23 Γνώριζε τους εχθρούς σου

Ο Λούθιεν και ο Μπέλικ πήγαν στη σκηνή του Μπριντ’Αμούρ μαζί, λίγο πριν τα ξημερώματα. Ήταν και οι δύο γεμάτοι ενθουσιασμό, έτοιμοι για τη μάχη. Ένα φανάρι ήταν αναμμένο στο κοντάρι έξω από την είσοδο, μέσα όμως η σκηνή ήταν σκοτεινή. Παρ’ όλα αυτά μπήκαν με σκοπό να ξυπνήσουν τον Μπριντ’Αμούρ. Συνήθως οι επιθέσεις γίνονται τα χαράματα, ώστε να έχει ο στρατός όλη τη μέρα στη διάθεσή του για να πολεμήσει.

Μέσα στη σκηνή ο φωτισμός ήταν αμυδρός, γρήγορα όμως είδαν ότι ο Μπριντ’Αμούρ δεν ήταν εκεί.

«Πρέπει να σηκώθηκε ήδη για να ετοιμάσει τα σχέδιά του», είπε ο Μπέλικ, αλλά ο Λούθιεν δεν ήταν τόσο σίγουρος. Ένιωθε ενστικτωδώς ότι κάτι δεν πάει καλά.

Καθώς πλησίασε στο κρεβάτι του Μπριντ’Αμούρ, οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν: ήταν στρωμένο ακόμη, ο βασιλιάς δεν είχε κοιμηθεί εκεί το βράδυ. Αυτό ήταν ήδη αρκετά περίεργο, αλλά ο Λούθιεν είχε μια επίμονη αίσθηση ότι υπάρχει και κάτι άλλο παράξενο μέσα στη σκηνή. Κοίταξε παντού γύρω του, όμως δεν είδε τίποτα το εμφανώς ασυνήθιστο. Όλα τα πράγματα ήταν στη θέση τους, το τραπέζι στη μέση με το σκαμνί δίπλα και την κρυστάλλινη σφαίρα πάνω. Το μικρό γραφείο του Μπριντ’Αμούρ βρισκόταν σε μια άκρη της σκηνής απέναντι από το κρεβάτι, σκεπασμένο από περγαμηνές, χάρτες οι περισσότερες, και από αρκετά σακουλάκια με διάφορα παράξενα μείγματα ή ουσίες.

«Πάμε», είπε ο Μπέλικ από την είσοδο της σκηνής. «Πρέπει να βρούμε τον γέροντα για να αρχίσουμε την επιχείρηση».

Ο Λούθιεν, κατανεύοντας, τον ακολούθησε αργά κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του σίγουρος ότι κάτι παράξενο συμβαίνει. Όταν βγήκε από τη σκηνή, είδε τον Μπέλικ να απομακρύνεται κιόλας.

«Η κρυστάλλινη σφαίρα», είπε ξαφνικά και ο Μπέλικ γύρισε προς το μέρος του.

«Τι;»

«Η κρυστάλλινη σφαίρα», επανέλαβε ο Λούθιεν, βέβαιος ότι είχε εντοπίσει κάτι σημαντικό. «Η κρυστάλλινη σφαίρα του Μπριντ’Αμούρ!»

«Ήταν στη θέση της», είπε ο Μπέλικ. «Πάνω στο τραπέζι».

«Δεν την αφήνει ποτέ έτσι», απάντησε ο Λούθιεν και μπήκε πάλι στη σκηνή. Άκουσε τον Μπέλικ να γκρινιάζει πίσω του, αλλά να τον ακολουθεί στη σκηνή τη στιγμή που ο νέος καθόταν στο σκαμνί και κοίταζε μέσα στη σφαίρα.

«Επιτρέπεται να κοιτάζεις εκεί μέσα;» ρώτησε ο Μπέλικ. Όπως και οι περισσότεροι νάνοι ήταν πολύ προσεκτικός στα θέματα της μαγείας.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν είναι σκεπασμένη», απάντησε ο Λούθιεν. «Ο Μπριντ’Αμούρ…»

Σταμάτησε ξαφνικά, καθώς είδε να εμφανίζεται μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα μια γνωστή εύθυμη μορφή με μεγάλη λευκή γενειάδα. «Α, ωραία», είπε η εικόνα του Μπριντ’Αμούρ, «αυτό σημαίνει ότι είναι πρωί και ετοιμάζεστε να καταλάβετε το Πάιπερι. Σας εύχομαι κάθε επιτυχία, φίλοι μου, άλλωστε δεν έχω καμιά αμφιβολία για την έκβαση. Δεν ξέρω πόσο θα λείψω, πάντως φεύγω με τη γνώση ότι οι δυνάμεις του Εριαντόρ είναι σε καλά χέρια! Με τη νίκη!»

Η εικόνα έσβησε τόσο απότομα όσο είχε εμφανιστεί. Ο Λούθιεν κοίταξε τον Μπέλικ διακρίνοντας μόνο τη σιλουέτα του καθώς εκείνος στεκόταν μπροστά στο άνοιγμα της σκηνής.

«Ώστε θα λείψει», είπε ο νάνος. «Για καλό σκοπό, σίγουρα».

«Ο Μπριντ’Αμούρ δεν θα έφευγε αν δεν ήταν κάτι επείγον», συμφώνησε ο Λούθιεν.

«Οι Χιούγκοθ, κατά πάσα πιθανότητα», είπε ο Μπέλικ, ενώ η σκέψη ότι μπορεί να υπάρχουν προβλήματα με τον στρατό του Ίθαν προκάλεσε ανησυχία στον Λούθιεν. Ή μπορεί τα προβλήματα να ήταν από την άλλη πλευρά, στα δυτικά, στον στόλο του Όλιβερ και της Κατρίν. Κοίταξε πάλι την άδεια κρυστάλλινη σφαίρα υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ότι η εικόνα του Μπριντ’Αμούρ ήταν εύθυμη, όχι σκυθρωπή.

«Δεν έχει σημασία», συνέχισε ο Μπέλικ. «Έτσι κι αλλιώς ο στρατός έχει δύο αρχηγούς».

Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο Μπέλικ μόλις είχε αναλάβει την διοίκηση όλων των δυνάμεων και ουσιαστικά δεν είχε λόγους να διαφωνήσει αφού σίγουρα ο νάνος βασιλιάς ήταν ανώτερος του στην ιεραρχία. Υπήρχε ένα θέμα όμως που ο Λούθιεν ήθελε να συζητήσει με τον Μπριντ’Αμούρ πριν αρχίσει η επίθεση. Στο τέλος του προηγούμενου πολέμου με το Άβον, όταν τέθηκε το ζήτημα να επιτεθούν στο Καρλάιλ, ο Λούθιεν είχε διατυπώσει την βεβαιότητα ότι θα μπορούσαν να νικήσουν, γιατί πολλοί από τους κατοίκους του Άβον θα έβλεπαν την αλήθεια και θα συνειδητοποιούσαν ότι ο στρατός του Εριαντόρ δεν είναι πραγματικά εχθρικός. Τελικά παραδέχτηκε ότι αυτές οι προσδοκίες ήταν ίσως υπερβολικές, πάλι όμως δεν μπορούσε να δεχτεί ότι οι κάτοικοι του Άβον, άνδρες και γυναίκες όμοιοι τους Εριαντοριανούς, θα ήθελαν έναν πόλεμο με το Εριαντόρ.

