η απαγωγή θεωρούνταν κακομεταχείριση. Πικρές στάχτες.

«Η αρχόντισσα θα τα καταφέρει μια χαρά, Άρχοντά μου», είπε ο Μπάλγουερ μαλακά, παρακολουθώντας τη Σελάντε να χάνεται στο σκοτάδι, ανάμεσα στις άμαξες. Η επιδοκιμασία αυτή ήταν απροσδόκητη. Ο Μπάλγουερ είχε προσπαθήσει να πείσει τον Πέριν να μη χρησιμοποιήσει τη Σελάντε και τους φίλους της, λέγοντάς του ότι επρόκειτο για ανθρώπους επιπόλαιους κι αναξιόπιστους. «Διαθέτει τα απαραίτητα ένστικτα, κάτι που συμβαίνει συνήθως με όλους τους Καιρχινούς, εν μέρει και με τους Δακρυνούς, τους ευγενείς τουλάχιστον, κι ειδικά...» Έκοψε την πρόταση του στη μέση κι απέμεινε να κοιτάει επιφυλακτικά τον Πέριν. Αν επρόκειτο για άλλον, ο Πέριν θα πίστευε πως είχε ήδη πει περισσότερα απ’ όσα σκόπευε, αλλά αμφέβαλλε αν ο Μπάλγουερ το έκανε από απροσεξία. Η οσμή του άντρα παρέμενε σταθερή, δεν άλλαζε διαρκώς, όπως θα γινόταν με κάποιον που δεν ήταν σίγουρος με τον εαυτό του. «Μπορώ να σχολιάσω ένα-δυο σημεία της αναφοράς της, Άρχοντά μου;»

Το κριτσάνισμα οπλών πάνω στο χιόνι ανήγγειλε τον ερχομό του Άραμ, ο οποίος οδηγούσε τον σταχτοκάστανο επιβήτορα του Πέριν και το δικό του ψηλόλιγνο και γκρίζο μουνούχι. Τα δύο ζωντανά προσπαθούσαν να δαγκωθούν μεταξύ τους, κι ο Άραμ τα κρατούσε σε απόσταση, αν και με κάποια δυσκολία. Ο Μπάλγουερ αναστέναξε.

«Μπορείς να πεις ό,τι θέλεις μπροστά στον Άραμ, Αφέντη Μπάλγουερ», είπε ο Πέριν. Ο μικροκαμωμένος άντρας έσκυψε το κεφάλι συμφωνώντας, κι αναστέναξε ξανά. Όλοι στο στρατόπεδο γνώριζαν ότι ο Μπάλγουερ είχε την ικανότητα να ταιριάζει φήμες και σχόλια που άκουγε από δω κι από κει, καθώς και διάφορα πράγματα που έκαναν οι άνθρωποι, έτσι ώστε να σχηματιστεί μια εικόνα του τι είχε συμβεί ή του τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, κάτι που ο Μπάλγουερ θεωρούσε μέρος της δουλειάς του ως γραμματέως, αλλά για κάποιο λόγο τού άρεσε να προσποιείται πως δεν ασχολιόταν με κάτι τέτοια. Ήταν μια άκακη μυθοπλασία κι ο Πέριν είχε την τάση να του κάνει πλάκα.

Πήρε τα γκέμια του Γοργοπόδη από τα χέρια του Άραμ κι είπε: «Προχώρα πίσω μας για λίγο, Άραμ. Πρέπει να μιλήσω ιδιαιτέρως με τον Αφέντη Μπάλγουερ». Ο αναστεναγμός του Μπάλγουερ ήταν τόσο αδιόρατος, που ο Πέριν ούτε καν τον πήρε είδηση.

Ο Άραμ βρέθηκε πίσω τους δίχως να πει λέξη, καθώς οι δύο άντρες άρχισαν να βαδίζουν, με το παγωμένο χιόνι να τρίζει κάτω από τα πόδια τους, αλλά η μυρωδιά του έγινε ξανά αψιά και τρεμουλιαστή, μια αδιόρατη, ξινισμένη μυρωδιά. Αυτή τη φορά, ο Πέριν την αναγνώρισε, αν και δεν έδωσε περισσότερη σημασία απ’ ό,τι συνήθως. Ο Άραμ ζήλευε όλους όσους έκαναν παρέα με τον Πέριν, εκτός φυσικά από τη Φάιλε. Ο Πέριν, από τη μεριά του, δεν είχε βρει τρόπο να του αλλάξει γνώμη και τελικά συνήθισε στην κτητικότητα του Άραμ με τον ίδιον τρόπο που είχε συνηθίσει και το χοροπήδημα του Μπάλγουερ πλάι του, ο οποίος κοίταξε πάνω από τον ώμο του, για να δει αν ο Άραμ βρισκόταν σε απόσταση ακοής, όταν τελικά αποφάσισε να μιλήσει. Η κοφτερή σαν ξυράφι οσμή καχυποψίας που ανέδιδε ο Μπάλγουερ, παράδοξα ξερή κι ελάχιστα θερμή, αλλά καχυποψία παρ’ όλ’ αυτά, ήταν σαν ένα είδος αντίβαρου στη ζήλια του Άραμ. Πώς ν’ αλλάξεις κάποιον που δεν θέλει ν’ αλλάξει;

