Οι κυρτές ακτίνες του απογευματινού ηλιόφωτος θα έπρεπε κανονικά να διαπερνούν τα παράθυρα της κρεβατοκάμαρας του Ραντ, αλλά έξω έβρεχε καταρρακτωδώς κι όλοι οι φανοί ήταν αναμμένοι για να διώχνουν το σκοτάδι του λυκόφωτος. Οι κεραυνοί έκαναν τα τζάμια των δίφυλλων παραθύρων να τρίζουν. Ήταν μια μανιασμένη θύελλα, που είχε κατέβει από το Δρακότειχος ταχύτερα από άλογο κούρσας, φέρνοντας μαζί της ακόμη περισσότερο κρύο, τόσο που θα έλεγες ότι από στιγμή σε στιγμή θα χιόνιζε. Οι βροχοσταγόνες που γάζωναν το σπίτι ήταν μισοπαγωμένος βούρκος, και παρά τα κούτσουρα που τριζοβολούσαν στο τζάκι, η ψύχρα έμοιαζε να κολλάει στους τοίχους του δωματίου.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με το ένα παπουτσωμένο πόδι ακουμπισμένο στο άλλο πάνω στο κάλυμμα του κρεβατιού, ο Ραντ ατένιζε τον ουρανό και προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη. Μπορεί να μη λάμβανε υπ’ όψιν του την καταιγίδα έξω, αλλά η Μιν, βολεμένη κάτω από το μπράτσο του, ήταν άλλο ζήτημα. Δεν προσπαθούσε καν να του αποσπάσει την προσοχή, αφού το κατάφερνε και χωρίς προσπάθεια. Τι θα έκανε μαζί της; Τι θα έκανε με την Ηλαίην, με την Αβιέντα; Οι δύο γυναίκες δεν ήταν παρά αόριστες παρουσίες στο μυαλό του εξαιτίας της απόστασης από το Κάεμλυν. Ή, τουλάχιστον, υπέθετε πως βρίσκονταν ακόμα στο Κάεμλυν, αν κι οι διάφορες υποθέσεις έκρυβαν κινδύνους σχετικά με αυτές τις δύο. Το μόνο δεδομένο που είχε προς το παρόν ήταν μια γενική αίσθηση κατεύθυνσης κι η συναίσθηση ότι ήταν ζωντανές. Το κορμί της Μιν πίεζε τα πλευρά του κι ο δεσμός την έκανε να πάλλεται τόσο νοητικά όσο και σαρκικά. Μήπως όμως ήταν πια αργά για την ασφάλεια της Μιν, όπως επίσης και για την ασφάλεια της Ηλαίην και της Αβιέντα;
Τι σε κάνει να πιστεύεις πως μπορείς να εγγυηθείς την ασφάλεια κάποιου; ψιθύρισε μέσα στο κεφάλι του ο Λουζ Θέριν. Ο νεκρός παράφρονας είχε γίνει παλιόφιλος τώρα. Έτσι κι αλλιώς, όλοι μας θα πεθάνουμε. Ελπίζω μόνο να μην είσαι εσύ που θα τις ξεκάνεις. Ως φίλος δεν ήταν ιδιαίτερα καλοδεχούμενος, απλώς ο Ραντ αδυνατούσε να τον ξεφορτωθεί. Όσο φοβόταν μήπως τρελαθεί, άλλο τόσο φοβόταν μην τυχόν και σκοτώσει τη Μιν, την Ηλαίην ή την Αβιέντα. Βέβαια, εν μέρει ήταν ήδη τρελός, αφού μέσα στο μυαλό του κυκλοφορούσε ένας νεκρός άντρας, ενώ υπήρχαν φορές που αντίκριζε ένα ομιχλώδες πρόσωπο, το οποίο σχεδόν αναγνώριζε. Άραγε, θα τολμούσε να ρωτήσει την Κάντσουεϊν σχετικά;
Μην εμπιστεύεσαι κανέναν, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν με ένα ειρωνικό γελάκι. Εμού συμπεριλαμβανομένου.
Χωρίς προειδοποίηση, η Μιν τού έριξε μία στα πλευρά, αρκετά δυνατά για να τον κάνει να γρυλίσει. «Πολύ μελαγχολικός έχεις γίνει, βοσκέ», γόγγυσε. «Αν ανησυχείς πάλι για μένα, σου ορκίζομαι πως...» Η Μιν γκρίνιαζε με πολλούς τρόπους, καθένας εκ των οποίων ταίριαζε με την εκάστοτε αίσθηση που μεταβιβαζόταν μέσω του δεσμού. Για παράδειγμα, υπήρχε αυτός ο ελαφρύς εκνευρισμός που ένιωθε τώρα εκ μέρους της, με μια πρόσθετη χροιά ανησυχίας, αλλά υπήρχαν και φορές που η αίσθηση που μετέδιδε η γυναίκα ήταν κοφτή κι απότομη, λες και κρατιόταν με το ζόρι για να μην τον πνίξει. Ακούστηκε ένα ελαφρύς γρυλισμός, που τον έκανε σχεδόν να γελάσει ή, τουλάχιστον, να βγάλει κάτι σαν γέλιο ύστερα από πολύ καιρό, εξαιτίας της ιλαρότητας που ένιωθε μέσα στο μυαλό της, κι ένα λαρυγγώδες μούγκρισμα που θα του άναβε τα αίματα και δίχως τον δεσμό.
«Καλά, άσ’ το τώρα», είπε η Μιν προειδοποιητικά, πριν αυτός προλάβει να τραβήξει το χέρι του που αναπαυόταν στην πλάτη της. Η γυναίκα σηκώθηκε από το κρεβάτι και τύλιξε επάνω της σφιχτά το κεντητό πανωφόρι, ρίχνοντάς του μια επιτιμητική ματιά. Από τότε που τον είχε δεσμεύσει, είχε βελτιωθεί πολύ στο διάβασμα των σκέψεών του, κάτι στο οποίο ήταν καλή και πριν. «Τι σκοπεύεις να κάνεις μ’ αυτούς, Ραντ; Τι θα κάνει η Κάντσουεϊν;» Αστραπές αναβόσβησαν στα παράθυρα, αρκετά εκθαμβωτικές για να καλύψουν το φως των φανών, κι οι κεραυνοί βρόντηξαν στα τζάμια των παραθύρων.
«Δεν έχω καταφέρει ακόμη να προβλέπω τις κινήσεις της, Μιν. Γιατί σήμερα θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε διαφορετικά τα πράγματα;»
Το παχύ πουπουλένιο στρώμα βαθούλωσε κάτω από το κορμί του, καθώς έστρεψε τα πόδια του από τη μια πλευρά και σηκώθηκε, κοιτώντας την κατάματα. Σχεδόν ασυναίσθητα, πίεζε με το χέρι τις παλιές πληγές στο πλευρό του, αλλά κατόπιν συνειδητοποίησε τι έκανε, κι άρχισε να κουμπώνεται. Γιατρεμένες κατά το ήμισυ, αλλά ποτέ εντελώς, οι δύο αλληλεπικαλυπτόμενες πληγές πονούσαν από τα γεγονότα της Σαντάρ Λογκόθ. Ίσως, πάλι, απλώς συνειδητοποιούσε ότι πάλλονταν, παράγοντας μια θερμότητα σαν εκείνη κάποιου που ψήνεται στον πυρετό, παγιδευμένη σε μια περιοχή μικρότερη από την παλάμη του. Ήλπιζε πως η μία τουλάχιστον θα είχε αρχίσει να γιατρεύεται τώρα που είχε αφήσει πίσω του τη Σαντάρ Λογκόθ. Ίσως δεν είχε αρκετό χρόνο μπροστά του για να νιώσει τη διαφορά. Δεν ήταν η ίδια πλευρά που είχε αδράξει με το χέρι της η Μιν —η οποία ήταν ανέκαθεν τρυφερή με το συγκεκριμένο θέμα, αν κι όχι πάντα με το υπόλοιπο κορμί του— αλλά πίστευε πως δεν της είχε αποκαλύψει ότι πονούσε. Δεν ήταν ανάγκη να της δώσει αφορμή για περισσότερες ανησυχίες. Αυτό που έβλεπε στα μάτια της και που έμοιαζε να την απασχολεί ήταν η Κάντσουεϊν κι οι υπόλοιπες.
