ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Στα Βάθη του Κόσμον

«Εμένα που με βλέπετε με λένε Γκολγκ» είπε ο νάνος. «Και θα εξιστορήσω στην Εντιμότητα σας όλα τα όσα ξέρω. Πριν μια ώρα, που λέτε, τραβάγαμε όλοι για τις δουλειές μας – καλύτερα να πω τις δουλειές της – και την είχαμε μια πίκρα και μια μουγκαμάρα, έτσι όπως γινόταν κάθε μέρα εδώ και χρόνια. Κι αίφνης ακούγεται ένας μεγάλος πάταγος και βρόντος. Με το που το ακούσανε, λένε όλοι μέσα τους, μωρέ έχω να χαρώ τραγούδι και χορό, και να αμολήσω κανά βεγγαλικό καιρούς και ζαμάνια· και γιατί παρακαλώ; Κι όλοι κάθονται και σκέφτονται μονάχοι τους, Μωρέ, μαγεμένος θα ’μουνα. Κι ύστερα ξαναλένε όλοι μέσα τους, μακάρι να ’ξερα τι στο καλό κουβαλάω όλα τούτα τα βαρίδια, σιγά να μην τα κουβαλήσω και παραπέρα: αυτό ήταν. Και τότε πετάμε όλοι καταγής και σάκους και δέματα και εργαλεία. Μετά, στρίβουνε όλοι το κεφάλι και θωρούν κείνη την τρανή κόκκινη λάμψη πέρα εκεί. Κι όλοι λένε μέσα τους: Τι να ’ναι άραγες αυτό τώρα; Κι όλοι αποκρίνονται στον εαυτό τους και λένε: Να δεις που θα ’σκασε η γης και θ’ άνοιξε και βγάζει τούτη την όμορφη ζεστή φλόγα μέσα από τα σπλάχνα της κει που ’ναι η Πραγματική Χώρα του Σκοταδιού, χιλιάδες οργιές πιο κάτω.»

«Έλα, Παναγίτσα μου» φώναξε μ’ έκπληξη ο Ευστάθιος, «έχει κι άλλες χώρες ακόμα παρακάτω;»

«Έχει, που να σε χαρώ, εντιμότατε νέε μου» είπε ο Γκολγκ. «Υπέροχα μέρη· αυτή τη χώρα που εμείς τη λέμε Βισμανία. Τούτη δω η χώρα που βρισκόμαστε τώρα, η χώρα της Μάγισσας, είναι αυτή που εμείς τη λέμε η Ρηχή Χώρα. Α, δε μας κάνει εμάς ετούτη. Παραείναι, βλέπεις, κοντά στη φλούδα της γης. Α μπα! Τι έξω, τι εδώ. Για μας δεν κάνει διαφορά. Βλέπετε, εμείς όλοι είμαστε φουκαράδες από τη Βισμανία που η Μάγισσα μας κουβάλησε εδώ πάνω με μάγια και μας έστρωσε να δουλεύουμε για πάρτη της. Έλα που τίποτες δε θυμόμασταν μέχρι τη στιγμή που ακούστηκε αυτός ο κρότος και τότε λυθήκανε τα μάγια. Είχαμε λησμονήσει ποιοι ήμασταν και πούθε κράταγε η σκούφια μας. Δεν μπορούσαμε μήτε να κάνουμε τίποτα, μήτε να σκεφτούμε τίποτα, παρά μόνο ό,τι μας έχωνε εκείνη μέσα στα κεφάλια. Κι αν αγαπάς, τόσα χρόνια άλλο δεν έκανε παρά να μας χώνει πράματα στενόχωρα και μαύρα. Κόντευα να ξεχάσω πώς είναι να πεις κανά χωρατό· να ρίξεις καμιά γυροβολιά. Όμως τη στιγμή που ακούστηκε εκείνος ο βρόντος, κι άνοιξε η γης, κι αρχίνησε ν’ ανεβαίνει η θάλασσα, το μυαλό μας ξαναπήρε μπρος. Και τι άλλο θα κάναμε; Το βάλαμε όλοι στα πόδια να προλάβουμε να κατέβουμε στο χάσμα και πίσω στο σπιτάκι μας, στην πατρίδα μας. Να, τους βλέπετε κι εσείς εκεί πέρα· αμολάνε βεγγαλικά και κάνουνε κολοτούμπες από τη χαρά τους. Και θα σας είμαι υπόχρεος, εντιμότατοι, αν μ’ αφήσετε ελεύθερο το συντομότερο για να πάω να τους ανταμώσω.»