Οι σειρές των αλόγων κι οι άμαξες με τις προμήθειες ήταν μαζεμένες στο κέντρο του καταυλισμού, ώστε τυχόν ληστές να δυσκολεύονταν να τις φτάσουν, και παρ’ ότι ο ουρανός εξακολουθούσε να φαντάζει σκοτεινός στα περισσότερα μάτια, οι αμαξηλάτες κι οι ιπποκόμοι, που κοιμούνταν πολύ κοντά στα φορτία τους, είχαν ήδη ξυπνήσει και δίπλωναν τις κουβέρτες τους. Μερικοί μάλιστα, φρόντιζαν τα στέγαστρα που είχαν φτιάξει από κλωνάρια πεύκων και διαφόρων άλλων μικρών δέντρων που είχαν μαζέψει από το γύρω δάσος, σε περίπτωση που θα τα χρειάζονταν για μία ακόμη νύχτα. Τα προσανάμματα είχαν πυρώσει κι οι μικρές μαύρες χύτρες ζεσταίνονταν ήδη, αν και το φαγητό δεν περιλάμβανε τίποτα περισσότερο από χυλό και ξερά φασόλια. Το κυνήγι κι οι παγίδες είχαν προσθέσει λίγο κρέας από ελάφι και λαγούς, πέρδικες, δασόχηνες και τα σχετικά, αλλά δεν ήταν αρκετό για να θρέψει τόσο πολλά στόματα, άσε που δεν είχαν βρει μέρος για να αγοράσουν προμήθειες πριν ακόμα διασχίσουν τον Έλνταρ. Τα κεφάλια που χαμήλωναν κι υποκλίνονταν έμοιαζαν να σχηματίζουν κυματισμούς, κι οι μουρμουριστές χαιρετούρες του τύπου «Πολύ καλημέρα σας, Άρχοντά μου» και «Το Φως να σ’ έχει καλά, Άρχοντά μου» ακολουθούσαν τον Πέριν, αλλά οι άντρες κι οι γυναίκες που τον έβλεπαν έπαυαν να προσπαθούν να ισιώσουν τα στέγαστρά τους, μερικοί μάλιστα άρχισαν να τα κατεδαφίζουν, λες και κατάλαβαν την αποφασιστικότητά του από τον διασκελισμό του. Μάλλον θα είχαν ήδη πληροφορηθεί την επίσημη απόφαση του. Από τη μέρα που συνειδητοποίησε την γκάφα του, δεν είχε περάσει ούτε δύο βράδια σε ένα μέρος. Αντιγύρισε τις χαιρετούρες χωρίς να επιβραδύνει τον βηματισμό του.

Το υπόλοιπο κομμάτι του καταυλισμού σχημάτιζε έναν λεπτό δακτύλιο γύρω από τα άλογα και τις άμαξες, αντίκρυ στο δάσος που τους περικύκλωνε, με τους Διποταμίτες χωρισμένους σε τέσσερις ομάδες και τους Γκεαλντανούς και Μαγιενούς λογχοφόρους τοποθετημένους σε αραιά διαστήματα ανάμεσά τους. Όποιος κι αν ερχόταν εναντίον τους, από οποιαδήποτε κατεύθυνση, θα είχε να αντιμετωπίσει τις βαλλίστρες των Διποταμιτών και το εκπαιδευμένο ιππικό. Ο Πέριν δεν φοβόταν τόσο μια ξαφνική εμφάνιση των Σάιντο, όσο του Μασέμα. Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται πως τον ακολουθούσε κάπως άτολμα, αλλά εκτός από τα νέα περί επιδρομών, τις δύο τελευταίες βδομάδες είχαν εξαφανιστεί εννέα Γκεαλντανοί κι οκτώ Μαγιενοί. Κανείς δεν πίστευε πως είχαν αποστατήσει. Πριν από αυτό, την ημέρα που άρπαξαν τη Φάιλε, είκοσι Μαγιενοί είχαν πέσει σε ενέδρα και δολοφονήθηκαν, κι όλοι πίστευαν πως μονάχα οι άντρες του Μασέμα θα μπορούσαν να είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό. Οπότε, το είδος της ειρήνης που επικρατούσε ήταν κάπως ασταθές, παράξενο και προβληματικό και, φυσικά, κανείς δεν θα στοιχημάτιζε πως θα κρατούσε για πάντα, εκτός αν ήθελε να χάσει τα λεφτά του. Ο Μασέμα προσποιούνταν άγνοια του ενδεχόμενου κινδύνου, αλλά οι ακόλουθοι του δεν έμοιαζαν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα, κι ό,τι κι αν προσποιούνταν ο Μασέμα, εκείνοι τον υποστήριζαν. Ωστόσο, ο Πέριν σκόπευε να σιγουρέψει ότι η ειρήνη θα διαρκούσε μέχρι την απελευθέρωση της Φάιλε. Κι ένας τρόπος για να επιτύχει τη διατήρηση της ειρήνης ήταν να κάνει τον καταυλισμό του όσο το δυνατόν πιο ανθεκτικό.

