Δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί λουτρό, αν κι η Ηλαίην χρειάστηκε να περιμένει στον διάδρομο κοιτώντας συνοφρυωμένη τους σκαλιστούς λέοντες στις πόρτες των διαμερισμάτων της, ενώ μικρές ριπές αέρα έκαναν το φως των αντανακλώμενων φανών να τρεμοπαίζει. Η Ρασόρια και δύο ακόμα από τις Φρουρούς είχαν πάει να ερευνήσουν το δωμάτιο. Μόλις βεβαιώθηκαν πως δεν υπήρχαν φονιάδες έτοιμοι να ξεπηδήσουν από το πουθενά, και μόλις οι φρουροί παρατάχτηκαν στον διάδρομο και στον προθάλαμο, η Ηλαίην μπήκε και βρήκε την ασπρομάλλα Εσάντε να την περιμένει στην κρεβατοκάμαρα μαζί με τη Νάρις και τη Σέφανι, τις δύο νεαρές υπηρέτριες που εκπαίδευε. Η Εσάντε ήταν λεπτή, με τον Χρυσό Κρίνο της Ηλαίην κεντημένο πάνω στο αριστερό της στήθος και την έκδηλη αξιοπρέπειά της τονισμένη από τον εξεζητημένο τρόπο των κινήσεών της, κάτι που εν μέρει ήταν απόρροια της ηλικίας και των πονεμένων αρθρώσεων, αν κι αρνούνταν να το παραδεχτεί. Η Νάρις κι η Σέφανι ήταν αδελφές, δυνατές, με πρόσωπα δροσερά και βλέμματα ντροπαλά, περήφανες για τη λιβρέα που φορούσαν και χαρούμενες που είχαν επιλεγεί γι’ αυτό το καθήκον αντί να καθαρίζουν διαδρόμους. Ωστόσο, ένιωθαν δέος απέναντι στην Εσάντε, σχεδόν όσο και για την Ηλαίην. Υπήρχαν πιο πεπειραμένες υπηρέτριες, βέβαια, γυναίκες με χρόνια προϋπηρεσίας στο παλάτι, αλλά δυστυχώς, οι κοπέλες που έρχονταν να ζητήσουν οποιουδήποτε είδους δουλειά ήταν κι οι πιο ακίνδυνες.
Δύο χάλκινες μπανιέρες είχαν στηθεί πάνω σε παχιές στρώσεις από πετσέτες, που ήταν απλωμένες στο ροδόχρωμο πλακόστρωτο, εκεί όπου ένα από τα χαλιά είχε τυλιχτεί, απόδειξη ότι η είδηση του ερχομού της Ηλαίην είχε προηγηθεί της εμφάνισής της. Οι υπηρέτες είχαν την έφεση να μαθαίνουν ταχύτατα τα δρώμενα, τόσο που θα τους ζήλευαν ακόμα κι οι κατάσκοποι του Πύργου. Η φουντωμένη πυρά στο τζάκι και τα ερμητικά κλειστά παράθυρα έκαναν το δωμάτιο ζεστό συγκριτικά με τον διάδρομο κι η Εσάντε περίμενε να δει την Ηλαίην να μπαίνει πριν στείλει τη Σέφανι να φέρει εσπευσμένα τους άντρες με το ζεστό νερό. Θα το κουβαλούσαν σε κουβάδες με διπλά τοιχώματα, σκεπασμένους για να μην κρυώσουν στη διαδρομή από την κουζίνα, αν και μάλλον θα καθυστερούσαν λιγάκι εξαιτίας του ελέγχου των Φρουρών για τυχόν κρυμμένα μαχαίρια μέσα στο νερό.
Η Αβιέντα κοίταξε τη δεύτερη μπανιέρα τόσο επιφυλακτικά όσο η Εσάντε κοιτούσε την Μπιργκίτε, η μία ανήσυχη στην προοπτική να βάλει το πόδι της στο νερό, η άλλη ανέτοιμη να δεχτεί ότι μπορούσαν να υπάρχουν κι άλλοι παρόντες στο λουτρό πέρα από τους απαραίτητους. Ωστόσο, η ασπρομάλλα υπηρέτρια δεν έχασε καιρό και συνόδευσε με φούρια την Ηλαίην και την Αβιέντα στο δωμάτιο ιματισμού, όπου άλλη μία πυρά, σε ένα φαρδύ, μαρμάρινο τζάκι, απορροφούσε την παγωνιά από την ατμόσφαιρα. Ήταν μεγάλη ανακούφιση να τη βοηθάει η Εσάντε να βγάλει τα ρούχα ιππασίας, εφ’ όσον ήξερε ότι την περίμεναν πολύ περισσότερα από ένα βιαστικό μπάνιο και λίγη ηρεμία, κι ανησυχώντας ταυτόχρονα για το πόσο γρήγορα θα έπρεπε να κινηθεί προς τον επόμενο προορισμό της. Την περίμεναν κι άλλες επίπλαστες ευγένειες, το Φως να τη βοηθούσε, κι άλλες ανησυχίες, όμως το σημαντικότερο ήταν ότι είχε γυρίσει σπίτι. Κόντευε να ξεχάσει εκείνο τον πυρσό που έλαμπε στη δύση. Σχεδόν. Όχι εντελώς, βέβαια, αλλά, εν πάση περιπτώσει, το μυαλό της είχε πάψει να κλωθογυρίζει όσο δεν τον σκεφτόταν.
Τελικά, γδύθηκαν —με την Αβιέντα να χαστουκίζει τα χέρια της Νάρις και να βγάζει μόνη της τα κοσμήματά της, πασχίζοντας να πείσει τον εαυτό της ότι η Νάρις ήταν ανύπαρκτη κι ότι τα ρούχα γλιστρούσαν αυτοβούλως απ’ το κορμί της— φασκιώθηκαν με κεντητές μεταξένιες ρόμπες και τύλιξαν τα μαλλιά τους με λευκές πετσέτες. Η Αβιέντα προσπάθησε τρεις φορές να τυλίξει την πετσέτα γύρω από το κεφάλι της, επιτρέποντας τελικά στη Νάρις ν’ αναλάβει, αφού το ύφασμα είχε καταρρεύσει και τις τρεις φορές, κι άρχισε να μουρμουρίζει ότι είχε αρχίσει να γίνεται τόσο μαλθακή, ώστε σύντομα θα χρειαζόταν βοήθεια για να δέσει τα κορδόνια της. Η Ηλαίην άρχισε να γελάει, παρασύροντας και τη φίλη της σ’ ένα ξέσπασμα γέλιου, που είχε ως αποτέλεσμα να τινάξει το κεφάλι της προς τα πίσω, αναγκάζοντας τη Νάρις να τυλίξει ξανά την πετσέτα. Όταν τελείωσε η προετοιμασία, επέστρεψαν στην κρεβατοκάμαρα, όπου οι μπανιέρες ήταν ήδη γεμάτες, με το άρωμα του ροδέλαιου που είχε προστεθεί στο νερό να πλημμυρίζει τον αέρα. Οι άντρες που είχαν φέρει το νερό, είχαν φύγει —φυσικά— ενώ η Σέφανι τις περίμενε ανασκουμπωμένη μέχρι τους αγκώνες, σε περίπτωση που κάποια από τις γυναίκες επιθυμούσε να της τρίψει την πλάτη. Η Μπιργκίτε καθόταν πάνω στο σεντούκι με τη διακόσμηση από τουρκουάζ, στα πόδια του κρεβατιού, με τους αγκώνες στηριγμένους στα γόνατά της.
Η Ηλαίην επέτρεψε στην Εσάντε να τη βοηθήσει να βγάλει την ωχροπράσινη και κεντητή με χελιδόνια ρόμπα της και να βυθιστεί αμέσως στην μπανιέρα, αφήνοντας τον εαυτό της να καταδυθεί έως τον λαιμό στο νερό, που ήταν κάτι παραπάνω από χλιαρό. Αυτό έκανε τα γόνατά της να εξέχουν, αλλά με το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού της βυθισμένο στη ζεστασιά του νερού, η Ηλαίην αναστέναξε, νιώθοντας την εξάντληση να στραγγίζεται από μέσα της και τη χαύνωση να την κατακλύζει. Το μπάνιο με ζεστό νερό ίσως ήταν το μεγαλύτερο δώρο του πολιτισμένου κόσμου.
Κοιτώντας αφηρημένα την άλλη μπανιέρα, η Αβιέντα ξαφνιάστηκε μόλις η Νάρις έκανε να της βγάλει τη λιλά ρόμπα με τα κεντητά λουλούδια στα φαρδιά μανίκια. Μορφάζοντας, της επέτρεψε να το κάνει και μπήκε επιφυλακτικά στο νερό. Άρπαξε το στρογγυλό σαπούνι από τα χέρια της Σέφανι κι άρχισε να τρίβεται μόνη της, ζωηρά αλλά με μεγάλη προσοχή, μην τυχόν και ξεχείλιζε μία κουταλιά νερό από την άκρη της μπανιέρας. Οι Αελίτισσες χρησιμοποιούσαν το νερό για πλύσιμο, όπως επίσης και στις σκηνές του ιδρώτα, ειδικά για να ξεπλύνουν το σαμπουάν που έφτιαχναν από ένα παχύφυτο που φύτρωνε στην Ερημιά. Το βρώμικο νερό, ωστόσο, το φύλασσαν και το χρησιμοποιούσαν ξανά για να ποτίσουν τις καλλιέργειες. Η Ηλαίην τής είχε δείξει δύο από τις μεγάλες δεξαμενές κάτω από το Κάεμλυν, οι οποίες τροφοδοτούνταν από ένα ζεύγος υπόγειων ποταμών κι ήταν αρκετά μεγάλες ώστε καθεμία να χάνεται κατά μήκος σ’ ένα δάσος από πυκνές κολόνες και σκιές, αλλά η άνυδρη Ερημιά είχε μπει για καλά στο πετσί της Αβιέντα.
