25 Ο πορθμός του Μαν

Το κίτρινο πόνι γλιστρούσε δεξιά-αριστερά, προσπαθώντας να ισορροπήσει μες στο ασταμάτητο μπότζι που το δημιουργούσε η φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ο Όλιβερ όμως έδειχνε πολύ ικανοποιημένος πάνω στην πλάτη του Θρεντμπέαρ. Τα μάγουλά του ήταν ρόδινα ενώ τα μάτια του άστραφταν, ήταν τελείως διαφορετικός από το προηγούμενο θαλασσινό του ταξίδι που το πέρασε σχεδόν όλο κρεμασμένος στην κουπαστή.

«Το άλογό μου αγαπάει τη θάλασσα», έλεγε ο χάφλινγκ στην Κατρίν κάθε φορά που περνούσε δίπλα του. Εκείνη απλώς κουνούσε το κεφάλι σαν να μην πίστευε στα μάτια της, δεν είχε χρόνο όμως να ασχοληθεί με τον πάντα εκκεντρικό Όλιβερ γιατί το πλοίο τους, το Ντόζιερ’ς Ντριμ, καθώς και τα σαράντα άλλα σκάφη του στόλου, πλησίαζαν σε μια στροφή στα βορειοδυτικά παράλια του Άβον, απ’ όπου θα έμπαιναν στο στενότερο σημείο του πορθμού του Μαν. Το οχυρό του Έρνφαστ απείχε λιγότερο από είκοσι χιλιόμετρα στη μια όχθη του πορθμού, ενώ το Μάνινγκτον μερικά χιλιόμετρα παραπάνω στην άλλη.

Το πρώτο πλοίο, μόλις διακόσια μέτρα μπροστά από το Ντόζιερ’ς Ντριμ, μπήκε στη στροφή μα, πριν προλάβει να την ολοκληρώσει, αποκαλύφθηκε ο εχθρός. Μπάλες φλεγόμενης πίσσας διέσχισαν τον αέρα και έπεσαν σφυρίζοντας στο νερό γύρω από τα πρώτα εριαντοριανά πλοία. Τα πληρώματα άρχισαν αμέσως να κάνουν ελιγμούς κατεβάζοντας ταυτόχρονα τα πανιά σε θέση μάχης.

«Κατρίν, κοντά μου!» φώναξε ο γέρο-Φέλπσι Ντόζιερ από τον τιμόνι.

Η Κατρίν έτρεξε κοντά στον παλαίμαχο ναυτικό. Το πλοίο ήταν δικό του, ενώ του είχαν αναθέσει και τη διοίκηση όλου του στόλου από σεβασμό επειδή ήταν ο γηραιότερος ναυτικός του Πορτ Τσάρλι, αλλά ο Φέλπσι ήταν συνετός και ήξερε τα όριά του. «Ετοίμασέ τους!» είπε στην Κατρίν. Μετά κοίταξε πίσω της κουνώντας το κεφάλι, όπως το είχε κουνήσει προηγουμένως και η Κατρίν. «Κι εσύ, θα κατεβείς επιτέλους απ’ αυτό το ηλίθιο πόνι;» φώναξε στον Όλιβερ.

«Άλογο!» τον διόρθωσε ο Όλιβερ και, όταν ο Θρεντμπέαρ σαν να είχε καταλάβει την προσβολή του γέροντα χτύπησε θυμωμένος τα πόδια του στο κατάστρωμα, ο χάφλινγκ πρόσθεσε; «Και ο Θρεντμπέαρ δεν είναι ηλίθιος!»

Καθώς τα περισσότερα πλοία έστριβαν δυτικά για να απομακρυνθούν από την ακτή, τη στιγμή που έπαιρναν τη στροφή, η Κατρίν είδε για πρώτη φορά τη δύναμη του εχθρού. Τα πλοία του Άβον ήταν τουλάχιστον όσα και τα δικά τους, σαράντα με πενήντα πολεμικά, σίγουρα με πεπειραμένα πληρώματα από Κυκλωπιανούς και ανθρώπους. Οι σύντροφοι της Κατρίν ήταν κι αυτοί επιδέξιοι ναυτικοί, αλλά ελάχιστοι είχαν λάβει μέρος σε ναυμαχίες με πλοία τέτοιου μεγέθους.

Όμως, ό,τι τους έλειπε σε επιδεξιότητα, οι Εριαντοριανοί το αναπλήρωναν με το κουράγιο τους. Έτσι ένιωθε και η Κατρίν. Είδε πολλά εριαντοριανά πλοία να στρίβουν, ενώ άλλα τόσα αβονιανά έστριβαν κι αυτά για να τους κόψουν τον δρόμο. Το πρώτο εριαντοριανό σκάφος όμως γρήγορα θα βρισκόταν περικυκλωμένο χωρίς τρόπο διαφυγής. Το πλοίο δέχτηκε μια πύρινη μπάλα από πίσσα, μετά μια δεύτερη, ώσπου γρήγορα το πλήρωμα ήταν πολύ απασχολημένο με τις φωτιές για να ασχοληθεί με τα πολεμικά του Άβον, που το πλησίαζαν ήδη ασυγκράτητα κι απειλητικά από όλες τις πλευρές.

Η Κατρίν φώναξε να ανοίξουν όλα τα πανιά κρατώντας την ίδια πορεία.

