ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Μια ανακάλυψη που άξιζε τον κόπο

Αργότερα, ο Ευστάθιος κι ο Λασπομούρμουρος παραδέχτηκαν ότι εκείνη τη μέρα η Τζιλ ήταν υπέροχη. Αμέσως, μόλις ο Βασιλιάς και η υπόλοιπη παρέα των κυνηγών ξεκίνησε, εκείνη άρχισε την περιήγηση σ’ ολόκληρο το κάστρο και τη συγκέντρωση πληροφοριών όλα αυτά όμως με τόσο αθώο και παιδιάστικο ύφος, ώστε κανένας δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι είχε κάποιο μυστικό σχέδιο. Μολονότι η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι, δε σου ’ρχόταν να πεις κι ότι μιλούσε: τιτίβιζε και χαχάνιζε. Έκανε γλύκες σ’ όλους: ιπποκόμους, πορτιέρηδες, υπηρέτριες, κυρίες επί των τιμών και γίγαντες γερο-λόρδους που γι’ αυτούς οι μέρες του κυνηγιού αποτελούσαν πια παρελθόν. Μέχρι που δέχτηκε και να τη φιλήσουν και να τη χαϊδέψουν μπόλικες γιγάντισσες, μερικές από τις οποίες έδειχναν να τη λυπούνται και τη φωνάζανε «καημενούλα» αν και καμιά τους δεν εξηγούσε το γιατί. Έγινε στενή φίλη του μάγειρα κι έκανε την πλέον ενδιαφέρουσα ανακάλυψη, την ύπαρξη μιας πόρτας στη λάντζα που σ’ έβγαζε έξω από το κάστρο από ένα πέρασμα στο εξωτερικό τείχος του· έτσι, δε χρειαζόταν ούτε να διασχίσεις την αυλή ούτε να περάσεις τη μεγάλη πύλη. Στην κουζίνα η Τζιλ παρίστανε τη λαίμαργη, και κατέβαζε ό,τι αποφάγια είχαν την ευχαρίστηση να της δώσουν ο μάγειρας κι οι λαντζιέρηδες. Όμως, όσο βρισκόταν επάνω, ανάμεσα στις κυρίες, έκανε ερωτήσεις για το πώς θα ντυνόταν για τη μεγάλη γιορτή, και για το πόσο θα της επέτρεπαν να παραμείνει, και για το αν θα μπορούσε να χορέψει με κανένα μικρούλη γίγαντα. Κι ύστερα (το θυμόταν μετά και της ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι) έγερνε το κεφάλι στο πλάι μ’ εκείνο τον ηλίθιο τρόπο που οι μεγάλοι, γίγαντες ή όχι, βρίσκουν ιδιαίτερα αξιαγάπητο, τίναζε τις μπούκλες και κουνώντας το κεφάλι πέρα δώθε έλεγε: «Αχ, πόσο θα ’θελα να ήταν αύριο! Εσείς; Λέτε να περάσει γρήγορα η ώρα μέχρι τότε;» Και όλες οι γιγάντισσες έλεγαν τι γλυκό πλάσμα ήταν αυτό το παιδί· μερικές μάλιστα σκούπιζαν τα μάτια τους με κάτι τεράστια μαντίλια λες κι ήταν έτοιμες να κλάψουν.

«Τι αξιαγάπητα που είναι σ’ αυτή την ηλικία» είπε κάποια γιγάντισσα σε μια άλλη. «Τι κρίμα που…»

Ο Ευστάθιος κι ο Λασπομούρμουρος έκαναν κι αυτοί ό,τι πέρναγε απ’ το χέρι τους, αλλά σε κάτι τέτοια, τα κορίτσια τα καταφέρνουν καλύτερα από τ’ αγόρια. Και τ’ αγόρια πάλι τα καταφέρνουν καλύτερα από τους Βαλτοψηλολέλεκες.

