ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Μέσα στο σκοτεινό κάστρο

Όταν σερβιρίστηκε το φαγητό (περιστερόπιτα, κρύο χοιρομέρι, σαλάτα και γλυκό) κι όλοι τραβήξανε τις καρέκλες τους κοντά στο τραπέζι, ο Ιππότης συνέχισε:

«Θα πρέπει να καταλάβετε, φίλοι μου, ότι δε γνωρίζω τίποτε για το ποιος ήμουν και πώς βρέθηκα μέσα σε τούτο το Σκοτεινό Κόσμο. Δεν έχω ανάμνηση κάποιας εποχής που να μη ζούσα, όπως τώρα, στην αυλή της ουράνιας Βασίλισσας· όμως γεγονός είναι ότι μ’ έσωσε από κάποιο κακό γήτεμα και μ’ έφερε εδώ από την υπερβολική της γενναιοδωρία. (Καλέ μου Βατραχοπόδη, βλέπω κιόλας άδειο το ποτήρι σου. Επίτρεψε μου να το ξαναγεμίσω.) Κι αυτή η εκδοχή μου φαίνεται η πιθανότερη καθώς, ακόμα και τώρα, βρίσκομαι δεμένος με μάγια, που μοναχά η Δέσποινά μου μπορεί να λύσει. Μόλις βραδιάζει έρχεται κάποια στιγμή όταν μια φοβερή αλλαγή συντελείται μέσα στο νου μου και στη συνέχεια και στο κορμί μου. Γιατί στην αρχή γίνομαι έξαλλος και άγριος και θα ορμούσα με διάθεση επιθετική ενάντια στους πιο αγαπημένους μου φίλους και θα τους σκότωνα αν δεν ήμουνα δεμένος. Κι αμέσως μετά, μεταμορφώνομαι σε μεγάλο ερπετό, πειναλέο, λυσσαλέο, θανατερό. (Κύριέ μου, δε θ’ αρνηθείς λίγο στήθος περιστεριού ακόμα, σ’ εξορκίζω!) Αυτό μου λεν, και σίγουρα αυτή είναι η αλήθεια, γιατί το ίδιο λέει και η Δέσποινά μου. Εγώ δεν έχω γνώση αυτών όλων, γιατί όταν περνάει η ώρα τής φοβερής κρίσης, ξυπνώ δίχως θύμηση καμιά κι έχω ξανά το σώμα μου αυτό και τον υγιή νου μου – μ’ εξαίρεση μια κάποια ανησυχία. (Μικρή μου Δεσποσύνη, δοκίμασε αυτό το μελόψωμο· το φέρνουν για χάρη μου από κάποια χώρα βαρβαρική στη νότια άκρη του κόσμου.) Με την τέχνη που κατέχει η μεγαλειότητά της, η Βασίλισσα γνωρίζει πως όλα τα μάγια θα λυθούν όταν θα με στέψει βασιλιά κάποιας χώρας στον Επάνω Κόσμο, την ώρα που θα βάζει την κορόνα στο κεφάλι μου. Η επιλογή της χώρας έχει γίνει καθώς και το σημείο της εξόδου μας. Οι άνθρωποί της σκάβουν για μερόνυχτα στα σπλάχνα της γης ν’ ανοίξουν τη δίοδο κι έχουν ήδη φτάσει τόσο μακριά και ψηλά που δεν απομένουν παρά λίγα μέτρα κάτω από αυτό το ίδιο γρασίδι που πάνω του περπατούν οι Επανωκοσμίτες. Δε θ’ αργήσει να ’ρθει η ώρα που η μοίρα τους θ’ αλλάξει. Η ίδια η Βασίλισσα επιβλέπει τα έργα του τούνελ απόψε και περιμένω μήνυμα να σπεύσω κοντά της. Όταν φθάσω εκεί, αυτή η λεπτή κρούστα γης που θα με χωρίζει από το μελλοντικό βασίλειό μου θα διαρραγεί, και μ’ Εκείνην να με οδηγεί και χίλιους Εγκατωκοσμίτες να με στηρίζουν, θα επιτεθούμε αρματωμένοι, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό, θα θανατώσουμε τον αρχηγό τους, θα κυριεύσουμε τα οχυρά τους, και δε θ’ απομένει παρά να στεφθώ βασιλιάς τους μέσα σε τέσσερις συν είκοσι ώρες».

