22 Δόλωμα

Μερικές μέρες αργότερα ο Όλιβερ πήγε στο Ντουέλφ μόνος. Η ταβέρνα ήταν γεμάτη όπως συνήθως, ενώ οι περισσότερες συζητήσεις αφορούσαν και πάλι στη δράση της Πορφυρής Σκιάς. Σε ένα τραπέζι κοντά στο μπαρ καθόταν μια παρέα νάνων, και ο Όλιβερ, από το σκαμνί όπου ήταν καθισμένος, άκουσε έναν από αυτούς να ψιθυρίζει ότι η Πορφυρή Σκιά είχε σκοτωθεί σε μια επίθεση στον δρόμο, προσπαθώντας να ελευθερώσει τέσσερις σκλάβους. Οι μυώδεις, γενειοφόροι νάνοι σήκωσαν τα ποτήρια τους στη μνήμη του γενναίου κλέφτη.

«Δεν σκοτώθηκε!» διαμαρτυρήθηκε ένας άνθρωπος από κάποιο κοντινό τραπέζι. «Σας λέω ότι έκανε επιδρομή χτες το βράδυ! Σκότωσε κι έναν έμπορο, μάλιστα». Στράφηκε στους συντρόφους του στο τραπέζι, που κουνούσαν καταφατικά τα κεφάλια.

«Τον σούβλισε τον τύπο ακριβώς ως εδώ», πρόσθεσε ένας από αυτούς δείχνοντας με το δάχτυλο στη μέση του ξίφους του.

Αυτοί οι εξωφρενικοί ισχυρισμοί δεν προκαλούσαν έκπληξη στον Όλιβερ. Είχε δει παρόμοιες αντιδράσεις στη Γασκόνη. Όταν κάποιος κλέφτης αποκτούσε φήμη, ο θρύλος του διαιωνιζόταν από μιμητές. Δεν ήταν απλώς θέμα θαυμασμού — συχνά κάποιοι μικροκλέφτες, για να κάνουν πιο εύκολα τη δουλειά τους, τρόμαζαν τα θύματά τους παριστάνοντας έναν διαβόητο παράνομο. Ο Όλιβερ αναστέναξε με τη σκέψη ότι κάποιος είχε σκοτωθεί παίζοντας την Πορφυρή Σκιά. Και από την άλλη μεριά, δεν του άρεσε καθόλου το ενδεχόμενο ότι, αν έπιαναν ποτέ αυτόν και τον Λούθιεν, μπορεί να τους κατηγορούσαν για τον φόνο ενός εμπόρου. Από άποψη καθαρού ρεαλισμού, όμως, όλες αυτές οι συζητήσεις ήταν θετικές. Οι μιμητές θα θόλωναν τα δικά τους ίχνη. Επιπλέον, αν οι έμποροι πίστευαν ότι η Πορφυρή Σκιά σκοτώθηκε, θα χαλάρωναν την επιφυλακή τους.

Ικανοποιημένος ο Όλιβερ έπαψε να παρακολουθεί τις συζητήσεις και έριξε μια ματιά γύρω στο Ντουέλφ, αναζητώντας κάποια κυρία για να τη φλερτάρει. Δεν είδε τίποτα το ενδιαφέρον, γι’ αυτό ξαναγύρισε στην μπίρα του. Τότε πρόσεξε τον Τάσμαν, ο οποίος στεκόταν λίγο πιο κάτω στην απομέσα μεριά του μεγάλου πάγκου σκουπίζοντας ποτήρια και κοιτάζοντάς τον σκυθρωπός. Όταν είδε το ερωτηματικό βλέμμα του Όλιβερ, πλησίασε για να σταθεί μπροστά του.

«Ήρθες μόνος», είπε ο Τάσμαν.

«Ναι, ο Λούθιεν δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει την καρδιά του», απάντησε ο Όλιβερ. «Πάει πάλι να συναντήσει την αγαπημένη του — ραντεβού στη στέγη, κάτω από το φεγγαρόφωτο». Ο τόνος του ήταν μελαγχολικός, δείχνοντας ότι είχε αρχίσει να επιδοκιμάζει αυτό τον έρωτα. Ήταν ρομαντικός τύπος, θυμόταν τις δικές του νεανικές περιπέτειες στη Γασκόνη, τότε που έφηνε πίσω του μία (τουλάχιστον) ραγισμένη καρδιά σε κάθε πόλη.

