18 Ανιχνευτές

Από όλες τις δυνάμεις του Εριαντόρ, η στρατιά του Λούθιεν είχε την πιο δύσκολη πορεία. Στα ανατολικά και τα δυτικά, οι δύο στόλοι ακολουθούσαν διαδρομές γνωστές στους ναυτικούς. Από το Τείχος του Μαλπουισάν οι καβαλάρηδες του Έραντοχ και ο στρατός του επιτρόπου Μπαϊλίγουιν θα έβγαιναν σε ανοιχτό, εύκολο έδαφος. Όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα για τον στρατό του Λούθιεν. Μια ώρα μετά την αναχώρησή τους από τη νότια πύλη του Κάερ Μακντόναλντ οι ανιχνευτές της δυτικής στρατιάς, που περιλάμβαναν τον ίδιο τον Λούθιεν, την Σιόμπαν και τους άλλους Κάτερς, προχωρούσαν προσεκτικά ανάμεσα σε κατολισθήσεις ακολουθώντας δύσβατα μονοπάτια, συχνά έχοντας ένα κατακόρυφο πέτρινο τείχος να υψώνεται δίπλα τους από τη μια μεριά κι έναν βαθύ γκρεμό να χάσκει από την άλλη.

Η στρατιά, που αριθμούσε σχεδόν έξι χιλιάδες πολεμιστές, δεν μπορούσε να κινηθεί όλη μαζί στα στενά και δύσκολα περάσματα, έτσι προχωρούσε σε μεγάλες ομάδες που τις υποστήριζαν συντονισμένες περίπολοι. Η επιχείρηση απαιτούσε προσεχτική οργάνωση. Αν οι περίπολοι δεν ερευνούσαν διεξοδικά την περιοχή, αν τους διέφευγε έστω κι ένα πέρασμα στην πορεία τους, μπορεί γρήγορα να ακολουθούσε η καταστροφή. Η κύρια ομάδα που περιλάμβανε το ένα τρίτο των στρατιωτών, τον βασιλιά, καθώς επίσης όλες τις άμαξες και τα άλογα με τα εφόδια —μεταξύ τους και τον Ριβερντάνσερ του Λούθιεν— θα ήταν ευάλωτη σε μια πιθανή ενέδρα. Οι στρατιώτες στην πλειοψηφία τους ήταν περισσότερο απασχολημένοι με την προσπάθεια να περάσουν τα άλογα και τα εφόδια από τα δύσκολα μονοπάτια, να χτίσουν αυτοσχέδιες γέφυρες ή να στηρίξουν τα ετοιμόρροπα περάσματα, παρά με την πιθανή παρουσία εχθρών γύρω τους. Οι πιο πολλοί κουβαλούσαν φτυάρια και σφυριά, όχι σπαθιά, έτσι αν κάποιοι μονόφθαλμοι, ιδιαίτερα οι καλά εκπαιδευμένοι Πραιτωριανοί Φρουροί, κατάφερναν να γλιστρήσουν απαρατήρητοι ανάμεσα στις ομάδες των ανιχνευτών, μπορεί να πετύχαιναν να σταματήσουν την προέλαση ολόκληρης της στρατιάς.

Η δουλειά του Λούθιεν ήταν να φροντίσει να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Είχε χωρίσει τις υπόλοιπες τέσσερις χιλιάδες άνδρες σε ομάδες διαφόρων μεγεθών. Πεντακόσια άτομα προχωρούσαν μπροστά από την κύρια δύναμη σημαδεύοντας τα μονοπάτια που έπρεπε να ακολουθήσει. Άλλοι πεντακόσιοι ακολουθούσαν το κύριο σώμα προφυλάσσοντας τα νώτα του. Στο πιο δύσκολο έδαφος, έξω από το κεντρική διαδρομή, τα πράγματα ήταν λιγότερο οργανωμένα. Υπήρχαν περίπολοι που η δύναμή τους κυμαινόταν από έναν μόνο άνδρα (κυρίως άτομα που είχαν ζήσει απομονωμένα για πολλά χρόνια σε αυτά τα μέρη του Άιρον Κρος) μέχρι ομάδες υποστήριξης εκατό πολεμιστών, οι οποίες σάρωναν προκαθορισμένες περιοχές αυτοσχεδιάζοντας για να γνωρίσουν κάθε τμήμα αυτών των απάτητων βουνών. Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν ταξίδευαν μαζί με μια δωδεκάδα ξωτικά από τους Κάτερς. Μερικές φορές έβλεπαν και τους δώδεκα συντρόφους τους και άλλες έμεναν τελείως μόνοι μέσα στα πανύψηλα και μεγαλόπρεπα βουνά.

«Θα νιώσω πολύ καλύτερα όταν συναντηθούμε με τον στρατό του Μπέλικ», είπε ο Λούθιεν καθώς προχωρούσαν σε μια ανοιχτή περιοχή διαλέγοντας προσεχτικά τον δρόμο τους γύρω από μεγάλα βράχια. Ο Λούθιεν κοίταξε γύρω και, τριάντα μέτρα πιο ψηλά στην πλαγιά του βουνού, είδε δυο ξωτικά να βγαίνουν από μια μικρή συστάδα δέντρων και να τρέχουν με απίστευτη ευκινησία πάνω στις κοφτερές πέτρες. Θαυμάζοντας τη χάρη τους καθώς ο ίδιος σκόνταφτε για εκατοστή φορά, ευχήθηκε να είχε λίγο αίμα ξωτικού στις φλέβες του!

Η Σιόμπαν, που ακολουθούσε τον Λούθιεν, δεν διαφώνησε αλλά του απάντησε με μισή καρδιά, πράγμα που έκανε τον Λούθιεν να γυρίσει για να την κοιτάξει. Σταμάτησε και τον κοίταξε κι αυτή.

