ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ Τα Έγκατα της Γης χωρίς Βασίλισσα

Ένιωθαν όλοι τους ότι την άξιζαν αυτή την «ανάσα» όπως έλεγε κι ο Ευστάθιος. Η Μάγισσα είχε κλειδώσει την πόρτα και είχε δώσει εντολή στους φρουρούς να μην την ενοχλήσουν. Έτσι, για την ώρα, δεν υπήρχε κίνδυνος να τους διακόψει κανένας. Πρώτη τους δουλειά, φυσικά, ν’ ασχοληθούν με το καμένο πόδι του Λασπομούρμουρου. Πήραν δυο καθαρά πουκάμισα από την κρεβατοκάμαρα του Πρίγκιπα, τα σκίσανε λουρίδες λουρίδες, τις αλείψανε καλά από τη μέσα μεριά με βούτυρο και λάδι από τις σαλάτες που είχαν ξεμείνει πάνω στο τραπέζι, και πέτυχαν ένα κατασκεύασμα κάτι μεταξύ αλοιφής και σάλτσας. Τύλιξαν το πόδι του Λασπομούρμουρου κι ύστερα κάθισαν όλοι τους να πιουν κάτι να δροσιστούν και να καταστρώσουν σχέδια για την απόδρασή τους από τα Έγκατα της Γης.

Ο Ριλιανός τους εκμυστηρεύτηκε ότι υπήρχαν ένα σωρό έξοδοι για να βγουν στην επιφάνεια. Κατά καιρούς είχε περάσει από τις πιο πολλές. Δεν είχε βγει όμως ποτέ μοναχός του· πάντα με τη Μάγισσα· και πάντα, για να φτάσουν σ’ αυτές τις εξόδους, πρώτα διέσχιζαν με καράβι την Ανήλιαγη Θάλασσα. Τώρα άντε βρες τι θα ’λεγαν οι Εγκατωκοσμίτες αν τον βλέπανε να εμφανίζεται στο μόλο δίχως τη Μάγισσα, να γυρεύει ένα καράβι και να ’χει μαζί του και τρεις ξένους. Το πιο πιθανό ήταν ν’ αρχίσουν να κάνουν παράξενες ερωτήσεις. Από την άλλη μεριά, η καινούρια έξοδος, εκείνη εκεί που ετοίμαζαν για την εισβολή στον Επάνω Κόσμο ήταν μεσόγεια κι η πιο κοντινή. Ο Πρίγκιπας ήξερε ότι τα έργα κόντευαν να τελειώσουν έμεναν μοναχά λίγα μέτρα σκάψιμο για να βγουν έξω στον καθαρό αέρα. Διόλου απίθανο και να την είχαν τελειώσει ως εκείνη τη στιγμή. Μπορεί η Μάγισσα να είχε έρθει να του το αναγγείλλει για ν’ αρχίσουν την επίθεση. Όμως, ακόμα κι αν δεν είχαν τελειώσει, θα μπορούσαν να σκάψουν και μόνοι τους και να βγουν μέσα σε λίγες ώρες – το θέμα ήταν να φτάσουν εκεί χωρίς να τους σταματήσει κανείς και χωρίς να βρουν τίποτε φρουρούς στο σημείο που γίνονταν τα έργα. Αλλά αυτές ήταν όλες κι όλες οι δυσκολίες.

«Αν με ρωτάτε εμένα…» άρχισε να λέει ο Λασπομούρμουρος, όταν τον έκοψε ο Ευστάθιος.

«Δε μου λέτε» είπε, «τι θόρυβος είναι αυτός;»

«Κι εγώ γι’ αυτό σπάω το κεφάλι μου εδώ κι ώρα!» είπε η Τζιλ.