Φαίνεται όμως ότι ο Τάσμαν δεν συμμεριζόταν τα ρομαντικά αισθήματα του Όλιβερ — το πρόσωπό του παρέμεινε βλοσυρό. «Τότε θα γυρίσει γρήγορα πίσω», είπε.

«Α, όχι», άρχισε να λέει ο Όλιβερ με πονηρό ύφος, παρερμηνεύοντας το νόημα των λόγων του Τάσμαν, αλλά καθώς συνέχισε να κοιτάζει τον σοβαρό ταβερνιάρη άρχισε να ανησυχεί.

»Τι εννοείς;» ρώτησε.

Ο Τάσμαν έσκυψε πάνω από τον πάγκο πλησιάζοντας τον Όλιβερ. «Η Σιόμπαν, η μισοξωτική σκλάβα», είπε. «Την έπιασαν σήμερα και θα δικαστεί το πρωί.

Ο Όλιβερ κόντεψε να πέσει από το σκαμνί.

»Την κατηγόρησαν για την απόδραση από το ορυχείο», εξήγησε ο Τάσμαν. «Ο αφέντης της την πήγε στο παλάτι του δούκα Μόρκνεϊ σήμερα το απόγευμα, μάλιστα λένε ότι η Σιόμπαν δεν ήξερε καν ότι επρόκειτο να τη συλλάβουν».

Ο Όλιβερ προσπάθησε να χωνέψει αυτή την πληροφορία και να φανταστεί τις πολλές της συνέπειες. Έπιασαν τη Σιόμπαν; Γιατί τώρα; Δεν μπορούσε να αποφύγει το συμπέρασμα ότι η επαγγελματική αλλά και η προσωπική σχέση της Σιόμπαν με την Πορφυρή Σκιά είχε παίξει κάποιον ρόλο. Μήπως ο μάγος-δούκας είχε ανακαλύψει την ταυτότητα του Λούθιεν;

»Μερικοί μάλιστα λένε ότι η Σιόμπαν είναι η Πορφυρή Σκιά», συνέχισε ο Τάσμαν, ενώ ο Όλιβερ έκανε έναν μορφασμό καθώς βεβαιώθηκε πια ότι η σύλληψη της Σιόμπαν δεν ήταν απλή σύμπτωση. «Είναι σίγουρο ότι θα την ανακρίνουν γι’ αυτό στη Μητρόπολη αύριο το πρωί».

«Πώς τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;» ρώτησε ο Όλιβερ, αν και ήξερε ότι ο Τάσμαν μαθαίνει πολλά πράγματα από τον υπόκοσμο του Μόντφορτ. Υπήρχε κάποιος λόγος που ο Όλιβερ κι ο Λούθιεν έπιναν κι έτρωγαν δωρεάν στην ταβέρνα, τις τελευταίες βδομάδες. Υπήρχε κάποιος λόγος που ο πανέξυπνος Τάσμαν έδειχνε να διασκεδάζει όσο κι ο Όλιβερ με τις πολλές ιστορίες για τις ψεύτικες Πορφυρές Σκιές.

«Δεν το κρατάνε μυστικό», απάντησε ο Τάσμαν. «Σε όλες τις ταβέρνες μιλούν για τη σύλληψη της Σιόμπαν. Μου φαίνεται παράξενο που δεν το έχεις ακούσει».

Ο Όλιβερ ήξερε ότι στο Μόντφορτ έπιαναν καθημερινά ύποπτους για κλοπές ή άλλα εγκλήματα. Γιατί λοιπόν είχε δοθεί τόση δημοσιότητα στη σύλληψη της Σιόμπαν;

Ήταν σίγουρος για το ποια είναι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η λέξη “δόλωμα” περνούσε κάθε τόσο από τον νου του καθώς βγήκε από το Ντουέλφ και ξεκίνησε για το διαμέρισμα.