Αγνοώντας τις δηκτικές ματιές της Εσάντε -αυτή η γυναίκα σπανίως έλεγε κάτι πέρα από τα απολύτως απαραίτητα και πίστευε ότι την ώρα του μπάνιου δεν πρέπει να μιλάει κανείς— η Μπιργκίτε μιλούσε ενόσω οι άλλες πλένονταν, παρ’ όλο που πρόσεχε πολύ τα λόγια της παρουσία της Νάρις και της Σέφανι. Όχι ότι υπήρχε πιθανότητα να δούλευαν οι δύο κοπέλες για λογαριασμό άλλου Οίκου, αλλά οι υπηρέτριες κουτσομπόλευαν σχεδόν όσο οι άντρες — αποτελούσε παράδοση, φαίνεται. Από την άλλη, άξιζε τον κόπο να υποθάλπονται κάποιες φήμες. Η Μπιργκίτε μίλησε κατά κύριο λόγο για δύο εμπορικούς συρμούς που είχαν φθάσει την προηγούμενη μέρα από το Δάκρυ, με τα βαγόνια τους κατάφορτα από δημητριακά και παστό βοδινό, και γι’ άλλον έναν συρμό από το Ίλιαν, ο οποίος μετέφερε λάδι, αλάτι και καπνιστό ψάρι. Πάντα άξιζε τον κόπο να υπενθυμίζεις στους ανθρώπους ότι τα τρόφιμα εξακολουθούν να συρρέουν στην πόλη. Ελάχιστοι έμποροι τολμούσαν να διασχίσουν τους δρόμους του Άντορ τον χειμώνα, κανείς με φορτίο τόσο φτηνό όσο τα τρόφιμα, αλλά η ύπαρξη των πυλών σήμαινε ότι η Αρυμίλα μπορούσε να παρεμποδίσει την πορεία όποιου εμπόρου επιθυμούσε και, παρ’ όλα αυτά, ο στρατός της να λιμοκτονήσει πολύ πριν το Κάεμλυν αισθανθεί τους πρώτους σπασμούς της πείνας. Οι Ανεμοσκόποι, που έφτιαχναν τις περισσότερες από αυτές τις πύλες, ανέφεραν ότι ο Υψηλός Άρχοντας Ντάρλιν —ο οποίος αξίωνε τον τίτλο του Διαχειριστή στο Δάκρυ στο όνομα του Αναγεννημένου Δράκοντα, αν ήταν δυνατόν!— είχε πολιορκηθεί στην Πέτρα του Δακρύου από ευγενείς που ήθελαν να διώξουν οριστικά τον Αναγεννημένο Δράκοντα από το Δάκρυ, αλλά ακόμα κι αυτοί δύσκολα θα σταματούσαν ένα πλούσιο εμπόριο δημητριακών, ειδικά εφ’ όσον περνούσαν τις γυναίκες του Σογιού που συνόδευαν τις Ανεμοσκόπους για Άες Σεντάι. Όχι ότι είχε γίνει καμιά προσπάθεια εξαπάτησης, αλλά τα δαχτυλίδια με το Μέγα Ερπετό είχαν φτιαχτεί για γυναίκες του Σογιού που είχαν περάσει τις δοκιμασίες των Αποδεχθεισών πριν διωχτούν από τον Πύργο, κι αν κανείς έβγαζε λανθασμένα συμπεράσματα, το φταίξιμο δεν ήταν δικό τους.
Η Ηλαίην σκέφτηκε ότι το νερό θ’ άρχιζε να κρυώνει αν περίμενε κι άλλο, οπότε πήρε από τη Σέφανι ένα σαπούνι με άρωμα τριαντάφυλλου κι άφησε τη Νάρις να της τρίψει την πλάτη με μια βούρτσα με μακριά λαβή. Αν υπήρχαν νέα του Γκάγουιν ή του Γκάλαντ, η Μπιργκίτε θα τα είχε αναφέρει αμέσως, καθότι εξίσου ανυπόμονη με την Ηλαίην να μάθει κάτι, και σε καμία περίπτωση δεν θα τα κρατούσε μυστικά. Ήθελαν πολύ να κυκλοφορήσει στους δρόμους η φήμη περί επιστροφής του Γκάγουιν. Η Μπιργκίτε εκτελούσε στο ακέραιο τα καθήκοντά της ως Στρατηγού κι η Ηλαίην θα ήθελε πολύ να την πείσει να παραμείνει σ’ αυτή τη θέση, αλλά η παρουσία του Γκάγουιν θα επέτρεπε στις δύο γυναίκες να χαλαρώσουν κάπως. Οι περισσότεροι στρατιώτες στην πόλη ήταν μισθοφόροι κι υπήρχαν αρκετοί για να επανδρώσουν τις πύλες και να κάνουν επίδειξη δύναμης κατά μήκος όλων αυτών των μιλίων από τα τείχη που κύκλωναν τη Νέα Πόλη. Εντούτοις, εξακολουθούσαν να αριθμούν πάνω από τριάντα ομάδες, καθεμία εκ των οποίων είχε για διοικητή κάποιον που, αναπόφευκτα, ήταν γεμάτος καμάρι, πωρωμένος με τις διακρίσεις και τις τιμές κι έτοιμος να καυγαδίσει για ασήμαντη αφορμή με κάποιον άλλο διοικητή. Ο Γκάγουιν είχε εκπαιδευτεί μια ζωή να προστάζει στρατεύματα. Μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους φασαριόζους, αφήνοντας την αδερφή του ελεύθερη να εξασφαλίσει τον θρόνο.
Εκτός αυτού, η Ηλαίην δεν τον ήθελε στον Λευκό Πύργο. Ευχήθηκε κάποιος από τους αγγελιαφόρους της να είχε καταφέρει να παρεισφρήσει, κι ο Γκάγουιν να βρισκόταν πια στην κάτω πλευρά του ποταμού. Η Εγκουέν πολιορκούσε την Ταρ Βάλον με τον στρατό της περισσότερο από μία εβδομάδα κι η τύχη θα έπαιζε άσχημο παιχνίδι στον Γκάγουιν αν ταλαντευόταν μεταξύ του όρκου του να υπερασπιστεί τον Πύργο και του έρωτά του για την Εγκουέν. Το χειρότερο ήταν ότι είχε ήδη καταπατήσει εκείνο τον όρκο κάποτε ή, τουλάχιστον, τον είχε παρακάμψει για την αγάπη της αδελφής του, ίσως και για την αγάπη της Εγκουέν. Αν υποπτευόταν ποτέ η Ελάιντα ότι ο Γκάγουιν είχε συμβάλει στην απόδραση της Σιουάν, η όποια εκτίμηση είχε κερδίσει επειδή βοήθησε την ίδια να αντικαταστήσει τη Σιουάν ως Άμερλιν θα εξατμιζόταν σαν δροσοσταλίδα, κι αν ο άντρας βρισκόταν ακόμα στην εμβέλεια της Ελάιντα, θα κατέληγε σίγουρα σε κάποιο κελί και θα ήταν πολύ τυχερός αν απέφευγε τον δήμιο. Η Ηλαίην δεν θεωρούσε άδικη την απόφασή του να υποστηρίξει την Ελάιντα. Άλλωστε, τότε δεν ήξερε αρκετά ώστε να κάνει κάποια άλλη επιλογή. Δεν ήταν λίγες οι αδελφές που τελούσαν σε σύγχυση όσον αφορά στο τι συνέβαινε, αρκετές μάλιστα κόντευαν να μπερδευτούν εντελώς. Πώς ήταν δυνατόν να απαιτεί από τον Γκάγουιν να δει αυτό που δεν έβλεπαν οι ίδιες οι Άες Σεντάι;
Όσον για τον Γκάλαντ... Ποτέ της δεν κατάφερε να τον συμπαθήσει ιδιαίτερα, κι εκείνος σίγουρα θα έτρεφε μνησικακία εναντίον της κι ακόμη περισσότερο ενάντια στον Γκάγουιν. Ο Γκάλαντ θα είχε σκεφτεί ότι μια μέρα θα γινόταν Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού, μέχρι που γεννήθηκε ο Γκάγουιν. Στις παλαιότερες αναμνήσεις της, τον θυμόταν ως αγόρι κι αργότερα ως νεαρό άντρα που συμπεριφερόταν πιο πολύ σαν πατέρας ή σαν θείος παρά ως αδελφός, να παραδίδει στον Γκάγουιν τα πρώτα μαθήματα ξιφασκίας. Θυμόταν τον εαυτό της να φοβάται μήπως ο Γκάλαντ θα άνοιγε το κεφάλι του Γκάγουιν με το σπαθί εξάσκησης. Ωστόσο, ποτέ δεν του είχε προξενήσει κάτι παραπάνω από απλές μελανιές, αναμενόμενο για τους αρχάριους. Ο Γκάλαντ ήξερε πολύ καλά ποιο είναι το σωστό, κι επιθυμούσε να το πράξει άσχετα από τις συνέπειες που θα είχε ακόμη και για τον ίδιο. Μα το Φως, είχε ξεκινήσει πόλεμο για να βοηθήσει την ίδια και τη Νυνάβε να το σκάσουν από τη Σαμάρα, και το πιθανότερο ήταν ότι γνώριζε εξ αρχής πόσα διακινδύνευε! Του Γκάλαντ του άρεσε πολύ η Νυνάβε, κάποτε τουλάχιστον —ήταν δύσκολο να τον φανταστεί κανείς να νιώθει ακόμα έτσι, μια κι είχε γίνει Λευκομανδίτης και το Φως μόνο ήξερε πού βρισκόταν και τι έκανε— αλλά η αλήθεια είναι ότι είχε ξεκινήσει τον συγκεκριμένο πόλεμο με σκοπό να ελευθερώσει την αδελφή του. Δεν μπορούσε να του συγχωρήσει ότι είχε γίνει Τέκνο του Φωτός, ούτε να τον συμπαθήσει μπορούσε, αλλά ήλπιζε τουλάχιστον να ήταν σώος και αβλαβής. Ήλπιζε, επίσης, να είχε καταφέρει να βρει τον δρόμο για το Κάεμλυν. Τυχόν νέα εκ μέρους του θα ήταν σχεδόν εξίσου καλοδεχούμενα με νέα από τον Γκάγουιν. Ξαφνιάστηκε με αυτή τη διαπίστωση, αλλά ήταν αλήθεια.