Το αρχοντικό, καθώς κι όλα τα απόμερα κτίσματα τριγύρω, ήταν γεμάτα πλέον. Έμοιαζε αναπόφευκτο πως, αργά ή γρήγορα, όλο και κάποιος θα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τους Προμάχους που είχαν ξεμείνει στην Καιρχίν. Οι Άες Σεντάι τους δεν διαλαλούσαν παντού ότι έψαχναν να βρουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα, αλλά ούτε το έκρυβαν. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν περίμενε αυτούς που είχαν έρθει μαζί τους. Τον Ντάβραμ Μπασίρε, μαζί με μια εκατοντάδα Σαλδαίους από το ελαφρύ ιππικό, να ξεπεζεύει μουσκεμένος από τη βροχή που παρέσυρε ο άνεμος και να μουρμουρίζει κάτι για ρημαγμένες σέλες. Πάνω από μισή ντουζίνα μαυροντυμένους Άσα’μαν, που για κάποιο λόγο δεν θέλησαν να προστατευτούν από τη νεροποντή. Είχαν έρθει μαζί με τον Μπασίρε, αλλά ήταν σαν να κατέφθασαν δύο ξεχωριστές ομάδες με κάποια απόσταση μεταξύ τους, αποπνέοντας μια έντονη αίσθηση παρατηρητικότητας κι επιφύλαξης. Ένας, δε, από τους Άσα’μαν ήταν ο Λογκαίν Άμπλαρ. Ο Λογκαίν! Ένας Άσα’μαν με το Ξίφος και τον Δράκοντα στο πέτο του! Ο Μπασίρε κι ο Λογκαίν ήθελαν πολύ να του μιλήσουν, αλλά όχι μπροστά σε άλλους, κι ειδικά όχι παρουσία τού ενός από τους δύο. Άσχετα όμως από την ξαφνική εμφάνισή τους, δεν θεωρούνταν οι πιο απροσδόκητοι επισκέπτες. Πίστευε πως οι περισσότερες από τις οκτώ Άες Σεντάι θα ήταν φίλες της Κάντσουεϊν, ωστόσο θα ορκιζόταν πως κι εκείνη είχε μείνει εξίσου εμβρόντητη με τον ίδιο βλέποντας όλους αυτούς τους επισκέπτες. Το πιο περίεργο ήταν ότι όλες, εκτός από μία, έμοιαζαν να έχουν έρθει παρέα με τους Άσα’μαν! Δεν ήταν αιχμάλωτοι, σίγουρα ούτε φρουροί, αλλά ο Λογκαίν δίσταζε να εξηγήσει τι είχε συμβεί παρουσία του Μπασίρε, κι ο Μπασίρε έμοιαζε απρόθυμος να αφήσει τον Λογκαίν να μιλήσει πρώτος στον Ραντ. Τώρα, όλοι στέγνωναν τα ρούχα τους και τακτοποιούνταν στα δωμάτιά τους, αφήνοντάς τον να προσπαθεί να βάλει σ’ έναν ειρμό τις σκέψεις του, όσο ήταν δυνατόν με τη Μιν τόσο κοντά του. Τι σκόπευε να κάνει η Κάντσουεϊν; Είχε προσπαθήσει να ζητήσει τη συμβουλή της, αλλά τους πρόλαβαν τα γεγονότα. Ό,τι κι αν πίστευε η Κάντσουεϊν όμως, η απόφαση είχε παρθεί. Οι αστραπές φώτισαν και πάλι τα παράθυρα. Είχαν κάτι κοινό με την Κάντσουεϊν. Ποτέ δεν ήξερες πού θα χτυπούσαν.
Η Αλίβια θα την ξεκάνει, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν. Θα μας δώσει ένα χεράκι να πεθάνουμε. Αν της το πεις, θα βγάλει την Κάντσουεϊν από τη μέση για λογαριασμό μας.
Δεν θέλω να τη σκοτώσω, σκέφτηκε ο Ραντ, απαντώντας στον νεκρό άντρα. Δεν μπορώ να επιτρέψω να πεθάνει. Ο Λουζ Θέριν το γνώριζε εξίσου καλά με εκείνον, παρ’ όλ’ αυτά μούγκρισε μέσα από τα δόντια του. Από τη Σαντάρ Λογκόθ κι ύστερα, υπήρχαν φορές που έμοιαζε λιγότερο παράφρων απ’ ό,τι συνήθως. Εκτός κι αν ήταν ο Ραντ αυτός που είχε τρελαθεί περισσότερο. Σε τελική ανάλυση, το να μιλάει σε έναν νεκρό άντρα μέσα στο μυαλό του ήταν πλέον κομμάτι της καθημερινότητάς του κι αυτό μετά βίας μπορούσε να χαρακτηριστεί λογικό.
«Κάτι πρέπει να κάνεις», μουρμούρισε η Μιν, διπλώνοντας τα μπράτσα της κάτω από τα στήθη της. «Η αύρα του Λογκαίν εκπέμπει μεγαλοπρέπεια περισσότερο από ποτέ. Ίσως θεωρεί ακόμα πως είναι ο αληθινός Αναγεννημένος Δράκοντας. Στις δε εικόνες που είδα γύρω από τον Άρχοντα Ντάβραμ υπάρχει κάτι... σκοτεινό. Αν στραφεί εναντίον σου ή σκοτωθεί... Άκουσα κάποιον από τους στρατιώτες να λέει ότι ο Άρχοντας Ντομπραίν μπορεί να πεθάνει. Αν χάσουμε έστω κι έναν από αυτούς, θα είναι πλήγμα. Αν χάσεις και τους τρεις, θα σου πάρει πάνω από έναν χρόνο να συνέλθεις».
«Αφού το είδες, θα συμβεί. Πρέπει να αντεπεξέλθω με αυτά που μπορώ, Μιν, όχι ν’ ανησυχώ για κάτι που αδυνατώ να κάνω». Τον κοίταξε με αυτό το χαρακτηριστικό γυναικείο βλέμμα, λες κι ήταν έτοιμος να ξεκινήσει καυγά.
Ένα γρατζούνισμα στην πόρτα ανάγκασε τον Ραντ να στρέψει το κεφάλι του προς τα εκεί και τη Μιν να μετακινηθεί λίγο στο πλάι. Ο άντρας υποπτεύθηκε πως είχε βγάλει από το μανίκι της ένα μαχαίρι, έτοιμη να το εκσφενδονίσει, και το έκρυβε πίσω από τον καρπό της. Αυτή η γυναίκα κουβαλούσε επάνω της περισσότερα μαχαίρια κι από τον Θομ Μέριλιν ή ακόμα κι από τον Ματ. Χρώματα στροβιλίστηκαν μέσα στο κεφάλι του κι άρχισαν να διαχωρίζονται σε... τι; Έναν άντρα καθισμένο σε μια καρότσα; Όπως και να έχει, δεν ήταν το πρόσωπο που εμφανιζόταν μερικές φορές στη σκέψη του, η δε σκηνή χάθηκε μέσα σε ένα λεπτό χωρίς τη ζάλη που συνόδευε συνήθως αυτό το πρόσωπο.
«Περάστε», είπε ο Ραντ και στάθηκε όρθιος.
Η Έλζα άπλωσε τη βαθυπράσινη φούστα της σε μια κομψή υπόκλιση μόλις μπήκε, με τα μάτια της να λαμπυρίζουν καθώς τον κοίταγε. Ήταν μια γυναίκα φαινομενικά ευχάριστη, ήρεμη και μακάρια σαν γάτα κι έδινε την εντύπωση πως δεν είχε προσέξει καν τη Μιν. Απ’ όλες τις αδελφές που είχαν ορκιστεί αφοσίωση στο πρόσωπό του, η Έλζα ήταν η πιο ενθουσιώδης· ίσως ήταν κι η μόνη ενθουσιώδης. Οι υπόλοιπες είχαν δικούς τους λόγους να ορκιστούν στ’ όνομά του, και φυσικά η Βέριν κι οι αδελφές που ήρθαν να τον βρουν στα Πηγάδια του Ντουμάι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσουν έναν τα’βίρεν, αλλά η Έλζα, παρά τη φαινομενική της ηρεμία, έμοιαζε να καίγεται από ένα πάθος να τον δει ζωντανό μέχρι την Τάρμον Γκάι’ντον. «Μου είπες να σε ενημερώσω μόλις καταφθάσει ο Ογκιρανός», είπε η γυναίκα χωρίς να αποτραβήξει το βλέμμα της από το πρόσωπό του.
«Ο Λόιαλ!» φώναξε η Μιν χαρούμενα, τοποθετώντας ξανά το μαχαίρι μέσα στο μανίκι της καθώς προσπερνούσε την Έλζα, η οποία βλεφάρισε μόλις παρατήρησε τη λάμα. «Θα σκότωνα τον Ραντ επειδή σε άφησε να αποσυρθείς στα διαμερίσματά σου πριν σε δω!» Ο δεσμός μαρτυρούσε ότι δεν εννοούσε ακριβώς τα λόγια της.
«Ευχαριστώ», είπε ο Ραντ στην Έλζα, ακούγοντας τις εύθυμες κραυγές από το καθιστικό, το ανάλαφρο γέλιο της Μιν και τη βροντερή, πομπώδη Ογκιρανή ιλαρότητα του Λόιαλ, που έμοιαζε σαν να γελούσε η ίδια η γη. Βροντές αντήχησαν στον ουρανό.
Ίσως η επιθυμία της Άες Σεντάι έφθανε μέχρι του σημείου να θέλει να μάθει τι είπε ο Ραντ με τον Λόιαλ, γιατί τα χείλη της λέπτυναν και δίστασε κάπως πριν κάνει ακόμα μία υπόκλιση και βγει βιαστικά από την κρεβατοκάμαρα. Μια στιγμιαία παύση των χαρούμενων κραυγών φανέρωσε ότι η γυναίκα είχε περάσει από το καθιστικό, η δε συνέχισή τους ανήγγειλε την αποχώρησή της. Μόνο τότε ο Ραντ άδραξε τη Δύναμη. Προσπαθούσε κάθε φορά να μην τον δει κανείς να κάνει κάτι τέτοιο.