Ο Όλιβερ, κοιτάζοντας από την ασυνήθιστα γι’ αυτόν ψηλή οπτική γωνία του, είδε τι σκόπευε να κάνει και κατάλαβε το ρίσκο. «Γιατί διαλέγω πάντα τρελούς ανθρώπους για φίλους μου;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα.

«…Είπε ο χάφλινγκ, που καθόταν πάνω σε ένα πόνι στο κατάστρωμα ενός πλοίου!» προσέθεσε αμέσως η Κατρίν.

«Άλογο!» τη διόρθωσε ο Όλιβερ.

«Αφού κάθεσαι εκεί πάνω για να δείχνεις σπουδαίος, κάνε και κάτι χρήσιμο», τον μάλωσε η Κατρίν. «Βάλε τους τοξότες στη γραμμή από την αριστερή πλευρά και πες τους να μη ρίξουν, παρά μόνο όταν θα είμαστε αρκετά κοντά για να κάνουμε ρεσάλτο. Το ίδιο και οι χειριστές του καταπέλτη!»

Ο Όλιβερ κατένευσε, αλλά μετά κοίταξε μπερδεμένος την Κατρίν.

«Ρεσάλτο! Θα πηδήσουμε στο άλλο πλοίο», του εξήγησε εκείνη.

«Το περίμενα αυτό», απάντησε ο Όλιβερ. Γυρίζοντας τον Θρεντμπέαρ, απομακρύνθηκε πάνω στο κατάστρωμα με τις οπλές του πόνι να κροταλίζουν στο ξύλο.

Το επικεφαλής εριαντοριανό πλοίο, αντιμετωπίζοντας δυο αβονιανά που το πλησίαζαν, ένα από κάθε πλευρά, είχε αρχίσει να ανταλλάσσει βολές μαζί τους με καταπέλτες, μεγαβαλλίστρες και τόξα. Και τα τρία είχαν κατεβασμένα τα πανιά —δεν τολμούσαν να τα σηκώσουν με αυτό το πύρινο μπαράζ. Τα κύματα της φουρτούνας χτυπούσαν περισσότερο το πιο απομακρυσμένο αβονιανό πλοίο, εκείνο από τη δεξιά πλευρά του εριαντοριανού προς το μέρος του Μπαράντουιν. Τα κύματα το έσπρωχναν ανελέητα οδηγώντας και τα τρία πλοία προς την ακτή και στριμώχνοντάς τα όλο και πιο κοντά μεταξύ τους.

Η Κατρίν προσπάθησε να υπολογίσει την απόσταση και την ταχύτητα που είχαν τα τρία πλοία. Δεν ήξερε αν μπορούσε να χωθεί ανάμεσα στο εριαντοριανό και το αβονιανό πλοίο που ήταν πιο κοντά στην ακτή.

«Έχεις κουράγιο αγριόγατας», της είπε ο γέρο-Φέλπσι Ντόζιερ. «Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι μάλλον έχεις και μυαλό αγριόγατας!» πρόσθεσε με έναν καγχασμό.

Ο Κατρίν είχε συμπαθήσει τον γέροντα. Τον είχε γνωρίσει στο πρώτο της ταξίδι στο Πορτ Τσάρλι, όταν είχε πάει εκεί σαν απεσταλμένη του Λούθιεν την εποχή που η επανάσταση ήταν ακόμα περιορισμένη στο Κάερ Μακντόναλντ. Όποιος έβλεπε τον Φέλπσι, θα τον θεωρούσε ένα ασθενικό και ίσως ανόητο γεροντάκι, όμως είχε καταφέρει τότε να παγιδέψει την Κατρίν και τον Όλιβερ στο αμπάρι του πλοίου του, ενώ τώρα, με τον θάνατο να τον κοιτάζει κατά πρόσωπο, δεν έχανε ούτε το κουράγιο ούτε το χιούμορ του.

Ο Φέλπσι γελούσε ακόμη όταν το αβονιανό πλοίο, καταλαβαίνοντας τι θέλει να κάνει το Ντόζιερ’ς Ντριμ, άρχισε να τους ρίχνει, και συνέχισε να γελάει ακόμη κι όταν ένα βέλος καρφώθηκε στο μεσαίο κατάρτι περνώντας μόλις είκοσι πόντους πάνω από το κεφάλι του. «Οι Κυκλωπιανοί δεν ξέρουν σημάδι!» φώναξε.

Η Κατρίν, παίρνοντας κουράγιο από τους καγχασμούς του γέρο-Φέλπσι, χρησιμοποίησε αυτήν τη δύναμη για να συγκεντρωθεί στον σκοπό της. Η τρικυμία έσπρωχνε το πλοίο της ασταμάτητα προς τα αριστερά, γι’ αυτό έπρεπε να διορθώνει συνεχώς την πορεία της. Μερικά ξάρτια κόπηκαν ενώ ένα από τα πανιά άρχισε να πλαταγίζει δυνατά, αλλά η ζημιά δεν μπορούσε να ανακόψει την ορμή του πλοίου.

Καθώς απείχαν μόνο είκοσι μέτρα από τον στόχο τους, ήταν πια φανερό ότι το Ντόζιερ’ς Ντριμ δεν θα χωρούσε να χωθεί ανάμεσα στα άλλα πλοία.

«Τράβα τα γκέμια!» φώναξε ο Όλιβερ στην Κατρίν. «Τέλος πάντων, τράβα ό,τι έχει το πλοίο!»

