22 Παγιδεύοντας τους παγιδευτές

Αργότερα εκείνη τη νύχτα ο Μπριντ’Αμούρ βγήκε αθόρυβα από τη σκηνή του. Το φεγγάρι είχε δύσει και τα άστρα έλαμπαν στον ουρανό ανάμεσα στα κενά που άφηναν τα ορμητικά μαύρα σύννεφα. Γεμάτος αποφασιστικότητα για το κρίσιμο εγχείρημά του, ο μάγος, αφού διέσχισε με γοργό βήμα το στρατόπεδο περνώντας δίπλα σε σειρές κοιμισμένων στρατιωτών, αφήνοντας πίσω του το μπουμπουνητό από τα ροχαλητά χιλιάδων νάνων, πέρασε την περίμετρο του στρατοπέδου κάνοντας ένα μικρό ξόρκι ώστε να μην τον αντιληφθούν ούτε οι οξυμένες αισθήσεις των ξωτικών φρουρών. Δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε την επιθυμία να απαντήσει σε ερωτήσεις.

Περπάτησε άλλο ένα χιλιόμετρο ώσπου έφτασε σε μια περιοχή με πετρώδες έδαφος, ένα μικρό ξέφωτο προστατευμένο από πυκνά δέντρα, σφενδάμους, φτελιές, σημύδες και πεύκα. Είδε ότι πολλά φύλλα των φυλλοβόλων δέντρων είχαν αρχίσει κιόλας να παίρνουν ένα ανοιχτό κιτρινοπόρφυρο χρώμα. Το φθινόπωρο πλησίαζε γοργά.

Πήρε μια βαθιά ανάσα φέρνοντας στον νου του ένα ακόμα μαγικό ξόρκι, πολύ πιο ισχυρό και πολύπλοκο. Άρχισε να χορεύει αργά, με κάθε βήμα να έχει απόλυτη ακρίβεια και κάθε περιστροφή να συμβολίζει αυτό που θα γινόταν. Γρήγορα τα χέρια του παρέμεναν απλωμένα στο πλάι καθώς γύριζε όλο και πιο γρήγορα γέρνοντας και σκύβοντας σε κάθε περιστροφή, ενώ τα χέρια του κινούνταν με μια παράξενη χάρη που δεν έμοιαζε πια ανθρώπινη.

Το σκοτάδι φάνηκε να διαλύεται για τον Μπριντ’Αμούρ, καθώς τα μάτια του απέκτησαν ξαφνικά μια νέα ευαισθησία. Το τοπίο γύρω του έγινε ολοκάθαρο και παράξενο. Άκουσε το θρόισμα ενός ποντικού στο γρασίδι γύρω στα πέντε μέτρα μακριά του, άκουγε το τερέτισμα των τριζονιών δυνατά σαν να ηχούσε μέσα από τους τεράστιους αυλούς του μουσικού οργάνου της Μητρόπολης.

Αισθάνθηκε μια σειρά από τσιμπήματα κατά μήκος των χεριών του και, κοιτάζοντας, είδε τον φαρδύ χιτώνα του να διαλύεται δίνοντας τη θέση του σε σειρά από απαλά πούπουλα. Τα τσιμπήματα χάθηκαν αμέσως καθώς άρχισε να μεταμορφώνεται και το υπόλοιπο σώμα του, ενώ τα φτερά έγιναν τώρα ένα φυσικό μέρος της νέας ανατομίας του.

Το έδαφος απομακρύνθηκε κάτω από τα πόδια του, καθώς η μεγάλη κουκουβάγια υψώθηκε στον αέρα πετώντας αθόρυβα.

Ο Μπριντ’Αμούρ γεύτηκε τότε την αληθινή ελευθερία. Πόσο του άρεσε αυτή η μεταμόρφωση! Ιδιαίτερα τη νύχτα, όταν οι άνθρωποι κοιμούνται κι όλα μοιάζουν με ένα υπέροχο όνειρο.

Γέρνοντας στο πλάι, με τη γραμμή των φτερών του να γυρίζει σχεδόν κατακόρυφα προς το έδαφος, πέρασε από το στενό άνοιγμα ανάμεσα σε δυο δέντρα. Μετά άρχισε να παίρνει ύψος χτυπώντας δυνατά τα φτερά του, ώσπου γρήγορα αισθάνθηκε τον ζεστό αέρα στην κοιλιά του καθώς περνούσε από τα πρώτα βουνά του Άιρον Κρος. Με τα φτερά απλωμένα υψώθηκε αργά στον νυχτερινό αέρα νιώθοντας γύρω του τα ρεύματα και τις αλλαγές θερμοκρασίας. Συνέχισε να πετά μέσα στη νύχτα περνώντας από κοιλάδες και ακολουθώντας ζεστά ανοδικά ρεύματα. Κατευθύνθηκε προς τα βορειοδυτικά, όπου τα βουνά ήταν πιο απόκρημνα, αδιάβατη διαδρομή για τους ανθρώπους αλλά εύκολη πτήση για μια κουκουβάγια.