Το επόμενο πρωί, ο Όλιβερ έβγαλε τα πέπλα μόλις πέρασε μαζί με τον Λούθιεν από τους Πραιτωριανούς Φρουρούς που φύλαγαν έξω από τη μεγάλη πόρτα της Μητρόπολης. Στον προθάλαμο κοίταξε αγανακτισμένος τη μεταμφίεσή του, αναρωτούμενος γιατί βρισκόταν κάθε τόσο εδώ μέσα. Φυσικά το ήξερε από το προηγούμενο βράδυ ότι θα κατέληγαν πάλι στη Μητρόπολη, όταν είπε στον αναστατωμένο Λούθιεν για τη σύλληψη της Σιόμπαν.

Κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου.

«Μπορεί να τη βλάψουμε αντί να τη βοηθήσουμε», είπε ο Όλιβερ για πολλοστή φορά, καθώς εκτόξευε τη μαγική αρπάγη στην είσοδο του κρυφού διαδρόμου, ψηλά στον τοίχο. Ο Λούθιεν έπιασε το σχοινί, ανέβηκε στον τοίχο σχεδόν τρέχοντας και μετά τράβηξε και τον Όλιβερ πάνω.

»Ο Μόρκνεϊ μπορεί να υποψιάζεται απλώς ότι η Σιόμπαν γνωρίζει την Πορφυρή Σκιά», συνέχισε ο Όλιβερ καθώς έμπαινε στο κρυφό πέρασμα. «Αν μας πιάσουν εδώ σήμερα, θα επιβαρύνουμε τη θέση της γυναίκας που αγαπάς». Και σίγουρα θα επιβαρύνουμε και τη δική μας θέση! σκέφτηκε ο Όλιβερ, αλλά δεν το είπε. Παραμέρισε τα μακριά, μαύρα μαλλιά της περούκας από το πρόσωπό του και έφτιαξε με άγριες κινήσεις το εμπριμέ φόρεμα που είχε μπερδευτεί από την αναρρίχηση.

«Θέλω να μάθω τι θα γίνει», απάντησε ο Λούθιεν.

«Έχω δει πολλές παγίδες με τέτοιο δόλωμα ως τώρα», του εξήγησε ο Όλιβερ.

«Μήπως εγκατάλειψες κάποτε καμιά γυναίκα που αγαπούσες;» είπε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ δεν απάντησε, ούτε έκανε άλλα σχόλια. Αυτή η ερώτηση τον πόνεσε, γιατί ο Όλιβερ όντως είχε εγκαταλείψει κάποτε την αγαπημένη του, μια χάφλινγκ δεκαοχτώ χρονών. Ήταν πολύ νέος τότε, ζούσε σε ένα χωριό και μόλις άρχιζε την καριέρα του σαν κλέφτης. Ο γαιοκτήμονας της περιοχής (ο μόνος από τον οποίο άξιζε τον κόπο να κλέψεις κάτι) δεν μπόρεσε να πιάσει τον Όλιβερ, ανακάλυψε όμως τον αισθηματικό δεσμό του με την κοπέλα. Έτσι έπιασαν την αγαπημένη του, ενώ ο Όλιβερ εξαφανίστηκε δικαιολογώντας την πράξη του με το σκεπτικό ότι ήταν για το καλό της.

Δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε η κοπέλα, όμως πολλές φορές είχε αναρωτηθεί εκ των υστέρων μήπως αυτή η “τακτική υποχώρηση” οφειλόταν στην πραγματικότητα σε καθαρή δειλία.

Έτσι τώρα ακολούθησε τον Λούθιεν στα υψηλότερα επίπεδα του ναού από την ίδια διαδρομή που είχαν πάρει και κατά την πρώτη τους επίσκεψη στη Μητρόπολη. Ο Όλιβερ πρόσεξε ότι υπήρχαν περισσότεροι Κυκλωπιανοί σήμερα και πολύ περισσότεροι πολίτες, επίσης. Κατάλαβε ότι ο Μόρκνεϊ είχε προετοιμάσει μια παράσταση, γι’ αυτό ήθελε οπωσδήποτε να υπάρχει ακροατήριο.

