10 Ένας Φλεγόμενος Πυρσός

Η γουρλομάτα υπηρέτρια ήταν πιο συνηθισμένη στο ζύμωμα ψωμιού παρά στο κλείσιμο ολόκληρων σειρών από μικροσκοπικά κουμπιά, αλλά με τα πολλά αποτελείωσε το κούμπωμα της Ηλαίην στο βαθυπράσινο φόρεμα ιππασίας, υποκλίθηκε κι έκανε ένα βήμα πίσω βαριανασαίνοντας. Δύσκολο να πεις αν το λαχάνιασμά της προερχόταν από την προσπάθεια ν’ αυτοσυγκεντρωθεί ή από το γεγονός ότι είχε μπροστά της την Κόρη-Διάδοχο. Βέβαια, και το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο αριστερό χέρι της Ηλαίην όλο και κάποιο ρόλο θα έπαιζε. Κάτι παραπάνω από είκοσι μίλια ευθείας πορείας σε οδηγούσαν από το μέγαρο του Οίκου Μάθεριν στον Ποταμό Ερινίν με τη σημαντική εμπορική κίνηση, αλλά η απόσταση σε πραγματικά μίλια ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη ώστε να καλύπτεται μέσω της οροσειράς του Τσισέν. Οι άνθρωποι εδώ πιο συχνά αντιμετώπιζαν επιδρομές κατά μήκος των συνόρων τους με το Μουράντυ, παρά υποδέχονταν επισκέπτες, πόσω μάλλον ένα πακέτο που περιλάμβανε την Κόρη-Διάδοχο και μία Άες Σεντάι. Τέτοια τιμή ήταν αβάσταχτη για κάποιους υπηρέτες. Η Έλσι είχε διπλώσει σχολαστικά τη γαλάζια μεταξωτή εσθήτα που φορούσε το προηγούμενο βράδυ η Ηλαίην, τοποθετώντας την προσεκτικά σε ένα μεγάλο δερμάτινο σεντούκι ταξιδίου —ένα εκ των δύο που υπήρχαν στο δωμάτιο ιματισμού— τόσο σχολαστικά, ώστε η Ηλαίην παραλίγο ν’ αναλάβει μόνη της τη δουλειά, για να τελειώσει ταχύτερο. Δεν κοιμόταν καλά στην αρχή, ο ύπνος της ήταν ταραγμένος κι άστατος, αλλά κι όταν κοιμόταν τελικά, ξυπνούσε αργά, οπότε δεν είχε όρεξη για προστριβές κι ανυπομονούσε να επιστρέψει στο Κάεμλυν.

Ήταν η πέμπτη φορά που είχε διανυκτερεύσει εκτός Κάεμλυν αφότου είχε μάθει ότι η πόλη απειλούνταν. Σε κάθε ταξίδι της, αφιέρωνε μία μέρα για να επισκεφθεί τρία ή τέσσερα μέγαρα —μια φορά, μάλιστα, πέντε—, ιδιοκτησίες αντρών και γυναικών δεσμευμένων με τον Οίκο Τράκαντ, είτε επρόκειτο για δεσμούς αίματος είτε για όρκους. Κάθε επίσκεψη απαιτούσε και τον ανάλογο χρόνο. Ένιωθε τον χρόνο να την πιέζει μέχρι το μεδούλι, ωστόσο ήταν απαραίτητο να παρουσιάζει μια εξαιρετική εικόνα. Τα ρούχα ιππασίας χρησίμευαν στις διαδρομές από το ένα μέγαρο στο άλλο, έτσι ώστε να μη φθάνει τσαλακωμένη κι όμοια με πρόσφυγα, αλλά έπρεπε να αλλάζει διαρκώς, αποφασίζοντας κατά πόσον η περίπτωση απαιτούσε ρούχα για μία ολόκληρη νύχτα ή μόνο για λίγες ώρες. Οι μισές από αυτές τις ώρες μπορεί να αναλώνονταν στην αλλαγή των ρούχων ιππασίας σε εσθήτα και τούμπαλιν. Τα μεν ρούχα ιππασίας δήλωναν βιασύνη κι ανάγκη, ίσως κι απόγνωση, ενώ το στέμμα της Κόρης-Διαδόχου κι η κεντητή εσθήτα με τις δαντελένιες λεπτομέρειες, ατσαλάκωτη από το πακέτο με τις ταξιδιωτικές θήκες και πεντακάθαρη, δήλωναν ισχύ κι αυτοπεποίθηση. Η Ηλαίην δεν το είχε σε τίποτα να φέρει μαζί και την υπηρέτριά της, για να κάνει ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση, αλλά η Εσάντε αδυνατούσε να την ακολουθήσει καταμεσής του χειμώνα, αν κι η Ηλαίην υποπτευόταν πως η βραδύτητα της γυναίκας με τα λευκά μαλλιά πιθανότατα θα την εκνεύριζε. Ωστόσο, η Εσάντε δεν ήταν τόσο αργή όσο ετούτη εδώ η γουρλομάτα νεαρή Έλσι.

Εν τέλει, η Έλσι τής έδωσε τον πορφυρό μανδύα με τη γούνινη φόδρα, κάνοντας μια υπόκλιση και κουμπώνοντάς τον βιαστικά γύρω από τους ώμους της. Μια φωτιά έκαιγε στην πέτρινη εστία, αλλά το δωμάτιο δεν ήταν ούτε κατά διάνοια ζεστό κι η Ηλαίην δεν είχε πια την πολυτέλεια να αγνοεί το κρύο. Το κορίτσι τινάχτηκε απότομα, ρωτώντας την Ηλαίην μήπως θα μπορούσε να φέρει μερικούς άντρες για να κουβαλήσουν τα σεντούκια, κι αν αυτό θα ευχαριστούσε τη Μεγαλειότητά της. Την πρώτη φορά που την είχε ρωτήσει, η Ηλαίην τής είχε εξηγήσει ευγενικά ότι δεν ήταν ακόμη Βασίλισσα, αλλά η Έλσι φάνηκε να τρομάζει στην ιδέα ότι έπρεπε να της απευθύνεται μ’ ένα απλό «Αρχόντισσα μου» ή «Πριγκίπισσά μου». Η αλήθεια είναι ότι αυτό το τελευταίο θεωρούνταν πια εντελώς παρωχημένο. Ανεξάρτητα από την καταλληλότητα ή όχι του τίτλου, η Ηλαίην αρεσκόταν στην προσφώνηση, σαν να καθόταν ήδη στον θρόνο, αλλά σήμερα το πρωί ήταν πολύ κουρασμένη κι ανυπομονούσε να ταξιδέψει. Πνίγοντας ένα χασμουρητό, πρόσταξε τραχιά την Έλσι να φέρει τους άντρες —και γρήγορα, μάλιστα— και στράφηκε στο πλαίσιο της πόρτας. Η κοπέλα έσπευσε να την ανοίξει —αν κι η ίδια θα το είχε κάνει πιο γρήγορα— υποκλινόμενη καθώς την άνοιγε, αλλά και καθώς την έκλεινε. Η σκιστή μεταξένια φούστα ψιθύρισε φουριόζικα καθώς η Ηλαίην έβγαινε καμαρωτή από το δωμάτιο φορώντας στα χέρια της τα κόκκινα γάντια ιππασίας. Αν η Έλσι την καθυστερούσε ένα δευτερόλεπτο ακόμα, είχε την εντύπωση πως θα ούρλιαζε.

Ωστόσο, εκείνη που ούρλιαξε ήταν η υπηρέτρια, προτού η Ηλαίην κάνει καλά-καλά τρία βήματα. Ήταν ένα φοβερό ουρλιαχτό, που έμοιαζε να της ξεσκίζει τον λαιμό. Ο μανδύας αναδεύτηκε καθώς η Ηλαίην στράφηκε προς τα πίσω, αγκαλιάζοντας την Αληθινή Πηγή και νιώθοντας την αφθονία του σαϊντάρ να ρέει μέσα της. Η Έλσι στεκόταν στη λωρία του χαλιού που διέτρεχε στη μέση τα ωχρά, καφετιά πλακάκια του πατώματος, ατενίζοντας από την αντίθετη μεριά του διαδρόμου, καλύπτοντας το στόμα της και με τα δύο χέρια. Δύο διασταυρούμενοι διάδρομοι ξεκινούσαν από εκείνη την κατεύθυνση, αλλά τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή.

«Τι συμβαίνει, Έλσι;» ρώτησε επιτακτικά η Ηλαίην. Είχε ήδη κάμποσες υφάνσεις στο στάδιο της μορφοποίησης, η γκάμα των οποίων ποίκιλλε από ένα δίχτυ αέρα μέχρι μια μπάλα φωτιάς, η οποία μπορούσε κάλλιστα να αφανίσει τους μισούς τοίχους μπροστά της. Στην παρούσα ψυχολογική κατάστασή της, η Ηλαίην πολύ θα ήθελε να χρησιμοποιήσει μία από δαύτες, να χτυπήσει χρησιμοποιώντας τη Δύναμη. Τώρα τελευταία, η διάθεση της είχε σκαμπανεβάσματα, επιεικώς θέτοντάς το.

