6 Η Οσμή ενός Ονείρου

Ο ψυχρός αέρας φαινόταν καθαρός και αναζωογονητικός στην όσφρηση του Πέριν καθώς κάλπαζε στο δάσος, οι αύρες γεμάτες με τη φρεσκάδα του χιονιού, που πεταγόταν σαν σιντριβάνι κάτω από τις οπλές του Γοργοπόδη. Εδώ έξω, ο Πέριν μπορούσε να ξεχάσει τους παλιούς φίλους που ήταν πρόθυμοι να πιστέψουν τις χειρότερες φήμες. Μπορούσε να προσπαθήσει να ξεχάσει ακόμη και τον Μασέμα, τις Άες Σεντάι και τις Σοφές. Οι Σάιντο, βέβαια, ήταν σφηνωμένοι στο κρανίο του, μια σιδερένια σπαζοκεφαλιά που δεν λυνόταν όσο κι αν πάλευε. Ήθελε να βγάλει τα κομμάτια ένα-ένα, αλλά κάτι τέτοιο δεν είχε ποτέ αποτέλεσμα με έναν γρίφο σιδηρουργού.

Ύστερα από ένα σύντομο ξέσπασμα ταχύτητας, επιβράδυνε την ορμή του καστανοκόκκινου ζώου του, νιώθοντας ελαφρώς ένοχος. Το σκοτάδι κάτω από τον θόλο του δάσους ήταν πυκνό κι οι πέτρινες προεξοχές ανάμεσα στα ψηλά δέντρα προειδοποιούσαν για ακόμη περισσότερες, κρυμμένες μέσα στο χιόνι· εκατό σημεία όπου ένα άλογο θα μπορούσε να σπάσει τα πόδια του καλπάζοντας, χωρίς να λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν του τις τρύπες των τυφλοπόντικων, τις φωλιές των αλεπούδων και τις παγίδες για τα κουνάβια. Δεν ήταν ανάγκη να ριψοκινδυνεύσει. Ο καλπασμός δεν θα ελευθέρωνε τη Φάιλε μια ώρα αρχύτερα κι, ούτως ή άλλως, κανένα άλογο δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τέτοιον ρυθμό για πολλή ώρα. Το χιόνι εδώ έφθανε μέχρι το γόνατο στα μέρη όπου είχε παρασυρθεί, αλλά και σε άλλα σημεία ήταν αρκετά βαθύ. Ωστόσο, ο Πέριν ακολούθησε βορειοανατολική κατεύθυνση. Οι ανιχνευτές θα έφθαναν από βορειοανατολικά, φέρνοντας νέα της Φάιλε αλλά και των Σάιντο, την ανακάλυψη κάποιας τοποθεσίας τουλάχιστον. Ήλπιζε κάτι τέτοιο, το ευχόταν, αλλά σήμερα γνώριζε καλά πως η ευχή του θα πραγματοποιούνταν, αν κι η γνώση αυτή το μόνο που έκανε ήταν να αυξάνει την ανησυχία του. Το να τους ξετρυπώσει ήταν μονάχα το πρώτο κομμάτι του γρίφου. Η οργή έκανε τις σκέψεις του να πετάγονται από το ένα θέμα στο άλλο και, παρά τους επαίνους του Μπάλγουερ, ο Πέριν ήξερε ότι —στην καλύτερη περίπτωση— ήταν μεθοδικός. Δεν έκανε καλά που προσπαθούσε να σκεφτεί γρήγορα και, δεδομένης της έλλειψης ιδιαίτερης εξυπνάδας, το μόνο που του απέμενε ήταν να φανεί μεθοδικός. Κάπως.

Ο Άραμ τον πρόλαβε, καλπάζοντας μανιασμένα με το γκρίζο άτι του, κι επιβράδυνε, για να τον ακολουθήσει λίγο πιο πίσω και πλάγια σαν πιστό κυνηγόσκυλο. Ο Πέριν τον άφησε. Η οσμή του Άραμ ποτέ δεν απέπνεε άνεση, όποτε ο Πέριν τον άφηνε να πορευτεί πλάι του. Ο πάλαι ποτέ Μάστορας δεν μίλησε, όμως οι δίνες του παγωμένου αέρα μετέφεραν την οσμή του, ένα μείγμα οργής, καχυποψίας και δυσαρέσκειας. Καθόταν τεντωμένος σαν ελατήριο στη σέλα του και παρακολουθούσε βλοσυρά το δάσος γύρω τους, λες και περίμενε τους Σάιντο να ξεπηδήσουν πίσω από το πλησιέστερο δέντρο.

Η αλήθεια ήταν ότι πίσω από εκείνα τα δέντρα θα μπορούσε να κρυφτεί οτιδήποτε. Στα σημεία όπου μπορούσαν να διακρίνουν τον ουρανό, μέσα από τον θόλο των κλαδιών, παρατήρησαν πως είχε μια σκούρα γκρίζα χροιά, αλλά προς το παρόν, το δάσος βρισκόταν κάτω από μια σκιά ζοφερότερη κι από την ίδια τη νύχτα, τα δε δέντρα έμοιαζαν με ογκώδεις κίονες σκοταδιού. Ωστόσο, το βλέμμα του Πέριν έπιανε πού και πού τη μετατόπιση μιας μαυρόφτερης καλιακούδας πάνω σ’ ένα χιονοσκέπαστο κλαδί, με τα φτερά της να φουσκώνουν στην παγωνιά, και το διστακτικό ανασήκωμα του κεφαλιού του πευκοχελίδονου, μια μουντζαλιά πιο μαύρη κι από το σκοτάδι. Έπιανε, επίσης, και την οσμή που ανέδιδαν. Μια αχνή αντρική πνοή ήρθε από το πάνω μέρος μιας ογκώδους βελανιδιάς με μαύρα, απλωτά κλωνάρια, παχιά σαν πόνυ. Οι Γκεαλντανοί κι οι Μαγιενοί περιπολούσαν ιππαστί γύρο από τον καταυλισμό σε ακτίνα μερικών μιλίων, αλλά ο Πέριν προτιμούσε να βασίζεται στους Διποταμίτες, που ήταν πιο κοντά. Δεν είχε στη διάθεση του αρκετούς άντρες για να κυκλώσουν εντελώς τον καταυλισμό, ωστόσο όλοι τους ήταν εξοικειωμένοι με τα δάση και με το κυνήγι ζώων που θα μπορούσαν κάλλιστα να μετατραπούν από θηράματα σε θηρευτές, συνηθισμένοι να παρατηρούν κινήσεις που θα διέφευγαν την προσοχή κάποιου που σκέφτεται μονάχα βάσει στρατιωτικών όρων. Οι ραβδωτές αγριόγατες που κατέβαιναν από τα βουνά για να κυνηγήσουν πρόβατα, μπορούσαν να κρυφτούν και σε ανοικτή θέα, ενώ η αρκούδα κι ο άγριος κάπρος φημίζονταν για την ξαφνική τους μεταβολή για να στραφούν ενάντια στους διώκτες τους οδηγώντας τους σε ενέδρα. Από τα κλαδιά ύψους τριάντα-σαράντα ποδών πάνω από το έδαφος, οι άντρες μπορούσαν να δουν οτιδήποτε κινούνταν από κάτω και να ειδοποιήσουν εγκαίρως τον καταυλισμό, ενώ οι βαλλίστρες τους θα έσπερναν τον όλεθρο σε όποιον προσπαθούσε να περάσει. Η παρουσία, ωστόσο, του φρουρού άγγιξε το μυαλό του ανάλαφρα, όσο κι η παρουσία της καλιακούδας. Είχε στυλώσει το βλέμμα του μπροστά, ανάμεσα στα δέντρα και τις σκιές, μήπως κι εντόπιζε κάποιο σημάδι της επιστροφής των ανιχνευτών.