«Κατέβα από το πόνι», τον προειδοποίησε η Κατρίν. Έστριψε λίγο ακόμη αριστερά. Δεν ήθελε να χτυπήσει το άλλο εριαντοριανό πλοίο, παρ’ όλο που η νέα γωνία τους έφερνε πιο κοντά στο αβονιανό.

«Είμαι πιο σίγουρος εδώ πάνω!» φόναξε ο Όλιβερ.

Ένας καταιγισμός από βέλη εκτοξεύτηκε από το πλοίο τους. Ο καταπέλ της έστειλε μια βαριά πέτρο στο κατάστρωμα του αβονιανού πλοίου και αμέσως μετά έπεσε πάνω του το Ντόζιερ’ς Ντριμ με το πλάι, συρόμενο πάνω στα πλευρά του αβονιανού σκάφος. Ξάρτια μπερδεύτηκαν κι έπεσαν και από τα δύο σκάφη. Οριζόντια ιστία χτύπησαν μεταξύ τους κι έσπασαν.

Ο Θρεντμπέαρ, αφού έκανε ένα μικρό πήδημα, προσγειώθηκε πατώντας γερά και ο Όλιβερ εκτοξεύτηκε πάνω από το κεφάλι του πόνι, έκανε μια τούμπα στο κατάστρωμα, μετά μια δεύτερη, μια τρίτη και μια τέταρτη πριν καταφέρει τελικά να σηκωθεί όρθιος τρεκλίζοντας. Γύρισε αμέσως προς την Κατρίν αλλά, χάνοντας την ισορροπία του, έπεσε με τα μούτρα στις σανίδες.

«Μην το πεις!» την προειδοποίησε ο χάφλινγκ, όμως η Κατρίν δεν του έδινε σημασία, δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί μαζί του. Γύρω της σφύριζαν βέλη και, παρ’ όλο που το Ντόζιερ’ς Ντριμ προχωρούσε ακόμη μέσα σε έναν αχό από τριξίματα ξύλου μέχρι που τα δυο πλοία βρέθηκαν δίπλα-δίπλα, οι Κυκλωπιανοί είχαν αρχίσει ήδη να πηδούν μέσα στο σκάφος τους.

Παίρνοντας θάρρος από τις ζητωκραυγές που ακούγονταν από το εριαντοριανό πλοίο, το πλήρωμα του Ντόζιερ’ς Ντριμ αντιμετώπισε την επίθεση των Κυκλωπιανών πρώτα με έναν καταιγισμό από βέλη και μετά με σπαθιά. Ο Όλιβερ, αφού καβάλησε πάλι τον Θρεντμπέαρ, όρμησε σε ένα τρίο μονόφθαλμων πετώντας τον έναν στην ταραγμένη θάλασσα ανάμεσα στα δύο πλοία.

Ο δεύτερος συνήλθε γρήγορα, αλλά δίστασε όταν είδε καλύτερα τον Όλιβερ, προφανώς κατάπληκτος που έβλεπε κάποιον να είναι καβάλα σε άλογο πάνω σε ένα πλοίο! «Ε!» φώναξε ο μονόφθαλμος, «γιατί εσύ πάνω σε άσχημο κίτρινο σκυλί;»

Ο Όλιβερ σπιρούνισε και ο Θρεντμπέαρ πήδησε μπροστά ρίχνοντας τον μονόφθαλμο στο κατάστρωμα. Μετά όρμησε αρχίζοντας να τον ποδοπατάει, σταματώντας τελικά με τα πίσω πόδια του να πατούν δεξιά κι αριστερά από το κεφάλι του Κυκλωπιανού.

«Άλογο!» τον διόρθωσε ο Όλιβερ. «Αλλά σίγουρα θα μπορείς να το δεις αυτό, τώρα που έχεις καλύτερη οπτική γωνία».

Ο Κυκλωπιανός πήρε τα χέρια από το πρόσωπό του και πήγε να πιάσει το πεσμένο σπαθί του. Πριν προλάβει να το αγγίξει, όμως, αναγκάστηκε να προφυλάξει πάλι το κεφάλι του, γιατί ο Όλιβερ έβαλε το καπέλο του πάνω στα καπούλια του Θρεντμπέαρ, ένα σήμα που είχε μάθει στο πόνι πριν από πολύν καιρό. Αμέσως ο Θρεντμπέαρ κλότσησε δυνατά, αρχίζοντας να ποδοπατά πάλι τον άτυχο μονόφθαλμο.

«Όμορφο άλογο, δεν συμφωνείς;» ρώτησε ο Όλιβερ.

«Άσκημο σκυλί!» φώναξε ο Κυκλωπιανός.

«Είναι τόσο ξεροκέφαλοι!» είπε ο Όλιβερ. Καθώς έβαλε πάλι το καπέλο στα καπούλια του Θρεντμπέαρ, αυτός άρχισε πάλι το ποδοπάτημα.

«Όμορφο άλογο!» άρχισε να φωνάζει ο Κυκλωπιανός ξανά και ξανά, όταν κατάφερνε να πάρει ανάσα. Ήταν πολύ αργά όμως για να του δείξει έλεος ο Όλιβερ, ο οποίος κράτησε το καπέλο του στα καπούλια του Θρεντμπέαρ μέχρι που το πόνι έκανε τον μονόφθαλμο να σωπάσει για πάντα.