Φωτιά πιο καυτή κι από του ήλιου τον πλημμύρισε, καθώς και μια παγωνιά που η χειρότερη θύελλα φάνταζε σαν άνοιξη μπροστά της. Λυσσομανούσαν κι οι δύο με τέτοια ένταση που, συγκριτικά, η καταιγίδα έξω ήταν ένα τίποτα, απειλώντας να τον αφανίσουν αν έχανε έστω και για μία στιγμή την αυτοσυγκέντρωσή του. Το να αδράχνεις το σαϊντίν έμοιαζε πιότερο με μάχη για επιβίωση. Ωστόσο, το πράσινο χρώμα στις κορνίζες έγινε ξαφνικά πιο πράσινο, το μαύρο του πανωφοριού του πιο μαύρο και το χρυσαφί των κεντημάτων του ακόμα πιο χρυσαφί. Μπορούσε να διακρίνει τους κόκκους στους σκαλιστούς με περικοκλάδες στύλους του κρεβατιού, να δει τα αδιόρατα σημάδια που είχε αφήσει ο τεχνίτης όταν τους έτριβε με γυαλόχαρτο τόσα χρόνια πριν. Το σαϊντίν τον έκανε να αισθάνεται λες κι όλα αυτά τα χρόνια ήταν μισότυφλος κι αποχαυνωμένος. Κι αυτό ήταν μονάχα μέρος όσων ένιωθε.
Αγνός, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. Αγνός κι αμίαντος ξανά.
Κι έτσι ήταν. Αισθανόταν τη ρυπαρότητα που είχε σημαδέψει την αρσενική πλευρά της Δύναμης μετά το Τσάκισμα, αλλά αυτό δεν έδιωχνε τη ναυτία που ένιωθε να φουντώνει μέσα του, αυτή την επιτακτική τάση να διπλωθεί στα δύο και να αδειάσει στο πάτωμα ό,τι περιείχε το στομάχι του. Το δωμάτιο φάνηκε να στριφογυρίζει για μια στιγμή, και χρειάστηκε να ακουμπήσει στον πλησιέστερο στύλο του κρεβατιού για να ισορροπήσει. Δεν καταλάβαινε γιατί εξακολουθούσε να νιώθει αυτή την αδιαθεσία από τη στιγμή που το μίασμα είχε χαθεί πια. Ο Λουζ Θέριν ή δεν ήξερε τίποτα ή αρνιόταν να του το πει. Αυτή η αδιαθεσία, όμως, ήταν η αιτία που δεν άφηνε κανέναν να τον δει να αδράχνει το σαϊντίν, στα πλαίσια του εφικτού πάντα. Μπορεί η Έλζα να καιγόταν από την επιθυμία να τον δει να επιβιώνει έως την Τελευταία Μάχη, αλλά δεν ήταν λίγοι όσοι θα ήθελαν να τον δουν να χάνεται — και δεν ανήκαν όλοι στους Σκοτεινόφιλους.
Εκείνη τη στιγμή της αδυναμίας, ο νεκρός άντρας απλώθηκε να αδράξει το σαϊντίν. Ο Ραντ τον ένιωθε να το ψηλαφά λαίμαργα. Άραγε, ήταν δυσκολότερο από το να τον κάνει πέρα; Από μια άποψη, ο Λουζ Θέριν φάνταζε πιο συμπαγής, σαν κομμάτι του ίδιου του εαυτού του, από τη Σαντάρ Λογκόθ και μετά. Δεν είχε σημασία. Μέχρι στιγμής, είχε αφεθεί να φύγει πριν πεθάνει. Έπρεπε να κρατήσει πάση θυσία. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, αγνόησε τα επίμονα ίχνη της αδιαθεσίας στην κοιλιά του και, κάτω από τις βροντές των κεραυνών, βάδισε προς το καθιστικό.
Η Μιν ήταν όρθια στο κέντρο του δωματίου κρατώντας το ένα χέρι του Λόιαλ με τα δύο δικά της και χαμογελώντας του. Χρειαζόταν και τα δύο χέρια της για να πιάσει το ένα δικό του, και δεν αρκούσαν καν για να το καλύψει. Η κορυφή του κεφαλιού του βρισκόταν μόλις ένα πόδι χαμηλότερα από το ταβάνι. Ο Ογκιρανός φορούσε ένα καινούργιο πανωφόρι από σκούρο μπλε μάλλινο, το κάτω μέρος του οποίου έπεφτε πάνω από το σακουλιασμένο παντελόνι κι έφτανε έως το πάνω μέρος από τις μπότες του, που άγγιζαν τα γόνατα, αλλά αυτή τη φορά οι τσέπες του δεν ήταν διογκωμένες από τα γωνιώδη σχήματα των βιβλίων του. Μάτια που έμοιαζαν με μικρά πιατάκια του τσαγιού άστραψαν ζωηρά μόλις πρόσεξαν τον Ραντ, και το μειδίαμα στο πλατύ του στόμα κόντεψε να χωρίσει το πρόσωπό του στα δύο. Τα χνουδωτά αυτιά που εξείχαν μέσα από τα δασύτριχα μαλλιά του τρεμούλιασαν από ευχαρίστηση.
«Ο Άρχοντας Αλγκάριν διαθέτει δωμάτια για Ογκιρανούς φιλοξενούμενους, Ραντ», είπε ο Λόιαλ κι η φωνή του βρόντησε σαν ηχώ τυμπάνου. «Το φαντάζεσαι; Έξι! Βέβαια, δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για κάμποσο καιρό, αλλά αερίζονταν κάθε βδομάδα για να φύγει η μούχλα, και τα κλινοσκεπάσματα είναι από λινό εξαιρετικής ποιότητας. Νόμιζα πως θα αναγκαζόμουν να διπλωθώ πάλι στα δύο, σε κανένα κρεβάτι ανθρώπινου μεγέθους. Χμμ. Δεν θα μείνουμε πολύ καιρό εδώ, ε;» Τα μεγάλα του αυτιά βαθούλωσαν λιγάκι και κατόπιν άρχισαν να τρεμοπαίζουν ανήσυχα. «Δεν νομίζω πως θα έπρεπε, κιόλας. Θέλω να πω, ίσως να συνήθιζα τον ύπνο σε κανονικό κρεβάτι, κι αυτό δεν θα μου έκανε αν πρόκειται να μείνω μαζί σου. Δηλαδή... Τέλος πάντων, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω».
«Καταλαβαίνω», είπε μαλακά ο Ραντ. Μόνο που δεν γέλασε με τη σαστιμάρα του Ογκιρανού. Ίσως θα έπρεπε, όμως. Το γέλιο τού έλειπε τελευταία. Ύφανε ένα δίχτυ κατά των ωτακουστών γύρω από το δωμάτιο και το έδεσε σε κόμπους ώστε να μπορεί να ελευθερώσει το σαϊντίν. Τα τελευταία ίχνη ναυτίας άρχισαν να χάνονται αμέσως. Συνήθως, μπορούσε να ελέγξει την αδιαθεσία, καταβάλλοντας κάποια προσπάθεια, αλλά αν δεν ήταν ανάγκη, δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. «Μήπως βράχηκε κανένα από τα βιβλία σου;» Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Λόιαλ μόλις μπήκε μέσα ήταν να ελέγξει τα βιβλία του.
Ξαφνικά, η σκέψη ότι είχε γνέσει δίχτυ ξεπήδησε απότομα στο μυαλό του. Κάπως έτσι θα το έθετε ο Λουζ Θέριν. Συνέβαινε συχνά αυτό το πράγμα, να παρεμβάλλεται δηλαδή στον νου του μια φράση του άλλου άντρα, ή να μπερδεύονται οι μνήμες του ενός με του άλλου. Ήταν ο Ραντ αλ’Θόρ, όχι ο Λουζ Θέριν Τέλαμον. Είχε υφάνει ένα ξόρκι, δένοντας την ύφανση, δεν είχε γνέσει ένα δίχτυ δένοντάς το σε κόμπους. Ωστόσο, διαπίστωσε ότι μπορούσε να φτιάξει εξίσου εύκολα και τα δύο.
«Βράχηκαν τα Δοκίμια του Γουίλιμ του Μανέτσις», είπε αηδιασμένα ο Λόιαλ, τρίβοντας το άνω χείλος του με ένα δάχτυλο χοντρό σαν λουκάνικο. Άραγε, ήταν απρόσεκτος όσο ξυριζόταν, ή είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει ένα αμυδρό μουστάκι κάτω από την πλατιά του μύτη; «Οι σελίδες θα γεμίσουν κηλίδες. Δεν έπρεπε να είμαι τόσο απρόσεκτος, ειδικά με τα βιβλία. Βράχηκε κάπως και το βιβλίο των σημειώσεών μου, αλλά ευτυχώς το μελάνι δεν απλώθηκε. Μπορεί να διαβαστεί ακόμα, αλλά μάλλον θα χρειαστεί να φτιάξω μια θήκη, για να τα προστατεύω...» Ένα συνοφρύωμα φάνηκε να απλώνεται αργά στο πρόσωπό του, μέχρι που οι μακρόστενες άκρες των φρυδιών του κατέβηκαν στα μάγουλά του. «Φαίνεσαι κουρασμένος, Ραντ. Μιν, φαίνεται πραγματικά κουρασμένος».
