Η πύλη βρισκόταν σε τέτοια θέση, ώστε η Ηλαίην φάνηκε να βγαίνει από μια τρύπα στον τοίχο του δρόμου, σε μια πλατεία σημαδεμένη για λόγους ασφαλείας από κρασοβάρελα γεμάτα άμμο, τα οποία στέκονταν όρθια στο λιθόστρωτο. Όλως περιέργως, δεν διαισθανόταν ούτε μία γυναίκα να διαβιβάζει μες στο παλάτι, μολονότι ο χώρος φιλοξενούσε περισσότερες από εκατόν πενήντα με τη συγκεκριμένη ικανότητα. Κάποιες θα είχαν παραμείνει στα εξωτερικά τείχη της πόλης, βέβαια, αρκετά μακριά για να νιώσει κάτι περισσότερο από ένα είδος συνδετικού κύκλου, ενώ άλλες θα πρέπει να βρίσκονταν εκτός πόλεως. Κι όμως, πάντα υπήρχε κάποια στο παλάτι που χρησιμοποιούσε σαϊντάρ, είτε για ν’ αναγκάσει μια αιχμάλωτη σουλ’ντάμ να παραδεχτεί ότι μπορεί να δει τις υφάνσεις της Μίας Δύναμης, είτε απλά για να ισιώσει τις ζάρες ενός ρούχου χωρίς να ζεστάνει σίδερο. Όχι σήμερα, όμως. Η αλαζονεία των Ανεμοσκόπων συχνά ανταγωνιζόταν τη χειρότερη που μπορούσε να επιδείξει μια Άες Σεντάι, αλλά ακόμα κι αυτή η αλαζονεία είχε κατασιγαστεί εξαιτίας του φαινομένου που διαισθάνονταν. Η Ηλαίην σκέφτηκε ότι, αν σκαρφάλωνε σε ένα ψηλό παράθυρο, θα μπορούσε να δει τις υφάνσεις εκείνου του μεγάλου πυρσού, έστω κι αν απείχε εκατοντάδες λεύγες. Αισθανόταν σαν μυρμήγκι που μόλις είχε συνειδητοποιήσει το μέγεθος των βουνών, ένα μυρμήγκι που σύγκρινε τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου με τους λόφους που του προκαλούσαν δέος μέχρι τότε. Ναι, ακόμα κι οι Ανεμοσκόποι φάνταζαν ασήμαντες μπροστά σε αυτό.
Στην ανατολική πλευρά του παλατιού, με προσόψεις στη βορεινή και στη νότια από διώροφους στάβλους, φτιαγμένους από ατόφια λευκή πέτρα, η Βασιλική Αυλή των Στάβλων φιλοξενούσε κατά παράδοση τις προσωπικές άμαξες και τα άλογα της Βασίλισσας, αλλά η Ηλαίην δίσταζε να τη χρησιμοποιήσει προτού αποκτούσε τον Θρόνο του Λιονταριού επισήμως. Τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον θρόνο ήταν ντελικάτα όσο ένας χορός, αλλά ακόμα κι αν κάποια στιγμή ο χορός μετατρεπόταν σε καυγά, εσύ όφειλες να χορεύεις ακόμη με χάρη κι ακρίβεια για να πετύχεις τους στόχους σου. Η διεκδίκηση προνομίων πριν από την επικύρωση της εξουσίας τους είχε στοιχίσει σε μερικές γυναίκες την ευκαιρία να κυβερνήσουν. Τελικά, η Ηλαίην είχε κρίνει ότι δεν ήταν η υπέρβαση αυτό που θα την έκανε να φανεί υπέρ το δέον αλαζονική. Επιπλέον, η Βασιλική Αυλή των Στάβλων ήταν σχετικά μικρή κατ δεν είχε καμία άλλη χρήση. Δεν χρειαζόταν να απομακρυνθεί πολύς κόσμος, στο ενδεχόμενο άνοιγμα νέας πύλης. Για την ακρίβεια, όταν η Ηλαίην μπήκε στη λιθόστρωτη αυλή, τη βρήκε άδεια, εξαιρουμένου ενός σταβλίτη με κόκκινο πανωφόρι, ο οποίος στεκόταν κάτω από μία αψιδωτή είσοδο και στράφηκε αμέσως προς το εσωτερικό φωνάζοντας, με αποτέλεσμα να ξεχυθούν κάμποσες ντουζίνες από δαύτους καθώς η Ηλαίην απομάκρυνε τον Πυρόκαρδο από τη σημαδεμένη πλατεία. Σε τελική ανάλυση, ίσως είχε επιστρέψει συνοδεία ισχυρών αριστοκρατών ή απλώς ήλπιζαν σε κάτι τέτοιο.
Η Κάσεϊλ οδήγησε τις Φρουρούς μέσα από την πύλη και διέταξε τις περισσότερες να ξεπεζέψουν και να φροντίσουν τα ζώα τους. Η ίδια και πέντ’ έξι άλλες παρέμειναν στις σέλες τους, προσέχοντας να μη χτυπήσουν κατά λάθος τα κεφάλια των πεζών. Ακόμα κι εδώ, δεν άφηνε επ’ ουδενί αφύλακτη την Ηλαίην. Ειδικά εδώ, όπου κινδύνευε περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε μέγαρο είχε επισκεφθεί. Οι άντρες του Οίκου Μάθεριν μαζεύτηκαν τριγύρω και μπλέχτηκαν στα πόδια ιπποκόμων και Φρουρών, κοιτώντας αποσβολωμένοι τους λευκούς πέτρινους εξώστες και τις κιονοστοιχίες που δέσποζαν πάνω από την αυλή, καθώς επίσης τους οβελίσκους και τους χρυσούς θόλους που ήταν ορατοί πιο πέρα. Το κρύο εδώ φαινόταν λιγότερο απ’ ό,τι στα βουνά —δεν την επηρέαζε ιδιαίτερα, αλλά όχι ότι της περνούσε απαρατήρητο— αλλά άντρες, γυναίκες κι άλογα εξακολουθούσαν να ξεφυσούν αχνούς θυσάνους ομίχλης. Η μυρωδιά της αλογίσιας κοπριάς φαινόταν πιο δυνατή εδώ, μετά τον καθαρό αέρα των βουνών. Ένα ζεστό μπάνιο μπροστά σε μια δυνατή φωτιά θα ήταν καλοδεχούμενο. Κατόπιν, θα έπρεπε να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά για να εξασφαλίσει τον θρόνο, αλλά αυτή τη στιγμή ένα μούλιασμα στην μπανιέρα θα ήταν ό,τι καλύτερο.
Δύο ιπποκόμοι έτρεξαν προς τον Πυρόκαρδο. Η μία πήρε στα χέρια της τα γκέμια με μια βιαστική υπόκλιση προς την Ηλαίην, αφού πιο πολύ την ενδιέφερε να ξεπεζέψει η γυναίκα με ασφάλεια από το ψηλό μουνούχι, παρά να υποκλιθεί επειδή έπρεπε. Ο άλλος, αφού υποκλίθηκε, παρέμεινε σκυφτός χρησιμοποιώντας τα χέρια της σαν αναβολέα για να κατέβει η Ηλαίην. Κανείς από τους δύο δεν έριξε δεύτερη ματιά στον χιονοσκέπαστο ορεινό λειμώνα εκεί όπου, υπό φυσιολογικές συνθήκες, έβλεπαν καθημερινά έναν πέτρινο τοίχο. Οι ιπποκόμοι είχαν συνηθίσει πλέον τις πύλες. Η Ηλαίην είχε ακούσει πως τα κοπανούσαν στα καπηλειά, κομπάζοντας για το πόσες φορές είχαν δει τη Δύναμη σε χρήση κι όλα εκείνα που υποτίθεται ότι μπορούσες να κάνεις με αυτήν. Η Ηλαίην δεν δυσκολεύτηκε να φανταστεί το περιεχόμενο αυτών των ιστοριών στον δρόμο προς την Αρυμίλα. Σχεδόν απολάμβανε τη σκέψη ότι η Αρυμίλα θα έτρωγε τα νύχια της από το άγχος.
Με το που πάτησε το πόδι της στο λιθόστρωτο, μαζεύτηκαν γύρω της κάμποσες Φρουροί, με λευκά φτερά στα φαρδιά γείσα των πορφυρών καπέλων τους και πορφυρές φαρδιές ζώνες με δαντελένιο στρίφωμα και το Άσπρο Λιοντάρι κεντημένο επάνω τους, περασμένες σταυρωτά πάνω από τους λαμπερούς θώρακές τους. Μόνο τότε η Κάσεϊλ οδήγησε την υπόλοιπη συνοδεία της Ηλαίην στους στάβλους. Οι αντικαταστάτριές τους ήταν εξίσου επιφυλακτικές, με μάτια που παρακολουθούσαν προς κάθε κατεύθυνση, και με χέρια ζυγιασμένα πλάι στις λαβές των σπαθιών τους, εκτός από την Ντένι, μια πλατύστερνη γυναίκα με ήρεμο πρόσωπο, η οποία κρατούσε ένα στειλιάρι με καρφιά. Ήταν εννέα όλες κι όλες -Μόνο εννέα, αναλογίστηκε πικρά η Ηλαίην. Χρειάζομαι μόνο εννέα σωματοφύλακες μέσα στο ίδιο το Βασιλικό Παλάτι!— αλλά όλες έφεραν σπαθί, κατείχαν την τέχνη του. Οι γυναίκες που ακολουθούσαν το «εμπόριο του ξίφους», όπως το αποκαλούσε η Κάσεϊλ, έπρεπε αναγκαστικά να είναι καλές, ειδάλλως, αργά ή γρήγορα, βρίσκονταν σφαγμένες από κάποιον τύπο που το μοναδικό του πλεονέκτημα ήταν αρκετή δύναμη για να τις ρίξει στο έδαφος. Η Ντένι δεν είχε καμία ευχέρεια με τα σπαθιά, αλλά οι ελάχιστοι άντρες που δοκίμασαν το στειλιάρι της, το μετάνιωσαν πικρά. Παρά τον όγκο της, η Ντένι ήταν εξαιρετικά γρήγορη κι, επιπλέον, παντελώς αδιάφορη απέναντι στις έννοιες της μάχης επί ίσοις όροις ή της εξάσκησης.
