30 Τι Μπορεί Να Κάνει Η Ράβδος Των Όρκων

Ο ήλιος βασίλεψε στον ορίζοντα, σκιαγραφώντας τέλεια τον Λευκό Πύργο στο βάθος, αλλά η ψύχρα της προηγούμενης νύχτας έμοιαζε να εντείνεται ακόμα περισσότερο και τα σκούρα γκρίζα σύννεφα που παρήλαυναν στον ουρανό απειλούσαν με χιονόπτωση. Ο χειμώνας έφθινε, αν κι επέμενε σε μια χρονική περίοδο που θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει η άνοιξη, υποχωρώντας σταδιακά και σπασμωδικά. Οι θόρυβοι του πρωινού διαπερνούσαν τη σκηνή της Εγκουέν, παρ’ ότι ήταν απομονωμένη απ’ οτιδήποτε άλλο τριγύρω. Το στρατόπεδο έμοιαζε να πάλλεται. Οι εργάτες μετέφεραν νερό από τα πηγάδια, καθώς κι επιπλέον ποσότητες καυσόξυλων και κάρβουνου, πάνω σε καρότσες. Οι υπηρέτριες σέρβιραν το πρωινό των αδελφών κι οι μαθητευόμενες δεύτερης βαθμίδας έσπευδαν στα τραπέζια, ενώ της πρώτης και της τρίτης πήγαιναν για μάθημα. Ήταν μια μνημειώδης μέρα, παρ’ όλο που δεν το ήξερε καμιά τους. Πιθανότατα, σήμερα θα έληγαν οι ψευδείς διαπραγματεύσεις στο Νταρέιν, σ’ ένα τραπέζι κάτω από το κιόσκι που βρισκόταν στη βάση της γέφυρας που οδηγούσε στην Ταρ Βάλον. Οι διαπραγματεύσεις ήταν αμφίδρομα ψευδείς. Οι καταδρομείς της Ελάιντα συνέχιζαν να χτυπούν ατιμώρητοι στην απέναντι μεριά του ποταμού. Σε κάθε περίπτωση, σήμερα θα ήταν η τελευταία συνάντηση για αρκετό καιρό.

Ρίχνοντας μια ματιά στο πρωινό της, η Εγκουέν αναστέναξε και τράβηξε μια μικροσκοπική μαύρη νιφάδα από το αχνιστό κουρκούτι, σκουπίζοντας τη με τα δάχτυλά της πάνω στη λινή πετσέτα, χωρίς να κοιτάξει καλύτερα για να βεβαιωθεί ότι επρόκειτο για σιταρόψειρα. Όσο δεν ήσουν σίγουρος, τόσο λιγότερο ανησυχούσες για όσα παρέμεναν μέσα στο μπολ. Έβαλε μια γεμάτη κουταλιά στο στόμα της και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις γλυκές σκλήθρες του αποξηραμένου βερίκοκου, που είχε ανακατέψει η Τσέσα με το υπόλοιπο φαγητό. Μήπως κάτι έσπασε ανάμεσα στα δόντια της;

«Η μάνα μου έλεγε πως ό,τι τρως πάει στο στομάχι, οπότε πάψε να δίνεις σημασία», μουρμούρισε η Τσέσα σαν να μιλούσε στον εαυτό της. Κάπως έτσι συμβούλευε την Εγκουέν, χωρίς να ξεπερνάει το όριο μεταξύ κυράς και υπηρέτριας. Τουλάχιστον, τη συμβούλευε απουσία της Χάλιμα, η οποία είχε φύγει από νωρίς το πρωί. Η Τσέσα καθόταν πάνω σ’ ένα από τα σεντούκια με την υφασμάτινη επένδυση, σε περίπτωση που η Εγκουέν θα επιθυμούσε κάτι άμεσα ή ήθελε να της κάνει κάποιο θέλημα, αλλά πού και πού το βλέμμα της έπεφτε πάνω στη στοίβα με τα φορέματα που θα πήγαινε σήμερα στις πλύστρες. Ποτέ δεν τα μάνταρε παρουσία της Εγκουέν και, με τα κριτήριά της, η μπουγάδα ήταν δουλειά άλλων.

Γαληνεύοντας την έκφραση του προσώπου της, η Εγκουέν ήταν έτοιμη να πει στη γυναίκα να πάει να φάει πρωινό —η Τσέσα θεωρούσε πως ήταν κάτι σαν υπέρβαση να φάει πριν τελειώσει η Εγκουέν— αλλά πριν προλάβει καλά-καλά να ανοίξει το στόμα της, η Νισάο μπήκε στη σκηνή, κυκλωμένη από τη λάμψη του σαϊντάρ. Καθώς η υφασμάτινη είσοδος έκλεινε πίσω της, το μάτι της Εγκουέν πήρε φευγαλέα τον Σάριν, τον καραφλό και γενειοφόρο κοντοστούπη Πρόμαχο της Νισάο, που περίμενε απ’ έξω. Η μικρή, τυπική κουκούλα που φορούσαν οι αδελφές ήταν κατεβασμένη και προσεκτικά τοποθετημένη πάνω στους ώμους της, έτσι ώστε να αποκαλύπτει την κίτρινη βελούδινη φόδρα. Ωστόσο, η γυναίκα κρατούσε με δύναμη τον μανδύα πάνω στο κορμί της, λες και την περόνιαζε η παγωνιά. Δεν είπε τίποτα, απλώς έριξε μια διαπεραστική ματιά στην Τσέσα, η οποία περίμενε το νεύμα της Εγκουέν πριν μαζέψει τη φούστα της κι αποσυρθεί. Μπορεί να μην είχε την ικανότητα να διακρίνει τη φωτεινότητα της Δύναμης, αλλά καταλάβαινε πότε η Εγκουέν ήθελε να μείνει μόνη.

«Η Κάιρεν Στανγκ είναι νεκρή», ανακοίνωσε απερίφραστα η Νισάο. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, η φωνή της σταθερή και ψυχρή. Ήταν αρκετά κοντή, ώστε η Εγκουέν φάνταζε συγκριτικά ψηλή, αλλά είχε ορθώσει το ανάστημά της λες κι επιθυμούσε να ψηλώσει καμιά ίντσα ακόμα, κάτι που δεν συνήθιζε. «Επτά αδελφές είχαν ήδη περάσει τη δοκιμασία της αντήχησης πριν πάω εκεί. Δολοφονήθηκε με σαϊντίν, χωρίς καμιά αμφιβολία. Ο λαιμός της ήταν σπασμένος, διαλυμένος σχεδόν, λες και το κεφάλι της είχε κάνει πλήρη περιστροφή. Τουλάχιστον, δεν υπέφερε πολύ». Η Νισάο πήρε μια βαθιά κι ακανόνιστη ανάσα, αλλά μόλις το αντιλήφθηκε, κορδώθηκε ξανά, κάνοντας το παρουσιαστικό της πιο ευθυτενές από πριν. «Ο φόνος θα χρεωθεί στον Πρόμαχό της. Κάποιος του έδωσε ένα μείγμα από βότανα και τον κοίμισε, αλλά μόλις ξυπνήσει, θα βρεθεί αντιμέτωπος με διάφορα προβλήματα». Στην αναφορά των βοτάνων, απέφυγε να κάνει τη χαρακτηριστική, περιφρονητική χειρονομία των Κίτρινων, σημάδι της αναστάτωσής της, παρά το ήρεμο πρόσωπό της.

Η Εγκουέν άφησε το κουτάλι πάνω στο μικρό τραπεζάκι κι έγειρε πίσω. Ξαφνικά, δεν ένιωθε και τόσο άνετο το κάθισμά της. Μετά τη Ληάνε, η αμέσως επόμενη καλύτερη ήταν η Μποντ Κώθον, μια μαθητευόμενη. Προσπάθησε να μη σκέφτεται τι άλλο μπορούσε να είναι η Μποντ. Με τόσες επιπρόσθετες μέρες πρακτικής, η Μποντ μπορούσε κάλλιστα να κάνει εξίσου καλή δουλειά με την Κάιρεν. Σχεδόν. Ωστόσο, δεν είπε τίποτα. Η Νισάο γνώριζε μερικά μυστικά, μα όχι όλα. «Πρώτα η Ανάγια, τώρα η Κάιρεν. Και οι δύο του Γαλάζιου Άτζα. Έχεις υπ’ όψιν σου αν είχαν κάτι άλλο κοινό;»

Η Νισάο κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Απ’ όσο θυμάμαι, η Ανάγια ήταν ήδη Άες Σεντάι καμιά πενηνταριά, ίσως κι εξήντα, χρόνια όταν η Κάιρεν ήρθε στον Πύργο. Ίσως είχαν κοινούς γνωστούς. Δεν ξέρω, Μητέρα». Ακουγόταν κουρασμένη κι οι ώμοι της είχαν κρεμάσει κάπως. Η διακριτική έρευνά της γύρω από τον θάνατο της Ανάγια δεν είχε φέρει αποτελέσματα και θα πρέπει να ήταν ενήμερη ότι η Εγκουέν θα της ανέθετε και την υπόθεση της Κάιρεν.

«Μάθε», τη διέταξε η Εγκουέν. «Διακριτικά». Δεν χρειαζόταν να προσθέσει ότι αυτό το δεύτερο έγκλημα ήταν ικανό από μόνο του να δημιουργήσει φασαρίες. Περιεργάστηκε για μια στιγμή τη γυναίκα. Μπορεί η Νισάο να έβρισκε διάφορες δικαιολογίες κατόπιν εορτής ή να ισχυριζόταν πως έτρεφε εξ αρχής αμφιβολίες, αλλά μέχρι τότε δεν θα έπαυε να είναι το κλασικό υπόδειγμα αυτοπεποίθησης κι απόλυτης βεβαιότητας των αδελφών του Κίτρινου Άτζα. Τώρα, όμως, δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. «Πόσες από τις υπάρχουσες αδελφές έχουν πρόσβαση στο σαϊντάρ;»

«Έχω προσέξει μερικές, Μητέρα», απάντησε ξερά η Νισάο. Το σαγόνι της ανασηκώθηκε ελαφρά και κάπως προκλητικά. Μια στιγμή αργότερα, όμως, η λάμψη γύρω της άρχισε να σβήνει. Τράβηξε επάνω της τον μανδύα, σαν να έχανε ξαφνικά θερμότητα. «Αμφιβάλλω αν θα προστάτευε την Κάιρεν. Ο θάνατός της ήταν ακαριαίος. Απλώς, κάνει κάποιον να νιώθει... ασφαλέστερος».

Αφού έφυγε η Νισάο, η Εγκουέν βάλθηκε να ανακατεύει τον χυλό της με το κουτάλι. Δεν έβλεπε πια μαύρες κουκίδες, αλλά η όρεξή της είχε εξαφανιστεί. Τελικά, σηκώθηκε και, αφού τοποθέτησε το επιτραχήλιο με τις εφτά ρίγες γύρω από τον λαιμό της, τύλιξε τους ώμους της με τον μανδύα. Αν μη τι άλλο, σήμερα δεν ήταν η κατάλληλη μέρα για να παραμείνει βυθισμένη στην κατήφεια. Ειδικά σήμερα, έπρεπε να ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη ρουτίνα της.

Έξω, καρότσες με ψηλούς τροχούς προχωρούσαν βαριά κατά μήκος των παγωμένων αυλακώσεων που χάραζαν τα μονοπάτια του καταυλισμού, φορτωμένες βαρέλια γεμάτα νερό ή στοίβες ολόκληρες από καυσόξυλα και σακιά με κάρβουνα. Οι αμαξηλάτες κι όσοι ακολουθούσαν είχαν τυλιχτεί με τους μανδύες τους για να αντιμετωπίσουν το κρύο. Ως συνήθως, οικογένειες μαθητευομένων έτρεχαν κατά μήκος των ξύλινων δρόμων, καταφέρνοντας να υποκλιθούν μπροστά στις διερχόμενες Άες Σεντάι χωρίς να επιβραδύνουν τη φόρα τους. Στην περίπτωση που δεν έδειχναν τον ανάλογο σεβασμό απέναντι σε κάποια αδελφή, τις περίμενε βούρδουλας, κάτι που ίσχυε κι αν καθυστερούσαν, ενώ οι διδάσκουσες δεν έδειχναν την ίδια υπομονή με τις διερχόμενες Άες Σεντάι, που σε τελική ανάλυση μπορούσαν να συγχωρήσουν μια βιαστική μαθητευόμενη.

Οι ασπροντυμένες γυναίκες έκαναν στην άκρη μόλις παρατηρούσαν το ριγωτό επιτραχήλιο που κρεμόταν από την κουκούλα της Εγκουέν, αλλά η ίδια αρνούνταν να αισθανθεί περισσότερη κακοκεφιά απ’ όση ένιωθε ήδη, εξαιτίας των μαθητευομένων που υποκλίνονταν μόλις την έβλεπαν, παραπατώντας και γλιστρώντας πάνω στο παγωμένο έδαφος, τρώγοντας τα μούτρα τους μερικές φορές πριν προλάβουν να τις συγκρατήσουν οι ξαδέλφες τους. Τα μέλη της ίδιας οικογένειας χρησιμοποιούσαν τη λέξη «ξαδέλφη», κάτι που έμοιαζε να δημιουργεί ισχυρότερους δεσμούς αναμεταξύ τους, σαν να ήταν όντως συγγενείς και μάλιστα πρώτα ξαδέλφια. Αυτό που την έκανε να νιώθει κακοκεφιά ήταν οι λιγοστές Άες Σεντάι που είδε να περιφέρονται τριγύρω, σαν να γλιστρούσαν κατά μήκος των μονοπατιών μέσα από ολόκληρους κυματισμούς υποκλίσεων. Δεν ήταν πάνω από μια ντουζίνα, ή περίπου, ανάμεσα στη σκηνή της και στο γραφείο της Άμερλιν, αλλά τρεις στις τέσσερις ήταν τυλιγμένες τόσο με τη λάμψη της Δύναμης, όσο και με τους μανδύες τους. Συνήθως, βάδιζαν ανά ζευγάρια, ακολουθούμενες από Προμάχους. Άσχετα από το αν ήταν κυκλωμένες από το σαϊντάρ ή όχι, έδειχναν πολύ καχύποπτες, ενώ οι κουκούλες τους ταλαντεύονταν διαρκώς από δω κι από κει καθώς επιθεωρούσαν τον γύρω χώρο.

Της θύμιζε την εποχή που ο τύφος είχε χτυπήσει το Πεδίο του Έμοντ κι όλοι περπατούσαν κρατώντας μπροστά στα ρουθούνια τους μαντίλια ποτισμένα με μπράντυ —η Ντόραλ Μπάραν, η τότε Σοφία, έλεγε ότι βοηθούσε να μην κολλήσεις— παρακολουθώντας ο ένας τον άλλον, για να δουν ποιος θα ήταν ο επόμενος που θα εμφάνιζε στίγματα και θα κατέρρεε. Έντεκα άτομα είχαν πεθάνει προτού η αρρώστια κάνει τον κύκλο της, αλλά πέρασε ένας μήνας ακόμα από το τελευταίο κρούσμα πριν αποφασίσουν όλοι να αφαιρέσουν τα μαντίλια από τα πρόσωπά τους. Για πολύ καιρό, η Εγκουέν είχε συνδέσει τη μυρωδιά του μπράντυ με τον φόβο. Το μύριζε σχεδόν αυτή τη στιγμή. Δύο αδελφές ανάμεσά τους είχαν δολοφονηθεί από έναν άντρα που μπορούσε να διαβιβάσει και που, προφανώς, είχε τη δυνατότητα να πηγαινοέρχεται όποτε ήθελε. Ο φόβος διαδιδόταν γρηγορότερα από τον τύφο ανάμεσα στις Άες Σεντάι.