«Πέρασε πολλά, αλλά τώρα ξεκουράζεται», είπε η Μιν σαν να τον υπερασπιζόταν, κι ο Ραντ χαμογέλασε λιγάκι. Η Μιν ανέκαθεν τον υπερασπιζόταν, ακόμα κι απέναντι στους φίλους του. «Όντως ξεκουράζεσαι, βοσκέ», πρόσθεσε, αφήνοντας το τεράστιο χέρι του Λόιαλ κι ακουμπώντας τις γροθιές της στους γοφούς της. «Κάτσε κι αναπαύσου. Έλα, Λόιαλ, κάτσε κάτω. Θα στραβολαιμιάσω αν συνεχίσω να σε κοιτάω».
Ο Λόιαλ χασκογέλασε και το γέλιο του ήταν σαν πνιχτό μουγκρητό ταύρου, καθώς εξέταζε επιφυλακτικά μία από τις καρέκλες με την ίσια πλάτη. Συγκριτικά με το μέγεθος του, το κάθισμα φάνταζε παιδικό. «Βοσκέ. Δεν φαντάζεσαι πόσο ωραίο μού ακούγεται που τον αποκαλείς βοσκό, Μιν». Ο Ογκιρανός έκατσε προσεκτικά. Η καρέκλα με το απέριττο σκάλισμα έτριξε υπό το βάρος του και τα γόνατα έμοιαζαν να προεξέχουν μπροστά του. «Συγγνώμη, Ραντ, αλλά είναι τόσο αστείο κι έχω πολλούς μήνες να ακούσω κάτι που να μου προκαλέσει γέλιο». Η καρέκλα άντεχε. Ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά προς την πόρτα του διαδρόμου, πρόσθεσε, αρκετά δυνατά: «Ο Κάρλντιν δεν έχει καλή αίσθηση του χιούμορ».
«Μπορείς να μιλάς ελεύθερα», αποκρίθηκε ο Ραντ. «Μας προφυλάσσει το... το ξόρκι». Παραλίγο να πει «η θωράκιση», κάτι που δεν ήταν διόλου το ίδιο πράγμα, αν κι ο ίδιος ήξερε ότι ήταν.
Παραήταν εξαντλημένος για να κάτσει, όπως παραήταν εξαντλημένος για να κοιμηθεί εύκολα τις περισσότερες νύχτες —τα κόκαλά του πονούσαν— έτσι πήγε και στάθηκε μπροστά στο τζάκι. Ο άνεμος που λυσσομανούσε στην κορυφή της καμινάδας έκανε τις φλόγες να χορεύουν πάνω στα κομμένα κούτσουρα, μεταφέροντας μερικές φορές μια μικρή μπούκλα καπνού στο εσωτερικό του δωματίου. Άκουγε τον τυμπανιστό ήχο της βροχής να πέφτει πάνω στα παράθυρα, αλλά οι κεραυνοί κι οι αστραπές είχαν πάψει να ακούγονται πια. Ίσως η θύελλα έφτανε στο τέλος της. Ενώνοντας τις παλάμες πίσω από την πλάτη του, στράφηκε από το τζάκι. «Τι λένε οι Πρεσβύτεροι, Λόιαλ;»
Αντί να απαντήσει αμέσως, ο Λόιαλ κοίταξε τη Μιν σαν να έψαχνε κουράγιο ή υποστήριξη. Βολεμένη στην άκρη μιας γαλάζιας πολυθρόνας, έχοντας βάλει το ένα πόδι πάνω στο άλλο, η γυναίκα χαμογέλασε προς το μέρος του Ογκιρανού κι ένευσε. Εκείνος αναστέναξε βαριά, κι η ανάσα του ήταν άνεμος που έβγαινε ορμητικά από βαθιά κοιλώματα. «Ο Κάρλντιν κι εγώ επισκεφθήκαμε κάθε στέντιγκ, Ραντ, εκτός φυσικά από το Στέντιγκ Σανγκτάι. Δεν κατάφερα να πάω εκεί, αλλά άφησα μήνυμα απ’ όπου περάσαμε, και το Ντάιτινγκ δεν απέχει πολύ από το Σανγκτάι. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να το παραδώσει. Το Μεγάλο Κούτσουρο θα λάβει χώρα στο Σανγκτάι, κάτι που θα τραβήξει κόσμο. Είναι η πρώτη φορά εδώ και χίλια χρόνια που συγκαλείται το Μεγάλο Κούτσουρο, συγκεκριμένα από τότε που εσείς οι άνθρωποι πολεμούσατε στον Εκατονταετή Πόλεμο, κι ήταν η σειρά του Σανγκτάι. Θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, αλλά κανείς δεν μου είπε για ποιο λόγο γίνεται αυτή η συγκέντρωση. Δεν σου λένε τίποτα για κανένα Κούτσουρο μέχρι να βγάλεις γένια», μουρμούρισε, ψηλαφώντας μια στενή λωρίδα αξύριστου γενιού στο φαρδύ του μάγουλο. Προφανώς, σκόπευε να διορθώσει αυτή την έλλειψη, χωρίς όμως να είναι σίγουρος ότι μπορούσε. Ο Λόιαλ ήταν πάνω από ενενήντα χρόνων, αλλά για τα δεδομένα των Ογκιρανών, εξακολουθούσε να είναι πιτσιρίκος.
«Κι οι Πρεσβύτεροι τι λένε;» ρώτησε υπομονετικά ο Ραντ. Έπρεπε να είναι κανείς υπομονετικός με τον Λόιαλ, όπως και με οποιονδήποτε Ογκιρανό. Γι’ αυτούς, ο χρόνος ήταν διαφορετικός απ’ ό,τι για τους ανθρώπους —ποιος άνθρωπος θα μπορούσε να θυμάται ποιου σειρά είναι έπειτα από χίλια χρόνια;— κι αν του έδινες θάρρος, ο Λόιαλ θα συνέχιζε να μιλά για πολύ ακόμα. Επ’ αόριστον, ίσως.
Τα αυτιά του Λόιαλ συσπάστηκαν, κι έριξε άλλη μια ματιά στη Μιν, η οποία τον παρότρυνε μ’ ένα ακόμα χαμόγελο. «Λοιπόν, όπως είπα, επισκέφθηκα όλα τα στέντιγκ, εκτός από το Σανγκτάι. Ο Κάρλντιν δεν μπορούσε να μπει. Προτιμούσε να κοιμάται κάθε νύχτα κάτω από έναν θάμνο, παρά να αποκοπεί έστω και για ένα λεπτό από την Πηγή». Ο Ραντ δεν είπε τίποτα, αλλά ο Λόιαλ ανασήκωσε τα χέρια του από τα γόνατά του, με τις παλάμες προς τα έξω. «Θα έρθω στο προκείμενο, Ραντ. Σοβαρά. Έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά δεν ξέρω αν ήταν αρκετό. Το στέντιγκ στις Μεθόριες Χώρες μού είπε να επιστρέψω και ν’ αφήσω το ζήτημα στους παλαιότερους και σοφότερους. Το ίδιο μου είπαν στο Σαντούν και το Μαρντούν, στα όρη της Ακτής της Σκιάς. Το άλλο στέντιγκ συμφώνησε να φρουρεί τις Πύλες των Οδών. Δεν νομίζω πως πιστεύουν ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, αλλά συμφώνησαν, συνεπώς είναι σίγουρο πως θα τις φρουρούν στενά. Επιπλέον, είμαι βέβαιος ότι θα βρεθεί κάποιος να μεταβιβάσει το μήνυμα στο Σανγκτάι. Οι Πρεσβύτεροι του Σανγκτάι δεν θέλουν με τίποτα να έχουν μια Πύλη ακριβώς έξω από το στέντιγκ. Έπρεπε να είχα ακούσει τον Πρεσβύτερο Χάμαν, που είχε πει πάνω από εκατό φορές ότι είναι επικίνδυνο. Ξέρω ότι θα συμφωνήσουν σχετικά με την επιτήρηση».