Την ώρα του μεσημεριανού όμως συνέβη κάτι που έκανε και τους τρεις να θέλουν να εξαφανιστούν μια ώρα αρχύτερα από το κάστρο των Ευγενικών Γιγάντων. Έτρωγαν το μεσημεριανό τους στη μεγάλη τραπεζαρία σ’ ένα μικρό τραπέζι γι’ αυτούς ειδικά, κοντά στο τζάκι. Σ’ ένα μεγαλύτερο τραπέζι, καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά, γευμάτιζε μια ντουζίνα γίγαντες. Γινόταν τέτοιο νταβαντούρι με τις φωνές και τις κουβέντες τους, ώστε σε λίγη ώρα τα παιδιά έπαψαν πια να προσέχουν, έτσι όπως κι εσείς δε θα προσέχατε πια τις κόρνες έξω απ’ το παράθυρο ή τη φασαρία που έρχεται από τ’ αυτοκίνητα στο δρόμο. Έτρωγαν κρύο ζαρκάδι, κάτι που η Τζιλ δεν είχε ξαναδοκιμάσει ποτέ μέχρι τότε και της άρεσε πολύ.

Ξαφνικά ο Λασπομούρμουρος γύρισε κατά τα παιδιά και το πρόσωπό του ήταν τόσο χλομό που η χλομάδα φαινόταν ακόμα και κάτω από το φυσικό χωμάτινο δέρμα του. Είπε:

«Μη βάλετε άλλη μπουκιά στο στόμα σας!»

«Τι τρέχει;» ρώτησαν οι άλλοι δυο ψιθυριστά.

«Δεν ακούσατε τι λέγανε εκείνοι εκεί οι γίγαντες; “Τι τρυφερό μπουτάκι αυτό το ζαρκάδι!” είπε ένας. “Ωστε εκείνο τ’ άτιμο το σερνικό ήταν ψευταράς μεγάλος!” είπε άλλος. “Γιατί;” ρώτησε ο πρώτος. “Ά” έκανε ο άλλος. “Λένε ότι όταν το πιάσανε εκείνο είπε:” “Μη με σκοτώσετε! Είμαι σκληρός. Δε θα σας αρέσω”.»

Για κάποιο λεπτό, η Τζιλ δεν το έπιασε ολόκληρο το νόημα. Το ’πιασε όμως μια χαρά όταν είδε τον Ευστάθιο να γουρλώνει τα μάτια με φρίκη και να λέει:

«Δηλαδή τρώμε Ζαρκάδι που Μιλάει;»

Αυτή η ανακάλυψη δεν έκανε την ίδια εντύπωση σ’ όλους. Η Τζιλ που ήταν άβγαλτη στον κόσμο αυτό, αισθάνθηκε λύπη για το κακόμοιρο ζαρκάδι και σκέφτηκε ότι ήταν πολύ απαίσιοι οι γίγαντες που το είχαν σκοτώσει. Ο Ευστάθιος όμως που είχε ξανάρθει στον κόσμο αυτό και είχε τουλάχιστο ένα φίλο που ήταν Ζώο που Μιλούσε, εκείνος ένιωσε τρομοκρατημένος· όπως θα νιώθατε αν ακούγατε για κάποιο φόνο. Όμως ο Λασπομούρμουρος, που ήταν γέννημα θρέμμα της Νάρνια, ένιωσε να του γυρνάει το στομάχι και κόντεψε να λιποθυμήσει· όπως θα νιώθατε κι εσείς αν σας έλεγαν ότι είχατε φάει ανθρώπινο κρέας.

«Έχει πέσει πάνω μας η οργή του Ασλάν» είπε. «Αυτό συμβαίνει όταν δεν προσέχει κανείς τα σημάδια. Έχει πέσει απάνω μας κατάρα. Δε μου κάνει εντύπωση. Ας είχαμε το ελεύθερο, κι άλλο δε θα μας έμενε παρά να πάρουμε αυτά τα μαχαίρια και να τα μπήξουμε στην καρδιά μας.»