Πετούσε επί μία ώρα απολαμβάνοντας την υπέροχη εμπειρία, όταν έφτασε σε μια περιοχή με απότομους γκρεμούς και συντριμμένα ανεμοδαρμένα βράχια. Το ήξερε αυτό το μέρος, το είχε δει καθαρά στην κρυστάλλινη σφαίρα του.

Έκοψε ταχύτητα πλησιάζοντας πιο κοντά στα τοιχώματα των γκρεμών, που προσέφεραν κάποια προστασία από τον άνεμο. Το τοπίο ήταν ακριβώς όπως το είχε δει στην κρυστάλλινη σφαίρα, έτσι δεν ξαφνιάστηκε όταν έστριψε γύρω από έναν ογκόλιθο, υψώθηκε για να αποφύγει κάποιον άλλο και τότε είδε μπροστά του έναν απομονωμένο ψηλό και στενό βράχο με επίπεδη κορυφή. Το σχήμα του θύμιζε κομμένο κορμό δέντρου αλλά το ύψος του ήταν εκατόν πενήντα μέτρα, ενώ είχε κάτι το αφύσικο λες και κάποια τρομερή δύναμη είχε τραβήξει την πέτρα μέσα από το έδαφος.

Πέρασε δίπλα στον βράχο στα μισά του ύψους του περίπου, προτιμώντας να πλησιάσει την επίπεδη κορυφή του από την άλλη κατεύθυνση. Άρχισε να ανεβαίνει, μέχρι που έφτασε στο ίδιο ύψος με το πλάτωμα.

Στο κέντρο του πλατώματος, που είχε διάμετρο γύρω στα δεκαπέντε μέτρα, είδε μια φιγούρα. Φορούσε έναν μεγάλο μανδύα με την κουκούλα τραβηγμένη πάνω από το κεφάλι και κοίταζε τα κάρβουνα μιας μισοσβησμένης φωτιάς.

Ο Μπριντ’Αμούρ πέρασε γύρω στα δέκα μέτρα πάνω από το πλάτωμα, αλλά η φιγούρα δεν έκανε καμία κίνηση, δεν του έδωσε προσοχή.

Να κοιμάται άραγε; σκέφτηκε. Και γιατί όχι; Δεν είχε τίποτα να φοβηθεί σε ένα τόσο απρόσιτο μέρος.

Αυτήν τη φορά πήρε μια πιο απότομη στροφή και χαμηλώσε ακόμη πιο πολύ. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη αν θα κάνει κι άλλο αναγνωριστικό πέρασμα ή θα κατεβεί αμέσως.

Δεν υπάρχει χρόνος για τόσες προφυλάξεις, αποφάσισε και, επιστρατεύοντας το κουράγιο του, κατέβηκε στον βράχο για να προσγειωθεί στα μισά της απόστασης ανάμεσα στην ακίνητη φιγούρα και την άκρη του πλατώματος.

«Μπράβο, βασιλιά Μπριντ’Αμούρ!» είπε μια γνωστή γυναικεία φωνή, καθώς ο μάγος άρχιζε να παίρνει πάλι την ανθρώπινη μορφή του. Η φιγούρα σήκωσε το κεφάλι τραβώντας πίσω τη μεγάλη κουκούλα του μανδύα. «Το ’ξερα ότι θα κατάφερνες τελικά να βρεις τον βράχο.

Ο Μπριντ’Αμούρ απογοητεύτηκε βλέποντας την δούκισσα Ντιάνα Γουέλγουορθ. Δεν αισθάνθηκε μεγάλη έκπληξη, γιατί ήταν σχεδόν σίγουρος ότι δεν είχε επιζήσει κανείς από τους παλιούς του συντρόφους. Όμως, τον ενόχλησε το γεγονός ότι ήρθε να πέσει τόσο πρόθυμα σε αυτή την παγίδα, και μάλιστα εντελώς μόνος.

»Σε χαιρετώ!» συνέχισε η Ντιάνα με τόνο που φάνηκε παράξενος στον Μπριντ’Αμούρ. Επίσης συνειδητοποίησε ότι τον είχε αποκαλέσει “βασιλιά Μπριντ’Αμούρ”.

Ο γέρο-μάγος δεν ήξερε τι συμπέρασμα να βγάλει. Κοίταξε γύρω του. Σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να ξαναπάρει τη μορφή της κουκουβάγιας και να φύγει.

Όχι, αποφάσισε. Θα δείξω εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου αφήνοντας αυτήν τη συνάντηση να εξελιχθεί, ώστε να δω πού θα οδηγήσει. Σε τελική ανάλυση, αργά ή γρήγορα τα πράγματα θα κατέληγαν εδώ. Ίσως είναι προτιμότερο να γίνει αυτή η σύγκρουση πριν χαθούν κι άλλες ζωές ακόμη.

»Και τους χαιρετισμούς του Άσανον Μακλένι, δούκα του Έρνφαστ, από το Μπαράντουιν», συνέχισε η Ντιάνα. «Και του Μίστιγκαλ δούκα του Έβερσορν, και του Θέρεντον Ρις δούκα του Γουόρτσεστερ». Καθώς έλεγε τα ονόματα, οι δούκες εμφανίζονταν ένας-ένας σαν να ξεπρόβαλλαν πίσω από μια μαύρη κουρτίνα που τους έκανε αθέατους.