«Μα αυτό είναι θαυμάσιο» είπε η Τζιλ. «Χαίρομαι τόσο πολύ που, την ώρα που κόβαμε το κεφάλι της Μάγισσας, ελευθερώναμε τα πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης και τον εαυτό μας βέβαια. Άσε που χαίρομαι που δεν είναι πια ούτε φοβεροί ούτε θλιμμένοι όπως ήταν κι ο Πρίγκιπας – δηλαδή, όπως φαινόταν ότι ήταν.»

«Ωραία και καλά όλα αυτά, Πόουλ» είπε ο Λασπομούρμουρος με σύνεση. «Όμως εμένα αυτοί οι κύριοι δε μου φαίνονταν να το ’χουν βάλει στα πόδια για να το σκάσουν. Αν με ρωτάτε εμένα, πιο πολύ μου φαίνονταν να κάνουν στρατιωτικούς σχηματισμούς. Για κοίτα με στα μάτια, Κύριε Γκολγκ, και πες μου: για μάχη δεν ετοιμαζόσασταν;»

«Και βέβαια ετοιμαζόμασταν, Εντιμότατε Κύριε» είπε ο Γκολγκ. «Βλέπετε, ελόγου μας πού να ξέρουμε ότι η Μάγισσα τα ’χε τινάξει. Θαρρούσαμε ότι μας παρακολουθούσε από το κάστρο. Κι εμείς παλεύαμε να ξεγλιστρήσουμε δίχως να μας πάρει το μάτι της. Όταν, το λοιπόν, εσείς οι τέσσερις βγήκατε από το κάστρο με τα σπαθιά και τ’ άλογα, τι περιμένατε να κάνουμε· είπαμε μέσα μας: Να σου τοι! Σάμπως ξέραμε ότι ο Εντιμότατος Κύριος από δω δεν ήταν με το μέρος της Μάγισσας! Και το ’χαμε βάλει καλά μες στην καρδιά μας να πολεμήσουμε ό,τι και να γίνει, παρά να χάσουμε κάθε ελπίδα πως θα γυρίζαμε πίσω στην πατρίδα.»

«Παίρνω όρκο ότι είναι ένα τίμιο πλάσμα» είπε ο Πρίγκιπας. «Άσε τον ελεύθερο, φίλε μου Λασπομούρμουρε. Όσο για μένα, καλέ μου Γκολγκ, ήμουν κι εγώ μαγεμένος όπως κι εσύ κι οι σύντροφοί σου και μόλις τελευταία ξαναβρήκα τον εαυτό μου. Και τώρα, μια ερώτηση ακόμα. Μήπως γνωρίζεις πώς πάνε σ’ αυτό τον καινούριο δρόμο που έσκαβε η Μάγισσα για να οδηγήσει το στρατό της έξω να χτυπήσει τον Επάνω Κόσμο;»

«Εε-εε-εε!» τσίριξε ο Γκολγκ. «Πώς δεν τόνε ξέρω αυτόν τον απαίσιο δρόμο. Θα σας δείξω που ξεκινάει. Μα, να σας χαρώ, μη μου ζητήσει η Ευγένειά σας να έρθω μαζί σας για κει. Κάλλιο να πεθάνω.»

«Γιατί;» ρώτησε ο Ευστάθιος ανήσυχος. «Τι το φοβερό έχει;»

«Παραείναι κοντά στη κορυφή, έξω» είπε ο Γκολγκ τρέμοντας. «Χειρότερο πράμα δεν μπορούσε να μας κάνει η Μάγισσα. Αμέτι μοχαμέτι να μας βγάλει έξω στην ανοιχτοσιά – έξω από τον κόσμο. Εκεί, σου λέει, δεν υπάρχει διόλου ταβάνι: μοναχά ένα φοβερό απέραντο άδειο πράμα που το λένε ουρανό. Και τα σκαψίματα έχουνε προχωρήσει τόσο πολύ που δεν απομένουν παρά μερικές φτυαριές και βρέθηκες έξω. Δεν κοντοζυγώνω με τίποτα!»