Ο Όλιβερ έπιασε τον Λούθιεν από τον ώμο και του ζήτησε να φορέσει τον πορφυρό μανδύα. Ο Όλιβερ φόρεσε κι αυτός τον δικό του μοβ μανδύα πάνω από το φόρεμα, ενώ έβαλε επιπλέον και το καπέλο, το οποίο στο μεταξύ είχε τσαλακωθεί αρκετά, κι έτσι βγήκαν μαζί στο τριφόριο με τα πτρινα διακοσμητικά τέρατα, σε ύψος δεκαπέντε μέτρα από το δάπεδο του ναού.

Προχώρησαν αθόρυβα, χωρίς προβλήματα, μέχρι που έφτασαν πάλι στη γωνία της νότιας πλευράς, όπου ο Λούθιεν έσκυψε κρυμμένος πίσω από ένα τερατόμορφο άγαλμα.

Η σκηνή από κάτω ήταν ίδια περίπου όπως και κατά την πρώτη φορά που είχαν έλθει στον μεγαλόπρεπο ναό. Ο δούκας Μόρκνεϊ, φορώντας τον κόκκινο χιτώνα του, καθόταν σε μια πολυθρόνα πίσω από τον βωμό στο ανατολικό άκρο του ναού, και φαινόταν πολύ βαριεστημένος καθώς οι λακέδες του φώναζαν τα ονόματα των φορολογούμενων ή μετρούσαν τους φόρους.

Ο νεαρός Μπέντγουιρ παρακολούθησε το θέαμα για μερικές στιγμές μόνο, πριν συγκεντρώσει την προσοχή του στα πρώτα καθίσματα του ναού. Κάμποσα άτομα κάθονταν εκεί το ένα δίπλα στο άλλο φορώντας τη στολή των κρατουμένων, γκρίζους χιτώνες με κουκούλα, ενώ γύρω τους βρίσκονταν οι Κυκλωπιανοί που τους φρουρούσαν. Υπήρχε μόνο ένας νάνος ο οποίος ήταν ξανθός, και ο Λούθιεν αναστέναξε με ανακούφιση που δεν ήταν ο Σάγκλιν. Τρεις άλλοι ήταν σίγουρα άντρες, αλλά οι άλλοι τρεις μπορεί να ήταν ή νεαρά παλληκάρια ή γυναίκες.

«Πού είσαι;» “ψιθύρισε ο νεαρός Μπέντγουιρ συνεχίζοντας να κοιτάζει. Ένας από τους κρατουμένους κινήθηκε τότε, και ο Λούθιεν είδε να ξεπροβάλουν κάτω από την κουκούλα μακριά μαλλιά στο χρώμα του σταριού. Ενστικτωδώς κινήθηκε προς τα εμπρός, σαν να ετοιμαζόταν να πηδήσει από το τριφόριο κάτω.

Ο Όλιβερ τον έπιασε δυνατά από το χέρι και δεν ελάττωσε τη δύναμη του σφιξίματός του, όταν ο Λούθιεν γύρισε προς το μέρος του. Η έκφραση του χάφλινγκ θύμισε στον Λούθιεν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.

«Είναι ακριβώς όπως και με τον νάνο», ψιθύρισε ο Όλιβερ. «Δεν καταλαβαίνω γιατί είμαστε εδώ».

«Πρέπει να μάθω», διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ.

Η καταβολή των φόρων συνεχίστηκε για άλλη μισή ώρα, όλα φαίνονταν εντελώς φυσιολογικά. Παρ’ όλα αυτά όμως ο Όλιβερ δεν μπορούσε να διώξει την επίμονη προαίσθηση ότι σήμερα δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα για τη Μητρόπολη. Η Σιόμπαν είχε συλληφθεί για κάποιον συγκεκριμένο λόγο, και σκόπιμα είχε διαδοθεί τόσο ευρέως το νέο της σύλληψής της. Αν είχαν συλλάβει τον Σάγκλιν για να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην Πορφυρή Σκιά θα ήταν κατανοητό. Όμως η σύλληψη της Σιόμπαν ήταν σίγουρα δόλωμα για να πιάσουν τους δύο συντρόφους.