Στην πραγματικότητα και οι τρεις τους τον άκουγαν αυτό το θόρυβο που, όμως, από την ώρα που άρχισε κι ύστερα, μεγάλωνε τόσο αργά που δεν ξέρανε ακριβώς πότε τον πρωτοπρόσεξαν. Για κάποιο διάστημα έμοιαζε με μια απροσδιόριστη αναταραχή, κάτι σαν απαλός άνεμος, ή το πηγαινέλα αυτοκινήτων που ’ρχόταν από μακριά. Μετά δυνάμωσε κάπως, θα το ’λεγες σαν μουρμουρητό της θάλασσας. Ύστερα, έφτανε στ’ αυτιά σου βαβούρα κι αναταραχή. Τώρα πια άκουγες ξεκάθαρα φωνές και μια αδιάκοπη βουή που σίγουρα δεν ήταν από φωνές.

«Μα το Λιοντάρι» είπε ο Πρίγκιπας Ριλιανός, «θαρρείς και τούτη η σιωπηλή χώρα βρήκε ξάφνου τη λαλιά της!» Σηκώθηκε, πήγε κατά το παράθυρο και παραμέρισε τις κουρτίνες. Οι άλλοι στριμώχτηκαν κι αυτοί κοντά του για να δουν έξω.

Το πρώτο που πρόσεξαν ήταν μια μεγάλη κόκκινη λάμψη. Ένα κόκκινο μπάλωμα από την αντανάκλασή της φαινόταν πάνω στην οροφή του Κόσμου στα Έγκατα της Γης, χιλιάδες μέτρα ψηλά. Έτσι μπορούσαν τώρα να δουν ένα πέτρινο ταβάνι που θα πρέπει να είχε μείνει κρυμμένο στο σκοτάδι από τότε που πλάστηκε ο κόσμος. Αυτή η λάμψη ερχόταν από την άλλη άκρη της πόλης, φωτίζοντας πολλά τεράστια κτίρια που πριν έστεκαν σκοτεινά και ζοφερά. Έριχνε το φως της και χαμηλά, φωτίζοντας έτσι πολλούς δρόμους που ξεκίναγαν από κει και φτάναν μέχρι το κάστρο. Σ’ αυτούς λοιπόν τους δρόμους συνέβαινε κάτι πολύ παράξενο. Εκείνα τα σιωπηλά πλάσματα που τα ’χαν δει να βαδίζουν πατείς με πατώ σε είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους, έβλεπες να ξεπετάγονται σιλουέτες, μια μια, δυο δυο ή και περισσότερες. Φέρνονταν σαν να θέλαν να κρυφτούν: γλιστρούσαν στη σκιά πίσω από κολόνες ή μέσα σε εισόδους κι ύστερα, στις ανοιχτοσιές έτρεχαν γρήγορα για να τις διασχίσουν και να χωθούν σε καινούριες κρυψώνες. Όμως το πιο παράξενο πράμα για κάποιον που ήξερε τα πλάσματα αυτά, ήταν ο θόρυβος που κάναν. Φωνές ακόμα και κραυγές έρχονταν από κάθε μεριά. Κάτω όμως από το λιμάνι ανέβαινε ένα χαμηλό βουητό που γινόταν ολοένα και πιο δυνατό ώσπου στο τέλος έμοιαζε να συγκλονίζει ολάκερη την πόλη.

«Μα τι απόγιναν οι Εγκατωκοσμίτες;» ρώτησε ο Ευστάθιος. «Αυτοί είναι που φωνάζουν έτσι;»

«Πολύ αμφιβάλλω», είπε ο Πρίγκιπας. «Σ’ όλα τα φοβερά χρόνια της αιχμαλωσίας μου δεν άκουσα αυτούς τους ταλαίπωρους να βγάζουν μιλιά, όχι να φωνάζουν. Θα πρόκειται για καινούριες διαβολιές, δεν αμφιβάλλω.»

«Κι εκείνο το κόκκινο φως τι να ’ναι;» ρώτησε η Τζιλ. «Να ’ναι πυρκαγιά;»

«Αν ρωτάτε εμένα» είπε ο Λασπομούρμουρος, «θα ’λεγα ότι είναι φωτιές από το κέντρο της Γης που εκτοξεύονται για να φτιάξουν κανένα καινούριο ηφαίστειο. Και να δείτε που θα βρεθούμε εμείς στην καρδιά του, δε θέλει ρώτημα».