Ο Ραντ ένευσε αργά. Οι Ογκιρανοί δεν έλεγαν ποτέ ψέματα ή, τουλάχιστον, οι ελάχιστοι που το είχαν προσπαθήσει, απέτυχαν τόσο οικτρά, ώστε σπάνια θα το ξαναπροσπαθούσαν. Ο λόγος ενός Ογκιρανού ήταν ισότιμος με ανθρώπινο όρκο. Ναι, πράγματι οι Πύλες των Οδών έπρεπε να φρουρούνται στενά, εκτός από αυτές στις Μεθόριες Χώρες και στα βουνά νότια της Αμαδισία και του Τάραμπον. Από πύλη σε πύλη, μπορούσε κάποιος να ταξιδέψει από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου έως τον Ωκεανό Άρυθ, από τις Μεθόριες έως τη Θάλασσα των Καταιγίδων, διασχίζοντας έναν κόσμο παράξενο, που έμοιαζε να βρίσκεται έξω από τον χρόνο ή μάλλον παράπλευρα με τον χρόνο. Δύο μέρες πορείας κατά μήκος των Οδών ήταν ικανές να σε πάνε εκατό μίλια μακρύτερα, ακόμα και πεντακόσια, ανάλογα με τα μονοπάτια που διάλεγες να ακολουθήσεις. Αρκεί, βέβαια, να έπαιρνες και το ανάλογο ρίσκο. Στις Οδούς μπορούσες να πεθάνεις πολύ εύκολα ή να πάθεις κάτι ακόμα χειρότερο. Οι Οδοί είχαν εξαχρειωθεί και διαφθαρεί προ πολλού. Τους Τρόλοκ, βέβαια, δεν τους ένοιαζε αυτό, ειδικά έχοντας τους Μυρντράαλ για οδηγούς. Οι Τρόλοκ ενδιαφέρονταν μονάχα για σκοτωμούς, ειδικά με τη βοήθεια των Μυρντράαλ. Εννέα Ενδιάμεσες Πύλες είχαν παραμείνει αφύλακτες, με κίνδυνο κάποια εξ αυτών να ανοίξει ανά πάσα στιγμή, εξαπολύοντας δεκάδες χιλιάδες Τρόλοκ. Οποιουδήποτε είδους φρουρά ήταν παντελώς αδύναμη χωρίς τη συνεργασία των στέντιγκ. Πολύς κόσμος δεν πίστευε στην ύπαρξη των Ογκιρανών, ενώ ελάχιστοι απ’ όσους πίστευαν ήθελαν να ανακατευτούν σε μπελάδες μαζί τους. Ίσως οι Άσα’μαν να ήταν πρόθυμοι για κάτι τέτοιο, αρκεί να είχε αρκετούς έμπιστους.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν ο μόνος κουρασμένος της παρέας. Ο Λόιαλ έμοιαζε εξαντλημένος. Το πανωφόρι του ήταν τσαλακωμένο και κρεμόταν χαλαρά πάνω του. Ήταν επικίνδυνο για έναν Ογκιρανό να βρίσκεται πολύ καιρό μακριά από το στέντιγκ, κι ο Λόιαλ είχε αφήσει το δικό του εδώ και πέντε τουλάχιστον χρόνια. Ίσως αυτές οι σύντομες επισκέψεις των τελευταίων μηνών να μην ήταν αρκετές γι’ αυτόν. «Μάλλον θα πρέπει να επιστρέψεις πια, Λόιαλ. Το στέντιγκ Σανγκτάι απέχει λίγες μέρες μονάχα από δω».
Η καρέκλα του Λόιαλ έτριξε επικίνδυνα, καθώς σηκώθηκε απότομα. Τα αυτιά του τεντώθηκαν ανήσυχα. «Η μητέρα μου θα βρίσκεται εκεί, Ραντ. Είναι ξακουστή Ομιλήτρια. Δεν θα έχανε ποτέ της ένα Μεγάλο Κούτσουρο».
«Δεν προλαβαίνει να έρθει από τους Δύο Ποταμούς», αποκρίθηκε ο Ραντ. Η μάνα του Λόιαλ ήταν επίσης ξακουστή πεζοπόρος, αλλά υπήρχαν όρια, ακόμα και για μια Ογκιρανή.
«Δεν την ξέρεις καλά τη μάνα μου», μουρμούρισε ο Λόιαλ κι η φωνή του έμοιαζε με δυσοίωνη βροντή τυμπάνου. «Εξακολουθεί να έχει υπό την προστασία της την Έριθ».
Η Μιν έγειρε προς το μέρος του Ογκιρανού και μια επικίνδυνη λάμψη φάνηκε στο βλέμμα της. «Από τον τρόπο που μιλάς για την Έριθ, καταλαβαίνω πως θέλεις να την παντρευτείς, οπότε γιατί την αποφεύγεις;»
Ο Ραντ την κοίταξε εξεταστικά από το τζάκι. Γάμος. Η Αβιέντα θεωρούσε δεδομένο ότι θα την παντρευόταν, όπως επίσης και την Ηλαίην και τη Μιν, και μάλιστα με τον Αελίτικο τρόπο. Όσο κι αν φάνταζε παράξενο, το ίδιο έμοιαζε να σκέφτεται κι η Ηλαίην ή έτσι τουλάχιστον πίστευε ο Ραντ. Η Μιν τι σκεφτόταν, άραγε; Ποτέ της δεν είχε μιλήσει γι’ αυτό το θέμα. Δεν έπρεπε να τις είχε αφήσει να τον δεσμεύσουν. Ο δεσμός θα τις έπνιγε στη θλίψη όταν ο ίδιος θα πέθαινε.
Τα αυτιά του Λόιαλ τρεμούλιασαν προειδοποιητικά. Τα αυτιά ήταν ένας από τους λόγους που οι Ογκιρανοί δεν τα κατάφερναν καλά με τα ψέματα. Έκανε καθησυχαστικές χειρονομίες, λες κι η Μιν τον είχε ξεπεράσει σε μέγεθος. «Φυσικά και θέλω, Μιν. Φυσικά και το θέλω. Η Έριθ είναι όμορφη και πολύ διορατική. Σου έχω πει ποτέ πόσο προσεκτικά με άκουγε όταν της εξηγούσα... Φυσικά και σ’ το έχω πει. Το λέω σε όποιον συναντώ. Θέλω πολύ να την παντρευτώ, αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι όπως μ’ εσάς, τους ανθρώπους, Μιν. Εσύ κάνεις ό,τι σου ζητάει ο Ραντ, ενώ η Έριθ θα περιμένει από μένα να κατασταλάξω και να μείνω σπίτι. Οι σύζυγοι δεν αφήνουν ποτέ τον άντρα τους να πάει κάπου και να κάνει ό,τι θέλει, αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει ν’ αφήσει το στέντιγκ έστω και για λίγες μέρες. Πρέπει να τελειώσω το βιβλίο μου, και πώς θα το κάνω αν δεν μπορώ να παρακολουθώ τι κάνει ο Ραντ; Είμαι σίγουρος ότι έχει κάνει πολλά από τότε που έφυγα από την Καιρχίν, και ξέρω πολύ καλά ότι δεν θα καταφέρω να καταγράψω τα πάντα. Η Έριθ απλώς δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Μιν; Μιν, είσαι θυμωμένη μαζί μου;»
«Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;» τον ρώτησε ψυχρά εκείνη.
Ο Λόιαλ αναστέναξε βαριά. Η ανακούφιση του ήταν τόσο προφανής, που ο Ραντ τον κοίταξε κάπως παραξενεμένος. Μα το Φως, ο Ογκιρανός όντως είχε πιστέψει ότι η Μιν το εννοούσε πως δεν ήταν θυμωμένη. Ο Ραντ ήξερε καλά ότι στο θέμα των γυναικών ήταν σαν να πηγαίνει ψηλαφητά στο σκοτάδι, ακόμα και με τη Μιν —ή, μάλλον, ειδικά με τη Μιν— αλλά ο Λόιαλ έπρεπε να μάθει κάτι παραπάνω απ’ όσα ήξερε πριν παντρευτεί την Έριθ, ειδάλλως η γυναίκα θα τον έγδερνε σαν άρρωστο κατσίκι. Καλύτερα να τον έβγαζε από το δωμάτιο προτού αναλάμβανε η Μιν να κάνει αυτό που θα έκανε ο Έριθ. Ο Ραντ ξερόβηξε.
«Σκέψου το κατά τη διάρκεια της νύχτας, Λόιαλ», του είπε. «Ίσως το πρωί να έχεις αλλάξει γνώμη». Ένα κομμάτι του εαυτού του ήλπιζε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Ογκιρανός έλειπε πολύ καιρό από το σπίτι. Ένα άλλο κομμάτι του εαυτού του όμως... Ίσως μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Λόιαλ, αν ήταν αλήθεια όσα του είχε πει η Αλίβια σχετικά με τους Σωντσάν. Μερικές φορές αηδίαζε με τον ίδιο τον εαυτό του. «Όπως και να έχει, πρέπει να μιλήσω με τον Μπασίρε τώρα. Και με τον Λογκαίν». Τα χείλη του σφίχτηκαν μόλις πρόφερε το συγκεκριμένο όνομα. Τι δουλειά είχε ο Λογκαίν να είναι ντυμένος στα μαύρα των Άσα’μαν;
Ο Λόιαλ δεν σηκώθηκε. Η έκφρασή του έγινε πιο ανήσυχη, τα αυτιά του έγειραν προς τα πίσω και τα φρύδια του καμπύλωσαν. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να σου αναφέρω, Ραντ. Έχει σχέση με τις Άες Σεντάι που ήρθαν μαζί μας».
Οι αστραπές φώτισαν τον ουρανό έξω από τα παράθυρα κι οι κεραυνοί ακούστηκαν δυνατότεροι από ποτέ πάνω από τα κεφάλια τους. Μερικές φορές, η ανάπαυλα μιας θύελλας σημαίνει απλώς ότι έρχονται τα χειρότερα.
