14 Η πριγκίπισσα και το στέμμα της

Η Ντιάνα Μάνινγκτον, καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη βούρτσιζε τα μεταξένια μαλλιά της, με τα γαλάζια μάτια της να κοιτάζουν αφηρημένα πέρα από τον χώρο και τον χρόνο. Το στέμμα ήταν στο τραπεζάκι μπροστά της, η σύνδεση με το παρελθόν της, με τα παιδικά της χρόνια και την εποχή που ήταν πριγκίπισσα. Δίπλα στο στέμμα υπήρχε ένα σακουλάκι με μαγική σκόνη. Όταν ήθελε να καλέσει τον δαίμονά της, τον Τακναποτίν, έριχνε μια ποσότητα σε ένα μαγκάλι για να δυναμώσει τις φλόγες και να ανοίξει τις πύλες της Κόλασης.

Ήταν παιδί ακόμη όταν το σακουλάκι έγινε πιο σημαντικό γι’ αυτήν από το στέμμα, όταν η σχέση της με τον Γκρινσπάροου έγινε πιο στενή από τη σχέση της με τον ίδιο τον πατέρα της, τον βασιλιά του Άβον. Τον Γκρινσπάροου, που της έδωσε τις μαγικές της δυνάμεις. Τον Γκρινσπάροου, που της έδωσε τον Τακναποτίν. Τον Γκρινσπάροου, που πήρε τον θρόνο του πατέρα της σώζοντας το βασίλειο μετά το προδοτικό πραξικόπημα που έκανε μια ομάδα αριστοκρατών.

Αυτή την ιστορία είχαν πει στην Ντιάνα Γουέλγουορθ εκείνοι που ήταν πιστοί στον νέο βασιλιά, και αυτή την ιστορία της επανέλαβε ο ίδιος ο Γκρινσπάροου στην πρώτη συνάντησή τους μετά το πραξικόπημα. Της είπε επίσης πόσο τον έθλιβε το γεγονός ότι, τώρα που είχε ανεβεί αυτός στον θρόνο, η Ντιάνα δεν θα ανήκε πια στην βασιλική γραμμή διαδοχής. Ουσιαστικά όμως αυτό δεν είχε σημασία γιατί ο Γκρινσπάροου ήταν μάγος της αρχαίας αδελφότητας, που σημαίνει ότι ζούσε πολύ περισσότερο από τους κοινούς θνητούς. Θα ζούσε σίγουρα περισσότερο από την Ντιάνα, από όλα τα παιδιά της και τα παιδιά των παιδιών της. Αλλά ο νέος βασιλιάς συμπονούσε την ορφανή πριγκίπισσα, γι’ αυτό της παραχωρούσε το Μάνινγκτον, μια σημαντική παραλιακή πόλη στη δυτική ακτή του Άβον. Το Μάνινγκτον θα ήταν το ιδιωτικό της βασίλειο.

Αυτή ήταν η ιστορία που άκουγε η Ντιάνα Γουέλγουορθ από τα παιδικά της χρόνια και για όλη την υπόλοιπη ζωή της μέχρι σήμερα. Αυτή ήταν η ιστορία που της είχε πει ο συμπονετικός Γκρινσπάροου.

Μόνο τώρα, καθώς πλησίαζε στα τριάντα, η Ντιάνα είχε αρχίσει να αμφισβητεί αυτή την εξήγηση, για να καταλήξει σταδιακά να την απορρίψει. Προσπαθούσε πολλές φορές να θυμηθεί εκείνη τη μοιραία νύχτα του πραξικοπήματος, αλλά το μόνο που θυμόταν ήταν μια τρομερή σύγχυση. Ο Τακναποτίν είχε έρθει να την απομακρύνει από το παλάτι μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Και η Ντιάνα άκουσε τα ουρλιαχτά των αδελφών της να σβήνουν πίσω της.

Ο μεγάλος σωτήρας της… ένας δαίμονας.

