23 Στολίδια

Ο αέρας στο δωμάτιο ήταν αρκετά θερμότερος απ’ ό,τι έξω, σχηματίζοντας πάχνη στα τζάμια των παραθύρων που ήταν βαμμένα κόκκινα, ενώ το γυαλί είχε φυσαλίδες, αλλά η Κάντσουεϊν ατένιζε έξω λες και μπορούσε να δει καθαρά το ζοφερό τοπίο. Διέκρινε καθαρά αρκετά πράγματα, αν μη τι άλλο. Κάποιοι κουκουλωμένοι και καπελωμένοι δύσμοιροι, με τις άμορφες φούστες και τα σακουλιασμένα παντελόνια να είναι τα μόνα που ξεχώριζαν τους άντρες από τις γυναίκες, περπατούσαν βαριά στους λασπωμένους αγρούς που κύκλωναν το αρχοντικό, σκύβοντας μερικές φορές για να πάρουν στις παλάμες τους μια χούφτα χώμα. Δεν θα αργούσαν να ξεκινήσουν να οργώνουν και να λιπαίνουν, αλλά και μόνο το γεγονός ότι εξέταζαν το χώμα σήμαινε πως η άνοιξε θα ερχόταν οσονούπω. Πέρα από τους αγρούς, το δάσος ήταν μια σκοτεινή μάζα γυμνών κλαδιών με φόντο έναν ξεθωριασμένο γκρίζο πρωινό ουρανό. Μια γενναία στρώση χιονιού θα έκανε το τοπίο να φαντάζει πολύ λιγότερο μελαγχολικό, αλλά εδώ χιόνιζε σπάνια κι αραιά, ενώ τα ίχνη της μίας χιονόπτωσης δεν διαρκούσαν μέχρι την επόμενη. Ωστόσο, ελάχιστα ήταν τα μέρη που θεωρούσε καταλληλότερα για τους σκοπούς της, με τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου να βρίσκεται λίγο πιο μακριά από μιας μέρας πορεία με άλογο στα ανατολικά. Ποιος θα σκεφτόταν να ψάξει στο εσωτερικό των συνόρων του Δακρύου; Εξάλλου, μήπως είχε σταθεί εύκολο να πείσει το αγόρι να μείνει εδώ;

Αναστενάζοντας, τράβηξε τη ματιά της από το παράθυρο κι ένιωσε τα χρυσά στολίδια που κρέμονταν από τα μαλλιά της να ταλαντεύονται, τα μικρά φεγγάρια και τα άστρα, τα πουλιά και τα ψάρια. Είχε πλήρη επίγνωση της ύπαρξης τους τώρα τελευταία. Επίγνωση; Πφφ! Τώρα τελευταία, δεν τα αποχωριζόταν ούτε στον ύπνο της.

Το καθιστικό ήταν τεράστιο αλλά όχι στολισμένο, όπως το υπόλοιπο αρχοντικό, με κορνίζες από βαμμένο κόκκινο σκαλιστό ξύλο. Η επίπλωση έλαμπε από την μπογιά χωρίς να έχει ίχνος επιχρύσωσης, ενώ τα δύο μεγάλα τζάκια, αν και πολύ καλοφτιαγμένα, αποτελούνταν από απλή πέτρα, ενώ οι πυροστάτες ήταν κατασκευασμένοι από ατόφιο χυτό σίδερο, φτιαγμένοι πιότερο για να κάνουν καλά τη δουλειά τους παρά για να εντυπωσιάζουν. Οι φωτιές στις εστίες, κατόπιν εντολής της, δεν ήταν δυνατές κι οι φλόγες τρεμόπαιζαν αχνά πάνω στις μισοκαμένες σχίζες των ξύλων, αλλά η θερμότητα που εξέπεμπαν ήταν αρκετή για να ζεστάνει τα χέρια της, πράγμα που ήταν το μόνο που επιθυμούσε. Απασχολημένος με τα τεχνάσματά του, ο Άλγκαριν δεν είχε πρόβλημα να της δώσει περισσή ζεστασιά και να της παραχωρήσει κάμποσους υπηρέτες, αν και δεν διέθετε πολλούς. Ήταν από τους κατώτερους Γαιοκτήμονες κι όχι ιδιαίτερα πλούσιος, ωστόσο εξοφλούσε τα χρέη του και με το παραπάνω, τη στιγμή που οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους έκαναν ακριβώς το αντίθετο.

Η ασκάλιστη πόρτα του διαδρόμου άνοιξε τρίζοντας —οι περισσότεροι υπηρέτες του Άλγκαριν ήταν εξίσου μεγάλοι σε ηλικία με το αφεντικό τους, και παρ’ όλο που ξεσκόνιζαν και τακτοποιούσαν τα πάντα, παρ’ όλο που φρόντιζαν να έχουν λάδι οι φανοί και να είναι ίσια τα φυτίλια των κεριών, μάλλον απέφευγαν να λαδώσουν τους μεντεσέδες— κι η Βέριν έκανε την εμφάνισή της, εξακολουθώντας να φοράει τα απέριττα μάλλινα ρούχα του ταξιδιού και τη σκιστή φούστα και να κουβαλάει στο μπράτσο της τον μανδύα, στρώνοντας τα γκριζωπά της μαλλιά. Το τετραγωνισμένο πρόσωπο της εύσωμης αδελφής είχε μια ενοχλημένη έκφραση κι η ίδια κουνούσε το κεφάλι της. «Λοιπόν, οι Θαλασσινές κατέφθασαν στο Δάκρυ, Κάντσουεϊν. Δεν πλησίασα στην Πέτρα, αλλά άκουσα ότι ο Υψηλός Άρχοντας Άστοριλ έπαψε να γκρινιάζει για τα αρθριτικά του και συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στο εσωτερικό, μαζί με τον Ντάρλιν. Ποιος θα το πίστευε ότι ο Άστοριλ θα αφυπνιζόταν και θα τασσόταν με το μέρος του Ντάρλιν; Οι δρόμοι γέμισαν οπλίτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι μεθυσμένοι και καυγαδίζουν μεταξύ τους όταν δεν τσακώνονται με τους Άθα’αν Μιέρε. Υπάρχουν τόσοι Θαλασσινοί στην πόλη, όσο όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι μαζί. Η Χαρίνε είχε μείνει εμβρόντητη. Μόλις βρήκε βάρκα για νοίκιασμα, κατευθύνθηκε αμέσως στα πλοία, περιμένοντας να την ανακηρύξουν Κυρά των Πλοίων για να βάλει τάξη. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η Νέστα ντιν Ρέας είναι νεκρή».

Η Κάντσουεϊν δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να αφήσει τη μικροκαμωμένη, στρουμπουλή γυναίκα να φλυαρεί. Η Βέριν δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο αόριστη όσο υποκρινόταν. Κάποιες Καφετιές ήταν ικανές να φάνε τα μούτρα τους, αλλά η Βέριν ανήκε σε αυτές που φορούσαν έναν νοητό μανδύα αδιαφορίας για τα εγκόσμια. Έμοιαζε να πιστεύει πως η Κάντσουεϊν αποδεχόταν τον μανδύα του ρεαλισμού, αλλά αν είχε κάτι να πει, το έλεγε χωρίς περιστροφές. Εξίσου αποκαλυπτικά, όμως, μπορεί να ήταν κι όσα άφηνε έξω. Η Κάντσουεϊν δεν ήταν και τόσο σίγουρη για τη συγκεκριμένη αδελφή. Μπορεί η αβεβαιότητα να ήταν κάτι δεδομένο στη ζωή, αλλά έτρεφε αμφιβολίες για διάφορα πράγματα, κι αυτό την ενοχλούσε.

Δυστυχώς, η Μιν μάλλον άκουγε από την πόρτα κι η μικροκαμωμένη γυναίκα δεν φημιζόταν για την υπομονή της. «Είπα στη Χαρίνε πως δεν ήταν έτσι τα πράγματα», διαμαρτυρήθηκε μπαίνοντας ορμητικά στο δωμάτιο. «Της είπα ότι θα της επιβληθεί τιμωρία για τη συμφωνία που έκανε με τον Ραντ. Μόνο κατόπιν τούτου θα γίνει Κυρά των Πλοίων και δεν ξέρω αν αυτό θα συμβεί σε δέκα μέρες ή σε δέκα χρόνια από τώρα». Χαριτωμένη, λεπτοκαμωμένη και ψηλή, φορώντας μπότες με κόκκινα τακούνια και με τους σκούρους βοστρύχους να κρέμονται έως τους ώμους της, η Μιν μιλούσε χαμηλόφωνα κι εντελώς γυναικεία, αλλά φορούσε ένα αγορίστικο κόκκινο πανωφόρι και μπλε παντελόνι. Το πανωφόρι ήταν κεντητό με χρωματιστά άνθη στο πέτο και στα μανίκια, ενώ το παντελόνι είχε λωρίδες στην εξωτερική του πλευρά. Ωστόσο, δεν έπαυαν να είναι ένα απλό πανωφόρι κι ένα εξίσου απλό παντελόνι.