Η κοπέλα κοίταξε πάνω από τον ώμο της τρέμοντας· αν προηγουμένως τα μάτια της ήταν γουρλωτά, τώρα κόντευαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Τα χέρια της παρέμειναν κολλημένα πάνω στο στόμα της, λες και προσπαθούσε να συγκρατήσει μία ακόμη κραυγή. Μελαχρινή και μαυρομάτα, ψηλή, με πλούσιο στήθος και ντυμένη με τη χαρακτηριστική γκριζογάλανη λιβρέα του Οίκου Μάθεριν, η Έλσι δεν ήταν ακριβώς κοπέλα —θα μπορούσε να είναι τέσσερα-πέντε χρόνια μεγαλύτερη της Ηλαίην— αλλά, από τον τρόπο που συμπεριφερόταν, δύσκολα θα τη χαρακτήριζες κάπως αλλιώς.

«Τι συμβαίνει, Έλσι; Και μη μου πεις πως δεν είναι τίποτα. Μοιάζεις σαν να είδες φάντασμα».

Η κοπέλα μαζεύτηκε. «Αυτό είδα», απάντησε αβέβαια. Και μόνο το γεγονός ότι δεν είχε απευθυνθεί στην Ηλαίην με τον τίτλο της, μαρτυρούσε πόσο ταραγμένη ήταν. «Την Αρχόντισσα Νιλάιν, τη γιαγιά του Άρχοντα Έντμουν δηλαδή. Πέθανε όταν ήμουν μικρή, αλλά θυμάμαι ακόμα και τον Άρχοντα Έντμουν να τρέμει όταν εκείνη ξεσπούσε τον θυμό της, υπηρέτριες να πηδούν απ’ την τρομάρα τους όποτε τις κοίταζε, το ίδιο κι οι διάφοροι άλλοι άρχοντες κι αρχόντισσες. Τη φοβόντουσαν όλοι. Εμφανίστηκε ακριβώς μπροστά μου κι ήταν τόσο μουτρωμένη...» Έκοψε τη φράση της κοκκινίζοντας όταν η Ηλαίην άρχισε να γελάει.

Αν μη τι άλλο, ήταν γέλιο ανακούφισης. Ευτυχώς, το Μαύρο Άτζα δεν την είχε ακολουθήσει στο μέγαρο του Άρχοντα Έντμουν. Δεν υπήρχαν δολοφόνοι που την περίμεναν με τα μαχαίρια σε ετοιμότητα, ούτε αδελφές αφοσιωμένες στην Ελάιντα, που ήθελαν να την αρπάξουν και να τη μεταφέρουν πίσω, στην Ταρ Βάλον. Υπήρχαν φορές που ονειρευόταν αυτά τα πράγματα, μαζεμένα όλα σ’ ένα και μόνο όνειρο. Άφησε το σαϊντάρ, απρόθυμα όπως πάντα, μετανιωμένη που όλη αυτή η αφθονία χαράς και ζωής στραγγιζόταν από μέσα της. Ο Οίκος Μάθεριν την υποστήριζε, αλλά στον Έντμουν δεν θα άρεσε διόλου να του καταστρέψει το μισό σπίτι.

«Οι νεκροί δεν μπορούν να βλάψουν τους ζωντανούς, Έλσι», της είπε ευγενικά. Της μίλησε έτσι επειδή είχε γελάσει, όχι επειδή ήθελε κατά βάθος να καρπαζώσεί τη μικρή χαζούλα. «Δεν ανήκουν πια σ’ αυτόν τον κόσμο και δεν μπορούν να αγγίξουν κάτι, ημών συμπεριλαμβανομένων». Το κορίτσι ένευσε κι έκανε άλλη μία υπόκλιση, αλλά κρίνοντας από το μέγεθος των ματιών της κι από το τρεμούλιασμα των χειλιών της, φαίνεται πως δεν είχε πειστεί. Η Ηλαίην, όμως, δεν είχε ώρα για κανάκεμα. «Φέρε τους άντρες για να κουβαλήσουν τα μπαούλα μου, Έλσι», της είπε με σταθερή φωνή, «και μη σκιάζεσαι για τα φαντάσματα». Κάνοντας μία υπόκλιση ακόμη, η κοπέλα απομακρύνθηκε βιαστικά στριφογυρνώντας ανήσυχα το κεφάλι της, μήπως κι η Αρχόντισσα Νιλάιν ξεπηδούσε μέσα από τα φατνώματα των τοίχων. Φαντάσματα! Τι χαζούλα που ήταν η μικρή!

Ο Μάθεριν ήταν παλαιός Οίκος, αν κι όχι μεγάλος ή ιδιαίτερα ισχυρός, κι η κυρίως σκάλα που έβγαζε στον διάδρομο της εισόδου ήταν φαρδιά και στολισμένη με μαρμάρινα κιγκλιδώματα. Ο ίδιος ο διάδρομος της εισόδου ήταν μεγάλος χώρος, με γκριζογάλανα πλακάκια κι αντανακλώμενους φανούς λαδιού πιασμένους με αλυσίδες που κρέμονταν από την οροφή, είκοσι πόδια ψηλότερα. Πέρα από μια απλή επιχρύσωση και λεπτομέρειες από ψηφίδες, δεν υπήρχε τίποτα άλλο, αλλά στις πλευρές του διαδρόμου παρατάσσονταν φανταχτερά, σκαλιστά σεντούκια κι ερμάρια, ενώ ο ένας τοίχος ήταν καλυμμένος με δύο ταπισερί. Η μία απεικόνιζε έφιππους άντρες σε κυνήγι λεοπάρδαλης —μία, ούτως ή άλλως, ριψοκίνδυνη ασχολία— κι η άλλη διάφορες γυναίκες του Οίκου Μάθεριν να δωρίζουν ένα ξίφος στην πρώτη Βασίλισσα του Άντορ, γεγονός που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των Μάθεριν, ασχέτως του αν είχε συμβεί πραγματικά ή όχι.

Η Αβιέντα είχε κατέβει ήδη και πηγαινοερχόταν ανήσυχα στον διάδρομο. Η Ηλαίην την είδε κι αναστέναξε. Θα μπορούσαν να μοιράζονται ένα δωμάτιο, αν αυτό δεν υπονοούσε αυτομάτως πως ο Οίκος Μάθεριν δεν διέθετε αρκετούς χώρους για τη φιλοξενία εξεχόντων επισκεπτών, αλλά η Αβιέντα δεν καταλάβαινε πως όσο μικρότερος ήταν ο Οίκος, τόσο μεγαλύτερη ήταν η έπαρση. Συχνά, οι μικρότεροι Οίκοι δεν διέθεταν κάτι περισσότερο. Την έπαρση θα έπρεπε να την καταλαβαίνει, αφού κι η ίδια ακτινοβολούσε άγρια έπαρση και δύναμη. Ευθυτενής και ψηλότερη από την Ηλαίην, με χοντρή μαύρη εσάρπα πάνω από την ξεθωριασμένη μπλούζα και με μια διπλωμένη γκρίζα μαντίλα στο κεφάλι, για να συγκρατεί τα μακριά κοκκινωπά μαλλιά της, ήταν η προσωποποίηση της Σοφής, παρά το γεγονός ότι περνούσε μόλις έναν χρόνο την Ηλαίην. Οι Σοφές με την ικανότητα της διαβίβασης έμοιαζαν συχνά πολύ νεότερες, κι η Αβιέντα είχε τη χαρακτηριστική αξιοπρεπή έκφραση τους. Προς το παρόν τουλάχιστον, αν κι οι δυο τους συνήθιζαν να χασκογελούν. Φυσικά, τα κοσμήματά της περιορίζονταν σ’ ένα μακρύ ασημένιο περιδέραιο από το Κάντορ, μία κεχριμπαρένια πόρπη σε σχήμα χελώνας κι ένα φαρδύ φιλντισένιο βραχιόλι. Οι Σοφές πάντα στολίζονταν με γιρλάντες, περιδέραια και βραχιόλια, αλλά η Αβιέντα δεν είχε γίνει ακόμα Σοφή. Δεν ήταν παρά απλή μαθητευόμενη. Η Ηλαίην δεν τη θεωρούσε ακριβώς έτσι, αλλά πού και πού δημιουργούσε προβλήματα. Μερικές φορές, σκεφτόταν ότι οι Σοφές αντιμετώπιζαν και την ίδια ως μαθητευόμενη ή, τουλάχιστον, ως κάποια που χρειαζόταν διδασκαλία. Ανόητη σκέψη, βέβαια, αλλά μερικές φορές...

Καθώς η Ηλαίην έφθανε στη βάση της σκάλας, η Αβιέντα έσιαξε την εσάρπα της και ρώτησε: «Κοιμήθηκες καλά;» Ο τόνος της φωνής της ήταν ατάραχος, αλλά η ανησυχία είχε φωλιάσει γύρω από τα πράσινα μάτια της. «Δεν χρειάστηκες κρασί για να μπορέσεις να κοιμηθείς, έτσι; Φρόντισα να νερώσουν το κρασί σου στο γεύμα, αλλά σε είδα που κοίταγες καλά-καλά την κανάτα».

«Ναι, μητέρα», αποκρίθηκε η Ηλαίην με μια αηδιαστικά γλυκιά φωνή. «Όχι, μητέρα. Αναρωτιόμουν πώς κι ο Έντμουν πείραξε τόσο καλή σοδειά. Κρίμα που το νέρωσες. Κι ήπια το γάλα κατσίκας πριν πέσω για ύπνο». Αν υπήρχε κάτι που της προκαλούσε τάση εμετού, αυτό ήταν το γάλα κατσίκας! Και να σκεφτεί κανείς ότι της άρεσε κάποτε.

