26 Στο Σο Χάμπορ

Αυτό που συνέβη ήταν ότι ο Νιλντ, ο οποίος έπρεπε να μείνει πίσω για να κρατά την πύλη ανοικτή μέχρι να περάσουν ο Κιρέγιν κι οι Γκεαλντανοί, είχε τοποθετήσει την τρύπα πολύ κοντά στο σημείο όπου είχε στοχεύσει. Μαζί με τον Κιρέγιν είχαν αρχίσει να καλπάζουν καθώς ο Πέριν ανέβαινε σε μια ανηφοριά, τραβώντας τα χαλινάρια καθώς φάνηκε μπροστά του η πόλη του Σο Χάμπορ, στην άλλη μεριά ενός μικρού ποταμού, που τον διέσχιζαν εγκάρσια ένα ζευγάρι αψιδωτές ξύλινες γέφυρες. Μπορεί ο Πέριν να μην ήταν στρατιώτης, αλλά καταλάβαινε γιατί ο Μασέμα είχε αφήσει αυτό το μέρος στην ησυχία του. Ακριβώς δίπλα στο ποτάμι, η πόλη διέθετε δύο ογκωδέστατα τείχη, διάστικτα από πύργους ολόγυρα, με το εσώτερο τείχος να είναι ψηλότερο από το εξώτερο. Δύο μαούνες ήταν δεμένες σε μια μακρόστενη αποβάθρα, η οποία διέτρεχε το ποταμίσιο τείχος από τη μία γέφυρα έως την άλλη, ωστόσο οι φαρδιές πύλες της γέφυρας, ερμητικά κλειστές και με σιδερένιους ιμάντες, έμοιαζαν να είναι τα μοναδικά ανοίγματα πάνω σ’ αυτή την έκταση της τραχιάς γκρίζας πέτρας, ενώ οι πολεμίστρες διέτρεχαν όλο το μήκος των τειχών. Χτισμένο για να αποθαρρύνει τους άπληστους ευγενείς γείτονες, το Σο Χάμπορ σίγουρα δεν φοβόταν τον άτακτο στρατό του Προφήτη, ακόμα κι αν θα έρχονταν κατά χιλιάδες. Όποιος ήθελε να μπει σ’ αυτή την πόλη, χρειαζόταν πολιορκητικές μηχανές κι ατελείωτη υπομονή· ο Μασέμα ένιωθε πιο άνετα εκφοβίζοντας ανοχύρωτα χωριά και κωμοπόλεις.

«Πολύ χαίρομαι που βλέπω ανθρώπους πάνω στα τείχη», σχολίασε ο Νιλντ. «Πάνω που ήμουν έτοιμος να πιστέψω πως όλοι σε αυτή την περιοχή είναι νεκροί και θαφτεί από καιρό». Τα λόγια του δεν υποδήλωναν ότι αστειευόταν, το δε μειδίαμά του φάνταζε κάπως σφιγμένο.

«Αρκεί που είναι ζωντανοί και πουλούν ακόμα σιτηρά», μουρμούρισε ο Κιρέγιν με την ένρινη μονότονη φωνή του. Έλυσε την ασημένια περικεφαλαία του με τα λευκά φτερά και την ακούμπησε στο ψηλό μπροστάρι της σέλας του. Η ματιά του προσπέρασε τον Πέριν και σταμάτησε φευγαλέα στην Μπερελαίν πριν στριφογυρίσει για να απευθυνθεί στην Άες Σεντάι με τον ίδιο ανιαρό τόνο. «Θα παραμείνουμε εδώ ή θα κατέβουμε;» Η Μπερελαίν τον κοίταξε ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι. Το βλέμμα της ήταν κάπως επικίνδυνο, όπως μπορούσε να αντιληφθεί οποιοσδήποτε με λίγο μυαλό. Ο Κιρέγιν, όμως, δεν το πήρε είδηση.

Οι τρίχες στον σβέρκο του Πέριν πάσχιζαν ακόμα να σηκωθούν όρθιες, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που είδε την πόλη. Ίσως έφταιγε το λυκίσιο κομμάτι του εαυτού του, στο οποίο δεν άρεσαν τα τείχη, αν και δεν το πολυπίστευε. Οι άντρες που βρίσκονταν πάνω στα τείχη έδειχναν προς το μέρος τους, μερικοί μάλιστα κρατούσαν κανοκιάλια. Αυτοί, αν μη τι άλλο, θα διέκριναν εύκολα τα λάβαρα, όπως και τους στρατιώτες, με τα σημαιάκια στα δόρατα να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα, αλλά και τις πρώτες άμαξες της παράταξης, που εκτεινόταν μέχρι την άλλη άκρη του δρόμου, εκτός οπτικής εμβέλειας. Ίσως όλος ο κόσμος να είχε στριμωχτεί από τα αγροκτήματα στην πόλη. «Δεν ήρθαμε εδώ για να μείνουμε», είπε.

Η Μπερελαίν κι η Ανούρα είχαν καταστρώσει σχέδιο μεταξύ τους για την προσέγγιση του Σο Χάμπορ. Ο τοπικός άρχοντας ή αρχόντισσα σίγουρα θα είχε ακούσει για τις λεηλασίες των Σάιντο στα βόρεια, όχι πολλά μίλια μακριά, όπως και για την παρουσία του προφήτη στην Αλτάρα. Και τα δύο θέματα αρκούσαν για να κάνουν τους πάντες επιφυλακτικούς. Επιπλέον, η μόνη αντίδραση που θα προκαλούσαν θα ήταν βέλη εναντίον τους και μετά ερωτήσεις για το ποιοι είναι. Σε κάθε περίπτωση, το πιθανότερο ήταν πως δεν θα καλωσόριζαν ξενομερίτες στρατιώτες στις πύλες τους, προς το παρόν τουλάχιστον. Οι λογχοφόροι παρέμεναν απλωμένοι κατά μήκος του υψώματος, ως απόδειξη ότι οι επισκέπτες ήταν βαριά οπλισμένοι, έστω κι αν προτιμούσαν να μην κάνουν επίδειξη. Οι άντρες του Σο Χάμπορ, βέβαια, δεν θα εντυπωσιάζονταν ιδιαίτερα από εκατό στρατιώτες, αλλά οι καλογυαλισμένες πανοπλίες των Γκεαλντανών κι οι κόκκινοι θώρακες των Φτερωτών Φρουρών μαρτυρούσαν ότι οι επισκέπτες δεν ήταν περιπλανώμενοι παλικαράδες. Οι Διποταμίτες δύσκολα θα εντυπωσίαζαν κάποιον, εκτός αν χρησιμοποιούσαν τα τόξα τους, επομένως παρέμεναν στις άμαξες για να κρατούν ακμαίο το ηθικό των αμαξηλατών. Όλα αυτά δεν ήταν παρά περίτεχνες ανοησίες, για να μην πούμε σαχλαμάρες, αλλά ο Πέριν ήταν επαρχιώτης σιδεράς, άσχετα από το αν τον αποκαλούσαν άρχοντα. Η Πρώτη του Μαγιέν κι η Άες Σεντάι ήξεραν τι να κάνουν σε μια κατάσταση σαν κι αυτή.