Η σκηνή που χρησιμοποιούσε ως γραφείο ήταν πιο ζεστή όταν έφθασε, και το μαγκάλι ανέδιδε μια (μυρωδιά τριαντάφυλλου. Οι ανακλώμενοι όρθιοι φανοί καθώς κι οι λαμπτήρες των τραπεζιών είχαν ανάψει. Η ρουτίνα της ήταν γνωστή. Κρεμώντας τον μανδύα της στην κρεμάστρα της γωνίας, κάθισε πίσω από το τραπέζι, πιάνοντας με μια αυτόματη κίνηση το ασταθές πόδι του καθίσματος που είχε την τάση να αναδιπλώνεται. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να ακολουθήσει την καθημερινή της ρουτίνα. Αύριο, θα ανακοίνωνε όσα είχαν συμβεί.

Σοκαρίστηκε όταν είδε την πρώτη της επισκέπτρια, την τελευταία ίσως γυναίκα που θα περίμενε να μπει στη σκηνή. Η Τέοντριν ήταν μια λυγερή Καφετιά με εξογκωμένα ζυγωματικά, μια Ντομανή με επιδερμίδα στο χρώμα του χαλκού και με την αποφασιστικότητα να διαγράφεται στα χείλη της. Κάποτε, έδινε την εντύπωση πως ήταν έτοιμη ανά πάσα στιγμή να χαμογελάσει. Βάδισε σαν να γλιστρούσε πάνω στα φθαρμένα κιλίμια, και το στρίφωμα του επώμιου της άγγιξε ανάλαφρα την άκρη του τραπεζιού. Καθώς έκανε μια τυπική υπόκλιση, η Εγκουέν άπλωσε το αριστερό της χέρι, για να μπορέσει η γυναίκα να φιλήσει το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Η τυπικότητα ανταποδιδόταν μονάχα με αντίστοιχη τυπικότητα.

«Η Ρομάντα επιθυμεί να πληροφορηθεί αν μπορεί να σε συναντήσει σήμερα, Μητέρα», είπε η λυγερόκορμη Καφετιά. Ο τόνος της φωνής της ήταν μαλακός, αν και κάτι σαν πείσμα ήταν βαθιά θαμμένο μέσα του.

«Πες της ότι μπορώ να τη δω όποτε επιθυμεί, Κόρη», αποκρίθηκε κάπως επιφυλακτικά η Εγκουέν. Η Τέοντριν έκανε άλλη μία υπόκλιση, δίχως η έκφραση του προσώπου της να αλλάξει στο ελάχιστο.

Καθώς η Καφετιά έκανε να φύγει, μια Αποδεχθείσα την προσπέρασε και μπήκε στη σκηνή τραβώντας προς τα πίσω τη ραβδωτή άσπρη κουκούλα της. Η Εμάρα ήταν λεπτή και σχεδόν εξίσου μικροκαμωμένη με τη Νισάο. Έμοιαζε ικανή να παρασυρθεί από μια ριπή ανέμου, αλλά ήταν πολύ αυστηρή με τις μαθητευόμενες που είχε υπό την εποπτεία της, αυστηρότερη κι από πολλές αδελφές ακόμα. Βέβαια, ήταν από μόνη της σκληροτράχηλη κι, άλλωστε, η ζωή μιας μαθητευόμενης υποτίθεται πως ήταν ούτως ή άλλως σκληρή. Η γκρίζα ματιά της Εμάρα κύλησε προς το στρίφωμα του επωμίου της Τέοντριν και τα χείλη της συστράφηκαν σ’ ένα περιφρονητικά μειδίαμα πριν επαναφέρει τη γαλήνια έκφρασή της κι απλώσει τη χιονάτη ριγωτή της φούστα μπροστά στην Εγκουέν. Έντονα πορφυρές κουκκίδες ζωγράφισαν τα μάγουλα της Τέοντριν.

Η Εγκουέν χτύπησε με δύναμη το χέρι της πάνω στο τραπέζι, κάνοντας το πέτρινο μελανοδοχείο και το μπολ με την άμμο να κροταλίσουν. «Ξέχασες πώς να είσαι ευγενική απέναντι σε μια Άες Σεντάι, παιδί μου;» τη ρώτησε κοφτά.

Η Εμάρα χλώμιασε —η Άμερλιν είχε και μια υπόληψη, σε τελική ανάλυση— κι έκανε μια βιαστική κι ακόμα βαθύτερη υπόκλιση προς τη μεριά της Τέοντριν, η οποία την αποδέχτηκε μ’ ένα μονοκόμματο νεύμα πριν γλιστρήσει έξω από τη σκηνή ακόμα πιο γρήγορα απ’ ό,τι είχε έρθει.

Η Εμάρα άρχισε να τραυλίζει με τη χαρακτηριστική Ιλιανή προφορά, που ο εκνευρισμός της έκανε ακόμα πιο έντονη, σχετικά με ένα αίτημα της Λελαίν να συναντηθεί με την Άμερλιν. Το πάλαι ποτέ, η Ρομάντα κι η Λελαίν δεν τηρούσαν ιδιαίτερα τα τυπικά κι έκαναν την εμφάνισή τους ακάλεστες κι όποτε ήθελαν, αλλά η κήρυξη πολέμου ενάντια στην Ελάιντα είχε επιφέρει σημαντικές αλλαγές. Όχι καθολικές, βέβαια, αλλά είχε διαφοροποιήσει κάμποσα πράγματα. Η Εγκουέν έδωσε την ίδια απάντηση στη Λελαίν μ’ εκείνη που είχε δώσει στη Ρομάντα, αν και πιο κοφτή κι απότομη, κι η Εμάρα κόντεψε να πέσει καθώς υποκλινόταν κι έσπευδε να βγει από τη σκηνή. Ένας ακόμα κρίκος στον θρύλο της Εγκουέν αλ’Βέρ, της Έδρας της Άμερλιν που έκανε τη Σερέιλε Μπάγκαντ να μοιάζει με αρνάκι.

Μόλις έφυγε η Αποδεχθείσα, η Εγκουέν σήκωσε το χέρι της και κοίταξε συνοφρυωμένη αυτό που έκρυβε. Το διπλωμένο κομμάτι χαρτί που η Τέοντριν είχε ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι ενώ φιλούσε το δαχτυλίδι της. Συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο μόλις το άνοιξε. Το κείμενο που κάλυπτε τη μικρή σελίδα ήταν αποτυπωμένο με ρέοντα μα προσεκτικό γραφικό χαρακτήρα, αλλά στη μία άκρη υπήρχε μια κηλίδα από μελάνι. Η Τέοντριν ήταν πολύ τακτική. Ίσως προσπαθούσε να συμμορφωθεί με τη γενική άποψη περί Καφετιών.

Η Ρομάντα έστειλε δύο αδελφές να Ταξιδέψουν στην Καιρχίν, για να ερευνήσουν κάποιες φήμες που έχουν θορυβήσει τις Κίτρινες Καθήμενες. Δεν ξέρω ακόμα τι είδους φήμες είναι αυτές, Μητέρα, αλλά θα μάθω. Άκουσα κάποια από αυτές να αναφέρει τη Νυνάβε, όχι με την έννοια ότι βρίσκεται κι αυτή στην Καιρχίν, αλλά ότι οι διάφορες διαδόσεις έχουν κάποια σχέση μαζί της.

Η ανόητη γυναίκα είχε υπογράψει το χαρτί με τ’ όνομά της!

«Τι συμβαίνει, Μητέρα;»

Η Εγκουέν αναπήδησε ξαφνιασμένη και μόλις που πρόλαβε να πιάσει το αναδιπλούμενο πόδι του καθίσματος πριν σωριαστεί πάνω στα κιλίμια. Έστρεψε το σκυθρωπό της βλέμμα προς το μέρος της Σιουάν, η οποία μόλις είχε περάσει την υφασμάτινη είσοδο έχοντας τυλιγμένο στο μπράτσο το επώμιο με τα γαλάζια κρόσσια και πιέζοντας πάνω στο στήθος της τον πέτσινο φάκελο. Τα φρύδια της γαλανομάτας γυναίκας ανασηκώθηκαν ελαφρά όταν πρόσεξε το ξάφνιασμα της Εγκουέν.

«Να!» είπε η Εγκουέν νευριασμένα, πετώντας το χαρτί προς το μέρος της. Δεν ήταν ώρα τώρα για ξαφνιάσματα! «Έμαθες για την Κάιρεν;» Φυσικά κι είχε μάθει, αλλά η Εγκουέν συνέχισε. «Έκανες τις αναγκαίες αλλαγές;» Αναγκαίες αλλαγές. Μα το Φως, ακουγόταν εξίσου αλαζονική με τη Ρομάντα. Ναι, τα νεύρα της ήταν σίγουρα τεντωμένα. Την τελευταία στιγμή σκέφτηκε να αγκαλιάσει το σαϊντάρ και να υφάνει ένα ξόρκι ενάντια στο κρυφάκουσμα. Αφού τοποθετήθηκε το ξόρκι, η Εγκουέν σκέφτηκε πως η σημερινή μέρα ίσως δεν ήταν η κατάλληλη για να σκεφτεί κάποιος ότι έπρεπε να κάνει μια κατ’ ιδίαν συζήτηση με τη Σιουάν.

Η Σιουάν δεν ήταν νευρική. Είχε περάσει μέσα από πολλές φουρτούνες. Καταφέρνοντας να μην πνιγεί, θα ’λεγε κανείς. Για εκείνη, τα πράγματα απλώς σκαμπανέβαζαν ελαφρώς. «Δεν χρειάζεται, Μητέρα, μέχρι τουλάχιστον να βεβαιωθούμε για τις βάρκες», αποκρίθηκε ήρεμα, ακουμπώντας τους φακέλους πάνω στο τραπέζι, στριμώχνοντάς τους ανάμεσα στο μελανοδοχείο και στο σκονισμένο βάζο. «Όσο λιγότερο το σκέφτεται η Μποντ, τόσο λιγότερο θα πανικοβληθεί». Ήρεμη σαν λιμνούλα. Ακόμα και δύο δολοφονημένες αδελφές δεν ήταν ικανές να αναστατώσουν τη Σιουάν. Ούτε ότι έπρεπε να στείλει μια μαθητευόμενη λίγων μηνών προς αντικατάσταση της μίας.

Ωστόσο, ένα συνοφρύωμα ζάρωσε το μέτωπό της καθώς διάβαζε το σημείωμα. «Πρώτα, η Φαολάιν χάνεται από προσώπου γης», γρύλισε κοιτώντας το χαρτί, «και τώρα η Τέοντριν σού δίνει αυτό εδώ, αντί να το φέρει σε μένα. Αυτό το ανόητο κορίτσι έχει λιγότερο μυαλό κι από ψαρόνι! Θα ’λεγε κανείς πως επιδιώκει να προσέξει κάποιος ότι παρακολουθεί τη Ρομάντα για λογαριασμό σου». Η λέξη «παρακολουθεί» ήταν το ευγενικό αντίστοιχο του «κατασκοπεύει». Αμφότερες ήταν ιδιαίτερα εξασκημένες στους ευφημισμούς, κάτι που είχε να κάνει με το γεγονός ότι ήταν Άες Σεντάι. Σήμερα όμως, οι ευφημισμοί εξόργιζαν την Εγκουέν.

«Ίσως θέλει να την ανακαλύψουν. Ίσως έχει κουραστεί να της λέει διαρκώς η Ρομάντα τι να κάνει, τι να λέει και τι να σκέφτεται. Είχα εδώ μια Αποδεχθείσα που χλεύασε το επώμιο της Τέοντριν, Σιουάν».

Η γυναίκα έκανε μια αποπεμπτική χειρονομία. «Η Ρομάντα λέει σε όλους τι να κάνουν και τι να σκέφτονται. Όσον αφορά στα υπόλοιπα, τα πράγματα θα αλλάξουν μόλις η Τέοντριν κι η Φαολάιν ορκιστούν στη Ράβδο των Όρκων. Δεν νομίζω πως θα επιμείνει κανείς να περάσουν τη δοκιμασία του επωμίου. Μέχρι τότε όμως, θα πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνες τους».

«Δεν αρκεί αυτό, Σιουάν». Η Εγκουέν κατάφερε να διατηρήσει ήπιο τόνο στη φωνή της, αν και κατόπιν προσπάθειας. Αν μη τι άλλο, είχε υποπτευθεί σε τι μπελάδες έβαζε τις δύο γυναίκες όταν τους είπε να γίνουν βδέλλες στη Ρομάντα και στη Λελαίν. Μπορεί να ήταν αναγκαίο να μάθει τι σχεδίαζαν να κάνουν οι Καθήμενες, κάτι που εξακολουθούσε να ισχύει, αλλά είχε και μια ευθύνη απέναντι τους. Ήταν οι πρώτες που είχαν ορκιστεί αφοσίωση απέναντι στο πρόσωπό της και, μάλιστα, με τη θέλησή τους, πράγμα που... «Τα περισσότερα απ’ όσα λέγονται για την Τέοντριν και τη Φαολάιν, ισχύουν και για μένα. Αν δεν τις σέβονται οι Αποδεχθείσες...» Τέλος πάντων, αυτό δεν τη φόβιζε και τόσο. Οι αδελφές ήταν διαφορετικό ζήτημα, ειδικά οι Καθήμενες. «Σιουάν, δεν έχω την παραμικρή ελπίδα ότι θα κατορθώσω να ενώσω τον Πύργο αν οι Άες Σεντάι τρέφουν αμφιβολίες για το πρόσωπό μου».

Η Σιουάν ρουθούνισε δυνατά. «Μητέρα, η Λελαίν κι η Ρομάντα γνωρίζουν ήδη ότι, στην πραγματικότητα, εσύ είσαι η Έδρα της Άμερλιν, ασχέτως αν το παραδέχονται ή όχι. Καμία από τις δύο δεν θα έπαιρνε ποτέ το μέρος της Ντέαν Άριμαν. Έχω την εντύπωση πως αρχίζουν να σε βλέπουν σαν μία άλλη Εντάρνα Νορέγκοβνα».

