Με το πρώτο χτύπημα του Ίθαν το μυαλό του Λούθιεν καθάρισε, ενώ η σκέψη του αποκτούσε κρυστάλλινη διαύγεια, καθώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης παραμέρισε την τρέλα της κατάστασης και τους φόβους του για μια πιθανή καταστροφή. Ο Τυφλωτής, το σπαθί με το οποίο είχε συνηθίσει να πολεμά, ζύγιζε τρία κιλά και είχε μήκος μιάμιση οργιά. Το ξίφος που του είχε δώσει ο Ρενίρ ήταν πολύ βαρύτερο, ενώ επιπλέον δεν ήταν ζυγιασμένο καλά. Ο Λούθιεν, αφού το έπιασε και με τα δύο χέρια, το έφερε στο πλάι χαμηλώνοντας τον δεξή του ώμο και σηκώνοντας το σπαθί με την αιχμή προς τα κάτω.
Ο Τυφλωτής χτύπησε τη λάμα με τόση δύναμη ώστε ο Λούθιεν κατάλαβε ότι, αν δεν είχε κάνει αυτή την κίνηση την τελευταία στιγμή, ο Ίθαν θα τον είχε κόψει στη μέση.
«Ίθαν!» φώναξε ενστικτωδώς καθώς τον κατέκλυσε ένας χείμαρρος από αναμνήσεις — να μονομαχεί στην αρένα, να τον εκπαιδεύει ο πιο έμπειρος μεγαλύτερος αδελφός του, να κάθεται ήρεμα μαζί με τον Ίθαν στους λόφους έξω από την Νταν Βάρνα.
Ο άνθρωπος που τώρα ονομαζόταν Βίνταλφ δεν αντέδρασε στην παρακλητική κραυγή του Λούθιεν. Κάνοντας ένα βήμα πίσω χτύπησε με τον Τυφλωτή από την άλλη μεριά.
Ο Λούθιεν αντέστρεψε τη θέση του όπλου χαμηλώνοντας τον αριστερό ώμο αυτή τη φορά και αποκρούοντας πάλι την επίθεση με το βαρύ σπαθί των Χιούγκοθ. Μετά έκανε αμέσως ένα βήμα μπροστά με το αριστερό του πόδι και εξαπέλυσε έναν θανάσιμο οριζόντιο ξιφισμό.
Ο Ίθαν είχε πηδήσει ήδη προς τα πίσω, έτσι δεν χρειάστηκε καν να αποκρούσει την επίθεσή του. Κατόπιν, πιάνοντας το υπέροχο σπαθί των Μπέντγουιρ και με τα δύο χέρια, άρχισε να κινείται κυκλικά προς τα δεξιά του.
Ο Λούθιεν ακολουθούσε την κίνησή του στρεφόμενος κι αυτός. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι προσπάθησε να καρφώσει τον αδελφό του με το ξίφος, ότι αν ο Ίθαν δεν αντιδρούσε γρήγορα, τώρα θα κειτόταν κάτω με τα σωθικά του να χύνονται από μέσα του. Ο Λούθιεν έδιωξε αμέσως αυτές τις εικόνες. Η μονομαχία είναι αληθινή, είπε στον εαυτό του. Παλεύεις για τη ζωή σου και τη ζωή των πιο αγαπημένων σου φίλων. Δεν έπρεπε να αφήνει τέτοια συναισθήματα να του αποσπούν την προσοχή, ούτε να σκέφτεται ότι έχει αντίπαλο τον αδελφό του. Προσπάθησε να θυμηθεί την αρένα της Νταν Βάρνα και το στυλ του αδελφού του.
Ο Ίθαν, αφού χαμήλωσε τον ώμο, όρμησε μπροστά με γρήγορα βήματα βάζοντας στόχο το προτεταμένο γόνατο του Λούθιεν. Η επίθεσή του σταμάτησε ξαφνικά όμως, πριν ακόμη αγγίξει ο Τυφλωτής το σπαθί του Λούθιεν που είχε υψωθεί για να τον αποκρούσει, έτσι ο Ίθαν στράφηκε στο πλάι κάνοντας πλήρη κύκλο, ενώ ταυτόχρονα χαμήλωνε στο ένα γόνατο με το σπαθί του να διαγράφει ένα τόξο.
Ο Λούθιεν είχε ξαναδεί αυτό τον ελιγμό, γι’ αυτό απέφυγε το χτύπημα πριν ακόμη τελειώσει την κίνησή του ο Ίθαν.