Ο Γκαλίν τούς οδήγησε προς το ποτάμι ιππεύοντας αργά, ευθυτενής, με τη λαμπερή πορφυρή περικεφαλαία του ακουμπισμένη στη σέλα του. Ο Πέριν με την Μπερελαίν βρίσκονταν λίγο πιο πίσω, με τη Σέονιντ ανάμεσά τους και τη Μασούρι και την Ανούρα στα πλαϊνά. Οι Άες Σεντάι είχαν ρίξει πίσω τις κουκούλες τους, έτσι ώστε όποιος βρισκόταν πάνω στα τείχη και μπορούσε να αναγνωρίσει το πρόσωπο μιας Άες Σεντάι, να έβλεπε ξεκάθαρα ότι ήταν τρεις. Οι Άες Σεντάι ήταν καλοδεχούμενες στα περισσότερα μέρη, ακόμα κι εκεί όπου οι κάτοικοι θα προτιμούσαν να μην τις είχαν ανάμεσά τους. Από πίσω τους ακολουθούσαν οι τέσσερις λαβαροφόροι, με τους Προμάχους τοποθετημένους σε αραιά διαστήματα, ντυμένους μ’ εκείνους τους κραυγαλέους μανδύες. Μαζί τους ήταν κι ο Κιρέγιν, με την απαστράπτουσα περικεφαλαία του να ισορροπεί στον γοφό του, κάπως ξινισμένος επειδή έπρεπε να βαδίζει παρέα με τους Προμάχους. Πού και πού, αγριοκοίταζε με ψυχρό βλέμμα τον Μπάλγουερ, ο οποίος ακολουθούσε στα νώτα με τους δύο συντρόφους του. Κανείς δεν είχε πει στον Μπάλγουερ ότι μπορούσε να έρθει μαζί τους, αλλά ούτε και το αντίθετο. Όποτε τον κοίταζε ο ευγενής, υποκλινόταν και κατόπιν συνέχιζε να περιεργάζεται τα τείχη της πόλης που απλώνονταν μπροστά τους.

Ο Πέριν αδυνατούσε να καταπνίξει την ανησυχία του όσο πλησίαζαν. Οι οπλές των αλόγων κροτάλιζαν κούφια πάνω στη νότια γέφυρα, μια κατασκευή που υψωνόταν πάνω από το ορμητικό ποτάμι, αρκετά πλατιά για να περνάει από κάτω μια μαούνα με μεγάλα κουπιά, σαν εκείνες που ήταν δεμένες στην αποβάθρα. Κανένα από τα πλοιάρια με τις φαρδιές πλώρες δεν είχε σχεδιαστεί για να σηκωθεί κατάρτι. Μία από αυτές τις μαούνες είχε βυθιστεί στο νερό, γέρνοντας πάνω στα σφιχτά τεντωμένα σχοινιά του αγκυροβολίου, ενώ η άλλη έμοιαζε μάλλον εγκαταλελειμμένη. Στον αέρα πλανιόταν μια ταγκίλα, μια δυσωδία που τον έκανε να τρίψει τη μύτη του. Κανείς δεν φάνηκε να το προσέχει.

Κοντά στην είσοδο της γέφυρας, ο Γκαλίν σταμάτησε. Οι κλειστές πύλες, καλυμμένες με μαύρους σιδερένιους ιμάντες πλάτους ενός ποδιού, θα τον ανάγκαζαν ούτως ή άλλως να το κάνει. «Έχουμε ακούσει για τα προβλήματα που πλήττουν αυτή την περιοχή», βροντοφώναξε στους άντρες πάνω στα τείχη, προσπαθώντας να ακουστεί όσο το δυνατόν πιο τυπικός, «αλλά εμείς θέλουμε απλώς να περάσουμε μέσα από την πόλη. Έχουμε έρθει για εμπόριο, όχι για φασαρίες. Να αγοράσουμε σιτάρι κι άλλα χρήσιμα πράγματα, όχι να πολεμήσουμε. Έχω την τιμή να σας παρουσιάσω την Μπερελαίν συρ Πέντραγκ Πεηρόν, Πρώτη του Μαγιέν, ελέω Φωτός Προστάτιδα των Κυμάτων και Υψηλή Έδρα του Οίκου Πεηρόν, η οποία ήρθε για συνομιλίες με τον άρχοντα ή την αρχόντισσα της περιοχής, όπως επίσης και τον Πέριν τ’Μπασίρε Αϋμπάρα...» Τον αποκάλεσε Άρχοντα των Δύο Ποταμών και τον ονομάτισε με κάμποσους τίτλους ακόμα, επί των οποίων ο Πέριν δεν είχε κανένα δικαίωμα —ούτε καν τους είχε ξανακούσει— και κατόπιν συνέχισε με τις Άες Σεντάι, παρουσιάζοντας τον πλήρη τιμητικό τίτλο της καθεμίας και προσθέτοντας το Άτζα της. Ήταν μια πολύ εντυπωσιακή αναγγελία. Μόλις ο Γκαλίν σώπασε, επικράτησε... σιωπή.

Στις επάλξεις, πάνω από τα κεφάλια τους, άντρες με βρώμικα πρόσωπα αντάλλαξαν αυστηρές ματιές κι άγριους ψιθύρους κουνώντας νευρικά τις βαλλίστρες τους και τα ρόπαλα. Ελάχιστοι φορούσαν περικεφαλαίες ή κάποιου είδους θώρακα. Οι περισσότεροι ήταν ντυμένοι με τραχιά πανωφόρια, αλλά του Πέριν του φάνηκε ότι είδε κάποιον να φοράει κάτι σαν μετάξι κάτω από ένα στρώμα λίγδας. Με τόσο πολλή σκόνη και βρωμιά συσσωρευμένη επάνω τους ήταν δύσκολο να καταλάβει. Αδυνατούσε ακόμα και ν’ ακούσει τι έλεγαν.

«Και πώς ξέρουμε ότι είστε ζωντανοί;» ακούστηκε τελικά από ψηλά μια βραχνή φωνή.

Η Μπερελαίν βλεφάρισε έκπληκτη, αλλά κανείς δεν γέλασε. Η συζήτηση έτεινε να γίνει ανόητη, αλλά ο Πέριν είχε την εντύπωση πως οι τρίχες του σβέρκου του είχαν σηκωθεί τελικά. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εδώ κι οι Άες Σεντάι έμοιαζαν να μην το διαισθάνονται. Από την άλλη, οι Άες Σεντάι μπορούσαν να κρύψουν οτιδήποτε πίσω από αυτή τη γαλήνια μάσκα παγερής ηρεμίας. Οι χάντρες στις λεπτές πλεξούδες της Ανούρα κουδούνισαν ελαφρά καθώς η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. Η Μασούρι έριξε ένα παγερό βλέμμα στους άντρες που ήταν παρατεταγμένοι κατά μήκος των τειχών.

«Αν χρειαστεί ν’ αποδείξω ότι είμαι ζωντανή, θα το μετανιώσετε», ανήγγειλε με πομπώδη φωνή η Σέονιντ, με την κατσαρή Καιρχινή προφορά της και με μεγαλύτερη έξαψη απ’ αυτή που μαρτυρούσε το πρόσωπο της. «Αν συνεχίσετε να με σημαδεύετε μ’ αυτές τις βαλλίστρες, θα το μετανιώσετε ακόμα περισσότερο». Κάμποσοι άντρες έστρεψαν βιαστικά τις βαλλίστρες στον ουρανό. Όχι όλοι, όμως.

Θροίσματα ψιθύρων ακούστηκαν κατά μήκος των τειχών, αλλά κάποιος μάλλον αναγνώρισε ότι επρόκειτο για Άες Σεντάι. Τελικά, οι πύλες άνοιξαν μ’ έναν τσιριχτό ήχο στους ογκώδεις και σκουριασμένους αρμούς τους. Μια ανυπόφορη μπόχα ξεπήδησε από την πόλη, η ίδια δυσωδία που είχε μυρίσει ο Πέριν, μόνο που τώρα ήταν δυνατότερη. Πολυκαιρισμένη βρώμα ανακατεμένη με μπαγιάτικο ιδρώτα, αποσυντεθειμένα σκουπίδια και τσουκάλια κουζινών που δεν τα είχε αδειάσει κανείς. Τα αυτιά του Πέριν πάσχισαν να τεντωθούν προς τα πίσω. Ο Γκαλίν έκανε ν’ ανασηκώσει την κόκκινη περικεφαλαία του σαν να ήθελε να την ξαναφορέσει, πριν παροτρύνει το καφεγκρίζο άλογά του να περάσει τις πύλες. Ο Πέριν σπιρούνισε τον Αναχαιτιστή για να το ακολουθήσει, τοποθετώντας απαλά το τσεκούρι του στον βρόχο του ζωναριού του.