Γιατί όμως ο Τακναποτίν, ένα πλάσμα με μεγάλες δυνάμεις, δεν έσωσε και τα αδέλφια της; Γιατί ο Τακναποτίν, και πολύ περισσότερο ο Γκρινσπάροου που ήταν ο ισχυρότερος άνθρωπος στον κόσμο, δεν σταμάτησαν απλώς το πραξικόπημα; Οι απαντήσεις του, οι δικαιολογίες του, ήταν απλές μα προφανείς: δεν υπήρχε χρόνος, αιφνιδιαστήκαμε.

Καθώς αυτά τα ερωτήματα οδηγούσαν συχνά την Ντιάνα σε ένα αδιαπέραστο πέπλο μυστηρίου, πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου η δούκισσα του Μάνινγκτον να σκεφτεί να θέσει μερικά ακόμη πιο σημαντικά ερωτήματα. Γιατί μόνο αυτή σώθηκε απ’ όλη τη βασιλική οικογένεια; Και, αφού ήταν ζωντανή μετά την εκτέλεση των υποτιθέμενων φονιάδων, γιατί δεν την τοποθέτησαν στον θρόνο του Καρλάιλ ως δικαιωματική βασίλισσα του Άβον; Τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα την βασάνιζαν.

Η σκληρή βούρτσα της έγδερνε το κεφάλι, καθώς ένιωθε τη γνωστή πια οργή να φουντώνει μέσα της. Από αρκετά χρόνια η Ντιάνα υποψιαζόταν την προδοσία και αισθανόταν τον ίδιο αυτόν θυμό, αλλά μέχρι πρόσφατα καταπίεζε τούτα τα συναισθήματα. Αν εκείνη τη νύχτα πριν από είκοσι χρόνια είχε συμβεί όντως αυτό που φοβόταν, τότε δεν μπορούσε να δικαιολογήσει εύκολα τον δικό της ρόλο στον φόνο της μητέρας και του πατέρα της, των πέντε αδελφών και της αδελφής της.

«Της μοιάζεις τόσο πολύ», ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα.

Η Ντιάνα, κοιτάζοντας στον καθρέφτη, είδε την Σέλνα να μπαίνει στο δωμάτιο κρατώντας το νυχτικό της κυρίας της. Η δούκισσα γύρισε προς το μέρος της.

»Της μητέρας σου», εξήγησε η Σέλνα με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. Αφού πλησίασε, ακούμπησε απαλά το χέρι της στο μάγουλο της Ντιάνα. «Έχεις τα μάτια της, τόσο φωτεινά, τόσο γαλάζια».

Αυτό ήταν σαν μια θρησκευτική τελετουργία για την υπηρέτρια. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, μια φορά τη βδομάδα τουλάχιστον, η Σέλνα, η οποία ήταν γκουβερνάντα της την εποχή που κυβερνούσε το Άβον ο πατέρας της, τη χάιδευε στο μάγουλο λέγοντάς της πόσο έμοιαζε στη δολοφονημένη μητέρα της. Κι όλα αυτά τα χρόνια η Ντιάνα χαμογελούσε με τούτη τη φιλοφρόνηση και ζητούσε από την Σέλνα να της μιλήσει για την Μπέτιεν, τη μητέρα της.

Τι φρικτή ειρωνεία της φαινόταν αυτό, τώρα που ήξερε την αλήθεια!

Η Ντιάνα σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε παίρνοντας το νυχτικό της.

«Μη ανησυχείς, αρχόντισσά μου», είπε πίσω της η Σέλνα. «Δεν νομίζω ότι ο βασιλιάς μας θα σε τιμωρήσει για την αδυναμία που έδειξες στο Άιρον Κρος».

Η Ντιάνα γύρισε απότομα προς το μέρος της, κάνοντάς την να αναπηδήσει τρομαγμένη. «Σου το είπε αυτό προσωπικά;» τη ρώτησε.

