ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Ταξίδι σ’ Ανήλιαγο Τόπο

«Ποιος είν’ εκεί;» φώναξαν οι τρεις σύντροφοι.

«Είμαι Ακρίτας των Συνόρων του Κόσμου στα Έγκατα της Γης κι έχω μαζί μου εκατό ενόπλους» ήρθε η απάντηση. «Πείτε μου γρήγορα ποιοι είστε και ποιος ο λόγος που ήρθατε στο Βασίλειο της Αβύσσου.»

«Πέσαμε μέσα κατά λάθος» είπε ο Λασπομούρμουρος κι αυτό δεν ήταν μακριά από την αλήθεια.

«Πολλοί πέφτουν μέσα, και λίγοι ξαναγυρίζουν στις λιοφώτιστες χώρες τους» είπε η φωνή. «Ελάτε τώρα μαζί μου να παρουσιαστείτε μπροστά στη Βασίλισσά μας.»

«Κι εμάς τι μας θέλει;» ρώτησε ο Ευστάθιος επιφυλακτικά.

«Άγνωστο» είπε η φωνή. «Κανείς δε ρωτάει τι θέλει! Μοναχά υπακούει!»

Την ώρα που τα ’λεγε αυτά, ακούστηκε ένας θόρυβος σαν μικροέκρηξη κι αμέσως η σπηλιά πλημμύρισε μ’ ένα ψυχρό φως, γκρίζο με ελαφρούς τόνους μπλε. Κάθε ελπίδα ότι ο Ακρίτας των Συνόρων ήταν ένας φαφλατάς που καυχιόταν πως τάχαμου ήταν επικεφαλής εκατό ενόπλων μονομιάς ξεφούσκωσε. Η Τζιλ ανοιγόκλεισε τα μάτια και είδε ότι βρισκόταν μπροστά σ’ ένα πυκνό πλήθος· μια ποικιλία στο μπόι, από μικροσκοπικά πλάσματα –βία να φτάνανε τους τριάντα πόντους – μέχρι κάτι μεγαλόσωμους τύπους, ψηλότερους κι από άνθρωπο. Όλοι τους κρατούσαν στο χέρι ένα ξίφος που κατέληγε σε μια πιρούνα με τρεις μύτες, κι ήταν όλοι τους εξαιρετικά χλομοί, κι όλοι στέκονταν ασάλευτοι σαν αγάλματα. Ξέχωρα απ’ αυτό, ήταν και εντελώς διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο· μερικοί είχαν ουρά και άλλοι δεν είχαν μερικοί είχαν μακριές γενειάδες κι άλλοι είχαν ολοστρόγγυλα, τεζαριστά πρόσωπα ολόιδια με κολοκύθες. Έβλεπες μύτες μακριές και μυτερές, κι άλλες μακριές και παχουλές σαν μικρές προβοσκίδες, κι άλλες πελώριες που ξεχείλιζαν. Κάμποσοι από αυτούς είχαν ένα μόνο κέρατο στο κούτελο, ίσια στη μέση. Το μόνο κοινό που είχαν όλοι αυτοί αναμεταξύ τους ήταν πως και οι εκατό είχαν μια θλίψη στο πρόσωπό τους που όμοια της δεν είχε ξαναγίνει. Έδειχναν τόσο θλιμμένοι, ώστε η Τζιλ, μετά την πρώτη ματιά που τους έριξε, σχεδόν ξέχασε ότι θα έπρεπε να τους φοβάται. Ένιωσε μάλιστα τη διάθεση να τους κάνει να ευθυμήσουν λιγάκι.

«Ορίστε!» είπε ο Λασπομούρμουρος τρίβοντας τα χέρια του. «Ακριβώς ό,τι χρειαζόμουνα. Αν αυτοί οι τύποι δε μου μάθουν να παίρνω τη ζωή στα σοβαρά, ήθελα να ’ξερα ποιος πρόκειται να το κάνει. Κοιτάξτε το φιλαράκο εκείνο με το μουστάκι που οι άκρες του κοιτάνε κατά κάτω – ή εκείνον εκεί με το…»

«Όρθιοι!» φώναξε ο Ακρίτας.

Αν μπορούσαν ας κάναν κι αλλιώς. Μετά από ένα σχετικό μπουρδούκλωμα, οι τρεις σύντροφοι στάθηκαν όρθιοι κακήν κακώς και πιάστηκαν χέρι χέρι. Κάτι τέτοιες ώρες το έχεις ανάγκη αυτό το άγγιγμα φιλικού χεριού. Τα πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης τούς περιτριγύρισαν, αλαφροπατώντας με τα μαλακά τους πόδια που άλλα είχαν δέκα δάχτυλα, άλλα δώδεκα, κι άλλα κανένα.