«Μπορείς να περάσεις, Μιν», είπε σιγανά η Κάντσουεϊν. Ο τόνος της φωνής της ήταν από αυτούς που συνήθως έκαναν τους άλλους να στέκονται προσοχή, όσοι τουλάχιστον τη γνώριζαν καλά. Η Μιν κοκκίνισε ελαφρά. «Φοβάμαι πως η Κυρά των Κυμάτων έμαθε ήδη όσα ήθελε εξαιτίας των οραμάτων σου. Κρίνοντας όμως από τη βιασύνη σου, υποθέτω πως ερμήνευσες την αύρα κάποιου άλλου και θες να μου πεις τι είδες». Η παράξενη ικανότητα του κοριτσιού είχε αποδειχθεί χρήσιμη στο παρελθόν, κι αναμφίβολα θα αποδεικνυόταν χρήσιμη και στο μέλλον. Μάλλον, δηλαδή. Απ’ όσο ήξερε η Κάντσουεϊν, η κοπέλα δεν έλεγε ψέματα για όσα έβλεπε στις εικόνες και στις αύρες που αντιλαμβανόταν γύρω από τους ανθρώπους, αλλά δεν είχε πάντα τη διάθεση να μιλήσει. Ειδικά όταν το θέμα αφορούσε στο μοναδικό πρόσωπο για το οποίο η Κάντσουεϊν επιθυμούσε να μάθει τα πάντα.

Άσχετα από το αν είχε κοκκινίσει ή όχι, η Μιν ανασήκωσε πεισματικά το πηγούνι της. Είχε αλλάξει μετά τη Σαντάρ Λογκόθ, μολονότι η αλλαγή ίσως είχε προκύψει νωρίτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν ήταν προς το καλύτερο. «Ο Ραντ επιθυμεί να πας να τον δεις. Μου είπε να σου το ζητήσω ευγενικά, για να μη νευριάσεις·».

Η Κάντσουεϊν έμεινε να την κοιτάζει, αφήνοντας τη σιωπή να απλώνεται. Να νευριάσει; Ναι, σίγουρα δεν είχε αλλάξει προς το καλύτερο. «Πες του ότι θα έρθω όταν θα είμαι έτοιμη», αποκρίθηκε τελικά. «Κλείσε την πόρτα πίσω σου, Μιν». Η νεαρή γυναίκα άνοιξε το στόμα της σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά, σκεπτόμενη πιο λογικά, δεν είπε τίποτα. Μέχρι που έκανε και μια μέτρια υπόκλιση, παρά τις γελοίες της μπότες, κι έκλεισε την πόρτα ερμητικά πίσω της. Για την ακρίβεια, μόνο που δεν τη βρόντηξε.

Η Βέριν κούνησε ξανά το κεφάλι της αφήνοντας ένα ανάλαφρο γελάκι, σαν να διασκέδαζε, «Είναι ερωτευμένη μ’ αυτόν τον νεαρό, Κάντσουεϊν, και φαίνεται ότι της έχει κλέψει την καρδιά. Ό,τι κι αν πεις ή κάνεις, εκείνη θα ακολουθήσει την καρδιά της. Θαρρώ πως φοβάται επειδή είναι ικανός να πεθάνει για χάρη της, και ξέρεις πολύ καλά τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό σε μια γυναίκα αποφασισμένη να γραπωθεί από έναν άντρα».

Τα χείλη της Κάντσουεϊν λέπτυναν. Η Βέριν γνώριζε περισσότερα γι’ αυτού του είδους τις σχέσεις με τους άντρες από την ίδια —δεν είχε ενδώσει ποτέ στους Προμάχους της, όπως έκαναν κάποιες Πράσινες, ενώ δεν ετίθετο καν θέμα για άλλους άντρες— αλλά η Καφετιά είχε αγγίξει σχεδόν την αλήθεια χωρίς να το ξέρει. Αν μη τι άλλο, η Κάντσουεϊν δεν πίστευε πως η άλλη αδελφή γνώριζε για τον δεσμό της Μιν με αυτό το αγόρι, τον αλ’Θόρ. Ακόμα κι η ίδια το είχε μάθει εμμέσως, επειδή το κορίτσι είχε αφήσει να της ξεφύγουν κάποια πράγματα σε μια στιγμή απροσεξίας. Ακόμα και το πιο σφιχτό μύδι ανοίγει για να αποκαλύψει τη νοστιμιά του τη στιγμή που θα ραγίσεις έστω και λίγο το κέλυφός του. Μερικές φορές μάλιστα, αυτό που έβρισκες μέσα, χωρίς να το περιμένεις, ήταν μαργαριτάρι. Ναι, η Μιν σίγουρα ήθελε να κρατήσει ζωντανό αυτόν τον άντρα, άσχετα από το αν τον αγαπούσε ή όχι, αλλά όχι περισσότερο από την ίδια την Κάντσουεϊν.

Κρεμώντας τον μανδύα της στην ψηλή ράχη του καθίσματός της, η Βέριν κατευθύνθηκε στο κοντινότερο τζάκι κι άπλωσε τα χέρια της για να τα ζεστάνει στη χαμηλή φλόγα. Σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγες ότι το βάδισμά της ήταν ανάλαφρο, σαν να γλιστρούσε, αλλά σίγουρα διέθετε περισσότερη χάρη απ’ όση μαρτυρούσε ο όγκος της. Πόσο υποκρινόταν, άραγε; Με τον καιρό, κάθε Άες Σεντάι μάθαινε να κρύβεται πίσω από διάφορες μάσκες, κάτι που ύστερα από λίγο γινόταν συνήθεια. «Πιστεύω πως η κατάσταση στο Δάκρυ μπορεί ακόμα και τώρα να διευθετηθεί ειρηνικά», είπε κοιτώντας επίμονα τη φωτιά. Ήταν σχεδόν σαν να μιλάει στον εαυτό της. Ή ήθελε να το σκεφτεί η Κάντσουεϊν. «Ο Χηρν κι ο Σίμααν έχουν σχεδόν απελπιστεί, φοβούμενοι μήπως οι άλλοι Υψηλοί Άρχοντες επιστρέψουν από το Ίλιαν και τους εγκλωβίσουν μέσα στην πόλη. Δεδομένων των υπόλοιπων επιλογών τους, ίσως είναι υπόλογοι να αποδεχτούν τον Ντάρλιν. Η Εστάντα είναι φτιαγμένη από σκληρότερο υλικό, αλλά αν πειστεί πως μπορεί να έχει κάποιο πλεονέκτημα...»

«Σου είπα να μην τους πλησιάσεις», τη διέκοψε απότομα η Κάντσουεϊν.

Η εύσωμη γυναίκα βλεφάρισε και την κοίταξε έκπληκτη. «Μα δεν τους πλησίασα. Οι φήμες πάνε κι έρχονται στους δρόμους και γνωρίζω πολύ καλά πώς να τις αξιολογώ και να αποσπώ κάποιες αλήθειες. Όντως είδα την Αλάνα και τη Ραφέλα, αλλά κρύφτηκα πίσω από έναν πλανόδιο που πουλούσε κρεατόπιτες με μια χειράμαξα, πριν με δουν εκείνες. Είμαι σίγουρη ότι δεν με πρόσεξαν καν». Σταμάτησε να μιλάει, περιμένοντας προφανώς από την Κάντσουεϊν να της εξηγήσει γιατί έπρεπε να αποφεύγει τις αδελφές.

«Λοιπόν, πρέπει να πάω να δω το αγόρι, Βέριν», είπε η Κάντσουεϊν αντί για άλλη απάντηση. Αυτό είναι το πρόβλημα όταν συμφωνείς να συμβουλέψεις κάποιον. Ακόμα κι αν καταφέρεις να λειτουργούν όλα υπέρ σου —ή, έστω, τα περισσότερα— αργά ή γρήγορα πρέπει να ανταποκριθείς στο κάλεσμά του. Αυτό όμως της έδινε και μια δικαιολογία να ελιχθεί, αποφεύγοντας την περιέργεια της Βέριν. Η απάντηση ήταν απλή. Αν πασχίζεις να λύσεις κάθε πρόβλημα μόνος σου, καταλήγεις να μη λύσεις κανένα. Σε τελική ανάλυση, δεν είχε και πολλή σημασία με ποιον τρόπο λύνονταν μερικά προβλήματα. Η έλλειψη απαντήσεων, όμως, έδινε κάμποση τροφή για σκέψη στη Βέριν, κάτι σαν βούτυρο στο ψωμί της. Όταν η Κάντσουεϊν δεν ήταν σίγουρη για κάποιον, ήθελε να μην είναι κι εκείνος σίγουρος για την ίδια.

