12 Ζωντανή απόδειξη

Ο Λούθιεν κι ο Όλιβερ πλησίασαν αθόρυβα στην κορυφή του βράχου. Άκουγαν τη φασαρία του καταυλισμού των Κυκλωπιανών από κάτω, σε ένα πετρώδες ξέφωτο περικυκλωμένο από πεύκα και βράχια. Ο Λούθιεν, αφού έριξε μια ματιά στο πλάι καθώς έφταναν στην κορυφή, με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε το πλατύγυρο καπέλο από το κεφάλι του Όλιβερ.

Εκείνος πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Λούθιεν είχε προβλέψει αυτή την αντίδραση και του έκλεισε το στόμα με την παλάμη, ενώ με το άλλο χέρι του έγνεφε να κάνει ησυχία.

«Θα σου το πω μόνο μια φορά, να μου δώσεις το καπέλο μου», ψιθύρισε ο χάφλινγκ.

Ο Λούθιεν του το έδωσε.

»Και θα πω κάτι ακόμη σε σένα και στη φίλη σου», πρόσθεσε μετά, καθώς θυμήθηκε κι άλλες φορές που του είχαν φερθεί έτσι ο Λούθιεν και η Κατρίν. «Αν ξαναβάλετε τα βρόμικά χέρια σας στο στόμα μου, θα σας δαγκώσω».

Ο Λούθιεν έφερε το δάχτυλο στα χείλια του δείχνοντας τον καταυλισμό.

Σηκώθηκαν και δρασκέλισαν αθόρυβα την κορυφή του βράχου. Τώρα έβλεπαν καθαρά τους αντιπάλους τους από κάτω. Ο καταυλισμός είχε κάτι το εξωπραγματικό, έναν αφύσικο φωτισμό που γινόταν ακόμη πιο έντονος από την αντίθεση της σκοτεινής νύχτας γύρω του. Είδαν μερικές μικρές φωτιές, αλλά αυτές δεν μπορούσαν να φωτίσουν το ξέφωτο έτσι, σχεδόν σαν μέρα, ούτε να εξηγήσουν το γεγονός ότι το φως δεν ήταν τόσο ορατό από οποιοδήποτε άλλο σημείο εκτός από το ξέφωτο, σχεδόν σαν να περιοριζόταν στα όρια του καταυλισμού.

Ο Λούθιεν κατάλαβε αμέσως ότι η πηγή του πρέπει να ήταν μαγική, όμως ήξερε ότι οι Κυκλωπιανοί δεν σκαμπάζουν από μαγεία. Οι μονόφθαλμοι σίγουρα δεν ήταν τόσο έξυπνοι ώστε να μάθουν τα μυστικά των μαγικών τεχνών.

Μα, από την άλλη μεριά, δεν μπορούσε να αρνηθεί αυτό που έβλεπε. Τα πάντα μέσα στο ξέφωτο, οι δεκάδες Κυκλωπιανοί που κυκλοφορούσαν, τα σχήματα των βράχων, η αυτοσχέδια κρεμάστρα με τα όπλα στο τοίχωμα ενός γκρεμού απέναντι του φαίνονταν ολοκάθαρα.

Κοίταξε τον Όλιβερ, που απλώς σήκωσε τους ώμους απορημένος κι αυτός. «Κυκλωπιανός μάγος;» ψιθύρισε.

Στράφηκαν πάλι προς τον καταυλισμό για να λάβουν αμέσως την απάντηση, καθώς εμφανίστηκε ένας άνδρας με φαρδιές πλάτες και μεγάλη κοιλιά, που μιλούσε με έναν μεγαλόσωμο Κυκλωπιανό γελώντας εύθυμα. Φορούσε σκούρο κεντητό χιτώνα μέχρι τα γόνατα και, παρά τη μεγάλη απόσταση, έβλεπαν ότι το εφαρμοστό παντελόνι του γυάλιζε, που σήμαινε ότι ήταν από μετάξι ή κάποιο άλλο ακριβό υλικό, ενώ οι αγκράφες των παπουτσιών του πρέπει να ήταν ασημένιες.