«Ας είναι», αποκρίθηκε ξερά η Εγκουέν. Η Ντέαν θεωρείτο η σωτήρας του Λευκού Πύργου, ύστεροι από την πανωλεθρία της Μπόνχουιν με τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο. Η δε Εντάρνα υποτίθεται πως ήταν η ικανότερη γυναίκα πολιτικός που είχε καταφέρει να κερδίσει τη ράβδο και το επιτραχήλιο. Και οι δύο ήταν πανίσχυρες Άμερλιν. «Όπως συνηθίζεις να μου υπενθυμίζεις, όμως, πρέπει να λάβω τα μέτρα μου, για να μην καταντήσω σαν τη Σέιν Τσούνλα». Η Σέιν είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία της ως πολύ ισχυρή Άμερλιν, έχοντας υπό την άγρυπνη εποπτεία της τόσο τον Πύργο όσο και την Αίθουσα, και κατέληξε μαριονέτα που έκανε ό,τι ακριβώς της έλεγαν.

Η Σιουάν ένευσε καταφατικά, εγκρίνοντας τα λόγια της. Πράγματι, το είχε συνήθειο να διδάσκει στην Εγκουέν την ιστορία του Πύργου, αναφέροντας συχνά διάφορες Άμερλιν που καταστράφηκαν εξαιτίας λάθος ενεργειών, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας. «Τέλος πάντων, αυτό είναι άλλο θέμα», μουρμούρισε, χτυπώντας ανάλαφρα το σημείωμα με τα δάχτυλά της. «Ας πιάσω στα χέρια μου την Τέοντριν, και θα την κάνω να ευχόταν να παρέμενε μαθητευόμενη. Το ίδιο ισχύει και για τη Φαολάιν! Αν νομίζουν πως μπορούν να βγάλουν την ουρά τους απ’ έξω, ορκίζομαι να τις σφάξω σαν γουρούνια στο παζάρι!»

«Ποιον θα σφάξεις;» ρώτησε η Σέριαμ καθώς περνούσε μέσα από το ξόρκι, ακολουθούμενη από ένα ρεύμα κρύου αέρα.

Η Εγκουέν κόντεψε να γκρεμιστεί για άλλη μια φορά από το κάθισμά της. Έπρεπε επειγόντως να προμηθευτεί ένα κάθισμα που δεν θα είχε την τάση να αναδιπλώνεται κάθε φορά που κουνιόταν. Θα στοιχημάτιζε πως η Εντάρνα δεν αναπηδούσε σαν να της είχες βάλει σαρανταποδαρούσα στην πλάτη.

«Δεν σε αφορά», είπε ήρεμα η Σιουάν, τοποθετώντας το χαρτί στη φλόγα ενός επιτραπέζιου φανού. Κάηκε γρήγορα, σχεδόν μέχρι τα ακροδάχτυλά της, κι η γυναίκα κονιορτοποίησε τις στάχτες ανάμεσα στις παλάμες της και κατόπιν τις τίναξε. Μονάχα η Εγκουέν, η Σιουάν κι η Ληάνε γνώριζαν την αλήθεια για τη Φαολάιν και την Τέοντριν. Και οι δύο αδελφές, φυσικά, αν κι υπήρχαν αρκετά πράγματα που δεν ήξερε καμιά τους.

Η Σέριαμ δέχθηκε ατάραχα την προσβολή. Η γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά έμοιαζε να έχει ανανήψει πλήρως από την κατάρρευσή της στην Αίθουσα. Αν μη τι άλλο, φαινομενικά είχε ανακτήσει την αξιοπρέπειά της, κατά το μεγαλύτερο μέρος τουλάχιστον. Παρατηρώντας τη Σιουάν να καίει το χαρτί, είχε μισοκλείσει τα κυρτά πράσινα μάτια της κι άγγιζε το στενό γαλάζιο επιτραχήλιο που κρεμόταν από τους ώμους της, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί ότι βρισκόταν εκεί. Δεν ήταν αναγκασμένη να δεχθεί τις διαταγές της Σιουάν —θα ήταν πολύ σκληρό για την Εγκουέν να βάλει την Τηρήτρια στη θέση της— αλλά η Σέριαμ γνώριζε πολύ καλά ότι κι η Σιουάν δεν ήταν αναγκασμένη να δεχτεί τις διαταγές της, πράγμα που την εξόργιζε τώρα που η γυναίκα ήταν πολύ κατώτερη από την ίδια στη Δύναμη. Την εξόργιζε, επίσης, ότι υπήρχαν μυστικά στα οποία η ίδια δεν είχε γίνει κοινωνός, αλλά έπρεπε να ζήσει με αυτό.

Είχε φέρει κι αυτή ένα χαρτί μαζί της, το οποίο τοποθέτησε στο τραπέζι μπροστά στην Εγκουέν. «Ερχόμενη προς τα εδώ, συνάντησα την Τιάνα, Μητέρα, και της είπα ότι θα σου παρέδιδα αυτό εδώ».

Το «αυτό» ήταν η ημερήσια αναφορά σχετικά με όσες λιποτακτούσαν, κάτι που δεν γινόταν πια κάθε μέρα, ούτε καν κάθε βδομάδα, από τότε που οι μαθητευόμενες είχαν οργανωθεί σε οικογένειες. Οι ξαδέλφες αλληλοϋποστηρίζονταν, έστω κι αν αυτό συνεπαγόταν πολλές απογοητεύσεις και δάκρυα, και κατάφερναν να πείθουν η μία την άλλη να αποφύγει τα χειρότερα λάθη, όπως τη φυγή. Μόνο ένα όνομα υπήρχε γραμμένο στη σελίδα. Νίκολα Τρίχιλ.

Η Εγκουέν αναστέναξε κι άφησε κάτω το χαρτί. Είχε θεωρήσει ότι η απληστία της Νίκολα για μάθηση θα την ανάγκαζε να σκεφτεί πιο λογικά, άσχετα από το πόσο απογοητευμένη θα ένιωθε. Ωστόσο, δεν θα έλεγε ότι λυπόταν με την κατάληξη της. Η Νίκολα δεν είχε ηθικούς ενδοιασμούς και δεν δίσταζε να συνωμοτήσει, να εκβιάσει και να κάνει οτιδήποτε πίστευε πως θα ήταν υπέρ του προσωπικού της συμφέροντος. Το πιθανότερο ήταν πως είχε και κάποια βοήθεια σε αυτό. Η Αράινα δεν το είχε σε τίποτα να κλέψει άλογα για λογαριασμό και των δυο τους και να δραπετεύσουν.

Ξαφνικά, το μάτι της έπεσε στην ημερομηνία πλάι στο όνομα. Για την ακρίβεια, ήταν δύο ημερομηνίες με ερωτηματικά. Οι μήνες σπάνια ονοματίζονταν, κι ακόμα σπανιότερα αριθμούνταν οι ημέρες, εκτός από επίσημα έγγραφα και συνθήκες. Το έγγραφο ήταν υπογεγραμμένο και σφραγισμένο μπροστά σε αυτόπτες μάρτυρες στην πόλη του Ίλιαν τη δωδεκάτη μέρα του Σάβεν του παρόντος Έτους της Χάριτος... Για αναφορές τέτοιας φύσεως ήταν απαραίτητο να γραφτεί και το όνομα της γυναίκας στο βιβλίο μαθητευομένων. Για κοινή χρήση, αρκούσε μια αναφορά πριν ή ύστερα από κάποιου είδους αργία. Οι ημερομηνίες τής φάνηκαν κάπως παράξενες, έτσι καθαρογραμμένες που ήταν. Χρειάστηκε να μετρήσει με τα δάχτυλα για να βεβαιωθεί γι’ αυτό που έβλεπε.

«Δηλαδή, Σέριαμ, η Νίκολα το έχει σκάσει εδώ και τρεις — τέσσερις μέρες κι η Τιάνα το ανέφερε μόλις τώρα; Και δεν είναι καν σίγουρη αν ήταν τρεις μέρες ή τέσσερις;»

«Τη Νίκολα την κάλυψαν οι ξαδέλφες της, Μητέρα». Η Σέριαμ κούνησε θλιμμένα το κεφάλι της. Παραδόξως, το χαμόγελό της μαρτυρούσε πως μάλλον το διασκέδαζε. Ίσως, πάλι, η όλη κατάσταση να της έκανε εντύπωση. «Δεν το έκαναν από αγάπη. Προφανώς, επιδίωκαν το φευγιό του παιδιού και φοβούνταν μην τυχόν κι επιστρέψει. Ήταν αρκετά δεσποτική σχετικά με το Ταλέντο της στην Πρόβλεψη. Φοβάμαι πως η Τιάνα είναι πολύ αναστατωμένη μαζί τους. Καμία δεν θα νιώθει άνετα στην τάξη σήμερα, ίσως και τις επόμενες μέρες. Πολύ το φοβάμαι αυτό. Η Τιάνα λέει πως σκοπεύει να τις μαστιγώνει αντί να τους δίνει πρωινό κάθε μέρα, μέχρι να βρεθεί η Νίκολα, αλλά νομίζω πως τελικά θα μετριάσει τη στάση της. Αφού η Νίκολα το έσκασε αρκετό καιρό πριν πάρουν χαμπάρι το φευγιό της, μπορεί να περάσει κάμποσος χρόνος πριν την εντοπίσουν».

Η Εγκουέν μόρφασε ελαφρά. Ανακαλούσε στη μνήμη της τις προσωπικές της επισκέψεις στο γραφείο της Κυράς των Μαθητευομένων, στο εσωτερικό του οποίου βρισκόταν η γυναίκα που έβλεπε μπροστά της. Τα μπράτσα της Σέριαμ ήταν πολύ δυνατά και μια καθημερινή δόση μαστιγώματος δεν θα ήταν διόλου αστεία υπόθεση. Το να κρύψεις, όμως, το φευγιό κάποιας ήταν πιο σοβαρό αδίκημα από το να εμφανιστείς έπειτα από ώρες ή να κάνεις πλάκα. Έκανε πέρα την αναφορά με το χέρι της.

«Η Τιάνα θα το χειριστεί όσο πιο σωστά κρίνει η ίδια», είπε. «Σέριαμ, έχουμε καμιά διαφοροποίηση στα λεγόμενα των αδελφών σχετικά με τ’ όνειρό μου;» Τους είχε αποκαλύψει το όνειρο σχετικά με την επίθεση των Σωντσάν το ίδιο κιόλας πρωί κι οι γυναίκες την είχαν κοιτάξει με απάθεια, πιθανότατα επειδή ο θάνατος της Ανάγια, που είχε σοκάρει τους πάντες, ήταν νωπός ακόμα.

Αντί να απαντήσει αμέσως, η Σέριαμ ξερόβηξε κι ίσιωσε τη φούστα με τις μπλε ρίγες. «Μπορεί να μην έχεις ενημερωθεί, Μητέρα, αλλά μία από τις ξαδέλφες της Νίκολα είναι η Λαρίν Αγιέλιν, Από το Πεδίο του Έμοντ», πρόσθεσε, λες κι η Εγκουέν δεν το ήξερε. «Δεν πρόκειται να νομίσει κανείς ότι δημιουργείς εύνοιες αν συγχωρήσεις ολόκληρη την οικογένεια. Ανεξάρτητα αν ενδώσει ή όχι, η Τιάνα θα φανεί ούτως ή άλλως σκληρή μαζί τους. Θα υποφέρουν».

Η Εγκουέν έγειρε προς τα πίσω, προσεκτικά λόγω του ασταθούς ποδιού του καθίσματος, και κοίταξε συνοφρυωμένη την άλλη γυναίκα. Η Λαρίν ήταν σχεδόν συνομήλικη κι αρκετά στενή φίλη. Είχαν περάσει ώρες μαζί, κουτσομπολεύοντας και φτιάχνοντας πλεξούδες η μία στα μαλλιά της άλλης, για την ημέρα που ο Κύκλος των Γυναικών θα αποφάσιζε ότι ήταν πια αρκετά ώριμες. Ωστόσο, η Λαρίν ανήκε στη μειονότητα των γυναικών του Πεδίου του Έμοντ που αποδέχονταν το γεγονός ότι η Εγκουέν ίσως ήταν πράγματι η Έδρα της Άμερλιν, αν και το έδειχνε πιότερο κρατώντας αποστάσεις. Άραγε, όντως πίστευε η Σέριαμ πως η Εγκουέν θα δημιουργούσε εύνοιες; Ακόμα κι η Σιουάν έμοιαζε ξαφνιασμένη. «Εσύ, Σέριαμ, θα έπρεπε να γνωρίζεις καλύτερα από οποιονδήποτε ότι η πειθαρχία των μαθητευομένων είναι αρμοδιότητα της Κυράς των Μαθητευομένων. Εκτός αν κάποιο κορίτσι έχει υποστεί κακομεταχείριση, αλλά δεν άφησες να εννοηθεί κάτι τέτοιο. Επιπλέον, αν η Λαρίν νομίζει πως μπορεί να γλιτώσει σήμερα, έχοντας βοηθήσει μια φυγάδα —κάτι ανήκουστο, Σέριαμ!— πώς νομίζει ότι θα γλιτώσει κι αύριο; Ίσως καταφέρει να κατακτήσει το επώμιο, αρκεί να δείξει την ανάλογη εξυπνάδα για να μην το χάσει. Δεν θα γίνω εγώ η αιτία να εκδιωχθεί για ανάρμοστη συμπεριφορά. Λοιπόν, τι λένε σχετικά με τ’ όνειρό μου;»

Τα λοξά πράσινα μάτια της Σέριαμ βλεφάρισαν κι η γυναίκα έριξε μια ματιά στη Σιουάν. Μα το Φως, μήπως πίστευε ότι η Εγκουέν ήταν σκληρή επειδή ήταν παρούσα η Σιουάν κι έλεγε διάφορες ιστορίες; Ας πρόσεχε· σε τελική ανάλυση, αυτή είχε υπάρξει Κυρά των Μαθητευομένων. «Η τάση που καλλιεργείται μεταξύ των αδελφών, Μητέρα», είπε τελικά η Σέριαμ, «είναι ότι οι Σωντσάν βρίσκονται χίλια μίλια μακριά κι, επειδή δεν ξέρουν να Ταξιδεύουν, θα τους πάρουμε είδηση από τις διακόσιες λεύγες απόσταση σε περίπτωση που κινηθούν εναντίον της Ταρ Βάλον».

Η Σιουάν μουρμούρισε κάτι πρόστυχο μέσα από τα δόντια της, αν και δεν ακουγόταν διόλου ξαφνιασμένη. Η Εγκουέν ήθελε να βλαστημήσει κι αυτή. Οι ανησυχίες σχετικά με τον φόνο της Ανάγια δεν είχαν καμία σχέση με την απάθεια των αδελφών. Άλλωστε, δεν πίστευαν πως η Εγκουέν ήταν Ονειρεύτρια. Η Ανάγια ήταν σίγουρη γι’ αυτό, αλλά ήταν πλέον νεκρή, η δε Σιουάν κι η Ληάνε το πίστευαν μεν, αλλά καμιά τους δεν είχε τόσο ψηλή θέση ώστε να εισακουστούν τα λόγια τους με κάτι παραπάνω από απλή κι εξαναγκασμένη ευγένεια, κι αυτό δεν ήταν καν σίγουρο. Η δε Σέριαμ, ήταν ξεκάθαρο ότι δεν το πίστευε. Μπορεί να υπάκουε στον όρκο αφοσίωσης με την ανάλογη ευσυνειδησία που θα περίμενε εκ μέρους της η Εγκουέν, αλλά δεν μπορείς να διατάξεις κάποιον να πιστέψει κάτι. Οι γυναίκες απλώς αναπαρήγαν όσα άκουγαν, και τίποτα δεν άλλαζε.

