2 Δύο Καπετάνιοι

Περίπου δύο μίλια βόρεια της πόλης, ένα φαρδύ γαλάζιο λάβαρο, τεντωμένο ανάμεσα σε δύο ψηλούς ιστούς, κυμάτιζε στον άνεμο και διαφήμιζε τον Μέγα Περιοδεύοντα Θίασο και τη Μεγαλειώδη Επίδειξη Ασυνήθιστων Θαυμάτων του Βάλαν Λούκα με κατακόκκινα γράμματα, αρκετά μεγάλα ώστε να διαβάζονται από τον δρόμο, περίπου εκατό βήματα ανατολικά. Για όσους δεν μπορούσαν να διαβάσουν, τουλάχιστον υποδείκνυε την τοποθεσία κάποιου πράγματος έξω από τα συνηθισμένα. Ήταν ο Μεγαλύτερος Περιοδεύων Θίασος στον Κόσμο, έτσι ισχυριζόταν η επιγραφή στο λάβαρο. Πολλά ισχυριζόταν ο Λούκα, αλλά το συγκεκριμένο ο Ματ πίστευε πως ήταν αλήθεια. Ο τοίχος από καναβάτσο, δέκα πόδια ψηλός και στερεωμένος σφιχτά στη βάση του, έπιανε τόσο χώρο όσο ένα μεγάλο χωριό.

Οι περαστικοί κοιτούσαν το λάβαρο γεμάτοι περιέργεια, αλλά οι μεν αγρότες κι έμποροι έπρεπε να ασχοληθούν με τις δουλειές που τους περίμεναν, οι δε άποικοι με το μέλλον τους, οπότε κανείς δεν έδινε περισσότερη σημασία. Ο ρόλος των χοντρών σχοινιών, που ήταν δεμένα σφιχτά στους μπηγμένους πασσάλους, ήταν να καθοδηγούν το πλήθος στην πλατιά αψιδωτή είσοδο ακριβώς πίσω από το λάβαρο, αλλά αυτή την ώρα κανείς δεν περίμενε να μπει. Τελευταία, άλλωστε, ελάχιστοι προσέρχονταν. Η πτώση του Έμπου Νταρ δεν είχε μειώσει ιδιαίτερα το κοινό, εφ’ όσον ο κόσμος αντιλήφθηκε ότι δεν θα γινόταν πλιάτσικο στην πόλη, οπότε δεν ήταν ανάγκη να τρέξουν για να γλιτώσουν τη ζωή τους, αλλά με τον Γυρισμό και μ’ όλα αυτά τα πλοιάρια και τους αποίκους, σχεδόν όλοι είχαν αποφασίσει να σφίξουν το ζωνάρι και να κάνουν οικονομία, σε περίπτωση που οι ανάγκες γίνονταν πιο πιεστικές. Δύο σωματώδεις άντρες, τυλιγμένοι με μανδύες που ίσως προέρχονταν από τα σκουπίδια, φυλούσαν σκοπιά κάτω από το λάβαρο, για να εμποδίσουν όποιον ήθελε να ρίξει μια ματιά δωρεάν, αλλά ακόμα κι αυτοί δύσκολα τα έφερναν βόλτα. Ο ένας είχε μια γαμψή μύτη πάνω από ένα παχύ μουστάκι, ενώ ο άλλος είχε χάσει το ένα του μάτι. Κάθονταν οκλαδόν κατάχαμα κι έπαιζαν ζάρια.

Παραδόξως, ο Πέτρα Άνχιλ, το πρωτοπαλίκαρο του θιάσου, στεκόταν παρακολουθώντας τους δύο εκπαιδευτές αλόγων να παίζουν, με τα μπράτσα —ογκωδέστερα από τους μηρούς των περισσότερων αντρών— διπλωμένα στο στήθος του. Ήταν πιο κοντός από τον Ματ αλλά τουλάχιστον διπλάσιος σε φάρδος, ενώ το βαρύ μπλε πανωφόρι, που του είχε φτιάξει η γυναίκα του για να προστατεύεται από το κρύο, τεντωνόταν στους ώμους του. Ο Πέτρα φάνταζε απορροφημένος στο παιχνίδι με τα ζάρια, όμως ο ίδιος δεν έπαιζε ποτέ, πέραν κάποιων μικροποσών. Εκείνος κι η γυναίκα του, η Κλαρίν, εκπαιδεύτρια σκύλων, έκαναν μεγάλες οικονομίες, κι ο Πέτρα μιλούσε με κάθε ευκαιρία για το πανδοχείο που σκόπευαν να αγοράσουν μια μέρα. Το πιο περίεργο ήταν πως η Κλαρίν βρισκόταν στο πλευρό του, τυλιγμένη σ’ έναν σκούρο μανδύα κι εξίσου απορροφημένη στο παιχνίδι.

Ο Πέτρα κοίταξε επιφυλακτικά πάνω από τον ώμο του, παρατηρώντας τον καταυλισμό, όταν πρόσεξε τον Ματ και την Εγκήνιν να πλησιάζουν πιασμένοι χέρι-χέρι, κάτι που έκανε τον Ματ να στραβομουτσουνιάσει. Όταν κάποιος κοιτούσε πάνω από τον ώμο του, δεν προμηνυόταν κάτι καλό. Ωστόσο, στο στρουμπουλό, μελαψό πρόσωπο της Κλαρίν χαράχτηκε ένα θερμό χαμόγελο. Όπως οι περισσότερες γυναίκες του θιάσου, πίστευε πως ο Ματ κι η Εγκήνιν ήταν ένα ρομαντικό ζευγάρι. Ο εκπαιδευτής αλόγων με τη στραβή μύτη, ένας Δακρυνός με βαριούς ώμους, ονόματι Κολ, κρυφοκοίταξε πονηρά καθώς άπλωνε τη φτυαρόσχημη παλάμη του για να αρπάξει τα λίγα νομίσματα του στοιχήματος. Κανείς, εκτός από τον Ντόμον, δεν θεωρούσε την Εγκήνιν χαριτωμένη, αλλά για μερικούς ανόητους η αριστοκρατική καταγωγή υπερείχε της ομορφιάς. Το ίδιο ίσχυε και για τα χρήματα· μια αριστοκράτισσα έπρεπε να είναι πλούσια. Κάποιοι θεωρούσαν πως μια γυναίκα ευγενούς καταγωγής που είχε εγκαταλείψει τον άντρα της για χάρη του Ματ Κώθον μπορεί να τον άφηνε κι αυτόν, παίρνοντας μαζί και τα χρήματά της. Αυτή ήταν η ιστορία που ο Ματ κι οι υπόλοιποι είχαν αφήσει να διαρρεύσει, για να εξηγήσουν γιατί κρύβονταν από τους Σωντσάν: ένας ανηλεής σύζυγος και το φευγιό δύο εραστών. Όλοι είχαν ακούσει τέτοιου είδους ιστορίες, ασχέτως αν προέρχονταν από βάρδους ή από βιβλία, σπανιότερα από την καθημερινότητα, αλλά ήταν τόσο συχνές, ώστε τις αποδέχονταν. Ο Κολ, ωστόσο, συνέχισε να έχει το κεφάλι του χαμηλωμένο. Η Εγκήνιν —δηλαδή, η Λέιλγουιν— είχε ήδη τραβήξει το μαχαίρι της ζώνης της σ’ έναν ζογκλέρ σπαθιών, έναν εύσωμο τύπο που ήταν υπερβολικά προκλητικός όταν προσφέρθηκε να την κεράσει ένα ποτήρι κρασί στην άμαξά του, και κανείς δεν αμφέβαλλε πως η γυναίκα θα είχε κάνει χρήση της λάμας της αν ο άλλος επέμενε.

Μόλις ο Ματ πλησίασε το πρωτοπαλίκαρο, ο Πέτρα τού είπε ήρεμα: «Κάτι Σωντσάν στρατιώτες μιλάνε με τον Λούκα, περίπου είκοσι από δαύτους. Μίλησε και με τον αξιωματικό». Δεν ακουγόταν φοβισμένος, αλλά η ανησυχία ζάρωσε το μέτωπό του. Πέρασε προστατευτικά το χέρι του γύρω από τους ώμους της γυναίκας του. Το χαμόγελο της Κλαρίν έσβησε και, σηκώνοντας το χέρι της, το ακούμπησε πάνω στο δικό του. Λίγο-πολύ, όλοι εμπιστεύονταν την κρίση του Λούκα, αν κι είχαν υπ’ όψιν τους τους τρέχοντες κινδύνους. Ή έτσι νόμιζαν, τουλάχιστον. Το ρίσκο στο οποίο πίστευαν ήταν από μόνο του αρκετά άσχημο.