«Δύο ακόμα αδελφές κατέφθασαν όσο έλειπες. Βρίσκονται στον Ασημένιο Κύκνο». Η Μπιργκίτε ανέφερε το γεγονός λες κι οι Άες Σεντάι είχαν διαλέξει το πανδοχείο μόνο και μόνο επειδή όλα τα κρεβάτια του παλατιού ήταν κατειλημμένα. «Μια Πράσινη με δύο Προμάχους και μια Γκρίζα μ’ έναν. Ήρθαν χωριστά. Μια Κίτρινη και μια Καφετιά έφυγαν την ίδια μέρα, άρα όλες μαζί είναι δέκα. Η Κίτρινη κατευθύνθηκε νότια, προς το Φαρ Μάντινγκ. Η Καφετιά κινήθηκε ανατολικά».
Η Σέφανι, περιμένοντας υπομονετικά δίπλα στην μπανιέρα της Αβιέντα χωρίς δουλειά να κάνει, αντάλλαξε μια ματιά με την αδελφή της πάνω από το κεφάλι της Ηλαίην και μειδίασε. Όπως και πολλοί άλλοι στην πόλη, ήξεραν ότι η παρουσία των Άες Σεντάι στον Ασημένιο Κύκνο υποδήλωνε την υποστήριξη του Λευκού Πύργου για την Ηλαίην και τον Οίκο Τράκαντ. Η Εσάντε, παρακολουθώντας τα δύο κορίτσια σαν γεράκι, ένευσε καταφατικά. Κι εκείνη το ’ξερε. Κι ο τελευταίος πλανόδιος ή ρακοσυλλέκτης ήταν ενήμερος για τον διχασμό του Πύργου, αλλά ακόμα κι έτσι, το όνομα και μόνο εξακολουθούσε να έχει βαρύτητα και να είναι άμεσα συνδεδεμένο με μια αμείωτη δύναμη. Όλοι ήξεραν ότι ο Λευκός Πύργος υποστήριζε την εκάστοτε νόμιμη Βασίλισσα του Άντορ. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες αδελφές ανυπομονούσαν να δουν μια μόνιμη μονάρχη που θα ήταν και Άες Σεντάι, η πρώτη μέσα σε χίλια χρόνια κι η πρώτη Άες Σεντάι που θα γινόταν επίσημα γνωστή από το Τσάκισμα του Κόσμου κι ύστερα, αλλά η Ηλαίην δεν θα εκπλησσόταν αν ανακάλυπτε ότι στο «στρατόπεδο» της Αρυμίλα βρισκόταν μια αδελφή, διακριτική και δίχως να κινεί υποψίες. Ο Λευκός Πύργος δεν στοιχημάτιζε ποτέ σ’ ένα άλογο, εκτός κι αν η κούρσα ήταν στημένη.
«Αρκετά με το τρίψιμο», είπε η Ηλαίην ελαφρώς εκνευρισμένη, στριφογυρίζοντας το κορμί της για να απομακρυνθεί από τη βούρτσα. Καλά εκπαιδευμένο, το κορίτσι άφησε τη βούρτσα σ’ ένα σκαμνί και της έδωσε έναν μεγάλο Ιλιανό σπόγγο, τον οποίο η Ηλαίην χρησιμοποίησε για να ξεπλύνει τη σαπουνάδα. Μακάρι να καταλάβαινε τι σήμαιναν εκείνες οι Άες Σεντάι. Έμοιαζαν με κόκκο άμμου στο γοβάκι της: κάτι τόσο μικροσκοπικό, ώστε δύσκολα θα φανταζόσουν όχι μπορούσε να ενοχλεί, αλλά όσο πιο πολύ παρέμενε, τόσο πιο έντονη γινόταν η ενόχληση. Και μόνο η ύπαρξη των αδελφών στον Ασημένιο Κύκνο αποτελούσε πρόβλημα.
Προτού η Ηλαίην έρθει στο Κάεμλυν, ο αριθμός των αδελφών στο πανδοχείο άλλαζε συχνά· άλλες έφευγαν κάθε βδομάδα κι άλλες έρχονταν να τις αντικαταστήσουν. Η πολιορκία δεν είχε αλλάξει πολλά πράγματα. Οι στρατιώτες που κύκλωναν το Κάεμλυν πιθανότατα δεν θα προσπαθούσαν να εμποδίσουν μια Άες Σεντάι να πάει όπου θέλει, ούτε φυσικά οι επαναστατημένοι ευγενείς του Δακρύου. Είχαν εμφανιστεί και Κόκκινες αδελφές στην πόλη για λίγο, ρωτώντας για άντρες που κατευθύνονταν στον Μαύρο Πύργο, αλλά όσο περισσότερα μάθαιναν, τόσο περισσότερο εκδήλωναν τη δυσαρέσκειά τους. Το τελευταίο ζευγάρι από δαύτες είχε ήδη φύγει από την πόλη την επομένη της άφιξης της Αρυμίλα έξω από τα τείχη. Όποια Άες Σεντάι έμπαινε στην πόλη ετίθετο υπό παρακολούθηση και καμία από τις Κόκκινες δεν πλησίαζε τον Ασημένιο Κύκνο, άρα ήταν μάλλον απίθανο οι εκεί αδελφές να είχαν σταλεί από την Ελάιντα για να την απαγάγουν. Για κάποιο λόγο, φαντάστηκε μικρές ομάδες από Άες Σεντάι διασκορπισμένες από τη Μάστιγα μέχρι τη Θάλασσα των Καταιγίδων κι ανάμεσά τους τις επίμονες κραυγές των αδελφών που θα συνέλεγαν και θα μοιράζονταν διάφορες πληροφορίες. Παράξενη σκέψη. Οι αδελφές χρησιμοποιούσαν κατασκόπους για να παρακολουθούν τον κόσμο, και σπάνια μοιράζονταν όσα μάθαιναν, εκτός αν οι διαθέσιμες πληροφορίες αποτελούσαν απειλή για τον ίδιο τον Πύργο. Πιθανότατα, οι αδελφές του Κύκνου ανήκαν στην κατηγορία των Άες Σεντάι που ασχολούνταν με τα προβλήματα του Πύργου, περιμένοντας να δουν κατά πόσον η Εγκουέν ή η Ελάιντα θα τελείωναν με το θέμα της Έδρας της Άμερλιν προτού οι ίδιες πάρουν θέση. Αυτό ήταν λάθος —μια Άες Σεντάι πρέπει να υποστηρίζει αυτό που θεωρεί σωστό, δίχως να πονοκεφαλιάζει για το αν έχει διαλέξει την κερδισμένη ή τη χαμένη πλευρά!— αλλά υπήρχε κι άλλος λόγος που οι συγκεκριμένες αδελφές τής προκαλούσαν ανησυχία.