«Δείτε εκείνο το καράβι!» φώναξε ο Ευστάθιος. «Καλέ, πώς πάει έτσι γρήγορα; Και δεν τραβάει κανείς κουπί!»

«Κοιτάξτε, κοιτάξτε!» είπε ο Πρίγκιπας. «Το καράβι έφτασε κιόλας στην άλλη άκρη του λιμανιού – βγαίνει στο δρόμο! Κοιτάξτε! Όλα τα πλοία τραβάνε για την πόλη! Μα το κεφάλι μου το ίδιο, η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει! Θα μας προλάβει η πλημμύρα. Να ’ναι ευλογημένος ο Ασλάν, τούτο το κάστρο είναι ψηλά. Όμως το νερό ανεβαίνει φοβερά γρήγορα.»

«Μα τι στο καλό συμβαίνει;» φώναξε η Τζιλ. «Φωτιές, πλημμύρες κι όλος αυτός ο κόσμος που τρέχει στους δρόμους να κρυφτεί…»

«Να σου πω εγώ τι συμβαίνει» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Εκείνη η αφορεσμένη η Μάγισσα άφησε πίσω της μια σειρά από μάγια έτσι ώστε, σε περίπτωση που θα τη σκότωναν, την ίδια στιγμή να γίνει ρημαδιό όλο της το βασίλειο. Ήταν ο τύπος που δε θα χολόσκαγε ακόμα και να πεθάνει, φτάνει αυτός που την καθάρισε να πάει από φωτιά, σεισμό ή καταποντισμό σ’ ένα πεντάλεπτο μέσα.»

«Το βρήκες, φίλε μου» είπε ο Πρίγκιπας. «Την ώρα που το σπαθί μας έπαιρνε το κεφάλι της Μάγισσας, εκείνο το χτύπημα έβαζε τέλος σ’ όλα της τα μάγια, και τώρα οι Χώρες στα Έγκατα της Γης καταρρέουν. Είμαστε μάρτυρες του τέλους του Κόσμου της Αβύσσου.»

«Έτσι όπως το ’πες είναι, Κύριέ μου» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Εκτός κι αν πρόκειται για το τέλος όλου του κόσμου.»

«Και δε μου λέτε; Θα καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια και θα κοιτάμε; είπε η Τζιλ με κομμένη την ανάσα.

«Δε θα το συμβούλευα!» είπε ο Πρίγκιπας. «Πρώτη μου δουλειά να σώσω τ’ άλογό μου, το Μαυρούκο, και τη Νυφάδα της Μάγισσας (τέτοιο ευγενικό ζώο, τού αξίζει καλύτερη αφέντρα). Και τα δυο σταβλίζονται στην αυλή. Κι ευθύς ύστερα, να τραβήξουμε για κανένα ύψωμα κι ας προσευχηθούμε να βρεθεί διέξοδος. Αν παραστεί ανάγκη θα καβαλικέψουμε δυο δυο σε κάθε άλογο κι αν δε γίνεται αλλιώς και χωθούμε στο νερό, ας ελπίσουμε ότι θα τα βγάλουν πέρα και με την πλημμύρα.»

«Ο Υψηλότατος δε θα φορέσει την πανοπλία; ρώτησε ο Λασπομούρμουρος. «Δε μου πολυαρέσουν εκείνοι κει» κι έδειξε τον κόσμο κάτω στους δρόμους. Μπουλούκια μπουλούκια τούτα τα πλάσματα (και τώρα που είχαν πλησιάσει ήταν φανερό πως ήταν Εγκατωχωρίτες) ανηφόριζαν από το λιμάνι. Δε διαφέρανε από σημερινούς στρατιώτες την ώρα της επίθεσης, τη μια να ορμούν, την άλλη να καλύπτονται, με μόνο τους μέλημα να μην τους δουν από τα παράθυρα του κάστρου.

