Ο Λούθιεν Μπέντγουιρ δεν είχε ξαναδεί την περιοχή, αλλά δεν χρειαζόταν χάρτη για να καταλάβει ποια είναι η επόμενη πόλη. Ο εριαντοριανός στρατός είχε προελάσει εκατόν πενήντα χιλιόμετρα έχοντας συναντήσει μια ντουζίνα κωμοπόλεις και χωριά, αφότου βγήκε από τα βουνά. Η αντίσταση ήταν μικρή ή ανύπαρκτη, καθώς οι Κυκλωπιανοί —ιδιαίτερα οι Πραιτωριανοί Φρουροί που είχαν σωθεί από το Άιρον Κρος— συνέχιζαν την πορεία τους προς νότο λεηλατώντας τα πάντα απ’ όπου περνούσαν. Αυτή η υποχώρηση είχε αποδειχτεί μεγάλο ατού για τον Λούθιεν, αφού έστρεψε τον πληθυσμό κατά του Γκρινσπάροου. Έτσι, με τη βοήθεια του Σόλομον Κίις, του Άλαν Ο’ Ντάνκερι και άλλων σημαντικών Αβονιανών, είχαν περιοριστεί στο ελάχιστο οι απώλειες ανθρώπινων ζωών και από τις δύο πλευρές.
Τώρα όμως…
Ο Λούθιεν ανέβηκε με τον Ριβερντάνσερ στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Κοιτάζοντας νότια όπου το φως της μέρας μειωνόταν γοργά, ακολούθησε με το βλέμμα την ασημόχρωμη λωρίδα του ποταμού Ντάνκερι μέχρι το σημείο όπου πλάταινε κι απλωνόταν σαν μια αστραφτερή έκταση στον ορίζοντα.
Εκεί ήταν η λίμνη Σπεϊθενφέργκους και, στη βόρεια όχθη της, σε έναν τόπο περιβαλλόμενο από τον ποταμό Ντάνκερι και τον ποταμό Ερν, βρισκόταν το οχυρωμένο Γουόρτσεστερ με τη φρουρά του σίγουρα επαυξημένη από τους χιλιάδες Κύκλωπιανούς που είχαν εγκαταλείψει τα βόρεια χωριά.
Από κάτω και προς τα δεξιά του ο στρατός του Λούθιεν προχωρούσε σταθερά. Θα συνέχιζαν την πορεία τους ως αργά μετά το ηλιοβασίλεμα και θα στρατοπέδευαν σε σημείο απ’ όπου θα έβλεπαν τη μεγάλη πόλη.
Πώς θα τα πήγαιναν οι Εριαντοριανοί και οι νάνοι των βουνών ενάντια στις οχυρώσεις του πανίσχυρου Γουόρτσεστερ; Ο Λούθιεν και οι δυνάμεις του δεν είχαν πολιορκήσει ποτέ πόλη, ούτε είχαν προσπαθήσει ποτέ να καταλάβουν πραγματικά τείχη. Στο Κάερ Μακντόναλντ είχαν νικήσει πολεμώντας από σπίτι σε σπίτι, αλλά εκεί ήταν ήδη μέσα στα τείχη της πόλης όταν άρχισε η μάχη. Στο Πρίνσταουν είχαν υπερισχύσει ξεγελώντας τη φρουρά της πόλης ώστε να βγει από τα τείχη, και την είχαν εξοντώσει παγιδεύοντάς την στην κοιλάδα του Γκλεν Ντούριτς. Πώς θα τα πήγαιναν όμως ενάντια σε μια οχυρωμένη πόλη που τους περίμενε, έχοντας προετοιμαστεί για τον ερχομό τους;
Σκέφτηκε για λίγο μήπως θα έπρεπε να πείσει τον Μπέλικ να παρακάμψουν το Γουόρτσεστερ, να περάσουν από τα ανατολικά της λίμνης Σπεϊθενφέργκους και να προελάσουν απευθείας για το Καρλάιλ. Ήξερε όμως ότι αυτό το σχέδιο ήταν ανόητο. Δεν μπορούσαν να αφήσουν έναν ολόκληρο κυκλωπιανό στρατό πίσω τους!
Οπότε έπρεπε να επιτεθούν στο Γουόρτσεστερ, να καταλάβουν την οχυρωμένη πόλη και ίσως ακόμη να στραφούν δυτικά προς την ακτή για να επιτεθούν στο Μάνινγκτον. Όχι για πρώτη φορά, και σίγουρα όχι για τελευταία, ο Λούθιεν, σκέφτηκε ότι αυτή η εκστρατεία ήταν μια παράτολμη τρέλα νιώθοντας συγχρόνως νοσταλγία για τους ήσυχους λόφους του Μπέντγουιντριν, της πατρίδας του.
«Όταν δεν είναι εδώ ο δούκας Θέρεντον, διοικητής είμαι εγώ», επέμεινε ο γιγαντόσωμος Κυκλωπιανός μιλώντας ψευδά και τινάζοντας παντού σάλια, ενώ ταυτόχρονα χτυπούσε το πελώριο στήθος του με τον χοντρό του αντίχειρα.
Η Ντιάνα Γουέλγουορθ τον κοίταξε καλά-καλά. Πάντα θεωρούσε τους Κυκλωπιανούς αηδιαστικούς κι άσχημους, αυτός όμως, ο υποδιοικητής Κρέιγκνικ, ήταν από τους χειρότερους. Από το γουρλωτό μάτι του έτρεχε κάποιο κίτρινο υγρό που είχε ξεραθεί πάνω στη χοντρή, σπασμένη μύτη του. Τα δόντια του, πολύ μακριά και στραβά, πετάγονταν σχηματίζοντας παράξενες γωνίες πάνω από τα σκισμένα, παραμορφωμένα χείλια του, ενώ το αριστερό του ζυγωματικό είχε σπάσει σε κάποια μάχη αφήνοντας το αριστερό μέρος του προσώπου του βουλιαγμένο και δίνοντάς του μια ασύμμετρη, ανομοιόμορφη εμφάνιση.
«Είμαι δούκισσα, ισότιμη με τον δούκα Θέρεντον», του υπενθύμισε η Ντιάνα, αλλά ο Κρέιγκνικ είχε αρχίσει τα αρνητικά νεύματα πριν ακόμη τελειώσει τη φράση της.
«Όχι στο Γουόρτσεστερ», επέμεινε.
Η Ντιάνα ήξερε ότι δεν μπορούσε να νικήσει σε αυτήν τη λεκτική σύγκρουση. Από την ώρα που έφτασε στην πόλη από ένα μαγικό τούνελ, το προηγούμενο βράδυ, της φέρονταν με καθαρή ασέβεια. Ο Θέρεντον, όπως όλοι οι άλλοι παρανοϊκοί δούκες του Γκρινσπάροου, είχε λάβει τα μέτρα του για πιθανές επεμβάσεις από άλλους μάγους. Οι διαταγές του νεκρού δούκα προς τον Κρέιγκνικ και, ίσως, προς όλους τους υψηλόβαθμούς μονόφθαλμους της φρουράς του, ήταν αυστηρές. Ακόμη και ο Γκρινσπάροου θα δυσκολευόταν να πείσει τον μονόφθαλμο να συμμορφωθεί στις εντολές του. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Κρέιγκνικ δεν ήταν ο πρώτος Κυκλωπιανός που είχε φθάσει στον βαθμό του υποδιοικητή του Γουόρτσεστερ. Άνθρωποι σαν τον Θέρεντον, έκαναν τεστ στους υφισταμένους τους. Συχνά έπαιρναν τη μορφή ενός άλλου δούκα για να αμφισβητήσουν την αφοσίωση των Κυκλωπιανών αξιωματικών. Αν κάποιος δεν εφάρμοζε τις εντολές του Θέρεντον, τον περίμενε ένας τρομερός, βασανιστικός θάνατος.