Σιγά σιγά ακόμα κι η Τζιλ άρχισε να βλέπει τα πράγματα με τη δική του ματιά. Έτσι κι αλλιώς, τους κόπηκε ολωνών η όρεξη. Και μόλις έκριναν ότι δε διατρέχανε κανένα κίνδυνο, βγήκαν στα κλεφτά έξω από την τραπεζαρία.

Πλησίαζε τώρα εκείνη η ώρα για τη μοναδική ευκαιρία που είχαν να το σκάσουν και τους είχε πιάσει όλους νευρική κατάσταση. Τριγύριζαν στους διαδρόμους περιμένοντας να καταλαγιάσουν οι θόρυβοι. Στην τραπεζαρία, οι γίγαντες, ενώ είχαν αποσώσει το φαγητό τους, συνέχιζαν να κάθονται για ώρες ατέλειωτες. Ο φαλακρός διηγόταν μια ιστορία. Μόλις τέλειωσε κι αυτό, οι τρεις σύντροφοι χαζολογώντας εδώ κι εκεί, φτάσαν στην κουζίνα. Όμως κάμποσοι γίγαντες βρίσκονταν ακόμη εκεί, ιδίως στη λάντζα όπου έπλεναν τα πιάτα και τα τακτοποιούσαν. Τους είχε πιάσει αγωνία μέχρι να τελειώσουν οι γίγαντες τις δουλειές τους, οπότε ένας ένας σκουπίζαν τα χέρια τους και φεύγαν. Στο τέλος, έμεινε στο δωμάτιο μοναχά μια γιγάντισσα. Άρχισε τα σούρτα φέρτα ώσπου τελικά οι τρεις σύντροφοι το πήραν απόφαση με βαριά καρδιά ότι αυτή δεν το ’χε σκοπό να φύγει από κει με τίποτα.

«Α, ψυχούλες μου» γύρισε και τους είπε. «Θαρρώ πως ξεμπερδέψαμε μ’ αυτή τη δουλειά. Για να βάλουμε την κατσαρόλα στη φωτιά. Θα ’χουμε έτοιμο ωραίο τσαγάκι όπου να ’ναι. Τώρα θα ξεκουραστεί λίγο το κοκαλάκι μου. Για κοιτάτε σαν καλά παιδιά στη λάντζα και πείτε μου η πίσω πόρτα είναι ανοιχτή;»

«Ναι, ανοιχτή είναι» είπε ο Ευστάθιος.

«Έτσι μπράβο. Την αφήνω πάντα ανοιχτή για να μπαινοβγαίνει ο Γατούλης. Ο καημενούλης μου!»

Ύστερα στρογγυλοκάθισε σε μια καρέκλα κι ακούμπησε τα πόδια της ψηλά, πάνω σε μια άλλη.

«Αχ και να μπορούσα να πάρω κανέναν υπνάκο!» είπε η γιγάντισσα. «Φτάνει να μη γυρίσουν μάνι μάνι ελόγου τους απ’ το βρομοκυνήγι.»

Με το που είπε τη λέξη «υπνάκο», το ηθικό τους ανέβηκε, για να ξαναπέσει αμέσως μόλις ανέφερε την επιστροφή των κυνηγών.

«Συνήθως πότε γυρνάνε πίσω;» ρώτησε η Τζιλ.

«Σάμπως μπορείς να ξέρεις, ψυχούλα μου;» είπε η γιγάντισσα. «Άντε τώρα, άντε κάντε λίγη ησυχία, καλά μου παιδιά.»

Τραβήχτηκαν στην άλλη άκρη της κουζίνας, κι ότι κάναν να ξεγλιστρήσουν μέσα στη λάντζα, η γιγάντισσα άνοιξε τα μάτια της κι έδιωξε μια μύγα. «Μην κάνουμε τίποτα αν δεν κοιμηθεί για τα καλά» ψιθύρισε ο Ευστάθιος. «Αλλιώς θα τα κάνουμε όλα μούσκεμα.» Μαζεύτηκαν λοιπόν στην άκρη της κουζίνας σε αναμονή και επιφυλακή. Τους έφερνε πανικό η σκέψη ότι από στιγμή σε στιγμή θα γύριζαν πίσω οι κυνηγοί. Κι η γιγάντισσα όλο να στριφογυρίζει. Εκεί που νόμιζαν ότι είχε κοιμηθεί του καλού καιρού, να σου και κουνιόταν.

