ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Το ταξίδι τον Βασιλιά

Αυτό που έκανε τον Ευστάθιο να δείχνει στα χάλια του (όχι ότι και η Τζιλ πήγαινε πίσω, δηλαδή), ήταν η αντίθεση με το περιβάλλον. Τέτοια ομορφιά είχε. Καλύτερα να σας το περιγράψω για να μη χάνουμε ώρα.

Καθώς ζύγωνε προς τη στεριά, η Τζιλ δεν είχε δει μακριά της, στην ενδοχώρα, κάτι βουνά; Από κει, λοιπόν, από κάποιο άνοιγμα, τρύπωνε το φως του ήλιου που βασίλευε και χάιδευε τη χλοερή πεδιάδα. Στη μια άκρη υψωνόταν ένα κάστρο με τον ανεμοδείχτη του να λαμποκοπάει στο φως και με πλήθος πύργους και πυργίσκους· η Τζιλ δεν είχε δει στη ζωή της όλη πιο όμορφο κάστρο. Στην άλλη άκρη, την κοντινή, υπήρχε μια προβλήτα από άσπρο μάρμαρο και αραγμένο ένα καράβι: ένα πανύψηλο καράβι με το καμπούνι και το κάσσαρο ψηλά, βαμμένα με χρώματα χρυσαφιά και πορφυρά, με μια πελώρια σημαία στη μαΐστρα, και πολλά λάβαρα να κυματίζουν στο κατάστρωμα, και μια σειρά από ασπίδες, στο μήκος της κουπαστής. Είχαν ακουμπίσει το μαδέρι στο καράβι, και στην άκρη, έτοιμος να επιβιβασθεί, στεκόταν ένας άντρας στα βαθιά του γεράματα. Φορούσε έναν πλούσιο μανδύα, κατακόκκινο, που όταν άνοιγε, άφηνε να φαίνεται η ασημένια πανοπλία του. Το κεφάλι του το στόλιζε μια λεπτή χρυσή ταινία. Η γενειάδα του, κατάλευκη σαν βαμβάκι, έφτανε μέχρι τη μέση του. Στεκόταν στητός, όσο γινόταν, και με το ένα του χέρι στηριζόταν στον ώμο κάποιου άρχοντα που ’ταν ντυμένος με ρούχα πλουμιστά κι έδειχνε νεότερος από τον ίδιο: ήταν ολοφάνερο πόσο γέρος και ντελικάτος ήταν. Θα ’λεγε κανείς πως και το πιο απαλό φύσημα του ανέμου θα τον εξαφάνιζε. Τα μάτια του ήταν νοτισμένα.

Ακριβώς μπροστά στο Βασιλιά – που είχε στραφεί να μιλήσει στους υπηκόους του πριν επιβιβασθεί στο καράβι – υπήρχε ένας θρόνος πάνω σε τροχούς και ζεμένο ένα γαϊδουράκι: μα τόσο μικρό, λίγο μεγαλύτερο, ας πούμε, από ένα μεγάλο κυνηγόσκυλο. Σ’ αυτόν το θρόνο καθόταν ένας χοντρούλης νάνος. Ήταν το ίδιο φανταχτερά ντυμένος όπως κι ο Βασιλιάς. Επειδή όμως ήταν τόσο χοντρός, κι επειδή ήταν χωμένος μέσα σε μαξιλάρες, η εντύπωση ήταν εντελώς διαφορετική· έμοιαζε ένας άμορφος μπόγος από γούνα, μετάξι και βελούδο. Είχε τα χρόνια του Βασιλιά, αλλά έδειχνε πιο κοτσονάτος και κεφάτος κι είχε διαπεραστικά ματάκια. Το κεφάλι του ξέσκεπο, φαλακρό και πελώριο, έτσι καθώς χτύπαγε το φως του ήλιου που βασίλευε, λαμποκοπούσε σαν τεράστια μπάλα του μπιλιάρδου.

