ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η Τζιλ σ’ επικίνδυνη αποστολή

Δίχως να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στην Τζιλ, το λιοντάρι σηκώθηκε και φύσηξε δυνατά για άλλη μια φορά. Ύστερα, ικανοποιημένο θα ’λεγε κανείς μ’ όλα αυτά, έκανε στροφή κι αργά αργά πήρε το δρόμο του γυρισμού στο δάσος.

«Δεν μπορεί! Όνειρο θα ’ναι! Δεν μπορεί! Δεν μπορεί!» έλεγε η Τζιλ μέσα της. «Σ’ ένα λεπτό θα ’μαι ξύπνια.» Όμως δεν ήταν όνειρο, κι ούτε και ξύπνησε.

«Μακάρι να μην είχαμε έρθει ποτέ σ’ αυτό το τρομερό μέρος» είπε η Τζιλ. «Πάω στοίχημα ότι όσο ήξερα εγώ τι μας περίμενε εδώ, άλλο τόσο ήξερε κι ο Στούμποου. Αν πάλι ήξερε, τι με κουβάλησε εδώ πέρα δίχως να με προειδοποιήσει; Δεν είναι δικό μου το λάθος που γκρεμοτσακίστηκε από τούτο το βράχο. Αν μ’ άφηνε ήσυχη θα ’μασταν κι οι δυο μας μια χαρά τώρα.» Μετά ξαναθυμήθηκε εκείνη την κραυγή που έβγαλε ο Ευστάθιος καθώς έπεφτε στο κενό, και την ξαναπήραν τα κλάματα.

Όση ώρα κλαις μπορεί και να το φχαριστιέσαι, όμως κάποια στιγμή πρέπει να δώσεις ένα τέλος και ν’ αποφασίσεις τι πρόκειται να κάνεις μετά. Όταν σταμάτησε η Τζιλ το κλάμα, διαπίστωσε ότι είχε μια φοβερή δίψα. Μέχρι εκείνη την ώρα ήταν πεσμένη μπρούμυτα· τώρα αποφάσισε να καθίσει. Τα πουλιά είχαν σταματήσει να κελαηδούν και κυριαρχούσε μια απόλυτη σιωπή, αν εξαιρέσει κανείς ένα χαμηλό, επίμονο ήχο που ερχόταν από αρκετά μακριά. Έστησε αυτί ώσπου σχεδόν βεβαιώθηκε ότι ήταν ήχος από τρεχούμενο νερό.

Η Τζιλ σηκώθηκε και κοίταξε γύρω της με πολλή προσοχή. Το λιοντάρι ήταν άφαντο (ωστόσο, επειδή υπήρχαν πολλά δέντρα τριγύρω, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε ωραιότατα να βρίσκεται κάπου κοντά και να μην το ’παιρνε το μάτι της. Και βέβαια της πέρναγε από το μυαλό ότι μπορεί να ήταν και περισσότερα από ένα. Τώρα όμως η δίψα της ήταν τόσο επιτακτική, που μάζεψε όσο κουράγιο της απόμενε για να πάει να ψάξει γι’ αυτό το τρεχούμενο νερό. Πατώντας στα νύχια, περνούσε σαν σκιά από δέντρο σε δέντρο, σταματώντας σε κάθε βήμα να κοιτάξει γύρω της προσεχτικά.

Είχε τέτοια ησυχία μέσα στο δάσος που δε δυσκολεύτηκε ν’ αποφασίσει από που ερχόταν αυτός ο ήχος. Όσο πέρναγε η ώρα, τον άκουγε και πιο ξεκάθαρα. Κάποια στιγμή, πολύ νωρίτερα απ’ όσο περίμενε, βρέθηκε σ’ ένα ξέφωτο όπου είδε το ρυάκι να κυλάει με διαύγεια γυαλιού. Ήταν απέναντι της, δυο μόλις βήματα. Και μόνο η θέα του νερού την έκανε να νιώσει δέκα φορές πιο διψασμένη. Αντί να τρέξει όμως και να πέσει με τα μούτρα στο νερό, η Τζιλ έμεινε ακίνητη, λες κι είχε πετρώσει, με το στόμα ορθάνοιχτο. Κι εδώ που τα λέμε, είχε και τα δίκια της· γιατί στην όχθη που ήταν από τη μεριά της ήταν καθισμένο το λιοντάρι.