Ξαφνικά, ο Γοργοπόδης τίναξε το κεφάλι του και χρεμέτισε, βγάζοντας από τα ρουθούνια του έναν θύσανο ομίχλης. Τα μάτια του γύρισαν προς τα επάνω καθώς σταματούσε απότομα, και το γκρίζο άλογο του Άραμ τσίριξε και λοξοδρόμησε. Ο Πέριν έγειρε μπροστά για να χαϊδέψει καθησυχαστικά τον λαιμό του τρεμάμενου επιβήτορά του, αλλά πάγωσε στη θέση του, καθώς διαισθάνθηκε ένα ίχνος οσμής. Κάτι σαν καμένο θειάφι, ίσως μια απομίμηση αυτής της μυρωδιάς, που έκανε τις τρίχες στον σβέρκο του να ανασηκωθούν. Ανέδιδε την αποφορά του... λανθασμένου, ενός πράγματος που δεν ανήκε σε αυτόν τον κόσμο. Η οσμή δεν ήταν καινούργια —σε καμία περίπτωση δεν θα τη χαρακτήριζε «φρέσκια»— αλλά ούτε και παλιά, ίσως πιο πρόσφατη από μία ώρα. Μπορεί ο κάτοχος της οσμής να βρισκόταν εδώ την ώρα που ο Πέριν σηκωνόταν, την ώρα που την ονειρευόταν.

«Τι συμβαίνει, Άρχοντα Πέριν;» Ο Άραμ δυσκολευόταν να τιθασεύει το γκρίζο του ζώο, που χόρευε σε κύκλους κι αντιστεκόταν στα γκέμια, θέλοντας να τρέξει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, αρκεί να βρισκόταν μακριά. Παλεύοντας ακόμα με τα ηνία, ο Άραμ τράβηξε ταυτόχρονα το ξίφος με τη λυκοκεφαλή στο σφαίρωμα. Έκανε καθημερινή εξάσκηση, για αρκετές ώρες όποτε μπορούσε, κι οι γνώστες της τέχνης έλεγαν ότι ήταν πολύ καλός. «Εσύ ίσως μπορείς να ξεχωρίσεις μια μαύρη κλωστή από μια λευκή υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά για μένα το φως δεν είναι αρκετό ακόμη, άρα δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι αξιοπρόσεκτο».

«Βάλ’ το στη θέση του», του είπε ο Πέριν. «Δεν θα χρειαστεί. Ούτως ή άλλως, τα σπαθιά είναι άχρηστα σε τέτοιες περιπτώσεις». Αναγκάστηκε να κανακέψει το τρεμάμενο ζωντανό του για να προχωρήσει, αλλά τελικά ακολούθησε τη δυσωδία, ανιχνεύοντας το χιονοσκέπαστο έδαφος μπροστά του. Τη γνώριζε αυτή τη μυρωδιά, κι όχι μονάχα από το όνειρο.

Του πήρε λίγη ώρα να βρει αυτό που αναζητούσε, κι ο Γοργοπόδης άφησε ένα χλιμίντρισμα ικανοποίησης όταν ο Πέριν σταμάτησε σε ένα είδος πλακόστρωτης κορυφής από γκρίζα πέτρα, δύο πόδια πλατιά, που εξείχε από τη δεξιά μεριά. Το χιόνι τριγύρω ήταν μαλακό κι απάτητο, αλλά η κυρτή πέτρινη επιφάνεια καλυπτόταν από ίχνη σκύλων, λες και μια ολόκληρη αγέλη είχε πέσει επάνω της τρέχοντας. Τα ίχνη ήταν ξεκάθαρα στα μάτια του Πέριν, άσχετα από τις σκιές και τη σκοτεινιά. Ήταν μεγαλύτερα από την παλάμη του, αποτυπωμένα πάνω στην πέτρα σαν λάσπη. Χάιδεψε ξανά τον λαιμό του Γοργοπόδη. Δεν ήταν να απορεί κανείς που το ζώο είχε τρομοκρατηθεί.

«Άραμ, πήγαινε πίσω, στον καταυλισμό, και βρες τον Ντάνιλ. Πες του να ενημερώσει τους πάντες ότι υπάρχουν Σκοτεινόσκυλα τριγύρω κι ότι πέρασαν από δω πριν από μία ώρα περίπου. Και θηκάρωσε το σπαθί σου. Πίστεψε με, δεν θα ’θελες να προσπαθήσεις να σκοτώσεις Σκοτεινόσκυλο με σπαθί».

«Σκοτεινόσκυλα;» αναφώνησε ο Άραμ, κοιτώντας επιφυλακτικά ανάμεσα στις μουντές σκιές των δέντρων. Μια χροιά ανησυχίας εμφανίστηκε απότομα στην οσμή του. Οι περισσότεροι άντρες θα γελούσαν με τις παιδικές ιστορίες των ταξιδευτών, όμως οι Μάστορες περιδιάβαιναν την επαρχία κι ήξεραν καλά τι μπορούσαν να συναντήσουν στις ερημιές. Ο Άραμ θηκάρωσε το σπαθί του με προφανή απροθυμία, αλλά το δεξί του χέρι παρέμεινε μισοσηκωμένο, έτοιμο να αδράξει ξανά τη λαβή. «Και πώς σκοτώνεις ένα Σκοτεινόσκυλο; Κατ’ αρχάς, πεθαίνουν;» Μάλλον δεν είχε ιδιαίτερη συναίσθηση της κατάστασης.

«Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό, Άραμ, που δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις. Λοιπόν, πήγαινε να κάνεις ό,τι σου ’πα. Πρέπει όλοι μας να επαγρυπνούμε μήπως ξαναφανούν. Όχι ότι είναι πολύ πιθανό, αλλά καλύτερα να προσέχουμε». Ο Πέριν θυμήθηκε που κάποτε είχε αντιμετωπίσει ένα ολόκληρο κοπάδι από δαύτα κι είχε σκοτώσει ένα. Ή, τουλάχιστον, έτσι του φάνηκε, αφού είχε χρειαστεί να το χτυπήσει με τρία βέλη πλατιάς αιχμής. Τα Σκιογεννήματα δεν πέθαιναν εύκολα. Η Μουαραίν είχε αναγκαστεί να το αποτελειώσει με μοιροφωτιά. «Φρόντισε να πληροφορηθούν τα νέα οι Άες Σεντάι, οι Σοφές κι οι Άσα’μαν». Η πιθανότητα κάποιος από αυτούς να ήξερε πώς να φτιάξει μοιροφωτιά δεν ήταν μεγάλη —οι γυναίκες, ακόμα και να ήξεραν, δεν θα παραδέχονταν ποτέ ότι είχαν γνώση μιας απαγορευμένης ύφανσης, κι οι άντρες μάλλον θα έκαναν το ίδιο— αλλά μπορεί να είχαν κάτι άλλο υπ’ όψιν τους, εξίσου αποτελεσματικό.

Ο Άραμ δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να αφήσει μόνο του τον Πέριν, μέχρι που ο τελευταίος τού είπε ορθά-κοφτά να φύγει, και στράφηκε κι ο ίδιος προς τον καταυλισμό, ακολουθώντας τις μυρωδιές του ίσκιου και του άλγους, λες και δύο άντρες θα ήταν πιο ασφαλείς από έναν. Μόλις ο άλλος άντρας χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, ο Πέριν έστρεψε τον Γοργοπόδη νότια, προς την κατεύθυνση που είχαν πάρει τα Σκοτεινόσκυλα. Δεν ήθελε παρέα, ούτε καν τον Άραμ. Δεν υπήρχε λόγος να καμαρώνει επειδή οι άνθρωποι πρόσεχαν μερικές φορές την οξυδέρκεια ή τη δυνατή όσφρησή του. Υπήρχαν ήδη αρκετοί λόγοι για να τον αποφεύγουν, δεν ήταν ανάγκη να προστεθούν κι άλλοι.