«Τι θέλουν;» ρώτησε απαιτητικά η Εγκήνιν. Τραβήχτηκε μακριά από τον Ματ, πριν εκείνος προλάβει να πάρει ανάσα. Η αλήθεια ήταν πως κανείς δεν τον περίμενε ποτέ.

«Κρατάς λίγο;» ρώτησε ο Νόαλ, πασάροντας το καλάμι του ψαρέματος και το καλάθι στον μονόφθαλμο άντρα, ο οποίος απέμεινε να τον κοιτάζει χάσκοντας. Ο Νόαλ τεντώθηκε και γλίστρησε το ροζιασμένο του χέρι κάτω από το πανωφόρι του, όπου έκρυβε δύο μαχαίρια με μακρόστενη λάμα. «Γίνεται να φτάσουμε στ’ άλογα;» ρώτησε τον Πέτρα. Το πρωτοπαλίκαρο του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αμφιβολία. Ο Ματ δεν ήταν ο μόνος που διατηρούσε επιφυλάξεις για τα λογικά του Νόαλ.

«Μάλλον δεν ενδιαφέρονται να ψάξουν», σχολίασε βιαστικά η Κλαρίν, υποκλινόμενη αδιόρατα στην Εγκήνιν. Όλοι υποτίθεται όχι προσποιούνταν πως ο Ματ κι οι υπόλοιποι αποτελούσαν μέρος του θιάσου, αλλά ελάχιστοι ήταν εκείνοι που κατάφερναν να φερθούν ανάλογα στην Εγκήνιν. «Ο αξιωματικός βρίσκεται τουλάχιστον ένα μισάωρο στην άμαξα του Λούκα, αλλά στο μεταξύ οι στρατιώτες δεν έχουν κουνήσει ρούπι απ’ τ’ άλογά τους».

«Δεν νομίζω πως έχουν έρθει για σένα», πρόσθεσε ο Πέτρα, γεμάτος σεβασμό. Απέναντι στην Εγκήνιν, πάλι. Γιατί να φανεί διαφορετικός; Ίσως έκανε εξάσκηση για την υποδοχή διάφορων ευγενών σ’ εκείνο το μελλοντικό πανδοχείο. «Απλώς δεν θέλαμε να εκπλαγείς ή να ανησυχήσεις όταν θα τους έβλεπες. Σίγουρα ο Λούκα θα τους ξαποστείλει και δεν θα υπάρξει πρόβλημα». Παρά τον τόνο της φωνής του, οι ζάρες παρέμειναν στο μέτωπό του. Οι περισσότεροι άντρες χάνουν την ψυχραιμία τους όταν τους εγκαταλείψει η γυναίκα τους, κι ένας ευγενής έπρεπε να περάσει στους άλλους όλο το φορτίο της οργής του. Ένας περιοδεύων θίασος, τίποτα περισσότερο από περαστικούς ξένους, γινόταν πανεύκολα στόχος, χωρίς ιδιαίτερες περιπλοκές μάλιστα. «Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς μήπως κάποιος αναφέρει κάτι που δεν πρέπει, Αρχόντισσά μου». Ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στους εκπαιδευτές των αλόγων, ο Πέτρα πρόσθεσε: «Έτσι δεν είναι, Κολ;» Ο άντρας με τη στραβή μύτη συγκατένευσε, χωρίς να αποστρέψει τη ματιά του από τα ζάρια που κουνούσε μες στην παλάμη του. Ήταν ογκώδης, αλλά όχι τόσο όσο ο Πέτρα — το πρωτοπαλίκαρο μπορούσε να ισιώσει αλογοπέταλα με γυμνά χέρια.

«Όλοι θέλουν πού και πού μια ευκαιρία να φτύσουν τις μπότες ενός αριστοκράτη», μουρμούρισε ο μονόφθαλμος τύπος ρίχνοντας μια ματιά στο καλάθι με τα ψάρια. Ήταν σχεδόν εξίσου ψηλός και πλατύστερνος με τον Κολ, αλλά το πρόσωπό του έμοιαζε με ζαρωμένο πετσί κι είχε ακόμη λιγότερα δόντια από τον Νόαλ. Κοιτώντας την Εγκήνιν, έσκυψε απότομα το κεφάλι του και πρόσθεσε: «Με το συμπάθιο, κυρά. Κάπως έτσι κερδίζουμε κι εμείς το ψωμί μας, όχι ότι βγάζουμε και τίποτα, δηλαδή. Καλά δεν τα λέω, Κολ; Κάντε καμιά κουβέντα, κι οι Σωντσάν θα μας μαζώξουν όλους, άσε που μπορεί να μας κρεμάσουν κιόλας, όπως έκαναν με τις Θαλασσινές. Ή να μας στρώσουν στη δουλειά, βάζοντάς μας να καθαρίσουμε τα κανάλια από την άλλη μεριά του λιμανιού». Οι εκπαιδευτές αλόγων ήταν τα παιδιά για όλες τις δουλειές, από το να ξελασπώνουν τους στάβλους και να καθαρίζουν τα κλουβιά των ζώων, μέχρι να στήνουν και να ξεστήνουν τα πάνινα τοιχώματα, αλλά ο άντρας ανατρίχιασε, λες κι η προοπτική τού να καθαρίσει τα λασπερά κανάλια στο Ράχαντ ήταν χειρότερη κι από κρεμάλα.

«Είπα τίποτα για κουβεντολόι;» διαμαρτυρήθηκε ο Κολ απλώνοντας τα χέρια του. «Ρώτησα απλώς πόσον καιρό θα μείνουμε εδώ, αυτό είναι όλο. Ζήτησα να μάθω πότε επιτέλους θα δούμε και λίγο παρά».

«Θα μείνουμε εδώ όσο θελήσω εγώ». Ήταν εντυπωσιακό πώς κατάφερνε η Εγκήνιν αυτή τη μακρόσυρτη προφορά χωρίς να υψώσει τη φωνή της, σαν λεπίδα που ελευθερώνεται από το θηκάρι. «Τον παρά θα τον δεις μόλις φτάσουμε στον προορισμό μας. Για όσους με υπηρετήσουν πιστά, θα υπάρξει κι επιπλέον ανταμοιβή. Όποιος όμως σκεφτεί να με προδώσει, τον περιμένει ένας κρύος τάφος». Ο Κολ έσφιξε πάνω του τον χιλιομπολωμένο μανδύα του και γούρλωσε τα μάτια του, προσπαθώντας να φανεί αγανακτισμένος, ίσως κι αθώος, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να δώσει την εντύπωση ότι ήλπιζε να πλησιάσει περισσότερο η γυναίκα, για να της βουτήξει το πουγκί.

Ο Ματ έτριξε τα δόντια του. Αν μη τι άλλο, η ανταμοιβή που τόσο απλόχερα υποσχόταν η Εγκήνιν ήταν το δικό του χρυσάφι. Κι εκείνη διέθετε κάμποσο βέβαια, αλλά ούτε κατά διάνοια τόσο. Το σημαντικότερο ήταν ότι πάσχιζε ξανά να πάρει το πάνω χέρι. Μα το Φως, αν δεν ήταν αυτός, η γυναίκα θα βρισκόταν ακόμα στο Έμπου Νταρ σχεδιάζοντας πώς θα απέφευγε τους Αναζητητές, αν δεν την είχαν συλλάβει ήδη και δεν την ανέκριναν. Αν δεν ήταν αυτός, δεν θα σκεφτόταν ποτέ να παραμείνει κοντά στο Έμπου Νταρ για να αποπροσανατολίσει την καταδίωξη, ούτε θα έβρισκε καταφύγιο στον θίασο του Λούκα. Γιατί, όμως, υπήρχαν στρατιώτες εκεί; Αν οι Σωντσάν είχαν την παραμικρή υποψία παρουσίας της Τουόν, θα έστελναν εκατό, χίλιους άντρες. Αν υποψιάζονταν πως οι Άες Σεντάι... Μα, όχι, ο Πέτρα κι η Κλαρίν δεν είχαν ιδέα ότι βοηθούσαν στην απόκρυψη Άες Σεντάι, αλλά ίσως είχαν αναφέρει κάτι περί σουλ’ντάμ και νταμέην, κι οι στρατιώτες δεν θα κυνηγούσαν σε καμιά περίπτωση αδελφές χωρίς αυτές. Ψηλάφισε την αλεπουδοκεφαλή μέσα από το πανωφόρι του. Τη φορούσε στον ύπνο και στον ξύπνιο του, κι εκείνη του έδινε μικρές προειδοποιήσεις.