Ήταν καθισμένο, με σηκωμένο το κεφάλι και τα μπροστινά πόδια ακουμπισμένα λίγο πιο έξω, ακριβώς στη στάση που έχουν τα λιοντάρια στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Με το που το αντίκρισε, η Τζιλ ήξερε ότι την είχε δει κι αυτό, γιατί την κοίταξε κατάματα για κάποιο λεπτό κι ύστερα έστρεψε αλλού το βλέμμα – σαν να του ήταν αρκετά γνωστή, μα και ολότελα αδιάφορη.

«Έτσι και το βάλω στα πόδια, θα με κυνηγήσει στη στιγμή» σκέφτηκε η Τζιλ. «Αν πάλι προχωρήσω μπροστά, θα βρεθώ ίσια μες στο στόμα του.» Έτσι κι αλλιώς, και να προσπαθούσε δε θα κατάφερνε να κάνει βήμα, όμως δεν μπορούσε και να πάρει τα μάτια της από το λιοντάρι. Για πόσο κράτησε αυτό δεν ήταν σίγουρη· της φάνηκε πως είχαν περάσει ώρες ολόκληρες. Στο αναμεταξύ, τόση ήταν η δίψα της που είχε φτάσει στο σημείο, να μη σκοτίζεται ακόμα κι αν την καταβρόχθιζε το λιοντάρι, φτάνει πρώτα να έπινε μια γουλιά νερό.

«Αν διψάς, μπορείς να πιεις.»

Ήταν τα πρώτα λόγια που άκουγε από την ώρα που της είχε μιλήσει ο Ευστάθιος στην άκρη του γκρεμού. Για κάποιο δευτερόλεπτο, κοίταξε γύρω της κι αναρωτήθηκε ποιος άραγε να ’χε μιλήσει. Μετά, η φωνή ξανάπε: «Αν διψάς, μπορείς να πιεις» και αστραπιαία θυμήθηκε ότι ο Ευστάθιος της είχε κάνει κουβέντα για ζώα που έχουν μιλιά σ’ αυτόν τον άλλο κόσμο, και κατάλαβε πως της είχε μιλήσει το λιοντάρι. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά το είδε να κουνάει τα χείλη του και η φωνή δεν έμοιαζε με ανθρώπινη. Ήταν πιο βαθιά, πιο άγρια και πιο βροντερή· να το πούμε αλλιώτικα, είχε το βάρος και τη λάμψη χρυσού. Ο φόβος της δε λιγόστεψε στάλα· μάλλον έγινε ένας διαφορετικός φόβος.

«Δε διψάς;» είπε το Λιοντάρι.

«Αν διψάω λέει!» αποκρίθηκε η Τζιλ.

«Τότε πιες» είπε το Λιοντάρι.

«Ίσως – μήπως – θα σε πείραζε να πας πιο εκεί όσο πίνω;» ρώτησε η Τζιλ.

Η απάντηση του Λιονταριού ήταν μοναχά ένα βλέμμα κι ένα χαμηλό γρύλισμα. Η Τζιλ κοίταζε το βαρύ του όγκο και σκεφτόταν πως, είτε είχε παρακαλέσει το λιοντάρι να της κάνει τη χάρη να πάει παρέκει είτε ένα βουνό ήταν το ίδιο και το αυτό.

Ο υπέροχος ήχος του γάργαρου νερού την τρέλαινε.

«Μου υπόσχεσαι ότι δε-δε θα μου κάνεις τίποτα αν πλησιάσω;» είπε η Τζιλ.

«Δε δίνω υποσχέσεις» είπε το Λιοντάρι.

Η δίψα της Τζιλ γινόταν όλο και πιο έντονη, τόσο που, ασυναίσθητα, είχε κάνει ένα βήμα πιο κοντά.

«Δε μου λες! Τρως κορίτσια;»

«Έχω κατεβάσει κορίτσια κι αγόρια, γυναίκες κι άντρες, βασιλιάδες κι αυτοκράτορες, πολιτείες και βασίλεια» είπε το Λιοντάρι. Δεν το είπε ούτε καυχησιάρικα ούτε λυπημένα, ούτε και θυμωμένα. Το είπε έτσι απλά.

«Άντε τώρα εγώ να ’ρθω να πιω νερό!» είπε η Τζιλ.

«Τότε θα πεθάνεις από δίψα» είπε το Λιοντάρι.