Σου είχα πει να τους σκοτώσεις όλους όταν είχες την ευκαιρία, γέλασε ο Λουζ Θέριν. Σου το είχα πει.
«Είσαι σίγουρη ότι δεσμεύτηκαν, Σαμίτσου;» ρώτησε η Κάντσουεϊν με σταθερή αλλά αρκετά δυνατή φωνή, ώστε να ακουστεί πάνω από τους κεραυνούς που αντηχούσαν στη σκεπή του αρχοντικού. Οι κεραυνοί κι οι αστραπές ταίριαζαν γάντι με τη διάθεσή της. Έτοιμη ήταν να αρχίσει να γρυλίζει. Χρειάστηκε να επιστρατεύσει ένα σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης και της πείρας της για να δείξει ήρεμη, ρουφώντας το ζεστό τσάι από πιπερόριζα. Εδώ και πολύ καιρό χαλιναγωγούσε τα συναισθήματά της και δεν τα άφηνε να πάρουν το πάνω χέρι, αλλά τώρα ήθελε να δαγκώσει κάτι ή κάποιον.
Η Σαμίτσου κρατούσε επίσης μια πορσελάνινη κούπα με τσάι, αλλά δεν είχε πιει ούτε γουλιά. Επιπλέον, είχε αγνοήσει την Κάντσουεϊν όταν της είχε προσφέρει κάθισμα. Η λεπτοκαμωμένη αδελφή αποτραβήχτηκε από την παρατήρηση των φλογών του αριστερού τζακιού κι οι καμπανούλες στα μαύρα της μαλλιά κουδούνισαν καθώς κούνησε το κεφάλι της. Δεν είχε μπει στον κόπο να στεγνώσει τα μαλλιά της, τα οποία κρέμονταν μουσκεμένα και βαριά μέχρι την πλάτη της. Τα ανοιχτοκάστανα μάτια της ήταν ανήσυχα. «Δύσκολα θα ρωτούσα κάτι τέτοιο μια αδελφή, Κάντσουεϊν, άσε που σίγουρα δεν θα μου έλεγε τίποτα. Και ποιος θα μου έλεγε, δηλαδή; Αρχικά, νόμιζα πως είχαν πράξει όπως η Μερίς, η Κόρελε κι η κακομοίρα η Ντάιγκιαν». Ένας φευγαλέος μορφασμός συμπόνιας χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Γνώριζε πολύ καλά τον πόνο της απώλειας που κατέτρωγε την Ντάιγκιαν, κάτι που ήξερε καλά κάθε αδελφή μετά τον χαμό του πρώτου της Προμάχου. «Είναι ολοφάνερο, όμως, ότι η Τοβέιν κι η Γκαμπρέλ έχουν δεσμεύσει τον Λογκαίν. Έχω την εντύπωση, μάλιστα, πως η Γκαμπρέλ ξαπλώνει μαζί του. Αν τίθεται θέμα δεσμού, θα πρέπει να ήταν υπεύθυνοι οι άντρες».
«Αντίποινα», μουρμούρισε η Κάντσουεϊν πάνω από το τσάι της. Μερικοί ισχυρίζονταν πως, αν εφάρμοζες αντίποινα, έπαιζες τίμιο παιχνίδι, αλλά η ίδια δεν πίστευε στις τίμιες μάχες. Ή παλεύεις ή δεν παλεύεις, δεν πρόκειται για παιχνίδι. Η αμεροληψία ήταν για τους ανθρώπους που είχαν δέσει τον γάιδαρό τους και το έριχναν στην αμπελοφιλοσοφία τη στιγμή που άλλοι έχυναν αίμα. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να κάνει πολλά πέρα από το να προσπαθήσει να βρει τρόπο να ισορροπήσει τα πράγματα. Η ισορροπία δεν ισοδυναμούσε με την αμεροληψία. Τα πράγματα είχαν εξελιχθεί εντελώς αναπάντεχα. «Πολύ χαίρομαι που με προειδοποίησες πριν χρειαστεί να αντιμετωπίσω την Τοβέιν και τις υπόλοιπες, αλλά θέλω να επιστρέψεις στην Καιρχίν αύριο, με το πρώτο φως της αυγής».
«Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα περισσότερο, Κάντσουεϊν», είπε πικραμένη η Σαμίτσου. «Οι μισοί απ’ όσους διέταξα άρχισαν να συζητούν με τη Σασέιλ αν είχα δίκιο ή όχι, κι οι άλλοι μισοί μού είπαν κατάμουτρα ότι η ίδια είχε διατάξει διαφορετικά. Ο Άρχοντας Μπασίρε τής είπε να ελευθερώσει τους Προμάχους —δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς τους βρήκε αρχικά— κι εκείνη το ανέθεσε στη Σορίλεα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το σταματήσω. Η Σορίλεα συμπεριφερόταν λες κι είχα απαρνηθεί τα πάντα! Δεν καταλαβαίνει και δεν διστάζει να διαλαλεί όχι, κατά τη γνώμη της, είμαι τρελή. Δεν έχει νόημα να γυρίσω πίσω, εκτός αν περιμένεις από μένα να κουβαλάω τα γάντια της Σασέιλ».
«Αυτό που περιμένω από σένα, Σαμίτσου, είναι να την προσέχεις. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Θέλω να ξέρεις ανά πάσα στιγμή τι κάνουν οι Δρακορκισμένες αδελφές όταν εγώ κι οι Σοφές δεν τις επιτηρούμε κρατώντας μαστίγιο. Εσύ ανέκαθεν ήσουν παρατηρητική». Η υπομονή δεν αποτελούσε ποτέ ιδιαίτερο γνώρισμά της, αλλά μερικές φορές η Σαμίτσου την είχε ανάγκη. Η Κίτρινη αδελφή ήταν όντως παρατηρητική, έξυπνη και, τις περισσότερες φορές, σθεναρή στη θέληση της, για να μην αναφέρουμε ότι ήταν η καλύτερη εν ζωή Θεραπεύτρια —μέχρι την εμφάνιση του Ντάμερ Φλιν, τουλάχιστον— αλλά υπήρχαν φορές που η αυτοπεποίθησή της έπαιρνε την κατιούσα. Το μαστίγιο δεν είχε αποτελέσματα με τη Σαμίτσου, αντίθετα με μερικά φιλικά χτυπήματα στην πλάτη· άλλωστε, ήταν γελοίο να μη χρησιμοποιείς κάτι που έχει αποτέλεσμα. Καθώς η Κάντσουεϊν τής υπενθύμιζε πόσο έξυπνη ήταν, πόσο ικανή στη Θεραπεία —πράγμα απαραίτητο όταν είχες απέναντι σου τη Σαμίτσου, αφού θα την έπιανε κατάθλιψη αν αποτύγχανε να Θεραπεύσει έναν νεκρό άντρα— και πόσο ευφυής, η Αραφελινή αδελφή άρχισε να ξεθαρρεύει. Η αυτοπεποίθησή της επέστρεψε.
«Να είσαι σίγουρη πως η Σασέιλ δεν θα αλλάξει ούτε τις κάλτσες της χωρίς να το μάθω», είπε κοφτά. Η αλήθεια ήταν ότι η Κάντσουεϊν δεν περίμενε τίποτα λιγότερο. «Αν επιτρέπεται, όμως», είπε η Σαμίτσου ευγενικά, κι ήταν προφανές πως είχε ανακτήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της, μια και δεν έμοιαζε διόλου με ζαρωμένο λουλουδάκι, κάτι που συνέβαινε μονίμως όποτε η αυτοπεποίθησή της χανόταν, «γιατί βρίσκεσαι εδώ, στην πίσω μεριά του Δακρύου; Τι σκοπεύει να κάνει ο νεαρός αλ’Θόρ; Ή μήπως πρέπει να πω, τι σκοπεύεις εσύ να τον βάλεις να κάνει;»
«Αποσκοπεί σε κάτι πολύ επικίνδυνο», αποκρίθηκε η Κάντσουεϊν. Αστραπές φώτισαν τα παράθυρα, αιχμηρές, ασημένιες διχάλες σε έναν ουρανό σκοτεινό σχεδόν σαν τη νύχτα. Η γυναίκα γνώριζε πολύ καλά σε τι αποσκοπούσε. Δεν ήξερε όμως κατά πόσον έπρεπε να το σταματήσει ή όχι.