«Ούτε που θέλω να ξαναβρεθώ μέσα σ’ εκείνη την πανοπλία!» είπε ο Πρίγκιπας. «Όποτε ήμουνα καβάλα στο φαρί μου φορώντας τη, ένιωθα λες και βρισκόμουνα σε κινητό μπουντρούμι. Αποπνέει μάγια και σκλαβιά. Όμως θα πάρω μοναχά την ασπίδα.»

Βγήκε από το δωμάτιο κι όταν γύρισε ένα λεπτό αργότερα, τα μάτια του είχαν ένα παράξενο φως.

«Κοιτάξτε, φίλοι μου» είπε κρατώντας ψηλά την ασπίδα για να τη δουν. «Μια ώρα πριν ήταν μαύρη, δίχως σχέδια. Κοιτάξτε την τώρα!» Η ασπίδα άστραφτε σαν να ’ταν από ασήμι και στη μέση, πιο κόκκινη κι από αίμα ή από κεράσι, είχε τη φιγούρα του Λιονταριού.

«Το δίχως άλλο» είπε ο Πρίγκιπας, «αυτό είναι σημάδι ότι ο Ασλάν θα είναι ο καλός μας Κύριος, είτε θέλει το θάνατό μας είτε τη ζωή μας. Η συμβουλή μου τώρα είναι να γονατίσουμε όλοι και να φιλήσουμε τη μορφή του, κι ύστερα να δώσουμε τα χέρια σαν φίλοι αληθινοί που μπορεί σύντομα να χωρίσουν. Κι ύστερα, ας κατεβούμε κάτω στην πόλη κι ας ζήσουμε τούτη την περιπέτεια που μας έχει σταλεί».

Κι όλοι συμμορφώθηκαν με τα λόγια του Πρίγκιπα. Όταν ο Ευστάθιος χαιρετήστηκε με την Τζιλ, της είπε: «Γεια χαρά, Τζιλ. Συγγνώμη, μωρέ, που ήμουνα τόσο φοβιτσιάρης και ζοχάδας! Κοίτα να φτάσεις σπίτι καλά» και η Τζιλ είπε: «Γεια χαρά, Ευστάθιε, και συγγνώμη που συνέχεια σου κόλλαγα». Και για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν τα μικρά τους ονόματα, κάτι που δε συνηθιζόταν στο σχολείο τους.

Ο Πρίγκιπας ξεκλείδωσε την πόρτα και ξεχύθηκαν όλοι μαζί στις σκάλες: οι τρεις τους κραδαίνοντας τα γυμνά σπαθιά τους, η Τζιλ ένα μαχαίρι. Οι φρουροί είχαν εξαφανιστεί και η μεγάλη αίθουσα στο τέλος της σκάλας ήταν άδεια. Οι γκρίζες, μελαγχολικές λάμπες έκαιγαν ακόμα, και στο φως τους δεν είχαν την παραμικρή δυσκολία να περνούν τις γαλαρίες, τη μια μετά την άλλη, και να κατεβαίνουν τις σκάλες, τη μια μετά την άλλη. Εδώ κάτω δεν έφτανε τόσο καθαρά ο θόρυβος από την πόλη έτσι όπως πάνω στο δωμάτιο. Μέσα στο κάστρο, παντού νέκρα και εγκατάλειψη. Και, ξαφνικά, κάνουν να στρίψουν μια γωνία για να μπουν στη μεγάλη αίθουσα στο ισόγειο και πέφτουν πάνω σ’ έναν Εγκατωκοσμίτη, τον πρώτο που έβλεπαν. Ήταν ένα χοντρό, ασπρουδερό πλάσμα με μια μούρη γουρουνίσια που χλαπάκιαζε όσα αποφάγια είχαν ξεμείνει πάνω στα τραπέζια. Πάτησε ένα γρύλισμα (ολόιδιο με γουρουνιού) και χώθηκε κάτω από έναν πάγκο τραβώντας τη μακριά ουρά του πριν προλάβει να την τσακώσει ο Λασπομούρμουρος. Από κει όρμησε κατά την αντικρινή πόρτα με τέτοια σβελτάδα που δεν τον πρόλαβε κανείς.

