29 Η πολιορκία του Καρλάιλ

Οι κήρυκες ανέβαιναν στα μπροστινά κατάρτια των πλοίων που ήσαν πιο κοντά στο Καρλάιλ, όπως επίσης και στους λόφους γύρω από την πόλη. Μερικοί γενναίοι πλησίαζαν με τα άλογά τους επικίνδυνα κοντά στα λευκά τείχη και άρχιζαν να φωνάζουν.

«Έχουμε πενήντα χιλιάδες στρατιώτες γύρω από την πόλη σας», έλεγαν ακολουθώντας τις οδηγίες του Μπριντ’Αμούρ και της Ντιάνα Γουέλγουορθ. «Στις τάξεις μας είναι και η Ντιάνα Γουέλγουορθ, νόμιμη βασίλισσα του Άβον. Παραδώστε τον Γκρινσπάροου, τον δολοφόνο του βασιλιά Άναθι Γουέλγουορθ!»

Κάθε ώρα της κάθε μέρας οι κήρυκες φώναζαν αυτήν τη διακήρυξη στους πολιορκημένους κατοίκους του Καρλάιλ. Ο Μπριντ’Αμούρ δεν περίμενε πραγματικά ότι οι Αβονιανοί μέσα στην πόλη θα εξεγείρονταν ενάντια στον βασιλιά τους, ήθελε όμως να έχει κάθε δυνατό πλεονέκτημα όταν θα άρχιζε η μάχη. Και ήξερε ότι αυτό θα έπαιρνε κάποιο χρόνο. Δεν ήταν δυνατό για έναν στρατό να κάνει απλώς έφοδο στα τείχη οχυρής πόλης όπως το Καρλάιλ.

Έγιναν μερικές μικρές αψιμαχίες, με τους Εριαντοριανούς να δοκιμάζουν τη δύναμη διαφόρων σημείων στην περίμετρο του Καρλάιλ. Οι Χιούγκοθ του Άσμουντ ήταν πρώτοι στις περισσότερες συγκρούσεις, αλλά ακόμη και οι σκληροί Ισενλανδοί ήξεραν πότε να υποχωρήσουν, γι’ αυτό οι απώλειες παρέμειναν μικρές και από τις δύο πλευρές.

Στο μεταξύ προχωρούσαν άλλες πιο σημαντικές προετοιμασίες, με κυριότερη την προσπάθεια του Μπριντ’Αμούρ να απασχολεί τον Γκρινσπάροου. Ο σκοπός του ήταν να μην αφήνει τον μάγο-βασιλιά να επιτίθεται στο στρατόπεδο κάθε βράδυ με τη μορφή του δράκου ή να εξαπολύει μαγικές δυνάμεις εναντίον τους. Έτσι ο Μπριντ’Αμούρ ανέλαβε να συγκρουστεί με τον Γκρινσπάροου, να δοκιμάσει την ισχύ του, τις ικανότητες της αρχαίας αδελφότητας ενάντια σε εκείνες του νέου μάγου. Την πρώτη νύχτα της πολιορκίας, μόνος μέσα στη σκηνή του, ο Μπριντ’Αμούρ δημιούργησε ένα μαγικό τούνελ, που έφτανε ως τον πύργο όπου του είχε πει η Ντιάνα ότι ζει ο Γκρινσπάροου. Το τούνελ δεν ήταν σαν εκείνα που είχε χρησιμοποιήσει ο Μπριντ’Αμούρ για να μεταφέρει τον Άσμουντ ή την Κατρίν και τον Όλιβερ, γιατί τώρα τον έφερε στον θάλαμο του βασιλιά του Άβον μόνο ως πνεύμα.

Ο Γκρινσπάροου έδειξε έκπληξη αλλά δεν αιφνιδιάστηκε όταν είδε την αχνή μορφή του γέρο-μάγου να αιωρείται μπροστά στον θρόνο του.

«Ήλθες να με επιπλήξεις;» γρύλλισε ο βασιλιάς του Άβον. «Να μου μιλήσεις για τα σφάλματά μου;»

Η απάντηση του Μπριντ’Αμούρ ήταν ένα κύμα από κόκκινες σπίθες που έκαιγαν όχι το υλικό σώμα του Γκρινσπάροου αλλά την ψυχή του. Μια στιγμή αργότερα ο Γκρινσπάροου βγήκε από το σώμα του και όρμησε σαν πνεύμα πια κι αυτός για να συγκρουστεί με τον Μπριντ’Αμούρ. Και έτσι άρχισαν να πολεμούν όπως είχε πολεμήσει ο Μπριντ’Αμούρ με τον Πάραγκορ, αλλά σε πνευματική μορφή. Η σύγκρουση συνεχίστηκε για πολλές ώρες. Οι μαγικές τους επιθέσεις δεν κατάφεραν να προκαλέσουν ουσιαστική βλάβη αλλά εξαντλούσαν και τους δύο και, όταν ο Μπριντ’Αμούρ διέκοψε τη σύνδεση το πρωί, ήταν εξουθενωμένος. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του με σκυφτό το κεφάλι και σκαμμένο πρόσωπο.

Η Ντιάνα τον βρήκε σε αυτήν τη στάση. «Συναντήθηκες μαζί του», είπε αμέσως.