Καθώς την τελευταία φορά που μονομάχησαν ο αδελφός του ήταν ήδη ώριμος πολεμιστής, ο Λούθιεν πίστευε ότι δεν θα είχε αλλάξει πολύ η τεχνική του. Από την άλλη μεριά, ο Λούθιεν ήταν νέος τότε και μόλις μάθαινε να ξιφομαχεί.
Αυτό ήταν τώρα το πλεονέκτημά του.
Ο Ίθαν πετάχτηκε όρθιος πάλι χαμηλώνοντας το ένα χέρι για ισορροπία και εξαπολύοντας μια νέα αστραπιαία επίθεση, με την Τυφλωτή να χτυπά αριστερά, δεξιά, ίσια μπροστά και πάλι μετά δεξιά. Το ατσάλι χτυπούσε πάνω σε ατσάλι, με τον Λούθιεν να κινείται εξίσου γρήγορα για να σταματήσει το θανάσιμο σπαθί του αδελφού του. Όταν ο νέος απέκρουσε κι αυτές τις επιθέσεις, ο Ίθαν έπιασε τον Τυφλωτή με τα δύο χέρια και χτύπησε δυνατά με στόχο το κεφάλι του Λούθιεν, μία φορά, δύο, τρεις.
Ο Λούθιεν εξουδετέρωσε όλα τα χτυπήματα, οπισθοχωρώντας όμως από τη δύναμή τους. Θα ήθελε να αντιδράσει πιο γρήγορα, αλλά το σπαθί του είχε μιάμιση φορά το βάρος του Τυφλωτή, πράγμα που περιόριζε την ταχύτητά του. Έτσι συνέχισε να οπισθοχωρεί, καθώς ο Ίθαν εξακολουθούσε να χτυπά με μια τρελή, άγρια έκφραση.
Ο Λούθιεν αυτοσυγκεντρώθηκε, σε μια προσπάθεια να κάνει οικονομία δυνάμεων, αποκρούοντας τις επιθέσεις του αδελφού του με όσο το δυνατόν μικρότερες κινήσεις. Υποχωρούσε πρόθυμα φτάνοντας κοντά στον τοίχο της καλύβας. Εκεί άλλαξε κατάλληλα τη θέση του φροντίζοντας ώστε το επόμενο δυνατό χτύπημα να τον φέρει έξω από την πόρτα, στο δυνατό φως.
Ένα πλήθος από Χιούγκοθ περικύκλωσε τα δυο αδέλφια. Ο Λούθιεν είδε την Κατρίν με τον Όλιβερ να έρχονται στην πόρτα και τον Ρενίρ να τους σπρώχνει απότομα, ώστε να ανοίξουν δρόμο για τον χαμογελαστό Άσμουντ.
Ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι οι σκληροί Χιούγκοθ απολάμβαναν το θέαμα.
Το ανώμαλο, πετρώδες έδαφος περιόριζε σε κάποιο βαθμό το πλεονέκτημα που έδινε στον Ίθαν το ελαφρύτερο και πιο γρήγορο σπαθί. Εδώ ήταν πολύ σημαντική η επιδεξιότητα των ποδιών, και ο Λούθιεν δεν είχε συναντίσει κανέναν πολεμιστή που να τον ξεπερνά σε αυτό τον τομέα, με μόνη πιθανή εξαίρεση τον ταχύτατο Όλιβερ ντε Μπάροους. Άρχισε να κινείται με άνεση στο ανώμαλο έδαφος αποκρούοντας επιδέξια τις επιθέσεις του Ίθαν. Φτάνοντας στους πρόποδες μιας ανηφορικής πλαγιάς, αμέσως εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία ανεβαίνοντας στην ανηφόρα. Τώρα ο Ίθαν ήταν πιο χαμηλά, γι’ αυτό δεν τον έφτανε με τον Τυφλωτή. Αμέσως ο νεότερος από τους Μπέντγουιρ εξαπέλυσε μια αληθινά μανιασμένη και αγριότατη επίθεση πιέζοντας τον αδελφό του με μια σειρά από απανωτά χτυπήματα.
