6 Η δούκισσα του Μάνινγκτον

Ήταν μικρόσωμη και λεπτή γυναίκα, με καλοχτενισμένα ξανθά μαλλιά και φορούσε πολλά πολύτιμα κοσμήματα, ανάμεσά τους επίσης ένα διάδημα με διαμάντια στα μαλλιά και μια πόρπη που άστραφτε με το παραμικρό φως. Η Ντιάνα Γουέλγουορθ, δούκισσα του Μάνινγκτον, ήταν από κάθε άποψη κομψή, αριστοκρατική, αναμφισβήτητα όμορφη, γι’ αυτό έδειχνε εντελώς αταίριαστη με τα κρύα και απόκρημνα βουνά του Άιρον Κρος, περιτριγυρισμένη από βρόμικους πανύψηλους Κυκλωπιανούς.

Ο αρχηγός των μονόφθαλμων, ένας Κυκλωπιανός δύο μέτρα ύψος και εκατόν σαράντα κιλά βάρος, πυργωνόταν πάνω από την Ντιάνα. Θα μπορούσε εύκολα να απλώσει το χέρι του και να τη λιώσει, άλλωστε με τις βρισιές που άκουγε τώρα από τη δούκισσα, ο μονόφθαλμος έδειχνε ότι αυτό ακριβώς ήθελε να κάνει.

Αλλά η Ντιάνα Γουέλγουορθ δεν ανησυχούσε. Ήταν μια δούκισσα του Άβον, μέλος της αυλής του Γκρινσπάροου και, τώρα που ο Μπριντ’Αμούρ του Εριαντόρ είχε σκοτώσει τον Πάραγκορ δούκα του Πρίνσταουν, ήταν ίσως η ισχυρότερη μάγισσα σε όλο το Άβον με μοναδική εξαίρεση τον ίδιο τον βασιλιά. Είχε έτοιμο ένα προστατευτικό ξόρκι, οπότε αν ο Μακλς, ο Κυκλωπιανός αρχηγός, άπλωνε το χέρι του προς το μέρος της, θα το τύλιγαν φλόγες που δεν θα μπορούσε να τις σβήσει παρά μόνο πηδώντας στη θάλασσα.

«Οι φονιάδες σου είναι εκτός ελέγχου», φώναξε η Ντιάνα με τα γκριζογάλανα μάτια της καρφωμένα στο μάτι του Μακλς.

«Σκοτώνουμε», απάντησε απλά ο μονόφθαλμος. Εκείνο που εκνεύριζε περισσότερο την Ντιάνα, με αυτή την αποστολή στα βουνά, ήταν ότι ο ηλίθιος Μακλς ήταν ίσως ο εξυπνότερος από όλη αυτή την ομάδα των Κυκλωπιανών!

«Αδιακρίτως!..» φώναξε η Ντιάνα, μετά όμως κούνησε το κεφάλι της βλέποντας ότι ο μονόφθαλμος δεν ήξερε τι σημαίνει αυτή η λέξη. «Πρέπει να διαλέγετε πιο προσεκτικά ποιον θα σκοτώνετε», του εξήγησε.

«Σκοτώνουμε», επανέλαβε ο Μακλς.

Η Ντιάνα σκέφτηκε να καλέσει τον Τακναποτίν, τον δαίμονά της, και να τον βάλει να φάει τον Μακλς κομματάκι-κομματάκι. Αλίμονο, όμως, δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. «Σκοτώσατε τους νάνους», είπε.

Αυτό προκάλεσε χαρούμενα ουρλιαχτά από όλους τους μονόφθαλμους τριγύρω, που μισούσαν τους νάνους περισσότερο από καθετί άλλο. Αυτή η φυλή, που ζούσε στο Άιρον Κρος από πολλές γενιές, κατά διαστήματα αντιμετώπιζε προβλήματα με τους νάνους του μυστικού Νταν Ντάροου. Οι Κυκλωπιανοί θεωρούσαν ότι η δήλωση της γυναίκας ήταν η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που μπορούσε να τους κάνει κανείς.

