15 Η Συνάθροιση του Σκότους

Ο ήλιος του απογεύματος έμοιαζε με αιμάτινη μπάλα πάνω από τις κορυφές των δέντρων, ρίχνοντας ένα μακάβριο φως στον καταυλισμό, μια φαρδιά απλωσιά από σειρές αλόγων, αμαξών καλυμμένων με καραβόπανα, κάρων με ψηλούς τροχούς και σκηνές κάθε λογής, με το ποδοπατημένο χιόνι ανάμεσά τους να έχει μετατραπεί σε λάσπη. Δεν ήταν ούτε η κατάλληλη ώρα ούτε το κατάλληλο μέρος για να βρεθεί η Ελένια καβάλα στο άλογο. Η οσμή του βραστού βοδινού που αναδιδόταν από τα μεγάλα μαύρα σιδερένια τσουκάλια αρκούσε για να της ανακατέψει το στομάχι. Ο παγερός αγέρας άλλαζε τις ανάσες της σε πάχνη κι υποσχόταν άλλο ένα δριμύ βράδυ, ενώ ο άνεμος διαπερνούσε τον όμορφο άλικο μανδύα της, αδιαφορώντας για την παχιά φόδρα της πολυτελούς λευκής γούνας. Υποτίθεται πως η γούνα της χιοναλεπούς ήταν πιο ζεστή από άλλες, αλλά η Ελένια δεν είχε διαπιστώσει κάτι τέτοιο.

Κρατώντας κλειστό τον μανδύα της με το ένα γαντοφορεμένο χέρι της, προχωρούσε αργά πασχίζοντας —με ελάχιστη επιτυχία— να μην τρέμει. Δεδομένης της ώρας, πιθανότατα θα διανυκτέρευε εδώ, αλλά μέχρι στιγμής δεν είχε ιδέα πού θα κοιμόταν. Στη σκηνή κάποιου κατώτερου ευγενούς, αναμφίβολα, με τον άρχοντα ή την αρχόντισσα να τα μαζεύει εσπευσμένα, προσπαθώντας να βρει αλλού καταφύγιο και ταυτόχρονα να μη φανεί προσβεβλημένος που είχε διωχθεί από το κατάλυμά του. Η Αρυμίλα απολάμβανε να την έχει σε αναμμένα κάρβουνα μέχρι την τελευταία στιγμή, σχετικά με τα κρεβάτια τουλάχιστον, αλλά και για διάφορα άλλα θέματα. Πάνω που μια αβεβαιότητα διαλυόταν, ξεπηδούσε αμέσως κάποια άλλη. Ήταν ολοφάνερο ότι η γυναίκα πίστευε πως η διαρκής ανασφάλεια θα εκνεύριζε την Ελένια, αναγκάζοντας την τελικά να καταφύγει ακόμα και στα παρακάλια. Κι αυτό δεν ήταν το μόνο που η Αρυμίλα είχε λογαριάσει λανθασμένα. Κατ’ αρχάς, πίστευε πως η Ελένια Σάραντ είχε πάψει πλέον να δείχνει τα δόντια της.

Είχε μόνο τέσσερις άντρες ως συνοδεία, με τους δύο κεντητούς Χρυσούς Κάπρους στους μανδύες τους —και την Τζάνυ, φυσικά, την υπηρέτριά της, η οποία είχε τυλιχτεί τόσο σφιχτά στον μανδύα της, ώστε έμοιαζε με δεμάτι από πράσινο μαλλί στοιβαγμένο στη σέλα— αλλά δεν είχε δει ούτε έναν άνθρωπο στον καταυλισμό για τον οποίο πίστευε πως διατηρούσε κάποια ψίχουλα αφοσίωσης απέναντι στους Σάραντ. Εδώ κι εκεί, ομάδες αντρών ήταν μαζεμένες γύρω από τη φωτιά, με τις πλύστρες και τις ράφτρες να επιδεικνύουν την Κόκκινη Αλεπού του Οίκου Άνσαρ, ενώ μια διπλή συστοιχία ιππέων που έφεραν το Φτερωτό Σφυρί του Οίκου Μπάρυν την προσπέρασε από την αντίθετη κατεύθυνση προχωρώντας αργά, με πρόσωπα σκληρά πίσω από τις περικεφαλαίες τους. Σε τελική ανάλυση όμως, δεν μετρούσαν και πολύ. Ο Κάριντ κι ο Λιρ είχαν τσουρουφλιστεί άσχημα όταν, εξαιτίας της καθυστέρησής τους, η Μοργκέις πήρε τον θρόνο. Αυτή τη φορά, οι Οίκοι Άνσαρ και Μπάρυν θα τάσσονταν υπέρ όποιας τους συνέφερε την κατάλληλη στιγμή, εγκαταλείποντας την Αρυμίλα με την ίδια προθυμία που την είχαν υποστηρίξει αρχικά. Θα ερχόταν κι αυτή η ώρα.

Οι περισσότεροι άντρες που διέσχιζαν με κόπο το λασπωμένο χιόνι ή έριχναν ματιές όλο λαχτάρα σ’ εκείνα τα αηδιαστικά τσουκάλια, ήταν στρατολογημένοι αγρότες ή χωρικοί που μαζεύτηκαν μόλις ο άρχοντας ή η αρχόντισσά τους αποφάσισαν να ξεκινήσουν. Ελάχιστοι έφεραν το έμβλημα κάποιου Οίκου ή κάτι ανάλογο στα άθλια πανωφόρια τους και τους χιλιομπαλωμένους μανδύες τους. Ήταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσεις τους υποτιθέμενους στρατιώτες από τους πεταλωτές και τους κατασκευαστές βελών, μια κι όλοι είχαν ζωστεί σπαθιά και τσεκούρια. Μα το Φως, δεν ήταν λίγες οι γυναίκες που έφεραν μάχαιρες, αρκετά μεγάλες για να αποκαλούνται κοντόσπαθα, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να ξεχωρίσεις τη στρατολογημένη σύζυγο ενός αγρότη από αυτήν ενός καροτσέρη. Φορούσαν τα ίδια χοντρά μάλλινα ρούχα κι είχαν παρόμοια, τραχιά χέρια κι αποκαμωμένα πρόσωπα. Ούτως ή άλλως, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Αυτή η χειμερινή πολιορκία ήταν ένα τραγικό λάθος —οι οπλίτες θα πεινούσαν πολύ πριν πεινάσει η πόλη— αλλά παρουσίαζε μια ευκαιρία στην Ελένια και, όταν σου παρουσιάζεται μια ευκαιρία, την αρπάζεις. Έχοντας την κουκούλα της ριγμένη πίσω, ώστε να φαίνονται καθαρά τα χαρακτηριστικά της, παρά τον παγερό αέρα, ένευε γενναιόδωρα σε κάθε άπλυτο αγροίκο που τύγχανε να κοιτάξει προς το μέρος της, αγνοώντας τα έκπληκτα βλέμματα που ακολουθούσαν τη συγκατάβασή της.

Οι πιο πολλοί θα θυμούνταν την προσήνειά της, όπως και τους Χρυσούς Κάπρους που φορούσαν οι συνοδοί της, και θα είχαν να το λένε ότι η Ελένια Σάραντ τούς είχε δώσει προσοχή. Σε τέτοια θεμέλια χτίζεται η ισχύς. Μια Υψηλή Έδρα, όπως και μια βασίλισσα, βρισκόταν στην κορυφή ενός πύργου χτισμένου από ανθρώπους. Ναι, ήταν αλήθεια ότι όσοι βρίσκονταν στη βάση του πύργου δεν ήταν παρά απλά, πήλινα τούβλα, αλλά αν τσακίζονταν αυτά, ο πύργος θα κατέρρεε, κάτι που μάλλον είχε ξεχάσει η Αρυμίλα, αν δηλαδή το ήξερε ποτέ. Η Ελένια αμφέβαλλε για το αν η Αρυμίλα καταδεχόταν να μιλήσει σε κάποιον κατώτερο από οικονόμο ή προσωπικό υπηρέτη. Αν ήταν κάπως... συνετή... θα είχε πει δυο-τρεις κουβέντες σε όσους ήταν μαζεμένοι γύρω από τις φωτιές του καταυλισμού, θα αντάλλασσε πού και πού καμιά χειραψία με κάποιο βρωμερό χέρι, όλο και κάποιον θα θυμόταν που είχε συναντήσει και στο παρελθόν, ή τουλάχιστον θα υποκρινόταν αρκετά καλά για να μην προδοθεί. Με λίγα λόγια, η Αρυμίλα δεν ήταν φτιαγμένη για βασίλισσα.

Ο καταυλισμός κάλυπτε μεγαλύτερο έδαφος από τις περισσότερες πόλεις, μοιάζοντας πιότερο με ένωση καταυλισμών διαφόρων μεγεθών παρά με έναν, οπότε η Ελένια ήταν ελεύθερη να σεργιανίζει χωρίς να ανησυχεί μήπως βρεθεί κοντά στα εξωτερικά όρια, μα ούτως ή άλλως πρόσεχε. Οι φρουροί των συνόρων θα ήταν μάλλον ευγενικοί απέναντι της, εκτός κι αν ήταν εντελώς ηλίθιοι, αν και σίγουρα θα είχαν λάβει τις σχετικές διαταγές. Γενικώς, ενέκρινε τους ανθρώπους που ενεργούσαν βάσει όσων τους έλεγαν, αλλά καλύτερα να απέφευγε κάποια περιστατικά που ίσως θα την έφερναν σε δύσκολη θέση. Ειδικά λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συνέπειες που θα υφίστατο αν η Αρυμίλα θεωρούσε πως προσπαθούσε να το σκάσει. Είχε ήδη αναγκαστεί να υπομείνει μια παγωμένη νύχτα, κοιμώμενη στη βρώμικη σκηνή ενός στρατιώτη —ένα κατ’ ευφημισμόν καταφύγιο— γεμάτη ζωύφια και τρύπες με πρόχειρα μπαλώματα, για να μην αναφέρουμε την έλλειψη της Τζάνυ, η οποία θα τη βοηθούσε να ντυθεί και να ζεσταθεί λίγο παραπάνω εξαιτίας της απαράδεκτης έλλειψης κουβερτών, κι αυτό ήταν το λιγότερο. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν θεωρούσε την Αρυμίλα αρκετά έξυπνη ώστε να δώσει σημασία. Μα το Φως, πόσο εκνευριστικό ήταν να πρέπει να προσέχει τι κάνει και τι λέει μπροστά σε αυτό το... νιάνιαρο με μυαλό μπιζελιού! Τράβηξε τον μανδύα επάνω της, προσπαθώντας να προσποιηθεί πως τα ρίγη που ένιωθε ήταν η αντίδραση του κορμιού της στον άνεμο. Υπήρχαν κι άλλα πράγματα, πολύ πιο σπουδαία, που έπρεπε να σκεφτεί. Ένευσε προς το μέρος ενός γουρλομάτη νεαρού με ένα σκούρο μαντίλι τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι του, κι εκείνος οπισθοχώρησε λίγο, λες και τον αγριοκοίταξε. Ανόητε χωριάτη!

Συγχυζόταν στη σκέψη ότι, ελάχιστα μίλια πιο μακριά, εκείνο το μυξιάρικο, η Ηλαίην, απολάμβανε την άνεση και τη θαλπωρή του Βασιλικού Παλατιού, έχοντας δεκάδες υπηρέτες στη διάθεσή της να την περιποιούνται, με μοναδική έγνοια τι θα φορούσε στο δείπνο που είχαν ετοιμάσει οι μάγειροι του παλατιού. Οι φήμες έλεγαν πως ήταν έγκυος, μάλλον από κανέναν Φρουρό. Μπορεί να ήταν κι έτσι. Η Ηλαίην δεν είχε μεγαλύτερη αίσθηση αξιοπρέιπειας από τη μάνα της. Ο εγκέφαλος της ιστορίας ήταν η Ντυέλιν, κοφτερό μυαλό κι επικίνδυνη γυναίκα, παρά την αξιοθρήνητη έλλειψη φιλοδοξίας. Πιθανότατα, έπαιρνε συμβουλές από Άες Σεντάι. Μέσα σε όλη αυτή την άτοπη φημολογία, θα έπρεπε να υπάρχει τουλάχιστον μία αληθινή Άες Σεντάι.

Με τόσα παραμύθια να κυκλοφορούν εκτός πόλεως, δύσκολα ξεχώριζε κανείς πλέον την πραγματικότητα από την ανοησία —Θαλασσινές που έφτιαχναν τρύπες στον αέρα; Βλακείες!— ήταν ξεκάθαρο, ωστόσο, ότι ο Λευκός Πύργος ήθελε να τοποθετήσει στον θρόνο κάποια δικιά του. Γιατί όχι, άλλωστε; Η Ταρ Βάλον ήταν απολύτως πρακτική σε τέτοιου είδους θέματα. Τα ιστορικά γεγονότα, εξάλλου, αποδείκνυαν ότι όποια γυναίκα κατακτούσε τον Θρόνο του Λιονταριού, είχε εξ αρχής την εύνοια του Πύργου. Οι Άες Σεντάι δεν θα έχαναν τις επαφές τους με το Άντορ από έλλειψη ευστροφίας, ειδικά αν ο Πύργος ήταν διασπασμένος. Η Ελένια ήταν σίγουρη γι’ αυτό όσο σίγουρη ήταν για το όνομά της. Μάλιστα, αν τα μισά απ’ όσα είχε ακούσει για την κατάσταση στον Πύργο ίσχυαν, η επόμενη Βασίλισσα του Άντορ θα είχε τη δυνατότητα να ζητήσει ό,τι θέλει, με αντάλλαγμα να διατηρήσει ακέραιη αυτή την επαφή. Εν πάση περιπτώσει, καμία δεν επρόκειτο να φορέσει το Ρόδινο Στέμμα πριν από το καλοκαίρι, το νωρίτερο. Μέχρι τότε, πολλά μπορούσαν να έχουν αλλάξει. Πάρα πολλά.

Συμπλήρωνε τον δεύτερο γύρο του καταυλισμού όταν το θέαμα μιας άλλης έφιππης ομάδας ακριβώς μπροστά της, που προχωρούσε αργά ανάμεσα στις σκόρπιες φωτιές της προηγούμενης νύχτας, την έκανε να συνοφρυωθεί και να τραβήξει απότομα τα γκέμια. Οι γυναίκες φορούσαν μανδύες και τα κεφάλια τους καλύπτονταν από κουκούλες, ενώ κάποια φορούσε γαλάζια μετάξια με φόδρα μαύρης γούνας και μια άλλη ένα απέριττο γκρίζο μάλλινο, αλλά το σχήμα των ασημένιων Τριπλών Κλειδιών ξεχώριζε πάνω στους χιτώνες των τεσσάρων οπλιτών, μαρτυρώντας πού ανήκαν. Η Ελένια προτιμούσε να συναντήσει οποιονδήποτε άλλον παρά τη Νάεαν Άρων. Τέλος πάντων, αφού η Αρυμίλα δεν τους είχε απαγορέψει κιόλας να συναντιούνται χωρίς εκείνη —η Ελένια άκουγε τα δόντια της να τρίζουν και πιέστηκε για να φανεί ψύχραιμη— ίσως ήταν καλύτερο προς το παρόν να μη ζορίσει τα πράγματα, ειδικά από τη στιγμή που μια τέτοια συνάντηση δεν προεξοφλούσε κανένα πιθανό πλεονέκτημα.

Δυστυχώς, η Νάεαν την πρόσεξε πριν προλάβει να απομακρυνθεί. Η γυναίκα μίλησε κάπως βιαστικά στη συνοδεία της κι, ενώ οι οπλίτες κι οι υπηρέτριες υποκλίνονταν ακόμα πάνω στις σέλες τους, σπιρούνισε το άλογά της και κίνησε προς το μέρος της Ελένια με γρήγορο τροχασμό, που έκανε τις οπλές του μαύρου μουνουχιού να σηκώνουν μάζες ολόκληρες από βόρβορο. Που να την κάψει το Φως, την ανόητη! Από την άλλη, ό,τι κι αν ήταν αυτό που ωθούσε σε τέτοια απερισκεψία τη Νάεαν, ίσως είχε κάποια αξία, άρα καλό θα ήταν να το μάθει, για να μην αποδειχτεί επικίνδυνο επειδή δεν το πληροφορήθηκε. Έτσι κι αλλιώς, η αναζήτηση είχε τους δικούς της κινδύνους.