Η Βέριν μάζεψε τον μανδύα της και βγήκε μαζί της από το δωμάτιο. Σκόπευε να τη συνοδέψει, άραγε; Ωστόσο, λίγο πιο έξω από το καθιστικό συνάντησαν τη Νεσούνε να βαδίζει με ζωηρό βήμα στον διάδρομο, σταματώντας απότομα μόλις είδε τις δύο γυναίκες. Όλοι κι όλοι οι άνθρωποι που είχαν καταφέρει ποτέ να αγνοήσουν την Κάντσουεϊν δεν ήταν παραπάνω από μια χούφτα, μα η Νεσούνε είχε κάνει καλή δουλειά, καθώς τα σκούρα μάτια της γαντζώθηκαν πάνω στη Βέριν.

«Α, ώστε γύρισες, ε;» Η καλύτερη των Καφετιών είχε έναν μοναδικό τρόπο να επισημαίνει το αυτονόητο. «Απ’ όσο θυμάμαι, έχεις γράψει μια διατριβή σχετικά με τα ζώα των Πνιγμένων Χωρών». Αυτό σήμαινε ότι η Βέριν είχε πράγματι γράψει κάτι τέτοιο· η Νεσούνε θυμόταν ό,τι κι αν έβλεπε — μια πολύ χρήσιμη ικανότητα, αρκεί η Κάντσουεϊν να ήταν σίγουρη για το άτομό της ώστε να τη χρησιμοποιήσει. «Ο Άρχοντας Άλγκαριν μού έδειξε το δέρμα ενός τεράστιου φιδιού που ισχυρίζεται ότι προέρχεται από τις Πνιγμένες Χώρες, αλλά είμαι σίγουρη πως είναι το ίδιο με αυτό που παρατήρησα...» Η Βέριν έριξε μια απελπισμένη ματιά πάνω από τον ώμο της προς το μέρος της Κάντσουεϊν, καθώς η ψηλότερη γυναίκα την τραβούσε από το μανίκι, αλλά πριν προλάβουν να κάνουν τρία βήματα στον διάδρομο, η κουβέντα σχετικά με το φίδι είχε ανάψει για τα καλά.

Το θέαμα ήταν αρκετά αξιοπρόσεκτο αλλά και κάπως ανησυχητικό. Η Νεσούνε ήταν αφοσιωμένη στην Ελάιντα ή έτσι ισχυριζόταν, ενώ η Βέριν ήταν μία από τις αδελφές που επιθυμούσαν την πτώση της Ελάιντα, ή έτσι ισχυριζόταν. Ωστόσο, να τες τώρα, να συζητάνε φιλικά περί φιδιών. Το γεγονός ότι κι οι δύο είχαν ορκιστεί πίστη σε αυτό το αγόρι, τον αλ’Θόρ, οφειλόταν μάλλον στο ότι επρόκειτο για έναν τα’βίρεν, ο οποίος ασυνείδητα περιέπλεκε γύρω του το Σχήμα, αλλά αυτός ο όρκος ήταν αρκετός για να τις κάνει να αγνοήσουν την αντίθεσή τους σχετικά με το ποια κατείχε την έδρα της Άμερλιν; Ή επηρεάζονταν από το γεγονός της εγγύτητας ενός τα’βίρεν; Πολύ θα ήθελε να το μάθει αυτό. Κανένα από τα στολίδια της δεν την προστάτευε από έναν τα’βίρεν. Βέβαια, δεν είχε ιδέα τι μπορούσαν να κάνουν δύο ψάρια κι ένα φεγγάρι, αλλά ήταν μάλλον απίθανο να την προστάτευαν. Θα πρέπει να ήταν τόσο απλό όσο και το ότι η Βέριν κι η Νεσούνε ήταν Καφετιές. Οι Καφετιές αδιαφορούσαν για τα πάντα όταν μελετούσαν κάτι. Φίδια! Μπλιαχ! Τα μικρά στολίδια ταλαντεύτηκαν καθώς κούνησε το κεφάλι της πριν το στρέψει αλλού, με τις δύο Καφετιές να την ακολουθούν λίγο πιο πίσω. Τι ήθελε αυτό το αγόρι; Ποτέ της δεν της άρεσε να είναι σύμβουλος, άσχετα από το αν ήταν αναγκαίο ή όχι.

Ελαφρά ρεύματα αέρα κατά μήκος των διαδρόμων ανάδευαν τις λιγοστές ταπισερί στους τοίχους, που όλες ήταν παλιάς τεχνοτροπίας κι έδιναν την εντύπωση πως είχαν ξεκρεμαστεί και κρεμαστεί αρκετές φορές. Το αρχοντικό ήταν κτισμένο σαν εξοχική κατοικία, χωρίς έμφαση στο μέγεθος, ενώ είχαν γίνει διάφορες προσθήκες όποτε το επέτρεπε η οικονομική άνεση της οικογένειας ή όποτε το απαιτούσαν οι αριθμοί. Ο Οίκος Πεντάλοαν δεν ήταν ποτέ πλούσιος, αλλά υπήρχαν φορές που αριθμούσε πολλά μέλη, κι αυτό δεν το μαρτυρούσαν μονάχα οι ξεφτισμένες και παλιομοδίτικες ταπισερί. Οι κορνίζες ήταν βαμμένες σε ζωηρές αποχρώσεις —κόκκινα, γαλάζια ή κίτρινα— αλλά οι διάδρομοι ποίκιλλαν σε φάρδος και μήκος, ενώ κάποιες φορές ήταν ελαφρώς λοξοί. Παράθυρα, βαλμένα στην τύχη ώστε να παρέχουν κάποιου είδους φωτισμό και που κάποτε έβλεπαν στους αγρούς, τώρα είχαν θέα σε αυλές, γυμνές συνήθως εκτός από μερικούς πάγκους. Αν ήθελες καμιά φορά να πας από το ένα σημείο στο άλλο, δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά να σκαρφαλώσεις στην κορυφή κάποιου περιστυλίου που δέσποζε σε μια από αυτές τις αυλές. Τις περισσότερες φορές, οι κολόνες ήταν φτιαγμένες από ξύλο βαμμένο, αν όχι και σκαλισμένο μερικές φορές.

Σ’ ένα από αυτά τα περάσματα με τους χοντρούς πράσινους κίονες, δύο αδελφές στέκονταν ακίνητες, παρακολουθώντας τις δραστηριότητες στην αυλή από κάτω, μέχρι που η Κάντσουεϊν άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε στην κιονοστοιχία. Η Μπελντάινε την είδε να παρουσιάζεται και κοκάλωσε, ενώ μια σπασμωδική της κίνηση έκανε το επώμιο με τα πράσινα κρόσσια, που φορούσε λιγότερο από πέντε χρόνια, να ταλαντευτεί. Ήταν χαριτωμένη, με ψηλά ζυγωματικά κι ελαφρώς γερτά καφετιά μάτια, αλλά δεν έδινε ακόμα την εντύπωση της θαλερότητας κι έμοιαζε νεότερη από τη Μιν, ειδικά όταν έριξε στην Κάντσουεϊν μια παγερή ματιά και στράφηκε στην αντίθετη κατεύθυνση από την κιονοστοιχία.

Η Μερίς, η σύντροφός της, χαμογέλασε σαν να διασκέδαζε, μετακινώντας ελαφρά το δικό της επώμιο με τα πράσινα κρόσσια. Ψηλή και με σοβαρή έκφραση συνήθως, με τα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω από το χλωμό της πρόσωπο, η Μερίς δεν ανήκε στην κατηγορία των γυναικών που χαμογελούν συχνά. «Η Μπελντάινε έχει αρχίσει να ανησυχεί που δεν έχει ακόμα Πρόμαχο», είπε με τη χαρακτηριστική Ταραμπονέζικη προφορά καθώς η Κάντσουεϊν σταμάτησε πλάι της, αν και τα γαλανά της μάτια στράφηκαν ξανά στην αυλή. «Προσανατολίζεται μάλλον σε κάποιον Άσα’μαν, αν δηλαδή καταφέρει να βρει κανέναν. Της είπα να μιλήσει με την Ντάιγκιαν, κι αν αυτό δεν βοηθήσει την ίδια, ίσως βοηθήσει την Ντάιγκιαν».