Μόλις πέρασαν την πύλη, ένας βρωμερός άντρας με σκισμένο πανωφόρι σκάλισε το πόδι του Πέριν με το δάχτυλό του, αλλά έκανε αμέσως πίσω μόλις ο Αναχαιτιστής στράφηκε εναντίον του. Ο τύπος πρέπει να ήταν παχύς κάποτε, αλλά τώρα το πανωφόρι βούλιαζε και το πετσί του έμοιαζε να κρέμεται από το κορμί του. «Ήθελα απλώς να βεβαιωθώ», μουρμούρισε, ξύνοντας αφηρημένα τα πλευρά του. «Άρχοντά μου», πρόσθεσε αμέσως μετά. Το βλέμμα του φάνηκε να εστιάζει για πρώτη φορά στο πρόσωπο του Πέριν, και τα δάχτυλά του, που ήταν απασχολημένα με το ξύσιμο, κοκάλωσαν. Τα χρυσοκίτρινα μάτια δεν είναι καθημερινό θέαμα, αν μη τι άλλο.

«Έχεις δει πολλούς νεκρούς να κυκλοφορούν;» τον ρώτησε κάπως επιφυλακτικά ο Πέριν, προσπαθώντας να αστειευτεί, και χτυπώντας φιλικά συγχρόνως τον λαιμό του καστανοκόκκινου αλόγου του. Ένα εκπαιδευμένο άτι πρέπει ν’ ανταμείβεται για την προστασία του αναβάτη του.

Ο τύπος μόρφασε, λες και το άλογο του Πέριν τού είχε δείξει ξανά τα δόντια του. Το στόμα του συσπάστηκε, έκανε μια γκριμάτσα σαν χασμουρητό κι άρχισε να απομακρύνεται με λοξά βήματα, μέχρι που έπεσε κατευθείαν πάνω στη φοράδα της Μπερελαίν. Ο Γκαλίν βρισκόταν ακριβώς πίσω της, σαν να ήταν ακόμη έτοιμος να φορέσει την περικεφαλαία του, με το μοναδικό του μάτι να πασχίζει να δει σ’ έξι μεριές ταυτόχρονα.

«Πού μπορώ να βρω τον άρχοντα ή την αρχόντισσά σου;» ρώτησε η Μπερελαίν απαιτητικά κι ανυπόμονα. Το Μαγιέν ήταν μικρό έθνος, αλλά η ίδια δεν είχε συνηθίσει να την αγνοούν. «Φαίνεται πως οι άλλοι έχασαν τη λαλιά τους, αλλά εσένα σ’ άκουσα να χρησιμοποιείς τη γλώσσα σου. Λοιπόν; Μίλα, άνθρωπέ μου».

Ο τύπος την κοίταξε γλείφοντας τα χείλη του. «Ο Άρχοντας Κάουλιν... Ο Άρχοντας Κάουλιν... λείπει μακριά. Αρχόντισσά μου». Το βλέμμα του έπεσε ξανά προς τη μεριά του Πέριν, τρεμόπαιξε και μετά στράφηκε αλλού. «Οι έμποροι των σιτηρών... αυτούς πρέπει να δείτε. Θα τους βρείτε, όπως πάντα, στη Χρυσή Μαούνα. Από κει θα πάτε». Έδειξε με το χέρι του κάπου αόριστα, στο βάθος της πόλης, και κατόπιν το έβαλε στα πόδια, κοιτώντας πάνω από τον ώμο του σαν να φοβόταν ότι θα τον καταδίωκαν.

«Θαρρώ πως έπρεπε να βρισκόμαστε κάπου αλλού», είπε ο Πέριν. Εκείνος ο τύπος φοβόταν κάτι περισσότερο από τα κίτρινα μάτια. Σ’ αυτό το μέρος υπήρχε μια αίσθηση ότι κάτι πήγαινε... πολύ στραβά.

«Ναι, αλλά, καλώς ή κακώς, βρισκόμαστε ήδη εδώ κι όχι κάπου αλλού», αποκρίθηκε η Μπερελαίν σε πολύ πρακτικό τόνο. Με όλη αυτή τη βρώμα, ο Πέριν δεν μπορούσε να διακρίνει τη μυρωδιά της. Έπρεπε να βγάλει συμπεράσματα απ’ όσα έβλεπε κι άκουγε, και το πρόσωπο της Μπερελαίν ήταν αρκετά γαλήνιο ώστε να θυμίζει Άες Σεντάι. «Έχω επισκεφθεί πόλεις που μύριζαν χειρότερα από ετούτη εδώ, Πέριν. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Κι αν αυτός ο Άρχοντας Κάουλιν όντως λείπει, δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα κάνω διαπραγματεύσεις μ’ εμπόρους. Δεν πιστεύω να νομίζεις πως έχουν δει νεκρούς να κυκλοφορούν, έτσι;» Τι μπορεί να απαντήσει σε αυτό ένας άντρας δίχως να φανεί κουφιοκέφαλος;

Όπως και να έχει, οι υπόλοιποι είχαν ήδη αρχίσει να στριμώχνονται στις πύλες, χωρίς να διατηρούν τις γραμμές τους αυτή τη φορά. Ο Γουάιντερ με τον Αλχάρα ακολουθούσαν κατά πόδας τη Σέονιντ σαν παράταιρα τσοπανόσκυλα, ο ένας ανοιχτόχρωμος κι ο άλλος μελαψός, έτοιμοι κι οι δύο να ξεσκίσουν λαιμούς εν ριπή οφθαλμού. Σίγουρα είχαν νιώσει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο Σο Χάμπορ. Ο Κίρκλιν, που προχωρούσε πλάι στη Μασούρι, φάνταζε ανυπόμονος να σφάξει κάποιον, λες και τον έτρωγε το χέρι του, που αναπαυόταν στη λαβή του σπαθιού του. Ο Κιρέγιν κρατούσε με το χέρι τη μύτη του, ενώ το αγριοκοίταγμά του μαρτυρούσε ότι κάποιος θα πλήρωνε επειδή ο ίδιος είχε αναγκαστεί να υποφέρει αυτή την μπόχα. Η Μέντορε κι ο Λάτιαν έδειχναν άρρωστοι, αλλά ο Μπάλγουερ απλώς κοιτούσε τριγύρω με το κεφάλι γερτό. Κατόπιν, τράβηξε τους άλλους δύο σ’ ένα παράπλευρο στενό δρομάκι, που οδηγούσε βόρεια. Όπως είχε πει κι η Μπερελαίν, καλώς ή κακώς, βρίσκονταν ήδη εκεί κι όχι κάπου αλλού.