«Δεν το αντέχω άλλο» είπε μέσα της η Τζιλ. Για να ξεδώσει λίγο άρχισε να ρίχνει ματιές τριγύρω. Ακριβώς μπροστά της υπήρχε ένα καθαρό μεγάλο τραπέζι με δυο καθαρές φόρμες για πίτα κι ανοιγμένο ένα βιβλίο. Φυσικά όταν μιλάμε για φόρμες, εννοούμε γιγαντοφόρμες για πίτες. Η Τζιλ σκέφτηκε ότι δε θα ’ταν άσχημα να βολευτεί σε μια απ’ αυτές. Πάτησε λοιπόν πάνω σ’ έναν πάγκο δίπλα στο τραπέζι και κοίταξε μέσα στο βιβλίο. Διάβασε:

ΑΓΡΙΟΠΑΠΙΑ: Μπορείτε να μαγειρέψετε αυτό το γευστικότατο πουλί με ποικιλία τρόπων.

«Βιβλίο Μαγειρικής!» σκέφτηκε η Τζιλ αδιάφορα κι έριξε μια ματιά πίσω της. Η γιγάντισσα είχε τα μάτια της κλειστά, αλλά δε φαινόταν να τον έχει πάρει για τα καλά. Έτσι η Τζιλ συνέχισε το διάβασμα. Οι συνταγές ήταν αλφαβητικά γραμμένες: στην επόμενη καταχώρηση της φάνηκε ότι η καρδιά της θα σταματούσε να χτυπάει. Έλεγε:

ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Αυτό το εκλεπτισμένο μικρό δίποδο ανέκαθεν εθεωρείτο εξαιρετική λιχουδιά. Αποτελεί παραδοσιακό μέρος της Εορτής του Φθινοπώρου, και σερβίρεται ανάμεσα στο ψάρι και στο κρέας. Κάθε Άνθρωπος…

Όμως δεν άντεχε να διαβάσει άλλο. Γύρισε πίσω. Η γιγάντισσα είχε ξυπνήσει και πνιγόταν στο βήχα. Η Τζιλ σκούντηξε τους άλλους δυο και τους έδειξε το βιβλίο. Ανέβηκαν κι εκείνοι στον πάγκο κι έσκυψαν πάνω από τις τεράστιες σελίδες. Ο Ευστάθιος διάβαζε ακόμα για το πώς μαγειρεύεις τους Ανθρώπους, όταν ο Λασπομούρμουρος έδειξε την επόμενη καταχώρηση στο γράμμα Β. Είχε ως εξής:

ΒΑΛΤΟ-ΨΗΛΟΛΕΛΕΚΑΣ: Μερικές αυθεντίες της μαγειρικής απορρίπτουν εντελώς αυτό το ζώο σαν ακατάλληλο προς βρώσιν για τους γίγαντες, εξαιτίας της σχοινώδους συστάσεως και της λασπερής μυρωδιάς. Εντούτοις, η μυρωδιά μπορεί να εξουδετερωθεί εάν…

Η Τζιλ άγγιξε απαλά το πόδι του Λασπομούρμουρου και του Ευστάθιου. Γύρισαν κι οι τρεις και κοίταξαν τη γιγάντισσα. Το στόμα της έχασκε μισάνοιχτο κι από τα ρουθούνια της ο ήχος που έβγαινε εκείνη τη στιγμή ήταν πιο καλοδεχούμενος από την οποιαδήποτε μελωδία· ροχάλιζε. Όλα κρίνονταν από το να βγουν περπατώντας στα νύχια των ποδιών τους, ούτε λόγος να τρέξουν βιαστικά, και σχεδόν κρατώντας την ανάσα τους, πέρασαν στη λάντζα δίπλα από τους νεροχύτες (οι γιγαντονεροχύτες από μυρωδιά, άλλο πράμα), κι επιτέλους έξω στη χλομή λιακάδα του χειμωνιάτικου μεσημεριού.