Όλοι οι Πρόμαχοι που είχαν μαζί τους ήταν συγκεντρωμένοι στη λιθόστρωτη αυλή, ντυμένοι με κοντομάνικα παρά το κρύο. Οι περισσότεροι κάθονταν σε βαμμένους ξύλινους πάγκους παρακολουθώντας δύο δικούς τους να εξασκούνται με ξύλινα σπαθιά. Ο Τζαχάρ, ο ένας από τους τρεις Προμάχους της Μερίς, ήταν ένας χαριτωμένος κι ηλιοκαμένος νεαρός. Οι ασημένιες καμπανούλες, που ήταν δεμένες στις άκρες από τις δύο μακρόστενες πλεξούδες του, κουδούνιζαν από την ορμή των επιθέσεών του, οι δε κινήσεις του θύμιζαν επίθεση μαυρολόγχης. Επικρατούσε απόλυτη άπνοια, αλλά το οχτάκτινο αστέρι που έμοιαζε με χρυσή πυξίδα φάνηκε να αναδεύεται στα μαλλιά της Κάντσουεϊν. Αν το κρατούσε στο χέρι, θα το ένιωθε να δονείται με δύναμη. Από την άλλη, γνώριζε ήδη πως ο Τζαχάρ ήταν Άσα’μαν, οπότε το αστέρι δεν τον υποδείκνυε, απλώς θα της έδειχνε ότι κάπου εκεί κοντά υπήρχε ένας άντρας ικανός να διαβιβάσει. Όσο περισσότεροι τέτοιοι άντρες υπήρχαν, τόσο πιο πολύ τρεμούλιαζε το αστέρι, έτσι είχε μάθει. Ο αντίπαλος του Τζαχάρ, ένας πανύψηλος και πλατύστερνος τύπος με πέτρινο πρόσωπο και μια πέτσινη πλεξούδα γύρω από τους γκρίζους κροτάφους του, για να συγκρατεί τα μαλλιά που έφταναν έως τους ώμους του, δεν ήταν ο δεύτερος σε επιδεξιότητα Άσα’μαν, αλλά με τον τρόπο του ήταν εξίσου θανατηφόρος. Ο Λαν δεν έμοιαζε να κινείται τόσο γοργά, έδινε περισσότερο την εντύπωση πως... έρρεε. Η λάμα του από δεματιασμένες λεπτές σανίδες απέκρουε τις επιθέσεις του Τζαχάρ, αναγκάζοντας τον νεότερο άντρα να κάνει πάντα λίγο στην άκρη.

Ξαφνικά, η ξύλινη λάμα του Λαν χτύπησε τον Τζαχάρ στα πλευρά με έναν ηχηρό κρότο, προκαλώντας αντίλαλο. Αν η λάμα ήταν ατσάλινη, θα τον είχε αφήσει στον τόπο. Ενόσω ο νεότερος άντρας μόρφαζε από τον πόνο που του είχε προξενήσει το χτύπημα, ο Λαν με μια ανάλαφρη κίνηση ξαναπήρε αμυντική στάση, με τη μακρόστενη τεντωμένη λεπίδα κρατημένη ανάμεσα στα χέρια του. Ο Νίθαν, ένας ακόμα από τους Προμάχους της Μερίς, σηκώθηκε όρθιος, ένας λεπτοκαμωμένος άντρας με μια χροιά γκριζάδας στους κροτάφους, αρκετά ψηλός αν και μια παλάμη —ή και περισσότερο— κοντύτερος του Λαν. Ο Τζαχάρ τού έκανε νόημα να κάνει πίσω, κι ανασήκωσε ξανά τη λεπίδα εξάσκησης, απαιτώντας ζωηρά άλλον έναν γύρο.

«Πώς τα πάει η Ντάιγκιαν;» ρώτησε η Κάντσουεϊν.

«Καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα», παραδέχτηκε η Μερίς. «Μένει ακόμα αρκετές ώρες κλεισμένη στα διαμερίσματά της, αλλά δεν κλαίει πια δημοσίως». Το βλέμμα της μετακινήθηκε από τους άντρες που χόρευαν με τα ξίφη σ’ έναν βαμμένο πράσινο πάγκο βαμμένο, όπου ο ρωμαλέος γκριζομάλλης Τόμας, ο Πρόμαχος της Βέριν, καθόταν πλάι σε κάποιον που του είχαν απομείνει ελάχιστες λευκές τρίχες. «Ο Ντάμερ ήθελε να προσπαθήσει να εφαρμόσει επάνω της τη Θεραπεία, αλλά η Ντάιγκιαν αρνήθηκε. Μπορεί να μην είχε Πρόμαχο στο παρελθόν, αλλά ξέρει ότι η θλίψη για έναν νεκρό Πρόμαχο αποτελεί μέρος της ανάμνησής του. Εκπλήσσομαι που η Κόρελε της το επέτρεψε καν».

Με μια κίνηση του κεφαλιού, η Ταραμπονέζα αδελφή έστρεψε και πάλι την προσοχή της στον Τζαχάρ. Οι Πρόμαχοι άλλων αδελφών δεν την ενδιέφεραν και τόσο, τουλάχιστον όχι όσο ο δικός της. «Οι Άσα’μαν θρηνούν όπως οι Πρόμαχοι. Νόμιζα πως ο Τζαχάρ κι ο Ντάμερ απλώς ακολουθούν τους υπόλοιπους, αλλά ο Τζαχάρ λέει πως κι αυτοί συνηθίζουν να κάνουν το ίδιο. Δεν παρενέβην καθόλου, φυσικά, απλώς τους παρακολουθούσα να πίνουν στη μνήμη του νεαρού Έμπεν της Ντάιγκιαν. Δεν ανέφεραν ούτε στιγμή τ’ όνομά του, αλλά γέμισαν μια κούπα με κρασί προς τιμήν του. Ο Μπασέιν κι ο Νίθαν έχουν υπ’ όψιν τους ότι μπορεί να πεθάνουν ανά πάσα στιγμή, και το αποδέχονται. Ο δε Τζαχάρ, περιμένει να συμβεί από μέρα σε μέρα. Θεωρεί πως κάθε ώρα που περνά είναι πιθανότατα κι η τελευταία του».

Η Κάντσουεϊν συγκρατήθηκε με το ζόρι για να μην κοιτάξει προς το μέρος της άλλης γυναίκας. Η Μερίς δεν μιλούσε συχνά τόσο πολύ. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, οι τρόποι της υποδήλωναν αταραξία, μα υπήρχε κάτι που την είχε αναστατώσει. «Ξέρω πολύ καλά ότι εξασκείσαι στη σύνδεση μαζί του», είπε ευγενικά, ατενίζοντας την αυλή. Ούτως ή άλλως, η ευγένεια ήταν απαραίτητη όταν μιλούσες σε μια άλλη αδελφή σχετικά με τον Πρόμαχό της, κι ένας λόγος που κοιτούσε συνοφρυωμένη την αυλή ήταν αυτός. «Αποφάσισες, τελικά, αν αυτό το αγόρι, ο αλ’Θόρ, πέτυχε ή όχι στη Σαντάρ Λογκόθ; Κατάφερε, άραγε, να εξαγνίσει το αρσενικό ήμισυ της Πηγής;»

Κι η Κόρελε εξασκούνταν στη σύνδεση με τον Ντάμερ, αλλά η Κίτρινη ήταν τόσο απορροφημένη στις άσκοπες προσπάθειές της να εκλογικεύσει πώς θα εφάρμοζε στο σαϊντάρ αυτό που εκείνος έκανε με το σαϊντίν, που δεν θα έδινε σημασία ακόμα κι αν το μίασμα του Σκοτεινού κυλούσε στον λαιμό της. Κρίμα που δεν είχε κατακτήσει το επώμιο πενήντα χρόνια νωρίτερα, γιατί έτσι θα είχε δεσμεύσει ήδη κάποιον άντρα και δεν θα ήταν αναγκασμένη να τον αναζητάει. Ωστόσο, πενήντα χρόνια πριν θα σήμαιναν ότι η Νόρλα είχε πεθάνει στο μικρό της σπίτι στους Μαύρους Λόφους πριν η Κάντσουεϊν Μελάιντριν πάει καν στον Λευκό Πύργο, κάτι που θα άλλαζε μεγάλο μέρος της ιστορίας. Αν μη τι άλλο, πιθανότατα δεν θα βρισκόταν στην παρούσα κατάσταση, οπότε το μόνο που είχε να κάνει ήταν να ψάχνει διακριτικά και να περιμένει.

Η Μερίς έμεινε ακίνητη και σιωπηλή για κάμποση ώρα κι έπειτα αναστέναξε. «Δεν ξέρω, Κάντσουεϊν. Το σαϊντάρ είναι ένας ήρεμος ωκεανός, που σε πάει όπου θέλεις, αρκεί να γνωρίζεις τα ρεύματα και να τ’ αφήσεις να σε μεταφέρουν. Το σαϊντίν, όμως... Είναι μια χιονοστιβάδα καυτής πέτρας. Κάτι σαν παγωμένα βουνά που καταρρέουν. Έχει καθαρότερη αίσθηση από την πρώτη φορά που συνδέθηκα με τον Τζαχάρ, αλλά σε αυτό το χάος μπορεί να κρυφτεί οτιδήποτε. Κυριολεκτικά οτιδήποτε».