Ο Μπέλικ γρύλλισε γυρίζοντας να φύγει.

«Φαντάζομαι ότι δεν χρειάζεται η βοήθειά μου στην οργάνωση των δυνάμεων», είπε ο Λούθιεν. Καθώς ο Μπέλικ γύρισε πάλι προς το μέρος του, παρ’ όλο που ο Λούθιεν δεν έβλεπε το πρόσωπό του, ένιωσε αμέσως την έκπληξή του.

«Θα πας να βρεις τον Μπριντ’Αμούρ;» ρώτησε έκπληκτος ο νάνος.

«Όχι, αλλά είχα σκοπό να πάρω την άδεια του βασιλιά για να μπω στο Πάιπερι πριν τα χαράματα, πριν τη μάχη», απάντησε με έμφαση ο Λούθιεν.

Ο Μπέλικ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του και μετά μπήκε στη σκηνή φανερά ανήσυχος.

«Για να δω πώς θα οργανώσουν την άμυνά τους», εξήγησε ο Λούθιεν. «Με τον πορφυρό μανδύα, μπορώ να μπω και να βγω χωρίς να με πάρουν είδηση οι μονόφθαλμοι».

Ο Μπέλικ τον κοίταξε αμίλητος για λίγο. «Δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο θέλεις να πας», είπε τελικά, έχοντας ακούσει πολλές φορές τις τελευταίες εβδομάδες τον Λούθιεν να λέει ότι οι κάτοικοι του Άβον μπορεί να αποδειχτούν σύμμαχοί τους.

Ο Λούθιεν αναστέναξε. «Ίσως να έχουμε φίλους πίσω από τα τείχη του Πάιπερι», παραδέχτηκε.

Ο Μπέλικ δεν μίλησε.

»Ήλθα για να ζητήσω την άδεια του βασιλιά Μπριντ’Αμούρ», συνέχισε ο Λούθιεν ορθώνοντας το παράστημά του. «Αλλά ο βασιλιάς δεν είναι εδώ».

«Κι έτσι θα κάνεις αυτό που θέλεις», είπε ο Μπέλικ.

«Κι έτσι ζητώ την άδεια του βασιλιά Μπέλικ νταν Μπούρσο, που δικαιωματικά είναι τώρα αρχηγός του στρατού», τον διόρθωσε ο Λούθιεν, και αυτή η ένδειξη αφοσίωσης έκανε τον νάνο να υψώσει επίσης το δικό του παράστημα.

«Μπορεί να απογοητευτείς από αυτά που θα δεις στο Πάιπερι», τον προειδοποίησε ο Μπέλικ.

Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους. «Το λιγότερο που θα καταφέρω θα είναι να δω τι αμυντικές δυνάμεις έχουν», απάντησε.

«Και το περισσότερο;»

«Δικαιοσύνη για τον λαό του Άβον», απάντησε ο Λούθιεν χωρίς δισταγμό.

«Πήγαινε τότε, γρήγορα», του είπε ο Μπέλικ. «Έχουμε λιγότερο από δύο ώρες μέχρι τα χαράματα, και σκοπεύω να φάω το μεσημεριανό μου στο Πάιπερι!»


Ο Λούθιεν δεν ήξερε ακόμη τι ακριβώς έκανε μέσα στην κωμόπολη, καθώς χρησιμοποιούσε την κάλυψη της νύχτας και του μαγικού του μανδύα για να περάσει απαρατήρητος το τείχος του Πάιπερι, ένα τείχος που φαινόταν κακοφτιαγμένο και ετοιμόρροπο.

Άρχισε να προχωρεί από το ένα σκοτεινό σπίτι στο άλλο, βλέποντας έκπληκτος ότι υπήρχαν ελάχιστοι Κυκλωπιανοί. Σύμφωνα με όλες τις αναφορές και κρίνοντας επίσης από την τελευταία συμπλοκή στην οποία είχε λάβει μέρος, πίστευε ότι η φρουρά του χωριού θα είχε ενισχυθεί από τους Πραιτωριανούς Φρουρούς που ξέφυγαν μετά την συντριβή τους στο βουνά. Πού ήταν όμως;

Το αίνιγμα λύθηκε όταν ο Λούθιεν έφτασε στον κύριο δρόμο του χωριού και πρόσεξε βαθιά αυλάκια από το πέρασμα ενός μεγάλου καραβανιού. Μελετώντας τα ίχνη είδε ότι πήγαιναν νότια και ότι είχαν γίνει πριν από δύο μέρες περίπου. Λίγο πιο κάτω, από την άλλη πλευρά του δρόμου, βρήκε τους στάβλους του Πάιπερι, δυο κτήρια με μεγάλους φράχτες. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές, αλλά δεν ακούγονταν χλιμιντρίσματα από μέσα ενώ οι μάντρες ήταν άδειες. Το μόνο που βρήκε ήταν δυο κουφάρια αλόγων, που τα είχαν σφάξει για κρέας.

Πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνέλθει. Δεν του άρεσαν αυτές οι ζοφερές συνέπειες του πολέμου. Αναρωτήθηκε ποια άλλα δεινά είχαν υποφέρει τις τελευταίες μέρες οι κάτοικοι του Πάιπερι, απλά πιόνια στο μεγάλο παιχνίδι του Γκρινσπάροου.

Συνειδητοποίησε ότι δεν έχει χρόνο για χάσιμο, έτσι συνέχισε προχωρώντας από σκιά σε σκιά στον κύριο δρόμο. Σταμάτησε όταν έφτασε σε ένα σημείο όπου ο δρόμος διχαζόταν οδηγώντας ανατολικά και νοτιοδυτικά. Ακριβώς απέναντι είδε το πρώτο φως αφότου μπήκε στο Πάιπερι. Ένα κερί έκαιγε στο παράθυρο ενός μεγάλο κτιρίου, που θα πρέπει να ήταν ο ναός της πόλης.

Διέσχισε αθέατος τον δρόμο για να πλησιάσει στο κτήριο. Σκέφτηκε τη Μητρόπολη του Κάερ Μακντόναλντ, έναν ναό που είχε μετατραπεί σε αρχηγείο από τον άθλιο δούκα Μόρκνεϊ. Μήπως συνέβαινε το ίδιο και στις μικρότερες πόλεις του Άβον; Μέσα σε αυτό το τέμενος μπορεί να έβρισκε κάποιον βαρόνο πιστό στον Γκρινσπάροου, που θα κυβερνούσε το Πάιπερι με σιδερένια πυγμή.

Μια γρήγορη ματιά στον ουρανό προς τα ανατολικά του υπενθύμισε ότι δεν είχε χρόνο για δισταγμούς. Πλησιάζοντας μια πλαϊνή πόρτα, κοίταξε από ένα μικρό παραθυράκι. Δεν είδε εχθρούς τριγύρω, γι’ αυτό γύρισε αργά το πόμολο.

Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη. Ο Λούθιεν την άνοιξε ξέροντας ότι μπορεί να έβρισκε μπροστά του το μεγαλύτερο μέρος της κυκλωπιανής φρουράς.