«Πρέπει να τελειώνουμε!» βρόντησε ο Ραντ κι η φωνή του ενώθηκε με τους βροντερούς ήχους που έρχονταν από τον ουρανό. Είχε βγάλει το πανωφόρι του πριν από τη συνάντηση, διπλώνοντας τα μανίκια του προς τα επάνω, για να αποκαλύψει τους περιτυλιγμένους χρυσοπόρφυρους Δράκοντες γύρω από τα μπράτσα του, τα κεφάλια των οποίων στολίζονταν από χρυσαφιές χαίτες κι αναπαύονταν στο πάνω μέρος των χεριών του. Ήθελε να υπενθυμίζει στον άνθρωπο απέναντι του ότι είχε μπροστά του τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Τα χέρια του όμως είχαν γίνει γροθιές, για να μην ενδώσει στις παροτρύνσεις του Λουζ Θέριν και στραγγαλίσει αυτόν τον καταραμένο, τον Λογκαίν Άμπλαρ. «Δεν είναι ανάγκη να εμπλακώ σε πόλεμο με τον Λευκό Πύργο, και δεν θα επιτρέψω σ’ εσάς, τους καταραμένους Άσα’μαν, να με αναγκάσετε να το κάνω! Κατανοητό;»
Τα χέρια του Λογκαίν, που αναπαύονταν πάνω στη μακρόστενη λαβή του ξίφους του, δεν τρεμούλιασαν καθόλου. Ήταν μεγαλόσωμος, αν και πιο κοντός από τον Ραντ, με σταθερό βλέμμα, χωρίς να προδίδει διόλου ότι τον είχαν κατσαδιάσει, ανακαλώντας τον στη τάξη. Το ασημένιο ξίφος κι ο χρυσοκόκκινος Δράκοντας λαμπύριζαν έντονα υπό το φως του φανού στο ψηλό πέτο του μαύρου και μάλλον φρεσκοσιδερωμένου πανωφοριού του. «Υπονοείς, δηλαδή, ότι πρέπει να τις ελευθερώσουμε;» ρώτησε ψύχραιμα. «Προτίθενται οι Άες Σεντάι να ελευθερώσουν όσους από εμάς έπιασαν αιχμαλώτους;»
«Όχι!» αποκρίθηκε κοφτά και ξινά ο Ραντ. «Ό,τι έγινε, έγινε». Η Μερίς είχε σοκαριστεί τόσο πολύ όταν της ζήτησε να ελευθερώσει τον Ναρίσμα, που θα έλεγες ότι της είπε να εγκαταλείψει ένα σκυλάκι στην άκρη του δρόμου. Άσε που υποψιαζόταν ότι ο Φλιν θα έδινε σκληρή μάχη για να προσκολληθεί στην Κόρελε, όπως η Μερίς σ’ εκείνον. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως μεταξύ τους υπήρχε κάτι περισσότερο από έναν απλό δεσμό. Εν πάση περιπτώσει, αν μια Άες Σεντάι μπορούσε να δεσμεύσει έναν άντρα με την ικανότητα της διαβίβασης, γιατί να μην μπορεί μια χαριτωμένη γυναίκα να κάνει τα γλυκά μάτια σ’ έναν σακάτη γέρο; «Πάντως, συνειδητοποιείς το χάος που προκαλέσατε, έτσι; Όπως έχουν τα πράγματα, ο μόνος άντρας που μπορεί να διαβιβάσει και τον οποίο θέλει ζωντανό η Ελάιντα είμαι εγώ, κι αυτό μέχρι να λήξει η Τελευταία Μάχη. Μόλις το μάθει αυτό, θα την πιάσει λύσσα να σας σκοτώσει όλους με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν έχω ιδέα πώς θα αντιδράσουν οι υπόλοιπες, αλλά η Εγκουέν ήταν πάντα σκληρή διαπραγματεύτρια. Ίσως πρέπει να αποθαρρύνω τους Άσα’μαν, ώστε να μη δεσμευτούν με τις Άες Σεντάι, μέχρι να εξισορροπηθούν οι αριθμοί σας. Μέχρι, δηλαδή, να πάψουν να αποφασίζουν ότι όλοι σας πρέπει να πεθάνετε το συντομότερο δυνατόν. Ό,τι έγινε, έγινε, αλλά μέχρι εκεί!»
Ο Λογκαίν γινόταν όλο και πιο δύσκαμπτος με κάθε λέξη του Ραντ, αλλά δεν τράβηξε το βλέμμα του από πάνω του, αγνοώντας επιδεικτικά τους υπόλοιπους παρισταμένους στο καθιστικό. Η Μιν δεν ήθελε με τίποτα να ανακατευτεί σε αυτή τη συνάντηση, οπότε είχε αποσυρθεί για να διαβάσει. Ο Ραντ αδυνατούσε να ξεχωρίσει το πάνω από το κάτω στα βιβλία του Χέριντ Φελ, αλλά η Μιν τα έβρισκε συγκλονιστικά. Είχε επιμείνει, ωστόσο, να παραμείνει ο Λόιαλ, κι ο Ογκιρανός έκανε πως κοίταζε με προσοχή τις φλόγες του τζακιού. Πού και πού, έριχνε ματιές στην πόρτα, με τα τριχωτά του αυτιά να συσπώνται, λες κι αναρωτιόταν αν μπορούσε να ξεγλιστρήσει απαρατήρητος, με την κάλυψη της καταιγίδας. Ο Ντάβραμ Μπασίρε φάνταζε ακόμη πιο κοντός απ’ όσο πράγματι ήταν πλάι στον Ογκιρανό, ένας ψαρομάλλης άντρας με σκούρα αμυγδαλωτά μάτια, μύτη σαν ράμφος και παχιά μουστάκια, που σχημάτιζαν καμπύλη γύρω από το στόμα του. Έφερε κι αυτός ξίφος, μια οφιοειδή λάμα, μικρότερη από του Λογκαίν. Ο Μπασίρε πιότερο κοιτούσε την κούπα με το κρασί του παρά οποιονδήποτε άλλον, αλλά όποτε η ματιά του έπεφτε στον Λογκαίν, ο αντίχειρας του διέτρεχε ασυνείδητα τη λαβή του σπαθιού του. Ο Ραντ πίστευε πως το έκανε αφηρημένα.
«Ο Τάιμ έδωσε τη διαταγή», είπε ψυχρά ο Λογκαίν, αν κι ένιωθε κάπως άβολα καθώς έδινε εξηγήσεις στο ακροατήριο. Μια ξαφνική αστραπή δίπλα στο οίκημα έριξε για μια στιγμή το πρόσωπό του στις σκιές, μια μελαγχολική μάσκα σκοταδιού. «Υπέθεσα πως τον είχες διατάξει εσύ». Το βλέμμα του έπεσε φευγαλέα στην κατεύθυνση του Μπασίρε και τα χείλη του σφίχτηκαν. «Ο Τάιμ κάνει μερικές φορές πράγματα που ο κόσμος νομίζει πως διέταξες εσύ», συνέχισε απρόθυμα, «αλλά έχει τα δικά του σχέδια. Ο Φλιν, ο Ναρίσμα κι ο Μάνφορ ανήκουν στη λίστα των λιποτακτών, όπως επίσης και κάθε Άσα’μαν που σου ανήκει. Έχει κοντά του μια κλίκα είκοσι-τριάντα αντρών τους οποίους εκπαιδεύει ιδιαιτέρως. Κάθε άντρας με το έμβλημα του Δράκοντα ανήκει σε μια τέτοια ομάδα, εκτός από μένα, κι αν είχε λίγο περισσότερο θράσος, δεν θα μου έδινε τον Δράκοντα. Ασχέτως των πράξεών σου, ήρθε η ώρα να στρέψεις την προσοχή σου στον Μαύρο Πύργο, προτού ο Τάιμ τον διασπάσει χειρότερα απ’ ό,τι τον Λευκό. Αν γίνει κάτι τέτοιο, θα ανακαλύψεις πως οι περισσότεροι είναι αφοσιωμένοι σ’ εκείνον, όχι σ’ εσένα. Εκείνον τον ξέρουν καλά, ενώ εσένα οι περισσότεροι δεν σ’ έχουν δει καν».
Νευριασμένος, ο Ραντ τράβηξε κάτω τα μανίκια του και κάθισε βαριά στην καρέκλα. Όσα είχε κάνει δεν έπαιζαν κανένα ρόλο για τον Λογκαίν. Ο άντρας γνώριζε ότι το σαϊντίν ήταν καθαρό, αλλά δεν πίστευε ότι ο Ραντ ή οποιοσδήποτε άλλος άντρας μπορούσε να κάνει από μόνος του την κάθαρση. Μήπως νόμιζε πως ο Δημιουργός είχε αποφασίσει να τους απλώσει σπλαχνικά το χέρι έπειτα από τρεις χιλιάδες χρόνια βασάνων; Ο Δημιουργός είχε φτιάξει τον κόσμο, αλλά κατόπιν άφησε την ανθρωπότητα να τα βγάλει πέρα μόνη της, να δημιουργήσει έναν παράδεισο ή ένα Χάσμα του Χαμού, ανάλογα με τις προτιμήσεις της. Ο Δημιουργός είχε φτιάξει πολλούς κόσμους, παρακολουθούσε κάθε λουλούδι που βλάσταινε ή πέθαινε, και κατόπιν προχωρούσε ακόμα πιο πέρα, για να φτιάξει κι άλλους, ατελείωτους. Ο κηπουρός δεν θρηνεί για κάθε άνθος που μαραίνεται.