Όμως, ο πολύτιμος χρόνος που πέρασε, είχε φέρει τον χάφλινγκ σε δύσκολη θέση. Κοιτάζοντας γύρω του είδε ότι οι Κυκλωπιανοί που είχαν πηδήσει στο Ντόζιερ’ς Ντριμ ήταν πιο πολλοί από αυτούς που είχαν μείνει στο εχθρικό πλοίο. Αντιμετωπίζοντας τα πράγματα με τη χαρακτηριστική λογική του, φτέρνισε το υπέροχο πόνι του και το οδήγησε σε ένα άλμα πάνω από τις κουπαστές των δύο πλοίων.

Όταν ο Θρεντμπέαρ προσγειώθηκε στο κατάστρωμα του αβονιανού σκάφους, ο Όλιβερ τράβηξε τα γκέμια γυρίζοντάς τον προς την πόρτα της καμπίνας κάτω από την ψηλή γέφυρα, μια πόρτα που ήταν σπασμένη από πέτρα καταπέλτη.

Ένας πελώριος, χοντρός Κυκλωπιανός ξεπρόβαλε από τη σπασμένη πόρτα τρομαγμένος και τραυματισμένος αλλά έτοιμος για μάχη, κρατώντας ένα τεράστιο σφυρί. Το γουρλωτό μάτι του άνοιξε ακόμη πιο πολύ, όταν είδε τον Όλιβερ και το πόνι να καλπάζουν στο κατάστρωμα ορμώντας κατά πάνω του. Ο χοντρός μονόφθαλμος, χωρίς να δείξει φόβο, προετοιμάστηκε για τη σύγκρουση πατώντας γερά με ανοιχτά τα πόδια και χαμογελώντας με κακία.

Ο Όλιβερ αναρωτήθηκε αν η επιλογή του ήταν τόσο συνετή. Η ζημιά από την πέτρα του καταπέλτη τον είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η καμπίνα θα ήταν άδεια —άδεια από ζωντανούς Κυκλωπιανούς τουλάχιστον— οπότε θα μπορούσε να ξεκουραστεί εκεί ή ίσως επίσης να βρει λίγο κρασί και τυρί.

Τώρα όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το ένστικτό του έλεγε να συνεχίσει την επέλαση για να πέσει πάνω στον μονόφθαλμο, φοβόταν όμως ότι ο τεράστιος Κυκλωπιανός μπορεί να ήταν πιο βαρύς από τον ίδιο και τον Θρεντμπέαρ μαζί! Έτσι τράβηξε τα γκέμια κόβοντας τη φόρα του πόνι σε τροχασμό, έσκυψε χαμηλά και ψιθύρισε κάτι στο αφτί του.

Στα τελευταία βήματα ο Όλιβερ φτέρνισε δυνατά τον Θρεντμπέαρ, που όρμησε ξαφνικά μπροστά. Ο Κυκλωπιανός φώναξε ετοιμαζόμενος για τη σύγκρουση, αλλά αμέσως μετά ο Όλιβερ σταμάτησε την επίθεση, κατέβηκε με ένα πήδημα από τον Θρεντμπέαρ και χώθηκε τρέχοντας σκυφτός κάτω από την κοιλιά του.

Την κατάλληλη στιγμή, όταν ο Όλιβερ έδωσε σήμα χτυπώντας με το ξίφος του το στήθος του πόνι, ο Θρεντμπέαρ ορθώθηκε στα πίσω πόδια και κλότσησε τον μονόφθαλμο με τα μπροστινά. Ο Κυκλωπιανός ήταν πολύ απασχολημένος για να αντιληφθεί τον χάφλινγκ που, αφού έτρεξε κάτω από το πόνι, πέρασε ανάμεσα από τα ανοιχτά του πόδια.

Ο Όλιβερ κύλησε κάτω, αλλά αμέσως μόλις βρέθηκε όρθιος έκανε μεταβολή κι όρμησε με το ξίφος και το μεν-γκος καρφώνοντάς τα στους γλουτούς του Κυκλωπιανού. Αυτός πήδησε μπροστά ενστικτωδώς για να πέσει πάνω στις οπλές του Θρεντμπέαρ που συνέχιζε να κλοτσά ορθωμένος. Ο μονόφθαλμος σήκωσε τα χέρια για να προστατευτεί παραμερίζοντας ζαλισμένος από τα χτυπήματα, αλλά ο Θρεντμπέαρ συνέχισε να τον καταδιώκει φτάνοντας στο σημείο να τον δαγκώσει και στον σβέρκο.

«Ελπίζω να ξέρεις κολύμπι», είπε ο Όλιβερ καθώς ο μονόφθαλμος έπεσε στην κουπαστή. Διπλώθηκε πάνω της αλλά κατάφερε να κρατηθεί, μόνο που ο Θρεντμπέαρ δεν είχε τελειώσει την επίθεσή του. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι του και με ένα τελευταίο χτύπημα έστειλε τον μονόφθαλμο στη θάλασσα. Το νικηφόρο πόνι, αφού ορθώθηκε πάλι στα πίσω πόδια χλιμιντρίζοντας, γύρισε και κοίταξε τον Όλιβερ.

«Θα ’ρθεις να πάρουμε ένα τσάι;» ρώτησε αυτός δείχνοντας την άδεια καμπίνα.

Το κίτρινο πόνι ξεφύσηξε.

Ο Όλιβερ κοίταξε γύρω του αναστενάζοντας. Η μάχη συνεχιζόταν στο κατάστρωμα του Ντόζιερ’ς Ντριμ και παρέμενε άγρια, παρ’ όλο που ήταν φανερό ότι οι Εριαντοριανοί νικούσαν. «Πολύ καλά», είπε. «Μιλά η αλογίσια μου συνείδηση».