Είδε με έκπληξη αλλά και ανακούφιση ότι ο χώρος ήταν άδειος. Έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω του. Βρισκόταν μέσα σε ένα μικρό πλαϊνό δωμάτιο, ίσως το μέρος όπου ζούσε ο ιερέας ή ο φροντιστής του ναού. Υπήρχε άλλη μια πόρτα, ανοιχτή, που πρέπει να έβγαζε στον κυρίως ναό. Ο Λούθιεν τυλίχτηκε με τον μανδύα για να γίνει αόρατος, πλησίασε στην πόρτα και κοίταξε στο άλλο δωμάτιο.

Είδε έναν άνθρωπο μόνο, γονατισμένο στο μπροστινό μέρος του ναού, με την πλάτη γυρισμένη προς τον Λούθιεν. Φορούσε λευκό ράσο, που σήμαινε ότι ήταν ιερέας.

Ο Λούθιεν άρχισε να προχωρεί αθόρυβα, σταματώντας κάθε τόσο για την περίπτωση που θα στρεφόταν ο άγνωστος. Είχε βγάλει τον Τυφλωτή από τη θήκη του, αλλά τον κρατούσε κρυμμένο κάτω από τον μανδύα.

Καθώς πλησίαζε, άκουσε την ιερέα να ψιθυρίζει προσευχές για την ασφάλεια του Πάιπερι. Παρακαλούσε τον Θεό να «κρατήσει το μικρό Πάιπερι μακριά από τις συγκρούσεις των βασιλέων».

Ο Λούθιεν τράβηξε την κουκούλα του μανδύα. «Το Πάιπερι βρίσκεται στον δρόμο για το Καρλάιλ», είπε ξαφνικά.

Ο ιερέας κόντεψε να πέσει κάτω. Πετάχτηκε όρθιος γυρίζοντας προς τον Λούθιεν με διάπλατα μάτια και ανοιχτό το στόμα. Ο Λούθιεν είδε τους μώλωπες στο πρόσωπό του, το σκισμένο χείλι και τα πρησμένα μάτια. Δεν του ήταν δύσκολο να μαντέψει τι είχε συμβεί, δεδομένου ότι είχαν περάσει τόσοι μονόφθαλμοι από την κωμόπολη, τελευταία.

»Θα είναι επιλογή του Πάιπερι να φερθεί σαν φίλος ή σαν εχθρός του Εριαντόρ», πρόσθεσε ο Λούθιεν.

«Ποιος είσαι;»

«Ένας απεσταλμένος του βασιλιά Μπριντ’Αμούρ του Εριαντόρ», απάντησε εμφαντικά ο νεαρός Μπέντγουιρ. «Ήρθα να προσφέρω ελπίδα εκεί όπου δεν θα ’πρεπε να υπάρχει».

Ο ιερέας τον κοίταξε καλύτερα. «Η Πορφυρή Σκιά», ψιθύρισε.

Ο Λούθιεν κατένευσε, μα όταν είδε τον ιερέα να χλομιάζει, σήκωσε κατευναστικά το χέρι.

«Δεν ήρθα να σε σκοτώσω, ούτε εσένα ούτε κανέναν άλλο», είπε. «Μόνο να δω ποιες είναι οι διαθέσεις μέσα στο Πάιπερι».

«Και να ανακαλύψεις τα αδύναμα σημεία της άμυνάς μας», τόλμησε να πει ο ιερέας.

Ο Λούθιεν γέλασε. «Έχω πέντε χιλιάδες πολεμοχαρείς νάνους απ’ έξω, και άλλους τόσους ανθρώπους», είπε. «Είδα το τείχος σας και ό,τι έχει απομείνει από τη φρουρά σας».

«Οι περισσότεροι Κυκλωπιανοί το έσκασαν», παραδέχτηκε ο ιερέας χαμηλώνοντας το βλέμμα.

«Πώς σε λένε;»

Ο ιερέας τον κοίταξε σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά. «Σόλομον Κίις», απάντησε.

«Πατέρας Κίις;»

«Όχι ακόμη», παραδέχτηκε ο ιερέας. «Αδελφός Κίις».

«Άνθρωπος της θρησκείας ή του στέμματος;»

«Πώς ξέρεις ότι δεν είναι ένα και το αυτό;» απάντησε αινιγματικά ο Κίις.

Ο Λούθιεν χαμογέλασε εγκάρδια και παραμέρισε τον μανδύα αποκαλύπτοντας το γυμνωμένο σπαθί του, που το έβαλε αμέσως στη θήκη του. «Δεν είναι», απάντησε.

Ο Σόλομον Κίις δεν απάντησε.

Ο Λούθιεν ήταν ικανοποιημένος με την ως τώρα συζήτηση. Είχε την ξεκάθαρη αίσθηση ότι ο Κίις δεν εξίσωνε τον Θεό με τον Γκρινσπάροου. «Κυκλωπιανοί;» ρώτησε δείχνοντας με ένα νεύμα το πρόσωπο του ιερέα.

Ο Κίις έσκυψε πάλι το κεφάλι.

»Πραιτωριανοί Φρουροί, κατά πάσα πιθανότητα», συνέχισε ο Λούθιεν. «Κατέβηκαν από τα βουνά, όπου τους κατατροπώσαμε. Πέρασαν από το χωριό, έκλεψαν και έσφαξαν τα άλογά σας, σας πήραν ό,τι είχε αξία για να μην τα βρούμε εμείς οι Εριαντοριανοί και διέταξαν τους κατοίκους του Πάιπερι, ίσως επίσης την κυκλωπιανή φρουρά του χωριού, να το υπερασπιστούν με κάθε θυσία μέχρι τον τελευταίο».

Ο Κίις τον κοίταξε. Τα ήρεμα χαρακτηριστικά του είχαν σκοτεινιάσει καθώς ατένιζε διαπεραστικά τον διορατικό νεαρό.

»Έτσι έγινε», κατέληξε ο Λούθιεν.

»Περιμένεις να το αρνηθώ;» ρώτησε ο Κίις. «Δεν ήταν η πρώτη μου επαφή με την απάνθρωπη συμπεριφορά των μονόφθαλμων».

«Είναι σύμμαχοί σας», είπε ο Λούθιεν με επικριτικό τόνο.

«Είναι ο στρατός του βασιλιά μου», τον διόρθωσε ο Κίις.

«Αυτό κάθε άλλο παρά τιμά τον βασιλιά σου», απάντησε αμέσως ο Λούθιεν. Έμειναν σιωπηλοί και οι δύο αφήνοντας να περάσει η στιγμή της έντασης. Ήξεραν ότι δεν θα κατάφερναν τίποτα με μια σύγκρουση, καθώς είχαν ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάτι θετικό μπορεί να έβγαινε από αυτή την απρόσμενη συνάντηση.

«Δεν ήταν μόνο οι Πραιτωριανοί Φρουροί από το Άιρον Κρος», παραδέχτηκε ο Κίις, «αλλά επίσης πολλοί από τη δική μας φρουρά. Ακόμη κι ο γέρο-Αλαμπέρκσις, που ζούσε στο Πάιπερι από…»

«Γερο-Αλαμπέρκσις;» τον έκοψε ο Λούθιεν. Οι ηλικιωμένοι Κυκλωπιανοί ήταν κάτι σπάνιο.

«Ο πιο γέρος μονόφθαλμος που έχω δει ποτέ» είπε ο Κίις και ο Λούθιεν κατάλαβε από τον κοφτό του τόνο ότι ο Αλαμπέρκσις είχε κάποια σχέση με τον ξυλοδαρμό του ιερέα.