«Μείνετε εδώ και να θυμάστε ότι δεν είδατε τίποτα», είπε κοφτά η Ελένια στην πενιχρή συνοδεία της, τσιγκλώντας τα πλευρά του Αυγινού Ανέμου χωρίς να περιμένει απόκριση. Δεν είχε ανάγκη από περίτεχνες υποκλίσεις κάθε φορά που γύριζε, ούτε τίποτα παραπάνω από στοιχειώδη ευπρέπεια, κι οι δικοί της κάτι ήξεραν που έκαναν μονάχα ό,τι τους πρόσταζε. Για όλους τους άλλους έπρεπε να ανησυχεί, που να τους πάρει και να τους σηκώσει! Καθώς το μακροκάνικο καστανοκόκκινο ζώο της ξεπήδησε μπροστά, ο μανδύας έφυγε από τα χέρια της κι αφέθηκε να ανεμίζει πίσω της σαν άλικο λάβαρο του Σάραντ. Αρνήθηκε να τον μαζέψει, αφήνοντάς τον να ανεμίζει μπροστά στους αγρότες και το Φως μονάχα ήξερε ποιους άλλους, ενώ ο αέρας την περόνιαζε μέσα από το φόρεμα ιππασίας, προκαλώντας της ακόμα περισσότερο εκνευρισμό.

Η Νάεαν, τουλάχιστον, ήταν αρκετά λογική ώστε να επιβραδύνει και να τη συναντήσει στα μισά της διαδρομής, δίπλα από ένα ζευγάρι βαρυφορτωμένων αμαξών, με τους άδειους άξονες τους να κείτονται στον βόρβορο. Η πλησιέστερη φωτιά βρισκόταν σε απόσταση είκοσι βημάτων περίπου κι οι κοντινότερες σκηνές ακόμα πιο μακριά, με τις υφασμάτινες εισόδους τους δεμένες σφιχτά εξαιτίας του κρύου. Οι άντρες γύρω από τη φωτιά είχαν συγκεντρώσει την προσοχή τους στο μεγάλο σιδερένιο τσουκάλι που άχνιζε πάνω από τις φλόγες, κι αν η μπόχα του ήταν αρκετή για να προκαλεί τάση εμετού στην Ελένια, τουλάχιστον ο άνεμος που κουβαλούσε αυτή την μπόχα θα έπαιρνε τα αδέσποτα λόγια μακριά από τα αυτιά τους. Καλό θα ήταν δε, να επρόκειτο για σημαντικά λόγια.

Με πρόσωπο ωχρό σαν ελεφαντόδοντο και πλαισιωμένο από τη μαύρη γούνα, η Νάεαν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί όμορφη από κάποιους, παρά την έντονη υποψία αγριότητας γύρω από το στόμα της και τα μάτια της, που ήταν ψυχρά σαν γαλάζιος πάγος. Ευθυτενής και φαινομενικά ψύχραιμη, έμοιαζε ανεπηρέαστη από τα γεγονότα. Η ανάσα της, σταθερή και κανονική, έβγαινε σαν λευκή ομίχλη. «Μήπως ξέρεις πού πρόκειται να κοιμηθούμε απόψε;» ρώτησε παγερά.

Η Ελένια δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει το άγριο βλέμμα της. «Αυτό ήθελες;» είπε, ριψοκινδυνεύοντας τη δυσαρέσκεια της Αρυμίλα εξαιτίας μιας άμυαλης ερώτησης! Και μόνο η σκέψη ότι η Αρυμίλα θα μπορούσε να δυσαρεστηθεί απέναντι της, κι ότι αυτό έπρεπε οπωσδήποτε να αποφευχθεί, την έκανε να γρυλίσει. «Ό,τι ξέρεις, ξέρω, Νάεαν». Τράβηξε τα γκέμια, έτοιμη να στρέψει αλλού το άλογό της, όταν η Νάεαν μίλησε ξανά, κάπως πιο φορτισμένα αυτή τη φορά.

«Μη μου κάνεις τη χαζή, Ελένια. Και μη μου πεις ότι δεν είσαι έτοιμη, όσο κι εγώ, να κάνεις τα πάντα για να δραπετεύσεις από αυτή την παγίδα. Λοιπόν, μπορούμε τουλάχιστον να διατηρήσουμε μια επίφαση ευγένειας;»

Η Ελένια κράτησε τον Αυγινό Άνεμο στραμμένο κατά το ήμισυ αντίθετα από την άλλη γυναίκα, την οποία κοίταξε πλάγια πάνω από το γούνινο γαρνίρισμα της κουκούλας της. Έτσι, μπορούσε να παρατηρεί και τους άντρες που συνωστίζονταν γύρω από την πλησιέστερη φωτιά. Δεν έφεραν εμβλήματα κανενός Οίκου. Θα μπορούσαν να ανήκουν οπουδήποτε. Πού και πού, όλο και κάποιος έβαζε τις γυμνές παλάμες του κάτω από τις μασχάλες του ρίχνοντας ματιές προς τις δύο έφιππες κυρίες, αλλά το πραγματικό τους ενδιαφέρον ήταν να ανασκαλεύουν τη φωτιά, για να ζεσταθούν και να βράσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα το βοδινό, ώστε να γίνει κάτι που να μοιάζει τουλάχιστον με χυλό. Έδειχναν ικανοί να καταβροχθίσουν τα πάντα.

«Θαρρείς πως μπορείς να δραπετεύσεις;» τη ρώτησε σιωπηλά. Καλή η ευγένεια, αλλά όχι εις βάρος τού να παραμείνουν εδώ, διακινδυνεύοντας να τις δουν πέρα απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Αν, όμως, η Νάεαν μπορούσε να βρει κάποιον άλλο τρόπο... «Πώς; Η εγγύηση που υπέγραψες για να υποστηρίξεις τον Οίκο Μάρνε έχει ήδη αναρτηθεί στο μισό Άντορ. Πέραν τούτου, μη νομίζεις πως η Αρυμίλα θα σου επιτρέψει να φύγεις έτσι απλά». Η Νάεαν μόρφασε κι η Ελένια δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα σφιγμένο χαμόγελο. Μάλλον η πρώτη ήταν περισσότερο επηρεασμένη απ’ ό,τι έδειχνε, αν και κατόρθωσε να διατηρήσει ομοιόμορφο τόνο στη φωνή της.

«Είδα τον Τζάριντ χθες, Ελένια. Ακόμα κι από απόσταση, έμοιαζε με αστροπελέκι, καλπάζοντας τόσο γρήγορα, που λίγο ακόμα, και θα έσπαγε και τον δικό του λαιμό αλλά και του αλόγου. Επειδή ξέρω τον σύζυγο σου, θα έλεγα πως ψάχνει να βρει τρόπο να σε κρατήσει μακριά από αυτό. Για χάρη σου, θα έφτυνε κατάμουτρα ακόμη και τον ίδιο τον Εκοτεινό». Αυτό ήταν αλήθεια. «Είμαι σίγουρη ότι καταλαβαίνεις πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα αν αποτελούσα κι εγώ μέρος του σχεδίου».

«Ο σύζυγός μου υπέγραψε την ίδια εγγύηση μ’ εσένα, Νάεαν, κι είναι τίμιος άνθρωπος». Τόσο τίμιος, ώστε συχνά του έβγαινε σε κακό, αλλά η επιθυμία της Ελένια τον καθοδηγούσε πριν ακόμα πάρουν τους γαμήλιους όρκους. Ο Τζάριντ είχε υπογράψει την εγγύηση μόνο και μόνο επειδή την είχε ετοιμάσει η ίδια και κατόπιν δικής της παρότρυνσης. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, βέβαια, η Ελένια δεν είχε και πολλές επιλογές, άσε που ο Τζάριντ θα μπορούσε να την αποκηρύξει, έστω κι απρόθυμα, αν η γυναίκα ήταν αρκετά τρελή ώστε να του ζητήσει κάτι τέτοιο. Βέβαια, ήταν κάπως δύσκολο να του αποκαλύψει τι ακριβώς ήθελε τη συγκεκριμένη στιγμή. Η Αρυμίλα ήταν πολύ προσεκτική και δεν την άφηνε να τον πλησιάσει ούτε σε απόσταση μιλίου. Ήλεγχε απολύτως την κατάσταση —λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις περιστάσεις— όμως έπρεπε να πληροφορήσει τον Τζάριντ για τα καθέκαστα, αν μη τι άλλο για να μην του επιτρέψει να την «κρατήσει μακριά από αυτό». Ο άντρας της ήταν ικανός όχι μόνο να φτύσει τον Σκοτεινό, αλλά να καταστρέψει και τους δύο αν πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο θα τη βοηθούσε, κάτι που θα έκανε ακόμα κι αν ήξερε ότι αυτό σήμαινε τον αφανισμό τους.

Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να μην επιτρέψει στην απογοήτευση και στην οργή να αναβλύσουν ξαφνικά από μέσα της και να φανούν στα χαρακτηριστικά της, αλλά τελικά κάλυψε την ένταση με ένα χαμόγελο. Ήταν ιδιαίτερα περήφανη που μπορούσε να χαμογελάει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά το συγκεκριμένο χαμόγελο χρωματιζόταν από έκπληξη. Και περιφρόνηση. «Δεν σχεδιάζω τίποτα, Νάεαν, ούτε κι ο Τζάριντ, είμαι βέβαιη. Αλλά κι αν το έκανα, γιατί να σε συμπεριλάβω;»

«Γιατί, αν δεν συμπεριληφθώ σ’ αυτά τα σχέδια», αποκρίθηκε κοφτά η Νάεαν, «η Αρυμίλα θα μάθει τα πάντα. Μπορεί να είναι ανόητη και να μην ξέρει τι της γίνεται, αλλά δεν δυσκολεύεται να καταλάβει κάτι από τη στιγμή που θα της το επισημάνεις. Εσύ δε, θα βρεθείς να μοιράζεσαι την ίδια σκηνή με τον μνηστήρα σου κάθε νύχτα, για να μην αναφέρω ότι θα προστατεύεσαι από τους οπλίτες του».

Το χαμόγελο της Ελένια έσβησε, αλλά η φωνή της έγινε πάγος, που συναγωνιζόταν τον όγκο που ένιωσε ξαφνικά στο στομάχι της. «Καλύτερα να προσέχεις τι λες, αλλιώς η Αρυμίλα θα ζητήσει από τους Ταραμπονέζους να ασχοληθούν ξανά μαζί σου. Αυτό μπορώ να σ’ το εγγυηθώ».

Αν και φάνταζε αδύνατον, το πρόσωπο της Νάεαν χλώμιασε κι άλλο. Ταλαντεύτηκε στη σέλα της κι έπιασε το μπράτσο της Ελένια, λες και κόντευε να πέσει. Μια ριπή αέρα τίναξε τον μανδύα της κι εκείνη τον άφησε να ανεμίζει. Τα μέχρι πρότινος ψυχρά μάτια τώρα είχαν γουρλώσει κι η γυναίκα δεν κατέβαλλε καμία προσπάθεια να κρύψει τον φόβο της. Ίσως δεν μπορούσε να τον κρύψει πλέον. Η φωνή της ακούστηκε αδύναμη και πανικόβλητη. «Ελένια, ξέρω πολύ καλά ότι εσύ κι ο Τζάριντ σκαρώνετε κάτι. Το ξέρω! Πάρε με μαζί σου κι εγώ... θα εγγυηθώ τη βοήθεια του Άρων μόλις μπορέσω να ελευθερωθώ από την Αρυμίλα». Για να κάνει τέτοια προσφορά, θα πρέπει να ήταν πραγματικά τρομαγμένη.

«Θες να τραβήξεις κι άλλο την προσοχή;» τη ρώτησε κοφτά η Ελένια, ελευθερώνοντας το μπράτσο της από την αρπάγη της Νάεαν. Ο Αυγινός Άνεμος και το μαύρο μουνούχι κινήθηκαν νευρικά, σαν να χόρευαν, διαισθανόμενα τη διάθεση των γυναικών, κι η Ελένια τράβηξε απότομα τα γκέμια του καστανοκόκκινου ζώου της για να το τιθασεύσει. Δύο από τους άντρες γύρω από τη φωτιά χαμήλωσαν απότομα το βλέμμα τους. Βλέποντας δύο γυναίκες της τάξης των ευγενών να λογομαχούν στο γκριζωπό απόγευμα, έκριναν ως προτιμότερο να μην τραβήξουν μέρος αυτής της οργής πάνω τους. Ναι, αυτό θα πρέπει να ήταν. Μπορεί να διηγούνταν διάφορες ιστορίες, αλλά δεν ήταν τόσο ανόητοι ώστε να ανακατευτούν στις διαφωνίες των ανωτέρων τους.

«Δεν κάνω σχέδια... απόδρασης. Κανένα απολύτως», είπε ακόμη πιο χαμηλόφωνα η Ελένια. Τραβώντας τον μανδύα ακόμα πιο σφιχτά επάνω της, έστρεψε ήρεμα το κεφάλι της για να ελέγξει τις άμαξες και τις πλησιέστερες σκηνές. Αν η Νάεαν είχε τρομοκρατηθεί αρκετά... και μόλις παρουσιαζόταν η ευκαιρία... Κανείς δεν βρισκόταν αρκετά κοντά για να κρυφακούσει, αλλά εξακολούθησε να μιλάει στον ίδιο τόνο. «Βέβαια, μπορεί ν’ αλλάξουν τα πράγματα, πού ξέρεις; Αν γίνει κάτι τέτοιο, σου υπόσχομαι υπό το Φως κι έχοντας ελπίδα αναγέννησης ότι δεν θα φύγω δίχως εσένα». Η Νάεαν ξαφνιάστηκε κι η ελπίδα φούντωσε στο πρόσωπό της. Τώρα ήταν η ευκαιρία. «Όλα αυτά θα γίνουν αν έχω στην κατοχή μου μια επιστολή γραμμένη από το χέρι σου, με σφραγίδα και υπογραφή, στην οποία θα δηλώνεις ρητά ότι αποκηρύσσεις την υποστήριξη σου στον Οίκο Μάρνε κι ότι ορκίζεσαι ο Οίκος Άρων να με βοηθήσει να ανέβω στον θρόνο. Υπό το Φως και με τη δική σου ελπίδα αναγέννησης. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο».

Το κεφάλι της Νάεαν τινάχτηκε προς τα πίσω κι άγγιξε τα χείλη της με τη γλώσσα της. Το βλέμμα της στράφηκε τριγύρω, σαν να έψαχνε κάποια διέξοδο, κάποια βοήθεια. Το μαύρο άλογά της συνέχιζε να χρεμετίζει και να χοροπηδάει, κι η γυναίκα ίσα-ίσα που του τράβηξε τα ηνία για να το εμποδίσει να ξεχυθεί μπροστά, αλλά κι αυτό το έκανε μάλλον ασυνείδητα. Ναι, ήταν τρομοκρατημένη. Όχι αρκετά, όμως, για να καταλάβει τι ακριβώς απαιτούσε η Ελένια. Η ιστορία του Άντορ είχε κάμποσα τέτοια παραδείγματα. Οι πιθανότητες ήταν χιλιάδες από τη στιγμή που δεν είχε γραφτεί τίποτα, αλλά η ύπαρξη και μόνο μιας τέτοιας επιστολής θα βάρυνε με ευθύνη τη Νάεαν και θα παραχωρούσε τα ηνία στην Ελένια. Η δημοσίευση θα σήμαινε την καταστροφή της Νάεαν, εκτός αν η Ελένια ήταν τόσο ανόητη ώστε να παραδεχτεί ότι την είχε εξαναγκάσει. Ύστερα από αυτή την αποκάλυψη, η Νάεαν θα πάσχιζε να κρατηθεί με νύχια και με δόντια στη θέση της, αλλά ακόμα κι ένας Οίκος με λιγότερους ανταγωνιστές στους κόλπους του απ’ όσους είχε ο Άρων, και με λιγότερα ξαδέλφια, θείες και θείους έτοιμους να σφαχτούν μεταξύ τους ανά πάσα στιγμή, θα κατέρρεε. Οι μικρότερης εμβέλειας Οίκοι που συνδέονταν με τους Άρων εδώ και γενιές θα αναζητούσαν αλλού προστασία. Μέσα σε λίγα χρόνια, αν όχι νωρίτερα, η Νάεαν δεν θα ήταν παρά η Υψηλή Έδρα ενός ανυπόληπτου υπολείμματος. Α, ναι· είχε συμβεί και στο παρελθόν.

«Είμαστε μαζί αρκετό καιρό». Η Ελένια μάζεψε τα γκέμια του αλόγου της. «Δεν θα ήθελα να δώσω αφορμή στα διάφορα στόματα. Ίσως βρεθεί άλλη μια ευκαιρία να μιλήσουμε ιδιαιτέρως, προτού η Αρυμίλα πάρει τον θρόνο». Τι ποταπή σκέψη! «Ίσως».

Η άλλη γυναίκα ξεφύσηξε λες κι όλος ο αέρας του κορμιού της αποδρούσε από τα ρουθούνια της, αλλά η Ελένια έκανε να απομακρυνθεί με το άλογά της όχι πολύ αργά, ούτε πολύ βιαστικά. Δεν σταμάτησε μέχρι που η Νάεαν τής φώναξε επιτακτικά: «Περίμενε!»