«Βάδην!» είπε ο Ακρίτας. Μωρέ, βάδην εκατό φορές!

Το ψυχρό εκείνο φως έβγαινε από μια μεγάλη σφαιρική λάμπα στημένη πάνω σ’ ένα μακρύ παλούκι που κρατούσε ένας ψηλέας που ξεχώριζε, επικεφαλής της πομπής. Στο φως που έριχναν οι μελαγχολικές του ακτίνες, κατάφεραν να δουν ότι βρίσκονταν μέσα σε μια φυσική σπηλιά: στους τοίχους και στην οροφή εξοχές, εσωχές και σπείρες φτιάχναν χιλιάδες φανταστικά σχήματα· καθώς προχωρούσαν ένιωσαν το πέτρινο έδαφος να κατηφορίζει. Η Τζιλ υπέφερε περισσότερο από τους άλλους δυο, γιατί τα σκοτεινά υπόγεια δεν τ’ άντεχε καθόλου. Καθώς συνέχιζαν, η σπηλιά γινόταν πιο χαμηλοτάβανη και στενή. Καμιά φορά, αυτός που κράταγε το φως στάθηκε παράμερα κι όλοι (όλοι εκτός από τους πιο μικρο-καμωμένους) έσκυβαν κι ένας ένας χώνονταν σε μια μικρή, σκοτεινή σχισμή κι εξαφανίζονταν. Ε, τότε ήταν που η Τζιλ ένιωσε ότι δεν άντεχε άλλο πια.

«Αποκλείεται να μπω εκεί μέσα. Δεν μπορώ! Δεν μπορώ! Δεν μπαίνω» φώναζε με κομμένη ανάσα. Τα πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης δε μίλησαν, μοναχά χαμήλωσαν όλοι τα ξίφη τους με την πιρούνα καταπάνω της.

«Ήρεμα, Πόουλ» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Τι θαρρείς; Εκείνοι εκεί οι μαντραχαλάδες θα τρυπώνανε μέσα αν δεν ήταν να φτάσουν σε πιο άνετο χώρο ύστερα; Άσε το άλλο το καταπληκτικό: σε τούτη την υπόγα γλιτώνουμε και τη βροχή!»

«Αχ, δε με καταλαβαίνετε. Δεν μπορώ!» ξεφώνισε η Τζιλ.

«Να σκέφτεσαι πώς ένιωσα εγώ σ’ εκείνον εκεί το βράχο, Πόουλ» είπε ο Ευστάθιος. «Προχώρα πρώτος εσύ, Λασπομούρμουρε, κι εγώ θα ’ρχομαι μετά από την Τζιλ.»

«Εντάξει» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας κι έπεσε στα τέσσερα. «Εσύ, Τζιλ, κράτα μου γερά τη φτέρνα κι ο Ευστάθιος να κρατάει τη δική σου. Μετά θα ’μαστε κι οι τρεις μια χαρά.»

«Μια χαρά και τρεις τρομάρες!» είπε η Τζιλ. Ωστόσο, έπεσε καταγής κι άρχισε το μπουσούλισμα. Ήταν απαίσιο μέρος. Ήσουν αναγκασμένος να σούρνεσαι με την κοιλιά για καμιά μισή ώρα όπως της φάνηκε αν και μπορεί στην πραγματικότητα να κράτησε μοναχά ένα πεντάλεπτο. Έκανε ζέστη. Η Τζιλ ένιωθε ασφυξία. Να, όμως, που φάνηκε ένα αμυδρό φως μπροστά τους, το λαγούμι γινόταν πλατύτερο και ψηλότερο, ώσπου ξαναμμένοι, βρόμικοι, και τρομοκρατημένοι φτάσανε σε μια σπηλιά τόσο ευρύχωρη που δύσκολα θα την έλεγες σπηλιά.