«Γέρος και ρυτιδωμένος», πρόσθεσε ο Λούθιεν. «Και το έσκασε για τον νότο με μια μικρή ομάδα Πραιτωριανών.

Η έκφραση του Κίις του έδειξε ότι είχε πέσει διάνα.

»Δυστυχώς για τον Αλαμπέρκσις», συνέχισε ανέκφραστος ο Λούθιεν, «δεν τρέχει πιο γρήγορα από το άλογό μου».

«Είναι νεκρός;»

Ο Λούθιεν κατένευσε.

«Και τα χρήματα που είχε μαζί του;» ρώτησε αγανακτισμένος ο Κίις. «Ήταν το κοινό ταμείο του χωριού για τα σιτηρά, χρήματα που τα έβγαλε ο κόσμος με τον ιδρώτα του και τα χρειάζεται…»

Ο Λούθιεν σήκωσε το χέρι του. «Όλα τα χρήματα θα σας επιστραφούν οπωσδήποτε», υποσχέθηκε. «Μετά».

«Μετά τη λεηλασία του Πάιπερι!» φώναξε ο Κίις.

«Δεν είναι απαραίτητο να συμβεί αυτό», είπε ήρεμα ο Λούθιεν, σταματώντας το ξέσπασμα του ιερέα πριν ακόμη αρχίσει.

Ακολούθησε άλλη μια σιωπή καθώς ο Κίις περίμενε μια εξήγηση για αυτή την αινιγματική δήλωση, ενώ ο Λούθιεν αναρωτιόταν πώς πρέπει να θέσει το θέμα. Πίστευε ότι ο Κίις είχε μεγάλη επιρροή στο χωριό. Ο ναός ήταν σε καλή κατάσταση και, όπως φαίνεται, οι χωρικοί του είχαν εμπιστευτεί το κοινό τους ταμείο.

«Δεν ήλθαμε να σας κατακτήσουμε», είπε ο Λούθιεν.

«Εισβάλατε στα σύνορά μας!»

«Αμυνόμενοι», του εξήγησε ο Λούθιεν. «Οι βασιλιάδες μας είχαν υπογράψει συνθήκη ειρήνης, αλλά ο πόλεμος του Άβον κατά του Εριαντόρ δεν πήρε τέλος. Καταστράφηκαν πολλά χωριά μας πέρα από το Άιρον Κρος».

«Κυκλωπιανοί επιδρομείς», είπε ο Κίις.

«Που δούλευαν για τον Γκρινσπάροου», απάντησε ο Λούθιεν.

«Δεν το ξέρεις αυτό».

«Δεν είδες τους Πραιτωριανούς Φρουρούς που κατέβηκαν από τα βουνά;» απάντησε ο Λούθιεν. «Είχαν πάει στο Άιρον Κρος για να εμποδίσουν την προέλασή μας ή ήταν εκεί από την αρχή με σκοπό να σπρώξουν το Εριαντόρ στον πόλεμο».

Ο Κίις δεν απάντησε, γιατί ειλικρινά δεν ήξερε ποια είναι η αλήθεια. Πάντως, δεν είχε ακούσει για Πραιτωριανούς να πηγαίνουν βόρεια πριν αρχίσει ο πόλεμος.

«Ο Γκρινσπάροου προκάλεσε την προέλασή μας προς νότο», συνέχισε ο Λούθιεν. «Μας επέβαλε αυτό τον πόλεμο, ενώ το μόνο που θέλαμε ήταν η ελευθερία μας».

Ο Κίις σήκωσε ψηλά το κεφάλι. Η έκφρασή του έδειχνε ότι πιστεύει τον Λούθιεν ή τουλάχιστον ότι δεν θεωρεί τους ισχυρισμούς του κατάφωρα ψέματα, αλλά η στάση του ήταν και πάλι προκλητική. «Είμαι πιστός στο Άβον», είπε.

«Αλλά ο Γκρινσπάροου δεν είναι», απάντησε ο Λούθιεν χωρίς δισταγμό. «Ούτε είναι πιστός στον κοινό Θεό μας. Συμμαχεί με δαίμονες, και μπορώ να το βεβαιώσω αυτό από πρώτο χέρι γιατί έχω πολεμήσει με αυτά τα πλάσματα της Κόλασης, έχω νιώσει την μοχθηρή αύρα τους κι έχω δει τέτοια όντα να καταλαμβάνουν τα σώματα δύο δουκών του Γκρινσπάροου!»

Ο Κίις χαμήλωσε το βλέμμα. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο ιερέας είχε ακούσει τις διαδόσεις για τους διαβολικούς συμμάχους του Γκρινσπάροου και των βοηθών του, έτσι δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς του.

«Πώς μπορώ να ξέρω ότι δεν είστε φονικοί εισβολείς;» ρώτησε ο Κίις.

Ο Λούθιεν τράβηξε το σπαθί του και κοίταξε από τη γυαλιστερή του λάμα στον χλομό ιερέα. «Γιατί δεν είσαι ήδη νεκρός;» ρώτησε. Μετά έβαλε αμέσως το σπαθί στη θήκη, μην θέλοντας να προκαλέσει άλλο φόβο στον ταλαιπωρημένο ιερέα. «Το Πάιπερι θα καθορίσει μόνο του τη μοίρα του», είπε. Κοιτάζοντας από το ανατολικό παράθυρο είδε ότι είχε αρχίσει να φωτίζει. «Δεν απαιτούμε να γίνετε σύμμαχοί μας, ούτε να ορκιστείτε πίστη στον βασιλιά μας, ακόμα σου δίνω τον λόγο μου ότι το Πάιπερι δεν θα καταστραφεί και ότι τα χρήματά σας θα επιστραφούν. Αλλά, αν μας εναντιωθείτε, θα σας σκοτώσουμε, μην έχετε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Το Εριαντόρ ήρθε για να πολεμήσει και θα πολεμήσει ενάντια σε όποιον είναι πιστός στον απάνθρωπο βασιλιά Γκρινσπάροου!»

Με αυτά τα λόγια ο Λούθιεν υποκλίθηκε και γύρισε να φύγει.

«Τι μπορώ να κάνω;» φώναξε ο Κίις ενώ ο Λούθιεν, σταματώντας, στράφηκε να τον κοιτάξει.

»Πώς θα εμποδίσω τον κόσμο να υπερασπιστεί τα σπίτια του;» συνέχισε ο ιερέας.

«Δεν μπορούν να τα υπερασπιστούν», απάντησε σκυθρωπός ο Λούθιεν και γύρισε ξανά.

«Δεν υπάρχει χρόνος!» είπε πάλι ο Κίις. «Κοντεύουν χαράματα!»

Ο Λούθιεν σταμάτησε στην πόρτα που έβγαζε στο πλαϊνό δωμάτιο. «Μπορώ να τους καθυστερήσω», είπε, μολονότι δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. «Μπορώ να σου εξασφαλίσω χρόνο μέχρι το μεσημέρι. Σου υπόσχομαι ότι ο ναός θα αποτελέσει άσυλο για όλους εκτός από τους μονόφθαλμους».

«Πήγαινε στον στρατό σου, τότε», είπε ο Κίις, με έναν τόνο που έδειχνε ότι τουλάχιστον θα προσπαθούσε.