Από την τραπεζαρία βγήκαν στην αυλή. Η Τζιλ που στις διακοπές είχε κάνει μαθήματα ιππασίας, πρόσεξε αμέσως ότι εκεί μύριζε σταβλίλα (μια μυρωδιά γνώριμη, ευπρόσδεκτη και σχεδόν ευχάριστη για ένα μέρος σαν τούτο τον Κόσμο). Εκείνη τη στιγμή, ο Ευστάθιος φώναξε, «Ποπό! Κοιτάχτε εκεί!» Μια καταπληκτική ρουκέτα είχε εκσφενδονιστεί από κάποιο σημείο πίσω από τα τείχη του κάστρου για να σκορπίσει σε πράσινα αστέρια.

«Βεγγαλικά!» είπε η Τζιλ απορημένη.

«Ναι» είπε ο Ευστάθιος, «αλλά μη μου πεις τώρα ότι μπορεί αυτά τα πλάσματα εδώ να τ’ αμολάνε για να κάνουν κέφι; Κάποιο σινιάλο θα ’ναι».

«Και σίγουρα όχι καλό για μας, θα πρέπει να πω» είπε ο Λασπομούρμουρος.

«Φίλοι μου» είπε ο Πρίγκιπας, «από την ώρα που ένας άντρας έχει ριχτεί σε μια περιπέτεια σαν τη δική μας, πρέπει ν’ αποχαιρετήσει και την ελπίδα και το φόβο, αλλιώς, ούτε ο θάνατος ούτε η ελευθερία αρκούν για να σώσουν την τιμή του ή τους στόχους του. Να τα τά κουκλιά μου! (Εκείνη τη στιγμή άνοιγε την πόρτα του στάβλου). Ήσυχα, Μαυρούκο! Έλα, φρόνιμα, Νυφάδα! Δε σας ξεχάσαμε!»

Τα άλογα ήταν και τα δυο τρομαγμένα με τα φώτα τα παράξενα και το θόρυβο. Η Τζιλ, που είχε δείξει τόσο φοβιτσιάρα όταν ήταν να περάσει από κείνη τη σκοτεινή τρύπα που χώριζε τις δυο σπηλιές, τώρα ένιωθε άφοβη ανάμεσα στ’ άλογα που χτυπούσαν τα πόδια τους και ρουθούνιζαν. Η Τζιλ κι ο Πρίγκιπας έβαλαν σέλες και χαλινάρια στ’ άλογα μέσα σε λίγα λεπτά. Φαίνονταν όμορφα σα βγήκαν έξω στην αυλή τινάζοντας ψηλά το κεφάλι. Η Τζιλ κι ο Λασπομούρμουρος καβάλησαν τη Νυφάδα. Ο Ευστάθιος ανέβηκε πισωκάπουλα με τον Πρίγκιπα μαζί, πάνω στο Μαυρούκο. Πέρασαν την κεντρική πύλη και βγήκαν έξω στο δρόμο καβάλα πάνω στ’ άλογα με τις οπλές τους ν’ αντιλαλούν ολόγυρα.

«Από τσουρούφλισμα στη φωτιά, δε μας βλέπω να διατρέχουμε μεγάλο κίνδυνο. Να η καλή πλευρά» είπε ο Λασπομούρμουρος κι έδειξε δεξιά. Εκεί, ούτε εκατό μέτρα μακριά, το νερό έγλειφε τους τοίχους των σπιτιών.

«Κουράγιο!» είπε ο Πρίγκιπας. «Ο δρόμος εκεί κατεβαίνει απότομα. Το νερό έχει φτάσει στα μισά μόνο του ψηλότερου λόφου στην πόλη. Μπορεί να ’φτασε τόσο κοντά το πρώτο ημίωρο, αλλά δε σημαίνει ότι θα συνεχίσει να πλησιάζει τις επόμενες δυο ώρες. Εγώ περισσότερο φοβάμαι εκείνον εκεί…» και με το σπαθί του έδειξε έναν ψηλέα τεραστίων διαστάσεων με κάτι χαυλιόδοντες αγριογούρουνου· ξοπίσω του ακολουθούσαν έξι άλλοι τύποι, ό,τι μπόι και σουλούπι φαντάζεται κανείς, που μόλις είχαν ξετρυπώσει από ένα παραδρόμι κι αμέσως χώθηκαν στους ίσκιους των σπιτιών για να μην τους βλέπει κανείς.