Η Κάντσουεϊν ένευσε καταφατικά, αφού δεν ήταν διόλου σίγουρη ότι περίμενε άλλη απάντηση. Πώς να είναι βέβαιη ότι θα λάβει απάντηση στη μία από τις δύο σημαντικότερες ερωτήσεις του κόσμου όταν αδυνατούσε να απαντήσει σε απλά ζητήματα; Στην αυλή, το ξύλινο σπαθί του Λαν άγγιξε —άηχα αυτή τη φορά— τον λαιμό του Τζαχάρ κι ο ογκωδέστερος άντρας πήρε ξανά αμυντική στάση. Ο Νίθαν ξανασηκώθηκε, αλλά ο Τζαχάρ τού έκανε πάλι νόημα να καθίσει, σηκώνοντας θυμωμένα το ξίφος του και παίρνοντας την ανάλογη θέση. Ο τρίτος Πρόμαχος της Μερίς, ο Μπασέιν, ένας κοντός και πλατύστερνος τύπος, σχεδόν εξίσου σκουρόχρωμος με τον Τζαχάρ, παρ’ ότι Καιρχινός, γέλασε κι έκανε ένα αγενές σχόλιο για τους εξαιρετικά φιλόδοξους άντρες που σκοντάφτουν πάνω στο ίδιο τους το σπαθί. Ο Τόμας με τον Ντάμερ αντάλλαξαν ματιές και κούνησαν τα κεφάλια τους. Οι άντρες αυτής της ηλικίας είχαν εγκαταλείψει τον χλευασμό εδώ και καιρό. Ο κρότος του ξύλου που χτυπάει πάνω σε ξύλο ακούστηκε ξανά.

Οι υπόλοιποι τέσσερις Πρόμαχοι δεν ήταν οι μοναδικοί θεατές του Λαν και του Τζαχάρ στην αυλή. Το λεπτό κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά σε μακρόστενη πλεξούδα, που καθόταν σ’ έναν κόκκινο πάγκο ρίχνοντας τριγύρω ανήσυχες ματιές, ήταν το επίκεντρο της βλοσυρής προσοχής της Κάντσουεϊν. Μόνο αν αυτή η κοπέλα τοποθετούσε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό κάτω από τη μύτη κάποιου, εκείνος θα καταλάβαινε ότι επρόκειτο για Άες Σεντάι, κάτι που ίσχυε μεν, έστω και με καθαρά τεχνικούς όρους. Δεν είχε να κάνει με το γεγονός ότι η Νυνάβε είχε παιδικό πρόσωπο. Άλλωστε, κι η Μπελντάινε έδειχνε εξίσου νεαρή. Η Νυνάβε αναπήδησε στον πάγκο, έτοιμη λες να πεταχτεί όρθια. Πού και πού, το στόμα της τρεμούλιαζε, λες και πρόφερε σιωπηλές παροτρύνσεις, και μερικές φορές έκανε διάφορες κινήσεις με τα χέρια της, λες κι ήθελε να δείξει στον Λαν πώς να κινεί το ξίφος. Ήταν ένα ελαφρόμυαλο κορίτσι, γεμάτο πάθη, που σπάνια έδειχνε το μυαλό που διέθετε. Η Μιν δεν ήταν η μόνη που είχε αφοσιωθεί ψυχή και σώμα σε έναν άντρα. Σύμφωνα με τα έθιμα της νεκρής Μαλκίρ, η πορφυρή κουκίδα που ήταν ζωγραφισμένη στο μέτωπο της Νυνάβε υποδείκνυε τον γάμο της με τον Λαν, παρ’ ότι οι Κίτρινες σπάνια παντρεύονταν τους Προμάχους τους· ελάχιστες αδελφές είχαν προβεί σε κάτι τέτοιο. Επιπλέον, ο Λαν δεν ήταν καν Πρόμαχος της Νυνάβε, ασχέτως αν ο ίδιος και το κορίτσι προσποιούνταν το αντίθετο. Το πού ανήκε ο καθένας ήταν ένα θέμα από το οποίο ξεγλιστρούσαν σαν κλέφτες μες στη νύχτα.

Ακόμα πιο ενδιαφέροντα αλλά και πιο ανησυχητικά ήταν τα κοσμήματα που φορούσε η Νυνάβε, ένα μακρύ χρυσό περιδέραιο και μια λεπτή χρυσή ζώνη, με πανομοιότυπα βραχιόλια και δαχτυλίδια, ενώ οι κόκκινες, πράσινες και γαλάζιες πολύτιμες πέτρες που τα διακοσμούσαν έρχονταν σε έντονη αντίθεση με το κίτρινο ριγωτό φόρεμά της. Επίσης, στο αριστερό της χέρι φορούσε εκείνον τον περίεργο συνδυασμό από χρυσά δαχτυλίδια προσκολλημένα με μια επίπεδη αλυσίδα σε χρυσαφιά βραχιόλια. Ήταν ανγκριάλ, πολύ ισχυρότερο από τα στολίδια που φορούσε η Κάντσουεϊν στα μαλλιά της. Τα υπόλοιπα στολίδια έμοιαζαν πολύ με τη δική της διακόσμηση, τα τερ’ανγκριάλ, και κατά πάσα πιθανότητα είχαν φτιαχτεί περίπου την ίδια περίοδο, στη διάρκεια του Τσακίσματος του Κόσμου, όταν μια Άες Σεντάι ήταν πολύ πιθανό να βρει κάμποσους ανθρώπους στραμμένους εναντίον της, ειδικά αν επρόκειτο για άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης. Φάνταζε αλλόκοτο ότι αποκαλούνταν κι εκείνοι Άες Σεντάι. Ήταν σαν να συναντούσες έναν άντρα που λεγόταν Κάντσουεϊν.

Το ερώτημα, όμως —αν κι όλο της το πρωινό είχε περάσει με ερωτήματα, κι ακόμα δεν είχε καν μεσημεριάσει— ήταν κατά πόσον το κορίτσι φορούσε αυτά τα κοσμήματα εξαιτίας αυτού του αγοριού, του αλ’Θόρ, ή εξαιτίας των Άσα’μαν. Ή μήπως τα φορούσε επειδή ήταν παρούσα η Κάντσουεϊν Μελάιντριν; Η Νυνάβε είχε δείξει και με το παραπάνω την αφοσίωσή της σ’ έναν νεαρό συγχωριανό της, αλλά είχε αφήσει να φανεί εξίσου κι η επιφυλακτικότητά της. Ναι, όταν ήθελε, είχε αρκετό μυαλό. Ωστόσο, μέχρι να απαντηθεί αυτή η ερώτηση, ήταν κάπως επικίνδυνο να εμπιστεύεται υπερβολικά την κοπέλα. Το πρόβλημα ήταν ότι ελάχιστα πράγματα ετούτες τις μέρες δεν φάνταζαν όντως επικίνδυνα.

«Ο Τζαχάρ όσο πάει και δυναμώνει», σχολίασε άξαφνα η Μερίς.

Για μια στιγμή, η Κάντσουεϊν κοίταξε συνοφρυωμένη την άλλη Πράσινη. Δυναμώνει; Η πουκαμίσα του άντρα είχε αρχίσει να κολλάει από τον ιδρώτα στην πλάτη του, ενώ ο Λαν ίσα-ίσα που είχε ιδρώσει. Κατόπιν όμως, κατάλαβε. Η Μερίς εννοούσε ό,τι είχε να κάνει με τη Δύναμη. Η Κάντσουεϊν, ωστόσο, δεν συγκράτησε έναν μορφασμό απορίας. Αδυνατούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε εκδηλωθεί έκπληξη στο πρόσωπό της. Μπορεί να ήταν πολλά χρόνια πριν, στους Μαύρους Λόφους, όταν είχε αρχίσει να κερδίζει τα στολίδια που φορούσε τώρα.

«Αρχικά, είχα την εντύπωση πως αυτός ο βίαιος τρόπος με τον οποίο εκπαιδεύονται οι Άσα’μαν τον είχε εξωθήσει να δείξει το πλήρες εύρος της δύναμής του», είπε η Μερίς, κοιτώντας βλοσυρά τους δύο άντρες που εξασκούνταν στην ξιφασκία. Όχι, μάλλον τον Τζαχάρ κοιτούσε βλοσυρά. Δεν ήταν παρά ένα απλό ζάρωμα των ματιών της, μια και το βαθύτερο συνοφρύωμα το φύλαγε γι’ αυτούς που έβλεπαν και γνώριζαν τη δυσαρέσκειά της. «Στη Σαντάρ Λογκόθ, νόμιζα πως ήταν η ιδέα μου. Πριν από τρεις-τέσσερις μέρες είχα πειστεί σχεδόν πως έκανα λάθος. Τώρα πια, είμαι σίγουρη πως είχα δίκιο. Αν οι άντρες αυξάνουν τη δύναμή τους με τον ανταγωνισμό, δεν μπορώ καν να φανταστώ μέχρι πού μπορεί να φτάσει».

Φυσικά, δεν ανέφερε καθόλου την προφανή της ανησυχία, μήπως δηλαδή γινόταν δυνατότερος από την ίδια. Το να πει κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο και, παρ’ όλο που η Μερίς είχε συνηθίσει να πραγματοποιεί τα αδιανόητα —ας μην ξεχνάμε πως οι περισσότερες αδελφές θα λιποθυμούσαν στην ιδέα ότι είχε δεσμεύσει έναν άντρα που μπορούσε να διαβιβάσει— δεν ένιωθε και τόσο άνετα όταν τα αποκάλυπτε. Η Κάντσουεϊν, αντίθετα, δεν αισθανόταν αμηχανία, αλλά προτιμούσε να τηρεί κάποια ουδετερότητα. Μα το Φως, πόσο μισούσε να είναι ευγενική και να πρέπει να το δείχνει κιόλας.