Η Αβιέντα ακούμπησε τις γροθιές πάνω στους γοφούς της, μοιάζοντας τόσο πολύ με την ενσάρκωση της αγανάκτησης, ώστε η Ηλαίην έβαλε τα γέλια. Το να κουβαλά μέσα της ένα παιδί συνεπαγόταν αρκετές ενοχλήσεις, που ποίκιλλαν από τις απότομες παλινδρομήσεις στη διάθεσή της και την τρυφεράδα που ένιωθε στο στήθος, μέχρι την αίσθηση μιας μόνιμης κούρασης, αλλά το κανάκεμα ήταν ό,τι χειρότερο, από μια άποψη. Όλοι στο Βασιλικό Παλάτι γνώριζαν όχι ήταν έγκυος —μάλιστα, μερικοί το ήξεραν πριν από την ίδια, ας είναι καλά η Μιν κι η γλώσσα της— αν κι η ίδια δεν πίστευε σε καμία περίπτωση πως είχε γνωρίσει τόση μητρική στοργή ως παιδί. Ωστόσο, ανεχόταν όλες αυτές τις σκοτούρες όσο αξιοπρεπέστερα μπορούσε. Αυτό έκανε, συνήθως. Σε τελική ανάλυση, όλοι πάσχιζαν να φανούν χρήσιμοι. Ευχήθηκε οι γυναίκες που γνώριζε να μην τη θεωρούσαν άμυαλη εξαιτίας της εγκυμοσύνης της. Οι χειρότερες ήταν εκείνες που δεν είχαν παιδιά.

Υπήρχαν φορές που ευχόταν να της είχε πει η Μιν αν θα γεννούσε αγόρι ή κορίτσι, ή έστω η Αβιέντα ή η Μπιργκίτε να κατάφερναν να θυμηθούν επακριβώς τα λόγια της Μιν, η οποία είχε πάντα δίκιο, μόνο που οι τρεις τους είχαν καταναλώσει κάμποσο κρασί εκείνη τη νύχτα κι η Μιν έφυγε από το παλάτι αρκετή ώρα πριν σκεφτεί να τη ρωτήσει η Ηλαίην. Όταν αναλογιζόταν το παιδί που μεγάλωνε μέσα της, το μυαλό της πήγαινε πάντα στον Ραντ, κι αντιστρόφως. Το ένα ακολουθούσε το άλλο. Ο Ραντ τής έλειπε, αλλά ταυτόχρονα δεν της έλειπε. Ένα μέρος τού εαυτού του, μια αίσθηση, βρισκόταν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της, εκτός τις φορές που κάλυπτε τον δεσμό με την αίσθηση της άλλης Προμάχου της, της Μπιργκίτε. Ο δεσμός, ωστόσο, είχε περιορισμούς. Ο Ραντ βρισκόταν κάπου δυτικά, αρκετά μακριά για να γνωρίζει η Ηλαίην κάτι περισσότερο από το ότι ήταν ζωντανός, αν και στην περίπτωση που είχε πάθει κάτι, μάλλον θα το ήξερε ήδη. Δεν ήταν καν σίγουρη αν ήθελε πράγματι να μάθει τι έκανε. Όταν την είχε αφήσει, πήγε στον Νότο κι έμεινε κάμποσο καιρό, και τώρα, το ίδιο πρωί κιόλας, είχε Ταξιδέψει δυτικά. Ήταν όντως αρκετά περίεργο να τον αισθάνεται πρώτα προς μια κατεύθυνση κι αμέσως μετά σε μια άλλη, ακόμη πιο μακριά. Ίσως καταδίωκε εχθρούς, ίσως καταδιωκόταν ο ίδιος από εχθρούς, και χίλια δυο άλλα. Η Ηλαίην ήλπιζε να μην ήταν επικίνδυνο αυτό που τον είχε αναγκάσει να Ταξιδέψει. Σύντομα, θα πέθαινε στα χέρια της —αυτό συνέβαινε πάντα στους άντρες που είχαν την ικανότητα της διαβίβασης— αλλά η Ηλαίην επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο να τον κρατήσει ζωντανό όσο πιο πολύ γινόταν.

«Μια χαρά είναι», είπε η Αβιέντα λες κι είχε διαβάσει τη σκέψη της. Είχαν μια κοινή αίσθηση από την περίοδο της αμοιβαίας υιοθεσίας τους ως πρωταδελφών, αλλά ο δεσμός αυτός δεν ήταν τόσο ισχυρός όσο εκείνος των Προμάχων, που, μαζί με τη Μιν, μοιράζονταν με τον Ραντ. «Αν κάνει ότι σκοτώνεται, θα του κόψω τ’ αυτιά».

Η Ηλαίην βλεφάρισε και γέλασε ξανά. Η Αβιέντα τής έριξε ένα ξαφνιασμένο βλέμμα και ξέσπασε κι αυτή σε γέλια. Όχι ότι ήταν κάτι ιδιαίτερα αστείο, εκτός αν ήσουν Αελίτης —άλλωστε, το χιούμορ της Αβιέντα παραήταν απαρχαιωμένο— αλλά η Ηλαίην δεν μπορούσε να σταματήσει, κι όσο γελούσε αυτή, τόσο γελούσε κι η Αβιέντα. Καθώς τραντάζονταν από τα γέλια, αγκαλιάστηκαν κι έμειναν ακίνητες. Πολύ παράξενη η ζωή. Αν της έλεγε κάποιος λίγα χρόνια πριν ότι θα μοιραζόταν έναν άντρα με μια άλλη γυναίκα —με δύο άλλες γυναίκες, για την ακρίβεια!— θα τον θεωρούσε τρελό. Και μόνο η ιδέα ήταν αισχρή. Ωστόσο, αγαπούσε την Αβιέντα σχεδόν όσο τον Ραντ —διαφορετικά , βέβαια— κι η Αβιέντα αγαπούσε τον Ραντ όσο κι εκείνη. Αν αρνιόταν κάτι τέτοιο, σήμαινε ότι αρνιόταν την ίδια την Αβιέντα, κάτι που θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε χωρισμό. Οι Αελίτισσες, αδελφές ή στενές φίλες, παντρεύονταν συχνά τον ίδιο άντρα, αν και σπάνια ζητούσαν τη γνώμη του. Άρα, θα παντρευόταν τον Ραντ, μαζί με την Αβιέντα και τη Μιν, κι αυτό δεν θα άλλαζε, ό,τι κι αν έλεγε ή σκεφτόταν κάποιος. Αρκεί ο Ραντ να κατόρθωνε να επιβιώσει.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι τα γέλια της μπορεί να κατέληγαν σε δάκρυα. Φως μου, σε ικετεύω, μην την καταντήσεις σαν εκείνες τις δακρύβρεχτες εγκύους. Αρκετά τραβούσε μην ξέροντας αν θα είναι μελαγχολική ή έξαλλη από τη μία στιγμή στην άλλη. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε απόλυτα φυσιολογική, όμως κάτι άλλες ώρες αισθανόταν σαν τόπι που κατηφόριζε αναπηδώντας τα σκαλοπάτια μιας ατελείωτης σκάλας, όπως δηλαδή ένιωθε σήμερα το πρωί.

«Είναι καλά και θα είναι καλά», ψιθύρισε απότομα η Αβιέντα, λες και σκόπευε να εξασφαλίσει την επιβίωσή του σκοτώνοντας οτιδήποτε τον απειλούσε.

Η Ηλαίην σκούπισε με τα ακροδάχτυλά της ένα δάκρυ από το μάγουλο της αδελφής της. «Είναι καλά και θα είναι καλά», συμφώνησε μαλακά. Όμως, δεν μπορούσαν να σκοτώσουν το σαϊντίν, και το μίασμα στο αρσενικό μισό της Δύναμης ήταν αυτό που θα τον σκότωνε τελικά.