Οι Αελίτες επέμεναν να έχουν το δικό τους μερίδιο σε αυτή την αλλόκοτη πίτα, αν και δεν ήταν πάνω από πενήντα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των γκαϊ’σάιν που υπηρετούσαν τις Σοφές, κι ο Πέριν έκανε μια στάση για να περιεργαστεί τις χαμηλές σκούρες σκηνές τους. Οι μόνες άλλες σκηνές που είχαν στηθεί στο στρατόπεδο ήταν αυτές της Μπερελαίν και των δύο υπηρετριών της, στην άλλη μεριά του καταυλισμού, όχι πολύ μακριά από τα λιγοστά σπίτια του Μπράιταν. Οι ψύλλοι κι οι ψείρες τα καθιστούσαν ακατοίκητα, ακόμα και για σκληραγωγημένους στρατιώτες που αναζητούσαν καταφύγιο από το κρύο, ενώ οι αποθήκες ήταν σαθρές και ξεχαρβαλωμένες, με τον άνεμο να σφυρίζει διαπερνώντας τες, τόπος συνάθροισης ακόμα χειρότερων ζωυφίων από εκείνα των σπιτιών. Οι Κόρες κι ο Γκαούλ, ο μόνος άντρας μεταξύ των Αελιτών που δεν ήταν γκαϊ’σάιν, είχαν ακολουθήσει τους ανιχνευτές, κι οι Αελίτικες σκηνές ήταν σιωπηλές κι ακίνητες, αν κι η μυρωδιά του καπνού που έβγαινε από μερικά μπουριά μαρτυρούσε ότι οι γκαϊ’σάιν έφτιαχναν πρωινό για τις Σοφές ή ότι το είχαν ήδη σερβίρει. Η Ανούρα ήταν η σύμβουλος της Μπερελαίν και συνήθως μοιραζόταν τη σκηνή της, αλλά η Μασούρι με τη Σέονιντ θα βρίσκονταν μάλλον με τις Σοφές, πιθανώς βοηθώντας τους γκαϊ’σάιν με το πρωινό. Ακόμα πάσχιζαν να κρύψουν το γεγονός ότι οι Σοφές τις θεωρούσαν μαθητευόμενες, αν κι όλοι στο στρατόπεδο θα πρέπει να το γνώριζαν πια. Άλλωστε, δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβει κανείς, βλέποντας μια Άες Σεντάι να κουβαλάει ξύλα και νερό ή να μαστιγώνεται. Οι δύο Άες Σεντάι είχαν δώσει όρκο πίστης στον Ραντ —να τα πάλι εκείνα τα χρώματα που στροβιλίζονταν μέσα στο κεφάλι του, σχηματίζοντας εκρήξεις σε διάφορες αποχρώσεις, για να λιώσουν αμέσως μετά κάτω από την ακατάσχετη οργή του— αλλά η Εντάρα κι οι άλλες Σοφές είχαν σταλεί για να τις παρακολουθούν στενά.

Μόνον οι ίδιες οι Άες Σεντάι ήξεραν την ισχύ των όρκων τους και πόσα περιθώρια ευελιξίας είχαν, ενώ καμιά τους δεν προέβαινε στην οποιαδήποτε ενέργεια δίχως να πάρει άδεια από την αντίστοιχη Σοφή. Τόσο η Σέονιντ, όσο κι η Μασούρι, είχαν αναφέρει στο παρελθόν ότι ο Μασέμα έπρεπε να παταχθεί σαν λυσσασμένο σκυλί, κι οι Σοφές συμφωνούσαν ή έτσι έλεγαν τουλάχιστον. Οι Τρεις Όρκοι δεν τις δέσμευαν αναγκαστικά να πουν την αλήθεια, αν κι ο συγκεκριμένος Όρκος δέσμευε τις Άες Σεντάι περισσότερο τυπικά παρά ουσιαστικά. Ο Πέριν ανακάλεσε στη μνήμη του μια Σοφή που του είχε πει ότι η Μασούρι πίστευε ότι το λυσσασμένο σκυλί έπρεπε να είναι δεμένο στο λουρί, αλλά βέβαια καμία Άες Σεντάι δεν έλεγε κάτι χωρίς την άδεια κάποιας Σοφής. Το όλο θέμα έμοιαζε με τα κοφτερά μεταλλικά άκρα των κομματιών στον γρίφο του σιδηρουργού. Ήθελε να το λύσει, αλλά ένα λάθος ήταν αρκετό για να του πετσοκόψει τη σάρκα.