Ίσως τα πλάσματα είχαν περάσει τόσο κοντά από τον καταυλισμό εντελώς συμπτωματικά, αλλά τα τελευταία χρόνια οι συμπτώσεις είχαν αρχίσει να τον ανησυχούν. Συχνά, δεν επρόκειτο καν για συμπτώσεις, όχι τουλάχιστον όπως τις εννοούσαν οι άλλοι άνθρωποι. Αν αυτό ήταν μία ακόμη ένδειξη της τα’βίρεν πρόσβασής του στο Σχήμα, θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει και χωρίς αυτή. Το όλο θέμα φαινόταν να έχει περισσότερα μειονεκτήματα παρά πλεονεκτήματα, ακόμα κι όταν έδειχνε να λειτουργεί προς όφελός σου. Κάτι που σε ευνοούσε τη μία στιγμή, μπορεί κάλλιστα να στρεφόταν εναντίον σου την επόμενη. Και πάντα υπήρχε μια εναλλακτική πιθανότητα. Η ιδιότητα του τα’βίρεν σε ξεχώριζε στο Σχήμα, οπότε μερικοί από τους Αποδιωγμένους μπορούσαν να την εκμεταλλευτούν για να σε ανακαλύψουν κάποιες φορές— έτσι, τουλάχιστον, του είχαν πει. Ίσως κάποια Σκιογεννήματα διέθεταν ανάλογες ικανότητες.

Τα ίχνη που ακολουθούσε ήταν σίγουρα μίας ώρας, αλλά ο Πέριν ένιωθε ένα σφίξιμο ανάμεσα στις ωμοπλάτες, ένα μυρμήγκιασμα στο κρανίο. Ο ουρανός εξακολουθούσε να είναι σκούρος γκρίζος στα σημεία που, ακόμα και στα ίδια του τα μάτια, ήταν ορατός. Ο ήλιος δεν είχε στεφανώσει ακόμη τον ορίζοντα. Η ώρα λίγο πριν την αυγή ήταν μία από τις χειρότερες για να συναπαντήσει το Τρελό Κυνήγι, όταν το σκοτάδι μετατρεπόταν σε φως, το οποίο όμως δεν είχε επικρατήσει ακόμα. Αν μη τι άλλο, δεν υπήρχαν σταυροδρόμια εκεί κοντά, ούτε νεκροταφεία, κι οι μόνες πέτρινες εστίες που μπορούσες να αγγίξεις βρίσκονταν στο Μπράιταν, αλλά και πάλι δεν ήταν διόλου σίγουρος πόσο ασφαλείς ήταν εκείνες οι καλύβες. Κράτησε μια νοητή σημείωση της τοποθεσίας ενός κοντινού ρυακιού, απ’ όπου ο καταυλισμός προμηθευόταν νερό κομματιάζοντας τον πάγο. Δεν ήταν πάνω από δέκα-δώδεκα βήματα πλατύ και το βάθος του έφθανε μονάχα έως το γόνατο, αλλά το τρεχούμενο νερό που παρεμβαλλόταν μεταξύ εσού και των Σκοτεινόσκυλων υποτίθεται πως ήταν ικανό να τα σταματήσει. Ωστόσο, υποτίθεται πως το ίδιο πετύχαινες και με την άμεση αντιμετώπισή τους, αλλά ο Πέριν είχε δει το αποτέλεσμα. Η μύτη του ανίχνευε δοκιμαστικά την αύρα, αναζητώντας εκείνη την παλιά μυρωδιά, καθώς κι οποιαδήποτε ένδειξη καινούργιας. Αν πιανόταν απροετοίμαστος, το αποτέλεσμα θα ήταν κάτι χειρότερο από δυσάρεστο.

Ο Γοργοπόδης έπιανε μυρωδιές σχεδόν εξίσου εύκολα με τον Πέριν, μερικές φορές μάλιστα τις ανίχνευε πιο νωρίς από τον αναβάτη του, αλλά όποτε το καστανοκόκκινο ζώο δείλιαζε, ο Πέριν το ωθούσε να προχωρήσει. Πάνω στο χιόνι ήταν διασκορπισμένα διάφορα ίχνη, αποτυπώματα οπλών από τις έφιππες περιπόλους που πηγαινοέρχονταν, καθώς και περιστασιακά σημάδια από πέλματα κουνελιών κι αλεπούδων, αλλά τα μόνα χνάρια που είχαν αφήσει πίσω τους τα Σκοτεινόσκυλα βρίσκονταν στα σημεία όπου η πέτρα εξείχε από το χιόνι. Η οσμή του καμένου θειαφιού διακρινόταν πολύ ισχυρότερη εκεί, αλλά μεσολαβούσε μεγάλο διάστημα μέχρι το επόμενο μέρος εμφάνισής της. Τα τεράστια ίχνη από γαμψώνυχα διαδέχονταν το ένα το άλλο, οπότε δεν υπήρχε τρόπος να υπολογίσει κανείς πόσα Σκοτεινόσκυλα ήταν, αλλά άσχετα από το μέγεθός της, κάθε βραχώδης επιφάνεια που είχαν διασχίσει ήταν πνιγμένη στα ίχνη από τη μια άκρη έως την άλλη. Το κοπάδι αριθμούσε περισσότερα από τα δέκα πλάσματα που είχε εντοπίσει έξω από το Ίλιαν. Πολύ περισσότερα. Γι’ αυτό, άραγε, δεν υπήρχαν λύκοι στην περιοχή; Ήταν σίγουρος ότι εκείνη η βεβαιότητα του θανάτου, που είχε αισθανθεί στο όνειρό του, ήταν κάτι αληθινό και στο όνειρο εκείνο ήταν πράγματι λύκος.

Καθώς το μονοπάτι έστριβε δυτικά κι ο Πέριν έπαιρνε τη στροφή, άρχισε να νιώθει μια όλο και μεγαλύτερη υποψία, η οποία έτεινε να γίνει σιγουριά. Τα Σκοτεινόσκυλα είχαν περικυκλώσει εντελώς τον καταυλισμό, διατρέχοντας τη βόρεια μεριά του, όπου κάμποσα πελώρια δέντρα κείτονταν μισοπεσμένα, με τους κορμούς να στηρίζονται στους γείτονές τους, καθένα μ’ ένα χοντρό κομμάτι κομμένο σύρριζα από τον πελεκημένο κορμό. Τα ίχνη κάλυπταν μια πέτρινη προεξοχή, λεία κι επίπεδη σαν γυαλιστερό, μαρμάρινο δάπεδο, εκτός από μία τριχοειδή κοιλότητα, που διέτρεχε σαν νήμα της στάθμης την επίπεδη επιφάνεια. Τίποτα δεν μπορούσε να αντισταθεί στο άνοιγμα της πύλης ενός Άσα’μαν, κι εδώ είχαν ανοίξει ήδη δύο. Ένα πεύκο με παχύ κορμό που, πέφτοντας, μπλόκαρε τη μία, είχε ένα τμήμα του, τέσσερα πόδια φαρδύ, καμένο ολοσχερώς, αλλά οι καρβουνιασμένες άκρες ήταν συμμετρικές λες κι είχαν κοπεί με πριόνι. Φαίνεται, όμως, πως τα Σκοτεινόσκυλα δεν ενδιαφέρονταν και τόσο για αποδείξεις χρήσης της Μίας Δύναμης. Το κοπάδι δεν είχε σταματήσει εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, δεν είχε καν επιβραδύνει, απ’ όσο μπορούσε να κρίνει ο Πέριν. Τα Σκοτεινόσκυλα μπορούσαν να αναπτύξουν μεγαλύτερη ταχύτητα από τα άλογα και για περισσότερη ώρα, ενώ η αποφορά τους δεν έσβηνε τόσο εύκολα. Σε δύο σημεία της περιφέρειας, είχε επισημάνει μια διακλάδωση στο μονοπάτι, αλλά θα πρέπει να ήταν το κοπάδι που ερχόταν από τον Βορρά, κατευθυνόμενο νότια. Έκανε μια γύρα στον καταυλισμό κι απομακρύνθηκε, ακολουθώντας κατά πόδας όποιον ή ό,τι είχε πάρει στο κυνήγι.