«Παναγίτσα μου!» είπε η Τζιλ, ωστόσο έκανε ακόμα ένα βήμα πιο κοντά. «Μου φαίνεται πως πρέπει να ψάξω για κανένα άλλο ρυάκι τότε.»

«Δεν υπάρχει άλλο ρυάκι» είπε το Λιοντάρι.

Η Τζιλ δεν είχε κανένα λόγο να μη δώσει πίστη στα λόγια του Λιονταριού – ούτε κι όποιος αντίκριζε το σοβαρό του πρόσωπο –, ξαφνικά όμως πήρε μια απόφαση. Ήταν η πιο συνταρακτική απόφαση που είχε πάρει ποτέ της: προχώρησε μέχρι το ρυάκι, γονάτισε, κι άρχισε να παίρνει νερό με τις χούφτες της. Πιο κρύο και δροσιστικό νερό δεν είχε δοκιμάσει ποτέ στη ζωή της. Δε χρειαζόταν να πιει και πολύ. Η δίψα της είχε κιόλας σβήσει. Πριν αρχίσει να πίνει είχε σκεφτεί ότι μόλις θα τέλειωνε θα ’δινε ένα σάλτο και θα ’φευγε μακριά από το Λιοντάρι. Τώρα έβλεπε ότι αυτό το σχέδιο είχε πολύ μεγαλύτερο ρίσκο απ’ όσα της έρχονταν στο μυαλό. Σηκώθηκε λοιπόν και στάθηκε εκεί, μπροστά του, με τα χείλια της ακόμα βρεμένα απ’ το νερό.

«Έλα εδώ» είπε το Λιοντάρι. Κι εκείνη έπρεπε να πάει. Στεκόταν σχεδόν ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια κοιτώντας το ίσια στα μάτια. Δεν άντεξε όμως και για πολλή ώρα· χαμήλωσε τα μάτια της.

«Ανθρώπινο Παιδί» είπε το Λιοντάρι, «Πού είναι το Αγόρι;»

«Έπεσε από το βράχο» απάντησε η Τζιλ και πρόσθεσε. «Κύριε.» Πώς αλλιώς να τον πει· πάλι, να μην πει τίποτε, δε θα ’τανε σωστό.

«Και πώς το έκανε αυτό το πράγμα, Ανθρώπινο Παιδί;»

«Προσπαθούσε να με βοηθήσει να μην πέσω εγώ, Κύριε.»

«Κι εσύ γιατί στεκόσουν τόσο άκρη, Ανθρώπινο Παιδί;»

«Έκανα επίδειξη, Κύριε.»

«Μιλάς με ειλικρίνεια, Ανθρώπινο Παιδί. Να μην το ξανακάνεις. Και τώρα άκου (για πρώτη φορά το πρόσωπο του Λιονταριού μαλάκωσε λιγάκι), το Αγόρι είναι καλά. Το έστειλα στη Νάρνια. Η αποστολή που θ’ αναλάβεις εσύ είναι ακόμα πιο δύσκολη εξαιτίας της πράξης σου.»

«Σας παρακαλώ, Κύριε, ποια αποστολή;»

«Την αποστολή για την οποία κάλεσα το αγόρι και σένα από το δικό σας κόσμο.»

Η Τζιλ μπερδεύτηκε πάρα πολύ. «Θα με παίρνει για καμιά άλλη» σκέφτηκε. Δεν τόλμησε να πει τη σκέψη της στο Λιοντάρι, αν και πίστευε ότι το μπέρδεμα θα χειροτέρευε αν δεν του μιλούσε.

«Πες τη σκέψη σου, Ανθρώπινο Παιδί» είπε το Λιοντάρι.

«Έλεγα – θέλω να πω – μήπως έγινε κανένα λάθος; Γιατί, ξέρετε, κανένας δε μας κάλεσε το Στούμποου κι εμένα. Εμείς ζητήσαμε να έρθουμε εδώ. Ο Στούμποου είχε πει πως αν καλούσαμε τον – τον Κάποιο – ένα όνομα που εγώ δεν το ξέρω – τότε αυτός ο Κάποιος θα μας άφηνε να έρθουμε. Και το κάναμε αυτό, και βρήκαμε την πόρτα ανοιχτή.»

«Δε θα με είχατε ζητήσει αν δε σας είχα καλέσει εγώ» είπε το Λιοντάρι.