«Ζήτω! Να ’σαι καλά!» φώναξε ο Ευστάθιος, και η Τζιλ είπε: «Πάντως να ξέρεις, δεν είναι καθόλου άσχημα εκεί πάνω. Εμάς μας αρέσει. Εμείς εκεί ζούμε».

«Το ξέρω ότι εσείς οι Πανωκοσμίτες ζείτε εκεί και χαρά στο κουράγιο σας» είπε ο Γκολγκ. «Θαρρούσα όμως πως μένατε εκεί πάνω, γιατί δεν μπορούσατε να βρείτε το δρόμο για εδώ κάτω. Δεν το χωράει ο νους μου πως μπορεί να σας αρέσει – να σούρνεστε εδώ κι εκεί σαν τις μύγες στην κορυφή του κόσμου!»

«Δε μας δείχνεις το δρόμο γρήγορα, λέω εγώ!» είπε ο Λασπομούρμουρος.

«Μη χάνουμε χρόνο» φώναξε ο Πρίγκιπας. Κι η παρέα όλη ξεκίνησε. Ο Πρίγκιπας ξανακαβαλίκεψε το φαρί του, ο Λασπομούρμουρος σκαρφάλωσε πίσω από την Τζιλ κι ο Γκολγκ μπήκε οδηγός τους. Καθώς προχωρούσε άλλο δεν έκανε παρά να φωνάζει τα καλά νέα και στους άλλους, ότι δηλαδή η Μάγισσα ήταν νεκρή κι ότι οι τέσσερις Πανωκοσμίτες δε θέλαν το κακό τους. Όσοι άκουγαν το νέο, το φώναζαν με τη σειρά τους στους άλλους, κι έτσι σε λίγα λεπτά ολάκερος ο Κόσμος στα Έγκατα της Γης αντηχούσε από φωνές και ζητωκραυγές· εκατοντάδες, χιλιάδες πλάσματα χοροπηδούσαν, κάναν ρόδα; στέκονταν με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω, παίζαν βαρελάκια, αμολούσαν τεράστια βεγγαλικά και στριμώχνονταν γύρω από το Μαυρούκο και τη Νυφάδα. Και θα ’βαλαν τον Πρίγκιπα να πει και πάνω από δέκα φορές τη δική του ιστορία για τα μάγια, πώς δέθηκαν και πώς λύθηκαν.

Με τούτα και με κείνα, φτάσαν στο χείλος του ρήγματος. Θα ’χε μάκρος πάνω από τριακόσια μέτρα και φάρδος πάνω από εβδομήντα. Ξεκαβαλίκεψαν και πλησίασαν στην άκρη και κοίταξαν κάτω το χάσμα. Τους χτύπησε κατάμουτρα μια δυνατή ζέστα ανάκατη με μια μυρωδιά που δε θύμιζε καμιά προηγούμενη. Ήταν δυνατή, μπόλικη, μεθυστική, και σου ’φερνε και φτέρνισμα. Στον πυθμένα, το χάσμα ήταν τόσο λαμπερό που θάμπωσαν τα μάτια τους και δεν μπορούσαν να δουν τίποτα. Όταν συνήθισαν λιγάκι, τους φάνηκε πως ξεχώρισαν ένα ποτάμι από φωτιά που στις όχθες του απλώνονταν αγροί και λιβάδια από μια αφόρητη καυτερή λαμπεράδα – μόνο που σε σύγκριση με του ποταμού σου φαινόταν κάπως μουντή. Χρώματα βαθυγάλανα, πορφυρά, πράσινα, και λευκά όλα μπερδεμένα το ένα με τ’ άλλο: ένα τέλειο βιτρό με τροπικό ήλιο να το διαπερνά καταμεσήμερο· να τι σου θύμιζε. Στα ανώμαλα τοιχώματα του χάσματος, έβλεπες σκαρφαλωμένες εκατοντάδες πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης· κόντρα σ’ εκείνο το ανελέητο φως, αυτοί μοιάζαν με μαύρες μύγες.