«Δείχνει ικανοποιημένος, Μερίς». Οι Πρόμαχοι της Μερίς πάντα έδειχναν ικανοποιημένοι, γιατί η ίδια τούς φερόταν καλά.

«Είναι οργισμένος...» Η γυναίκα άγγιξε το πλάι του κεφαλιού της, λες και ψηλάφιζε όλον αυτόν τον όγκο των αισθήσεων που ένιωθε μέσω του δεσμού. Ήταν πράγματι αναστατωμένη! «Δεν είναι οργισμένος, απλώς απογοητευμένος». Άπλωσε το χέρι της στο δερμάτινο πράσινο πουγκί της ζώνης της και τράβηξε έξω μια μικρή σμαλτωμένη καρφίτσα, μια ελικοειδή φιγούρα σε χρυσοπόρφυρο χρώμα, σαν φίδι με πόδια και χαίτη λιονταριού. «Δεν έχω ιδέα πού το βρήκε ο αλ’Θόρ, αλλά το έδωσε στον Τζαχάρ. Φαίνεται πως για τους Άσα’μαν αντιστοιχεί στην κατάκτηση του επωμίου. Βέβαια, χρειάστηκε να του το πάρω. Ο Τζαχάρ βρίσκεται στη φάση όπου πρέπει να μάθει να αποδέχεται όσα του λέω. Πάντως, είναι αρκετά ταραγμένος με αυτό το πράγμα... Λες να του το δώσω πίσω; Από μια άποψη, θα είναι σαν να του το χαρίζω εγώ».

Τα φρύδια της Κάντσουεϊν υψώθηκαν πριν προλάβει να τα ελέγξει. Η Μερίς ζητούσε τη συμβουλή της για κάποιον από τους Προμάχους της; Βέβαια, η Κάντσουεϊν τής είχε πει ότι έπρεπε να βολιδοσκοπήσει τον άντρα εξ αρχής, αλλά αυτή η οικειότητα ήταν κάτι... Αδιανόητο; Πφφ! «Είμαι σίγουρη ότι θα πάρεις τη σωστή απόφαση».

Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη Νυνάβε, άφησε την ψηλότερη γυναίκα να χαϊδεύει τη σμαλτωμένη καρφίτσα με τον αντίχειρά της και να κοιτάει συνοφρυωμένη την αυλή. Ο Λαν είχε νικήσει τον Τζαχάρ για άλλη μια φορά, αλλά ο νεαρός είχε πάρει ξανά θέση, απαιτώντας έναν ακόμη γύρο. Ό,τι κι αν αποφάσιζε η Μερίς, είχε μάθει κάτι που δεν της άρεσε διόλου. Τα όρια μεταξύ Άες Σεντάι και Προμάχων ήταν ανέκαθεν εξίσου ξεκάθαρα με τις επαφές τους. Οι Άες Σεντάι πρόσταζαν κι οι Πρόμαχοι υπάκουαν. Από τη στιγμή όμως που η Μερίς, αν είναι δυνατόν, αμφιταλαντευόταν για μια καρφίτσα —αυτή, που κατάφερνε πάντα να δείχνει σιδερένια πυγμή απέναντι στους Προμάχους της— τότε τα όρια θα έπρεπε να αλλάξουν, αναφορικά τουλάχιστον με τους Προμάχους που είχαν την ικανότητα της διαβίβασης. Δεν έμοιαζε πολύ πιθανό να σταματούσε τώρα η δέσμευσή τους, κι απόδειξη γι’ αυτό ήταν η Μπελντάινε. Μπορεί οι άνθρωποι να μην άλλαζαν εύκολα, όμως άλλαζε ο κόσμος, και μάλιστα με ανησυχητική συχνότητα. Απλώς, έπρεπε να καταφέρεις να ζεις μ’ αυτό ή τουλάχιστον να επιζείς. Πού και πού, με λίγη τύχη, μπορούσες να επηρεάσεις την κατεύθυνση κάποιων αλλαγών, αλλά ακόμα κι αν σταματούσες μία, θα έθετες σε κίνηση κάποιες άλλες.

Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν βρήκε αφύλακτη την πόρτα του δωματίου του αλ’Θόρ. Η Αλίβια ήταν παρούσα, φυσικά, καθισμένη σ’ έναν πάγκο από τη μία μεριά της πόρτας, με τα χέρια σταυρωμένα σε στάση υπομονής πάνω στα γόνατά της. Η Σωντσάν με τα ανοιχτόξανθα μαλλιά είχε διοριστεί από μόνη της προστάτιδα του αγοριού. Του χρωστούσε ευγνωμοσύνη, επειδή την είχε απαλλάξει από το περιλαίμιο της νταμέην, αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό. Η Μιν δεν τη συμπαθούσε καθόλου κι η αντιπάθειά της δεν είχε να κάνει με τη συνηθισμένη ζήλια. Η Αλίβια έμοιαζε να μην έχει ιδέα τι κάνουν μαζί ένας άντρας και μια γυναίκα. Ωστόσο, υπήρχε κάποιου είδους επαφή ανάμεσα στην ίδια και στο αγόρι, μια επαφή που γινόταν φανερή από τις φευγαλέες ματιές που έκρυβαν αποφασιστικότητα από τη μεριά της κι ελπίδα από τη μεριά του, όσο κι αν ήταν απίστευτο κάτι τέτοιο. Μέχρι να μάθει Κάντσουεϊν τι συνέβαινε εκεί, δεν σκόπευε να κάνει κάτι για να τους χωρίσει. Το διαπεραστικό γαλάζιο βλέμμα της Αλίβια περιεργάστηκε την Κάντσουεϊν με σεβάσμια επιφύλαξη, δίχως να τη θεωρεί εχθρό. Άλλωστε, η Αλίβια δεν είχε πολλά-πολλά με όσους θεωρούσε εχθρούς του αλ’Θόρ.

Η άλλη φρουρός είχε σχεδόν τον ίδιο σωματότυπο με την Αλίβια, αλλά κατά τ’ άλλα διέφεραν εντελώς, όχι μονάχα επειδή τα μάτια της Έλζα ήταν καφετιά κι είχε αυτή την ήρεμη και θαλερή όψη μιας Άες Σεντάι, ενώ η Αλίβια είχε λεπτές ρυτίδες στις άκρες των ματιών της και γκρίζες τούφες κρυμμένες στα μαλλιά της. Η Έλζα αναπήδησε μόλις είδε την Κάντσουεϊν, στάθηκε ακίνητη μπροστά στην είσοδο και τυλίχτηκε σφιχτά με το επώμιό της. «Δεν είναι μόνος», είπε. Η παγερότητα ήταν έκδηλη στη φωνή της.

«Σκοπεύεις να μ’ εμποδίσεις να μπω;» ρώτησε εξίσου ψυχρά η Κάντσουεϊν. Η Αντορινή Πράσινη έπρεπε να κάνει στην άκρη. Η Έλζα ήταν αρκετά ανίσχυρη στη Δύναμη, οπότε θα έπρεπε να διστάσει πριν μιλήσει, ίσως μάλιστα να έπρεπε να περιμένει κάποια διαταγή εκ μέρους της Κάντσουεϊν, αλλά σε αντίθεση με όλα αυτά, η γυναίκα στύλωσε τα πόδια της και το βλέμμα της πυρακτώθηκε.

Η αμηχανία πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Πέντε ακόμα αδελφές στο αρχοντικό είχαν δηλώσει αφοσίωση στο αγόρι, ενώ όσες είχαν μείνει πιστές στην Ελάιντα έριχναν ματιές γεμάτες υποψία στην Κάντσουεϊν, σαν να ήταν αβέβαιες για τους σκοπούς της απέναντι στον Ραντ. Το ερώτημα ήταν γιατί δεν έκανε κι η Βέριν το ίδιο. Ωστόσο, η αλήθεια ήταν ότι μονάχα η Έλζα είχε προσπαθήσει να την εμποδίσει. Η στάση της γυναίκας ξεχείλιζε από ζήλια, κάτι που όμως δεν έβγαζε νόημα. Δεν ήταν δυνατόν να πιστεύει πραγματικά πως η ίδια ήταν καταλληλότερη για σύμβουλός του, άσε που αν υπήρχε η παραμικρή υποψία ότι η Έλζα ποθούσε το αγόρι, ως άντρα ή ως Πρόμαχο, οι βρυχηθμοί της Μιν θα ακούγονταν έως εδώ. Τα ένστικτα του κοριτσιού ήταν ακονισμένα στο έπακρο. Η Κάντσουεϊν λίγο ακόμα και θα έτριζε τα δόντια της, μόνο που δεν το συνήθιζε.