Φωτιζόταν ολόκληρη από ένα θαμπό, μουρτζούφλικο φως κι έτσι το παράξενο φανάρι που κουβάλαγε ο ψηλέας δε χρειαζότανε πια. Το έδαφος ήταν μαλακό καθώς ήταν σκεπασμένο από κάποιο είδος βρύων. Ανάμεσά τους φύτρωναν πάμπολλοι παράξενοι και ψηλοί όγκοι που ’χαν κλαριά και μοιάζαν με δέντρα, αλλά, καθώς πλάταιναν, και με μανιτάρια. Έτσι αραιά που ήταν το ένα από τ’ άλλο, δεν μπορούσες να πεις ότι μπροστά σου είχες κάποιο δάσος· περισσότερο θύμιζε πάρκο. Το φως (γκριζοπράσινο) έμοιαζε να βγαίνει από τα δέντρα κι από τα βρύα· όχι τόσο δυνατό ώστε να φτάσει να φωτίζει την οροφή, που θα πρέπει να ήταν ακόμα πιο ψηλά. Τώρα έπρεπε να διασχίσουν αυτό το μέρος με την απαλή, μαλακή, υποτονική ατμόσφαιρα. Υπήρχε διάχυτη μια μελαγχολία, ωστόσο η ήρεμη μελαγχολία που νιώθεις όταν ακούς απαλή μουσική.

Προσπέρασαν ντουζίνες ζώα παράξενα, ξαπλωμένα πάνω στη χλόη. Τώρα, ψόφια ήταν, κοιμισμένα ήταν, η Τζιλ δεν μπορούσε να καταλάβει τι από τα δυο συνέβαινε. Μοιάζανε περισσότερο με δράκους ή νυχτερίδες· κι ο Λασπομούρμουρος κι αυτός ιδέα δεν είχε τι σόι ζώα ήταν.

«Εδώ ζουν αυτά;» ρώτησε ο Ευστάθιος τον Ακρίτα των Συνόρων. Εκείνος έδειξε ξαφνιασμένος που του απηύθυναν το λόγο, ωστόσο απάντησε: «Όχι. Είναι όλα ζώα από τον Επάνω Κόσμο και βρέθηκαν στο Βασίλειο της Αβύσσου περνώντας από σχισμές και σπηλιές. Λένε ότι θα ξυπνήσουν όλα όταν έρθει το τέλος του κόσμου».

Αφού τα είπε αυτά, έκλεισε το στόμα του λες κι είχε κλείσει κάποιο κουτί. Μέσα στην απόλυτη σιωπή του σπηλαίου, τα παιδιά δίσταζαν να ξανανοίξουν την κουβέντα. Δεν άκουγες τον παραμικρό ήχο εκεί μέσα, έτσι που τα γυμνά πόδια αυτών των όντων του Κόσμου στα Έγκατα της Γης αλαφροπατούσαν πάνω στα βρύα. Άνεμος δε φυσούσε, πουλιά δεν πετούσαν, νερό δεν κελάρυζε. Ανάσα δεν έβγαινε από αυτά τα παράξενα ζώα.

Αφού περπάτησαν για αρκετά μίλια, φτάσανε σ’ έναν πέτρινο τοίχο. Στη βάση του υπήρχε μια αψίδα που έβγαζε σε μια άλλη σπηλιά. Τούτο δω το πέρασμα δεν ήταν τόσο δράμα όσο το προήγουμενο κι η Τζιλ κατάφερε να περάσει χωρίς ούτε το κεφάλι της να σκύψει. Βρέθηκαν σε μια σπηλιά πιο μικρή και πιο στενή, περίπου στο σχήμα και μέγεθος καθεδρικού ναού. Εδώ είδαν το εξής: ένας τεράστιος άντρας ήταν ξαπλωμένος σ’ όλο το μήκος της σπηλιάς και κοιμόταν βαθιά. Ήταν πολύ πιο ογκώδης απ’ όσους γίγαντες είχαν δει μέχρι εκείνη τη στιγμή, μόνο που το πρόσωπό του ήταν διαφορετικό· ευγενικό κι όμορφο. Το στέρνο του ανεβοκατέβαινε απαλά κάτω από την πάλλευκη γενειάδα του που του ’φτανε μέχρι τη μέση. Ένα καθάριο, ασημί φως (κανένας δεν κατάλαβε από πού ερχόταν) αναπαυόταν πάνω του.

«Ετούτος ποιος να ’ναι;» ρώτησε ο Λασπομούρμουρος. Κι είχε περάσει τόση ώρα δίχως να βγάλουν άχνα που η Τζιλ αναρωτήθηκε πού βρήκε το κουράγιο να μιλήσει.