Η Ρασόρια, η κοντόχοντρη επικεφαλής υπαρχηγός, φάνηκε ανακουφισμένη μόλις οι ιπποκόμοι πήραν τον Πυρόκαρδο. Αν οι σωματοφύλακες της Ηλαίην εφάρμοζαν όσα είχαν κατά νου, δεν θα επιτρεπόταν να την πλησιάσει κανείς εκτός από τις ίδιες ούτε στο ένα μέτρο απόσταση. Εντάξει, δεν ήταν τόσο κακές, αλλά αντιμετώπιζαν καχύποπτα σχεδόν τους πάντες, πλην της Μπιργκίτε και της Αβιέντα. Η Ρασόρια, Δακρυνή παρά τα γαλανά μάτια και τα ξανθά κοντοκομμένα μαλλιά της, ήταν από τις χειρότερες σε αυτό το ζήτημα. Επέμενε να παρακολουθεί ακόμα και τους μάγειρες που ετοίμαζαν το φαγητό της Ηλαίην, δίνοντας εντολή να δοκιμάζονται όλα τα πιάτα πριν από το σερβίρισμα. Η Ηλαίην, παρά τον υπερβάλλοντα ζήλο της σωματοφυλακής της, δεν είχε διαμαρτυρηθεί. Ένα περιστατικό με δηλητηριασμένο κρασί τής έφτανε και της περίσσευε, έστω κι αν γνώριζε ότι θα ζούσε σίγουρα μέχρι να γεννήσει το παιδί της τουλάχιστον. Ωστόσο, δεν ήταν ούτε η δυσπιστία των Φρουρών ούτε η ανάγκη για κάτι τέτοιο που την ανάγκασε να κλείσει ερμητικά το στόμα της. Ήταν η Μπιργκίτε, η οποία πάσχιζε να περάσει μέσα από το πλήθος στην αυλή των στάβλων, χωρίς όμως να κατευθύνεται προς το μέρος της.
Η Αβιέντα βγήκε τελευταία από την πύλη, φυσικά, αφού έπρεπε πρώτα να βεβαιωθεί ότι είχαν περάσει όλοι, κι ύστερα να την αφήσει να εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξε ποτέ. Η Ηλαίην κίνησε προς το μέρος της με τόσο μεγάλες δρασκελιές, ώστε η συνοδεία της χρειάστηκε σχεδόν να κάνει πήδους για να διατηρήσει τον προστατευτικό κλοιό γύρω της. Παρά τον γοργό βηματισμό της όμως, η Μπιργκίτε, με την πυκνή χρυσαφιά πλεξούδα να κρέμεται έως τη μέση της, έφτασε πρώτη και βοήθησε την Αβιέντα να ξεπεζέψει, παραδίδοντας την γκρίζα φοράδα σε μια ιπποκόμο με μακρόστενο πρόσωπο και σχεδόν εξίσου μακριά πόδια με τη Σισβάι. Η Αβιέντα ανέκαθεν δυσκολευόταν περισσότερο να κατέβει από άλογο παρά να ανέβει, αλλά η Μπιργκίτε δεν είχε μονάχα τη βοήθεια στο μυαλό της. Η Ηλαίην με τη συνοδεία της έφτασαν την κατάλληλη στιγμή για να ακούσουν τη γυναίκα να λέει στην Αβιέντα χαμηλόφωνα και βιαστικά: «Ήπιε γάλα κατσίκας; Κοιμήθηκε αρκετά; Αισθάνεται...» Η φωνή της έσβησε πριν αποτελειώσει την πρότασή της. Πήρε βαθιά ανάσα και στράφηκε να αντικρίσει την Ηλαίην, φαινομενικά ήρεμη και χωρίς να δείχνει την παραμικρή έκπληξη που την είδε πλάι της. Ο δεσμός λειτουργούσε αμφίπλευρα.
Η Μπιργκίτε δεν ήταν μεγαλόσωμη, αν και φάνταζε ψηλότερη από την Ηλαίην με αυτές τις ψηλοτάκουνες μπότες. Ήταν σχεδόν το ίδιο ψηλή με την Αβιέντα, αλλά η παρουσία της γινόταν συνήθως πιο εντυπωσιακή με τη στολή της Στρατηγού της Βασιλικής Φρουράς: ένα κοντό κόκκινο πανωφόρι με ψηλό λευκό γιακά πάνω από τα σακουλιασμένα μπλε παντελόνια, που ήταν χωμένα μέσα στις αστραφτερές μαύρες μπότες, καθώς και τέσσερα χρυσά σιρίτια στον αριστερό ώμο και τέσσερις χρυσές λωρίδες στο κάθε λευκό μανικέτι. Σε τελική ανάλυση, ήταν η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο, μια ηρωίδα βγαλμένη απ’ τους θρύλους. Η ίδια, ωστόσο, ανησυχούσε πολύ στην προσπάθειά της να αντεπεξέλθει σε αυτούς τους θρύλους· ισχυριζόταν πως όλες αυτές οι ιστορίες ήταν παραφουσκωμένες, αν όχι εντελώς φανταστικές. Πάντως, εξακολουθούσε να είναι η ίδια γυναίκα που είχε κατορθώσει όλα όσα αποτελούσαν τον πυρήνα αυτών των θρύλων, κι ακόμα περισσότερα. Τώρα, παρά την έκδηλη αυτοκυριαρχία της, το ενδιαφέρον της για την Ηλαίην χρωματιζόταν από μια υποψία που έρρεε μέσω του δεσμού, μαζί με τον πονοκέφαλο και τον στομαχόπονο. Ήξερε πολύ καλά ότι η Ηλαίην δεν ήθελε με τίποτα να την ελέγχουν πίσω από την πλάτη της. Δεν ήταν αυτός ο μοναδικός λόγος του θυμού της Ηλαίην, αλλά η Μπιργκίτε καταλάβαινε μέσω του δεσμού πόσο αναστατωμένη ήταν.
Η Αβιέντα, ξετυλίγοντας με ήρεμες κινήσεις την εσάρπα από το κεφάλι της και ρίχνοντάς τη στους ώμους της, προσπάθησε να υιοθετήσει το ύφος του ανθρώπου που τα κάνει όλα άψογα κι ουδεμία σχέση έχει με άλλους που πιθανόν σφάλλουν. Ίσως να ήταν πειστική, αν δεν είχε γουρλώσει τα μάτια της για μια επιπλέον πινελιά αθωότητας. Η Μπιργκίτε ήταν κακή επιρροή μερικές φορές.
«Ήπια γάλα κατσίκας», είπε η Ηλαίην με επίπεδη φωνή, έχοντας πλήρη επίγνωση των Φρουρών που κύκλωναν και τις τρεις τους. Κοιτούσαν προς τα έξω, ανιχνεύοντας με το βλέμμα την αυλή, τους εξώστες και τις οροφές, κι η καθεμία σίγουρα άκουγε όσα έλεγαν οι τρεις γυναίκες. «Επίσης, κοιμήθηκα πολύ καλά. Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να με ρωτήσεις;» Η Αβιέντα κοκκίνισε ελαφρά.
«Νομίζω πως πήρα όσες απαντήσεις χρειάζομαι προς το παρόν», αποκρίθηκε η Μπιργκίτε χωρίς να κοκκινίσει καθόλου, παρά τις ελπίδες της Ηλαίην για κάτι τέτοιο. Η γυναίκα ήξερε ότι ήταν κουρασμένη, ήξερε ότι έπρεπε να πέσει για ύπνο.
Ο δεσμός ήταν μάλλον άβολος μερικές φορές. Μολονότι η Ηλαίην δεν είχε πιει τίποτε άλλο πέρα από μισή κούπα νερωμένο κρασί το προηγούμενο βράδυ, ένιωθε τη ζαλάδα της Μπιργκίτε ύστερα από μεθύσι, όπως επίσης και την καούρα από το στομάχι της Προμάχου της. Καμία από τις Άες Σεντάι στις οποίες είχε μιλήσει για τον δεσμό δεν είχαν αναφέρει κάτι παρόμοιο, αλλά η ίδια κι η Μπιργκίτε αντικατοπτρίζονταν συχνά, τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά. Λυτό το τελευταίο προκαλούσε σοβαρά προβλήματα όταν η διάθεσή της βρισκόταν στο ναδίρ. Υπήρχαν φορές που κατάφερνε να μη δίνει σημασία ή να το καταπολεμάει, αλλά σήμερα ήξερε ότι θα υπέφερε μέχρι να Θεραπευτεί η Μπιργκίτε. Πίστευε πως αυτός ο αντικατοπτρισμός συνέβαινε επειδή ήταν γυναίκες και οι δύο. Δεν είχε ξανακουστεί στο παρελθόν γυναίκα να δεσμεύει γυναίκα. Για να πούμε την αλήθεια, ελάχιστοι το είχαν μάθει ακόμα και τώρα, ενώ μερικοί θεωρούσαν πως πιθανότατα δεν ήταν αλήθεια. Ο Πρόμαχος ήταν πάντα αρσενικός, όπως ακριβώς ένας ταύρος δεν μπορεί παρά να είναι αρσενικός. Αυτό το γνώριζαν όλοι, αλλά λίγοι αναλογίζονταν πως οτιδήποτε «γνώριζαν όλοι» έχρηζε πιο σχολαστικής μελέτης.