«Ναι», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ, «και είναι δυνατός. Όχι όμως όπως εμείς οι μάγοι, παλιά. Ο Γκρινσπάροου απέκτησε την εξουσία του με προδοσία, επειδή δεν μπορούσε να πάρει τον θρόνο με τη δύναμη και μόνο. Το ίδιο ισχύει και τώρα. Κυβερνά με σιδερένια πυγμή, αλλά αυτή η πυγμή δεν στηρίζεται στη μαγεία, ούτε καν στην άλλη μορφή του, αυτήν του δράκοντα, αλλά στους συμμάχους του, κυρίως τους Κυκλωπιανούς».

«Μην υποτιμάς τις δυνάμεις του», τον προειδοποίησε η Ντιάνα.

«Όχι, δεν τον υποτιμώ», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Γι’ αυτό πήγα και συγκρούστηκα μαζί του, γι’ αυτό θα πάω πάλι απόψε και το επόμενο βράδυ και το μεθεπόμενο, αν χρειάζεται».

«Μπορείς να τον νικήσεις;»

«Όχι με αυτό τον τρόπο», της εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ, «γιατί πηγαίνω σαν πνεύμα μόνο. Αλλά τον απασχολώ και τον κουράζω! Αυτή η μάχη θα δοθεί με σπαθιά».

Τούτη η προοπτική άρεσε στην Ντιάνα πολύ περισσότερο από το ενδεχόμενο να υποχρεωθούν σε μια μαγική σύγκρουση με τον Γκρινσπάροου. Τώρα είχαν ενωθεί πέντε στρατιές ενάντια στο Καρλάιλ, ενώ η πολιορκημένη πόλη δεν είχε προοπτικές να πάρει ενισχύσεις από πουθενά.

Σε αυτή την κατάσταση, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των Εριαντοριανών ήταν οι νάνοι. Το Καρλάιλ είχε χτιστεί για να αντέξει στην έφοδο ενός στρατού, πιθανόν κυκλωπιανού, αλλά οι σχεδιαστές των τειχών δεν είχαν προβλέψει την πείρα των νάνων του Νταν Ντάροου στην κατασκευή υπόγειων στοών. Οι νάνοι δούλευαν ακούραστα με βάρδιες, έτσι το σκάψιμο δεν σταματούσε ποτέ. Κατέβηκαν πολύ βαθιά, κάτω από το ποτάμι, ώστε οι κάτοικοι της πόλης να μην τους ακούν καθώς έσκαβαν. Ο Άσανον δούλευε κι αυτός ασταμάτητα κρύβοντας με τη μαγεία του τη δουλειά των νάνων από τα μάτια του Γκρινσπάροου.

Την έκτη μέρα της πολιορκίας έγινε η πρώτη αποφασιστική σύγκρουση στην μικρότερη πόλη, στον ανατολικό παραπόταμο του Στράτον. Ο Άσμουντ ηγήθηκε μιας επίθεσης τον Χιούγκοθ από τα βόρεια έχοντας υποστήριξη από το ιππικό της Σιόμπαν και τους καβαλάρηδες του Έραντοχ. Αρκετά πλοία αψήφησαν τους καταπέλτες που χτυπούσαν και από τις δύο όχθες, για να πλησιάσουν την πόλη στα δυτικά, ενώ δύο χιλιάδες νάνοι με επικεφαλής των Σάγκλιν πέρασαν από τις υπόγειες στοές και βγήκαν μέσα στο φρούριο σε διάφορα στρατηγικά σημεία. Κάτι ακόμη πιο σημαντικό ήταν ότι τα τούνελ των νάνων είχαν εξασθενήσει τα θεμέλια του τείχους.

Το βόρειο τείχος, με το έδαφος από κάτω του να υποχωρεί, κατέρρευσε κάτω από το βάρος της επίθεσης, έτσι οι ασυγκράτητοι Χιούγκοθ και το ιππικό όρμησαν μέσα στην πόλη. Ο Λούθιεν, ο Όλιβερ και η Κατρίν, που βρίσκονταν ήδη μέσα έχοντας περάσει από τις στοές των νάνων, ξόδεψαν περισσότερο χρόνο βοηθώντας τους άμαχους και οδηγώντας τους σε ασφαλές μέρος παρά πολεμώντας, αφού ουσιαστικά δεν έγιναν πολλές μάχες. Η φρουρά εγκατέλειψε τη μικρή πόλη περνώντας από τις γέφυρες στο κεντρικό Καρλάιλ, σχεδόν αμέσως μόλις μπήκαν μέσα οι εισβολείς. Ο Γκρινσπάροου δεν εμφανίστηκε, εξαντλημένος ίσως από τις νυχτερινές του συγκρούσεις με τον Μπριντ’Αμούρ.

Κυρίευσαν τη μικρή πόλη μέσα σε μια ώρα και, πριν τελειώσει η μέρα, είχαν τοποθετήσει δική τους φρουρά σ’ όλα τα σημεία.

Η θηλιά γύρω από το Καρλάιλ έσφιξε ακόμη περισσότερο.