Τα πολύχρωμα λάβαρα έμοιαζαν εκτός τόπου και χρόνου καθώς ο Πέριν προχωρούσε στους συνωστισμένους φιδωτούς δρόμους της πόλης. Κάποιοι δρόμοι ήταν όντως φαρδιοί για τα δεδομένα του Σο Χάμπορ, αλλά υπήρχε μια αίσθηση εγγύτητας, λες και τα πέτρινα κτίσματα από κάθε πλευρά δέσποζαν ψηλότερα των δύο ή τριών ορόφων, σαν έτοιμα να πέσουν στο κεφάλι του ανά πάσα στιγμή. Μάλλον ήταν η ιδέα του, αφού ο ουρανός δεν ήταν τόσο γκρίζος, αλλά οι δρόμοι έμοιαζαν σκοτεινοί. Κόσμος γέμιζε τα βρώμικα λιθόστρωτα, αλλά δεν ήταν αρκετός για να δικαιολογήσει όλες αυτές τις εγκαταλελειμμένες αγροικίες της περιοχής, κι ο καθένας προχωρούσε βιαστικά, με το κεφάλι κατεβασμένο. Δεν κατευθύνονταν κάπου συγκεκριμένα, απλώς τάχυναν το βήμα τους χωρίς να αλληλοκοιτάζονται. Παρ’ ότι είχαν έναν ολόκληρο ποταμό στα πόδια τους, είχαν ξεχάσει να πλένονται. Ο Πέριν δεν είδε ούτε ένα πρόσωπο που να μην έχει επάνω του λίγδα, κανένα ρούχο που να μην έμοιαζε πολυφορεμένο και πάνω στο οποίο να μην υπήρχε λάσπη από τη σκληρή δουλειά. Όσο βαθύτερα προχωρούσαν στην πόλη, τόσο χειροτέρευε η βρωμιά. Υπέθεσε ότι, με τον καιρό, συνηθίζεις τα πάντα. Ωστόσο, το χειρότερο πράγμα απ’ όλα ήταν η σιωπή. Τα χωριά ήταν σιωπηλά μερικές φορές, αν κι όχι τόσο όσο τα δάση, αλλά η πόλη δεν έπαυε ποτέ να αναδίδει αυτή την αδιόρατη μουρμούρα, τον ήχο από τους μαγαζάτορες που διαλαλούν την πραμάτεια τους και από τους ανθρώπους που πηγαίνουν στις καθημερινές δουλειές τους. Στο Σο Χάμπορ, όμως, δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Η πόλη φάνταζε να μην αναπνέει καν.

Στάθηκε δύσκολο να πάρουν περαιτέρω οδηγίες, μια κι οι περισσότεροι άνθρωποι που προσέγγιζαν απομακρύνονταν βιαστικά μόλις τους μιλούσαν, αλλά τελικά ξεπέζεψαν μπροστά στην είσοδο ενός πανδοχείου που έμοιαζε αρκετά πολυτελές, με δύο ορόφους καλοδουλεμένης γκρίζας πέτρας κάτω από μια σχιστολιθική οροφή, και μια κρεμασμένη πινακίδα στην πρόσοψη, που δήλωνε ότι επρόκειτο για τη Χρυσή Μαούνα. Η επιγραφή ήταν ελαφρώς επιχρυσωμένη, όπως επίσης και τα σιτηρά που είχαν φορτωθεί στη μαούνα και παρέμεναν ακάλυπτα λες και δεν επρόκειτο ποτέ να πουληθούν. Κανένας ιπποκόμος δεν φάνηκε να βγαίνει από τους στάβλους πλάι στο πανδοχείο, οπότε οι λαβαροφόροι αναγκάστηκαν να φροντίσουν οι ίδιοι τα άλογα, μια δουλειά που δεν τους άρεσε καθόλου. Ο Τοντ ήταν τόσο απορροφημένος από τη θέα των βρώμικων ανθρώπων που προχωρούσαν βιαστικοί κι από το χάιδεμα στη λαβή του κοντόσπαθού του, ώστε ο Αναχαιτιστής κόντεψε να του δαγκώσει δύο δάχτυλα όταν ο άντρας έπιασε τα γκέμια του επιβήτορα. Ο Μαγιενός κι ο Γκεαλντανός εύχονταν να κρατούσαν λόγχες αντί για λάβαρα. Ο Φλαν κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Παρά τον πρωινό ήλιο, το φως έμοιαζε κάπως... σκιερό. Όταν μπήκαν, τα πράγματα δεν καλυτέρεψαν.

Εκ πρώτης όψεως, η κοινή αίθουσα επιβεβαίωνε την ευμάρεια του πανδοχείου, με τα γυαλισμένα στρογγυλά τραπέζια και τις άνετες καρέκλες, αντί για πάγκους, κάτω από μια ψηλή οροφή με στιβαρά δοκάρια. Στους τοίχους υπήρχαν ζωγραφισμένοι αγροί με κριθάρι, βρώμη και κεχρί, που ωρίμαζαν κάτω από έναν λαμπερό ήλιο, ενώ ένα ρολόι βαμμένο σε ζωηρές αποχρώσεις στηριζόταν σ’ ένα σκαλιστό πρέκι πάνω από ένα φαρδύ τζάκι από λευκή πέτρα. Ωστόσο, η εστία ήταν κρύα κι η ατμόσφαιρα σχεδόν εξίσου παγωμένη με έξω. Το ρολόι δεν λειτουργούσε κι η αλλοτινή γυαλάδα του είχε θαμπώσει. Παντού υπήρχε σκόνη. Οι μόνοι άνθρωποι στον χώρο ήταν έξι άντρες και πέντε γυναίκες, σκυμμένοι πάνω από τα ποτά τους γύρω από ένα οβάλ τραπέζι, μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα, που στεκόταν στο κέντρο του δωματίου.

Ένας από τους άντρες, με πρόσωπο χλωμό κάτω από τη γλίτσα, αναπήδησε βλαστημώντας μόλις εισήλθε ο Πέριν με τους υπόλοιπους. Μια παχουλή γυναίκα με ίσια, λιπαρά μαλλιά έφερε απότομα στο στόμα της μια κούπα από κασσίτερο, πασχίζοντας να πιει μια τόσο μεγάλη γουλιά, που το κρασί χύθηκε στα μάγουλά της. Ίσως έφταιγαν τα μάτια του, τελικά. Ίσως.

«Τι συνέβη σ’ αυτή την πόλη;» ρώτησε η Ανούρα με σταθερή φωνή, ρίχνοντας πίσω τον μανδύα της, λες κι η εστία ήταν αναμμένη. Το ήρεμο βλέμμα που έριξε στους ανθρώπους του τραπεζιού τούς έκανε να παγώσουν. Ξαφνικά, ο Πέριν συνειδητοποίησε ότι ούτε η Μασούρι ούτε η Σέονιντ τον είχαν ακολουθήσει στο εσωτερικό. Αμφέβαλλε αν τον περίμεναν στον δρόμο μαζί με τα άλογα. Ποιος ξέρει τι έκαναν αυτές κι οι Πρόμαχοι τους;

Ο άντρας που είχε αναπηδήσει τράβηξε με το δάχτυλό του τον γιακά του πανωφοριού του. Το πανωφόρι ήταν κάποτε ένα μπλε μάλλινο ρούχο με μια σειρά επίχρυσων κουμπιών στον λαιμό, αλλά στο μπροστινό μέρος φαίνεται πως είχε πέσει φαγητό εδώ κι αρκετό καιρό· ίσως το φαΐ που έτρωγε κατέληγε περισσότερο εκεί παρά στην κοιλιά του. Ανήκε κι αυτός στην κατηγορία των ανθρώπων που το πετσί κρεμόταν χαλαρό πάνω τους. «Τι... τι σ-σ-συνέβη, είπες, Άες Σεντάι;» τραύλισε.