Πιο πίσω, σε ημικύκλιο, στέκονταν κάποιοι που η Τζιλ κατάλαβε ότι ήταν οι αυλικοί του. Και μόνο για τα ρούχα και τις πανοπλίες τους, άξιζε να τους χαζέψεις. Από αυτή την άποψη, έμοιαζαν περισσότερο με λουλουδισμένη πρασιά παρά με ένα πλήθος. Αυτό όμως που την έκανε να γουρλώσει τα μάτια της και ν’ ανοίξει το στόμα της σαν χάνος, ήταν αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι. Αν μπορεί κανείς να πει τη λέξη «άνθρωποι». Γιατί μόνο ένας στους πέντε ήταν φυσιολογικός άνθρωπος. Οι υπόλοιποι ήταν πλάσματα ανύπαρκτα στον κόσμο το δικό μας. Φαύνοι, σάτυροι, κένταυροι: αν μπορούσε να τους βαφτίσει, ήταν γιατί είχε δει κάποτε φωτογραφίες τους. Και νάνοι επίσης. Κι ακόμα υπήρχαν ένα σωρό ζώα που κι αυτά τα γνώριζε· αρκούδες, ασβοί, αρουραίοι, λεοπαρδάλεις, ποντίκια, και λογιών λογιών πουλιά. Κι αυτά όμως ήταν πολύ πιο διαφορετικά από τα αντίστοιχα ζώα που υπήρχαν στην Αγγλία. Μερικά ήταν πολύ μεγαλύτερα – τα ποντίκια, για παράδειγμα, στέκονταν στα πισινά τους πόδια και το μπόι τους ήταν πάνω από μισό μέτρο. Ξέχωρα από αυτό, όλα τους φαίνονταν αλλιώτικα. Από την έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό τους, καταλάβαινες ότι τα κατάφερναν να μιλάνε και να σκέφτονται το ίδιο καλά με μας.

«Ποπό!» σκέφτηκε η Τζιλ. «Τελικά, δηλαδή, είναι αλήθεια!» Μα την άλλη στιγμή πρόσθεσε: «Να ’ναι φιλικά, άραγε;» Γιατί μόλις είχε πάρει το μάτι της, στην άκρη αυτής της ομάδας, κανά δυο γίγαντες και κάποιους τύπους που πραγματικά δεν μπορούσε να τους δώσει κανένα όνομα.

Εκείνη τη στιγμή, της ήρθαν ξαφνικά στο νου ο Ασλάν και τα σημάδια. Το τελευταίο μισάωρο τα είχε λησμονήσει ολότελα.

«Στούμποου!» ψιθύρισε κι άρπαξε το χέρι του. «Στούμποου, γρήγορα! Βλέπεις κανά γνωστό;»

«Μπα! Αποφάσισες να μας κουβαληθείς πάλι;» είπε ο Ευστάθιος ζοχαδιασμένος (και δεν είχε κι άδικο). «Για κάνε λίγη ησυχία, εντάξει; Θέλω ν’ ακούω.»

«Άσε τις βλακείες» είπε η Τζιλ. «Μη χάνουμε λεπτό. Δε βλέπεις κανένα παλιό σου φίλο εδώ; Αν βλέπεις, τρέχα γρήγορα και μίλα του.»

«Τι κάθεσαι και μου τσαμπουνάς;» είπε ο Στούμποου.

«Ο Ασλάν! Το Λιοντάρι! Αυτός το ’πε» είπε η Τζιλ με απελπισία. «Τον είδα.»

«Α, μπα, ώστε έτσι; Και τι σου είπε;»

«Είπε να πας αμέσως να μιλήσεις στον πρώτο που θα δεις στη Νάρνια που είναι παλιός σου φίλος.»

«Ε, λοιπόν, δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου όλη κανέναν απ’ αυτούς εδώ. Κι, αν θες να ξέρεις και κάτι ακόμα, από πού κι ως πού ξέρω εγώ ότι είμαστε στη Νάρνια.»

«Νόμισα ότι είπες ότι είχες ξανάρθει εδώ» είπε η Τζιλ.

«Ε, λοιπόν, νόμισες λάθος.»

«Να τα μας! Καλός είσαι! Δε μου ’πες πριν…»

«Να χαρείς! Δεν το κλείνεις ν’ ακούσουμε τι λένε!»