Βρέθηκαν στην αρχή ενός μικρού, ανώμαλου μονοπατιού που κατηφόριζε απότομα. Και, Δόξα τω Θεώ, στα δεξιά του κάστρου· μπροστά τους φάνηκε η Ερειπωμένη Πόλη. Μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκαν πίσω στο φαρδύ, απότομο δρόμο που ξεκινούσε από την κεντρική πύλη του κάστρου. Τώρα μπορούσαν άνετα να τους δουν από κάθε παράθυρο που ήταν σ’ αυτή την πλευρά. Και να ’ταν ένα ή δύο ή πέντε παράθυρα, ε, τότε λογικά υπήρχε πιθανότητα να μην κοιτάξει έξω κανείς. Όμως τα παράθυρα ήταν όχι πέντε, αλλά κοντά πενήντα. Και κάτι ακόμα που πρόσεξαν τώρα, ήταν ότι ο δρόμος που είχαν πάρει, και βέβαια κι όλη η περιοχή από κει που βρίσκονταν μέχρι την Έρημη Πόλη, δεν πρόσφερε κάλυψη ούτε για αλεπού· παντού αγριόχορτο και χαλίκια και πλατιές πέτρες. Τα πράγματα χειροτέρευαν με τα ρούχα που φορούσαν γιατί ήταν ακόμα αυτά που τους είχαν δώσει οι γίγαντες το προηγούμενο βράδυ: εξαίρεση ο Λασπομούρμουρος που δεν του έκανε τίποτα. Η Τζιλ φορούσε ένα χτυπητό πράσινο ρούχο που της παράπεφτε μακρύ, κι από πάνω μια κατακόκκινη κάπα με άσπρο γούνινο τέλειωμα. Ο Ευστάθιος πάλι φόραγε κατακόκκινες κάλτσες, μπλε χιτώνιο και μανδύα· συμπλήρωμα χρυσοποίκιλτο σπαθί και σκούφο με φτερό.

«Μωρέ χρώματα που τα ’χετε εσείς οι δυο!» μουρμούρισε ο Λασπομούρμουρος. «Χτυπάνε όμορφα μέσα στο χειμώνα. Κι ο πιο ατζαμής τοξότης θα σας πετύχαινε αν ήσασταν σε ακτίνα βολής. Τώρα που έγινε λόγος για τοξότες, να δείτε που, όπου να ’ναι, θα χτυπάμε το κεφάλι μας που δεν έχουμε τα τόξα μας, δε θέλει ρώτημα. Κι αυτά τα ρούχα σας, σαν πολύ λεπτά δεν είναι;»

«Αν είναι, λέει! Εγώ έχω ξεπαγιάσει» είπε η Τζιλ.

Λίγα λεπτά νωρίτερα, όσο ακόμα βρίσκονταν μέσα στην κουζίνα, η Τζιλ σκεφτόταν ότι έτσι και καταφέρνανε να βγούνε από το κάστρο, η απόδραση τους θα είχε πετύχει. Τώρα συνειδητοποιούσε ότι η πιο επικίνδυνη φάση δεν είχε ακόμα αρχίσει.

«Ήρεμα, ήρεμα» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Μην κοιτάτε πίσω. Μη βιάζεστε. Κάντε ό,τι θέλετε, μοναχά μην τρέξετε. Να φαίνεται σαν να βγήκαμε για βόλτα· έτσι, και να μας δει κανείς, δεν αποκλείεται, είναι πιθανό δηλαδή, να μην ασχοληθεί μαζί μας. Από τη στιγμή που θα δείξουμε ότι τρέχουμε για να το σκάσουμε, είμαστε χαμένοι.»