Ξαφνικά ο Όλιβερ έσκυψε καθώς ένα βέλος από βαλλίστρα έσκισε τον αέρα πάνω από το κεφάλι του. Αμέσως μετά πήδησε στο πλάι, ενώ ένας μονόφθαλμος έπεφτε από την κουπαστή της γέφυρας και σωριαζόταν νεκρός στα πόδια του. Ο χάφλινγκ γύρισε και κοίταξε τον Φέλπσι Ντόζιερ, που προφανώς το απολάμβανε. Ο γέροντας ύψωσε την παλιά βαλλίστρα που κρατούσε και χαμογέλασε πλατιά, δείχνοντας τα ελάχιστα δόντια που απέμεναν στο στόμα του.

Η κλαγγή των σπαθιών συνέχισε να αντηχεί στα καταστρώματα των τεσσάρων πλοίων για πάνω από μισή ώρα. Όταν επιτέλους ξεκαθάρισαν τα πράγματα, οι Κυκλωπιανοί είχαν νικηθεί, παρ’ ότι οι Εριαντοριανοί από την πλευρά τους είχαν χάσει πολλούς άνδρες. Στα βαθύτερα νερά τα πλοία του Εριαντόρ τα πήγαιναν ακόμη χειρότερα, γιατί δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τους ελιγμούς των πιο επιδέξιων αβονιανών πληρωμάτων.

Η Κατρίν οργάνωσε τους ναυτικούς που είχαν απομείνει από τα δύο πληρώματα, οι οποίοι θα ήταν αρκετοί για να επανδρώσουν όχι ένα αλλά δύο πλοία. Δυστυχώς, το μόνο πλοίο από τα τέσσερα που μπορούσε να κινηθεί γρήγορα ήταν το αβονιανό από τη δεξιά πλευρά του πιο μακρινού εριαντοριανού. Αφού κάρφωσαν σανίδες όπου έπρεπε, το πλήρωμα στρώθηκε στη δουλειά αλλάζοντας σημαίες και ξεμπερδεύοντας τα ξάρτια. Αφήνοντας πίσω τους τα τρία μπερδεμένα πλοία, τους νεκρούς τους και πάνω από εξακόσιους σκοτωμένους Κυκλωπιανούς, ξεκίνησαν γενναία προς τα δυτικά όπου μαινόταν η ναυμαχία.

Η σύγκρουση συνεχίστηκε για αρκετές ώρες ακόμη, έτσι ώστε ήταν πια περισσότεροι οι άνθρωποι και οι μονόφθαλμοι που έπεφταν από την εξάντληση παρά από τα βέλη. Από τα ογδόντα εφτά πλοία που έπαιρναν μέρος στη ναυμαχία, δεκαεφτά είχαν βουλιάξει ή είχαν εξουδετερωθεί και τώρα παρασέρνονταν ακυβέρνητα από τα κύματα έχοντας υψώσει τη σημαία της παράδοσης, που έδειχνε ότι είναι έτοιμα να παραδοθούν.

Πάνω από τα μισά από αυτά τα δεκαεφτά πλοία ήταν εριαντοριανά.

Η Κατρίν διατηρούσε ακόμη ελπίδες ότι μπορεί να νικούσαν, ήξερε όμως ότι ο στόλος της θα ήταν τόσο εξασθενημένος όταν θα έβγαινε από τον πορθμό του Μάνινγκτον, ώστε δεν θα κατάφερνε να παίξει σημαντικό ρόλο, αν έφτανε ποτέ στον ποταμό Στράτον και στα τείχη του Καρλάιλ.

Ήξερε όμως επίσης ότι έπρεπε να συνεχίσουν τη ναυμαχία, γιατί με κάθε κάθε πλοίο του Άβον που βούλιαζαν, θα υπήρχε ένας επιδρομέας λιγότερος για να χτυπήσει το Πορτ Τσάρλι, το Νταϊαμοντγκέιτ ή ακόμη και την πατρίδα της, το νησί του Μπέντγουιντριν.

«Οι μονόφθαλμοι είναι καλοί, τελικά», είπε ο γέρο-Ντόζιερ. Στεκόταν ανάμεσα στην Κατρίν που κρατούσε το τιμόνι και τον Όλιβερ, ο οποίος καθόταν ακόμη καβάλα στον Θρεντμπέαρ.

Στην πραγματικότητα οι τιμονιέρηδες των αβονιανών πλοίων ήταν σχεδόν όλοι άνθρωποι, αλλά η Κατρίν δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τον Φέλπσι, όσο κι αν δεν της άρεσε να ακούει επαίνους για τους άθλιους μονόφθαλμους.

«Στη Γασκόνη έχουμε μια παλιά παροιμία», είπε ο Όλιβερ. «Ο μπαμπάς μου μου είπε κάποτε: “Μια μάχη γίνεται πρώτα με τη δεξιοτεχνία και μετά με την καρδιά”. Και μου είπε επίσης», συνέχισε ο χάφλινγκ παίρνοντας ηρωική πόζα για έμφαση: «“Οι μονόφθαλμοι έχουν μεγάλο στήθος αλλά πολύ μικρή καρδιά!” Θα νικήσουμε».