Η Ελένια κοίταξε πάνω από τον ώμο της και κοντοστάθηκε χωρίς να πει λέξη. Ό,τι έπρεπε να ειπωθεί, είχε ειπωθεί. Απέμενε να δει κατά πόσον η γυναίκα ήταν απεγνωσμένη για να της παραδοθεί εντελώς. Κι αυτό μάλλον θα έκανε, καθότι εκείνη δεν είχε έναν Τζάριντ να δουλεύει για λογαριασμό της. Η αλήθεια είναι ότι, οποιοσδήποτε στους Άρων ισχυριζόταν πως η Νάεαν έπρεπε να δραπετεύσει, θα βρισκόταν φυλακισμένος μόνο και μόνο επειδή θα ματαίωνε την εξωτερικευμένη θέληση της Νάεαν. Χωρίς τη βοήθεια της Ελένια, η γυναίκα θα περνούσε μια ζωή στην αιχμαλωσία. Με την ύπαρξη της επιστολής όμως, η αιχμαλωσία αυτή θα ήταν διαφορετικού είδους. Χώρια που η Ελένια θα είχε τη δυνατότητα να της επιτρέπει να κάνει δημόσιες εμφανίσεις και να έχει σχεδόν πλήρη ελευθερία. Προφανώς, ήταν αρκετά έξυπνη για να το καταλάβει. Ίσως, όμως, είχε φοβηθεί αρκετά και με την αναφορά των Ταραμπονέζων.

«Θα σ’ την παραδώσω με την πρώτη ευκαιρία», είπε τελικά η Νάεαν, με φωνή που μαρτυρούσε παραίτηση.

«Ανυπομονώ να τη δω», μουρμούρισε η Ελένια, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια να κρύψει την ικανοποίηση της. Μην περιμένεις πολύ, όμως, κόντεψε να προσθέσει, αλλά συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή. Μπορεί η Νάεαν να γευόταν την ήττα, αλλά ένας ηττημένος εχθρός εξακολουθούσε να είναι ικανός να σε μαχαιρώσει με τα ανάλογα κίνητρα. Επιπλέον, φοβόταν την απειλή της Νάεαν όσο κι η Νάεαν τη δική της, ίσως και περισσότερο. Ωστόσο, όσο δεν το γνώριζε η Νάεαν, οι απειλές της δεν είχαν νόημα.

Καθώς επέστρεφε στους οπλίτες της, η Ελένια ένιωσε πιο κεφάτη, όσο και πριν από τότε που... οι «σωτήρες» της είχαν αποδειχτεί άντρες της Αρυμίλα, ίσως και πριν από τότε που η Ντυέλιν την κρατούσε φυλακισμένη στο Αρινγκίλ, αν και σ’ εκείνη τη φάση δεν είχε χάσει εντελώς τις ελπίδες της. Η φυλακή της ήταν το σπίτι του κυβερνήτη, ένα αρκετά μεγάλο κτήριο, παρ’ όλο που είχε αναγκαστεί να μοιραστεί το δωμάτιο με τη Νάεαν. Η επικοινωνία της με τον Τζάριντ δεν είχε παρουσιάσει κανένα πρόβλημα και πίστευε ότι είχε καταφέρει να προσεγγίσει κάποιους από τους Βασιλικούς Φρουρούς του Αρινγκίλ. Αρκετοί εξ αυτών ήταν νεοφερμένοι από την Καιρχίν κι είχαν κάποια δόση... αβεβαιότητας... ως προς το στρατόπεδο που έπρεπε να δείξουν την αφοσίωση τους.

Λοιπόν, αυτή η απρόοπτη συνάντηση με τη Νάεαν είχε αναπτερώσει το ηθικό της τόσο πολύ, ώστε χαμογέλασε στην Τζάνυ και της υποσχέθηκε μια ολόκληρη αρμαθιά καινούργια φορέματα μόλις έμπαιναν στο Κάεμλυν, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης εκ μέρους της στρουμπουλής γυναίκας. Η Ελένια πάντα αγόραζε καινούργια ρούχα στην υπηρέτριά της όταν ήταν στις καλές της, καθένα εκ των οποίων θα ταίριαζε σε επιτυχημένη εμπόρισσα. Ήταν ένας πολύ καλός τρόπος να διασφαλίζει την πίστη και τη σύνεση εκ μέρους της, και τα τελευταία είκοσι χρόνια η Τζάνυ είχε ανταποκριθεί στο έπακρο.

Ο ήλιος ήταν πλέον ένα κοκκινωπό στεφάνι πάνω από τις κορυφές των δέντρων, οπότε είχε έρθει η ώρα να βρει την Αρυμίλα, για να της πει πού θα κοιμόταν απόψε. Μακάρι να της έβρισκε ένα αξιοπρεπές κρεβάτι μέσα σε μια ζεστή σκηνή χωρίς πολύ καπνό, μ’ ένα καθώς πρέπει δείπνο προηγουμένως. Ούτως ή άλλως, στην παρούσα φάση, δεν μπορούσε να ζητήσει περισσότερα. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, η διάθεσή της δεν άλλαξε στο ελάχιστο. Όχι μόνο ένευε στις παρέες των αντρών και των γυναικών που την προσπερνούσαν, αλλά τους χαμογελούσε κιόλας, ενώ κάποιες φορές τους χαιρετούσε ανασηκώνοντας το χέρι της. Τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα για πρώτη φορά εδώ κι αρκετό καιρό. Η Νάεαν όχι μόνο δεν μετρούσε πια ως αντίπαλος στο ζήτημα του θρόνου, αλλά είχε υποταχθεί κιόλας, κι αυτό ίσως ήταν αρκετό —και θα έπρεπε να είναι!— για να τραβήξει τον Κάριντ και τον Λιρ. Άλλωστε, δεν ήταν λίγοι αυτοί που θα επιθυμούσαν να δουν στον θρόνο οποιαδήποτε άλλη εκτός από μία ακόμη Τράκαντ. Η Ελόριεν, για παράδειγμα. Η Μοργκέις είχε διατάξει να τη μαστιγώσουν! Η Ελόριεν δεν θα υποστήριζε ποτέ μια Τράκαντ. Η Ήμλυν, η Αραθέλε κι ο Αμπέλε πιθανότατα, καθένας με τα δικά του παράπονα, τα οποία μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ίσως το ίδιο να ίσχυε και για τον Πέλιβαρ ή τον Λούαν. Η Ελένια είχε συντονίσει τους αισθητήρες της. Δεν σκόπευε να χαραμίσει το πλεονέκτημα του Κάεμλυν, όπως είχε κάνει εκείνο το τρελοκόριτσο, η Ηλαίην. Ιστορικά, η κατοχή του Κάεμλυν αρκούσε για να έχει κάποια την υποστήριξη τουλάχιστον τεσσάρων-πέντε Οίκων.

Σίγουρα το κλειδί ήταν ο συγχρονισμός, ειδάλλως το πλεονέκτημα θα ήταν με το μέρος της Αρυμίλα, αν κι η Ελένια ήδη έβλεπε τον εαυτό της καθισμένο στον Θρόνο του Λιονταριού, με τις Υψηλές Έδρες να γονατίζουν μπροστά της και να ορκίζονται αφοσίωση. Είχε ήδη έτοιμη τη λίστα με τις Υψηλές Έδρες που θα έπρεπε να αντικατασταθούν. Κανείς απ’ όσους της είχαν πάει κόντρα δεν θα μπορούσε να της δημιουργήσει προβλήματα στο μέλλον. Μια σειρά τυχαίων ατυχημάτων θα φρόντιζαν επ’ αυτού. Κρίμα που δεν μπορούσε να διαλέξει τους αντικαταστάτες, αλλά τα ατυχήματα μπορούσαν να συμβαίνουν με εκπληκτική συχνότητα.

Οι μακάριοι συλλογισμοί της διακόπηκαν από τον λιπόσαρκο άντρα που εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα της πάνω σε ένα ρωμαλέο φαιόχρωμο άλογο. Τα μάτια του έλαμπαν πυρετικά στο φως που έσβηνε σιγά-σιγά. Για κάποιον λόγο, ο Νάσιν είχε περάσει κλαδάκια από πράσινο έλατο στα αραιά λευκά μαλλιά του, δίνοντας την εντύπωση ότι μόλις είχε σκαρφαλώσει σε δέντρο. Το κόκκινο μεταξωτό πανωφόρι κι ο μανδύας του είχαν κεντηθεί με φανταχτερά άνθη, μοιάζοντας με χαλιά από το Ίλιαν. Ήταν γελοίος. Ήταν, επίσης, η Υψηλή Έδρα του ισχυρότερου Οίκου στο Άντορ. Και ήταν αρκετά παλαβός. «Ελένια, αγαπημένε μου θησαυρέ», γκάριξε σκορπίζοντας τριγύρω σάλια, «είσαι το γλυκύτερο θέαμα για τα μάτια μου. Μπροστά σου, το μέλι φαντάζει μπαγιάτικο και τα τριαντάφυλλα βαρετά».

Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ, η Ελένια τράβηξε βιαστικά τα γκέμια του Αυγινού Ανέμου, αναγκάζοντας το ζώο να κινηθεί προς τα πίσω και δεξιά, τοποθετώντας την καφετιά φοράδα της Τζάνυ ανάμεσα στον εαυτό της και στον άντρα. «Δεν είμαι μνηστή σου, Νάσιν», του αποκρίθηκε κοφτά, εκνευρισμένη που είχε χρειαστεί να φωνάξει και να την ακούσουν όλοι. «Είμαι παντρεμένη, τρελόγερε! Περιμένετε!» πρόσθεσε ανασηκώνοντας το χέρι της.

Η επιτακτική διαταγή κι η χειρονομία αφορούσε στους οπλίτες της, οι οποίοι είχαν ήδη αδράξει τις λαβές των σπαθιών τους κι αγριοκοίταζαν τον Νάσιν. Τριάντα-σαράντα άντρες με το Ξίφος και το Άστρο του Οίκου Κάερεν ακολουθούσαν τον άντρα και δεν θα δίσταζαν να πετσοκόψουν οποιονδήποτε πίστευαν πως απειλεί την Υψηλή Έδρα τους. Μερικοί, μάλιστα, είχαν ήδη μισοτραβήξει τις λεπίδες τους. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν θα έκαναν κακό στην Ελένια. Ο Νάσιν θα τους κρεμούσε μέχρι τον τελευταίο αν έβλεπε επάνω της έστω και μία μελανιά. Μα το Φως, δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει ή να γελάσει.

«Εξακολουθείς να φοβάσαι εκείνον τον νεαρό μπουνταλά, τον Τζάριντ;» ρώτησε απαιτητικά ο Νάσιν, στρέφοντας το άλογά του προς το μέρος της. «Δεν έχει κανένα δικαίωμα να σ’ ενοχλεί. Ο καλύτερος κέρδισε, και θα πρέπει να το παραδεχτεί. Θα τον καλέσω σε μονομαχία!» Με το ένα του χέρι, εμφανώς κοκαλιάρικο ακόμα και μέσα σε αυτό το σφιχτό κόκκινο γάντι, ο άντρας ψηλάφισε το ξίφος που είχε να τραβήξει πάνω από είκοσι χρόνια. «Θα τον πετσοκόψω σαν σκυλί, που τόλμησε να σε φοβίσει!»

Η Ελένια μετακίνησε επιδέξια τον Αυγινό Άνεμο, έτσι ώστε να κάνει έναν κύκλο γύρω από την Τζάνυ, η οποία μουρμούρισε μια συγγνώμη στον Νάσιν και προσποιήθηκε ότι τραβούσε τη φοράδα της από μπροστά του, ενώ στην πραγματικότητα τον εμπόδιζε. Η Ελένια σημείωσε στη μνήμη της να της αγοράσει και μερικά κεντητά φορέματα. Με τα μυαλά που κουβαλούσε ο Νάσιν, δεν το είχε σε τίποτα να στραφεί από τα γλυκόλογα και τις ευγένειες σε συμπεριφορά αγροίκου και να την αρπάξει σαν να ήταν μια απλή σερβιτόρα σε ταβέρνα, κάτι που η Ελένια δεν θα άντεχε ξανά, σίγουρα όχι δημοσίως. Κάνοντας κύκλους, ζόρισε τον εαυτό της να χαμογελάσει κάπως ανήσυχα, αν και, στην πραγματικότητα, περισσότερη προσπάθεια είχε καταβάλει για το χαμόγελο παρά για την ανησυχία. Αν αυτός ο τρελός ανάγκαζε τον Τζάριντ να τον σκοτώσει, θα κατέστρεφε τα πάντα! «Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν αντέχω να πολεμούν οι άντρες για χάρη μου, Νάσιν». Η φωνή της ήταν αδύναμη και ταραγμένη, αλλά δεν προσπάθησε να την ελέγξει, μια κι έκρινε πως ταίριαζε στην περίσταση. «Πώς θα μπορούσα να αγαπήσω έναν άντρα που έχει βάψει τα χέρια του με αίμα;»

Ο γελοίος άντρας συνοφρυώθηκε κι η μεγάλη του μύτη καμπύλωσε τόσο πολύ, που η Ελένια άρχισε να αναρωτιέται μήπως το είχε παρακάνει. Μπορεί να ήταν θεοπάλαβος, αλλά καταλάβαινε και μερικά πράγματα κάποιες φορές. «Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είσαι τόσο... συναισθηματική», της είπε τελικά, χωρίς να σταματήσει στιγμή τις προσπάθειες του να προσπεράσει την Τζάνυ. Το ζαρωμένο του πρόσωπο έλαμψε. «Αλλά θα έπρεπε να το είχα καταλάβει. Από δω κι εμπρός, θα το θυμάμαι. Ο Τζάριντ θα συνεχίσει να ζει, αρκεί να μη σε παρενοχλεί». Ξαφνικά, φάνηκε να προσέχει την Τζάνυ για πρώτη φορά, και μ’ έναν μορφασμό γεμάτο οργή σήκωσε το χέρι του σε γροθιά. Η πλαδαρή γυναίκα ατσαλώθηκε, έτοιμη να δεχτεί το χτύπημα χωρίς να παραμερίσει, κι η Ελένια έτριξε τα δόντια της. Κεντητό μετάξι. Μάλλον ακατάλληλο για υπηρέτρια, αλλά η Τζάνυ το είχε κερδίσει με την αξία της.

«Άρχοντα Νάσιν, σ’ έψαχνα παντού», ακούστηκε μια χαζοχαρούμενη γυναικεία φωνή κι οι περιστροφικές κινήσεις κόπηκαν απότομα.

Η Ελένια ξεφύσηξε ανακουφισμένη καθώς η Αρυμίλα εμφανίστηκε μέσα στο λυκόφως ακολουθούμενη από τη συνοδεία της, και χρειάστηκε να καταπνίξει μια έκρηξη οργής ακριβώς επειδή ένιωσε ανακουφισμένη. Η Αρυμίλα φορούσε ένα εξαιρετικά περίτεχνο κεντητό πράσινο μεταξωτό φόρεμα με δαντέλες κάτω από το πηγούνι και τα μανίκια. Ήταν πλαδαρή σε βαθμό παχυσαρκίας, με ένα κενό χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό της και καστανά μάτια μονίμως γουρλωτά από προσποιητό ενδιαφέρον, ακόμα κι αν δεν υπήρχε τίποτα αξιόλογο να παρατηρήσει. Δεν διέθετε αρκετό μυαλό για να καταλάβει τη διαφορά, αλλά το είχε αντικαταστήσει με αρκετή πανουργία, για να ξέρει τι έπρεπε να την ενδιαφέρει και τι όχι. Επιπλέον, δεν ήθελε να δώσει αφορμές για να σκεφτεί κάποιος πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το μόνο που την ενδιέφερε πραγματικά ήταν οι προσωπικές της ανέσεις και το εισόδημα που την εξασφάλιζε, ενώ ο μόνος λόγος που επιθυμούσε τον θρόνο ήταν ότι τα βασιλικά χρηματοκιβώτια μπορούσαν να της εξασφαλίσουν ακόμα περισσότερες ανέσεις απ’ ό,τι τα έσοδα οποιασδήποτε Υψηλής Έδρας. Η ακολουθία της ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του Νάσιν, αν και μονάχα οι μισοί ήταν οπλίτες με τα Τέσσερα Φεγγάρια του Οίκου της. Η πλειονότητα των υπολοίπων απαρτιζόταν από τσιράκια, κόλακες, ευγενείς ασήμαντων Οίκων και διάφορους άλλους που ήταν έτοιμοι να γλείψουν τα χέρια της Αρυμίλα για μια καλή θέση πλάι της. Λάτρευε τους ανθρώπους που την καλόπιαναν. Κάπου εκεί βρισκόταν κι η Νάεαν, στην περιφέρεια του πλήθους, με τους οπλίτες και τις υπηρέτριές της, ολοφάνερα ψύχραιμη κι έχοντας για άλλη μια φορά πλήρη εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Ωστόσο, κρατούσε αποστάσεις από τον Ζακ Λουνάλ, έναν λιγνό άντρα με ένα από εκείνα τα αστεία Ταραμπονέζικα βέλα, που κάλυπτε τα τεράστια μουστάκια του, κι ένα κωνικό καπέλο, που ύψωνε εντελώς γελοία την κουκούλα του μανδύα του. Ο τύπος χαμογελούσε πάρα πολύ. Δεν έμοιαζε διόλου με άντρα που με λίγα λόγια του θα ανάγκαζε κάποιον να τον ικετεύσει.