Σίγουρα, ο Κρέιγκνικ θα είχε παρακολουθήσει πολλές τέτοιες εκτελέσεις. Ούτε οι απειλές, λοιπόν, ούτε τα επιχειρήματα της Ντιάνα μπορούσαν να μεταπείσουν τον ξεροκέφαλο μονόφθαλμο.
«Σου είπα ότι ο υποδιοικητής Κρέιγκνικ δεν θα ξεγελαστεί σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή», ακούστηκε μια φωνή πίσω από τον μονόφθαλμο. Ο Κρέιγκνικ γύρισε και είδε τον δούκα Θέρεντον να πλησιάζει στον διάδρομο.
Η Ντιάνα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει έναν μορφασμό βλέποντας το θέαμα. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε πάρει την εμφάνιση του Θέρεντον, αλλά η συμπεριφορά και η κινήσεις του ήταν τελείως λάθος. Έσερνε τα πόδια του σαν γέροντας αντί να περπατάει με τη σιγουριά και τις μεγάλες δρασκελιές του γεροδεμένου δούκα.
«Και φοβόσουν ότι οι στρατιώτες μου δεν θα είναι έτοιμοι!» φώναξε ο ψεύτικος δούκας χτυπώντας τον Κρέιγκνικ στην πλάτη, μια λάθος χειρονομία που έκανε την Ντιάνα να μορφάσει ξανά. «Με όλους αυτούς τους Κυκλωπιανούς που έχουν έλθει από το βορρά, είμαστε παραπάνω από έτοιμοι!»
Η Ντιάνα, βλέποντας την έκφραση σκεπτικισμού του Κρέιγκνικ, κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει κάτι για να σώσει την κατάσταση. «Αγαπητέ μου δούκα Θέρεντον», είπε γελώντας, «φαίνεται ότι έπινες από το κρασί των νεραϊδογέννητων που σου έδωσα!»
«Τι;» τραύλισε ο Μπριντ’Αμούρ, σοβαρευόμενος μόλις είδε τη συνοφρυωμένη έκφραση της Ντιάνα. «Α, ναι», είπε αμέσως μετά. «Δεν ήπια πολύ όμως».
«Σε προειδοποίησα ότι είναι πολύ δυνατό», είπε η Ντιάνα, ενώ ο Μπριντ’Αμούρ καταλάβαινε ότι μέσα της ήθελε να τον κλοτσήσει. «Πώς θα βοηθήσεις στην επερχόμενη μάχη;»
«Πώς θα βοηθήσω;» είπε περιφρονητικά ο Μπριντ’Αμούρ παίρνοντας μια πιο βασιλική στάση. «Με τους Πραιτωριανούς Φρουρούς από το Άιρον Κρος, υπολογίζω ότι είμαστε σχεδόν διπλάσιοι από τους ανόητους Εριαντοριανούς. Άλλωστε είμαστε μέσα από τα τείχη, ενώ αυτοί είναι απ’ έξω!» Έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά του στον αέρα μπροστά στην Ντιάνα, που τον παρακολουθούσε αυστηρά. «Δεν θα πάρουν το Γουόρτσεστερ ούτε σε εκατό χρόνια!»
Αυτή η δήλωση φάνηκε να αρέσει στον Κρέιγκνικ, σε σημείο που το βλοσυρό του ύφος μαλάκωσε και τόλμησε να απλώσει το χέρι για να χτυπήσει τον ψεύτικο δούκα στην πλάτη. Ο Μπριντ’Αμούρ του έριξε αμέσως ένα βλοσυρό βλέμμα, που έκανε τον μονόφθαλμο να μαζευτεί.
«Τότε μπορεί να μην επιτεθούν», είπε η Ντιάνα. «Μπορεί να πολιορκήσουν το Γουόρτσεστερ».
Ο Μπριντ’Αμούρ γέλασε, το ίδιο κι ο Κρέιγκνικ, αλλά η Ντιάνα παρέμεινε σοβαρή. Το σχέδιό τους ήταν να πείσουν τον Κυκλωπιανό υποδιοικητή ότι θα ήταν ανόητο κι επικίνδυνο να κρατήσουν τις δυνάμεις τους μέσα στην πόλη. Αυτό που είχε πει προηγουμένως ο Μπριντ’Αμούρ, ήταν αλήθεια. Ακόμη και με μαγική βοήθεια, τη δική του και της Ντιάνα, οι Εριαντοριανοί είχαν ελάχιστες πιθανότητες να καταλάβουν μια τόσο καλά οχυρωμένη πόλη γεμάτη από Κυκλωπιανούς. Ακόμη κι αν ο Λούθιεν με τον Μπέλικ κατάφερναν να μπουν στην πόλη και να την κυριεύσουν, ο στρατός τους σίγουρα θα είχε σοβαρές απώλειες, ενώ θα τους απέμεναν άλλα τριακόσια χιλιόμετρα πορείας μέχρι το Καρλάιλ.
Η Ντιάνα αισθάνθηκε ένα κύμα φόβου να την τυλίγει. Ξαφνικά η προσπάθειά τους της φάνηκε υπερβολικά παράτολμη. Πώς έλπιζαν να φτάσουν νικητές ως το Καρλάιλ; Ήταν δυνατόν, ακόμη και με τις συνδυασμένες δυνάμεις του Μπριντ’Αμούρ, του Άσανον και τις δικές της, να νικήσουν τον Γκρινσπάροου; Η δούκισσα έδιωξε αποφασιστικά αυτές τις σκέψεις, υπενθυμίζοντας στον εαυτό της ότι η δύναμη του Γκρινσπάροου στηριζόταν κυρίως στον τρόμο και στις ορδές των Κυκλωπιανών που εξουσίαζε. Η μαγεία, οι δαίμονες, οι δράκοντες είναι ισχυρά όπλα, αλλά σε τελική ανάλυση αυτό τον πόλεμο θα τον κέρδιζε η αποφασιστικότητα των κοινών στρατιωτών και η ευφυΐα των αρχηγών τους.
Έχοντας ξαναβρεί το κουράγιο της, η Ντιάνα, συγκεντρώθηκε πάλι στον άμεσο σκοπό τους, να πείσουν τον Κρέιγκνικ να βγάλει τη φρουρά έξω από το Γουόρτσεστερ. Ήταν έτοιμη να δοκιμάσει μια άλλη προσέγγιση, όταν ο Μπριντ’Αμούρ σταμάτησε να γελάει ξαφνικά.
«Αυτό είναι!» φώναξε ο ψευτο-δούκας στον Κρέιγκνικ.
Ο Κυκλωπιανός υποχώρησε ένα βήμα με μπερδεμένη έκφραση που έκανε το κτηνώδες πρόσωπο του ακόμα πιο ηλίθιο.
»Δεν βλέπεις την ευκαιρία που έχουμε εδώ;» συνέχισε να φωνάζει ο Μπριντ’Αμούρ με υπερβολικές χειρονομίες. «Μπορούμε να περάσουμε στην επίθεση, Κρέιγκνικ», εξήγησε. «Θα βγούμε στο πεδίο της μάχης και θα τους εξοντώσουμε ολοκληρωτικά. Θα πιάσουμε την Πορφυρή Σκιά, τον Μπριντ’Αμούρ, αν είναι κι αυτός ανάμεσά τους. Ω, τι δώρα θα μας δώσει ο Γκρινσπάροου όταν θα του παραδώσουμε τους Εριαντοριανούς αρχηγούς!»
Ο Κρέιγκνικ δεν φάνηκε να έχει πεισθεί, αλλά και δεν μπορούσε να κρύψει το ενδιαφέρον που του προκάλεσε το ενδεχόμενο μιας τέτοιας δόξας.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς», είπε η Ντιάνα. «Όλες οι αναφορές λένε ότι υπάρχει ένας δεύτερος εριαντοριανός στρατός που κατεβαίνει από τους νότιους πρόποδες του Άιρον Κρος. Αν ο στρατός που βρίσκεται ήδη εδώ πολιορκήσει το Γουόρτσεστερ, είναι σίγουρο ότι η δεύτερη στρατιά θα έρθει και θα ενωθεί μαζί του. Ή, ακόμη χειρότερα, μπορεί οι δύο στρατοί προσπερνώντας το Γουόρτσεστερ να προχωρήσουν ίσια για το Καρλάιλ».