Η Ντιάνα, όμως, δεν το είχε πει για να τους επαινέσει. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ο Γκρινσπάροου ήταν μια συμμαχία ανάμεσα στο Εριαντόρ και το Νταν Ντάροου. Γι’ αυτό πίστευε ότι κάθε απειλή κατά του Νταν Ντάροου απλώς θα ενίσχυε την απόφαση των νάνων να συμμαχήσουν με τον Μπριντ’Αμούρ.

«Αν, σκοτώνοντας τους νάνους…»

«Βοήθησες κι εσυ!» είπε ο Μακλς, που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει επιτέλους ότι η Ντιάνα ήταν πολύ θυμωμένη για τη σφαγή.

«Έπρεπε να τελειώσω αυτό που αρχίσατε με τη βλακεία σας», του απάντησε η Ντιάνα. Ο Μακλς πήγε να μιλήσει, αλλά η Ντιάνα χτύπησε τα δάχτυλά της και ο μονόφθαλμος οπισθοχώρησε παραπατώντας σαν να είχε δεχτεί γροθιά στο στόμα. Πραγματικά, από το χείλι του έτρεχε αίμα.

«Αν με τη βλακεία σου κατάφερες να ενωθούν οι νάνοι με τους εχθρούς μας στο Εριαντόρ», είπε ανέκφραστα η Ντιάνα, «τότε να ξέρεις ότι θα αντιμετωπίσεις την οργή του βασιλιά Γκρινσπάροου. Έχω ακούσει ότι του αρέσουν πολύ τα χαλιά από τομάρια Κυκλωπιανών».

Ο Μακλς χλόμιασε κοιτάζοντας γύρω του τους στρατιώτες που μουρμούριζαν θυμωμένα. Κυκλοφορούσαν πολλές τέτοιες φήμες ανάμεσα στους Κυκλωπιανούς για τον αδίσταχτο Γκρινσπάροου.

Η Ντιάνα κοίταξε στο βάθος του καταυλισμού, όπου τα κεφάλια των δώδεκα νάνων στέγνωναν πάνω από μια φωτιά. Έφυγε αηδιασμένη αφήνοντας τον Μακλς με τις απειλές της και τους περίπου είκοσι ανήσυχους υποτακτικούς του. Χωρίς να κάνει τον κόπο να στραφεί άλλο προς τα πίσω, πέρασε από το μικρό ξέφωτο σε ένα μεγαλύτερο λιβάδι, όπου μια γυναίκα την περίμενε.

«Πιστεύετε πραγματικά ότι οι σκοτωμοί θα κάνουν το Νταν Ντάροου να συμμαχήσει με τον Μπριντ’Αμούρ;» ρώτησε η Σέλνα, η υπηρέτρια της Ντιάνα και μοναδικός άνθρωπος που την ακολουθούσε σε αυτά τα άθλια βουνά.

Η Ντιάνα, ταραγμένη ακόμη, την προσπέρασε σηκώνοντας απλώς τους ώμους.

«Σας νοιάζει, κατά βάθος;» ρώτησε η Σέλνα.

Η Ντιάνα σταμάτησε επιτόπου και έκανε μεταβολή κοιτάζοντας με περιέργεια αυτήν τη γυναίκα που ήταν γκουβερνάντα της κατά τα παιδικά της χρόνια. Την ήξερε τόσο καλά η Σέλνα;

«Τι υπονοείς με αυτή την ερώτηση;» ρώτησε η Ντιάνα με φανερά επικριτικό τόνο.

«Δεν υπονοώ τίποτα, αρχόντισσά μου», απάντησε η Σέλνα χαμηλώνοντας τα μάτια. «Το μπάνιο σας είναι έτοιμο, μέσα στη συστάδα των πεύκων όπως μου ζητήσατε».