«Κεραμίδα που θα τους πέσει! Θέλω να πω σ’ εκείνους, έτσι δεν είναι;» είπε ο Ευστάθιος.

«Παιδί της γρήγορης σκέψης, του θαυμαστού νου!» αναφώνησε ο Ιππότης. «Στην τιμή μου, δεν είχα κάνει τη σκέψη αυτή ποτέ μέχρι τώρα. Αντιλαμβάνομαι τι εννοείς». Για κανά δυο λεπτά, φάνηκε λίγο, μα πολύ λίγο προβληματισμένος· γρήγορα όμως το πρόσωπό του ηρέμησε και ξέσπασε σ’ ένα ακόμα ηχηρό γέλιο από τα συνηθισμένα του. «Αλλά προς τι αυτή η σοβαρότης; Δεν είναι το πιο κωμικό, το πιο γελοίο πράγμα στον κόσμο να τους σκέφτεσαι όλους αυτούς να πηγαινοέρχονται ανέμελοι σας δουλειές τους και να μη διανοούνται καν ότι κάτω από τους αγρούς τους και τα σπίτια τους, μοναχά μια οργιά πιο κάτω, ένας ολάκερος στρατός ετοιμάζεται να ξεπεταχτεί όπως το νερό απ’ το σιντριβάνι; Κι αυτοί να μην το ’χουν υποπτευθεί μέχρι την ώρα εκείνη! Να δείτε ότι κι αυτοί οι ίδιοι, μόλις χαθεί η πικρή γεύση της ήττας τους, δε θα μπορούν παρά να γελούν όταν θα το σκέφτονται!»

«Σιγά να μη γελούνε! Εμένα δε μου φαίνεται καθόλου αστείο» είπε η Τζιλ. «Εγώ νομίζω ότι γι’ αυτούς θα ’σαι σκέτος τύραννος.»

«Πώς;» είπε ο Ιππότης γελώντας ακόμα και χαϊδεύοντας το κεφάλι της με έναν τρόπο που της έδινε στα νεύρα. «Ώστε η μικρή μας δεσποσύνη έχει πολιτική σκέψη; Όμως μη φοβάσαι, γλυκιά μου. Όταν θα κυβερνήσω αυτή τη χώρα, θ’ ακολουθώ κατά γράμμα τις συμβουλές της Δέσποινάς μου, που τότε θα έχει γίνει και Βασίλισσά μου. Ο λόγος της θα είναι για μένα νόμος, κι ο λόγος ο δικός μου θα είναι νόμος για τους υποτελείς μου.»

«Στη χώρα τη δική μου» είπε η Τζιλ που όσο πέρναγε η ώρα τόσο και δεν τον χώνευε, «δεν τους έχουν και σε πολλή υπόληψη τους άντρες που οι γυναίκες τους τούς σέρνουν απ’ τη μύτη».

«Σαν αποκτήσει η ευγένεια σου σύζυγο δικό της, θ’ αλλάξει γνώμη, σου το εγγυώμαι» είπε ο Ιππότης που κατά τα φαινόμενα διασκέδαζε πολύ με όλη αυτή την κουβέντα. «Με τη Δέσποινά μου το πράγμα είναι εντελώς διαφορετικό. Νιώθω πανευτυχής να ζω ακολουθώντας τις συμβουλές της, που και στο παρελθόν με έχουν γλιτώσει από χιλιάδες κινδύνους. Δεν υπάρχει μητέρα να φρόντισε με περισσότερη τρυφερότητα το τέκνο της, απ’ όσο η Βασίλισσα εμένα. Και, προσέξτε το αυτό, μέσα σ’ όλες τις φροντίδες και τις ασχολίες της, βγήκαμε καβάλα στ’ άλογά μας στον Επάνω Κόσμο ξανά και ξανά μόνο και μόνο για να συνηθίσουν τα μάτια μου στο φως του ήλιου. Όταν γίνεται αυτό, βγαίνω πάνοπλος και με την προσωπίδα μου κατεβασμένη. Κανείς δεν πρέπει να δει το πρόσωπό μου και κανείς δεν πρέπει ν’ ακούσει τη φωνή μου. Γιατί, με την τέχνη τη μαγική που εκείνη κατέχει, γνωρίζει ότι τότε δεν θα μπορέσω ποτέ να γλιτώσω από το φοβερό γήτεμα που με αλυσοδένει. Δεν είναι, λοιπόν, μια τέτοια ύπαρξη άξια να τη λατρεύει ένας άντρας;»