«Εντιμότατοι» είπε ο Γκολγκ (κι όταν γύρισαν κατά τη μεριά του, για λίγα λεπτά, δεν έβλεπαν παρά μαυρίλα σκέτη, τόσο θαμπωμένα ήταν τα μάτια τους). «Εντιμότατοι, δεν κοπιάζετε κι ελόγου σας στη Βισμανία; Θα περάσετε ζωή χαρισάμενη εκεί κάτω, όχι όπως στη χώρα τη δική σας που στέκει εκεί πάνω μες στη γύμνια και στην παγωνιά. Τουλάχιστο ελάτε για μια βίζιτα μονάχα.»

Η Τζιλ το θεώρησε αυτονόητο για κάποια στιγμή ότι σε κανέναν δε θα άρεσε η πρόταση. Έτσι της ήρθε ταμπλάς, όταν άκουσε τον Πρίγκιπα να λέει:

«Στ’ αλήθεια, φίλε Γκολγκ, δε θέλω και πολύ να πάρω την απόφαση να κατέβω κι εγώ μαζί σου. Μου φαίνεται πως θα είναι μια έξοχη περιπέτεια, κι ίσως ίσως να μην υπάρχει, και να μην υπάρξει, κανένας θνητός να ’χει ποτέ του δει τη Βισμανία. Και, σαν περάσουν τα χρόνια, δεν ξέρω πώς θα μπορέσω ν’ αντέξω στη σκέψη ότι κάποτε μου δόθηκε η ευκαιρία να εξερευνήσω το πιο βαθύ λαγούμι της Γης κι εγώ την αρνήθηκα. Όμως μπορεί να ζήσει άνθρωπος εκεί κάτω; Δε φαντάζομαι να κολυμπάτε μέσα σε τούτο το ποτάμι της φωτιάς;»

«Α, όχι, Αξιότιμε Κύριε. Εμείς όχι. Μοναχά οι σαλαμάνδρες ζουν μέσα στη φωτιά.»

«Τι είδους ζώα είναι οι σαλαμάνδρες οι δικές σας;» ρώτησε ο Πρίγκιπας.

«Δύσκολο να πω σαν τι είναι, Αξιότιμε Κύριε» είπε ο Γκολγκ. «Γιατί είναι τόσο κάτασπρες και πυρωμένες που δεν μπορείς να στυλώσεις το βλέμμα σου πάνω τους. Ξέρετε, φέρνουν περισσότερο σε μικρούληδες δράκοντες. Μιλούν σε μας μέσα από τη φωτιά. Και σου την έχουνε μια γλώσσα; Γαλιάντρες! Κι από σπιρτάδα; Άλλο πράμα!»

Η Τζιλ έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ευστάθιο. Ήταν σίγουρη πως αν αυτή η ιδέα να κατέβουν κάτω στο χάσμα δεν της άρεσε εκεινής μια, του Στούμποου δεν του άρεσε δέκα. Απογοητεύτηκε όμως όταν είδε το πρόσωπό του ολότελα αλλαγμένο. Έμοιαζε περισσότερο με του Πρίγκιπα παρά με του παλιού Στούμποου που ήξερε στην Πειραματική Σχολή. Γιατί, όλες οι περιπέτειες και οι μέρες που είχε περάσει ταξιδεύοντας με τον Βασιλιά Κασπιανό, είχαν ξαναζωντανέψει στη θύμησή του.

«Υψηλότατε» είπε. «Αν ήταν τώρα εδώ ο παλιόφιλος μου ο Ριπιτσιπιτσίπ ο Πόντικας, ξέρετε τι θα ’λεγε; Πως θα πέσει το γόητρό μας αν αρνηθούμε τις περιπέτειες που μας προσφέρει η Βισμανία.»

«Κάτω εκεί» είπε ο Γκολγκ, «θα σας δείξω πράματα και θάματα: αληθινό χρυσάφι, αληθινό ασήμι, αληθινά διαμάντια».

«Σιγά τα λάχανα!» είπε αγενέστατα η Τζιλ. «Λες και δεν το ξέρουμε ότι ακόμα κι εδώ που βρισκόμαστε τώρα δα, δεν είμαστε κάτω από τα πιο βαθιά ορυχεία.»