Τα διακόσια σχεδόν ξωτικά που συνόδευαν το στράτευμα του Κάερ Μακντόναλντ είχαν εκφράσει καθαρά τις αντιρρήσεις τους για την πορεία που θα ακολουθούσε ο στρατός, όταν θα συναντούσαν τους νάνους. Ο βασιλιάς Μπέλικ είχε ανακοινώσει ότι οι νάνοι του δουλεύουν σκληρά για να ανοίξουν τούνελ, που θα επέτρεπαν στον στρατό να περάσει πιο εύκολα το Άιρον Κρος. Τα ξωτικά και οι νάνοι τα πήγαιναν πολύ καλά μεταξύ τους, αλλά οι νεραϊδογέννητοι αντιπαθούσαν τα βαθιά, σκοτεινά τούνελ. Ήταν ενάντια στη φύση τους.

Η Σιόμπαν είχε εξηγήσει το πρόβλημα στις τελικές τους συζητήσεις και ο Λούθιεν πίστευε ότι δόθηκε ικανοποιητική λύση. Αποφασίστηκε ότι, αν οι νάνοι του Μπέλικ κατάφερναν να ανοίξουν τις στοές, θα περνούσε από εκεί μόνο η κύρια δύναμη που ήταν φορτωμένη με τα εφόδια, ενώ οι υπόλοιποι θα συνέχιζαν στην πορεία τους πάνω στην επιφάνεια του εδάφους. Έτσι ο Λούθιεν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήταν τόσο σκυθρωπή η Σιόμπαν.

«Ο Όλιβερ;» τη ρώτησε.

Η Σιόμπαν δεν απάντησε, απλώς του έκανε νεύμα με το λεπτό πιγούνι της να προχωρήσει. Ο Λούθιεν συνέχισε την πορεία του σίγουρος ότι είχε χτυπήσει τον στόχο. Ένοιωθε κι ο ίδιος τον πόνο για τον χωρισμό του από την Κατρίν, ιδιαίτερα αφού γνώριζε ότι η αγαπημένη του θα αντιμετώπιζε μεγάλους κινδύνους. Μήπως και η Σιόμπαν ένιωθε το ίδιο πράγμα για τον χωρισμό της από τον Όλιβερ;

Αυτή η σκέψη του έφερε ένα αυθόρμητο γέλιο. Ξερόβηξε για να το καλύψει κάνοντας ότι σκοντάφτει, καθώς δεν ήθελε να προσβάλει την Σιόμπαν.

Η μισοξωτική όμως, καταλαβαίνοντας, ήξερε ότι το γέλιο του Λούθιεν ήταν μια ένδειξη για το τι θα αντιμετώπιζε και από τους άλλους. Το δέχτηκε στωικά και συνέχισε να βαδίζει χωρίς να πει λέξη.

Μόλις βασίλεψε ο ήλιος απλώθηκαν παντού βαθιές σκιές και, παρ’ όλο που δεν είχε τελειώσει ακόμη ο Αύγουστος, ο νυχτερινός αέρας ήταν πολύ πιο ψυχρός, μια παγερή υπενθύμιση ότι δεν έπρεπε να καθυστερήσουν στα βουνά, ούτε να αναγκαστούν να υποχωρήσουν προς το Άιρον Κρος απο τη στιγμή που θα έβγαιναν στις βόρειες πεδιάδες του Άβον.

Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν, ερχόμενοι σε επαφή με τους άλλους Κάτερς στην περιοχή τους, καθόρισαν μια γενική περίμετρο δράσης ώστε να είναι σίγουροι ότι παρακολουθούν όλα τα περάσματα. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πίσω τους είχε στρατοπεδεύσει μια ομάδα εβδομήντα περίπου πολεμιστών.

Η Σιόμπαν βρήκε μια εσοχή για την ίδια και τον Λούθιεν, ένα μέρος με ψηλούς βράχους από τις τρεις πλευρές και μια μεγάλη προεξοχή σαν σκεπή από πάνω. Εκεί θα ήταν προστατευμένοι από τον άνεμο. Ο Λούθιεν τόλμησε να ανάψει μια μικρή φωτιά στο βάθος της εσοχής, ξέροντας ότι το φως δεν θα φαινόταν απ’ έξω.

Ο Λούθιεν ένιωθε κάποια αμηχανία —όπως και η Σιόμπαν, άλλωστε— έτσι όπως βρέθηκαν τελείως μόνοι αυτό το ήσυχο καλοκαιρινό βράδυ. Είχαν υπάρξει εραστές στο παρελθόν, παθιασμένοι εραστές, και υπήρχε ακόμη μια αναμφισβήτητη έλξη ανάμεσά τους.

Ο Λούθιεν κάθισε με την πλάτη στον τοίχο κοντά στο άνοιγμα, τυλίγοντας τον πορφυρό μανδύα γύρω του για να προστατευτεί από τον παγερό αέρα. Προσπάθησε να συγκεντρώσει την προσοχή του στη σκοτεινή γραμμή του μονοπατιού από κάτω, αλλά κάθε τόσο κοίταζε την όμορφη Σιόμπαν που ήταν ξαπλωμένη κοντά στη φωτιά. Θυμήθηκε κάποιες από τις εμπειρίες που είχε ζήσει μαζί της στο Κάερ Μακντόναλντ, την εποχή που η πόλη λεγόταν Μόντφορτ, όταν ήταν δούκας ο Μόρκνεϊ και η ζωή φαινόταν πιο απλή. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του καθώς σκέφτηκε την πρώτη του συνάντηση μαζί της. Είχε πάει να τη σώσει νομίζοντας ότι είναι μια κακόμοιρη ταλαιπωρημένη σκλάβα, για να ανακαλύψει ότι ήταν από τους αρχηγούς της πιο διαβόητης συμμορίας κλεφτών σε όλο το Μόντφορτ! Η σκέψη και μόνο ότι είχε θεωρήσει την Σιόμπαν ένα ανήμπορο θύμα, τον έκανε να νιώσει ανόητος. Η μισοξωτική ήταν ένας από τους ικανότερους ανθρώπους που είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του!

Ήταν φίλη του τώρα, ένας από τους πιο αγαπητούς ανθρώπους στη ζωή του.