Ο Ίθαν τα απέκρουσε ή τα απέφυγε διατηρώντας τέλεια ισορροπία. Εκείνη τη στιγμή, καθώς ο Λούθιεν ένιωθε ότι είχε αποκτήσει ένα πλεονέκτημα, συνειδητοποίησε ότι το τέλος αυτής της μονομαχίας θα ήταν δύσκολο. Είτε νικούσε είτε έχανε, θα βρισκόταν σε αδιέξοδο. Θα κατέληγε η μονομαχία στον θάνατο; Και αν ναι, πώς ήταν δυνατό να σκοτώσει τον ίδιο τον αδελφό του; Όμως, ακόμη κι αν η μονομαχία δεν θα ήταν μέχρι θανάτου, ο Λούθιεν είχε πολλά να χάσει, όπως επίσης ο Ίθαν άλλωστε, αφού ο αδελφός του κατά πάσα πιθανότητα είχε γίνει δεκτός από τους Χιούγκοθ χάρη στις πολεμικές του ικανότητες. Και τώρα, αν σε αυτήν τη σύγκρουση έχανε τον σεβασμό τους…
Δεν του άρεσαν καθόλου αυτές οι προοπτικές, αλλά επίσης δεν υπήρχε τρόπος να σταματήσει για να αναζητήσει κάποια άλλη διέξοδο. Στο μεταξύ, καθώς ο Ίθαν ανέβηκε ψηλά στην πετρώδη ανηφόρα προσπαθώντας να βρεθεί από πάνω του, ο Λούθιεν αναγκάστηκε να συγκεντρώσει όλη την προσοχή του για να αποκρούσει τα χτυπήματα του αδελφού του.
Ο Ίθαν έκανε ένα ξαφνικό ξιφισμό καθώς τα δυο αδέλφια μονομαχούσαν στην πετρώδη πλαγιά. Ήταν αδύνατο για τον Λούθιεν να αποκρούσει έγκαιρα με το βαρύτερο σπαθί του, ούτε μπορούσε να παραμερίσει, λόγω της θέσης που είχε, έτσι έπεσε πίσω αφήνοντας το σώμα του να κυλήσει μακριά από τον Ίθαν ως κάτω στην πλαγιά, για να πατήσει πάλι ανάλαφρα στα πόδια του έξι μέτρα πιο χαμηλά από τον αδελφό του.
Άκουσε την Κατρίν να φωνάζει τρομαγμένη και το ταυτόχρονο βογγητό του Όλιβερ, ανάμεσα στις ζητωκραυγές εκατό αιμοχαρών Χιούγκοθ.
Ο Ίθαν κατέβηκε τρέχοντας την πλαγιά παρακινημένος από τους συντρόφους του, αλλά ο Λούθιεν δεν είχε σκοπό να τον αντιμετωπίσει από χαμηλότερο έδαφος. Απομακρύνθηκε τρέχοντας από την ανηφόρα, ενώ ο Ίθαν τον κυνηγούσε φωνάζοντας, αποκαλώντας τον δειλό.
Ο Λούθιεν δεν ήταν δειλός, είχε μάθει όμως πόσο σημαντικό είναι να διαλέγεις το πεδίο μιας μονομαχίας. Έτσι, με τον Ίθαν να πλησιάζει γοργά πίσω του, ο Λούθιεν έτρεξε σε μια μικρή προβλήτα πηδώντας με προσοχή πάνω στις πέτρες της. Τώρα βρισκόταν αυτός σε ψηλότερο έδαφος, αλλά ο Ίθαν ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε δεν έκοψε ταχύτητα, πλησίασε χτυπώντας μανιασμένα, καρφώνοντας με τον Τυφλωτή πότε από ’δώ και πότε από εκεί, αναζητώντας ένα άνοιγμα στην άμυνα του Λούθιεν.
Δεν υπήρχε όμως κανένα. Οι αποκρούσεις του Λούθιεν ήταν τέλειες, αλλά ο Ίθαν κατάφερε να ανεβεί κι αυτός στους βράχους φτάνοντας βαθμιαία στο επίπεδο του αδελφού του. Ο Λούθιεν θα μπορούσε να μην τον αφήσει να ανεβεί πιο ψηλά, αλλά είχε σκοπό να δοκιμάσει κάτι.
Ο Ίθαν συνέχισε να ανεβαίνει. Ο Λούθιεν δοκίμασε έναν ξιφισμό προς τα γόνατά του και ο Ίθαν πήδησε πίσω αποκρούοντας ταυτόχρονα με ένα δυνατό χτύπημα προς τα κάτω.
Αλλά ο ξιφισμός του Λούθιεν ήταν προσποίηση. Πριν ακόμη πλησιάσει το ξίφος του στα γόνατά του αδελφού του, τη στιγμή που ο Ίθαν εκτελούσε την εύκολη απόκρουση, ο Λούθιεν έκανε ένα βήμα πίσω, αντέστρεψε τη λαβή του στο βαρύ ξίφος και το μετατόπισε κατάλληλα όχι για να μπλοκάρει τον Τυφλωτή αλλά μόνο για να του αλλάξει πορεία. Καθώς η λάμα του Ίθαν γλιστρούσε πάνω στο σπαθί του Λούθιεν, αυτός τη γύρισε και την έσπρωξε προς τους βράχους. Ο Ίθαν δεν είχε καλή ισορροπία και δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Σπίθες πετάχτηκαν από την αιχμή του Τυφλωτή καθώς η αστραφτερή λεπίδα του χώθηκε σε μια χαραμάδα ανάμεσα στις πέτρες.