Ο Μπριντ’Αμούρ ένιωσε ανόητος. Γιατί δεν τους αντιλήφθηκε μέσα από μια τόσο απλή μαγική κάλυψη; Φυσικά δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει μαγεία όσο είχε μορφή κουκουβάγιας, έπρεπε όμως να είχε πετάξει σε κάποιον κοντινό βράχο, να είχε ξαναπάρει την ανθρώπινη μορφή του και να εξέταζε πιο προσεχτικά το πλάτωμα πριν έλθει να προσγειωθεί. Η επιθυμία του να πιστέψει ότι ένας από τους παλιούς συντρόφους του ήρθε για τον βοηθήσει, τον οδήγησε σε μεγάλο σφάλμα.

Οι τρεις δούκες στέκονταν σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους πάνω στο πλάτωμα. Ο Μπριντ’Αμούρ τους κοίταξε αναζητώντας τον αδύνατο κρίκο που θα του επέτρεπε να ξεφύγει. Η Ντιάνα Γουέλγουορθ τον ξάφνιασε όμως, όπως ξάφνιασε και τους συντρόφους της, καθώς σήκωσε μπροστά της ένα κύπελλο με γαλάζιο υγρό, είπε μια λέξη και το πέταξε κάτω. Το κύπελλο θρυμματίστηκε μέσα σε φλόγες. Ακολούθησε μια λευκή έκρηξη και μετά μια πυκνή ομίχλη άρχισε να εξαπλώνεται από τα αποκαΐδια. Η ομίχλη απλώθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις περνώντας δίπλα από τους τέσσερις ξαφνιασμένους άνδρες. Όταν έφτασε στα άκρα του πλατώματος, υψώθηκε προς τα πάνω και προς τα μέσα.

Ξαφνικά η ομίχλη χάθηκε δίνοντας τη θέση της σε έναν γαλάζιο φωτεινό θόλο, μια φυσαλλίδα ενέργειας που σκέπαζε όλο το πλάτωμα. Τα πάντα γύρω τους ήταν λουσμένα από παράξενο φως.

Ο Μπριντ’Αμούρ εντυπωσιάστηκε. Κατάλαβε ότι η Ντιάνα θα έπρεπε να είχε αφιερώσει ολόκληρες μέρες ή και βδομάδες για να μελετήσει ένα τέτοιο ξόρκι. Δεν ήξερε σίγουρα ποιος είναι ο σκοπός του θόλου, μάλλον όμως πρέπει να ήταν ένα τείχος που θα τον εμπόδιζε να ξεφύγει. Το κατά πόσο θα αποδειχνόταν αποτελεσματικό ήταν άλλο θέμα, γιατί ο Μπριντ’Αμούρ ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει όλα τα ξόρκια των βοηθών του Γκρινσπάροου.

Πόσον χρόνο είχε όμως;

«Καταφεύγεις σε δόλο;» είπε περιφρονητικά ο Μπριντ’Αμούρ. «Πόσο χαμηλά έχει πέσει η εντιμότητα των μάγων! Έχετε γίνει κοινοί απατεώνες πια;»

«Φυσικά, η αρχαία, ιερή σου αδελφότητα δεν θα έκανε ποτέ τέτοιο πράγμα», απάντησε σαρκαστικά ο Θέρεντον Ρις του Γουόρτσεστερ.

«Ποτέ», απάντησε ήρεμα ο Μπριντ’Αμούρ κοιτάζοντας επίμονα τον θρασύ δούκα. Ο Θέρεντον ήταν ένας μυώδης γεροδεμένος άνδρας που πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα. Είχε πυκνά, σγουρά μαύρα μαλλιά και μάτια γεμάτα ένταση. Ουσιαστικά έμοιαζε περισσότερο με πολεμιστή παρά με μάγο, τόσο στην εμφάνιση όσο και στον χαρακτήρα, κάτι που ο Μπριντ’Αμούρ θα μπορούσε ίσως να χρησιμοποιήσει εναντίον του.

Γύρισε το βλέμμα του στον Μίστιγκαλ. Άκου Μίστιγκαλ! Ποιες φιλοδοξίες τον είχαν κάνει να αλλάξει το όνομά του; Και ήταν σίγουρο ότι το είχε αλλάξει, γιατί μετά την εξαφάνιση της αδελφότητας κανένας γονιός δεν θα ονόμαζε το παιδί του Μίστιγκαλ! Ήταν πιο ηλικιωμένος από τον Θέρεντον, λεπτός και καλλιεργημένος, με γερακίσια βαθουλωμένα χαρακτηριστικά τσακισμένα από την υπερβολική χρήση της μαγείας. Ο Μπριντ’Αμούρ διέκρινε ότι ήταν “υπερφιλόδοξος”, ένας όρος που χρησιμοποιούσε η αδελφότητα για τους μάγους οι οποίοι επεδίωκαν μεγαλύτερες δυνάμεις απ’ αυτές που τους επέτρεπε η νοημοσύνη τους. Οι επιθέσεις του Μίστιγκαλ μάλλον θα ήταν εντυπωσιακές, φαινομενικά πανίσχυρες, αλλά με ελάχιστη πραγματική ουσία.