Ο δρόμος για την Ερειπωμένη Πόλη της φάνηκε της Τζιλ πολύ πιο μακρύς απ’ όσο περίμενε. Ωστόσο λίγο λίγο, κάλυπταν την απόσταση. Ξαφνικά κάτι άκουσαν. Οι άλλοι δυο μείνανε με κομμένη την ανάσα, η Τζιλ που δεν κατάλαβε τι ήταν ρώτησε: «Τι ’ναι αυτό;»

«Κυνηγετικό κέρας» ψιθύρισε ο Ευστάθιος.

«Μην τρέξετε ούτε και τώρα» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Μέχρι που να σας πω.»

Αυτή τη φορά η Τζιλ δεν άντεξε να μη ρίξει μια ματιά πίσω της. Στ’ αριστερά τους, κάπου μισό μίλι μακριά, είδε την παρέα των κυνηγών να επιστρέφει.

Συνέχισαν να βαδίζουν. Ξαφνικά από τη μεριά των γιγάντων ακούστηκε οχλοβοή: κι ύστερα φωνές και χαιρετούρες.

«Μας είδαν. Τρεχάτε!» είπε ο Λασπομούρμουρος.

Η Τζιλ μάζεψε τη μακριά της φούστα – τι φοβερό πράμα να τρέχεις έτσι ντυμένος – και το ’βαλε στα πόδια. Τώρα σίγουρα την είχαν άσχημα. Άκουγε τον ήχο που έκαναν τα κυνηγετικά κέρατα. Άκουγε και τη φωνή του Βασιλιά που ωρυόταν: «Πιάστε τους, πιάστε τους, αλλιώς δεν έχει ανθρωποπίτες αύριο!»

Τώρα είχε ξεμείνει πίσω, μπουρδουκλωμένη σ’ αυτό το φόρεμα, να σκουντουφλάει πάνω σε χαλαρές πέτρες, το μαλλί να της χώνεται μέσα στο στόμα, να της πονάει το στήθος από την τρεχάλα. Τα κυνηγιάρικα σκυλιά τους είχαν πλησιάσει ακόμα πιο πολύ. Τώρα έπρεπε ν’ ανέβει τρέχοντας το λόφο, την ανηφόρα μιας πλαγιάς όλο πέτρα που οδηγούσε στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της σκάλας των γιγάντων. Ιδέα δεν είχε τι θα κάναν σαν θα φτάναν εκεί, ούτε και τι έβγαινε με το να φτάσουν στην κορυφή. Αλλά ούτε που ήθελε να το σκέφτεται. Τώρα έμοιαζε με κυνηγημένο ζώο: την κυνηγούσε μια αγέλη κι εκείνη έπρεπε να τρέχει μέχρι που να πέσει ξερή.

Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας έτρεχε μπροστά. Μόλις έφτασε στο πρώτο σκαλί σταμάτησε, κοίταξε για λίγο στα δεξιά του κι άξαφνα όρμησε μέσα σε ένα μικρό άνοιγμα ή ρωγμή στη βάση του σκαλιού. Καθώς χανόταν, τα μακριά του πόδια έμοιαζαν ίδια κι απαράλλαχτα με αράχνης. Ο Ευστάθιος για λίγο κοντοστάθηκε και μετά χώθηκε κι αυτός ξοπίσω του. Η Τζιλ, τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα, έφτασε κι αυτή με διαφορά ενός λεπτού. Δεν της καλοφάνηκε τούτη η τρύπα – μια σχισμή ανάμεσα στο έδαφος και στην πέτρα, μακριά κάνα μέτρο κι όσο για ύψος ζήτημα να ’φτανε τους πενήντα πόντους. Έπρεπε να φάει η μούρη σου χώμα και να σουρθείς για να μπεις μέσα. Κι ούτε που γινόταν αυτό στα γρήγορα. Ήταν σίγουρη ότι πριν μπει ολόκληρη μέσα, η φτέρνα της θα ’χε μείνει στα δόντια κάποιου σκύλου.