«Μην πεις κουβέντα, Μάικαλ!» πετάχτηκε βιαστικά μια καταβεβλημένη γυναίκα. Το σκούρο της φόρεμα ήταν κεντητό στον ψηλό λαιμό και κατά μήκος των μανικιών, αλλά η βρωμιά ήταν τόση, που δεν ήσουν σίγουρος για τα χρώματα. Τα μάτια της ήταν βαθουλωμένοι λάκκοι. «Τι σε κάνει να πιστεύεις πως συνέβη κάτι, Άες Σεντάι;»

Η Ανούρα ήταν έτοιμη να της απαντήσει, αλλά μόλις άνοιξε το στόμα της, παρενέβη η Μπερελαίν. «Γυρεύουμε τους εμπόρους σιτηρών». Η έκφραση της Ανούρα δεν άλλαξε στο ελάχιστο, αλλά το στόμα της έκλεισε απότομα μ’ έναν δυνατό και ξερό ήχο.

Όσοι ήταν μαζεμένοι στο στρογγυλό τραπέζι αλληλοκοιτάζονταν για κάμποση ώρα. Η καταβεβλημένη γυναίκα περιεργάστηκε για μια στιγμή την Ανούρα και κατόπιν το βλέμμα της στάθηκε στην Μπερελαίν, ειδικά στα μετάξια και τις φλογοσιαγόνες. Και στο στέμμα. Άπλωσε τη φούστα της, κάνοντας μια υπόκλιση. «Εμείς αποτελούμε τη συντεχνία των εμπόρων του Σο Χάμπορ, Αρχόντισσα. Όσοι απομείναμε από...» Έκανε μια παύση και πήρε μια βαθιά και τρεμουλιαστή ανάσα. «Λέγομαι Ραχίμα Άρνον, Αρχόντισσά μου. Πώς μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε;»

Οι έμποροι φάνηκαν να ζωηρεύουν λιγάκι μόλις έμαθαν ότι οι επισκέπτες είχαν έρθει για να αγοράσουν σιτηρά και διάφορες άλλες προμήθειες, λάδι για τους φανούς και το μαγείρεμα, φασόλια, βελόνες και καρφιά για τα πέταλα των αλόγων, ρούχα και κεριά κι ένα σωρό άλλα πράγματα, απαραίτητα για έναν καταυλισμό. Αν μη τι άλλο, ο αρχικός τους φόβος υποχώρησε κάπως. Οποιοσδήποτε κοινός έμπορος άκουγε τη λίστα της Μπερελαίν θα δυσκολευόταν να μη χαμογελάσει από πλεονεξία, αλλά ετούτοι εδώ...

Η Κυρά Άρνον φώναξε στην πανδοχέα να φέρει κρασί —«φέρε το καλύτερο, και γρήγορα»— αλλά όταν μια γυναίκα με μακρόστενη μύτη ξεπρόβαλε διστακτικά στην κοινή αίθουσα, η Κυρά Άρνον έσπευσε να την πιάσει από το λερωμένο της μανίκι για να μην εξαφανιστεί ξανά. Ο τύπος με το πανωφόρι που είχε λεκέδες από φαγητό φώναξε σε κάποιον ονόματι Σπίραλ να φέρει τα βάζα με τα δείγματα, αλλά αφού φώναξε τρεις φορές δίχως να πάρει απάντηση, άφησε ένα νευρικό γέλιο και κίνησε για το πίσω δωμάτιο, επιστρέφοντας ένα λεπτό αργότερα με τα μπράτσα του τυλιγμένα γύρω από τρία μεγάλα κυλινδρικά ξύλινα δοχεία, τα οποία ακούμπησε στο τραπέζι εξακολουθώντας να γελάει. Οι υπόλοιποι φάνταζαν σαν συνονθύλευμα ανθρώπων που γελούσαν σπασμωδικά καθώς υποκλίνονταν, οδηγώντας την Μπερελαίν σ’ ένα κάθισμα στην κορυφή του οβάλ τραπεζιού, άντρες και γυναίκες με λιγδερά πρόσωπα που ξύνονταν διαρκώς, προφανώς χωρίς να καταλαβαίνουν τι έκαναν. Ο Πέριν δίπλωσε τα γάντια του μέσα από το ζωνάρι του κι ακούμπησε σε έναν χρωματιστό τοίχο, παρακολουθώντας τους.

Είχαν συμφωνήσει να αφήσουν στην Μπερελαίν το θέμα του παζαριού. Η γυναίκα δεν είχε πρόβλημα να παραδεχτεί, αν και κάπως απρόθυμα, ότι ο Πέριν γνώριζε περισσότερα από την ίδια για το αλογίσιο κρέας, αλλά εκείνη είχε κάνει διαπραγματεύσεις που κάλυπταν πωλήσεις εφάμιλλες ενός χρόνου συγκομιδής μούρουνέλαιου. Η Ανούρα χαμογέλασε αδρά στη σκέψη ότι ένα τρομαγμένο επαρχιωτόπουλο μπορεί να πρόσφερε βοήθεια. Φυσικά, ποτέ δεν τον αποκαλούσε έτσι —τα «Άρχοντά μου» έδιναν κι έπαιρναν, μιμούμενη τη Μασούρι και τη Σέονιντ— αλλά ήταν ολοφάνερο πως θεωρούσε ότι μερικά πράγματα υπερέβαιναν τις δυνατότητές του. Τώρα, είχε πάψει να χαμογελάει, και στεκόταν πίσω από την Μπερελαίν, κοιτώντας εξεταστικά τους εμπόρους, λες κι ήθελε να απομνημονεύσει τα πρόσωπά τους.

Η πανδοχέας έφερε κρασί σε κούπες από κασσίτερο, που είχαν βδομάδες —ίσως και μήνες— να καθαριστούν με πανί, αλλά ο Πέριν απλώς ατένισε το κρασί του και το ανακάτεψε μέσα στην κούπα. Η Κυρά Βαντέρε, η πανδοχέας, είχε βρωμιές κάτω από τα νύχια της και λίγδα ανάμεσα στις αρθρώσεις της, που έμοιαζε να έχει γίνει ένα με το δέρμα της. Ο Πέριν πρόσεξε ότι κι ο Γκαλίν, ο οποίος στεκόταν με την πλάτη στον απέναντι τοίχο και με το ένα χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του σπαθιού του, κρατούσε την κούπα του δίχως να την αγγίζει, το ίδιο κι η Μπερελαίν. Ο Κιρέγιν μύρισε το δικό του κρασί, ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά κι είπε στην Κυρά Βαντέρε να του φέρει ολόκληρη κανάτα.

«Αρκετά νερουλό για να θεωρηθεί το καλύτερό σας», είπε στη γυναίκα, μιλώντας κάπως ένρινα και κοιτώντας την κούπα του, «αλλά καλό για να ξεπλύνει τη δυσωδία». Η γυναίκα τον κοίταξε με άδειο βλέμμα και κατόπιν έφερε στο τραπέζι μια ψηλή τσίγκινη κανάτα, χωρίς να πει λέξη. Ο Κιρέγιν, προφανώς, εξέλαβε τη σιωπή της ως ένδειξη σεβασμού.

Ο Αφέντης Κρόσιν, ο τύπος με το λερωμένο από το φαγητό πανωφόρι, ξεβίδωσε τα σκεπάσματα των ξύλινων δοχείων κι άρχισε να σκορπίζει στο τραπέζι ξεφλουδισμένα δείγματα σταριού από αυτό που θα τους πρόσφεραν, κίτρινο κεχρί και καφετιά βρώμη, ενώ το κριθάρι ήταν κάπως πιο καφετί από το συνηθισμένο. Φαίνεται πως δεν είχε βρέξει πριν από τη συγκομιδή. «Άψογης ποιότητας, όπως βλέπετε», είπε.

«Ναι, είναι ό,τι καλύτερο». Το χαμόγελο χάθηκε προς στιγμήν από το πρόσωπο της Κυράς Άρνον, αλλά η γυναίκα το επανέφερε. «Πουλάμε μονάχα την καλύτερη σοδειά».