Όταν ο Λούθιεν βγήκε από τον ναό, βρήκε πολύ περισσότερους Κυκλωπιανούς στους δρόμους απ’ ό,τι πριν, πράγμα που τον ανάγκασε να αλλάξει αρκετές φορές πορεία. Έφτασε στο τείχος πριν τα χαράματα όμως και, καθώς τώρα υπήρχε κάπως περισσότερο φως, είδε πόσο απελπιστική ήταν η θέση του Πάιπερι. Το τείχος ήταν σε κακή κατάσταση, σε πολλά σημεία δεν ήταν τίποτε παραπάνω από πέτρες βαλμένες η μία πάνω στην άλλη. Ακόμη και στα πιο γερά του σημεία δεν ήταν ψηλότερο από δυόμισι μέτρα, ενώ το πάχος του δεν ήταν αρκετό για να σταματήσει την επίθεση των νάνων του Μπέλικ.

«Είθε να τα καταφέρεις, Σόλομον Κίις!» προσευχήθηκε ο Λούθιεν. Αφού βγήκε από το Πάιπερι, διέσχισε τρέχοντας τα χωράφια. Η σφαγή που θα ακολουθούσε ήταν απαράδεκτη για τον συμπονετικό Λούθιεν.

Μια ηρεμία είχε απλωθεί στα χωράφια ανάμεσα στο εριαντοριανό στρατόπεδο και το Πάιπερι. Και οι δύο πλευρές περίμεναν την επίθεση που ήξεραν ότι θα γινόταν τούτη τη μέρα.

Και τι υπέροχη μέρα που ήταν! Πολύ όμορφη για μάχη, σκεφτόταν ο Λούθιεν. Ο ήλιος βγήκε ολόλαμπρος, ο άνεμος φυσούσε δροσερός και ολοκάθαρος, ενώ παντού άκουγες κελαηδήματα πουλιών.

Ο Ριβερντάνσερ, έχοντας επίσης πολύ καλή διάθεση, άρχισε να ξεφυσά και να χτυπά τα πόδια του όταν είδε να πλησιάζει ο Λούθιεν με τη σέλα. Μόλις τον καβαλίκεψε, το λευκό άλογο πετάχτηκε μπροστά έτοιμο να αρχίσει να καλπάζει.

Ο Λούθιεν ένιωθε ναυτία. Πάντα αισθανόταν άγχος πριν τη μάχη, αλλά αυτήν τη φορά ήταν διαφορετικό. Σε όλες τις προηγούμενες μάχες πολεμούσε με τη γνώση ότι υπερασπίζεται έναν δίκαιο σκοπό πιστεύοντας ότι, για την ελευθερία του Εριαντόρ, η εισβολή στο Άβον ήταν απαραίτητη και δικαιολογημένη. Αυτό όμως δεν τον παρηγορούσε τώρα, που φανταζόταν το Πάιπερι λεηλατημένο και ανθρώπους σαν τον Σόλομον Κίις να κείτονται μέσα στο ίδιο τους το αίμα.

Είχε συνειδητοποιήσει ότι άλλο πράγμα είναι να σκοτώνεις Κυκλωπιανούς και τελείως άλλο να σκοτώνεις ανθρώπους.

Πέρασε με τον Ριβερντάνσερ μπροστά από τον στρατό πλησιάζοντας τον Μπέλικ και τον Σάγκλιν, που επιθεωρούσαν τις τάξεις των νάνων.

«Ευτυχώς που γύρισες», είπε ο Μπέλικ. «Δεν θα ήθελα να είσαι ανάμεσα σε αυτά τα αβονιανά και κυκλωπιανά σκυλιά όταν θα τους συντρίψουμε!»

«Πρέπει να περιμένουμε», είπε απερίφραστα ο Λούθιεν.

Ο Μπέλικ γύρισε και τον κοίταξε τόσο απότομα ώστε η μακριά πορτοκαλιά γενειάδα βγήκε από την πλατιά του ζώνη.

»Μέχρι το μεσημέρι», εξήγησε ο Λούθιεν.

«Δεν έχουμε πολύ χρόνο!» φώναξε ο Μπέλικ. «Θα μας δουν τώρα, θα καταλάβουν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία μας και θα αλλάξουν την αμυντική διάταξη των δυναμεών τους…»

«Το Πάιπερι δεν μπορεί να κάνει τίποτα», τον διαβεβαίωσε ο Λούθιεν. Είδε την Σιόμπαν και μερικούς Κάτερς να πλησιάζουν μαζί με μια ομάδα διοικητών του εριαντοριανού στρατού.

»Δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τον στρατό μας», πρόσθεσε ο Λούθιεν, μιλώντας δυνατά για να τον ακούσουν οι νεοφερμένοι.

«Πολύ καλό νέο», απάντησε ο Μπέλικ. «Πάμε λοιπόν, να τελειώνουμε γρήγορα και να συνεχίσουμε την προέλασή μας ως την επόμενη κωμόπολη».

Καθώς ο Λούθιεν απάντησε με ένα αποφασιστικό αρνητικό νεύμα, ο Μπέλικ τον κοίταξε άγρια.

Ο Λούθιεν σηκώθηκε πιο ψηλά πάνω στη σέλα κοιτάζοντας γύρω του, γιατί τώρα απευθυνόταν σε όλους όσους τον άκουγαν. «Το Πάιπερι θα προβάλει πολύ μικρή αντίσταση», είπε. «Κι ακόμη πιο μικρή, αν περιμένουμε μέχρι το μεσημέρι».

Ακούστηκε μια χορωδία από διαμαρτυρίες.

«Σκεφτείτε με προσοχή την πορεία μας», συνέχισε απτόητος ο Λούθιεν. «Θα περάσουμε από δέκα τέτοιες κωμοπόλεις πριν ακόμη δούμε τα τείχη του Γουόρτσεστερ, ενώ το Καρλάιλ θα είναι ακόμη πολύ μακριά. Υπάρχουν κάποιες τάσεις υποστήριξης του αγώνα μας, τις είδα με τα ίδια μου τα μάτια».

«Μίλησες με κατοίκους του Πάιπερι;» ρώτησε ο Μπέλικ. Δεν φαινόταν καθόλου ικανοποιημένος.

«Μόνο με έναν κάτοικό του», απάντησε ο Λούθιεν. «Με τον ιερέα, που φοβάται για την τύχη της πόλης του».

«Και καλά κάνει!» φώναξε κάποιος προκαλώντας φωνές κι επευφημίες.

«Πόση ώρα θέλεις να περιμένουμε;» ρώτησε απλά η Σιόμπαν ηρεμώντας το πλήθος.

«Να τους δώσουμε το πρωί», είπε ικετευτικά ο Λούθιεν απευθυνόμενος στον Μπέλικ. «Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να ενισχύσουν την πενιχρή τους άμυνα, ενώ τους έχουμε ήδη περικυκλώσει έτσι ώστε δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς».

«Φοβάμαι την καθυστέρηση», απάντησε ο Μπέλικ, αλλά ο τόνος του δεν ήταν τόσο κατηγορηματικός τώρα. Ο νάνος βασιλιάς δεν ήταν ανόητος. Ήξερε την επιρροή που είχε ο Λούθιεν Μπέντγουιρ πάνω στους Εριαντοριανούς, τους Κάτερς, ακόμη και σε αρκετούς από τους δικούς του νάνους, οι οποίοι θυμούνταν πολύ καλά ότι αυτός ηγήθηκε της επιδρομής που ελευθέρωσε τόσους δικούς τους από τη φρίκη των ορυχείων του Μόντφορτ. Ο Μπέλικ δεν ήταν σίγουρος αν συμφωνεί με το σκεπτικό του Λούθιεν, ήξερε όμως ότι θα ήταν επικίνδυνο να διαφωνήσει ανοιχτά μαζί του.