«Αυτός είναι ο Πατέρας Χρόνος, που κάποτε βασίλευε στον Επάνω Κόσμο» είπε ο Ακρίτας. «Και τώρα έχει βυθιστεί στο Βασίλειο της Αβύσσου κι ονειρεύεται όλα τα όσα γίνονται στον επάνω κόσμο. Πολλοί βουλιάζουν κάτω εδώ, και λίγοι ξαναγυρίζουν στις λιοφώτιστες χώρες. Λένε πως θα ξυπνήσει όταν έρθει το τέλος του κόσμου.»

Μετά βγήκαν από αυτή τη σπηλιά και μπήκαν σε μια άλλη, κι ύστερα σε άλλη, κι άλλη, και πάει λέγοντας, μέχρι που η Τζιλ έχασε το λογαριασμό. Όμως συνέχιζαν να προχωρούν όλο και πιο κατηφορικά και κάθε καινούρια σπηλιά ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, έτσι που και μόνο η σκέψη του βάθους και του βάρους της γης πάνω απ’ το κεφάλι σου να σε πνίγει. Με τα πολλά, φτάσανε σ’ ένα μέρος όπου ο Φρουρός έδωσε εντολή να ξανανάψει εκείνο το μελαγχολικό φανάρι. Στη συνέχεια μπήκανε σε μια σπηλιά τόσο ευρύχωρη και σκοτεινή που δεν έβλεπαν τίποτε παρά μόνο ότι ακριβώς μπροστά τους, ξεκίναγε μια λωρίδα χλομή αμμουδιά και τέλειωνε σ’ ακύμαντο νερό. Κι εκεί, δίπλα σε μια μικρή αποβάθρα, είδαν αραγμένο ένα πλοιάριο. Δεν είχε άλμπουρο μήτε πανί, μόνο πολλά κουπιά. Τους είπαν ν’ ανεβούν πάνω στο κατάστρωμα και να προχωρήσουν κατά την πλώρη που είχε απλοχωριά, μπροστά στους πάγκους που κάθονταν οι κωπηλάτες. Ένας άλλος πάγκος αγκάλιαζε το καράβι μέσα από την κουπαστή.

«Ένα πράμα ήθελα να ’ξερα!» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Άραγε να υπάρχει κανένας από το δικό μας κόσμο – τον επίγειο, θέλω να πω – που να ’χει κάνει μέχρι τώρα αυτό το ταξίδι;»

«Πολλοί είναι που βάλαν πλώρη από τις χλομές αμμουδιές» απάντησε ο Ακρίτας «όμως…»

«Καλά, καλά! Ξέρω!» τον έκοψε ο Λασπομούρμουρος. «Όμως λίγοι ξαναγυρίζουν στις λιοφώτιστες χώρες τους. Δεν είναι ανάγκη να μας το ξαναπείς. Είσαι απ’ αυτούς που έτσι και τους κολλάει μια ιδέα, δεν τους ξεκολλάει με τίποτα, έτσι δεν είναι;»

Τα παιδιά είχαν το Λασπομούρμουρο ανάμεσά τους και κάθονταν ζαρωμένα πάνω του. Όσο βρίσκονταν πάνω στη γη τον έβρισκαν γρουσούζη, μα κάτω εδώ τους φαινόταν σαν η μόνη τους παρηγοριά. Το χλομό φανάρι κρεμάστηκε κάπου στη μέση του πλοίου, τα πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης κάθισαν στα κουπιά, και το καράβι άρχισε να κινείται. Το φανάρι έριχνε το φως του σε μια πολύ μικρή ακτίνα. Μπροστά τους δεν έβλεπαν παρά ήρεμα, σκούρα νερά που χάνονταν σε μια απόλυτη μαυρίλα.

«Θεούλη μου! Τι θ’ απογίνουμε;» είπε η Τζιλ απελπισμένα.

«Δε θέλω τέτοιες κουβέντες, Πόουλ!» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Ένα πράμα πρέπει να θυμάσαι. Ακολουθούμε τη σωστή γραμμή. Έπρεπε να πάμε κάτω από την Ερειπωμένη Πόλη. Και εδώ είμαστε. Ορίστε, λοιπόν, που ακολουθούμε τις οδηγίες.»