Οι φανοί πάνω από τα κεφάλια τους τρεμόσβησαν, καθώς μία από τις ψηλές πόρτες που έβλεπαν προς τα έξω άνοιξε, επιτρέποντας σ’ ένα ισχυρό ρεύμα αέρα, πιο παγερό από αυτά που επικρατούσαν στον διάδρομο της εισόδου, να εισχωρήσει. Οι δύο γυναίκες χώρισαν, κρατώντας απλώς η μία το χέρι της άλλης. Η Ηλαίην προσάρμοσε το ύφος της σε ατόφια γαλήνη, αντάξια μιας Άες Σεντάι. Δεν μπορούσε να επιτρέψει σε κάποιον να τη δει να αναζητά παρηγοριά σε μια αγκαλιά. Όποιος κυβερνά ή, εν πάση περιπτώσει, έχει σκοπό να κυβερνήσει έναν τόπο, δεν πρέπει να δείχνει δημοσίως την παραμικρή ένδειξη αδυναμίας, ούτε φυσικά να δακρύζει εύκολα. Ούτως ή άλλως, κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες για το άτομό της, τόσο καλές, όσο και κακές. Ήταν καλοκάγαθη ή σκληρή, δίκαιη ή αυταρχική, γενναιόδωρη ή φιλάργυρη, ανάλογα με το ποια ιστορία άκουγες. Αν μη τι άλλο, η μία ιστορία εξισορροπούσε την άλλη, αλλά όποιος θα έλεγε ότι είχε δει την Κόρη-Διάδοχο να αγκαλιάζει τη φίλη της, θα μπορούσε κάλλιστα να προσθέσει και μια ιστορία φόβου στο μείγμα, αν δε οι εχθροί της έπαιρναν χαμπάρι ότι φοβόταν, σίγουρα θα ξεθάρρευαν, ίσως να γίνονταν και πιο αδίστακτοι. Η δειλία ήταν ένα είδος φήμης που κολλούσε πάνω σου σαν γλίτσα. Ποτέ δεν μπορούσες να την ξεπλύνεις εντελώς. Η Ιστορία είχε καταγράψει περιπτώσεις γυναικών που είχαν χάσει τη διεκδίκηση του Θρόνου του Λιονταριού για διόλου προφανείς λόγους. Η ικανότητα ήταν απαραίτητο προσόν ενός επιτυχημένου κυβερνήτη, όπως επίσης η σοφία, αν κι υπήρχαν γυναίκες με έλλειψη και στα δύο, που είχαν κερδίσει τον θρόνο και τα είχαν κουτσοκαταφέρει. Ωστόσο, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που θα υποστήριζαν μια δειλή, ενώ κανείς από δαύτους δεν ανήκε στους ανθρώπους που ήθελε η Ηλαίην στο πλευρό της.

Ο άντρας που μπήκε, γυρνώντας για να κλείσει πίσω του την ογκώδη πόρτα, είχε μόνο ένα πόδι και χρησιμοποιούσε δεκανίκι ως υποκατάστατο του άλλου. Ακόμα και με το παραγέμισμα από προβιά, το μανίκι του χοντρού, μάλλινου πανωφοριού του έδειχνε φθαρμένο. Ο Φρίντγουιν Ρος, ένας σωματώδης πρώην στρατιώτης, διαχειριζόταν την περιουσία του Έντμουν με τη βοήθεια ενός χοντρού γραμματέα, ο οποίος ανοιγόκλεισε τα μάτια του σαστισμένος όταν πρόσεξε την Κόρη-Διάδοχο, έμεινε με το στόμα ανοικτό από δέος μόλις παρατήρησε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό, κι απομακρύνθηκε βιαστικά για να χωθεί στα λογιστικά του βιβλία μόλις συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα δεν τον χρειαζόταν. Ίσως φοβόταν κάποια ενδεχόμενη επιβολή εισφοράς στον οίκο. Ο Αφέντης Ρος είχε κοιτάξει με κατάπληξη το δαχτυλίδι της, αν μη τι άλλο, αλλά χαμογέλασε ευχάριστα στην Κόρη-Διάδοχο, λέγοντας πόσο λυπόταν που δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να γίνει μέλος του ιππικού της. Ακουγόταν τόσο ειλικρινής, ώστε αν έλεγε ψέματα, θα είχε ήδη σκαρώσει κάποια απατεωνιά στον Έντμουν και στον γραμματέα, κάνοντας τον Οίκο Μάθεριν άνω-κάτω. Η Ηλαίην δεν φοβόταν ότι μπορεί να είχε ακούσει τις λάθος ιστορίες.

Το δεκανίκι παρήγε έναν ρυθμικό γδούπο καθώς ο άντρας προχωρούσε στον διάδρομο. Παρά τη φυσική αναπηρία του, κατάφερε να υποκλιθεί, απευθυνόμενος και στην Αβιέντα. Αρχικά, είχε ξαφνιαστεί από την παρουσία της, αλλά κατάλαβε σχεδόν αμέσως ότι οι δύο γυναίκες ενώνονταν με ισχυρή φιλία. Μπορεί να μην εμπιστευόταν εντελώς μια Αελίτισσα, αλλά η πράξη του δήλωνε ότι την αποδεχόταν. Κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα.

«Οι άντρες φορτώνουν τα σεντούκια στα υποζύγια, Βασίλισσά μου, κι η συνοδεία σας είναι έτοιμη». Ανήκε σ’ αυτούς που αρνούνταν να της απευθυνθούν με οποιονδήποτε άλλο τίτλο εκτός από «Βασίλισσά μου» ή «Μεγαλειοτάτη», αλλά μια χροιά αμφιβολίας φάνηκε στη φωνή του όταν ανέφερε το θέμα της συνοδείας. Την κάλυψε, όμως, βιαστικά μ’ έναν σύντομο βήχα και συνέχισε. «Κατέβαλα κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε οι άντρες που στέλνουμε μαζί σας να είναι εξαιρετικοί ιππείς. Οι περισσότεροι είναι νεαροί, αλλά υπάρχουν και κάποιοι έμπειροι, ενώ όλοι τους ξέρουν από όπλα. Μακάρι το μέγαρο να μπορούσε να σας παράσχει επιπλέον βοήθεια, αλλά, όπως εξήγησα, όταν ο Άρχοντας Έντμουν άκουσε ότι διεκδικούν κι άλλοι αυτό που σας ανήκει δικαιωματικά, αποφάσισε να μην περιμένει μέχρι την άνοιξη. Επιστράτευσε τους οπλίτες του και κίνησε για το Κάεμλυν. Έκτοτε, έχουν ενσκήψει μια-δυο ισχυρές χιονοθύελλες, αλλά αν στάθηκε τυχερός στα περάσματα, θα πρέπει να έχει ήδη καλύψει τη μισή διαδρομή». Το βλέμμα του ήταν πειστικό, αλλά ο άντρας ήξερε πολύ καλύτερα από την ίδια ότι, αν ο Έντμουν είχε σταθεί άτυχος, τόσο εκείνος όσο κι οι άντρες του θα είχαν ήδη αφήσει τα κόκαλά τους σε εκείνα τα περάσματα.

«Ο Οίκος Μάθεριν ήταν ανέκαθεν πιστός στους Τράκαντ», αποκρίθηκε η Ηλαίην, «και πιστεύω ακράδαντα ότι έτσι θα παραμείνει και στο μέλλον. Εκτιμώ ιδιαίτερα την αφοσίωση του Άρχοντα Έντμουν, Αφέντη Ρος, όπως και τη δική σου, άλλωστε».

Δεν πρόσβαλλε ούτε τον Οίκο Μάθεριν ούτε τον ίδιο, υποσχόμενη να τους θυμηθεί ή να προσφέρει ανταμοιβές. Ωστόσο, το πλατύ χαμόγελο του Ρος μαρτυρούσε ότι ο άντρας είχε πάρει την ανταμοιβή που επιθυμούσε. Ο Οίκος Μάθεριν θα ανταμειβόταν, αν το άξιζε, αλλά οι ανταμοιβές αυτές δεν θα είχαν τη μορφή προσφοράς για αγορά αλόγου.

Βαδίζοντας βαριά με το δεκανίκι του, ο Αφέντης Ρος υποκλίθηκε, συνοδεύοντας την Ηλαίην μέχρι την πόρτα, κι έκανε μία ακόμη υπόκλιση μόλις η γυναίκα βγήκε στα φαρδιά γρανιτένια σκαλοπάτια, όπου υπηρέτες με βαριά πανωφόρια την περίμεναν ξεπαγιάζοντας με ένα αποχαιρετιστήριο κύπελλο ζεστού αρωματικού κρασιού, το οποίο η Ηλαίην αρνήθηκε μουρμουρίζοντας. Μέχρι να της παρουσιαστεί η ευκαιρία να προσαρμοστεί στον δριμύ αέρα, έπρεπε να χρησιμοποιεί και τα δυο της χέρια για να κρατάει τον μανδύα της κλειστό. Η Αβιέντα, ωστόσο, μάλλον είχε βρει τρόπο για να την κάνει να της πέσει ο μανδύας. Δέχτηκε την προσφορά του κρασιού, αφού πρώτα τύλιξε την εσάρπα γύρω από το κεφάλι και τους ώμους — η μόνη παραχώρησή της στο παγερό πρωινό. Αγνοούσε το κρύο, φυσικά. Η ίδια η Ηλαίην τής είχε μάθει τον τρόπο. Η Ηλαίην ξαναπροσπάθησε να διώξει την παγωνιά και, προς μεγάλη της έκπληξη, αυτή υποχώρησε. Όχι τελείως —εξακολουθούσε να κρυώνει— αλλά, τουλάχιστον, δεν τουρτούριζε.

Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος κι ο ήλιος λαμπερός, καθώς βυθιζόταν πίσω από τα βουνά, αλλά τα βαριά σύννεφα της καταιγίδας μπορεί να εμφανίζονταν ανά πάσα στιγμή από τις γύρω βουνοκορφές. Καλύτερα να έφθαναν στον πρώτο σημερινό προορισμό τους το συντομότερο δυνατόν. Δυστυχώς, ο Πυρόκαρδος, το ψηλό μουνουχισμένο άλογά της, δικαίωνε το όνομά του τινάζοντας τα μπροστινά του πόδια και ξεφυσώντας ορμητικά αχνιστό αέρα από τα ρουθούνια του, λες και δεν είχε φορέσει ποτέ χαλινάρι, ενώ η γκριζωπή φοράδα της Αβιέντα, με τα μακριά κανιά και τον καμπυλωτό λαιμό, πάσχιζε να τον μιμηθεί χορεύοντας πάνω στο χιόνι, που της έφτανε έως το γόνατο, και προσπαθώντας να πάει οπουδήποτε αλλού εκτός από εκεί που πάσχιζε να την οδηγήσει η ιπποκόμος. Η Ηλαίην θα είχε διαλέξει ένα λιγότερο ατίθασο άλογο για την αδελφή της, αλλά η Αβιέντα επέμενε αφότου είχε ακούσει το όνομα της φοράδας. «Σισβάι» σήμαινε «δόρυ» στην Παλιά Γλώσσα. Οι ιπποκόμοι έδειχναν ικανές γυναίκες, αλλά μάλλον πίστευαν πως έπρεπε να ηρεμήσουν τα ζωντανά προτού τα παρέδιδαν. Μόνο έτσι μπορούσε να τις δικαιολογήσει η Ηλαίην, για να μην τους βάλει τις φωνές, επειδή είχε καταφέρει να ηρεμήσει τον Πυρόκαρδο μόνη της πριν καλά-καλά τον αντιληφθούν εκείνες.

Η συνοδεία της ήταν κιόλας έφιππη, για να μη στέκεται στο χιόνι, είκοσι άτομα με κόκκινα πανωφόρια με λευκούς γιακάδες, στιλβωμένους θώρακες και τις περικεφαλαίες της Φρουράς της Βασίλισσας. Οι αμφιβολίες του Ρος εξηγούνταν εύκολα από τα μεταξωτά πανωφόρια τους, τα κόκκινα παντελόνια με τη λευκή ρίγα σε κάθε μπατζάκι —επίσης μεταξωτά— κι από την ωχρή δαντέλα στον λαιμό και στις μανσέτες. Σίγουρα η Φρουρά φάνταζε περισσότερο τελετουργική παρά αποτελεσματική. Ή ίσως έφταιγε ότι τα μέλη της ήταν αποκλειστικά γυναίκες. Οι γυναίκες δεν συνηθίζονταν σε δουλειές με όπλα, οπότε τις έβλεπες μόνο ως περιστασιακούς σωματοφύλακες εμπόρων ή, πού και πού, σε κάποιον στρατό κατά τη διάρκεια πολεμικών συρράξεων. Η δε Ηλαίην δεν είχε ακούσει ποτέ για ουλαμούς αποτελούμενους μονάχα από γυναίκες πριν δημιουργήσει έναν η ίδια. Εκτός από τις Κόρες, βέβαια, αλλά αυτές ήταν Αελίτισσες κι αποτελούσαν διαφορετικό ζήτημα. Ήλπιζε να θεωρούσε ο κόσμος αυτή την ομάδα ως κάτι επιτηδευμένο εκ μέρους της και, κυρίως, διακοσμητικό, με όλες αυτές τις δαντέλες και τα μετάξια. Οι άντρες είχαν πάντα την τάση να υποτιμούν μια οπλισμένη γυναίκα, μέχρι τη στιγμή που θα έρχονταν αντιμέτωποι απέναντι της, αλλά κι οι περισσότερες από τις υπόλοιπες γυναίκες, όταν έβλεπαν μια πολεμίστρια, τη θεωρούσαν ανόητη κι άμυαλη. Οι σωματοφύλακες πάσχιζαν συνήθως να φαίνονται θηριώδεις, έτσι ώστε να μην τολμά κανείς να τα βάλει μαζί τους, αλλά ακόμα και με ολόκληρη τη Βασιλική Φρουρά γύρω της, οι εχθροί της θα έβρισκαν σίγουρα τρόπο να επιτεθούν. Σκοπός της ήταν μια σωματοφυλακή που οι εχθροί της θα αγνοούσαν, κι όταν θα καταλάβαιναν τη δύναμή της, θα ήταν ήδη πολύ αργά. Είχε σκοπό να κάνει τις στολές τους πιο περίτεχνες, εν μέρει για να δώσει τροφή σε όλες αυτές τις παρανοήσεις, εν μέρει για να ενισχύσει την υπερηφάνεια αυτών των γυναικών που, ως στρατιώτες, ξεχώριζαν από τους άλλους, αλλά η ίδια δεν έτρεφε αμφιβολίες. Καθεμία τους, είτε σωματοφύλακας κάποιου εμπόρου είτε Κυνηγός του Κέρατος, είχε επιλεγεί προσεκτικά βάσει των ικανοτήτων, της πείρας και του θάρρους της. Η Ηλαίην ήταν έτοιμη να εμπιστευτεί τη ζωή της στα χέρια τους. Το είχε ήδη κάνει.

Μια λιγνή γυναίκα, ο μανδύας της οποίας έφερε τους χαρακτηριστικούς διπλούς χρυσούς κόμπους του υπολοχαγού στους ώμους, χαιρέτησε την Ηλαίην με το ένα χέρι διαγώνια στο στήθος, ενώ το διάστικτο μουνούχι της τίναξε το κεφάλι του, κάνοντας τις ασημένιες καμπανούλες στη χαίτη του να κουδουνίσουν αδιόρατα, λες και τη χαιρετούσε κι αυτό. «Αρχόντισσά μου, είμαστε έτοιμες και το πεδίο ελεύθερο». Η Κάσεϊλ Ρασκόβνι ανήκε στην κατηγορία των γυναικών που είχαν δουλέψει ως σωματοφύλακες εμπόρων, κι η Αραφελινή προφορά της δεν μαρτυρούσε κάποια ιδιαίτερη μόρφωση, αλλά ο τόνος της φωνής της ήταν κοφτός και σοβαρός. Χρησιμοποιούσε την αρμόζουσα προσφώνηση και θα το έκανε μέχρι να στεφθεί η Ηλαίην βασίλισσα, μα ήταν έτοιμη να δώσει μάχη προκειμένου να κερδίσει το στέμμα για την αρχόντισσά της. Απειροελάχιστοι άντρες ή γυναίκες υπέγραφαν στον κατάλογο της Φρουράς της Βασίλισσας ετούτες τις μέρες, εκτός αν ένιωθαν έτοιμοι για κάτι τέτοιο. «Οι άντρες που μας παραχώρησε ο Αφέντης Ρος είναι επίσης έτοιμοι. Πιο έτοιμοι από ποτέ». Ξεροβήχοντας, ο άντρας μετακίνησε το δεκανίκι κι άρχισε να περιεργάζεται το χιόνι μπροστά στις μπότες του.

Η Ηλαίην κατάλαβε τι εννοούσε η Κάσεϊλ. Ο Αφέντης Ρος είχε συγκεντρώσει με κόπο έντεκα άντρες από το μέγαρο, για να τους στείλει στο Κάεμλυν, εξοπλίζοντάς τους με αλαβάρδες, κοντόσπαθα κι όποια άλλη αρματωσιά κατάφερε να βρει, εννέα αρχαίες περικεφαλαίες χωρίς προσωπίδες κι επτά θώρακες με βαθουλώματα που τους καθιστούσαν τρωτούς. Τα άλογά τους δεν ήταν κι άσχημα, αν και με υπερβολικό τρίχωμα, αλλά ακόμα κι έτσι όπως ήταν μαζεμένα κοντά-κοντά, με τους αναβάτες τους ντυμένους με χοντρούς μανδύες, η Ηλαίην έβλεπε ξεκάθαρα πως οκτώ από δαύτα δεν χρειάζονταν κούρεμα πάνω από μία φορά τη βδομάδα, το πολύ. Οι άντρες, τους οποίους ο Αφέντης Ρος είχε περιγράψει ως έμπειρους, είχαν ζαρωμένες φάτσες και κοκαλιάρικα χέρια, ενώ οι περισσότεροι μάλλον ξεδοντιάρηδες. Ο Ρος ούτε ψέματα έλεγε, ούτε να τσιγκουνευτεί προσπαθούσε· ο Έντμουν, βέβαια, θα είχε συγκεντρώσει όλους τους άξιους άντρες της περιοχής και θα τους είχε πάρει μαζί του, εξοπλίζοντάς τους με ό,τι καταλληλότερο διέθετε. Παντού η ίδια ιστορία. Προφανώς, αρκετοί από τους πιο κοτσονάτους κι ακμαίους άντρες που ζούσαν διάσπαρτοι σε όλη την επικράτεια του Άντορ, προσπαθούσαν να την προλάβουν στο Κάεμλυν. Πιθανότατα, κανείς τους δεν θα έμπαινε στην πόλη μέχρις ότου λαμβάνονταν οι κατάλληλες αποφάσεις. Θα μπορούσε να ψάχνει όλη μέρα χωρίς να βρει ψυχή από αυτούς. Ωστόσο, ετούτη εδώ η μικρή ομάδα κρατούσε τις αλαβάρδες σαν να ήξερε να τα χρησιμοποιεί. Από την άλλη, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να κάθεσαι ήσυχα-ήσυχα σε μια σέλα, με τη λαβή της αλαβάρδας βολεμένη στον αναβολέα σου. Ακόμα κι η ίδια θα τα κατάφερνε.