Το ίδιο εκείνο βράδυ, ο Λούθιεν και ο Όλιβερ, χρησιμοποιώντας τον πορφυρό μανδύα και την μαγική αρπάγη του χάφλινγκ, μια ρυτιδωμένη μπάλα που κολλούσε σε όλες τις επιφάνειες, μπήκαν απαρατήρητοι στο Καρλάιλ και περπάτησαν στους δρόμους της πόλης. Μπήκαν σε ταβέρνες, συναντήθηκαν με κόσμο σε δρομάκια ψιθυρίζοντας συνεχώς το όνομα της Ντιάνα Γουέλγουορθ, διαδίδοντας τη φήμη ότι ο στρατός εισβολής ανήκει στην πραγματικότητα στην νόμιμη βασίλισσα του Άβον.

Βγήκαν από την πόλη πολύ πριν ξημερώσει.

Το ίδιο βράδυ ο Μπριντ’Αμούρ πήγε πάλι με την πνευματική του μορφή για να συγκρουστεί με τον βασιλιά του Άβον, αλλά βρήκε τον δρόμο κλειστό από ένα μαγικό τείχος παρόμοιο με εκείνο που είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος στην περίπτωση του Ρέσμορ και αργότερα στο κάστρο του Γουόρτσεστερ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Γκρινσπάροου συγκρουόταν πρόθυμα με τον αντίπαλό του, φαίνεται όμως ότι τώρα είχε καταλάβει τη στρατηγική του Μπριντ’Αμούρ. Αυτές οι νυχτερινές αψιμαχίες ευθύνονταν εν μέρει για το γεγονός ότι είχε πέσει το τμήμα της πόλης από την άλλη όχθη του ποταμού, έτσι ο Γκρινσπάροου είχε αποφασίσει ότι δεν υπήρχαν πλέον περιθώρια να συνεχίσει αυτή την τακτική.

Αυτό δεν ανησύχησε ιδιαίτερα τον Μπριντ’Αμούρ. Καταλαβαίνοντας τον εχθρό του καλύτερα τώρα, γνωρίζοντας τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του, ήταν σίγουρος ότι οι δυνάμεις του θα είναι σε θέση να χτυπήσουν ισχυρά και αποφασιστικά, κι ότι αυτός μαζί με τους άλλους μάγους, την Ντιάνα και τον Άσανον, θα μπορέσουν να εξουδετερώσουν τον βασιλιά του Άβον.

Όμως, όπως είχε πει στην Ντιάνα το δεύτερο πρωί της πολιορκίας, η μάχη θα γινόταν με τα σπαθιά όχι με τη μαγεία.


«Δεν μπορεί να μας χτυπήσει από το ποτάμι, είναι αδύνατο να αντιμετωπίσει τα πλοία μας», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ σε μια σύσκεψη για τον καθορισμό της στρατηγικής τους νωρίς το άλλο πρωί. «Ακόμα, αφού είμαστε τόσο κοντά στα τείχη δεν θα τολμήσει να ανοίξει τις πύλες της πόλης και να προσπαθήσει να το σκάσει προς βορρά».

«Θα έχουμε μπει στο Καρλάιλ μέσα σε μερικά λεπτά», συμφώνησε η Κατρίν και είχε δίκιο, παρ’ ότι αυτή η εκτίμηση ήταν υπερβολικά αισιόδοξη.

«Ο χρόνος μάς ευνοεί», πρόσθεσε η Σιόμπαν.

«Σίγουρα;» ρώτησε η Ντιάνα Γουέλγουορθ.

«Έχουμε σπείρει τους σπόρους της ανταρσίας στην πόλη», απάντησε ο Λούθιεν πριν προλάβει να μιλήσει η Σιόμπαν. «Ο Όλιβερ κι εγώ βρήκαμε πολλούς από τους κατοίκους, που άκουσαν πρόθυμα και με πολύ ενδιαφέρον για την νόμιμη βασίλισσα του Άβον και για την προδοσία του Γκρινσπάροου».

«Φυσικά, αυτό έγινε μόνο επειδή είμαι τόσο πειστικός», πρόσθεσε ο χάφλινγκ.

Αυτό προκάλεσε γέλια απ’ όλους, εκτός από τον σκυθρωπό Άσμουντ που είχε κουραστεί κιόλας από την πολιορκία.

«Δεν θα καθίσω εδώ να περιμένω τα πρώτα χιόνια του χειμώνα», είπε ο Χιούγκοθ. Πραγματικά, ο Άσμουντ και οι άνδρες του δεν μπορούσαν να περιμένουν για πολύ ακόμη. Είχαν μεγάλο ταξίδι για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, σε νερά που θα γίνονταν όλο πιο αφιλόξενα με τον ερχομό του χειμώνα. Γρήγορα θα άρχιζαν οι βοριάδες, έτσι τα πλοία των Χιούγκοθ έπρεπε να ταξιδέψουν κόντρα στον άνεμο για να επιστρέψουν στην Ισενλανδία και το Κόλνσεϊ, όπου πολλούς τους περίμεναν οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους.