«Θα τους κυνηγήσουμε, τότε», είπε ο Κρέιγκνικ. «Θα τους χτυπήσουμε από πίσω και θα τους λιώσουμε πάνω στα τείχη του Καρλάιλ».
Ο Μπριντ’Αμούρ πέρασε το χέρι του στους ώμους του Κυκλωπιανού. «Θα ήθελες να εξηγήσεις εσύ προσωπικά στον βασιλιά Γκρινσπάροου γιατί αφήσαμε τους Εριαντοριανούς να φτάσουν μέχρι το Καρλάιλ;» ρώτησε.
Ο Κυκλωπιανός ύψωσε ξαφνικά το παράστημά του σαν να τον είχαν χαστουκίσει. «Θα τους χτυπήσουμε στο πεδίο της μάχης!» δήλωσε. «Δέκα χιλιάδες Πραιτωριανοί θα βγουν απόψε από το Γουόρτσεστερ!»
Καθώς ο Μπριντ’Αμούρ έκλεισε το μάτι στην Ντιάνα, αυτή απάντησε με ένα καταφατικό νεύμα. Ξαφνικά όμως είδε ότι ο Μπριντ’Αμούρ έμεινε εντελώς ακίνητος για μια στιγμή, ενώ το χαμόγελο έσβηνε από το πρόσωπό του. Κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος, αλλά η Ντιάνα δεν μπορούσε να καταλάβει τι τον είχε πιάσει ξαφνικά.
«Το κρασί των ξωτικών…» τραύλισε ο ψευτο-δούκας. «Πρέπει…» Έβγαλε ένα γρύλλισμα κι έφυγε τρέχοντας, αφήνοντας την Ντιάνα άναυδη.
Κατάλαβε όμως τι συμβαίνει μια στιγμή αργότερα, όταν ξεπρόβαλε στον διάδρομο ο Γκρινσπάροου με συνοδεία πέντε Πραιτωριανών.
Η Ντιάνα κόντεψε να λιποθυμήσει. «Βασιλιά μου», τραύλισε υποκλινόμενη με σεβασμό.
«Τι προετοιμασίες έχεις κάνει, δούκισσα Γουέλγουορθ;» ρώτησε κοφτά ο Γκρινσπάροου. «Και γιατί δεν γύρισες στο Μάνινγκτον να οδηγήσεις τον στόλο σου κατά των Εριαντοριανών;»
«Δεν… δεν νομίζω ότι ένας τόσο μικρός εριαντοριανός στόλος θα δημιουργήσει πρόβλημα», απάντησε η Ντιάνα. «Οι καπετάνιοι μου είναι ικανοί… άλλωστε σίγουρα θα τους χτυπήσει ο δούκας Άσανον στον πορθμό». Η Ντιάνα δεν ήξερε τι λέει, προσπαθούσε απεγνωσμένα να αυτοσχεδιάσει. «Θεώρησα ότι η πιο άμεση απειλή είναι αυτός ο στρατός. Η ταχύτητα και η σιγουριά της προέλασής τους ήταν απίστευτη. Δεν μπορούσα να αφήσω το Γουόρτσεστερ στην τύχη του».
Η Ντιάνα είδε τον Κρέιγκνικ να συνοφρυώνεται. Ο μονόφθαλμος δεν ήταν ηλίθιος. Πώς ήταν δυνατό να του κάνει “τεστ” προηγουμένως η δούκισσα με τον Θέρεντον, όπως είχε πει ο δούκας, και τώρα εκείνη να ισχυρίζεται ότι το Γουόρτσεστερ ήταν αφημένο στην τύχη του; Η καρδιά της Ντιάνα άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. Αυτήν τη στιγμή μπορεί να καταστρέφονταν όλα. Ο Κρέιγκνικ όμως δεν είπε τίποτα, φοβούμενος μάλλον την οργή του Γκρινσπάροου αν μιλούσε χωρίς να του δοθεί άδεια.
Ο Γκρινσπάροου, αφού σκέφτηκε για μια στιγμή την εξήγησή της, έκανε ένα καταφατικό νεύμα, παρ’ όλο που τα μάτια του δεν ανοιγόκλειναν καθόλου και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στα μάτια της Ντιάνα. «Έτσι, λοιπόν, ήρθες στο Γουόρτσεστερ και ανέλαβες την διοίκηση», είπε ο βασιλιάς.
«Όπως συμφωνήσαμε», απάντησε η Ντιάνα, φροντίζοντας να μην κοιτάζει τον Κρέιγκνικ.
Ο Γκρινσπάροου, κάνοντας ένα δεύτερο καταφατικό νεύμα, γύρισε στον Κρέιγκνικ. «Κι εσύ τι έχεις σχεδιάσει;»
«Θα βγούμε από τα τείχη και θα συντρίψουμε τον εχθρό στο πεδίο της μάχης», απάντησε ο υποδιοικητής.
Η Ντιάνα κρατούσε την ανάσα της, δεν ήξερε πώς θα αντιδράσει ο Γκρινσπάροου σε μια τέτοια τολμηρή κίνηση. Προφανώς ο βασιλιάς ήξερε ότι οι Εριαντοριανοί δεν μπορούν να κυριεύσουν το Γουόρτσεστερ, ιδιαίτερα αφού πίστευε ότι ο Μπριντ’Αμούρ είναι νεκρός.
«Αυτό ήταν ιδέα της Ντιάνα;» ρώτησε ο Γκρινσπάροου.
Η δούκισσα κατάλαβε από τον καχύποπτο τόνο του ότι ο Γκρινσπάροου αναζητούσε κάποια πληροφορία που τον ενδιέφερε. Αναρωτήθηκε αν ο Μπριντ’Αμούρ θα αποφάσιζε να αποκαλυφθεί τώρα, να εμφανιστεί και να προκαλέσει ανοιχτά τον Γκρινσπάροου για να τελειώνουν μια για πάντα. Η Ντιάνα ένιωσε να της λύνονται τα γόνατα με αυτό το ενδεχόμενο. Ούτε η ίδια ούτε ο Μπριντ’Αμούρ ήταν προετοιμασμένοι για μια τέτοια σύγκρουση. Και οι δύο ήταν εξαντλημένοι από το μαγικό τούνελ που τους έφερε στην πόλη, ενώ ο Μπριντ’Αμούρ ήταν ακόμη πιο κουρασμένος από την μαγική μεταμφίεσή του σε Θέρεντον. Άσε που το να πολεμήσουν τον βασιλιά του Άβον εδώ, στη μέση ενός οχυρού του κράτους, με περισσότερους από δεκαπέντε χιλιάδες πιστούς Κυκλωπιανούς γύρω του, ήταν καθαρή ανοησία.
Ο Κρέιγκνικ, ισιώνοντας το κορμί του, άρχισε να μιλά τραυλίζοντας. «Νόμισα ότι…» ψέλλισε. «Η δούκισσα δεν ήταν… Θέλω να πω…» Συνέχισε να κομπιάζει, ενώ το πρόβλημα χειροτέρεψε όταν τα μάτια του Γκρινσπάροου άστραψαν επικίνδυνα και άρχισε να κινεί τελετουργικά τα χέρια του. Ο Κρέιγκνικ πήρε μια βαθιά ανάσα, ήταν φανερό ότι προσπαθούσε να ξεμπερδέψει τις σκέψεις του, αλλά πριν προλάβει να βγάλει άλλη μια λέξη ήταν νεκρός, είχε μετατραπεί σε έναν σωρό που κάπνιζε στο πάτωμα. Η Ντιάνα τον κοίταξε με διάπλατα μάτια και μετά γύρισε εμβρόντητη στον Γκρινσπάροου, που κουνούσε θυμωμένα το κεφάλι του.