«Μετράω δύο μάτια σ’ αυτό τον τύπο», ψιθύρισε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν κατένευσε. Δεν τον γνώριζε, αλλά το μαγικό φως στον καταυλισμό και τα πλούσια ρούχα του έδειχναν ότι ήταν ένας από τους δούκες του Γκρινσπάροου. Η παρουσία του εδώ ήταν η απόδειξη που χρειαζόταν ο Μπριντ’Αμούρ.

Ο άνδρας, αφού χτύπησε δυνατά τον Κυκλωπιανό στην πλάτη συνεχίζοντας να γελά, μετά φόρεσε ένα καπέλο με γούνα και χρυσό θυρεό ραμμένον μπροστά. Ένας άλλος Κυκλωπιανός, πλησιάζοντας, του έδωσε ένα τεράστιο ποτήρι της μπίρας, που ο δούκας το σήκωσε ως το στόμα του και το άδειασε σχεδόν μονορούφι με καταφανή απόλαυση.

Κάμποση μπίρα χύθηκε από το ποτήρι κι έτρεξε στα μεγάλα προγούλια του δούκα. Καθώς ο Κυκλωπιανός έβαλε τα γέλια, ο δούκας γέλασε κι αυτός τρανταχτά.

«Ο Μπριντ’Αμούρ θα γελάσει ακόμη πιο δυνατά όταν θα τον πάμε στον Κάερ Μακντόναλντ», ψιθύρισε ο Λούθιεν.

«Πώς θα τον πιάσουμε;» είπε ο Όλιβερ κάνοντας την προφανή ερώτηση. Αν εκείνος ο άνθρωπος ήταν όντως μάγος, τότε θα ήταν σχεδόν αδύνατο να τον πιάσουν, αν άνοιγαν μάχη με τους Κυκλωπιανούς.

Ο Λούθιεν χαμογέλασε και σήκωσε την άκρη του υπέροχου μανδύα του. Η Πορφυρή Σκιά μπορούσε να μπει στον καταυλισμό αθέατη, όσο δυνατό κι αν ήταν το φως.

«Θες να μπεις κρυφά για να τον αρπάξεις;» ρώτησε κατάπληκτος ο Όλιβερ.

«Ναι. Μπορούμε να το κάνουμε!» απάντησε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ βόγγηξε σιγανά. Μετά ανακάθισε σκυφτός ακουμπώντας την πλάτη του στον βράχο. «Γιατί με βάζεις κι εμένα πάντα μέσα;» ρώτησε. «Ίσως θα έπρεπε να βρεις κάποιον άλλο για να έρθει μαζί σου».

«Μα, Όλιβερ», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν με ένα πλατύ χαμόγελο, ενώ καθόταν κι αυτός με τον ίδιο τρόπο δίπλα στον χάφλινγκ. «Εσύ είσαι ο μόνος που χωράει κάτω από τον μανδύα».

«Τι τυχερός που είμαι!» μουρμούρισε ο Όλιβερ.

Απομακρύνθηκαν από τον καταυλισμό για να ενημερώσουν τα κοντινότερα ξωτικά για το σχέδιό τους. Υπήρχαν πάνω από διακόσιοι νάνοι στην περιοχή, όπως επίσης οι Κάτερς, σαράντα ξωτικά και μισοξωτικά, ανάμεσά τους και η Σιόμπαν. Το αρχικό σχέδιο ήταν να μπουν στον καταυλισμό πολεμώντας, φωνάζοντας Σάουγκλς Γκλεν!, και να σφάξουν όλους τους Κυκλωπιανούς. Ο Λούθιεν, έχοντας τη συμπαράσταση της Σιόμπαν, έπεισε τους εξαγριωμένους νάνους ότι θα πετύχαιναν πολύ καλύτερα τον σκοπό τους αν περίμεναν να βρουν πρώτα τις αποδείξεις που χρειάζονταν.