Επειδή την είχαν πιάσει να λέει ψέματα, στην προσπάθειά της να συμπεριφέρεται σαν να είχε πάρει ήδη τους Τρεις Όρκους —κατά τις υπαγορεύσεις της Εγκουέν—, η Ηλαίην αναγκάστηκε να πάρει αμυντική στάση, κάτι που την έκανε απότομη. «Επέστρεψε η Ντυέλιν;»
«Όχι», απάντησε εξίσου απότομα η Μπιργκίτε, κι η Ηλαίην αναστέναξε. Η Ντυέλιν είχε φύγει από την πόλη κάμποσες μέρες προτού εμφανιστεί ο στρατός της Αρυμίλα, παίρνοντας μαζί της τη Ρεάνε Κόρλυ για να φτιάχνει πύλες και να επιταχύνει το ταξίδι της. Πολλά εξαρτώνταν από την επιστροφή της Ντυέλιν, όπως για παράδειγμα, τι μαντάτα θα έφερνε και τι άλλου είδους ειδήσεις, εκτός από τα μαντάτα.
Η εκλογή της επόμενης Βασίλισσας του Άντορ ήταν αρκετά απλή, επί της ουσίας. Υπήρχαν περισσότεροι από τετρακόσιοι Οίκοι στην επικράτεια, μα μόνο δεκαεννέα αρκετά ισχυροί ώστε να τους ακολουθούν όλοι οι υπόλοιποι. Και οι δεκαεννέα υποστήριζαν την Κόρη-Διάδοχο συνήθως —οι περισσότεροι, τουλάχιστον— εκτός αν αποδεικνυόταν εντελώς ανίκανη. Ο Οίκος Μάντιαρ είχε χάσει τον θρόνο από τους Τράκαντ όταν η Μόρντρελεν πέθανε μόνο και μόνο επειδή η Τιγκραίν, η Κόρη-Διάδοχος, είχε εξαφανιστεί κι οι Μάντιαρ είχαν αρχίσει να γεννοβολούν αγόρια. Κι επειδή η Μοργκέις Τράκαντ είχε την υποστήριξη δεκατριών Οίκων. Μονάχα δέκα από τους δεκαεννέα ήταν απαραίτητοι για την ενθρόνιση, σύμφωνα με τους νόμους και τα έθιμα. Ακόμα και διεκδικήτριες που πίστευαν ότι ο θρόνος τούς ανήκε, συνήθως εναρμονίζονταν με τις υπόλοιπες ή, τουλάχιστον, σιωπούσαν κι εγκατέλειπαν τη διεκδίκηση από τη στιγμή που μια άλλη γυναίκα είχε ως υποστηρικτές δέκα Οίκους.
Τα πράγματα ήταν ήδη αρκετά άσχημα όταν η Ηλαίην είχε τρεις δηλωμένες αντιπάλους, αλλά η Νάεαν κι η Ελένια είχαν συνταχθεί πλέον πίσω από την —άκουσον-άκουσον— Αρυμίλα Μάρνι, τη λιγότερο πιθανή από τις τρεις για την κατάκτηση του θρόνου, πράγμα που σήμαινε ότι είχε δύο Οίκους υπέρ της —δύο αρκετά ισχυρούς κι υπολογίσιμους· ο Μάθεριν κι οι υπόλοιποι δεκαοκτώ που είχε επισκεφθεί παραήταν μικροί— δηλαδή τον δικό της, τον Τράκαντ, και τον Οίκο Τάραβιν της Ντυέλιν, για να αντιμετωπίσει έξι. Βέβαια, η Ντυέλιν επέμενε πως ο Κάραντ, ο Κήλαν κι ο Ρένσαρ θα τάσσονταν με το μέρος της, όπως επίσης κι ο Νοργουέλυν, ο Πένταρ κι ο Τρεμέιν, αλλά οι τρεις πρώτοι προτιμούσαν την Ντυέλιν στον θρόνο, ενώ οι άλλοι έμοιαζαν να έχουν πέσει σε χειμερία νάρκη. Η Ντυέλιν, ωστόσο, παρέμενε σταθερή και πιστή, δουλεύοντας ακούραστα για το καλό της Ηλαίην. Επέμενε δε πως μερικοί από τους Οίκους που παρέμεναν σιωπηλοί, θα πείθονταν τελικά να την υποστηρίξουν. Φυσικά, η ίδια η Ηλαίην αδυνατούσε να τους προσεγγίσει, κάτι που όμως μπορούσε να κάνει η Ντυέλιν. Η κατάσταση είχε γίνει σχεδόν απελπιστική. Έξι Οίκοι υποστήριζαν την Αρυμίλα, και μόνο ένας τρελός θα πίστευε πως η γυναίκα δεν είχε βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις των υπολοίπων. Ή ότι μερικοί θα άκουγαν απλώς και μόνο επειδή είχε ήδη έξι.
Παρά το γεγονός ότι η Κάσεϊλ κι οι Φρουροί της είχαν εκκενώσει την αυλή, η Ηλαίην κι οι υπόλοιπες χρειάστηκε να διασχίζουν το λιθόστρωτο μέσα από ένα πλήθος. Οι άντρες του Μάθεριν είχαν ξεπεζέψει, αλλά εξακολουθούσαν να προκαλούν βαβούρα, καθώς τους έπεφταν οι αλαβάρδες κι εκείνοι τις σήκωναν και τους έπεφταν ξανά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ξεφορτώσουν τα υποζύγια που ήταν μαζεμένα στην αυλή των στάβλων. Ένας από τους νεαρούς είχε πάρει στο κυνήγι ένα κοτόπουλο που είχε ξεφύγει κι έτρεχε σαν παλαβό ανάμεσα στα ποδάρια των αλόγων, ενώ κάποιος από τους ρυτιδιασμένους γέρους φώναζε παροτρυντικά, αν και δεν ήταν σαφές αν απευθυνόταν στο αγόρι ή στο κοτόπουλο. Ένας λαβαροφόρος, με πρόσωπο σαν αργασμένο πετσί κι ένα απομεινάρι λευκών τριχών για μαλλιά, ντυμένος μ’ ένα φθαρμένο κόκκινο πανωφόρι, που τεντωνόταν λόγω της κοιλιάς του, πάσχιζε να διατηρήσει την τάξη με τη βοήθεια ενός ελαφρώς νεότερου Φρουρού. Φαίνεται πως κι οι δύο είχαν στρατολογηθεί μετά την απόσυρσή τους, όπως και πολλοί άλλοι. Κάποιο άλλο από τα αγόρια έμοιαζε έτοιμο να οδηγήσει το δασύτριχο άλογό του μέσα στο ίδιο το παλάτι, κι η Μπιργκίτε αναγκάστηκε να το διατάξει να φύγει πριν εισέλθει η Ηλαίην. Το αγόρι, ένα παιδί με ελάχιστο χνούδι στα μάγουλα, το πολύ δεκατεσσάρων ετών, κοίταξε την Μπιργκίτε χάσκοντας όπως όταν είχε πρωτοδεί το παλάτι. Σίγουρα ήταν πιο εντυπωσιακή με αυτή τη στολή απ’ ό,τι η Ηλαίην με το φόρεμα ιππασίας, κι ο νεαρός είχε ήδη δει την Κόρη-Διάδοχο. Η Ρασόρια τον έσπρωξε προς τον ηλικιωμένο λαβαροφόρο κουνώντας το κεφάλι της.
«Δεν ξέρω τι στο καλό να κάνω μαζί τους», μούγκρισε η Μπιργκίτε καθώς μια υπηρέτρια με ερυθρόλευκη λιβρέα πήρε τον μανδύα και τα γάντια της Ηλαίην στον μικρό διάδρομο της εισόδου. Μικρός συγκριτικά με τα μεγέθη του Βασιλικού Παλατιού, δηλαδή. Με τους επίχρυσους φανοστάτες να λαμπυρίζουν ανάμεσα στις στενές κι αυλακωτές λευκές κολόνες, ήταν μισή φορά μεγαλύτερος από τον κυρίως διάδρομο εισόδου στο μέγαρο του Μάθεριν, παρ’ όλο που η οροφή δεν ήταν και τόσο ψηλή. Άλλη μία υπηρέτρια με το Άσπρο Λιοντάρι κεντημένο στο αριστερό στήθος του φορέματός της, ένα κορίτσι όχι πολύ μεγαλύτερο από το αγόρι που είχε προσπαθήσει να φέρει μέσα το άλογό του, έτεινε έναν δίσκο από πλεχτό ασήμι με ψηλές κούπες, απ’ όπου αναδύονταν αχνοί αρωματικού κρασιού, αλλά η Αβιέντα κι η Μπιργκίτε την κοίταξαν συνοφρυωμένες σχεδόν ταυτόχρονα κι η κοπέλα αποσύρθηκε ντροπαλά. «Τα καμένα τ’ αγόρια, άμα τα βάλεις για φρουρούς, αποκοιμιούνται», συνέχισε η Μπιργκίτε κοιτώντας μουτρωμένη την υπηρέτρια που απομακρυνόταν. «Οι γέροι μπορεί να μένουν ξύπνιοι, αλλά οι μισοί από δαύτους δεν θυμούνται τι στο καλό πρέπει να κάνουν άμα δουν κάποιον να προσπαθεί να ανέβει στα τείχη. Όσο για τους άλλους μισούς, αμφιβάλλω αν μπορούν να διώξουν έξι βοσκούς κι ένα τσοπανόσκυλο». Η Αβιέντα ανασήκωσε ερωτηματικά το φρύδι της προς το μέρος της Ηλαίην κι ένευσε.