Ήταν έτοιμη να διατάξει την Έλζα να κάνει στην άκρη, αλλά εκείνη τη στιγμή η Αλίβια έγειρε μπροστά. «Αυτός είπε να τη φωνάξουν, Έλζα», είπε με τη μακρόσυρτη προφορά της. «Θα νευριάσει αν την αφήσουμε έξω, και θα νευριάσει μ’ εμάς, όχι μ’ αυτήν. Άφησέ τη να περάσει».

Η Έλζα λοξοκοίταξε τη Σωντσάν με την άκρη του ματιού της και τα χείλη της σφίχτηκαν περιφρονητικά. Η Αλίβια ήταν κατά πολύ ισχυρότερη στη Δύναμη —ισχυρότερη κι από την Κάντσουεϊν— αλλά ήταν αδέσποτη και, σύμφωνα με τη γνώμη της Έλζα, ψεύτρα. Η μελαχρινή γυναίκα δεν έμοιαζε να αποδέχεται τόσο εύκολα ότι η Αλίβια είχε υπάρξει νταμέην, πόσω μάλλον το ευρύτερο ιστορικό της. Ωστόσο, η Έλζα έριξε μια ματιά στην Κάντσουεϊν και στην πόρτα πίσω της και μετακίνησε το επώμιο. Ήταν προφανές ότι δεν είχε καμία όρεξη να θυμώσει το αγόρι μαζί της.

«Πάω να δω αν είναι έτοιμος να σε δεχτεί», είπε, σκυθρωπά σχεδόν. «Μείνε μαζί της», πρόσθεσε με ακόμα πιο κοφτό τόνο, απευθυνόμενη στην Αλίβια, και στράφηκε να χτυπήσει ανάλαφρα την πόρτα του Ραντ. Μια αντρική φωνή ακούστηκε από το εσωτερικό κι η γυναίκα άνοιξε την πόρτα ίσα-ίσα για να γλιστρήσει μέσα, κλείνοντάς την ερμητικά πίσω της.

«Συγχώρα την», είπε η Αλίβια μ’ εκείνη την εκνευριστικά αργή και μαλακή προφορά των Σωντσάν. «Μου φαίνεται πως έχει πάρει πολύ σοβαρά τον όρκο της. Δεν έχει συνηθίσει να είναι στην υπηρεσία κάποιου».

«Οι Άες Σεντάι κρατούν τον λόγο τους», αποκρίθηκε ξερά η Κάντσουεϊν. Αυτή η γυναίκα την έκανε να αισθάνεται λες κι ο τρόπος που μιλούσε ήταν εξίσου γρήγορος και λακωνικός με μιας Καιρχινής! «Έτσι πρέπει, άλλωστε».

«Νομίζω πως εσύ ειδικά τον κρατάς, όπως κι εγώ, θα πρέπει να ξέρεις. Του χρωστάω τα πάντα».

Το σχόλιο ήταν εντυπωσιακό, κάτι σαν αποκάλυψη, αλλά πριν ακόμα η Κάντσουεϊν το εκμεταλλευτεί, η Έλζα βγήκε από το δωμάτιο. Πίσω της ακολουθούσε ο Άλγκαριν, με το περιποιημένο άσπρο μούσι του. Υποκλίθηκε στην Κάντσουεϊν και το χαμόγελό του βάθυνε τις ζάρες του προσώπου του. Το απλό πανωφόρι του από σκούρο μαλλί, φτιαγμένο όταν ήταν στα νιάτα του, κρεμόταν χαλαρά από πάνω του, και τα μαλλιά του είχαν αραιώσει και δεν κάλυπταν πια το περισσότερο μέρος του κεφαλιού του. Η πιθανότητα να απαντηθεί το ερώτημα γιατί είχε επισκεφτεί αυτό το αγόρι, τον αλ’Θόρ, ήταν πολύ μικρή.

«Τώρα, μπορεί να σε δεχτεί», είπε κοφτά η Έλζα.

Η Κάντσουεϊν, πραγματικά, κόντεψε να τρίξει τα δόντια της. Τόσο η Αλίβια, όσο κι ο Άλγκαριν, έπρεπε να περιμένουν.

Το αγόρι είχε ήδη σηκωθεί όταν η Κάντσουεϊν μπήκε. Ήταν εξίσου σχεδόν ψηλό και πλατύστερνο όσο κι ο Λαν, και φορούσε ένα μαύρο πανωφόρι δουλεμένο με χρυσάφι στα μανίκια και στον ψηλό γιακά. Έμοιαζε αρκετά με πανωφόρι των Άσα’μαν, με πρόσθετο κέντημα για να γίνει πιο αρεστός στη γυναίκα, αλλά η Κάντσουεϊν δεν είπε τίποτα. Το αγόρι έκανε μια ευγενέστατη υπόκλιση, της πρόσφερε ένα κάθισμα με φουντωτό μαξιλαράκι μπροστά στο τζάκι και τη ρώτησε αν επιθυμούσε ένα ποτήρι κρασί. Το περιεχόμενο της κανάτας, που βρισκόταν στο παράπλευρο τραπέζι μαζί με δύο κούπες, είχε κρυώσει, αλλά μπορούσε να πει να φέρουν άλλο. Η γυναίκα είχε κάνει σκληρή δουλειά για να τον εξευγενίσει. Το τι φορούσε δεν είχε πια την παραμικρή σημασία, μια κι υπήρχαν πολύ σημαντικότερα ζητήματα για τα οποία έπρεπε να του δώσει μια κατεύθυνση ή, εν ανάγκη, να τον αναγκάσει να τα λύσει με το ζόρι. Η Κάντσουεϊν δεν σκόπευε να χάσει την ώρα της με τα ρούχα του.

Γέρνοντας ευγενικά το κεφάλι της, αρνήθηκε το κρασί. Είναι αλήθεια ότι ένα ποτήρι κρασί προσφέρει πολλές ευκαιρίες —ρουφάς μια γουλιά όταν θέλεις να σκεφτείς για λίγο, ή το κοιτάς όταν θέλεις να κρύψεις το βλέμμα σου— αλλά αυτός εδώ ο νεαρός χρειαζόταν διαρκή επιτήρηση. Η έκφραση του προσώπου του δεν αποκάλυπτε τίποτα, όπως κι οποιασδήποτε αδελφής. Με αυτά τα σκούρα κόκκινα μαλλιά και τα γκριζογάλανα μάτια θα μπορούσε κάλλιστα να περάσει για Αελίτης, αλλά υπήρχαν ελάχιστοι Αελίτες με τόσο παγερό βλέμμα. Το βλέμμα αυτό έκανε τον πρωινό ουρανό που ατένιζε προηγουμένως η γυναίκα να φαντάζει ζεστός. Η ματιά του ήταν ψυχρότερη κι από εκείνη πριν από τα γεγονότα στη Σαντάρ Λογκόθ. Και πιο σκληρή, δυστυχώς. Ωστόσο, φάνταζε κάπως... αποκαμωμένη.

«Ο Άλγκαριν είχε έναν αδελφό που μπορούσε να διαβιβάσει», είπε ο νεαρός, στρεφόμενος προς μια καρέκλα απέναντι του. Λίγο πριν τη φτάσει όμως, τρίκλισε. Πιάστηκε από το μπράτσο του καθίσματος, αφήνοντας ένα γέλιο σαν γάβγισμα, προσποιούμενος πως σκόνταψε πάνω στις μπόχες του, αν και δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Επιπλέον, δεν είχε αδράξει το σαϊντίν —τον είχε δει να κλονίζεται όποτε το έκανε— ειδάλλως θα την είχαν προειδοποιήσει τα στολίδια της. Η Κόρελε ισχυριζόταν πως χρειαζόταν λίγο ύπνο ακόμα για να συνέλθει από τη Σαντάρ Λογκόθ. Μα το Φως, έπρεπε να κρατήσει ζωντανό το αγόρι πάση θυσία, αλλιώς θα χάνονταν όλα!

«Το ξέρω», αποκρίθηκε η γυναίκα. Και, αφού ήταν ολοφάνερο ότι ο Άλγκαριν τού είχε αποκαλύψει τα πάντα, πρόσθεσε: «Εγώ συνέλαβα τον Έμαριν και τον οδήγησα στην Ταρ Βάλον». Για μερικούς, ήταν πολύ παράξενη η ευγνωμοσύνη που ένιωθε ο Άλγκαριν, αλλά ο νεότερος αδελφός του επέζησε από το ειρήνεμα για περισσότερα από δέκα χρόνια από τότε που η Κάντσουεϊν τον είχε βοηθήσει να συμφιλιωθεί με το γεγονός. Τα δύο αδέλφια ήταν πολύ δεμένα μεταξύ τους.

Τα φρύδια του αγοριού συσπάστηκαν καθώς καθόταν στην καρέκλα. Δεν γνώριζε τίποτα. «Ο Άλγκαριν επιθυμεί να περάσει τη δοκιμασία», είπε.

