ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Ο λόφος με τα παράξενα χαντάκια

Κανένας δεν μπορεί ν’ αρνηθεί ότι ήταν μια μέρα φοβερή. Πάνω από τα κεφάλια τους ένας ουρανός με τον ήλιο άφαντο, φορτωμένος σύννεφα βαριά που προμηνούσαν χιόνι· κάτω από τα πόδια τους φοβερός πάγος· κι ένας αέρας να φυσάει και να λες πως θα σε γδάρει. Όταν κατέβηκαν στην πεδιάδα διαπίστωσαν ότι αυτό το κομμάτι του παλιού δρόμου ήταν το πιο καταστραμμένο απ’ όσα είχαν δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε να προσέχουν που πατούσαν, σ’ ένα δρόμο γεμάτο μεγάλες, σπασμένες πέτρες, κροκάλες και χαλίκια· δύσκολο για πονεμένα πόδια. Κι όμως, όσο κουρασμένοι και να ένιωθαν, τους ήταν αδιανόητο να σταματήσουν με τέτοια παγωνιά.

Κατά τις δέκα, οι πρώτες μικρές νιφάδες ήρθαν αργά αργά και κάθισαν πάνω στα χέρια της Τζιλ. Δέκα λεπτά αργότερα το χιόνι έπεφτε πυκνό. Σε είκοσι λεπτά το ’χε στρώσει για τα καλά. Κι ώσπου να κλείσει το μισάωρο, είχε πιάσει μια γερή χιονοθύελλα που έδειχνε πως το ’χε σκοπό να συνεχιστεί όλη τη μέρα· τους χτύπαγε κατά πρόσωπο έτσι που δεν έβλεπαν μπροστά τους.

Για να καταλάβετε αυτό που ακολούθησε, πρέπει να θυμάστε πάντα πόσο δύσκολο τους ήταν να βλέπουν. Καθώς πλησίαζαν τους χαμηλούς λόφους που τους χώριζαν από το σημείο που ’χαν δει τα φωτισμένα παράθυρα, τους ήταν αδύνατο πια να έχουν μια γενική άποψη του χώρου. Ζήτημα να μπορούσαν να δουν ποια θα ήταν τα επόμενα βήματά τους, κι ακόμα και γι’ αυτό κόντευαν να τους πεταχτούν τα μάτια έξω. Περιττό να πω, ούτε που μιλούσαν καθόλου.

Όταν φτάσανε στους πρόποδες του λόφου, είδαν στις δυο πλευρές του κάτι όγκους που μοιάζαν με βράχους –τετραγωνισμένους βράχους, αν τους κοίταζες πιο προσεχτικά, αλλά ποιος μπορούσε. Αυτό που απασχολούσε και τους τρεις ήταν το αντέρεισμα που είχαν μπροστά τους και τους έφραζε το δρόμο. Ήταν πάνω από μέτρο. Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας με τις μακριές του ποδάρες, δεν είχε καμιά δυσκολία· μ’ έναν πήδο βρέθηκε κιόλας επάνω κι ύστερα βοήθησε και τα παιδιά ν’ ανέβουν. Ήταν μια διαδικασία δυσάρεστη γι’ αυτά, γιατί γίνανε μουσκίδι έτσι που σούρνονταν στο χιόνι – ενώ εκείνος τη γλίτωσε – που πάνω στο αντέρεισμα ήταν παχύ. Ύστερα τους περίμενε μια δύσκολη ανηφόρα που έπρεπε να σκαρφαλώσουν – η Τζιλ έφαγε και μια τούμπα – με πολύ ανώμαλο έδαφος για καμιά εκατοστή μέτρα, ώσπου φτάσανε σ’ ένα δεύτερο αντέρεισμα. Συνολικά, υπήρχαν τέσσερα, σε διαφορετικές αποστάσεις το ένα απ’ τ’ άλλο.