Προφανώς, δεν κυνηγούσαν τον ίδιο. Ίσως το κοπάδι είχε κάνει κύκλο επειδή τον είχε διαισθανθεί, είχε διαισθανθεί κάποιον τα’βίρεν, ωστόσο ο Πέριν αμφέβαλλε κατά πόσον τα Σκοτεινόσκυλα θα δίσταζαν έστω και για μία στιγμή να επιτεθούν στον καταυλισμό αν έψαχναν τον ίδιο. Το κοπάδι που είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν είχε μπει στην πόλη του Ίλιαν, παρ’ όλο που προσπάθησε να τον σκοτώσει πολύ αργότερα. Άραγε, τα Σκοτεινόσκυλα ανέφεραν όσα έβλεπαν, όπως έκαναν οι αρουραίοι και τα κοράκια; Στη σκέψη και μόνο, το σαγόνι του σφίχτηκε. Το να σε προσέξει η Σκιά ήταν κάτι που φόβιζε κάθε λογικό άνθρωπο, αλλά μπορεί η ίδια η Σκιά να αναμειγνυόταν στην απελευθέρωση της Φάιλε, κι αυτό τον ένοιαζε περισσότερο από καθετί άλλο. Ωστόσο, υπήρχαν τρόποι να πολεμήσει τα Σκιογεννήματα, όπως και τους Αποδιωγμένους. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που θα έμπαινε εμπόδιο μεταξύ του ίδιου και της Φάιλε, ασχέτως αν επρόκειτο για Σκοτεινόσκυλα, για Αποδιωγμένους ή για οτιδήποτε άλλο, θα έβρισκε τρόπο να το ξεπεράσει, θα έκανε ό,τι κρινόταν αναγκαίο. Όλη η αίσθηση του φόβου που υπήρχε μέσα του συγκεντρωνόταν γύρω από το πρόσωπο της Φάιλε. Δεν υπήρχε χώρος για τίποτε άλλο.

Πριν ακόμα φτάσει στο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει, η αύρα έφερε στα ρουθούνια του οσμές ανθρώπων κι αλόγων, διαπεραστικές και παγερές, κι ο Πέριν τράβηξε τα γκέμια του Γοργοπόδη για να επιβραδύνει τον τροχασμό του και κατόπιν να σταματήσει εντελώς. Είχε εντοπίσει πενήντα —ίσως κι εξήντα— άλογα σε απόσταση εκατό ποδών περίπου. Ο ήλιος είχε υψωθεί στον ορίζοντα, στέλνοντας λοξές κι έντονες δεσμίδες φωτός, που διαπερνούσαν τον θόλο του δάσους κι αντανακλώνταν στο χιόνι, μειώνοντας κάπως τη ζοφερότητα, παρ’ όλο που οι βαθιές, διάστικτες σκιές παρέμεναν ανάμεσα στα λιγνά δάχτυλα του ήλιου. Κάποιες από αυτές τις σκιές σκέπασαν τον Πέριν. Η έφιππη ομάδα δεν απείχε πολύ από το σημείο όπου ο ίδιος είχε πρωτοδεί τα χνάρια των Σκοτεινόσκυλων, κι ήδη μπορούσε να διακρίνει τον ταλαιπωρημένο πράσινο μανδύα του Άραμ και το πανωφόρι του με τις κόκκινες ρίγες, ενώ τα ρούχα του Μάστορα ήταν παραχωμένα μαζί με το ξίφος στην πλάτη του. Οι περισσότεροι από τους καβαλάρηδες φορούσαν κόκκινες περικεφαλαίες σε σχήμα κιουπιού και σκούρους μανδύες πάνω από άλικους θώρακες, ενώ τα μακρόστενα κόκκινα σημαιάκια πάνω στα δόρατά τους αναδεύονταν στο ανάλαφρο αεράκι, καθώς οι στρατιώτες πάσχιζαν να παρακολουθούν κάθε κατεύθυνση. Η Πρώτη του Μαγιέν έκανε συχνά πρωινές εξορμήσεις, μαζί φυσικά με την ανάλογη σωματοφυλακή των Φτερωτών Φρουρών.

Έκανε να φύγει χωρίς να αναγκαστεί να συναντήσει την Μπερελαίν, αλλά την επόμενη στιγμή πρόσεξε τρεις ψηλές, πεζές γυναίκες ανάμεσα στα άλογα, με τις μακριές, σκούρες εσάρπες τους τυλιγμένες γύρω από τα κεφάλια και τους ώμους τους, και δίστασε. Οι Σοφές έβγαιναν μόνον όποτε το θεωρούσαν αναγκαίο, έστω κι απρόθυμα, αλλά η πορεία ενός-δύο μιλίων μες στο χιόνι φορώντας βαριές, μάλλινες φούστες δεν ήταν επαρκής λόγος για να αναγκαστούν να ιππεύσουν. Ήταν σχεδόν σίγουρο πως η Σέονιντ με τη Μασούρι βρίσκονταν σε αυτή τη ομάδα, αν κι οι Αελίτισσες φαίνεται πως συμπαθούσαν την Μπερελαίν για κάποιον μυστήριο λόγο.

Δεν είχε περάσει από το μυαλό του να πάει κοντά στους καβαλάρηδες, ανεξάρτητα από το ποιος βρισκόταν μαζί τους, αλλά ο δισταγμός τού στοίχισε κι έχασε την ευκαιρία της υπεκφυγής. Μία από τις Σοφές —του φάνηκε πως ήταν η Καρέλ, μια γυναίκα με φλογάτα μαλλιά, που στα διαπεραστικά γαλάζια της μάτια έβλεπες πάντα την πρόκληση— σήκωσε το χέρι της, δείχνοντάς τον, κι όλη η ομάδα στράφηκε προς το μέρος του, οι στρατιώτες σπιρουνίζοντας τα άλογά τους, για να γυρίσουν, και πασχίζοντας να δουν μέσα από τα δέντρα, έχοντας τα δόρατα με τις ατσαλένιες αιχμές του ενός ποδιού μισοχαμηλωμένα. Δεν ήταν πολύ πιθανό να τον διέκριναν καθαρά μέσα από τις βαθιές, σκιερές λίμνες και τις ράγες ηλιόφωτος. Του έκανε εντύπωση που η Σοφή είχε καταφέρει να τον δει, αλλά ούτως ή άλλως οι Αελίτες κι οι Αελίτισσες ήταν οξυδερκείς.