«Ο βασιλιάς;»

«Φυσικά, ο βασιλιάς», απάντησε η Ντιάνα. «Μίλησες μαζί του μετά την επιστροφή μας στο Μάνινγκτον;»

Η Σέλνα έδειχνε σοκαρισμένη. «Αρχόντισσά μου», διαμαρτυρήθηκε, «γιατί να καταδεχτεί να μιλήσει ο μεγαλειότατος με…»

«Μίλησες μαζί του από τότε που φύγαμε από το Άιρον Κρος;» την έκοψε η Ντιάνα, τονίζοντας τις λέξεις μία-μία ώστε να καταλάβει η Σέλνα τη σημασία αυτής της ερώτησης.

Η υπηρέτρια πήρε μια βαθιά ανάσα υψώνοντας αποφασιστικά το κεφάλι.

Νιώθει ασφαλής γιατί ξέρει ότι έχει την προστασία του Γκρινσπάροου, σκέφτηκε η Ντιάνα. Η δούκισσα συνειδητοποίησε ότι ο θυμός της μπορεί να την είχε οδηγήσει σε γκάφα. Αν η Σέλνα είχε κάποιον άμεσο τρόπο επικοινωνίας με τον Γκρινσπάροου —μπορεί ο βασιλιάς να της είχε δώσει κάποιον κατώτερο δαίμονα σαν αγγελιοφόρο— τότε ο θυμός της Ντιάνα μπορεί γρήγορα να έστρεφε προς το μέρος της την προσοχή του μάγου, κάτι που εκείνη δεν ήθελε με κανέναν τρόπο αυτή την κρίσιμη στιγμή.

»Σου ζητώ συγγνώμη, καλή μου Σέλνα», είπε και, πλησιάζοντας, έβαλε το χέρι της στο μπράτσο της υπηρέτριας. Η Ντιάνα χαμήλωσε τα μάτια με έναν βαθύ αναστεναγμό. «Φοβάμαι μόνο πως είδες την αδυναμία μου, τότε στους Κυκλωπιανούς, κι έπεσα στην εκτίμησή σου».

«Καθόλου, αρχόντισσά μου», απάντησε η υπηρέτρια με όχι πειστικό ύφος.

Η Ντιάνα σήκωσε το κεφάλι και τα γαλάζια μάτια της ήταν βουρκωμένα. Από μικρό παιδί είχε την ικανότητα να δακρύζει όποτε ήθελε. Γι’ αυτό και είχε ονομάσει τα δάκρυα “σταγόνες συμπάθειας”.

«Είναι αργά, αρχόντισσά μου», είπε η Σέλνα. «Πρέπει να κοιμηθείτε».

«Ήταν αδυναμία», παραδέχτηκε η Ντιάνα με έναν μικρό λυγμό. Είδε ότι η Σέλνα είχε τώρα μια έκφραση περιέργειας.

»Δεν το άντεχα», συνέχισε. «Δεν τρέφω καμιά συμπάθεια για τους Εριαντοριανούς, ούτε για τους νάνους φυσικά, αλλά ακόμη και οι νάνοι είναι καλύτεροι από τους απαίσιους μονόφθαλμους, στους οποίους δεν βρίσκω τίποτα θετικό!

Η Σέλνα φάνηκε να ηρεμεί κάπως. Κατάφερε να χαμογελάσει με έναν τρόπο που φάνηκε ειλικρινής στη Ντιάνα.

»Φοβάμαι μόνο ότι ο βασιλιάς και σωτήρας μου θα αμφιβάλλει πια για μένα», είπε η Ντιάνα.

«Καθόλου, αρχόντισσά μου», επέμεινε η Σέλνα.

«Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που μου έμεινε, εκτός από σένα φυσικά», συνέχισε η Ντιάνα. «Δεν θα το άντεχα να τον απογοητεύσω, όμως φοβάμαι ότι αυτό ακριβώς έκανα».

«Ήταν μια αποστολή που δεν ταίριαζε στο πριγκιπικό σας ταμπεραμέντο», είπε η Σέλνα.