Ο Ίθαν βρισκόταν πιο χαμηλά, γι’ αυτό δεν μπορούσε να την τραβήξει έξω. Αν έκανε ένα βήμα πάνω, θα μπορούσε να βγάλει το σπαθί, όμως ήταν αδύνατο να κάνει αυτό το βήμα. Είχε χάσει μόνο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, αλλά ακόμη κι αυτό ήταν πολύ, καθώς είχε απέναντι του τον ικανό Λούθιεν.
Τέλος της μονομαχίας.
Ο Λούθιεν το κατάλαβε, και δεν ήξερε τι να κάνει. Από τον νου του πέρασαν εικόνες της Κατρίν και του Όλιβερ, που θα έμεναν αιχμάλωτοι των Χιούγκοθ. Από την άλλη μεριά όμως, αν διεκδικούσε αυτήν τη νίκη, το Εριαντόρ δεν θα επιζούσε από τις επιθέσεις των Χιούγκοθ. Τότε, ξαφνικά, το ένα του πόδι γλίστρησε και ο Λούθιεν έπεσε πάνω στις πέτρες. Το σπαθί, φεύγοντας από το χέρι του, έπεσε μακριά. Γύρισε σε καθιστή στάση κρατώντας το μωλωπισμένο και ματωμένο χέρι του.
Ο Ίθαν στάθηκε από πάνω του με τον Τυφλωτή στο χέρι. Ο Λούθιεν τον κοίταξε στα μάτια, αυτά τα χαρακτηριστικά μάτια των Μπέντγουιρ, και για μια στιγμή ήταν σίγουρος ότι ο αδελφός του θα τον σκοτώσει.
Ο Ίθαν δεν κινήθηκε. Έμοιαζε να μην ξέρει τι να κάνει, χαμένος μέσα σε ένα μείγμα θυμού και απελπισίας. Δεν μπορούσε να σκοτώσει τον αδελφό του, γεγονός που φαινόταν να ενοχλεί πολύ τον άνθρωπο ο οποίος τώρα ονομαζόταν Βίνταλφ.
Η κόψη του Τυφλωτή άγγιξε τον Λούθιεν στο πλάι του λαιμού του.
«Νίκησα!» φώναξε ο Ίθαν.
«Αρκετά!» βρυχήθηκε ο Άσμουντ πριν προλάβει να τελειώσει ο Ίθαν. Ο βασιλιάς των Χιούγκοθ είπε κάτι στον άνθρωπο που έστεκε δίπλα του και καμιά εικοσαριά πολεμιστές πλησίασαν τα δύο αδέλφια.
«Στη βασιλική αίθουσα!» διέταξε ο ένας τον Ίθαν, ενώ δύο άλλοι σήκωσαν απότομα τον Λούθιεν στα πόδια του και τον μισοκουβάλησαν προς την καλύβα περνώντας μπροστά από εκατό ζευγάρια περίεργα μάτια, ανάμεσά τους της Κατρίν και του Όλιβερ. Αφού τον πήγαν μέσα, τον πέταξαν κάτω, δίπλα στον όρθιο αδελφό του. Μετά, όλοι οι Χιούγκοθ εκτός από τον Άσμουντ βγήκαν από την καλύβα.
Ο Λούθιεν κοίταξε για μερικές στιγμές τον καθισμένο βασιλιά και μετά τον αδελφό του. Κατόπιν σηκώθηκε αργά. Ο Ίθαν δεν τον κοίταζε.
«Έξυπνη κίνηση», είπε ο Άσμουντ στον Λούθιεν.
Ο Λούθιεν τον ατένισε με δυσπιστία. Δεν ήξερε πού θέλει να καταλήξει ο βασιλιάς των Χιούγκοθ.
«Τον είχες νικήσει», είπε ωμά ο Άσμουντ.
«Έτσι νόμισα κι εγώ, αλλά…» άρχισε να λέει ο Λούθιεν.
Τον σταμάτησε το γέλιο του Άσμουντ.
«Εγώ τον νίκησα!» γρύλλισε ο Ίθαν.
Ο Άσμουντ, σταματώντας ξαφνικά να γελάει, κοίταξε επίμονα τον Ίθαν. «Δεν είναι ατιμωτικό να νικηθείς από έναν ικανό πολεμιστή», είπε ο Χιούγκοθ. «Και, για μένα, ο αδελφός σου είναι εξίσου ικανός με σένα!»