Μόνο φίλη του.

«Δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα τόσο αργά», είπε η Σιόμπαν βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του.

Ο Λούθιεν συμφώνησε. «Σίγουρα. Τα μονοπάτια του βουνού είναι επικίνδυνα τη νύχτα, εκτός αν οι μονόφθαλμοι κάνουν τη βλακεία να κουβαλούν δαυλούς, οπότε θα τους πάρουν είδηση όλοι οι στρατιώτες του Εριαντόρ. Δεν χρειάζεται να φυλάμε σκοπιά».

Η Σιόμπαν κατένευσε και γύρισε από την άλλη.

Ο Λούθιεν σκέφτηκε πόσο τυχερός ήταν. Η Κατρίν, παρ’ ότι ήξερε πως εκείνος θα ταξίδευε με την Σιόμπαν, είχε πάει πρόθυμα στο Πορτ Τσάρλι, λυπημένη από τον χωρισμό της με τον Λούθιεν αλλά χωρίς να του αναφέρει λέξη για την παλιά σχέση του με την ξωτική. Του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και ο Λούθιεν ήξερε μέσα στην καρδιά του ότι αυτή η εμπιστοσύνη δεν ήταν αβάσιμη. Τα συναισθήματα για την Σιόμπαν παρέμεναν δυνατά μέσα του. Δεν μπορούσε να αρνηθεί την ομορφιά της ή ότι η αγάπη του γι’ αυτήν ήταν γνήσια από πολλές απόψεις. Αλλά η Σιόμπαν ήταν φίλη, μια αγαπημένη και έμπιστη σύντροφος, τίποτα παραπάνω. Η Κατρίν Ο’ Χέιλ ήταν η μοναδική γυναίκα για τον Λούθιεν Μπέντγουιρ.

Το καταλάβαινε αυτό, το ένιωθε χωρίς ενδοιασμούς, και η Κατρίν, ξέροντάς τον καλά, του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.

Έτσι όπως καθόταν πάνω στην πέτρα ακούγοντας μόνο κάποια κροταλίσματα πού και πού από τη φωτιά και το βογγητό του ανέμου ανάμεσα στους πέτρες, με την ομορφιά των αστεριών από πάνω και την Σιόμπαν να του κρατάει συντροφιά, ο Λούθιεν Μπέντγουιρ ένιωσε πόσο τυχερός είχε σταθεί στη ζωή του. Με τον νου του γεμάτο από σκέψεις αγάπης για την Κατρίν, αποκοιμήθηκε γαλήνια σαν παιδί.


Η Σιόμπαν δεν μπορούσε να ησυχάσει. Παρακολουθούσε τον Λούθιεν και, όταν βεβαιώθηκε ότι είχε κοιμηθεί, έβγαλε από την τσέπη της μια τυλιγμένη περγαμηνή. Συνεχίζοντας να κοιτάζει κάθε τόσο τον Λούθιεν, την άνοιξε με προσοχή σκύβοντας κοντά στη φωτιά για να τη διαβάσει για άλλη μια φορά.

Στην Σιόμπαν τη γλυκιά μισοξωτική,

Από έναν χάφλινγκ γενναίο και πιστό!

Του πολέμου το καθήκον με καλεί,

Μακριά απ’ το γλυκό μου ρόδο να βρεθώ.

Μα μήτε θάλασσα μήτε στεριά

Μήτε βουνά, ποτάμια και μονόφθαλμοι,

Δεν σταματούν τη σκέψη μας στον άλλο σαν πετά,

Δεν κρύβουν της καρδιάς μας την απόφαση.

Μια αύρα το γενάκι μου φυσά,

Καθώς γυρίζω την ομορφιά σου να θαυμάσω.

Γιατί να μ’έχει τόση ανάγκη η στρατιά;

Όμως του ήρωα το καθήκον πάω να κάνω!

Φεύγω, μα όχι για πολύ!

Όλιβερ

Η Σιόμπαν, αφού δίπλωσε πάλι προσεχτικά το γράμμα, το έβαλε στην τσέπη της. «Χαζέ Όλιβερ!» ψιθύρισε κουνώντας το κεφάλι, αναρωτούμενη σε τι πάει να μπλέξει. Πήρε ένα ξύλο και σκάλισε τη φωτιά καταφέρνοντας να ανάψει μια μικρή φλόγα από τα σχεδόν καμένα ξύλα.

Τι είναι αυτά τα καμώματα του Όλιβερ; αναρωτήθηκε και αναστέναξε βαθιά, ξέροντας ότι οι ρομαντικές διαθέσεις του χάφλινγκ απέναντι της μπορεί να την γελοιοποιούσαν. Ο Όλιβερ είχε μια δικαιολογημένη φήμη γόη ανάμεσα σε πλύστρες κι άλλες αφελείς γυναίκες, αλλά εκείνες που καταλάβαιναν καλύτερα τον κόσμο, που έβλεπαν την αλήθεια πίσω από τους κομπασμούς και τα κλεμμένα πολυτελή ρούχα του χάφλινγκ, θεωρούσαν αστεία αυτή την πλευρά του. Τα άτεχνα ποιήματά του, σαν αυτό που της έστειλε με το γράμμα, μπορεί να εντυπωσίαζαν μια νεαρή κοπέλα ή μια γυναίκα που ζει άχαρη ζωή και δεν έχει διαβάσει τα έργα των μεγάλων βάρδων, αλλά η Σιόμπαν δεν ήταν κανένα ανόητο κοριτσόπουλο. Έβλεπε τον χάφλινγκ καθαρά, όπως πραγματικά είναι.

Τότε όμως γιατί της έλειπε τόσο πολύ;

Η Σιόμπαν κοίταξε τον Λούθιεν χαμογέλώντας με τα ροχαλητά του. Η φλόγα είχε σβήσει, η φωτιά ήταν ένας σωρός από πορτοκαλί κάρβουνα αλλά ζέσταινε αρκετά, έτσι η Σιόμπαν βολεύτηκε στη θέση της και, αφού έριξε μια τελευταία ματιά για να βεβαιωθεί ότι το μονοπάτι είναι άδειο, άφησε να την πάρει ο ύπνος.