Τελευταία, κάποιος από τους παρατηρητές της στον Κύκνο κρυφάκουσε να προφέρεται πνιχτά, λες κι αυτή που μιλούσε φοβόταν μην ακουστεί, ένα πολύ ανησυχητικό όνομα. Κάντσουεϊν. Καθόλου συνηθισμένο όνομα. Η Κάντσουεϊν Μελάιντριν είχε πολλά πάρε-δώσε με τον Ραντ όσο ο τελευταίος βρισκόταν στην Καιρχίν. Η Βαντέν δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για τη γυναίκα, αφού την αποκαλούσε αδιάλλακτη και πεισματάρα σαν μουλάρι, η Κάρεαν όμως κόντεψε να λιποθυμήσει από δέος στο άκουσμα του ονόματος. Φαίνεται πως οι ιστορίες που κυκλοφορούσαν σχετικά με την Κάντσουεϊν είχαν προαχθεί σε θρύλους. Η Κάντσουεϊν Μελάιντριν μπορούσε κάλλιστα να τα βάλει μόνη της με τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Όχι ότι η Ηλαίην ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τον Ραντ ή για οποιαδήποτε Άες Σεντάι, με μόνη εξαίρεση κάποιες φορές που ο Ραντ ήταν ικανός να την εξοργίσει —ήταν τόσο στενοκέφαλος, που συχνά δεν κοιτούσε καν το συμφέρον του!— αλλά γιατί μια αδελφή στο Κάεμλυν να αναφέρει το όνομά της; Και γιατί η άλλη αδελφή να προσπαθεί να την κάνει να σωπάσει;
Παρά το ζεστό νερό, αισθάνθηκε ανατριχίλες, καθώς σκεφτόταν όλες εκείνες τις πλεκτάνες που ο Λευκός Πύργος είχε υφάνει ανά τους αιώνες· ήταν τόσο καλοφτιαγμένες, που δεν μπορούσε να τις διακρίνει κανείς εκτός από τις αδελφές που συμμετείχαν. Επιπλέον, το μπλέξιμο ήταν τόσο μεγάλο, ώστε μονάχα οι ίδιες αδελφές μπορούσαν να τις λύσουν. Ο Πύργος ύφαινε δίχτυα, τα Άτζα ύφαιναν δίχτυα, ακόμα και μεμονωμένες αδελφές ύφαιναν δίχτυα. Υπήρχαν φορές που τα δίχτυα αυτά μπλέκονταν μεταξύ τους, λες και τα καθοδηγούσε το ίδιο χέρι. Άλλες φορές, πάλι, το ένα ακύρωνε το άλλο. Έτσι πλαθόταν ο κόσμος τις τρεις τελευταίες χιλιετίες. Πλέον, ο Πύργος είχε τριχοτομηθεί. Το ένα μέρος του ακολουθούσε την Εγκουέν, το άλλο την Ελάιντα, ενώ το τρίτο τηρούσε ουδέτερη στάση. Αν αυτά τα τελευταία έρχονταν σε επαφή, ανταλλάσσοντας πληροφορίες ή οργανώνοντας σχέδια, οι επιπλοκές θα ήταν...
Ένας ξαφνικός ορυμαγδός από φωνές, κάπως πνιχτές πίσω από την κλειστή πόρτα, την έκαναν να ανασηκωθεί. Η Νάρις κι η Σέφανι τσίριξαν και πήδησαν η μία στην αγκαλιά της άλλης, κοιτώντας την πόρτα με γουρλωμένα μάτια.
«Τι στο καλό...;» Γρυλίζοντας, η Μπιργκίτε τινάχτηκε από το σεντούκι και βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Οι φωνές αυξήθηκαν σε ένταση.
Δεν ακουγόταν σαν καυγάς των Φρουρών, οι οποίες είχαν ξελαρυγγιαστεί, κι ο δεσμός μετέδιδε συναισθήματα θυμού κι απογοήτευσης, μαζί μ’ εκείνον τον καταραμένο πονοκέφαλο. Η Ηλαίην βγήκε από την μπανιέρα, απλώνοντας το χέρι της στην Εσάντε για να τη βοηθήσει να βάλει τη ρόμπα της. Η ηρεμία της ασπρομάλλας υπηρέτριας —και της Ηλαίην, πιθανότατα— κάλμαρε τις δύο υπηρέτριες, οι οποίες αναψοκοκκίνισαν μόλις τις κοίταξε η Εσάντε, αλλά η Αβιέντα πήδησε έξω από την μπανιέρα της, πιτσιλώντας νερά τριγύρω, κι έτρεξε στάζοντας στο δωμάτιο ιματισμού. Η Ηλαίην περίμενε πως θα επέστρεφε με το μαχαίρι της ζώνης της, αλλά αντί γι’ αυτό, η Αβιέντα γύρισε κυκλωμένη από τη λάμψη του σαϊντάρ και με την κεχριμπαρένια χελώνα στο ένα χέρι. Με το άλλο, έδωσε στην Ηλαίην το ανγκριάλ που είχε χωμένο στο πουγκί της ζώνης της, ένα πολύ παλιό φιλντισένιο γλυπτό που απεικόνιζε μια γυναίκα ντυμένη μόνο με τα μαλλιά της. Πλην της πετσέτας που είχε τυλίξει γύρω από το κεφάλι της, η Αβιέντα φορούσε μόνο τη στιλπνή υγρασία του νερού. Θυμωμένη, έκανε πέρα τη Σέφανι όταν η υπηρέτρια προσπάθησε να της φορέσει τη ρόμπα. Άσχετα από το αν κρατούσε μαχαίρι ή όχι, η Αβιέντα εξακολουθούσε να νομίζει πως η λάμα θα της χρησίμευε στη μάχη κι ότι ίσως χρειαζόταν να κάνει κάποια αιφνιδιαστική κίνηση.
«Άσ’ το στο δωμάτιο αυτό», της είπε η Ηλαίην, δίνοντας το φιλντισένιο ανγκριάλ στην Εσάντε. «Αβιέντα, δεν νομίζω πως θα χρειαστεί να...»
Το κεφάλι της βλοσυρής Μπιργκίτε τρύπωσε από τη χαραμάδα της πόρτας. Η Νάρις κι η Σέφανι αναπήδησαν. Μάλλον δεν είχαν καλμάρει και τόσο, τελικά.
«Η Ζάιντα θέλει να σε δει», γρύλισε η Μπιργκίτε προς τη μεριά της Ηλαίην. «Της είπα να περιμένει, μα...» Αφήνοντας μια ξαφνική τσιρίδα, τρίκλισε παραπατώντας μέσα στο δωμάτιο, έκανε δύο βήματα, βρίσκοντας την ισορροπία της, και στράφηκε να κοιτάξει τη γυναίκα που την είχε σπρώξει.
Η Κυρά των Κυμάτων της φατρίας Κάτελαρ δεν έδειχνε σαν να είχε μόλις σπρώξει κάποιον. Με τις άκρες από τους περίτεχνους κόμπους της κόκκινης εσάρπας της να στριφογυρίζουν γύρω από τα γόνατά της, μπήκε ήρεμα στο δωμάτιο, ακολουθούμενη από δύο Ανεμοσκόπους, η μία εκ των οποίων έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα στην εξοργισμένη Ρασόρια. Και οι τρεις γυναίκες ταλαντεύτηκαν και κινήθηκαν εξίσου γοργά με την Μπιργκίτε, όσο τουλάχιστον της επέτρεπαν τα τακούνια στις μπότες της. Η Ζάιντα ήταν κοντή και τα έντονα κατσαρά μαλλιά της διασχίζονταν από γκριζωπές λωρίδες, αλλά το σκούρο πρόσωπό της ήταν από εκείνα που γίνονται όλο και πιο όμορφα με τα χρόνια, ενώ η ομορφιά της μεγεθυνόταν από τη χρυσή αλυσίδα, βαρυφορτωμένη με μικρά μενταγιόν, η οποία ένωνε ένα από τα φαρδιά, χρυσά σκουλαρίκια με τον κρίκο της μύτης της. Το σημαντικότερο ήταν ότι απέπνεε αέρα εξουσίας. Δεν είχε να κάνει τόσο με αλαζονεία, όσο με την επίγνωση ότι θα την υπάκουαν, ό,τι κι αν έλεγε. Οι Ανεμοσκόποι έριξαν μια ματιά στην Αβιέντα εξακολουθώντας να λάμπουν από Δύναμη, και το γωνιώδες πρόσωπο της Τσανέλ σφίχτηκε. Ωστόσο, πέρα από τη μουρμούρα της Σιέλυν ότι «η Αελίτισσα» ήταν έτοιμη να υφάνει, οι γυναίκες σώπασαν και περίμεναν. Τα οκτώ σκουλαρίκια στα αυτιά της Σιέλυν μαρτυρούσαν ότι ήταν Ανεμοσκόπος Κυράς των Κυμάτων Φατρίας, ενώ η τιμητική αλυσίδα της Τσανέλ είχε επάνω της τόσα χρυσά μενταγιόν όσα σχεδόν και της Ζάιντα. Αμφότερες ήταν γυναίκες με εξουσία, πράγμα προφανές από το παρουσιαστικό τους και τον τρόπο που κινούνταν, αλλά δεν χρειαζόταν να ξέρει κανείς πολλά για τους Άθα’αν Μιέρε, ώστε να καταλάβει με την πρώτη ματιά ότι η Ζάιντα ντιν Παρέντε είχε την πρωτοκαθεδρία.