Δεν σκέφτηκε σε καμία περίπτωση να προσπαθήσει να αρπάξει τα άλογα, κι όχι μόνο επειδή ο Κολ και καμιά ντουζίνα ακόμα σαν του λόγου του θα έτρεχαν να το πουν στους Σωντσάν πριν ακόμα εξαφανιστεί από το οπτικό τους πεδίο. Απ’ όσο γνώριζε, δεν έτρεφαν καμιά ιδιαίτερη αντιπάθεια εναντίον του ή εναντίον της Εγκήνιν —ακόμα κι ο Ρούμαν, ο ζογκλέρ με τα σπαθιά, φαινόταν να τα πηγαίνει μια χαρά με την Άντρια, την ακροβάτισσα— αλλά μερικοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στον πειρασμό να κερδίσουν λίγο ακόμα χρυσάφι. Όπως και να είχε όμως, τα προειδοποιητικά ζάρια είχαν πάψει να χορεύουν μέσα στο κεφάλι του. Επιπλέον, υπήρχαν άνθρωποι εντός των πάνινων τοίχων που δεν θα άφηνε πίσω με τίποτα.

«Αν δεν αρχίσουν να ψάχνουν, δεν χρειάζεται να φοβόμαστε», είπε γεμάτος πεποίθηση. «Πάντως, ευχαριστώ για την προειδοποίηση, Πέτρα. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι εκπλήξεις». Το πρωτοπαλίκαρο έκανε μια μικρή χειρονομία, σαν να ήθελε να πει ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, αλλά η Εγκήνιν κι η Κλαρίν κοίταξαν τον Ματ σχεδόν έκπληκτες που τον έβλεπαν. Ακόμα κι ο Κολ κι ο μονόφθαλμος αγροίκος βλεφάρισαν κοιτώντας τον. Κατέβαλε προσπάθεια για να σταματήσει το τρίξιμο των δοντιών του. «Θα σουλατσάρω κοντά στην άμαξα του Λούκα και θα προσπαθήσω να πάρω μάτι. Εσύ, Λέιλγουιν, βρες μαζί με τον Νόαλ τον Όλβερ και μείνετε μαζί του». Όπως όλοι, συμπαθούσαν πολύ το αγόρι, οπότε δεν θα μπλέκονταν στα πόδια του. Μόνος, θα μπορούσε να κρυφακούσει καλύτερα. Κι αν παρουσιαζόταν ανάγκη να το βάλουν στα πόδια, η Εγκήνιν κι ο Νόαλ θα βοηθούσαν το αγόρι να το σκάσει μαζί τους. Το Φως να έδινε να μην κατέληγαν εκεί. Κατά τη γνώμη του, αυτό θα ήταν καταστροφικό.

«Τέλος πάντων, κανείς δεν ζει αιώνια», αναστέναξε ο Νόαλ, αρπάζοντας ξανά το καλάμι από μπαμπού και το καλάθι. Που να καιγόταν, ετούτος εδώ έκανε κατσίκα με κολικό να μοιάζει ευτυχισμένη! Το συνοφρύωμα του Πέτρα είχε βαθύνει. Οι έγγαμοι άντρες έμοιαζαν πάντα ανήσυχοι, να γιατί ο Ματ δεν βιαζόταν να παντρευτεί. Καθώς ο Νόαλ χάθηκε πίσω από τη γωνία του τοίχου, ο μονόφθαλμος άντρας φάνηκε λυπημένος που είδε τα ψάρια να φεύγουν. Ακόμα ένας χαζός. Και μάλλον παντρεμένος.

Ο Ματ κατέβασε το σκουφί σχεδόν μέχρι τα μάτια του. Τα ζάρια παρέμεναν σιωπηλά. Προσπάθησε να μη σκεφτεί πόσες φορές κόντεψαν να του κόψουν τον λαιμό ή να του σπάσουν το κεφάλι χωρίς την προειδοποίηση των ζαριών. Ωστόσο, αν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος, θα είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν φασαρία. Σίγουρα.

Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα στο εσωτερικό, κι η Εγκήνιν τον πρόλαβε και γλίστρησε το χέρι της γύρω από τη μέση του. Ο Ματ κοντοστάθηκε και την κοίταξε κακισμένα. Είχε πάει κόντρα στις διαταγές του με τον ίδιο τρόπο που μια πέστροφα παλεύει να ελευθερωθεί από το αγκίστρι, αλλά αυτό παραπήγαινε. «Τι νομίζεις πως κάνεις; Τι θα συμβεί αν ο αξιωματικός των Σωντσάν σ’ αναγνωρίσει;» Ήταν το ίδιο πιθανό με μια ξαφνική εμφάνιση της Τάυλιν, αλλά άξιζε να δοκιμάσει οτιδήποτε προκειμένου να την κάνει να φύγει.

«Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να τον ξέρω;» τον ρώτησε χλευαστικά. «Δεν έχω...» Το πρόσωπό της στράβωσε στιγμιαία. «Ούτε είχα ποτέ... πολλούς φίλους σ’ αυτή την πλευρά του ωκεανού, στο δε Έμπου Νταρ κανέναν». Άγγιξε τη μια άκρη της μαύρης περούκας, πάνω στο στήθος της. «Εν πάση περιπτώσει, ούτε η μάνα μου δεν θα με αναγνώριζε». Η φωνή της φάνηκε κάπως αποθαρρυντική προς το τέλος.

Αν συνέχιζε να σφίγγει το σαγόνι του, σίγουρα θα έσπαγε κανένα δόντι. Το να κάθεται εκεί και να λογομαχεί μαζί της ήταν κάτι παραπάνω από ανούσιο, αλλά ο τρόπος που η γυναίκα είχε κοιτάξει εκείνους τους στρατιώτες ήταν νωπός στο μυαλό του. «Μην αγριοκοιτάς όποιον συναντάς», την προειδοποίησε. «Μην τον κοιτάς καν».

«Είμαι μια κόσμια Εμπουνταρινή». Τα λόγια της ακούστηκαν σαν πρόκληση. «Μίλα εσύ». Το έκανε να ακουστεί σαν προειδοποίηση. Μα το Φως! Όταν μια γυναίκα δεν χειρίζεται κάτι εξ αρχής με το μαλακό, το κάνει τελείως χάλια, κι η Εγκήνιν δεν χειριζόταν σχεδόν ποτέ κάτι με το μαλακό. Ναι, σίγουρα ο Ματ θα έσπαγε κανένα δόντι.