«Ναι» είπε ο Γκολγκ. «Έχει πάρει τ’ αυτί μου για κάτι γρατσουνίτσες που κάνετε πάνω στη φλούδα της Γης εσείς οι Πανωκοσμίτες και τις λέτε ορυχεία. Αυτά όμως που βρίσκετε εσείς είναι πεθαμένο χρυσάφι, πεθαμένο ασήμι και πεθαμένα πολύτιμα πετράδια. Κάτω στη Βισμανία να δείτε! Εκεί τα ’χουμε όλα ζωντανά και μάλιστα τα βλέπουμε να μεγαλώνουνε μπροστά στα μάτια μας. Εκεί, που λέτε, θα σας μαζέψω σωρό τα ρουμπίνια και θα μπορείτε μάλιστα να τα φάτε και να τα στύψετε και να πιείτε ένα φλιτζάνι γιομάτο διαμαντοχυμό. Έτσι και δοκιμάσετε τους ζωντανούς θησαυρούς μας κάτω στη Βισμανία, δε θα δίνετε πεντάρα τσακιστή γι’ αυτά που βρίσκετε μέσα στα ξέβαθα ορυχεία σας· όλα παγωμένα και ψόφια.»

«Ο πατέρας μου έφτασε στο τέρμα του κόσμου» είπε σκεφτικά ο Ριλιανός. «Θα ήταν θαυμάσιο αν ο γιος του πήγαινε στα βάθη του κόσμου.»

«Αν ο Υψηλότατος επιθυμεί να δει τον πατέρα του όσο ζει, που, νομίζω, θα το προτιμάει» είπε ο Λασπομούρμουρος, «τότε καλά θα κάναμε να τραβάγαμε το δρόμο κατά τις εκσκαφές».

«Όσο για μένα, δεν κατεβαίνω κάτω σ’ αυτή την τρύπα που να χτυπιέστε όλοι» πρόσθεσε η Τζιλ.

«Αν είν’ έτσι, αν οι Εντιμότατοι φίλοι το ’χουν πάρει απόφαση να ξαναγυρίσουν στον Επάνω Κόσμο» είπε ο Γκολγκ, «τότε υπάρχει κάποιος δρόμος, μόνο που είναι χαμηλότερα από δω. Κι αν το νερό συνεχίσει ν’ ανεβαίνει…»

«Αχ, να χαρείτε! Ελάτε να πηγαίνουμε!» παρακάλεσε η Τζιλ.

«Φοβάμαι ότι έτσι πρέπει να γίνει» είπε ο Πρίγκιπας με βαθύ αναστεναγμό. «Όμως αφήνω τη μισή μου την καρδιά πίσω στη Βισμανία.»

«Καλέ, άντε, ελάτε!» είπε η Τζιλ.

«Και πού είναι ο δρόμος;» ρώτησε ο Λασπομούρμουρος.

«Θα δείτε φανούς σ’ όλο το δρόμο» είπε ο Γκολγκ. «Υψηλότατε, βλέπετε την αρχή του δρόμου σ’ εκείνη την πάντα, πέρα από τ’ άνοιγμα.»

«Για πόση ώρα θα φέγγουν οι φανοί;» ρώτησε ο Λασπομούρμουρος.

Εκείνη τη στιγμή, από τα βάθη της Βισμανίας ακούστηκε ν’ ανεβαίνει μια σφυριχτή φωνή, συριγμός που τσουρούφλιζε, η φωνή της ίδιας της Φωτιάς (αργότερα αναρωτήθηκαν μπας και είχε έρθει από καμιά σαλαμάνδρα).