Ο υποτακτικός τόνος της Σέλνα έκανε την Ντιάνα να μετανιώσει που μίλησε τόσο σκληρά σε αυτήν τη γυναίκα, η οποία είχε περάσει τόσα πολλά μαζί της. «Να ξέρεις ότι σε ευγνωμονώ για όλα», είπε η δούκισσα. Περίμενε να σηκώσει τα μάτια η Σέλνα και η Ντιάνα την κοίταξε με ένα χαμόγελο συμφιλίωσης.

Η δούκισσα αισθανόταν πολύ έντονα τις σκιές γύρω της, καθώς γδυνόταν δίπλα στην πορσελάνινη μπανιέρα με το αχνιστό νερό. Η σκέψη ότι μπορεί να κρυφοκοίταζαν Κυκλωπιανοί της γύριζε το στομάχι. Μισούσε τους Κυκλωπιανούς με όλη της την καρδιά. Τους θεωρούσε κτηνώδη απολίτιστα γουρούνια, κι αυτές οι βδομάδες που πέρασε στα βουνά μαζί τους ήταν σωστό μαρτύριο για την καλλιεργημένη δούκισσα.

Τι απέγινε το παλιό περήφανο Άβον; αναρωτήθηκε καθώς έμπαινε στο νερό. Τη διαπέρασε ένα ρίγος — ήταν πολύ καυτό. Έχοντας δώσει στη Σέλνα ένα μαγικό φίλτρο που θα ζέσταινε το μπάνιο, φοβήθηκε ότι η υπηρέτριά της είχε ρίξει τόσο πολύ ώστε το νερό θα της έκαιγε τη σάρκα· γρήγορα το συνήθισε όμως και μετά έριξε μέσα ένα διαφορετικό φίλτρο. Ενώ το νερό άρχιζε να αφρίζει, η Ντιάνα ακούμπησε κουρασμένη το κεφάλι της πίσω στο χείλος της μπανιέρας και κοίταξε το φεγγάρι μέσα από τα κλαδιά.

Η εικόνα την έφερε είκοσι δύο χρόνια πίσω, στην εποχή που ήταν επτά χρονών παιδί, πριγκίπισσα στο Καρλάιλ, στην αυλή του πατέρα της του βασιλιά του Άβον. Ήταν η μικρότερη από τα επτά παιδιά του βασιλιά και υπήρχαν έξι αδέλφια μεγαλύτερά της, που σημαίνει ότι η ίδια βρισκόταν τελευταία στη γραμμή διαδοχής για τον θρόνο. Ανήκε στη βασιλική οικογένεια όμως, έτσι τώρα ήταν το μοναδικό μέλος της που είχε επιζήσει. Δεν ήταν ποτέ δεμένη με τα αδέλφια της ή με τους γονείς της. Τότε την αποκαλούσαν “κρυφό-Ντιάνα” γιατί τριγύριζε συνέχεια μόνη της, έβρισκε σκοτεινά μέρη για να κρυφτεί, για να απομονωθεί με τις σκέψεις της και τα μυστήρια της ζωηρής της φαντασίας.

Από τότε ακόμη της άρεσε να σκέφτεται τη μαγεία. Έχοντας μάθει να διαβάζει σε ηλικία τεσσάρων ετών, πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια της ζωής της μελετώντας όλα τα βιβλία που μιλούσαν για την αρχαία αδελφότητα των μάγων. Είχε μάθει στα παιδικά της χρόνια για τον Μπριντ’Αμούρ, τον σημερινό εχθρό της, που όλοι πίστευαν ότι είναι εδώ και πολύν καιρό θαμμένος κάπου. Είχε γνωρίσει τον Γκρινσπάροου. Πόσο είχε ενθουσιαστεί, μικρή κοπέλα ακόμη, όταν ο ίδιος ο Γκρινσπάροου, ο μάγος της αυλής του πατέρας της, την πλησίασε ένα βράδυ παρόμοιο με το αποψινό και προσφέρθηκε να της διδάξει κρυφά την τέχνη της μαγείας. Τι υπέροχη στιγμή για τη νεαρή Ντιάνα! Πόση περηφάνια ένιωσε που το μοναδικό επιζόν μέλος της αρχαίας αδελφότητας την επέλεξε για να την κάνει μαθήτριά του!