Ο δούκας του Μπαράντουιν φαινόταν πιο γαλήνιος απ’ όλους, επομένως μάλλον θα ήταν και ο πιο δύσκολος αντίπαλος από τους τρεις. Ο Άσανον Μακλένι ήταν όμορφος άνδρας, ενώ τα μάτια του έδειχναν ισορροπία, σιγουριά και ηρεμία. Άνθρωπος με καθαρή σκέψη. Ίσως θα ήταν υποψήφιος για την αδελφότητα, την παλιά εποχή. Ο Μπριντ’Αμούρ, αφού κοίταξε για λίγο ακόμη τον Άσανον, μετά γύρισε στην Ντιάνα. Την ήξερε αρκετά καλά και τη σεβόταν. Η Ντιάνα είχε τα πάντα: καλλιεργημένη, έξυπνη, όμορφη κι επικίνδυνη. Σίγουρα θα έμπαινε κι αυτή στην αδελφότητα την παλιά εποχή. Ίσως αποδειχνόταν ο πιο δύσκολος αντίπαλος, γι’ αυτό ακριβώς ο Μπριντ’Αμούρ είχε φροντίσει να μη στείλει δυνάμεις ενάντια στην πόλη της Ντιάνα, το Μάνινγκτον.

Ενώ ο Μπριντ’Αμούρ κοίταζε τους αντιπάλους του, ταυτόχρονα ψιθύριζε ενεργοποιώντας κάποιες μαγικές δυνάμεις. Ένα κομμάτι σύρμα εμφανίστηκε στο ένα του χέρι και σιγά σιγά ξετυλίχτηκε κάτω από το μανίκι του περνώντας μέσα από τον χιτώνα του και κατεβαίνοντας κάτω, μέχρι που η άκρη του ξεπρόβαλε δίπλα στην μπότα του και χώθηκε στην πέτρα. Μετά μάζεψε όλη την υγρασία από τον αέρα γύρω του, την κάλεσε κοντά του αλλά δεν την συμπύκνωσε. Έκανε όμως ένα ξόρκι που θα ολοκλήρωνε αυτόματα τη διαδικασία, πιστεύοντας ότι θα ήταν αρκετά γρήγορο για να αντιμετωπίσει την επίθεση που θα δεχόταν.

«Αλλά πού είναι ο Γκρινσπάροου;» ρώτησε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ, όταν είδε ότι οι αντίπαλοι, ιδιαίτερα ο Θέρεντον και ο Μίστιγκαλ, αντάλλασσαν βλέμματα σαν να ετοίμαζαν μ’ αυτό τον τρόπο την πρώτη τους επίθεση.

Ο Θέρεντον ξεφύσηξε περιφρονητικά. «Δεν χρειαζόμαστε τον βασιλιά μας για να νικήσουμε τον σφετεριστή βασιλιά του Εριαντόρ».

«Το ίδιο είπε και ο Πάραγκορ», απάντησε ήρεμα ο Μπριντ’Αμούρ. Αυτό έκοψε λίγο τη φόρα του Θέρεντον.

«Είμαστε τέσσερις!» βρυχήθηκε ο Μίστιγκαλ δίνοντας θάρρος στον Θέρεντον και στον εαυτό του.

Ο Μπριντ’Αμούρ έκανε ένα ξόρκι που παράλλαξε αδιόρατα την όρασή του ώστε να μπορεί να συλλάβει όλες τις μαγικές ενέργειες. Η ισχύς του θόλου της Ντιάνα τον ξάφνιασε πάλι όταν είδε πόσο σφιχτή και αδιαπέραστη ήταν η μαγική του ύφανση. Κάτι που τον ξάφνιασε επίσης ήταν ότι δεν υπήρχαν άλλες μαγικές κουρτίνες πίσω από τις οποίες να κρύβονται αόρατοι εχθροί. Δεν είδε πουθενά τον Γκρινσπάροου ενώ, περιέργως, δεν είδε ούτε δαίμονες.

Πρόσεξε μια πονηρή έκφραση στο βλέμμα της Ντιάνα Γουέλγουορθ, που δεν μπορούσε να την ερμηνεύσει. «Δεν υπάρχει διαφυγή», του είπε αυτή και, μετά, σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη του, πρόσθεσε: «Καμία μαγεία και κανένα πλάσμα που καλείται με μαγεία, δεν μπορεί να περάσει το μπλε τείχος. Είσαι μόνος σου και είναι αδύνατο να ξεφύγεις».

Ξαφνικά, σαν να ήθελε να τονίσει τη δήλωση της Ντιάνα, μια φρικτή μορφή κόλλησε το εντομόμορφο πρόσωπό της πάνω στον θόλο κοιτάζοντας το πλάτωμα από κάτω.

Ο Μπριντ’Αμούρ, καταλαβαίνοντας ότι ήταν δαίμονας, έξυσε απορημένος το σαγόνι του, γιατί το πλάσμα ήταν έξω από τον θόλο.