«Αρυμίλα», είπε ο Νάσιν κάπως συγχυσμένος, κοιτάζοντας κατόπιν βλοσυρά τη γροθιά του, έκπληκτος λες που ανακάλυψε ότι ήταν υψωμένη. Κατέβασε το χέρι του στο μπροστάρι της σέλας του και χάρισε ένα ακτινοβόλο χαμόγελο στη σαχλή γυναίκα. «Αρυμίλα, καλή μου», είπε γεμάτος ζέση, αν κι όχι του ίδιου είδους με εκείνη που απευθυνόταν στην Ελένια. Με κάποιον τρόπο, φαίνεται, είχε πείσει εν μέρει τον εαυτό του ότι η Αρυμίλα ήταν θυγατέρα του, και μάλιστα η αγαπημένη του. Κάποτε, η Ελένια τον είχε ακούσει να αναθυμάται μαζί με την Αρυμίλα τη «μητέρα» της, δηλαδή την τελευταία του γυναίκα, νεκρή εδώ και τριάντα σχεδόν χρόνια. Η Αρυμίλα κατάφερε να συμμετάσχει στη συζήτηση, παρ’ όλο που, απ’ όσο γνώριζε η Ελένια, δεν είχε συναντήσει ποτέ τη Μιεντέλ Κάερεν.

Παρά τα πατρικά χαμόγελα προς την Αρυμίλα, το βλέμμα του άρχισε να διερευνά το σκιώδες έφιππο πλήθος πίσω της. Το πρόσωπό του χαλάρωσε στη θέα της Συλβέις, εγγονής και διαδόχου του, μιας σθεναρής κι ατάραχης νεαρής, που τον κοίταξε κατάματα, χωρίς να χαμογελάσει, και κατόπιν τράβηξε μπροστά τη σκούρα καλύπτρα με τη γούνινη επένδυση. Η Ελένια δεν την είχε δει ποτέ να χαμογελάει ή να είναι συνοφρυωμένη ή να δείχνει οποιοδήποτε συναίσθημα. Είχε μια μονότονη έκφραση, σαν της αγελάδας. Προφανώς, διέθετε και μυαλό αγελάδας. Η Αρυμίλα είχε από κοντά τη Συλβέις, πιο κοντά απ’ ό,τι την Ελένια ή τη Νάεαν, κι όσο την είχε από κοντά, ο Νάσιν δεν θα αναγκαζόταν σε καμία περίπτωση να αποσυρθεί από τους τίτλους του. Ναι, σίγουρα ήταν παλαβός, αλλά πολυμήχανος. «Ελπίζω να προσέχεις τη μικρή μου Συλβέις, Αρυμίλα», μουρμούρισε. «Όπου και να κοιτάξεις, βλέπεις τυχοδιώκτες, και θέλω το γλυκό μου κοριτσάκι να παραμείνει ασφαλές».

«Ασφαλώς και την προσέχω», αποκρίθηκε η Αρυμίλα, προσπερνώντας την Ελένια με την καλοθρεμμένη της φοράδα δίχως να της ρίξει ούτε ματιά. Ο τόνος της φωνής της ήταν γλυκός σαν μέλι, αλλά κι αηδιαστικά ξεμωραμένος. «Ξέρεις πολύ καλά ότι τη φροντίζω όσο και τον ίδιο μου τον εαυτό». Χαμογελώντας με αυτό το άμυαλο χαμόγελο, έσιαξε τον μανδύα του Νάσιν στους ώμους του με την άνεση κάποιου που ντύνει το αγαπημένο του πρόσωπο, που τυγχάνει να είναι ανάπηρο. «Κάνει πολύ κρύο και θα αρρωστήσεις. Ξέρω τι χρειάζεσαι. Μια ζεστή σκηνή και λίγο ζεστό αρωματικό κρασί. Μετά χαράς, θα διατάξω την υπηρέτριά μου να σου το ετοιμάσει. Αρλήν, συνόδευσε τον Άρχοντα Νάσιν στη σκηνή του κι ετοίμασέ του λίγο καλό αρωματικό κρασί».

Μια λυγερή γυναίκα από την ακολουθία της μόρφασε προς στιγμήν κι ύστερα βγήκε μπροστά με αργές κινήσεις, τραβώντας προς τα πίσω την κουκούλα του απλού γαλάζιου μανδύα της, για να αποκαλύψει ένα χαριτωμένο προσωπάκι κι ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Ξαφνικά, όλοι εκείνοι οι τσανακογλείφτες κι οι κόλακες άρχισαν να στρώνουν τους μανδύες τους, για να προστατευτούν από τον άνεμο, ή έβαζαν γάντια στα χέρια τους, κοιτώντας οπουδήποτε αλλού εκτός από την υπηρέτρια της Αρυμίλα. Ειδικά οι γυναίκες, οι οποίες γνώριζαν πολύ καλά ότι στη θέση της υπηρέτριας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μία από δαύτες. Παραδόξως, η Συλβέις δεν έστρεψε αλλού τη ματιά της. Ήταν αδύνατον να δει το πρόσωπο της στη σκιά της κουκούλας, αλλά όλο το ξέφωτο γύρισε προς το μέρος της λυγερής γυναίκας.

Το μειδίαμα του Νάσιν αποκάλυψε τα δόντια του, κάνοντάς τον να μοιάζει ακόμα περισσότερο με τράγο. «Ναι, ναι. Λίγο αρωματικό κρασί είναι ό,τι πρέπει. Αρλήν, είπαμε, σε λένε; Έλα, Αρλήν, καλό μου κορίτσι. Δεν κρυώνεις πολύ, έτσι;» Η κοπέλα έβγαλε μια τσιρίδα, καθώς ο Νάσιν πέρασε την άκρη του μανδύα του γύρω από τους ώμους της και την τράβηξε κοντά του, τόσο που το κορίτσι κόντευε να φύγει από τη σέλα. «Θα ζεσταθείς ακόμη περισσότερο στη σκηνή μου, σ’ το υπόσχομαι». Απομακρύνθηκε χωρίς να ρίξει ματιά πίσω, καγχάζοντας και ψιθυρίζοντας στη νεαρή γυναίκα που κρατούσε αγκαλιά. Οι οπλίτες του τον ακολούθησαν, ενώ το πετσί από τις φορεσιές τους έτριζε κι οι οπλές των αλόγων άφηναν έναν αργό, υγρό ήχο καθώς ξεκολλούσαν από τον βόρβορο. Κάποιος από αυτούς γέλασε λες κι είχε ακούσει κανένα χωρατό.

Η Ελένια κούνησε το κεφάλι της αηδιασμένη. Άλλο να βάζεις μια χαριτωμένη γυναίκα ανάμεσα σ’ εσένα και στον Νάσιν, για να του αποσπάσεις την προσοχή —δεν χρειαζόταν καν να είναι χαριτωμένη, αφού οποιαδήποτε γυναίκα πλησίαζε ο τρελόγερος, κινδύνευε— κι άλλο να χρησιμοποιείς την ίδια σου την υπηρέτρια, πράγμα αποκρουστικό, αλλά όχι τόσο όσο ο ίδιος ο Νάσιν. «Υποσχέθηκες να τον κρατήσεις μακριά μου, Αρυμίλα», είπε χαμηλόφωνα αλλά έντονα. Αυτός ο έκφυλος παλαβιάρης μπορεί προς στιγμήν να είχε ξεχάσει την ύπαρξή της, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν θα τη θυμόταν την επόμενη φορά που θα την έβλεπε. «Υποσχέθηκες να τον κρατήσεις απασχολημένο».

Το πρόσωπο της Αρυμίλα σκυθρώπιασε κι η γυναίκα φόρεσε με κάποια νευρικότητα τα γάντια ιππασίας και τα έσφιξε. Δεν είχε καταφέρει αυτό που ήθελε, πράγμα που για την ίδια αποτελούσε μεγάλο σφάλμα. «Αν θες να είσαι ασφαλής από τους θαυμαστές σου, θα πρέπει να παραμένεις πλάι μου και να μη σεργιανάς από δω κι από κει. Τι φταίω εγώ αν προσελκύεις τους άντρες; Άσε που, παρ’ ότι σε έσωσα, δεν άκουσα να λες ευχαριστώ».

Το σαγόνι της Ελένια σφίχτηκε τόσο πολύ, που άρχισε να την πονάει. Η προσποίηση, ότι υποστήριζε με τη θέλησή της αυτή τη γυναίκα, ήταν αρκετή για να την κάνει να θέλει να δαγκώσει κάτι. Οι επιλογές της ήταν αρκετά ξεκάθαρες: ή θα έγραφε αμέσως στον Τζάριντ ή θα υπέμενε έναν παρατεταμένο μήνα του μέλιτος με τον «μνηστήρα» της. Μα το Φως, ακόμα κι αυτό θα διάλεγε, αν δεν ήταν σίγουρη ότι ο Νάσιν θα την κλείδωνε σε κάποιο απομονωμένο οίκημα κι, αφού αρχικά υπέμενε το πασπάτεμά του, εκείνος θα ξεχνούσε ότι η Ελένια ήταν εκεί. Κι ύστερα, θα την παρατούσε εκεί. Η Αρυμίλα, πάντως, επέμενε στην προσποίηση. Άλλωστε, επέμενε για διάφορα θέματα, πολλά εκ των οποίων ήταν αβάσταχτα, αν κι η Ελένια ήταν αναγκασμένη να τα υπομένει, προς το παρόν τουλάχιστον. Ίσως, από τη στιγμή που θα ξεκαθάριζαν τα πράγματα, ο Άρχοντας Λουνάλ θα μπορούσε να ασχοληθεί με την Αρυμίλα για λίγες μέρες.

Μετά βίας έσκασε ένα απολογητικό χαμόγελο κι έγειρε το κεφάλι της, λες κι ήταν κάποια από όλους αυτούς τους τσανακογλείφτες που την παρακολουθούσαν με αχόρταγο βλέμμα. Σε τελική ανάλυση, αν όντως σερνόταν μπροστά στην Αρυμίλα, το μόνο που θα αποδείκνυε θα ήταν πως κι αυτοί είχαν δίκιο. Η αίσθηση των ματιών τους επάνω της την έκανε να θέλει να ξεπλύνει το κορμί της, και σίγουρα θα ούρλιαζε αν έκανε κάτι τέτοιο μπροστά στη Νάεαν. «Σου προσφέρω όλη μου την ευγνωμοσύνη, Αρυμίλα». Και δεν έλεγε ψέματα. Ταυτόχρονα με όλη της την ευγνωμοσύνη, υπήρχε και μια ακατανίκητη διάθεση να πνίξει τη γυναίκα, αργά-αργά. Ωστόσο, χρειάστηκε να πάρει βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Συγχώρησέ με, σε παρακαλώ, που άργησα να σε ευχαριστήσω». Πολύ πικρά λόγια. «Ο Νάσιν με αναστάτωσε πάρα πολύ. Ξέρεις πώς θα αντιδρούσε ο Τζάριντ αν μάθαινε πώς συμπεριφέρθηκε». Η ίδια της η φωνή βγήκε σαν μουγκρητό στις τελευταίες λέξεις, αλλά η ανόητη γυναίκα χαζογέλασε!

«Φυσικά και σε συγχωρώ, Ελένια», αποκρίθηκε γελώντας η Αρυμίλα, με το πρόσωπό της να λάμπει. «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να το ζητήσεις. Ο Τζάριντ είναι θερμοκέφαλος, σωστά; Πρέπει να του γράψεις και να του αναφέρεις πόσο ικανοποιημένη είσαι, γιατί φαντάζομαι πως είσαι αρκετά ικανοποιημένη, έτσι; Μπορείς να υπαγορεύσεις το γράμμα στον γραμματέα μου. Προσωπικά, σιχαίνομαι να λερώνω τα χέρια μου με μελάνι. Εσύ;»

«Εννοείται πως είμαι ικανοποιημένη, Αρυμίλα. Γιατί να μην είμαι, άλλωστε;» Αυτή τη φορά, δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει για να χαμογελάσει. Η γυναίκα πίστευε πως ήταν πράγματι έξυπνη. Χρησιμοποιώντας τον γραμματέα της Αρυμίλα, αποκλειόταν κάθε πιθανότητα να κάνει χρήση κρυφού μελανιού, αλλά μπορούσε να αναφέρει ξεκάθαρα στον Τζάριντ να μην κάνει καμιά απολύτως ενέργεια δίχως τη συμβουλή της, κι αυτό το άμυαλο κορίτσι θα νόμιζε ότι την υπάκουε.

Νεύοντας αυτάρεσκα, η Αρυμίλα μάζεψε τα γκέμια κι όσοι ήταν δίπλα της τη μιμήθηκαν. Αν έβαζε κατσαρόλα στο κεφάλι για καπέλο, το ίδιο θα έκαναν κι οι άλλοι. «Βραδιάζει», είπε, «και πρέπει να ξυπνήσω νωρίς το πρωί. Ο μάγειρας της Εντέλ Μπάρυν ετοίμασε ένα θαυμάσιο γεύμα προς τιμήν μας. Εσύ κι η Νάεαν πρέπει οπωσδήποτε να ιππεύετε μαζί μου, Ελένια». Ακουγόταν σαν να τους έκανε ιδιαίτερη τιμή, κι εκείνες δεν είχαν εναλλακτική λύση από το να συμπεριφερθούν σαν να ήταν πράγματι έτσι και να την ακολουθήσουν. Οι δύο γυναίκες προχώρησαν, μία σε κάθε πλευρά της Αρυμίλα. «Κι η Συλβέις, φυσικά. Έλα, Συλβέις».

Η εγγονή του Νάσιν έφερε τη φοράδα της πιο κοντά, αλλά όχι ακριβώς πλάι στην Αρυμίλα. Ακολούθησε τις γυναίκες λίγο πιο πίσω, με τους κόλακες της Αρυμίλα να συνωστίζονται στο κατόπι της, μια και δεν είχαν προσκληθεί να βρίσκονται πλάι της. Παρά τον ασταθή, παγωμένο αέρα που χτυπούσε τους μανδύες τους, κάμποσες γυναίκες και δυο-τρεις άντρες προσπάθησαν —ανεπιτυχώς— να πιάσουν κουβέντα με την κοπέλα. Δεν απαντούσε παρά με μια-δυο λέξεις. Και πάλι όμως, αφού δεν υπήρχε εκεί γύρω κάποια Υψηλή Έδρα για να καλοπιάσουν, καλή ήταν κι η διάδοχος της Υψηλής Έδρας — κάποιος από τους τύπους, μάλιστα, ήλπιζε να την παντρευτεί κιόλας. Το πιθανότερο ήταν πως ένας-δυο από δαύτους λειτουργούσαν πιότερο ως φρουροί ή, έστω, ως κατάσκοποι, που φρόντιζαν να μην επικοινωνεί το κορίτσι με τον Οίκο της. Ίσως το έβρισκαν συναρπαστικό, μπορεί να νόμιζαν πως έτσι αποκτούσαν δύναμη. Η Ελένια, ωστόσο, είχε τα δικά της σχέδια για τη Συλβέις.

Η Αρυμίλα ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν είχαν αντίρρηση να φλυαρούν όταν όλοι οι λογικοί άνθρωποι σώπαιναν, κι η πολυλογία της, καθώς προχωρούσαν στο αμυδρό φως που λιγόστευε ολοένα, ποίκιλλε από το τι θα τους πρόσφερε στο δείπνο η αδελφή του Λιρ μέχρι τα σχέδια που έκανε για τη στέψη της. Η Ελένια άκουγε, ίσα-ίσα για να εγκρίνει μουρμουριστά κάποια σωστά σημεία. Αν αυτή η ανόητη ήθελε να ορκιστεί αμνηστία σε όσους της πήγαν κόντρα, η Ελένια Σάραντ δεν είχε καμία πρόθεση να της πει ότι ήταν ηλίθια. Ήταν αρκετά οδυνηρό από μόνο του το να... χαζογελάει... χωρίς να την ακούει. Την επόμενη στιγμή όμως, κάτι που είπε η Αρυμίλα διαπέρασε το αυτί της σαν σουβλιά.

«Δεν σας πειράζει να μοιραστείτε το ίδιο κρεβάτι εσύ κι η Νάεαν, έτσι; Μου φαίνεται πως έχουμε έλλειψη καλών σκηνών εδώ».