Σε λίγο τους έδωσαν να φάνε – ένα πράμα σαν πατηκωμένο κέικ, παπάρα σκέτη, ντιπ άνοστη. Ύστερα, σιγά σιγά αποκοιμήθηκαν. Όμως όταν ξύπνησαν, είδαν ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει· οι κωπηλάτες συνέχιζαν να τραβάνε κουπί, το πλοιάριο συνέχιζε να γλιστράει πάνω στο νερό, και μαύρη μαυρίλα συνέχιζε να ’ναι ο ορίζοντάς τους. Πόσες φορές ξύπνησαν και κοιμήθηκαν κι έφαγαν και ξανακοιμήθηκαν, ούτε που μπορούσαν να κρατήσουν λογαριασμό. Το χειρότερο ήταν ότι άρχισαν να έχουν την αίσθηση ότι ζούσαν πάνω σ’ αυτό το πλοιάριο από πάντα, μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι και ν’ αναρωτιούνται μπας κι ο ήλιος κι ο καταγάλανος ουρανός κι ο άνεμος και τα πουλιά ήταν απλά και μόνο ένα όνειρο.

Είχαν φτάσει στο σημείο μήτε να ελπίζουν μήτε και να φοβούνται, όταν ξαφνικά είδανε φώτα μπροστά τους: φώτα μελαγχολικά σαν αυτό του φαναριού τους. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, ένα από αυτά τα φώτα τούς ζύγωσε και είδαν πως προσπερνούσαν κάποιο άλλο πλοίο. Συναπαντήθηκαν και μ’ άλλα πολλά, μετά απ’ αυτό. Ύστερα, κοιτάζοντας μ’ όλη τους την προσοχή, μέχρι που τους πόνεσαν τα μάτια, είδαν ότι μερικά από τα φώτα που έλαμπαν μπροστά τους προέρχονταν από μόλους, τείχη, πύργους ή κι από κινούμενο πλήθος. Ωστόσο, ακόμα δεν ακουγόταν άχνα.

«Θεέ μου» είπε ο Ευστάθιος. «Μια πόλη!» και δεν άργησαν να διαπιστώσουν ότι είχε δίκιο.

Ήταν όμως μια αλλόκοτη πόλη. Τα φώτα ήταν τόσο λιγοστά και σε τέτοια απόσταση το ’να απ’ τ’ άλλο, που στο δικό μας κόσμο, θα περνιόταν για μια περιοχή με σκόρπιες καλύβες. Ωστόσο, από το λίγο που μπορούσες να δεις με τούτο το φωτισμό, καταλάβαινες πως έβλεπες τμήματα από κάποιο μεγάλο λιμάνι. Σε μια μεριά, έβλεπες πάμπολλα πλοία να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν αλλού, εμπορεύματα κι αποθήκες· πιο κει, τοίχους και κολόνες που δήλωναν την ύπαρξη μεγάλων παλατιών ή ναών· και πάντα, όπου έπεφτε το φως, ένα ατέλειωτο πλήθος – εκατοντάδες πλάσματα του κόσμου τούτου –που σπρώχνονταν καθώς αλαφροπατώντας τραβούσαν για τις δουλειές τους στα στενά σοκάκια, στις απέραντες πλατείες, ή στις ατέλειωτες σκάλες των κτιρίων. Καθώς το πλοιάριο ζύγωνε όλο και πιο σιμά, αυτή η αέναη κίνηση του κόσμου έκανε ν’ ακούγεται ένας ήχος κάπως σαν μουρμουρητό· δεν ξεχώριζες όμως κάποιο τραγούδι ή ξεφωνητό, ή καμπάνα ή τρίξιμο τροχού πουθενά. Η Πόλη ήταν σιωπηλή και σκοτεινή το ίδιο όπως και το εσωτερικό μιας μερμηγκοφωλιάς.

Τελικά το καράβι τους πλεύρισε μια προβλήτα κι έδεσε. Κατέβασαν τους τρεις ταξιδιώτες στην ακτή κι άρχισαν να βαδίζουν μέσα στην Πόλη. Στους δρόμους δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα. Πλήθη του Κόσμου στα Έγκατα της Γης, ούτε δυο όμοιοι μεταξύ τους, πέφταν πάνω τους καθώς τρέχαν για τις δουλειές τους. Τα φανάρια έριχναν το μελαγχολικό τους φως πάνω στα θλιμμένα και παράξενα πρόσωπά τους. Αλλά κανένας δεν έδειχνε να νοιάζεται για τους ξένους. Η φούρια τους συναγωνιζόταν τη θλίψη τους, αν και η Τζιλ ποτέ δεν ανακάλυψε για ποιο πράμα είχαν τόση φούρια. Ωστόσο, αυτό το ασταμάτητο πηγαινέλα, το σπρωξίδι, το τρεχιό και τ’ ανάλαφρο πατ-πατ-πατ των ποδιών τους δεν έπαιρνε τέλος.