«Γρήγορα! Γρήγορα! Γρήγορα! Στα βράχια, στα βράχια, στα βράχια!» είπε η φωνή. «Η σχισμή κλείνει. Κλείνει. Κλείνει. Γρήγορα! Γρήγορα!» Και την ίδια στιγμή που τα ’λεγε, οι βράχοι άρχισαν να κουνιούνται με εκκωφαντικούς τριγμούς, να σου σπάνε το τύμπανο. Ώσπου να γυρίσουν να κοιτάξουν, το χάσμα είχε κιόλας στενέψει. Από κάθε πλευρά του, κάποιοι καθυστερημένοι τρέχαν να χωθούν μέσα. Ούτε που είχαν την υπομονή να κατέβουν τα βράχια. Δίναν μια βουτιά και πέφταν με το κεφάλι· τώρα, είτε γιατί από τον πυθμένα τούς ερχόταν τέτοιο δυνατό ρεύμα καυτού αέρα είτε για κάποιον άλλο λόγο, πάντως, τους έβλεπες να πετούν προς τα κάτω σαν φύλλα δέντρων. Όλο και πιο πολλοί πέφτανε ώσπου τα σώματά τους, στίγματα μαυριδερά, έκλεισαν τη θέα του φλογισμένου ποταμού και των κήπων με τα ζωντανά πετράδια. «Γεια και χαρά σας, Εντιμότατοι φίλοι μου! Έφυγα!» φώναξε ο Γκολγκ κι έδωσε κι αυτός μια βουτιά. Πολύ λίγοι είχαν ξεμείνει πίσω του. Το χάσμα τώρα δεν ήταν πλατύτερο από ένα ρυάκι. Τώρα ήταν στενό σαν σχισμή σε γραμματοκιβώτιο. Τώρα μια ολόλαμπρη κλωστή. Ύστερα, μ’ ένα τράνταγμα, θαρρείς και χίλιες αμαξοστοιχίες φορτωμένες εμπορεύματα πέφτανε με φόρα πάνω σε χιλιάδες μπάρες, τα χείλη της ρωγμής έκλεισαν. Εκείνη η καυτή μυρωδιά που σε τρέλαινε εξαφανίστηκε. Οι ταξιδιώτες απόμειναν μονάχοι στα Έγκατα της Γης, σ’ έναν κόσμο που τώρα έμοιαζε ακόμα πιο σκοτεινός από πρωτύτερα. Χλομό, ασθενικό, ανατριχιαστικό το φως που έβγαινε από τους φανούς έδειχνε κατά πού πήγαινε ο δρόμος.

«Έχουμε και λέμε» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Χίλια τα εκατό ότι παρακαθίσαμε εδώ κάτω, αλλά τέλος πάντων. Ας κάνουμε μια προσπάθεια. Τούτοι εδώ οι φανοί ζήτημα να φέγγουν για πέντε λεπτά ακόμα, δε θέλει ρώτημα.»

Προγγήξαν τ’ άλογα να καλπάσουν και ξεχύθηκαν στο μισοσκότεινο δρόμο μεγαλόπρεπα. Όμως άξαφνα είδαν ότι ο δρόμος κατηφόριζε. Παραλίγο θα τους πέρναγε από το μυαλό ότι ο Γκολγκ τους είχε δείξει λάθος δρόμο αν δε βλέπανε στην απέναντι πλευρά της κοιλάδας κι άλλους φανούς ν’ ανηφορίζουν μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά σου. Όμως στην καρδιά της κοιλάδας, οι φανοί έφεγγαν πάνω σε κινούμενο νερό.

«Βιαστείτε» φώναξε ο Πρίγκιπας. Καλπάζοντας κατέβηκαν την πλαγιά. Και πέντε λεπτά μόνο ν’ αργοπορούσαν, θα τα βρίσκανε σκούρα γιατί, στην κοιλάδα, η παλίρροια ανέβαινε με την ορμή νερού που κινεί νερόμυλο. Και καλά αυτοί θα κολυμπούσαν, αλλά τι θα γινόταν με τ’ άλογα. Για την ώρα, το νερό είχε μοναχά κανά μισό μέτρο βάθος, και μολονότι στροβιλιζόταν με δύναμη γύρω από τα πόδια των αλόγων, κατάφεραν τελικά να φτάσουν στην άλλη άκρη της κοιλάδας σώοι.