«Μάλλον οι μπότες σου σ’ έκαναν να σκοντάψεις, Στρατηγέ», μουρμούρισε, με ένα αδιόρατο χαμόγελο να διαγράφεται στα σαρκώδη χείλη της, και με το ένα σκούρο και γεμάτο τατουάζ χέρι της να παίζει με το χρυσό αρωματικό κουτάκι που κρεμόταν στο στήθος της. «Άχαρο πράγμα οι μπότες». Η ίδια, όπως κι οι δύο Ανεμοσκόποι, ήταν ξυπόλητες, ως συνήθως. Οι πατούσες των Άθα’αν Μιέρε ήταν σκληρές σαν σόλες παπουτσιών και το τραχύ κατάστρωμα ή το παγωμένο λιθόστρωτο δεν τις ενοχλούσαν καθόλου. Παραδόξως, πέρα από τις μπλούζες και τα παντελόνια από λαμπερόχρωμα και χρυσοποίκιλτα μεταξωτά μπροκάρ, η κάθε γυναίκα φορούσε μια φαρδιά ολόλευκη φαρδιά ζώνη, που κρεμόταν μέχρι πιο κάτω από τη μέση της κι έκρυβε σχεδόν την ποικιλομορφία των κολιέ.
«Ήμουν στο λουτρό», αποκρίθηκε η Ηλαίην με σφιγμένη φωνή. Λες και δεν έβλεπαν τα ανασηκωμένα της μαλλιά και την υγρή ρόμπα που κολλούσε στο κορμί της. Η Εσάντε σχεδόν έτρεμε από αγανάκτηση, πράγμα που σήμαινε ότι δεν απείχε πολύ από την ατόφια οργή, κάτι που κόντευε να νιώσει κι η Ηλαίην. «Θα ξαναμπώ αμέσως μόλις φύγετε, κι έπειτα θα μιλήσουμε. Φωτός θέλοντος». Να, λοιπόν! Αφού είχαν μπει με το έτσι θέλω στα διαμερίσματά της, ας έβλεπε πώς θα τους φαινόταν αυτή η μικρή τυπικότητα!
«Είθε η χάρη του Φωτός να ευλογεί κι εσένα, Ηλαίην Σεντάι», αποκρίθηκε μαλακά η Ζάιντα. Ανασήκωσε το ένα της φρύδι προς το μέρος της Αβιέντα, όχι επειδή η γυναίκα βρισκόταν υπό τη διαρκή λάμψη του σαϊντάρ, μια κι η Ζάιντα δεν μπορούσε να διαβιβάσει, ούτε εξαιτίας της γύμνιας της, μια κι οι Θαλασσινές δεν έδιναν και πολλή σημασία σε κάτι τέτοια — όχι παρουσία στεριανών, τουλάχιστον. «Δεν με προσκάλεσες στο λουτρό μαζί σου, κάτι που θα έδειχνε αβροφροσύνη εκ μέρους σου, αλλά δεν είναι της παρούσης. Έμαθα ότι η Νέστα ντιν Ρέας Δύο Σελήνες είναι νεκρή, σκοτωμένη από Σωντσάν. Θρηνούμε τον χαμό της». Και οι τρεις γυναίκες άγγιξαν τις λευκές ζώνες τους κι έφεραν τα ακροδάχτυλα στα χείλη, αλλά η Ζάιντα έμοιαζε εξίσου βιαστική με την Ηλαίην στις τυπικότητες. Χωρίς να υψώσει τη φωνή ή να επιταχύνει το βήμα της, προχώρησε στο εσωτερικό, ξαφνικά κι απότομα, και μπήκε αμέσως στο θέμα, πράγμα μάλλον περίεργο για Θαλασσινή.
«Οι Πρώτες Δώδεκα των Άθα’αν Μιέρε πρέπει να συναντηθούν για την εκλογή νέας Κυράς των Πλοίων. Όσα συμβαίνουν στη Δύση καθιστούν σαφές ότι δεν επιτρέπεται να υπάρξει η παραμικρή καθυστέρηση». Το στόμα της Σιέλυν σφίχτηκε κι η Τσανέλ ανασήκωσε το διάτρητο αρωματικό κουτί στη μύτη της σαν να ήθελε να ρουφήξει τη μυρωδιά του. Το πικάντικο άρωμα ήταν αρκετά έντονο ώστε να διαπερνά την οσμή του ροδέλαιου που είχε διασκορπιστεί στο δωμάτιο. Άσχετα από το αν είχαν περιγράψει στη Ζάιντα όσα αισθάνονταν, εκείνη δεν έδειχνε διόλου ανήσυχη. Τουναντίον, έμοιαζε να διακατέχεται από σιγουριά. Το βλέμμα της είχε προσηλωθεί στο πρόσωπο της Ηλαίην. «Πρέπει να είμαστε έτοιμες για κάθε ενδεχόμενο, εξ ου χρειαζόμαστε άμεσα μια Κυρά των Πλοίων. Στο όνομα του Λευκού Πύργου, υποσχέθηκες να μας παραχωρήσεις είκοσι εκπαιδεύτριες. Δεν μπορώ να πάρω τη Βαντέν μαζί μου, καθότι πενθεί, ούτε εσένα, αλλά θα πάρω τις άλλες τρεις. Όσον αφορά στις υπόλοιπες, ανήκουν στη δικαιοδοσία του Λευκού Πύργου και περιμένω άμεση αποπληρωμή. Έστειλα μήνυμα στις αδελφές στον Ασημένιο Κύκνο για να δω κατά πόσον κάποιες από δαύτες μπορούν να αντεπεξέλθουν στις οφειλές του Πύργου, αλλά δεν μπορώ να περιμένω την απάντησή τους. Φωτός θέλοντος, θα λουστώ με τις άλλες Κυρές των Κυμάτων απόψε, στο λιμάνι του Ίλιαν».
Η Ηλαίην κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να παραμείνει ψύχραιμη. Αυτή η γυναίκα μόλις είχε ανακοινώσει ότι σκόπευε να μαζέψει και να τσουβαλιάσει όποια Άες Σεντάι τριγύριζε στο Κάεμλυν! Από τα λεγόμενα της, έβγαινε το συμπέρασμα ότι δεν σκόπευε να αφήσει πίσω καμία Ανεμοσκόπο. Η Ηλαίην ένιωσε την καρδιά της να βουλιάζει. Μέχρι την επιστροφή της Ρεάνε, υπήρχαν εφτά γυναίκες του Σογιού με αρκετή δύναμη για να υφάνουν μια πύλη, αλλά δύο εξ αυτών δεν μπορούσαν να την κάνουν αρκετά μεγάλη για να χωράει άμαξα. Δίχως τις Ανεμοσκόπους, τα όποια σχέδια σχετικά με την τροφοδότηση του Κάεμλυν από το Δάκρυ και το Ίλιαν γίνονταν, στην καλύτερη περίπτωση, προβληματικά. Ο Ασημένιος Κύκνος! Μα το Φως, όποιον κι αν είχε στείλει εκεί η Ζάιντα, θα αποκάλυπτε κάθε πτυχή της συμφωνίας που είχαν κάνει! Η Εγκουέν μάλλον δεν θα την ευχαριστούσε κιόλας που είχε επιτρέψει αυτή τη διαρροή πληροφοριών. Η Ηλαίην σκέφτηκε ότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχε να αντιμετωπίσει τόσο πολλά προβλήματα μαζί.
«Τα συλλυπητήριά μου για την προσωπική σου απώλεια, αλλά και για των Άθα’αν Μιέρε», είπε, σκεφτόμενη με ταχείς ρυθμούς. «Η Νέστα ντιν Ρέας ήταν σπουδαία γυναίκα». Αν μη τι άλλο, ήταν δυναμική και με πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Η Ηλαίην θεωρούσε τυχερό τον εαυτό της που είχε κατορθώσει να φύγει άθικτη την πρώτη και μοναδική φορά που τη συνάντησε. Παρεμπιπτόντως, δεν είχε βρει ακόμα χρόνο να ντυθεί. Η Ζάιντα δεν θα την περίμενε. Έσφιξε πιο δυνατά το λουρί της ρόμπας της. «Πρέπει να μιλήσουμε. Εσάντε, φέρε κρασί για τις φιλοξενούμενές μας και τσάι για μένα, ελαφρύ αν γίνεται». Αναστέναξε μόλις αισθάνθηκε μια έκρηξη επιφυλακτικότητας μέσω του δεσμού με την Μπιργκίτε. «Θα πάμε στο μικρότερο καθιστικό. Έρχεσαι, Κυρά των Κυμάτων;»
Προς μεγάλη της έκπληξη, η Ζάιντα ένευσε καταφατικά, λες και το περίμενε, κάτι που έκανε την Ηλαίην να αναλογιστεί τη συμφωνία από την πλευρά της άλλης γυναίκας. Ή, μάλλον, τις συμφωνίες, γιατί στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο, κι αυτό μπορεί να ήταν το κομβικό σημείο.