Κάποια στιγμή επιτέλους φτάσανε, απ’ ό,τι κατάλαβαν, σ’ ένα μεγάλο κάστρο αν και λιγοστά από τα παράθυρά του ήταν φωτισμένα. Τους οδήγησαν μέσα στο κάστρο κι αφού διασχίσανε την αυλή του, άρχισαν ν’ ανεβαίνουν μια μεγάλη σκάλα. Κατέληξαν σε μια αίθουσα που τη φώτιζε ένα ασθενικό φως. Αλλά σε μια γωνιά –χαρά που την πήρανε! – υπήρχε μια αψίδα που φωτιζόταν από ένα εντελώς διαφορετικό φως· ένα φως της προκοπής επιτέλους, κιτρινωπό και ζεστό, από λάμπα σαν αυτές που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι. Αυτό που φαινόταν κάτω από τούτο το φως ήταν η αρχή μιας σκάλας στριφογυριστής που ανέβαινε ανάμεσα από πέτρινους τοίχους. Το φως φαινόταν να ’ρχεται από ψηλά. Δυο πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης στέκονταν στα δεξιά κι αριστερά της αψίδας, σαν να ’ταν σκοποί ή υπηρέτες.

Ο Ακρίτας των Συνόρων τους πλησίασε και, σαν να ήταν αυτό κάποιο σύνθημα, τους είπε:

«Πολλοί βουλιάζουν στον Κάτω Κόσμο».

«Και λίγοι ξαναγυρίζουν στις λιοφώτιστες χώρες» απάντησαν εκείνοι σαν να ήταν αυτό το παρασύνθημα. Μετά κόλλησαν τα κεφάλια τους και πιάσαν την κουβέντα. Στο τέλος ένας τους που ήταν επί της υπηρεσίας είπε: «Σου λέω ότι η Βασίλισσα έχει φύγει από δω για τη μεγάλη της υπόθεση. Καλύτερα μέχρι να επιστρέψει, να βάλουμε τους Πανωχωρίτες φυλακή. Λίγοι ξαναγυρίζουν στις λιοφώτιστες χώρες».

Κι εκείνη τη στιγμή η συζήτηση κόπηκε στη μέση από μια φωνή που της Τζιλ της φάνηκε η πιο έξοχη στον κόσμο. Ήρθε από ψηλά, από την κορυφή της σκάλας· και ήταν μια καθαρή, καμπανιστή, απολύτως ανθρώπινη φωνή, η φωνή ενός νέου άντρα.

«Προς τι η αναταραχή εκεί κάτω, Μουλουγκουδέρουμ;» φώναξε. «Μα τι βλέπω! Επανωκοσμίτες! Οδηγήστε τους εδώ και τάχιστα!»

«Θα την ευχαριστούσε την Υψηλότητά σας να θυμηθεί» άρχισε αυτός που τον λέγανε Μουλουγκουδέρουμ, αλλά η φωνή από πάνω τον έκοψε.

«Την Υψηλότητά μου την ευχαριστεί, πρώτον και κύριον, να την υπακούουν, γερο-μουρμούρη. Φέρ’ τους επάνω!» είπε.

Ο Μουλουγκουδέρουμ κούνησε το κεφάλι του, έκανε νόημα στους ταξιδιώτες να τον ακολουθήσουν κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά. Όσο ανέβαιναν τόσο δυνάμωνε το φως. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι απ’ άκρη σ’ άκρη με κεντημένα χαλιά. Στο κεφαλόσκαλο, τους έλουσε μιας λάμπας το χρυσάφι φως που περνούσε μέσα από κάτι λεπτές κουρτίνες. Οι δυο φρουροί τράβηξαν τις κουρτίνες και στάθηκαν παράμερα. Πέρασαν κι οι τρεις τους μέσα. Βρέθηκαν σ’ ένα όμορφο δωμάτιο, με τοίχους πήχτρα στα κεντημένα χαλιά, και μια δυνατή φωτιά που έλαμπε στο τζάκι. Πάνω στο τραπέζι, κοκκινέλι και ταγιαρισμένο κρυστάλλινο ποτήρι που σπίθιζε. Ένας νεαρός άντρας με ξανθά μαλλιά σηκώθηκε και τους χαιρέτησε. Ήταν όμορφος και φαινόταν θαρρετός, μα συνάμα καλοσυνάτος, αν και κάτι στο πρόσωπό του δεν πήγαινε καλά. Φορούσε μαύρα κι έφερνε κάπως του Άμλετ.