Ένας ύπνος γεμάτος από τις εικόνες ενός συγκεκριμένου χάφλινγκ.


Η επόμενη μέρα ξημέρωσε κρύα και συννεφιασμένη, με τον ουρανό να προμηνύει βροχή. Μια πυκνή ομίχλη σκέπαζε τα βουνά ανεβαίνοντας από τους ποταμούς για να ενωθεί με τα χαμηλά σύννεφα, έτσι ώστε όλος ο κόσμος γύρω τους έμοιαζε γκρίζος. Η καταχνιά δεν περιόριζε μόνο την ορατότητα αλλά έπνιγε και τους ήχους, έτσι ο Λούθιεν με την Σιόμπαν χρειάστηκαν αρκετή ώρα για να εντοπίσουν τους Κάτερς, που ήταν κατασκηνωμένοι εκεί κοντά.

Ένα από τα ξωτικά πρότεινε να περιμένουν μέχρι να διαλυθεί η ομίχλη, όμως ο Λούθιεν δεν συμφώνησε.

«Τα πλοία έχουν ξεκινήσει», τους υπενθύμισε. «Η άλλη στρατιά έχει περάσει το Τείχος του Μαλπουισάν. Ενώ εμείς καθόμαστε εδώ και μιλάμε, αυτοί μπορεί να πλησιάζουν στο Πρίνσταουν».

Χωρίς άλλες αντιρρήσεις, τα μέλη της ομάδας σχεδίασαν τις διαδρομές που θα ακολουθούσαν και χώρισαν αφήνοντας δύο ξωτικά σε εκείνο το σημείο του κύριου μονοπατιού, να περιμένουν τους επικεφαλείς της δύναμης που ακολουθούσε.

Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν προχωρούσαν σταθερά, ενώ οι άλλοι ανιχνευτές χάθηκαν από τα μάτια τους σχεδόν αμέσως μόλις ξεκίνησαν. Ένιωθαν τελείως μόνοι, μολονότι ήξεραν ότι δεν είναι. Βρίσκονταν βαθιά μέσα στο Άιρον Κρος τώρα, πολλά χιλιόμετρα πιο μακριά από το σημείο όπου είχαν φτάσει για να πιάσουν τον δούκα Ρέσμορ. Ήξεραν ότι οι άλλες ομάδες ανιχνευτών ήταν κοντά, αλλά εξίσου κοντά μπορεί να ήταν και οι μονόφθαλμοι.

Πριν περάσει πολλή ώρα, οι φόβοι τους επιβεβαιώθηκαν. Ο Λούθιεν ανέβηκε πρώτος σε έναν βράχο, έφτασε στην κορυφή του και κοίταξε προσεχτικά προς τα κάτω.

Στο ξέφωτο ανάμεσα στα βράχια υπήρχε ένα στρατόπεδο Κυκλωπιανών. Μια χούφτα μονόφθαλμοι κινούνταν γύρω από τα μαυρισμένα υπολείμματα της νυχτερινής φωτιάς τους μαζεύοντας τα εφόδια. Ένας γυάλιζε ένα τεράστιο σπαθί, κάποιος δεύτερος ακόνιζε τη αιχμή της λόγχης του, ενώ δύο άλλοι φορούσαν τις ασημόμαυρες στολές που γνώριζαν πολύ καλά ο Λούθιεν και η Σιόμπαν.

«Πραιτωριανοί», ψιθύρισε ο Λούθιεν όταν ήρθε δίπλα του η Σιόμπαν με το τόξο στα χέρια. «Κρίμα που δεν ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα όταν ψάχναμε αποδείξεις για την ανάμειξη του Γκρινσπάροου. Καλύτερα αυτοί, παρά να έχεις να αντιμετωπίσεις έναν μάγο!»

«Πραιτωριανοί φρουροί σε ουδέτερη περιοχή των βουνών. Αυτό δεν θα αποδείκνυε τίποτα», είπε η Σιόμπαν. Σώπασε κι έσκυψε πιο χαμηλά καθώς ένας από τους μονόφθαλμους απομακρύνθηκε λίγο από το στρατόπεδο κρατώντας ένα κουβά με βρόμικο νερό. Χωρίς να αντιληφθεί τους δυο φίλους, άδειασε το νερό στα βράχια και γύρισε πίσω.

Ο Λούθιεν αποδέχτηκε την επισήμανση της Σιόμπαν με ένα καταφατικό νεύμα, αλλά μετά την κοίταξε με νόημα. «Τώρα όμως έχει γίνει επίσημη κήρυξη πολέμου», είπε, «οπότε έχουμε μπροστά μας τον εχθρό».

Η Σιόμπαν εξέτασε με προσοχή τον καταυλισμό των μονόφθαλμων. «Εφτά, τουλάχιστον», είπε. «Κι εμείς είμαστε μόνο δύο». Κοίταξε γύρω τους, όπως και ο νεαρός Μπέντγουιρ, αλλά δεν είδαν κανένα από τα άλλα μέλη της ομάδας τους.

Μετά, τα μάτια τους συναντήθηκαν. Χαμογέλασαν και οι δύο σηκώνοντας τους ώμους. «Τους σκοτώνουμε γρήγορα», ήταν η μόνη συμβουλή που πρόσφερε η Σιόμπαν.

Ο Λούθιεν τράβηξε τον Τυφλωτή μελετώντας τις κινήσεις των Κυκλωπιανών. Ένας ήταν κοντά στη φωτιά και μάζευε κάρβουνα σε έναν σάκο, οι άλλοι όμως, όντας στην περίμετρο του ξέφωτου, φαίνονταν μόνο σαν γκρίζες σκιές μέσα στην ομίχλη.

«Σε λίγο θα είναι έξι», είπε ο Λούθιεν. Δρασκέλισε την κορυφή του βράχου κι άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα και αθόρυβα στην κατηφόρα.