Πριγκιπικό ταμπεραμέντο… Η Σέλνα χρησιμοποιούσε συχνά αυτή την παράξενη έκφραση. Και η Ντιάνα ήθελε να της βάλει τις φωνές κάθε φορά που την άκουγε. Αν ήταν πριγκίπισσα, μέλος της βασιλικής οικογένειας, γιατί στον θρόνο του Καρλάιλ καθόταν ο Γκρινσπάροου και όχι εκείνη που ήταν η νόμιμη διάδοχος;

Η Ντιάνα έδιωξε τις θυμωμένες σκέψεις από τον νου της. Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν από τα μάτια της και αγκάλιασε την Σέλνα σφίγγοντάς την δυνατά, μέχρι που η υπηρέτρια της είπε ότι είναι ώρα να πέσει για ύπνο.

Όταν έφυγε η Σέλνα από το δωμάτιο, η δούκισσα σκούπισε τα μάτια της. Ήταν αργά και είχε τόσα πολλά να κάνει απόψε! Για μερικές στιγμές κοίταξε το τραπεζάκι μπροστά της, το στέμμα και το σακουλάκι με τη σκόνη συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις της.

Πέρασαν μερικές ώρες. Η Ντιάνα βγήκε στον διάδρομο για να βεβαιωθεί ότι όλοι στα γύρω δωμάτια κοιμούνταν. Μετά γύρισε πάλι στο δωμάτιό της, έκλεισε την πόρτα και, αφού τη σφράγισε με ένα μαγικό ξόρκι, πήγε στην ντουλάπα της απ’ όπου έβγαλε ένα μικρό μπρούντζινο μαγκάλι, από κάποια μυστική κρύπτη που είχε φτιάξει στο δάπεδό της.

Λίγο αργότερα ο Τακναποτίν καθόταν πάνω στο κρεβάτι της.

«Ο Α’ τα’ αρέφι δεν ήταν τόσο τρομερός», είπε ο δαίμονας.

«Η δύναμη της καταιγίδας που σου έστειλα ήταν πολύ μεγάλη», απάντησε ψύχραιμα η Ντιάνα.

«Δεν ήταν τόσο δύσκολο να τη διοχετεύσω εκεί όπου έπρεπε», είπε ο Τακναποτίν. «Κι έτσι ο Α’ τα’ αρέφι δεν υπάρχει πια. Πουφ! Έγινε καπνός».

«Και ο Ρέσμορ βγήκε από τη μέση. Είναι νεκρός, ή βρίσκεται στα μπουντρούμια του Κάερ Μακντόναλντ ή του Νταν Ντάροου».

«Οπότε, είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στον θρόνο», είπε ο Τακναποτίν.

Η Ντιάνα είχε μείνει έκπληκτη βλέποντας πόσο εύκολο ήταν αυτό το μέρος του σχεδίου της. Απλώς κρέμασε μπροστά στη μύτη του δαίμονα το “καρότο” του θρόνου του Άβον και ο Τακναποτίν συμφώνησε αμέσως με το σχέδιό της να ανατρέψουν τον Γκρινσπάροου. Αυτή είναι η αδυναμία του κακού, συνειδητοποίησε η Ντιάνα. Όταν κάποιος συμμαχεί με τέτοια διαβολικά πλάσματα, δεν μπορεί ποτέ να τους έχει εμπιστοσύνη.

Η Ντιάνα πήγε στο τραπεζάκι της και πήρε το στέμμα, τον κρίκο που τη συνέδεε με την κληρονομιά της, το μοναδικό αντικείμενο που είχε καταφέρει να διασώσει ο Γκρινσπάροου μετά την ήττα των σφετεριστών, όπως είχε πει ο ίδιος. Το μοναδικό αντικείμενο που της είχε δώσει προσωπικά ο μάγος, ζητώντας να το κρατήσει και να το προσέχει σαν ενθύμιο της δύστυχης οικογένειάς της.

«Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πεθάνει κανένας άλλος», είπε ο Τακναποτίν. «Είσαι σίγουρα πιο κοντά στον θρόνο απ’ όλους, τώρα που βγήκαν από τη μέση ο Πάραγκορ και ο Ρέσμορ».

«Δεν ξέρω. Τι θα γίνει με τον Μακλένι δούκα του Έρνφαστ, στο Μπαράντουιν;» ρώτησε η Ντιάνα. «Είναι άνθρωπος με ικανότητες και γνώσεις». Η δούκισσα γέλασε μέσα της με την ειρωνεία αυτής της δήλωσης.

«Υποψιάζεται τίποτα;»

Η Ντιάνα σήκωσε τους ώμους. «Παρακολουθεί τα πάντα από την άγρια περιοχή του», είπε. «Έτσι όπως είναι μακριά από τη σκηνή των εξελίξεων, μπορεί να κρίνει καλύτερα τους παίχτες».

«Τότε είναι σίγουρα πιο επικίνδυνος απ’ ό,τι νομίζουμε για τα σχέδιά μας», είπε ο δαίμονας.

«Όχι», απάντησε η Ντιάνα. Στράφηκε από τον καθρέφτη κρατώντας στα δυο της χέρια το ντελικάτο στέμμα. «Όχι για τα σχέδιά μας».

Ο Τακναποτίν την κοίταξε με περιέργεια, προσέχοντας ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο έσφιγγε το τόσο σημαντικό στέμμα.

Η φωνή της Ντιάνα άλλαξε ξαφνικά, έγινε πολύ πιο μπάσα καθώς άρχισε να ψέλνει: «Όγκα ντέμιονς καλιάτα σίε».

Τα μάτια του Τακναποτίν άστραψαν καθώς ένιωσε το σοκ του ψαλμού, έναν παράφωνο ήχο που πονούσε κάθε πλάσμα της Κόλασης μέχρι τη μαύρη καρδιά του. «Τι κάνεις;» είπε ο δαίμονας, αλλά ήξερε πολύ καλά. Η Ντιάνα έλεγε τον ψαλμό της εξορίας, ένα ισχυρό ξόρκι που θα έδιωχνε τον Τακναποτίν από τον κόσμο για εκατό χρόνια!

Η Ντιάνα συνέχισε τον ψαλμό της γενναία, ενώ ο δαίμονας υψωνόταν ακτινοβολώντας δύναμη, με τα δόντια του να αστράφτουν. Το ξόρκι ήταν ισχυρό αλλά όχι τέλειο. Η Ντιάνα δεν μπορούσε να είναι σίγουρη αν θα έχει αποτέλεσμα, εν μέρει επειδή βαθιά μέσα της υπήρχε ο δισταγμός που θα ένιωθε κάθε μάγος ο οποίος έχει γευτεί όλη αυτή τη δύναμη, δισταγμός που τώρα την έκανε και την ίδια να μην θέλει ως τα κατάβαθα της ψυχής της να απαλλαχτεί από τον δαιμονικό της σύμμαχο. Συνέχισε όμως, κι όταν ο Τακναποτίν κατάφερε να κάνει ένα βήμα προς το μέρος της παλεύοντας και τρέμοντας, η Ντιάνα σήκωσε ψηλά το στέμμα, την κληρονομιά της, το δώρο του Γκρινσπάροου, ένα αντικείμενο που τώρα πίστευε ότι έχει επίσης κάποια άλλη σημασία πέρα από εκείνη την οποία του έδιναν τα πετράδια και οι αναμνήσεις. Χαμογελώντας με σιγουριά, η Ντιάνα λύγισε με μανία το μέταλλο.