«Θα χάσουμε έξι ώρες το πολύ», παραδέχτηκε ο Λούθιεν. «Αλλά ένα μεγάλο μέρος από αυτό τον χρόνο θα τον ξανακερδίσουμε στη μάχη, εκτός αν πέσω τελείως έξω. Ακόμη κι αν δεν ξανακερδίσουμε αυτές τις ώρες, θα ζητήσω από τους άνδρες μου να προελάσουν πιο γρήγορα δίπλα μου στον δρόμο για την επόμενη πόλη». Ο Λούθιεν σηκώθηκε πάλι στη σέλα για να απευθυνθεί στο πλήθος. «Αυτό σας ζητώ», φώνάξε. «Θα μου κάνετε αυτήν τη χάρη;»

Η απάντηση ήταν ομόφωνη, έτσι ώστε ο Μπέλικ κατάλαβε ότι θα ήταν ανοησία να προσπαθήσει να εναντιωθεί στον νεαρό Μπέντγουιρ. Δεν του άρεσε καθόλου η προοπτική να κρατήσει άπραγους τους νάνους, που ανυπομονούσαν να ριχτούν στη μάχη, ούτε του άρεσε επίσης να πάει χαμένο ένα τόσο ωραίο πρωινό. Αλλά ακόμη πιο πολύ δεν του άρεσε το ενδεχόμενο μιας ανοιχτής διαφωνίας με τον Λούθιεν, πιθανό σχίσμα σε έναν στρατό που δεν είχε περιθώρια για διασπάσεις.

Έκανε ένα καταφατικό νεύμα στον Λούθιεν τότε, αλλά το ύφος του έδειχνε καθαρά ότι του κάνει μεγάλη χάρη.

Ο Λούθιεν απάντησε κι αυτός με ένα νεύμα γεμάτο ευγνωμοσύνη, δείχνοντας ότι θα του την ξεπληρώσει.

«Άλλωστε», πρόσθεσε ο Λούθιεν κλείνοντας το μάτι στον Μπέλικ και την Σιόμπαν καθώς οι άλλοι γύρω τους απομακρύνονταν, «τώρα ξέρω ποιο είναι το πιο αδύνατο σημείο στο τείχος του Πάιπερι».


Με το ελπιδοφόρο νέο να έχει διαδοθεί πια σε όλο το Πάιπερι, ο Σόλομον Κίις έτρεξε στο τείχος και κοίταξε τον εριαντοριανό στρατό.

Ένας στρατιώτης δίπλα του γύρισε για να τον κοιτάξει χαρούμενος. «Περιμένουν!» φώναξε, σχεδόν μέσα στο αφτί του ιερέα.

Ο Κίις χαμογέλασε νιώθοντας πραγματική ευγνωμοσύνη, η χαρά του όμως μετριαζόταν από το γεγονός ότι είχε να κάνει τόσα πολλά μέσα σε αυτές τις λίγες ώρες. Κοίταξε στον ουρανό σαν να παρακαλούσε τον ήλιο να μείνει κι αυτός ακίνητος για λίγο.


Ο Μπέλικ, ο Λούθιεν, η Σιόμπαν και όλοι οι άλλοι διοικητές του στρατού δεν έμειναν άπραγοι εκείνο το πρωί. Με τις πληροφορίες του Λούθιεν για τις οχυρώσεις και για τον συναισθηματικό αναβρασμό μέσα στο Πάιπερι, κατέστρωσαν γρήγορα ένα νέο σχέδιο μάχης, το ανέλυσαν, το τελειοποίησαν και επανέλαβαν κάθε τμήμα του ξανά και ξανά μέχρι που το απομνημόνευσαν εκείνοι που θα το εκτελούσαν.

Ξαναγύρισαν στο πεδίο της μάχης πριν το μεσημέρι, δέκα χιλιάδες συνολικά, με τις λόγχες και τα σπαθιά να αστράφτουν στο φως, με τις γυαλισμένες ασπίδες να αντανακλούν τον ήλιο σαν αστραφτεροί καθρέφτες.

Αυτήν τη φορά το ιππικό ήταν όλο συγκεντρωμένο, πάνω από εκατό καβαλάρηδες σε σχηματισμό, βόρεια της κωμόπολης. Στο κέντρο της γραμμής βρισκόταν ο Λούθιεν πάνω στον Ριβερντάνσερ, μαζί με την Σιόμπαν. Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς τα ανατολικά, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς Μπέλικ νταν Μπούρσο με την υπέροχη πανοπλία του.

Ένας καβαλάρης πλησίασε καλπάζοντας τη βόρεια πύλη του Πάιπερι.

«Θα παραδοθείτε ή θα πολεμήσετε;» ρώτησε απλά τους Κυκλωπιανούς που τον κοίταζαν γρυλλίζοντας.

Όπως ήταν φυσικό μια λόγχη εκτοξεύτηκε εναντίον του και, όπως ήταν επίσης φυσικό, ούτε καν πλησίασε τον στόχο της. Ο βασιλιάς Μπέλικ πήρε την απάντησή του.

Όταν ο καβαλάρης γύρισε στη θέση του, όλα τα μάτια πήγαν πάλι στον νάνο βασιλιά. Ο Μπέλικ, αφού σήκωσε το κοντό, πλατύ σπαθί του ψηλά στον αέρα, μετά από μια στιγμιαία παύση το κατέβασε με δύναμη.

Ο αχός της επίθεσης ξέσπασε από παντού. Ο Λούθιεν και οι άλλοι ιππείς άρχισαν να καλπάζουν σε μια βροντερή επέλαση.

Δεν τους ακολούθησε όλος ο στρατός όμως. Μόνο οι νάνοι που ήταν ακριβώς πίσω από το ιππικό άρχισαν να τρέχουν μπροστά, ενώ η επίθεση άρχισε να εξαπλώνεται προς τα ανατολικά σαν κύμα.

Ο Λούθιεν έφερε το ιππικό σε ελάχιστη απόσταση από το τείχος του Πάιπερι και μετά έστριψε αριστερά, ανατολικά, φαινομενικά καθυστερώντας την επίθεση. Μέσα από τα σύννεφα σκόνης που άφηνε πίσω του το ιππικό, ξεπρόβαλαν ξαφνικά οι νάνοι τρέχοντας προς το Πάιπερι και έτσι συνεχίστηκε ο ελιγμός καθώς το ιππικό του Λούθιεν έκανε τον κύκλο του τείχους, με κάθε διασκελισμό των αλόγων τους να ανοίγει τον δρόμο για άλλον ένα αποφασισμένο στρατιώτη. Ο Λούθιεν είχε ονομάσει αυτό τον ελιγμό “άνοιγμα των θαλάσσιων πυλών”, γιατί αυτήν ακριβώς την εικόνα έδινε, καθώς οι καβαλάρηδες δημιουργούσαν ένα σύννεφο σκόνης που έκρυβε τον υπόλοιπο στρατό και οι πεζοί ορμούσαν πίσω τους σαν παλιρροιακό κύμα.