Η γυναίκα άλλαζε θέμα διαρκώς, αλλά για μία στιγμή η Ελένια δεν άκουγε καν τι έλεγε. Ένιωθε λες κι είχαν παραγεμίσει το δέρμα της με χιόνι. Έστρεψε ελαφρά το κεφάλι της και συνάντησε το σοκαρισμένο βλέμμα της Νάεαν. Αποκλείεται να είχε μάθει η Αρυμίλα την τυχαία τους συνάντηση, όχι ακόμα τουλάχιστον, αλλά και να την είχε μάθει, γιατί τους πρόσφερε την ευκαιρία να συνωμοτήσουν; Παγίδα, ίσως; Μήπως είχε βάλει κατασκόπους, για να ακούσουν τι θα έλεγαν; Την υπηρέτρια της Νάεαν ή ακόμα... και την ίδια την Τζάνυ; Ο κόσμος έμοιαζε να γυρίζει γύρω της, ενώ μαύρα κι ασημένια στίγματα έπλεαν μπροστά στα μάτια της Ελένια. Νόμιζε πως ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι η Αρυμίλα τής είχε απευθύνει άμεσα την ερώτηση και περίμενε απάντηση μ’ ένα όλο και πιο ανυπόμονο κατσούφιασμα. Εσπευσμένα, η προσοχή της εστιάστηκε ξανά στην κουβέντα. «Επιχρυσωμένη άμαξα, Αρυμίλα;» Τι γελοία προοπτική. Σαν να της έλεγε να ταξιδέψει σε άμαξα Μάστορα! «Α, μα είναι θαυμάσια! Μερικές φορές, έχεις υπέροχες ιδέες!»

Η Αρυμίλα χαζογέλασε ευχαριστημένη κι η Ελένια ξεφύσηξε ανακουφισμένη. Ναι, αυτή η γυναίκα ήταν όντως άμυαλη κι ηλίθια. Μπορεί πράγματι να υπήρχε έλλειψη κατάλληλων σκηνών. Πιθανότατα, η Αρυμίλα πίστευε πως τώρα πια ήταν πειθήνιες και δεν αποτελούσαν απειλή. Η Ελένια γύμνωσε τα δόντια της, χαζογελώντας αντίστοιχα, αλλά διέγραψε την ιδέα να βάλει τον Ταραμπονέζο να «διασκεδάσει» τη γυναίκα, έστω και για μία ώρα. Με την υπογραφή του Τζάριντ σε εκείνη την εγγύηση, μόνο ένας τρόπος υπήρχε να ανοίξει το μονοπάτι προς τον θρόνο. Όλα ήταν έτοιμα κι υπό έλεγχο. Το μόνο ερώτημα ήταν αν θα πέθαινε πρώτα η Αρυμίλα ή ο Νάσιν.


Η νύχτα έπεφτε βαριά στο Κάεμλυν και το κρύο γινόταν πιο αδυσώπητο εξαιτίας των σφοδρών ανέμων. Εδώ κι εκεί, όλο και κάποια φωτεινή λάμψη, που ξέφευγε από κάποιο παράθυρο ψηλά, μαρτυρούσε ότι μερικοί άνθρωποι ήταν ακόμα ξύπνιοι, αλλά τα πιο πολλά παραθυρόφυλλα ήταν ερμητικά κλειστά, ενώ μια λεπτή φέτα σελήνης, χαμηλά στον ορίζοντα, έμοιαζε να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο σκοτάδι. Ακόμα και το χιόνι που κάλυπτε τις ταράτσες και συσσωρευόταν στις μπροστινές εισόδους των κτηρίων, σε όσα σημεία τουλάχιστον δεν είχε ποδοπατηθεί από την κίνηση της μέρας, είχε ένα σκιώδες, γκρίζο χρώμα. Ο μοναχικός άντρας που είχε κουκουλωθεί από την κορυφή μέχρι τα νύχια μ’ έναν σκούρο μανδύα και δρασκέλιζε με βαριά βήματα το παγωμένο λασπόνερο που είχε απομείνει στο λιθόστρωτο, άκουγε στο όνομα Ντάβεντ Χάνλον ή Ντόιλιν Μέλαρ, ανάλογα με την περίσταση· ένα όνομα έμοιαζε με πανωφόρι, κι ο άντρας άλλαζε πανωφόρια σε περίπτωση ανάγκης. Δεν ήταν και λίγα αυτά που είχε φορέσει τα τελευταία χρόνια. Τη συγκεκριμένη στιγμή, θα προτιμούσε να βρίσκεται στο Βασιλικό Παλάτι, με τα πόδια ακουμπισμένα μπροστά σ’ ένα ζεστό τζάκι, μ’ ένα ποτήρι στο χέρι, μια κανάτα μπράντυ πλάι του και μια πρόθυμη κοπελιά στα γόνατα, όμως είχε άλλα καθήκοντα. Τουλάχιστον, το πάτημά του ήταν καλύτερο εδώ, στη Νέα Πόλη. Όχι εξαιρετικό, μια κι όλος αυτός ο παγωμένος βόρβορος κάτω από τα πόδια του μπορούσε να τον κάνει να βρεθεί ξαπλωμένος φαρδύς-πλατύς εξαιτίας ενός απρόσεκτου βήματος, αλλά ήταν λιγότερο πιθανό να γλιστρήσει εδώ παρά στους απότομους λόφους της Έσω Πόλης. Επιπλέον, το σκοτάδι τον εξυπηρετούσε απόψε.

Όταν ξεκίνησε, δεν υπήρχε πολύς κόσμος στους δρόμους και, όσο το σκοτάδι βάθαινε, η κυκλοφορία λιγόστευε. Οι συνετοί άνθρωποι έμεναν στα σπίτια τους μόλις έπεφτε η νύχτα. Πού και πού, αχνές σκιές λούφαζαν στους βαθύσκιους, αλλά ύστερα από μια φευγαλέα ματιά προς το μέρος του Χάνλον, έσπευδαν να κρυφτούν στις γωνίες που υπήρχαν μπροστά του, ή αποτραβιούνταν στα σοκάκια, πασχίζοντας να πνίξουν τις βλαστήμιες καθώς τσαλαβουτούσαν στο χιόνι που είχε μείνει ανέγγιχτο από τον ήλιο. Ο άντρας δεν ήταν ογκώδης, μόνο λίγο ψηλότερος από τον μέσο όρο, ενώ το σπαθί κι ο θώρακάς του καλύπτονταν εντελώς από τον μανδύα του, κι επειδή οι ληστές αναζητούσαν αδυναμίες ή διστακτικότητα στο θύμα τους, ο Χάνλον περπατούσε με προφανή αυτοπεποίθηση κι ολοφάνερα ατρόμητος απ’ όσους ενέδρευαν στο σκοτάδι. Τη στάση του αυτή βοηθούσε το μακρύ εγχειρίδιο που ήταν κρυμμένο στο γαντοφορεμένο δεξί του χέρι.

Καθώς προχωρούσε, κοίταζε προσεκτικά τριγύρω για τυχόν Φρουρούς, αν και δεν περίμενε να βρει κανέναν. Οι νταήδες κι όσοι αναζητούσαν θύματα στο σκοτάδι έβρισκαν άλλα σημεία κυνηγιού όταν οι Φρουροί τριγύριζαν στην περιοχή. Βέβαια, μια λέξη του αρκούσε για να ξαποστείλει τους αδιάκριτους Φρουρούς, αλλά δεν ήθελε παρατηρητές κανενός είδους που θα τον ρωτούσαν γιατί βρισκόταν πεζός τόσο μακριά από το παλάτι. Το βήμα του παρέμεινε μετέωρο για λίγο, καθώς δύο γυναίκες με βαριούς χιτώνες φάνηκαν μπροστά του, κοντά στο πηγάδι μιας διασταύρωσης, αλλά απομακρύνθηκαν δίχως να του ρίξουν ματιά, κι ο άντρας ανάσανε ανακουφισμένος. Ελάχιστες έβγαιναν έξω νυχτιάτικα χωρίς να έχουν πλάι τους κάποιον άντρα οπλισμένο με ξίφος ή ρόπαλο, και παρ’ όλο που δεν είχε καταφέρει να δει τα πρόσωπά τους, θα έβαζε στοίχημα μια χούφτα χρυσάφι προς ένα μήλο ότι επρόκειτο για Άες Σεντάι ή για κάποιες από εκείνες τις παράξενες γυναίκες που καταλάμβαναν τα περισσότερα κρεβάτια του παλατιού.

Η σκέψη των δύο γυναικών τον έκανε να συνοφρυωθεί και να νιώσει ένα τσίμπημα ανάμεσα στις ωμοπλάτες του, σαν χάδι τσουκνίδας. Ό,τι κι αν συνέβαινε στο παλάτι, ήταν αρκετό για να τον κάνει να ανατριχιάσει. Οι Θαλασσινές από μόνες τους ήταν άσχημη περίπτωση, κι όχι μόνο επειδή λικνίζονταν προκλητικά στους διαδρόμους κι ύστερα μαχαίρωναν τον άντρα που έδειχνε ενδιαφέρον. Δεν του είχε περάσει στιγμή από το μυαλό να χτυπήσει ανάλαφρα στα πισινά κάποια από δαύτες, αφού είχε συνειδητοποιήσει ότι Θαλασσινές και Άες Σεντάι τρώγονταν μεταξύ τους σαν γάτες στο ίδιο κλουβί. Κι ήταν προφανές, παρ’ ότι απίθανο, ότι οι μεν Θαλασσινές ήταν μεγαλύτερες γάτες, όμως οι άλλες ήταν χειρότερες από πολλές απόψεις. Άσχετα με τις φήμες, αναγνώριζε εύκολα την όψη μιας Άες Σεντάι, μια όψη χωρίς ρυτίδες. Ωστόσο, κάποιες μπορούσαν να διαβιβάσουν, κι είχε την ενοχλητική αίσθηση πως δεν ήταν λίγες, κάτι που δεν έβγαζε νόημα. Ίσως για τις Θαλασσινές να ίσχυε κάποιο είδος περίεργης απαλλαγής, αλλά για τις άλλες του Σογιού, όπως τις αποκαλούσε η Φάλιον, όλος ο κόσμος ήξερε ότι, σε περίπτωση που τρεις γυναίκες που δεν είναι Άες Σεντάι, αλλά έχουν τη δυνατότητα της διαβίβασης, κάθονταν στο ίδιο τραπέζι, οι Άες Σεντάι θα εμφανίζονταν πριν προλάβουν να αποτελειώσουν μια κανάτα με κρασί και θα τους έλεγαν να φύγουν και να μη ξαναμιλήσουν μεταξύ τους. Εννοείται, φυσικά, ότι θα φρόντιζαν ώστε οι προσταγές τους να γίνουν πράξη. Κι όμως, εκείνες οι γυναίκες έμεναν στο παλάτι —πάνω από εκατό— συναντιούνταν ιδιαιτέρως και κυκλοφορούσαν ανάμεσα στις Άες Σεντάι χωρίς να ανταλλάσσουν ούτε ματιά. Μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, κι ό,τι κι αν ήταν αυτό που τις είχε αναγκάσει να μαζευτούν σαν φοβισμένες χήνες, σίγουρα θα προκαλούσε ανησυχία και στις Άες Σεντάι. Πολλά παράδοξα συνέβαιναν. Όταν οι Άες Σεντάι αρχίζουν να φέρονται περίεργα, έχει έρθει η ώρα που ένας άντρας πρέπει να σώσει το τομάρι του.

Έδιωξε τους συλλογισμούς του με μια βρισιά. Ένας άντρας έπρεπε να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα και κατά τη διάρκεια της νύχτας, κι ο κατάλληλος τρόπος γι’ αυτό δεν ήταν να αφαιρείται. Αν μη τι άλλο, δεν έπαψε στιγμή να περπατάει, ούτε επιβράδυνε την πορεία του. Κάνοντας λίγα βήματα ακόμα, χαμογέλασε αχνά κι άγγιξε με τον αντίχειρά του τη λεπίδα του εγχειριδίου του. Ο άνεμος αναστέναζε κατά μήκος του δρόμου και κόπαζε, περνούσε ψιθυριστά από τις ταράτσες και κόπαζε ξανά. Σε αυτές τις σύντομες ενδιάμεσες σιωπές, ο άντρας άκουγε το απαλό κριτσάνισμα από μπότες που τον ακολουθούσαν λίγο αφότου είχε βγει από το παλάτι.

Στο επόμενο σταυροδρόμι, γύρισε να κοιτάξει δεξιά χωρίς να επιβραδύνει το σταθερό κι αβίαστο βάδισμά του, και ξαφνικά ακούμπησε την πλάτη του πάνω στην πρόσοψη ενός στάβλου σε μια γωνιά. Οι φαρδιές πόρτες του στάβλου ήταν ερμητικά κλειστές, πιθανότατα αμπαρωμένες από μέσα, αλλά η οσμή αλόγου και κοπριάς ήταν διάχυτη στον παγερό αέρα. Το πανδοχείο, στην απέναντι μεριά του δρόμου, ήταν επίσης κλειστό, με τα παραθύρια του σφραγισμένα και σκοτεινά, ενώ ο μόνος ήχος, εκτός από τον αγέρα, ήταν το τρίξιμο από την πινακίδα του που λικνιζόταν, αν και μέσα στη νύχτα αδυνατούσε να ξεχωρίσει τι έγραφε. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω για να δει αυτό που δεν έπρεπε.

Η προειδοποίηση ήταν σύντομη, ο ήχος από τις μπότες που είχε δυναμώσει, σε μια προσπάθεια να μην τον χάσει ο διώκτης από τα μάτια του για πολλή ώρα, κι έπειτα ένα κεφάλι σκεπασμένο με καλύπτρα ξεπρόβαλε προσεκτικά από τη γωνία. Όχι, όμως, πολύ προσεκτικά. Το αριστερό χέρι του Χάνλον τινάχτηκε προς την καλύπτρα, για να αρπάξει τον λαιμό, την ίδια στιγμή που το δεξί άδραχνε το εγχειρίδιο και χτυπούσε με μια καλοζυγισμένη κίνηση. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως θα έβρισκε κάποια πανοπλία ή μεταλλικό θώρακα κάτω από το πανωφόρι, αλλά μια ίντσα ατσαλιού βυθίστηκε εύκολα στο στέρνο του τύπου. Δεν ήξερε γιατί αυτή του η ενέργεια φάνηκε να παραλύει τα πνευμόνια του άντρα, τόσο που δεν κατάφερε να βγάλει άχνα, μέχρι που τον είδε να πνίγεται στο ίδιο του το αίμα. Τέλος πάντων, απόψε δεν είχε καιρό για χάσιμο. Το ότι δεν είχαν εμφανιστεί Φρουροί μέχρι στιγμής, δεν σήμαινε απαραίτητα ότι τα πράγματα θα παρέμεναν έτσι. Με ένα απότομο στρίψιμο, χτύπησε με δύναμη το κεφάλι του άντρα στον πέτρινο τοίχο του στάβλου και του ράγισε το κρανίο. Κατόπιν, έμπηξε το εγχειρίδιο έως τη λαβή μέσα στο κορμί του κι αισθάνθηκε τη λάμα να ξύνει τη σπονδυλική του στήλη.

Η ανάσα του παρέμεινε σταθερή —ούτως ή άλλως, ο φόνος ήταν κάτι που έπρεπε να συμβαίνει πού και πού και δεν τον συντάραζε πια— αλλά χαμήλωσε με βιαστικές κινήσεις το πτώμα πάνω στο χιόνι, το ακούμπησε στον τοίχο και κάθισε ανακούρκουδα πλάι του, σκουπίζοντας τη λεπίδα στο σκούρο πανωφόρι του νεκρού άντρα και χώνοντας το άλλο του χέρι στη μασχάλη του για να λύσει το ατσάλινο γάντι. Με το κεφάλι του να πηγαίνει πέρα-δώθε, παρακολουθούσε τον δρόμο κι από τις δύο μεριές καθώς ψαχούλευε με γοργές κινήσεις το πρόσωπο του άντρα μέσα στο σκοτάδι. Τα τραχιά κι αξύριστα γένια κάτω από τα δάχτυλά του του αποκάλυψαν πως όντως επρόκειτο για άντρα, αλλά τίποτα περισσότερο. Άντρας, γυναίκα ή παιδί, δεν είχε καμιά διαφορά γι’ αυτόν —οι ανόητοι συμπεριφέρονταν λες και τα παιδιά δεν είχαν μάτια για να δουν και γλώσσα για να αποκαλύψουν όσα είχαν δει— ωστόσο, ευχήθηκε να έπιανε κάποιο μουστάκι ή, έστω, μια διογκωμένη μύτη, κάτι που θα του ανέσυρε κάποια μνήμη για το ποιος μπορεί να ήταν αυτός ο άνθρωπος. Έσφιξε το μανίκι του νεκρού άντρα κι ανακάλυψε ότι φορούσε ένα χοντρό μάλλινο, ούτε ιδιαίτερα καλής ποιότητας ούτε πολύ τραχύ, ενώ το νευρώδες μπράτσο θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε γραφιά, σε αμαξηλάτη ή σε πεζικάριο. Με λίγα λόγια, σε οποιονδήποτε, όπως και το πανωφόρι. Ψάχνοντας στο κάτω μέρος του σώματος, άρχισε να ψαχουλεύει στις τσέπες του και βρήκε μια ξύλινη χτένα και μια μπάλα από σπάγκο, τα οποία πέταξε μακριά. Το χέρι του σταμάτησε στο ζωνάρι του άντρα. Μια πέτσινη θήκη κρεμόταν εκεί, άδεια. Κανείς άντρας στη γη δεν θα τραβούσε μαχαίρι αφότου η λάμα του Χάνλον τού είχε τρυπήσει τα πνευμόνια. Βέβαια, οποιοσδήποτε άντρας είχε τα δίκια του να κουβαλάει ένα θηκαρωμένο εγχειρίδιο περπατώντας μονάχος νυχτιάτικα, αλλά ο μόνος λόγος που του ερχόταν αμέσως στο μυαλό ήταν ότι ετούτος εδώ είχε σκοπό να καρφώσει κάποιον πισώπλατα ή να του κόψει τον λαιμό.