Ο Ίθαν χαμήλωσε τα μάτια. Μετά αναστέναξε βαθιά και γύρισε στον Λούθιεν. «Με ξεγέλασες δύο φορές», είπε. «Πρώτα όταν έσπρωξες το σπαθί μου μέσα στους βράχους, μετά όταν προσποιήθηκες ότι γλίστρησες».
«Οι πέτρες ήταν βρεγμένες», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν. «Γλιστρούσαν από τα φύκια».
«Δεν γλίστρησες», είπε ο Ίθαν.
«Όχι», συμφώνησε ο Άσμουντ. «Έπεσε γιατί θεώρησε ότι ήταν καλύτερα να πέσει». Ο βασιλιάς γέλασε πάλι με την έκφραση κατάπληξης του Λούθιεν. «Δεν ήθελες να σκοτώσεις τον Ίθαν», συνέχισε ο πανέξυπνος Άσμουντ. «Και πίστευες πως ούτε κι αυτός θα σε σκότωνε. Όμως, αν τον νικούσες, φοβόσουν ότι θα τιμούσαμε μεν τη συμφωνία μας για το σπαθί και την απελευθέρωση τη δική σου και των φίλων σας, αλλά θα χανόταν κάθε προοπτική να πετύχεις ένα ευρύτερο καλό, να πάρουν τέλος οι επιδρομές στις ακτές σας».
Ο Λούθιεν τα είχε χάσει βλέποντας ότι ο Άσμουντ κατάλαβε τόσο εύκολα το τέχνασμά του! Δεν είχε τίποτε ν’ απαντήσει, έτσι έμεινε όσο πιο ήρεμος μπορούσε περιμένοντας την κρίση του βασιλιά.
Ο Ίθαν φαινόταν να ταράζεται περισσότερο με ό,τι έλεγε ο Άσμουντ. Δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι αυτά που είπε ο βασιλιάς ήταν αλήθεια. Όταν ο Τυφλωτής σφηνώθηκε στη χαραμάδα, ο Λούθιεν κέρδισε ένα ανυπέρβλητο πλεονέκτημα. Την επόμενη στιγμή, γλίστρησε κι έπεσε. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο Λούθιεν, που κρατούσε τόσο καλή ισορροπία και έλεγχο των κινήσεών του, δεν ήταν δυνατό να γλίστρησε τυχαία σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή.
Ο Άσμουντ τους κοίταξε αμίλητος για λίγο. «Είστε οι μόνοι Εριαντοριανοί που έτυχε ως τώρα να γνωρίσω σε βάθος», είπε τελικά. «Αδέλφια από καλή γενιά, πρέπει να παραδεχτώ».
«Παρά το σκόπιμο γλίστρημα;» τόλμησε να ρωτήσει ο Λούθιεν, ηρεμώντας όταν ο Άσμουντ γέλασε πάλι.
«Μπράβο σου!» φώναξε ο βασιλιάς. «Αν είχες νικήσει τον Ίθαν, θα κέρδιζες μόνο τη ζωή σου και τη ζωή των δυο στενότερων συντρόφων σου. Και το σπαθί βέβαια, που δεν είναι μικρό πράγμα».
«Αλλά το τίμημα θα ήταν πολύ μεγάλο», επέμεινε ο Λούθιεν, «γιατί θα χανόταν κάθε ενδεχόμενο για συνομιλίες, ενώ μπορεί να μειωνόταν ο Ίθαν στα μάτια σου».
«Θα πέθαινες για το Εριαντόρ;» ρώτησε ο Άσμουντ.
«Φυσικά!»
«Για τον Ίθαν, που εμείς ονομάζουμε Βίνταλφ;»
«Φυσικά!»
Η σταράτη απάντηση του Λούθιεν ήταν ένα δυνατό χτύπημα για τον Ίθαν. Τον έκανε να θυμηθεί τη ζωή του στην Νταν Βάρνα κοντά στον μικρότερο αδελφό του, ένα παιδί και μετά έναν νεαρό που πάντα αγαπούσε. Τώρα ένιωθε πληγωμένος από τις ίδιες του τις πράξεις, από τη σκέψη ότι μπορεί να σκότωνε τον Λούθιεν στη μονομαχία τους. Πώς επέτρεψε στον θυμό του να υπαγορεύσει τις πράξεις του;
«Θα πέθαινε ο Ίθαν για σένα, λες;» ρώτησε ο Άσμουντ.