Ο Μπριντ’Αμούρ έγειρε πίσω στο κάθισμα του αφήνοντας τη συζήτηση να κυλήσει ανεμπόδιστα γύρω του. Ο Άσμουντ ήθελε δράση, το ίδιο και η Καϊρίν Κάλθγουεϊν και ιδιαίτερα ο Μπέλικ, που τους διαβεβαίωσε ότι μπορούν να ανοίξουν τουλάχιστον είκοσι εισόδους στο Καρλάιλ το ίδιο βράδυ, ενώ οι νάνοι του είχαν ήδη υπονομεύσει τα θεμέλια σε αρκετά κρίσιμα σημεία του ανατολικού και νότιου τείχους.

«Θα νομίσουν ότι θα επιτεθούμε βόρεια κι ανατολικά», είπε ο Μπέλικ κλείνοντας το μάτι στον Μπριντ’Αμούρ. «Αλλά αυτή θα είναι μόνο η μισή αλήθεια. Οι καβαλάρηδες του Μάνινγκτον και του Λούθιεν θα κάνουν μια επίθεση αντιπερισπασμού από βορρά, ενώ τα πλοία μας θα αποβιβάσουν ένα στρατιωτικό τμήμα στα ρηχά του δέλτα του ποταμού νότια της πόλης. Θα πλησιάσουμε τόσο γρήγορα ώστε οι μονόφθαλμοι θα στέκονται ακόμη στο βόρειο τείχος αναρωτούμενοι πότε θα επιτεθούν οι δικοί σου», είπε στην Ντιάνα. «Στο μεταξύ εμείς οι υπόλοιποι θα τους χτυπήσουμε από πίσω!»

Ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι δεν θα ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα, αλλά ο Μπέλικ είχε εν μέρει δίκιο. Το Καρλάιλ ήταν ώριμο να πέσει, αλλά αν έκαναν την επίθεση και δεν τα κατάφερναν, μπορούσαν πάντα να υποχωρήσουν στην τωρινή τους θέση για να συνεχίσουν την πολιορκία, αυτήν τη φορά ενάντια σε μια πόλη εξασθενημένη από τη μάχη. Ο συντονισμός θα ήταν δύσκολος όμως, αφού υπήρχαν τόσες διαφορετικές δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, ο Μπριντ’Αμούρ αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα για δράση.

«Τα χαράματα», είπε απρόσμενα ο Μπριντ’Αμούρ. Οι συζητήσεις σταμάτησαν και τον κοίταξαν όλοι. «Όχι· πριν τα χαράματα ακόμη», είπε μετά, σιωπώντας για να σκεφτεί καλύτερα το σχέδιο.

Έτσι άρχισε η επίθεση μια ώρα πριν τα χαράματα της όγδοης μέρας της πολιορκίας, με τον Σάγκλιν τον νάνο να βγαίνει από ένα τούνελ, που κατέληγε σε κάποιο ήσυχο σπίτι ανατολικά από την πλατεία όπου βρισκόταν ο μεγάλος ναός του Καρλάιλ. Σε όλη την πόλη οι δυνάμεις του Μπέλικ έπαιρναν θέσεις, ενώ στην πεδιάδα βόρεια του Καρλάιλ οι πέντε χιλιάδες της Ντιάνα Γουέλγουορθ μαζί με την πρώτη στρατιά του Εριαντόρ που περιλάμβανε τον Λούθιεν, την Σιόμπαν, την Κατρίν, τον Όλιβερ και το ιππικό των Κάτερς, σχημάτισαν μια μακριά και βαθιά παράταξη. Νότια του Καρλάιλ οι Χιούγκοθ περίμεναν στα πλοία τους έτοιμοι να κάνουν έφοδο στο δέλτα του ποταμού και στα ανατολικά η Καϊρίν ετοίμαζε τους γενναίους ιππείς της για την επικίνδυνη επίθεση κατά των γεφυρών.

Τα χαράματα ήχησαν χίλιες σάλπιγγες —σάλπιγγες του Εριαντόρ, των Χιούγκοθ, του Μάνινγκτον— και μετά η βροντή του ιππικού στο βορρά και στις πέτρινες ανατολικές γέφυρες, μαζί με τις κραυγές των στρατευμάτων που άρχιζαν την έφοδο.

Ο Λούθιεν ηγήθηκε την επίθεσης από τα βόρεια, ένα χτύπημα αντιπερισπασμού που απασχόλησε την τεράστια δύναμη των Κυκλωπιανών στο βόρειο τείχος του Καρλάιλ μέχρι να οργανωθούν οι νάνοι μέσα στην πόλη. Όταν το νότιο τείχος της πόλης κατέρρευσε σε κάμποσα σημεία, αμέσως άρχισε η επίθεση των Χιούγκοθ, με τον στρατό του Μπαράντουιν να ακολουθεί πίσω τους. Η Κατρίν ηγήθηκε η ίδια της επίθεσης στις οχυρωμένες γέφυρες.

Για περισσότερο από μια ώρα δεν κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος. Ο Λούθιεν και οι δυνάμεις του ήταν κολλημένοι στα χωράφια προς βορρά, χωρίς να μπορούν να κάνουν ένα ρήγμα στο άθικτο βόρειο τείχος. Στον νότο, οι Χιούγκοθ του Άσμουντ συνάντησαν σθεναρή αντίσταση μόλις πέρασαν το τείχος, και οι καβαλάρηδες του Έραντοχ είχαν τρομερές απώλειες πάνω στις στενές γέφυρες. Τα νερά του Στράτον έγιναν κόκκινα, ενώ τα λευκά τείχη του Καρλάιλ γέμισαν από τα αίματα των υπερασπιστών και των εισβολέων.