Ο Βασιλιάς μιλούσε στο Νάνο, αλλά η Τζιλ δεν μπορούσε ν’ ακούσει λέξη. Το μόνο που έβγαζε ήταν ότι ο Νάνος δεν απαντούσε, αλλά οληώρα κούναγε το κεφάλι του σαν να συμφωνούσε. Μετά ο Βασιλιάς ύψωσε τη φωνή του για ν’ ακουστεί απ’ όλους τους αυλικούς του: η φωνή του όμως ήταν τόσο γεροντική και τρεμουλιαστή που η Τζιλ πάλι δεν πολυκατάλαβε τα λόγια του – πόσο μάλλον που αφορούσαν τόπους κι ανθρώπους που δεν ήξερε διόλου. Όταν τέλειωσε την ομιλία του, ο Βασιλιάς έσκυψε και φίλησε το Νάνο και στα δυο μάγουλα. Μετά ίσιωσε το κορμί του, σήκωσε ψηλά το δεξί του χέρι σαν να τους ευλογούσε, κι άρχισε ν’ ανεβαίνει το μαδέρι με βήματα αργά κι αβέβαια. Οι αυλικοί έδειξαν φοβερά συγκινημένοι από την αναχώρηση του Βασιλιά. Βγήκαν μαντίλια, ακούστηκαν κλάματα απ’ όλους. Τραβήχτηκε το μαδέρι, ήχησαν οι σάλπιγγες από το κάσσαρο, και το καράβι άρχισε ν’ απομακρύνεται από το μόλο. (Μια βάρκα το ρυμουλκούσε, αλλά η Τζιλ δεν το είχε δει.)

«Και τώρα…» είπε ο Ευστάθιος, αλλά μέχρι εκεί ήταν η κουβέντα του γιατί εκείνη τη στιγμή, ένα πελώριο άσπρο πράμα – για κάποιο δευτερόλεπτο, της Τζιλ της φάνηκε σαν χαρταετός – γλίστρησε στον αέρα και ήρθε και στάθηκε πάνω στα πόδια του. Ήταν μια άσπρη κουκουβάγια, τόσο τεράστια όμως που έφτανε το μπόι ενός κανονικού νάνου.

Πετάρισε τα μάτια, ζύγωσε να δει καλύτερα λες και είχε μυωπία, κι ύστερα έγειρε λίγο το κεφάλι και με απαλή, κατσαρή φωνή είπε:

«Κουκουβάου-κουκουβά! Ποια είν’ αυτά τα δυο παιδιά;»

«Εγώ είμαι ο Στούμποου κι αυτή είναι η Πόουλ» είπε ο Ευστάθιος. «Δε μας κάνεις τη χάρη να μας πεις που βρισκόμαστε;»

«Στη γη της Νάρνια, στο Κάστρο του Βασιλιά, στο Κάιρ Πάραβελ.»

«Και δε μου λες, ο Βασιλιάς ήταν αυτός που μόλις τώρα πήρε το πλοίο;»

«Αν ήταν, αν ήταν» είπε η Κουκουβάγια θλιμμένα, κουνώντας το πελώριο κεφάλι της. «Όμως εσείς ποιοι είστε; Σαν να βλέπω κάτι μαγικό μ’ εσάς τους δυο. Σας είδα να έρχεστε εδώ πετώντας. Οι άλλοι όλοι είχαν το νου τους στο κατευόδιο του Βασιλιά και κανένας δε σας πήρε μυρουδιά. Εκτός από μένα. Εγώ σας πρόσεξα. Ήρθατε πετώντας.»

«Μας έχει στείλει ο Ασλάν» είπε ο Ευστάθιος χαμηλώνοντας τη φωνή του.

«Κουκουβάου-κουκουβά!» είπε η Κουκουβάγια και τα φτερά της σπαρτάρισαν. «Αυτό παραείναι μπλεγμένο για να το καταλάβω τόσο νωρίς το απόγευμα. Εγώ, βλέπετε, είμαι σε φόρμα μόνο αφού δύσει ο ήλιος.»

«Και μας έχει στείλει για να βρούμε το χαμένο Πρίγκιπα» είπε η Τζιλ, που είχε φαγωθεί τόσην ώρα να μπει κι αυτή στην κουβέντα.