Κάναν αγώνα ν’ ανέβουν και στο τέταρτο αντέρεισμα, με τη σιγουριά ότι είχαν πια φτάσει πάνω στο πλάτωμα του λόφου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η πλαγιά του λόφου τους προστάτευε· εδώ πάνω όμως βρέθηκαν ολότελα εκτεθειμένοι στη μανία του ανέμου. Κατά περίεργο τρόπο, η κορυφή του λόφου ήταν εντελώς επίπεδη έτσι όπως το είχαν υπολογίσει από μακριά: ένα απέραντο επίπεδο οροπέδιο που η θύελλα το ταλάνιζε δίχως να βρίσκει αντίσταση. Στο μεγαλύτερο μέρος το χιόνι ούτε που το ’χε στρώσει, πράγμα αδύνατο, γιατί ο άνεμος το άρπαζε από τη γη και σαν να ήταν σύννεφο ή ολόκληρο σεντόνι, αφού το στριφογύριζε, τους το ’ριχνε καταπρόσωπο. Γύρω από τα πόδια τους χόρευαν μικροί στρόβιλοι χιονιού έτσι όπως συμβαίνει καμιά φορά πάνω στον πάγο. Πραγματικά, σε πολλά σημεία, η επιφάνεια ήταν λεία σαν πάγος. Η κατάσταση χειροτέρευε ακόμα πιο πολύ με κάτι παράξενα χαντάκια ή αναχώματα που διασταυρώνονταν και χώριζαν την περιοχή σε τετράγωνα και παραλληλόγραμμα. Φυσικά ήταν αναγκασμένοι να τα σκαρφαλώσουν το ύψος τους ποίκιλλε από μισό μέχρι ενάμισι μέτρο και το πάχος τους θα ’φτανε κάπου τα δυο. Στη βορινή πλευρά κάθε αναχώματος, το χιόνι είχε σουρώσει σε μεγάλες μάζες· μετά από κάθε τέτοια ανάβαση ξαναχώνονταν στο σωρό το χιόνι και γίνονταν μουσκίδι.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η Τζιλ πάλευε να προχωρήσει με την κουκούλα ανεβασμένη, το κεφάλι κατεβασμένο και τα μουδιασμένα της χέρια χωμένα μέσα στην κάπα. Ωστόσο, το μάτι της έπιανε κάποια αλλόκοτα πράγματα πάνω σε τούτο το φοβερό οροπέδιο – πράγματα που μοιάζαν με καμινάδες εργοστασίων, στη δεξιά μεριά, και στην αριστερή, κάτι σαν τεράστιο βράχο, ασυνήθιστα επίπεδο μάλιστα για βράχο. Εκείνη όμως δεν έδινε σημασία σ’ όλα αυτά κι ούτε που τα ξαναδούλευε στο νου της. Το μυαλό της ήταν στα ξυλιασμένα της χέρια (και στη μύτη και στο πιγούνι και στ’ αυτιά της) και στα ζεστά λουτρά και τ’ αναπαυτικά κρεβάτια στο Χάρφανγκ.

Ξαφνικά πήρε μια γλίστρα, τσούλησε κανά δυο μέτρα, και τρομοκρατημένη είδε να κάνει τσουλήθρα μέσα σ’ ένα σκοτεινό, στενό χάσμα που βρέθηκε εκείνη τη στιγμή μπροστά της. Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο είχε φτάσει στον πάτο. Της φάνηκε πως βρισκόταν μέσα σε κάτι σαν τάφρο ή χαράκωμα, μοναχά ένα μέτρο φάρδος. Και μολονότι είχε φάει τράνταγμα μεγάλο, το πρώτο πράμα που ένιωσε ήταν ανακούφιση που είχε γλιτώσει από τον αέρα· γιατί οι τοίχοι της τάφρου ήταν αρκετά ψηλοί. Το επόμενο πράμα που πρόσεξε ήταν φυσικά τα ανήσυχα πρόσωπα του Στούμποου και του Λασπομούρμουρου που είχαν σκύψει και την κοιτάζαν από πάνω.

«Πόουλ! Χτύπησες;» φώναξε ο Ευστάθιος.

«Και τα όνο πόδια σπασμένα, δε θέλει ρώτημα» φώναξε ο Λασπομούρμουρος.

Η Τζιλ σηκώθηκε και τους εξήγησε πως ήταν μια χαρά, αλλά τώρα έπρεπε να τη βοηθήσουνε να βγει.