«Γρήγορα, γρήγορα. Πέτρες. Γεμίστε το άνοιγμα» ακούστηκε η φωνή του Λασπομούρμουρου μέσα στο σκοτάδι δίπλα της. Ήταν θεοσκότεινα εκεί μέσα, εκτός από το γκρίζο φως που έμπαινε από το άνοιγμα απ’ όπου χώθηκαν εκείνοι. Οι άλλοι δύο είχαν πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Έβλεπε τα μικρά χέρια του Ευστάθιου και τα πελώρια βατραχίσια χέρια του Βαλτο-Ψηλολέλεκα, σκούρα κόντρα στο φως, να κινούνται μ’ απόγνωση σωρεύοντας πέτρες. Κατάλαβε τότε τη σημασία αυτής της δουλειάς κι αμέσως βάλθηκε να ψαχουλεύει κι αυτή για μεγάλες πέτρες και να τους τις δίνει. Ώσπου να πιάσουν τα σκυλιά τα γαβγίσματα και τα ουρλιαχτά στο στόμιο της σπηλιάς, αυτοί το είχαν κιόλας ολότελα φράξει: μένοντας βέβαια τώρα στο απόλυτο σκοτάδι.

«Προχωράτε πιο μέσα! Γρήγορα!» ακούστηκε η φωνή του Λασπομούρμουρου.

«Να κρατιόμαστε απ’ το χέρι» είπε η Τζιλ.

«Καλή ιδέα» είπε ο Ευστάθιος. Μέσα στο σκοτάδι, όμως, κάναν εκατό ώρες για να βρει ο ένας το χέρι του άλλου. Έξω από το φραγμένο στόμιο τώρα, τα σκυλιά μύριζαν με μανία.

«Για να δούμε μπας και μπορούμε να σταθούμε όρθιοι» πρότεινε ο Ευστάθιος. Δοκίμασαν και πράγματι μπορούσαν. Μετά, ο Λασπομούρμουρος με το χέρι πίσω να κρατάει τον Ευστάθιο, κι ο Ευστάθιος με το χέρι πίσω να κρατάει την Τζιλ (που ευχόταν να ήταν η μεσαία κι όχι η τελευταία της παρέας) άρχισαν να προχωρούν ανιχνεύοντας το έδαφος με τα πόδια και παραπατώντας στο μαύρο σκοτάδι. Κάτω από τα πόδια τους δεν είχε παρά πέτρες χαλαρές. Κάποια στιγμή, ο Λασπομούρμουρος έφτασε σ’ έναν τοίχο πέτρινο. Έστριψαν δεξιότερα και συνέχισαν. Υπήρχαν κι άλλες στροφές και γωνίες. Η Τζιλ δεν είχε ιδέα κατά πού πήγαιναν κι ούτε κατά πού έπεφτε το στόμιο της σπηλιάς.

«Το θέμα είναι» ακούστηκε μέσα στο σκοτάδι η φωνή του Λασπομούρμουρου που προπορευόταν, «αν συγκρίνουμε τη μια κατάσταση με την άλλη, τι θα ’ταν προτιμότερο: να γυρίσουμε πίσω (αν μπορούμε φυσικά) και να προσφέρουμε στους γίγαντες έναν ωραίο μεζέ για τη γιορτή τους, ή να χαθούμε μέσα στα σπλάχνα του βουνού που χίλια τα εκατό θα ’χει και κανά δράκο, και τρύπες χωρίς πάτο, κι αέρια και νερά και – Οχ! Άσ’ το χέρι μου! Κοιτάξτε εσείς να γλιτώσετε. Εγώ…»