Ωστόσο, δεν ήταν παρά μια φευγαλέα παύση. Χωρίς να χάσει χρόνο σε εικασίες, έκοψε το πουγκί του άντρα από τα κορδόνια. Από το βάρος των νομισμάτων που απλώθηκαν στην παλάμη του και που τα έχωσε με βεβιασμένες κινήσεις στις τσέπες του, κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο για χρυσάφι, ίσως ούτε καν για ασήμι, αλλά ένα σκισμένο πουγκί χωρίς νομίσματα θα έκανε όποιον έβρισκε το πτώμα να σκεφτεί ότι είχε μπροστά του το θύμα κάποιων παλικαράδων. Ίσιωσε το κορμί του, φόρεσε το γάντι και, λίγα μόλις λεπτά αφότου είχε τραβήξει τη λάμα του, βρέθηκε να δρασκελίζει ξανά το σκεπασμένο με βόρβορο πεζοδρόμιο, με το εγχειρίδιο κρατημένο σφιχτά στα πλευρά του, κάτω από τον μανδύα, και ματιά επιφυλακτική. Δεν χαλάρωσε παρά μόνο όταν βρέθηκε έναν δρόμο μακρύτερα από τον νεκρό άντρα, και πάλι όχι πολύ.

Οι περισσότεροι από αυτούς που θα έπαιρναν είδηση το φονικό, θα αποδέχονταν την ιστορία της δολοφονίας με σκοπό την κλοπή, όχι όμως κι αυτός που είχε στείλει τον τύπο. Το γεγονός ότι τον είχε ακολουθήσει σε όλο τον δρόμο από το παλάτι σήμαινε ότι κάποιος τον είχε στείλει, αλλά ποιος; Ήταν σχεδόν σίγουρος πως, αν κάποια Θαλασσινή ήθελε να τον δει μαχαιρωμένο, θα το αναλάμβανε η ίδια. Μπορεί οι γυναίκες του Σογιού να του προκαλούσαν προβλήματα με την ύπαρξή τους και μόνο, όμως κατά τ’ άλλα φαίνονταν να διατηρούν χαμηλούς τόνους. Ναι, είναι αλήθεια πως όσοι εξασκούνται στη διακριτικότητα και τους χαμηλούς τόνους, συνήθως καταλήγουν να πληρώσουν έναν μαχαιροβγάλτη κάποιο βράδυ, αλλά ο Χάνλον δεν είχε ανταλλάξει ποτέ περισσότερες από τρεις λέξεις με τις γυναίκες του Σογιού και σίγουρα δεν είχε προσπαθήσει ποτέ να βλάψει κάποια απ’ αυτές. Αν και θεωρούσε πιο πιθανό να είχαν στείλει οι Άες Σεντάι τον επίδοξο φονιά, ήταν σίγουρος ότι δεν είχε κάνει το παραμικρό για να τους κινήσει υποψίες. Πάντως, οποιαδήποτε από δαύτες μπορεί να είχε τους δικούς της λόγους για να θέλει να τον δει νεκρό. Ποτέ δεν ξέρεις με τις Άες Σεντάι. Η Μπιργκίτε Τραχέλιον ήταν ένα ανόητο κοριτσάκι, που έμοιαζε να πιστεύει ότι ήταν στ’ αλήθεια ηρωίδα βγαλμένη από κάποια ιστορία, ίσως η αληθινή Μπιργκίτε —αν, δηλαδή, υπήρξε ποτέ— και τον θεωρούσε απειλή για τη θέση της. Θα μπορούσε να είναι πόρνη, έτσι όπως σουλάτσαρε πέρα-δώθε στους διαδρόμους με εκείνα τα εφαρμοστά παντελόνια, αλλά το βλέμμα της ήταν παγερό. Το βλέμμα που είχαν όλοι όσοι πρόσταζαν χωρίς δεύτερη σκέψη να κοπεί ένας λαιμός. Η τελευταία πιθανότητα, ωστόσο, ήταν αυτή που τον ανησυχούσε περισσότερο. Οι κύριοι του δεν συγκαταλέγονταν στους πιο εύπιστους ανθρώπους και, σίγουρα, ούτε στους πιο έμπιστους. Κι η Αρχόντισσα Σιάιν Άβαρχιν, που του έδινε εντολές στην παρούσα φάση, ήταν εκείνη που τον είχε αναγκάσει να βγει μες στη νύχτα. Εκεί, εντελώς συμπτωματικά, τον περίμενε και τον ακολούθησε ένας τύπος με μαχαίρι. Δεν πίστευε στις συμπτώσεις, άσχετα από το τι έλεγε ο κόσμος γι’ αυτόν τον αλ’Θόρ.

Η σκέψη να επιστρέψει στο παλάτι πεταγόταν αστραπιαία μέσα στο μυαλό του. Είχε χρυσάφι στην κατοχή του και μπορούσε το ίδιο εύκολα με οποιονδήποτε άλλον να χρηματίσει τους φρουρούς στις πύλες ή απλώς να διατάξει κάποιον να τις ανοίξει, ίσα-ίσα για να περάσει. Αυτό, όμως, σήμαινε αυτομάτως όχι θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του προσέχοντας τα νώτα του, κι όποιος τον πλησίαζε σε απόσταση αναπνοής, μπορεί να ήταν αυτός που είχε σταλεί να τον ξεκάνει. Από την άλλη, όλα αυτά δεν διέφεραν ιδιαίτερα από τον τωρινό τρόπο ζωής του. Εκτός από τη βεβαιότητα ότι, αργά ή γρήγορα, όλο και κάποιος θα έβαζε δηλητήριο στη σούπα του ή θα του έμπηγε ένα μαχαίρι στα πλευρά. Εξάλλου, εκείνη η τσούλα με το πέτρινο βλέμμα, η Μπιργκίτε, ήταν η πιθανότερη ένοχη. Ή κάποια Άες Σεντάι. Ίσως, πάλι, να είχε προσβάλει το Σόι με κάποιον τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, καλό θα ήταν να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα. Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω από τη λαβή του εγχειριδίου. Προς το παρόν, η ζωή ήταν ωραία, με αρκετές ανέσεις και κάμποσες γυναίκες που, εντυπωσιασμένες ή φοβισμένες, ενέδιδαν στον Αρχηγό της Φρουράς, αλλά καλύτερα να εξακολουθείς να ζεις έστω και κυνηγημένος, παρά να πεθάνεις εδώ και τώρα.

Δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο να βρει τον σωστό δρόμο, πόσω μάλλον το σωστό σπίτι —κάθε σοκάκι ήταν πανομοιότυπο με το άλλο όταν σκεπάζονταν από σκοτάδι— αλλά προχώρησε προσεκτικά και τελικά βρέθηκε να χτυπά την μπροστινή πόρτα ενός ψηλού, σκιασμένου κτηρίου, που κάλλιστα θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιον πλούσιο αλλά διακριτικό έμπορο. Μόνο που ήξερε ότι δεν ήταν έτσι. Ο Οίκος των Άβαρχιν ήταν μικρός, μερικοί μάλιστα ισχυρίζονταν πως είχε εκλείψει, αλλά η μόνη επιζήσασα ήταν μια θυγατέρα, κι η Σιάιν είχε κάμποσα λεφτά.

Μία από τις πόρτες άνοιξε κι ο Χάνλον έβαλε το χέρι του μπροστά στα μάτια του για να προστατευτεί από το ξαφνικό εκτυφλωτικό φως. Χρησιμοποίησε το αριστερό του χέρι· το δεξί κρατούσε διαρκώς κρυμμένο και πανέτοιμο για χρήση το μαχαίρι. Μισοκοιτώντας ανάμεσα από τα απλωμένα του δάχτυλα, αναγνώρισε τη γυναίκα στην πόρτα με το απλό σκούρο φόρεμα υπηρέτριας, κάτι που όμως δεν τον έκανε να χαλαρώσει στο ελάχιστο.

«Δώσ’ μου ένα φιλάκι, Φάλιον», είπε καθώς έμπαινε. Κοιτώντας τη με λάγνο βλέμμα, άπλωσε το χέρι προς το μέρος της. Το αριστερό, φυσικά.

Η γυναίκα με το μακρόστενο πρόσωπο έκανε πέρα το χέρι του κι έκλεισε ερμητικά την πόρτα πίσω του. «Η Σιάιν έχει μια ιδιαίτερη συνάντηση με έναν επισκέπτη στο μπροστινό καθιστικό, επάνω», αποκρίθηκε ήρεμα η γυναίκα, «κι η μαγείρισσα βρίσκεται στην κρεβατοκάμαρά της. Δεν υπάρχει κανείς άλλος στο σπίτι. Βάλε τον μανδύα σου στην κρεμάστρα. Θα της πω ότι ήρθες, αλλά ίσως χρειαστεί να περιμένεις λίγο».

Το λάγνο βλέμμα εξαφανίστηκε από το πρόσωπο του Χάνλον κι εκείνος αποτράβηξε το χέρι του. Παρά το αειθαλές πρόσωπό της, δύσκολα θα έλεγες ότι η Φάλιον ήταν κάτι παραπάνω από εμφανίσιμη, κι αυτό με το ζόρι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ψυχρό της βλέμμα και τους παγερούς της τρόπους. Δεν ήταν ακριβώς το είδος της γυναίκας που θα διάλεγε να θωπεύσει, αλλά φαίνεται πως είχε τιμωρηθεί από έναν από τους Εκλεκτούς, κι υποτίθεται ότι ο Χάνλον αποτελούσε μέρος αυτής της τιμωρίας, κάτι που, μέχρι ενός σημείου, άλλαζε τα πράγματα. Ποτέ δεν είχε πρόβλημα να τουμπάρει μια γυναίκα που δεν είχε άλλη επιλογή, κι η Φάλιον σίγουρα δεν είχε. Το αποδείκνυε, άλλωστε, το υπηρετικό φόρεμα που φορούσε. Έκανε μόνη της δουλειά για τέσσερις-πέντε γυναίκες, υπηρέτριες, λαντζιέρες, μαγείρισσες, κοιμόταν όποτε μπορούσε και συμπεριφερόταν δουλικά όποτε η Σιάιν τής έριχνε καμιά συνοφρυωμένη ματιά. Οι παλάμες της είχαν σκάσει από τις μπουγάδες και το τρίψιμο των δαπέδων. Ωστόσο, το πιθανότερο ήταν πως θα κατάφερνε να επιβιώσει από την τιμωρία της, και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ο Ντάβεντ Χάνλον ήταν μία Άες Σεντάι που θα έτρεφε μνησικακία απέναντι του. Ειδικά όταν υπήρχε περίπτωση να αλλάξουν τα πράγματα πριν του παρουσιαστεί η ευκαιρία να χώσει το μαχαίρι του στην καρδιά της. Πάντως, δεν ήταν δύσκολο να κάνει κάποιο συμβιβασμό μαζί της. Η γυναίκα έδειχνε να έχει πολύ πρακτικό μυαλό. Όταν αμφότεροι βρίσκονταν σε κοινή θέα, της χάιδευε τα μαλλιά με την πρώτη ευκαιρία και, όταν είχε χρόνο, τη συνόδευε στη ζεστασιά της μικρής κάμαράς της, κάτω από το πρόστεγο. Εκεί, ανακάτευαν τα σεντόνια, κάθονταν πάνω στο στενό και κρύο κρεβάτι κι αντάλλασσαν πληροφορίες. Ωστόσο, η γυναίκα τον προέτρεπε να της κάνει μερικές μελανιές, σε περίπτωση που η Σιάιν αποφάσιζε να την ελέγξει. Ο Χάνλον ήλπιζε να θυμόταν η Φάλιον αργότερα ότι τον είχε παροτρύνει η ίδια.

«Πού είναι οι υπόλοιποι;» τη ρώτησε, βγάζοντας τον μανδύα του και κρεμώντας τον στην κρεμάστρα με τις σκαλιστές λεοπαρδάλεις. Ο ήχος από τις μπότες του πάνω στις πλάκες του δαπέδου αντηχούσε στον ψηλοτάβανο προθάλαμο της εισόδου. Ο χώρος ήταν όμορφος, με βαμμένες γύψινες κορνίζες και κάμποσα πολυτελή κρεμαστά χαλιά με σκαλιστά, στιλβωμένα φατνώματα, που ακτινοβολούσαν μια αμυδρή λάμψη και που φωτίζονταν από τις αντανακλάσεις φανών, αρκετά επιχρυσωμένων ακόμα και για τα δεδομένα του Βασιλικού Παλατιού, αλλά ανάθεμα αν ήταν πιο ζεστά απ’ έξω. Η Φάλιον ανασήκωσε το ένα της φρύδι, παρατηρώντας το εγχειρίδιο στο χέρι του, κι ο Χάνλον το θηκάρωσε μ’ ένα σφιγμένο χαμόγελο. Άλλωστε, ήταν ικανός να το ξαναβγάλει με απίστευτη ταχύτητα, όπως και το ξίφος του. «Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από ληστές τη νύχτα». Παρά το κρύο, έβγαλε τα γάντια του και τα έχωσε μέσα από τη ζώνη του ξίφους του. Οτιδήποτε άλλο κι αν έκανε, θα έδινε την εντύπωση πως θεωρούσε ότι κινδύνευε. Στη χειρότερη περίπτωση, ο θώρακας θα έπρεπε να είναι αρκετός.

«Δεν ξέρω πού είναι η Μάριλιν», αποκρίθηκε η γυναίκα πάνω από τον ώμο της. Είχε ήδη αρχίσει να ανασηκώνει τη φούστα της για να ανέβει τα σκαλοπάτια. «Βγήκε πριν από τη δύση του ηλίου. Ο Μούρελιν είναι στους στάβλους, παρέα με την πίπα του. Μπορούμε να συζητήσουμε αφού ειδοποιήσω τη Σιάιν για την άφιξή σου».

Ο Χάνλον μούγκρισε παρακολουθώντας τη να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Ο Μούρελιν, ένας ασουλούπωτος τύπος απέναντι στον οποίο ο Χάνλον δεν ήθελε με τίποτα να έχει στραμμένα τα νώτα του, απομονωνόταν στους στάβλους πίσω από το σπίτι όποτε επιθυμούσε να καπνίσει την πίπα του, αφού η Σιάιν σιχαινόταν τη μυρωδιά από το βαρύ ταμπάκ που χρησιμοποιούσε. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι συνήθως έπαιρνε μαζί του μια κούπα μπύρα ή ακόμα και μια κανάτα, δεν ήταν πιθανόν να εμφανιστεί πολύ σύντομα. Η Μάριλιν ήταν εκείνη που τον ανησυχούσε περισσότερο. Ήταν επίσης Άες Σεντάι, μάλλον υπό τις διαταγές της Σιάιν, όπως κι η Φάλιον ή ο ίδιος, αλλά δεν είχε κάνει καμία συμφωνία μαζί της. Όχι ότι είχαν διαφωνήσει σε κάτι, αλλά δεν εμπιστευόταν τις Άες Σεντάι εκ πεποιθήσεως, άσχετα από το αν ανήκαν στο Μαύρο Άτζα ή όχι. Πού είχε πάει, να κάνει τι; Όσα δεν γνωρίζει ένας άντρας, μπορούν να τον σκοτώσουν, κι η Μάριλιν Γκεμάλφιν περνούσε πολύ χρόνο κάνοντας πράγματα για τα οποία ο Ντάβεντ δεν είχε ιδέα. Είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι δεν ήταν και λίγα όσα συνέβαιναν στο Κάεμλυν και για τα οποία δεν γνώριζε το παραμικρό. Πάντως, αν ήθελε να ζήσει, αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να ενημερωθεί.