«Τι ’ν’ πάλι τούτο! Πρώτη φορά το ακούω» είπε ο Ευστάθιος. «Ποιον Πρίγκιπα;»

«Καλύτερα να πάτε αμέσως να μιλήσετε στον Αντιβασιλέα» είπε η Κουκουβάγια. «Σ’ εκείνον εκεί, στο αμάξι με το γαϊδαράκο. Τράμπκιν ο Νάνος.» Το πουλί έκανε μια στροφή για να τους οδηγήσει καθώς μουρμούραγε: «Κουκουβάου-κουκουβά! Τι ’ναι τα πάλι αυτά! Το μυαλό μου δε δουλεύει. Παραείναι νωρίς για μένα».

«Και ποιο είναι τ’ όνομα του Βασιλιά;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

«Κασπιανός ο Δέκατος» αποκρίθηκε η Κουκουβάγια. Η Τζιλ ούτε που κατάλαβε γιατί ο Ευστάθιος κοντοστάθηκε και πήρε ένα χρώμα άλλο πράμα. Σκέφτηκε πως τόσο χάλια δεν τον είχε δει ποτέ της για καμιά αιτία. Πριν όμως προλάβει να τον ρωτήσει είχαν κιόλας φτάσει κοντά στο Νάνο, που ήταν έτοιμος να τραβήξει τα γκέμια για να γυρίσει πίσω στο κάστρο. Οι αυλικοί είχαν πάρει κι αυτοί το δρόμο του γυρισμού, ένας ένας, δυο δυο ή και παρεούλες, έτσι όπως διαλύεται ο κόσμος μετά από αγώνα ποδοσφαιρικό ή ράλι.

«Κουκουβάου! Χμμμ! Υψηλότατε!» είπε η Κουκουβάγια, κι έσκυψε κι έχωσε το ράμφος της στο αυτί του Νάνου.

«Ε; Τι έκανε λέει;» είπε ο Νάνος.

«Δύο επισκέπτες, εξοχότατε» είπε η Κουκουβάγια.

«Δύο παλιοκλέφτες! Μα, τι ’ναι αυτά που μου λες;» είπε ο Νάνος. «Εγώ βλέπω δύο εξαιρετικώς ρυπαρά ανθρωποκούταβα. Τι επιθυμούν;»

«Το όνομά μου είναι Τζιλ» είπε η Τζιλ κι έκανε ένα βήμα μπρος. Την είχε πιάσει ανυπομονησία να εξηγήσει για ποια σημαντική δουλειά είχαν έρθει εκεί.

«Τζιλ τη λένε» είπε η Κουκουβάγια μ’ όση δύναμη είχε.

«Τι έκανε λέει;» είπε ο Νάνος. «Κλαίνε; Ποιοι κλαίνε. Δε βλέπω κανένα να κλαίει. Επιτέλους! Ποιος κλαίει;»

«Την κοπέλα, εξοχότατε» είπε η Κουκουβάγια. «Το όνομά της είναι Τζιλ.»

«Μίλα δυνατά, μίλα δυνατά» είπε ο Νάνος. «Τι στέκεσαι και μουρμουράς και ψιθυρίζεις μέσα στο αυτί μου. Ποιος κλαίει, λοιπόν;»

«Κανένας δεν κλαίει» πάτησε ένα γερό κρώξιμο η Κουκουβάγια.

«Ποιος;»

«ΚΑΝΕΝΑΣ.»

«Σιγά, σιγά! Τι ξεφωνίζεις. Να ’μουνα και κανένας κουφός! Τι θες τώρα κι έρχεσαι εδώ και μου λες ότι κανένας δεν κλαίει. Για ποιο λόγο θα ’πρεπε να κλαίει κανείς;»

«Δεν του λες τώρα ότι εγώ είμαι ο Ευστάθιος» είπε ο Στούμποου.

«Το αγόρι το λένε Ευστάθιο, εξοχότατε» έκρωξε πάλι μ’ όλη της τη δύναμη η Κουκουβάγια.

«Δεν έχει ευστάθεια;» είπε ο Νάνος θυμωμένος. «Εμ, του φαίνεται. Κι είναι λόγος αυτός να μου τον κουβαλάς εδώ; Ε;»

«Όχι ευστάθεια, εξοχότατε» είπε η Κουκουβάγια. «ΕΥΣΤΑΘΙΟ.»