Η απλή σιγουριά στον τόνο του Όλιβερ όταν είπε αυτές τις δύο τελευταίες λέξεις, “Θα νικήσουμε”, επηρέασε βαθιά την Κατρίν. Με ένα αποφασιστικό γρύλλισμα έστριψε το πλοίο για να κόψει τον δρόμο στο κοντινότερο αβονιανό σκάφος, φωνάζοντας να ανοίξουν όλα τα πανιά.

Αυτήν, τη φορά φρόντισε να μην πλευρίσει τον εχθρό. Υπήρχαν πάρα πολλά ελεύθερα αβονιανά πλοία, και θα το εκμεταλλεύονταν αμέσως για να βουλιάξουν το σκάφος της. Το πλήρωμα ήταν τώρα πολύ μεγαλύτερο, πάνω από τετρακόσια άτομα, έτσι, καθώς το πλοίο τους πέρασε μπροστά από την πλώρη του αβονιανού, το μπαράζ από βέλη που εξαπέλυσαν οι Εριαντοριανοί σκέπασε το εχθρικό κατάστρωμα με πολλά θύματα, ανάμεσά τους και δυο ανθρώπους και έναν Κυκλωπιανό που βρισκόταν κοντά στο τιμόνι.

Το πλήρωμα της Κατρίν ζητωκραύγασε δίνοντάς της κουράγιο. Ο καταπέλτης εκτόξευσε άλλη μία βολή, καθώς η Κατρίν γύριζε το πλοίο σε μια απότομη στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, πριν προλάβει το αβονιανό πλοίο να αντικαταστήσει τον τιμονιέρη και να αντιδράσει. Αυτήν τη φορά η Κατρίν πέρασε πίσω από την πρύμνη του εχθρού, ενώ ο καταιγισμός των βελών άρχιζε νωρίτερα καθαρίζοντας το πίσω κατάστρωμα από τους Κυκλωπιανούς, τους τοξότες και τους χειριστές του καταπέλτη. Οι Εριαντοριανοί τοξότες εκτόξευσαν δεύτερη βολή, μετά τρίτη καθώς απομακρυνόταν το πλοίο, και ο καταπέλτης περίμενε την πιο κατάλληλη στιγμή για να ρίξει μια μπάλα φλεγόμενης πίσσας, που βρήκε το μεσαίο κατάρτι του αβονιανού πλοίου και το άναψε σαν λαμπάδα.

Ξανά η απάντηση από το αβονιανό σκάφος ήταν περιορισμένη και αναποτελεσματική, γι’ αυτό η Κατρίν αποφάσισε να μην κάνει τρίτο πέρασμα αφού είχε όλα τα πανιά της ανοιχτά. Ήξερε ότι η μάχη ενάντια σε τόσα πολλά πλοία σε τόσο στενά και επικίνδυνα νερά ήταν αναγκαστικά παράτολμη. Μια μπάλα πίσσας μπορούσε να βάλει φωτιά σε όλο το κατάστρωμα, ένα φλεγόμενο βέλος μπορούσε να καταστρέψει το κατάρτι.

«Ίσως πρέπει να κατεβάσουμε τα πανιά σε θέση μάχης», είπε ο Όλιβερ καθώς πλησίαζαν δύο αβονιανά πλοία.

«Εσύ έλεγες πάντα ότι οι Κυκλωπιανοί δεν ξέρουν σημάδι», απάντησε η Κατρίν. «Ότι δεν μπορούν να χτυπήσουν ούτε βουνό».

Καθώς ο Όλιβερ κοίταξε πάνω, του φάνηκε ότι αυτά τα απλωμένα πανιά έδιναν μεγαλύτερο στόχο κι από ένα βουνό. Κοίταξε την ξεροκέφαλη Κατρίν κουνώντας το κεφάλι του.

Η Κατρίν δεν χρειαζόταν να τον κοιτάξει για να νιώσει το βλέμμα του, ήταν όμως αποφασισμένη να ρισκάρει. Τώρα ήταν ώρα για παράτολμες ενέργειες. Διόρθωσε την πορεία τους βάζοντας στόχο τα δύο αβονιανά πλοία.

Σε λίγο όμως, παρά την αποφασιστικότητά της, αναγκάστηκε να υποχωρήσει όταν είδε ότι από τα δύο πλοία την είχαν δει και φώναζαν από το ένα στο άλλο συντονίζοντας την πορεία τους. Με ένα θυμωμένο γρύλλισμα η Κατρίν έστριψε αριστερά, με το πλοίο να γέρνει χαμηλά στο νερό. Το πλήρωμά της εκτόξευσε ένα μπαράζ από βέλη όπως και τα δύο αβονιανά σκάφη, αλλά η απόσταση ήταν ακόμη πολύ μεγάλη, γι’ αυτό οι βολές δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.

Μερικές στιγμές αργότερα όμως η έκφραση θυμού της Κατρίν έδωσε τη θέση της σε ένα πλατύ χαμόγελο, ενώ το πλήρωμά της άρχισε να ζητωκραυγάζει. Τρία εριαντοριανά πλοία είχαν πλησιάσει τα αβονιανά από την άλλη πλευρά, όσο εκείνα έκαναν ελιγμούς για να αντιμετωπίσουν το Ντόζιερ’ς Ντριμ, έτσι τώρα οι Αβονιανοί δεν προλάβαιναν να αντιδράσουν. Τα δύο πλοία προσπάθησαν να γυρίσουν με το πλάι προς την νέα απειλή, αλλά ακολούθησαν αντίθετη κατεύθυνση και συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Τώρα τα πληρώματά τους έτρεχαν να σβήσουν τις φωτιές, ενώ τα τρία εριαντοριανά σκάφη έκαναν κύκλους γύρω τους με τους τοξότες και τους καταπέλτες να τα σφυροκοπούν. Έριξαν εκατοντάδες βέλη, δεκάδες μπάλες πίσσας και βαριές πέτρες στα δύο αβονιανά πλοία, πριν πλησιάσουν κι άλλα εχθρικά σκάφη που ανάγκασαν τα τρία εριαντοριανά να αποχωρήσουν.