«Σαν να μου φαίνεται για πολύ καλή κυρία πραγματικά» είπε ο Λασπομούρμουρος με ένα ύφος που εννοούσε το αντίθετο.

Δεν είχαν αποτελειώσει το φαγητό τους, κι ένιωθαν ολότελα εξοντωμένοι από τη διήγηση του Ιππότη. Ο Λασπομούρμουρος σκεφτόταν: «Άραγε τι παιχνίδι να παίζει στην πραγματικότητα αυτή η σκρόφα στην καμπούρα αυτού του νεαρού χαζοβιόλη». Ο Ευστάθιος σκεφτόταν: «Αυτός εδώ είναι στ’ αλήθεια ένας μεγάλος μπεμπές· να ’ναι κολημμένος στη φούστα αυτής της γυναίκας. Βλάκας που είναι!» Και η Τζιλ σκεφτόταν, «Έχω τρακάρει ηλίθιους, ξιπασμένους, εγωίσταρους και γαϊδούρια, αλλά σαν κι αυτόν ποτέ!» Εκεί όμως που τέλειωναν το φαγητό τους, η διάθεση του Ιππότη άρχισε ν’ αλλάζει. Τα γέλια κόπηκαν μαχαίρι.

«Φίλοι μου» είπε, «πλησιάζει η ώρα μου. Ντρέπομαι που θα πρέπει να με δείτε, αλλά και τρέμω να μείνω μόνος. Αμέσως τώρα θα έρθουν και θα με δέσουν χεροπόδαρα σ’ εκείνον εκεί το θρόνο. Αλίμονο, δε γίνεται αλλιώς: γιατί μέσα στη μανία μου, έτσι μου λένε, καταστρέφω ό,τι αγγίζω».

«Δε μου λέτε» είπε ο Ευστάθιος, «βέβαια, λυπάμαι τρομερά γι’ αυτά τα μάγια που σας έχουν κάνει, αλλά μ’ εμάς τι πρόκειται να γίνει όταν θα έρθουν αυτοί οι τύποι να σας δέσουν; Κάτι λέγανε για να μας χώσουν φυλακή. Και δεν τρελαινόμαστε και πολύ με όλα αυτά τα θεοσκότεινα μπουντρούμια. Θα προτιμούσαμε χίλιες φορές να μέναμε εδώ μέχρι που εσείς να … συνέλθετε… αν επιτρέπεται, δηλαδή».

«Καλή σκέψη!» είπε ο Ιππότης. «Κατά το έθιμο δε μένει κοντά μου αυτή την άσχημη για μένα ώρα άλλος κανείς παρά μόνο η ίδια η Βασίλισσα. Κι είναι τέτοια η τρυφερή της η φροντίδα για την τιμή μου, ώστε δε θα άφηνε άλλα αυτιά από τα δικά της ν’ ακούν τα λόγια που τα χείλη μου προφέρουν την ώρα της τρέλας μου. Ωστόσο, δε μου είναι εύκολο να πείσω αυτούς που με φροντίζουν να σας επιτρέψουν να μείνετε κοντά μου. Σαν ν’ ακούω κιόλας τ’ απαλά τους βήματα πάνω στις σκάλες. Βγείτε από κείνη εκεί την πόρτα: οδηγεί στα άλλα διαμερίσματά μου. Πηγαίνετε εκεί και ή θα περιμένετε τον ερχομό μου όταν θα μ’ έχουν λύσει, ή, αν επιθυμείτε, μπορείτε να επιστρέψετε και να μείνετε μαζί μου την ώρα του παραλογισμού μου.»