Για άνθρωποι που διατυμπάνιζαν την πραμάτεια τους ως την καλύτερη, δεν φαίνονταν να παζαρεύουν πολύ σκληρά. Ο Πέριν είχε δει άντρες και γυναίκες στην πατρίδα του να πουλάνε το προβατίσιο μαλλί και το ταμπάκ σε εμπόρους από το Μπάερλον υποτιμώντας πάντα τις προσφορές των αγοραστών, παραπονούμενοι μερικές φορές πως οι έμποροι προσπαθούσαν να τους κάνουν ζητιάνους, τη στιγμή που η τιμή ήταν διπλάσια απ’ ό,τι τον περασμένο χρόνο, ή να προτείνουν ότι έπρεπε να περιμένουν τον επόμενο χρόνο για να πουλήσουν. Ήταν κάτι σαν περίτεχνος χορός, σαν κι αυτούς στις γιορτές.

«Υποθέτω πως θα μπορούσαμε να κατεβάσουμε την τιμή για μια τόσο μεγάλη ποσότητα», είπε στην Μπερελαίν ένας καραφλός άντρας ξύνοντας την γκριζωπή του γενειάδα, η οποία ήταν κοντοκομμένη κι αρκετά λιπαρή, ώστε κολλούσε πάνω στα μάγουλά του. Ο Πέριν, βλέποντας τον άντρα, είχε την χάση να ξύσει τη δική του.

«Ο χειμώνας ήταν σκληρός», μουρμούρισε μια στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα. Μόνο δύο από τους υπόλοιπους εμπόρους μπήκαν στον κόπο να της ρίξουν μια βλοσυρή ματιά.

Ο Πέριν ακούμπησε την κούπα με το κρασί σε ένα κοντινό τραπέζι και προχώρησε προς το μέρος της ομήγυρης, στο κέντρο του δωματίου. Η Ανούρα τού έριξε ένα κοφτό, προειδοποιητικό βλέμμα, αλλά κάμποσοι από τους εμπόρους τον κοίταξαν περίεργα και με επιφύλαξη. Ο Γκαλίν είχε ξανακάνει τις συστάσεις, αλλά δεν ήταν πολύ ξεκάθαρο αν ετούτοι εδώ οι τύποι ήξεραν πού ακριβώς βρισκόταν το Μαγιέν ή πόσο ισχυρό ήταν, οι δε Δύο Ποταμοί σήμαιναν γι’ αυτούς μόνο ταμπάκ καλής ποιότητας. Το Διποταμίτικο ταμπάκ ήταν πασίγνωστο. Αν δεν ήταν παρούσες οι Άες Σεντάι, το χρώμα των ματιών του θα τους είχε κάνει να το βάλουν στα πόδια. Επικράτησε σιωπή, καθώς ο Πέριν μάζεψε με το χέρι του μια χούφτα κεχρί, οι μικροσκοπικές σφαίρες του οποίου φάνταζαν μαλακές κι έντονα κιτρινωπές στην παλάμη του. Οι σπόροι αυτοί ήταν το πρώτο καθαρό πράγμα που είχε δει σ’ αυτή την πόλη. Αφήνοντας τους σπόρους να κατρακυλήσουν πάνω στο τραπέζι, πήρε στα χέρια του ένα από τα σκεπάσματα των δοχείων. Οι κλωστές που ήταν περασμένες πάνω στο ξύλο ήταν ανθεκτικές κι άφθαρτες. Το καπάκι ταίριαζε τέλεια. Το βλέμμα της Κυράς Άρνον αποτραβήχτηκε από πάνω του κι η γυναίκα έγλειψε τα χείλη της.

«Θα ήθελα να δω τα σιτηρά στις αποθήκες», είπε ο Πέριν. Οι μισοί από τους παριστάμενους στο τραπέζι μόρφασαν νευρικά.

Η Κυρά Άρνον ανασηκώθηκε μαινόμενη. «Δεν πουλάμε κάτι που δεν έχουμε. Αν επιθυμείς να περάσεις μερικές ώρες μέσα στο κρύο, μπορείς να παρακολουθήσεις τους εργάτες μας να φορτώνουν τα σακιά στις άμαξες σας».

«Πάνω που θα πρότεινα κι εγώ μια επίσκεψη στις αποθήκες», παρενέβη η Μπερελαίν. Σηκώθηκε, έβγαλε τα κόκκινα γάντια από τη ζώνη της κι άρχισε να τα φοράει. «Δεν αγοράζω ποτέ εμπόρευμα αν δεν δω πρώτα τις αποθήκες».

Οι ώμοι της Κυράς Άρνον βαθούλωσαν κι ο καραφλός άντρας ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι απελπισμένος. Κανείς δεν είπε τίποτα.

Οι αποθαρρυμένοι έμποροι δεν μπήκαν στον κόπο να φέρουν τους μανδύες τους πριν τους οδηγήσουν έξω, στον δρόμο. Η απαλή αύρα είχε μεταβληθεί σε παγερό αέρα, χαρακτηριστικό του τέλους του χειμώνα, όταν ο κόσμος προσμένει την άνοιξη, αλλά δεν φάνηκαν να τον προσέχουν καν. Το κύρτωμα των ώμων τους δεν είχε να κάνει με το κρύο.

«Μπορούμε να πηγαίνουμε τώρα, Άρχοντα Πέριν;» ρώτησε ανήσυχα ο Φλαν, όταν ο Πέριν κι οι υπόλοιποι έκαναν την εμφάνισή τους. «Το μέρος αυτό με κάνει να θέλω να πλυθώ». Η Ανούρα τον κοίταξε συνοφρυωμένη καθώς τον προσπερνούσε, κάτι που τον έκανε να μορφάσει σαν να ήταν κι αυτός έμπορος. Ο Φλαν τής χαμογέλασε κατευναστικά, αλλά η προσπάθειά του ήταν αμελητέα κι η γυναίκα ήδη του είχε γυρίσει την πλάτη.

«Μόλις μπορέσω να τα κανονίσω», αποκρίθηκε ο Πέριν. Οι έμποροι ήδη κατηφόριζαν βιαστικά τον δρόμο, με κεφάλια σκυφτά και χωρίς να κοιτούν κανέναν. Η Μπερελαίν κι η Ανούρα κατάφερναν να τους ακολουθήσουν χωρίς να φαίνονται ότι βιάζονται, σαν να γλιστρούσαν στο πλακόστρωτο, συγκροτημένες κι οι δυο τους, σαν δύο όμορφες κυρίες που έκαναν περίπατο και δεν έδιναν δεκάρα για τη βρώμα κάτω από τα πόδια τους ή για τη δυσωδία στον αέρα ή για τους βρωμιάρηδες που ξαφνιάζονταν όταν τις έβλεπαν και, μερικές φορές, το έβαζαν ταχύτατα στα πόδια. Ο Γκαλίν είχε φορέσει, τελικά, την περικεφαλαία του και κρατούσε τη λαβή του ξίφους του και με τα δύο χέρια, σαν έτοιμος να το τραβήξει. Ο Κιρέγιν είχε ακουμπισμένη την περικεφαλαία στους γοφούς του, ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε την κούπα με το κρασί του. Παρατηρώντας περιφρονητικά τους ανθρώπους με τα βρώμικα πρόσωπα που περνούσαν από μπροστά του, μύρισε το κρασί του σαν να ήταν ένα μείγμα αρωματικών ικανό να εξουδετερώσει την μπόχα της πόλης.