Πέντε από τους ηγέτες των επιτιθέμενων στρατευμάτων, ο Μπριντ’Αμούρ, ο Μπέλικ, η Ντιάνα κι ο Άσανον μαζί με τον Μπαϊλίγουιν, επίτροπο του Τζάιμπι, παρακολουθούσαν από το κυριευμένο ανατολικό τμήμα εκείνη την τρομερή ώρα αναρωτούμενοι μήπως είχαν κάνει λάθος. «Μήπως υποτίμησα τον Γκρινσπάροου;» ρώτησε πολλές φορές ο Μπριντ’Αμούρ.

Μετά όμως ήρθε η κρίσιμη καμπή καθώς οι νάνοι του Μπέλικ, με επικεφαλής τον ατρόμητο Σάγκλιν, μπήκαν στην κύρια αυλή του τείχους ανοίγοντας τις τεράστιες βόρειες πύλες του Καρλάιλ. Τώρα η επίθεση του Λούθιεν ήταν πια ασυγκράτητη, ο νεαρός Μπέντγουιρ και οι δυνάμεις του ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη κι απλώθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις σαν πυρκαγιά.


Ο Γκρινσπάροου παρακολουθούσε επίσης από έναν θάλαμο ψηλά στον ναό του Καρλάιλ. Ο δούκας Κρίσις είχε έρθει πολλές φορές την τελευταία ώρα για να τον διαβεβαιώσει ότι η πόλη αντέχει.

Μετά όμως ο Κυκλωπιανός στρατηγός ήρθε για να τον πληροφορήσει ότι η βόρεια πύλη έπεσε, κι ο Γκρινσπάροου κατάλαβε ότι ήταν ώρα να κινηθεί. Έδιωξε τον Κρίσις (ο Κυκλωπιανός έφυγε νιώθοντας ανακούφιση που απομακρυνόταν από τον επικίνδυνο, απρόβλεπτο τύραννο), και ανέβηκε μόνος του τη σκάλα του κεντρικού πύργου του ναού.

Από την κορυφή του πύργου ο Γκρινσπάροου είδε τα ερείπια της ζωής του. Είχαν ξεσπάσει μάχες σε όλα τα τμήματα της πόλης. Το βόρειο μέρος είχε πέσει και οι νάνοι έτρεχαν ανατολικά για να ανοίξουν τις γέφυρες, ενώ το ιππικό κάλπαζε στους δρόμους με κατεύθυνση το νότιο τείχος οπού διεξάγονταν άγριες μάχες.

«Ανόητοι όλοι», μουρμούρισε ο μάγος βασιλιάς.

Ο Γκρινσπάροου είδε μια ομάδα καβαλάρηδων προσέχοντας ιδιαίτερα έναν άνδρα πάνω σε κατάλευκο άλογο, με έναν πορφυρό μανδύα να ανεμίζει πίσω του.

«Τουλάχιστον αυτό», είπε ο Γκρινσπάροου και άρχισε να κινεί τα χέρια του στον αέρα αγγίζοντας αντίχειρα με αντίχειρα, μετά μικρό δάχτυλο με μικρό δάχτυλο, με τον ρυθμό του να επιταχύνεται βαθμιαία καθώς συγκέντρωνε τη μαγική του ενέργεια για να τελειώνει με την ενοχλητική Πορφυρή Σκιά μια για πάντα.

Αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει το ξόρκι, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε καθώς ολόκληρος ο πύργος τραντάχτηκε από μια τρομερή μαγική επίθεση.

Ο Γκρινσπάροου, κοιτάζωντας ανατολικά, διέκρινε πέρα από τον ποταμό τρεις μορφές: έναν γέρο μάγο με γαλάζιο χιτώνα και μεγάλο ραβδί βελανιδιάς στο χέρι, τον δούκα του Μπαράντουιν και την Ντιάνα Γουέλγουορθ. Ο Μπριντ’Αμούρ χτύπησε επανειλημμένα στέλνοντας κεραυνούς από το ραβδί του στα θεμέλια του πύργου. Η Ντιάνα και ο Άσανον δεν ήταν τόσο δυνατοί, αλλά επιτίθονταν κι αυτοί με όλη τους τη μαγική ενέργεια.

Ο πύργος ταλαντεύτηκε επικίνδυνα.

Ο Γκρινσπάροου κοίταξε γύρω του και είδε ότι είχε γίνει το επίκεντρο της προσοχής. Ακόμη και η Πορφυρή Σκιά με τους συντρόφους της είχαν σταματήσει την επίθεση δείχνοντας προς το μέρος του καβάλα στα άλογά τους.