Λίγο αργότερα ο Λούθιεν και ο Όλιβερ ξαναγύρισαν στο ίδιο σημείο ψηλά στο βράχο, περιμένοντας να αποκοιμηθούν οι περισσότεροι μονόφθαλμοι ή τουλάχιστον να μειωθεί λίγο το φως. Πέρασε μια ώρα, μετά άλλη μία. Το φεγγάρι κατέβηκε χαμηλά στη δύση και γρήγορα χάθηκε πίσω από κατάμαυρα σύννεφα. Από μακριά ακούγονταν μπουμπουνητά.

Ο δούκας συνέχιζε να γελά πίνοντας καθισμένος κοντά σε μια φωτιά και παίζοντας ζάρια με τους Κυκλωπιανούς. Ακόμη και με τον μαγικό μανδύα, θα ήταν αδύνατο να τον πλησιάσουν χωρίς να πολεμήσουν.

Ξαφνικά όμως ήλθε η ευκαιρία που περίμεναν. Ο δούκας ρεύτηκε δυνατά και σηκώθηκε τινάζοντας σκόνη και ξυλαράκια από τον μανδύα του. Άδειασε την μπίρα από το ποτήρι του, ρεύτηκε ξανά και κατευθύνθηκε προς την άκρη του καταυλισμού, ακριβώς κάτω δεξιά από τους δύο συντρόφους.

«Ήπιε πολύ και πάει να αδειάσει…» ψιθύρισε ο Όλιβερ.

Κατέβηκαν από την πίσω μεριά του βράχου, αρχίζοντας να προχωρούν αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι προς το σημείο όπου είχε χαθεί ο δούκας. Γρήγορα άρχισαν να ακολουθούν έναν σταθερό ήχο σαν νερό που τρέχει, και είδαν τον δούκα. Με το ένα χέρι στηριζόταν σε ένα δέντρο δίπλα του, ενώ με το άλλο είχε ανασηκώσει το μπροστινό μέρος του χιτώνα του. Απείχε γύρω στα έξι μέτρα από τον καταυλισμό, κι ένα μεγάλο μέρος αυτής της απόστασης ήταν γεμάτο πυκνά δέντρα και θάμνους.

«Μην πλησιάσεις πολύ», τον προειδοποίησε ο Όλιβερ. «Μπορεί να σε κατουρήσει».

Ο Λούθιεν έπνιξε ένα νευρικό γέλιο συνεχίζοντας να πλησιάζει. Ξαφνικά πάγωσε καθώς πάτησε ένα κλαδί, που έσπασε με δυνατό κρότο. Ο Όλιβερ πέτρωσε κι αυτός στη θέση του με μια έκφραση φρίκης.

Γρήγορα όμως οι δυο σύντροφοι κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Ο δούκας ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν αντιλήφθηκε τίποτα, παρ’ όλο που βρίσκονταν μόλις τρία μέτρα κοντά του. Ο Λούθιεν σκέφτηκε τι πρέπει να κάνει. Μπορούσε να ορμήσει πάνω του και να τον χτυπήσει δυνατά, αλλά αν το χτύπημα δεν έριχνε αναίσθητο τον δούκα, οι φωνές του θα ξεσήκωναν τους Κυκλωπιανούς. Επίσης, δεν μπορούσε να τον χτυπήσει με το ξίφος, γιατί τον ήθελαν ζωντανό.

Η απειλή θα είναι αρκετή, αποφάσισε. Κοίταξε γύρω του για τον Όλιβερ αλλά δεν τον είδε πουθενά. Τράβηξε τον Τυφλωτή. Δεν τολμούσε να φωνάξει τον φίλο του, έτσι πήρε μια βαθιά ανάσα, διέσχισε τρέχοντας τα τελευταία μέτρα και σήκωσε το σπαθί του μπροστά στο πρόσωπο του δούκα.