Κανείς δεν περίμενε να είχε γίνει χρήση του μικρότερου καθιστικού για κάμποσο καιρό, οπότε η ατμόσφαιρα ήταν κάπως ψυχρή, παρ’ ότι η Σέφανι έσπευσε με έναν τροχό που έβγαζε σπίθες να ανάψει το προσάναμμα που ήταν αφημένο κάτω από τα δρύινα κούτσουρα στο πλατύ λευκό τζάκι, και κατόπιν απομακρύνθηκε βιαστική. Φλόγες πετάχτηκαν από τα χοντρά ξύλα και τυλίχτηκαν στους κορμούς πάνω από τις σιδερένιες τσιμπίδες, καθώς οι γυναίκες τακτοποιούνταν πάνω στα ελαφρώς σκαλισμένα καθίσματα με τη χαμηλή πλάτη, αραδιασμένα σε ημικύκλιο μπροστά από την εστία. Η Ηλαίην κι οι Θαλασσινές τακτοποιήθηκαν στις θέσεις τους, με την Ηλαίην να διπλώνει προσεκτικά τη ρόμπα της πάνω από τα γόνατα, ευχόμενη να είχε καθυστερήσει η Ζάιντα έστω και μία ώρα, για να προλάβαινε να ντυθεί κατάλληλα, ενώ οι Ανεμοσκόποι περίμεναν υπομονετικά να καθίσει η Κυρά των Κυμάτων κι έπειτα κάθισαν κι αυτές από μία σε κάθε πλευρά της. Η Μπιργκίτε στάθηκε μπροστά από το τραπέζι, με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς και τα πόδια σε διάσταση. Το πρόσωπό της ήταν συννεφιασμένο. Ο δεσμός μετέδιδε την έντονη επιθυμία της να στρίψει τον λαιμό κάποιας Άθα’αν Μιέρε. Η Αβιέντα έγειρε πρόχειρα πάνω σε έναν μπουφέ κι, όταν η Εσάντε έφερε τη ρόμπα και της την έδωσε χωρίς να σηκώνει κουβέντα, τη φόρεσε και παρέμεινε στην ίδια θέση, με τα μπράτσα διπλωμένα κάτω από τα στήθη της. Μπορεί να είχε αποδεσμεύσει το σαϊντάρ, αλλά κρατούσε ακόμα τη χελώνα στη χούφτα της· η Ηλαίην υποψιάστηκε πως ήταν έτοιμη να αδράξει τη Δύναμη μέσα σε μία στιγμή, αν χρειαζόταν. Ωστόσο, ούτε τα παγερά πράσινα μάτια της Αβιέντα, ούτε η κατήφεια της Μπιργκίτε επηρέασαν στο ελάχιστο τις Θαλασσινές. Ήταν αυτές που ήταν, και γνώριζαν καλά τις δυνατότητές τους.
«Υποσχέθηκα είκοσι εκπαιδεύτριες στις Άθα’αν Μιέρε», είπε η Ηλαίην, δίνοντας μια ελαφριά έμφαση στο όνομα. Η Ζάιντα είχε πει ότι η υπόσχεση αφορούσε στην ίδια κι ότι θα συνέλεγε αυτοπροσώπως την οφειλή, αλλά η συμφωνία αυτή είχε κλειστεί με τη Νέστα ντιν Ρέας. Από την άλλη, η Ζάιντα ίσως θεωρούσε ως δεδομένο ότι θα γινόταν η νέα Κυρά των Πλοίων. «Τις πλέον κατάλληλες εκπαιδεύτριες, διαλεγμένες από την ίδια την Έδρα της Άμερλιν. Γνωρίζω πολύ καλά ότι οι Άθα’αν Μιέρε υπερηφανεύονται πως τηρούν στο ακέραιο τις υποσχέσεις τους, κάτι που επίσης θα κάνει και ο Πύργος. Ξέρατε όμως πως, όταν οι αδελφές συμφώνησαν να διδάξουν, ήταν κάτι παροδικό, κι ότι υπήρξε μία ξεχωριστή συμφωνία από εκείνη που είχε κλειστεί με την Κυρά των Πλοίων. Το παραδεχτήκατε όταν συμφωνήσατε να υφάνουν οι Ανεμοσκόποι πύλες για να έρθουν στο Κάεμλυν προμήθειες από το Δάκρυ και το Ίλιαν. Σίγουρα δεν θα ανακατευόσασταν στις δουλειές των στεριανών για κανέναν άλλον λόγο παρά για να ξεπληρώσετε μια συμφωνία. Αν φύγετε όμως, η βοήθεια παύει να ισχύει, όπως και το αίτημά σας να διδαχθείτε. Και πολύ φοβάμαι πως ούτε στον Ασημένιο Κύκνο θα ψαρέψετε εκπαιδεύτριες. Οι Άθα’αν Μιέρε θα χρειαστεί να περιμένουν μέχρι να στείλει νέες η Έδρα της Άμερλιν. Σύμφωνα, τουλάχιστον, με τη συμφωνία που είχαμε συνάψει με την Κυρά των Πλοίων». Κρίμα που δεν είχε απαίτησε εκ μέρους τους να μείνουν μακριά κι από το πανδοχείο, αλλά ίσως ήταν πια πολύ αργά γι’ αυτό, κι άλλωστε όποια δικαιολογία κι αν σκεφτόταν, ηχούσε κούφια. Ένα επιχείρημα χωρίς στέρεη βάση θα είχε ως αποτέλεσμα να πάρει θάρρος η Ζάιντα. Οι Άθα’αν Μιέρε φημίζονταν για το σκληρό τους παζάρεμα. Μπορεί να ήταν ακριβοδίκαιοι, αλλά σε αυτό το θέμα έδειχναν πολύ σκληροί. Η Ηλαίην έπρεπε να χειριστεί προσεκτικά το ζήτημα, πολύ προσεκτικά.
«Η αδελφή μου σ’ έχει στο χέρι, Ζάιντα ντιν Παρέντε», γέλασε θριαμβευτικά η Αβιέντα, σκαμπιλίζοντας τον γοφό της. «Για την ακρίβεια, σ’ έχει κρεμάσει από τους αστραγάλους·». Επρόκειτο για μια τιμωρία που συνήθιζαν οι Θαλασσινοί, και για κάποιο λόγο η Αβιέντα την έβρισκε εξαιρετικά διασκεδαστική.
Η Ηλαίην έπνιξε μια έκρηξη οργής. Η Αβιέντα δεν έχανε ευκαιρία να τσιγκλήσει τις Θαλασσινές —είχε αρχίσει να φέρεται έτσι από τότε που διέφυγαν από το Έμπου Νταρ, και δεν είχε πάψει στιγμή— αλλά τώρα δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για τέτοια.
Η Τσανέλ κοκάλωσε και το γαλήνιο πρόσωπό της μετατράπηκε σε αγριωπή μάσκα. Η λυγερόκορμη γυναίκα ήταν το επίκεντρο των πειραγμάτων της Αβιέντα περισσότερες από μία φορές, συμπεριλαμβανομένου ενός θλιβερού επεισοδίου που αφορούσε το όοσκουαϊ, ένα εξαιρετικά δραστικό Αελίτικο ποτό. Η λάμψη του σαϊντάρ την περικύκλωσε! Η Ζάιντα δεν μπορούσε να τη διακρίνει, αλλά είχε υπ’ όψιν της το περιστατικό με το όοσκουαϊ και με την Τσανέλ, που την κουβάλησαν άρον-άρον στο κρεβάτι της, στα πρόθυρα εμετού καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, και σήκωσε το χέρι της σε μια αδιάλλακτη κίνηση προς το μέρος της Ανεμοσκόπου. Η λάμψη έγινε πιο αχνή, και το πρόσωπο της Τσανέλ σκοτείνιασε, μπορεί από αναψοκοκκίνισμα, μπορεί κι από οργή.
«Ίσως τα πράγματα να είναι όπως τα είπες», είπε η Ζάιντα, κάτι που λίγο απείχε από το να αποτελεί προσβολή, ειδικά απέναντι σε Άες Σεντάι. «Όπως και να έχει όμως, η Μέριλιλ δεν αποτελούσε μέρος του σχεδίου. Συμφώνησε να είναι εκπαιδεύτρια πολύ πριν έρθει στο Κάεμλυν, οπότε θα έρθει μαζί μου για να συνεχίσει την εκπαίδευση».
Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα. Της ήταν αδύνατον να προσπαθήσει να μεταπείσει τη Ζάιντα. Ένα μεγάλο μέρος της επιρροής του Λευκού Πύργου βασιζόταν στο γεγονός ότι τηρούσε τον λόγο του εξίσου απαρέγκλιτα με τις Θαλασσινές, κι αυτό ήταν γνωστό παντού. Βέβαια, ο κόσμος έλεγε πως έπρεπε να ακούσεις πολύ προσεκτικά πριν βεβαιωθείς πως μια Άες Σεντάι υποσχέθηκε όντως όσα νομίζεις πως υποσχέθηκε, κάτι που πολλές φορές ήταν αλήθεια, αλλά από τη στιγμή που η υπόσχεση ήταν ξεκάθαρη, δεν διέφερε και πολύ από Όρκο υπό το Φως. Μάλλον οι Ανεμοσκόποι δεν θ’ άφηναν τη Μέριλιλ να φύγει· εδώ καλά-καλά, δεν την άφηναν από τα μάτια τους. «Θα χρειαστεί να μου την επιστρέψεις αν τη χρειαστώ ιδιαιτέρως». Αν, δηλαδή, η Βαντέν κι οι άλλες δύο βοηθοί έβρισκαν αποδείξεις ότι ανήκε στο Μαύρο Άτζα. «Σε αυτή την περίπτωση, θα ορίσω αντικαταστάτρια». Ποια θα ήταν αυτή, δεν είχε ιδέα.