«Μα τότε, Κύριε, ο Κάποιος είστε εσείς;» ρώτησε η Τζιλ.

«Ναι, εγώ είμαι. Άκου τώρα τι αποστολή θ’ αναλάβεις. Μακριά από εδώ, στη χώρα της Νάρνια, υπάρχει ένας γέρος βασιλιάς που ζει μέσα στη θλίψη, γιατί δεν έχει κανέναν πρίγκιπα από το δικό του αίμα για να τον διαδεχθεί. Δεν έχει κληρονόμο, γιατί το μοναχογιό του τον απήγαγαν πολλά χρόνια πριν. Δεν υπάρχει κανένας στη Νάρνια να ξέρει που βρίσκεται ο πρίγκιπας, ούτε καν αν ζει. Πάντως ζει. Σου αναθέτω την εξής αποστολή: να αναζητήσεις το χαμένο πρίγκιπα κι όταν τον βρεις να τον φέρεις πίσω στον πατέρα του. Αλλιώς, ή θα πεθάνεις σ’ αυτή σου την προσπάθεια ή θα επιστρέψεις στον κόσμο σου.»

«Σας παρακαλώ, και πώς θα γίνει αυτό;» ρώτησε η Τζιλ.

«Θα σου πω, Παιδί» είπε το Λιοντάρι. «Αυτά είναι τα σημάδια που θα σε οδηγούν στην έρευνά σου. Πρώτον: μόλις το Αγόρι, ο Ευστάθιος, φθάσει στη Νάρνια, θα συναντήσει έναν παλιό κι αγαπητό φίλο. Πρέπει να τον χαιρετήσει αμέσως· αν το κάνει αυτό, θα έχετε κι οι δυο σας μια μεγάλη βοήθεια. Δεύτερον: Θα κάνετε ένα ταξίδι στα νότια της Νάρνια, ώσπου να φθάσετε στην ερειπωμένη πόλη των αρχαίων γιγάντων. Τρίτον: σ’ αυτή την ερειπωμένη πόλη, θα βρείτε μια πέτρινη επιγραφή και θα πρέπει να κάνετε ό,τι λέει. Τέταρτον: θα αναγνωρίσετε το χαμένο πρίγκιπα (αν τον βρείτε) από αυτό που θα σου πω. Θα είναι το πρώτο πρόσωπο που θα συναντήσετε στα ταξίδια σας που θα σας ζητήσει κάτι στο όνομά μου, στο όνομα του Ασλάν.»

Καταπώς φαινόταν το Λιοντάρι είχε αποσώσει την κουβέντα του, κι έτσι η Τζιλ σκέφτηκε πως έπρεπε να πει κι αυτή κάτι. Είπε λοιπόν: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Κατάλαβα».

«Παιδί» είπε ο Ασλάν, κι η φωνή του ακούστηκε πιο γλυκιά απ’ όσο μέχρι εκείνη τη στιγμή, «μπορεί και να μην κατάλαβες τόσο καλά όσο νομίζεις. Όμως το πρώτο βήμα είναι να θυμάσαι. Επανάλαβέ μου, με τη σειρά, τα τέσσερα σημάδια».

Η Τζιλ έκανε μια προσπάθεια, αλλά δεν τα κατάφερε και πολύ σπουδαία. Χρειάστηκε λοιπόν να τη διορθώσει το Λιοντάρι και να τη βάλει να τα επαναλάβει ξανά και ξανά ώσπου τα είπε τέλεια. Το Λιοντάρι έδειξε μεγάλη υπομονή, τόσο που η Τζιλ βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει:

«Σας παρακαλώ, και πώς θα πάω στη Νάρνια;»

«Με την ανάσα μου» είπε το Λιοντάρι. «Θα φυσήξω και θα βρεθείς στα δυτικά του κόσμου, όπως έγινε και με τον Ευστάθιο.»

«Θα τον προλάβω για να του πω το πρώτο σημάδι; Αλλά φαντάζομαι δεν έχει και τόση σημασία. Αν δει κάποιο παλιό του φίλο, θα τον πλησιάσει και θα του μιλήσει, έτσι δεν είναι;»

«Δεν έχεις καιρό για χάσιμο» είπε το Λιοντάρι. «Γι’ αυτό πρέπει να σε στείλω αμέσως. Έλα. Περπάτα μπροστά μου προς την άκρη του γκρεμού.»