Πως κατάντησε όμως η Ντιάνα Γουέλγουορθ, η οποία κάποτε βρισκόταν στη γραμμή διαδοχής του θρόνου του Άβον, να βρίσκεται στο Άιρον Κρος και να συμβουλεύει μια συμμορία αιμοχαρών μονόφθαλμων; Και πώς θα δικαιολογούσε στη συνείδησή της τους νάνους και τους κατοίκους των χωριών που σκοτώνονταν για καθαρά πολιτικούς λόγους;

Έκλεισε τα μάτια της αλλά δεν μπορούσε να διώξει τις τρομερές εικόνες της σφαγής. Σκέπασε τα αφτιά της όμως δεν μπορούσε να διώξει τις κραυγές των θυμάτων. Ούτε μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της.

«Είστε καλά, αρχόντισσά μου;» ακούστηκε η φωνή της Σέλνα διαλύοντας τα οράματα της Ντιάνα. Ανοίγοντας τα μάτια, είδε την υπηρέτρια να στέκεται δίπλα στην μπανιέρα. Η έκφρασή της έδειχνε ανησυχία, αλλά με έναν τρόπο που φάνηκε παράξενος και ύποπτος στην Ντιάνα.

«Με κατασκοπεύεις;» τη ρώτησε, με πιο έντονο τόνο από όσο θα ήθελε. Κατάλαβε το λάθος της αμέσως μόλις ξεστόμισε τη φράση, γιατί αυτός ο τόνος την έκανε να μοιάζει ένοχη.

«Καθόλου, αρχόντισσά μου», απάντησε η Σέλνα με όχι πειστικό ύφος. «Απλώς έφερνα την κουβέρτα σας και είδα τα δάκρυά σας να αστράφτουν στο φεγγαρόφωτο».

Η Ντιάνα έτριψε το πρόσωπο με το χέρι της. «Νερό από την μπανιέρα, τίποτα παραπάνω», είπε.

«Νοσταλγείτε το Μάνινγκτον;» ρώτησε η Σέλνα.

Η Ντιάνα την κοίταξε κατάπληκτη, μετά έριξε μια ματιά γύρω της σαν να της έλεγε ότι η απάντηση είναι προφανής.

«Το ίδιο κι εγώ», είπε η Σέλνα. «Χαίρομαι που σας ενοχλεί μόνο αυτό, αρχόντισσά μου. Φοβήθηκα…»

«Τι;» ρώτησε η Ντιάνα. Ο τόνος της ήταν κοφτός, τα μάτια της άστραφταν επικίνδυνα.

Η Σέλνα αναστέναξε. Η Ντιάνα δεν την είχε ξαναδεί να φέρεται τόσο παράξενα κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. «Απλώς φοβήθηκα…» άρχισε πάλι η υπηρέτρια, αλλά σταμάτησε ξανά σαν να έψαχνε την κατάλληλη λέξη.

Η Ντιάνα έσκυψε μπροστά μέσα στην μπανιέρα. «Τι;» ρώτησε πάλι.

Η Σέλνα σήκωσε τους ώμους.

»Μίλα!»

«Συμπάθεια για το Εριαντόρ;..» παραδέχτηκε η υπηρέτρια.

Η Ντιάνα ξάπλωσε πίσω στο καυτό νερό κοιτάζοντας έκπληκτη την Σέλνα.

»Έχετε συμπάθεια για το Εριαντόρ;» τόλμησε να ρωτήσει η υπηρέτρια. «Ή, Θεός φυλάξοι, για τους νάνους;»

Η Ντιάνα έμεινε αμίλητη για λίγο, προσπαθώντας να καταλάβει αυτή την απρόβλεπτη γυναίκα που νόμιζε ότι γνωρίζει τόσο καλά. «Θα ήταν τόσο κακό αυτό;» ρώτησε τελικά.