«Να σταθεί, πού να σταθεί. Επιτέλους, δεν ξέρω για τι πράμα μου μιλάς. Άκουσέ με καλά, Κυρα-Θαμποφτερού. Στα νιάτα μου, υπήρχαν ζώα και πτηνά που μιλούσαν. Αυτά τα μουρμουρίσματα και τα ψιθυρίσματα και τα κακαρίσματα μας ήταν άγνωστα. Και ούτε που θα τα ανεχόμασταν. Ούτε για ένα λεπτό. Άκουσες; Ούτε για ένα λεπτό. Ούρνους, το ακουστικό μου, παρακαλώ.»

Ένας μικρός φαύνος που στεκόταν ήσυχα στο πλευρό του Νάνου του έδωσε αμέσως ένα ασημένιο χωνί, το ακουστικό του. Αυτό ήταν ολόδιο μ’ ένα παλιό μουσικό όργανο που λεγόταν οφίαυλος, γιατί σαν όφις δηλαδή, έφερνε βόλτα γύρω από το λαιμό του Νάνου. Ενώ το τακτοποιούσε, η Κουκουβάγια η Θαμποφτερού ξαφνικά ψιθύρισε στα παιδιά:

«Το μυαλό μου σαν ν’ άρχισε κάπως να δουλεύει τώρα. Μην πείτε λέξη για το χαμένο Πρίγκιπα. Θα σας εξηγήσω αργότερα. Κουκουβάου-κουκουβά. Πα πα πα!»

«Λοιπόν» είπε ο Νάνος, «Κυρα-Θαμποφτερού, αν έχεις να πεις κάτι λογικό, προσπάθησε να το πεις. Πάρε μια βαθιά ανάσα και μίλα αργά, όχι σαν παπατρέχας!»

Με κάποια βοήθεια από τα παιδιά και παρά την κρίση τού βήχα που έπιασε το Νάνο, η Θαμποφτερού άρχισε να εξηγεί ότι οι επισκέπτες είχαν έρθει στην αυλή της Νάρνια σταλμένοι από τον Ασλάν. Ο Νάνος τούς έριξε μια γρήγορη ματιά και το βλέμμα του τώρα πήρε μια αλλιώτικη έκφραση.

«Ώστε σταλμένοι από το ίδιο το Λιοντάρι, ε;» είπε. «Και από – μμμ – από κείνο τον άλλο Τόπο – πέρα από το τέλος του κόσμου, ε;»

«Μάλιστα, Κύριέ μου» έσκουξε ο Ευστάθιος μέσα στο χωνί.

«Ώστε ο γιος του Αδάμ και η κόρη της Εύας, ε;» είπε ο Νάνος.

Όμως στην Πειραματική Σχολή δεν είχε γίνει ποτέ κουβέντα για κανέναν Αδάμ ούτε και για καμιά Εύα, κι έτσι η Τζιλ και ο Ευστάθιος δεν μπόρεσαν να δώσουν απάντηση. Όμως ο Νάνος δε φάνηκε να έδωσε σημασία.

«Λοιπόν, αγαπητοί μου» είπε και, σκύβοντας λίγο το κεφάλι, τους πήρε από το χέρι, πρώτα το ένα παιδί κι ύστερα τ’ άλλο. «Σας καλωσορίζουμε μ’ όλη μας την καρδιά. Αν ο καλός μας Βασιλιάς, ο καημένος ο Κύριός μου, δεν είχε βάλει πανιά μόλις αυτή τη στιγμή για τα Εφτά Νησιά, θα ήταν πολύ χαρούμενος με τον ερχομό σας. Θα ξανάνιωνε για μια στιγμή – για μια στιγμή. Και τώρα, ώρα για δείπνο. Θα μου μιλήσετε για το σκοπό της επίσκεψής σας στο γενικό συμβούλιο αύριο το πρωί. Κυρα-Θαμποφτερού, φρόντισε να δοθούν στους ξένους μας τα πιο επίσημα δωμάτια και κατάλληλα ρούχα κι ό,τι άλλο επιθυμούν. Και, Θαμποφτερού, για πλησίασε.»