Συμμορφώθηκαν με την υπόδειξή του και βγήκαν έξω από το δωμάτιο περνώντας από μια πόρτα που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν κλειστή. Και με μεγάλη τους χαρά είδαν ότι τούτη τη φορά δε βρέθηκαν μέσα σε σκοτάδια, αλλά σ’ ένα διάδρομο που φωτιζόταν. Δοκίμασαν ν’ ανοίξουν διάφορες πόρτες κι ανακάλυψαν (κάτι που το είχαν φοβερή ανάγκη) ζεστό νερό μέχρι και καθρέφτη. «Ούτε που μας πρότεινε να πλυθούμε πριν το γεύμα» είπε η Τζιλ σκουπίζοντας το πρόσωπό της. «Μα τι εγωίσταρος που είναι!»

«Θα γυρίσουμε πίσω να παρακολουθήσουμε τα μάγια ή θα μείνουμε εδώ;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

«Εγώ ψηφίζω να μείνουμε εδώ» είπε η Τζιλ. «Προτιμώ να μην τα δω.» Τα ’λεγε αυτά, όμως την ίδια ώρα ένιωθε να την τρώει λιγάκι η περιέργεια.

«Όχι, να πάμε πίσω» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Μπορεί να φωτιστούμε λιγάκι, και νομίζω το χρειαζόμαστε. Πάω στοίχημα ότι αυτή η Βασίλισσα είναι μάγισσα και μάλιστα κακιά. Κι όσο γι’ αυτούς τους Εγκατωκοσμίτες θα μας δώσουν μια γερή κατακεφαλιά με την πρώτη ευκαιρία. Σ’ αυτή εδώ τη χώρα, μυρίζομαι μεγαλύτερους κινδύνους και απάτες και μαγείες και προδοσίες απ’ οπουδήποτε αλλού. Πρέπει να ’χουμε το νου μας.»

Ξαναβγήκαν στο διάδρομο και γύρισαν πίσω. Έσπρωξαν απαλά την πόρτα, κι «Εντάξει» είπε ο Ευστάθιος εννοώντας ότι τριγύρω δεν υπήρχε κανένας του Κόσμου στα Έγκατα της Γης. Ύστερα μπήκαν όλοι μέσα στο δωμάτιο όπου είχαν δειπνήσει.

Η κεντρική πόρτα τώρα ήταν κλειστή κι έκρυβε την κουρτίνα απ’ όπου είχαν περάσει όταν πρωτόρθαν. Ο ιππότης ήταν καθισμένος σ’ έναν παράξενο ασημένιο θρόνο, δεμένος στους αστραγάλους, στα γόνατα, στους ώμους, στον καρπό και στη μέση. Το μέτωπό του ήταν ιδρωμένο και το πρόσωπό του έδειχνε γεμάτο αγωνία.

«Περάστε μέσα, φίλοι μου» είπε ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά. «Ακόμα δε μ’ έχει πιάσει η κρίση. Μην κάνετε θόρυβο γιατί είπα σ’ αυτόν τον αρχιθαλαμηπόλο που έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου ότι πήγατε για ύπνο. Να το… τώρα το νιώθω να ’ρχεται. Γρήγορα! Ακούστε με όσο ελέγχω το νου μου. Όταν με πιάσει η κρίση, είναι πολύ πιθανό ν’ αρχίσω να σας ικετεύω και να εκλιπαρώ, με παρακάλια ή απειλές, να λύσετε τα δεσμά μου. Έτσι λένε ότι κάνω. Θα επικαλούμαι όλα τα ιερά και όσια κι όλα τα τρομερά για να σας πείσω. Αλλά εσείς να μη μ’ ακούτε. Κάντε την καρδιά σας πέτρα και βουλώστε τ’ αυτιά σας. Γιατί όσο είμαι δεμένος θα είστε ασφαλείς. Αν όμως τύχει και βρεθώ ποτέ λυτός κι ελεύθερός απ’ αυτόν εδώ το θρόνο, τότε το πρώτο που θα μου συμβεί είναι ότι θα με πιάσει λύσσα κι ύστερα» – κι ανατρίχιασε – «θα μεταμορφωθώ σ’ ένα σιχαμερό ερπετό».