Όταν οι αμυνόμενοι κατάλαβαν τον ελιγμό, ο εριαντοριανός στρατός τον αντέστρεψε με το πεζικό στα δυτικά να εξαπολύει συγχρονισμένα τη δική του επίθεση. Αυτήν τη φορά το ιππικό του Λούθιεν απομακρύνθηκε από το νοτιοανατολικό τμήμα του χωριού ανταλλάσσοντας βολές με τους υπερασπιστές του Πάιπερι, βέλη ξωτικών ενάντια σε κυκλωπιανές λόγχες. Κανένας καβαλάρης δεν χτυπήθηκε, απόδειξη ότι οι Κυκλωπιανοί δεν μπορούν με κανένα τρόπο να κρίνουν την απόσταση, ενώ ο Λούθιεν ευχόταν να μην υπάρχουν άνθρωποι στα τείχη.

Γρήγορα είδε το σημείο του τείχους που αναζητούσε, έναν σωρό από πέτρες πλατύ αλλά χαμηλό. Ο Λούθιεν, αφού πρώτα έστριψε τον Ριβερντάνσερ μακριά από το χωριό, μετά γύρισε ξαφνικά και όρμησε ίσια προς τον στόχο, με την Σιόμπαν δίπλα του και τα ξωτικά από πίσω να επιβραδύνουν την πορεία τους και να απλώνουν την παράταξή τους.

Ο Λούθιεν είδε τους Κυκλωπιανούς λογχοφόρους να παρατάσσονται πίσω από το χαμηλό σημείο του τείχους έτοιμοι να το υπερασπιστούν. Περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή και μετά έστριψε ξαφνικά τον Ριβερντάνσερ αριστερά, ενώ η Σιόμπαν έκανε το ίδιο προς τα δεξιά.

Με αυτό τον τρόπο άφηναν ελεύθερο το πεδίο στα βέλη των ξωτικών, δεκάδες βέλη που εκτοξεύτηκαν αστραπιαία. Τα περισσότερα χτύπησαν στις πέτρες, αλλά αρκετά βρήκαν τον στόχο τους. Καθώς οι αμυνόμενοι χάθηκαν από το άνοιγμα, νεκροί, τραυματισμένοι ή απλώς πανικόβλητοι, ο Λούθιεν με την Σιόμπαν φώναξαν στους δικούς τους και όρμησαν για άλλη μια φορά καλπάζοντας.

Ο Λούθιεν έσφιξε τα πόδια γύρω από τον Ριβερντάνσερ πατώντας γερά στους αναβολείς. Έσκυψε χαμηλά οδηγώντας τον ίσια για το κέντρο του ανοίγματος. Το δυνατό άλογο πήδησε ψηλά περνώντας εύκολα πάνω από το εμπόδιο του ενάμισι μέτρου και προσγειώθηκε μέσα στο Πάιπερι.

Η Σιόμπαν μπήκε δίπλα του και έστριψαν μαζί καλπάζοντας στον δρόμο της μικρής πόλης. Ο Λούθιεν, βλέποντας δυο Κυκλωπιανούς που είχαν τραπεί σε φυγή, όρμησε πάνω τους. Ο Ριβερντάνσερ ποδοπάτησε τον έναν ενώ ο Τυφλωτής άφηνε νεκρό τον άλλο. Ο Λούθιεν γύρισε χαμογελώντας στη Σιόμπαν για να της φωνάξει το καινούριο του άθροισμα, σταμάτησε όμως όταν την είδε να εξοντώνει κι αυτή χωρίς να καθυστερήσει ούτε μια στιγμή, άλλους δύο μονόφθαλμους.

Οι Κυκλωπιανοί είχαν ζαρώσει τρομοκρατημένοι στη βάση του χαμηλού τείχους καθώς οι καβαλάρηδες ορμούσαν μέσα στο Πάιπερι, είκοσι, πενήντα, ενενήντα. Κανείς τους δεν σταμάτησε στο τείχος, οπότε επιτέλους οι μονόφθαλμοι σηκώθηκαν πιστεύοντας ότι σώθηκαν, σκοπεύοντας να βγουν από το τείχος για να το σκάσουν.

Αλλά πριν προλάβουν να ανεβούν στις επάλξεις, το τείχος του Πάιπερι φάνηκε να ψηλώνει ξαφνικά καθώς εμφανίστηκαν στην κορυφή του οι στρατιώτες του Εριαντόρ.

Στους δρόμους της πόλης επικρατούσε χάος, με τους καβαλάρηδες να τρέχουν παντού και τους Κυκλωπιανούς να προσπαθούν να σχηματίσουν αμυντικές ομάδες, πράγμα καθόλου εύκολο, γιατί μέχρι να ολοκληρώσουν τον σχηματισμό, οι μισοί ήταν κιόλας νεκροί. Υπήρχαν όμως κάποιοι θύλακες αντίστασης, ιδιαίτερα στα βόρεια, όπου έσπευσαν για να βοηθήσουν ο Λούθιεν, η Σιόμπαν κι άλλοι εξήντα καβαλάρηδες.

Παγιδευμένοι ανάμεσα σε τέτοιες δυνάμεις, οι Κυκλωπιανοί εγκατέλειψαν γρήγορα κάθε οργανωμένη προσπάθεια. Προσπαθούσαν απλώς να σώσει ο καθένας τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να εξοντωθούν ένας-ένας.

Τελικά ο ίδιος ο Λούθιεν άνοιξε διάπλατα τη βόρεια πύλη στον βασιλιά Μπέλικ νταν Μπούρσο, που περίμενε απ’ έξω για να μπει στο Πάιπερι. Ο Λούθιεν, καβαλικεύοντας πάλι τον Ριβερντάνσερ, άπλωσε το χέρι και βοήθησε τον νάνο να πηδήσει κι αυτός πίσω του. Οι αψιμαχίες αραίωναν γοργά, τώρα πια περισσότερο κυνηγούσαν μεμονωμένους μονόφθαλμους παρά πολεμούσαν ενάντια σε οργανωμένη αντίσταση, έτσι ο Λούθιεν και ο Μπέλικ μπήκαν στην πόλη για να δουν την κατάσταση.

«Τίποτα το σπουδαίο η άμυνά τους», είπε ο νάνος βασιλιάς βλέποντας πόσο λεπτή ήταν η γραμμή των υπερασπιστών. Πτώματα Κυκλωπιανών —σχεδόν αποκλειστικά Κυκλωπιανών, πρόσεξε με ικανοποίηση ο Λούθιεν— ήταν σκορπισμένα σε μια μακριά γραμμή κατά μήκος των τειχών, αλλά στα περισσότερα σημεία είχαν βάθος μόνο ενός ή δύο ατόμων.

«Πού έχουν πάει όλοι;» ρώτησε ο Μπέλικ. «Μήπως ξέφυγαν, τελικά, περισσότεροι απ’ όσους νομίζαμε;»

Ο Λούθιεν δεν πίστευε ότι έγινε κάτι τέτοιο, άλλωστε μπορούσε να μαντέψει πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι υπερασπιστές του Πάιπερι. Αφού κάλεσε το ιππικό να μπει σε σχηματισμό πίσω του, ξεκίνησαν νότια στον κεντρικό δρόμο προς τη διασταύρωση που οδηγούσε στον ναό της κωμόπολης.

Όταν έφτασαν εκεί και ησύχασαν οι στρατιώτες, άκουσαν ύμνους μέσα από το τέμενος.