Ένας μονόφθαλμος προς τα δεξιά ξεφώνισε, έτσι ο Λούθιεν κατέβηκε την υπόλοιπη απόσταση τρέχοντας κι όρμησε στον Κυκλωπιανό, που τράβηξε το σπαθί του για να τον αντιμετωπίσει.

Ένα βέλος πέρασε σφυρίζοντας πάνω από τον ώμο του Λούθιεν που, ξαφνιασμένος, ενστικτωδώς έσκυψε προς τα αριστερά. Καθώς το βέλος βρήκε τον Κυκλωπιανό στον ώμο, ο Λούθιεν ακολούθησε αμέσως την ορμή της προηγούμενης κίνησής του γονατίζοντας με το ένα πόδι και κάνοντας μια πλήρη περιστροφή. Στο τέλος της κίνησης, ενώ ορθωνόταν κρατώντας τον Τυφλωτή και με τα δύο χέρια, άνοιξε ένα μεγάλο τραύμα στα πλευρά και στο στήθος του αντιπάλου του.

Όταν ο Κυκλωπιανός σωριάστηκε κάτω ετοιμοθάνατος, ο Λούθιεν δεν έδωσε σημασία. Αφού έτρεξε στα δεξιά, σήκωσε το σπαθί του ψηλά αποκρούοντας το τσεκούρι ενός άλλου Κυκλωπιανού. Αμέσως γύρισε το σπαθί διαγώνια παραμερίζοντας το όπλο του μονόφθαλμου και μετά του έδωσε μια γροθιά με το χέρι που κρατούσε τον Τυφλωτή. Τα σκαλιστά φτερά του δράκοντα στη λαβή του σπαθιού άνοιξαν ένα βαθύ τραύμα κοντά στο μάτι του Κυκλωπιανού, που υποχώρησε παραπατώντας κι έχοντας χάσει την όρασή του από τα αίματα.

Ο Λούθιεν δεν πρόλαβε να τον αποτελειώσει, γιατί ένας άλλος μονόφθαλμος όρμησε πάνω του αναγκάζοντάς τον να γυρίσει γρήγορα στα αριστερά και να τινάξει το σπαθί για να αποκρούσει την λόγχη που εκτινάχθηκε εναντίον του.


Η Σιόμπαν, έχοντας έτοιμο ένα δεύτερο βέλος στο τόξο της, ακολουθούσε την επίθεση του Λούθιεν θέλοντας να αποτελειώσει τον αντίπαλό του. Είδε όμως κίνηση με την άκρη του ματιού της και σταμάτησε. Ένας Κυκλωπιανός, έχοντας κάνει κυκλωτική κίνηση αναμέσα στους βράχους, πλησίαζε τον Λούθιεν από πίσω.

Μόλις ξεπρόβαλε, η Σιόμπαν εκτόξευσε το βέλος ξέροντας ότι η σκόπευσή της έπρεπε να είναι τέλεια. Θα προλάβαινε να ρίξει μόνο μία βολή για να σώσει τον φίλο της.

Το βέλος καρφώθηκε βαθιά στο κεφάλι του μονόφθαλμου, που σωριάστηκε κάτω χωρίς να βγάλει άχνα.

Με αστραπιαίες αρμονικές κινήσεις, η Σιόμπαν πέρασε άλλο βέλος στο τόξο και έριξε. Αυτήν τη φορά αυλάκωσε το στήθος του Κυκλωπιανού τον οποίο είχε χτυπήσει ο Λούθιεν στο πρόσωπο. Ο μονόφθαλμος έκανε μερικά ακόμη βήματα πίσω δίνοντας πολύτιμο χρόνο στον Λούθιεν.

Αλλά ξαφνικά η Σιόμπαν δεν μπορούσε να τον βοηθήσει πια, καθώς είδε στα αριστερά του ξέφωτου δυο Κυκλωπιανούς να ανεβαίνουν προς το μέρος της. Εκτόξευσε αμέσως ένα καινούργιο βέλος, που βρήκε τον πρώτο από τους μονόφθαλμους στην κοιλιά διπλώνοντάς τον στα δύο.

Δεν πρόλαβε καλά-καλά να χαμογελάσει με τον δεύτερο μονόφθαλμο, που κρύφτηκε πανικόβλητος πίσω από μερικά βράχια, όταν αντιλήφθηκε ότι κάποιος άλλος Κυκλωπιανός είχε εμφανιστεί μέσα από την ομίχλη και στεκόταν από πάνω της με το τσεκούρι σηκωμένο.

«Ήταν οχτώ», μουρμούρισε η Σιόμπαν.


Η λόγχη έκανε τρία απανωτά οριζόντια χτυπήματα, αλλά ο Λούθιεν κατάφερε να τα αποκρούσει ή να τα αποφύγει παραμερίζοντας. Με γυρισμένη την πλάτη στην Σιόμπαν τώρα, είχε καταλάβει ότι η φίλη του δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο Λούθιεν είδε άλλον ένα Κυκλωπιανό να πλησιάζει από πίσω του.

Αφού μέτρησε τα βήματα, παραμέρισε πάλι την τελευταία στιγμή αποφεύγοντας για μερικά εκατοστά τη λόγχη, που κόντεψε να τον σουβλίσει. Ο μονόφθαλμος έχασε την ισορροπία του, η ορμή του τον έκανε να περάσει παραπατώντας δίπλα από τον Λούθιεν, έτσι ώστε παραλίγο να καρφώσει τον σύντροφό του.

Ο Λούθιεν όρμησε αμέσως ελπίζοντας να καταφέρει κάποια χτυπήματα στους μονόφθαλμους μέσα στη σύγχυση. Όμως είχε να κάνει με Πραιτωριανούς Φρουρούς, καλά εκπαιδευμένους βετεράνους. Την ώρα που ο σύντροφός του προσπαθούσε να ξαναβρεί την ισορροπία του, ο άλλος μονόφθαλμος μπήκε μπροστά αποκρούοντας με τη λόγχη τις επιθέσεις του Λούθιεν.