«Ναι», απάντησε πάλι ο Λούθιεν, χωρίς καν να κοιτάξει τον αδελφό του για επιβεβαίωση.
Ο Άσμουντ ξέσπασε πάλι σε τρανταχτά γέλια. «Μου αρέσεις, Λούθιεν Μπέντγουιρ, σε σέβομαι, όπως σέβομαι και τον αδελφό σου».
«Δεν είμαι πια αδελφός του», είπε ο Ίθαν, πριν προλάβει να σκεφτεί καλύτερα τι θα έλεγε.
«Είσαι, πάντα», τον διόρθωσε ο Άσμουντ. «Αν δεν ήσουν πάντα αδελφός του, θα ολοκλήρωνες τη νίκη αποτελειώνοντας τον Λούθιεν, όχι φωνάζοντας απλά “νίκησα”».
Ο Ίθαν χαμήλωσε τα μάτια.
«Και τότε θα σε είχα σκοτώσει!» φώναξε ο Άσμουντ και σηκώθηκε απότομα από τον θρόνο ξαφνιάζοντας τα δύο αδέλφια. Μετά, ηρεμώντας, κάθισε πάλι. «Όταν μιλήσαμε νωρίτερα, ισχυρίστηκες ότι δεν είμαστε εχθροί», είπε στον Λούθιεν.
«Δεν είμαστε», επέμεινε αυτός. «Οι Εριαντοριανοί πολεμούν τους Χιούγκοθ μόνο όταν οι Χιούγκοθ κάνουν επιδρομές στο Εριαντόρ. Αλλά υπάρχει ένα μεγαλύτερο κακό από την έχθρα ανάμεσα στους δυο λαούς μας, μια αρρώστια που μολύνει με σατανική μαγεία όλη τη χώρα…»
Ο Άσμουντ σήκωσε το χέρι σταματώντας τον. «Δεν χρειάζεται να με πείσεις για το ποιόν του βασιλιά του Άβον», είπε. «Ο αδελφός σου μου μίλησε για τον Γκρινσπάροου, άλλωστε έχω δει από πρώτο χέρι τα έργα του. Η αρρώστια που σάρωσε το Εριαντόρ δεν περιορίστηκε στη χώρα σας».
«Έφτασε και στην Ισενλανδία;» ρώτησε ξέπνοα ο Λούθιεν.
«Όχι», απάντησε ο Άσμουντ, «γιατί, εκείνοι που προσβλήθηκαν στη θάλασσα, δεν τόλμησαν να γυρίσουν πίσω. Οι ιερείς μας ανακάλυψαν την πηγή της αρρώστιας, και από τότε το όνομα του Γκρινσπάροου είναι καταραμένο για τους Χιούγκοθ.
Ο Άσμουντ άλλαξε ξαφνικά θέμα αιφνιδιάζοντας τον Λούθιεν. «Ήσουν ο καλύτερος φίλος του Γκαρθ Ρόγκαρ», είπε. «Ο Τόριν Ρόγκαρ είναι από τους πιο στενούς μου φίλους».
Ο Λούθιεν τόλμησε να ελπίσει ότι η συνάντηση πήγαινε καλά. Ήταν σίγουρος ότι οι Χιούγκοθ θα άφηναν ελεύθερο αυτόν, τον Όλιβερ και την Κατρίν. Έτσι αποφάσισε να προχωρήσει τη συζήτηση στο επόμενο στάδιο.
«Ο Γκαρθ Ρόγκαρ ήταν ο μοναδικός Χιούγκοθ που γνώρισα σε βάθος», είπε. «Άνθρωπος από καλή γενιά, πρέπει να παραδεχτώ!»
Ο Άσμουντ γέλασε πάλι βροντερά.
«Δεν είμαστε εχθροί σας», είπε αποφασισμένα ο Λούθιεν, κάνοντας τον βασιλιά να σοβαρέψει.
«Έτσι λες, λοιπόν», είπε ο Άσμουντ γέρνοντας μπροστά στον θρόνο του. «Και είναι ο Γκρινσπάροου εχθρός σας;
Ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι έμπαινε σε δύσκολα νερά. Το ένστικτό του έλεγε να φωνάξει “Ναι!”, αλλά μια τέτοια επίσημη δήλωση μπροστά σε έναν ξένο βασιλιά μπορεί να οδηγούσε σε σοβαρά προβλήματα.
»Υπαινίχθηκες ότι είναι δυνατόν να γίνει μια συμμαχία ανάμεσα στους λαούς μας για να πολεμήσουμε τον Γκρινσπάροου», συνέχισε ο Άσμουντ. «Μια τέτοια συνθήκη ίσως να ήταν ευπρόσδεκτη.