Μόλις έφυγε η Σέριαμ, η Εγκουέν άρχισε να αναρωτιέται για ποιο λόγο είχε έρθει εξ αρχής. Μονάχα για να αναφέρει ότι η Λαρίν θα τιμωρούνταν; Σίγουρα όχι. Ωστόσο, πέρα από το να απαντάει στις ερωτήσεις της Εγκουέν, δεν είχε πει τίποτα άλλο.

Λίγο μετά, κατέφθασε η Μυρέλ, ακολουθούμενη κατά πόδας από τη Μόρβριν. Η Εγκουέν διαισθάνθηκε και τις δύο να ελευθερώνουν την Πηγή πριν εισέλθουν στη σκηνή, αφήνοντας έξω τους Προμάχους τους να περιμένουν. Ακόμα και μια φευγαλέα ματιά μέσα από την υφασμάτινη είσοδο που έκλεινε, αποκάλυπτε πως οι άντρες, παρ’ ότι Πρόμαχοι, έμοιαζαν εξαιρετικά επιφυλακτικοί.

Τα μεγάλα μαύρα μάτια της Μυρέλ άστραψαν μόλις είδε τη Σιουάν, και τα ρουθούνια της τρεμόπαιξαν. Το στρογγυλό πρόσωπο της Μόρβριν παρέμεινε ήρεμο σαν λειασμένη πέτρα, αλλά η γυναίκα άπλωσε τη σκούρα καφετιά φούστα της και με τα δύο χέρια, λες και σκούπιζε κάτι από το πάτωμα. Ίσως ήταν μια ασυναίσθητη κίνηση. Αντίθετα με τη Σέριαμ, οι δύο γυναίκες έπρεπε να αποδεχτούν τις προσταγές της Σιουάν, κάτι που δεν τους άρεσε διόλου. Η Εγκουέν δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τους τρίξει τα δόντια, αλλά είχε εμπιστοσύνη στη Σιουάν ενώ, ασχέτως όρκων, δεν εμπιστευόταν ιδιαίτερα τις δύο γυναίκες, όχι τουλάχιστον στον βαθμό που εμπιστευόταν τη Σιουάν. Επιπλέον, υπήρχαν περιπτώσεις που ήταν εξαιρετικά άβολο —αν όχι εντελώς αδύνατον— να πει στις αδελφές που είχαν ορκιστεί πίστη κι αφοσίωση στο όνομά της να ενεργήσουν μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η Σιουάν μετέφερε τα μηνύματα, οπότε η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι όλοι υπάκουαν στις διαταγές της.

Τις ρώτησε ευθέως για το όνειρό της, αλλά παραδόξως οι ιστορίες τους συμφωνούσαν με εκείνη της Σέριαμ. Οι Σωντσάν βρίσκονταν πολύ μακριά, κι αν άλλαζε κάτι, θα ειδοποιούνταν εγκαίρως. Η ίδια ιστορία μιάμιση βδομάδα τώρα. Και το χειρότερο ήταν πως...

«Τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά αν ζούσε η Ανάγια», σχολίασε η Μόρβριν, ισορροπώντας σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο σκαμνί, μπροστά στο τραπέζι. Παρά τον όγκο της, ισορροπούσε εύκολα και με χάρη. «Η Ανάγια φημιζόταν για τις απόκρυφες γνώσεις της. Προσωπικά, ανέκαθεν πίστευα πως θα έπρεπε να είχε επιλέξει τις Καφετιές. Αν είπε ότι είσαι Ονειρεύτρια...» Έκλεισε με θόρυβο το στόμα της κάτω από το κοφτό βλέμμα της Εγκουέν, κι η Μυρέλ έστρεψε ξαφνικά το ενδιαφέρον της στο να ζεστάνει τα χέρια της στο μαγκάλι.

Ωστόσο, καμιά τους δεν το πίστεψε. Εκτός από τη Σιουάν και τη Ληάνε, καμιά σε ολόκληρο το στρατόπεδο δεν πίστευε πως η Εγκουέν είχε δει αληθινό όνειρο. Η Βάριλιν είχε μεταφέρει την είδηση στο Νταρέιν, θέτοντας τεχνηέντως την Μπεόνιν σε δευτερεύοντα ρόλο και προσφέροντας συνεχείς κι αδιάλειπτες δικαιολογίες σχετικά με το γιατί αδυνατούσε να παράσχει κάποια προειδοποίηση τη συγκεκριμένη στιγμή, κάτι που μπορεί να γινόταν σε λίγες μέρες, όταν οι συζητήσεις θα έβαιναν ομαλότερα, λες κι υπήρχε περίπτωση να μην επρόκειτο για συζητήσεις κλειστού κύκλου μεταξύ αδελφών, που συνήθως κατέληγαν σε μερικά λόγια που προσέβαλαν κάποιες και τις έκαναν να απομακρυνθούν. Οι μόνες που την πίστευαν ήταν η Σιουάν κι η Ληάνε, έτσι τουλάχιστον νόμιζε.

Η Μυρέλ στράφηκε από το μαγκάλι, λες και προσπαθούσε να συγκρατηθεί για να μην ακουμπήσει τα κάρβουνα με τα χέρια της. «Μητέρα, σκεφτόμουν τη μέρα που καταστράφηκε η Σαντάρ Λογκόθ...» Έκοψε απότομα τη ροή των λόγων της και στράφηκε ξανά στο μαγκάλι, καθώς μια γυναίκα με μακρόστενο πρόσωπο και ντυμένη στα γαλάζια πέρασε την υφασμάτινη είσοδο κουβαλώντας ένα τρίποδο σκαμνί με ζωγραφισμένες λαμπερές σπείρες.

Η Μάιγκαν ήταν όμορφη, με μεγάλα μάτια και σαρκώδη χείλη, αν και το πρόσωπό της φάνταζε κάπως μακρουλό. Δεν είχε ψηλό ανάστημα, αλλά τα χέρια της έμοιαζαν μακρόστενα. Ένευσε ψυχρά προς το μέρος της Μόρβριν, αγνοώντας επιδεικτικά τη Μυρέλ. «Σήμερα, έφερα το προσωπικό μου κάθισμα, Μητέρα», είπε, υποκλινόμενη όσο μπορούσε κρατώντας στο ένα χέρι το σκαμνί. «Συγγνώμη που σ’ το λέω, αλλά τα δικά σου είναι κάπως ασταθή».

Δεν έδειξε να εκπλήσσεται που ο θάνατος της Ανάγια σήμαινε ότι το Γαλάζιο Άτζα θα τοποθετούσε κάποια άλλη στην «επιτροπή συμβουλίου» της Εγκουέν, αλλά η γυναίκα ήλπιζε για το καλύτερο μόλις έμαθε ποια θα ήταν. Η Μάιγκαν ήταν μία από τις συμμάχους της Σιουάν όταν η τελευταία ήταν Άμερλιν.

«Θα σε πείραζε να πω στη Σιουάν να μας φέρει λίγο τσάι, Μητέρα;», είπε η Μάιγκαν καθώς βολευόταν στο σκαμνί της. «Θα έπρεπε να έχεις κάποια μαθητευόμενη ή Αποδεχθείσα για τα θελήματα, αλλά κι η Σιουάν καλή είναι».

«Οι μαθητευόμενες έχουν τα μαθήματά τους, Κόρη», αποκρίθηκε η Εγκουέν, «αλλά, ακόμα κι αν υπάρξει συνεννόηση με τις οικογένειες, οι Αποδεχθείσες μόλις που προλαβαίνουν να ασχοληθούν με τα δικά τους μαθήματα». Επιπλέον, κάθε φορά που θα ήθελε να μιλήσει ιδιαιτέρως με κάποιον, θα έπρεπε να τη στέλνει έξω στο κρύο, κάτι εξαιρετικά σκληρό για μια μαθητευόμενη που δεν είχε διδαχθεί να αγνοεί τη ζέστη ή την παγωνιά. Επιπλέον, θα έδινε αφορμή στον καθένα να κρυφακούσει, θεωρώντας πως κάτι σημαντικό λέγεται στο εσωτερικό. «Σιουάν, μπορείς, σε παρακαλώ, να μας φέρεις λίγο τσάι; Ένα ζεστό φλιτζάνι είναι ό,τι πρέπει».

Η Μάιγκαν ανασήκωσε το μακρόστενο δάχτυλό της καθώς η Σιουάν κίνησε να φύγει. «Στη σκηνή μου έχω ένα βάζο με μέλι μέντας», είπε αγέρωχα. «Φέρ’ το και κοίτα μην το καταβροχθίσεις στον δρόμο. Απ’ όσο θυμάμαι, έχεις αδυναμία στα γλυκά. Έλα, βιάσου». Η Μάιγκαν ήταν σύμμαχος κάποτε. Τώρα, είχε πάει με το μέρος των αδελφών που κατηγορούσαν τη Σιουάν ότι ήταν υπεύθυνη για την καταστροφή του Λευκού Πύργου.

«Όπως επιθυμείς, Μάιγκαν», αποκρίθηκε μειλίχια η Σιουάν, κάνοντας μια πρόχειρη υπόκλιση πριν απομακρυνθεί. Κι όντως, βγήκε έξω εσπευσμένα. Η Μάιγκαν είχε σχεδόν το ίδιο αξίωμα με τη Μυρέλ ή τη Μόρβριν, κι εδώ δεν την προστάτευαν ούτε διαταγές ούτε όρκοι αφοσίωσης. Η γυναίκα με το μακρόστενο πρόσωπο ένευσε ελαφρά, ικανοποιημένη. Η Σιουάν έπρεπε να εκλιπαρήσει για να ξαναγίνει δεκτή στο Γαλάζιο Άτζα, κι οι φήμες έλεγαν πως η Μάιγκαν επέμενε πολύ σε αυτό το θέμα.

Η Μόρβριν απολογήθηκε κι ακολούθησε τη Σιουάν, σκοπεύοντας προφανώς να την προλάβει για κάποιο λόγο, αλλά η Μυρέλ πήρε ένα από τα σκαμνιά κι άρχισε να ανταγωνίζεται με τη Μάιγκαν στο ποια θα αγνοούσε περισσότερο την άλλη. Η Εγκουέν δεν καταλάβαινε τον λόγο της εχθρότητας μεταξύ τους. Μερικές φορές, οι άνθρωποι απλώς τρέφουν αμοιβαία αντιπάθεια ο ένας για τον άλλον. Όπως και να έχει, δεν ήταν θέμα προς συζήτηση. Η Εγκουέν άδραξε την ευκαιρία κι άρχισε να ξεφυλλίζει τις σελίδες στον φάκελο της Σιουάν, αλλά αδυνατούσε να συγκεντρωθεί στις φήμες που προέρχονταν από το Ίλιαν και στα υπονοούμενα από την Καιρχίν. Δεν υπήρχε κάτι που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό της Τέοντριν σχετικά με κάτι που είχε αναστατώσει τις Κίτρινες Καθήμενες. Η Σιουάν, ακόμα κι αν ήξερε κάτι, δεν θα μιλούσε καθόλου.

Η Μάιγκαν κι η Μυρέλ απέμειναν να την κοιτάνε, λες και το πιο ενδιαφέρον πράγμα στον κόσμο ήταν να την παρακολουθούν να αναμοχλεύει τα φύλλα. Η Εγκουέν θα μπορούσε κάλλιστα να τις ξαποστείλει και τις δύο, αλλά ήθελε να μάθει τι σκεφτόταν η Μυρέλ για την ημέρα που η Σαντάρ Λογκόθ είχε αφανιστεί από προσώπου γης. Άλλωστε, της ήταν αδύνατον να ξαποστείλει τη μία, δίχως να κάνει το ίδιο και στην άλλη, που να τις έπαιρνε και να τις σήκωνε!

Η Σιουάν επέστρεψε κρατώντας έναν ξύλινο δίσκο με μια ασημένια τσαγιέρα και πορσελάνινες κούπες —όπως επίσης και το στιλβωμένο βάζο με το μέλι της Μάιγκαν— ακολουθούμενη από έναν στρατιώτη με επικαλυπτόμενη θωράκιση, έναν νεαρό Σιναρανό με ξυρισμένο κεφάλι και κότσο στην κορυφή. Ο άντρας έμοιαζε νεαρός, αλλά δεν ήταν και τόσο. Στο σκούρο μάγουλο του Ράγκαν υπήρχε χαραγμένο ένα ρυτιδωμένο λευκό σημάδι, που δήλωνε χτύπημα από βέλος, ενώ το πρόσωπό του ήταν σκληρό όπως μόνο το πρόσωπο ενός άντρα που ζει καθημερινά με τον θάνατο μπορεί να είναι. Καθώς η Σιουάν μοίραζε τις κούπες, ο άντρας υποκλίθηκε κρατώντας στο ένα πλευρό με το ένα χέρι την περικεφαλαία με το φεγγαρένιο λοφίο κι έχοντας το άλλο ακουμπισμένο στη λαβή του σπαθιού του. Τίποτα στην έκφρασή του δεν μαρτυρούσε ότι είχε συναντήσει τη γυναίκα και στο παρελθόν.

«Τιμή μου να σε υπηρετώ, Μητέρα», είπε τυπικά. «Με στέλνει ο Άρχοντας Μπράυν. Μου ανέθεσε να σου αναφέρω ότι οι καταδρομείς φαίνεται πως πέρασαν σ’ αυτή την πλευρά του ποταμού χτες το βράδυ μαζί με τις Άες Σεντάι. Ο Άρχοντας Μπράυν διπλασίασε τις περιπόλους και συμβουλεύει τις αδελφές να μην απομακρύνονται από το στρατόπεδο, για να αποφευχθούν επεισόδια».

«Μπορώ να αποχωρήσω, Μητέρα;» ρώτησε ξαφνικά η Σιουάν, με τη χαρακτηριστική, υποβόσκουσα ταραχή της γυναίκας που συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι πρέπει να πάει στο αποχωρητήριο.

«Ναι, φυσικά», αποκρίθηκε η Εγκουέν, δίνοντας έναν όσο το δυνατόν πιο ανυπόμονο τόνο στη φωνή της. Χωρίς να περιμένει καν την άλλη γυναίκα να βγει από τη σκηνή, συνέχισε να μιλάει. «Πες στον Άρχοντα Μπράυν πως οι Άες Σεντάι πάνε όπου θέλουν κι όποτε θέλουν». Έκλεισε ερμητικά το στόμα της πριν τον αποκαλέσει «Ράγκαν», αν και με αυτόν τον τρόπο φάνηκε ακόμα πιο επικριτική. Έτσι ήλπιζε, τουλάχιστον.

«Θα του το μεταβιβάσω, Μητέρα», απάντησε ο Ράγκαν κάνοντας ακόμα μία υπόκλιση. «Υπηρετώ με την καρδιά και την ψυχή μου».