«Μπορεί να υπηρετήσει όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Η συμφωνία λέει ότι έχει τουλάχιστον έναν ακόμη χρόνο μπροστά της». Η Ζάιντα ένευσε σαν να ομολογούσε κάτι. «Αντιλαμβάνεσαι, όμως, ότι η αντικαταστάτρια θα πρέπει να έρθει πριν από την αναχώρηση της Μέριλιλ. Δεν θα την αφήσω να φύγει αν δεν υπάρχει κάποια άλλη στη θέση της».
«Υποθέτω πως αυτό είναι μια σωστή λύση», αποκρίθηκε ήρεμα η Ηλαίην. Και μακάρι να ήταν, γιατί άλλη ευκαιρία δεν υπήρχε!
Η Ζάιντα χαμογέλασε αδιόρατα κι επέτεινε τη σιωπή. Η Τσανέλ μετακινήθηκε, πιότερο από ανυπομονησία παρά για να σηκωθεί, αλλά η Κυρά των Κυμάτων δεν σάλεψε καν. Ήταν ολοφάνερο ότι περίμενε κάτι περισσότερο, μια άλλη συμφωνία πιθανότατα, κι ήταν επίσης ολοφάνερο ότι επιθυμούσε να μιλήσει πρώτη η Ηλαίην, η οποία με τη σειρά της προσδοκούσε να ακούσει πρώτα την άλλη γυναίκα. Η φωτιά είχε αρχίσει να φουντώνει και να τσιτσιρίζει, στέλνοντας τις σπίθες της ψηλά στην καμινάδα κι εκπέμποντας μια απολαυστική θερμότητα στο δωμάτιο, αλλά η υγρή ρόμπα της Ηλαίην απορροφούσε την παγωνιά της ατμόσφαιρας και τη μετέδιδε στο δέρμα της. Μπορεί να αγνοούσε το κρύο, αλλά πώς ήταν δυνατόν να αγνοήσει ότι ήταν παγωμένη και μουσκεμένη; Κοίταξε κατάματα τη Ζάιντα και προσπάθησε να ανταποδώσει το ανάλαφρο χαμόγελο. Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε η Εσάντε, ακολουθούμενη από τη Νάρις και τη Σέφανι, οι οποίες κουβαλούσαν δύο σχοινένιους δίσκους. Ο ένας είχε επάνω του μια ασημένια τσαγιέρα σε σχήμα λιονταριού και λεπτά πράσινα ποτήρια από πορσελάνη των Θαλασσινών, κι ο άλλος κούπες από σφυρήλατο ασήμι και μια ψηλόλαιμη κανάτα, από την οποία αναδιδόταν ευωδιά μπαχαρικών. Όλες προτίμησαν το κρασί, εκτός από την Ηλαίην, που άλλωστε δεν της προσφέρθηκε. Η γυναίκα κοίταξε την κούπα με το τσάι κι αναστέναξε. Έβλεπε ξεκάθαρα τον πάτο της. Ήταν τόσο αραιό, που έμοιαζε σαν να της είχαν προσφέρει νερό!
Μια στιγμή αργότερα, η Αβιέντα διέσχισε το δωμάτιο για να αφήσει το ποτήρι με το κρασί στον δίσκο που ήταν ακουμπισμένος πάνω στον μπουφέ, και σερβιρίστηκε μια κούπα τσάι. Ένευσε προς το μέρος της Ηλαίην και της χαμογέλασε, υπονοώντας ότι συμφωνούσε με την επιλογή της, προτιμώντας κι αυτή το νερωμένο τσάι από το κρασί. Εντελώς ασυναίσθητα, η Ηλαίην τής ανταπέδωσε το χαμόγελο. Οι πρωταδελφές μοιράζονταν τις καλές αλλά και τις κακές στιγμές. Η Μπιργκίτε μειδίασε πάνω από το χείλος της ασημένιας κούπας της κι έσπευσε να την αδειάσει με μια γουλιά. Η ευθυμία της έρρεε στον δεσμό, εν αντιθέσει με την κακοκεφιά που ένιωθε από τη μεριά της Ηλαίην. Επιπλέον, ο δεσμός μετέδιδε και τον πονοκέφαλό της, ο οποίος δεν είχε μειωθεί στο ελάχιστο. Η Ηλαίην έτριψε τους κροτάφους της. Έπρεπε να είχε επιμείνει, με το που είχε δει τη Μέριλιλ, να Θεράπευε την Μπιργκίτε. Αρκετές γυναίκες του Σογιού ξεπερνούσαν σε ικανότητα τη Μέριλιλ όσον αφορά στη Θεραπεία, από την άλλη όμως η Μέριλιλ ήταν η μόνη αδελφή του παλατιού που κατείχε έστω μία αξιοπρεπή ικανότητα.
«Θα χρειαστείς αρκετές γυναίκες για να φτιάξεις αυτές τις πύλες», είπε ξαφνικά η Ζάιντα. Το σαρκώδες της στόμα δεν χαμογελούσε πια, μια και δεν της άρεσε καθόλου να μιλάει πρώτη.
Η Ηλαίην ήπιε μια γουλιά από το κατ’ ευφημισμόν τσάι και δεν είπε τίποτα.
«Ίσως το Φως να ευαρεστηθεί αν αφήσω πίσω μια-δυο Ανεμοσκόπους», συνέχισε η Ζάιντα. «Για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, δηλαδή».
Το ένα φρύδι της Ηλαίην ανασηκώθηκε, σαν να αναλογιζόταν την πρόταση της. Πράγματι, τις χρειαζόταν αυτές τις καταραμένες γυναίκες, και μάλιστα περισσότερες από μια-δυο. «Τι θα ήθελες σε αντάλλαγμα;» ρώτησε τελικά.
«Ένα τετραγωνικό μίλι γης στον Ποταμό Ερινίν. Εύφορη γη, υπ’ όψιν, όχι ελώδη ή βαλτώδη. Θα γίνει η γη των Άθα’αν Μιέρε για πάντα. Και θα υπάγεται στους δικούς μας νόμους, όχι του Άντορ», πρόσθεσε, λες κι η σκέψη αυτή ήταν δεδομένη κι ανάξια αναφοράς.
Η Ηλαίην κόντεψε να πνιγεί με το τσάι της. Οι Άθα’αν Μιέρε δεν μπορούσαν στιγμή να βρεθούν μακριά από τη θάλασσα κι η Ζάιντα ήθελε γη χίλια μίλια από την πλησιέστερη όχθη θαλασσινού νερού; Και, μάλιστα, ζητούσε να της παραχωρηθεί. Οι Καιρχινοί, οι Μουραντιανοί, ακόμα κι οι Αλταρανοί είχαν χύσει αίμα προκειμένου να εξασφαλίσουν κομμάτια γης από το Άντορ, ενώ οι Αντορινοί έχαναν επίσης αίμα για να τους απωθήσουν. Ωστόσο, ένα τετραγωνικό μίλι ήταν μάλλον μικρό σε έκταση κι άξιζε τον κόπο για να εξασφαλιστεί η τροφοδοσία του Κάεμλυν. Όχι βέβαια ότι θα έκανε λόγο στη Ζάιντα γι’ αυτό το θέμα. Αν οι Θαλασσινοί ξεκινούσαν εμπορικές σχέσεις με τους Αντορινούς, τότε οι τελευταίοι θα μπορούσαν να διακινούν τα αγαθά τους μέσω των πλοίων των Θαλασσινών όπου κι αν πήγαιναν αυτοί, δηλαδή παντού. Η Ζάιντα το ήξερε σίγουρα, αλλά δεν υπήρχε λόγος να μάθει ότι το είχε σκεφτεί κι η Ηλαίην. Ο δεσμός του Προμάχου συνιστούσε προσοχή, ωστόσο είχε έρθει η ώρα και για λίγο θράσος, όπως ήξερε καλύτερα από τον καθένα η Μπιργκίτε.
«Μερικές φορές, το τσάι καταπίνεται στραβά». Δεν έλεγε ψέματα. Απλώς, προσπαθούσε να ξεγλιστρήσει. «Ένα τετραγωνικό μίλι του Άντορ αξίζει παραπάνω από δύο Ανεμοσκόπους. Οι Άθα’αν Μιέρε πήραν είκοσι εκπαιδεύτριες, άλλες τόσες για τη βοήθεια στη χρήση του Κυπέλλου των Ανέμων κι, όταν φύγετε, θα έχετε άλλες είκοσι να τις αντικαταστήσουν. Έχετε είκοσι μία Ανεμοσκόπους μαζί σας. Για κάθε μίλι του Άντορ θα ήθελα να έχω και τις είκοσι μία, κι άλλες τόσες ως αντικαταστάτριες μόλις αναχωρήσουν οι πρώτες, όσο τουλάχιστον οι Άες Σεντάι θα διδάσκουν τις Θαλασσινές». Καλύτερα να μην άφηνε υπόνοιες στη γυναίκα ότι αυτός ήταν ο τρόπος της να απορρίψει την πρόταση της δια παντός. «Φυσικά, οι γνωστές τελωνειακές επιβαρύνσεις θα ισχύουν για τα αγαθά που θα φεύγουν από αυτή τη γη με προορισμό το Άντορ».