«Δεν βρίσκονται εδώ για να πολεμήσουν», τους υπενθύμισε η Ηλαίην καθώς άρχισαν να κατεβαίνουν έναν διάδρομο με μπλε πλακόστρωτο, στις άκρες του οποίου υπήρχαν σειρές από ανακλώμενους φανοστάτες και διακοσμημένα σεντούκια. Η Μπιργκίτε κι η Αβιέντα προχωρούσαν αμφοτέρωθεν της Ηλαίην, ενώ οι Φρουροί απλώνονταν μερικά βήματα μπροστά και πίσω τους. Μα το Φως, σκέφτηκε, δεν έπρεπε να το πιω εκείνο το κρασί! Το κεφάλι της παλλόταν στον ίδιο ρυθμό με της Μπιργκίτε· άγγιξε τους κροτάφους της, αναλογιζόμενη αν έπρεπε να διατάξει την Πρόμαχό της να πάει να βρει αμέσως Θεραπεία.
Η Μπιργκίτε, ωστόσο, είχε άλλες ιδέες. Έριξε μια ματιά στη Ρασόρια και τις άλλες μπροστά, κατόπιν κοίταξε πάνω από τον ώμο της κι ένευσε σε εκείνες που ακολουθούσαν να υποχωρήσουν κάπως. Παράξενο αυτό. Είχε επιλέξει προσωπικά κάθε γυναίκα της Φρουράς και τους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Ωστόσο, όταν άνοιξε το στόμα της, ακούστηκε ένας βιαστικός ψίθυρος καθώς έγερνε το κεφάλι της προς την Ηλαίην. «Κάτι συνέβη λίγο πριν επιστρέψεις. Ρωτούσα τη Σουμέκο αν μπορούσε να με Θεραπεύσει προτού γυρίσεις, και ξαφνικά λιποθύμησε. Τα μάτια της αναποδογύρισαν κι έπεσε κάτω. Δεν ήταν η μόνη. Καμιά δεν παραδέχεται τίποτα, που να πάρει, όχι σ’ εμένα τουλάχιστον, αλλά κι οι άλλες του Σογιού είναι τρομοκρατημένες, όπως κι οι Ανεμοσκόποι επίσης. Ούτε να φτύσουν δεν τολμάνε. Επέστρεψες πριν προλάβω να βρω κάποια αδελφή, αλλά υποψιάζομαι όχι σ’ εμένα θα έλεγαν άλλ’ αντ’ άλλων. Σ’ εσένα, όμως, θα μιλήσουν».
Το παλάτι απαιτούσε τον πληθυσμό ενός μεγάλου χωριού για να λειτουργεί ομαλά, κι οι υπηρέτες είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους, άντρες και γυναίκες με λιβρέες, οι οποίοι πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους κολλώντας πάνω στους τοίχους ή παραμερίζοντας σε κάποιον πλαϊνό διάδρομο, για να κάνουν χώρο στην Ηλαίην και στη συνοδεία της, οπότε η Μπιργκίτε εξήγησε τα λίγα που γνώριζε με χαμηλωμένη φωνή κι όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια. Υπήρχαν φήμες που δεν την ένοιαζε αν θα κυκλοφορούσαν εκτός παλατιού, ακόμη κι αν έφταναν στα αυτιά της Αρυμίλα, αλλά οι ιστορίες σχετικά με τον Ραντ μπορεί να έκαναν τόσο κακό όσο οι ιστορίες για τους Αποδιωγμένους, αφού ύστερα από μερικές επαναλήψεις διαστρεβλώνονταν. Ίσως και μεγαλύτερο κακό. Κανείς δεν θα πίστευε πως οι Αποδιωγμένοι προσπαθούσαν να την ανεβάσουν στον θρόνο ως μαριονέτα τους. «Σε κάθε περίπτωση», ολοκλήρωσε, «εμάς δεν μας αφορά».
Νόμιζε πως ακουγόταν πολύ πειστική, ψύχραιμη κι αποστασιοποιημένη, αλλά η Αβιέντα άπλωσε το χέρι της κι έσφιξε το δικό της, κάτι που για μια Αελίτισσα ισοδυναμούσε με αγκαλιά παρηγοριάς μπροστά σε τόσον κόσμο, κι η συμπόνια της Μπιργκίτε διαπέρασε τον δεσμό. Ήταν κάτι παραπάνω από απλή έκφραση συμπάθειας. Ήταν το συναίσθημα που μοιραζόταν μια γυναίκα έχοντας ήδη υποφέρει από το είδος του χαμού που φοβόταν η ίδια, αλλά ήταν και κάτι παραπάνω. Η Μπιργκίτε είχε χάσει τον Γκάινταλ Κέιν οριστικά και, σαν να μην έφτανε αυτό, οι μνήμες από τις περασμένες της ζωές ξεθώριαζαν. Αδυνατούσε να θυμηθεί ξεκάθαρα σχεδόν οτιδήποτε πριν από την ίδρυση του Λευκού Πύργου, αλλά κι όσα θυμόταν ήταν αποσπασματικά. Μερικές νύχτες, ο φόβος πως ο Γκάινταλ θα σβηνόταν από τη μνήμη της και πως η ίδια θα ξεχνούσε εντελώς ότι κάποτε τον γνώρισε και τον αγάπησε, δεν την άφηνε να κοιμηθεί αν δεν έπινε όσο περισσότερο μπράντυ μπορούσε. Ήταν μια ανεπαρκής λύση κι η Ηλαίην ευχόταν να μπορούσε να της προσφέρει κάτι καλύτερο, ωστόσο ήξερε ότι οι δικές της αναμνήσεις από τον Ραντ δεν θα πέθαιναν μέχρις ότου πέθαινε η ίδια. Δεν μπορούσε να διανοηθεί τον τρόμο που θα ένιωθε αν μάθαινε ότι οι συγκεκριμένες μνήμες ίσως την εγκατέλειπαν για πάντα. Ωστόσο, ήλπιζε να βρεθεί σύντομα κάποια που θα Θεράπευε το βαρύ από το μεθύσι κεφάλι της Μπιργκίτε προτού το δικό της άνοιγε στα δύο σαν παραγινωμένο πεπόνι. Δεν διέθετε ιδιαίτερες ικανότητες στη Θεραπεία, ενώ και της Αβιέντα δεν ήταν πολύ καλύτερες.
Παρά τη συναισθηματική φόρτιση που λάμβανε από την Μπιργκίτε μέσω του δεσμού, εκείνη διατηρούσε μια έκφραση ηρεμίας κι αδιαφορίας στο πρόσωπό της. «Οι Αποδιωγμένοι», μουρμούρισε ξερά και χαμηλόφωνα. Δεν ήταν ένα όνομα που το έλεγε κανείς επιπόλαια. «Τέλος πάντων, όσο δεν έχουμε καμία σχέση με το θέμα, είμαστε μάλλον ασφαλείς». Ένα γρύλισμα, εν είδει γέλιου, διέψευσε τα λόγια της. Από την άλλη, παρ’ όλο που η Μπιργκίτε έλεγε πως δεν ήταν ποτέ στρατιώτης στο παρελθόν, έβλεπε τα πράγματα από την οπτική γωνία ενός στρατιώτη. Μπορεί οι πιθανότητες επιτυχίας να ήταν λίγες, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν έπρεπε να φέρεις εις πέρας την αποστολή σου. «Αναρωτιέμαι, αυτές τι πιστεύουν;» πρόσθεσε, νεύοντας προς το μέρος των τεσσάρων Άες Σεντάι που μόλις είχαν ξεπροβάλει από έναν διασταυρούμενο διάδρομο λίγο πιο κάτω.