Η Μάιγκαν χαμογέλασε αδιόρατα καθώς απομακρυνόταν ο άντρας. Γενικά, αποδοκίμαζε τους στρατιώτες —κατά την άποψή της, οι Πρόμαχοι ήταν καλοί κι απαραίτητοι, αλλά οι στρατιώτες τα έκαναν θάλασσα κι άφηναν τους άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα— αλλά δεν είχε πρόβλημα να υποστηρίξει οτιδήποτε θα έμπαινε σφήνα ανάμεσα στην Εγκουέν και στον Γκάρεθ Μπράυν, αν και το σωστότερο ήταν κάτι τέτοιο να υποστηριζόταν πρωτίστως από τη Λελαίν, μια κι η Μάιγκαν ήταν αφοσιωμένη σ’ αυτή τη γυναίκα από την κορυφή έως τα νύχια. Η Μυρέλ είχε πάρει απορημένη έκφραση. Απ’ όσο ήξερε, η Εγκουέν κι ο Άρχοντας Μπράυν τα πήγαιναν καλά.

Η Εγκουέν σηκώθηκε, σερβιρίστηκε μια κούπα τσάι και δοκίμασε λίγο από το μέλι της Μάιγκαν. Τα χέρια της δεν έτρεμαν καθόλου. Τα πλεούμενα βρίσκονταν στις θέσεις τους. Σε λίγες ώρες, η Ληάνε θα μάζευε την Μποντ και θα απομακρύνονταν από το στρατόπεδο πριν χρειαστούν εξηγήσεις για το τι σκόπευαν να κάνουν. Η Λαρίν θα λάμβανε την τιμωρία που της άξιζε, κι η Μποντ θα έκανε αυτό που έπρεπε. Η Εγκουέν ήταν νεότερη από την Μποντ όταν την είχαν στείλει να κυνηγήσει Μαύρες αδελφές. Οι Σιναρανοί ήταν πιστοί ψυχή τε και σώματι στον πόλεμο ενάντια στη Σκιά, στη Μάστιγα. Οι Άες Σεντάι κι όσες θα γίνονταν Άες Σεντάι υπηρετούσαν τον Πύργο, ο οποίος ήταν ένα πανίσχυρο όπλο ενάντια στη Σκιά, ισχυρότερο από κάθε ξίφος κι εξίσου κοφτερό στο απερίσκεπτο χέρι.

Μόλις κατέφθασε η Ρομάντα κι, ενώ η Τέοντριν τής κρατούσε ανοικτή την υφασμάτινη είσοδο, η γκριζομάλλα Κίτρινη έκανε μια αυστηρή υπόκλιση, ούτε κατά ένα κλάσμα μεγαλύτερη ή μικρότερη από αυτήν που απαιτούνταν εκ μέρους μιας Καθήμενης προς μία Άμερλιν. Άλλωστε, δεν βρίσκονταν στην Αίθουσα. Αν εκεί η Άμερλιν ήταν πρώτη μεταξύ ίσων, στο γραφείο της ήταν κάτι παραπάνω, ακόμα κι απέναντι στη Ρομάντα. Ωστόσο, δεν προσφέρθηκε να φιλήσει το δαχτυλίδι της Εγκουέν. Υπήρχαν και κάποια όρια. Έριξε μια ματιά στη Μυρέλ και στη Μάιγκαν σαν να σκεφτόταν ότι έπρεπε να τους ζητήσει να φύγουν. Ίσως, μάλιστα, έπρεπε να τους το πει ξεκάθαρα. Ακανθώδες σημείο. Οι Καθήμενες περίμεναν ευπείθεια, αλλά καμιά τους δεν ανήκε στο Άτζα της. Σε τελική ανάλυση, ο παρών χώρος ήταν το γραφείο της Άμερλιν.

Στο τέλος, δεν έκανε τίποτα κι απλώς επέτρεψε στην Τέοντριν να της βγάλει τον μανδύα, που ήταν στολισμένος με μπορντούρες κίτρινων λουλουδιών, και να της σερβίρει μια κούπα τσάι. Η Τέοντριν δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι άλλο, οπότε αποσύρθηκε σε μια γωνιά μαζεύοντας δύσθυμα το επώμιό της κι έχοντας το στόμα της σφιχτά κλειστό, καθώς η Ρομάντα καθόταν στο άδειο σκαμνί. Παρά τα ακανόνιστα πόδια του σκαμνιού, η Ρομάντα κατάφερε να το κάνει να μοιάζει με κάθισμα στην Αίθουσα του Πύργου, ακόμα και με θρόνο, καθώς τακτοποιούσε το επώμιο με τα κίτρινα κρόσσια που φορούσε κάτω από τον μανδύα της.

«Οι συζητήσεις δεν εξελίσσονται καλά», είπε με τη διαπεραστική, μελωδική φωνή της. Το έκανε να ακούγεται σαν διακήρυξη. «Η Βάριλιν μασάει τα χείλη της από την απογοήτευση, η δε Μάγκλα, ακόμα κι η Σαρόγια, είναι εξίσου απογοητευμένες. Όταν η Σαρόγια αρχίζει να τρίζει τα δόντια, οι περισσότερες αδελφές βάζουν τις φωνές». Εκτός από την Τζάνυα, όποια Καθήμενη κατείχε αξίωμα πριν από τη διάσπαση του Πύργου είχε χώσει τη μύτη της με κάθε τρόπο στις διαπραγματεύσεις. Σε τελική ανάλυση, μιλούσαν με γυναίκες τις οποίες ήξεραν από την Αίθουσα. Η Μπεόνιν είχε υποβαθμιστεί στο να κάνει διάφορα θελήματα.

Η Ρομάντα άγγιξε με τα χείλη της το τσάι και τοποθέτησε παράμερα την κούπα, πάνω στον δίσκο, δίχως να πει λέξη. Η Τέοντριν σηκώθηκε βιαστικά από τη γωνία της για να την πάρει, προσθέτοντας μέλι πριν επιστρέψει την κούπα στην Καθήμενη κι η ίδια επανέλθει στη γωνία. Η Ρομάντα δοκίμασε για άλλη μία φορά το τσάι κι ένευσε, εγκρίνοντάς το. Η Τέοντριν αναψοκοκκίνισε.

«Οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν», είπε η Εγκουέν, προσέχοντας τα λόγια της. Η Ρομάντα ήταν αντίθετη σε κάθε είδους διαπραγματεύσεις, ψευδείς ή όχι. Επιπλέον, γνώριζε τι θα γινόταν απόψε. Το να μην ενημερώνει την Αίθουσα σχετικά με αυτό το ζήτημα έμοιαζε με αχρείαστο χαστούκι στο μάγουλο.

Ο σφιχτός κότσος στο πίσω μέρος του κεφαλιού της Ρομάντα ανασάλεψε καθώς η γυναίκα ένευσε. «Αν μη τι άλλο, έχει γίνει ήδη φανερό ότι η Ελάιντα δεν πρόκειται να επιτρέψει στις Καθήμενες που μιλούν εκ μέρους της να υποχωρήσουν. Είναι θαμμένη μέσα στον Πύργο, σαν αρουραίος στους τοίχους. Ο μόνος τρόπος να την κάνουμε να εμφανιστεί είναι να στείλουμε κουνάβια ξοπίσω της». Η Μυρέλ άφησε έναν λαρυγγώδη ήχο, αναγκάζοντας τη Μάιγκαν να της ρίξει μια έκπληκτη ματιά. Το βλέμμα της Ρομάντα παρέμενε προσηλωμένο στην Εγκουέν.

«Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Ελάιντα θα απομακρυνθεί», είπε ήρεμα η Εγκουέν, ακουμπώντας το φλιτζάνι με το τσάι πάνω στον δίσκο της. Το χέρι της δεν έτρεμε διόλου. Τι είχε μάθει η γυναίκα και πώς;

Η Ρομάντα έκανε μια γκριμάτσα, παρατηρώντας το τσάι της σαν να μην είχε αρκετό μέλι. Ίσως όμως εξέφραζε έτσι την απογοήτευσή της που η Εγκουέν δεν είχε πει περισσότερα. Η γυναίκα μετακινήθηκε κάνω στο σκαμνί της με τον αέρα ξιφομάχου που ετοιμάζεται με τη λάμα προτεταμένη να δεχτεί επίθεση. «Ανέφερες κάτι για το Σόι, Μητέρα. Είπες πως είναι πάνω από χίλια άτομα αντί για μερικές δεκάδες, κι ότι ανάμεσά τους υπάρχουν γυναίκες ηλικίας πεντακοσίων ή εξακοσίων ετών». Η απιθανότητα του πράγματος την έκανε να κουνήσει το κεφάλι της. «Πώς γίνεται κάτι τέτοιο να έχει διαφύγει την προσοχή του Πύργου;» Πιο πολύ προκαλούσε, παρά ρωτούσε.

«Μόνο πρόσφατα μάθαμε πόσες αδέσποτες υπάρχουν μεταξύ των Θαλασσινών», αποκρίθηκε ευγενικά η Εγκουέν. «Και δεν είμαστε καν σίγουρες πόσες είναι στην πραγματικότητα». Αυτή τη φορά, η γκριμάτσα της Ρομάντα έγινε πιο αισθητή. Άλλωστε, η Κίτρινη αδελφή ήταν εκείνη που είχε επιβεβαιώσει εξ αρχής τις εκατοντάδες Θαλασσινές αδέσποτες που ζούσαν στο Ίλιαν. Πρώτο χτύπημα υπέρ της Εγκουέν.

Ωστόσο, ένα χτύπημα δεν ήταν αρκετό για να αποτελειώσει τη Ρομάντα ή, έστω, να την πληγώσει βαριά. «Μόλις τελειώσουμε τη δουλειά μας εδώ, θα χρειαστεί να τις κυνηγήσουμε», είπε με σκληρό τόνο. «Άλλο να αφήσουμε στο Έμπου Νταρ και στην Ταρ Βάλον μερικές δεκάδες από δαύτες, για να μας βοηθήσουν να εντοπίσουμε όσες έχουν λιποτακτήσει, κι άλλο να επιτρέψουμε σε χίλιες αδέσποτες να παραμείνουν... οργανωμένες». Έδειχνε πιότερη περιφρόνηση στη λέξη, ακόμα και στην ίδια την ιδέα των οργανωμένων αδέσποτων παρά σε οποιαδήποτε άλλη λέξη. Η Μυρέλ κι η Μάιγκαν παρακολουθούσαν από κοντά, με τεντωμένα αυτιά. Η Μάιγκαν, μάλιστα, έδειχνε τέτοια ένταση, ώστε σχεδόν έγερνε μπροστά. Καμιά τους δεν ήξερε κάτι παραπάνω από τις ιστορίες που είχε διαδώσει η Εγκουέν, οι οποίες, όπως υπέθεταν όλοι, προέρχονταν από τους κατασκόπους της Σιουάν.

«Είναι αρκετά παραπάνω από χίλιες», διόρθωσε η Εγκουέν, «και καμιά τους δεν είναι αδέσποτη. Πρόκειται για γυναίκες που διώχτηκαν από τον Πύργο, εκτός από λίγες φυγάδες που κατόρθωσαν να αποφύγουν την αιχμαλωσία». Χωρίς να υψώσει τη φωνή της, τόνισε την κάθε λέξη, κοιτώντας τη Ρομάντα κατάματα. «Όπως και να έχει όμως, πώς προτείνεις να κυνηγηθούν; Είναι σκορπισμένες παντού και κάνουν κάθε λογής δουλειά. Το Έμπου Νταρ ήταν το μόνο μέρος που συναντιούνταν ή που συναντούσαν τυχαία άλλους, κι όλες τους το έσκασαν από κει μόλις ήρθαν οι Σωντσάν. Από την εποχή των Πολέμων των Τρόλοκ, το Σόι επέτρεπε στον Πύργο να γνωρίζει μονάχα όσα ήθελε το ίδιο. Δύο χιλιάδες χρόνια κρυμμένα κάτω από τη μύτη του Λευκού Πύργου. Ο αριθμός των μελών του Σογιού αυξήθηκε τη στιγμή που τα αντίστοιχα μέλη του Λευκού Πύργου έφθιναν. Πώς σκοπεύεις να τις ανακαλύψεις τώρα, ανάμεσα σ’ όλες εκείνες τις αδέσποτες εκεί έξω, στις οποίες ο Πύργος ανέκαθεν δεν έδινε σημασία επειδή ήταν "πολύ γερασμένες" για να γίνουν μαθητευόμενες; Έτσι κι αλλιώς, Ρομάντα, οι γυναίκες του Σογιού δεν διαφέρουν. Χρησιμοποιούν τη Δύναμη σχεδόν το ίδιο συχνά με τις Άες Σεντάι, αλλά η ηλικία τους φαίνεται, όπως σε οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο, αν και με πιο αργούς ρυθμούς. Αν επιθυμούν να παραμείνουν κρυμμένες, δεν θα μπορέσουμε να τις βρούμε ποτέ». Τα χτυπήματα της Εγκουέν ήταν απανωτά, ενώ η ίδια δεν είχε δεχτεί κανένα. Μια ελαφριά στρώση ιδρώτα είχε φανεί στο μέτωπο της Ρομάντα, βέβαιη ένδειξη απόγνωσης για μια Άες Σεντάι. Η Μυρέλ στεκόταν ακίνητη, αλλά η Μάιγκαν έμοιαζε έτοιμη να γκρεμιστεί από το σκαμνί της και να φάει τα μούτρα της, άσχετα από τη σταθερότητά του.

Η Ρομάντα έγλειψε τα χείλη της. «Αν διαβιβάζουν, μπορούν να διαμορφώσουν και την εμφάνισή τους. Αν. πάλι, γερνάνε, δεν θα έχουν τη δυνατότητα της συχνής διαβίβασης, αν την έχουν καν. Όπως και να έχει όμως, είναι αδύνατον να ζουν πεντακόσια ή εξακόσια χρόνια!» Τέρμα οι προσποιήσεις.

«Μόνο μία ουσιαστική διαφορά υπάρχει μεταξύ του Σογιού και των Άες Σεντάι», είπε σιγανά η Εγκουέν, αν κι οι λέξεις ακούγονταν ηχηρές. Ακόμα κι η Ρομάντα έμοιαζε να κρατάει την ανάσα της. «Άφησαν τον Λευκό Πύργο πριν ορκιστούν στη Ράβδο των Όρκων». Να, λοιπόν. Το είπε καθαρά και ξάστερα.

Η Ρομάντα τινάχτηκε σαν να είχε δεχθεί θανάσιμο πλήγμα. «Δεν έχεις πάρει τους Όρκους ακόμα», είπε βραχνά. «Σκοπεύεις να τους εγκαταλείψεις; Σκοπεύεις να ζητήσεις από τις αδελφές να τους εγκαταλείψουν;» Η Μυρέλ ή η Μάιγκαν, ίσως κι οι δύο, άφησαν έναν ήχο σαν να τους κοβόταν η αναπνοή.