«Πώς είναι εκεί κάτω;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

«Κάπως σαν να βρίσκεσαι σε χαντάκι ή ας πούμε σ’ ένα βουλιαγμένο δρόμο ή κάτι τέτοιο» είπε η Τζιλ. «Πάει αρκετά μακριά.»

«Αν πάει, λέει» είπε εκείνος. «Τραβάει κατά το βοριά! Άραγε να ’ναι δρόμος; Γιατί αν είναι, καλά θα ’ταν να γλιτώναμε από αυτόν το μαρτυρικό αέρα. Από χιόνι τι γίνεται εκεί κάτω; Έχει πολύ;»

«Μπα! Σχεδόν καθόλου! Μου φαίνεται ότι όλος ο χαμός γίνεται εκεί απάνω.»

«Και μετά πού πάει;»

«Για στάσου ένα λεπτό να ρίξω μια ματιά» είπε η Τζιλ. Προχώρησε λίγο παρακάτω· δεν είχε πάει μακριά, και το χαντάκι έστριβε απότομα προς τα δεξιά. Τους το φώναξε.

«Και τι βλέπεις από τη γωνία;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

Σαν τον Ευστάθιο που ένιωθε ίλιγγο άκρη άκρη σε κανά γκρεμό, κάτι ανάλογο ένιωθε και η Τζιλ έτσι και βρισκόταν σε κάτι τέτοια στενουδάκια με στροφές και σε σκοτεινά υπόγεια, ή περίπου υπόγεια, σαν αυτό εδώ. Δεν το ’χε σκοπό να στρίψει τη γωνία μοναχή της· ιδιαίτερα όταν άκουσε το Λασπομούρμουρο να ωρύεται από πάνω.

«Το νου σου, Πόουλ. Εδώ δεν είναι παίξε γέλασε, αυτός εδώ ο δρόμος μπορεί να βγάζει στη σπηλιά κανενός δράκου. Και σε χώρα γιγάντων, θα υπάρχουν και σκουλήκια γίγαντες, και σκαθάρια γίγαντες.»

«Δε νομίζω ότι φτάνει και σε τίποτα σπουδαίο» είπε η Τζιλ γυρνώντας πίσω άρον άρον.

«Για στάσου να κατεβώ κάτω να δω εγώ!» είπε ο Ευστάθιος. «Τι πάει να πει τίποτα σπουδαίο, δηλαδή, θα ’θελα να ’ξερα!» Κάθισε λοιπόν στην άκρη της τάφρου (ήταν όλοι τους πια τόσο μουσκίδι που λίγο παραπάνω δεν τους σκότιζε) κι ύστερα πήδησε μέσα. Παραμέρισε με μια σπρωξιά την Τζιλ, και μολονότι δεν είπε τίποτα, εκείνη ήταν σίγουρη ότι την είχε πάρει μυρουδιά πόσο τρομοκρατημένη ήταν. Κόλλησε, λοιπόν, από πίσω του φροντίζοντας να μη βρεθεί ξαφνικά μπροστά του.

Τελικά αποδείχτηκε μια απογοητευτική εξερεύνηση. Έστριψαν δεξιά κι ύστερα προχώρησαν ευθεία κάμποσα βήματα. Εκεί βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα να διαλέξουν: ή την ευθεία που συνέχιζε ή το δρόμο που έστριβε απότομα στα δεξιά τους. «Δεν κάνουμε τίποτα» είπε ο Ευστάθιος και κοίταξε τη δεξιά στροφή, «από δω ξαναγυρίζουμε πίσω – νότια». Συνέχισε ευθεία αλλά, σε λίγα μέτρα, ξαναβρήκαν άλλο δρόμο που έστριβε δεξιά. Αυτή τη φορά όμως δεν υπήρχε εναλλακτική λύση, γιατί το χαντάκι εδώ έφτανε σε αδιέξοδο.

«Δε βγαίνει τίποτα» μούγκρισε ο Ευστάθιος. Η Τζιλ δεν έχασε χρόνο. Στη στιγμή έκανε μεταβολή και πρώτη και καλύτερη πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ξαναγύρισαν εκεί που είχε πέσει η Τζιλ, κι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας, με τις μακριές του χερούκλες, τους τράβηξε επάνω δίχως καμιά δυσκολία.