«Μη φοβάσαι και δε σε λύνουμε» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Δεν έχουμε καμιά όρεξη να ’μαστε παρέα με μανιακούς· ούτε και με φίδια.»

«Να λείπει!» είπαν ταυτόχρονα ο Ευστάθιος και η Τζιλ.

«Όμως για κοιτάτε!» είπε ψιθυριστά ο Λασπομούρμουρος. «Μην είμαστε και τόσο σίγουροι. Να ’χουμε το νου μας. Τα κάναμε ρόιδο μέχρι τώρα, μην τα ξανακάνουμε! Έτσι και τον πιάσει αυτό το πράμα, θα κάνει πονηριές, δε θέλει ρώτημα. Εμείς θα ’χουμε εμπιστοσύνη αναμεταξύ μας; Θα δώσουμε το λόγο μας πως ό,τι και να πει, εμείς δε θ’ αγγίξουμε τα σκοινιά; Ό,τι και να πει, με προσέχετε, ε;»

«Έγινε!» είπε ο Ευστάθιος.

«Με τίποτε δεν πρόκειται ν’ αλλάξω απόφαση· ό,τι και να πει, ό,τι και να κάνει.»

«Για σιγά! Κάτι τρέχει» είπε ο Λασπομούρμουρος.

Ο Ιππότης έβγαζε βογκητά. Το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν το πανί και στριφογύριζε μέσα στα δεσμά του. Είτε γιατί τον λυπήθηκε, είτε για κάποιον άλλο λόγο, η Τζιλ σκέφτηκε ότι τώρα της φαινόταν πιο συμπαθητικός απ’ ό,τι πρωτύτερα.

«Αχ!» βόγκηξε. «Μάγια, μάγια… βαρύς, μπλεγμένος, παγερός, υγρός ο ιστός, τα μάγια του κακού. Θαμμένος ζωντανός. Χωμένος μέσα, κάτω από τη γη, στο βαθύ, μαύρο σκοτάδι… πόσα χρόνια πάνε;… Να είναι δέκα ή χίλια τα χρόνια που ζω μέσα σε τούτο το πηγάδι; Σκουληκάνθρωποι σούρνονται ολόγυρά μου. Ω, λυπηθείτε με. Βγάλτε με από δω. Αφήστε με να γυρίσω πίσω. Αφήστε με να νιώσω την πνοή του ανέμου, ν’ αντικρίσω τον ουρανό… Κάποτε υπήρχε μια λιμνούλα. Κοίταζες μέσα στο νερό κι έβλεπες τ’ αντιφέγγισμα των γύρω δέντρων και πιο πέρα, στο βάθος, το γαλάζιο ουρανό.»

Μιλούσε χαμηλόφωνα· ύστερα σήκωσε το κεφάλι και κάρφωσε τα μάτια του επάνω τους και με δυνατή και καθαρή φωνή είπε:

«Κάντε γρήγορα! Είμαι στα λογικά μου τώρα. Κάθε νύχτα είμαι στα λογικά μου. Αχ, ας μπορούσα να φύγω από τούτο το μαγεμένο θρόνο, και τότε να δείτε για πόσο θα κράταγε. Θα ξαναγινόμουνα άνθρωπος. Όμως κάθε βράδυ με δένουν, κι έτσι κάθε βράδυ χάνω ακόμα μια ευκαιρία. Εσείς όμως δεν είστε εχθροί μου. Δεν είμαι δικός σας φυλακισμένος. Κάντε γρήγορα! Κόψτε αυτά τα σκοινιά».

«Ακίνητοι! Ψύχραιμοι!» είπε ο Λασπομούρμουρος στα δυο παιδιά.

«Σας ικετεύω να με ακούσετε» είπε ο Ιππότης κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να μιλήσει ήρεμα. «Μήπως σας έχουν πει ότι αν με ελευθερώσετε από αυτό το θρόνο θα σας σκοτώσω ή θα μεταμορφωθώ σε ερπετό; Από την έκφρασή σας, καταλαβαίνω ότι αυτό σας είπαν. Είναι ψέμα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ετούτη την ώρα έχω ξεκάθαρο μυαλό: την υπόλοιπη μέρα είναι που είμαι μαγεμένος. Εσείς δεν είστε πλάσματα του Κάτω Κόσμου ούτε και μάγοι. Γιατί πηγαίνετε με το μέρος τους; Κάντε μου τη χάρη, κόψτε τα σκοινιά.»