Ο Μπριντ’Αμούρ, που παρακολουθούσε τις εξελίξεις μέσα από έναν μαγικό καθρέφτη σε κάποιο πλαϊνό δωμάτιο αρκετά μακριά από τον διάδρομο, κοίταζε κι αυτός με διάπλατα μάτια την απρόσμενη σκηνή. Ήξερε ότι έπρεπε να διακόψει τη σύνδεση, ότι διακινδύνευε τρομερά χρησιμοποιώντας μαγεία τόσο κοντά στον Γκρινσπάροου, αλλά φοβόταν ότι, αν ο βασιλιάς του Άβον ανακάλυπτε το παιχνίδι τους, η Ντιάνα θα τον χρειαζόταν. Οι φόβοι του μετριάστηκαν κάπως όταν κοίταξε την κίτρινη σκόνη που είχε απλώσει σε μια γραμμή γύρω στο δωμάτιο, μια σκόνη που δεν επέτρεπε σε άλλον μάγο να αντιληφθεί τι συνέβαινε εκεί. Μόνο ο καθρέφτης είχε σύνδεση με το υπόλοιπο παλάτι, αλλά ακόμη κι αυτό ήταν επικίνδυνο. Ο Μπριντ’Αμούρ, έχοντας αντιληφθεί τον Γκρινσπάροου εντελώς τυχαία, έλπιζε ότι ο Γκρινσπάροου δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Δεν ήθελε να συγκρουστεί μαζί του τώρα, μέσα στο Γουόρτσεστερ, με τον Λούθιεν να μην ξέρει τι συμβαίνει. Στην αρχή είχε σκεφτεί να επιτεθεί στον Γκρινσπάροου σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να δώσει τέλος σε αυτή την κατάσταση μια για πάντα. Αν έκανε κάτι τέτοιο όμως θα έχανε τη ζωή του κι αυτός και η Ντιάνα, ακόμη κι αν κατάφερναν να νικήσουν τον Γκρινσπάροου. Έφταιγε πάλι η εξασθένιση της μαγείας σε τούτα τα χρόνια. Τον παλιό καιρό, αν διεξήγαγε προσωπική μάχη με κάποιον άλλο μάγο, όλοι οι άνθρωποι και οι Κυκλωπιανοί στην περιοχή θα έτρεχαν να σωθούν και δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν με κανέναν τρόπο την έκβαση της σύγκρουσης. Τώρα όμως ακόμα κι ένα απλό σπαθί ήταν τρομερό όπλο ενάντια σε έναν μάγο, και οι Κυκλωπιανοί φρουροί του Γκρινσπάροου σίγουρα ήξεραν να χρησιμοποιούν το σπαθί τους!
Έτσι, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παρακολουθεί και να προσεύχεται — να προσεύχεται ότι η Ντιάνα δεν θα κάνει λάθη κι ότι ο Γκρινσπάροου δεν θα τον αντιλαμβανόταν.
«Κυκλωπιανοί!» είπε ο Γκρινσπάροου έξω φρενών. «Αυτός ο ηλίθιος είχε σαφείς διαταγές. Μόνο ο δούκας Θέρεντον Ρις κι εγώ μπορούσαμε να του δώσουμε διαταγές που αφορούν τη φρουρά του Γουόρτσεστερ. Και όμως, ο βλάκας ήταν έτοιμος να κάνει αυτό που του είπε η δούκισσα του Μάνινγκτον».
«Διαφωνείτε με το σχέδιό μου;» ρώτησε η Ντιάνα, προσπαθώντας να μην ακούγεται η ανακούφιση στον τόνο της φωνής της. «Είχαμε συμφωνήσει…»
«Φυσικά δεν διαφωνώ», απάντησε ο Γκρινσπάροου με άγρια φωνή, προφανώς ταραγμένος. «Οι Εριαντοριανοί με πλησιάζουν από τέσσερις πλευρές. Εσύ θα καταστρέψεις τους μεσαίους εδώ, ενώ ο Άσανον θα συντρίψει τα πλευρά τους στον πορθμό, οπότε η απειλή, αν υπήρξε ποτέ απειλή, θα πάρει τέλος. Αλλά μη νομίσεις ότι θα πάρουν τέλος και τα καθήκοντά σου!» είπε ξαφνικά ο Γκρινσπάροου με κοφτό τόνο ενώ η Ντιάνα αναπηδούσε έκπληκτη. «Περιμένω από σένα να συντρίψεις τους εισβολείς, να τους εξοντώσεις μέχρι τον τελευταίο και μετά εσύ κι ο Άσανον να οργανώσετε την αντεπίθεσή μας. Εσύ θα ακολουθήσεις αντίστροφα την πορεία του Μπριντ’Αμούρ προς βορρά, ενώ ο Άσανον θα πάει στο Πορτ Τσάρλι. Οι δυνάμεις σας θα συναντηθούν στο Μόντφορτ, που οι αντάρτες ονόμασαν Κάερ Μακντόναλντ. Ύψωσε πάλι τη σημαία μου στην πόλη, αλλιώς θα πληρώσεις με τη ζωή σου!» Σταματώντας για μια στιγμή, την κοίταξε καλά-καλά σαν να τη ζύγιαζε. Η Ντιάνα κατάλαβε ότι σκεφτόταν την αποτυχία της στο Άιρον Κρος. «Σκότωσε όποιους σου αντιστέκονται, και σκότωσε και τα παιδιά τους!» κατέληξε με τα μάτια του να στενεύουν.
Η Ντιάνα τον άκουγε κάνοντας καταφατικά νεύματα. Ευτυχώς, ο Γκρινσπάροου, έχοντας πάντα υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του, δεν είχε υποψιαστεί τι προσπάθησε να κάνει η Ντιάνα στο Γουόρτσεστερ με τη βοήθεια του Μπριντ’Αμούρ. Επίσης, οι διαταγές του Γκρινσπάροου δεν άφησαν καμιά αμφιβολία στην καρδιά της: η πορεία που ακολουθούσε ήταν σωστή. Όταν ο αδίσταχτος Γκρινσπάροου της έλεγε να σκοτώσει παιδιά, το εννοούσε.
Άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο. Με δικές του διαταγές είχαν σκοτώσει τα αδέλφια της Ντιάνα εκείνη τη νύχτα στο Καρλάιλ.
Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη την αποφασιστικότητα που της χάρισαν τα χρόνια της εκπαίδευσής της, για να κρατήσει κρυφές τις σκέψεις και τα συναισθήματα της. Ήθελε να ορμήσει στον μισητό Γκρινσπάροου, να εξαναγκάσει έτσι και τον Μπριντ’Αμούρ να πάρει μέρος στη μάχη, για να μπορέσει επιτέλους να τον εκδικηθεί για την δολοφονία της οικογένειάς της.
Αντί γι’ αυτό, όμως, χαμογέλασε κακόβουλα με τις διαταγές του.
«Εσύ!» Ο Γκρινσπάροου έκανε νόημα σε έναν από τους Κυκλωπιανούς φρουρούς του. Ο μονόφθαλμος πετάχτηκε αμέσως μπροστά, φοβούμενος ότι θα έχει την ίδια μοίρα με τον Κρέιγκνικ.
»Πώς σε λένε;»
«Άκρας».
«Υποδιοικητή Άκρας», τον διόρθωσε ο Γκρινσπάροου. «Θα υπακούς τις διαταγές της δούκισσας Γουέλγουορθ όπως θα υπάκουες τις διαταγές του δούκα Θέρεντον Ρις».
«Δεν μπορώ», απάντησε ο Κυκλωπιανός. «Οι διαταγές μου είναι να σας υπερασπίζομαι μέχρι θανάτου».
Ο Γκρινσπάροου γέλασε. «Πέρασες το τεστ», είπε στον Κυκλωπιανό. «Αλλά αυτή η αποστολή σου τώρα τελείωσε, με δική μου εντολή. Η Ντιάνα Γουέλγουορθ είναι δούκισσα του Γουόρτσεστερ», συνέχισε, πριν προσθέσει γυρίζοντας στην Ντιάνα: «Προσωρινά».