Από το στέμμα πετάχτηκε σφυρίζοντας και κροταλίζοντας ένα κύμα μαύρης ενέργειας, που ζάλισε την Ντιάνα διακόπτοντας προσωρινά τον ψαλμό της. Μια ενέργεια όμως που επηρέασε ακόμη περισσότερο τον Τακναποτίν. Αυτό το στέμμα ήταν η πραγματική σύνδεση του δαίμονα με τον κόσμο. Του είχε δώσει μαγικές ιδιότητες ο ίδιος ο Γκρινσπάροου, ο πανίσχυρος μάγος, και το είχε χαρίσει στην Ντιάνα για άλλους λόγους που δεν είχαν καμία σχέση με τη νοσταλγία.

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!» γρύλλισε ο Τακναποτίν. «Πετάς την ίδια σου τη δύναμη, την ευκαιρία σου να ανεβείς στον θρόνο!»

«Να κατεβώ στην Κόλαση, μάλλον!» φώναξε η Ντιάνα και, με τη δύναμή της να έχει ανανεωθεί από το αξιολύπητο θέαμα του δαίμονα που σφάδαζε μπροστά της, άρχισε να ψέλνει ξανά προφέροντας κάθε παράφωνη συλλαβή με σφιγμένα δόντια.

Το μόνο που απέμεινε από τον Τακναποτίν ήταν μια μαύρη κηλίδα στο χαλί της.

Η Ντιάνα πέταξε κάτω το λυγισμένο στέμμα και το ποδοπάτησε. Ήταν το σύμβολο της ανοησίας της, η σύνδεσή της με ένα βασίλειο —το δικό της βασίλειο— και με μια οικογένεια που άθελά της είχε καταστρέψει.

Παρ’ ότι μόλις είχε κάνει το μεγαλύτερο μαγικό κατόρθωμα της νεαρής ζωής της, παρ’ ότι ο Τακναποτίν, ο δαίμονας που της έδινε ένα μεγάλο μέρος της δύναμής της, είχε χαθεί για πάντα, η Ντιάνα Γουέλγουορθ ένιωθε αναζωογονημένη. Αφού πήγε στον καθρέφτη της, πήρε ένα μπουκαλάκι. Υποτίθεται ότι ήταν άρωμα, στην πραγματικότητα όμως το υγρό που περιείχε ήταν μαγεμένο. Ρίχνοντας μια ποσότητα πάνω στον καθρέφτη, κάλεσε τον στενότερο φίλο της.

Ο καθρέφτης θόλωσε με τρόπο ώστε η ομίχλη έμοιαζε να εκτείνεται ως το βάθος του γυαλιού. Σιγά-σιγά το κέντρο καθάρισε αφήνοντας μια καθαρή εικόνα μέσα σε ένα θολό περίγραμμα.

«Το έκανες;» ρώτησε ο άνδρας στον καθρέφτη, ένας αρρενωπός μεσήλικας.

«Ο Τακναποτίν δεν υπάρχει πια», απάντησε η Ντιάνα.

«Και ο Ρέσμορ βρίσκεται στα χέρια του Μπριντ’Αμούρ, όπως είχαμε ελπίσει», είπε ο άνδρας, ο Άσανον Μακλένι, δούκας του Μπαράντουιν.

«Μακάρι να ήσουν εδώ», είπε η Ντιάνα.

«Δεν είμαι τόσο μακριά», απάντησε ο Άσανον. Κι αυτό ήταν αλήθεια. Ο δούκας του Μπαράντουιν ζούσε στο Έρνφαστ, μια πόλη που βρισκόταν από την άλλη όχθη του πορθμού του Μαν, ακριβώς απέναντι από το Μάνινγκτον. Όμως η πνευματική τους σύνδεση ήταν ακόμη μεγαλύτερη, σκέφτηκε η Ντιάνα και, μολονότι ήταν πιο φοβισμένη από κάθε άλλη φορά στη ζωή της, με εξαίρεση φυσικά εκείνη την τρομερή νύχτα πριν από είκοσι χρόνια, κατάφερε να χαμογελάσει.

«Η πορεία μας καθορίστηκε», είπε αποφασιστικά η Ντιάνα.