Η Τζιλ ήξερε πολύ καλά ότι αν δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο, ήταν από δικό της φταίξιμο. «Αν δεν είχα κάνει τις εξυπνάδες που έκανα, θα πηγαίναμε τώρα παρέα με τον Ευστάθιο. Και θα τις είχε ακούσει κι εκείνος όλες αυτές τις οδηγίες» σκέφτηκε. Έκανε λοιπόν ό,τι της είπε το Λιοντάρι. Ο γυρισμός πίσω στην άκρη του γκρεμού ήταν σκέτο κοψοχόλιασμα με το Λιοντάρι μάλιστα να περπατάει πίσω της κι όχι δίπλα της – και με τις μαλακές πατούσες του να μην κάνει θόρυβο καθόλου.

Πριν καλά καλά φτάσει κοντά στην άκρη του γκρεμού, άκουσε τη φωνή του πίσω της να λέει: «Στάσου ακίνητη. Σ’ ένα λεπτό θα φυσήξω. Όμως, πρώτα, να θυμάσαι, να θυμάσαι, να θυμάσαι τα σημάδια. Να τα λες από μέσα σου όταν σηκώνεσαι το πρωί, κι όταν πηγαίνεις για ύπνο, κι όποτε ξυπνάς μες στη νύχτα. Και το πιο παράξενο πράγμα να σου συμβεί, μην αφήσεις τίποτε να αποσπάσει τη σκέψη σου. Να ακολουθείς τα σημάδια. Και δεύτερον, σε προειδοποιώ. Εδώ πάνω στο βουνό, σου μίλησα ξεκάθαρα: αυτό δε θα το κάνω κάτω στη Νάρνια. Εδώ στο βουνό, ο αέρας είναι καθαρός και το μυαλό σου είναι κι αυτό καθαρό· καθώς θα κατεβαίνεις όμως για τη Νάρνια, ο αέρας θα πυκνώνει. Πρόσεχε μην τυχόν και σου φέρει σύγχυση αυτό. Και τα σημάδια που έμαθες εδώ, όταν τα δεις εκεί κάτω, δε θα είναι καθόλου όπως τα περιμένεις. Γι’ αυτό το λόγο είναι τόσο σημαντικό να τα έχεις αποστηθίσει και να μην παρασυρθείς από τα φαινόμενα. Τίποτε άλλο δε μετράει. Και τώρα, κόρη της Εύας, στο καλό».

Καθώς τέλειωνε τα λόγια τούτα, η φωνή του γινόταν όλο και πιο απαλή ώσπου έσβησε ολότελα. Η Τζιλ κοίταξε πίσω της. Τα ’χασε όταν είδε ότι ο βράχος βρισκόταν κιόλας πάνω από καμιά κατοσταριά μέτρα μακριά της, κι ότι το Λιοντάρι το ίδιο φαινόταν σαν μια λαμπερή χρυσαφιά κουκκίδα στην άκρη του γκρεμού. Είχε σφίξει τα δόντια της και τις γροθιές της περιμένοντας το φοβερό φύσημα από την ανάσα του Λιονταριού· όμως η ανάσα του ήταν τόσο απαλή που ούτε που αντιλήφθηκε ποια στιγμή έφυγαν τα πόδια της από τη γη. Και τώρα από κάτω, για χιλιάδες και χιλιάδες μέτρα, δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο αέρας.

Ένιωσε τρομοκρατημένη, αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο. Ο ένας λόγος ήταν πως ο κόσμος που είχε αφήσει πίσω της έμοιαζε κιόλας τόσο μακρινός, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Ο άλλος λόγος ότι αυτό το πέταγμα πάνω στην ανάσα του Λιονταριού ήταν ένα εξαιρετικά άνετο ταξίδι. Διαπίστωσε ότι είχε τη δυνατότητα να ξαπλώνει ανάσκελα ή μπρούμυτα και να στρίβει όπου ήθελε με την ίδια ευκολία όπως όταν είσαι μέσα σε νερό (αν φυσικά καταφέρνεις να επιπλέεις). Κι επειδή πήγαινε στη φορά της αναπνοής του Λιονταριού, δεν ένιωθε φύσημα ανέμου κι ο αέρας τής φαινόταν ευχάριστα ζεστός. Δεν υπήρχε καμία σχέση όπως όταν είσαι σε αεροπλάνο, γιατί απουσίαζαν ο θόρυβος και οι δονήσεις. Αν τύχαινε να μπει ποτέ η Τζιλ σε αερόστατο θα έβρισκε κάποια ομοιότητα· μόνο που εδώ ήταν καλύτερα.