Να λοιπόν τι θα κάνω, σκέφτηκε η Κατρίν. Θα γίνω το ποντίκι που θα προκαλεί τις αβονιανές γάτες. Θα αποσπούσε την προσοχή του εχθρού σαν τολμηρό ποντίκι που προσπαθεί να μην το αρπάξουν τα νύχια της γάτας, ενώ τα άλλα πλοία του Εριαντόρ θα έβρισκαν τα ανοίγματα για να χτυπήσουν.

Από τα επόμενα οχτώ πλοία, που σήκωσαν σημαία παράδοσης ή πλημμύρισαν με νερό, τα έξι ήταν αβονιανά.

Το ηθικό των εριαντοριανών πληρωμάτων άρχισε να υψώνεται, πράγμα που τους έδωσε νέα δύναμη για να συνεχίσουν την ναυμαχία, καθώς ο ήλιος άρχιζε να κατεβαίνει προς τη δύση. Και η Κατρίν είχε ίσως το ψηλότερο ηθικό απ’ όλους, ήταν γεμάτη δύναμη και μαχητικότητα για το Εριαντόρ. Αποφάσισε ότι θα συνέχιζε την τρελή της επίθεση μέχρι να χάσει τα πανιά της, μα και τότε θα έβρισκε ένα αβονιανό πλοίο για να το εμβολίσει συνεχίζοντας τη μάχη ως το τέλος.

Ξαφνικά όμως τη σταμάτησε ένα βογγητό του Όλιβερ, από τα πιο απελπισμένα που είχε ακούσει ποτέ της. Κοίταξε τον χάφλινγκ πριν ακολουθήσει το βλέμμα του προς βορρά, από τη δεξιά πλευρά του πλοίου.

Εκεί είδε το τέλος της εισβολής τους, την καταδίκη του στόλου τους: ήταν ένα τείχος από πανιά που σκέπαζαν όλο τον ορίζοντα. Τα πλοία δεν είχαν το μέγεθος των πολεμικών, αλλά ούτε ήταν μικρά αλιευτικά. «Πόσα είναι;» ρώτησε ξέπνοα η Κατρίν. Πόσα ήταν αλήθεια; Εκατό;

«Πράσινη σημαία!» φώναξε ένας ναύτης από το κατάρτι, που είδε τον νέο στόλο καθώς προσπαθούσε να επιδιορθώσει κάποιες βλάβες. «Με λευκό περιθώριο!»

Η Κατρίν δεν ξαφνιάστηκε. Τους περίμενε αυτούς τους νεοφερμένους, αλλά όχι σε τόσο μεγάλους αριθμούς, «Μπαράντουιν», μουρμούρισε απελπισμένη.

Ο Φέλπσι Ντόζιερ τους πλησίασε ατάραχος. «Δεν είναι κακοί τύποι, οι Μπαραντουινοί», είπε. «Όχι σαν αυτούς τους άθλιους Κυκλωπιανούς! Τους έχω δει συχνά στην ανοιχτή θάλασσα. Μπορεί να δεχτούν μια έντιμη παράδοση».

Και μόνο το άκουσμα αυτής της λέξης έκανε την Κατρίν να τρίξει τα δόντια της. Πώς μπορούσαν να παραδοθούν αφήνοντας ακάλυπτη όλη τη δυτική ακτή του Εριαντόρ; Τι θα έκανε ο Μπριντ’Αμούρ και οι δυνάμεις του, αν ο Γκρινσπάροου έμπαινε από αυτή την ανοιχτή πίσω πόρτα και ισοπέδωνε το Κάερ Μακντόναλντ;

Ξαφνικά έγινε μια έκρηξη που τύλιξε με πορτοκαλή καπνό την περιοχή μπροστά στο τιμόνι. Μετά το αρχικό σοκ, η Κατρίν σκέφτηκε ότι μπορεί να έπαιρνε απάντηση στο ερώτημά της. Είχε έλθει ο Μπριντ’Αμούρ στο πλοίο τους για να μιλήσει μαζί τους;

Όταν καθάρισε ο καπνός, όμως, η Κατρίν δεν είδε τον Μπριντ’Αμούρ μα κάποιον άλλον, μεσήλικα αλλά αναμφίβολα όμορφο. Φορούσε πρακτικά ρούχα για την θάλασσα, όμως καλαίσθητα και πλούσια.

«Σας χαιρετώ!», είπε ευγενικά κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Τα μάτια του καρφώθηκαν στον Όλιβερ, που ήταν ντυμένος με όλα του τα αξεσουάρ —μοβ μανδύα, πράσινο κολλητό παντελόνι, γάντια και πλατύ καπέλο με φτερό— και καθόταν πάντα πάνω στον Θρεντμπέαρ. «Είμαι ο Άσανον Μακλένι, δούκας του Μπαράντουιν».

Η Κατρίν και ο γέρο-Ντόζιερ τον κοίταζαν με ανοιχτό το στόμα.