Ο Λούθιεν ένιωσε ελπίδα αλλά και δισταγμό μαζί. Ήθελε να απαντήσει, να υποσχεθεί, αλλά δεν μπορούσε. Όχι ακόμη.
Ο Άσμουντ παρακολουθούσε κάθε του κίνηση, τις γροθιές του που σφίχτηκαν, το ότι πήγε κάτι να πει και μετά σταμάτησε. «Πήγαινε στον βασιλιά σου, τον Μπριντ’Αμούρ, Λούθιεν Μπέντγουιρ», είπε ο βασιλιάς των Χιούγκοθ. «Φέρε μου μέσα σε έναν μήνα μια επίσημη συνθήκη που να κατονομάζει τον Γκρινσπάροου σαν κοινό εχθρό μας». Ο Άσμουντ έγειρε πίσω στον θρόνο του χαμογελώντας λοξά. «Ήλθαμε εδώ για πόλεμο, στο όνομα του Θεού μας και της θέλησής του», δήλωσε — μια όχι και τόσο συγκαλυμμένη υπενθύμιση στον Λούθιεν ότι έχει να κάνει με σκληρούς πολεμιστές. «Και θα πολεμήσουμε. Φέρε μου τη συνθήκη, γιατί αλλιώς τα πλοία μας θα ερημώσουν την ανατολική ακτή σας όπως είχαμε αποφασίσει».
Ο Λούθιεν ήθελε να απαντήσει σε αυτή την πρόκληση, να απειλήσει τους Χιούγκοθ ότι τα πολεμικά πλοία του Εριαντόρ θα υπεράσπιζαν τις ακτές, αλλά είχε τη σύνεση να αφήσει αυτή την παρόρμηση να περάσει. «Έναν μήνα;» είπε μόνο με αμφιβολία. «Είναι δύσκολο να πάω στο Κάερ Μακντόναλντ και να γυρίσω μέσα σε έναν μήνα. Χρειάζομαι μια βδομάδα μέχρι το Τζάιμπι…»
«…Τρεις μέρες με δικό μας πλοίο», τον διόρθωσε ο βασιλιάς Άσμουντ.
«Και δέκα μέρες ταξίδι στη στεριά», πρόσθεσε ο Λούθιεν, προσπαθώντας να μη σκέφτεται τα δεινά που θα τραβούσαν οι σκλάβοι κωπηλάτες για να τον μεταφέρουν τόσο μακριά, τόσο γρήγορα.
«Θα στείλω τον αδελφό σου στο Τζάιμπι σαν απεσταλμένο μου», είπε ο Άσμουντ.
«Στείλ’ τον στο Τσάλμπερς, στα δυτικά από ’δώ», πρότεινε ο Λούθιεν. «Θα έχω μικρότερη διαδρομή κατά την επιστροφή μου από το Κάερ Μακντόναλντ».
Ο Άσμουντ συμφώνησε με ένα νεύμα. «Έναν μήνα, Λούθιεν Μπέντγουιρ, ούτε μια μέρα παραπάνω!»
Ο Λούθιεν δεν είχε άλλα επιχειρήματα.
Ο Άσμουντ τον έδιωξε τότε μαζί και τον Ίθαν, αφού πρώτα ανέθεσε στον τελευταίο να κανονίσει για τη μεταφορά του Λούθιεν, της Κατρίν, του Όλιβερ και του αδελφού Τζέιμσις στο Εριαντόρ. Οι άλλοι Εριαντοριανοί θα έμεναν εδώ, αλλά ο Λούθιεν κατάφερε να του αποσπάσει μια υπόσχεση ότι οι Χιούγκοθ δεν θα τους κακομεταχειρίζονταν και θα τους άφηναν ελεύ-θερους αν και όταν θα τους έφερνε τη συνθήκη.
Μέσα σε μια ώρα το πλοίο ήταν έτοιμο να φύγει. Οι τρεις σύντροφοι του Λούθιεν ανέβηκαν πάνω, αλλά ο νεαρός Μπέντγουιρ καθυστέρησε, ήθελε να μείνει για λίγο μόνος με τον αδελφό του.
Ο Ίθαν έδειχνε να ντρέπεται από όλη τούτη την κατάσταση, από τις επιλογές του κι από τον ρόλο του στις επιδρομές των Χιούγκοθ.
«Δεν ήξερα», παραδέχτηκε. «Νόμιζα ότι όλα ήταν ακόμη όπως παλιά, ότι ο Γκρινσπάροου κυβερνά το Εριαντόρ».