Ο Μπέλικ, κατεβαίνοντας από τον Ριβερντάνσερ, τοποθέτησε τους νάνους του και τους Εριαντοριανούς πεζικάριους σε κατάλληλες θέσεις, ενώ σε άλλους ανέθεσε να φρουρούν τις ομάδες των αιχμαλώτων που είχαν μεταφέρει στην ίδια περιοχή. Ο Λούθιεν στο μεταξύ έκανε τον γύρο του ναού ηρεμώντας παντού τους πολεμοχαρείς συντρόφους του. Ο Μπέλικ τον περίμενε όταν ξαναγύρισε στη διασταύρωση του δρόμου και δεν απόρησε όταν ο Λούθιεν του εξήγησε το σχέδιό του.

«Μέχρι τώρα οι εικασίες σου ήταν σωστές», είπε, δείχνοντας ότι δεν έχει σκοπό να εναντιωθεί στον νεαρό Μπέντγουιρ.

Ο Λούθιεν, κατεβαίνοντας από τον Ριβερντάνσερ, έδωσε τα γκέμια σε έναν στρατιώτη. Αφού ξεσκονίστηκε, πήγε κατευθείαν στην κεντρική πόρτα του ναού φωνάζοντας ταυτόχρονα διαταγές.

Χωρίς δισταγμό και χωρίς να κάνει τον κόπο να χτυπήσει, μπήκε στον ναό. Αρκετές εκατοντάδες κεφάλια γύρισαν για να τον κοιτάξουν με εκφράσεις γεμάτες από ανάμεικτα συναισθήματα, που του ήταν αδύνατο να ξεδιαλύνει. Έψαξε με το βλέμμα του στον κόσμο μέχρι που είδε τον Σόλομον Κίις δίπλα στον κεντρικό βωμό.

«Τέλειωσαν όλα», δήλωσε ο Λούθιεν. «Το Πάιπερι είναι ελεύθερο».

Μια γυναίκα πετάχτηκε από έναν πάγκο και πήγε να ορμήσει πάνω του, αλλά την έπιασαν οι γύρω της πριν προλάβει να κάνει δυο βήματα και την τράβηξαν πάλι πίσω.

«Πολλοί είχαν συγγενείς στα τείχη», εξήγησε ήρεμα ο Κίις.

Ο Λούθιεν κοίταξε πάνω από τον ώμο του κάνοντας ένα νεύμα. Μια μακριά γραμμή από αιχμάλωτους ανθρώπους μπήκε στο τέμενος, όπου γρήγορα διαλύθηκε καθώς έτρεξε ο καθένας στην οικογένεια του, στους δικούς και τους φίλους του.

«Μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι», είπε ο Λούθιεν. «Δεν τους έχουμε βρει ακόμη όλους».

«Ποια ποινή…» άρχισε να ρωτάει ο Κίις.

«Δεν υπάρχει ποινή», τον έκοψε ο Λούθιεν. «Πίστευαν ότι υπερασπίζονται τα σπίτια τους και τους συγγενείς τους». Σώπασε, περιμένοντας να σταματήσουν τα έκπληκτα μουρμουρητά. «Δεν είμαστε εχθροί σας», δήλωσε. «Σας το είπα ήδη αυτό».

Όλοι γύρισαν σαν ένας άνθρωπος και κοίταξαν τον Κίις, που έγνεψε καταφατικά.

«Το Πάιπερι είναι ελεύθερο», συνέχισε ο Λούθιεν. «Έξω από τον πόλεμο. Οι πύλες σας θα είναι ανοιχτές βόρεια και νότια, ενώ δεν θα εμποδίζετε το πέρασμά μας, ούτε τα εφόδια που θα έρχονται από το Εριαντόρ. Ούτε θα εμποδίζετε τα πλοία μας, που ενδεχομένως θα περάσουν από το ποτάμι».

Τα μουρμουρητά άρχισαν πάλι, αλλά σταμάτησαν γρήγορα από τη βροντερή φωνή του Λούθιεν. «Όμως δεν σας ζητάμε τίποτα», τους εξήγησε. «Ό,τι μας δώσετε, θα μας το δώσετε με τη θέλησή σας».

«Κλέφτες!» φώναξε ένας άνδρας. Πετάχτηκε όρθιος και βγήκε στον κεντρικό διάδρομο. «Κλέφτες και δολοφόνοι!» φώναξε πάλι, αρχίζοντας να περπατά αργά προς τον Λούθιεν.

Σταμάτησε όμως όταν μπήκε στον ναό ο Μπέλικ νταν Μπούρσο και στάθηκε δίπλα στον Λούθιεν. «Δεν είμαστε εχθροί σας», δήλωσε ο νάνος βασιλιάς. Τα αίματα και η σκόνη πάνω του δεν μείωναν τη λαμπρότητα της πανοπλίας του και της πύρινης γενειάδας του. Όμως το βλέμμα του ήταν αυστηρό, παρά την καλή του διάθεση απέναντι στους κατοίκους του Πάιπερι.

Γύρισε και κοίταξε γύρω του μέσα στον ναό. «Δεν είμαστε εχθροί σας, εκτός αν μας κάνετε εχθρούς σας», δήλωσε. «Και τότε να ξέρετε ότι θα ισοπεδώσουμε το Πάιπερι, θα το λεηλατήσουμε και θα το κάψουμε!»

Κανείς δεν τόλμησε να αντιπαρατεθεί στον επιβλητικό νάνο.

Ο Μπέλικ τράβηξε δυο μεγάλα σακούλια που κρέμονταν από ένα κορδόνι στην πλάτη του. «Το κοινό ταμείο σας», είπε και τα πέταξε κάτω, μπροστά στα πόδια του πτοημένου πλέον αμφισβητία. «Τα πήραμε από τους Κυκλωπιανούς που το έσκασαν από το Πάιπερι. Τα πήραμε από τους Κυκλωπιανούς του βασιλιά σας, που άφησαν το Πάιπερι στη μοίρα του. Αποφασίστε τώρα ποιοι είναι εχθροί σας και ποιοι φίλοι σας».

«Ή μην αποφασίζετε τίποτα» πρόσθεσε ο Λούθιεν. «Παραμείνετε ουδέτεροι. Δεν σας ζητάμε τίποτα, πέρα από το να μην ζανασηκώσετε τα σπαθιά σας εναντίον μας».

Κοίταζε τον Μπέλικ. «Τώρα θα φροντίσουμε τους τραυματίες μας», δήλωσε ο νάνος βασιλιάς, «και θα μαζέψουμε τους νεκρούς μας από το πεδίο της μάχης για να μη βρίσκονται δίπλα στους Κυκλωπιανούς. Μετά θα φύγουμε». Ο Μπέλικ και ο Λούθιεν γύρισαν να φύγουν, αλλά τους σταμάτησε ο Σόλομον Κίις.

«Μπορείτε να φέρετε τους τραυματίες σας εδώ», είπε ο ιερέας. «Θα ετοιμάσω τους νεκρούς σας για ταφή, όπως ετοιμάζω τους νεκρούς κατοίκους του Πάιπερι».

Ο Λούθιεν τον κοίταζε κάπως έκπληκτος.

«Ο Θεός μου και ο Θεός σας», τον ρώτησε ο Κίις, «δεν είναι ο ίδιος;»

Ο Λούθιεν κατένευσε με ένα αμυδρό χαμόγελο και βγήκε από το τέμενος.

Загрузка...