«Καλώς ορίσατε, Επανωκοσμίτες!» φώναξε. «Όμως, σταθείτε ένα λεπτό! Επικαλούμαι τη συγγνώμη σας! Σας έχω ξαναδεί εσάς τα δυο όμορφα παιδιά καθώς κι αυτόν, τον παράξενο Συνοδό σας! Δεν είστε εσείς οι τρεις που με συναντήσατε στη γέφυρα κοντά, στα σύνορα του Έτινσμορ, όταν είχα βγει ιππασία στο πλευρό της Κυρίας μου;»

«Α… είστε ο μαύρος ιππότης που δεν έβγαλε μιλιά;» φώναξε έκπληκτη η Τζιλ.

«Κι εκείνη η κυρία ήταν η Βασίλισσα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης;» ρώτησε ο Λασπομούρμουρος, σε όχι πολύ φιλικό τόνο. Κι ο Ευστάθιος, που σκεφτόταν το ίδιο, ξέσπασε κι αυτός. «Γιατί αν ήταν, μου φαίνεται πως μας φέρθηκε πολύ άσκημα να μας στείλει σ’ ένα κάστρο με γίγαντες που σκόπευαν να μας φάνε. Της κάναμε εμείς τίποτα κακό; Πολύ θα ’θελα να ’ξερα!»

«Πώς;» είπε ο Μαύρος Ιππότης συνοφρυωμένος. «Αν δεν ήσουν ένας τόσο νεαρός πολεμιστής, Αγόρι, εμείς οι δυο θα πολεμούσαμε μέχρις εσχάτων για τούτα σου τα λόγια. Δεν μπορώ ν’ ακούω λόγια που προσβάλλουν την τιμή της Κυρίας μου. Όμως, για κάτι πρέπει να είσαι βέβαιος, πως ό,τι κι αν σας είπε, το είπε με καλό σκοπό. Δεν τη γνωρίζετε καλά. Είναι μια ανθοδέσμη από αρετές όπως η ειλικρίνεια, η συμπόνια, η πίστη, η ευγένεια, το θάρρος και τα συναφή. Αναφέρω τα όσα γνωρίζω. Η καλοσύνη που έδειξε σε μένα μόνο, για την οποία δεν βρίσκω τρόπο να την ανταμείψω, θ’ αποτελούσε μια συναρπαστική ιστορία. Όμως από τώρα κι ύστερα θα τη γνωρίσετε και θα την αγαπήσετε. Στο μεταξύ, πείτε μου ποιος είναι ο σκοπός του ερχομού σας στη Χώρα της Αβύσσου;»

Και πριν προλάβει να τη σταματήσει ο Λασπομούρμουρος, η Τζιλ τα ξεφούρνισε όλα. «Καλέ μου Ιππότη, προσπαθούμε να βρούμε τον Πρίγκιπα Ριλιανό της Νάρνια». Και τότε αντιλήφθηκε τι επικίνδυνο ήταν αυτό που είπε· αυτοί εδώ μπορεί να ήταν εχθροί τους. Όμως ο Ιππότης δεν έδειξε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα.

«Ριλιανό; Νάρνια;» είπε αδιάφορα. «Νάρνια; Ποια χώρα είναι αυτή; Πρώτη μου φορά που ακούω την ονομασία αυτή. Θα πρέπει να είναι χιλιάδες λεύγες μακριά από τα μέρη του Επάνω Κόσμου που εγώ γνωρίζω. Ήταν λοιπόν μια παράξενη φαντασίωση που σας ώθησε στην αναζήτηση αυτού του – πώς τον είπατε; – Μπιλιανό; Τριλιανό; στο βασίλειο της Δέσποινάς μου. Πραγματικά, σας διαβεβαιώ, απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει κανείς εδώ μ’ αυτό το όνομα». Και με το που το ’πε αυτό, πάτησε δυνατά γέλια κι η Τζιλ έκανε τη σκέψη: «Μπας κι αυτό είναι το πρόβλημα με το ύφος του; Είναι ψιλοβλαμμένος;»

«Μας είπαν να ψάξουμε για ένα μήνυμα πάνω στις πέτρες της Ερειπωμένης Πόλης» είπε ο Ευστάθιος. «Και εμείς είδαμε τις λέξεις ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΕΝΑ.»