«Όχι!» είπε κοφτά η Εγκουέν. «Οι Τρεις Όρκοι είναι αυτοί που μας κάνουν Άες Σεντάι, και θα ορκιστώ στη Ράβδο των Όρκων μόλις γίνει δική μας!» Πήρε βαθιά «ανάσα κι άλλαξε ανεπαίσθητα τον τόνο της φωνής της. Έγειρε προς το μέρος της άλλης γυναίκας, προσπαθώντας να την τραβήξει, να την πείσει. Λίγο ακόμα και θα άπλωνε το χέρι της. «Όπως έχουν τα πράγματα, οι αδελφές αποσύρονται για να περάσουν ήσυχα τα τελευταία τους χρόνια, Ρομάντα. Δεν θα ήταν καλύτερα αν αυτά τα χρόνια δεν ήταν τα τελευταία τους; Αν οι αδελφές αποσύρονταν στο Σόι, θα μπορούσαν να ενώσουν το Σόι με τον Πύργο, οπότε δεν θα υπήρχε λόγος να εξαπολύσουμε ένα μάταιο κυνήγι». Το είχε πάει πολύ μακριά το πράγμα. Είχε έρθει η ώρα να κάνει και το τελευταίο βήμα. «Η Ράβδος των Όρκων μπορεί να δεσμεύσει, αλλά και να αποδεσμεύσει».

Η Μάιγκαν έπεσε με τα γόνατα πιάνω στα χαλιά, κάνοντας έναν κούφιο ήχο, και κατόπιν σηκώθηκε με κόπο, ισιώνοντας αγανακτισμένη τη φούστα της, λες και. την είχαν σπρώξει. Το ελαιόχρωμο πρόσωπο της Μυρέλ φάνταζε κάπως χλωμό.

Με αργές κινήσεις, η Ρομάντα απίθωσε το φλιτζάνι με το τσάι της στην άκρη του τραπεζιού και «στάθηκε όρθια, τραβώντας το επώμιο γύρω από τους ώμους της. Ανέκφραστη, απέμεινε να ατενίζει την Εγκουέν, ενώ η Τέοντριν τοποθετούσε τον μανδύα με τα κίτρινα κρόσσια γύρω από τους ώμους της, στερεώνοντας τη χρυσαφιά καρφίτσα και τακτοποιώντας τις διπλώσεις με τις προσεγμένες κινήσεις της υπηρέτριας μιας αρχόντισσας. Τότε, και μόνο τότε, μίλησε η Ρομάντα, κι η φωνή της ήταν σκληρή σαν πέτρα. «Όταν ήμουν μικρούλα, ονειρευόμουν να γίνω Άες Σεντάι. Από τη μέρα που έφθασα στον Λευκό Πύργο, προσπάθησα να ζήσω ως Άες Σεντάι. Έζησα ως Άες Σεντάι και θα πεθάνω ως Άες Σεντάι. Αυτό δεν μπορώ να το επιτρέψω!»

Με μια ανάλαφρη κίνηση γύρισε να φύγει, αλλά έπεσε πάνω στο σκαμνί που καθόταν, αν και δεν έδωσε την παραμικρή σημασία. Η Τέοντριν την ακολούθησε βιαστικά. Παραδόξως, μια έκφραση ενδιαφέροντος είχε χαραχτεί στο πρόσωπό της.

«Μητέρα;» Η Μυρέλ πήρε μια βαθιά ανάσα, ενώ τα δάχτυλά της ψαχούλευαν τη βαθυπράσινη φούστα της. «Μητέρα, το λες ειλικρινά ότι...;» Ανίκανη να αποτελειώσει την πρόταση της, την άφησε στη μέση. Η Μάιγκαν κάθισε στο σκαμνί σαν να πίεζε τον εαυτό της να μη γείρει ξανά μπροστά.

«Σας παρέθεσα τα γεγονότα», είπε ήρεμα η Εγκουέν. «Η όποια απόφαση θα ληφθεί από την Αίθουσα. Για πες μου, Κόρη. Θα διάλεγες να πεθάνεις, αν είχες τη δυνατότητα να ζήσεις και να συνεχίσεις να υπηρετείς τον Πύργο;»

Η Πράσινη κι η Γαλάζια αδελφή αντάλλαξαν ματιές, αλλά κατόπιν αντιλήφθηκαν τι έκαναν και ξανάρχισαν να αγνοούν η μία την άλλη. Καμιά τους δεν απάντησε, αλλά η Εγκουέν μπορούσε να δει σχεδόν ξεκάθαρα τις σκέψεις που αναμόχλευαν πίσω από τα βλέμματά τους. Λίγα λεπτά αργότερα, η γυναίκα σηκώθηκε κι επανέφερε το σκαμνί στην κανονική του θέση. Ακόμα κι αυτή η πράξη δεν ήταν αρκετή για να τις αναγκάσει να απολογηθούν επαρκώς που την είχαν αναγκάσει να το φροντίσει η ίδια. Ύστερα κι από αυτό, βυθίστηκαν σε σιωπηλές σκέψεις.

Η Εγκουέν πάσχισε να ασχοληθεί ξανά με τις σελίδες στους φακέλους της Σιουάν —το αδιέξοδο στην Πέτρα του Δακρύου συνεχιζόταν και κανείς δεν είχε ιδέα πώς θα τελείωνε αυτή η ιστορία— αλλά, λίγο μετά την αναχώρηση της Ρομάντα, κατέφθασε η Λελαίν.

Αντίθετα με τη Ρομάντα, η λυγερόκορμη Γαλάζια Καθήμενη ήταν μόνη της και σερβιρίστηκε η ίδια τσάι. Βολεύτηκε στο άδειο σκαμνί, τίναξε τον μανδύα με τη γούνινη επένδυση πίσω από τους ώμους της και τον άφησε να κρέμεται από μια ασημένια πόρπη με μεγάλα ζαφείρια. Φορούσε και το επώμιο, κάτι σύνηθες για Καθήμενες. Η Λελαίν ήταν πιο ντόμπρα από τη Ρομάντα ή έτσι έμοιαζε, τουλάχιστον. Στη ματιά της υπήρχε μια μόνιμη και διαυγής λάμψη.

«Ο θάνατος της Κάιρεν μειώνει τις πιθανότητες να επέλθει κάποιου είδους συμφωνία με τον Μαύρο Πύργο», μουρμούρισε πάνω από την κούπα με το τσάι της, εισπνέοντας τους ατμούς. «Επιπλέον, κάτι πρέπει να γίνει και με τον φουκαρά τον Λιου. Ίσως τον αναλάβει η Μυρέλ. Οι δύο στους τρεις ανήκαν αρχικά σε άλλη Άες Σεντάι. Καμία στο παρελθόν δεν έχει διασώσει δύο Προμάχους των οποίων οι Άες Σεντάι πέθαναν».

Η Εγκουέν δεν ήταν η μόνη που άκουγε να δίνουν τόση έμφαση σε κάτι τέτοιο. Το πρόσωπο της Μυρέλ χλώμιασε ολοφάνερα. Έκρυβε δύο μυστικά και το ένα ήταν ότι είχε τέσσερις Προμάχους. Το πέρασμα του δεσμού του Λαν Μαντράγκοραν από τη Μουαραίν στην ίδια ήταν κάτι που είχε να συμβεί εκατοντάδες χρόνια. Σήμερα, ήταν σαν να δέσμευες έναν άντρα ενάντια στη θέλησή του, κάτι που δεν είχε γίνει για άλλα τόσα χρόνια. «Τρεις μού αρκούν», είπε απνευστί. «Με το συμπάθιο, Μητέρα».

Η Μάιγκαν γέλασε σιγανά καθώς η Μυρέλ έβγαινε από τη σκηνή με γρήγορο βηματισμό. Όχι όμως τόσο γρήγορο, για να μην κατορθώσει να αγκαλιάσει το σαϊντάρ πριν κλείσει πίσω της η υφασμάτινη είσοδος.

«Βέβαια», είπε η Λελαίν, ανταλλάσοντας βλέμματα θυμηδίας με την άλλη Γαλάζια αδελφή, «λένε πως παντρεύεται όλους τους Προμάχους της. Ίσως ο φουκαράς ο Λιου δεν κάνει για σύζυγος».

«Είναι όντας φαρδύς σαν άλογο», παρενέβη η Μάιγκαν. Παρ’ ότι έβρισκε διασκεδαστική τη φυγή της Μυρέλ, δεν υπήρχε κακία στον τόνο της φωνής της. Απλώς, επεσήμανε το γεγονός. Ο Λιου ήταν τεράστιος. «Μου φαίνεται πως ξέρω κάποια νεαρή Γαλάζια που θα τον έπαιρνε. Δεν ενδιαφέρεται με τον συνηθισμένο τρόπο για τους άντρες».

Η Λελαίν ένευσε με τρόπο που μαρτυρούσε ότι η νεαρή Γαλάζια είχε βρει τον Πρόμαχό της. «Οι Πράσινες είναι πολύ παράξενες. Πάρε την Ηλαίην Τράκαντ, για παράδειγμα. Η αλήθεια είναι ότι δεν σκέφτηκα ποτέ μου πως η Ηλαίην θα διάλεγε το Πράσινο Άτζα. Πίστευα πως θα προτιμούσε το Γαλάζιο. Το κορίτσι έχει μεγάλη ικανότητα ελιγμών στα πολιτικά δρώμενα, αν κι έχει μια χάση να κολυμπά σε βαθιά κι επικίνδυνα νερά. Δεν νομίζεις, Μητέρα;» Ρούφηξε μια γουλιά τσάι και χαμογέλασε.

Η αντίδραση αυτή δεν έμοιαζε ούτε στο ελάχιστο με το λεπτεπίλεπτο ξεψάχνισμα της Ρομάντα. Οι κινήσεις της ήταν κοφτές, σαν λάμα που εμφανίζεται από το πουθενά. Άραγε, γνώριζε η Λελαίν για τη Μυρέλ και τον Λαν; Είχε στείλει κάποιον στο Κάεμλυν, κι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, πόσα είχε μάθει; Η Εγκουέν αναρωτήθηκε κατά πόσον η Ρομάντα αισθάνονταν εξίσου ζαλισμένη κι εκτός τόπου και χρόνου.

«Πιστεύεις πως ο φόνος της Κάιρεν είναι αρκετός για να βάλει τέλος σε μια συμφωνία;» είπε. «Θα μπορούσε να πρόκειται για τον Λογκαίν, που επέστρεψε για να πάρει κάποια τρελή εκδίκηση». Γιατί, που το Φως να πάρει και να σηκώσει, είχε πει κάτι τέτοιο; Έπρεπε απαραιτήτως να μάθει να ελέγχει τα λόγια της και να συγκρατείται. «Αν και το πιθανότερο είναι να το έκανε κάποιος κακομοίρης τρελαμένος από τους γύρω αγρούς ή από τις γύρω πόλεις με τις γέφυρες». Το χαμόγελο της Λελαίν έγινε βαθύτερο. Αυτή τη φορά ήταν μειδίαμα ειρωνείας, όχι ευθυμίας. Μα το Φως, αυτή η γυναίκα είχε μήνες να δείξει τόσο μεγάλη έλλειψη σεβασμού.

«Αν ο Λογκαίν ήθελε να πάρει εκδίκηση, Μητέρα, θαρρώ πως θα βρισκόταν ήδη στον Λευκό Πύργο, προσπαθώντας να ξεκάνει τις Κόκκινες». Παρά το χαμόγελό της, η φωνή της ήταν ήρεμη κι ισορροπημένη, μια αντίθεση μάλλον ενοχλητική, αλλά ίσως αυτός να ήταν κι ο στόχος της. «Ίσως είναι κρίμα που δεν το κάνει. Θα μπορούσε να αφανίσει την Ελάιντα, αν κι αυτό είναι ευκολότερο απ’ όσο της αξίζει. Όχι, η Κάιρεν δεν θα στεκόταν εμπόδιο σε μια συμφωνία, ούτε η Ανάγια, αλλά οι δυο τους θα έκαναν τις αδελφές να ανησυχούν ακόμα περισσότερο για την προστασία τους και για τους περιορισμούς τους. Μπορεί πράγματι να χρειαζόμαστε αυτούς τους άντρες, αλλά πρέπει να βεβαιωθούμε ότι έχουμε το πάνω χέρι και τον απόλυτο έλεγχο».

Η Εγκουέν ένευσε καταφατικά, αν και κάπως αδιόρατα. Συμφωνούσε, αλλά... «Ίσως υπάρξουν δυσκολίες στην αποδοχή εκ μέρους τους», είπε. Δυσκολίες. Το ταλέντο της να μειώνει τη σημασία ενός γεγονότος είχε αυξηθεί σήμερα.

«Ο δεσμός του Προμάχου μπορεί να διαφοροποιηθεί ελαφρώς», είπε η Μάιγκαν. «Ως έχει, μπορείς να αναγκάσεις τον άντρα να κάνει ό,τι επιθυμείς με ένα τσιμπηματάκι, αλλά ακόμα κι αυτό μπορεί να εξαλειφθεί εύκολα».

«Αυτό ακούγεται σαν Πειθαναγκασμός», είπε με σταθερή φωνή η Εγκουέν. Είχε μάθει αυτή την ύφανση από τη Μογκέντιεν, αλλά μόνο για να την καταπολεμήσει. Το όλο θέμα ήταν αισχρό κι αφορούσε στην αρπαγή της ελεύθερης βούλησης ενός άλλου ατόμου, ίσως δε κι ολόκληρης της ύπαρξης του. Όποιος ήταν Πειθαναγκασμένος, έκανε ό,τι τον διέταζες. Οτιδήποτε. Πίστευε, μάλιστα, πως ενεργούσε αυτοβούλως. Και μόνο που το σκεφτόταν, ένιωθε πρόστυχη.

Η Μάιγκαν, ωστόσο, την κοίταξε κατάματα, όπως κι η Λελαίν, κι η φωνή της ήταν εξίσου απαλή κι ήρεμη με το πρόσωπό της, Στις σκέψεις της δεν κυριαρχούσε η βρωμιά. «Ο Πειθαναγκασμός χρησιμοποιήθηκε σε αδελφές στην Καιρχίν, είναι σίγουρο πλέον. Εγώ, όμως, μιλούσα για τον δεσμό, κάτι εντελώς διαφορετικό».

«Πιστεύεις ότι μπορείς να πείσεις τους Άσα’μαν να αποδεχτούν τον δεσμό;» Η Εγκουέν δεν κατόρθωσε να κρύψει τη δυσπιστία από τη φωνή της. «Επιπλέον, ποιος θα πραγματοποιήσει αυτόν τον δεσμό; Ακόμα κι αν κάθε αδελφή που δεν έχει Πρόμαχο πάρει από έναν Άσα’μαν, και κάθε Πράσινη πάρει δύο ή τρεις, δεν υπάρχουν αρκετές αδελφές. Άσε που μάλλον δεν θα βρεις καμία πρόθυμη να δεσμευτεί με άντρα που σύντομα θα παρανοήσει».