«Ζητάς συγγνώμη;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Απλώς δίνω μια εξήγηση», απάντησε ο Ίθαν. «Τίποτα παραπάνω. Δεν ελέγχω τις πράξεις των αδελφών μου, των Χιούγκοθ. Κάθε άλλο. Με ανέχονται μόνο επειδή έχω δείξει ικανότητα και θάρρος και λόγω της ιστορίας με τον Γκαρθ Ρόγκαρ».
«Πήγα όντως νότια για να σε βρω», είπε ο Λούθιεν.
Ο Ίθαν κατένευσε, δείχνοντας να το εκτιμά αυτό. «Μόνο που εγώ δεν κατευθύνθηκα ποτέ προς τα νότια», απάντησε. «Ο Γκάχρις με διέταξε να πάω στο Πορτ Τσάρλι και από εκεί να πάρω πλοίο για το Καρλάιλ, όπου θα μου έδιναν έναν μικρό βαθμό στον στρατό του Άβον και θα με έστελναν στο βασίλειο του Ντουρέ».
«Για να πολεμήσεις στις τάξεις του στρατού της Γασκόνης», είπε ο Λούθιεν, ξέροντας καλά την ιστορία.
«Ναι», συμφώνησε ο Ίθαν, «για να πολεμήσω και μάλλον να πεθάνω σε εκείνο το μακρινό βασίλειο. Αλλά αρνήθηκα να δεχτώ αυτή την εξορία, έτσι επέλεξα μια δική μου στη θέση της».
«Στους Χιούγκοθ;» ρώτησε κατάπληκτος ο Λούθιεν.
Ο Ίθαν χαμογέλασε. «Όχι, πήγα στο Λαντς Εντ», εξήγησε. «Ταξίδεψα νότια από το Μπέντγουιντριν για ένα διάστημα και μετά έστριψα ανατολικά διασχίζοντας το Πέρασμα του ΜακΝτόναλντ. Πήγα στο Τζάιμπι, όπου πλήρωσα ακριβά για να με πάνε κρυφά στο νησί του Κόλνσεϊ. Πίστευα ότι θα μπορούσα να ζήσω τη ζωή μου ήσυχα στο Λαντς Εντ. Δεν κάνουν πολλές ερωτήσεις εκεί».
«Αλλά ήλθαν οι Χιούγκοθ και κατέστρεψαν τον οικισμό», είπε ο Λούθιεν με βαριά επικριτική φωνή, καθώς σκεφτόταν με πολύ πόνο τον θάνατο των Εριαντοριανών.
«Όχι», απάντησε πάλι ο Ίθαν αναιρώντας τα λανθασμένα συμπεράσματα του αδελφού του. «Το Λαντς Εντ είναι άθικτο μέχρι σήμερα. Οι Χιούγκοθ δεν έχουν πειράξει ούτε έναν από τους κατοίκους του».
«Τότε πώς;»
«Το πλοίο μου δεν έφτασε ποτέ εκεί, βυθίστηκε σε μια καταιγίδα», εξήγησε ο Ίθαν. «Οι Χιούγκοθ με έβγαλαν από τη θάλασσα. Ήμουν τυχερός που βρέθηκαν στον δρόμο μου, και ακόμη πιο τυχερός που ο καπετάνιος του πλοίου ήταν ο Τόριν Ρόγκαρ».
Ο Λούθιεν τον κοίταξε για λίγο αμίλητος, προσπαθώντας να χωνέψει την ιστορία του αδελφού του. «Ήταν καλή τύχη για σένα», είπε. «Και για το Εριαντόρ, όπως φαίνεται».
«Χάρηκα με όσα μου είπες για το Εριαντόρ», είπε ο Ίθαν. Έλυσε τον Τυφλωτή από τη μέση του και τον έδωσε στον Λούθιεν. «Και είμαι περήφανος για σένα, Λούθιεν Μπέντγουιρ. Το σωστό είναι να φοράς εσύ το σπαθί της οικογένειας Μπέντγουιρ». Το πρόσωπο του Ίθαν ξάφνου έγινε σκυθρωπό και πεισματάρικο. «Έχε υπόψη σου όμως ότι είμαι Χιούγκοθ τώρα», συνέχισε, «και όχι συγγενής σου. Φέρε τη συνθήκη στον βασιλιά μου, αλλιώς οι Χιούγκοθ, κι εγώ μαζί τους, θα σας χτυπήσουμε».
Ο Λούθιεν ήξερε ότι τα λόγια του είναι υπόσχεση, όχι απειλή — και ήξερε ότι οι Χιούγκοθ, αλλά κι ο Ίθαν, θα τηρούσαν αυτή την υπόσχεση.