Η Βαντέν, η Μέριλιλ, η Σάριθα κι η Κάρεαν περπατούσαν κοντά-κοντά, για την ακρίβεια οι τρεις τελευταίες είχαν μαζευτεί γύρω από τη Βαντέν, γέρνοντας προς τη μεριά της και συζητώντας με βιαστικές χειρονομίες, που έκαναν τα κρόσσια των επωμίων τους να λικνίζονται. Η Βαντέν προχωρούσε αργά, χωρίς να δίνει στις άλλες την παραμικρή προσοχή, λες κι ήταν μοναχή της. Ανέκαθεν ήταν αδύνατη, αλλά το βαθυπράσινο φόρεμά της με τα κεντημένα άνθη στα μανίκια και στους ώμους κρεμόταν πάνω της σαν ήταν φτιαγμένο για κάποια πιο σωματώδη, ενώ τα λευκά μαλλιά που ήταν πιασμένα στον σβέρκο της έδειχναν να χρειάζονται βούρτσισμα. Η έκφρασή της ήταν αυστηρή, αλλά αυτό πιθανότατα δεν οφειλόταν στα λεγόμενα των υπόλοιπων αδελφών. Από τη δολοφονία της αδελφής της και μετά, είχε χάσει κάθε ίχνος ευθυμίας. Η Ηλαίην θα στοιχημάτιζε ότι το φόρεμα ανήκε στην εκλιπούσα Αντελέας. Από τον φόνο κι ύστερα, η Βαντέν πιο συχνά φορούσε τα ρούχα της αδελφής της παρά τα δικά της, αν κι αυτό δεν εξηγούσε τη διαφορά μεγέθους. Και οι δύο γυναίκες είχαν τις ίδιες αναλογίες, αλλά η όρεξη της Βαντέν είχε χαθεί μαζί με την αδελφή της. Το ίδιο ίσχυε και για το γούστο της σε κάποια πράγματα.
Η Σάριθα, μια Καφετιά με τετράγωνο και σκουρόχρωμο πρόσωπο, που ήταν ακόμα ανέγγιχτο από τη θαλερότητα, είδε εκείνη τη στιγμή την Ηλαίην κι ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο της Βαντέν, σαν να ήθελε να την τραβήξει στον διάδρομο. Η Βαντέν παραμέρισε το χέρι της Δακρυνής και συνέχισε να κινείται, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά προς το μέρος της Ηλαίην μέχρι που εξαφανίστηκε στον διάδρομο από τον οποίο είχε εμφανιστεί πρωτύτερα. Δύο γυναίκες στα λευκά των μαθητευομένων, οι οποίες ακολουθούσαν τις υπόλοιπες σε κάποια σεβαστή απόσταση, υποκλίθηκαν βιαστικά στις αδελφές που είχαν μείνει πίσω, και κίνησαν γρήγορα προς το μέρος της Βαντέν. Η Μέριλιλ, μια μικροκαμωμένη γυναίκα με σκούρα γκρίζα ρούχα, που έκαναν τη χαρακτηριστική Καιρχινή χλωμάδα της να μοιάζει φιλντισένια, απέμεινε να κοιτάει σαν να ήταν αναποφάσιστη για το αν θα έπρεπε να τις ακολουθήσει. Η Κάρεαν έσιαξε το επώμιο με τα πράσινα κρόσσια στους ώμους της, που ήταν φαρδύτεροι από πολλών αντρών, κι αντάλλαξε μερικό λόγια με τη Σάριθα σε χαμηλό τόνο. Οι δυο τους στράφηκαν να αντικρίσουν την Ηλαίην καθώς η τελευταία τις πλησίαζε, υποκλινόμενες τόσο βαθιά όσο σχεδόν κι οι μαθητευόμενες απέναντι τους. Η Μέριλιλ παρατήρησε τις Φρουρούς και ανοιγόκλεισε τα μάτια της, κατόπιν πρόσεξε την Ηλαίην και ξαφνιάστηκε. Η δική της υπόκλιση ήταν ανάλογη των μαθητευομένων.
Η Μέριλιλ φορούσε το επώμιο πάνω από εκατό χρόνια, η δε Κάρεαν πάνω από πενήντα, ενώ ακόμη κι η Σάριθα το φορούσε περισσότερο απ’ όσο η Ηλαίην Τράκαντ, αλλά αυτό που καθιστούσε μια Άες Σεντάι ξεχωριστή ήταν η ισχύς της στη Δύναμη, και καμία από τις τρεις δεν ξεπερνούσε τη μετριότητα μεταξύ των αδελφών. Στα μάτια των Άες Σεντάι, η επαυξημένη ισχύς πρόσφερε, αν όχι περισσότερη σοφία, τουλάχιστον μεγαλύτερη βαρύτητα στην άποψή σου. Με τον καιρό δε, η άποψη αυτή μετατρεπόταν σε προσταγή. Υπήρχαν φορές που η Ηλαίην πίστευε ότι το Σόι είχε πιο αποδοτικούς τρόπους.
«Δεν έχω ιδέα τι είναι», είπε πριν προλάβει να μιλήσει κάποια από τις υπόλοιπες Άες Σεντάι, «όμως, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, οπότε ας πάψουμε ν’ ανησυχούμε. Αρκετές έγνοιες έχουμε, δεν χρειάζεται να ανακατευόμαστε σε καταστάσεις που δεν μπορούμε να επηρεάσουμε».
Η Ρασόρια μισοέστρεψε το κεφάλι της, συνοφρυωμένη κι απορημένη για το τι της είχε διαφύγει, αλλά τα λόγια καταπράυναν την ανησυχία στα σκούρα μάτια της Σάριθα. Βέβαια, το υπόλοιπο κορμί της μαρτυρούσε το αντίθετο, αφού τα χέρια της κινούνταν λες κι ήθελε να ισιώσει την καφετιά φούστα της, αν και δεν είχε αντίρρηση να ακολουθήσει την άποψη μιας τόσο διακεκριμένης αδελφής όσο η Ηλαίην. Μερικές φορές, υπήρχαν πλεονεκτήματα στο να είσαι τόσο διακεκριμένη, ώστε να μπορείς να συντρίβεις τις αντιρρήσεις με μία πρόταση και μόνο. Η Κάρεαν είχε ήδη ανακτήσει τη γαλήνια έκφρασή της — αν την είχε χάσει καθόλου. Δεν δυσκολευόταν να δείχνει γαλήνια, αν κι έμοιαζε περισσότερο με καροτσέρη απ’ ό,τι με Άες Σεντάι, παρά τα σχιστά μετάξια στην απόχρωση του βηρύλλου και το ήρεμο, αγέραστο πρόσωπο της στο χρώμα του χαλκού. Κατά γενική ομολογία, οι Πράσινες ήταν πιο σκληροτράχηλες από τις Καφετιές. Η Μέριλιλ μόνο γαλήνια δεν έδειχνε. Τα γουρλωμένα μάτια και τα μισάνοιχτα χείλη μαρτυρούσαν την έκπληξή της. Αυτή η όψη της, εντούτοις, δεν ήταν πρωτοφανής.
Η Ηλαίην συνέχισε να βαδίζει κατά μήκος του διαδρόμου, με την ελπίδα να πήγαιναν οι γυναίκες σύντομα στις δουλειές τους, αλλά η Μέριλιλ βρέθηκε πλάι στην Μπιργκίτε. Η Γκρίζα αδελφή είχε την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των τριών, αλλά είχε αναπτύξει την τάση να περιμένει κάποιον να της πει τι να κάνει, και παραμέρισε δίχως να πει λέξη όταν η Σάριθα ζήτησε ευγενικά από την Μπιργκίτε να της κάνει χώρο. Οι αδελφές συμπεριφέρονταν πάντα με αβρότητα στην Πρόμαχο της Ηλαίην όταν ενεργούσε ως Στρατηγός. Αντιθέτως, δεν έδιναν πεντάρα για την Μπιργκίτε ως απλή Πρόμαχο. Η Αβιέντα δεν έτυχε ευγενούς αντιμετώπισης εκ μέρους της Κάρεαν, η οποία χώθηκε ανάμεσα σ’ εκείνη και την Ηλαίην. Όποια δεν είχε εκπαιδευτεί στον Λευκό Πύργο, ήταν εξ ορισμού αδέσποτη κι η Κάρεαν απεχθανόταν τις αδέσποτες. Η Αβιέντα σούφρωσε τα χείλη της, αν κι απέφυγε να τραβήξει το εγχειρίδιο της ζώνης της — ούτε καν έδωσε την εντύπωση πως σκόπευε να το κάνει, πράγμα για το οποίο η Ηλαίην ήταν ευγνώμων. Η πρωταδελφή της ενεργούσε κάπως... απερίσκεπτα ώρες-ώρες. Από μια άλλη άποψη, θα μπορούσε να συγχωρήσει αυτή τη λίγη βιασύνη εκ μέρους της Αβιέντα. Το έθιμο απαγόρευε την αγένεια απέναντι σε μία άλλη Άες Σεντάι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά η Αβιέντα δεν το είχε σε τίποτα να εκτοξεύει απειλές και να κουνάει το μαχαίρι της σε όποιον ήθελε, κάτι που θα ήταν αρκετό για να αναγκάσει τις τρεις τους να αποχωρήσουν, ακόμα και ταραγμένες. Η Κάρεαν δεν φάνηκε να προσέχει το ψυχρό πράσινο βλέμμα που είχε καρφωθεί επάνω της.
«Είπα στη Μέριλιλ και στη Σάριθα πως πρόκειται για κάτι στο οποίο αδυνατούμε να επέμβουμε», είπε ήρεμα. «Δεν θα ’πρεπε, όμως, να ’μαστε έτοιμες για αναχώρηση αν τυχόν αυτό το "κάτι" μας προσεγγίσει; Δεν είναι ντροπή να φεύγεις μακριά από κάτι τέτοιο. Ακόμα και συνδεμένες, θα μοιάζουμε με πεταλουδίτσες που πάνε να σβήσουν πυρκαγιά στο δάσος. Η Βαντέν δεν θα έμπαινε καν στον κόπο να μας ακούσει».