«Ψυχραιμία! Ψυχραιμία! Ψυχραιμία!» έλεγαν ο ένας στον άλλο οι τρεις σύντροφοι.

«Αχ, η καρδιά σας είναι από πέτρα» είπε ο Ιππότης. «Πιστέψτε με, αυτή τη στιγμή έχετε μπροστά σας έναν ταλαίπωρο που έχει υποφέρει τα πάνδεινα που δε θα τ’ άντεχε η ψυχή κανενός θνητού. Τι κακό σας έχω κάνει για να είστε με το μέρος των εχθρών μου και να παρατείνετε τη δυστυχία μου; Και ο χρόνος κυλάει. Μόνο τώρα μπορείτε να με σώσετε: όταν περάσει αυτή η ώρα, θα ξαναχάσω τα λογικά μου – ένα παιχνίδι, ένα σκυλάκι σαλονιού, καλύτερα να πω μάλλον πιόνι, υποχείριο τής πιο διαβολικής μάγισσας που σχεδίασε τις συμφορές των ανθρώπων. Κι απ’ όλες τις νύχτες, ετούτη εδώ, που λείπει κι είναι μακριά! Μου αφαιρείτε μια ευκαιρία που μπορεί ποτέ να μην ξανάρθει.»

«Τι φοβερό πράμα. Μακάρι να μην είχαμε έρθει ώσπου να του πέρναγε» είπε η Τζιλ.

«Ψυχραιμία!» είπε ο Λασπομούρμουρος.

Η φωνή του φυλακισμένου τώρα ήταν δυνατή, στριγκιά. «Αφήστε με λοιπόν να φύγω. Δώστε μου το σπαθί μου. Το σπαθί μου! Ας ελευθερωθώ και θα πάρω τέτοια εκδίκηση που τα όντα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης θα τη θυμούνται για χιλιάδες χρόνια!»

«Τώρα τον πιάνει η τρέλα» είπε ο Ευστάθιος. «Ελπίζω να κρατάνε τα σκοινιά».

«Ναι» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Έτσι και τον άφηνε ελεύθερο κανείς τώρα, θα ’χε διπλή τη φυσική του δύναμη. Και δεν τα πάω καθόλου καλά με τούτο το σπαθί μου. Θα μας συγυρίσει και τους δυο, δε θέλει ρώτημα· και θα μείνει η Πόουλ μονάχη της να τα βγάλει πέρα με το φίδι.»

Ο φυλακισμένος τώρα αγωνιζόταν με τέτοια δύναμη να ξεσφίξει τα δεσμά του, που τα σκοινιά κόπηκαν στον καρπό του χεριού και στους αστραγάλους. «Έχετε υπόψη σας» είπε, «έχετε υπόψη σας, πως μια βραδιά κατάφερα και τα έσπασα. Όμως τότε η μάγισσα ήταν κοντά μου. Δε θα την έχετε απόψε να σας βοηθήσει. Ελευθερώστε με τώρα, και θα είμαι φίλος σας. Αλλιώς, εχθρός σας μέχρι θανάτου».

«Έξυπνο κόλπο, έτσι;» είπε ο Λασπομούρμουρος.

«Μια για πάντα» είπε ο φυλακισμένος, «σας εξορκίζω να με ελευθερώσετε. «Μα τους φόβους και τους πόθους όλους, μα τον λαμπερό ουρανό στον Επάνω Κόσμο, μα το μεγάλο Λιοντάρι, μα τον ίδιο τον Ασλάν, σας καθιστώ υπεύθυνους…»

«Οχ!» πάτησαν τη φωνή κι οι τρεις σύντροφοι σαν να τους τσίμπησε βελόνα. «Το σημάδι!» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Ήταν οι λέξεις στο σημάδι» είπε ο Ευστάθιος πιο επιφυλακτικά. «Οχ, τι θα κάνουμε τώρα;» είπε η Τζιλ.