«Ντιάνα!» φώναξε ξαφνικά ο Μίστιγκαλ.

Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε από τον δαίμονα στον μάγο. «Φίλος σου;» ρώτησε χαμογελώντας πλατιά.

Ο Μίστιγκαλ και ο Θέρεντον έδειχναν τώρα ανήσυχοι. Μάλλον είχαν αρχίσει να φοβούνται ότι η Ντιάνα έκανε λάθος και δημιούργησε τον μαγικό θόλο πριν προλάβουν να έλθουν στο πλάτωμα οι δαίμονες που τους έδιναν τη δύναμή τους.

«Δαίμονας της Κόλασης», είπε η Ντιάνα στον Μπριντ’Αμούρ. «Οι σύντροφοί μου έχουν συνηθίσει να στηρίζονται πολύ σε τέτοια εξώκοσμα πλάσματα».

Δεν είμαστε φίλοι τον βασιλιά Γκρινσπάροου, και δεν θέλουμε πλέον να βασιζόμαστε σ’ αυτές τις δαιμονικές δυνάμεις. Ήταν ένα τηλεπαθητικό μήνυμα που ήρθε απευθείας στον νου του Μπριντ’Αμούρ. Κοίταξε τον Άσανον δούκα του Έρνφαστ καταλαβαίνοντας ότι αυτός το είχε στείλει, και τότε συνειδητοποίησε ότι η Ντιάνα δεν είχε κάνει λάθος στη δημιουργία του θόλου! Όντως είχε χρησιμοποιήσει δόλο, αλλά ο στόχος της δεν ήταν ο Μπριντ’Αμούρ.

Ένας δεύτερος δαίμονας, δικέφαλος και σαυρόμορφος, έφτασε δίπλα στον πρώτο. Και οι δύο άρχισαν να χτυπούν και να γρατζουνούν μανιασμένα αλλά μάταια τον ανθεκτικό μαγικό θόλο.

«Λάθος τους», απάντησε βλοσυρός ο Μπριντ’Αμούρ.

Ο Μίστιγκαλ κοίταξε τον θόλο τώρα δείχνοντας φανερά ανήσυχος. «Τι συμβαίνει εδώ;» είπε στην Ντιάνα, που ταλαντευόταν στα πόδια της σαν να είχε εξαντληθεί από το ισχυρό ξόρκι.

Το τέλος της ερώτησής του σχεδόν δεν ακούστηκε, πνιγμένο από τον κρότο ενός κεραυνού που εξαπέλυσε ξαφνικά ο Θέρεντον. Αυτή ήταν η συνηθέστερη μορφή επίθεσης κάθε μάγου.

Και, μια επίθεση για την οποία ήταν προετοιμασμένος ο Μπριντ’Αμούρ. Σηκώνοντας το χέρι του προς τον Θέρεντον καθώς άρχισε την πορεία του ο κεραυνός, αισθάνθηκε το γαργάλημα στα δάχτυλά του τη στιγμή που το αμυντικό του ξόρκι συνάντησε τη μαγεία του αντιπάλου του. Ο Μπριντ’Αμούρ συνέλαβε τον κεραυνό του Θέρεντον με την άκρη του σύρματος, το οποίο τον διοχέτευσε μέσα από τα ρούχα του στην πέτρα κάτω από τα πόδια του. Αισθάνθηκε όλες τις τρίχες στο σώμα του να ορθώνονται, ενώ η καρδιά του φτερούγισε κάμποσες φορές πριν ισορροπήσουν πάλι οι παλμοί της. Ουσιαστικά όμως ο κεραυνός δεν ήταν πολύ δυνατός, περισσότερο επίδειξη παρά ουσία.

«Ένα μικρό γαργάλημα», είπε στον Θέρεντον. Μετά κοίταξε τον θόλο. «Φαίνεται ότι το ξόρκι της δούκισσας του Μάνινγκτον είναι τέλειο. Δεν μπορείς να πάρεις δύναμη από τον δαίμονά σου ή, μάλλον, ο δαίμονας δεν είναι τόσο δυνατός! Εγώ όμως είμαι της παλιάς σχολής, της γνήσιας σχολής», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ προχωρώντας αποφασισμένα προς τον Θέρεντον. Έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στον Άσανον και στην Ντιάνα, ενώ αναρωτιόταν πώς μπορεί να αντιδράσουν. «Δεν χρειάζομαι διαβολικούς συμμάχους!»

«Ντιάνα!» γρύλλισε ο Θέρεντον και άρχισε να υποχωρεί προσπαθώντας να κρατήσει απόσταση από τον Μπριντ’Αμούρ.

Ο γέρο-μάγος σταμάτησε κι έκλεισε τα μάτια ψέλνοντας σιγανά.

«Ντιάνα!» ούρλιαξε τρομοκρατημένος ο Θέρεντον, ξέροντας ότι ο Μπριντ’Αμούρ ετοιμαζόταν να τον χτυπήσει με κάτι.