«Κι εμένα, δεν μου αρέσουν καθόλου τα ανόητα μαγικά σου κόλπα», δήλωσε ο Όλιβερ, που δεν έχανε ποτέ τα λόγια του. «Η εθιμοτυπία απαιτεί να ζητήσεις άδεια πριν ανεβείς σε ένα πλοίο».

Αυτό έκανε τον Άσανον να χαμογελάσει. «Δεν είχα την δυνατότητα», εξήγησε. «Άλλωστε, για να είμαι ειλικρινής, το δικό σας είναι το τρίτο εριαντοριανό πλοίο που επισκέπτομαι. Πρέπει να μιλήσω με μια γυναίκα, την Κατρίν Ο’ Χέιλ, έναν άνδρα από το Πορτ Τσάρλι που λέγεται Ντόζιερ και έναν χάφλινγκ…» Η φωνή του έσβησε καθώς συνέχισε να κοιτάζει τον παράξενο Όλιβερ.

»Εσύ πρέπει να είσαι ο Όλιβερ ντε Μπάροους», διαπίστωσε ο Άσανον, αφού απλούστατα δεν ήταν δυνατό να υπήρχαν δύο τέτοιοι χάφλινγκ σε όλη τη Θάλασσα του Άβον.

«Κι εγώ είμαι η Κατρίν Ο’ Χέιλ», είπε η κοπέλλα βρίσκοντας τη φωνή της, μα και τον θυμό της. Το χέρι της πήγε αμέσως στη λαβή του σπαθιού στη ζώνη της. Αυτός που στεκόταν μπροστά της ήταν ένας μάγος-δούκας του Γκρινσπάροου, πράγμα που σήμαινε ότι κι ο δαίμονάς του δεν θα ήταν μακριά.

«Μη φοβάστε», είπε ο Άσανον. «Δεν ήρθα στο πλοίο σας σαν εχθρός. Μερικοί θα με θεωρούσαν ανόητο ίσως επειδή ήρθα εδώ μόνος, αλλά δεν είμαι».

«Γιατί είσαι εδώ;» ρώτησε ο Όλιβερ.

Ο Άσανον έδειξε βόρεια, αναγκάζοντάς τους όλους να κοιτάξουν πάλι τον στόλο που πλησίαζε. «Εκατό πολεμικά πλοία», είπε.

«Ήρθες να ζητήσεις την παράδοσή μας», είπε βλοσυρή η Κατρίν, ενώ δεν ήταν σίγουρη αν θα μπορούσε να αρνηθεί μια τέτοια ευκαιρία. Τα πλοία του Μπαράντουιν πλησίαζαν γοργά μια ομάδα αβονιανών, που τα πληρώματά τους, Κυκλωπιανοί οι περισσότεροι, στέκονταν στις κουπαστές και ζητωκραύγαζαν.

«Θα δείτε», είπε ο Άσανον κοιτάζοντας πάλι βόρεια.

Όταν έπεσαν οι πρώτες βολές, εκατοντάδες βέλη και μπάλες από ένα ειδικό καφέ χώμα που έσκαγε όπου προσγειωνόταν, οι περισσότεροι από τους Κυκλωπιανούς σε αυτά τα τρία αβονιανά πλοία σκοτώθηκαν αμέσως και τα καταστρώματά τους παραδόθηκαν στη φωτιά.

Η Κατρίν, ο Ντόζιερ και ο Όλιβερ γύρισαν για να κοιτάξουν άναυδοι τον δούκα του Έρνφαστ.

«Μίλησα με τον Μπριντ’Αμούρ», τους εξήγησε ο Άσανον. «Το Μπαράντουιν δεν είναι πια σύμμαχος του Γκρινσπάροου. Διαδώστε το νέο στον στόλο σας», συνέχισε. «Σας προειδοποιώ, αν δεχτούν επίθεση τα πλοία μου, θα απαντήσουν». Ο δούκας εξαφανίστηκε μέσα σε μια έκρηξη καπνού, ενώ μια παρόμοια έκρηξη, που φάνηκε στη μέση του στόλου του Μπαράντουιν, έδειξε στους τρεις ξαφνιασμένους συντρόφους ποιο πλοίο ήταν η ναυαρχίδα του Άσανον.

Η μάχη τελείωσε ώρες αργότερα, νύχτα πια, με τριάντα πλοία του Άβον να έχουν βυθιστεί και άλλα δέκα να έχουν τραπεί σε φυγή. Ο εξαντλημένος αλλά και τριπλασιασμένος τώρα στόλος εισβολής ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Οι Μπαραντουινοί έστειλαν έμπειρους ναυτικούς να βοηθήσουν τους Εριαντοριανούς μεταφέροντας επίσης με προσοχή στα πλοία τους βόμβες τύρφης, τις καφέ χωμάτινες μπάλες που έσκαγαν με την πρόσκρουση.

Η Κατρίν και ο Όλιβερ δέχτηκαν την πρόσκληση του Άσανον να πάνε στην ναυαρχίδα του και να ταξιδέψουν μαζί του. Ήταν και οι δύο απορημένοι, αλλά επίσης γεμάτοι αναπτερωμένες ελπίδες.

Ο στόλος, πάνω από εκατό πλοία, βγήκε από το νότιο άκρο του πορθμού του Μαν και πέρασε μπροστά από τα φώτα του Μάνινγκτον λίγο πριν τα χαράματα.

Загрузка...