Οι αποθήκες βρίσκονταν σ’ ένα λιθόστρωτο δρομάκι, ελάχιστα φαρδύτερο από άμαξα, ανάμεσα στα δύο τείχη της πόλης. Οι οσμές εδώ ήταν κάπως πιο ανεκτές, μια και το ποτάμι ήταν κοντά, αλλά ο ανεμοδαρμένος δρόμος ήταν άδειος, πλην του Πέριν και των υπολοίπων. Ούτε αδέσποτο σκυλί δεν έβλεπες. Ούτως ή άλλως, όταν μια πόλη λιμοκτονούσε, τα σκυλιά εξαφανίζονταν, αλλά γιατί να φτάσει σε σημείο λιμοκτονίας μια πόλη με αρκετά σιτηρά; Ο Πέριν έδειξε στην τύχη μια διώροφη αποθήκη που δεν είχε καμία διαφορά από τις προηγούμενες, ένα πέτρινο κτήριο χωρίς παράθυρα και μ’ ένα ζευγάρι φαρδιές ξύλινες πόρτες, που ήταν ερμητικά κλεισμένες με μια ξύλινη μπάρα, η οποία, από το μέγεθός της και μόνο, θα μπορούσε να χρησιμεύσει για δοκάρι οροφής στη Χρυσή Μαούνα.

Οι έμποροι συνειδητοποίησαν ξαφνικά ότι είχαν ξεχάσει να φέρουν μαζί τους άντρες για να μετακινήσουν την μπάρα, και προσφέρθηκαν να γυρίσουν πίσω για να ειδοποιήσουν κάποιους. Η Αρχόντισσα Μπερελαίν κι η Ανούρα Σεντάι μπορούσαν, αν επιθυμούσαν, να αναπαυτούν μπροστά στη φωτιά στη Χρυσή Μαούνα, ενόσω οι άλλοι θα έψαχναν για εργάτες. Ήταν σίγουροι πως η Κυρά Βαντέρε θα είχε ανάψει το τζάκι. Ωστόσο, όλοι σίγησαν μόλις ο Πέριν έβαλε το χέρι του κάτω από το παχύ δοκάρι και το τράβηξε προς τα επάνω, αποκολλώντας το από τα ξύλινα υποστηρίγματα. Το πράγμα ήταν αρκετά βαρύ, αλλά το κράτησε καλά, έτσι ώστε να κάνει χώρο για να γυρίσει και να το πετάξει στον δρόμο μ’ έναν δυνατό κρότο. Οι έμποροι τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι. Μάλλον έβλεπαν για πρώτη φορά έναν άντρα με μεταξένιο πανωφόρι να κάνει κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί αγγαρεία. Ο Κιρέγιν έστρεψε τη ματιά του προς τα επάνω και μύρισε άλλη μία φορά το κρασί του.

«Φανάρια», είπε άτολμα η Κυρά Άρνον. «Θα χρειαστούμε φανάρια ή δαυλούς. Αν...»

Μια φωτεινή μπάλα εμφανίστηκε ναι αιωρείται πάνω από την παλάμη της Ανούρα, αρκετά λαμπερή στο γκρίζο πρωινό, για να ρίχνει αχνές σκιές στο λιθόστρωτο και (στους πέτρινους τοίχους. Κάποιοι από τους εμπόρους σήκωσαν τα χέρια τους μπροστά στα μάτια τους για να τα προστατεύσουν. Ένα λεπτό αργότερα, ο Αφέντης Κρόσιν τράβηξε τη μία πόρτα από έναν σιδερένιο κρίκο.

Η οσμή του εσωτερικού ήταν η γνώριμη, διαπεραστική μυρωδιά του κριθαριού, αρκετά έντονη για να καλύπτει την μπόχα της πόλης, ανακατεμένη με κάτι άλλο. Μικρές, αδιόρατες μορφές γλίστρησαν βιαστικά στις σκιές που δημιουργούσε ο φωτισμός της Ανούρα. Ο Πέριν θα έβλεπε καλύτερα χωρίς αυτόν ή, τουλάχιστον, θα μπορούσε να παρατηρήσει βαθύτερα στο σκοτάδι. Η λαμπερή μπάλα δημιουργούσε μια μεγάλη λίμνη φωτός, που εμπόδιζε να φανεί οτιδήποτε υπήρχε πιο πέρα. Ο Πέριν οσμίστηκε γάτα, μάλλον άγρια. Και αρουραίο, επίσης. Ένα ξαφνικό τσίριγμα από τα σκοτεινά βάθη της αποθήκης, που κόπηκε απότομα, μαρτυρούσε τη συνάντηση της γάτας με τον αρουραίο. Ανέκαθεν υπήρχαν αρουραίοι στις σιταποθήκες, καθώς και γάτες που τους κυνηγούσαν. Ήταν κάτι βολικό και φυσικό ταυτόχρονα, αρκετό για να καταπραΰνει τις ανησυχίες του. Σχεδόν, δηλαδή. Ωστόσο, μύρισε και κάτι άλλο, μια οσμή που θα έπρεπε να αναγνωρίσει. Ένα μανιασμένο ουρλιαχτό μέσα στην αποθήκη μετατράπηκε σε ολοένα και πιο έντονες κραυγές πόνου που έσβησαν ξαφνικά. Προφανώς, οι αρουραίοι του Σο Χάμπορ ανχαπέδιδαν το κυνήγι μερικές φορές. Οι τρίχες στον σβέρκο του Πέριν αναδεύτηκαν ξανά, αλλά σίγουρα εδώ δεν υπήρχε τίποτα σημαντικό για να κατασκοπεύσει ο Σκοτεινός. Οι περισσότεροι αρουραίοι δεν ήταν παρά απλοί αρουραίοι.

Δεν ήταν ανάγκη να προχωρήσει πιο βαθιά. Χοντροφτιαγμένοι σάκοι που σχημάτιζαν ψηλές λοξές στοίβες γέμιζαν το σκοτάδι, τοποθετημένοι πάνω σε χαμηλές ξύλινες πλατφόρμες, για να προφυλάσσονται από το πέτρινο δάπεδο. Ολόκληρες σειρές από στοίβες που έφθαναν σχεδόν μέχρι το ταβάνι, κι άλλες τόσες στον επάνω όροφο. Αν μη τι άλλο, το κτήριο αυτό διέθετε αρκετό σιτάρι για να θρέψει τους κατοίκους επί βδομάδες. Πηγαίνοντας προς το μέρος του πλησιέστερου σάκου, ο Πέριν τράβηξε το μαχαίρι από το ζωνάρι του, πλησίασε έναν σάκο σε ανοικτό καφετί χρώμα και χάραξε τις σκληρές φυτικές ίνες. Ένας χείμαρρος από κόκκους κριθαριού ξεχύθηκε. Κάτω από τη λάμψη του έντονου φωτισμού της Ανούρα, διακρίνονταν ξεκάθαρα μαύρα σημαδάκια που σπαρταρούσαν. Σιταρόψειρες, τόσες όσοι κι οι κόκκοι του κριθαριού σχεδόν. Η μυρωδιά τους ήταν εντονότερη από τη μυρωδιά του κριθαριού. Σιταρόψειρες. Ο Πέριν ευχήθηκε να έπαυαν επιτέλους να σηκώνονται οι τρίχες του. Το κρύο θα έπρεπε να είναι αρκετό για να τις σκοτώσει.

Ο συγκεκριμένος σάκος ήταν η απόδειξη, κι επιπλέον η μύτη του γνώριζε καλά τη μυρωδιά των σιταρόψειρων, αλλά ο Πέριν κατευθύνθηκε και σε μια άλλη στοίβα, και κατόπιν σε μια άλλη και σε μια άλλη, σκίζοντας κάθε φορά την επιφάνειά τους. Από κάθε στοίβα ξεχύνονταν κόκκοι κριθαριού σε αχνό καφετί χρώμα και μαύρες σιταρόψειρες.