«Έχουμε επισκεφθεί δεκαεννέα μέγαρα, αδελφή», είπε μαλακά η Αβιέντα, πλησιάζοντας ακόμη περισσότερο, μέχρι που οι ώμοι τους αγγίχτηκαν, «και μαζί με τους σημερινούς, έχουμε συγκεντρώσει διακόσια πέντε αγόρια, πολύ νεαρά για να ματώσουν, και μερικούς γέρους, που θα ’πρεπε να ’χαν παρατήσει το δόρυ προ πολλού. Δεν σ’ έχω ρωτήσει ποτέ. Εσύ ξέρεις καλύτερα τους ανθρώπους σου κι έχεις τους δικούς σου τρόπους. Άξιζε ο χρόνος που αφιέρωσες;»

«Α, φυσικά, αδελφή». Η Ηλαίην εξακολουθούσε να μιλάει χαμηλόφωνα, έτσι ώστε να μην την ακούνε ο μονοπόδαρος πρώην στρατιώτης κι οι υπηρέτες. Ακόμη κι οι πιο αξιόλογοι άνθρωποι μουλαρώνουν αν αντιληφθούν ότι απαιτείς εκ μέρους τους να συμπεριφέρονται μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Ειδικά αν συνειδητοποιήσουν ότι η βοήθεια που συγκέντρωσαν με πολύ κόπο, σου την πρόσφεραν κι εσύ την αποδέχτηκες, δεν είναι ακριβώς αυτό που ζητούσες. «Όλοι οι κάτοικοι του χωριού που βρίσκεται δίπλα στο ποτάμι έχουν πληροφορηθεί την παρουσία μου εδώ, όπως επίσης και τα μισά αγροκτήματα σε ακτίνα μερικών μιλίων. Γύρω στο μεσημέρι, θα το πληροφορηθούν κι οι υπόλοιποι, οπότε μέχρι αύριο θα το μάθει και το επόμενο χωριό, καθώς κι όλες οι άλλες αγροικίες. Τα μαντάτα ταξιδεύουν αργά τον χειμώνα, ειδικά σ’ αυτή την περιοχή. Ξέρουν πολύ καλά ότι διεκδικώ τον θρόνο, ωστόσο, είτε κερδίσω τον θρόνο αύριο, είτε πεθάνω, δεν θα μάθουν τίποτα πριν από την άνοιξη, ίσως ούτε πριν από το καλοκαίρι. Σήμερα, όμως, ξέρουν ότι η Ηλαίην Τράκαντ ζει κι ότι επισκέφθηκε το μέγαρο ντυμένη στα μετάξια και στα πετράδια, μαζεύοντας άντρες υπό το λάβαρό της. Άνθρωποι σε ακτίνα είκοσι μιλίων θα ισχυριστούν πως με είδαν από κοντά και με άγγιξαν. Λίγοι μπορούν να το πουν αυτό αν δεν μιλούν υπέρ αυτού που ισχυρίζονται ότι είδαν, κι όταν μιλάς υπέρ κάποιου, πείθεις τον εαυτό σου να ταχθεί με το μέρος του. Υπάρχουν άντρες και γυναίκες σε δεκαεννέα μέρη γύρω από το Άντορ, οι οποίοι διαδίδουν πως είδαν την Κόρη-Διάδοχο μόλις την τελευταία βδομάδα, και κάθε μέρα που περνά, οι διαδόσεις καλύπτουν τις περιοχές σαν κηλίδες από μελάνι.

»Αν είχα χρόνο, θα είχα επισκεφθεί κάθε χωριό του Άντορ. Δεν θα επηρεάσει όσα συμβαίνουν στο Κάεμλυν, αλλά ίσως κάνει όλη τη διαφορά αφού νικήσω». Δεν παραδεχόταν καμία άλλη πιθανότητα εκτός από τη νίκη και, κυρίως, δεν αναφερόταν ποτέ στο ποια θα ενθρονιζόταν αν η ίδια αποτύγχανε. «Οι περισσότερες Βασίλισσες στην ιστορία μας περνούν τα πρώτα χρόνια της ηγεμονίας τους συγκεντρώνοντας διαρκώς ανθρώπους γύρω τους, Αβιέντα, αν και μερικές δεν το έκαναν ποτέ, αλλά το θέμα είναι ότι έρχονται ακόμα πιο δύσκολοι καιροί. Ίσως να μην περάσει ούτε χρόνος πριν χρειαστώ τον κάθε Αντορινό πλάι μου. Δεν μπορώ να περιμένω εωσότου κερδίσω τον θρόνο. Έρχονται δύσκολοι καιροί και πρέπει να είμαι προετοιμασμένη. Επιπλέον, πρέπει να προετοιμάσω και το Άντορ», αποτελείωσε την πρότασή της με σταθερή φωνή.

Η Αβιέντα χαμογέλασε κι άγγιξε το μάγουλο της Ηλαίην. «Θα μου μάθεις πολλά, θαρρώ» για το πώς θα γίνω Σοφή».

Προς μεγάλη της ταπείνωση, η Ηλαίην αναψοκοκκίνισε από αμηχανία. Ένιωθε τα μάγουλά της να έχουν πιάσει φωτιά! Ίσως αυτές οι μεταπτώσεις στο χιούμορ να ήταν χειρότερες από το κανάκεμα. Μα το Φως, την περίμεναν ολόκληροι μήνες προσμονής! Όχι για πρώτη φορά, ανακάλυψε έναν πυρήνα πικρίας απέναντι στον Ραντ, τον υπαίτιο όλων αυτών —καλά, τον είχε βοηθήσει κι η ίδια υποκινώντας την όλη κατάσταση, αλλά δεν είχε ιδιαίτερη σημασία— που, ύστερα από τα κατορθώματά του, είχε απομακρυνθεί μ’ ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Η ίδια αμφέβαλλε κατά πόσον ήταν πράγματι αυτάρεσκο εκείνο το χαμόγελο, αλλά μπορούσε να το φανταστεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Ας τραμπαλιζόταν αυτός κάθε λίγο και λιγάκι μεταξύ ανοησίας και κλάψας, να δούμε αν θα του άρεσε! Δεν μπορώ να βάλω τις σκέψεις μου σε σειρά, σκέφτηκε θυμωμένη. Ο Ραντ έφταιγε.

Τελικά, οι ιπποκόμοι έκριναν πως ο Πυρόκαρδος κι η Σισβάι της Αβιέντα είχαν ηρεμήσει αρκετά ώστε να ιππεύσουν οι κυρίες, κι η Αβιέντα σκαρφάλωσε στη σέλα πατώντας πάνω στον πέτρινο δοκό με χάρη μεγαλύτερη από αυτή που έδειχνε κάποτε, τακτοποιώντας την ογκώδη αδιαίρετη φούστα της, για να καλύψει όσο δυνατόν περισσότερο τις σκούρες κάλτσες της. Εξακολουθούσε να πιστεύει πως τα πόδια της ήταν προτιμότερα απ’ οποιοδήποτε άλογο, ωστόσο δεν τα κατάφερνε κι άσχημα στην ιππασία, παρ’ όλο που έτεινε να εκπλήσσεται κάθε φορά που το άλογο υπάκουε σε όσα ήθελε η ίδια. Ο Πυρόκαρδος προσπάθησε να χορέψει μόλις η Ηλαίην ανέβηκε στην πλάτη του, αλλά η γυναίκα τράβηξε τα γκέμια κάπως πιο απότομα απ’ ό,τι συνήθως. Η παραπαίουσα διάθεσή της της είχε δημιουργήσει μια ξαφνική αίσθηση φόβου για τον Ραντ, κι αφού η ίδια αδυνατούσε να μεριμνήσει για την ασφάλειά του, τουλάχιστον υπήρχε ένα πρόχειρο αρσενικό που θα φρόντιζε να της κάνει τα χατίρια.

Έξι από τις Φρουρούς μπήκαν επικεφαλής της συνοδείας και πήραν τον δρόμο που κατηφόριζε από το μέγαρο, βαδίζοντας με αργό ρυθμό —όσο επέτρεπε το χιόνι, τουλάχιστον— με τις υπόλοιπες να ακολουθούν την Ηλαίην και την Αβιέντα σε σφιχτή φάλαγγα, και με τις ουραγούς να οδηγούν τα υποζύγια. Οι ντόπιοι ακολουθούσαν όπως-όπως με το δικό τους υποζύγιο, ένα μαλλιαρό ζώο φορτωμένο με μαγειρικά σκεύη, προχειροφτιαγμένα σακιά και με μισή ντουζίνα ζωντανά κοτόπουλα. Επευφημίες τούς υποδέχτηκαν καθώς περνούσαν ανάμεσα από τα καλαμοσκεπή σπίτια του χωριού, διασχίζοντας την πέτρινη γέφυρα πάνω από το παγωμένο φιδογυριστό ποτάμι. Από παντού ακούγονταν κραυγές, όπως «Ζήτω η Ηλαίην του Κρίνου!», «Τράκαντ! Τράκαντ!» κι «Ο Μάθεριν βαστάει γερά!», όμως η Ηλαίην είδε και μια γυναίκα να κλαίει πάνω στο στέρνο του άντρα της, είδε δάκρυα και στο δικό του πρόσωπο, κι άλλη μία, που στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη στους καβαλάρηδες και το κεφάλι χαμηλωμένο, αρνούμενη να τους κοιτάξει καν. Η Ηλαίην ήλπιζε να μπορέσει κάποια στιγμή να αφήσει τους γιους τους να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Λογικά, δεν θα ξεσπούσαν αψιμαχίες στο Κάεμλυν, εκτός αν έκανε τεράστια λάθη, αλλά από τη στιγμή που το Ρόδινο Στέμμα θα γινόταν δικό της, όλο και κάποιες μάχες τούς περίμεναν. Στα νότια παραμόνευαν οι Σωντσάν, στα βόρεια οι Μυρντράαλ κι οι Τρόλοκ, που περίμεναν να κατέβουν για την Τάρμον Γκάι’ντον. Το Άντορ θα μάτωνε τα παιδιά του στο άμεσο μέλλον. Που να πάρει και να σηκώσει, όχι, δεν θα ξεσπούσε σε κλάματα!