«Ο Μπριντ’Αμούρ;» ρώτησε ο Άσανον.

«Ψάχνει για τους παλιούς του φίλους», απάντησε η Ντιάνα, γιατί είχε διαισθανθεί το κάλεσμα το μάγου. «Και θα απαντήσει στην κλήση μου χωρίς να ξέρει από πού προέρχεται».

«Τα συγχαρητήριά μου, πριγκίπισσα Ντιάνα Γουέλγουορθ», είπε ο Άσανον με μια επίσημη υπόκλιση και φωνή γεμάτη σεβασμό. «Καλόν ύπνο».

Διέκοψαν τη σύνδεση. Χρειάζονταν και οι δύο ξεκούραση, καθώς είχαν διώξει τους δαίμονές τους. Η Ντιάνα είχε γοητευτεί από τον σεβασμό του Άσανον, αλλά στην πραγματικότητα το δικό της χρέος απέναντι του ήταν μεγαλύτερο. Ο Άσανον ήταν εκείνος που της άνοιξε τα μάτια. Ο δούκας του Μπαράντουιν, που ήταν επικεφαλής της μεγαλύτερης φυλής του νησιού όταν ο πατέρας της Ντιάνα ήταν βασιλιάς του Άβον, είχε καταλάβει την αλήθεια για το πραξικόπημα.

Τώρα η Ντιάνα πίστευε όλα όσα της είχε πει. Ο Άσανον ήταν επίσης εκείνος που της είχε αποκαλύψει την αλήθεια για το στέμμα, ότι αυτό είναι το κλειδί του Τακναποτίν, ο συνδετικός κρίκος σε ένα ανίερο τρίγωνο που περιελάμβανε επίσης τον Γκρινσπάροου επιτρέποντάς του να την παρακολουθεί. Χάρη σε αυτό το στέμμα μπόρεσε ο Γκρινσπάροου να καλέσει τόσο εύκολα τον δαίμονα της Ντιάνα εκείνο το βράδυ στο Άιρον Κρος. Αυτό το στέμμα, μέσα από τις μαγικές ιδιότητες που του είχε δώσει ο Γκρινσπάροου αλλά και τις τύψεις που προκαλούσε στην Ντιάνα, ήταν το κλειδί που επέτρεπε στον Γκρινσπάροου να την κρατά αιχμάλωτη με τη μαγεία του.

«Όχι», είπε μεγαλόφωνα η Ντιάνα. «Ήταν ένα μόνο από τα κλειδιά».

Πήγε αποφασιστικά στην πόρτα. Το δωμάτιο της Σέλνα ήταν τρεις πόρτες παρακάτω στον διάδρομο.


Ο Άσανον Μακλένι, κοιτάζοντας τον θολωμένο καθρέφτη στο δωμάτιό του στο Έρνφαστ, αναστέναξε βαθιά.

«Τώρα δεν υπάρχει επιστροφή», είπε από πίσω του ο Σάμους Χι, φίλος κι έμπιστος σύμβουλός του.

«Αν σκόπευα να αλλάξω ποτέ πορεία, δεν θα έλεγα στην Ντιάνα Γουέλγουορθ την αλήθεια για τον Γκρινσπάροου», απάντησε ο δούκας.

«Και πάλι, όμως, οι κίνδυνοι είναι πολλοί», είπε ο Σάμους.

Ο Μακλένι δεν διαφώνησε. Γνώριζε ίσως καλύτερα από τον καθένα τη δύναμη του Γκρινσπάροου και του δικτύου των κατασκόπων του, ανθρώπων και δαιμόνων. Μετά το πραξικόπημα στο Άβον, ο Άσανον Μακλένι σκέφτηκε να ανεξαρτοποιήσει το Μπαράντουιν, αλλά ο Γκρινσπάροου έβαλε τέλος στα σχέδιά του πριν ακόμη αρχίσει να τα εφαρμόζει, χρησιμοποιώντας τον δαίμονα του δούκα εναντίον του. Ο Μακλένι επέζησε σε εκείνη την περίπτωση μόνο χάρη στην εξυπνάδα και την πειθώ του, όμως υποχρεώθηκε να περάσει την επόμενη δεκαετία αποδείχνοντας την αξία του και την αφοσίωσή του στον βασιλιά του Άβον.