Πέρα από την είσοδο, ο κύριος δρόμος του τσίρκου διακλαδιζόταν ανάμεσα σε καρότσες όμοιες μ’ εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι Μάστορες, μικρά σπιτάκια πάνω σε τροχούς, με τους άξονες των αμαξών ανασηκωμένους στα καθίσματα των αμαξηλατών, καθώς και πάνινα τείχη στο μέγεθος μικρών σπιτιών. Οι περισσότερες άμαξες ήταν βαμμένες με ζωηρά χρώματα, σε κάθε τόνο του κόκκινου και του πράσινου, του κίτρινου και του γαλάζιου, ενώ αρκετές από τις σκηνές ήταν επίσης χρωματιστές, μερικές μάλιστα ριγωτές. Εδώ κι εκεί υπήρχαν ξύλινες πλατφόρμες, όπου διάφοροι γελωτοποιοί έκαναν τα νούμερά τους, στημένες στα πλαϊνά του δρόμου, αν κι οι χρωματιστές σημαιούλες τους είχαν αρχίσει να βρωμίζουν. Η φαρδιά χωμάτινη απλωσιά, τριάντα σχεδόν βήματα πλατιά και πατικωμένη από χιλιάδες πόδια, ήταν πράγματι ένας από τους δρόμους που διακλαδίζονταν μέσα στο τσίρκο. Ο άνεμος παρέσυρε αχνές γκρίζες τολύπες καπνού, οι οποίες αναδύονταν από τις τσίγκινες καμινάδες των αμαξών και μερικών σκηνών. Τα πιο πολλά μέλη του θιάσου πιθανότατα έπαιρναν ακόμα πρωινό ή ίσως κοιμούνταν. Κατά κανόνα, ξυπνούσαν αργά —ένας κανόνας που ο Ματ επιδοκίμαζε— και κανείς δεν ήθελε να φάει έξω, γύρω από μια φωτιά, με τέτοιο κρύο. Το μόνο πρόσωπο που είδε, ήταν η Αλούντρα, με τα μανίκια από το βαθυπράσινο φόρεμά της ανασηκωμένα στους αγκώνες, να αλέθει κάτι με μπρούντζινο γουδί και γουδοχέρι πάνω σε ένα τραπέζι διπλωμένο στα πλευρά της ζωηρόχρωμης μπλε άμαξας, ακριβώς πίσω από τη γωνία ενός στενού πλαϊνού δρόμου.

Απορροφημένη από τη δουλειά της, η λυγερόκορμη Ταραμπονέζα δεν πρόσεξε ούτε την Εγκήνιν ούτε τον Ματ, ο οποίος όμως δεν κατάφερε να μη στρέψει το βλέμμα του επάνω της. Με τα μαύρα μαλλιά της σε λεπτές, χάντρινες πλεξούδες, που έπεφταν μέχρι τη μέση της, η Αλούντρα μάλλον ήταν το πιο εξωτικό από τα θαύματα του Λούκα. Τη διαφήμιζε ως Φωτοδότρια και, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εκτελεστές θαυμάτων, η Αλούντρα ανταποκρινόταν στον ρόλο της, αν και πιθανότατα δεν το πίστευε ούτε ο ίδιος ο Λούκα. Ο Ματ αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που άλεθε, και κατά πόσον υπήρχε κίνδυνος να εκραγεί. Η γυναίκα είχε υποσχεθεί να του αποκαλύψει το μυστικό των βεγγαλικών με την προϋπόθεση πως ο ίδιος θα έβρισκε την απάντηση σε έναν γρίφο, αλλά μέχρι στιγμής δεν είχε καταφέρει να κάνει την παραμικρή πρόοδο. Πάντως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα τα κατάφερνε.

Η Εγκήνιν τον τσίγκλησε με το δάχτυλό της στα πλευρά του. «Υποτίθεται πως είμαστε ζευγάρι, όπως μου υπενθυμίζεις διαρκώς», γρύλισε. «Ποιος θα το πιστέψει αν εξακολουθήσεις να κοιτάς αυτή τη γυναίκα σαν πεινασμένος;»

Ο Ματ χασκογέλασε λάγνα. «Πάντα κοιτάω τις ωραίες γυναίκες, δεν το ’χεις προσέξει;» Τακτοποιώντας το μαντίλι στο κεφάλι της με περισσότερη ζωηράδα απ’ όσο συνήθως, η γυναίκα άφησε να της ξεφύγει ένα υποτιμητικό γρύλισμα, κάτι που ικανοποίησε ιδιαίτερα τον Ματ. Μπορεί η Εγκήνιν να πάσχιζε να γλιτώσει τη ζωή της, αλλά δεν έπαυε να είναι Σωντσάν, κι ήδη γνώριζε περισσότερα για τον Ματ απ’ όσα θα ήθελε ο ίδιος. Δεν σκόπευε να της εμπιστευτεί όλα του τα μυστικά. Ούτε καν αυτά που δεν ήξερε ακόμα κι ο ίδιος.

Η άμαξα του Λούκα βρισκόταν ακριβώς στο μέσον του καταυλισμού, στο καταλληλότερο σημείο, όσο το δυνατόν πιο μακριά από τις μυρωδιές που ανέδιδαν τα κλουβιά των ζώων κι οι στάβλοι των αλόγων, που ήταν παραταγμένοι στο μήκος των πάνινων τοίχων. Η άμαξα ήταν φανταχτερή, ακόμα και σε σύγκριση με άλλες του θιάσου, ένα γαλαζοκόκκινο πράγμα που έλαμπε σαν λουστραρισμένο, με την κάθε επιφάνειά της καλυμμένη από χρυσαφιούς κομήτες κι άστρα. Οι φάσεις της σελήνης, σε χρώμα ασημί, διέτρεχαν όλη την περιοχή λίγο πιο κάτω από την οροφή. Ακόμα κι η τσίγκινη καμινάδα ήταν βαμμένη με άλικα και μπλε δαχτυλίδια, που θα έκαναν έναν Μάστορα να κοκκινίσει. Στη μία πλευρά της άμαξας, δύο σειρές κρανοφόρων στρατιωτών Σωντσάν έστεκαν ακίνητες δίπλα στα άλογα, με τα δόρατα με τους πράσινους θυσάνους να σχηματίζουν ακριβώς την ίδια γωνία. Ένας από τους άντρες κρατούσε τα ηνία ενός επιπλέον υποζυγίου, ενός σταχτοκάστανου μουνουχιού με δυνατούς γλουτούς και γερούς αστραγάλους. Η γαλαζοπράσινη αρματωσιά των στρατιωτών φάνταζε άχαρη δίπλα στην άμαξα του Λούκα.

Ο Ματ δεν εξεπλάγη καθόλου μόλις διαπίστωσε ότι δεν ήταν ο μόνος που ενδιαφερόταν για τους Σωντσάν. Με τον σκούρο σαν κάλτσα σκούφο να καλύπτει το ξυρισμένο του κεφάλι, ο Μπέυλ Ντόμον καθόταν ανακούρκουδα, έχοντας την πλάτη του ακουμπισμένη σ’ έναν τροχό της πράσινης άμαξας που ανήκε στον Πέτρα και την Κλαρίν, περίπου τριάντα βήματα από τους στρατιώτες. Τα σκυλιά της Κλαρίν βρίσκονταν κάτω από την άμαξα, ένα ετερογενές μείγμα μικροκαμωμένων ζώων που κοιμούνταν μαζεμένα κοντά-κοντά. Ο μεγαλόσωμος Ιλιανός προσποιούνταν πως σκάλιζε κάτι, αλλά το μόνο του δημιούργημα ήταν ένας μικρός σωρός από ροκανίδια στα πόδια του. Ο Ματ ευχήθηκε να είχε ο τύπος μουστάκι, για να κρύβει το πάνω χείλος του, ή, αλλιώς, να ξύριζε και την υπόλοιπη γενειάδα του. Μπορεί κάποιος να συσχέτιζε τον Ιλιανό με την Εγκήνιν. Ο Μπλάερικ Νετζάινα, ένας ψηλός άντρας που έγερνε πάνω στην άμαξα σαν να ήθελε να κάνει παρέα στον Ντόμον, δεν είχε διστάσει να βγάλει τον Σιναρανό κεφαλόδεσμο για να μην τον προσέξουν οι Σωντσάν, αν και το χέρι του διέτρεχε τις μαύρες κοντόχοντρες τρίχες στο κεφάλι του όσο συχνά ήλεγχε η Εγκήνιν την περούκα της. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να φοράει σκούφο.

Βλέποντας τα σκούρα πανωφόρια τους με τα ξεφτισμένα μανικέτια και τις πολυταξιδεμένες μπότες τους, κάλλιστα θα περνούσες τους δύο άντρες για προσωπικό του θιάσου, ίσως κάτι σαν εκπαιδευτές αλόγων, εκτός αν τους σύγκρινες με το πραγματικό προσωπικό. Παρακολουθούσαν τους Σωντσάν κάνοντας πως δεν τους έβλεπαν, αλλά ο Μπλάερικ το πετύχαινε άψογα, καθότι Πρόμαχος. Όλη η προσοχή του έμοιαζε εστιασμένη στον Ντόμον, αν κι έριχνε κάποιες φευγαλέες κι επιφυλακτικές ματιές προς το μέρος των στρατιωτών. Ο Ντόμον αγριοκοίταζε τους Σωντσάν όταν δεν έριχνε βλοσυρές ματιές στο ξύλο που κρατούσε στο χέρι του, λες και το διέταζε να γίνει από μόνο του ένα όμορφο γλυπτό. Είχε πάρει πολύ ζεστά τον ρόλο του σο’τζίν.