Οι πέντε Πραιτωριανοί αιφνιδιάστηκαν, τόσο ώστε ο Άκρας τόλμησε να γυρίσει για να κοιτάξει τους συντρόφους του.
«Δεν θα αποτύχω», είπε η Ντιάνα με φανερή αποφασιστικότητα και το εννοούσε αυτό που έλεγε, παρ’ ότι η αποστολή που είχε υπ’ όψη της δεν ήταν αυτή που νόμιζε ο Γκρινσπάροου.
Το αντίθετο.
«Φεύγετε, μεγαλειότατε;» ρώτησε η Ντιάνα τον Γκρινσπάροου, καθώς ο βασιλιάς έκανε ξαφνικά μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται.
«Πάω στη θάλασσα να δω τι κάνει ο Άσανον», απάντησε ο Γκρινσπάροου.
Ευτυχώς, όταν μίλησε είχε γυρισμένη την πλάτη του στην Ντιάνα, έτσι δεν την είδε να χλομιάζει.
«Θα ’πρεπε να πετάξετε ανατολικά, καλύτερα», είπε η Ντιάνα σταματώντας επιτόπου τον Γκρινσπάροου. Ο βασιλιάς γύρισε αργά και την κοίταξε.
«Έχω νέες πληροφορίες», τραύλισε η Ντιάνα, ψάχνοντας να βρει κάτι για να πει στον τύραννο. «Φοβάμαι ότι κάποιοι Χιούγκοθ έχουν ενωθεί με τους εχθρούς μας. Ο στόλος τους στα ανατολικά…
Το πρόσωπο του Γκρινσπάροου είχε σκοτεινιάσει από μανιασμένη οργή.
»Ήθελα να το διερευνήσω μόνη μου πριν σας μιλήσω», προσπάθησε να του εξηγήσει η Ντιάνα. «Δεν είμαι σίγουρη. Τώρα όμως μου αναθέσατε πιο επείγοντα καθήκοντα». Ίσιωσε τους ώμους ξαναβρίσκοντας το θάρρος της. «Ίσως πρέπει να πετάξετε ανατολικά για να δείτε αν είναι σωστές οι πληροφορίες. Ο Άσανον θα καταστρέψει τον εριαντοριανό στόλο κι εγώ θα προελάσω βόρεια. Θα σας περιμένουμε στο Μόντφορτ!»
Ο Γκρινσπάροου, αφού συνέχισε να την κοιτάζει για λίγο, μετά γύρισε και πέρασε ανάμεσα από τους Πραιτωριανούς Φρουρούς.
Η Ντιάνα κόντεψε να λιποθυμήσει από την ανακούφιση.
Σε ένα δωμάτιο όχι πολύ μακριά, ο Μπριντ’Αμούρ αναστέναξε κι αυτός ανακουφισμένος.
Ο Λούθιεν είχε ακούσει νωρίτερα κάποιες αναφορές ότι ένα πελώριο φτερωτό πλάσμα είχε προσγειωθεί στα χωράφια νότια του Γουόρτσεστερ. Η περιγραφή ήταν αόριστη, κάτι φυσικό αφού ο στρατός απείχε ακόμη αρκετά χιλιόμετρα από την πόλη και ακόμη περισσότερα από αυτά τα χωράφια στα νότια, αλλά ο Λούθιεν μπορούσε να φανταστεί τι είχαν δει οι ανιχνευτές του.
Αυτήν τη φορά όμως είδε κι ο ίδιος το μεγάλο σαυρόμορφο τέρας με τα απλωμένα φτερά και τη μακριά ερπετοειδή ουρά του, καθώς απομακρυνόταν προς τα νοτιοανατολικά. Κάποιος στον λόφο δίπλα του είπε ότι ήταν πουλί, αλλά ο Λούθιεν ήξερε ότι κάνει λάθος.
Ήταν δράκος.
Ο Λούθιεν ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά με αυτό το θέαμα. Όντας ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο που είχαν αντιμετωπίσει δράκοντα, αν είχε επιζήσει το χρωστούσε στην τύχη και στις ικανότητες του Μπριντ’Αμούρ. Δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί το ενδεχόμενο να πολεμήσει με έναν τέτοιο εχθρό, ενώ αναρωτιώταν αν ακόμη κι ολόκληρος ο στρατός του θα μπορούσε να εξοντώσει το τέρας σε περίπτωση που θα γύριζε ξαφνικά βόρεια και θα τους έκανε επίθεση.
Έδιωξε αμέσως αυτήν τη σκέψη. Αν μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, ο δράκοντας σίγουρα θα είχε έρθει ήδη βόρεια ξερνώντας φωτιά και εξοντώνοντας τους πάντες. Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι τον στρατό του παίρνοντας θάρρος. Ας έρθει εδώ, σκέφτηκε, και θα εκτοξεύσουμε ένα τέτοιο μπαράζ από βέλη που θα τον γκρεμίσουμε κάτω με το βάρος τους μονάχα!
Καθώς ο δράκος συνέχισε την πορεία του προς τα ανατολικά, τώρα δεν ήταν παρά μια κουκκίδα στον ορίζοντα.
«Συνέχισε προς τα εκεί!» προσευχήθηκε μέσα του ο Λούθιεν. Υποψιαζόταν όμως ότι θα ξανάβλεπε αυτό το τέρας. Είχε προσγειωθεί νότια του Γουόρτσεστερ, πράγμα που σήμαινε ότι οι σύμμαχοι του Γκρινσπάροου δεν ήταν μόνο Κυκλωπιανοί και μάγοι-δούκες.
«Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί του το είπες;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ. Είχε πάλι την κανονική του μορφή και μιλούσαν με την Ντιάνα μόνοι μέσα σε ένα δωμάτιο κλειδωμένο και σφραγισμένο με μαγικό ξόρκι.
Η Ντιάνα σήκωσε ερωτηματικά τα χέρια.
»Για τους Χιούγκοθ», της εξήγησε ανυπόμονα ο Μπριντ’Αμούρ, γιατί ήξερε ότι η Ντιάνα είχε καταλάβει τι την ρωτάει. «Γιατί είπες στον Γκρινσπάροου για τους Χιούγκοθ;»
Η Ντιάνα σήκωσε τους ώμους. «Ήταν το μικρότερο από δύο κακά», απάντησε ήρεμα. «Αν ο Γκρινσπάροου είχε πάει δυτικά, όπως σκόπευε, ο Άσανον και οι στόλοι μας θα αντιμετώπιζαν μεγάλη απειλή. Ίσως και να καταστρέφονταν ακόμη, αν λάβεις υπ’ όψη σου τι μπορεί να κάνει ένας μάγος με τα πανιά και τα ξύλα των πλοίων. Μα, το χειρότερο απ’ όλα, αν πετούσε δυτικά θα καταλάβαινε την αλήθεια. Τώρα, πηγαίνοντας ανατολικά, θα χάσει αρκετές μέρες ώσπου να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες για τους Χιούγκοθ, αν είναι τόσο μακριά από τις ακτές όσο πιστεύεις — μέρες που θα τις χρειαστούμε για να φτάσουμε στο Καρλάιλ».