Η Μασούρι ήταν εκεί, μια λυγερόκορμη γυναίκα με μανδύα στο χρώμα του χαλκού, καβάλα σε μια διάστικτη φοράδα, όπως κι η Ανούρα, η οποία κρατούσε αρκετά πιο πίσω την καφετιά της φοράδα, αλλά την ξεχώριζε κανείς από τις δεκάδες λεπτές και σκούρες πλεξίδες που κρέμονταν από το άνοιγμα της κουκούλας της. Η Μπερελαίν ίππευε ένα καλοθρεμμένο καστανοκόκκινο μουνούχι μπροστά-μπροστά, μια ψηλή κι όμορφη νεαρή γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά, που φορούσε άλικο μανδύα με μαύρη γούνινη επένδυση. Μόνο ένα ψεγάδι μείωνε κάπως την ομορφιά της: δεν ήταν η Φάιλε. Κι υπήρχε άλλο ένα ψεγάδι που διέλυε την όποια ομορφιά, για τα δεδομένα του Πέριν τουλάχιστον. Απ’ αυτή τη γυναίκα είχε πρωτομάθει για την απαγωγή της Φάιλε, όπως και για τις επαφές του Μασέμα με τους Σωντσάν, αλλά σχεδόν όλοι στο στρατόπεδο πίστευαν πως είχε κοιμηθεί μαζί της την ίδια νύχια που η Φάιλε απήχθη, κι η Μπερελαίν δεν είχε κάνει το παραμικρό για να το διαψεύσει. Ήταν μάλλον δύσκολο να της ζητήσει να το αρνηθεί δημοσίως, αλλά θα μπορούσε κι η ίδια να πει κάτι ή, έστω, να διατάξει τις υπηρέτριές της να αρνηθούν τέτοιου είδους φήμες, οτιδήποτε. Αντί γι’ αυτό όμως, η Μπερελαίν είχε παραμείνει σιωπηλή, οι δε υπηρέτριές της, κουτσομπολεύοντας σαν καρακάξες, το μόνο που έκαναν ήταν να υποδαυλίζουν την ιστορία. Στους Δύο Ποταμούς, υπολήψεις τέτοιου είδους ακολουθούσαν έναν άντρα σε όλη του τη ζωή.

Από εκείνη τη νύχτα απέφευγε να δει την Μπερελαίν και, παρ’ ότι τον είχαν δει, πολύ θα ήθελε να εξαφανιστεί, ακόμα και τώρα, αλλά η Μπερελαίν πήρε ένα καλάθι με λαβή σαν στεφάνι από μια υπηρέτρια που τη συνόδευε, μια πλαδαρή γυναίκα τυλιγμένη σε έναν μπλε και χρυσαφή μανδύα, είπε κάτι στους άλλους και τσίγκλησε το στιλπνό καστανοκόκκινο μουνούχι για να κινήσει προς το μέρος του. Μόνη της. Η Ανούρα σήκωσε το χέρι και της φώναξε κάτι, αλλά η Μπερελαίν δεν έριξε ούτε ματιά πίσω. Ο Πέριν δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως η γυναίκα θα τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε, κι όπως είχαν τα πράγματα, αν έφευγε, θα έδινε αφορμή για σχόλια ότι ήθελε να βρεθεί μόνος μαζί της. Σπιρούνισε τα πλευρά του Γοργοπόδη, έχοντας υπ’ όψιν του, παρ’ ότι απρόθυμα, να ενωθεί με τους υπόλοιπους —κι αν ήθελε η Μπερελαίν, ας τον ακολουθούσε επιστρέφοντας— αλλά η γυναίκα σπιρούνισε ξανά το άλογό της, αναγκάζοντάς το να τριποδίσει παρά το τραχύ έδαφος και το χιόνι. Το ζωντανό πήδηξε μια πέτρινη προεξοχή κι η Μπερελαίν, με τον άλικο μανδύα να ανεμίζει πίσω της, τον συνάντησε στα μέσα της διαδρομής. Ο Πέριν έπρεπε να παραδεχτεί, έστω κι απρόθυμα, πως ήταν καλή καβαλάρισσα. Όχι, βέβαια, τόσο καλή όσο η Φάιλε, αλλά καλύτερη από τους περισσότερους.

«Η κατήφειά σου φωνάζει από μακριά», γέλασε απαλά η γυναίκα, καθώς σταματούσε την πορεία του αλόγου της ακριβώς μπροστά στον Γοργοπόδη. Από τον τρόπο που κρατούσε τα γκέμια, έδειχνε έτοιμη να τον εμποδίσει σε περίπτωση που ο Πέριν επιχειρούσε να την προσπεράσει. Η γυναίκα δεν είχε καμία απολύτως συστολή! «Χαμογέλα, να νομίζει ο κόσμος πως φλερτάρουμε». Του άπλωσε το χέρι της με το κόκκινο γάντι, δίνοντάς του το καλάθι. «Αυτό, τουλάχιστον, θα σε κάνει να χαμογελάσεις. Πήρε τ’ αυτί μου ότι ξέχασες να φας». Ζάρωσε τη μύτη της. «Και να πλυθείς, απ’ ό,τι φαίνεται. Η γενειάδα σου, επίσης, χρειάζεται ψαλίδισμα. Βέβαια, ένας ανήσυχος, γεμάτος αγωνία και κάπως αναμαλλιασμένος σύζυγος που σώζει τη γυναικούλα του είναι αρκετά ρομαντική εικόνα, αλλά μπορεί η Φάιλε να μην έχει σε μεγάλη υπόληψη τους βρωμιάρηδες και τους ρακένδυτους. Καμία γυναίκα δεν θα σε συγχωρήσει ποτέ αν της καταστρέψεις την εικόνα που έχει για σένα».

Ο Πέριν, μπερδεμένος, πήρε το καλάθι στα χέρια του, το ακούμπησε στο ψηλό μπροστάρι της σέλας κι ασυναίσθητα έτριψε τη μύτη του. Ήταν συνηθισμένος σε ορισμένες οσμές εκ μέρους της Μπερελαίν, στην οσμή της λύκαινας που έχει βγει για κυνήγι, συνήθως, και μάλιστα με θύμα τον ίδιον, αλλά σήμερα η γυναίκα δεν ανέδιδε καμία μυρωδιά θηρευτή. Ούτε ίχνος. Απέπνεε την υπομονετικότητα μιας πέτρας, καθώς και μια ελαφριά ευθυμία, με κάποια υπόγεια ρεύματα φόβου. Απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, η γυναίκα δεν τον είχε φοβηθεί ποτέ της. Προς τι, όμως, η υπομονετικότητα; Και προς τι όλη αυτή η ευθυμία; Μια βουνίσια αγριόγατα που μυρίζει σαν αρνάκι δύσκολα θα τον τάραζε περισσότερο.

Άσχετα όμως από το αν ήταν μπερδεμένος ή όχι, το στομάχι του άρχισε να γουργουρίζει λόγω της μυρωδιάς που αναδυόταν από το σκεπαστό καλάθι. Ψητή δασόχηνα —εκτός κι αν έκανε λάθος— και φρέσκο, ζεστό ψωμί, κατευθείαν από τον φούρνο, παρ’ όλο που υπήρχαν ελλείψεις στο αλεύρι και το ψωμί είχε καταντήσει εξίσου σπάνιο με το κρέας. Πράγματι, κάποιες φορές, του έλειπε πολύ το φαγητό. Κατά καιρούς, όντως ξεχνούσε να φάει, αλλά κι όταν το θυμόταν, το έβλεπε σαν αγγαρεία, μια κι έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με τη Λίνι και την Μπριάνε ή να υποστεί την ψυχρή συμπεριφορά ανθρώπων με τους οποίους είχε μεγαλώσει, απλώς και μόνο για ένα γεύμα. Αν, όμως, του έβαζες φαγητό κάτω από τη μύτη του, του έτρεχαν τα σάλια. Άραγε, θεωρούνταν απιστία να φάει φαγητό φερμένο από την Μπερελαίν;

«Σ’ ευχαριστώ για το καρβέλι και τη χήνα», είπε τραχιά, «αλλά το τελευταίο πράγμα που επιθυμώ αυτή τη στιγμή είναι να νομίζει ο κόσμος πως φλερτάρουμε. Όσο για την καθαριότητα, θα κάνω μπάνιο μόλις μπορέσω, αν σε απασχολεί τόσο. Με αυτόν τον καιρό, δεν είναι πολύ εύκολο. Άσε που κανείς εδώ πέρα δεν μοσχοβολάει». Εκτός από την ίδια, συνειδητοποίησε ξαφνικά. Κάτω από το ανάλαφρο, λουλουδένιο άρωμά της, δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος ιδρώτα ή βρωμιάς. Του έδινε στα νεύρα που είχε προσέξει ότι η γυναίκα είχε παρφουμαριστεί κι ότι ακτινοβολούσε καθαριότητα. Έμοιαζε με προδοσία.