Ξαναβρέθηκαν λοιπόν στη φρίκη την παλιά. Κάτω σ’ εκείνα τα στενουδάκια της τάφρου, τ’ αυτιά τους είχαν αρχίσει να ξεπαγώνουν. Εκεί μπορούσαν να βλέπουν ξεκάθαρα και ν’ αναπνέουν εύκολα κι όταν μιλούσαν δε χρειαζόταν να ξελαρυγγίζονται για ν’ ακουστούν. Ένιωσαν σκέτη μιζέρια που ξαναβρέθηκαν πίσω σε τούτη την ανεμοδαρμένη παγωνιά. Κι απόγινε το πράμα, όταν ο Λασπομούρμουρος βρήκε την ώρα να πει:

«Δε μου λες, Πόουλ, είσαι ακόμα σίγουρη για κείνα τα σημάδια; Ποιο πρέπει να ’χουμε στο νου μας τώρα;»

«Οχ, άντε από δω. Άλλη σκασίλα δεν είχα!» είπε η Πόουλ. «Κάτι για κάποιον που θ’ αναφέρει τ’ όνομα του Ασλάν. Έτσι μου φαίνεται. Σιγά μην κάτσω τώρα να σας πω το ποιηματάκι μου.»

Όπως είδατε, την εντολή τη θυμόταν λαθεμένη. Η αιτία ήταν ότι είχε σταματήσει να επαναλαμβάνει τις εντολές κάθε βράδυ. Αν έμπαινε στον κόπο να τα σκεφτεί λιγάκι, θα τα θυμόταν μια χαρά: όμως το μάθημά της δεν το ’ξερε πια νεράκι για να το λέει μονοκοπανιά με το που τη ρώταγαν, χωρίς να κάθεται να σκέφτεται. Η ερώτηση του Λασπομούρμουρου την τσάτισε γιατί, κατά βάθος, τα ’βαλε με τον εαυτό της που δεν ήξερε τις εντολές του Λιονταριού τόσο καλά όσο θα ’πρεπε. Αυτή η τσατίλα, μαζί με τη μιζέρια που της έφερνε η παγωνιά και η κούραση την έκαναν να πει: «Άλλη σκασίλα δεν είχα!» Όχι ότι το εννοούσε.

«Για στάσου! Αυτό δεν έρχεται μετά;» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Πολύ θα ’θελα να ’ξερα, το λες σωστά; Σαν να τα ’χεις μπερδέψει, δε θέλει ρώτημα. Ξέρετε κάτι; Μου φαίνεται ότι αυτό το λόφο, αυτό το πλάτωμα που πατάμε αξίζει να σταματήσουμε για να το δούμε καλύτερα. Προσέξατε εκείνο…»

«Όχου! Για τ’ όνομα του Θεού!» είπε ο Ευστάθιος, «είναι ώρα τώρα να σταματήσουμε για να θαυμάσουμε τη θέα; Να χαρείς! Για προχώρα!»

«Κοιτάτε, κοιτάτε!» φώναξε η Τζιλ κι έδειξε με το χέρι της. Γύρισαν όλοι, κι όλοι είδαν. Λίγο πιο βόρεια, κι αρκετά ψηλότερα από το οροπέδιο όπου βρίσκονταν, φαινόταν μια γραμμή από φώτα. Αυτή τη φορά πολύ πιο ξεκάθαρη από την προηγούμενη νύχτα που οι τρεις ταξιδιώτες την είχαν ξαναδεί. Ήταν παράθυρα: μικρότερα παράθυρα που σ’ έκαναν να ονειρεύεσαι υπέροχες κρεβατοκάμαρες, και μεγαλύτερα παράθυρα που σου φέρναν στο νου τεράστιες τραπεζαρίες με τη φωτιά να βρυχιέται στο τζάκι, και ζεστές σούπες ή ζουμερά φιλέτα ν’ αχνίζουν πάνω στο τραπέζι.