Μόλις η Φάλιον απομακρύνθηκε, ο Χάνλον έφυγε από τον παγερό προθάλαμο της εισόδου και πήγε κατευθείαν στην κουζίνα, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Το δωμάτιο με τους τούβλινους τοίχους ήταν άδειο, φυσικά —κάτι ήξερε η μαγείρισσα που δεν ξεμύτιζε από το δωμάτιό της στο υπόγειο, από τη στιγμή που είχε πάρει άδεια για τη νύχτα— κι η σκούρα σιδερένια θερμάστρα, όπως κι οι φούρνοι, ήταν κρύα, αλλά η μικρή πυρά στη μακρόστενη πέτρινη εστία καθιστούσε την κουζίνα ένα από τα ελάχιστα ζεστά δωμάτια του σπιτιού. Σε σύγκριση με τα υπόλοιπα, τουλάχιστον. Η Σιάιν ήταν φιλάργυρη, με εξαίρεση ό,τι αφορούσε στις προσωπικές της ανέσεις. Η φωτιά που έκαιγε εδώ είχε αναφτεί αποκλειστικά για την περίπτωση που θα επιθυμούσε να πιει λίγο αρωματικό κρασί ή να ζεστάνει γάλα με αβγά.

Από την άφιξή του στο Κάεμλυν και μετά, είχε επισκεφθεί αυτό το σπίτι πάνω από πέντε φορές κι ήξερε σε ποια ντουλάπια φυλάσσονταν τα μπαχαρικά και σε ποιο σημείο της κουζίνας βρίσκονταν τα βαρέλια με το κρασί, το οποίο ήταν πάντα καλό. Η Σιάιν δεν τσιγκουνευόταν στο συγκεκριμένο θέμα, ειδικά όταν σκόπευε να το πιει η ίδια. Μέχρι να επιστρέψει η Φάλιον, ο Χάνλον είχε τοποθετήσει στο φαρδύ τραπέζι της κουζίνας ένα δοχείο γεμάτο μέλι, ένα πιάτο με πιπερόριζες και σκελίδες σκόρδου και μια κανάτα γεμάτη κρασί, ενώ αναμόχλευε τη φωτιά με μια μασιά. Όταν η Σιάιν πρόσταζε «έλα τώρα», εννοούσε «τώρα», αλλά όταν ήθελε να αναγκάσει έναν άντρα να περιμένει, μπορεί να μην τον έβλεπε μέχρι τα ξημερώματα. Που να την πάρει και να τη σηκώσει, αυτές οι προσκλήσεις τού κόστιζαν πάντα σε ύπνο!

«Ποιος είναι ο επισκέπτης;» ρώτησε.

«Δεν άφησε όνομα, όχι σ’ εμένα τουλάχιστον», αποκρίθηκε η Φάλιον, ανοίγοντας την πόρτα που έβλεπε στον προθάλαμο και στηρίζοντάς τη με μια καρέκλα. Ένα μέρος της αραιής ζεστασιάς απέδρασε, αλλά η γυναίκα έπρεπε να ακούει σε περίπτωση που την καλούσε η Σιάιν. Ίσως, πάλι, ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν κρυφάκουγε κανείς. «Είναι ένας πολύ αδύνατος άντρας, ψηλός και σκληροτράχηλος. Μοιάζει με στρατιώτη. Μάλλον είναι κάποιου είδους αξιωματικός, ίσως όμως κι ευγενής, κρίνοντας από τους τρόπους του, ενώ η προφορά του είναι σαφώς Αντορινή. Φαίνεται ευφυής κι επιφυλακτικός. Τα ρούχα του είναι μάλλον κοινά, αν και κάπως ακριβά, και δεν φοράει ούτε δαχτυλίδια, ούτε καρφίτσες». Κοιτώντας συνοφρυωμένη το τραπέζι, στράφηκε σε ένα από τα ψηλά ανοιγμένα πλάι στην πόρτα που οδηγούσε στον προθάλαμο, και πρόσθεσε άλλη μια κούπα από κασσίτερο δίπλα σε αυτήν που είχε βγάλει για τον εαυτό του ο Χάνλον. Δεν είχε σκεφτεί καν ότι θα έπρεπε να είχε βγάλει δύο. Ήταν ήδη αρκετός μπελάς να φτιάξει το δικό του κρασί. Άες Σεντάι ή όχι, αυτή η γυναίκα εξακολουθούσε να είναι μια απλή υπηρέτρια. Ωστόσο, ο Χάνλον έφερε μια καρέκλα κοντά στο τραπέζι κι έκανε λίγο πιο πέρα το πιάτο με τα μυρωδικά, λες και περίμενε να τη σερβίρει.

«Η Σιάιν είχε δύο επισκέπτες χτες. Και οι δύο ήταν πιο απρόσεχτοι από αυτόν τον τύπο», συνέχισε. «Ο ένας, που ήρθε το πρωί, είχε τους Χρυσούς Κάπρους των Σάραντ στα μανικέτια των γαντιών του, θεωρώντας προφανώς πως κανείς δεν θα πρόσεχε αυτή την ασήμαντη λεπτομέρεια. Ήταν ένας πλαδαρός ξανθός άντρας, μέσης ηλικίας και πολύ ψηλομύτης, που εγκωμίαζε διαρκώς τ» κρασί λες κι εκπλησσόταν που έβρισκε τόσο καλή σοδειά σε αυτό το σπίτι, και που απαιτούσε από τη Σιάιν να φάω ξύλο επειδή δεν επέδειξα τον ανάλογο σεβασμό». Ακόμα κι αυτά τα είπε με φωνή ψυχρή και μετρημένη. Η μόνη περίπτωση που η Φάλιον έδειχνε κάποια ζέση ήταν όταν η Σιάιν άρχιζε να τη βαράει με το λουρί· ο Χάνλον την είχε ακούσει αρκετές φορές να ουρλιάζει. «Θα έλεγα ότι επρόκειτο για κάποιον χωριάτη που σπάνια έρχεται στο Κάεμλυν, αλλά πιστεύει ότι γνωρίζει πώς συμπεριφέρονται οι ανώτεροι του. Ξεχωρίζει από μια ελιά στο πηγούνι και μια μικρή χαρακιά σε σχήμα ημισελήνου δίπλα στο αριστερό μάτι. Ο τύπος που ήρθε το απόγευμα ήταν κοντός και σκουρόχρωμος, μυταράς και με καχύποπτο βλέμμα. Απ’ όσα μπόρεσα να διακρίνω, δεν είχε κανένα σημάδι, ούτε χαρακιά, αν και στο αριστερό του χέρι φορούσε ένα δαχτυλίδι με τετράγωνο γρανάτη. Δεν μιλούσε και πολύ και, από τα λίγα που άκουσα, πάσχιζε να μην αποκαλύψει τίποτα, αλλά κουβαλούσε ένα εγχειρίδιο που στο σφαίρωμά του είχε χαραγμένα τα Τέσσερα Φεγγάρια του Οίκου Μάρνε».

Σταυρώνοντας τα χέρια του, ο Χάνλον έγειρε στη μία πλευρά του τζακιού και διατήρησε την έκφρασή του ψύχραιμη, παρά την τάση του να σκυθρωπιάσει. Ήταν σίγουρος ότι όλο αυτό το σχέδιο είχε καταστρωθεί για να πάρει η Ηλαίην τον θρόνο, αν και το τι θα γινόταν μετά παρέμενε μυστήριο. Του την είχαν υποσχεθεί ως βασίλισσα. Δεν τον ένοιαζε και πολύ αν θα φορούσε στέμμα ή όχι όταν θα την έπαιρνε, παρ’ όλο που θα προσέδιδε κάποια αίγλη —με πολύ ευχαρίστηση θα έσπαγε τον τσαμπουκά αυτού του κοριτσιού αν επρόκειτο για θυγατέρα αγρότη, κι ειδικά αφού τον είχε ντροπιάσει μπροστά σε άλλες γυναίκες!— αλλά οι επαφές με τους Σάραντ και τους Μάρνε μαρτυρούσαν ότι η Ηλαίην μπορεί να πέθαινε άστεπτη. Ίσως, παρά τις διάφορες υποσχέσεις να κερδίσει εύκολα μια βασίλισσα, είχε τοποθετηθεί εκεί μόνο και μόνο για να τη σκοτώσει σε κάποια δεδομένη στιγμή, όταν ο θάνατός της θα έφερνε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα που αποζητούσε η Σιάιν. Ή, μάλλον, οι Εκλεκτοί που της είχαν δώσει τις ανάλογες διαταγές. Μοριντίν, έτσι αποκαλούνταν ο ένας εξ αυτών, όνομα που ο Χάνλον δεν είχε ακούσει ποτέ από τότε που ήρθε σε αυτό το σπίτι. Δεν τον απασχολούσε όμως. Αν ένας άνθρωπος είχε το τσαγανό να ισχυρίζεται πως ανήκει στους Εκλεκτούς, ο Χάνλον δεν ήταν χαζός για να ανακατευτεί. Αυτό που τον προβλημάτιζε ήταν η περίπτωση να τον έβλεπαν σαν έναν απλό μαχαιροβγάλτη. Τι σημασία είχε αν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου το εγχειρίδιο έσπαγε; Αρκεί που έκανε τη δουλειά του. Καλύτερα να είσαι η γροθιά που κρατά τη λαβή, παρά η λεπίδα.

«Μήπως είδες χρυσάφι ν’ αλλάζει χέρια;» ρώτησε. «Άκουσες τίποτα;»

«Θα σ’ το ’χα πει», αποκρίθηκε η γυναίκα με λεπτή φωνή. «Και, όπως συμφωνήσαμε, ήρθε η σειρά μου να κάνω ερωτήσεις».

Ο Χάνλον κατάφερε να κρύψει τον εκνευρισμό του πίσω από ένα βλέμμα προσμονής. Αυτή η ανόητη πάντα ρωτούσε για τις Άες Σεντάι του παλατιού ή για εκείνες που αποκαλούσε Σόι ή για τις Θαλασσινές. Χαζές ερωτήσεις. Κανείς δεν ήξερε ποιοι ήταν οι εχθροί και ποιοι οι φίλοι, ούτε ποιος αντάλλασσε πληροφορίες με ποιον και ποιος απέφευγε όλους τους υπόλοιπους. Τον ρώτησε αν είχε ακούσει τίποτα, λες και δεν είχε να κάνει τίποτα καλύτερο στον χρόνο του παρά να ενεδρεύει στους διαδρόμους, παρακολουθώντας τους πάντες. Ποτέ δεν της είχε πει ψέματα —υπήρχε πάντα η πιθανότητα να μάθει την αλήθεια, έστω και κολλημένη σε αυτό το σπίτι εκτελώντας χρέη υπηρέτριας. Σε τελική ανάλυση, ήταν Άες Σεντάι— αλλά ο Χάνλον το έβρισκε ολοένα και πιο δύσκολο να επινοήσει κάτι που δεν της είχε πει ήδη, η δε Φάλιον πείσμωνε και του έλεγε πως, αν ήθελε να πάρει πληροφορίες, έπρεπε να δώσει κιόλας. Πάντως, υπήρχαν κάποια ψήγματα ειδήσεων που μπορούσε να αποκαλύψει, όπως ότι κάποιες από τις Θαλασσινές είχαν φύγει κι οι υπόλοιπες βρίσκονταν επί οδός όλη τη μέρα, λες και τους είχες βάλει παγάκια στην πλάτη. Αυτή η πληροφορία θα έπρεπε να της αρκεί. Αυτό, όμως, που ήθελε να μάθει ο Χάνλον ήταν εξαιρετικά σημαντικό, όχι απλό κουτσομπολιό.

Προτού η γυναίκα εκφράσει την ερώτησή της, άνοιξε η εξώπορτα. Ο Μούρελιν ήταν αρκετά ογκώδης για να γεμίζει το πλαίσιο, ωστόσο ο παγερός αέρας στριφογύρισε στο εσωτερικό, μια ριπή που έκανε τη μικρή φωτίτσα του τζακιού να χορέψει, στέλνοντας σπίθες στο μπουρί της καμινάδας, μέχρι που ο τεράστιος άντρας έκλεισε την πόρτα. Τίποτα επάνω του δεν μαρτυρούσε όχι είχε αισθανθεί την παγωνιά, αλλά βέβαια το καφετί του πανωφόρι ήταν χοντρό σαν δύο μανδύες. Επιπλέον, ο άντρας όχι μόνο είχε μέγεθος βοδιού αλλά και μυαλό βοδιού. Ακουμπώντας με θόρυβο ένα ψηλό ξύλινο κύπελλο πάνω στο τραπέζι, έβαλε τους αντίχειρες πίσω από τη φαρδιά ζώνη του και κοίταξε μνησίκακα τον Χάνλον. «Γιατί ενοχλείς τη γυναίκα μου;» μουρμούρισε.

Ο Χάνλον αναπήδησε. Όχι από φόβο απέναντι σε αυτόν τον μπουνταλά τον Μούρελιν, που στεκόταν στην απέναντι μεριά του τραπεζιού. Αυτό που τον τρόμαξε ήταν η Άες Σεντάι, που αναπήδησε από το κάθισμά της κι άρπαξε την κρασοκανάτα. Ρίχνοντας μέσα την πιπερόριζα και τη σκελίδα, πρόσθεσε μια σέσουλα μέλι και στριφογύρισε την κανάτα σαν να ήθελε να ανακατέψει το μείγμα. Έπειτα χρησιμοποίησε μια πτυχή της φούστας της για να τραβήξει τη μασιά από τη φωτιά και να τη βάλει μέσα στο κρασί, δίχως να ελέγξει πόσο ζεστή ήταν. Δεν έριξε ούτε ματιά προς τη μεριά του Μούρελιν.

«Γυναίκα σου;» ρώτησε επιφυλακτικά ο Χάνλον. Η ερώτησή του έκανε τον άλλο να χαζογελάσει.

«Περίπου. Η Κυρία έκρινε πως μπορώ να εκμεταλλευτώ αυτό που δεν μπορείς εσύ. Τέλος πάντων, η Φάλι κι εγώ κρατάμε ο ένας τον άλλον ζεστό τις νύχτες». Ο Μούρελιν κίνησε να κάνει τον γύρο του τραπεζιού εξακολουθώντας να χασκογελάει, προς το μέρος της γυναίκας αυτή τη φορά. Μια κραυγή αντήχησε στον διάδρομο κι ο άντρας σταμάτησε στενάζοντας. Το μειδίαμα είχε χαθεί από το πρόσωπό του.

«Φάλιον!» ακούστηκε η μακρινή και κοφτή φωνή της Σιάιν. «Φέρε μου τον Χάνλον, και γρήγορα!» Η Φάλιον ακούμπησε την κανάτα στο τραπέζι με τόση δύναμη, που το κρασί χύθηκε από το χείλος της, και κίνησε προς την πόρτα πριν προλάβει η Σιάιν να αποτελειώσει τη φράση της. Η Φάλιον αναπηδούσε σε κάθε λέξη της άλλης γυναίκας.

Ο Χάνλον αναπήδησε κι αυτός, για διαφορετικό λόγο. Την πρόλαβε και της έπιασε το χέρι πριν ακουμπήσει το πόδι της στο πρώτο σκαλοπάτι. Μια σύντομη ματιά προς τα πίσω, του αποκάλυψε πως η πόρτα της κουζίνας ήταν κλειστή. Ίσως, τελικά, ο Μούρελιν κρύωνε. Ο Χάνλον μίλησε χαμηλόφωνα. «Τι σημαίνουν όλα αυτά;»

«Να μη σ’ ενδιαφέρει», αποκρίθηκε απότομα η γυναίκα. «Μπορείς να μου βρεις κάτι που να τον κάνει να κοιμηθεί; Κάτι που να μπορώ να ρίξω στην μπύρα ή στο κρασί του; Πίνει τα πάντα, όποια γεύση κι αν έχουν».

«Αν η Σιάιν πιστεύει πως δεν υπακούω στις διαταγές, είναι δική μου δουλειά, κι έτσι πρέπει να το δεις αν σε απασχολούν κι εσένα δύο σκέψεις ταυτόχρονα».