«Πάντως, ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Γκρινσπάροου κράτησε ζωντανή την κοπέλα», μουρμούρισε ο Σάμους. «Νομίζω ότι θα ήταν πιο σίγουρος αν εξόντωνε απλώς όλους τους Γουέλγουορθ».

«Την χρειαζόταν», απάντησε ο Μακλένι. «Δεν ήξερε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα μετά το πραξικόπημα, έτσι, αν δεν μπορούσε να πάρει ο ίδιος τον θρόνο, θα τον έδινε στην Ντιάνα παραμένοντας όμως στα παρασκήνια πίσω της σαν πραγματικός κυβερνήτης του Άβον».

«Συνετό για εκείνη την εποχή, αλλά όχι τόσο πολύ τώρα, θα έλεγα», είπε ο Σάμους χαμογελώντας.

«Ας ελπίσουμε ότι είναι όντως έτσι. Ο Γκρινσπάροου έκανε ένα σφάλμα, φίλε μου. Έχει χάσει σε κάποιο βαθμό την ετοιμότητά του, ίσως από ανία και μόνο. Τα γεγονότα στα Εριαντόρ, όντας σημαντική απόδειξη, αποτελούν ίσως έναν προάγγελο της δικής μας ελευθερίας».

«Μια επικίνδυνη πορεία», είπε ο Σάμους.

«Πολύ πιο επικίνδυνη για την Ντιάνα απ’ ό,τι για μας», είπε ο Μακλένι. «Αλλ’ αν τα καταφέρει στην προσπάθεια της, αν μπορέσει να βλάψει έστω κι ελάχιστα τον Γκρινσπάροου απασχολώντας τον για λίγο, τότε το Μπαράντουιν θα γνωρίσει επιτέλους την ανεξαρτησία».

«Κι αν όχι;»

«Τότε δεν θα βρεθούμε σε χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή, μολονότι σίγουρα θα με λυπήσει ο χαμός της Ντιάνα Γουέλγουορθ».

«Μπορείς να κόψεις τόσο εύκολα τους δεσμούς σου με την ίδια και το σχέδιό της;»

«Ναι», απάντησε ο Άσανον Μακλένι, ενώ το πρόσωπό του έπαιρνε μια σκυθρωπή έκφραση καθώς αναλογιζόταν το ενδεχόμενο της αποτυχίας.

Ο Σάμους Χι δεν μίλησε. Είχε τυφλή εμπιστοσύνη στην κρίση του Άσανον. Στο κάτω-κάτω, είχε επιζήσει από το πραξικόπημα του Γκρινσπάροου στο Άβον, ενώ σχεδόν όλοι οι άλλοι ευγενείς είχαν εξοντωθεί. Επίσης, ο Σάμους ήξερε ότι ο Μακλένι, ανεξάρτητα από τα προσωπικά του συναισθήματα για την Ντιάνα (που έδειχναν όντως να είναι πολύ βαθιά), θα έβαζε πρώτο σε κάθε περίπτωση το Μπαράντουιν. Είχε δει το πρόσωπό του να φωτίζεται από ελπίδα, όταν έμαθαν για πρώτη φορά από την Ντιάνα Γουέλγουορθ ότι ο Μπριντ’Αμούρ της αρχαίας αδελφότητας ήταν ζωντανός και είχε στραφεί ενάντια στον Γκρινσπάροου.

Ναι, ο Μακλένι δεν ενδιαφερόταν τόσο για τα πλούτη όσο για το τι θα αφήσει πίσω του. Και εκείνο που ήθελε να αφήσει πίσω του ήταν ένα ελεύθερο Μπαράντουιν.

Загрузка...