«Χάρφανγκ!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Ευστάθιος.

«Θαυμάσια» είπε ο Λασπομούρμουρος, «αυτό όμως που έλεγα εγώ ήταν…»

«Όχου! Βούλωσ’ το επιτέλους» είπε θυμωμένη η Τζιλ. «Μη χάνουμε λεπτό. Δε θυμάσαι τι είχε πει η Αρχόντισσα εκείνη, ότι αμπαρώνουν πολύ νωρίς; Πρέπει να φτάσουμε έγκαιρα, πρέπει, πρέπει. Έτσι και μείνουμε απόξω με τέτοιο καιρό θα πεθάνουμε.»

«Καλά, δε νύχτωσε κιόλας, έχουμε καιρό» άρχισε να λέει ο Λασπομούρμουρος· όμως τα δυο παιδιά είπαν μ’ ένα στόμα, «Άντε, έλα» κι άρχισαν πότε σκουντουφλώντας και πότε γλιστρώντας πάνω στο λείο οροπέδιο να προχωρούν όσο πιο γρήγορα τους πήγαιναν τα πόδια τους. Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας τους ακολουθούσε: συνέχισε κάτι να λέει, όμως τώρα που είχαν να παλεύουν πάλι με τον άνεμο, δε θα τον άκουγαν ακόμα και να το ήθελαν. Αφήνω που δεν ήθελαν. Εκεινών το μυαλό ήταν στα λουτρά και στα κρεβάτια και στα ζεστά ροφήματα· έτρεμαν στη σκέψη ότι μπορεί να φτάναν στο Χάρφανγκ αργά και να έβρισκαν την πύλη κλειστή.

Παρ’ όλη τους τη βιασύνη, τους πήρε πάρα πολύ χρόνο για να διασχίσουν το πλάτωμα του λόφου εκείνου. Κι όταν ακόμα το πέρασαν, μπροστά τους είχαν ακόμα μπόλικα τέτοια αντερείσματα να κατέβουν. Με τα πολλά, κατέβηκαν και το τελευταίο και μπόρεσαν επιτέλους να δουν σαν τι πράμα ήταν αυτό το Χάρφανγκ.

Έστεκε πάνω σε μια αετοφωλιά και μολονότι είχε ένα σωρό πύργους, έμοιαζε περισσότερο μ’ ένα τεράστιο σπίτι παρά με κάστρο. Ήταν φανερό ότι οι Ευγενικοί Γίγαντες δε φοβόνταν τις επιδρομές. Υπήρχαν παράθυρα στον εξωτερικό τοίχο πολύ κοντά στο έδαφος – απαράδεκτο για ένα καθώς πρέπει φρούριο. Έβλεπες ακόμα και κάτι παράξενες μικρούτσικες πόρτες εδώ κι εκεί, έτσι που να είναι πανεύκολο να μπαινοβγαίνεις στο κάστρο χωρίς να χρειάζεται να περνάς από τον αυλόγυρο. Η Τζιλ κι ο Ευστάθιος ένιωσαν ν’ ανεβαίνει το ηθικό τους. Το Χάρφανγκ τούς φαινόταν πιο φιλικό και λιγότερο απειλητικό.

Στην αρχή τρόμαξαν όταν είδαν πόσο ψηλός και πόσο απότομος ήταν ο γκρεμός, αμέσως όμως πρόσεξαν ότι υπήρχε ένας ευκολότερος τρόπος για ν’ ανέβουν από ένα δρόμο στ’ αριστερά που ανηφόριζε με κορδέλες κατά το κάστρο. Πανδύσκολο ν’ ανέβεις, μετά μάλιστα από το κοπιαστικό ταξίδι που είχαν κάνει. Η Τζιλ κόντεψε να τα παρατήσει. Χρειάστηκε να τη βοηθήσουνε ο Ευστάθιος κι ο Λασπομούρμουρος στα τελευταία εκατό μέτρα. Όμως με τα πολλά φτάσανε μπροστά στην πύλη. Η σιδερένια πόρτα του κάστρου ήταν ανεβασμένη και η πύλη ανοιχτή.