Με την άκρη του ματιού του, ο Πέριν παρατήρησε τον Μπάλγουερ να τον ατενίζει σκεπτικός και με σουφρωμένα χείλη. Έμοιαζε με πουλί που κοιτάει κάτι ασυνήθιστο, χωρίς να είναι απαραιτήτως φοβισμένο ή πεινασμένο, απλώς περίεργο. Αδράχνοντας τα γκέμια του Γοργοπόδη, άρχισε να βηματίζει τόσο γρήγορα, που ο μικροκαμωμένος άντρας έπρεπε να κάνει δρασκελιές μεγάλες σαν πηδήματα για να τον φτάσει.

Οι Διποταμίτες καταλάμβαναν το τμήμα του καταυλισμού δίπλα σε εκείνο των Αελιτών, αντίκρυ στη βορειοανατολική μεριά, κι ο Πέριν είχε κάνει τη σκέψη να περπατήσει λίγο πιο βόρεια, στο σημείο όπου διέμεναν οι Γκεαλντανοί ακοντιστές, ή νότια, στον πλησιέστερο Μαγιενό τομέα, αλλά τελικά πήρε μια βαθιά ανάσα κι οδήγησε το άλογό του μέσα από το πλήθος των φίλων και των γειτόνων από την πατρίδα. Όλοι τους ήταν ξύπνιοι πια, τυλιγμένοι στους μανδύες τους, ταΐζοντας τις φλόγες με τα απομεινάρια των στεγάστρων τους ή κόβοντας κρύα κομμάτια από τα υπολείμματα του χθεσινοβραδινού φαγητού, για να τα προσθέσουν στον χυλό μέσα στις κατσαρόλες. Οι συζητήσεις λιγόστεψαν κι η οσμή της επιφυλακτικότητας έγινε πιο έντονη καθώς τα κεφάλια ανασηκώθηκαν για να τον κοιτάξουν. Τα ακονιστήρια έπαψαν για λίγο να γλιστρούν πάνω στο ατσάλι, επαναλαμβάνοντας κατόπιν το συριστικό τους ψιθύρισμα. Οι Διποταμίτες προτιμούσαν τα τόξα, αλλά όλοι κουβαλούσαν επάνω τους κι ένα βαρύ εγχειρίδιο ή μια κοντή σπάθα, κάποιες φορές και μακρόστενες λάμες. Είχαν μαζέψει, επίσης, δόρατα, πελέκια, μπαλτάδες και διάφορα άλλα όπλα με περίεργες λεπίδες και μυτερές αιχμές, που οι Σάιντο σκέφτηκαν ότι δεν άξιζε τον κόπο να κουβαλήσουν μαζί με το υπόλοιπο πλιάτσικο. Ήταν εξοικειωμένοι με τα δόρατα, και τα χέρια που είχαν συνηθίσει να χειρίζονται τις μακριές ράβδους στους διαγωνισμούς των συμποσίων και των γλεντιών, δεν είχαν πρόβλημα με τα πελέκια, αρκεί να συνήθιζαν το βάρος του μετάλλου από τη μία πλευρά. Τα πρόσωπά τους μαρτυρούσαν πείνα, κούραση και παραίτηση.

Κάποιος φώναξε ανόρεχτα «Ο Χρυσομάτης!», αλλά κανείς δεν ακολούθησε το παράδειγμά του, κάτι που έναν μήνα πριν μάλλον θα ευχαριστούσε τον Πέριν. Πολλά είχαν αλλάξει από την απαγωγή της Φάιλε και μετά. Τώρα, η σιωπή τους έπεφτε βαριά σαν μολύβι. Ο νεαρός Κένλι Μάεριν, με τα μάγουλά του ακόμα χλωμά στα σημεία όπου είχε ξυρίσει τις πρώτες ενδείξεις γενειάδας, απέφυγε να συναντήσει το βλέμμα του Πέριν, ενώ ο Τζόρι Κόνγκαρ, αλαφροδάχτυλος σε οτιδήποτε μικρό κι αξίας και πιωμένος όποτε μπορούσε, έφτυσε περιφρονητικά καθώς ο Πέριν τον προσπερνούσε. Ο Μπαν Κρω τον χτύπησε δυνατά στον ώμο, μα ούτε εκείνος κοίταξε κατάματα τον Πέριν.

Ο Ντάνιλ Λιούιν σηκώθηκε όρθιος, πασπατεύοντας νευρικά το παχύ μουστάκι του, που φάνταζε υπερβολικά γελοίο κάτω από τη γαμψή του μύτη. «Κάποια διαταγή, Άρχοντα Πέριν;» Ο λιπόσαρκος άντρας φάνηκε μάλλον ανακουφισμένος μόλις ο Πέριν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, και ξανακάθισε, κοιτώντας αφηρημένα το κοντινότερο τσουκάλι, λες κι ήταν ανήσυχος για τον πρωινό χυλό. Μπορεί και να ήταν. Τελευταία, κανείς δεν γέμιζε ικανοποιητικά την κοιλιά του, κι ο Ντάνιλ ανέκαθεν είχε ελάχιστο πετσί πάνω στα κόκαλά του. Πίσω από τον Πέριν, ο Άραμ έβγαλε έναν αηδιαστικό ήχο, που ακούστηκε σαν γρύλισμα.