Ο Ματ πάσχιζε να βρει τρόπο να προσεγγίσει την άμαξα του Λούκα και να κρυφακούσει αθέατος από τους στρατιώτες, όταν η πόρτα στο πίσω μέρος της άμαξας άνοιξε κι ένας Σωντσάν με ωχρά μαλλιά κατέβηκε τα σκαλοπάτια, τοποθετώντας την περικεφαλαία με το λεπτό μπλε φτερό στο κεφάλι του καθώς η μπότα του άγγιζε το έδαφος. Πίσω του εμφανίστηκε ο Λούκα, υπέρλαμπρα ντυμένος με τον πορφυρό του μανδύα, κεντητό με χρυσαφιές εκλάμψεις, υποκλινόμενος με περίτεχνες φιοριτούρες καθώς ακολουθούσε τον αξιωματικό. Ο Λούκα είχε στην κατοχή του πάνω από δύο ντουζίνες πανωφόρια, κόκκινα τα περισσότερα, το ένα πιο φανταχτερό από το άλλο. Πάλι καλά που η άμαξά του ήταν η μεγαλύτερη, αλλιώς δεν θα είχε χώρο να τα στοιβάξει.

Αγνοώντας τον Λούκα, ο αξιωματικός των Σωντσάν ανέβηκε στο μουνούχι του, τακτοποίησε το ξίφος στο πλευρό του και γάβγισε κάποιες διαταγές, που ήταν αρκετές για να κάνουν τους άντρες του να ανέβουν στις σέλες και να σχηματίσουν φάλαγγα των δύο, η οποία άρχισε να κινείται αργά προς την είσοδο. Ο Λούκα καθόταν και παρατηρούσε την αναχώρησή τους με ένα μόνιμο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του, έτοιμος για άλλη μία υπόκλιση σε περίπτωση που κάποιος εξ αυτών κοιτούσε προς το μέρος του.

Ο Ματ παρέμεινε στη μια πλευρά του δρόμου με το στόμα ορθάνοικτο, παρατηρώντας σαν χαμένος τους στρατιώτες να προσπερνούν. Κανείς τους δεν μπήκε στον κόπο να του ρίξει έστω και μία φευγαλέα ματιά —ο αξιωματικός κοιτούσε μπροστά, όπως κι οι στρατιώτες πίσω του— αλλά, ούτως ή άλλως, κανείς δεν έδινε σημασία στους ντόπιους χωριάτες, ούτε καν τους θυμούνταν.

Προς μεγάλη του έκπληξη, η Εγκήνιν περιεργαζόταν το έδαφος μπροστά στα πόδια της, τραβώντας το δεμένο μαντίλι κάτω από το πηγούνι της, μέχρι να περάσει κι ο τελευταίος καβαλάρης. Ανασηκώνοντας το κεφάλι της για να τους κοιτάξει, σούφρωσε προς στιγμήν τα χείλη της. «Τελικά, μου φαίνεται πως τον ξέρω αυτόν τον νεαρό», σχολίασε ήρεμα, με την αργόσυρτη προφορά της. «Τον μετέφερα στο Φάλμε με τον Ατρόμητο. Ο υπηρέτης του πέθανε στη μέση του ταξιδιού, οπότε σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει κάποιον από το πλήρωμά μου. Χρειάστηκε να τον βάλω στη θέση του. Έκανε τόση φασαρία, που θα ’λεγε κανείς πως ανήκει στη Γενιά».

«Αίμα και στάχτες», είπε ο Ματ ξεφυσώντας. Πόσους ανθρώπους είχε συναντήσει αυτή η γυναίκα και σε πόσων το μυαλό είχε αποτυπωθεί το πρόσωπό της; Δεδομένου ότι η Εγκήνιν ήταν αυτή που ήταν, μάλλον μιλάμε για εκατοντάδες ανθρώπους. Κι αυτός την άφηνε να σεργιανίζει φορώντας περούκα και διαφορετικά ρούχα για μεταμφίεση! Εκατοντάδες; Δεν λες χιλιάδες, καλύτερα; Ήταν ικανή να σκάσει γάιδαρο.

Εν πάση περιπτώσει, ο αξιωματικός είχε φύγει πια κι ο Ματ ξεφύσησε ανακουφισμένος. Φαίνεται πως η τύχη εξακολουθούσε να είναι με το μέρος του. Ώρες-ώρες, σκεφτόταν πως μόνο αυτό τον συγκρατούσε από το να αρχίσει να κλαψουρίζει σαν μωρό. Κατευθύνθηκε προς το μέρος του Λούκα για να μάθει τι ήθελαν οι στρατιώτες.

Ο Ντόμον με τον Μπλάερικ, όπως κι η Εγκήνιν, έφτασαν κοντά στον Λούκα εξίσου γρήγορα μ’ εκείνον, κι η βλοσυρότητα στο στρογγυλό πρόσωπο του Ντόμον βάθυνε, καθώς κοιτούσε το μπράτσο του Ματ γύρω από τον ώμο της Εγκήνιν. Ο Ιλιανός καταλάβαινε την αναγκαιότητα της προσποίησης ή έτσι έλεγε τουλάχιστον, αλλά κατά βάθος φαίνεται πως πίστευε ότι μπορούσαν να υποδύονται τους ρόλους τους δίχως ν’ αγγίζονται. Ο Ματ απομάκρυνε το χέρι του από πάνω της —εδώ δεν υπήρχε θέμα προσποίησης, αφού ο Λούκα γνώριζε όλη την αλήθεια— κι η Εγκήνιν τον άφησε επίσης. Ωστόσο, αφού έριξε μια ματιά στον Ντόμον, έσφιξε το μπράτσο της γύρω από τη μέση του Ματ, δίχως να αλλάξει διόλου έκφραση. Ο Ντόμον συνέχισε να είναι κατηφής, αλλά αυτή τη φορά κοιτούσε το έδαφος. Ο Ματ αποφάσισε ότι ήταν ευκολότερο να κατανοήσει κανείς την ψυχολογία των Σωντσάν παρά των γυναικών. Ή των Ιλιανών.

«Άλογα», γρύλισε ο Λούκα, πριν καλά-καλά τον πλησιάσει ο Ματ. Το συνοφρύωμά του στράφηκε εναντίον όλων, αλλά μεγάλο μέρος της οργής του απευθυνόταν στον Ματ. Ο Λούκα, καθότι ελαφρώς ψηλότερος, κορδώθηκε για να μπορεί να κοιτάει τον Ματ αφ’ υψηλού. «Αυτό ήθελε. Του έδειξα την εξουσιοδότηση που με απαλλάσσει από τη λοταρία των αλόγων, υπογεγραμμένη από την ίδια την Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν εντυπωσιάστηκε. Δεν φάνηκε να συγκινείται που έσωσα μια υψηλόβαθμη Σωντσάν». Η γυναίκα δεν ήταν ακριβώς υψηλόβαθμη κι, άλλωστε, δεν την είχε σώσει, απλώς της είχε δώσει την ευκαιρία να ταξιδέψει ως μισθωμένη διασκεδάστρια, αλλά ο Λούκα πάντα έτεινε να υπερβάλλει προς όφελός του. «Όπως και να έχει, δεν ξέρω για πόσο χρονικό διάστημα ισχύει αυτή η απαλλαγή. Οι Σωντσάν είναι απεγνωσμένοι για άλογα. Μπορεί από στιγμή σε στιγμή να την ανακαλέσουν!» Το πρόσωπό του είχε γίνει πορφυρό σαν το πανωφόρι του, ενώ ο ίδιος συνεχώς έτεινε το δάχτυλό του προς το μέρος του Ματ. «Αν μου πάρεις τ’ άλογα, πώς θα μετακινούμαι με τον θίασό μου; Απάντησε, αν μπορείς! Ήμουν έτοιμος να φύγω μόλις είδα να επικρατεί εκείνη η τρέλα στο λιμάνι, μέχρι που άρχισες να με πιέζεις. Σε λίγο, θα μου πάρεις και το κεφάλι! Αν δεν ήσουν εσύ, τώρα θα βρισκόμουν εκατό μίλια μακριά, αλλά, βλέπεις, ξεπήδησες από το πουθενά και μ’ έμπλεξες στις τρελές συνωμοσίες σου! Εδώ δεν βγάζω πεντάρα τσακιστή! Τις τελευταίες τρεις μέρες δεν βρέθηκε ούτε ένας χορηγός για το φαγητό των αλόγων, ούτε για μία μέρα! Ούτε για μισή! Έπρεπε να ’χα φύγει έναν μήνα πριν, και παραπάνω! Αυτό έπρεπε να ’χα κάνει!»