Όση κούραση και να την έχεις, χρειάζονται κότσια για να πας να στηθείς μπροστά στην πόρτα κάποιου γίγαντα. Παρά τις προηγούμενες επιφυλάξεις που είχε ο Λασπομούρμουρος για το Χάρφανγκ, ήταν αυτός που έδειξε το μεγαλύτερο κουράγιο.

«Να βλέπω σταθερό βήμα!» είπε. «Όχι φοβισμένο ύφος ό,τι κι αν γίνει. Κάναμε τη μεγαλύτερη ανοησία στον κόσμο και που ήρθαμε: μια κι είμαστε όμως εδώ, καλά θα κάνουμε να δείχνουμε θαρρετοί.»

Και μ’ αυτά τα λόγια προχώρησε κατά την πύλη, στάθηκε ακίνητος κάτω από την αψίδα, όπου η αντήχηση θα βοηθούσε τη φωνή του και φώναξε μ’ όλη του τη δύναμη.

«Έι! Θυρωρός! Ξένοι ζητούν κατάλυμα!»

Κι όσο περίμενε να εμφανιστεί κάποιος, έβγαλε το καπέλο του και τίναξε το σωρό το χιόνι που είχε μαζευτεί και βάραινε στο φαρδύ μπορ.

«Ξέρεις κάτι;» ψιθύρισε ο Ευστάθιος στην Τζιλ. «Μπορεί να ’ναι γρουσούζης, αλλά το λέει η περδικούλα του.»

Μια πόρτα άνοιξε που άφησε να βγει η υπέροχη λάμψη από φλόγες φωτιάς κι εμφανίστηκε ο Θυρωρός. Η Τζιλ δάγκωσε τα χείλη της από φόβο μην τυχόν της ξεφύγει κάποια κραυγή. Δεν ήταν ο απόλυτα τεράστιος γίγαντας· δηλαδή, ήταν κάπως ψηλότερος από μια μηλιά, ας πούμε, αλλά όχι και τόσο ψηλός όσο ένα τηλεγραφόξυλο. Είχε αγκαθωτό κόκκινο μαλλί και φορούσε ένα δερμάτινο γιλέκο με μεταλλικές πλακέτες κολλημένες απάνω, έτσι που να μοιάζει σαν καμιά πανοπλία, γυμνά γόνατα (με τρίχα, άλλο πράμα!) και στις γάμπες του είχε κάτι πράματα σαν γκέτες. Έσκυψε και με μάτια γουρλωμένα κοίταξε το Λασπομούρμουρο.

«Ελόγου σου τι σόι πλάσμα λες πως είσαι» είπε.

Η Τζιλ πήρε την κατάσταση στα χέρια της. «Σας παρακαλώ» είπε φωνάζοντας δυνατά για να την ακούσει ο γίγαντας. «Η Κυρία με το Πράσινο Πέπλο στέλνει τους χαιρετισμούς της στο Βασιλιά των Ευγενικών Γιγάντων κι επίσης στέλνει εμάς, τα παιδιά του Νότου, και το Βαλτο-Ψηλολέλεκα από δω, (τ’ όνομά του είναι Λασπομούρμουρος) για τη Γιορτή του Φθινοπώρου – αν βέβαια δεν ενοχλούμε» πρόσθεσε.

«Α-χα!» είπε ο Θυρωρός. «Έτσι πες ντε. Κοπιάστε, ανθρωπάκια μου, κοπιάστε. Καλύτερα να κάτσετε στον ξενώνα, ώσπου να στείλω εγώ μήνυμα στο Μεγαλειότατο.» Για λίγο περιεργάστηκε τα παιδιά. «Μωρ’ τι μπλαβά μούτρα» είπε. «Δεν το ’ξερα πως έχουν τέτοιο χρώμα. Όχι πως εμένα με κόφτει. Όμως βλέπω ότι εσείς το θαρρείτε για όμορφο. Τα σκαθάρια γουστάρουν τα σκαθάρια καταπώς λένε.»

«Το πρόσωπό μας είναι μπλαβό από το κρύο» είπε η Τζιλ. «Δεν είναι αυτό το πραγματικό μας χρώμα.»