Τα μάτια της Μπερελαίν γούρλωσαν και, προς στιγμήν, φάνηκε έκπληκτη —γιατί, άραγε;— αλλά έπειτα αναστέναξε, εξακολουθώντας να διατηρεί το χαμόγελο της, το οποίο έμοιαζε μόνιμα αποτυπωμένο στο πρόσωπό της, ενώ μια χροιά οργής ξεπήδησε στην οσμή της. «Δώσε εντολή να στήσουν τη σκηνή σου. Ξέρω ότι σε κάποια από τις άμαξες υπάρχει μια πολύ καλή χάλκινη μπανιέρα. Αποκλείεται να την πέταξες. Ο κόσμος περιμένει από έναν ευγενή να συμπεριφέρεται κι ως ευγενής, Πέριν, κι αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να είσαι κι ευπαρουσίαστος, ακόμα κι αν χρειαστεί κάποια προσπάθεια. Πρόκειται για ένα είδος συμφωνίας ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εκείνους. Οφείλεις να τους δώσεις αυτό που προσδοκούν, μαζί φυσικά με ό,τι χρειάζονται ή επιθυμούν, ειδάλλως θα χάσουν τον σεβασμό τους απέναντι σου και θα αρχίσουν να σε κατηγορούν ότι εσύ φταις για όλα. Κανείς μας δεν θα ήθελε να συμβεί αυτό, ειλικρινά σ’ το λέω. Όλοι βρισκόμαστε μακριά απ’ τα σπίτια μας, περικυκλωμένοι από εχθρούς, και πιστεύω πως εσύ, ο Άρχοντας Πέριν ο Χρυσομάτης, είσαι η μόνη μας ελπίδα να επιζήσουμε και να ξαναδούμε την πατρίδα μας. Χωρίς εσένα, όλα καταρρέουν. Λοιπόν, χαμογέλα, γιατί αν φλερτάραμε, δεν θα μιλούσαμε για τίποτε άλλο».

Ο Πέριν γύμνωσε τα δόντια του. Οι Μαγιενοί κι οι Σοφές τον παρακολουθούσαν, αλλά στα πενήντα πόδια απόσταση και με αυτό το σκοτάδι, σίγουρα θα νόμιζαν πως χαμογελούσε. Θα έχαναν τον σεβασμό τους απέναντι του, άραγε; Μα η ίδια η Μπερελαίν είχε σταθεί η αιτία να χάσει οποιουδήποτε είδους σεβασμό εκ μέρους των Διποταμιτών, για να μην αναφέρουμε τους υπηρέτες της Φάιλε. Και το χειρότερο ήταν ότι η ίδια η Φάιλε τού είχε κάνει πάνω από μία φορά κήρυγμα σχετικά με το καθήκον ενός ευγενούς να δίνει στον λαό όσα περιμένει. Αυτό, όμως, που τον πίκραινε ήταν να ακούει αυτήν ειδικά τη γυναίκα να μιμείται τη σύζυγό του. «Άρα, για τι πράγμα μιλάμε; Τι είναι αυτό που δεν θέλεις να μάθουν οι δικοί σου επειδή δεν τους έχεις εμπιστοσύνη;»

Το πρόσωπό της παρέμεινε ανέκφραστο και χαμογελαστό, αλλά το υπόγειο ρεύμα του φόβου στην οσμή της ισχυροποιήθηκε. Δεν ήταν ακριβώς πανικός, αλλά η γυναίκα πίστευε ότι κινδύνευε. Τα χέρια μέσα από τα γάντια κρατούσαν σφιχτά τα χαλινάρια του καστανοκόκκινου αλόγου της. «Έβαλα τους ληστοκυνηγούς μου να χώσουν τη μύτη τους στον καταυλισμό του Μασέμα, προσπαθώντας να "πιάσουν φιλίες". Δεν είναι τόσο καλοί όσο οι κατάσκοποι, αλλά του πήγαν κρασί, το οποίο υποτίθεται πως έκλεψαν από μένα, κι όλο και κάτι έμαθαν στήνοντας αυτί». Για μια στιγμή, τον περιεργάστηκε κάπως αινιγματικά, γέρνοντας το κεφάλι της. Μα το Φως! Ήξερε ότι η Φάιλε χρησιμοποιούσε τη Σελάντε κι όλους τους άλλους ηλίθιους ως κατασκόπους! Η ίδια η Μπερελαίν τον είχε ενημερώσει γι’ αυτούς εξ αρχής. Το πιθανότερο ήταν πως ο Γκένταρ κι ο Σάντες, οι ληστοκυνηγοί της, είχαν δει τον Χάβιαρ και τον Νέριον στο στρατόπεδο του Μασέμα. Ο Μπάλγουερ θα έπρεπε να έχει προειδοποιηθεί πριν προσπαθήσει να βάλει τη Μέντορε να παρακολουθεί την Μπερελαίν και την Ανούρα. Αυτό σίγουρα θα περιέπλεκε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Όταν ο Πέριν δεν είπε τίποτα, η γυναίκα συνέχισε. «Εκτός από το ψωμί και τη χήνα, έχω βάλει και κάτι άλλο σ’ αυτό το καλάθι. Ένα... έγγραφο... που ο Σάντες βρήκε χτες το πρωί κλειδωμένο στο γραφείο του καταυλισμού του Μασέμα. Ο ανόητος, μόλις δει κλειδαριά, θέλει να μάθει τι κρύβει. Αν ήθελε να μπλεχτεί με κάτι που ο Μασέμα έχει διπλοκλειδωμένο, θα έπρεπε να το απομνημονεύσει, όχι να το βουτήξει, αλλά τώρα ό,τι έγινε, έγινε. Μη σε δουν να το διαβάζεις, ύστερα απ’ όλα όσα πέρασα για να το κρατήσω κρυφό!» πρόσθεσε κοφτά καθώς ανασήκωνε το καπάκι του καλαθιού, αποκαλύπτοντας έναν μπόγο τυλιγμένο με ύφασμα κι ελευθερώνοντας ακόμα πιο έντονες μυρωδιές ψητού πουλιού κι αχνιστού ψωμιού. «Είδα προηγουμένως άντρες του Μασέμα να σε ακολουθούν. Δεν πιστεύω να μας παρακολουθούν τώρα!»

«Δεν είμαι ηλίθιος», γρύλισε ο Πέριν. Γνώριζε αρκετά για τους παρατηρητές του Μασέμα. Οι περισσότεροι από τους ακόλουθούς του ήταν αστοί, ενώ οι υπόλοιποι ήταν, στην πλειονότητά τους, τόσο αδέξιοι μέσα στα δάση, που θα ντρόπιαζαν κι ένα δεκάχρονο παιδί στην πατρίδα. Φυσικά, δεν αποκλείεται ένας-δυο από δαύτους να κρύβονταν ανάμεσα στα δέντρα κάπου εκεί κοντά και να τους παρακολουθούσαν μέσα από τις σκιές. Κρατούσαν πάντα αποστάσεις, μια κι η εξαιρετική όραση του Πέριν τούς είχε κάνει να πιστέψουν πως ο άντρας ήταν κάποιο είδος μισοεξημερωμένου Σκιογεννήματος, οπότε σπανίως ανίχνευε την οσμή τους. Σε κάθε περίπτωση όμως, σήμερα είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του.