Τότε ο Νάνος κόλλησε το στόμα του στο αυτί της Κουκουβάγιας με την πρόθεση, κανείς δεν αμφιβάλλει, να μιλήσει ψιθυριστά: όμως, καθώς ξέρετε, όσοι έχουν πρόβλημα ακοής δεν μπορούν να κάνουν σωστή εκτίμηση της φωνής τους. Έτσι, και τα δυο παιδιά άκουσαν που είπε: «Και φρόντισε να πλυθούν, παρακαλώ».

Ύστερα, ο Νάνος τσίγκλισε το γαϊδαράκο που πήρε δρόμο κατά το κάστρο μ’ έναν τρόπο που θύμιζε κάτι ανάμεσα σε άλογο και πάπια. (Ήταν ένα χοντρομπαλάδικο ζωντανό ετούτο, άλλο πράμα.) Ο Φαύνος, η Κουκουβάγια και τα παιδιά ακολουθούσαν με πιο αργό βήμα. Ο ήλιος είχε πια βασιλέψει κι άρχισε να κάνει ψύχρα.

Διασχίσανε το γρασίδι, πέρασαν μέσα από ένα περιβόλι κι ύστερα φτάσανε στη Βορινή Πύλη του Κάιρ Πάραβελ, που ήταν διάπλατα ανοιχτή. Στο εσωτερικό είδαν μια αυλή γεμάτη πρασινάδα. Τα παράθυρα της μεγάλης αίθουσας στα δεξιά τους ήταν κιόλας φωτισμένα. Τα φώτα ήταν αναμμένα και σ’ ένα συγκρότημα από κτίρια, αντίκρυ τους, σωστό λαβύρινθο. Εκεί τους οδήγησε η Κουκουβάγια κι ύστερα κάλεσε ένα εξαίσιο πλάσμα για να αναλάβει τη φροντίδα της Τζιλ. Ήταν μια κοπέλα στο μπόι της περίπου, αρκετά πιο λεπτή, αλλά φανερά πιο ώριμη, με τη χάρη ιτιάς, και μαλλιά σαν τα φύλλα ιτιάς, που μοιάζαν να ’ναι πλεγμένα με βρύα. Οδήγησε την Τζιλ σ’ ένα κυκλικό δωμάτιο σ’ έναν από τους πυργίσκους. Χωστή στο πάτωμα υπήρχε μια μπανιέρα, τα ξύλα μοσκοβολούσαν στη φωτιά που ήταν αναμμένη στη χαμηλή εστία, μια λάμπα κρεμόταν μ’ ασημένια αλυσίδα από την αψιδωτή οροφή. Το παράθυρο έβλεπε στη δύση με θέα τούτη την παράξενη χώρα, τη Νάρνια, κι η Τζιλ έμεινε να κοιτάει τα βαθυκόκκινα αχνάρια από το ηλιοβασίλεμα ακόμα να λάμπουν πίσω από τα μακρινά βουνά. Ένιωσε μια λαχτάρα για περισσότερες περιπέτειες και τη βεβαιότητα ότι αυτά όλα ήταν μοναχά η αρχή.

Αφού έκανε το μπάνιο της και βούρτσισε τα μαλλιά της και φόρεσε τα ρούχα που της έφεραν – ρούχα που δεν ήταν όμορφα μόνο στο μάτι, μα και στην αφή, και μοσκομύριζαν και θρόιζαν καθώς περπατούσες – θα ’χε ξαναγυρίσει σ’ εκείνο το παράθυρο με την καταπληκτική θέα, αν δεν την έκοβε στη μέση ένα χτύπημα στην πόρτα.

«Περάστε» είπε η Τζιλ. Και να σου εμφανίστηκε ο Ευστάθιος, φρεσκοπλυμένος κι αυτός και ντυμένος με τα πανέμορφα ρούχα των Ναρνιανών. Ωστόσο, η έκφραση στο πρόσωπό του δεν έδειχνε και μεγάλο ενθουσιασμό.

«Εδώ είσαι επιτέλους» είπε τσατισμένος και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. «Μπάφιασα να σε ψάχνω.»

«Ορίστε που με βρήκες!» είπε η Τζιλ. «Δε μου λες, βρε Στούμποου, δεν είναι να τρελαίνεσαι μ’ όλη αυτή την ομορφιά;» Για την ώρα, όλα τα περί σημάτων και χαμένου Πρίγκιπα είχαν πάει περίπατο.