«Ησυχία!» είπε μ’ έναν άγριο ψίθυρο φέρνοντας το δάχτυλο του ελεύθερου χεριού του στα χείλια.

Ο δούκας τον κοίταξε με περιέργεια συνεχίζοντας ανενόχλητος ό,τι έκανε, σαν να μην είχε συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.

Ο Λούθιεν κούνησε το σπαθί μπροστά στο πρόσωπό του. Τότε μόνο ο δούκας βγήκε ξαφνικά από τη νάρκη του και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Ο νεαρός Μπέντγουιρ φοβήθηκε ότι ίσως να φώναζε, γι’ αυτό όρμησε με σκοπό να κολλήσει την αιχμή του σπαθιού στον λαιμό του.

Αλλά ο δούκας ήταν πιο γρήγορος και η κίνησή του πολύ πιο απλή. Με το χέρι που ως τότε ακουμπούσε στο δέντρο, έβγαλε ένα φυλαχτό από τον χιτώνα του και το κούνησε στον αέρα δημιουργώντας ένα πεδίο από γαλάζιο φως μπροστά του.

Η ορμή του Λούθιεν ήταν τόσο μεγάλη ώστε δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η αιχμή του Τυφλωτή χτύπησε στο φωτεινό πεδίο σκορπίζοντας γύρω σπίθες, με αποτέλεσμα όλο το σπαθί να πεταχτεί πίσω, πάνω από το κεφάλι του Λούθιεν, τινάζοντάς του δυνατά το χέρι. Προσπαθώντας να σταματήσει αυτή την κίνηση, με μια κραυγή μάζεψε τον ώμο του όσο μπορούσε. Μόλις που άγγιξε το γαλάζιο φως, αλλά αυτό ήταν αρκετό για να ενεργοποιηθεί το απωθητικό πεδίο. Ο Λούθιεν πετάχτηκε στον αέρα προς τα πίσω πέφτοντας πάνω στους κορμούς των δέντρων.

Όμως, το εύθυμο γέλιο του μάγου πνίγηκε πριν ακόμη αρχίσει, καθώς εκείνος αισθάνθηκε ένα τσίμπημα στην κοιλιά του. Κοιτάζοντας κάτω, είδε τον Όλιβερ να στέκεται μέσα από το απωθητικό πεδίο με το ξίφος στο χέρι.

«Αχά!» είπε ο χάφλινγκ. «Πέρασα πίσω από τα ανόητα μαγικά σου και είμαι μέσα στην τόσο έξυπνη ασπίδα σου». Ξαφνικά το χαμόγελό του έσβησε καθώς κοίταξε κάτω. «Αλλά, τα τόσο ωραία παπούτσια μου είναι βρεγμένα!» φώναξε.

Ο δούκας έκανε μια αστραπιαία κίνηση. Εξίσου γρήγορα κινήθηκε κι ο Όλιβερ έχοντας σκοπό να τον καρφώσει πιο δυνατά, ξαφνικά όμως είδε με φρίκη ότι, με μια λέξη του μάγου, το ξίφος του μεταμορφώθηκε σε ζωντανό φίδι που στράφηκε αμέσως εναντίον του!

Ο Όλιβερ είδε τα τεράστια, δυνατά χέρια του μάγου να απλώνονται για να τον αρπάξουν από τον λαιμό!

Ο χάφλινγκ ξεφώνησε καθώς πετούσε το ξίφος πάνω από το κεφάλι του, σκύβοντας ταυτόχρονα για να αποφύγει τον δούκα. Η επίθεση δεν ήρθε ποτέ όμως, γιατί το ξίφος-φίδι, αφού προσέκρουσε στο απωθητικό πεδίο, αναπήδησε χτυπώντας τον μάγο στο πρόσωπο. Ο δούκας ξεφώνισε και προσπάθησε να αρπάξει το φίδι για να το πετάξει από πάνω του.