Προς στιγμήν, σκέφτηκε πως όλα αυτά ίσως ήταν συλλογισμοί του Λουζ Θέριν. Απ’ όσο θυμόταν, δεν είχε σκεφτεί ποτέ του έτσι για τον Δημιουργό ή για οτιδήποτε άλλο. Ωστόσο, διαισθανόταν τον Λουζ Θέριν να νεύει συμφωνώντας, σαν κάποιος που δεν δίνει την παραμικρή προσοχή στα λόγια κάποιου άλλου. Πάντως, η αλήθεια είναι πως δύσκολα θα έκανε ο ίδιος τέτοιες σκέψεις πριν από τον Λουξ Θέριν. Πόση απόσταση τους χώριζε, άραγε;
«Ο Τάιμ πρέπει να περιμένει», είπε κουρασμένα. Για πόσο, όμως; Παραξενεύτηκε που δεν άκουσε τον Λουζ Θέριν να ωρύεται ότι έπρεπε να τον σκοτώσει. Μακάρι αυτό να τον έκανε να νιώσει καλύτερα. «Μπασίρε, ήρθες για να βεβαιωθείς ότι με βρήκε ο Λογκαίν ή για να μου αναφέρεις ότι κάποιος μαχαίρωσε τον Ντομπραίν; Εκτός αν έχεις να μου αναθέσεις κάτι επείγον».
Ακούγοντας τον τόνο της φωνής του Ραντ, τα φρύδια του Μπασίρε ανασηκώθηκαν και το σαγόνι του σφίχτηκε καθώς έριξε μια ματιά στον Λογκαίν, αλλά ένα λεπτό αργότερα ρουθούνισε τόσο βαριά, που τα παχιά του μουστάκια τρεμούλιασαν. «Δύο άντρες έκαναν άνω-κάτω τη σκηνή μου», είπε, ακουμπώντας την κούπα με το κρασί του σε ένα σκαλιστό μπλε τραπεζάκι, ακουμπισμένο στον τοίχο, «ο ένας εκ των οποίων είχε ένα σημείωμα που θα ορκιζόμουν ότι το είχα γράψει εγώ αν δεν ήξερα κάποια πράγματα. Ήταν μια διαταγή να απομακρύνω "συγκεκριμένα τεμάχια". Ο Λόιαλ μού είπε ότι οι τύποι που μαχαίρωσαν τον Ντομπραίν είχαν μαζί τους το ίδιο σημείωμα, γραμμένο προφανώς με το χέρι του Ντομπραίν. Με λίγη σκέψη, ακόμα κι ένας τυφλός θα έβλεπε πού αποσκοπούσαν. Ο Ντομπραίν κι εγώ είμαστε οι πιθανότεροι υποψήφιοι για τη φρούρηση των σφραγίδων. Έχεις τρεις κι είπες ότι έχουν σπάσει τρεις. Ίσως η Σκιά γνωρίζει πού βρίσκεται η τελευταία».
Ο Λόιαλ είχε στραφεί από το τζάκι όσο μιλούσε ο Σαλδαίος, με τα αυτιά του τεντωμένα, και τώρα ξέσπασε. «Το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό, Ραντ. Αν κάποιος σπάσει όλες τις σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού, ή απλώς μία-δύο ακόμα, ο Σκοτεινός θα ελευθερωθεί. Ακόμα κι εσύ δεν μπορείς ν’ αντιμετωπίσεις τον Σκοτεινό! Ξέρω, βέβαια, ότι οι Προφητείες λένε πως θα το κάνεις, αλλά μάλλον είναι σχήμα λόγου». Ακόμα κι ο Λογκαίν έμοιαζε προβληματισμένος και το βλέμμα του περιεργαζόταν τον Ραντ, λες και τον μετρούσε για να δει αν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον Σκοτεινό.
Ο Ραντ έγειρε πίσω, στο κάθισμά του, προσέχοντας να μην αφήσει να φανεί η κούρασή του. Από τη μία, οι σφραγίδες στη φυλακή του Σκοτεινού. Από την άλλη, ο Τάιμ που δίχαζε τους Άσα’μαν. Η έβδομη σφραγίδα είχε σπάσει ήδη, άραγε; Μήπως η Σκιά είχε ήδη αρχίσει να προετοιμάζεται για την Τελευταία Μάχη; «Κάποτε, μου είχες πει κάτι, Μπασίρε. Αν ο εχθρός σού προσφέρει δύο στόχους...»
«Χτύπα τον τρίτο», αποτελείωσε γοργά την πρόταση ο Μπασίρε, ενώ ο Ραντ ένευσε καταφατικά. Ούτως ή άλλως, είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Οι κεραυνοί κροτάλιζαν στα παράθυρα τόσο πολύ, που κουνούσαν τα πλαίσιά τους. Η θύελλα δυνάμωνε ολοένα.
«Δεν μπορώ να πολεμήσω ταυτόχρονα τη Σκιά και τους Σωντσάν. Θα στείλω τους τρεις σας να συνάψετε ανακωχή με τους Σωντσάν».
Ο Μπασίρε με τον Λογκαίν έμειναν εμβρόντητοι και σιωπηλοί, μέχρι που άρχισαν να λογομαχούν. Ο Λόιαλ ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει.
Η Έλζα έκανε νευρικές κινήσεις ακούγοντας την αναφορά του Φίαριλ σχετικά με το τι συνέβη από τότε που τον είχε αφήσει στην Καιρχίν. Δεν ήταν η τραχιά φωνή του άντρα που την εκνεύριζε. Μισούσε τις αστραπές κι ευχήθηκε να υπήρχε κάποιο ξόρκι για να διώξει τις δυνατές λάμψεις που άστραφταν στα παράθυρα, όπως ακριβώς είχε χρησιμοποιήσει το ξόρκι ενάντια στους ωτακουστές για να προφυλάξει αυτό το δωμάτιο. Κανείς δεν θεωρούσε παράξενη την επιθυμία της για απομόνωση, μια κι είχαν χρειαστεί είκοσι χρόνια για να πείσει τους πάντες ότι ήταν παντρεμένη με τον κατάξανθο άντρα. Παρά την τραχύτητα στη φωνή του, ο Φίαριλ ήταν ο ιδανικός σύζυγος για μια γυναίκα, ψηλός, ευθυτενής κι αρκετά όμορφος. Η σκληρή άκρη του στόματός του υπογράμμιζε κατά κάποιον τρόπο την ομορφιά του προσώπου του. Ασφαλώς, αν το ξανασκεφτόταν κανείς, μπορεί μερικοί να θεωρούσαν παράξενο που ποτέ της δεν είχε πάνω από έναν Πρόμαχο τη φορά. Δεν ήταν και τόσο εύκολο να βρει έναν άντρα με τα σωστά προσόντα, αλλά ίσως έπρεπε να αρχίσει να ψάχνει. Οι αστραπές φώτισαν ξανά τα παράθυρα.
«Εντάξει, αρκετά», τον διέκοψε τελικά. «Έπραξες ορθώς, Φίαριλ. Θα φάνταζε αλλόκοτο αν ήσουν ο μόνος που αρνιόσουν να βρεις Άες Σεντάι». Μια αίσθηση ανακούφισης ανάβλυσε μέσω του δεσμού. Η γυναίκα ήταν ιδιαίτερα αυστηρή σχετικά με την υπακοή στις διαταγές της και, παρ’ όλο που ο Φίαριλ ήξερε ότι δεν θα τον σκότωνε —κάτι που, ούτως ή άλλως, δεν θα έκανε— η τιμωρία απαιτούσε από τη μεριά της να καλύψει τον δεσμό, έτσι ώστε να μη μοιραστεί τον πόνο του. Χρησιμοποιούσε, επίσης, κι ένα ξόρκι για να πνίξει τις κραυγές του. Μισούσε τα ουρλιαχτά όσο σχεδόν μισούσε τις αστραπές.
«Πάλι καλά που βρίσκεσαι μαζί μου», συνέχισε. Κρίμα που οι Αελίτες βάρβαροι κρατούσαν ακόμα τη Φέρα, αν κι έπρεπε να ρωτήσει τη Λευκή γιατί είχε ορκιστεί πριν την εμπιστευτούν. Μέχρι το ταξίδι έως την Καιρχίν, δεν είχε ιδέα ότι μπορεί και να μοιραζόταν κάποια πράγματα με τη Φέρα. Ήταν πολύ κρίμα που καμιά από τις καρδιές της δεν ήταν μαζί της, αλλά αυτό που είχε γίνει ήταν ότι στάλθηκε στην Καιρχίν χωρίς να ρωτήσει το παραμικρό σχετικά με τις διαταγές που είχε πάρει, όπως άλλωστε κι ο Φίαριλ δεν αναρωτιόταν γι’ αυτές που του έδινε. «Θαρρώ πως μερικοί θα χρειαστεί να πεθάνουν σύντομα». Αρκεί να αποφάσιζε ποιοι θα ήταν αυτοί. Ο Φίαριλ έσκυψε το κεφάλι κι ένας κραδασμός ευχαρίστησης διέτρεξε τον δεσμό. Του άρεσε να σκοτώνει. «Στο μεταξύ, θα σκοτώσεις οποιονδήποτε απειλήσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Οποιονδήποτε». Σε τελική ανάλυση, κάτι τέτοιο είχε ξεκαθαριστεί όσο η ίδια ήταν αιχμάλωτη των βαρβάρων. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας έπρεπε οπωσδήποτε να επιζήσει μέχρι την Τάρμον Γκάιντον, αλλιώς πώς θα τον νικούσε ο Μέγας Άρχων;