Ο Ιππότης τώρα ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Πόσο πλανηθήκατε!» είπε. «Οι λέξεις αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με το στόχο σας. Αν ρωτούσατε απλώς τη Δέσποινά μου, θα σας είχε συμβουλέψει ορθά. Βλέπετε, οι λέξεις αυτές είναι σπάραγμα μιας μεγάλης επιγραφής, που στην αρχαιότητα, κι εκείνη το θυμάται πολύ καλά, αποτελούσε αυτούς τους στίχους:

Κάτω από τη Γη και δίχως θρόνο κανένα,

Πλην, όσο ζούσα, όλη η Γη ήταν κάτω από μένα.

Που σημαίνει πως κάποιος σπουδαίος βασιλιάς των αρχαίων γιγάντων που έχει ταφεί εκεί, είχε την αλαζονεία να χαράξει αυτά τα λόγια πάνω στην πέτρα, στον τάφο του· αργότερα όμως μερικές πέτρες έσπασαν, κάποιες μεταφέρθηκαν για την ανέγερση καινούριων κτιρίων, γέμισαν τα κενά με λιθάρια, παρέμειναν όμως οι τρεις αυτές λέξεις που φαίνονται ακόμα. Πιο αστείο πράγμα στον κόσμο δεν ξανάκουσα! Να διανοηθείτε ότι αυτές οι λέξεις γράφτηκαν εκεί για σας!»

Ο Ευστάθιος κι η Τζιλ ένιωσαν σαν να τους άδειασαν έναν κουβά κρύο νερό στην πλάτη· γιατί τώρα καταλάβαιναν ότι οι λέξεις αυτές δεν είχαν καμιά σχέση με την έρευνά τους, κι ότι αυτοί βρίσκονταν τώρα εκεί μέσα από απλό ατύχημα.

«Μην του δίνετε σημασία» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Δε συμβαίνουν τέτοια πράματα στην τύχη. Οδηγός μας είναι ο Ασλάν κι αυτός βρισκόταν εκεί όταν ο γίγαντας Βασιλιάς είχε ζητήσει να χαράξουν αυτές τις λέξεις, κι από τότε ακόμα, ήξερε όλα αυτά που θα συνέβαιναν ακόμα κι αυτό το τωρινό.»

«Αυτός ο τύπος που έχετε για οδηγό σας θα πρέπει, φίλε μου, να έχει θαυμαστή μακροζωία» είπε ο Ιππότης και ξέσπασε πάλι σε τρανταχτά γέλια.

Η Τζιλ είχε αρχίσει να τσατίζεται λιγάκι μ’ αυτά τα γέλια του.

«Κι εμένα, Κύριε, μου φαίνεται» απάντησε ο Λασπομούρμουρος, «ότι αυτή η Κυρία που τη λέτε Δέσποινά σας θα πρέπει επίσης να έχει καταπληκτική μακροζωία αφού θυμάται τους στίχους όπως ήταν τότε που τους χάραξαν».

«Τι οξυδέρκεια, Βατραχοπρόσωπε!» είπε ο Ιππότης και χτύπησε το Λασπομούρμουρο φιλικά στον ώμο και ξανάβαλε τα γέλια. «Έχεις όντως συλλάβει την αλήθεια. Έχει θεϊκή καταγωγή και δε γνωρίζει ούτε ηλικία ούτε θάνατο. Αισθάνομαι βαθύτατη ευγνωμοσύνη προς αυτήν για όλη τούτη την απέραντη γενναιοδωρία που έδειξε σε μένα, που δεν είμαι παρά ένας φτωχός θνητός. Γιατί θα πρέπει να γνωρίζετε, Αγαπητοί μου, ότι είμαι ένας άνθρωπος που πέρασε τις πιο παράξενες συμφορές, και κανείς, μα κανείς δεν θα μπορούσε να δείξει υπομονή, παρά μόνο η ευγενική μου Βασίλισσα. Είπα Υπομονή; Και κάτι ακόμη σπουδαιότερο! Υποσχέθηκε πως θα μου προσφέρει ένα σπουδαίο βασίλειο στον Επάνω Κόσμο και, σαν γίνω βασιλιάς, και το τρυφερό της χέρι για να γίνει γυναίκα μου. Ωστόσο, η ιστορία μου είναι πολύ μεγάλη κι εσείς είστε πεινασμένοι και κουρασμένοι. Ε, εσείς, εκεί πέρα! Γρήγορα κρασί για τους ξένους μου και φαγητό απ’ αυτό που τρώνε στον Επάνω Κόσμο. Παρακαλώ σας, κύριοι, καθίστε. Κι εσύ, μικρή κόρη, κάτσε εδώ. Θα την ακούσετε ολάκερη την ιστορία μου.»

Загрузка...