Ο Όλιβερ πέρασε ανάμεσα στα πόδια του, γύρισε προς τον δούκα και αρπάχτηκε από τον χιτώνα του. Σκαρφάλωσε στην πελώρια πλάτη του και πήρε τη θέση του φιδιού, τη στιγμή που ο δούκας κατάφερνε να το πετάξει κάτω. Ο Όλιβερ αρπάχτηκε από το ένα αφτί του δούκα για να κρατηθεί καθώς το κεφάλι εκείνου στρεφόταν προς τα πίσω. Ο δούκας άνοιξε το στόμα για να φωνάξει, αλλά ο Όλιβερ έχωσε αμέσως εκεί μέσα το ελεύθερο χέρι του.

Στο μεταξύ ο Λούθιεν παρέκαμπτε το απωθητικό πεδίο με τον Τυφλωτή στο χέρι. Μερικοί από τους Κυκλωπιανούς έρχονταν προς το μέρος τους φωνάζοντας: «Ρέσμορ!» Έπρεπε να φύγουν γρήγορα, και αν αυτός ο μάγος, ο Ρέσμορ, δεν υπάκουε, είχε σκοπό να τον σκοτώσει.

«Τα γάντια μου είναι δερμάτινα, ναι;» είπε ο Όλιβερ.

«Ναι».

«Τα τρύπησε με τα δόντια του!» ξεφώνισε ο Όλιβερ. Καθώς τραβούσε το χέρι του, ο μάγος δούκας δεν έχασε χρόνο.

«Α’ τα’ αρέφι!» φώναξε.

Άκουσαν πολλούς Κυκλωπιανούς να ουρλιάζουν, ήδη μόλις πέντε μέτρα μακριά τους.

Ο Λούθιεν αφού βρέθηκε δίπλα στον Ρέσμορ με δυο δρασκελιές, τον άφησε αναίσθητο με μια δεξιά γροθιά στο σαγόνι, αναγκάζοντας τον Όλιβερ να πηδήσει από πάνω του και να κυλήσει στο χώμα.

«Μονόφθαλμοι!» ψιθύρισε καθώς σηκωνόταν, αλλά ανέκτησε κάποιες ελπίδες όταν είδε το ξίφος του να έχει ξαναπάρει την κανονική μορφή του. «Πάρε το γελοίο καπέλο του και πάμε!»

Ο Λούθιεν, τινάζοντας το πονεμένο χέρι του, πήγε να πάρει το καπέλο. Ο θυρεός πάνω του μπορεί να ήταν αρκετός για τον σκοπό τους. Σταμάτησε όμως όταν άκουσε τον Όλιβερ να μιλάει ξανά.

«Μυρίζεις αυτό που μυρίζω;» ρώτησε ο χάφλινγκ.

Όντως, ο Λούθιεν οσφράνθηκε μια γνωστή απαίσια οσμή σαν από θειάφι. Κοίταξε τον Όλιβερ, πριν γυρίσει για να ακολουθήσει το βλέμμα του χάφλινγκ πάνω από τον ώμο του. Μια περιστρεφόμενη σφαίρα από πορτοκαλί φλόγες πήρε γρήγορα τη μορφή ενός δίποδου σκυλόμορφου ζώου, με κέρατα στο κεφάλι και μάτια που άστραφταν έχοντας το κατακόκκινο χρώμα της δαιμονικής φωτιάς.

«Ω, όχι πάλι!» βόγγηξε ο Όλιβερ.

Το ουρλιαχτό του δαίμονα αντήχησε μέσα στη νύχτα.

«Να υποθέσω ότι εσύ είσαι ο Α’ τα’ αρέφι;» είπε σαρκαστικά ο Όλιβερ.