Όταν άνοιξε τα μάτια του ο Μπριντ’Αμούρ, δεν εξαπέλυσε καμιά ενέργεια, αλλά το όλο αυτοπεποίθηση χαμόγελό του δεν παρηγόρησε καθόλου τον Θέρεντον. Ο δούκας οπισθοχώρησε τρομαγμένος μέχρι την άκρη του θόλου. Είδε τον δαίμονά του να έχει τα αλλόκοτα χέρια του κολλημένα πάνω στον γαλάζιο ενεργειακό μανδύα του θόλου. Ο Θέρεντον άπλωσε κι αυτός τα δικά του, προσπάθησε να τον αγγίξει, να πάρει τη δύναμή του, αλλά μετά από μερικές μάταιες προσπάθειες άρχισε να γρονθοκοπά μανιασμένα το γαλάζιο τείχος.

Ο Μπριντ’Αμούρ έκανε ένα βήμα προς τον Θέρεντον και μετά εξαφανίστηκε, για να εμφανιστεί πάλι ακριβώς πίσω από τον δούκα. Αρπάζοντας τον από τον ώμο, τον γύρισε προς το μέρος του και, πριν προλάβει εκείνος να αντιδράσει, έβαλε το χέρι πάνω στο πρόσωπο του δούκα. Κόκκινες σπίθες τινάχτηκαν από τα δάχτυλά του χτυπώντας τον Θέρεντον, που ξεφώνισε ενώ πάσχιζε τρέμοντας να σπρώξει το χέρι του Μπριντ’Αμούρ μακριά από το πρόσωπό του.

Ο δικέφαλος δαίμονας του Θέρεντον πέταξε μακριά. Μετά, αφού γύρισε ολοταχώς, χτύπησε πάνω στον θόλο με τρομακτική δύναμη. Δεν κατάφερε τίποτα όμως, απλώς αναπήδησε πάνω στη γαλάζια ενέργεια χωρίς να τη διαπεράσει.

Πίσω του, ανάμεσα στα ουρλιαχτά του δαίμονα και του Θέρεντον, ο Μπριντ’Αμούρ άκουσε τον Μίστιγκαλ να ψέλνει κινόντας τελετουργικά τα χέρια του. Μια στιγμή αργότερα μια πύρινη σφαίρα εξερράγη με κρότο στον αέρα ανάμεσα στον Μπριντ’Αμούρ και τον δούκα του Γουόρτσεστερ.

Η φωτιά, ακόμη μία από τις πιο συνηθισμένες μορφές μαγικής επίθεσης, ήταν ακριβώς το στοιχείο που θα ενεργοποιούσε το έτοιμο ξόρκι του Μπριντ’Αμούρ. Τη στιγμή που εξερράγη η πύρινη σφαίρα, όλη η υγρασία που είχε συγκεντρώσει ο Μπριντ’Αμούρ απλώθηκε προστατεύοντας τον σαν ένα υγρό τείχος. Όταν χάθηκαν οι φλόγες της όχι και τόσο ισχυρής πύρινης μπάλας, ο Μπριντ’Αμούρ ήταν άθικτος, σε αντίθεση με τον Θέρεντον που η σφαίρα τον είχε τσουρουφλίσει σε αρκετά σημεία, από τα οποία τώρα υψωνόταν καπνός.

Ο Μπριντ’Αμούρ, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του, είδε την Ντιάνα και τον Άσανον να πλησιάζουν τον Μίστιγκαλ. Ο δούκας άρχισε να τρέχει φωνάζοντας επανειλημμένα στην Ντιάνα.

Με την άκρη του ματιού του ο Μπριντ’Αμούρ είδε τον εντομόμορφο δαίμονα να απομακρύνεται λίγο από τον θόλο και να βουτάει χαμηλά. Προφανώς, είχε χωθεί στην ίδια την πέτρα. Μια στιγμή αργότερα το έδαφος κάτω από τα πόδια της Ντιάνα υψώθηκε και την έκανε να παραπατήσει, κάτι που επέτρεψε στον Μίστιγκαλ να απομακρυνθεί λίγο. Ο δαίμονας του Θέρεντον έκανε το ίδιο, και γρήγορα το έδαφος του πλατώματος άρχισε να παραμορφώνεται από μεγάλα κύματα, που έκαναν τους πέντε ανθρώπους να δυσκολεύονται να κρατήσουν την ισορροπία τους.

Αλλά το ξόρκι της Ντιάνα ήταν τέλειο, το προστατευτικό πεδίο περνούσε ακόμη και κάτω από τα πόδια τους, έτσι οι δαίμονες δεν μπορούσαν να μπουν ούτε από εκεί.

Ο Θέρεντον είχε πέσει στα γόνατα κι έσφιγγε αδύναμα το μπράτσο του Μπριντ’Αμούρ προβάλλοντας ελάχιστη αντίσταση στον ισχυρό γνήσιο μάγο. Ξέροντας ότι τον είχε πλέον κάτω από τον έλεγχό του, ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε τον Μίστιγκαλ, που φώναζε ακόμη πανικόβλητος στην Ντιάνα να συνέλθει προσπαθώντας ταυτόχρονα να απομακρυνθεί.

Ο Μπριντ’Αμούρ άρχισε να ψέλνει σηκώνοντας το ελεύθερο χέρι του προς την κατεύθυνση του Μίστιγκαλ.