Το δίλημμά τους ήταν φοβερά. Και που δώσαν υπόσχεση ο ένας στον άλλο πως με τίποτα δε θα λευτερώνανε τον Ιππότη τι νόημα είχε, αφού τώρα ήταν κιόλας έτοιμοι να την αθετήσουν με το πρώτο που επικαλέσθηκε κάποιο όνομα σημαντικό. Από την άλλη μεριά, τι το όφελος να μάθουν τα σημάδια αν ήταν να μην τα ακολουθούν; Ήταν όμως δυνατόν να περίμενε ο Ασλάν να λύσουν κάποιον – και μάλιστα παρανοϊκό – επειδή το ζήτησε στ’ όνομά του; Να ήταν απλή σύμπτωση; Κι αν η Βασίλισσα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης είχε μάθει για τα σημάδια κι είχε βάλει τον Ιππότη να πετάξει τ’ όνομα του Ασλάν για να τους παγιδεύσει; Όμως πάλι, αν αυτό ήταν το πραγματικό σημάδι;… Τα είχαν που τα είχαν κάνει μούσκεμα στα άλλα τρία· δε σήκωνε να τα κάνουν μούσκεμα και στο τέταρτο.

«Αχ, αν ξέραμε τι πρέπει να κάνουμε!» είπε η Τζιλ.

«Νομίζω πως ξέρουμε και παραξέρουμε» είπε ο Λασπομούρμουρος.

«Θες να πεις ότι όλα θα πάνε καλά αν τελικά τον λύσουμε;» είπε ο Ευστάθιος.

«Δεν ξέρω γι’ αυτό» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Βλέπεις, ο Ασλάν δεν της είπε της Πόουλ τι θα συνέβαινε. Της είπε μοναχά τι πρέπει να κάνει. Αυτός ο τύπος, έτσι και σταθεί στα πόδια του, θα μας ξεκάνει, δε θέλει ρώτημα. Αυτό όμως δεν πάει να πει ότι ξεμπερδεύουμε με το σημάδι.»

Στέκονταν και κοιτάζονταν με μάτια που πετάγαν σπίθες. Ήταν μια φοβερή στιγμή. «Λοιπόν!» είπε ξαφνικά η Τζιλ. «Ας τελειώνουμε. Γεια χαρά στον καθένα…!» Και χαιρετήστηκαν. Ο Ιππότης τώρα στρίγκλιζε· αφροί έβγαιναν από το στόμα του.

«Έλα, λοιπόν, Στούμποου» φώναξε ο Λασπομούρμουρος. Κι οι δυο τους τράβηξαν τα σπαθιά τους και ζύγωσαν τον αιχμάλωτο.

«Στο όνομα του Ασλάν!» είπαν κι οι δυο μαζί κι άρχισαν μεθοδικά να κόβουν τα σκοινιά. Μόλις λευτερώθηκε ο φυλακισμένος, μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στην άλλη άκρη του δωματίου. Άρπαξε το δικό του σπαθί (που του το ’χαν πάρει κι ακουμπησει πάνω στο τραπέζι) και το τράβηξε από το θηκάρι.

«Πρώτα εσύ!» φώναξε κι όρμησε κατά τον ασημένιο θρόνο. Θα πρέπει να ήταν φοβερό σπαθί. Το ασήμι διαλύθηκε στην κόψη του σαν να ’τανε χαρτί. Δεν απόμειναν παρά μερικά στραπατσαρισμένα κομμάτια, που λαμπύριζαν πάνω στο πάτωμα. Ωστόσο κάτι παράξενο συνέβαινε: από τα θρύψαλα του ασημένιου θρόνου έβγαινε μια δυνατή λάμψη, ένας ήχος όπως της μακρινής βροντής, και (για κάποιο λεπτό) μια δυσάρεστη οσμή.

«Μείνε εκεί, μιερό εργαλείο μαγείας!» είπε. «Δεν μπορεί πλέον η αφέντρα σου να σε χρησιμοποιήσει για άλλο θύμα!» Μετά γύρισε και κοίταξε καλά καλά τους σωτήρες του· κι εκείνο που «δεν πήγαινε καλά» στην έκφρασή του, ό,τι και να ’ταν αυτό, είχε εξαφανιστεί πια από το πρόσωπό του.