«Είναι εχθροί μας», είπε η Σέλνα. «Συμπάθεια για το Εριαντόρ!..»

«Σεβασμός για συνανθρώπους μας», τη διόρθωσε η Ντιάνα.

«Μερικοί μπορεί να το έβλεπαν σαν αδυναμία, όπως κι αν το χαρακτηρίζετε εσείς», απάντησε χωρίς δισταγμό η υπηρέτρια.

Και πάλι η Ντιάνα δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τι υπονοούσε η Σέλνα; Η Ντιάνα συζητούσε συχνά μαζί της, της είχε εμπιστοσύνη, αυτήν τη φορά όμως η Σέλνα έμοιαζε απόμακρη σαν να ήξερε κάτι που αγνοούσε η Ντιάνα. Ξαφνικά η δούκισσα συνειδητοποίησε ότι δεν της έχει εμπιστοσύνη πια, έτσι φοβήθηκε ότι της είχε αποκαλύψει ήδη πάρα πολλά.

Το νερό είχε αρχίσει να κρυώνει. Η Ντιάνα σηκώθηκε αφήνωντας την Σέλνα να την τυλίξει με την χοντρή κουβέρτα. Ντύθηκε κρυμμένη μέσα στη συστάδα των πεύκων και πήγε στη σκηνή της, με τη Σέλνα να την ακολουθεί.

Ο ύπνος της δούκισσας ήταν ταραγμένος, γεμάτος εικόνες που δεν μπορούσε να διώξει ούτε να εξηγήσει. Αισθανόταν μια παγωνιά να την τυλίγει, ένα σκοτάδι βαθύτερο από τη νύχτα.

Ξύπνησε λουσμένη σε κρύο ιδρώτα και είδε δυο κόκκινα μάτια να την κοιτάζουν.

«Αφέντισσα», ακούστηκε η γνωστή βραχνή φωνή του Τακναποτίν, του δαίμονά της.

Η νυσταγμένη Ντιάνα ηρέμησε, αλλά η ανακούφιση που ένιωσε αρχικά διαλύθηκε αμέσως όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε καλέσει αυτή τον δαίμονα. Όπως φαίνεται, είχε έλθει από τις φωτιές της Κόλασης μόνος του!

Είδε τα πάμπολλα δόντια του Τακναποτίν να γυαλίζουν, καθώς ο δαίμονας κατάλαβε την ανησυχία της και χαμογέλασε πλατιά.

Όχι, συνειδητοποίησε η Ντιάνα, είναι αδύνατο για έναν δαίμονα να έλθει από την Κόλαση μόνος του, μπορεί να έλθει μόνο αν τον καλέσουν οι ανθρώπινες επιθυμίες. Όμως, ποιος άλλος μπορούσε να καλέσει τον Τακναποτίν εκτός από την ίδια; Για μια στιγμή η Ντιάνα αναρωτήθηκε μήπως είχε επικαλεστεί η ίδια τον δαίμονα μέσα στον ύπνο της, αλλά απέρριψε γρήγορα αυτό το ενδεχόμενο. Δεν είναι ποτέ τόσο εύκολο να φέρεις έναν δαίμονα στον υλικό κόσμο.

Υπήρχε μόνο μία απάντηση λοιπόν, που επιβεβαιώθηκε όταν μίλησε ο Τακναποτίν.

«Απαλλάχθηκες από τα καθήκοντά σου εδώ», της εξήγησε ο δαίμονας. «Γύρνα πίσω στο Μάνινγκτον.

Ο Γκρινσπάροου. Μόνο ο Γκρινσπάροου ήταν αρκετά δυνατός για να καλέσει τον δαίμονα της Ντιάνα εν αγνοία της.

»Ο Ρέσμορ, δούκας του Νιουκάστλ θα οδηγήσει τους Κυκλωπιανούς επιδρομείς», συνέχισε ο Τακναποτίν.