Ο Πρίγκιπας τους οδηγούσε με στόχο πάντα την κόκκινη λάμψη, λίγο αριστερότερα. Το σχέδιό του ήταν να προχωρήσει γύρω από τη φωτιά (αν ήταν φωτιά) και ν’ ανέβουν σε υψηλότερο έδαφος, με την ελπίδα ότι μπορεί να ’βρισκαν το δρόμο για τις καινούριες εκσκαφές. Αντίθετα με τους τρεις άλλους, ο Πρίγκιπας φαινόταν να ’χει κέφια. Σφύριζε καθώς προχωράγαν, και τραγουδούσε αποσπάσματα από ένα παλιό τραγούδι για τον Κόριν, τη Γροθιά-Κεραυνό της Αρχελάνδης. Η αλήθεια είναι πως ήταν τόσο ευτυχισμένος που είχε λευτερωθεί από τα γητέματα μετά από τόσον καιρό που, συγκριτικά, όλοι οι τωρινοί κίνδυνοι του φαίνονταν παιχνιδάκι. Τους άλλους τρεις όμως τους κοψοχόλιαζε αρκετά τούτο το ταξίδι.

Από πίσω τους γινόταν χαμός από καράβια που συγκρούονταν και συντρίβονταν, και σαματάς μεγάλος από κτίρια που κατέρρεαν. Πάνω από τα κεφάλια τους απλωνόταν εκείνο το μεγάλο μπάλωμα, το ανατριχιαστικό φως που ερχόταν από την οροφή του Κάτω Κόσμου. Μπροστά τους έφεγγε η μυστηριώδης λάμψη, που δεν έμοιαζε να μεγαλώνει. Από την ίδια κατεύθυνση ερχόταν ένα ασταμάτητο νταβαντούρι από φωνές, κραυγές, γιουχαίσματα, χαχανιτά, στριγκλιές, και μουγκρίσματα· και όλων των ειδών τα βεγγαλικά που υψώνονταν μέσα στο σκοτάδι. Κανένας τους δεν μπορούσε να βγάλει άκρη τι σήμαιναν όλα αυτά. Πιο σιμά τους, κάποιο κομμάτι τής πόλης φωτιζόταν από την κόκκινη λάμψη και κάποιο άλλο από ολωσδιόλου διαφορετικό φως, αυτό που έβγαινε από τις λάμπες που κρατούσαν οι φοβεροί Εγκατωκοσμίτες. Υπήρχαν όμως και πολλά τμήματα της πόλης που παρέμεναν θεοσκότεινα, γιατί δεν τα φώτιζε κανένα από αυτά τα φώτα. Κι οληώρα έβλεπες σιλουέτες πότε να ξεπετάγονται και πότε να κρύβονται, πάντα με τα μάτια καρφωμένα πάνω στους ταξιδιώτες, πάντα φροντίζοντας οι ίδιοι να μη φαίνονται. Ήταν μεγαλοπρόσωποι ή μικροπρόσωποι, με μάτια τεράστια σαν των ψαριών και μικρούτσικα σαν της αρκούδας. Είχαν φτερά ή γουρουνότριχα, κέρατα και χαυλιόδοντες, μύτες σαν κορδονέτα και σαγόνια τόσο μακριά που μοιάζαν με γενειάδες. Κάθε λίγο και λιγάκι ένα τσούρμο από δαύτους παραμεγάλωνε ή παραζύγωνε. Τότε ο Πρίγκιπας κράδαινε το σπαθί του κι έκανε πως τάχαμου θα όρμαγε καταπάνω τους. Και τότε εκείνοι πατώντας γρυλίσματα, τσιρίδια και κακαρίσματα, βουτούσαν μέσα στα σκοτάδια ξανά και χάνονταν.