Ο Όλιβερ κοίταξε αγανακτισμένος τον Λούθιεν, ενώ σκεφτόταν ότι ο νεαρός του φίλος μοιάζει απίστευτα με ψάρι πιασμένο στα δίχτυα.

Ο κήρυκας που διάβαζε τους φόρους μάζεψε τις περγαμηνές του από το βάθρο και κατέβηκε. Αμέσως πήρε τη θέση του ένας άλλος, που έκανε νόημα στους Πραιτωριανούς να ετοιμάσουν τους κρατούμενους. Οι μονόφθαλμοι τους ανάγκασαν να σηκωθούν όρθιοι, και ο νέος κήρυκας φώναξε ένα όνομα.

Δυο Κυκλωπιανοί άρπαξαν έναν ηλικιωμένο άνδρα, τουλάχιστον πενήντα χρονών, και τον έσπρωξαν άγρια προς το Θυσιαστήριο. Ο γέρος σκόνταψε κάμποσες φορές και θα είχε σωριαστεί κάτω αν δεν τον κρατούσαν οι δυο φρουροί από δίπλα.

Η κατηγορία ήταν συνηθισμένη: είχε κλέψει έναν χιτώνα από κάποιον πάγκο. Ο κήρυκας κάλεσε τον έμπορο που τον κατηγορούσε.

«Άσχημη δουλειά», είπε ο Όλιβερ δείχνοντας με ένα νεύμα τον έμπορο. «Είναι πλούσιος, μάλλον φίλος του δούκα. Ο καημένος ο γέρος είναι καταδικασμένος».

Ο Λούθιεν τον κοίταξε βλοσυρός. «Υπάρχει περίπτωση να αθωωθεί κανείς εδώ μέσα;» ρώτησε.

Η απάντηση του Όλιβερ, αν και αναμενόμενη, τον πόνεσε. «Όχι».

Όπως ήταν φυσικό, ο γέρος θεωρήθηκε ένοχος. Όλα του τα υπάρχοντα, ανάμεσά τους και ένα φτωχικό σπίτι στη κάτω συνοικία του Μόντφορτ, μεταβιβάστηκαν στον πλούσιο έμπορο, στον οποίο δόθηκε επίσης το δικαίωμα να κόψει προσωπικά το αριστερό χέρι του γέρου και να το τοποθετήσει στον πάγκο του, σε περίοπτη θέση, σαν προειδοποίηση για άλλους, επίδοξους κλέφτες.

Ο γέροντας διαμαρτυρήθηκε αδύναμα, αλλά φυσικά οι Κυκλωπιανοί τον έσυραν έξω από τον ναό.

Ο επόμενος ήταν ο νάνος, αλλά ο Λούθιεν δεν παρακολουθούσε πια. «Πού είναι οι Κάτερς;» ψιθύρισε. «Γιατί δεν είναι εδώ;»

«Ίσως να είναι», απάντησε ο Όλιβερ, ενώ το πρόσωπο του Λούθιεν φωτιζόταν λίγο.

»Αλλά μόνο για να παρακολουθήσουν, όπως κι εμείς», πρόσθεσε, προκαλώντας πάλι απογοήτευση στον Λούθιεν. «Όταν πιάνεται ένας κλέφτης, είναι μόνος. Αυτό τον κανόνα τον τηρούν πιστά οι άνθρωποι του δρόμου».

Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι στον χώρο του Θυσιαστηρίου, όπου ο νάνος κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία. Ο Λούθιεν καταλάβαινε τη ρεαλιστική θέση που μόλις του είχε εξηγήσει ο Όλιβερ. Αν μια ομάδα κλεφτών προσπαθούσε να σώσει ένα από τα μέλη της, τότε θα ήταν πολύ εύκολο στον δούκα να καθαρίσει το Μόντφορτ από τους κλέφτες.

Οπωσδήποτε, ο Λούθιεν συμφωνούσε με την άποψη του Όλιβερ, από την άλλη μεριά όμως γιατί βρισκόταν τώρα εδώ, δεκαπέντε μέτρα πάνω από την αίθουσα του ναού;

Η Σιόμπαν ήταν η τελευταία που κλήθηκε για να δικαστεί, και ο Όλιβερ ήταν σίγουρος ότι δεν επρόκειτο για σύμπτωση. Προχώρησε από το κάθισμά της και, μολονότι ήταν δεμένη, τίναξε περήφανα από πάνω της τα χέρια των Κυκλωπιανών που την έσπρωχναν προς το βάθρο.