«Ανόητοι, όλοι!» φώναξε ο Γκρινσπάροου και μετά, μπροστά στα μάτια όλων, ο βασιλιάς του Άβον αποκάλυψε την πραγματική του φύση. Αισθάνθηκε τον πόνο, το μαρτύριο καθώς τα μέλη του έτριζαν και μεγάλωναν, καθώς μερικά κόκαλα ενώθηκαν κι άλλα έσπασαν. Εκείνη η φριχτή φαγούρα απλώθηκε σε όλο του το σώμα από την κορυφή μέχρι τα νύχια, το δέρμα του σκίστηκε και παραμορφώθηκε, σκλήρυνε και μεταμορφώθηκε ενώ πρασινόμαυρα λέπια εμφανίστηκαν. Τώρα δεν ήταν πια ο Γκρινσπάροου. Ο Ντανσαλιγκνάτιους άπλωσε τα νυχτεριδίσια φτερά του. Μόλις που πρόλαβε, γιατί ο πύργος του ναού τραντάχτηκε πάλι και κατέρρευσε.

Σε όλη την πόλη υπερασπιστές και επιτιθέμενοι σταμάτησαν την μάχη για να δουν την πτώση του πύργου, για να δουν τον βασιλιά που είχε μετατραπεί σε δράκο να πετά πάνω από τα σύννεφα της σκόνης.

Ένας γαλάζιος κεραυνός ήρθε από την άλλη όχθη του ποταμού για να τραντάξει τον Γκρινσπάροου. Με ένα ουρλιαχτό πόνου, ο Δρακοβασιλιάς έκανε μια στροφή στον αέρα. Κυκλωπιανοί, Χιούγκοθ, Εριαντοριανοί και νάνοι, δεν είχε σημασία, εξοντώθηκαν από την πύρινη ανάσα του δράκου καθώς το θηρίο πέρασε πετώντας από πάνω τους. Το μέρος του τέρατος που ήταν ο Γκρινσπάροου ήθελε πάνω απ’ όλα να σκοτώσει την Πορφυρή Σκιά και μετά να στρίψει ανατολικά, να περάσει το ποτάμι και να κάψει με τη φωτιά του τους τρεις μάγους. Αλλά το άλλο μέρος του τέρατος, ο Ντανσαλιγκνάτιους, δεν μπορούσε να κάνει τέτοιες λεπτές διακρίσεις, καθώς είχε παρασυρθεί από τη φρενίτιδα της καταστροφής.

Όμως, τότε, καθώς οργανώθηκε η άμυνα ενάντια στον δράκοντα, καθώς άρχισαν να υψώνονται τείχη από βέλη σε κάθε του πέρασμα ενώ πολεμικά πλοία πλησίασαν για να εκτοξεύσουν μπάλες πίσσας και πέτρες εναντίον του και, καθώς το μπαράζ της μαγικής ενέργειας από την άλλη όχθη του ποταμού εντάθηκε, ο δρακοβασιλιάς είδε την καταστροφή, την απώλεια και κατάλαβε ότι ήταν ώρα να το σκάσει.

Ο Γκρινσπάροου πέταξε πάνω από το ποτάμι στέλνοντας μια τελευταία ριπή φωτιάς στο κτήριο όπου βρίσκονταν οι κύριοι αντίπαλοί του. Η Ντιάνα Γουέλγουορθ ήταν προετοιμασμένη όμως, έτσι δημιούργησε αμέσως μια προστατευτική σφαίρα σαν εκείνη που είχε χρησιμοποιήσει για να παγιδεύσει τον Μίστιγκαλ και τον Θέρεντον πάνω στο πλάτωμα. Και μολονότι ο χώρος μέσα στη σφαίρα ζεστάθηκε τρομερά, παρ’ όλο που το πρόσωπο του Μπέλικ γέμισε κόμπους ιδρώτα και ο Μπαϊλίγουιν κατέρρευσε γιατί δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, όταν ο δρακοβασιλιάς απομακρύνθηκε προς τα ανατολικά, δεν είχε καταφέρει να βλάψει κανέναν.

«Το ’σκασε!» φώναξε ο Μπέλικ. «Παράτησε τον θρόνο και το ’σκασε!»

Με δάκρυα στα γαλάζια μάτια της η Ντιάνα αγκάλιασε θριαμβευτικά τον νάνο βασιλιά.

Ο Μπριντ’Αμούρ δεν ήταν τόσο χαρούμενος. Απομακρύνθηκε με μεγάλη βιασύνη φωνάζοντας στους άλλους να τον ακολουθήσουν. Τους οδήγησε στην κοντινότερη γέφυρα χρησιμοποιώντας όλες τις δυνάμεις του για να κάμψει την άμυνα στην άλλη πλευρά.

Δεν θέλησε να εξηγήσει τι συνέβαινε και οι άλλοι δεν τόλμησαν να επιμείνουν.


Κάπου νότια από εκείνο το σημείο ο Λούθιεν Μπέντγουιρ αισθάνθηκε έκπληκτος τον Ριβερντάνσερ να σταματά τόσο απότομα ώστε ο Όλιβερ, που ερχόταν πίσω του με τον Θρεντμπέαρ, κόντεψε να πέσει πάνω του. Η Σιόμπαν με την Κατρίν γύρισαν τα άλογά τους για να τον κοιτάξουν απορημένες.

Αλλά κι αυτός δεν ήξερε τι συμβαίνει. Δεν μπορούσε να κάνει τον Ριβερντάνσερ να προχωρήσει. Το άλογο έμεινε εντελώς ακίνητο για αρκετές στιγμές, δεν έδωσε καν σημασία όταν ο Θρεντμπέαρ του δάγκωσε την ουρά.