Ύστερα όλα έγιναν γρήγορα. Μια άγρια κραυγή, ένα σούρσιμο, σκόνη, χαλίκια και πέτρες που κροτάλιζαν και η Τζιλ βρέθηκε να γλιστράει και να γλιστράει δίχως καμιά ελπίδα, να γλιστράει με ταχύτητα που ολοένα μεγάλωνε κατρακυλώντας σε μια πλαγιά που γινόταν όλο και πιο απότομη. Δεν επρόκειτο για καμιά κατηφόρα με μαλακό, σταθερό έδαφος, αλλά μια κατηφόρα γεμάτη χαλίκια και πετραδάκια. Και να μπορούσες να σταθείς, δεν κέρδιζες τίποτα. Όπου και να πατούσες το πόδι σου σε τούτη την πλαγιά, το έδαφος έφευγε παρασέρνοντας και σένα μαζί. Η Τζιλ ήταν περισσότερο ξαπλωτή παρά καθιστή. Κι όσο περισσότερο μάκρος έπαιρνε αυτή η τσουλήθρα, τόσο πιο πολύ αναστατώνονταν όλες αυτές οι πέτρες και το χώμα· θα ’λεγες λοιπόν ότι αυτή η γενική ορμητική κουτρουβάλα των πάντων, μαζί και των παιδιών, πολλα-πλασιαζόταν σε ταχύτητα, εκκωφαντικό θόρυβο, σκόνη και χώμα. Από τις δυνατές κραυγές και τις βλαστήμιες των άλλων δύο, η Τζιλ αντιλαμβανόταν ότι πολλές από τις πέτρες που τινάζονταν από κείνη βρίσκανε στόχο τον Ευστάθιο και το Λασπομούρμουρο. Τώρα η Τζιλ πήγαινε με μια τρελή ταχύτητα κι ήταν σίγουρη ότι, ώσπου να φτάσει στο τέρμα, θα είχε γίνει χίλια κομματάκια.

Σαν από θαύμα, αυτό δε συνέβη. Ήταν μια μάζα μολωπισμένη, κι αυτό το υγρό πράμα πάνω στο πρόσωπό της που κόλλαγε ήταν αίμα. Κι όλος αυτός ο σωρός από χώμα, βότσαλα και κροκάλες που σωρεύτηκαν σαν βουνό τριγύρω της (σε κάποιο βαθμό κι από πάνω της) δεν την άφηναν να σηκωθεί. Ήταν τόσο το σκοτάδι που είτε είχες τα μάτια σου ανοιχτά είτε κλειστά, δεν άλλαζε τίποτε. Δεν ακουγόταν ήχος κανείς. Κι αυτή ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής της. Ας πούμε ότι ήταν ολομόναχη: ας πούμε ότι οι άλλοι… Και τότε ένιωσε κάτι ν’ αναδεύεται κοντά της. Κι αμέσως, και οι τρεις μαζί, με τρεμάμενη φωνή, άρχισαν να λένε ότι καταπώς φαινόταν δεν είχαν κανένα κόκαλο σπασμένο.

«Δε θα μπορέσουμε ποτέ να ξανανέβουμε!» ακούστηκε η φωνή του Ευστάθιου.

«Καλέ, είδατε ζέστα που την έχει;» η φωνή του Λασπομούρμουρου. «Πάει να πει ότι βρισκόμαστε σε μεγάλο βάθος. Μπορεί και κανά μίλι.»

Δεν είπε λέξη κανείς. Λίγο αργότερα ο Λασπομούρμουρος πρόσθεσε:

«Μου ’φυγε το κατσαρολάκι».

Μετά από άλλη μια μεγάλη παύση, η Τζιλ είπε: «Έχω μια δίψα!»

Κανένας δεν πέταξε κάποια πρόταση για την επόμενη κίνηση. Ήταν ολοφάνερο πως δεν υπήρχε καμιά διέξοδος. Για την ώρα, δεν το ’χαν πάρει και τόσο άσχημα όπως θα περίμενε κανείς: κι αυτό, γιατί ήταν ολότελα εξουθενωμένοι.

Πολύ πολύ αργότερα, δίχως την παραμικρή προειδοποίηση, ακούστηκε μια εντελώς αλλόκοτη φωνή. Στη στιγμή κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο για τη φωνή που κατά βάθος λαχταρούσαν ν’ ακούσουν περισσότερο από κάθε άλλη στον κόσμο: τη φωνή του Ασλάν. Αυτή ήταν μια σκοτεινή, άχρωμη φωνή – μια φωνή μαύρη σαν την πίσσα, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Η φωνή είπε: «Τι σας φέρνει εδώ, πλάσματα του Επάνω Κόσμου;»

Загрузка...