Υπήρχαν κι άλλοι εδώ εκτός από τους Διποταμίτες, αν κι όχι σε καλύτερη κατάσταση. Να ο Λάμγκουιν Ντορν, ένας ογκώδης, βλογιοκομμένος τύπος, που τίναξε το τσουλούφι του κι έκανε μια σπασμωδική κίνηση με το κεφάλι του. Ο Λάμγκουιν έμοιαζε με νταή που συχνάζει στα χάνια και στις ταβέρνες, αλλά πλέον ήταν ο προσωπικός υπηρέτης του Πέριν όταν ο τελευταίος είχε ανάγκη από κάποιον, κάτι που δεν συνέβαινε συχνά, και πιθανόν να ήθελε να διατηρήσει καλή στάση απέναντι στον εργοδότη του. Ο Μπέηζελ Γκιλ, όμως, ο ρωμαλέος πάλαι ποτέ πανδοχέας, που η Φάιλε είχε πάρει μαζί της για να εκτελεί χρέη σαμπαγιάν, δίπλωνε την κουβέρτα του με υπερβάλλοντα ζήλο, κρατώντας χαμηλωμένο το φαλακρό του κεφάλι, ενώ η αρχιυπηρέτρια της Φάιλε, η Λίνι Έλτρινγκ, μια κοκαλιάρα με σφιχτό κότσο, που έκανε το πρόσωπό της να φαντάζει ακόμα πιο στενό απ’ όσο ήταν, τεντώθηκε από το καζάνι που ανακάτευε, έσμιξε τα χείλη της κι ανασήκωσε τη μακρόστενη ξύλινη κουτάλα της σαν να ήθελε να προφυλαχθεί από τον Πέριν. Η Μπριάνε Τάμποργουιν, με τα σκοτεινά της μάτια άγρια πάνω στο ωχρό Καιρχινό πρόσωπό της, χτύπησε με δύναμη το μπράτσο του Λάμγκουιν και τον κοίταξε συνοφρυωμένη. Ήταν η γυναίκα του, αν όχι η σύζυγός του, κι η δεύτερη από τις τρεις υπηρέτριες της Φάιλε, οι οποίες, εν ανάγκη, θα ακολουθούσαν τους Σάιντο μέχρι να πέσουν νεκρές, και θα έπεφταν πάνω στη Φάιλε σαν τρελές όταν θα την έβρισκαν, αλλά μονάχα ο Λάμγκουιν είχε διάθεση καλωσορίσματος απέναντι στον Πέριν. Ίσως είχε καλύτερη τύχη με τον Τζουρ Γκρέηντυ —οι Άσα’μαν ήταν αποξενωμένοι από όλους, ούτε καν νοιάζονταν ποιος ήταν ποιος και τι έκανε, αλλά δεν είχαν δείξει ιδιαίτερη εχθρότητα απέναντι στον Πέριν— αλλά παρά τον θόρυβο των ανθρώπων που πεζοπορούσαν στο παγωμένο χιόνι, και τις βρισιές που ακούγονταν όταν γλιστρούσαν, ο Γκρέηντυ εξακολουθούσε να είναι τυλιγμένος με τις κουβέρτες του και να ροχαλίζει κάτω από ένα πρόχειρο υπόστεγο από πευκόκλαδα. Ο Πέριν περπατούσε ανάμεσα σε φίλους, γείτονες κι υπηρέτες, μα ένιωθε μόνος. Ένας άντρας μπορεί να διακηρύξει την πίστη του έστω και λίγο πριν την παρατήσει. Η καρδιά της ζωής του βρισκόταν κάπου στα νοτιοανατολικά. Ας την έπαιρνε πίσω κι όλα θα επέστρεφαν στην ομαλότητα.

Μια πυκνή συστάδα ακονισμένων παλουκιών, μπηγμένων σε βάθος δέκα ποδών κύκλωνε τον καταυλισμό, κι ο Πέριν κατευθύνθηκε στην άκρη του τομέα των ακοντιστών της Γκεάλνταν, όπου είχαν χαραχτεί γωνιακά μονοπάτια, για να διευκολύνουν τον δρόμο των έφιππων αντρών, αν κι ο Μπάλγουερ κι ο Άραμ χρειάστηκε να τον ακολουθήσουν κατά πόδας στον στενό δρόμο. Μπροστά στους άντρες των Δύο Ποταμών, ένας πεζός θα έπρεπε να στριφογυρίσει για να περάσει. Η άκρη του δάσους ήταν σε μια απόσταση λίγο παραπάνω από εκατό βήματα, μέσα στο βεληνεκές των τόξων τους, ενώ τα τεράστια δέντρα σχημάτιζαν θόλο καθώς υψώνονταν στα ουράνια. Κάποια από τα δέντρα ήταν πρωτόγνωρα για τον Πέριν, αλλά υπήρχαν και πεύκα, χαμοδάφνες και λεύκες, μερικά εκ των οποίων είχαν πάχος τριών-τεσσάρων ποδών στη βάση τους, καθώς κι ακόμη μεγαλύτερες βελανιδιές. Δέντρα τέτοιου μεγέθους σκότωναν οτιδήποτε μεγαλύτερο από ζιζάνιο ή μικρό θάμνο πάσχιζε να αναπτυχθεί από κάτω τους, αφήνοντας μεγάλα διαστήματα ανάμεσά τους, αλλά οι σκιές, που ήταν σκοτεινότερες κι από τη νύχτα, γέμιζαν αυτά τα διαστήματα. Ήταν παλιό δάσος, από εκείνα που μπορούσαν να καταπιούν ολάκερους στρατούς και να μη βρεθεί ποτέ ούτε κόκαλο.