Ο δαίμονας δεν ήταν μεγάλος, γύρω στο ενάμισι μέτρο από το κεφάλι μέχρι την ουρά, αλλά η αύρα του, εκείνη η αίσθηση της δύναμης που περιβάλλει κάθε δαίμονα, ήταν σχεδόν αφόρητη. Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ, έχοντας πολεμήσει αρκετά τέτοια τέρατα, ήξεραν ότι θα έχουν σοβαρό πρόβλημα, κάτι που έγινε ακόμη πιο φανερό όταν ο Α’ τα’ αρέφι άνοιξε διάπλατα το στόμα του. Γεμάτο μυτερά δόντια, άνοιγε τόσο πολύ που νόμιζες ότι θα μπορούσε να καταπιεί τον Όλιβερ ολόκληρο!

Από πάνω τους, μες από τα μαύρα σύννεφα, ακούστηκε ένας κεραυνός, μια πινελιά ταιριαστή στην παρουσία του δαίμονα. Στην ξαφνική αναλαμπή, οι δυο σύντροφοι είδαν ότι οι Κυκλωπιανοί τους είχαν περικυκλώσει, διατηρώντας όμως μια απόσταση και ψιθυρίζοντας ότι αυτή είναι η Πορφυρή Σκιά.

Ο Λούθιεν δεν ασχολήθηκε καθόλου μαζί τους συγκεντρώνοντας όλη του την προσοχή στον δαίμονα.

Από το πελώριο στόμα του Α’ τα’ αρέφι ξεπρόβαλε μια διχαλωτή γλώσσα. Ακούστηκε ένα σφυριχτό γάβγισμα και μετά ο δαίμονας, με μια ταχύτητα που παρέλυσε τους δυο συντρόφους, όρμησε κατά πάνω τους.

Ο Όλιβερ ούρλιαξε. Ο Λούθιεν έκανε το ίδιο και σήκωσε τον Τυφλωτή, μολονότι ήξερε ότι δεν θα προλάβαινε να αποκρούσει την επίθεση.

Και ξαφνικά τυφλώθηκε, όπως επίσης ο Όλιβερ και οι Κυκλωπιανοί, καθώς έπεσε ένας κεραυνός ακριβώς μπροστά του. Ο Λούθιεν αισθάνθηκε τους μυώνες του να κάνουν ανεξέλεγκτες συσπάσεις, αισθάνθηκε τα μαλλιά του να ορθώνονται, καταλαβαίνοντας συνάμα ότι η τρομερή έκρηξη τον είχε πετάξει στον αέρα. Καταφέρνοντας να σηκωθεί πάλι όρθιος, προσπάθησε να κρατήσει την ισορροπία του, αν και γρήγορα συνειδητοποίησε ότι, λόγω της επερχόμενης επίθεσης του δαίμονα, ίσως θα ήταν πιο έξυπνο να βουτήξει στο πλάι.

Αλλά η επίθεση δεν ήρθε ποτέ, ενώ ταυτόχρονα κατάλαβε από τους ήχους γύρω τους ότι είχε αρχίσει η μάχη. Άκουσε τις χορδές από τα τόξα των ξωτικών να δουλεύουν ασταμάτητα, την οχλοβοή από την επίθεση των νάνων, τις κραυγές των αιφνιδιασμένων Κυκλωπιανών.

Γρήγορα, καθώς επανήλθε η όρασή του, είδε ότι ο Α’ τα’ αρέφι δεν υπήρχε πια. Το μόνο που απέμενε από τον δαίμονα ήταν μια μαυρισμένη διχαλωτή γλώσσα πεσμένη στο έδαφος στα πόδια του Λούθιεν.

Εξίσου απότομα με τον κεραυνό ακολούθησε η νεροποντή, μια καταρρακτώδης βροχή που μούσκεψε αμέσως τα πάντα. Ο Λούθιεν τράβηξε την κουκούλα του μανδύα πάνω από το κεφάλι του με μια τελείως ενστικτώδη, αφηρημένη κίνηση.