«Πράγματι, θα έπρεπε να κάνουμε μερικές προετοιμασίες, Ηλαίην», μουρμούρισε η Σάριθα αφηρημένη, λες κι έφτιαχνε λίστες μέσα στο μυαλό της. «Όταν δεν κάνεις σχέδια είναι που εύχεσαι να είχες κάνει. Υπάρχουν κάμποσοι τόμοι στη βιβλιοθήκη που δεν πρέπει να αφεθούν εδώ. Θαρρώ πως πολλοί από αυτούς δεν βρίσκονται ούτε στη βιβλιοθήκη του Πύργου».
«Ναι». Η φωνή της Μέριλιλ βγήκε σχεδόν χωρίς ανάσα, υποδηλώνοντας ανησυχία, όπως μαρτυρούσαν και τα μεγάλα μαύρα της μάτια. «Ναι, θα πρέπει να είμαστε έτοιμες για αναχώρηση. Ίσως... Ίσως δεν θα ’πρεπε να περιμένουμε πολύ. Αν φύγουμε εξ ανάγκης, δεν σημαίνει ότι ακυρώνεται η συμφωνία μας. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό». Μονάχα η Μπιργκίτε τής έριξε μια βιαστική ματιά κι η γυναίκα μόρφασε.
«Αν φύγουμε», είπε η Κάρεαν, λες κι η Μέριλιλ δεν είχε μιλήσει, «θα χρειαστεί να πάρουμε μαζί μας όλο το Σόι. Άσ’ τες σκόρπιες, και το Φως μόνο ξέρει τι θα κάνουν και πότε θα καταφέρουμε να τις περιμαζέψουμε ξανά, ειδικά τώρα που κάποιες από δαύτες έμαθαν να Ταξιδεύουν». Δεν υπήρχε πικρία στη φωνή της, παρά το γεγονός ότι μεταξύ των αδελφών του Παλατιού μόνο η Ηλαίην μπορούσε να Ταξιδεύει. Φαίνεται πως η Κάρεαν έκρινε με άλλα μέτρα και σταθμά όσες από το Σόι είχαν ξεκινήσει στον Λευκό Πύργο, έστω κι αν οι περισσότερες είχαν απορριφθεί και μερικές το είχαν σκάσει. Η ίδια είχε αναγνωρίσει τουλάχιστον τέσσερις, συμπεριλαμβανόμενης μίας φυγάδας. Αν μη τι άλλο, δεν επρόκειτο για αδέσποτες.
Ωστόσο, το σαγόνι της Σάριθα σφίχτηκε. Της έπεφτε βαρύ ότι αρκετές γυναίκες του Σογιού μπορούσαν να υφάνουν πύλες, κι η ίδια είχε εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με το Σόι. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, περιόριζε τις αντιρρήσεις της σ’ ένα ελαφρύ συνοφρύωμα ή σε κάποια υποτιμητική γκριμάτσα, αφού η Ηλαίην είχε ξεκαθαρίσει την άποψή της, αλλά η ένταση του πρωινού μάλλον της είχε λύσει τη γλώσσα. «Πράγματι, θα χρειαστεί να τις πάρουμε μαζί μας», είπε κοφτά, «ειδάλλως, θα ισχυριστούν πως είναι όλες τους Άες Σεντάι αμέσως μόλις χαθούν από τα μάτια μας. Κάθε γυναίκα που ισχυρίζεται ότι διώχτηκε από τον Πύργο πάνω από τριακόσια χρόνια πριν, είναι ικανή να ισχυριστεί οτιδήποτε! Πρέπει να τεθούν υπό αυστηρή επιτήρηση, αν θέλετε τη γνώμη μου, αντί να πηγαίνουν όπου θέλουν, ειδικά αυτές που μπορούν να Ταξιδέψουν. Μπορεί μέχρι τώρα να πηγαινοέρχονταν όπου τους έλεγες, Ηλαίην, αλλά είναι θέμα χρόνου να μην επιστρέψει κάποια. Θυμήσου τα λόγια μου, από τη στιγμή που θα δραπετεύσει έστω και μία, θ’ ακολουθήσουν κι άλλες και το θέμα θα μπλεχτεί τόσο πολύ, που δεν θα ξέρουμε τι να κάνουμε».
«Δεν υπάρχει λόγος να πάμε πουθενά», απάντησε η Ηλαίην αυστηρά, τόσο απέναντι στις Φρουρούς, όσο και στις αδελφές. Εκείνος ο μακρινός πυρσός εξακολουθούσε να βρίσκεται στο σημείο όπου τον είχε διαισθανθεί για πρώτη φορά, αλλά ακόμα κι αν είχε κινηθεί, δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να κατευθυνθεί προς το Κάεμλυν, πόσω μάλλον να έρθει προς τα εδώ. Η φήμη, ωστόσο, πως οι Άες Σεντάι σκόπευαν να το σκάσουν, ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει μια άτακτη φυγή, με τα πλήθη να παλεύουν με νύχια και με δόντια για να φτάσουν στην πύλη και να απομακρυνθούν από αυτό που μπορούσε να φοβίσει ακόμη και τις Άες Σεντάι. Στρατός ολόκληρος να λεηλατούσε την πόλη, δεν θα πέθαιναν τόσο πολλοί. Κι αυτές οι τρεις το είχαν ρίξει στο κουβεντολόι λες και δεν θα τις άκουγε κανείς παρά μόνο οι τοίχοι! Για τη Μέριλιλ υπήρχε κάποια δικαιολογία, μα για τις άλλες όχι. «Θα παραμείνουμε εδώ, όπως έχει προστάξει η Έδρα της Άμερλιν, μέχρι νεωτέρας. Οι γυναίκες του Σογιού θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν την αβρότητα εκ μέρους των άλλων μέχρις ότου ο Πύργος τις δεχτεί ξανά, κάτι που επίσης αποτελεί προσταγή της Άμερλιν, όπως πολύ καλά γνωρίζετε. Εσείς θα συνεχίσετε να διδάσκετε τις Ανεμοσκόπους και να ασχολείστε με τις δουλειές σας, όπως αρμόζει στις Άες Σεντάι. Υποτίθεται πως πρέπει να καταπραΰνουμε τους φόβους των ανθρώπων, όχι να σκορπάμε παράλογα κουτσομπολιά και πανικό».
Τέλος πάντων, ίσως το είχε παρακάνει με την αυστηρότητα. Η Σάριθα χαμήλωσε το βλέμμα της στις πλάκες του δαπέδου σαν κατσαδιασμένη μαθητευόμενη. Στην αναφορά των Ανεμοσκόπων, η Μέριλιλ μόρφασε ξανά, αλλά ήταν κάτι αναμενόμενο. Οι άλλες παρέδιδαν μαθήματα, αλλά οι Θαλασσινές κρατούσαν τη Μέριλιλ σαν να ήταν δική τους μαθητευόμενη. Κοιμόταν στα διαμερίσματά τους και, συνήθως, δεν την έβλεπαν δίχως δύο-τρεις Θαλασσινές, τις οποίες ακολουθούσε πάντα κατά πόδας και πειθήνια. Δεν δέχονταν κάτι λιγότερο από πραότητα εκ μέρους της.
«Φυσικά, Ηλαίην», είπε βιαστικά η Κάρεαν. «Φυσικά. Καμιά μας δεν θα διανοείτο να παρακούσει την Άμερλιν». Δίστασε κάπως κι έπειτα έσιαξε το επώμιο με τα πράσινα κρόσσια πάνω από τα μπράτσα της, απασχολημένη φαινομενικά με το να μην το τσαλακώσει. Έριξε μια σύντομη ματιά συμπόνιας στη Μέριλιλ. «Μια κι ανέφερες τις Θαλασσινές όμως, θα μπορούσες να ειδοποιήσεις τη Βαντέν ότι έχει έρθει η σειρά της να διδάξει;» Όταν η Ηλαίην δεν απάντησε, η φωνή της έγινε κάπως τραχιά, βαρύθυμη, θα έλεγε κανείς, αν δεν επρόκειτο για Άες Σεντάι. «Λέει πως είναι πολύ απασχολημένη με τις δύο φυγάδες, αλλά βρίσκει χρόνο να με κρατάει ξύπνια κάποιες νύχτες με το κουβεντολόι της μέχρι να με μισοπάρει ο ύπνος. Εκείνες οι δύο είναι τόσο τρομαγμένες, που δεν θα έβγαζαν άχνα ακόμα κι αν τα ρούχα τους έπιαναν φωτιά. Δεν χρειάζονται παρακολούθηση. Μπορεί κάλλιστα να κάνει το καθήκον της διδάσκοντας εκείνες τις καταραμένες αδέσποτες. Η Βαντέν πρέπει ν’ αρχίσει να συμπεριφέρεται όπως μια σωστή Άες Σεντάι!»
Εκνευρισμένη ή όχι, έριξε στην Ηλαίην μια μοχθηρή ματιά, την οποία άλλαξε μια στιγμή μετά. Η Ηλαίην ήταν εκείνη που είχε κλείσει τη συμφωνία, κατά την οποία οι Άες Σεντάι υποχρεούνταν να διδάσκουν τις Ανεμοσκόπους. Ωστόσο, η ίδια είχε μέχρι στιγμής καταφέρει να μην παραδώσει πάνω από μερικά μαθήματα, ισχυριζόμενη πως ήταν πιεσμένη και πως είχε άλλα καθήκοντα, πιο επείγοντα. Επιπλέον, οι Θαλασσινές θεωρούσαν μια στεριανή δασκάλα ως υπάλληλο, έστω κι αν ήταν Άες Σεντάι, και μάλιστα υπάλληλο που δεν διέφερε από λαντζιέρα. Μια λαντζιέρα που προσπαθούσε να ξεγελάσει την εργοδότρια. Η Ηλαίην εξακολουθούσε να πιστεύει πως η Νυνάβε είχε φύγει για να αποφύγει εκείνα τα μαθήματα. Το σίγουρο ήταν ότι καμιά τους δεν περίμενε να καταντήσει σαν τη Μέριλιλ, αλλά ακόμη και λίγες ώρες κάθε φορά δεν ήταν ό,τι καλύτερο.