«Α, εκεί έχεις το μυαλό σου εσύ, ε;» είπε ο Ευστάθιος· ύστερα από λίγο «Μακάρι να μην είχαμε έρθει ποτέ.»

«Δεν είσαι με τα καλά σου!»

«Δεν τ’ αντέχω άλλο» είπε ο Στούμποου. «Να βλέπεις το Βασιλιά – τον Κασπιανό – σε τέτοια κατάσταση, ένα γεράκο να μην τον βαστάν τα πόδια του. Πώς να το πω… σε τρομάζει.»

«Γιατί καλέ; Κι εσένα τι σε κόφτει;»

«Άντε να καταλάβεις εσύ. Τώρα που το σκέφτομαι, πραγματικά δεν μπορείς. Δε σου έχω εξηγήσει ότι ο χρόνος σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο είναι διαφορετικός.»

«Μα τι ’ναι αυτά που μου λες τώρα;»

«Να! Ο χρόνος που περνάμε εδώ δε θα λογαριαστεί στο δικό μας χρόνο. Καταλαβαίνεις; Θέλω να πω ότι, άσχετα με το πόσο θα μείνουμε εδώ, θα γυρίσουμε πίσω στην Πειραματική Σχολή τη στιγμή που φύγαμε.»

«Δε θα ’χει και πολύ πλάκα!»

«Οχ, βούλωσ’ το, βρε Πόουλ. Όλη την ώρα κόβεις την κουβέντα. Όταν λοιπόν γυρίσουμε πίσω στην Αγγλία –στο δικό μας κόσμο – δε θα μπορείς να υπολογίσεις πόσος χρόνος πέρασε εδώ. Δηλαδή, στη Νάρνια μπορεί να είναι ένα κάρο χρόνια, όταν στην Αγγλία περνάει ένας χρόνος μοναχά. Τα Πηβενσόπουλα μου το είχαν εξηγήσει, αλλά εγώ ο βλάκας το ξέχασα εντελώς. Και καθώς βλέπω, από τότε που ήμουνα εδώ πέρασαν περίπου εβδομήντα χρόνια – Ναρνιανά χρόνια. Μπήκες τώρα; Ξανάρχομαι λοιπόν και βρίσκω τον Κασπιανό γέρο άνθρωπο.»

«Άρα ο Βασιλιάς ήταν γνωστός σου!» είπε η Τζιλ. Της ήρθε η σκέψη σαν φοβερό αστροπελέκι.

«Αν ήταν λέει» είπε ο Ευστάθιος καταστενοχωρημένος. «Περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι. Και την τελευταία φορά που τον είδα, ίσα που με πέρναγε λίγα χρόνια. Και να βλέπω τώρα αυτόν το γέρο με την άσπρη γενειάδα, και να τον θυμάμαι εκείνο το πρωινό όταν καταλάβαμε τα Νησιά της Μοναξιάς ή την πάλη με το Φίδι της Θάλασσας – τι να σου πω! είναι τρομερό· χειρότερο από το να ’ρχόμουνα και να μάθαινα πως είχε πεθάνει.»

«Πάψε, να χαρείς!» είπε η Τζιλ χάνοντας την υπομονή της. «Αν θες να ξέρεις, συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Την έχουμε πατήσει με το πρώτο Σημάδι.» Φυσικά ο Ευστάθιος ούτε που κατάλαβε. Έτσι η Τζιλ του διηγήθηκε τη συζήτησή της με τον Ασλάν και τα τέσσερα σημάδια και την αποστολή που είχε αναθέσει και στους δυο τους, να βρουν το χαμένο Πρίγκιπα.

«Καθώς βλέπεις» κατέληξε, «είδες και καλοείδες έναν παλιό σου φίλο, όπως είπε ο Ασλάν, κι έπρεπε να πας αμέσως να του μιλήσεις. Πράγμα που δεν έκανες και τώρα άντε όλα φτου κι από την αρχή».

«Κι εγώ δηλαδή πώς έπρεπε να το ξέρω;» είπε ο Στούμποου.

«Ε, αν καθόσουνα να μ’ ακούσεις όταν προσπαθούσα να σου τα πω, τώρα δε θα είχαμε κανένα πρόβλημα» είπε η Τζιλ.