«Η σκλάβα Σιόμπαν», φώναξε δυνατά ο κήρυκας κοιτάζοντας τον δούκα. Ο Μόρκνεϊ φαινόταν πάντα βαριεστημένος από την όλη διαδικασία.

«Ήταν ανάμεσα σε εκείνους που επιτέθηκαν στα ορυχεία», δήλωσε ο κήρυκας.

«Με ποιου τη μαρτυρία κατηγορούμαι;» ρώτησε αυστηρά η Σιόμπαν. Ο Κυκλωπιανός από πίσω την έσπρωξε δυνατά με τη λαβή του κονταριού του, και η Σιόμπαν γύρισε και τον κοίταξε με τα πράσινα μάτια της να αστράφτουν άγρια.

«Είναι τόσο γενναία!» ψιθύρισε ο Όλιβερ σ’ έναν τόνο που θύμιζε θρήνο. Κρατούσε σφιχτά τον πορφυρό μανδύα του Λούθιεν, μισοπεριμένοντας ότι ο νεαρός θα πηδήσει από το τριφόριο κάτω.

«Οι κρατούμενοι μιλούν μόνο όταν τους επιτρέπουν να μιλήσουν», είπε ο κήρυκας από το βάθρο.

«Και τι αξίζει μια φωνή μέσα σε αυτό το άντρο του κακού;» απάντησε η Σιόμπαν, για να δεχτεί άλλο ένα χτύπημα με το κοντάρι.

Ο Λούθιεν έβγαλε ένα σιγανό άγριο γρύλισμα, ενώ ο Όλιβερ κουνούσε το κεφάλι του αποθαρρυμένος, νιώθοντας όλο και πιο έντονα ότι δεν θα ’πρεπε να βρίσκονται σε αυτό το επικίνδυνο μέρος.

«Επιτέθηκε στα ορυχεία!» φώναξε θυμωμένος ο κήρυκας κοιτάζοντας τον δούκα. «Και είναι φίλη της Πορφ…»

Ο Μόρκνεϊ έγειρε μπροστά στον θρόνο και σήκωσε το χέρι για να σταματήσει τον ανόητο λακέ του. Η σημασία αυτής της κίνησης δεν διέφυγε από τον Όλιβερ: προφανώς ο Μόρκνεϊ δεν ήθελε να ακουστεί αυτό το όνομα.

Ο δούκας γύρισε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του στη Σιόμπαν. Τα κόκκινα μάτια του έμοιαζαν να αστράφτουν με μια μαγική, εσωτερική λάμψη. «Πού είναι οι νάνοι;» ρώτησε ήρεμα.

«Ποιοι νάνοι;» ρώτησε η Σιόμπαν.

«Οι δύο νάνοι που απηγάγατε από τα ορυχεία εσύ και… οι σύντροφοί σου», είπε ο Μόρκνεϊ, και αυτή η χαρακτηριστική παύση έκανε τον Όλιβερ να σκεφτεί ξανά ότι όλη αυτή η φασαρία με τη σύλληψη και τη δίκη γινόταν για να παγιδέψουν τον Λούθιεν και τον ίδιο.

Η Σιόμπαν γέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Εγώ είμαι μια υπηρέτρια», είπε ήρεμα. «Τίποτα παραπάνω».

«Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης αυτής της σκλάβας;» φώναξε δυνατά ο Μόρκνεϊ. Ο αφέντης της Σιόμπαν σηκώθηκε από ένα κάθισμα στο μπροστινό μέρος του ναού, υψώνοντας συγχρόνως το χέρι του.

«Δεν έχεις ευθύνη», είπε ο δούκας, «γι’ αυτό θα αποζημιωθείς για την απώλειά σου». Ο έμπορος ανάσανε με ανακούφιση, έκανε ένα καταφατικό νεύμα και κάθισε πάλι.