«Μα τι βλέπω!» φώναξε σαν είδε το Λασπομούρμουρο. «Έχω μπροστά μου ένα Βαλτο-Ψηλολέλεκα – έναν αληθινό, ζωντανό, τίμιο Ναρνιανό Βαλτο-Ψηλολέλεκα;»

«Α, ώστε έχεις ξανακούσει για τη Νάρνια! Μίλα λοιπόν!» είπε η Τζιλ.

«Την είχα λησμονήσει όσο διαρκούσαν τα μάγια;» ρώτησε ο Ιππότης. «Ε, τέλος πια μ’ όλα ετούτα τα γητέματα. Μπορείτε να μάθετε τώρα ότι την ξέρω τη Νάρνια γιατί είμαι ο Ριλιανός, Πρίγκιπας της Νάρνια και πατέρας μου είναι ο Κασπιανός ο Μεγάλος Βασιλιάς.»

«Υψηλότατε!» είπε ο Λασπομούρμουρος κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση (που μιμήθηκαν και τα παιδιά), «δε μας φέρνει ως εδώ λόγος άλλος παρά ν’ αναζητήσουμε εσένα».

«Και ποιοι είναι οι άλλοι δυο απελευθερωτές μου;» ρώτησε ο Πρίγκιπας γυρνώντας κατά τον Ευστάθιο και την Τζιλ.

«Εμάς, Υψηλότατε, μας έστειλε ο ίδιος ο Ασλάν από το τέρμα του κόσμου για να σας βρούμε» είπε ο Ευστάθιος. «Εγώ λέγομαι Ευστάθιος και παλιότερα είχα ταξιδέψει με τον Ασλάν μέχρι το νησί Ραμάντου.»

«Χρωστάω και στους τρεις σας βαθιά ευγνωμοσύνη. Ποτέ μου δε θα μπορέσω να ξεπληρώσω αυτό που κάνατε για μένα» είπε ο Πρίγκιπας Ριλιανός. «Όμως μιλήστε μου για τον πατέρα μου. Ζει ακόμα;»

«Πριν φύγουμε από τη Νάρνια, κίνησε για τ’ ανατολικά, Κύριέ μου» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Η ευγένειά σου πρέπει να ’χει υπόψη της πως ο Βασιλιάς μας γέρασε. Χίλια τα εκατό να μην τ’ αντέξει τούτο το ταξίδι.»

«Γέρασε, είπες. Πόσον καιρό λοιπόν είναι που βρίσκομαι στα χέρια αυτής της μάγισσας;»

«Έχουν περάσει δέκα χρόνια, Υψηλότατε, από τότε που χαθήκατε μέσα στο δάσος στα βόρεια της Νάρνια.»

«Δέκα χρόνια!» είπε ο Πρίγκιπας, περνώντας το χέρι πάνω από το πρόσωπό του σαν να ’θελε να διώξει τα παλιά. «Ναι, το πιστεύω. Τώρα που ξανάβρα τα λογικά μου μπορώ να τα θυμηθώ όλα αυτά τα χρόνια που ήμουνα μαγεμένος. Αντίθετα, όταν ήμουνα μαγεμένος δεν μπορούσα να θυμηθώ τον πραγματικό εαυτό μου. Και τώρα, καλοί μου φίλοι – αλλά για σταθείτε! Ακούω βήματα στις σκάλες (τι ανατριχιαστικό αυτό το αλαφροπάτημα σαν από μαλλιαρές πατούσες! Τι αηδία!) Αμπάρωσε την πόρτα, αγόρι. Ή μάλλον όχι. Μου ’ρθε μια καλύτερη ιδέα. Θα τους ξεγελάσω τους Εγκατωκοσμίτες φτάνει να μου δώσει καμιά έμπνευση κι ο Ασλάν. Προσέξτε τι θα κάνω.»

Προχώρησε με αποφασιστικότητα κατά την πόρτα και την άνοιξε φαρδιά πλατιά.

Загрузка...