Μετά έστριψε ξαφνικά και, παρ’ όλο που ο Λούθιεν τραβούσε με δύναμη τα γκέμια, απομακρύνθηκε καλπάζοντας. «Προχωρήστε νότια!» φώναξε ο Λούθιεν, αλλά οι φίλοι του δεν είχαν σκοπό να τον αφήσουν μόνο τη στιγμή που δεν ήξεραν αν το άλογο τον πηγαίνει σε φίλους ή εχθρούς.

Ο δυνατός Ριβερντάνσερ γρήγορα ξεμάκρυνε από τα άλλα άλογα, όμως ο Λούθιεν ανάσανε με βαθιά ανακούφιση όταν το άλογο έστριψε σε ένα δρομάκι και εκεί βρήκε να τον περιμένει ο Μπριντ’Αμούρ με τους άλλους. Ο γέρο-μάγος, αφού του έκανε νόημα να κατεβεί από το άλογο, μετά άρχισε να ψιθυρίζει στο αφτί του Ριβερντάνσερ.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Λούθιεν, αλλά η Ντιάνα τον τράβηξε παράμερα κάνοντάς του νόημα να περιμένει.

Ο Ριβερντάνσερ χλιμίντρισε και πήδησε ξαφνικά προσπαθώντας να τραβηχτεί μακριά. Αλλά ο Μπριντ’Αμούρ δεν τον άφησε και, έχοντας ολοκληρώσει το μαγικό ξόρκι πάνω στο άλογο, άρχισε να του μιλάει καθησυχαστικά.

Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα —όπως επίσης του Όλιβερ, της Κατρίν και της Σιόμπαν που είχαν φτάσει στο μεταξύ στο δρομάκι— όταν τα πλευρά του Ριβερντάνσερ διογκώθηκαν και μεγάλωσαν. Το άλογο έβγαλε μια τρομερή κραυγή, ενώ ο Μπριντ’Αμούρ του ζητούσε συγγνώμη και του αγκάλιαζε το κεφάλι.

Αλλά ο πόνος πέρασε καθώς τα εξογκώματα εξαπλώθηκαν παίρνοντας τη μορφή δύο υπέροχων φτερών.

«Τι έκανες;» φώναξε με φρίκη ο Λούθιεν, γιατί αν και αυτό το πλάσμα ήταν πραγματικά υπέροχο, δεν ήταν ο Ριβερντάνσερ, ο αγαπημένος του σύντροφος.

«Μην φοβάσαι», του είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Το ξόρκι δεν θα κρατήσει πολύ και ο Ριβερντάνσερ θα ξαναπάρει την προηγούμενη μορφή του χωρίς αρνητικές επιπτώσεις.

Ο Λούθιεν κοίταζε ακόμη εμβρόντητος το φτερωτό άλογο, αλλά αποδέχτηκε την εξήγηση του Μπριντ’Αμούρ.

»Πρέπει να τελειώσουμε εδώ και τώρα», συνέχισε ο βασιλιάς του Εριαντόρ. «Δεν πρέπει να αφήσουμε τον Γκρινσπάροου να ξεφύγει!» Πήγε δίπλα στο υπέροχο άλογο και ο Ριβερντάνσερ χαμήλωσε για να τον βοηθήσει να ανεβεί στη σέλα.

»Γρήγορα η πόλη θα είναι δική σου», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στην Ντιάνα. «Και σύντομα θα είναι δικό σου όλο το Άβον. Ίσως να χάσω την θριαμβευτική άνοδό σου στον θρόνο που σου ανήκει. Σε παρακαλώ, όμως, μην ξεχάσεις αυτούς που σε βοήθησαν».

«Υπάρχουν πολλές αδικίες που πρέπει να διορθωθούν», απάντησε η Ντιάνα.

«Αν δεν γυρίσω, τότε να ξέρεις ότι ο Γκρινσπάροου θα παραμείνει για πάντα ένα πρόβλημα για σένα. Έχε τον νου σου στο Σόλτγουος και κράτα τις δυνάμεις σου ετοιμοπόλεμες!»

Η Ντιάνα κατένευσε. «Όποια κι αν είναι η μοίρα σου, υπόσχομαι ανεξαρτησία στο Εριαντόρ», είπε. «Ο στρατός σου δεν θα ξεκινήσει να επιστρέψει βόρεια αν δεν εδραιωθεί μια σωστή διοικητική ιεραρχία με επικεφαλής τον βασιλιά Μπέλικ του Νταν Ντάροου ή τον Λούθιεν Μπέντγουιρ ή τον Μπαϊλίγουιν, επίτροπο του Τζάιμπι, ή την Σιόμπαν, αρχηγό των ξωτικών».