«Ε, τότε μπείτε μέσα να ζεσταθεί το κοκαλάκι σας. Κοπιάστε, γαριδούλες μου!» είπε ο Θυρωρός. Τον ακολούθησαν στον ξενώνα. Και μολονότι ήταν μάλλον τρομαχτικό ν’ ακούς εκείνη την τεράστια πόρτα να κλείνει με πάταγο πίσω σου, ωστόσο τον ξέχασαν ολότελα με το που είδαν – αυτό που λαχταρούσε η ψυχή τους από την ώρα που κάτσανε να φάνε την περασμένη νύχτα – φωτιά. Και τι φωτιά! Έμοιαζε λες και κόρωναν τέσσερα πέντε ολάκερα δέντρα, κι έκανε τόση ζέστη που έπρεπε να στέκονται κάποια μέτρα μακριά. Σωριάστηκαν κι οι τρεις τους στο τούβλινο πάτωμα, πλησιάζοντας όσο άντεχαν τη ζέστη, και βαθιαναστενάζοντας με ανακούφιση.

«Ε, συ, μικρέ!» είπε ο Θυρωρός σ’ έναν άλλο γίγαντα που καθόταν στην άκρη του δωματίου, κοιτάζοντας τους επισκέπτες με τέτοια επιμονή που θα ’λεγες ότι τα μάτια του θα βγαίναν έξω. «Για πετάξου να δώσεις ένα μήνυμα στο Παλάτι.» Κι επανέλαβε αυτά που του είχε πει η Τζιλ. Ο νεαρός γίγαντας, αφού έριξε μια τελευταία επίμονη ματιά, χαχάνισε βροντερά και βγήκε από το δωμάτιο.

«Και τώρα, Βατραχάκι» είπε ο Θυρωρός στο Λασπομούρμουρο, «σαν να μου φαίνεται πως θες να ξεδώσεις λιγουλάκι». Έφερε μια μαύρη μποτίλια ακριβώς σαν αυτήν που είχε κι ο Λασπομούρμουρος, μόνο που ήταν καμιά εικοσαριά φορές μεγαλύτερη. «Για να δούμε… Για να δούμε…» είπε ο Θυρωρός. «Έτσι και σου δώσω κούπα, σε βλέπω να πηγαίνεις από πνιγμό. Για να δούμε. Να το! Αυτή η αλατιέρα είναι ό,τι χρειάζεται. Κοίτα μην κάνεις κουβέντα στο Παλάτι, κακομοίρη μου, γιατί χάθηκες. Και δε θα ’ναι από δικό μου φταίξιμο.»

Η αλατιέρα δεν έμοιαζε και πολύ με τις δικές μας. Ήταν πιο στενή και ψηλή, αλλά για κούπα ήταν ό,τι έπρεπε για το Λασπομούρμουρο· ο γίγαντας την ακούμπησε πάνω στο πάτωμα, δίπλα του. Τα παιδιά περίμεναν ότι με την καχυποψία που είχε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας για τους Ευγενικούς Γίγαντες, θα το αρνιόταν. Εκείνος όμως μουρμούρισε: «Τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε». Ύστερα πήρε το ποτό και το μύρισε. «Από άρωμα καλά πάμε» είπε. «Αλλά αυτό δεν αρκεί. Για να σιγουρευτούμε» και ρούφηξε μια γουλιά. «Κι από γεύση πάμε καλά» είπε. «Καλά δηλαδή για μια πρώτη γουλιά. Για να δούμε πώς πάει παρακάτω.» Ρούφηξε κι άλλο. «Μμ!» είπε. «Να ’ναι όμως το ίδιο μέχρι το τέρμα;» και ήπιε κι άλλο. «Να δείτε που κάτι κακό θα ’χει στον πάτο, δε θέλει ρώτημα» είπε κι αποτέλειωσε το ποτό. Έγλειψε τα χείλια του και μετά γύρισε κι είπε στα παιδιά. «Όπως καταλαβαίνετε, αυτό θα ’ναι μια δοκιμή. Έτσι και με δείτε να διπλώνομαι στα δυο, ή να γίνομαι χίλια κομμάτια ή να μεταμορφώνομαι σε σαύρα, ή κάτι τέτοιο, τότε θα ξέρετε ότι δεν πρέπει ν’ αγγίξετε τίποτε απ’ ό,τι σας προσφέρουν.» Όμως ο γίγαντας που βρισκόταν αρκετά μακριά για να ακούσει όλα αυτά που έλεγε ο Λασπομούρμουρος μέσα από τα χείλια του, τραντάχτηκε από ένα βροντερό γέλιο και είπε: «Λοιπόν, Βατραχάκι, είσαι λεβέντης! Κοιτάξτε πώς το κατέβασε!»