Ύστερα άρχισε το αργό, κουραστικό ανέβασμα στην ανηφόρα του λόφου. Μπροστά τους δεν έβλεπαν τίποτα, παρά μόνο το χλομό φως από τους φανούς που σκαρφάλωναν όλο και πιο ψηλά, μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά τους. Γύριζαν πίσω το κεφάλι κι έβλεπαν το νερό ολοένα να απλώνεται. Όλοι οι λόφοι του Κόσμου στα Έγκατα της Γης είχαν γίνει τώρα νησίδες και μοναχά πάνω σ’ αυτές συνέχιζαν να υπάρχουνε φανοί. Κάθε λεπτό, κάποιο μακρινό φως χανόταν. Σε λίγο όλα θα τα σκέπαζε μαύρο σκοτάδι· όλα εκτός από την ανηφόρα που είχαν πάρει. Μα ακόμα και σ’ αυτό το λόφο, πίσω τους, χαμηλά, τα φώτα μπορεί να μην είχαν σβήσει, αντιφέγγιζαν όμως πάνω σε νερό πια.

Αν και είχαν σοβαρούς λόγους να βιάζονται, έβλεπαν ότι τ’ άλογά τους έπρεπε να ξαποστάσουν για λίγο. Σταμάτησαν: στη σιγαλιά ακουγόταν το πάφλασμα του νερού.

«Άραγε αυτός ο πώς τόνε λένε – ο Μπαρμπα-Χρόνος – να ’χει πλημμυρίσει τώρα;» είπε η Τζιλ. «Κι όλα εκείνα τα παράξενα πλάσματα που κοιμόνταν…»

«Δε νομίζω να ’χουμε φτάσει τόσο ψηλά» είπε ο Ευστάθιος. «Ξέχασες ότι κατεβήκαμε την πλαγιά του λόφου κι ύστερα βρήκαμε την ανήλιαγη θάλασσα; Δεν μπορεί να ’χει φτάσει κιόλας το νερό μέχρι τη σπηλιά του.»

«Δεν πάει να ’χει φτάσει» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Εμένα άλλο με απασχολεί: οι φανοί στο δρόμο. Κάπως αρρωστιάρικο δεν είναι το φως τους;»

«Έτσι ήταν πάντα» είπε η Τζιλ.

«Καλά» είπε ο Λασπομούρμουρος, «όμως τώρα είναι πιο κιτρινιάρικο».

«Τι θες να πεις, δηλαδή, ότι όπου να ’ναι θα σβήσουν;» φώναξε ο Ευστάθιος.

«Κοίτα να δεις, ό,τι χρώμα και να ’χουν, δε φαντάζομαι να σου περνάει απ’ το μυαλό ότι θα φέγγουνε για πάντα» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Μην απογοητεύεσαι, όμως, Στούμποου. Έγώ έχω το νου μου και στο νερό· βλέπω λοιπόν ότι δεν ανεβαίνει πια τόσο γρήγορα όσο πρωτύτερα.»

«Μικρή παρηγοριά, φίλε μου» είπε ο Πρίγκιπας, «αν δεν καταφέρουμε να βγούμε από δω. Ζητώ την επιείκειά σας, όλων σας. Το φταίξιμο είναι δικό μου, γιατί από τη ματαιοδοξία μου και τη φαντασιοπληξία μου, καθυστερήσαμε εκεί στο στόμιο της Βισμανίας. Τώρα δε μένει παρά να συνεχίσουμε».

Για καμιά ώρα και κάτι, η Τζιλ πότε πότε σκεφτόταν ότι ο Λασπομούρμουρος είχε δίκιο σ’ ό,τι είχε πει για τους φανούς· άλλοτε πάλι της φαινόταν πως ήταν της φαντασίας της. Στο αναμεταξύ, το τοπίο άλλαζε. Η οροφή του Κόσμου στα Έγκατα της Γης ήταν τώρα τόσο χαμηλά που ακόμα και σ’ αυτό το αμυδρό φως μπορούσες να τη δεις καθαρά. Και οι πανύψηλοι ανώμαλοι τοίχοι του Κόσμου αυτού, θαρρείς και τώρα είχαν έρθει πιο κοντά τους. Πραγματικά, ο δρόμος τούς οδηγούσε ψηλά σε μια σήραγγα. Άρχισαν να προσπερνούν κασμάδες και φτυάρια και καροτσάκια κι άλλα, σημάδια ότι οι σκαφτιάδες είχαν δουλέψει εκεί πρόσφατα. Αν μπορούσαν να ’ναι απόλυτα σίγουροι ότι αυτή ήταν η έξοδος που γύρευαν, όλα τούτα τα σημάδια θα τους γέμιζαν χαρά. Όμως δεν τους ήταν καθόλου ευχάριστη η σκέψη ότι προχωρούσαν σ’ ένα λαγούμι που ολοένα στένευε, πράμα που μετά θα δυσκόλευε την επιστροφή τους.