«Με ποιου διαταγή;» ρώτησε η Ντιάνα. Ήθελε να ακούσει το όνομα με τα αφτιά της.

Ο Τακναποτίν γέλασε. «Ο Γκρινσπάροου ξέρει ότι δεν σου αρέσει η δουλειά που σου ανέθεσε», είπε ο δαίμονας.

Η Σέλνα! σκέφτηκε η Ντιάνα. Η υπηρέτριά της, που την εμπιστευόταν και της εκμυστηρευόταν πολλές από τις σκέψεις της εδώ και είκοσι χρόνια, έδωσε αμέσως αναφορά στον Γκρινσπάροου για τις συμπάθειές της. Αυτή η σκέψη την ανησύχησε, ήταν όμως ρεαλίστρια και, παραμερίζοντας τα συναισθήματά της, συνειδητοποίησε ότι τώρα που γνωρίζει πως η Σέλνα είναι πληροφοριοδότης του Γκρινσπάροου, θα μπορούσε να την χρησιμοποιήσει πλέον για τους δικούς της σκοπούς.

«Πότε μπορώ να φύγω από αυτό το άθλιο μέρος;» ρώτησε. Προσπαθούσε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της, δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι την έπιασαν επ’ αυτοφώρω να προδίνει τον Γκρινσπάροου. Φυσικά ήταν πολύ λογικό να μη θέλει να είναι εδώ, με τους μονόφθαλμους, άλλωστε είχε διαμαρτυρηθεί έντονα όταν ο Γκρινσπάροου της ανέθεσε αυτή την αποστολή.

«Ο Ρέσμορ είναι ήδη έξω και μιλάει με τον Μακλς», απάντησε ο δαίμονας καγχάζοντας.

«Αν τέλειωσες με την αποστολή που σου ανέθεσαν, φύγε», γρύλλισε η Ντιάνα.

«Μπορώ να σε βοηθήσω να ντυθείς…» απάντησε ο Τακναποτίν με ένα μοχθηρό χαμόγελο.

«Φύγε!»

Ο δαίμονας εξαφανίστηκε αστραπιαία με μια εκτυφλωτική λάμψη που τύφλωσε την Ντιάνα, ενώ μια αποπνικτική μυρωδιά από θειάφι γέμιζε το εσωτερικό της σκηνής.

Όταν διαλύθηκε ο καπνός και καθάρισε η όραση της Ντιάνα, είδε την Σέλνα στην είσοδό της σκηνής με τα ρούχα της στο χέρι. Πόσα ξέρει ήδη; αναρωτήθηκε η δούκισσα.

Μέσα σε μια ώρα, η Ντιάνα είχε αποχαιρετήσει τον Ρέσμορ εγκαταλείποντας τα βουνά μέσα από ένα μαγικό τούνελ που της έφτιαξε ο εξυπηρετικός δούκας του Νιουκάστλ. Προσπαθώντας να φέρεται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα το παράξενο, να δείχνει ότι αισθάνεται πολύ καλύτερα τώρα που βρίσκεται στο παλάτι του Μάνινγκτον, έδιωξε την Σέλνα και κάθισε μόνη στο μεγάλο κρεβάτι στο ιδιαίτερό της δωμάτιο.

Το βλέμμα της πήγε στο έπιπλο όπου φύλαγε το πετραδοστόλιστο στέμμα, που την συνέδεε με την παλιά βασιλική οικογένεια. Σκέφτηκε πάλι εκείνη τη μέρα πριν από πολύ καιρό όταν, μεθυσμένη από τις υποσχέσεις της μαγικής δύναμης, έκανε τη μοιραία της επιλογή.