Ο Λούθιεν ένιωσε φρίκη βλέποντας ότι μιλούσαν τόσο ανοιχτά για το ενδεχόμενο να σκοτωθεί ο Μπριντ’Αμούρ, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι αυτές οι ρυθμίσεις ήταν απαραίτητες. Ό,τι κι αν συνέβαινε, δεν έπρεπε να επικρατήσει πάλι χάος στο Εριαντόρ. Ένιωθε ότι μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στην Ντιάνα, ότι το Άβον δεν θα προσπαθούσε να κυριεύσει ξανά την πατρίδα του. Παρ’ όλα αυτά, αν δεν γύριζε ο Μπριντ’Αμούρ υπήρχε φόβος να διασπαστεί το Εριαντόρ σε φυλετικές φράξιες. Ήδη έβλεπε ένα ενδεχόμενο προστριβών ανάμεσα στην Καϊρίν Κάλθγουεϊν και τον Μπέλικ, που ήταν πολύ περήφανοι και ξεροκέφαλοι, ή ίσως επίσης ανάμεσα σε αυτούς τους δύο και τον επίτροπο Μπαϊλίγουιν!

Το βλέμμα του καρφώθηκε πάλι στον Μπριντ’Αμούρ. Ο γενναίος μάγος είχε σκύψει χαμηλά και χάιδευε τον μυώδη λαιμό του Ριβερντάνσερ. Ξαφνικά, αντιδρώντας εντελώς αυθόρμητα, ο Λούθιεν έτρεξε στο άλογό του κι έσπρωξε τον Μπριντ’Αμούρ πίσω, προς τα καπούλια του ζώου.

Ο Μπριντ’Αμούρ άπλωσε το χέρι να τον σταματήσει. «Τι κάνεις;» είπε.

«Έρχομαι μαζί σου», απάντησε αποφασιστικά ο Λούθιεν. «Το άλογο είναι δικό μου και αυτή είναι η θέση μου!»

Ο Μπριντ’Αμούρ τον κοίταξε επίμονα στα μάτια νιώθοντας ότι δεν μπορεί να διαφωνήσει. Ο Λούθιεν είχε κερδίσει το δικαίωμα να τον συνοδέψει σε αυτή την τελευταία, την πιο απελπισμένη μάχη.

«Αν το άλογο δεν μπορεί να μας μεταφέρει και τους δύο, τότε διάλεξε ένα δεύτερο», είπε ο Λούθιεν. Κοίταξε τον Όλιβερ που καθόταν ανήσυχος πάνω στο κίτρινο πόνι του. «Τον Θρεντμπέαρ», πρόσθεσε.

«Θέλεις να βάλεις φτερά στο πολύτιμο άλογό μου για να κυνηγήσει έναν δράκοντα στους βάλτους;» ρώτησε κατάπληκτος ο Όλιβερ.

«Ναι», απάντησε ο Λούθιεν.

«Όχι!» είπε εμφατικά ο Μπριντ’Αμούρ, ενώ εξίσου εμφατικός ήταν ο στεναγμός ανακούφισης του Όλιβερ.

«Ο Ριβερντάνσερ θα μας μεταφέρει και τους δύο», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ και ο Λούθιεν ηρέμησε.

«Λούθιεν!» φώναξε η Κατρίν Ο’ Χέιλ.

Ο Λούθιεν, αφού κατέβηκε από το άλογο, πήγε αμέσως κοντά της. Την αγκάλιασε σφιχτά. «Είναι το σωστό τέλος», είπε με όλη του την καρδιά. «Είναι το τέλος όσων άρχισα όταν σκότωσα τον δούκα Μόρκνεϊ πάνω στον πύργο της Μητρόπολης».

Η Κατρίν είχε σκοπό να του πει να μην πάει, να τον μαλώσει που αδιαφορούσε τόσο πολύ γι’ αυτήν ώστε να θέλει να πάει σε μια αποστολή αυτοκτονίας κυνηγώντας έναν δράκοντα στους βάλτους. Αλλά, όπως και ο Μπριντ’Αμούρ, δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την ειλικρίνεια που έβλεπε στα μάτια του Λούθιεν, την ανάγκη που ένιωθε ο αγαπημένος της να συνεχίσει τον αγώνα μέχρι το τέλος του.

«Απλώς φοβήθηκα ότι θα έφευγες χωρίς να με αποχαιρετίσεις», είπε.

«Δεν σε αποχαιρετώ», την διόρθωσε ο Λούθιεν. «Σου δίνω μόνο ένα φιλί και μια παράκληση: να προσέχεις μέχρι να γυρίσω δίπλα σου, εδώ, στην πόλη της βασίλισσας Ντιάνα Γουέλγουορθ».

Η αισιοδοξία του συγκίνησε την Κατρίν, κυρίως επειδή συνειδητοποίησε ότι ο Λούθιεν δεν πίστευε απόλυτα ότι θα ήταν κατορθωτό να γυρίσει κοντά της. Και πάλι όμως δεν μπορούσε να του πει να μείνει. Τον φίλησε συγκρατώντας τη λέξη «Αντίο» πριν βγει από τα χείλια της.

Μετά, οι δυο γενναίοι πολεμιστές ξεκίνησαν, με τον Ριβερντάνσερ, εξίσου δυνατό στην πτήση όσο και στον καλπασμό, να ανεβαίνει ψηλά πάνω από την πόλη και τις μάχες που μαίνονταν στους δρόμους της. Γρήγορα άφησαν το Καρλάιλ πίσω τους, ενώ από κάτω φάνηκαν τα χωράφια του Άβον.

Το Σόλτγουος τους περίμενε.

Загрузка...