Ο Μπάλγουερ τον ακολουθούσε σε όλο τον δρόμο ανάμεσα στους πασσάλους, μέχρι που αποφάσισε πως ήταν μόνοι τους για να του μιλήσει. «Οι καβαλάρηδες που έστειλε ο Μασέμα, Άρχοντά μου», είπε και, κρατώντας σφιχτά τον μανδύα του, έριξε ένα βλέμμα γεμάτο καχυποψία προς το μέρος του Άραμ, ο οποίος του το ανταπέδωσε κοιτώντας τον κατάματα.

«Ξέρω», είπε ο Πέριν. «Πιστεύεις ότι πάνε στους Λευκομανδίτες». Ανυπομονούσε να απομακρυνθεί από τους φίλους του. Ακούμπησε το χέρι με το οποίο κρατούσε τα ηνία στο μπροστάρι της σέλας, αλλά απέφυγε να βάλει το πόδι του στον αναβολέα. Ο Γοργοπόδης τίναξε το κεφάλι του, εξίσου ανυπόμονος. «Ο Μασέμα θα μπορούσε εξίσου εύκολα να στέλνει μηνύματα και στους Σωντσάν».

«Όπως τα λες, Άρχοντά μου. Για την ακρίβεια, η πιθανότητα να συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι βάσιμη. Ωστόσο, θα ήθελα να επισημάνω για μία ακόμη φορά ότι η άποψη του Μασέμα για τις Άες Σεντάι δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη για τους Λευκομανδίτες. Για την ακρίβεια, οι δύο απόψεις ταυτίζονται. Αν ήταν στο χέρι του, θα φρόντιζε να ξεκάνει και την τελευταία αδελφή. Ωστόσο, η άποψή του για τους Σωντσάν είναι πιο... ρεαλιστική, αν μου επιτρέπεις, κι ελάχιστα συμφωνεί με τις υπόλοιπες».

«Όσο και να μισείς τους Λευκομανδίτες, Αφέντη Μπάλγουερ, δεν βρίσκονται αναγκαστικά στη ρίζα κάθε κακού. Επιπλέον, ο Μασέμα είχε και στο παρελθόν δοσοληψίες με τους Σωντσάν».

«Όπως τα λες, Άρχοντά μου». Η έκφραση στο πρόσωπο του Μπάλγουερ δεν άλλαξε καθόλου, αλλά η αμφιβολία αναδυόταν από μέσα του. Ο Πέριν δεν μπορούσε να αποδείξει τις συναντήσεις του Μασέμα με τους Σωντσάν, και το να μιλήσει σε κάποιον για όσα είχε μάθει, θα πρόσθετε κι άλλες δυσκολίες στις ήδη υπάρχουσες. Όλα αυτά ήταν πολύ προβληματικά για τον Μπάλγουερ, καθότι άνθρωπος που αρεσκόταν στις αποδείξεις. «Όσο για τις Άες Σεντάι και τις Σοφές, Άρχοντά μου... Οι μεν Άες Σεντάι πιστεύουν πως ξέρουν τα πάντα καλύτερα απ’ όλους, με εξαίρεση ίσως άλλες Άες Σεντάι, και μάλλον το ίδιο ισχύει και για τις Σοφές».

Ο Πέριν ρουθούνισε, ξεφυσώντας λευκές τούφες αχνού. «Πες μου κάτι που να μη γνωρίζω. Όπως, για παράδειγμα, γιατί να συναντηθεί η Μασούρι με τον Μασέμα και γιατί οι Σοφές να επιτρέψουν κάτι τέτοιο. Θα στοιχημάτιζα τον Γοργοπόδη με ένα καρφί από πέταλο ότι δεν το έκανε δίχως την άδειά τους». Η Ανούρα ήταν άλλο θέμα, όμως εκείνη θα μπορούσε κάλλιστα να δρα με δική της πρωτοβουλία. Δεν ήταν και πολύ πιθανό να είχε πάρει εντολές από την Μπερελαίν.