Οι έμποροι στέκονταν μαζεμένοι στην είσοδο, έχοντας για φόντο το φως της ημέρας, αλλά η λάμψη της Ανούρα έλουζε τα πρόσωπά τους, κάνοντάς τα ανάγλυφα. Πρόσωπα γεμάτα ανησυχία κι απελπισία.

«Πολύ ευχαρίστως να κοσκινίσουμε κάθε σάκο προς πώληση», είπε η Κυρά Άρνον με κάποια αστάθεια στη φωνή της, «με μια επιπρόσθετη...»

«Το αγοράζω στη μισή τιμή από εκείνη που πρότεινα προηγουμένως», την έκοψε απότομα η Μπερελαίν. Ζαρώνοντας τη μύτη της, αηδιασμένη, τράβηξε τη φούστα της μακριά από τις σιταρόψειρες που σεργιάνιζαν ανάμεσα στους κόκκους του δαπέδου. «Ποτέ δεν θα πιάσετε την τιμή που προτείνετε».

«Και μακριά από το κεχρί», είπε βλοσυρά ο Πέριν. Οι άντρες του είχαν ανάγκη τροφής, όπως επίσης κι οι στρατιώτες, αλλά οι κόκκοι του κεχριού ήταν ελάχιστα μεγαλύτεροι από τις σιταρόψειρες. Όσο κι αν τους κοσκίνιζε, θα παρέμενε ίση ποσότητα κόκκων και σιταρόψειρων. «Καλύτερα να πάρουμε επιπλέον φασόλια, αφού φυσικά κοσκινιστούν κι αυτά».

Ξαφνικά, κάποιος ούρλιαξε απ’ έξω, στον δρόμο. Δεν ήταν γάτα, ούτε αρουραίος, αλλά η τρομαγμένη κραυγή ενός άντρα. Ο Πέριν δεν συνειδητοποίησε πότε τράβηξε το τσεκούρι του, μέχρι που αντιλήφθηκε να κρατάει τη λαβή με το χέρι του καθώς έκανε στην άκρη τους εμπόρους για να περάσει από την πόρτα. Αυτοί μαζεύτηκαν ξανά κοντά-κοντά, γλείφοντας νευρικά τα χείλη τους και μη δίνοντας καν σημασία ποιος είχε ουρλιάξει.

Ο Κιρέγιν ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο της απέναντι αποθήκης, με τη λαμπερή του περικεφαλαία με το λευκό φτερό να κείτεται στο πεζοδρόμιο, πλάι στην κούπα με το κρασί του. Το ξίφος του άντρα είχε μισοβγεί από το θηκάρι, αλλά ο ίδιος έμοιαζε μαρμαρωμένος, ατενίζοντας με γουρλωτά μάτια τον τοίχο του κτηρίου από το οποίο μόλις είχε ξεπεταχτεί ο Πέριν. Ο Πέριν τον άγγιξε στο μπράτσο κι ο άντρας αναπήδησε.

«Είδα έναν άντρα», είπε κάπως αβέβαια ο Γκεαλντανός. «Ήταν εκεί. Με κοίταξε και...» Ο Κιρέγιν έτριψε με το χέρι του το πρόσωπό του. Παρά το κρύο, σταγόνες ιδρώτα λαμπύριζαν στο μέτωπό του. «Πέρασε μέσα από τον τοίχο. Αλήθεια σου λέω. Πρέπει να με πιστέψεις». Κάποιος βόγκηξε. Κάποιος από τους εμπόρους, σκέφτηκε ο Πέριν.

«Τον είδα κι εγώ», είπε η Σέονιντ πίσω του, κι ήταν η σειρά του Πέριν να αναπηδήσει. Η μύτη του ήταν άχρηστη σ’ αυτόν τον τόπο!

Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον τοίχο που είχε υποδείξει ο Κιρέγιν, η Άες Σεντάι απομακρύνθηκε με πρόδηλη απροθυμία. Οι Πρόμαχοι της ήταν ψηλοί άντρες κι έμοιαζαν να δεσπόζουν από πάνω της, αλλά κράτησαν μια απόσταση ίσα-ίσα για να έχουν χώρο να τραβήξουν τα σπαθιά τους, παρ’ όλο που ο Πέριν αδυνατούσε να φανταστεί τι θα αντιμετώπιζαν οι βλοσυροί Πρόμαχοι σε περίπτωση που η Σέονιντ σοβαρολογούσε.

«Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να πω ψέματα, Άρχοντα Πέριν», είπε ξερά η Σέονιντ όταν ο Πέριν εξέφρασε τις αμφιβολίες του, αλλά ο τόνος της φωνής της άλλαξε γρήγορα κι έγινε σοβαρός, όπως κι η έκφρασή της, το δε βλέμμα της ήταν τόσο αποφασιστικό, που από μόνο του έκανε τον Πέριν να αισθάνεται ανησυχία. «Οι νεκροί κυκλοφορούν στο Σο Χάμπορ. Ο Αφέντης Κάουλιν το έσκασε από την πόλη επειδή φοβόταν το πνεύμα της συζύγου του. Οι γνώμες διίστανται σχετικά με το πώς πέθανε. Δεν υπάρχει άντρας ή γυναίκα στην πόλη που να μην έχει δει ποτέ νεκρό, για να μην πω ότι οι πιο πολλοί έχουν δει περισσότερους από έναν. Μερικοί λένε πως έχει πεθάνει κόσμος από το άγγιγμα κάποιου νεκρού. Αδυνατώ να το επιβεβαιώσω, αλλά είναι αλήθεια ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που πέθαναν από τρόμο, ενώ άλλοι εξαιτίας αυτής της φήμης. Κανείς δεν βγαίνει έξω νυχτιάτικα στο Σο Χάμπορ, ούτε πηγαίνει κάπου απροειδοποίητα. Οι κάτοικοι τρομάζουν με τις σκιές κι αναπηδούν με το παραμικρό, ενώ κάποιες φορές βρίσκουν τον σύζυγο, τη γυναίκα ή κάποιον γείτονα νεκρό μπροστά στα πόδια τους. Δεν πρόκειται για υστερία ή για παραμύθια για να τρομάζουν τα παιδιά, Άρχοντα Πέριν. Δεν έχω ακούσει ποτέ μου κάτι παρόμοιο, αλλά είναι αλήθεια. Πρέπει να αφήσεις μία από εμάς εδώ, να κάνει ό,τι είναι δυνατόν».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του αργά. Δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει την απώλεια μιας Άες Σεντάι, εφ’ όσον σκόπευε να ελευθερώσει τη Φάιλε. Η Κυρά Άρνον άρχισε να κλαψουρίζει πριν ακόμα ο Πέριν προλάβει να πει: «Το Σο Χάμπορ πρέπει να αντιμετωπίσει μόνο του τους νεκρούς του».

Ο φόβος των νεκρών, πάντως, εξηγούσε αρκετά. Μπορεί ο κόσμος να ήταν πολύ φοβισμένος για να σκεφτεί ότι έπρεπε να ασχοληθεί με την καθαριότητα, αλλά ήταν κάπως απίθανο να είχαν καταβληθεί όλοι ανεξαιρέτως από φόβο. Φαίνεται πως απλώς είχαν αφεθεί. Επιπλέον, πού ακούστηκε να ευδοκιμούν σιταρόψειρες στην παγωνιά του χειμώνα; Στο Σο Χάμπορ σεργιάνιζε κάτι πολύ χειρότερο από τα πνεύματα των νεκρών, και τα ένστικτά του του έλεγαν να το βάλει στα πόδια χωρίς να ρίξει ματιά πίσω. Μακάρι να μπορούσε.

Загрузка...