Αφού ανηφόρισαν πολλούς απότομους δρόμους και απομακρύνθηκαν από την πλημμύρα κι έφτασαν πέρα από την πόλη, προς την ενδοχώρα, τα πράγματα γίναν ακόμα πιο δύσκολα. Βρίσκονταν τώρα πιο κοντά στην κόκκινη λάμψη και σχεδόν στο ίδιο ύψος, αν κι ακόμα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς συνέβαινε. Ωστόσο, στο φως που σκόρπιζε η λάμψη μπορούσαν να δουν τον εχθρό τους πιο καθαρά. Εκατοντάδες – μπορεί και χιλιάδες – πλάσματα κινούνταν κατά το φως. Αυτό όμως γινόταν κατά κύματα· μετά σταματούσαν και γύριζαν και κοίταζαν τους ταξιδιώτες.

«Αν με ρωτούσε ο Υψηλότατος» είπε ο Λασπομούρμουρος, «θα έλεγα ότι αυτοί οι τύποι το ’χουν σκοπό να μας κόψουνε το δρόμο».

«Το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ, Λασπομούρμουρε» είπε ο Πρίγκιπας. «Και δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τόσους πολλούς. Ακούστε με καλά! Ας προχωρήσουμε μέχρι που να φτάσουμε κοντά σ’ εκείνο εκεί το σπίτι. Μόλις ζυγώσουμε, εσύ θα γλιστρήσεις στη σκιά. Η Δεσποσύνη κι εγώ θα προχωρήσουμε λίγο. Μερικοί από αυτούς τους διαβόλους θα μας ακολουθήσουν, δεν αμφιβάλλω· πληθαίνουν πίσω μας. Εσύ λοιπόν που διαθέτεις μακριά χέρια, πιάσε έναν ζωντάνο αν μπορείς, την ώρα που θα περνάει μπροστά από την κρυψώνα σου. Μπορεί να καταφέρουμε να μάθουμε τι θέλουνε ή γιατί τα ’χουνε μαζί μας.»

«Ναι, όμως τότε δε θα μας ριχτούνε όλοι οι άλλοι για να σώσουνε αυτόν που θα πιάσουμε;» είπε η Τζιλ με μια φωνή που άδικα προσπαθούσε να την κάνει να μην τρέμει.

«Τότε, Κυρία μου» είπε ο Πρίγκιπας, «δε μένει παρά να μας δεις ν’ αφήνουμε την τελευταία μας πνοή μαχόμενοι γύρω σου, κι εσύ θα πρέπει να καταφύγεις στο Λιοντάρι. Έλα, λοιπόν, καλέ μου Λασπομούρμουρε».

Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας γλίστρησε μέσα στη σκιά με σβελτάδα αίλουρου. Οι άλλοι, για κάποιο λεπτό γεμάτο αγωνία, προχώρησαν παρά πέρα. Και ξάφνου πίσω τους ξέσπασαν κάτι κραυγές που τους πάγωσε το αίμα, μπερδεμένες με τη γνώριμη φωνή του Λασπομούρμουρου να λέει: «Πάψε ντε! Ακόμα δεν τις έφαγες και τσιρίζεις; Κοίτα καλά! Πάψε ειδαλλιώς θα σου δώσω καμιά κατραπακιά που θα ’ναι όλη δική σου. Άσε που όλοι θα νομίζουν ότι σφάζω κανένα γουρούνι!»