Ο Μπριντ’Αμούρ είχε ενοχληθεί, αλλά από την άλλη μεριά καταλάβαινε το σκεπτικό της. Έπρεπε να υπάρχουν κάποια στοιχεία αλήθειας μέσα σε ένα δίκτυο από ψέματα, και αυτή η αλήθεια έπρεπε να είναι πειστική. Η Ντιάνα είχε δώσει στον Γκρινσπάροου μια πολύτιμη πληροφορία για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη του, κάτι που ήταν απόλυτα απαραίτητο για την ίδια όπως επίσης για τον Μπριντ’Αμούρ. Ο Γκρινσπάροου δεν είχε αντιληφθεί ακόμη την προδοσία τους, επειδή ήταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και για τη συμμόρφωση εκείνων που είχε υποτάξει. Από την άλλη μεριά, όμως, ο μάγος έβλεπε ότι οι στόχοι της Ντιάνα και οι δικοί του ίσως να μην ταυτίζονταν τελείως. Ήθελαν και οι δύο να ρίξουν τον Γκρινσπάροου, αλλά ο Μπριντ’Αμούρ υποψιαζόταν ότι η δούκισσα δεν θα έχυνε πολλά δάκρυα αν σε αυτή την προσπάθεια είχαν μεγάλες απώλειες ο στρατός του Εριαντόρ, των νάνων και των Χιούγκοθ.
Κατάλαβε ότι έπρεπε να παρακολουθεί στενά την Ντιάνα Γουέλγουορθ. Και με αυτήν τη σκέψη, ο Μπριντ’Αμούρ έκλεισε τα μάτια αρχίζοντας να μεταμορφώνεται πάλι σε Θέρεντον Ρις.
«Έχεις τη δύναμη για να διατηρήσεις την ψευδαίσθηση;» ρώτησε η Ντιάνα βγάζοντάς τον από την διαδικασία της μεταμόρφωσης.
Ο Μπριντ’Αμούρ την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.
»Σε λίγο νυχτώνει».
Ο Μπριντ’Αμούρ κατένευσε, καταλαβαίνοντας τι εννοούσε η Ντιάνα. Ο Άκρας θα συγκέντρωνε ήδη τους δέκα χιλιάδες Κυκλωπιανούς που θα έβγαιναν από το Γουόρτσεστερ μέσα στο σκοτάδι.
«Μην ανησυχείς», την καθησύχασε ο μάγος. «Το περίβλημα του Θέρεντον Ρις είναι έτοιμο».
Η Ντιάνα δεν ήταν σίγουρη αν η μεταμόρφωση ήταν απαραίτητη — ή και συνετή ακόμη, αφού θα ’πρεπε να πλάσουν ένα ακόμη ψέμα για να ικανοποιήσουν την περιέργεια του Άκρας. Ο Γκρινσπάροου της είχε παραδώσει δημόσια την διοίκηση όλης της φρουράς του Γουόρτσεστερ, οπότε ο Θέρεντον δεν ήταν απαραίτητος.
Ο Μπριντ’Αμούρ τα γνώριζε όλα αυτά, αλλά δεν είχε σκοπό να αφήσει δέκα χιλιάδες Κυκλωπιανούς να βγουν από το Γουόρτσεστερ υπό την διοίκηση της Ντιάνα. Οι δυνάμεις του μπορεί να πάθαιναν μεγάλες απώλειες αν δεν χειριζόταν σωστά τα πράγματα.
Σε λίγο βγήκαν από το δωμάτιο για να βρουν τον Άκρας. Η Ντιάνα εξήγησε στον μονόφθαλμο ότι αφού είχε επιστρέψει ο Θέρεντον —και πόσο θα χαιρόταν αλήθεια ο Γκρινσπάροου όταν θα μάθαινε ότι ο δούκας είναι ακόμη ζωντανός!— του είχε παραχωρήσει την διοίκηση των δυνάμεων. Από την άλλη μεριά όμως ίσχυε ακόμη η εντολή του Γκρινσπάροου, κι έτσι η ίδια θα ήταν υπαρχηγός του δούκα.
Ο Άκρας την πίστεψε. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
Βγήκαν από τις πύλες της πόλης μετά τη δύση του ήλιου, με την πανσέληνο να υψώνεται στα ανατολικά. Ο “Θέρεντον” και η Ντιάνα ήταν επικεφαλής του στρατού μαζί με τον Κυκλωπιανό Άκρας, που το στήθος του είχε φουσκώσει ακόμη περισσότερο από περηφάνια. Ο μονόφθαλμος δεν δίσταζε να χτυπήσει όποιον τολμούσε να τον πλησιάσει ή έδειχνε την παραμικρή ασέβεια.
Πριν προχωρήσουν πολύ, πριν ακόμη περάσει από την τεράστια πύλη όλη η κυκλωπιανή δύναμη, ο Μπριντ’Αμούρ έβγαλε ένα κυματιστό σφύριγμα και αμέσως μια μικρή κουκουβάγια κατέβηκε για να καθίσει στο χέρι του γέρνοντας με περιέργεια το κεφάλι.
Ο Μπριντ’Αμούρ της ψιθύρισε κάτι στο αφτί και η κουκουβάγια έφυγε πετώντας βόρεια με όλη της τη δύναμη.
«Τι έκανες;» ρώτησε ο Άκρας.
Ο Μπριντ’Αμούρ τον κοίταξε απειλητικά, για να του υπενθυμίσει ότι η καινούρια του εξουσία δεν περιελάμβανε το δικαίωμα να κάνει ανάκριση στον δούκα του Γουόρτσεστερ. Ο Κυκλωπιανός έσπευσε να σκύψει αμέσως το κεφάλι.
«Τώρα έχουμε μάτια», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στην Ντιάνα.
«Μάτια κι ένα σχέδιο», απάντησε η δούκισσα.
Το σχέδιο ήταν απλό: οι Κυκλωπιανοί χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Τρεις χιλιάδες διάβηκαν τον ποταμό Ντάνκερι για να πλευροκοπήσουν τους Εριαντοριανούς από τα δεξιά, άλλες τρεις χιλιάδες πέρασαν τον ποταμό Ερν για να πλευροκοπήσουν τον εχθρό από τα αριστερά ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις χιλιάδες, που περιλάμβαναν επίσης μια μεγάλη μονάδα ιππικού με αλογόχοιρους, προχώρησαν ίσια μπροστά ανάμεσα στα ποτάμια, κατευθείαν προς το στρατόπεδο των Εριαντοριανών όπου θα έκαναν την αρχική επίθεση. Θα προκαλούσαν σύγχυση στις τάξεις των Εριαντοριανών, που θα μετατρεπόταν σε ασυγκράτητο πανικό όταν θα περνούσαν και οι άλλοι Κυκλωπιανοί τον Ντάνκερι και τον Ερν για να τους χτυπήσουν από παντού.
Φυσικά, ο Μπριντ’Αμούρ και η Ντιάνα είχαν άλλες ιδέες.
Ο Λούθιεν, ο Μπέλικ και η Σιόμπαν ειδοποιημένοι ότι είχε μπει στο στρατόπεδο ένα πουλί που μιλά, έσπευσαν να δουν τι συμβαίνει. Ο Λούθιεν ευχήθηκε να πρόκειται για έργο του Μπριντ’Αμούρ. Ή μπορεί το πουλί να ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς μεταμορφωμένος.
Απογοητεύθηκε λίγο όταν, βρίσκοντας την κουκουβάγια καθισμένη σε ένα χαμηλό κλαδί, κατάλαβε ότι δεν ήταν ο Μπριντ’Αμούρ. Παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το πουλί ήταν μαγεμένο, γιατί μιλούσε όντως λέγοντας μία μόνο λέξη: «Πρίνσταουν».
«Ο Μπριντ’Αμούρ πήγε στο Πρίνσταουν;» ρώτησε η Σιόμπαν την κουκουβάγια.
«Πρίνσταουν», απάντησε το πουλί.
«Τουλάχιστον ξέρουμε πού έχει πάει», είπε ενοχλημένος ο Μπέλικ. Δεν του άρεσε η προοπτική να μην έχουν την βοήθεια του Μπριντ’Αμούρ στην τόσο δύσκολη επίθεση κατά του Γουόρτσεστερ. Οι Εριαντοριανοί πίστευαν ότι, πέρα από τα τείχη και τη φρουρά της πόλης, είχαν να αντιμετωπίσουν και τον μάγο-δούκα της πόλης.