Η Ντιάνα και ο Άσανον άρχισαν να κινούνται συντονισμένα, ώσπου γρήγορα τον στρίμωξαν στον θόλο. Άρχισαν να τον πλησιάζουν αργά, ο Άσανον από τα δεξιά του δούκα και η Ντιάνα από τα αριστερά.

Ξαφνικά το έδαφος υψώθηκε κάτω από τα πόδια του Άσανον πετώντας τον προς την Ντιάνα. Ο Μίστιγκαλ, με μια κραυγή έτρεξε προς τα δεξιά περνώντας πίσω από τον Μακλένι, που προσπαθούσε να βρει την ισορροπία του. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει παρά μερικά μόνο βήματα, γιατί ο Μπριντ’Αμούρ ολοκλήρωσε το ξόρκι και κρότησε με τα δάχτυλά του. Ο Μίστιγκαλ τινάχτηκε ξαφνικά προς τα εμπρός σαν να ήταν δεμένος από ένα αόρατο σχοινί αρχίζοντας να κινείται αυτόματα, με τα πόδια του σχεδόν να μην αγγίζουν το έδαφος. Αφού πέρασε ανάμεσα στην Ντιάνα και τον Άσανον ρίχνοντάς τους κάτω, συνέχισε την πτήση του μέχρι που το πρόσωπό του πήγε και κόλλησε στην παλάμη του Μπριντ’Αμούρ.

Κόκκινες σπίθες πετάχτηκαν κι από αυτό το χέρι, ενώ ο Μπριντ’Αμούρ λύγιζε τον δούκα προς τα πίσω αναγκάζοντάς τον να πέσει στα γόνατα.

Η Ντιάνα και ο Άσανον παρακολουθούσαν την ασυγκράτητη δύναμη του Μπριντ’Αμούρ από ασφαλή απόσταση. Ο Άσανον κοίταξε ερωτηματικά την Ντιάνα, αυτή όμως έκανε ένα αρνητικό νεύμα μη δοκιμάζοντας να πλησιάσει.

Ο Μπριντ’Αμούρ έγειρε το κεφάλι πίσω κι έκλεισε τα μάτια συγκεντρώνοντας όλη την προσοχή του στην απελευθέρωση της ενέργειας. Τα χέρια του Θέρεντον τον έσφιγγαν αλλά, παρ’ ότι ο δούκας ήταν μυώδης, η λαβή του δεν ήταν τόσο δυνατή πια. Ο Μίστιγκαλ δεν προέβαλλε καμία αντίσταση, απλώς κουνούσε τα χέρια του ανήμπορα στον αέρα καθώς οι κόκκινες σπίθες εισχωρούσαν στο κεφάλι του.

Ο Μπριντ’Αμούρ συντονίστηκε με το μαγικό κέντρο του Μίστιγκαλ, εκείνο τον εσωτερικό χώρο της μαγικής ενέργειας. Αισθάνθηκε τη γραμμή της δύναμης εκεί, τη σύνδεσή του με τον δαίμονα. Αισθάνθηκε τη γραμμή να λυγίζει, να λυγίζει και ξαφνικά να σπάει.

Με ένα δυνατό διαπεραστικό βουητό, ο εντομόμορφος δαίμονας εκτοξεύτηκε πίσω στην Κόλαση και τα κύματα στο έδαφος του πλατώματος λιγόστεψαν. Την ίδια ακριβώς στιγμή ο Θέρεντον, σαν να είχε πάρει καινούρια δύναμη από την τύχη του συντρόφου του, κατάφερε να σηκωθεί όρθιος.

Ο Μπριντ’Αμούρ, αφήνοντας τον Μίστιγκαλ που έπεσε ανάσκελα στην πέτρα, συγκέντρωσε όλη τη δύναμή του στον ισχυρότερο Θέρεντον. Έμειναν σε αυτήν τη στάση για λίγο, μετά όμως ο πυρήνας της δύναμης του δούκα έσπασε κι αυτός. Ο Μπριντ’Αμούρ τον άφησε και ο Θέρεντον τον κοίταξε για λίγο άναυδος. Μετά, έχοντας χάσει πια όλη του τη δύναμη, σωματική και μαγική, σωριάστηκε κάτω μπρούμυτα.

Η πέτρα κάτω από τα πόδια του Μπριντ’Αμούρ ησύχασε ξαφνικά, καθώς ο δικέφαλος δαίμονας ακολούθησε τον σύντροφό του στην Κόλαση. Η σύνδεσή τους με τον κόσμο είχε κοπεί ολοκληρωτικά.

Ο Μπριντ’Αμούρ γύρισε προς τον Άσανον και την Ντιάνα. Δεν ήταν ακόμη σίγουρος για τους σκοπούς τους. Προσπάθησε να δείχνει απειλητικός αλλά ήξερε ότι, αν δεχόταν επίθεση από τον ένα ή και από τους δύο, δεν θα είχε πια τις δυνάμεις να την αντιμετωπίσει.