Η Μάιγκαν ένευε καταφατικά σε κάθε της λέξη, σαν να την αποδεχόταν. Ωστόσο, τακτοποιούσε τη φούστα της λες και δεν άκουγε τίποτα. «Αν ο δεσμός μπορεί να αλλάξει με έναν τρόπο», είπε, μόλις ολοκλήρωσε η Εγκουέν, «είναι πιθανόν ότι μπορεί να αλλάξει και με άλλους. Θα πρέπει να υπάρχει τρόπος να απομακρύνουμε την αίσθηση του μοιράσματος, ακόμα και μέρος της αντιληπτικότητας, οπότε η τρέλα ίσως πάψει να αποτελεί πρόβλημα. Θα πρόκειται για δεσμό διαφορετικού είδους, που δεν θα έχει καμιά σχέση με τον δεσμό των Προμάχων. Είμαι σίγουρη πως όλες θα συμφωνήσουν ότι δεν θα μοιάζει διόλου με το να έχεις Πρόμαχο. Κάθε αδελφή θα μπορεί να δεσμεύεται με όσους Άσα’μαν είναι απαραίτητο».

Ξαφνικά, η Εγκουέν συνειδητοποίησε τι ακριβώς γινόταν. Η Λελαίν κοιτούσε φαινομενικά την κούπα της, αλλά στην πραγματικότητα μελετούσε την Εγκουέν μέσα από τις βλεφαρίδες της και χρησιμοποιούσε τη Μάιγκαν ως πρόσχημα. Καταπνίγοντας τον θυμό της, η Εγκουέν κατάλαβε ότι δεν ήταν ανάγκη να προσδώσει ψυχρότητα στη φωνή της, γιατί ήταν ήδη παγερή.

«Αυτό ακούγεται ακριβώς σαν Πειθαναγκασμός, Λελαίν. Είναι Πειθαναγκασμός, κι όσο και να προσπαθείς να το πεις με άλλα λόγια, δεν αλλάζει τίποτα. Το ίδιο θα έλεγα σε οποιαδήποτε πρότεινε κάτι παρόμοιο, και μάλιστα θα διέταζα να τη ραβδίσουν αν προχωρούσε σε κάτι παραπάνω από μια απλή πρόταση. Ο Πειθαναγκασμός έχει προγραφεί και θα παραμείνει για πάντα απαγορευμένος».

«Όπως επιθυμείς», αποκρίθηκε η Λελαίν. Τα λόγια της θα μπορούσαν να σημαίνουν οτιδήποτε. Αυτό που ακολούθησε, όμως, ήταν ακόμα πιο σημαντικό. «Ο Λευκός Πύργος κάνει λάθη πού και πού. Δεν είναι δυνατόν να ζεις και να κινείσαι δίχως να κάνεις λάθη. Εμείς, ωστόσο, εξακολουθούμε να ζούμε και να βαδίζουμε μπροστά. Κι αν καμιά φορά χρειάζεται να κρύψουμε τα λάθη μας, όπου είναι δυνατόν, τελικά επανορθώνουμε. Ακόμα κι αν μια τέτοια επανόρθωση αποδεικνύεται οδυνηρή». Ακούμπησε το φλιτζάνι στον δίσκο κι έφυγε, ακολουθούμενη κατά πόδας από τη Μάιγκαν, η οποία, σε αντίθεση με τη Λελαίν, αγκάλιασε την Πηγή πριν βγει από τη σκηνή.

Η Εγκουέν προσπάθησε να συγκεντρωθεί για λίγο, προκειμένου να διατηρήσει σταθερή την ανάσα της. Το πράγμα είχε πάει πολύ μακριά. Μπορεί η Λελαίν να μην είχε αναφέρει ξεκάθαρα ότι η Εγκουέν αλ’Βέρ ως Άμερλιν αποτελούσε λάθος που έπρεπε να διορθωθεί, αλλά μάλλον αυτό υπονοούσε.

Γύρω στο μεσημέρι, η Τσέσα έφερε το γεύμα της Εγκουέν πάνω σ’ έναν ξύλινο δίσκο, ζεστό και κριτσανιστό ψωμί με μόνο ένα-δυο ύποπτα μαύρα σημάδια επάνω του και βραστές φακές με φέτες από σκληρό γογγύλι, καθώς και άγρια καρότα με κομματάκια από κάτι που θα μπορούσε να είναι κρέας γίδας. Η Εγκουέν έφαγε μια κουταλιά όλη κι όλη. Δεν την απασχολούσε η Λελαίν. Άλλωστε, η Λελαίν την είχε απειλήσει και στο παρελθόν, αν κι όχι από τότε που η ίδια είχε καταστήσει σαφές ότι ήταν όντως Άμερλιν κι όχι πιόνι. Αντί να φάει, αφοσιώθηκε στην αναφορά της Τιάνα που ήταν ακουμπισμένη στο πλάι του τραπεζιού. Η Νίκολα μπορεί να μην είχε κερδίσει το επώμιο, παρά τις δυνατότητες της, αλλά ο Πύργος είχε μεγάλη εμπειρία στο να παίρνει ξεροκέφαλες κι ανίκανες γυναίκες και να τις μετατρέπει σε έμπιστες Άες Σεντάι. Η Λαρίν είχε λαμπρό μέλλον μπροστά της, αλλά έπρεπε να μάθει να υπακούει στους νόμους πριν αρχίσει να μαθαίνει ποιοι από αυτούς μπορούν να παρακαμφθούν και πότε. Στον Λευκό Πύργο μπορεί να τα μάθαινες και τα δύο, αλλά η υπακοή στους κανόνες πάντα προηγείτο. Το μέλλον της Μποντ θα μπορούσε να είναι εξίσου λαμπρό. Το δυνητικό της ήταν σχεδόν αντίστοιχο εκείνου της Εγκουέν. Είτε όμως ήσουν Άες Σεντάι, είτε Αποδεχθείσα, είτε μαθητευόμενη, ο Πύργος απαιτούσε να κάνεις όσα ήταν απαραίτητα για το καλό του.

Η Τσέσα άρχισε να φλυαρεί απογοητευμένη όταν γύρισε και βρήκε τον δίσκο σχεδόν ανέγγιχτο, ειδικά βλέποντας ότι το γεύμα ήταν σχεδόν απείραχτο. Η Εγκουέν σκέφτηκε να ισχυριστεί πως την είχε πειράξει το στομάχι της και δεν ήθελε να φάει. Αφότου το τσάι που της ετοίμασε η Τσέσα είχε αποτέλεσμα με τους πονοκεφάλους της —για λίγες μέρες τουλάχιστον, μέχρι οι τελευταίοι να επιστρέψουν εντονότεροι από ποτέ και να τη βασανίζουν κάθε βράδυ— η πλαδαρή γυναίκα συνέλεγε βοτανοθεραπείες για κάθε είδους αρρώστια, αγοράζοντάς τες από κάθε πλανόδιο που της πιπίλιζε το μυαλό, ενώ το ένα καταπότι ήταν πιο αηδιαστικό από το άλλο. Κατάφερνε να φαίνεται τόσο καταβεβλημένη όταν δεν έπινε αυτά τα εμετικά παρασκευάσματα ώστε, πριν καλά-καλά το καταλάβει, τα κατάπινε μόνο και μόνο για να πάψει να ανησυχεί. Παραδόξως, μερικές φορές έφερναν αποτέλεσμα, αλλά η Εγκουέν δεν έπαυε να μη θέλει να τα βάζει στο στόμα της. Ξαπόστειλε την Τσέσα, δίνοντάς της τον δίσκο κι υποσχόμενη να φάει αργότερα. Αναμφίβολα, το δείπνο που θα της έφερνε θα ήταν αρκετό για να γεμίσει χήνα.

Κόντεψε να χαμογελάσει στη σκέψη της Τσέσα να στέκεται από πάνω της συστρέφοντας τα χέρια της μέχρι να φάει και την τελευταία μπουκιά, αλλά η ματιά της έπεσε ξανά στην αναφορά της Τιάνα. Η Νίκολα, η Λαρίν κι η Μποντ. Ο Λευκός Πύργος ήταν μια αυστηρή αφέντρα, έτοιμη να σε φορτώσει αγγαρείες. Εκτός κι αν ο Πύργος βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου με τη συγκατάθεση της Αίθουσας, η Άμερλιν δεν πρέπει να... Μα, ο Πύργος βρισκόταν ήδη σε πόλεμο.

Δεν ήξερε καν πόση ώρα απέμεινε να κοιτάει εκείνο το κομμάτι χαρτί με το όνομα που είχε γραμμένο επάνω του, αλλά όταν η Σιουάν επέστρεψε, είχε πάρει την απόφασή της. Ήταν μια αυστηρή αφέντρα, που δεν ευνοούσε τις συμπάθειες.

«Έδιωξες τη Ληάνε και την Μποντ;» ρώτησε.

«Πριν από δύο ώρες τουλάχιστον, Μητέρα. Η Ληάνε ανέλαβε να παραδώσει την Μποντ κι ύστερα θα έπλεε κατάντη του ποταμού».

Η Εγκουέν συγκατάνευσε. «Σέλωσε τον Ντάισαρ, σε παρακαλώ...» Όχι. Κάποιοι θα είχαν αναγνωρίσει ήδη το άλογο της Άμερλιν, ίσως πολλοί. Δεν υπήρχε χρόνος για διαφωνίες κι επεξηγήσεις. Δεν είχε χρόνο να υποστηρίξει σθεναρά την εξουσία της. «Σέλωσε την Μπέλα και συνάντησέ με στη γωνία των δύο δρόμων που κατευθύνονται βόρεια». Και την Μπέλα, όμως, την ήξεραν σχεδόν όλοι, όπως επίσης και το άλογο της Σιουάν.

«Τι σκοπεύεις να κάνεις, Μητέρα;» ρώτησε ανήσυχα η Σιουάν.

«Λίγη ιππασία. Και μη μιλήσεις πουθενά γι’ αυτό, Σιουάν». Το βλέμμα της έπεσε πάνω στα μάτια της άλλης γυναίκας κι έμεινε καρφωμένο εκεί. Η Σιουάν είχε υπάρξει Άμερλιν, οπότε ήταν ικανή να κοιτάει για ώρα ακόμα και μια πέτρα. Τώρα, Άμερλιν ήταν η Εγκουέν. «Πουθενά, Σιουάν. Πήγαινε τώρα. Βιάσου». Με το μέιωπό της ακόμη ζαρωμένο, η Σιουάν έσπευσε να απομακρυνθεί.

Μόλις έμεινε μόνη, η Εγκουέν τράβηξε το επιτραχήλιο από τον λαιμό της το δίπλωσε προσεκτικά και το έχωσε στο πουγκί της ζώνης της. Ο μανδύας της ήταν ανθεκτικός κι από μαλλί καλής ποιότητας, αν κι απέριττος. Χωρίς το επιτραχήλιο να κρέμεται από την κουκούλα της, θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε.

Το μονοπάτι μπροστά από το γραφείο ήταν άδειο, φυσικά, αλλά από τη στιγμή που διέσχισε τον παγωμένο δρόμο, προχώρησε μέσα από το οικείο, λευκό ποτάμι των μαθητευομένων, διάστικτο πού και πού από Αποδεχθείσες κι Άες Σεντάι. Οι μαθητευόμενες έπεφταν στο ένα γόνατο χωρίς να επιβραδύνουν, ενώ οι Αποδεχθείσες υποκλίνονταν καθώς περνούσε μόλις παρατηρούσαν πως η φούστα κάτω από τον μανδύα της δεν ήταν λευκή με ρίγες, οι δε Άες Σεντάι προχωρούσαν γλιστρώντας κατά μήκος του δρόμου, με τα πρόσωπά τους κρυμμένα μέσα στις κουκούλες τους. Αν παρατηρούσε κανείς πως δεν ακολουθούνταν από Πρόμαχο, δεν έτρεχε και τίποτα, καθότι αρκετές αδελφές στερούνταν Προμάχων. Άσε που δεν ήταν όλες κυκλωμένες από το λαμπερό φωτοστέφανο του σαϊντάρ. Ίσως οι περισσότερες, αλλά όχι όλες.

Δυο δρόμους πιο μακριά από το γραφείο, σταμάτησε στην άκρη του ξύλινου μονοπατιού που ξεμάκραινε από την ασταμάτητη ροή των βιαστικών γυναικών. Προσπάθησε να μη δείξει δυσφορία. Ο ήλιος έγερνε στον ορίζοντα, μια χρυσή μπάλα που την κάρφωνε η ακανόνιστη κορυφή του Όρους του Δράκοντα. Η σκιά του βουνού απλωνόταν ήδη στο στρατόπεδο, ρίχνοντας πάνω στις σκηνές μια απογευματινή θαμπάδα.

Τελικά, η Σιουάν εμφανίστηκε καβάλα στην Μπέλα. Η δασύτριχη μικροκαμωμένη φοράδα προχωρούσε ακλόνητη πάνω στον γλιστερό δρόμο, αλλά η Σιουάν είχε γαντζωθεί στα γκέμια και στη σέλα σαν να φοβόταν μην τυχόν κι έπεφτε. Μπορεί όντως να φοβόταν. Η Σιουάν ήταν μια από τις χειρότερες καβαλάρισσες που είχε δει ποτέ της η Εγκουέν. Μόλις ξεπέζεψε, με τη φούστα της ανακατωμένη και μουρμουρώντας βλαστήμιες, έμοιαζε ανακουφισμένη που κατέβηκε ζωντανή. Η Μπέλα χλιμίντρισε μόλις αναγνώρισε την Εγκουέν. Τραβώντας ξανά την τσαλακωμένη της κουκούλα, η Σιουάν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά η Εγκουέν ύψωσε προειδοποιητικά το χέρι της πριν η άλλη προλάβει να πει λέξη. Μπορούσε σχεδόν να διακρίνει τη λέξη «Μητέρα» στα χείλη της Σιουάν. Το πιθανότερο ήταν πως θα το έλεγε αρκετά δυνατά για να ακουστεί σε απόσταση πενήντα βημάτων.

«Μην το πεις πουθενά», είπε μαλακά η Εγκουέν. «Ούτε υπονοούμενα κι υπαινιγμούς». Έτσι, ήταν καλυμμένη. «Κάνε παρέα στην Τσέσα μέχρι να επιστρέψω. Δεν θέλω ν’ ανησυχήσει».

Η Σιουάν ένευσε κάπως απρόθυμα. Τα χείλη της είχαν πάρει μια κατσούφικη έκφραση. Η Εγκουέν θεώρησε πολύ σοφό εκ μέρους της που της είπε περί «υπονοούμενων» κι «υπαινιγμών». Αφήνοντας την πάλαι ποτέ Έδρα της Άμερλιν να μοιάζει με μουτρωμένο κοριτσάκι, σκαρφάλωσε απαλά στη σέλα της Μπέλα.