«Μάλιστα! Κι εσύ, κυρά μου, αν δεν είχες κάνει τις χαζαμάρες σου εκεί στην άκρη του βράχου που κόντεψες να με δολοφονήσεις – καλά άκουσες! είπα να με δολοφονήσεις και θα σου το κοπανάω ξανά και ξανά, και να μη μου συγχύζεσαι – λοιπόν, θα είχαμε φτάσει εδώ μαζί και θα ξέραμε τι να κάνουμε.»

«Δε μου λες, ήταν το πρώτο πρόσωπο που είδες, έτσι δεν είναι;» είπε η Τζιλ. «Εσύ θα πρέπει να ’σουνα εδώ ώρες πριν από μένα. Είσαι σίγουρος ότι δεν είδες κανέναν άλλο πρώτα;»

«Εγώ ήμουνα εδώ ένα λεπτό μοναχά πριν από σένα» είπε ο Ευστάθιος. «Εσένα ο Ασλάν θα πρέπει να σου ’δωσε πιο δυνατό φύσημα. Για να καλύψει το χαμένο χρόνο: το χρόνο που χάθηκε εξαιτίας σου.»

«Δε με παρατάς λέω εγώ!» είπε η Τζιλ. «Οχ! Τι ’ν’ τούτο πάλι!»

Η καμπάνα του κάστρου ακούστηκε να καλεί για το δείπνο. Ευτυχώς γιατί, έτσι, έληξε ένας παραλίγο ομηρικός καβγάς. Και είχαν κι οι δυο τους μια διαβολεμένη όρεξη!

Τα μάτια τους δεν είχαν ξαναδεί πιο φαντασμαγορικό πράμα από αυτό το γεύμα στη μεγάλη τραπεζαρία του κάστρου· μολονότι ο Ευστάθιος είχε ξανάρθει σ’ αυτόν τον κόσμο, είχε περάσει όλον τον καιρό στη θάλασσα και δεν είχε καμιά εμπειρία από τη λάμψη και την αβροφροσύνη που είχαν οι Ναρνιανοί στα σπίτια τους, στη χώρα τους. Λάβαρα κρέμονταν από την οροφή, και κάθε φορά που τους σέρβιραν ένα πιάτο ηχούσαν σάλπιγγες και τύμπανα. Κατέφθασαν σούπες, να τις θυμάσαι μοναχά και να σου τρέχουν τα σάλια, νοστιμότατα ψάρια με παράξενα ονόματα, ζαρκάδια και παγόνια, πίτες, παγωτά και ζελέ, και φρούτα και καρύδια κι όλων των ειδών κρασιά και φρουτοχυμοί. Ακόμα κι ο Ευστάθιος ξεχάστηκε λιγάκι και παραδέχτηκε ότι αυτό το δείπνο ήταν «άλλο πράμα». Κι όταν το τσιμπούσι έφτανε στο τέλος, παρουσιάστηκε ένας τυφλός ποιητής που, συνοδεύοντας με μουσική έπιασε ν’ ανιστορεί την καταπληκτική εκείνη παλιά ιστορία για τον Πρίγκιπα Κορ και την Άραβη και το άλογο που το λέγαν Μπρη, την ιστορία που είναι γνωστή με τον τίτλο «Το Άλογο και το Αγόρι του» και μιλάει για μια περιπέτεια που ξετυλίγεται στη Νάρνια και στην Καλορμίνα και τους τόπους ανάμεσά τους, για το Χρυσό Αιώνα τότε που Μεγάλος Βασιλιάς στο Κάιρ Πάραβελ ήταν ο Πέτρος. (Δεν προλαβαίνω να σας τη διηγηθώ τώρα, αλλά κάποια φορά αξίζει να την ακούσετε.)

Καθώς γύριζαν μισοζαλισμένοι πίσω στα δωμάτιά τους για ύπνο, με το χασμουρητό να πηγαίνει σύννεφο, η Τζιλ, επειδή είχαν περάσει μια τόσο γεμάτη μέρα, είπε: «Έχουμε να κάνουμε έναν ξεγυρισμένο ύπνο απόψε!» Για να δείτε πόσο λίγο περνάει από το νου μας το τι μπορεί να μας συμβεί απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.

Загрузка...