Ο νέος συνέχισε την επίθεση για λίγο και μετά παραμέρισε αποκρούοντας έναν λογχισμό από τον δεύτερο μονόφθαλμο. Κινήθηκε πάλι αριστερά αναγκάζοντας τον πρώτο να υποχωρήσει, ώσπου κατόπιν οπισθοχώρησε κι ο ίδιος χτυπώντας με τον Τυφλωτή.

Ενώ η λόγχη περνούσε μπροστά του, ο Λούθιεν διέγραψε έναν πλήρη κύκλο από την άλλη μεριά σκύβοντας ταυτόχρονα και προσπαθώντας να βρει ένα άνοιγμα στην άμυνα του μονόφθαλμου.

Εκείνος κάρφωσε την αιχμή της λόγχης στο έδαφος και οπισθοχώρησε.

Ο Λούθιεν άπλωσε το σπαθί του υποχρεώνοντας τον Κυκλωπιανό να οπισθοχωρήσει περισσότερο και να τεντώσει το χέρι που κρατούσε τη λόγχη. Ο άλλος Κυκλωπιανός ετοιμαζόταν να επιτεθεί ξανά, όμως ο Λούθιεν τον χτύπησε δυνατά με το ελεύθερο χέρι του σπάζοντάς του τη μύτη.

Μετά αναγκάστηκε να πηδήσει προς τα πίσω έχοντας ξανά απέναντι του και τους δύο Κυκλωπιανούς. Άρχισαν μια νέα επίθεση δείχνοντας περισσότερο σεβασμό αυτήν τη φορά, χρησιμοποιώντας συστηματικές κινήσεις που ο Λούθιεν μπορούσε εύκολα να αποκρούσει, αλλά διατηρώντας μια κοινή άμυνα και κρατώντας τον μακριά τους.

Σιγά-σιγά οι Κυκλωπιανοί επιτάχυναν τον ρυθμό τους χτυπώντας οργανωμένα, χωρίς να αφήνουν ανοίγματα στον Λούθιεν, που αναγκάστηκε να αρχίσει να υποχωρεί.


Αντιδρώντας από ένστικτο η Σιόμπαν, αφού έπιασε το τόξο από την άκρη και με τα δύο χέρια, πλησίασε αστραπιαία τον Κυκλωπιανό που είχε ακόμη σηκωμένα τα χέρια και τον χτύπησε με αυτό στο πρόσωπο κάνοντας τον να οπισθοχωρήσει. Μετά έπιασε πάλι κανονικά το τόξο με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα.

Πριν προλάβει ο μονόφθαλμος να κάνει ένα βήμα μπροστά, η Σιόμπαν τράβηξε τη χορδή εκτοξεύοντας το βέλος σχεδόν εξ επαφής.

Ο Κυκλωπιανός έπεσε πίσω και χάθηκε μέσα στην ομίχλη.

Η Σιόμπαν, γυρίζοντας, είδε τον άλλο Κυκλωπιανό να έχει ξεπροβάλλει από τα βράχια και να τρέχει κατά πάνω της. Πίσω του ερχόταν ο σύντροφός του κρατώντας ακόμη την κοιλιά του, σε μια μάταιη προσπάθεια να ακολουθήσει την επίθεση.

Κατάλαβε ότι δεν προλάβαινε να ρίξει άλλο βέλος, έτσι άφησε το τόξο και όρμησε μπροστά τραβώντας το λεπτό και κοντό ξίφος της. Όταν έφτασε στην κορυφή της ράχης, πήδησε ψηλά και μακριά, πάνω από το σπαθί του αντιπάλου της. Τον χτύπησε με το δικό της σπαθί καθώς περνούσε και τον τραυμάτισε στον ώμο, αλλά το χτύπημα δεν είχε μεγάλη δύναμη, γι’ αυτό το τραύμα δεν ήταν σοβαρό.

Προσγειώθηκε με άνεση και μετά κατέβηκε την επικίνδυνη πλαγιά. Είχε κινηθεί τόσο γρήγορα ώστε ο μονόφθαλμος με το βέλος στην κοιλιά δεν πρόλαβε να αντιληφθεί τον κίνδυνο, έτσι η Σιόμπαν τον αποτελείωσε με ένα χτύπημα στον σβέρκο, καθώς περνούσε δίπλα του.

Ο άλλος μονόφθαλμος την ακολούθησε αμέσως καθώς η όμορφη μισοξωτική έβγαινε από το ξέφωτο προς τα αριστερά, μακριά από τον μαχόμενο Λούθιεν.


Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει κάτι δραματικό γρήγορα, γιατί ο τρίτος μονόφθαλμος ήταν ζαλισμένος και ματωμένος αλλά δεν είχε βγει εκτός μάχης, οπότε γρήγορα θα ξαναέμπαινε κι αυτός στην επίθεση. Εξαπέλυσε μια σειρά από δυνατά χτυπήματα με τον Τυφλωτή που οι μονόφθαλμοι κατάφεραν να αποκρούσουν, αλλά ο Λούθιεν χρησιμοποίησε την ορμή του για να αποσπαστεί από τη συμπλοκή και να τρέξει προς το βάθος του μικρού ξέφωτου. Αφού σκαρφάλωσε στο πλάι ενός βράχου, πήδησε μακριά αποφεύγοντας τον λογχισμό του Κυκλωπιανού που τον είχε ακολουθήσει. Προσγειώθηκε κοντά του έχοντας τον αντίπαλο πίσω του κι ελεύθερο χώρο μπροστά του και οπισθοχώρησε ταχύτατα, κάνοντας ακριβώς το αντίθετο από αυτό που περίμενε ο Κυκλωπιανός, ο οποίος στρεφόταν ήδη με τη λόγχη, σίγουρος ότι θα καταφέρει να τον καρφώσει.