«Όχι λεβέντης… Βαλτο-Ψηλολέλεκας» απάντησε ο Λασπομούρμουρος κι η φωνή του ακούστηκε λιγάκι αβέβαιη. «Ούτε και βάτραχος: Βαλτο-Ψηλολέλεκας».

Εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε πίσω τους και μπήκε ο νεαρός γίγαντας λέγοντας: «Τώρα δα πάνε στην αίθουσα του θρόνου».

Τα παιδιά σηκώθηκαν, αλλά ο Λασπομούρμουρος έμενε ακόμα καθιστός κι έλεγε: «Βαλτο-Ψηλολέλεκας. Βαλτο-Ψηλολέλεκας. Και μάλιστα ένας αξιοσέβαστος Βαλτο-Ψηλολέλεκας. Σεβαστο-Ψηλολέλεκας».

«Για δείξ’ τους να πάνε, μικρέ» είπε ο Θυρωρός. «Κι όσο για το Βατραχάκι, σήκωσ’ το στα χέρια. Μια γουλιά παραπάνω κατέβασε κι είναι στουπί.»

«Δεν τρέχει τίποτα» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Όχι βατραχάκι! Δεν τρέχει τίποτα. Εγώ είμαι αξιοσεβάλτος».

Όμως ο νεαρός γίγαντας τον άρπαξε από τη μέση κι έκανε νόημα στα παιδιά να τον ακολουθήσουν. Έτσι, μ’ αυτόν τον αναξιοπρεπή τρόπο, διασχίσανε τον αυλόγυρο. Ο Λασπομούρμουρος φυλακισμένος στη χούφτα του γίγαντα, με τα πόδια να κλοτσάνε στον αέρα, έμοιαζε με βατράχι και πολύ μάλιστα. Όμως τα παιδιά δεν είχαν τον καιρό να το προσέξουν, γιατί δεν άργησαν να μπουν στην κυρία είσοδο του κεντρικού κάστρου – η καρδιά τους και των δυο χτυπούσε γρηγορότερα από ποτέ. Αφού πέρασαν από ένα σωρό διαδρόμους κυνηγώντας τα βήματα του γίγαντα, βρέθηκαν στο εκτυφλωτικό φως μιας τεράστιας αίθουσας. Οι λάμπες άστραφταν κι η φωτιά στο τζάκι τριζοβολούσε· τ’ αντιφέγγισμά τους έπαιζε πάνω στα επιχρυσωμένα στολίδια της οροφής και της κορνίζας. Αριστερά και δεξιά στέκονταν τόσοι γίγαντες που ούτε να τους μετρήσουν δεν μπορούσαν· όλοι ντυμένοι με υπέροχους χιτώνες. Στο βάθος, θρονιασμένοι δυο τεράστιοι όγκοι, κατά τα φαινόμενα, ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα.

Σταμάτησαν κάπου έξι μέτρα μακριά τους. Ο Ευστάθιος και η Τζιλ έκαναν μια αδέξια προσπάθεια να υποκλιθούν (στην Πειραματική Σχολή η υπόκλιση τους μάρανε), ενώ ο νεαρός γίγαντας απίθωσε το Λασπομούρμουρο με προσοχή κάτω στο πάτωμα. Εκείνος σωριάστηκε σε μια στάση που θα μπορούσαμε να την πούμε καθιστή. Για να πούμε την αλήθεια, μ’ εκείνα τα μακριά χέρια και πόδια που είχε, έμοιαζε καταπληκτικά με τεράστια αράχνη.

Загрузка...