Ο Ματ κόντεψε να βάλει τα γέλια, καθώς ο Λούκα έχασε τον έλεγχο κι άρχισε να πλαταγίζει τη γλώσσα του. Άλογα. Αυτό ήταν όλο: άλογα και μόνο. Επιπλέον, η νύξη ότι οι κατάφορτες άμαξες του θιάσου μπορούσαν να διανύσουν εκατό μίλια μέσα σε πέντε μέρες ήταν εξίσου γελοία με την άμαξα του ίδιου του Λούκα. Ναι, αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είχε φύγει εδώ κι έναν μήνα, ίσως και δύο, μόνο που ήθελε να βγάλει και την παραμικρή πεντάρα από το Έμπου Νταρ και τους κατακτητές Σωντσάν. Άσε που δεν ήταν και τόσο δύσκολο, έξι βράδια πριν, να τον πείσει να παραμείνει.

Αντί να γελάσει όμως, ο Ματ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Λούκα. Ο τύπος ήταν ανόητος σαν παγώνι κι, επιπλέον, άπληστος, μα δεν υπήρχε λόγος να τον θυμώσει περισσότερο. «Δεν μου λες, Λούκα, αν φύγεις απόψε, θαρρείς πως δεν θα σε υποψιαστούν; Οι Σωντσάν θα σε τσακώσουν πριν κάνεις δύο λεύγες, και θα κάνουν τις άμαξές σου φύλλο και φτερό. Θα μπορούσες να πεις ότι, χάρη σ’ εμένα, απέφυγες αυτή την τύχη». Ο Λούκα τον κοίταξε βλοσυρά. Μερικοί άνθρωποι απλώς δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους. «Σταμάτα ν’ ανησυχείς, τέλος πάντων. Μόλις επιστρέψει ο Θομ απ’ την πόλη, θα φύγουμε όποτε θέλεις».

Ο Λούκα αναπήδησε τόσο απότομα, που ο Ματ πισωπάτησε ξαφνιασμένος, αλλά το μόνο που έκανε ο άντρας ήταν να αναπηδήσει, να κάνει έναν γύρο και να ξεσπάσει σε γέλια. Ο Ντόμον γούρλωσε τα μάτια του κι ο Μπλάερικ απέμεινε να τον κοιτάει σαν χαζός. Υπήρχαν φορές που ο Λούκα έδειχνε εντελώς χαζοχαρούμενος.

Ο Λούκα ίσα που είχε αρχίσει τον χορό του όταν η Εγκήνιν παραμέρισε τον Ματ. «Μόλις επιστρέψει ο Μέριλιν, είπες; Έδωσα ρητή εντολή να μη φύγει κανείς!» Κοιτούσε άγρια πότε αυτόν και πότε τον Λούκα, με μια μανία τόσο παγερή, που έκαιγε. «Οι εντολές μου πρέπει να υπακούονται!»

Ο Λούκα έπαψε να σαχλαμαρίζει και τη λοξοκοίταξε. Κατόπιν, υποκλίθηκε τόσο περίτεχνα, που μπορούσες να διακρίνεις τον μανδύα, και μάλιστα το κέντημα που ήταν ραμμένο επάνω του! Ο Ματ πίστευε πως ο Λούκα είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες. «Πρόσταξέ με, γλυκιά Αρχόντισσα, και θα σπεύσω να υπακούσω». Ίσιωσε το κορμί του κι ανασήκωσε τους ώμους του απολογητικά. «Ωστόσο, ο Αφέντης Κώθον διαθέτει χρυσάφι και φοβάμαι πως ο χρυσός είναι η πρώτη μου προτεραιότητα». Το σεντούκι του Ματ, γεμάτο με χρυσά νομίσματα, στο εσωτερικό της άμαξας, ήταν το κύριο κίνητρο να τον πείσει. Ίσως βοήθησε και το ότι ο Ματ ήταν τα’βίρεν, αλλά αν έδινες στον Βάλαν Λούκα αρκετό χρυσάφι, θα μπορούσε ν’ απαγάγει τον ίδιο τον Σκοτεινό.

Η Εγκήνιν πήρε βαθιά ανάσα, έτοιμη να μαλώσει ξανά τον Λούκα, αλλά ο άντρας τής γύρισε την πλάτη κι άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλάκια της άμαξας του, φωνάζοντας: «Λατέλ! Λατέλ! Ξύπνα τους όλους αμέσως! Επιτέλους, φεύγουμε μόλις επιστρέψει ο Μέριλιν! Δόξα στο Φως!»

Μια στιγμή αργότερα, κατέβηκε βιαστικά τα σκαλάκια, ακολουθούμενος από τη γυναίκα του, η οποία τύλιγε γύρω από το κορμί της έναν μαύρο βελούδινο μανδύα με φανταχτερές κεντημένες πούλιες. Η γυναίκα με την αυστηρή όψη ζάρωσε τη μύτη της στη θέα του Ματ, λες και βρωμούσε, ενώ η ματιά που έριξε στην Εγκήνιν θα έκανε τις εκπαιδευμένες αρκούδες της να σκαρφαλώσουν στα δέντρα. Δεν άρεσε διόλου στη Λατέλ η ιδέα μιας γυναίκας που εγκαταλείπει τον σύζυγό της, ακόμα κι αν ήξερε ότι ήταν ψέμα. Ευτυχώς, για κάποιο λόγο, έδειχνε να λατρεύει τον Λούκα, άσε που είχε τόση αδυναμία στο χρυσάφι όση κι εκείνος. Ο Λούκα έτρεξε στην πλησιέστερη άμαξα κι άρχισε να χτυπάει την πόρτα, ενώ η Λατέλ έκανε το ίδιο στην επόμενη.

Ο Ματ δεν περίμενε να δει τι θα γίνει, και κίνησε βιαστικός σ’ έναν παράπλευρο δρόμο, ο οποίος έμοιαζε περισσότερο με αλέα. Διακλαδιζόταν ανάμεσα στις άμαξες και τις σκηνές, όλες ερμητικά κλειστές για προστασία από το κρύο, με καπνό να αναδύεται από τις μεταλλικές καμινάδες. Εδώ δεν υπήρχαν πλατφόρμες για τα νούμερα των ηθοποιών, αλλά ολόκληρες σειρές από μπουγάδες που στέγνωναν κρεμασμένες ανάμεσα στις άμαξες, ενώ ξύλινα παιχνίδια κείτονταν σκόρπια στο έδαφος. Ο δρόμος αυτός ήταν μόνο για το προσωπικό και είχε κατασκευαστεί επίτηδες στενός για να αποθαρρύνει τους ξένους.

Κινήθηκε γοργά παρά τον πόνο στον γοφό του —είχε καταφέρει να μη δίνει ιδιαίτερη σημασία— όμως, προτού κάνει δέκα βήματα, τον πρόλαβαν η Εγκήνιν με τον Ντόμον. Ο Μπλάερικ είχε εξαφανιστεί — μάλλον είχε πάει να ειδοποιήσει τις αδελφές ότι παρέμεναν ασφαλείς κι ότι τελικά θα έφευγαν. Οι Άες Σεντάι, μεταμφιεσμένες σε υπηρέτριες που τάχα κόντευαν να αρρωστήσουν από ανησυχία ότι θα τις τσάκωνε στα πράσα ο σύζυγος της κυράς τους, είχαν αηδιάσει πια από την κλεισούρα στην άμαξα, όπως επίσης από το γεγονός ότι έπρεπε να μοιραστούν τον χώρο με τις σουλ’ντάμ, κάτι που ήταν δουλειά του Ματ, έτσι ώστε οι μεν Άες Σεντάι να παρακολουθούν τις σουλ’ντάμ, οι δε σουλ’ντάμ να φροντίζουν να μην μπλέκονται οι Άες Σεντάι στα πόδια του. Ο Ματ, πάντως, ήταν πολύ ικανοποιημένος που ο Μπλάερικ τον είχε απαλλάξει από την ευθύνη να επισκεφθεί ξανά εκείνη την άμαξα. Από τότε που είχαν αποδράσει, όλο και κάποια αδελφή τον φώναζε τέσσερις-πέντε φορές τη μέρα και, όποτε αδυνατούσε να το αποφύγει, πήγαινε, αλλά η εμπειρία δεν ήταν ποτέ ευχάριστη.