Παραμερίζοντας με τα δάχτυλά του το ύφασμα, για να αποκαλύψει τη χήνα, μεγάλη σχεδόν σαν τροφαντό κοτόπουλο, με πέτσα τραγανή και καφετιά, έκοψε ένα από τα πόδια του πουλιού, ενώ ταυτόχρονα ψαχούλευε κάτω από τον μπόγο κι έπιανε στα χέρια του ένα κομμάτι παχύ, κρεμ χαρτί, διπλωμένο στα τέσσερα. Χωρίς να προσέχει ιδιαίτερα μήπως το λερώσει με λίπος, ξεδίπλωσε το χαρτί πάνω από το ψητό πουλί, κάπως αδέξια εξαιτίας των γαντιών του, και διάβασε μασουλώντας συγχρόνως το ποδαράκι. Όποιος τον παρακολουθούσε, θα νόμιζε πως αναρωτιόταν ποιο κομμάτι της χήνας θα έτρωγε μετά. Μια μεγάλη πράσινη σφραγίδα από βουλοκέρι, σπασμένη από τη μία μεριά, απεικόνιζε κάτι που στα δικά του μάτια έμοιαζε με τρία χέρια, καθένα εκ των οποίων είχε τον δείκτη και τον ωτίτη ανασηκωμένους και τα άλλα δάχτυλα διπλωμένα. Τα γράμματα είχαν αποτυπωθεί στο χαρτί με ρέουσα γραφή κι ήταν κάπως αλλόκοτα, μερικό μάλιστα εντελώς δυσανάγνωστα, αλλά με λίγη προσπάθεια έβγαζαν νόημα.

Ο φέρων τόδε τελεί υπό την προστασία μου. Εις το όνομα της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα, παράσχετέ του όποια βοήθεια επιθυμήσει, προκειμένου να υπηρετήσει την Αυτοκρατορία, και μην κάνετε λόγο σε κανέναν επ’ αυτού, παρά σ’ εμένα αυτοπροσώπως.

Με την προσωπική σφραγίδα της

Σούροθ Σάμπελε Μέλνταραθ

του Ασινμπαγιάρ και της Μπαρσάμπα

Υψηλή Αρχόντισσα

«Η Αυτοκράτειρα», είπε μαλακά, όσο μαλακά ακουμπούσε το ατσάλι πάνω στο μετάξι. Το γράμμα αυτό ήταν η απόδειξη ότι ο Μασέμα είχε δοσοληψίες με τους Σωντσάν, μολονότι ο Πέριν δεν χρειαζόταν αποδείξεις. Άλλωστε, η Μπερελαίν δεν θα του έλεγε ποτέ ψέματα για κάτι τέτοιο. Η Σούροθ Σάμπελε Μέλνταραθ θα πρέπει να ήταν πολύ σημαντικό πρόσωπο για να δώσει ένα τέτοιο έγγραφο. «Αυτό θα τον αποτελειώσει, μόλις ο Σάντες καταθέσει πού το βρήκε». Να υπηρετήσει την Αυτοκρατορία; Ο Μασέμα γνώριζε ότι ο Ραντ πολεμούσε τους Σωντσάν! Το ουράνιο τόξο των χρωμάτων εξερράγη στο κεφάλι του κι έπειτα χάθηκε. Αυτός ο άνθρωπος ήταν προδότης!

Η Μπερελαίν γέλασε λες κι ο Πέριν είχε πει κάτι γουστόζικο, αλλά το χαμόγελό της φάνταζε πλέον κάπως βεβιασμένο. «Ο Σάντες μού είπε ότι δεν τον πήρε κανείς είδηση, μέσα σ’ όλη εκείνη την ανακατωσούρα για το στήσιμο του καταυλισμού, οπότε του επέτρεψα να ξαναπάει, μαζί με τον Γκένταρ και με το τελευταίο μου βαρέλι κρασί Τουνάιγκαν. Υποτίθεται πως θα επέστρεφαν μία ώρα αφότου νύχτωνε, αλλά κανείς από τους δύο δεν έχει έρθει ακόμα. Ίσως τους πήρε ο ύπνος, αν και ποτέ δεν...»

Έκοψε στη μέση την πρότασή της με έναν ήχο που υποδήλωνε έκπληξη, κοιτώντας τον έντονα, κι ο Πέριν συνειδητοποίησε πως είχε δαγκώσει το μηριαίο οστό της δασόχηνας, σπάζοντάς το στη μέση. Μα το Φως, είχε αποτελειώσει όλο το ψαχνό χωρίς να προσέξει τίποτα. «Πεινούσα περισσότερο απ’ όσο νόμιζα», μουρμούρισε. Έφτυσε το οστέινο γρομπαλάκι στη γαντοφορεμένη του παλάμη και πέταξε τα κομμάτια στο έδαφος. «Πρέπει να θεωρήσουμε ως δεδομένο πως ο Μασέμα ξέρει ότι κατέχεις αυτό το γράμμα. Ελπίζω να έχεις ισχυρή φρουρά γύρω σου συνεχώς, όχι μονάχα όποτε ιππεύεις».

«Ο Γκαλίν έχει τοποθετήσει από χτες το βράδυ πενήντα άντρες να κοιμούνται γύρω από τη σκηνή μου», του αποκρίθηκε, εξακολουθώντας να τον κοιτάει έντονα, κι ο Πέριν αναστέναξε. Θα έλεγε κανείς πως η γυναίκα δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάποιον να σπάει κόκαλο στα δύο.

«Τι σου είπε η Ανούρα;»

«Ήθελε να της το δώσω για να το καταστρέψει, έτσι ώστε, αν με ρωτούσαν, να έλεγα πως δεν το έχω και πως δεν ξέρω πού είναι, κάτι που θα υποστήριζε κι η ίδια. Πάντως, αμφιβάλλω αν κάτι τέτοιο θα ικανοποιούσε τον Μασέμα».

«Κι εγώ αμφιβάλλω». Η Ανούρα θα πρέπει να το καταλάβαινε. Μπορεί οι Άες Σεντάι να ήταν ξεροκέφαλες, ίσως κι απερίσκεπτες πού και πού, αλλά ηλίθιες δεν ήταν. «Σου είπε ότι θα το κατέστρεφε σίγουρα ή θα έβλεπε τι θα το έκανε αν της το έδινες;»

Τα φρύδια της Μπερελαίν έσμιξαν κι η γυναίκα φάνηκε να το σκέφτεται για μια στιγμή πριν απαντήσει: «Μου είπε πως θα το κατέστρεφε». Το καστανοκόκκινο άλογό της έκανε μερικά ανυπόμονα βήματα επί τόπου, αλλά η Μπερελαίν κατάφερε να το θέσει εύκολα υπό τον έλεγχό της, δίχως καν να του δώσει πολλή σημασία. «Δεν μπορώ να σκεφτώ για ποιον άλλο λόγο θα το ήθελε», είπε έπειτα από μία ακόμα παύση. «Δεν νομίζω πως ο Μασέμα είναι τόσο ευάλωτος στην... πίεση». Εννοούσε «στον εκβιασμό», κάτι που πίστευε κι ο Πέριν, ειδικά αν αυτός ο εκβιασμός προερχόταν από μία Άες Σεντάι.

Καλύπτοντας τις κινήσεις του με το να αφαιρέσει και το άλλο πόδι της χήνας, ο Πέριν κατάφερε να διπλώσει ξανά το χαρτί και να το παραχώσει στο μανίκι του, σε ένα σημείο όπου το γάντι το εμπόδιζε να πέσει κάτω. Εξακολουθούσε να αποτελεί τεκμήριο. Τίνος πράγματος, όμως; Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να είναι από τη μια μεριά φανατικός οπαδός του Αναγεννημένου Δράκοντα κι από την άλλη προδότης; Θα μπορούσε, άραγε, να έχει πάρει το έγγραφο από... ποιον; Από κάποιον αιχμάλωτο συνεργάτη; Αλλά γιατί ο Μασέμα να το κρατούσε κλειδωμένο, εκτός κι αν προοριζόταν για τον ίδιο; Όντως είχε συναντήσει τους Σωντσάν. Και πώς σκόπευε, άραγε, να το χρησιμοποιήσει; Ποιος θα μπορούσε να πει με σιγουριά τι είδους ελευθερίες παρείχε κάτι τέτοιο σε όποιον το κατείχε; Ο Πέριν αναστέναξε βαριά. Πολλές οι ερωτήσεις, απάντηση καμία. Οι απαντήσεις, βέβαια, απαιτούσαν μυαλό πιο κοφτερό από το δικό του. Ίσως ο Μπάλγουερ να είχε κάποια άποψη.