Μετακινώντας τον μανδύα πάνω στους ώμους του, ο Μπάλγουερ έριξε μια ματιά πίσω, πέρα από τις σειρές των κοφτερών πασσάλων του καταυλισμού, προς τις σκηνές των Αελιτών, μισοκλείνοντας τα μάτια του, λες κι ήλπιζε να διαπερνούσε το βλέμμα του τα πάνινα τοιχώματα. «Οι πιθανότητες είναι πολλές, Άρχοντά μου», αποκρίθηκε κάπως δύστροπα. «Για κάποιους ορκισμένους, ό,τι δεν απαγορεύεται, σημαίνει ότι επιτρέπεται, κι οτιδήποτε δεν αποτελεί προσταγή, μπορεί κάλλιστα να αγνοηθεί. Άλλοι, πάλι, δρουν με βάση οτιδήποτε πιστεύουν ότι θα ωφελήσει τον αφέντη τους, δίχως να ζητούν απαραίτητα άδεια. Φαίνεται πως, τόσο οι Άες Σεντάι, όσο κι οι Σοφές, εμπίπτουν σε μία από τις δύο κατηγορίες, αλλά πέραν τούτου, μόνο εικασίες μπορώ να κάνω».

«Απλώς ρώτησα. Οι Άες Σεντάι δεν λένε ψέματα κι, αν επιμείνω αρκετά, ίσως η Μασούρι μού αποκαλύψει όλη την αλήθεια».

Ο Μπάλγουερ μόρφασε λες και ξαφνικά τον είχε πονέσει το στομάχι του. «Ίσως, Άρχοντά μου. Ίσως. Το πιθανότερο, όμως, είναι να σου πει κάτι που να μοιάζει με την αλήθεια. Όπως πολύ καλά ξέρεις, οι Άες Σεντάι είναι πολύ έμπειρες σε τέτοια θέματα. Αλλά, όπως και να έχει, η Μασούρι θα αναρωτηθεί από πού έμαθες αυτά που ρωτάς, κι οι συνειρμοί μπορεί να οδηγήσουν στον Χάβιαρ και στον Νέριον. Υπό αυτές τις συνθήκες, η γυναίκα μπορεί να μιλήσει σε οποιονδήποτε. Η ευθύτητα δεν είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος. Υπάρχουν φορές που μερικά πράγματα πρέπει να γίνονται συγκαλυμμένα, για σιγουριά».

«Τα ’λεγα εγώ, πως δεν μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη στις Άες Σεντάι», είπε άξαφνα ο Άραμ. «Τα ’λεγα, Άρχοντα Πέριν». Σώπασε μόλις ο Πέριν ανασήκωσε το χέρι του, αλλά η αποφορά της οργής εκ μέρους του ήταν τόσο έντονη, ώστε ο Πέριν χρειάστηκε να ξεφυσήσει για να καθαρίσει τα πνευμόνια του. Ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να ρουφήξει βαθιά την οσμή και να την αφήσει να τον καταφάει.

Ο Πέριν περιεργάστηκε προσεκτικά τον Μπάλγουερ. Πράγματι, αν οι Άες Σεντάι ήταν ικανές να αλλοιώσουν τόσο πολύ την αλήθεια, ώστε να μην ξεχωρίζεις το άσπρο από το μαύρο, κάτι που έκαναν έτσι κι αλλιώς, πόσο μπορούσες να τις εμπιστευθείς; Η εμπιστοσύνη ήταν ανέκαθεν το ζητούμενο, κάτι που ο Πέριν είχε μάθει με τον σκληρό τρόπο. Ωστόσο, κατάφερε να χαλιναγωγήσει τον θυμό του. Μία σφύρα έπρεπε να χρησιμοποιείται με πολλή προσοχή, πόσω μάλλον όταν δουλεύεις ήδη το αμόνι, όπου ένα απλό λάθος είναι αρκετό για να σου ξεριζώσει την καρδιά από το στήθος. «Ίσως, δε, τα πράγματα να αλλάξουν αν κάποιοι από τους φίλους της Σελάντε αρχίσουν να κάνουν παρέα με τους Αελίτες. Στο κότω-κάτω, θέλουν κι οι ίδιοι να γίνουν Αελίτες, κι έτσι θα έβρισκαν αρκετά προσχήματα. Άσε που μπορεί κάποιος από δαύτους να πιάσει φιλίες με την Μπερελαίν και τη σύμβουλό της».

«Κι αυτό είναι πολύ πιθανό, Άρχοντά μου», απάντησε ο Μπάλγουερ ύστερα από έναν προσωρινό δισταγμό. «Ο πατέρας της Αρχόντισσας Μέντορε είναι Υψηλός Άρχοντας του Δακρύου, κάτι που κάνει και την ίδια αρκετά υψηλόβαθμη, ώστε να προσεγγίσει την Πρώτη του Μαγιέν, και της δίνει το ανάλογο κίνητρο. Πιθανότατα, μια-δυο Καιρχινές να είναι εξίσου υψηλόβαθμες. Δεν θα είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν ανάμεσα στους Αελίτες».