Αυτή τη φορά, η Εγκήνιν δεν πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση του. Περπατούσε πλάι του, κοιτώντας ευθεία μπροστά και χωρίς να μπει στον κόπο να ελέγξει ούτε μία φορά την περούκα της. Ο Ντόμον βάδιζε βαριά κι αδέξια πίσω τους, σαν αρκούδα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του με τη βαριά Ιλιανή προφορά του. Ο σκούφος του φανέρωνε τη μαύρη γενειάδα του, που σταματούσε λίγο πριν αγγίξει το αυτί, αφήνοντας από πάνω μερικά αξύριστα γένια. Τον έκανε να μοιάζει κάπως... ημιτελής.

«Δύο καπετάνιοι σε ένα πλοίο φέρνουν σίγουρα την καταστροφή», είπε η Εγκήνιν με τη μακρόσυρτη προφορά της και με υπερβολική υπομονή. Το γεμάτο κατανόηση χαμόγελό της έμοιαζε να της πονάει το πρόσωπο.

«Δεν βρισκόμαστε σε πλοίο», αποκρίθηκε ο Ματ.

«Ο κανόνας είναι ο ίδιος, Κώθον! Αγρότης είσαι. Ξέρω ότι είσαι καλός άνθρωπος, αλλά τραβάς ζόρι». Η Εγκήνιν έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα πάνω από τον ώμο της, προς το μέρος του Ντόμον. Εκείνος είχε φέρει σε επαφή την ίδια με τον Ματ, τότε που σκεφτόταν να νοικιάσει έναν άντρα. «Η συγκεκριμένη κατάσταση, όμως, απαιτεί κρίση κι εμπειρία. Βρισκόμαστε σε επικίνδυνα νερά κι εσύ δεν έχεις ιδέα πώς να διαφεντέψεις».

«Γνωρίζω περισσότερα απ’ όσα νομίζεις», της απάντησε ξερά. Μπορούσε να της απαριθμήσει μια ολόκληρη λίστα από μάχες που θυμόταν να έχει ηγηθεί, μάχες που μονάχα ένας ιστορικός θα μπορούσε να αναγνωρίσει, ίσως ούτε κι αυτός. Ούτως ή άλλως, κανείς δεν θα τον πίστευε. Άλλωστε, κι ο ίδιος θα ήταν δύσπιστος αν άκουγε κάποιον άλλον να το λέει. «Δεν θα έπρεπε να ετοιμάζεστε εσύ κι ο Ντόμον; Υποθέτω πως δεν θα θέλατε να ξεχάσετε κάτι». Όλα τα υπάρχοντα της Εγκήνιν ήταν ήδη στοιβαγμένα στην άμαξα που η ίδια κι ο Ματ μοιράζονταν με τον Ντόμον —όχι ότι ήταν και πολύ άνετα, δηλαδή— αλλά ο Ματ επιτάχυνε το βήμα του, ελπίζοντας πως η γυναίκα είχε καταλάβει το υπονοούμενο. Άσε που ο μόνος ορατός προορισμός ήταν μονάχα εμπρός.

Ο γυαλιστερός μπλε υφασμάτινος τοίχος, στριμωγμένος ανάμεσα σε μία έντονα βαμμένη κίτρινη και μια σμαραγδοπράσινη άμαξα, μετά βίας χωρούσε τρία ράντζο, αλλά αν ο Ματ ήθελε να παράσχει καταφύγιο σε όσους έφευγαν από το Έμπου Νταρ, έπρεπε να δωροδοκήσει, και το ίδιο έπρεπε να κάνει για να τους αφήσουν οι άλλοι να περάσουν. Ό,τι κατάφερε να μισθώσει ήταν αυτό που του είχαν επιβάλει οι άλλοι, και μάλιστα σε τιμές καλού πανδοχείου. Ο Τζούιλιν, ένας μελαψός, γεροδεμένος τύπος με κοντά, μαύρα μαλλιά, καθόταν ανακούρκουδα μπροστά στη σκηνή παρέα με τον Όλβερ, ένα λεπτό και μικροκαμωμένο αγόρι, κοκαλιάρικο όπως όταν το πρωτοσυνάντησε ο Ματ, πάνω-κάτω δέκα χρόνων, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος. Παρά τον ισχυρό αέρα, κανείς από τους δύο δεν φορούσε πανωφόρι. Έπαιζαν Φίδια κι Αλεπούδες σ’ ένα ταμπλό που ο νεκρός πατέρας του αγοριού είχε κατασκευάσει μ’ ένα κομμάτι άλικου υφάσματος. Ρίχνοντας τα ζάρια, ο Όλβερ μέτρησε προσεκτικά τις κουκκίδες, αναλογιζόμενος την επόμενη κίνησή του κατά μήκος του ιστού από μαύρες γραμμές και βέλη. Ο Δακρυνός ληστοκυνηγός δεν έδινε και μεγάλη προσοχή στο παιχνίδι. Μόλις είδε τον Ματ, σηκώθηκε.

Ξαφνικά, ο Νόαλ ξεπήδησε από την άκρη της σκηνής λαχανιασμένος, λες κι έτρεχε για ώρα. Ο Τζούιλιν κοίταξε έκπληκτος τον ηλικιωμένο κι ο Ματ έσμιξε τα φρύδια του. Αυτός είχε πει στον Νόαλ να έρθει μέχρι εδώ. Πού είχε πάει πριν; Ο Νόαλ τον κοίταξε γεμάτος προσμονή, σαν να ένιωθε λίγη ενοχή ή αμηχανία, δίνοντας την εντύπωση πως περίμενε με ανυπομονησία να ακούσει τι είχε να πει ο Ματ.

«Έχεις υπ’ όψιν σου για τους Σωντσάν;» ρώτησε ο Τζούιλιν, στρέφοντας κι αυτός την προσοχή του στον Ματ.

Μια σκιά φάνηκε μέσα από την πάνινη είσοδο της σκηνής και μια μελαχρινή γυναίκα, που καθόταν στην άκρη ενός ράντζου, με το κορμί της τυλιγμένο σ’ έναν παλιό γκρίζο μανδύα, έγειρε μπροστά κι ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του Τζούιλιν, ρίχνοντας μια δύσπιστη ματιά στον Ματ. Η Θίρα ήταν χαριτωμένη, αν βέβαια δεν είχες πρόβλημα με τα διαρκώς σουφρωμένα στόματα, κάτι που φαίνεται πως άρεσε στον Τζούιλιν από τον τρόπο που της χαμογέλασε καθησυχαστικά χτυπώντας ανάλαφρα το χέρι της. Ήταν επίσης γνωστή ως Αμάθιρα Έλφντιν Κασμίρ Λουνόλ, Πανάρχουσα του Τάραμπον και κάτι λιγότερο από βασίλισσα. Αν μη τι άλλο, κάποτε ήταν βασίλισσα. Ο Τζούιλιν το ήξερε καλά αυτό, όπως κι ο Θομ, αλλά κανείς από τους δύο δεν σκόπευε να το πει στον Ματ, μέχρι τουλάχιστον να φθάσουν στον θίασο. Ούτως ή άλλως, κι ο ίδιος υπέθετε πως δεν είχε πολλή σημασία. Η γυναίκα ανταποκρινόταν καλύτερα στο «Θίρα» παρά στο «Αμάθιρα», δεν είχε απαιτήσεις —παρά μόνο από τον Τζούιλιν— κι ήταν μάλλον απίθανο να την αναγνωρίσει κανείς εκεί. Όπως και να είχε, ο Ματ ήλπιζε να νιώθει υπέρ το δέον ευγνώμων που την έσωσαν, μια κι ο Τζούιλιν σίγουρα ένιωθε κάτι παραπάνω γι’ αυτήν. Ποιος απαγόρευε, άλλωστε, τον έρωτα μιας εκθρονισμένης πανάρχουσας μ’ έναν ληστοκυνηγό; Είχαν συμβεί και πιο παράξενα πράγματα στο παρελθόν, παρ’ ότι δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να ανασύρει κάποιο παράδειγμα από τη μνήμη του.