Η Ζάιντα ανασήκωσε την ασημένια κούπα στο στόμα της κι, όταν την κατέβασε, μειδιούσε αμυδρότατα. Η Ηλαίην, πάντως, πίστευε πως επρόκειτο για χαμόγελο ανακούφισης παρά θριάμβου. «Αυτό μπορεί να ισχύει για τα αγαθά προς το Άντορ, αλλά όχι γι’ αυτά που έρχονται στη γη μας μέσω του ποταμού. Θα μπορούσα να αφήσω τρεις Ανεμοσκόπους για, ας πούμε, μισό χρόνο. Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν σε μάχη. Δεν θα ήθελα να πεθάνουν δικές μου εξαιτίας σας, όπως επίσης δεν θα ήθελα να θυμώσουν μαζί μας οι Αντορινοί επειδή οι Θαλασσινοί σκότωσαν κάποιους από τον λαό τους».
«Το μόνο που θα τους ζητηθεί είναι να φτιάξουν πύλες», είπε η Ηλαίην, «αν και πρέπει να τις φτιάξουν όπως θέλω εγώ». Μα το Φως! Λες και σκόπευε να χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη ως όπλο! Οι Θαλασσινοί βέβαια το έκαναν δίχως δεύτερη σκέψη, αλλά η Ηλαίην πάσχιζε πολύ να συμπεριφερθεί όπως απαιτούσε η Εγκουέν, λες κι είχε πάρει ήδη τους Τρεις Όρκους. Άλλωστε, αν έκανε χρήση του σαϊντάρ για να ξεφορτωθεί αυτά τα στρατόπεδα έξω από τα τείχη, ή αν επέτρεπε σε κάποιον άλλον να το κάνει, δεν θα συντασσόταν με το μέρος της ούτε ένας Οίκος του Άντορ. «Θα χρειαστεί να παραμείνουν μέχρις ότου εξασφαλίσω το στέμμα, άσχετα από το αν αυτό πάρει μισό χρόνο ή περισσότερο». Το στέμμα θα γινόταν δικό της σε πολύ λιγότερο χρονικό διάστημα, αλλά όπως συνήθιζε να λέει η παλιά της γκουβερνάντα, η Λίνι, «μέτρα τα δαμάσκηνα που ’χεις στο καλάθι, όχι αυτά στο δέντρο». Ωστόσο, από τη στιγμή που θα γινόταν κάτοχος του στέμματος, δεν θα είχε ανάγκη τις Ανεμοσκόπους για την τροφοδοσία της πόλης, κι η αλήθεια είναι ότι θα τις ξεφορτωνόταν πολύ ευχαρίστως. «Τρεις, όμως, δεν αρκούν. Σίγουρα θα θέλεις μαζί σου τη Σιέλυν, μια κι είναι η προσωπική σου Ανεμοσκόπος, αλλά θα κρατήσω τις υπόλοιπες».
Τα μενταγιόν πάνω στην τιμητική αλυσίδα της Ζάιντα ανακινήθηκαν απαλά καθώς η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Η Τάλααν κι η Μετάρα είναι ακόμα μαθητευόμενες και πρέπει να επιστρέψουν στην εκπαίδευσή τους. Οι υπόλοιπες έχουν άλλα καθήκοντα. Μπορούν να σου παραχωρηθούν μόνο τέσσερις, μέχρι να σιγουρέψεις το στέμμα».
Από κει και πέρα, ήταν θέμα συμφωνίας. Η Ηλαίην δεν περίμενε ποτέ πως θα κρατούσε τις μαθητευόμενες, ενώ οι Ανεμοσκόποι της Φατρίας της Κυράς των Κυμάτων δεν ήταν εύκολο να της παραχωρηθούν, κάτι αναμενόμενο. Οι περισσότερες Κυρές των Κυμάτων χρησιμοποιούσαν τις Ανεμοσκόπους και τους Κυρίους των Σπαθιών ως έμπιστους συμβούλους κι όσο εύκολο ήταν για την Ηλαίην να αποχωριστεί την Μπιργκίτε, άλλο τόσο ήταν και γι’ αυτές να αποχωριστούν τους συμβούλους τους. Η Ζάιντα προσπάθησε να εξαιρέσει και μερικές άλλες, όπως για παράδειγμα τις Ανεμοσκόπους που υπηρετούσαν σε μεγάλα σκάφη, όπως τα ταχύπλοα κι οι εμβολιστές, έτσι όμως θα απέκλειε κι έναν μεγάλο αριθμό από τις ήδη παρούσες, οπότε η Ηλαίην αρνήθηκε να πέσει στο επίπεδο των απαιτήσεών της εκτός κι αν η Ζάιντα αποδεχόταν τις προσφορές της. Αργά αλλά σταθερά, πάντως, αυτό γινόταν κι η κάθε παραχώρηση γινόταν απρόθυμα. Ωστόσο, η υποχώρηση της γυναίκας δεν ήταν τόσο αργή όσο περίμενε η Ηλαίην. Προφανώς, η Κυρά των Κυμάτων είχε ανάγκη αυτή τη συμφωνία όσο η Ηλαίην είχε ανάγκη γυναίκες ικανές να υφαίνουν πύλες.
«Υπό το Φως, η συμφωνία ισχύει», είπε τελικά, φιλώντας τα ακροδάχτυλα του δεξιού της χεριού και γέρνοντας μπροστά για να τα πιέσει πάνω στα χείλη της Ζάιντα. Η Αβιέντα μειδίασε, εντυπωσιασμένη προφανώς. Η Μπιργκίτε διατηρούσε ήρεμο ύφος, αλλά ο δεσμός μαρτυρούσε ότι δυσκολευόταν να πιστέψει ότι η Ηλαίην είχε ενδώσει τόσο εύκολα.
«Η συμφωνία ισχύει, υπό το Φως», μουρμούρισε η Ζάιντα. Τα δάχτυλά της, που είχαν ακουμπήσει τα χείλη της Ηλαίην, ήταν σκληρά και γεμάτα κάλους, παρόλο που μάλλον είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που η γυναίκα τράβηξε σχοινί. Για γυναίκα που είχε μόλις παραχωρήσει εννιά από τις δεκατέσσερις Ανεμοσκόπους που ετίθεντο επί τάπητος, έδειχνε αρκετά ικανοποιημένη. Η Ηλαίην αναρωτήθηκε πόσες από αυτές τις εννιά ανήκαν στην κατηγορία των γυναικών που τα πλοιάριά τους είχαν καταστραφεί από τους Σωντσάν στο Έμπου Νταρ. Η καταστροφή ενός πλεούμενου, ασχέτως λόγου, ήταν πολύ σοβαρό θέμα για τους Άθα’αν Μιέρε, ίσως μάλιστα αποτελούσε κι επαρκή δικαιολογία για να μείνει κανείς μακριά από το σπίτι του λίγο περισσότερο. Δεν είχε και πολλή σημασία.
Η Τσανέλ ήταν κάπως σκυθρωπή, με το γεμάτο τατουάζ χέρι της σφιγμένο πάνω στο χρυσοΰφαντο κόκκινο παντελόνι της, αλλά η κακοκεφιά της δεν ήταν τόση όση αναμενόταν από μια Θαλασσινή που έπρεπε να παραμείνει στη στεριά για κάμποσο καιρό ακόμα. Δουλειά της ήταν να διατάζει τις Ανεμοσκόπους που θα έπρεπε να μείνουν πίσω, και δεν της άρεσε καθόλου που η Ζάιντα είχε συναινέσει στο να βρίσκεται κάτω από την εξουσία της Ηλαίην και της Μπιργκίτε. Από δω και πέρα, οι Θαλασσινές δεν θα σουλατσάριζαν στο παλάτι σαν να τους ανήκε, ούτε θα έδιναν διαταγές δεξιά κι αριστερά. Από την άλλη, η Ηλαίην υποψιαζόταν πως η Ζάιντα είχε έρθει σε αυτή τη συνάντηση γνωρίζοντας ότι θα άφηνε πίσω μερικές δικές της, ενώ η Τσανέλ είχε έρθει γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα τις πρόσταζε. Ωστόσο, ούτε αυτό είχε πολλή σημασία, ούτε το τυχόν πλεονέκτημα που ήλπιζε να κερδίσει η Ζάιντα με σκοπό να γίνει Κυρά των Πλοίων. Άλλωστε, ήταν ξεκάθαρο ότι θεωρούσε πως θα είχε πλεονέκτημα. Το μόνο που είχε σημασία ήταν αφ’ ενός να μην πεινάσει το Κάεμλυν κι αφ’ ετέρου... εκείνος ο καταραμένος πυρσός, που εξακολουθούσε να λαμπυρίζει στη δύση. Θα γινόταν βασίλισσα, όχι αλαφροΐσκιωτο κοριτσάκι. Το Κάεμλυν και το Άντορ ήταν τα μόνα που είχαν σημασία.