Ο δούκας και η δούκισσα κοιτάχτηκαν και μετά άρχισαν να πλησιάζουν αργά. Η Ντιάνα σήκωσε τα χέρια της με τις παλάμες ανοιχτές, σαν να ήθελε να του δείξει ότι δεν έχουν εχθρικές διαθέσεις.

Στο έδαφος, ο Μίστιγκαλ βόγγηξε. Ο Θέρεντον ήταν τελείως ακίνητος.

«Δεν θα ξυπνήσει», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Κατέστρεψα τον πυρήνα της δύναμής του, δεν έχει πια ούτε τις ασήμαντες μαγικές δυνάμεις που είχε ως τώρα!» Προσπάθησε να κάνει τον τόνο του απειλητικό, αλλά η Ντιάνα απλώς έκανε ένα καταφατικό νεύμα σαν να περίμενε όλ’ αυτά από την αρχή.

«Δεν είμαστε εχθροί σου», είπε διαβάζοντας την δυσπιστία του Μπριντ’Αμούρ. «Ο κοινός εχθρός μας είναι ο Γκρινσπάροου, που φαίνεται ότι σήμερα έχασε άλλους δύο μάγους-δούκες».

Με ένα ξαφνικό σφύριγμα κι έναν κρότο, ο γαλάζιος θόλος εξαφανίστηκε.

«Καλό ξόρκι», είπε ο Μπριντ’Αμούρ με συγχαρητήριο τόνο.

«Έκανα χρόνια να το τελειοποιήσω», απάντησε η Ντιάνα. «Για να το χρησιμοποιήσω τη μέρα που ήξερα ότι θα ’ρθεί».

Ο Μπριντ’Αμούρ την κοίταξε με περιέργεια. «Όμως, έκανες αυτό το ισχυρό ξόρκι χωρίς βοήθεια από τον δαίμονά σου», είπε καχύποπτα.

«Δεν έχω δαίμονα», απάντησε ήρεμα η Ντιάνα.

«Ούτε κι εγώ», πρόσθεσε ο Άσανον.

Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε με δυσπιστία τον δούκα του Έρνφαστ, νιώθοντας ότι δεν ήταν τόσο σίγουρος όσο η Ντιάνα για την πορεία που είχαν ακολουθήσει οι δυο τους.

«Προτιμώ την παλιά τέχνη», είπε η Ντιάνα. «Την τέχνη της αδελφότητας».

Ο Μπριντ’Αμούρ διαπίστωσε ότι ενστικτωδώς την πίστευε. Από την άλλη μεριά, ακόμη και αν δεν την πίστευε, δεν θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Ήταν πολύ κουρασμένος είτε για να επιτεθεί στους δύο μάγους είτε για να φύγει πετώντας από το πλάτωμα. Η Ντιάνα φαινόταν επίσης εξαντλημένη. Πλησίασε αργά και έσκυψε για να κοιτάξει τους δύο νικημένους πρώην συντρόφους της.

«Ο Θέρεντον είναι νεκρός», είπε ανέκφραστα κοιτάζοντας τον Άσανον. «Ο Μίστιγκαλ ζει ακόμη».

Ο Άσανον έκανε ένα καταφατικό νεύμα. Μετά, αφού πήγε στην άκρη του πλατώματος, πήδησε στο κενό. Ο Μπριντ’Αμούρ άκουσε ένα φτερούγισμα καθώς ο δούκας μεταμορφώθηκε σε κάποιο μεγάλο νυχτοπούλι και χάθηκε.

Γύρισε στην Ντιάνα. «Ομιλητικός τύπος…» είπε.

«Ο δούκας Μακλένι θυσίασε πολλά για αυτήν τη βραδιά» του απάντησε εκείνη. «Πάρα πολλά ίσως, γι’ αυτό πρέπει να αρκεστείς στο γεγονός ότι δεν ενώθηκε με τον Θέρεντον και τον Μίστιγκαλ εναντίον σου».

«Αλλά ούτε και με βοήθησε», επεσήμανε ο Μπριντ’Αμούρ.

Η Ντιάνα δεν απάντησε. Πήγε στο κέντρο του πλατώματος και έριξε ένα υγρό στην μισοσβησμένη φωτιά. Αμέσως υψώθηκαν δυνατές φλόγες που την έλουσαν με μια πορτοκαλιά λάμψη.

«Φέρε τον Μίστιγκαλ κοντά στη φωτιά», είπε στον Μπριντ’Αμούρ. «Δεν του αξίζει να πεθάνει από το κρύο σε ένα τέτοιο μακρινό και ανώνυμο μέρος».

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπε εκείνο το βράδυ. Απόμεινε να κοιτάζει τη φωτιά για πολλή ώρα, δείχνοντας να μην αντιλαμβάνεται καν τον Μπριντ’Αμούρ που, αφού ξάπλωσε τον Μίστιγκαλ δίπλα στη φωτιά, κάθισε απέναντι της.

Ούτε ο Μπριντ’Αμούρ μίλησε. Καταλάβαινε το δίλημμα της Ντιάνα, ήξερε ότι η δούκισσα μόλις είχε απαλλαχτεί από τις πεποιθήσεις που τη στήριζαν στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της.

Загрузка...