Η γυναίκα τον κοίταξε κατάματα, γαλήνια, αλλά συγκράτησε τα λόγια της. Τα παιδιά του Άλγκαριν είχαν παντρευτεί, όσα ζούσαν ακόμα δηλαδή. Ίσως ο ίδιος να ήταν έτοιμος να παραχωρήσει στους απογόνους του αυτό το κομμάτι γης. Όπως και να έχει όμως, ένας άντρας με τη δυνατότητα της διαβίβασης λιγότερος ή περισσότερος δεν έκανε μεγάλη διαφορά τη συγκεκριμένη στιγμή. Εκτός κι αν μιλάμε για αυτό το αγόρι που την κοίταζε έντονα.

Μια στιγμή αργότερα, το αγόρι ανασήκωσε το πηγούνι του σαν να έκανε κάποιο νόημα. Μήπως τη δοκίμαζε; «Μη φοβάσαι, άμα κάνεις καμιά ανοησία, δεν θα παραλείψω να σου το πω, αγόρι μου». Ο περισσότερος κόσμος είχε υπ’ όψιν του ότι, από την πρώτη γνωριμία κι ύστερα, η Κάντσουεϊν ήταν φαρμακόγλωσσα, κι αυτός εδώ ο νεαρός χρειαζόταν υπενθύμιση από καιρού εις καιρόν. Το αγόρι έβγαλε έναν ήχο σαν μουγκρητό, που θα μπορούσε να είναι γέλιο, αλλά να υποδηλώνει και θλίψη. Η Κάντσουεϊν υπενθύμισε στον εαυτό της ότι ο αλ’Θόρ επιθυμούσε να τον διδάξει κάτι, αν κι ούτε ο ίδιος δεν ήξερε τι ακριβώς. Δεν είχε και πολλή σημασία. Είχε μια ολόκληρη λίστα στη διάθεσή της για να διαλέξει, και βρισκόταν ακόμα στην αρχή.

Η έκφραση του προσώπου του θα μπορούσε να είναι σκαλισμένη σε πέτρα, αλλά ο νεαρός πήδησε όρθιος κι άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω, ανάμεσα στο τζάκι και την πόρτα. Τα χέρια του ήταν σφιγμένα σε γροθιές πίσω από την πλάτη του. «Συζητούσα με την Αλίβια σχετικά με τους Σωντσάν», είπε. «Αποκαλούν τον στρατό τους Στρατό της Αιώνιας Νίκης κι έχουν σοβαρό λόγο. Δεν έχουν χάσει ποτέ πόλεμο στο παρελθόν. Μάχες ναι, πόλεμο ποτέ. Όταν χάνουν μια μάχη, κάθονται κι αναλύουν τι έκαναν οι ίδιοι λάθος ή τι έκανε σωστά ο εχθρός. Κατόπιν, προχωρούν στις ανάλογες αλλαγές και κερδίζουν».

«Πολύ σοφό αυτό», είπε η Κάντσουεϊν μόλις ο αλ’Θόρ σταμάτησε τη λογοδιάρροια. Ήταν ολοφάνερο πως το αγόρι περίμενε κάποιο σχόλιο εκ μέρους της. «Ξέρω κάμποσους άντρες που κάνουν ακριβώς το ίδιο. Ο Ντάβραμ Μπασίρε, ας πούμε, ή ο Γκάρεθ Μπράυν, ο Ρόντελ Ιτουράλντε, ο Άγκελμαρ Τζάγκαντ. Ακόμα κι ο Πέντρον Νάιαλ το έκανε όσο ζούσε. Σπουδαίοι αρχηγοί όλοι τους».

«Πράγματι», είπε ο νεαρός, εξακολουθώντας να πηγαινοέρχεται. Δεν κοιτούσε προς το μέρος της, ίσως να μην την έβλεπε καν, αλλά άκουγε. Μακάρι να έδινε και την ανάλογη προσοχή στα λόγια της. «Πέντε άντρες, όλοι τους μεγάλοι αρχηγοί, αλλά από τους Σωντσάν το εφαρμόζουν όλοι. Έτσι έχουν συνηθίσει, χιλιάδες χρόνια τώρα. Αλλάζουν ό,τι είναι απαραίτητο, αλλά δεν τα παρατούν ποτέ».

«Πιστεύεις, δηλαδή, πως είναι αδύνατον να ηττηθούν;» τον ρώτησε ήρεμα. Η ηρεμία είναι ό,τι πιο ταιριαστό μέχρι να πληροφορηθείς τα γεγονότα, αλλά και μετά συνήθως.

Το αγόρι κινήθηκε γύρω της, με ύφος υπεροπτικό και βλέμμα παγερό. «Στο τέλος, θα τους νικήσω», είπε, πασχίζοντας να διατηρήσει σε πολιτισμένα επίπεδα τον τόνο της φωνής του, κάτι που σίγουρα θα ήταν προτιμότερο. Όσο λιγότερες φορές χρειαζόταν να αποδείξει η Κάντσουεϊν ότι μπορούσε κι έπρεπε να τιμωρεί τις παραβιάσεις των κανόνων της, τόσο το καλύτερο. «Όμως...» Έκοψε την πρόταση στη μέση κι άφησε έναν γρυλισμό καθώς η οχλοβοή από τον διάδρομο διαπέρασε την πόρτα.

Μια στιγμή αργότερα, η πόρτα άνοιξε με δύναμη κι η Έλζα μπήκε με την πλάτη, εξακολουθώντας να λογομαχεί και προσπαθώντας με τα χέρια απλωμένα να συγκρατήσει δύο άλλες αδελφές. Η Έριαν, με το ωχρό της πρόσωπο να έχει αναψοκοκκινίσει, έσπρωχνε την άλλη Πράσινη μπροστά της. Η Σαρίνε, μια τόσο όμορφη γυναίκα, που μπροστά της η Έριαν φάνταζε σχεδόν συνηθισμένη, είχε μια έκφραση πιο ψύχραιμη —κάτι αναμενόμενο για Λευκή—, αλλά κουνούσε το κεφάλι της εκνευρισμένη, και μάλιστα τόσο έντονα, που οι χρωματιστές χάντρες πάνω στις λεπτές της πλεξούδες κροτάλιζαν μεταξύ τους. Η Σαρίνε ήταν ευέξαπτος χαρακτήρας, αλλά τις περισσότερες φορές απέφευγε να το δείξει.

«Έρχονται ο Μπάρτολ κι ο Ράσαν», ανήγγειλε με στόμφο η Έριαν, με την ταραχή να εντείνει την Ιλιανή προφορά της. Επρόκειτο για τους δύο Προμάχους της, που είχαν ξεμείνει στην Καιρχίν. «Δεν τους διέταξα να έρθουν, αλλά φαίνεται ότι κάποιος Ταξίδεψε μαζί τους. Πριν από μία ώρα, τους διαισθάνθηκα να πλησιάζουν, και τώρα βρίσκονται ακόμα πιο κοντά. Έρχονται προς τα εδώ».

«Κι ο δικός μου, ο Βιτάλιεν, έρχεται προς τα εδώ», είπε η Σαρίνε. «Θαρρώ πως θα καταφθάσει σε λίγες ώρες».

Η Έλζα άφησε τα χέρια της να πέσουν άτονα στα πλευρά της και, παρά την ακαμψία της πλάτης της, εξακολουθούσε να αγριοκοιτάζει τις δύο αδελφές. «Κι ο Φίαριλ θα βρίσκεται εδώ όπου να ’ναι», μουρμούρισε. Ήταν ο μοναδικός της Πρόμαχος. Κυκλοφορούσε μια φήμη ότι είχαν παντρευτεί, κι οι παντρεμένες Πράσινες σπάνια είχαν επιπλέον Προμάχους. Η Κάντσουεϊν αναρωτήθηκε αν η γυναίκα θα το είχε αναφέρει καν στην περίπτωση που οι άλλες δεν μιλούσαν.

«Δεν το περίμενα τόσο σύντομα», είπε μαλακά το αγόρι, αν κι η φωνή του ακουγόταν ατσαλένια. «Από την άλλη, πώς είναι δυνατόν να απαιτώ από τα γεγονότα να με περιμένουν. Έτσι δεν είναι, Κάντσουεϊν;»

«Τα γεγονότα δεν περιμένουν ποτέ κανέναν», αποκρίθηκε η Κάντσουεϊν και σηκώθηκε όρθια. Η Έριαν μόρφασε, λες και την έβλεπε για πρώτη φορά, παρ’ όλο που η Κάντσουεϊν ήταν σίγουρη πως το πρόσωπό της ήταν εξίσου ήρεμο με του αγοριού και, πιθανότατα, εξίσου αμείλικτο. Το τι είχε αναγκάσει τους Προμάχους να έρθουν από την Καιρχίν και το ποιος είχε Ταξιδέψει μαζί τους ήταν δύο θέματα που απαιτούσαν λύση, αλλά είχε την εντύπωση πως είχε πάρει ήδη μια απάντηση από το αγόρι, κι έπρεπε να σκεφτεί πολύ σοβαρά τι είδους συμβουλή θα του έδινε. Μερικές φορές, οι απαντήσεις ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα από τις ερωτήσεις.

Загрузка...