«Α, όχι, Κάρεαν», πετάχτηκε η Σάριθα, εξακολουθώντας να αποφεύγει το βλέμμα της Ηλαίην αλλά και της Μέριλιλ. Κατά τη γνώμη της, η Γκρίζα είχε μπλεχτεί από μόνη της, οπότε της άξιζε το πάθημα, αλλά προσπάθησε να μη ρίξει αλάτι στην πληγή. «Η Βαντέν είναι συντετριμμένη από τον χαμό της αδελφής της κι η Κίρστιαν με τη Ζάρυα τη βοηθούν να απασχολεί το μυαλό της». Ό,τι κι αν σκεφτόταν για τις υπόλοιπες του Σογιού, αποδεχόταν το γεγονός ότι η Ζάρυα ήταν φυγάς, όπως κι έπρεπε, αφού η Ζάρυα ήταν μία από εκείνες που είχε αναγνωρίσει η Κάρεαν, κι αν η Κίρστιαν ήταν ψεύτρα, θα πλήρωνε το ψέμα της και με το παραπάνω. Οι φυγάδες δεν τύγχαναν ευγενούς μεταχείρισης. «Περνάω αρκετές ώρες μαζί της και δεν μιλάει σχεδόν για τίποτε άλλο εκτός της Αντελέας. Είναι σαν να θέλει να προσθέσει τις αναμνήσεις μου στις δικές της. Νομίζω πως χρειάζεται χρόνο για να το ξεπεράσει, κι εκείνες οι δύο τής κρατούν συντροφιά». Πήρε μια βαθιά ανάσα, λοξοκοιτώντας την Ηλαίην. «Ωστόσο, η διδασκαλία σε Ανεμοσκόπους αποτελεί... πρόκληση. Ίσως μια-δυο ώρες πού και πού τη βοηθήσουν να ξεχνάει την απελπισία της, έστω κι αν θα θυμώνει. Δεν συμφωνείς, Ηλαίην; Μια-δυο ωρίτσες μόνο, πού και πού».
«Η Βαντέν θα έχει στη διάθεσή της όσο χρόνο χρειαστεί κι όσο θελήσει για να θρηνήσει την αδελφή της», αποκρίθηκε κοφτά η Ηλαίην. «Τέρμα οι συζητήσεις επ’ αυτού».
Η Κάρεαν βαριαναστέναξε κι άρχισε να σιάζει ξανά το επώμιό της. Η Σάριθα άφησε, με τη σειρά της, έναν ανάλαφρο στεναγμό κι άρχισε να στριφογυρίζει το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στον δείκτη του αριστερού χεριού της. Ίσως είχαν διαισθανθεί τη διάθεσή της, αλλά μπορεί και να μην είχαν όρεξη για μία ακόμη συνεδρία με τις Ανεμοσκόπους. Το μόνιμα απορημένο ύφος στο πρόσωπο της Μέριλιλ δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο, από την άλλη όμως οι συνεδριάσεις της με τις Θαλασσινές διαρκούσαν όλη μέρα κι όλη νύχτα, εκτός αν η Ηλαίην κατάφερνε να την αποσπάσει, μολονότι οι Ανεμοσκόποι γίνονταν όλο και λιγότερο πρόθυμες να την αφήσουν να φύγει, ανεξάρτητα από τις προσπάθειες της Ηλαίην.
Αν μη τι άλλο, είχε κατορθώσει να μη φανεί απότομη με τις τρεις τους, κάτι που απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια, ειδικά αφού η Αβιέντα ήταν παρούσα. Η Ηλαίην δεν είχε ιδέα τι θα έκανε αν έχανε ποτέ την αδελφή της. Η Βαντέν δεν θρηνούσε μόνο μιαν αδελφή· αναζητούσε τον δολοφόνο της Αντελέας και δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν ή η Μέριλιλ Κήντεβιν, ή η Κάρεαν Φράνσι, ή η Σάριθα Τομάρες. Μία από αυτές ή, ακόμα χειρότερα, περισσότερες από μία. Η κατηγορία δύσκολα έστεκε για τη Μέριλιλ —στην παρούσα κατάστασή της, τουλάχιστον— μα, ούτως ή άλλως, φαινόταν αδιανόητο να το έχει κάνει οποιαδήποτε αδελφή. Όπως πολύ εύστοχα είχε παρατηρήσει η Μπιργκίτε, ένας από τους χειρότερους Σκοτεινόφιλους που είχε συναντήσει ποτέ, κατά τη διάρκεια των Πολέμων των Τρόλοκ, ήταν ένας γλυκός και πράος νεαρός που αναπηδούσε τρομαγμένος σε κάθε θόρυβο. Και δηλητηρίασε το νερό μιας ολόκληρης πόλης. Η πρόταση της Αβιέντα ήταν να ανακριθούν κι οι τρεις, κάτι που είχε τρομοκρατήσει την Μπιργκίτε, αλλά η Αβιέντα δεν ένιωθε τόσο δέος πια για τις Άες Σεντάι. Φυσικά, η διαδικασία θα έπρεπε να λάβει χώρα με τις ανάλογες αβρότητες, μέχρις ότου βρισκόταν κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο. Τότε, τέρμα οι ευγένειες.
«Α», αναφώνησε η Σάριθα, λάμποντας ξαφνικά. «Να κι ο Αρχηγός Μέλαρ. Ξανάγινε ήρωας όσο έλειπες, Ηλαίην».
Η Αβιέντα άδραξε τη λαβή του μαχαιριού στο ζωνάρι της κι η Μπιργκίτε κοκάλωσε. Το πρόσωπο της Κάρεαν παρέμεινε ανέκφραστο και ψυχρό, ενώ ακόμα κι η Μέριλιλ πήρε μια έκφραση δυσαρέσκειας κι υπεροψίας. Καμία αδελφή δεν έκρυβε την αντιπάθειά της για τον Ντόιλιν Μέλαρ.
Ο άντρας είχε στενό πρόσωπο και δεν θα τον χαρακτήριζες όμορφο, ίσως ούτε καν εμφανίσιμο, μολονότι οι κινήσεις του είχαν ευλυγισία και μεγαλοπρέπεια ξιφομάχου, κάτι που δήλωνε ρώμη. Ως Αρχηγός της σωματοφυλακής της Ηλαίην, είχε τρία χρυσά σιρίτια που έδειχναν τον βαθμό του στερεωμένα στους ώμους του καλογυαλισμένου θώρακά του. Ένας άσχετος παρατηρητής κάλλιστα θα σκεφτόταν πως ο Μέλαρ υπερείχε της Μπιργκίτε ιεραρχικά. Οι πτυχές της χιονόλευκης δαντέλας στον λαιμό και τους καρπούς του ήταν διπλάσιες σε πάχος και μήκος από εκείνες στις στολές των Φρουρών, αλλά δεν φορούσε τον τελαμώνα, ίσως για να μην κρύβει το ένα ζεύγος απ’ τα χρυσό σιρίτια. Ισχυριζόταν πως δεν ήθελε κάτι περισσότερο στη ζωή του από το να ηγείται της σωματοφυλακής της Ηλαίην, αλλά αναφερόταν συχνά σε μάχες που είχε δώσει ως μισθοφόρος. Προφανώς, δεν είχε βρεθεί ποτέ στην πλευρά των ηττημένων, ενώ πολύ συχνά οι νίκες προέρχονταν από τις δικές του ατραγούδιστες προσπάθειες στο πεδίο της μάχης. Έβγαλε το καπέλο με τα λευκά φτερά με μια βαθιά και φιγουρατζίδικη υπόκλιση, κρατώντας επιδέξια το σπαθί του με το ένα χέρι, κι ύστερα έκανε άλλη μία, ελαφρώς μικρότερη, προς τη μεριά της Μπιργκίτε, με το χέρι διαγώνια στο στήθος του σε χαιρετισμό.
Η Ηλαίην άφησε ένα χαμόγελο να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. «Η Σάριθα λέει πως ξανάγινες ήρωας, Αρχηγέ Μέλαρ. Τι έκανες;»
«Τίποτα περισσότερο από το καθήκον μου απέναντι στη βασίλισσά μου». Παρά τη φωνή του, που ήταν πλήρης ταπεινοφροσύνης, το χαμόγελο που ανταπέδωσε ήταν πιο ζεστό απ’ όσο θα έπρεπε. Το μισό παλάτι θεωρούσε πως αυτός ήταν ο πατέρας του παιδιού της Ηλαίην. Το γεγονός ότι εκείνη δεν είχε συντρίψει τις εν λόγω φήμες μάλλον τον έκανε να πιστεύει πως είχε προοπτικές. Εκείνο το χαμόγελο, ωστόσο, δεν έφτασε μέχρι τα σκούρα μάτια του. Παρέμειναν παγωμένα σαν τον θάνατο. «Το καθήκον μου απέναντι σου είναι η ευχαρίστησή μου, Βασίλισσά μου».