Όταν κοίταξε πίσω της, μόνο τότε αντιλήφθηκε για πρώτη φορά τις πραγματικές διαστάσεις του βουνού που είχε αφήσει. Απόρησε πώς κι ένα τόσο τεράστιο βουνό σαν αυτό, δεν ήταν σκεπασμένο από χιόνια και πάγους, «αλλά θα μου πεις τέτοια πράματα δε συμβαίνουν σε τούτο τον κόσμο» σκέφτηκε η Τζιλ. Ύστερα κοίταξε προς τα κάτω· σε τέτοιο ύψος όμως που βρισκόταν, δεν μπορούσε να καταλάβει αν πετούσε πάνω από γη ή θάλασσα, ούτε και με τι ταχύτητα πήγαινε.

Και ξαφνικά είπε: «Φτου! Τα σημάδια! Για να τα ξαναπώ!» Για κανά δυο δευτερόλεπτα, την έπιασε πανικός, αλλά είδε ότι τα θυμόταν ακόμα μια χαρά. «Από σημάδια πάμε καλά» είπε και, μ’ έναν αναστεναγμό ανακούφισης, ακούμπησε την πλάτη της πίσω λες και καθόταν σε καναπέ.

Λίγες ώρες αργότερα, μονολογούσε: «Λοιπόν, πρέπει να ομολογήσω ότι τράβηξα έναν υπνάκο. Πλάκα την έχει να κοιμάσαι στον αέρα. Άραγε έχει συμβεί αυτό ποτέ σε κανέναν; Σιγά να μην έχει συμβεί. Μωρέ, στο Στούμποου! Σ’ αυτόν σίγουρα. Σ’ αυτό το ίδιο το ταξίδι, λίγο πριν από μένα. Για να δούμε τι γίνεται από κάτω».

Αυτό που γινόταν από κάτω ήταν ότι απλωνόταν μια απέραντη, βαθυγάλαζη πεδιάδα. Δεν έβλεπες βουνά, μόνο μεγαλούτσικα άσπρα πράματα που κινούνταν. «Αυτά θα πρέπει να ’ναι σύννεφα» σκέφτηκε. «Πολύ μεγαλύτερα πάντως από κείνα που βλέπαμε από το βράχο. Θα φαίνονται μεγαλύτερα γιατί είναι πιο κοντά. Ουφ, αυτός ο ήλιος!»

Όταν είχε αρχίσει το ταξίδι αυτό, ο ήλιος έπεφτε κατακόρυφα, ενώ τώρα τη χτύπαγε ίσια στα μάτια, που σήμαινε ότι βασίλευε αντίκρυ της. Ο Ευστάθιος είχε απόλυτο δίκιο όταν έλεγε ότι η Τζιλ (δεν ξέρω αν αυτό αφορά γενικά όλα τα κορίτσια) ήταν ανίκανη να προσανατολιστεί. Αλλιώς θα καταλάβαινε ότι, εφόσον ο ήλιος τη χτύπαγε στα μάτια, κατευθυνόταν κι αυτή δυτικά.

Κοίταξε προσεχτικά τη βαθυγάλαζη πεδιάδα κάτω, κι αμέσως το μάτι της πήρε κάποια σκόρπια στίγματα από πιο λαμπερό, πιο ανοιχτό χρώμα. «Θάλασσα!» σκέφτηκε η Τζιλ. «Κι αυτά θα πρέπει να ’ναι νησιά.» Και ήταν. Αν ήξερε ότι μερικά τα ’χε δει ο Ευστάθιος από κατάστρωμα πλοίου ή ότι τα είχε επισκεφθεί κιόλας, μπορεί και να την έπιανε ζήλια· αλλά δεν είχε ιδέα για όλα αυτά. Αργότερα, πρόσεξε κάποιες μικρές ρυτίδες πάνω στην μπλε επιφάνεια· μικρές ρυτίδες που, έτσι και βρισκόσουνα εκεί κάτω όμως, θα διαπίστωνες ότι ήταν μεγάλα κύματα του ωκεανού. Τώρα, στη γραμμή του ορίζοντα, έβλεπε απ’ άκρη σ’ άκρη μια σκούρα συμπαγή έκταση που γινόταν ολοένα πιο συμπαγής και πιο σκούρα και με τέτοια ταχύτητα ώστε είχε την αίσθηση ότι όλα άλλαζαν εκείνη εκεί τη στιγμή. Ήταν το πρώτο δείγμα για τη φοβερή ταχύτητα με την οποία ταξίδευε. Και ήξερε ότι αυτή η συμπαγής έκταση ήταν γη.