Αρχικά, χρειάστηκε να αναγκάσει τη φοράδα να κάνει μικρά βήματα, αφ’ ενός λόγω των παγωμένων αυλακώσεων στους δρόμους του καταυλισμού κι αφ’ ετέρου επειδή όλοι θα αναρωτιούνταν αν είδαν τη Σιουάν να ιππεύει την Μπέλα και να προχωράει καλπάζοντας. Προσπάθησε να μιμηθεί τη Σιουάν, λικνιζόμενη κάπως αβέβαια και γραπωμένη με το ένα χέρι, μερικές φορές και με τα δύο, από το ψηλό μπροστάρι της σέλας, κάτι που την έκανε να αισθάνεται σαν να ήταν έτοιμη να σωριαστεί. Η Μπέλα στριφογύρισε το κεφάλι της και την κοίταξε. Ήξερε καλά ποια ήταν στη ράχη της, όπως ήξερε επίσης ότι η Εγκουέν ήταν ικανότερη στην ιππασία. Η Εγκουέν συνέχισε να μιμείται τη Σιουάν, προσπαθώντας να μη σκέφτεται προς τα πού βρισκόταν ο ήλιος. Συνέχισε έτσι σε όλη τη διαδρομή, μέχρι να βγει από το στρατόπεδο, πέρα από τις καρότσες που σχημάτιζαν σειρές και μέχρι που τα πρώτα δέντρα την έκρυψαν από τις σκηνές και τις άμαξες.

Κατόπιν, έσκυψε πάνω από το μπροστάρι και βύθισε το πρόσωπό της στη χαίτη της Μπέλα. «Με κουβάλησες μακριά από τους Δύο Ποταμούς», ψιθύρισε. «Μπορείς να τρέξεις το ίδιο γρήγορα και τώρα;» Ίσιωσε το κορμί της και τη σπιρούνισε στα πλευρά.

Η Μπέλα αδυνατούσε να καλπάσει όπως ο Ντάισαρ, αλλά τα γεροδεμένα της πόδια ανακάτευαν το χιόνι. Έσερνε άμαξες κάποτε, δεν ήταν ποτέ δρομέας ή πολεμικό άλογο, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε, τεντώνοντας μπροστά τον λαιμό της τόσο θαρραλέα όσο ο Ντάισαρ. Η Μπέλα κάλπαζε κι ο ήλιος γλιστρούσε ολοένα στον ορίζοντα, λες κι ο ουρανός είχε ξαφνικά αλειφτεί με γράσο. Η Εγκουέν είχε σκύψει χαμηλά στη σέλα της και παρότρυνε τη φοράδα να συνεχίσει να τρέχει. Ένας αγώνας δρόμου με αντίπαλο τον ήλιο, στον οποίο η Εγκουέν ήξερε ότι δεν θα κέρδιζε. Ακόμα, όμως, κι αν δεν κατόρθωνε να νικήσει τον ήλιο, υπήρχε χρόνος. Οι φτέρνες της χτυπούσαν τα πλευρά της Μπέλα σε συγχρονισμό με τον καλπασμό της και το ζώο έτρεχε.

Το λυκόφως κυλούσε πάνω από τα κεφάλια τους και, λίγο πριν έρθει το σκοτάδι, η Εγκουέν πρόσεξε την αντανάκλαση της σελήνης στα νερά του Ερινίν. Υπήρχε χρόνος. Βρισκόταν σχεδόν στο σημείο όπου είχε σταθεί με τον Ντάισαρ και τον Γκάρεθ, παρακολουθώντας τα ποταμόπλοια να κυλούν προς την Ταρ Βάλον. Τράβηξε τα χαλινάρια της Μπέλα κι αφουγκράστηκε.

Σιγαλιά. Κι έπειτα, μια πνιχτή βλαστήμια. Σιγανά μουγκρητά και τριξίματα από άντρες που έσερναν ένα βαρύ φορτίο πάνω στο χιόνι, πασχίζοντας να κάνουν ησυχία. Η Εγκουέν έστρεψε την Μπέλα μέσα από τα δέντρα, προς το μέρος όπου ακούγονταν οι ήχοι. Οι σκιές αναδεύτηκαν κι άκουσε τον απαλό ψίθυρο του ατσαλιού που γλιστράει από το θηκάρι.

Κατόπιν, ακούστηκε το μουρμουρητό ενός άντρα που μιλούσε σχεδόν μέσα από τα δόντια του. «Το ξέρω αυτό το πόνυ. Είναι μία από τις αδελφές. Αυτή που λένε ότι ήταν Άμερλιν, αν και δεν της μοιάζει. Δεν είναι μεγαλύτερη από αυτή που λένε πως είναι τώρα Άμερλιν».

«Η Μπέλα δεν είναι πόνυ», αποκρίθηκε η Εγκουέν με κατσαρή φωνή. «Πηγαίνετέ με στην Μποντ Κώθον».

Μια ντουζίνα άντρες ξεπήδησαν μέσα από τις νυχτερινές σκιές των δέντρων και κύκλωσαν την ίδια και την Μπέλα. Φαίνεται πως την είχαν περάσει για τη Σιουάν, αλλά δεν είχε σημασία. Γι’ αυτούς, μια Άες Σεντάι ήταν πάντα μια Άες Σεντάι, και την οδήγησαν στο σημείο όπου η Μποντ ήταν καβάλα σ’ ένα άλογο ελάχιστα ψηλότερο από την Μπέλα, κρατώντας έναν σκούρο μανδύα γύρω από το κορμί της. Το φόρεμά της ήταν επίσης σκούρο. Το λευκό θα ξεχώριζε έντονα μέσα στη νύχτα.

Η Μποντ αναγνώρισε την Μπέλα κι άπλωσε το χέρι της, για να ξύσει χαϊδευτικά το αυτί της φοράδας, όταν η Εγκουέν εμφανίστηκε δίπλα της.

«Θα παραμείνεις εδώ», είπε ήσυχα η Εγκουέν. «Όταν γίνει η δουλειά, μπορείς να επιστρέψεις μαζί μου».

Η Μποντ τίναξε το χέρι της προς τα πίσω σαν κάτι να την τσίμπησε, ακούγοντας τη φωνή της Εγκουέν. «Γιατί;» ρώτησε, χωρίς να απαιτεί αναγκαστικά μια απάντηση. Αυτό, τουλάχιστον, το είχε μάθει καλά. «Μπορώ να το κάνω. Η Ληάνε Σεντάι μού το εξήγησε και νομίζω πως μπορώ να τα καταφέρω».

«Το ξέρω ότι μπορείς, αλλά όχι τόσο καλά όσο εγώ. Όχι ακόμα, τουλάχιστον». Ακουγόταν περισσότερο σαν κριτική για κάτι που η άλλη γυναίκα δεν είχε κερδίσει ακόμα. «Είμαι έδρα της Άμερλιν, Μποντ, και μερικές αποφάσεις μονάχα εγώ μπορώ να τις πάρω. Δεν θα ζητούσα ποτέ από μια μαθητευόμενη να κάνει κάποια πράγματα που εγώ μπορώ να κάνω καλύτερα». Τα λόγια της δεν ήταν και τόσο ήπια, αλλά πώς να εξηγήσει σχετικά με τη Λαρίν και τη Νίκολα ή για την τιμή που απαιτούσε ο Λευκός Πύργος για όλες τις κόρες; Μια Άμερλιν δεν θα μπορούσε ποτέ να το εξηγήσει αυτό σε μια μαθητευόμενη, η οποία με τη σειρά της δεν ήταν έτοιμη να το μάθει.

Παρά το σκοτάδι, η στάση της Μποντ μαρτυρούσε ότι δεν είχε καταλάβει και πολλά πράγματα, αλλά είχε μάθει να μη διαφωνεί με Άες Σεντάι. Όπως ακριβώς είχε μάθει ότι η Εγκουέν ήταν Άες Σεντάι. Τα υπόλοιπα θα τα μάθαινε εν καιρώ. Υπήρχε αρκετός χρόνος στον Πύργο για να διδαχτεί.

Η Εγκουέν ξεπέζεψε κι έδωσε τα χαλινάρια της Μπέλα σ’ έναν από τους στρατιώτες. Κατόπιν, ανασήκωσε τη φούστα της για να βαδίσει στο χιόνι, κατευθυνόμενη προς το μέρος απ’ όπου ακούγονταν οι ήχοι από κάτι που έσερναν με κόπο. Ήταν μια μεγάλη κωπηλατική βάρκα, που την έσερναν και την τραβούσαν πάνω στο χιόνι σαν έλκηθρο. Ένα ογκώδες έλκηθρο, που έπρεπε να το μανουβράρουν ανάμεσα στα δέντρα, αν κι οι βλαστήμιες λιγόστεψαν από τη στιγμή που οι άντρες αντιλήφθηκαν ότι η γυναίκα τούς ακολουθούσε από κοντά. Οι περισσότεροι άντρες πρόσεχαν πολύ τα λόγια τους παρουσία μιας Άες Σεντάι, κι ακόμα κι αν αδυνατούσαν να δουν το πρόσωπό της μέσα από το σκοτάδι και τη βαθιά κουκούλα που το κάλυπτε, ποιος άλλος θα ερχόταν τέτοια ώρα στο ποτάμι; Αλλά ακόμα κι αν ήξεραν ότι δεν ήταν η ίδια γυναίκα που σκόπευε να τους συνοδεύσει αρχικά, ποιος θα τολμούσε να ρωτήσει μια Άες Σεντάι;

Απίθωσαν μαλακά τη βάρκα στο ποτάμι, προσέχοντας να μην κάνει παφλασμούς, κι έξι άντρες σκαρφάλωσαν επάνω της για να τοποθετήσουν τα κουπιά στους τυλιγμένους με κουρέλια σκαρμούς. Οι άντρες ήταν ξυπόλητοι, για να αποφευχθεί ο ήχος της μπότας που σέρνεται πάνω στις σανίδες του σκαριού. Ακόμα και πλεούμενα μικρότερου μεγέθους μπορούσαν να διασχίσουν αυτά τα νερά, αλλά απόψε έπρεπε να δαμάσουν τα ρεύματα. Ένας από τους άντρες της όχθης άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να μπει μέσα, κι η Εγκουέν βολεύτηκε σε ένα κάθισμα της πλώρης, σφίγγοντας τον μανδύα πάνω στο κορμί της. Η βάρκα απομακρύνθηκε από την όχθη με μια κίνηση σαν να γλισχρούσε, σιωπηλά εκτός από τον αμυδρό ήχο του στροβιλίσματος των κουπιών πάνω στα νερά.

Η Εγκουέν κοιτούσε μπροστά, προς τον Νότο και την Ταρ Βάλον. Τα λευκά τείχη λαμπύριζαν στο δυνατό φως του φεγγαριού που βρισκόταν στη χάση του, ενώ τα φωτισμένα από τους φανούς παράθυρα έδιναν στην πόλη μια θαμπή λάμψη, λες κι ολάκερο το νησί περιβαλλόταν από σαϊντάρ. Ο Λευκός Πύργος ξεχώριζε ακόμα και στο σκοτάδι, με τα φωτισμένα παράθυρα κι ολόκληρο τον όγκο του να λαμπυρίζει υπό το σεληνόφως. Κάτι άστραψε διαγώνια του φεγγαριού κι η Εγκουέν ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Για μια στιγμή, σκέφτηκε πως ίσως ήταν κάποιο Ντραγκχάρ, φριχτό θέαμα —ειδικά για απόψε— αλλά τελικά κατέληξε πως δεν ήταν παρά μια νυχτερίδα. Η άνοιξη ήταν κοντά κι οι νυχτερίδες είχαν αρχίσει τις εξορμήσεις. Σφίγγοντας τον μανδύα ακόμα περισσότερο πάνω στο κορμί της, ατένισε την πόλη που πλησίαζε ολοένα.

Καθώς τα ψηλά τείχη του Βόρειου Λιμανιού δέσποζαν μπροστά από τη βάρκα, οι κωπηλάτες άλλαξαν την πορεία του σκαριού, έτσι ώστε η πλώρη μόλις που απέφυγε να ακουμπήσει τον τοίχο δίπλα από την είσοδο του λιμανιού. Η Εγκουέν σχεδόν άπλωσε το χέρι της για να αποφύγει την ωχρή πέτρα, προτού η βάρκα προσκρούσει στο τοίχωμα. Ο πνιχτός ήχος σίγουρα ακούστηκε από τους στρατιώτες που φυλούσαν σκοπιά. Τα κουπιά, ωστόσο, άφησαν έναν ελάχιστο, κελαρυστό ήχο καθώς έκαναν πίσω, κι η βάρκα σταμάτησε στο σημείο όπου η γυναίκα μπορούσε να αγγίξει την ογκώδη σιδερένια αλυσίδα που έκλεινε το λιμάνι, με τους τεράστιους κρίκους να λαμπυρίζουν αμυδρά από το γράσο με το οποίο ήταν αλειμμένοι.

Ωστόσο, δεν ήταν ανάγκη να την αγγίξει, ούτε να περιμένει ιδιαίτερα. Αγκάλιασε το σαϊντάρ κι αντιλήφθηκε, αν κι ελάχιστα, τη γεμάτη ζωή ανατριχίλα που την κατέκλυσε πριν ακόμα φτιάξει τις υφάνσεις. Γη, Φωτιά κι Αέρας κύκλωσαν την αλυσίδα. Η Γη κι η Φωτιά την άγγιζαν. Το μαύρο σίδερο άστραψε κι έγινε λευκό σε όλη την έκταση της εισόδου του λιμανιού.

Μόλις που πρόλαβε να συνειδητοποιήσει ότι κάποιος, όχι πολύ μακριά, είχε αγκαλιάσει την Πηγή εκεί πάνω, στα τείχη. Την επόμενη στιγμή, κάτι χτύπησε τη βάρκα και την ίδια. Ξαφνικά, ένιωσε το παγωμένο νερό να την περιτριγυρίζει, γεμίζοντας τη μύτη και το στόμα της. Κατόπιν, σκοτάδι.


Η Εγκουέν αισθάνθηκε κάτι σκληρό κάτω από το κορμί της. Άκουγε γυναικείες φωνές, γεμάτες ταραχή. «Ξέρεις ποια είναι αυτή;»

«Μπα; Βλέπω ότι απόψε τα πήγαμε καλύτερα απ’ όσο υπολογίζαμε».

Κάτι ακούμπησε το στόμα της κι η Εγκουέν αισθάνθηκε τη ζεστασιά να σταλάζει μέσα της, έχοντας μια αδιόρατη γεύση μέντας. Κατάπιε αντανακλαστικά, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πόσο παγωμένη ήταν και πόσο έτρεμε. Τα μάτια της τρεμόπαιξαν και τα άνοιξε. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο πρόσωπο της γυναίκας που κρατούσε το κεφάλι της και την κούπα. Τα φανάρια που βάσταζαν οι στρατιώτες που την περιστοίχιζαν ανέδιδαν αρκετό φως για να ξεχωρίσει καθαρά αυτό το πρόσωπο. Ένα πρόσωπο θαλερό. Βρισκόταν στο εσωτερικό του Βόρειου Λιμανιού.

«Έτσι μπράβο, κορίτσι μου», είπε ενθαρρυντικά η Άες Σεντάι. «Κατέβασέ το όλο. Για την ώρα, η δόση είναι αρκετά ισχυρή».

Η Εγκουέν πάσχισε να κάνει πέρα την κούπα, προσπάθησε να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, αλλά το μόνο που ένιωσε ήταν να βυθίζεται στο σκοτάδι. Τς είχαν στήσει καρτέρι. Κάποιος την είχε προδώσει. Ποιος, όμως;

Загрузка...