Γρήγορα όμως ο μονόφθαλμος κατάλαβε το λάθος του όταν, ο Λούθιεν, απέφυγε εύκολα τη λόγχη και περιστράφηκε σκύβοντας. Ο Τυφλωτής, αφού διέγραψε μια κυκλική τροχιά, βρήκε τον Κυκλωπιανό στον γοφό. Αυτός πήδησε στο πλάι, πέφτοντας πάνω στον ίδιο βράχο όπου είχε σκαρφαλώσει ο Λούθιεν. Εκεί γύρισε προς τον αντίπαλό του σίγουρος ότι γρήγορα θα ακολουθήσει το χτύπημα που θα τον αποτελείωνε.

Αλλά ο Λούθιεν δεν μπόρεσε να συνεχίσει την επίθεση, γιατί είχε πλησιάσει και ο δεύτερος μονόφθαλμος, που τον ανάγκασε να περάσει πάλι στην άμυνα.


Στις χώρες της Θάλασσας του Άβον, κανείς δεν μπορεί να κινηθεί στα τυφλά καλύτερα από τους νεραϊδογέννητους, που περνούν πολλές σκοτεινές νύχτες χορεύοντας ανάμεσα στα δέντρα. Έτσι η πυκνή ομίχλη βοήθησε την Σιόμπαν, καθώς μεγάλωνε την απόστασή της από τον Κυκλωπιανό που την κυνηγούσε. Ακολουθώντας μια κυκλική διαδρομή, χαμογέλασε βλοσυρά όταν βρήκε πάλι μπροστά της το πτώμα του μονόφθαλμου που είχε σκοτώσει εξ επαφής, όπως και το τόξο της μερικά μέτρα μακριά στο έδαφος.

Άκουσε τα γρυλλίσματα του λαχανιασμένου μονόφθαλμου να πλησιάζουν πίσω της. Έτρεξε στο τόξο και το πήρε και, όταν ο Κυκλωπιανός βγήκε από την ομίχλη είδε την καταδίκη του.

Σήκωσε τα χοντρά του χέρια ζητώντας έλεος και, αν η μάχη είτε τελειώσει, αν ο Λούθιεν δεν κινδύνευε μερικά μέτρα πιο κάτω, η Σιόμπαν μπορεί να μην είχε εκτοξεύσει το βέλος. Δεν μπορούσε όμως να μη ρίξει με αυτές τις συνθήκες, γιατί ήταν σίγουρη ότι αν έπαιρνε τα μάτια της από τον “αιχμάλωτο”, ο μονόφθαλμος θα ορμούσε πάνω της να την πνίξει.

Το βέλος πέρασε ανάμεσα στα σηκωμένα χέρια του, βρήκε τον χοντρό θώρακα του Κυκλωπιανού και εξοστρακίστηκε προς τα πάνω για να διαπεράσει τον λαιμό του. Ο Κυκλωπιανός έμεινε όρθιος για μερικές στιγμές ακόμη κουνώντας ηλίθια τα χέρια του και μετά σωριάστηκε στα γόνατα βγάζοντας έναν ρόγχο χωρίς νόημα, στην προσπάθειά του να μιλήσει.

Η Σιόμπαν γύρισε αμέσως στον Λούθιεν. Αντιμετώπιζε δύο Κυκλωπιανούς, που γρήγορα θα γίνονταν τρεις. Σκέφτηκε να αφήσει το τόξο για να τραβήξει πάλι το σπαθί της, αλλά φοβήθηκε ότι δεν είχε χρόνο.

«Κάτω!» φώναξε, ελπίζοντας να καταλάβει ο φίλος της.

Ο Λούθιεν δεν ήξερε τι συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να υπακούσει, έτσι κύλησε προς τα πίσω. Δεν είχε προλάβει να πέσει, όταν ένα βέλος έσκισε τον αέρα πάνω από το κεφάλι του και καρφώθηκε στο στήθος του ενός Κυκλωπιανού. Αυτός έκανε μερικά βήματα πίσω κουνώντας τα χέρια του σαν κοτόπουλο, ώσπου σωριάστηκε κάτω.

Ο άλλος μονόφθαλμος είχε ακολουθήσει την κίνηση του Λούθιεν, όμως έκανε το λάθος να ρίξει μια ματιά στον σύντροφό του. Αυτή η στιγμή του δισταγμού έδωσε στον Λούθιεν την ευκαιρία που χρειαζόταν. Σηκώθηκε αστραπιαία παραμένοντας χαμηλά ενώ ο Τυφλωτής, περνώντας κάτω από το όπλο του αντιπάλου, καρφώθηκε στην κοιλιά του προς τα πάνω με τη αιχμή του σπαθιού να σκίζει το διάφραγμα και τα πνευμόνια του.

Ο Κυκλωπιανός έπεσε πίσω, με τον Λούθιεν να αναγκάζεται να τον ακολουθήσει για να καταλήξει από πάνω του.

Καθώς ένα βέλος πέρασε δίπλα του, κατάλαβε ότι ο τελευταίος μονόφθαλμος έμπαινε κι αυτός στη μάχη. Ο Λούθιεν είδε με κάποια ανησυχία ότι η Σιόμπαν είχε αστοχήσει, αναγκάζοντας όμως τον Κυκλωπιανό να μισοχάσει την ισορροπία του στην προσπάθειά του να αποφύγει το βέλος. Τράβηξε με δύναμη τον Τυφλωτή αλλά ήταν σφηνωμένος στο σώμα του αντιπάλου του, έτσι δεν μπόρεσε να τον βγάλει. Με ένα θυμωμένο γρύλλισμα απομακρύνθηκε με γυμνά χέρια.

Ο μονόφθαλμος, ξαναβρίσκοντας την ισορροπία του, δοκίμασε ένα ασθενικό χτύπημα με το τσεκούρι, αλλά ο Λούθιεν συγκράτησε την ορμή του τσεκουριού με το χέρι αρπάζοντάς το από τη λαβή και σπρώχνοντάς το μακριά. Μετά πλησίασε τον Κυκλωπιανό και εξαπέλυσε μια σειρά γροθιές αριστερά και δεξιά, αριστερά και δεξιά, αναγκάζοντάς τον να οπισθοχωρήσει.