Ο Λούθιεν δεν είχε πειστεί. Δοκίμασε άλλες δύο ερωτήσεις στο πουλί: «Πρέπει να πάμε στο Πρίνσταουν;» και: «Έκανε το Πρίνσταουν συμμαχία με το Εριαντόρ;» Αλλά το πουλί απλώς επαναλάμβανε την ίδια λέξη.
Μέχρι που ο Λούθιεν και οι άλλοι δύο γύρισαν να φύγουν. Τότε η κουκουβάγια είπε ξαφνικά: «Γκλεν Ντούριτς».
Γύρισαν και οι τρεις ταυτόχρονα για να κοιτάξουν πάλι το πουλί. «Πρίνσταουν, Γκλεν Ντούριτς», γρύλλισε ο Μπέλικ. Δεν μπορούσε να βγάλει νόημα.
«Αριστερά, δεξιά, ίσια μπροστά», είπε το πουλί και μετά φαίνεται ότι το μαγικό ξόρκι εξαντλήθηκε, γιατί η κουκουβάγια χάθηκε πετώντας στο σκοτάδι.
Το πρόσωπο του Λούθιεν φωτίστηκε.
«Τι κατάλαβες;» τον ρώτησε η Σιόμπαν.
«Μόνο μια φορά έχουμε επιτεθεί σε οχυρωμένη πόλη του Άβον», απάντησε ο Λούθιεν. «Και πετύχαμε θριαμβευτική νίκη».
«Στο Πρίνσταουν», είπε ο Μπέλικ.
«Αλλά δεν επιτεθήκαμε για να κυριεύσουμε την πόλη», είπε η Σιόμπαν.
«Πολεμήσαμε στο Γκλεν Ντούριτς», απάντησε ο Λούθιεν, ενώ η Σιόμπαν χαμογελούσε κι αυτή. Ο Μπέλικ, που είχε φτάσει στο Πρίνσταουν προς το τέλος της μάχης, δεν είχε καταλάβει ακόμη.
»Ο Μπριντ’Αμούρ, αφού πήρε τη μορφή του δούκα Πάραγκορ του Πρίνσταουν, έστειλε τη φρουρά της πόλης έξω από τα τείχη», του εξήγησε ο Λούθιεν.
Ο Μπέλικ γύρισε ξαφνικά για να κοιτάξει νότια προς το Γουόρτσεστερ. «Θες να πεις…» άρχισε να λέει.
«Αυτό ακριβώς θέλω να πω», είπε ο Λούθιεν.
Ο Σιόμπαν έδωσε εντολές να βγουν όλοι οι ανιχνευτές στην περιοχή, να ξυπνήσουν όλοι στο στρατόπεδο και να ετοιμαστούν για μάχη.
«Ήταν προειδοποίηση από τον Μπριντ’Αμούρ», επέμεινε ο Λούθιεν πλησιάζοντας τον Μπέλικ, που συνέχιζε να κοιτάζει προς την πόλη. «Η φρουρά του Γουόρτσεστερ βγαίνει από τα τείχη, γι’ αυτό πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τους υποδεχτούμε».
Από τις τρεις κυκλωπιανές ομάδες, εκείνη που πέρασε τον ορμητικό ποταμό Ντάνκερι αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες δυσκολίες.
Αλλά το χειρότερο για τους μονόφθαλμους ήταν ότι ο Μπέλικ ήταν έτοιμος να τους αντιμετωπίσει.
Η κυκλωπιανή δύναμη ήταν διασπασμένη. Το ένα τρίτο είχε περάσει ήδη το ποτάμι, άλλο ένα τρίτο ήταν μέσα στο νερό ενώ οι υπόλοιποι ήταν παραταγμένοι στην ανατολική όχθη, έτοιμοι να περάσουν απέναντι. Τότε τους χτύπησαν οι Εριαντοριανοί. Το ιππικό με επικεφαλής τον Λούθιεν και την Σιόμπαν έπεσε πάνω στους μονόφθαλμους στην ανατολική όχθη, ενώ οι τοξότες άρχισαν να χτυπούν ανελέητα τους Κυκλωπιανούς που βρίσκονταν ακόμη στο νερό και φαίνονταν καθαρά με το φως το φεγγαριού. Ταυτόχρονα, οι νάνοι του Μπέλικ όρμησαν πάνω στους μονόφθαλμους στη δυτική όχθη και τους έσπρωξαν πάλι στο ποτάμι.
Το νερό είχε κοκκινίσει από το κυκλωπιανό αίμα. Ακόμη περισσότεροι μονόφθαλμοι πνίγηκαν στο ορμητικό ποτάμι, όταν τα τσεκούρια των νάνων έκοψαν τα σχοινιά από τα οποία κρατιούνταν για να περάσουν απέναντι. Οι μονόφθαλμοι στην ανατολική όχθη ήταν οι πιο τυχεροί, αφού κάποιοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή και κατάφεραν να σωθούν.
Η μάχη τελείωσε γρήγορα.
Όμως, οι Εριαντοριανοί μόλις είχαν αρχίσει τη νυχτερινή τους επιχείρηση. Με το ιππικό του Λούθιεν μπροστά έσπευσαν νότια, αποφασισμένοι να φτάσουν στο Γουόρτσεστερ πριν από τις δύο άλλες κυκλωπιανές δυνάμεις και να τους στήσουν ενέδρα πριν καταφύγουν στην πόλη.
«Είναι άδειο!» βρυχήθηκε ο Άκρας κλοτσώντας τα σκεπάσματα μπροστά του — από κάτω υπήρχαν μόνο πέτρες και φύλλα για να φαίνονται γεμάτα. Οι φωτιές στο τεράστιο στρατόπεδο μόλις που έκαιγαν, ενώ όλα τα αντίσκηνα ήταν άδεια.
Πριν προλάβει ο Κυκλωπιανός να πει τίποτε άλλο ακούστηκαν ήχοι μάχης από τα ανατολικά, από τον ποταμό Ντάνκερι.
«Βγήκαν για να χτυπήσουν το άλλο στρατιωτικό μας τμήμα!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ διατηρώντας ακόμη τη μορφή του Θέρεντον, παρ’ ότι κουραζόταν όλο και πιο πολύ με κάθε στιγμή που περνούσε.
Ο Άκρας έδωσε εντολή στον στρατό του να κάνει σχηματισμό για να ορμήσει ανατολικά και να χτυπήσει τους Εριαντοριανούς. Ο δούκας του Γουόρτσεστερ συμφώνησε με τις εντολές του — ή έτσι τουλάχιστον τον έκανε να πιστεύει.
Ένας μάγος μπορεί να κάνει παράξενα πράγματα με το φεγγάρι. Ένα απλό ξόρκι αντανάκλασης μπορεί να το κάνει να φαίνεται σε εντελώς άλλη θέση από την κανονική. Και ένα άλλο, επίσης απλό, ηχητικό ξόρκι μπορεί να κάνει τους ήχους να φαίνονται ότι έρχονται από άλλη κατεύθυνση. Έτσι, ο αποπροσανατολισμένος Άκρας οδήγησε τους τέσσερις χιλιάδες Κυκλωπιανούς στρατιώτες βόρεια αντί για ανατολικά.
Ο Μπριντ’Αμούρ είδε πόσο καλά είχε εκτελέσει το ξόρκι η Ντιάνα. «Ωραίο φεγγάρι!» της είπε καθώς ετοιμάζονταν για την πορεία.
«Απλό κόλπο», απάντησε εκείνη με μετριοφροσύνη.
Ο Μπριντ’Αμούρ ήταν πολύ ικανοποιημένος. «Απλό αλλά αποτελεσματικό».
Οι τελευταίες ομάδες Κυκλωπιανών πέρασαν χωρίς προβλήματα στην άλλη όχθη του ήσυχου, λασπερού ποταμού Ερν. Ήταν πολύ μακριά για να ακούσουν τους ήχους της μάχης ή τον αχό από την κυκλωπιανή προέλαση προς τα βόρεια, έτσι αιφνιδιάστηκαν εντελώς, όπως είχε αιφνιδιαστεί και ο Άκρας, όταν έφτασαν στο εριαντοριανό στρατόπεδο περιμένοντας να έχει αρχίσει η μάχη και βρήκαν μόνο άδεια αντίσκηνα και σκεπάσματα, χωρίς ούτε ένα ίχνος από τους εχθρούς.