«Ο Αρχηγός Μέλαρ πραγματοποίησε άλλη μία έξοδο χθες, δίχως να λάβει τις σχετικές διαταγές», δήλωσε η Μπιργκίτε με επιμελώς αδιακύμαντη φωνή. «Αυτή τη φορά, η μάχη έφτασε σχεδόν μέχρι την Πύλη του Φαρ Μάντινγκ, που είχε διατάξει να παραμείνει ανοικτή μέχρι την επιστροφή του». Η Ηλαίην ένιωσε το πρόσωπο της να αγριεύει.
«Α, όχι», διαμαρτυρήθηκε η Σάριθα. «Δεν έγινε καθόλου έτσι. Εκατό οπλίτες του Άρχοντα Λούαν προσπάθησαν να φτάσουν στην πόλη μέσα στη νύχτα, αλλά έφυγαν πολύ αργά και τους πρόλαβε η ανατολή. Επίσης, τους πρόλαβαν τριακόσιοι άντρες του Άρχοντα Νάσιν. Αν ο Αρχηγός Μέλαρ δεν άνοιγε τις πύλες και δεν ηγείτο της διάσωσης, θα τους πετσόκοβαν μπροστά στα τείχη. Όπως ήρθαν τα πράγματα, κατάφερε να διασώσει ογδόντα για χάρη σου». Ο Μέλαρ απολάμβανε χαμογελαστός τους επαίνους της Άες Σεντάι λες και δεν είχε ακούσει καν τις επικρίσεις της Μπιργκίτε. Φυσικά, δεν λάμβανε υπ’ όψιν του τα αποδοκιμαστικά βλέμματα της Κάρεαν και της Μέριλιλ. Κατάφερνε μονίμως να αγνοεί την αποδοκιμασία.
«Πώς ήξερες ότι επρόκειτο για άντρες του Άρχοντα Λούαν, Αρχηγέ;» τον ρώτησε σιγανά η Ηλαίην. Ένα ανάλαφρο μειδίαμα, που θα έπρεπε να λειτουργήσει προειδοποιητικά για τον Μέλαρ, εμφανίστηκε στο πρόσωπο της Μπιργκίτε. Βέβαια, ο άντρας ανήκε σε αυτούς που δεν πίστευαν ότι η Μπιργκίτε μπορούσε να είναι Πρόμαχος. Αλλά, ακόμα κι αν το πίστευε, ελάχιστοι πλην των Προμάχων και των Άες Σεντάι γνώριζαν τι συνεπάγεται ένας δεσμός. Αν μη τι άλλο, η έκφραση του Μέλαρ έγινε ακόμα πιο αυτάρεσκη.
«Δεν έδωσα σημασία στα λάβαρα, Βασίλισσά μου. Οποιοσδήποτε μπορεί να κουβαλάει μαζί του ένα λάβαρο. Αναγνώρισα με το ματογυάλι μου τον Τζούραντ Άκαν, ο οποίος είναι μέχρι το κόκαλο άνθρωπος του Λούαν. Μόλις κατάλαβα ότι...» Έκανε μια αποπεμπτική χειρονομία κι οι δαντέλες σείστηκαν. «Τα υπόλοιπα δεν ήταν παρά λίγη γυμναστική».
«Μήπως αυτός ο Τζούραντ Άκαν έφερε κάποιο μήνυμα εκ μέρους του Άρχοντα Λούαν; Οτιδήποτε με σφραγίδα και υπογραφή, που να επιβεβαιώνει την υποστήριξη του Οίκου Νοργουέλυν προς τον Τράκαντ;»
«Δεν υπήρχε τίποτα γραπτό, Βασίλισσά μου, αλλά όπως είπα...»
«Ο Άρχοντας Λούαν δεν έχει διακηρύξει επισήμως ότι υποστηρίζει τον Οίκο μου, Κυβερνήτη».
Το χαμόγελο του Μέλαρ ξεθώριασε κάπως. Δεν ήταν συνηθισμένος να τον διακόπτουν. «Μα, Βασίλισσά μου, η Αρχόντισσα Ντυέλιν λέει πως ο Λούαν έχει ήδη ταχθεί υπέρ σου. Ο ερχομός του Άκαν αποδεικνύει ότι—»
«Δεν αποδεικνύει τίποτα, Αρχηγέ», αποκρίθηκε παγερά η Ηλαίην. «Ίσως, με τον καιρό, ο Άρχοντας Λούαν ταχθεί υπέρ μου, αλλά μέχρι να γίνει αυτό, εσύ μου έφερες ογδόντα άντρες που χρειάζονται επιτήρηση». Ογδόντα από τους εκατό. Και πόσοι δικοί της είχαν χαθεί; Πέραν τούτου, ο άνθρωπος είχε θέσει σε κίνδυνο το Κάεμλυν με την πρωτοβουλία του, που να καιγόταν! «Εφ’ όσον μπορείς να βρεις χρόνο εν μέσω καθηκόντων για να διατάξεις τη σωματοφυλακή μου να κάνει έξοδο, θα μπορείς να βρεις χρόνο και για να κανονίσεις την επιτήρησή τους. Δεν θα χαραμίσω κανέναν φρουρό από τα τείχη για να ασχοληθεί μ’ αυτό. Βάλε τον Άρχοντα Άκαν και τους φίλους του να εκπαιδεύσουν τους άντρες που έφερα από τα μέγαρα. Αυτό θα τους κρατάει απασχολημένους όλη μέρα και δεν θα δημιουργηθούν προβλήματα, αλλά το πώς θα κρατηθούν μακριά από τα τείχη το αφήνω επάνω σου. Σε καθιστώ, επίσης, υπεύθυνο για τυχόν πρόκληση φασαριών εξαιτίας τους. Μπορείς να φροντίσεις τώρα αμέσως το ζήτημα».
Ο Μέλαρ την κοίταζε αποσβολωμένος. Δεν του τα είχε ψάλει ποτέ μέχρι τώρα, κάτι που δεν του άρεσε καθόλου, ιδίως μπροστά σε άλλους. Τα ένθερμα χαμόγελα είχαν εξαφανιστεί πλέον. Το στόμα του συσπάστηκε κι η βαρυθυμία φάνηκε έντονα στο βλέμμα του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο όμως, παρά μία υπόκλιση ακόμη, μουρμουρίζοντας: «Όπως προστάζει η Βασίλισσά μου». Η φωνή του ήταν τραχιά κι ο άντρας απομακρύνθηκε με όση μεγαλοπρέπεια μπορούσε να επιστρατεύσει. Πριν καλά-καλά κάνει τρία βήματα, άρχισε να προχωρά στον διάδρομο με μεγάλες δρασκελιές, λες κι ήθελε να ποδοπατήσει όποιον θα έμπαινε μπροστά του. Η Ηλαίην έπρεπε να ειδοποιήσει τη Ρασόρια να προσέχει. Μπορεί ο Μέλαρ να ξεσπούσε βγάζοντας χολή σε όσους είχαν υπάρξει μάρτυρες. Η Μέριλιλ κι η Κάρεαν ένευσαν σχεδόν ταυτόχρονα· λαχταρούσαν εδώ και καιρό να δουν κάποιον να τα ψέλνει στον Μέλαρ και, στην ιδανική περίπτωση, να τον διώχνει από το παλάτι.
«Ακόμα κι αν έσφαλε», είπε η Σάριθα προσεκτικά, «πράγμα για το οποίο δεν είμαι διόλου σίγουρη, ο Αρχηγός Μέλαρ έσωσε τη ζωή σου και τη ζωή της Αρχόντισσας Ντυέλιν διακινδυνεύοντας τη δική του, Ηλαίην. Ήταν ανάγκη να τον ντροπιάσεις μπροστά μας;»
«Μη νομίζεις πως αποφεύγω να πληρώσω τις οφειλές μου, Σάριθα». Η Ηλαίην ένιωσε την Αβιέντα να της πιάνει το ένα χέρι και την Μπιργκίτε το άλλο, κι έσφιξε ελαφρά τους μυς της. Όταν είσαι περικυκλωμένη από εχθρούς, καλό είναι να έχεις μια αδελφή και μια φίλη από κοντά. «Πάω να κάνω ένα ζεστό μπάνιο. Εκτός κι αν κάποια από εσάς επιθυμεί να μου τρίψει την πλάτη...»
Οι Άες Σεντάι κατάλαβαν ότι τις απέπεμπε, οπότε έφυγαν βαδίζοντας πιο μεγαλόπρεπα απ’ ό,τι ο Μέλαρ. Η Κάρεαν συζητούσε ήδη με τη Σάριθα κατά πόσον οι Ανεμοσκόποι θα ήθελαν να πάρουν μαθήματα σήμερα, ενώ η Μέριλιλ προσπαθούσε να κοιτάξει συγχρόνως προς πάσα κατεύθυνση, ελπίζοντας να αποφύγει κάποια συνάντηση με Ανεμοσκόπο. Τι θα συζητούσαν, άραγε, αργότερα; Ότι η Ηλαίην τα είχε τσουγκρίσει με τον πατέρα του παιδιού της ή ότι είχαν κρύψει με επιτυχία την ενοχή τους για το φόνο της Αντελέας;
Πάντα κληρώνω τις οφειλές μου, σκέφτηκε η Ηλαίην, καθώς τις έβλεπε να ξεμακραίνουν. Και βοηθώ τους φίλους μου να πληρώσουν τις δικές τους.