Ο Πέριν ένευσε καταφατικά. Έπρεπε να κρατάς τη σφύρα με εξαιρετική προσοχή, άσχετα αν ήθελες να συντρίψεις οτιδήποτε βρισκόταν μέσα στο βεληνεκές του. «Τότε, κάντε το. Ωστόσο, Αφέντη Μπάλγουερ, από τη στιγμή που έφυγε η Σελάντε, δεν έχεις πάψει να προσπαθείς να με... καθοδηγήσεις. Από δω και πέρα, αν έχεις να πεις κάποια γνώμη, να τη λες. Ακόμα κι αν απορρίπτω τις περισσότερες, όλο και κάποια θα ακούσω. Δεν είμαι πολύ έξυπνος άνθρωπος, αλλά πάντα ήμουν πρόθυμος να ακούω τους ανθρώπους που είναι, και νομίζω πως εσύ είσαι ένας από αυτούς. Απλώς, μην προσπαθείς να με τσιγκλήσεις προς την κατεύθυνση που θέλεις. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό, Αφέντη Μπάλγουερ».

Ο Μπάλγουερ βλεφάρισε κι έπειτα έκανε μια υπόκλιση με τα χέρια πλεγμένα γύρω από τη μέση του. Μύριζε κατάπληξη κι ικανοποίηση. Ικανοποίηση; «Όπως επιθυμείς, Άρχοντά μου. Στον προηγούμενο εργοδότη μου δεν άρεσε να προτείνω κάποιου είδους δράση, εκτός κι αν μου το ζητούσε. Σε διαβεβαιώ πως δεν πρόκειται να ξανακάνω το ίδιο λάθος». Κοίταξε τον Πέριν σαν να κατέληγε σε κάποια απόφαση. «Αν μου επιτρέπεις», είπε προσεκτικά, «θα έλεγα ότι μου είναι πολύ... ευχάριστο να σε υπηρετώ... και, μάλιστα, με τρόπους που δεν περίμενα. Είσαι αυτός που δείχνεις, Άρχοντά μου. Δεν έχεις πουθενά κρυμμένο δηλητήριο για να αιφνιδιάσεις τον απρόσεκτο. Ο προηγούμενος εργοδότης μου ήταν πασίγνωστος για την ευφυΐα του, αλλά πιστεύω πως κι εσύ είσαι εξίσου ευφυής, με διαφορετικό τρόπο. Νομίζω πως θα το μετάνιωνα αν σε άφηνα. Ο καθένας μπορεί να το λέει αυτό για να κρατήσει τη θέση του, αλλά εγώ το εννοώ».

Κρυμμένο δηλητήριο; Πριν μπει στην υπηρεσία του Πέριν, ο Μπάλγουερ εργαζόταν ως γραμματέας μιας Μουραντιανής αριστοκράτισσας, οι δουλειές της οποίας δεν πήγαιναν καλά, οπότε δεν μπορούσε να τον κρατήσει. Το Μουράντυ μάλλον ήταν πολύ πιο άγριο μέρος απ’ όσο νόμιζε. «Δεν βλέπω για ποιο λόγο θα έπρεπε να φύγεις από τη δούλεψή μου. Πες μου απλώς τι θέλεις να κάνεις, κι άσε με ν’ αποφασίσω. Μην προσπαθείς να με τσιγκλήσεις. Α, και ξέχνα τις κολακείες».

«Ποτέ μου δεν κολάκεψα, Άρχοντά μου. Είμαι ειδήμων στο να προσαρμόζομαι στις ανάγκες του κυρίου μου. Είναι απαραίτητο προσόν στο επάγγελμά μου». Ο μικροκαμωμένος άντρας υποκλίθηκε ακόμα μία φορά. Ποτέ στο παρελθόν δεν ήταν τόσο τυπικός. «Αν δεν έχεις να με ρωτήσεις τίποτα άλλο, Άρχοντά μου, μπορώ να πάω να βρω την Αρχόντισσα Μέντορε;»

Ο Πέριν ένευσε καταφατικά. Ο μικρόσωμος άντρας υποκλίθηκε ξανά κι απομακρύνθηκε προς το μέρος του καταυλισμού, με βήμα που έμοιαζε σαν να γλιστράει, ενώ ο μανδύας του ανέμιζε πίσω του καθώς απέφευγε τους κοφτερούς πασσάλους, σαν σπουργίτι που χοροπηδάει στο χιόνι. Παράξενος τύπος.

«Δεν τον εμπιστεύομαι», μουρμούρισε ο Άραμ, κοιτώντας τον Μπάλγουερ που ξεμάκραινε. «Και δεν εμπιστεύομαι ούτε τη Σελάντε, ούτε τους δικούς της. Θα τα βρουν με τις Άες Σεντάι, θυμήσου τα λόγια μου».

«Κάποιον πρέπει να εμπιστευθείς, τελικά», απάντησε τραχιά ο Πέριν. Το θέμα ήταν, ποιον; Ανέβηκε στη σέλα του Γοργοπόδη και σπιρούνισε στα πλευρά το καστανοκόκκινο ζώο. Η σφύρα είναι άχρηστη αν την έχεις παρατημένη κάπου.

Загрузка...