Πέρα από τη γέφυρα, ο δρόμος έστριβε κι ανηφόριζε ξανά, αλλάζοντας σε απόκρημνο μονοπάτι που περνούσε μέσα από πεύκα, έλατα και χαμοδάφνες, αλλά η απόσταση μέχρι τον ορεινό λειμώνα που αναζητούσαν δεν ήταν παραπάνω από ένα μίλι. Το χιόνι που λαμποκοπούσε κάτω από τον πρωινό ήλιο έφερε ακόμη τα ίχνη από οπλές αλόγων, τα οποία ξεκινούσαν από το σημείο όπου μια πύλη είχε χαράξει ένα βαθύ αυλάκι στο χιόνι. Θα μπορούσαν να την είχαν φτιάξει πιο κοντά στο μέγαρο, αλλά η πιθανότητα να βρίσκεται κάποιος στο σημείο όπου άνοιγε η πύλη αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο.

Η λάμψη του σαϊντάρ κύκλωσε την Αβιέντα καθώς έμπαιναν στον λειμώνα. Είχε φτιάξει την πύλη για να έρθουν εδώ από την τελευταία τους στάση το προηγούμενο απόγευμα, σε ένα μέγαρο περίπου εκατό μίλια βόρεια, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να υφάνει μια πύλη για το Κάεμλυν, αλλά μόλις είδε την Αβιέντα να λάμπει από τη Δύναμη, η Ηλαίην μελαγχόλησε. Όποια κι αν έφτιαχνε την πύλη για να φύγουν από το Κάεμλυν, κατέληγε να φτιάχνει κι όλες τις υπόλοιπες μέχρι την επιστροφή τους, μια και μάθαινε το έδαφος σε κάθε περιοχή που άγγιζε η πύλη, αλλά σε καθένα από τα πέντε ταξίδια τους η Αβιέντα είχε ζητήσει να είναι αυτή που θα κατασκεύαζε την πρώτη πύλη. Ίσως ήθελε απλώς να εξασκηθεί, όπως ισχυριζόταν η ίδια, αν κι η Ηλαίην δεν είχε εξασκηθεί περισσότερο, αλλά είχε σκεφτεί και μια άλλη πιθανότητα. Μπορεί η Αβιέντα να ήθελε να την εμποδίσει να διαβιβάσει, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, επειδή ήταν έγκυος. Η ύφανση που τις είχε κάνει αδελφές της ίδιας μάνας δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αν κάποια από τις δύο κουβαλούσε παιδί στα σπλάχνα της, γιατί το αγέννητο παιδί θα είχε μερίδιο στον δεσμό, που ίσως να μην ήταν αρκετά ισχυρός για να το κάνει να επιβιώσει, αλλά σίγουρα όλο και κάποια από τις Άες Σεντάι του παλατιού θα είχε να προτείνει κάτι σε περίπτωση που η διαβίβαση έπρεπε να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Από την άλλη όμως, ελάχιστες Άες Σεντάι είχαν κάνει παιδιά. Μπορεί να μην ήξεραν. Η Ηλαίην είχε υπ’ όψιν πολλά πράγματα για τα οποία οι Άες Σεντάι δεν είχαν ιδέα, άσχετα αν μπροστά στον κόσμο προσποιούνταν το αντίθετο —εκμεταλλευόταν κι η ίδια καμιά φορά αυτόν τον κομπασμό τους— αλλά φάνταζε εξαιρετικά παράξενο να είναι άσχετες για κάτι τόσο σημαντικό για τις περισσότερες γυναίκες. Ήταν λες κι ένα πουλί ήξερε να τρώει σπόρους και κόκκους, εκτός από αυτούς του κριθαριού, οπότε εύλογα θα αναρωτιόταν κανείς, τι άλλο ακόμα θα αγνοούσε; Ωστόσο, οι Σοφές έκαναν παιδιά και δεν είχαν αναφέρει τίποτα σχετικά με...

Ξαφνικά, όλες αυτές οι σκέψεις κι οι ανησυχίες περί μωρού, διαβίβασης και του τι γνώριζαν ή δεν γνώριζαν οι Άες Σεντάι, βγήκαν απότομα από το μυαλό της. Αισθάνθηκε κάποια να διαβιβάζει σαϊντάρ. Δεν ήταν η Αβιέντα, ούτε κάποια στα κοντινά όρη ή κάπου τριγύρω. Ήταν κάτι μακρινό, σαν φλεγόμενος πυρσός σε απόμακρη βουνοκορφή τη νύχτα. Σ’ ένα πολύ μακρινό βουνό. Αδυνατούσε να φανταστεί τι ποσοστό της Μίας Δύναμης είχε χρειαστεί ώστε να διαισθάνεται τη διαβίβαση από τέτοια απόσταση. Οποιαδήποτε γυναίκα στον κόσμο με αυτή την ικανότητα σίγουρα θα το αισθανόταν και θα έδειχνε κατευθείαν προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο πυρσός βρισκόταν κάπου στα δυτικά. Τίποτα δεν είχε αλλάξει στον δεσμό με τον Ραντ, αν και δεν μπορούσε να τον εντοπίσει ακριβώς σε μια ακτίνα εκατό μιλίων, αλλά το ήξερε καλά.

«Κινδυνεύει», είπε. «Πρέπει να τον βρούμε, Αβιέντα».

Η Αβιέντα κουνήθηκε κάπως απότομα κι έπαψε να κοιτάζει δυτικά. Η λάμψη παρέμεινε γύρω της κι η Ηλαίην διαισθάνθηκε πως είχε απορροφήσει από την Πηγή όσο βαθύτερα μπορούσε. Τη στιγμή όμως που η Αβιέντα στράφηκε προς το μέρος της, ένιωσε την ποσότητα του σαϊντάρ να τρεμοσβήνει στα χέρια της άλλης γυναίκας. «Όχι, Ηλαίην, δεν πρέπει».

Σοκαρισμένη, η Ηλαίην στριφογύρισε πάνω στη σέλα του Πυρόκαρδου για να την κοιτάξει. «Θέλεις να τον εγκαταλείψεις; Σε αυτό το πράγμα;» Κανείς δεν μπορούσε να χειριστεί μεγαλύτερη ποσότητα σαϊντάρ, ούτε καν ο ισχυρότερος κύκλος, χωρίς βοήθεια. Πιθανότατα είχε χρησιμοποιηθεί κάποιο σα’ανγκριάλ, μεγαλύτερο απ’ οποιοδήποτε είχε κατασκευαστεί ποτέ, κι αν όσα είχε ακούσει έβγαιναν σωστά, μόνο έτσι μπορούσε να εξηγηθεί ο χειρισμός τόσης ενέργειας. Ίσως. Όμως, σύμφωνα και πάλι με όσα είχε ακουστά, καμιά γυναίκα δεν θα επιβίωνε από τη χρήση ενός τέτοιου πράγματος, χωρίς τουλάχιστον ένα τερ’ανγκριάλ κατασκευασμένο γι’ αυτόν τον σκοπό, και κανείς δεν είδε ποτέ κάτι τέτοιο. Το σίγουρο ήταν ότι καμία αδελφή δεν θα προσπαθούσε να κάνει κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν το έβρισκε. Τόσο πολλή ενέργεια με πηγή τη Μία Δύναμη ήταν ικανή να ισοπεδώσει οροσειρές μ’ ένα και μόνο χτύπημα! Εκτός, βέβαια, κι αν η αδελφή που θα το προσπαθούσε ανήκε στο Μαύρο Άτζα. Ή, ακόμα χειρότερα, αν ήταν κάποιος από τους Αποδιωγμένους, μπορεί και περισσότεροι από ένας. Τι άλλο να ήταν; Πώς ήταν δυνατόν να ήθελε η Αβιέντα να το αγνοήσει τη στιγμή που θα έπρεπε να γνωρίζει πως κάπου εκεί βρισκόταν κι ο Ραντ;

Οι Φρουροί δεν είχαν αντιληφθεί το παραμικρό κι εξακολουθούσαν να περιμένουν υπομονετικά στα άλογά τους, παρακολουθώντας τις σειρές των δέντρων γύρω από τον λειμώνα, χωρίς μάλιστα να δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον έπειτα από την υποδοχή που είχαν στο μέγαρο. Ωστόσο, το βλέμμα της Κάσεϊλ δεν άφηνε στιγμή την Ηλαίην και την Αβιέντα, ενώ ένα ελαφρύ συνοφρύωμα διαγραφόταν πίσω από την προσωπίδα της περικεφαλαίας της. Γνώριζε καλά ότι ποτέ δεν καθυστερούσαν να ανοίξουν μια πύλη. Οι άντρες του μεγάρου είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τα υποζύγια, ψηλαφώντας τους μπόγους και λογοφέροντας διαρκώς για το αν ξεχάσει να πάρουν κάτι μαζί τους ή όχι. Η Αβιέντα έφερε την γκριζωπή φοράδα της ακόμα πιο κοντά στο μαύρο άλογο της Ηλαίην και μίλησε έτσι ώστε να μην ακουστεί πιο πέρα.