Ο Κυκλωπιανός σήκωσε πάλι το τσεκούρι σταματώντας τον Λούθιεν, ενώ τίναζε συγχρόνως το κεφάλι του για να συνέλθει. Ένα άγριο χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του, όταν είδε ότι ο αντίπαλός του ήταν άοπλος.

Ο Λούθιεν δεν είδε το βέλος, δεν το άκουσε να σφυρίζει, δεν άκουσε καν τον κρότο όταν βρήκε τον στόχο του. Απλώς είδε ξαφνικά ένα βέλος καρφωμένο στο γόνατο του μονόφθαλμου από το πλάι. Όταν ο Κυκλωπιανός έπεσε κάτω με ένα ουρλιαχτό, ο Λούθιεν πλησίασε πάλι αποκρούοντας εύκολα μια τελευταία προσπάθεια του μονόφθαλμου να τον χτυπήσει με το τσεκούρι. Γρυλλίζοντας με κάθε χτύπημα, κατάφερε απανωτές γροθιές στον αντίπαλό του μέχρι που τον άφησε αναίσθητο στο χώμα.

Η Σιόμπαν ήρθε δίπλα του κοιτάζοντας χαμογελαστή το πεδίο της μάχης.

«Έξι νεκροί και ένας αιχμάλωτος», είπε ο Λούθιεν κλείνοντάς της το μάτι και αγκαλιάζοντάς την από τους ώμους.

Η Σιόμπαν ξέφυγε από το αγκάλιασμά του. «Επτά νεκροί», τον διόρθωσε, δείχνοντας στον βράχο από όπου είχαν κατεβεί. «Υπάρχει άλλος ένας μες στην ομίχλη.

Ο Λούθιεν έκανε ένα νεύμα που έδειχνε τον θαυμασμό του.

»Κάνοντας τη σούμα, βλέπουμε ότι σκότωσα τέσσερις μόνη μου», δήλωσε η Σιόμπαν, «ενώ εσύ είχες τη βοήθειά μου στους τρεις που σκότωσες και στον αιχμάλωτο που έπιασες.

Το χαμόγελο του Λούθιεν εξαφανίστηκε.

»Πού σημαίνει έξι για μένα», συνέχισε η Σιόμπαν, «και μόνο δύο για την θρυλική Πορφυρή Σκιά!» Απομακρύνθηκε πολύ ευχαριστημένη με τον εαυτό της.

Ο Λούθιεν την κοίταξε για λίγο άναυδος, καθώς εκείνη έψαχνε στον καταυλισμό των μονόφθαλμων. Σιγά-σιγά το χαμόγελο ξαναγύρισε στο πρόσωπό του. «Δέχομαι την πρόκληση!» φώναξε σίγουρος ότι, κατά τη διάρκειά της εκστρατείας, θα είχε πολλές ευκαιρίες για να νικήσει σε αυτή την αναμέτρηση.

Ο αιχμάλωτος Κυκλωπιανός μεταφέρθηκε από στρατιώτες μέχρι την κύρια δύναμη του στρατού, όπου ο Μπριντ’Αμούρ δεν δυσκολεύτηκε να τον υπνωτίσει και να του αποσπάσει πολύτιμες πληροφορίες. Άλλες παρόμοιες αψιμαχίες απέδωσαν κι άλλους αιχμαλώτους, οι οποίοι επιβεβαίωσαν αυτό που είχε αποκαλύψει ο πρώτος μονόφθαλμος: μια μεγάλη δύναμη Κυκλωπιανών, Πραιτωριανοί Φρουροί οι περισσότεροι, έμπαινε στην πλατιά κοιλάδα γύρω στα τριάντα χιλιόμετρα νότια.

Έχοντας αυτήν τη γενική εικόνα, ο Μπριντ’Αμούρ χρησιμοποίησε την κρυστάλλινη σφαίρα του για να στείλει το μαγικό του βλέμμα μακριά. Όταν βρήκε την δύναμη των Κυκλωπιανών, χαμογέλασε ικανοποιημένος. Οι Εριαντοριανοί θα συναντιούνταν με τον στρατό του Μπέλικ στα μισά της διαδρομής πριν φτάσουν στους μονόφθαλμους, κι έτσι θα τους έκαναν μια πολύ θερμή υποδοχή!

Όταν τελικά συναντήθηκαν με τον στρατό του Μπέλικ, ο Λούθιεν και η Σιόμπαν προηγήθηκαν για να μιλήσουν για λογαριασμό του Μπριντ’Αμούρ. Σε ένα μεγάλο ανεμοδαρμένο πλάτωμα ανάμεσα στα βράχια είδαν για πρώτη φορά τους συμμάχους τους, πέντε χιλιάδες αποφασισμένους νάνους οπλισμένους με αλυσιδωτές πανοπλίες, αστραφτερές ασπίδες και διάφορα όπλα, κυρίως τσεκούρια και βαριά σφυριά. Ο Μπέλικ ήταν εκεί, καθώς κι ο φίλος τους ο Σάγκλιν.

Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν ένιωσαν να τους κόβεται η ανάσα με το θέαμα. Οι ελπίδες του Λούθιεν αναπτερώθηκαν. Με τέτοιους συμμάχους, πώς ήταν δυνατό να ηττηθεί το Εριαντόρ;

«Οι μονόφθαλμοι την έχουν άσχημα», ψιθύρισε η Σιόμπαν.

«Πολεμιστές νανοί!» απάντησε ο Λούθιεν μιμούμενος τη γασκονική προφορά του Όλιβερ. «Αλλά τι ασχημά που μυριζούν!»

Γύρισε να κλείσει το μάτι στην Σιόμπαν, μα σταμάτησε βλέποντας τη θλιμμένη έκφρασή της.

Ο Λούθιεν ξερόβηξε χωρίς άλλο σχόλιο, άρχισε όμως να αναρωτιέται για μία ακόμη φορά για το τι συνέβαινε ανάμεσα στην Σιόμπαν και στον Όλιβερ.

Загрузка...