Το βογγητό του Ρέσμορ τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Τινάζοντας το κεφάλι για να καθαρίσει τη σκέψη του, κοίταξε τον πεσμένο δούκα. Δεν μπόρεσε να πνίξει ένα γέλιο, καθώς είδε τον Όλιβερ καθισμένο δίπλα του με τα σγουρά μαλλιά του ισιωμένα κι ορθωμένα από τον κεραυνό.

«Μπουμ…» μουρμούρισε ο Όλιβερ, και σωριάστηκε δίπλα στον δούκα. Το τράνταγμα ξύπνησε τον Ρέσμορ.

Ο Λούθιεν έτρεξε και κάθισε πάνω του για να τον ακινητοποιήσει.

«Θα σε παραδώσω προσωπικά στον βασιλιά Γκρινσπάροου!» είπε ο ζαλισμένος, μεθυσμένος Ρέσμορ.

Ο Λούθιεν τον χτύπησε πάλι και, όταν ο Ρέσμορ έχασε ξανά τις αισθήσεις του, ξάπλωσε από πάνω του απλώνοντας τον πορφυρό μανδύα για να σκεπάσει και τους τρεις. Ήθελε να σηκωθεί για να πάρει μέρος στη μάχη, ήξερε όμως ότι αυτό που έκανε ήταν πιο σημαντικό, τόσο για να φρουρήσει τον πολύτιμο αιχμάλωτό τους όσο επίσης για να μην ξυπνήσει πάλι ο δούκας και μπει στη μάχη.

Άλλωστε, γρήγορα κατάλαβε ότι οι σύντροφοί του είχαν ήδη επικρατήσει. Η εκδίκηση παρακινούσε τα τσεκούρια και τα σφυριά των νάνων, ενώ κανείς δεν πολεμούσε καλύτερα από τα ξωτικά μέσα στο σκοτάδι. Οι Κυκλωπιανοί είχαν αιφνιδιαστεί, μα το χειρότερο γι’ αυτούς, λόγω του δυνατού φωτός που κυριαρχούσε στον καταυλισμό τους, τώρα δεν έβλεπαν σχεδόν τίποτα στο σκοτάδι.

Για μια στιγμή όμως ο Λούθιεν νόμισε ότι θα υποχρεωθεί να πολεμήσει όταν ένιωσε έναν τρομοκρατημένο μονόφθαλμο να βγαίνει τρέχοντας από τους θάμνους και να έρχεται ίσια προς τον αόρατο σωρό των σωμάτων. Στρέφοντας αργά το κεφάλι του για να μην χαλάσει το καμουφλάζ, είδε τον Κυκλωπιανό να τρέχει μέσα στη βροχή κοιτάζοντας ταυτόχρονα απελπισμένος πάνω από τον ώμο του. Εκείνη τη στιγμή, προσκρούοντας στο απωθητικό πεδίο του Ρέσμορ, εκτοξεύτηκε προς τα πίσω για να πέσει πάνω σε δυο νάνους που μόλις είχαν βγει από τους θάμνους.

«Δεν περίμενα ότι θα είχε το κουράγιο να μας επιτεθεί!» φώναξε ένας από τους νάνους, ενώ ταυτόχρονα πεταγόταν όρθιος και κατέβαζε το τσεκούρι του στη ραχοκοκαλιά του ζαλισμένου Κυκλωπιανού.

«Ούτε κι εγώ!» φώναξε ο άλλος, διαλύοντας το κεφάλι του μονόφθαλμου με το βαρύ σφυρί του.

«Τα παιδιά του θα είναι περήφανα!» είπε ο πρώτος νάνος.

«Τα παιδιά του θα είναι ορφανά!» δήλωσε ο δεύτερος, πριν φύγουν αναζητώντας κι άλλους μονόφθαλμους.

Ο Λούθιεν χαμήλωσε το κεφάλι του κάτω από τον μανδύα. Αποφάσισε ότι θα είναι καλύτερα να συνεχίσει να μην ανακατεύεται στη μάχη.

Загрузка...