Άξαφνα, από τ’ αριστερά της (έπνεε νότιος άνεμος) τής ήρθε ένα πελώριο άσπρο σύννεφο, αυτή τη φορά στο ίδιο ύψος μ’ εκείνη. Πριν το καλοκαταλάβει, βρέθηκε φυλακισμένη μέσα σ’ αυτή την ψυχρή, υγρή ομίχλη. Της κόπηκε η ανάσα. Όμως αυτό θα κράτησε κάποιο λεπτό μόνο, γιατί σύντομα ένιωσε την ανάγκη να κλείσει τα μάτια στο φως του ήλιου. Είδε ότι τα ρούχα της ήταν υγρά. (Φορούσε μπλέιζερ, πουλόβερ και φούστα και κάλτσες και χοντρά παπούτσια· αν θυμάστε, στην Αγγλία είχε βροχερή μέρα.) Όταν βγήκε από το σύννεφο, είδε πως βρισκόταν σε χαμηλότερο ύψος· κι όταν συνέβη αυτό, έκανε μια διαπίστωση που κανονικά θα ’πρεπε να την περιμένει, αλλά της ήρθε ξαφνικό, σαν σοκ. Άκουγε Θόρυβο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ταξίδευε μέσα σε απόλυτη σιγή. Τώρα, για πρώτη φορά, άκουσε ήχο κυμάτων και κρώξιμο γλάρων. Κι ακόμα της ήρθε και μυρουδιά θάλασσας. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για τη μεγάλη της ταχύτητα. Είδε δυο πελώρια κύματα να συγκρούονται και ο αφρός τους να εκτοξεύεται ψηλά· πού να τα δει αυτά αν η απόσταση από κάτω δεν είχε φτάσει τα εκατό μέτρα. Η στεριά πλησίαζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τώρα φαίνονταν βουνά στην ενδοχώρα, κι άλλα πιο κοντινά βουνά στ’ αριστερά της. Έβλεπε όρμους και κάβους, δάση και λιβάδια, και παραλίες αμουδερές. Όλο και πιο έντονος ερχόταν ο ήχος κυμάτων που ’σπάγαν στην ακτή κι έπνιγαν κάθε άλλη θαλασσινή φωνή.

Ξαφνικά η γη μπροστά της ξανοιγόταν ελεύθερη. Είχε φτάσει στις εκβολές κάποιου ποταμού. Τώρα είχε κατέβει πολύ χαμηλά, μοναχά λίγα μέτρα πάνω από το νερό. Τα δάχτυλα των ποδιών της χτύπησαν στην κορυφή ενός κύματος που έσκασε μουσκεύοντάς τη με τον αφρό του, μέχρι τη μέση. Έχανε ταχύτητα τώρα κι αντί ν’ ανεβαίνει το ποτάμι βρέθηκε να γλιστράει κατά την αριστερή του όχθη. Τόσες πολλές εικόνες περνούσαν από τα μάτια της, που δεν μπορούσε να τις συγκρατήσει όλες· απαλό, πράσινο γρασίδι, ένα πλοίο με τέτοια λαμπερά χρώματα που άστραφτε σαν τεράστιο κόσμημα, πύργοι και πολεμίστρες, λάβαρα που κυμάτιζαν στον αέρα, πλήθος ανθρώπων, ρούχα χαρούμενα, οικόσημα, χρυσάφι, ξίφη, μουσική. Όλα αυτά μπερδεμένα. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησε ήταν ότι πατούσε γη, κι ότι βρισκόταν κάτω από το φύλλωμα δέντρων, δίπλα στο ποτάμι, κι εκεί, μόλις λίγα μέτρα μακριά, στεκόταν ο Ευστάθιος.

Η πρώτη σκέψη που της ήρθε στο μυαλό ήταν πόσο βρόμικος και ατημέλητος ήταν, δηλαδή τι μαύρα χάλια που τα είχε. Κι η δεύτερη. «Πόπο! Μουσκίδι έγινα!»

Загрузка...