«Ήθελαν να δουν τη βεβαίωση σχετικά με τ’ άλογα του Λούκα», είπε ο Ματ κι ο Τζούιλιν ένευσε εμφανώς ανακουφισμένος.

«Πάντως, δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους στάβλους». Η βεβαίωση ήταν μια λίστα με τον ακριβή αριθμό αλόγων που επιτρεπόταν να έχει ο Λούκα. Μπορεί οι Σωντσάν να ήταν γενναιόδωροι στις ανταμοιβές τους, αλλά, δεδομένων των αναγκών τους για άλογα κι υποζύγια για τις άμαξες, δεν ήταν διατεθειμένοι να εκδίδουν άδειες στον καθένα για να στήσει εμπόριο αλόγων. «Στην καλύτερη περίπτωση, θα πάρουν όσα περισσεύουν. Στη χειρότερη...» Ο ληστοκυνηγός ανασήκωσε τους ώμους του. Να κι άλλος ένας που χαιρόταν.

Αφήνοντας μια τρομαγμένη κραυγή, η Θίρα τράβηξε τον μανδύα πιο σφιχτά πάνω στο κορμί της και χάθηκε βιαστικά στο βάθος της σκηνής. Ο Τζούιλιν έριξε μια ματιά πίσω από τον Ματ και το βλέμμα του σκλήρυνε. Ο Δακρυνός μπορούσε ν’ ανταγωνιστεί και Πρόμαχο στη σκληρότητα του βλέμματος. Η Εγκήνιν φαίνεται πως δεν είχε καταλάβει τίποτα κι απλώς κοιτούσε αγριεμένη τη σκηνή. Ο Ντόμον καθόταν δίπλα της, με τα μπράτσα διπλωμένα πάνω στο στήθος, ρουφώντας αέρα μέσα από τα δόντια του, σαν να ήταν σκεφτικός ή απλώς να έκανε υπομονή.

«Μάζεψε τη σκηνή σου, Σάνταρ», πρόσταξε η Εγκήνιν. «Φεύγουμε μόλις επιστρέψει ο Μέριλιν». Έσφιξε το σαγόνι της, αλλά απέφυγε να αγριοκοιτάξει τον Ματ. Σχεδόν, δηλαδή. «Φρόντισε να μη... δημιουργήσει προβλήματα η... γυναίκα σου». Μέχρι πρόσφατα, προτού την κλέψει ο Τζούιλιν, η Θίρα δεν ήταν παρά μια απλή υπηρέτρια, μια ντα’κοβάλε, ιδιοκτησία της Υψηλής Αρχόντισσας Σούροθ. Για τα δεδομένα της Εγκήνιν, η κλοπή μιας ντα’κοβάλε ήταν σχεδόν εξίσου επαίσχυντη με την απελευθέρωση μιας νταμέην.

«Μπορώ να καβαλικέψω τον Άνεμο;» αναφώνησε ο Όλβερ, αναπηδώντας όρθιος. «Μπορώ, Ματ; Μπορώ, Λέιλγουιν;» Η Εγκήνιν του χαμογέλασε. Ο Ματ δεν την είχε δει ποτέ να χαμογελάει σε κάποιον, ούτε καν στον Ντόμον.

«Όχι ακόμη», απάντησε ο Ματ. Όχι μέχρις ότου απομακρύνονταν αρκετά από το Έμπου Νταρ, έτσι ώστε να μη θυμάται κανείς το γκρίζο άτι με το πιτσιρίκι στη ράχη. «Ίσως σε λίγες μέρες. Τζούιλιν, ειδοποιείς και τους άλλους, αν έχεις την καλοσύνη; Ο Μπλάερικ το ξέρει ήδη, οπότε πες το στις αδελφές».

Ο Τζούιλιν δεν έχασε χρόνο, παρά μόνο όρμησε μέσα στη σκηνή για να καλμάρει τη Θίρα, η οποία μάλλον τώρα τελευταία είχε ανάγκη από παρηγοριά. Μόλις ο άντρας βγήκε, κουβαλώντας ένα σκούρο πανωφόρι των Δακρυνών, το οποίο είχε ήδη αρχίσει να μοιάζει πολυφορεμένο, είπε στον Όλβερ να παρατήσει το παιχνίδι και να βοηθήσει τη Θίρα με τις αποσκευές μέχρι αυτός να επιστρέψει. Κατόπιν, τοποθέτησε το κωνικό κόκκινο καπέλο με την επίπεδη κορυφή πάνω στο κεφάλι του και ξεκίνησε, βάζοντας ταυτόχρονα το πανωφόρι. Δεν έριξε ματιά στην Εγκήνιν, η οποία τον θεωρούσε κλέφτη, κάτι ιδιαίτερα προσβλητικό για ληστοκυνηγό, αλλά ούτε ο Δακρυνός τη συμπαθούσε ιδιαιτέρως.

Ο Ματ ήταν έτοιμος να ρωτήσει τον Νόαλ πού είχε πάει, αλλά ο γέρος βάδισε σβέλτα πίσω από τον Τζούιλιν, φωνάζοντας πάνω από τον ώμο του, έτσι που να τον ακούσουν κι οι υπόλοιποι, ότι ο θίασος ήταν έτοιμος για αναχώρηση. Τέλος πάντων, δύο άτομα θα διέδιδαν την είδηση καλύτερα από ένα —ο Βάνιν και οι τέσσερις επιζώντες Κοκκινόχεροι μοιράζονταν μια μικρή σκηνή στη μια άκρη του καταυλισμού, ενώ ο Νόαλ μοιραζόταν άλλη μία με τον Θομ και τους δύο επιζώντες, τον Λόπιν και τον Νέριμ, στην αντικριστή μεριά— οπότε η ερώτηση του Ματ μπορούσε να περιμένει. Πιθανότατα, ο γέρος είχε καθυστερήσει να αποθηκεύσει τα πολύτιμα ψάρια του σε κάποιο ασφαλές σημείο. Εν πάση περιπτώσει, η ερώτηση έχασε ξαφνικά τη σημασία της.

Ο αχός των ανθρώπων που φώναζαν τους εκπαιδευτές αλόγων να ζέψουν τα υποζύγια, κι άλλων που ξελαρυγγιάζονταν για να μάθουν τι συνέβαινε, άρχισε να γεμίζει τον καταυλισμό. Η Άντρια, μια ψηλόλιγνη γυναίκα που κρατούσε επάνω της μια λουλουδάτη πράσινη ρόμπα, φάνηκε να τρέχει ξυπόλητη κι εξαφανίστηκε μέσα στην κίτρινη άμαξα, εκεί όπου ζούσαν κι οι άλλοι τέσσερις ακροβάτες. Κάποιος από την πράσινη άμαξα μούγκρισε βραχνά ότι υπήρχε κόσμος που προσπαθούσε να κοιμηθεί. Μια χούφτα παιδιά διασκεδαστών, κάποια διασκεδαστές και τα ίδια, πέρασαν βιαστικά κι ο Όλβερ σήκωσε το βλέμμα του από το παιχνίδι που μάζευε. Θεωρούσε αυτό το παιχνίδι ως το πολυτιμότερο αντικείμενο που είχε στην κατοχή του, κι αν δεν ήταν γι’ αυτό, δεν θα δίσταζε να πάει μαζί τους. Πάντως, θα έπαιρνε λίγη ώρα ακόμα μέχρι να ετοιμαστεί όλος ο θίασος για αναχώρηση, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που γρύλιζε ο Ματ. Μόλις είχε ακούσει εκείνα τα καταραμένα ζάρια να κροταλίζουν ξανά μες στο κεφάλι του.

Загрузка...