«Δεν ξέρουμε τίποτα, Ηλαίην. Δεν έχουμε ιδέα αν χορεύει τα δόρατα ή αν κάνει κάτι άλλο. Αν όντως χορεύει τα δόρατα κι εμείς σπεύσουμε, μήπως μας επιτεθεί πριν καλά-καλά καταλάβει ποιες είμαστε; Μήπως τον αποσπάσουμε από αυτό που κάνει, επειδή δεν μας περιμένει, κι αδράξουν την ευκαιρία οι εχθροί του; Αν πεθάνει, θα βρούμε ποιοι τον σκότωσαν και θα τους εξοντώσουμε, αν όμως τον προσεγγίσουμε τώρα, πάμε στα τυφλά κι ίσως γίνουμε υπαίτιες καταστροφής».

«Μπορούμε να κινηθούμε προσεκτικά», απάντησε δύσθυμα η Ηλαίην. Την εξόργιζε το γεγονός ότι ένιωθε έτσι, όπως κι ότι το έδειχνε, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να επιβληθεί στα συναισθήματά της και να μην τους επιτρέψει να πάρουν ολοκληρωτικά το πάνω χέρι. «Δεν χρειάζεται να Ταξιδέψουμε ακριβώς στο σημείο όπου βρίσκεται». Άδραξε το πουγκί της, ψηλάφησε το μικρό φιλντισένιο γλυπτό μιας καθιστής γυναίκας στο εσωτερικό του και κοίταξε την κεχριμπαρένια πόρπη της αδελφής της με νόημα. «Μα το Φως, Αβιέντα, έχουμε ανγκριάλ και καμία από τις δυο μας δεν είναι ανήμπορη». Ω, Φως, τώρα ακουγόταν πραγματικά νευρική... Ήξερε πολύ καλά ότι κι οι δυο τους, μαζί με τα ανγκριάλ και τα τοιαύτα, δεν ήταν παρά μύγες που τα έβαζαν με μια φλόγα, αλλά ακόμα κι έτσι, το τσίμπημα μιας μύγας την κατάλληλη στιγμή μπορεί να έκανε τη διαφορά. «Και μη μου πεις πως βάζω σε κίνδυνο τη ζωή του μωρού. Η Μιν είπε ότι θα γεννηθεί δυνατό κι υγιές. Το είπες, άλλωστε, κι εσύ η ίδια. Πράγμα που σημαίνει ότι, στη χειρότερη περίπτωση, θα ζήσω ίσα-ίσα για να γεννήσω την κόρη μου». Ήλπιζε να είναι κόρη.

Ο Πυρόκαρδος διάλεξε εκείνη τη στιγμή για να δαγκάσει την γκριζωπή φοράδα, κι η Σισβάι ανταπέδωσε. Για λίγη ώρα, η Ηλαίην ασχολήθηκε με το να θέσει υπό έλεγχο το άλογά της, να κρατά την Αβιέντα για να μην πέσει, και να επαναλαμβάνει στην Κάσεϊλ ότι δεν χρειάζεται βοήθεια. Μόλις ξεμπέρδεψε με όλα αυτά, η δυσθυμία της εξαφανίστηκε. Το μόνο που ήθελε ήταν να καρπαζώσει τον Πυρόκαρδο.

Η Αβιέντα, πέρα από το ότι προσπάθησε να χαλιναγωγήσει το ζώο της για να το κάνει να υπακούσει, συμπεριφέρθηκε σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Συνοφρυώθηκε κάπως αβέβαια, με το πρόσωπό της πλαισιωμένο από τη σκούρα μάλλινη εσάρπα της, αλλά η αβεβαιότητά της δεν είχε να κάνει με το άλογο.

«Σου έχω αναφέρει τα δαχτυλίδια του Ρουίντιαν», είπε αργά, κι η Ηλαίην ένευσε με έκδηλη ανυπομονησία. Όποια γυναίκα επιθυμούσε να γίνει Σοφή, περνούσε από ένα τερ’ανγκριάλ πριν ξεκινήσει την εκπαίδευσή της. Το τερ’ανγκριάλ, κατά κάποιον τρόπο, συνήθιζε να δοκιμάζει τις μαθητευόμενες πριν προαχθούν σε Αποδεχθείσες στον Λευκό Πύργο, μόνο που σε αυτή την περίπτωση μια γυναίκα παρακολουθούσε όλη της τη ζωή. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κι όλες τις πιθανές ζωές της, τα αποτελέσματα της κάθε ξεχωριστής απόφασης που πήρε, μια απέραντη βεντάλια ζωών βασισμένων σε ξεχωριστές αποφάσεις. «Καμία δεν μπορεί να τις θυμάται όλες, Ηλαίην, παρά μόνο σκόρπια αποσπάσματα. Ήξερα ότι θ’ αγαπούσα τον Ραντ αλ’Θόρ...», εξακολουθούσε να νιώθει κάπως άβολα μερικές φορές όταν έκανε χρήση του πρώτου ονόματός του μπροστά σε άλλους, «κι ότι θα έβρισκα αδελφοσυζύγους. Τις πιο πολλές φορές, το μόνο που σου μένει είναι μια αόριστη εντύπωση, στην καλύτερη περίπτωση. Κάποιες φορές, μπορεί να νιώσεις ένα ίχνος προειδοποίησης. Νομίζω πως, αν πάμε κοντά του τώρα, κάτι πολύ κακό θα συμβεί. Ίσως κάποια από εμάς πεθάνει, ίσως κι οι δύο, παρά τα όσα έχει πει η Μιν». Και μόνο το γεγονός ότι ανέφερε το όνομα της Μιν χωρίς αδεξιότητα έδειχνε πόσο νοιαζόταν. Δεν γνώριζε πολύ καλά τη Μιν και συνήθως την ανέφερε τυπικά, ως Μιν Φάρσοου. «Ίσως πεθάνει ο Ραντ, ίσως συμβεί κάτι άλλο. Δεν μπορώ να ξέρω με βεβαιότητα —μπορεί να επιβιώσουμε όλοι και να καθόμαστε μαζί γύρω από τη φωτιά ψήνοντας πεκάρα— αλλά ένα ίχνος προειδοποίησης δεν παύει ν’ αχνοφέγγει στο μυαλό μου».

Η Ηλαίην, γεμάτη θυμό, πήγε να πει κάτι, αλλά έκλεισε το στόμα της αμέσως κι η οργή στραγγίστηκε όπως το νερό σε μια τρύπα. Οι ώμοι της κρέμασαν. Ίσως αυτή η προειδοποίηση που αχνόφεγγε στο κεφάλι της Αβιέντα ήταν αληθινή, ίσως όχι, αλλά όπως και να έχει, γεγονός ήταν πως η τοποθέτησή της ήταν εξ αρχής σωστή. Με την άγνοια, διακινδυνεύεις πολλά, και συχνά μπορεί να σε οδηγήσει στην καταστροφή. Ο πυρσός έλαμπε ακόμα περισσότερο. Κι ο Ραντ βρισκόταν ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο. Η απόσταση ήταν μεγάλη, ο δεσμός δεν μπορούσε να της το αποκαλύψει, αλλά η Ηλαίην το ήξερε. Όπως ήξερε, επίσης, ότι έπρεπε να τον αφήσει να τα βγάλει πέρα μόνος του, ενώ η ίδια θα φρόντιζε για το Άντορ.

«Δεν έχω τίποτα να σου μάθω για το πώς θα γίνεις Σοφή, Αβιέντα», είπε σιγανά. «Είσαι ήδη πολύ πιο σοφή από μένα, όπως επίσης γενναιότερη και ψυχραιμότερη. Επιστρέφουμε στο Κάεμλυν».

Η Αβιέντα αναψοκοκκίνισε ελαφρά λόγω του επαίνου —γινόταν πολύ συναισθηματική ώρες-ώρες— αλλά δεν έχασε χρόνο κι άνοιξε την πύλη, μια περιστρεφόμενη εικόνα της αυλής των στάβλων στο Βασιλικό Παλάτι, που φάρδυνε κι έγινε μια τρύπα στον αέρα, μέσα από την οποία το χιόνι του λειμώνα έπεφτε στο πεντακάθαρο λιθόστρωτο κάπου τριακόσια μίλια μακριά, λες κι η απόσταση δεν είχε την παραμικρή σημασία. Η αίσθηση της Μπιργκίτε, κάπου μέσα στο παλάτι, ξεπήδησε ζωηρή στο μυαλό της Ηλαίην. Η Μπιργκίτε είχε πονοκέφαλο και καούρα στο στομάχι, κάτι σύνηθες τελευταία, αλλά τα εν λόγω συμπτώματα ταίριαζαν γάντι με τη διάθεση της Ηλαίην.

Πρέπει να τον αφήσω να τα βγάλει πέρα μόνος του, σκέφτηκε καθώς περνούσε από το άνοιγμα. Μα το Φως, πόσες φορές το είχε σκεφτεί αυτό; Δεν πειράζει. Μπορεί να αγαπούσε τον Ραντ με όλη της την καρδιά, μπορεί να ήταν η χαρά της ζωής της, αλλά το καθήκον της ήταν στο Άντορ.

Загрузка...