Έχοντας ακόμα στο στόμα του τη γεύση του φαγητού, το στομάχι του απαιτούσε από τον ίδιο να καταβροχθίσει τόσο το ποδαράκι που κρατούσε στο χέρι του, όσο κι ολόκληρη τη χήνα, αλλά ο Πέριν έκλεισε βιαστικά το καπάκι και προσπάθησε να ελέγξει την όρεξή του. Ωστόσο, υπήρχε κάτι που μπορούσε να ανακαλύψει μοναχός του. «Τι άλλο σου είπε η Ανούρα; Σχετικά με τον Μασέμα, εννοώ».

«Τίποτα, πέρα από το ότι είναι επικίνδυνος τύπος κι ότι θα πρέπει να τον αποφεύγω, λες και δεν το ήξερα ήδη. Τον αντιπαθεί και δεν θέλει ούτε να ακούει για δαύτον». Μία ακόμη σύντομη παύση, κι η Μπερελαίν πρόσθεσε: «Γιατί;» Η Πρώτη του Μαγιέν, συνηθισμένη σε ίντριγκες, άκουγε πάντα όσα δεν λέγονταν με την πρώτη.

Ο Πέριν έβαλε άλλη μία μπουκιά στο στόμα του, κερδίζοντας λίγο χρόνο μέχρι να τη μασήσει και να την καταπιεί. Από τη μεριά του, δεν ήταν και τόσο συνηθισμένος στις ίντριγκες, αλλά μια σχετική εμπειρία την είχε, ώστε να αντιλαμβάνεται πως τα πολλά λόγια μπορεί να προδικάζουν κινδύνους. Το ίδιο και τα λίγα όμως, άσχετα από το τι σκεφτόταν ο Μπάλγουερ. «Η Ανούρα συναντήθηκε μυστικά με τον Μασέμα. Το ίδιο κι η Μασούρι».

Το μόνιμο χαμόγελο της Μπερελαίν παρέμενε χαραγμένο στο πρόσωπό της, αλλά μια χροιά πανικού ξεπήδησε στην οσμή της. Έκανε να στριφογυρίσει πάνω στη σέλα της, σαν να ήθελε να κοιτάξει πίσω, προς την κατεύθυνση των δύο Άες Σεντάι, αλλά σταμάτησε κι έγλειψε τα χείλη της με την άκρη της γλώσσας της. «Οι Άες Σεντάι πάντα έχουν τους λόγους τους», ήταν το μόνο σχόλιό της. Άραγε, είχε πανικοβληθεί επειδή η σύμβουλός της συναντήθηκε με τον Μασέμα, επειδή το γνώριζε ο Πέριν ή επειδή...; Ο Πέριν μισούσε όλες αυτές τις επιπλοκές. Τις έβλεπε σαν εμπόδιο που έκρυβε κάτι σημαντικό. Μα το Φως, τελικά κατάφερε να καταβροχθίσει και το δεύτερο πόδι! Ελπίζοντας να μην το είχε προσέξει η Μπερελαίν, πέταξε βιαστικά τα κόκαλα. Η κοιλιά του εξακολουθούσε να γουργουρίζει, ζητώντας κι άλλο φαΐ.

Οι δικοί της κρατούσαν αποστάσεις, όμως ο Άραμ είχε προσεγγίσει κάπως τον Πέριν και την Μπερελαίν, γέρνοντας πάνω στη σέλα του, για να τους κοιτάξει μέσα από τα σκιερά δέντρα. Οι Σοφές στέκονταν στη μία πλευρά, συζητώντας μεταξύ τους, χωρίς φαινομενικά να δίνουν την παραμικρή σημασία στο όχι ήταν βυθισμένες μέχρι τον αστράγαλο στο χιόνι ή ότι η ψυχρή αύρα είχε γίνει αρκετά έντονη για να κουνάει τις άκρες από τις εσάρπες τους. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, όλο και κάποια από τις τρεις κοιτούσε προς το μέρος του Πέριν και της Μπερελαίν. Η έννοια των κατ’ ιδίαν συζητήσεων δεν απέτρεπε μια Σοφή από το να χώνει τη μύτη της παντού. Ως προς αυτό, δεν διέφεραν ιδιαίτερα από τις Άες Σεντάι. Η Μασούρι με την Ανούρα παρακολουθούσαν κι αυτές, αν κι έδειχναν να κρατούν αποστάσεις η μία από την άλλη. Ο Πέριν θα στοιχημάτιζε πως, αν δεν ήταν παρούσες οι Σοφές, οι δύο αδελφές θα χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη για να κρυφακούσουν. Το πιθανότερο ήταν πως κι οι Σοφές ήξεραν να το κάνουν, κι είχαν επιτρέψει στη Μασούρι να επισκεφθεί τον Μασέμα. Άραγε, οι Άες Σεντάι θα έτριζαν τα δόντια τους αν έβλεπαν τις Σοφές να κρυφακούν χρησιμοποιώντας τη Δύναμη; Η Ανούρα έμοιαζε να είναι εξίσου επιφυλακτική με τη Μασούρι σχετικά με τις Σοφές. Μα το Φως, το θέμα ήταν τόσο μπλεγμένο, που δεν είχε χρόνο να το ξεμπλέξει! Ωστόσο, δεν μπορούσε και να το αποφύγει.

«Δίνουμε αφορμή για σχόλια», είπε. Όχι ότι χρειάζονταν κι άλλα, δηλαδή. Γαντζώνοντας τα χερούλια του καλαθιού στο μπροστάρι της σέλας του, σπιρούνισε τα πλευρά του Γοργοπόδη. Η κατανάλωση ψητής δασόχηνας μάλλον δεν αποτελούσε ένδειξη απιστίας.

Η Μπερελαίν δεν τον ακολούθησε αμέσως, αλλά τον πρόλαβε λίγο πριν φθάσει στον Άραμ, επιβραδύνοντας το βάδισμα του καστανοκόκκινου αλόγου της και φέρνοντάς το δίπλα του. «Θα ανακαλύψω τι σκαρώνει η Ανούρα», είπε με αποφασιστικότητα, ατενίζοντας ευθεία μπροστά. Η ματιά της ήταν σκληρή. Ο Πέριν ήταν έτοιμος να νιώσει οίκτο για την Ανούρα, στην περίπτωση που δεν θα της αποσπούσε τις απαντήσεις ο ίδιος. Από την άλλη όμως, οι Άες Σεντάι σπανίως είχαν ανάγκη οίκτου, ενώ ακόμα πιο σπάνια προθυμοποιούνταν να απαντήσουν σε θέματα που δεν επιθυμούσαν. Την επόμενη στιγμή, η Μπερελαίν ήταν και πάλι όλο χαμόγελα και κέφι, αν κι η οσμή της αποφασιστικότητας αιωρούνταν γύρω της, συντρίβοντας την οσμή του φόβου. «Ο νεαρός Άραμ μάς έλεγε για τον Σκοτεινόκαρδο, που καλπάζει στο δάσος με το Τρελό Κυνήγι, Άρχοντα Πέριν. Πιστεύεις πως ισχύει κάτι τέτοιο; Θυμάμαι ότι άκουγα παρόμοιες ιστορίες από την νταντά μου». Η φωνή της ήταν ανάλαφρη, εύθυμη και βαθιά. Ο Άραμ αναψοκοκκίνισε και μερικοί από τους άντρες, λίγο πιο πέρα, άρχισαν να γελούν.

Τα γέλια κόπηκαν όμως, μόλις ο Πέριν τούς έδειξε τα χνάρια πάνω στην πέτρινη πλάκα.

Загрузка...