«Καλό κυνήγι έπιασε» είπε με θαυμασμό ο Πρίγκιπας, και τραβώντας αμέσως τα γκέμια γύρισε το Μαυρούκο πίσω και σταμάτησε στη γωνία του σπιτιού. «Ευστάθιε» είπε, «αν έχεις την καλοσύνη, πιάσε εσύ τα γκέμια». Ύστερα ξεκαβαλίκεψε και οι τρεις μαζί στάθηκαν και παρατηρούσαν σιωπηλά το θήραμα που είχε τσακώσει ο Λασπομούρμουρος και το τράβαγε στο φως. Ήταν το πιο αξιοθρήνητο και μικροσκοπικό πλάσμα, μοναχά κανά μέτρο το μπόι του. Στην κορφή του κεφαλιού του είχε κάτι σαν τούφα όρθια πριονωτή, όμοια με λειρί πετεινού (σκληρό όμως), μικρούτσικα ματάκια ροζ, και στόμα και σαγόνι τόσο μεγάλα και στρογγυλά, που η φάτσα του έμοιαζε με πυγμαίο ιπποπόταμο. Αν δε βρίσκονταν σε τόσο δύσκολη θέση, θα σκάγανε στα γέλια βλέποντάς το.

«Και τώρα, Κατωκοσμίτη» είπε ο Πρίγκιπας, και στάθηκε μπροστά του με τη μύτη του σπαθιού του κοντά στο λαιμό του αιχμάλωτου, «μίλα τίμια και θα σ’ αφήσουμε ελεύθερο. Κάνε καμιά κατεργαριά και δε θα ’σαι παρά ένας μακαρίτης Κατωκοσμίτης. Όμως, καλέ μου Λασπομούρμουρε, πώς να μιλήσει αφού του κρατάς το στόμα του κλειστό;»

«Δε μιλάει, αλλά ούτε και δαγκώνει» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Έτσι και είχα αυτά τα άχρηστα μαλακά χεράκια που έχετε του λόγου σας εσείς οι άνθρωποι (με όλο μου το σεβασμό, Υψηλότατε), τώρα θα ’μουνα μες στα αίματα. Όμως και Βαλτο-Ψηλολέλεκας να ’σαι, ε, δεν έχεις καμιά όρεξη να σου μασουλάνε τα χέρια.»

«Κατεργάρη» είπε ο Πρίγκιπας στο νάνο, «μια δαγκωματιά και πέθανες. Άφησε λεύτερο το στόμα του, Λασπομούρμουρε».

«Οο-ιι-ιι» τσίριξε το πλάσμα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης. «Άσε με να φύγω, άσε με να φύγω. Δε φταίω εγώ. Δεν το ’κανα εγώ.»

«Δεν έκανες τι;» ρώτησε ο Λασπομούρμουρος.

«Αυτό που οι Εντιμότατοι εσείς θαρρείτε πως έκανα» απάντησε το παράξενο πλάσμα.

«Πες μου τ’ όνομά σου» είπε ο Πρίγκιπας, «κι αυτά που σκαρώνετε σήμερα όλοι εσείς οι Κατωκοσμίτες».

«Σας παρακαλώ, Εντιμότατοι, καλοί μου Κύριοι» κλαψούρισε εκείνος. «Δώστε μου το λόγο σας ότι δε θα πείτε στην ευγενική Βασίλισσα τίποτε απ’ όσα θα σας πω.»

«Η ευγενική Βασίλισσα, όπως την αποκαλείς» είπε ο Πρίγκιπας σοβαρά, «είναι νεκρή. Τη σκότωσα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια».

«Τι!» φώναξε ο νάνος έκπληκτος, κι άνοιξε μια πήχη στόμα, που γίνηκε ακόμα πιο κωμικό. «Νεκρή; Η Μάγισσα νεκρή; Κι από το Αξιότιμο χέρι σας;» Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης και πρόσθεσε: «Μα τότε ο Αξιότιμος Κύριος είναι φίλος!»

Ο Πρίγκιπας τράβηξε το σπαθί του μισό πόντο πιο πίσω. Ο Λασπομούρμουρος άφησε λεύτερο το νάνο να καθίσει. Αυτός κοίταξε καλά καλά τους τέσσερις ταξιδιώτες με τα ροζ ματάκια του να πετάνε σπίθες κι αφού ξεροκατάπιε κανά δυο φορές, άρχισε:

Загрузка...