Στο μεταξύ, οι ήχοι από τα ανατολικά είχαν σβήσει.
Ο Κυκλωπιανός αρχηγός αυτού του στρατιωτικού τμήματος, αφού δεν είχε τον Θέρεντον ή την Ντιάνα ή τον Άκρας να τον καθοδηγήσουν, διέταξε υποχώρηση και έτσι η κυκλωπιανή δύναμη άρχισε μια νέα πορεία, αυτήν τη φορά από την ανατολική όχθη του Ερν. Οι μονόφθαλμοι κοίταζαν πάνω από τον ώμο τους σε κάθε βήμα ελπίζοντας ότι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιστούν πίσω τους οι σύντροφοί τους, αλλά επίσης φοβούμενοι ταυτόχρονα ότι μπορεί να δεχτούν επίθεση στα νώτα από τους ύπουλους Εριαντοριανούς.
Οι αμυντικοί σχηματισμοί τους ήταν τοποθετημένοι στο πίσω μέρος της φάλαγγας, όπως σε κάθε καλή υποχώρηση.
Μόνο που αυτήν τη φορά τους χτύπησαν από μπροστά και μετά και από τις δύο πλευρές μαζί, έτσι ώστε οι ανώτερες εριαντοριανές δυνάμεις έκλεισαν γύρω τους σαν μέγγενη. Οι μονόφθαλμοι χρειάστηκαν αρκετά λεπτά για να συνειδητοποιήσουν ότι τους χτυπάει ο εχθρός. Πολλοί νόμισαν ότι τους είχε επιτεθεί κατά λάθος η φρουρά που είχε απομείνει στο Γουόρτσεστερ!
Γρήγορα κατάλαβαν την αλήθεια, εκείνοι που είχαν μείνει ζωντανοί τουλάχιστον, αλλά ήδη ήταν πια πολύ αργά. Η σύγχυση μετατράπηκε σε πανικό. Οι Κυκλωπιανοί έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις, μολονότι νότια φαινόταν καθαρά ο σκοτεινός όγκος του Γουόρτσεστερ. Μερικοί φώναζαν απελπισμένα στη φρουρά να βγει να τους βοηθήσει, αλλά οι μονόφθαλμοι που βρίσκονταν πίσω από τα τείχη, με την τυπική τους δειλία, δεν τόλμησαν να αφήσουν την οχυρωμένη πόλη για να σώσουν τους δικούς τους.
«Πετύχαμε τον σκοπό μας», συμφώνησαν ο Μπριντ’Αμούρ και η Ντιάνα. Ουσιαστικά, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, γιατί η εμπροσθοφυλακή της κυκλωπιανής δύναμης με τον Άκρας μπροστά είχε φτάσει σε έναν οικισμό, που γρήγορα οι μονόφθαλμοι κατάλαβαν ότι ήταν το Μπίλινγκσμπι, ένα χωριό οχτώ χιλιόμετρα βόρεια του Γουόρτσεστερ.
Η Ντιάνα βγήκε μπροστά από την κύρια ομάδα για να συναντήσει τον Άκρας, που έβγαινε καλπάζοντας από το Μπίλινγκσμπι.
«Μας χτύπησε ο Εριαντοριανός βασιλιάς-μάγος Μπριντ’Αμούρ», είπε απελπισμένη. «Μας ξεγέλασε και μας οδήγησε σε λάθος κατεύθυνση!
Ο Άκρας ήθελε να την χτυπήσει, η Ντιάνα το είδε καθαρά.
«Ο Γκρινσπάροου θα ρίξει την ευθύνη σε μένα», είπε.
Ο εξοργισμένος Κυκλωπιανός σταμάτησε αμέσως με τη σκέψη ότι, αν χτυπούσε την Ντιάνα ή και τη σκότωνε ακόμη, η οργή του Γκρινσπάροου θα έπεφτε πάνω του.
«Στο Γουόρτσεστερ!» φώναξε ο Κυκλωπιανός υποδιοικητής χωρίς να περιμένει εντολές από τους δύο μάγους. Άρχισε να καλπάζει με τον αλογόχοιρο πάνω-κάτω στις γραμμές των στρατιωτών στρέφοντας τους προς νότο.
Μέχρι να τελειώσει η μάχη, ο ουρανός στα ανατολικά έπαιρνε μια πιο ανοιχτή απόχρωση. Πλησίαζε η αυγή. Οι ανιχνευτές Κάτερς έφτασαν με καλπασμό για να πληροφορήσουν τον Μπέλικ ότι η τρίτη και μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη είχε κάνει μεταβολή και προχωρούσε με ταχύ βηματισμό νότια, ίσια για το Γουόρτσεστερ.
Ο Μπέλικ έτριψε το πιγούνι του εξετάζοντας τις λύσεις που είχε. Ο στρατός του ήταν κουρασμένος προφανώς, αφού ερχόταν από δύο άγριες συγκρούσεις με τους Κυκλωπιανούς. Επίσης, με τον ερχομό της μέρας και τις προειδοποιητικές κραυγές που σίγουρα θα ακούγονταν από το Γουόρτσεστερ, ήταν απίθανο να αιφνιδιάσουν τόσο ολοκληρωτικά την τρίτη ομάδα όσο τις δύο άλλες.
Ο Μπέλικ χώρισε τις δυνάμεις του σε δύο τμήματα, ανατολικά και δυτικά, τοποθετώντας τις σε μικρή απόσταση από την πόλη. Η εντολή του ήταν να αφήσουν τους μονόφθαλμους να περάσουν και μετά να τους χτυπήσουν από πίσω.
Οι άνθρωποι, οι νάνοι και τα ξωτικά, εξουθενωμένοι και βουτυγμένοι στο αίμα φίλων κι εχθρών, συμφώνησαν πρόθυμα.
Ο κυκλωπιανός στρατός έφτασε απλωμένος σε πολύ αραιό σχηματισμό. Οι μονόφθαλμοι βιάζονταν τόσο πολύ να γυρίσουν στην ασφάλεια του Γουόρτσεστερ, ώστε δεν ασχολήθηκαν με το να προσέχουν τη διάταξη των δυνάμεων τους. Η πορεία τους μετατράπηκε σε ολοκληρωτική συντριβή όταν εμφανίστηκαν οι Εριαντοριανοί και τους χτύπησαν από πίσω, ενώ συνέχισαν να τους κυνηγούν σκοτώνοντάς τους μέχρι τις πύλες του Γουόρτσεστερ.
Σε εκείνο το σημείο ο Μπέλικ και ο Λούθιεν είχαν αποφασίσει να κάνουν μεταβολή για να αφήσουν τους στρατιώτες να ξεκουραστούν, μια στιγμή αργότερα όμως οι σιδερένιες πύλες χτυπήθηκαν από έναν γαλάζιο κεραυνό και άνοιξαν διάπλατα.
Για μια φριχτή στιγμή ο Λούθιεν φοβήθηκε ότι θα έπεφτε πάνω τους όλη η φρουρά του Γουόρτσεστερ. Μετά όμως, καθώς συνέχισαν να πέφτουν κεραυνοί χτυπώντας πολλούς Πραιτωριανούς Φρουρούς που βρίσκονταν κοντά στις πύλες, ο Λούθιεν κατάλαβε την αλήθεια: ο Μπριντ’Αμούρ ήταν που είχε ανοίξει την πύλη. Όλη η κούραση χάθηκε από πάνω του και από τις υπόλοιπες εριαντοριανές δυνάμεις μπροστά σε αυτή την ευκαιρία. Όταν ο Μπέλικ διέταξε επίθεση, οι Εριαντοριανοί όρμησαν αλαλάζοντας και εκτοξεύοντας βέλη.