Μετά σκέφτηκε την πορεία της μέσα στα χρόνια φτάνοντας ως το παρόν. Ήταν μια λογική πορεία, συνειδητοποίησε, αλλά μπορεί να την οδηγούσε σε πιθανά προβλήματα στο μέλλον. Οι Κυκλωπιανοί είχαν δυσαρεστηθεί με τη συμπεριφορά της στα βουνά, και με το δίκιο τους. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Μακλς παραπονέθηκε στους απεσταλμένους που είχαν έρθει από το Άβον. Κι όταν ο Κρέσις, ο Κυκλωπιανός δούκας του Καρλάιλ, άκουσε τα παράπονα, μάλλον απευθύνθηκε στον Γκρινσπάροου, ο οποίος φυσικά δεν δυσκολεύτηκε να επικοινωνήσει με την Σέλνα για να επιβεβαιώσει το πρόβλημα.

«Ας είναι», είπε μεγαλόφωνα η Ντιάνα, σκυθρωπή. «Ας ασχοληθεί ο Ρέσμορ με τους μονόφθαλμους κι όλη εκείνη την αθλιότητα». Σκεφτόταν ότι ο Γκρινσπάροου θα την τιμωρούσε, ίσως να έφτανε στο σημείο να την αναγκάσει να επιτρέψει στον Τακναποτίν να καταλάβει το σώμα της για ένα διάστημα, κάτι που ήταν πάντα μια οδυνηρή και εξαντλητική εμπειρία.

Η Ντιάνα σήκωσε τους ώμους. Προς το παρόν δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να δέχεται τις κρίσεις και τις τιμωρίες του Γκρινσπάροου, του βασιλιά κι αφέντη της. Όμως, δεν ήταν αυτή η ζωή που είχε επιθυμίσει η Ντιάνα Γουέλγουορθ για τον εαυτό της. Τα πρώτα χρόνια μετά την εξόντωση της οικογένειάς της, ο Γκρινσπάροου την είχε αφήσει ήσυχη, την επισκεπτόταν σπάνια και δεν της ζητούσε να κάνει τίποτα πέρα από τις, βαρετές συνήθως, καθημερινές δραστηριότητες του διακοσμητικού ουσιαστικά τίτλου της δούκισσας του Μάνινγκτον. Είχε ενθουσιαστεί όταν ο Γκρινσπάροου την κάλεσε να κάνει κάτι σημαντικό, να υπογράψει στη θέση του το σύμφωνο ειρήνης με τον Μπριντ’Αμούρ στο Πρίνσταουν. Πίστεψε ότι η ζωή της θα άλλαζε, όταν παρέδωσε την συμφωνία στον βασιλιά. Όντως άλλαξε, γιατί λίγο αργότερα ο Γκρινσπάροου την έστειλε στα βουνά, στους Κυκλωπιανούς, όπου λέρωσε τα χέρια της με αίμα ενώ η καρδιά της σκοτείνιαζε με προδοτικές σκέψεις.

Συγκεντρώθηκε πάλι στο στέμμα, στις αστραφτερές πολύτιμες πέτρες, στις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του.


Ο νάνος ούρλιαξε από τον πόνο και προσπάθησε να τρέξει καθώς η τρύπα όπου τον είχαν ρίξει δεν ήταν μεγάλη, άλλα οι δέκα Κυκλωπιανοί που τον κάρφωναν από πάνω με μακριές λόγχες κατέφερναν το ένα χτύπημα μετά το άλλο.

Γρήγορα ο νάνος ήταν πια πεσμένος κάτω. Προσπάθησε να σηκωθεί στα γόνατα, όμως ακόμα μια λόγχη τον κάρφωσε ρίχνοντας τον μπρούμυτα στο χώμα. Οι Κυκλωπιανοί τον αποτελείωσαν με την ησυχία τους.

«Α, πονηρέ Μακλς!» φώναξε ο δούκας Ρέσμορ, ένας μεγαλόσωμος παχουλός άνδρας με πυκνά γκρίζα μαλλιά και παραπλανητικά εύθυμο πρόσωπο. «Ξέρεις να διασκεδάζεις!»

Ο Μακλς, γελώντας κι αυτός, χτύπησε τον μεγαλόσωμο δούκα στην πλάτη. Για τον κτηνώδη Κυκλωπιανό, η ζωή είχε γίνει κάπως καλύτερη.

Загрузка...