Η κοπέλα έγειρε το κεφάλι της και τον κοίταξε πάνω από εκείνη τη μακρόστενη μύτη, αδιάφορη σαν ψάρι. «Δεν έχει να κάνει μ’ εσένα αυτό. Όσον αφορά στη Σιάιν, εξακολουθώ να σου ανήκω όσο θα βρίσκεσαι εδώ. Βλέπεις, μερικά πράγματα έχουν αλλάξει». Ξαφνικά, κάτι αόρατο άδραξε τον καρπό του σφιχτά κι αποτράβηξε το χέρι του από το μανίκι της. Κάτι άλλο μαντάλωσε τον λαιμό του, σφίγγοντάς τον τόσο πολύ που δεν μπορούσε να ανασάνει. Με μια απεγνωσμένη κίνηση, άρχισε να ψαχουλεύει με το αριστερό του χέρι για το εγχειρίδιο. Ο τόνος της φωνής της παρέμεινε ψυχρός. «Σκέφτηκα πως και κάποια άλλα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν, αλλά η Σιάιν δεν σκέφτεται λογικά. Λέει πως όταν ο Μέγας Αφέντης Μοριντίν θελήσει να μειωθεί η ποινή μου, θα το πει. Ο Μοριντίν με έδωσε σε αυτή τη γυναίκα, κι ο Μούρελιν δεν είναι παρά το μέσον που χρησιμοποιεί η ίδια για να βεβαιωθεί ότι το έχω κατανοήσει κι ότι ξέρω πολύ καλά πως είμαι το σκυλάκι της μέχρι νεωτέρας». Ξαφνικά, η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα κι η πίεση εξαφανίστηκε από τον καρπό κι από τον λαιμό του. Ποτέ στη ζωή του, δεν του είχε φανεί τόσο γλυκός ο αέρας. «Μπορείς να μου εξασφαλίσεις όσα σου ζήτησα;» τον ρώτησε, τόσο ήρεμα σαν να μην είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει πριν από ελάχιστες στιγμές με την καταραμένη τη Δύναμη. Και μόνο στη σκέψη ότι τον είχε αγγίξει αυτό το πράγμα, ανατρίχιαζε.

«Μπορώ...» άρχισε να λέει με βραχνή φωνή, και σταμάτησε για να καταπιεί, τρίβοντας τον λαιμό του. Ένιωθε σαν να του είχαν περάσει θηλιά. «Μπορώ να σου βρω κάτι που θα τον ρίξει σε ύπνο από τον οποίο δεν θα ξυπνήσει ποτέ». Με την πρώτη ευκαιρία, θα την ξεκοίλιαζε σαν χήνα.

Η γυναίκα ρουθούνισε χλευαστικά. «Θα είμαι η πρώτη που θα υποπτευθεί η Σιάιν. Προτιμώ να κόψω τις φλέβες μου, παρά να υποκύψω σε αυτό που θα αποφασίσει να μου κάνει. Αν ο Μούρελιν κοιμάται σαν βόδι όλη τη νύχτα, αρκεί. Άσε εμένα να σκεφτώ τι θα κάνουμε. Έτσι, θα είναι καλύτερα και για τους δυο μας». Ακούμπησε το χέρι της στον σκαλιστό ακροστάτη κι έριξε μια ματιά ψηλά, στα σκαλοπάτια. «Έλα. Όταν λέει τώρα, εννοεί τώρα». Κρίμα που δεν μπορούσε να την κρεμάσει σαν χήνα έτοιμη για σφάξιμο.

Ο Χάνλον την ακολούθησε με βαριά βήματα και με το κροτάλισμα από τις μπότες του να αντηχεί στον προθάλαμο της εισόδου. Του έκανε εντύπωση που δεν είχε ακούσει τον επισκέπτη να φεύγει. Εκτός αν το σπίτι διέθετε κάποια μυστική έξοδο, για την οποία ο ίδιος δεν είχε την παραμικρή ιδέα· υπήρχε μονάχα η μπροστινή πόρτα, η πόρτα της κουζίνας κι άλλη μία στο πίσω μέρος, προσβάσιμη αποκλειστικά μέσω της κουζίνας. Οπότε, φαίνεται πως τελικά δεν θα γλίτωνε τη συνάντηση με τον στρατιώτη. Ίσως, μάλιστα, είχε σκοπό να εμφανιστεί ξαφνικό. Με μια αδιόρατη κίνηση, χαλάρωσε το εγχειρίδιο στο θηκάρι.

Όπως ήταν αναμενόμενο, στο μπροστινό καθιστικό υπήρχε μια θεσπέσια πυρά που έκαιγε στο φαρδύ τζάκι από μάρμαρο με γαλαζωπές φλέβες. Άξιζε τον κόπο να κάνει κανείς πλιάτσικο σε αυτό το δωμάτιο με βάζα από Θαλασσινή πορσελάνη ακουμπισμένα στα βοηθητικά τραπέζια με τις επιχρυσωμένες άκρες, και με τις ταπετσαρίες και τα χαλιά που σίγουρα θα έπιαναν καλή τιμή στο εμπόριο. Μόνο που ένα από τα χαλιά ήταν πια άνευ αξίας. Ένας χαμηλός σωρός, καλυμμένος με κουβέρτες, κειτόταν καταμεσής του δωματίου, κι αν ο τύπος που ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό δεν είχε κηλιδώσει με το αίμα του το χαλί, ο Χάνλον θα έτρωγε τις μπόχες που εξείχαν από τη μια άκρη.

Η Σιάιν καθόταν σε μια σκαλιστή πολυθρόνα, μια όμορφη γυναίκα, ντυμένη με ένα χρυσοκέντητο ρούχο από γαλάζιο μετάξι, μια χρυσοποίκιλτη ζώνη κι ένα βαρύ χρυσό περιδέραιο γύρω από τον λεπτό λαιμό της. Τα στιλπνά καστανά μαλλιά της κρέμονταν μέχρι κάτω από τους ώμους της κι ήταν πιασμένα σε ένα δίχτυ από περίτεχνη δαντέλα. Εκ πρώτης όψεως, φάνταζε ντελικάτη, αλλά στο πρόσωπό της υπήρχε κάτι πανούργο, και το χαμόγελο δεν έφτανε μέχρι τα μεγάλα καστανά μάτια της. Χρησιμοποιούσε ένα μαντίλι με δαντελωτό περίγραμμα για να καθαρίσει ένα μικρό εγχειρίδιο, που στο σφαίρωμά του είχε μια φλογόσταλα. «Φάλιον, πήγαινε πες στον Μούρελιν ότι του έχω έτοιμο έναν... μπόγο... για να τον ξεφορτωθεί αργότερα», είπε με ήρεμη φωνή.

Το πρόσωπο της Φάλιον παρέμεινε ήρεμο σαν γυαλισμένο μάρμαρο, αλλά έκανε μια σχεδόν εξευτελιστικά δουλοπρεπή υπόκλιση και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο.

Παρακολουθώντας με την άκρη του ματιού του τη γυναίκα και το εγχειρίδιο, ο Χάνλον κινήθηκε προς το μέρος του καλυμμένου όγκου κι έσκυψε για να ανασηκώσει τη μία γωνιά της κουβέρτας. Γυάλινα γαλάζια μάτια τον αντίκρισαν από ένα πρόσωπο που, όσο ήταν ζωντανό, μάλλον θα φάνταζε τραχύ. Οι νεκροί φαίνονται πάντα πιο ήρεμοι. Προφανώς, δεν ήταν τόσο προσεκτικός, ούτε τόσο έξυπνος όσο νόμιζε η Φάλιον. Ο Χάνλον άφησε την κουβέρτα να πέσει και κορδώθηκε. «Είπε κάτι με το οποίο δεν συμφωνούσες, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε ευγενικά. «Ποιος ήταν;»

«Είπε κάμποσα πράγματα με τα οποία δεν συμφωνούσα». Η γυναίκα κράτησε ψηλά το εγχειρίδιο, κοιτώντας εξεταστικά τη μικρή λεπίδα, για να βεβαιωθεί ότι ήταν καθαρή, κι έπειτα το άφησε να γλιστρήσει σε ένα θηκάρι από κατεργασμένο χρυσάφι, στη μέση της. «Για πες μου, δικό σου είναι το παιδί της Ηλαίην;»

«Δεν έχω ιδέα ποιος είναι ο πατέρας αυτού του κουταβιού», αποκρίθηκε πικρόχολα ο Χάνλον. «Γιατί ρωτάς, Αρχόντισσά μου; Νομίζεις πως θα γίνω πιο μαλθακός; Το τελευταίο κοριτσάκι που ισχυρίστηκε ότι της φύτεψα παιδί, βρέθηκε να κάνει μπάνιο σ’ ένα βαθύ πηγάδι, και φρόντισα να παραμείνει εκεί για πάντα». Πάνω σε έναν δίσκο σε κάποιο από τα βοηθητικά τραπεζάκια, υπήρχε μια ασημένια καράφα με μακρύ λαιμό και δύο σκαλιστές ασημένιες κούπες. «Είναι ασφαλείς;» ρώτησε ο Χάνλον κοιτώντας τις κούπες. Και οι δύο περιείχαν λίγο κρασί στον πάτο, αλλά, με μια ελάχιστη προσθήκη, ο νεκρός άντρας θα γινόταν εύκολο θύμα.

«Ήταν η Κατρέλ Μόσεναϊν, κόρη ενός σιδηροπώλη από το Μάερον», απάντησε ψύχραιμα η γυναίκα, λες κι επρόκειτο για κάτι πασίγνωστο, κι ο Χάνλον μόρφασε έκπληκτος. «Πριν την πετάξεις στο πηγάδι, της άνοιξες το κεφάλι με μια κοτρώνα, για να αποφύγει το βασανιστήριο του πνιγμού, αναμφίβολα». Πώς ήξερε το όνομα αυτής της τσούπρας, πόσω μάλλον τον τρόπο που την είχε σκοτώσει; Ούτε ο ίδιος δεν θυμόταν το όνομά της. «Όχι, αμφιβάλλω βάσιμα για το αν μπορείς να γίνεις μαλθακός, αλλά μου προκαλεί μίσος η σκέψη ότι φίλησες την Αρχόντισσα Ηλαίην χωρίς να το μάθω. Ατόφιο μίσος».

Ξαφνικά, κοίταξε συνοφρυωμένη το ματωμένο μαντίλι που κρατούσε στο χέρι της. Σηκώθηκε με χάρη, βάδισε σαν να γλιστρούσε πάνω στα χαλιά προς το μέρος της εστίας και το πέταξε στις φλόγες. Στάθηκε για λίγο εκεί για να ζεσταθεί, δίχως να ρίξει την παραμικρή ματιά προς το μέρος του. «Μπορείς να κανονίσεις να δραπετεύσουν μερικές Σωντσάν; Αν, μάλιστα, πρόκειται για αυτές που αποκαλούν σουλ’ντάμ και νταμέην, τόσο το καλύτερο». Δυσκολεύτηκε κάπως να προφέρει τις παράξενες ονομασίες. «Αν, όμως, δεν είναι εύκολο να δραπετεύσουν κι οι δύο, τότε καλύτερα μερικές σουλ’ντάμ, μια κι αυτές θα απελευθερώσουν κάμποσες από τις άλλες».

«Ίσως». Αίμα και στάχτες, πηδούσε από το ένα θέμα στο άλλο χειρότερα απ’ ό,τι η Φάλιον απόψε. «Δεν θα είναι και τόσο εύκολο, Αρχόντισσά μου, μια κι όλες τους φρουρούνται στενά».

«Δεν ρώτησα αν θα είναι εύκολο», αποκρίθηκε η Σιάιν, βυθίζοντας το βλέμμα της στις φλόγες. «Μπορείς να αποσπάσεις τους φρουρούς από τις αποθήκες τροφίμων; Πολύ θα το ευχαριστιόμουν αν καίγονταν κάμποσες από δαύτες. Κουράστηκα πια με τις αποτυχημένες προσπάθειες».

«Αυτό δεν μπορώ να το κάνω», μουρμούρισε ο Χάνλον, «εκτός κι αν ύστερα χαθώ από προσώπου γης. Το αρχείο διαταγών που κρατούν είναι τέτοιο που θα έκανε ακόμα κι έναν Καιρχινό να κοκκινίσει. Ούτως ή άλλως, δεν θα υπήρχε κανένα όφελος, μια κι αυτές οι καταραμένες πύλες αδειάζουν κάθε μέρα όλο και περισσότερες άμαξες». Στην πραγματικότητα, δεν στενοχωριόταν καθόλου αυτό. Ο τρόπος μετακίνησης, βέβαια, του προκαλούσε ναυτία, αλλά σίγουρα δεν στενοχωριόταν καθόλου. Όπως και να έχει, το παλάτι θα ήταν το τελευταίο μέρος στο Κάεμλυν που θα δοκιμαζόταν από την πείνα, κι άλλωστε είχε ζήσει και στο παρελθόν πολιορκίες κι από τις δύο μεριές, αλλά δεν σκόπευε να ριψοκινδυνέψει ξανά για μια σούπα. Ωστόσο, η Σιάιν ήθελε να ανάψει φωτιές.

«Άλλη μία απάντηση σε κάτι που δεν ρώτησα». Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της, εξακολουθώντας να κοιτάει τις φλόγες κι όχι τον ίδιο. «Ίσως, όμως, μπορεί να γίνει κάτι. Πώς αντιδράς σε αυτή τη... στοργή που σου δείχνει η Ηλαίην;» αποτελείωσε με κομψό τρόπο την πρότασή της.

«Πολύ πιο θετικά από τότε που πρωτοήρθα στο παλάτι», γρύλισε ο άντρας, αγριοκοιτάζοντας την πλάτη της. Προσπαθούσε να μην προσβάλλει ποτέ όσους οι Εκλεκτοί είχαν τοποθετήσει πάνω από εκείνον, αλλά ετούτο εδώ το κοριτσάκι έμοιαζε να τον δοκιμάζει. Μπορούσε να σπάσει αυτόν τον λεπτεπίλεπτο λαιμό σαν να ήταν κλαράκι! Για να απασχολήσει τα χέρια του και να μην τυλιχτούν γύρω από τον λαιμό της, γέμισε με κρασί μια κούπα και την κράτησε, με το αριστερό χέρι βέβαια, δίχως να σκοπεύει να πιει. Το ότι υπήρχε ήδη ένας νεκρός άντρας στο δωμάτιο δεν σήμαινε οπωσδήποτε ότι η γυναίκα δεν είχε σκοπό να κάνει δύο τα πτώματα. «Πρέπει, όμως, να κινηθώ πολύ προσεκτικά. Δεν φτάνει να τη στριμώξω σε μια γωνία και να αρχίσω να τη γαργαλάω».

«Υποθέτω πως όχι», είπε η Σιάιν πνιχτά. «Δεν ανήκει στο είδος των γυναικών που έχεις συνηθίσει». Γελούσε, άραγε; Διασκέδαζε μαζί του; Μετά βίας συγκρατιόταν να μην πετάξει κάτω το κρασοπότηρο και να στραγγαλίσει τούτο το κοριτσάκι με την αλεπουδίσια φάτσα.

Ξαφνικά, η Σιάιν στράφηκε προς το μέρος του, κι ο Χάνλον βλεφάρισε καθώς η γυναίκα θηκάρωσε προσεκτικά το εγχειρίδιο. Ούτε που πήρε είδηση πότε το είχε τραβήξει! Αφηρημένος, ρούφηξε μια γουλιά κρασί και κόντεψε να πνιγεί μόλις συνειδητοποίησε τι έκανε.

«Θα σου άρεσε να δεις το Κάεμλυν λεηλατημένο;» τον ρώτησε.

«Αρκετά, αν είχα μερικούς δικούς μου να μου καλύπτουν τα νώτα και μπροστά μου ένα μονοπάτι που να οδηγεί στις πύλες». Το κρασί ήταν μάλλον ασφαλές. Τα δύο ποτήρια σήμαιναν ότι είχε πιει κι η ίδια, αλλά κι αν ακόμα είχε πάρει την κούπα του νεκρού άντρα, το δηλητήριο που είχε απομείνει ήταν τόσο λίγο, που δεν θα αρρώσταινε ούτε ποντικό. «Αυτό θέλεις; Ακολουθώ διαταγές, όπως ο καθένας». Κι, όντως, αυτό έκανε όταν ετίθετο θέμα επιβίωσης ή όταν προερχόταν κατευθείαν από τους Εκλεκτούς. Άλλωστε, καλύτερα να πέθαινε σαν ανόητος παρά να παράκουε τους Εκλεκτούς. «Μερικές φορές, ωστόσο, βοηθάει να ξέρω κάτι περισσότερο από το "πήγαινε εκεί και κάνε αυτό". Αν μου πεις τι ψάχνεις να βρεις εδώ, στο Κάεμλυν, ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω να το βρεις γρηγορότερα».

«Φυσικά». Του χαμογέλασε αποκαλύπτοντας τα δόντια της, ενώ το βλέμμα της παρέμεινε άτονο κι άψυχο. «Πρώτα, όμως, πες μου, γιατί υπάρχει φρέσκο αίμα πάνω στο γάντι σου;»

Ο άντρας ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Είναι το αίμα ενός άτυχου ληστή, Αρχόντισσά μου». Ίσως να τον είχε στείλει η Σιάιν, ίσως όχι, αλλά ο Χάνλον πρόσθεσε τον λαιμό της στη λίστα εκείνων που σκόπευε να κόψει. Ίσως, δε, πρόσθετε και τον λαιμό της Μάριλιν Γκεμάλφιν. Σε τελική ανάλυση, ο μόνος επιζών είναι κι ο μόνος που μπορεί να διηγηθεί τι ακριβώς συνέβη.

Загрузка...