Τελικά, η οροφή έφτασε να ’ναι τόσο χαμηλή που ο Λασπομούρμουρος κι ο Πρίγκιπας κουτουλάγαν πάνω της. Οι σύντροφοι ξεκαβαλίκεψαν και συνέχισαν, μπροστά αυτοί, πίσω τ’ άλογα. Ο δρόμος ήταν ανώμαλος τόπους τόπους κι έπρεπε να προσέχεις πολύ πού πάταγες. Αυτό έκανε την Τζιλ να προσέξει ότι το σκοτάδι γινόταν όλο και πιο βαθύ. Ήταν βέβαιο αυτό. Τα πρόσωπα των άλλων τής φαίνονταν πιο αλλόκοτα και τρομαχτικά στην πρασινωπή ανταύγεια. Κι ύστερα, ξαφνικά (δεν κρατήθηκε) της ξέφυγε μια κραυγή. Ένα φως, αυτό που ’ταν μπροστά τους, έσβησε. Το ίδιο κι αυτό που ήταν πίσω τους. Κι ύστερα έπεσε απόλυτο σκοτάδι.

«Κουράγιο, φίλοι μου» ακούστηκε η φωνή του Πρίγκιπα Ριλιανού. «Είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε, ο Ασλάν θα ’ναι ο καλός μας κύριος.»

«Έτσι είναι, Κύριέ μου» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Και να μην ξεχνάμε ούτε στιγμή ότι υπάρχει και κάτι καλό στο ότι έχουμε παγιδευτεί εδώ μέσα: θα γλιτώσουμε τα έξοδα της κηδείας.»

Η Τζιλ ίσα που κρατήθηκε να μην πει τίποτα. (Αν δε θέλετε να πάρουν οι άλλοι μυρωδιά πόσο τρομοκρατημένοι είστε, αυτό είναι το πιο σοφό πράγμα που έχετε να κάνετε: γιατί αυτό που σε προδίδει είναι η φωνή σου.)

«Δε μου λέτε, αντί να καθόμαστε εδώ, δεν προχωράμε καλύτερα;» είπε ο Ευστάθιος. Σαν άκουσε το τρέμουλο της δικής του φωνής, η Τζιλ σκέφτηκε τι καλά που είχε κάνει να μη βασιστεί στη δική της.

Ο Λασπομούρμουρος κι ο Ευστάθιος προχώρησαν πρώτοι με τα χέρια τεντωμένα μπροστά τους, μην τυχόν και κουτουλήσουν πουθενά: η Τζιλ κι ο Πρίγκιπας ακολουθούσαν οδηγώντας τ’ άλογα.

«Δε μου λέτε» ακούστηκε πάλι λίγο αργότερα η φωνή του Ευστάθιου, «έχουν πάθει τίποτα τα μάτια μου ή είναι φως κείνο κει ψηλά;»

Πριν προλάβει να του απαντήσει κανείς, ο Λασπομούρμουρος φώναξε: «Στοπ. Δεν πάει άλλο. Κι αυτό που πιάνω είνα χώμα, δεν είναι βράχος. Τι είπες, Στούμποου;»

«Μα το Λιοντάρι» είπε ο Πρίγκιπας, «θαρρώ πως ο Ευστάθιος έχει δίκιο. Κάτι βλέπω σαν…»

«Όχι πάντως σαν το φως της μέρας» είπε η Τζιλ. «Εγώ το μόνο που βλέπω είναι ένα πράμα σαν κρύο γαλάζιο φως.»

«Ε, και λοιπόν; Δε σου φτάνει δηλαδή;» είπε ο Ευστάθιος. «Το θέμα είναι μπορούμε να φτάσουμε μέχρι εκεί;»

«Δεν είναι ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Δηλαδή, από πάνω μας είναι, αλλά βγαίνει από αυτόν τον τοίχο που ακούμπησα. Δε μου λες, Πόουλ, δεν έρχεσαι να σε σηκώσω στους ώμους μου μπας και φτάσεις μέχρις εκεί;»

Загрузка...