«Ω όχι», βόγγηξε ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν έριξε το βλέμμα του από τον έμπορο στον δούκα και από τον δούκα στη Σιόμπαν χωρίς να καταλαβαίνει.

«Κι εσύ», γρύλισε ο Μόρκνεϊ, ενώ σηκωνόταν από τη θέση του για πρώτη φορά μέσα στις δύο ώρες που οι δυο σύντροφοι ήταν στη Μητρόπολη, «εσύ είσαι ένοχη», είπε με ανέκφραστη φωνή. Κάθισε πάλι στον θρόνο του χαμογελώντας μοχθηρά. «Φρόντισε να απολαύσεις τις επόμενες πέντε μέρες στα μπουντρούμια μου…

Πέντε μέρες; αναρωτήθηκε ο Λούθιεν. Αυτή ήταν η ποινή; Άκουσε τον Όλιβερ να βογγάει πάλι και κατάλαβε ότι ο Μόρκνεϊ δεν είχε τελειώσει ακόμη.

»…Γιατί θα είναι οι τελευταίες σου!» δήλωσε ο δούκας. «Την έκτη μέρα θα κρεμαστείς στην πλατεία που έχει το όνομά μου!»

Από τον κόσμο ακούστηκε ένα γενικό μουρμουρητό διαμαρτυρίας και ανήσυχα συρσίματα ποδιών, ενώ οι Κυκλωπιανοί έσφιγγαν τα όπλα τους κοιτάζοντας δεξιά-αριστερά σαν να περίμεναν φασαρίες. Η ποινή ήταν απροσδόκητη. Η μοναδική φορά που είχε επιβληθεί η ποινή του θανάτου, όσο κυβερνούσε ο Μόρκνεϊ, ήταν για τον φόνο ενός ανθρώπου, και ακόμη και σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις, αν το θύμα της δολοφονίας δεν ήταν σημαντικό πρόσωπο, ο δράστης συνήθως καταδικαζόταν σε ισόβια δουλεία.

Η λέξη “δόλωμα” ήρθε κι πάλι στο νου του Όλιβερ. Είχε αρχίσει κιόλας να σκέφτεται τις πιθανές περιπέτειες που θα αντιμετώπιζαν σε λίγο αυτός και ο σύντροφός του, αφού ο Λούθιεν δεν θα άφηνε ποτέ να γίνει μια τέτοια αδικία χωρίς να δοκιμάσει, τουλάχιστον, να σώσει την Σιόμπαν. Ο Όλιβερ ήταν σίγουρος ότι τις επόμενες πέντε μέρες τον περίμενε πολλή δουλειά, έπρεπε να έλθει σε επαφή με τους Κάτερς και με όποιον άλλο θα μπορούσε να τους βοηθήσει.

Αλλά λογάριαζε χωρίς τον Λούθιεν, γιατί όταν γύρισε προς το μέρος του, τον είδε να στέκεται όρθιος πάνω στο παραπέτο του τριφόριου και να σημαδεύει με το τόξο του.

Με μια μανιασμένη κραυγή, ο Λούθιεν εκτόξευσε το βέλος, που τινάχτηκε κατ’ ευθείαν προς τον δούκα Μόρκνεϊ. Αυτός κοίταξε έκπληκτος στο τριφόριο. Ξαφνικά φάνηκε μια ασημόχρωμη λάμψη μόλις το βέλος πέρασε από το άνοιγμα του βόρειου κλίτους και, από ένα που ήταν, μετατράπηκε σε πέντε. Ακολούθησε μια δεύτερη λάμψη και καθένα από τα πέντε βέλη έγινε άλλα πέντε. Και μια τρίτη, καθώς τα είκοσι πέντε βέλη γίνονταν εκατόν είκοσι πέντε.

Όλα μαζί συνέχισαν να κινούνται προς τον δούκα, ενώ ο Λούθιεν και ο Όλιβερ κοίταζαν κατάπληκτοι.

Όμως αυτός ο καταιγισμός ήταν ακίνδυνος. Τα δεκάδες βέλη δεν ήταν παρά σκιές του πρώτου και πραγματικού. Όλα εξαφανίστηκαν ή απλώς πέρασαν μέσα από τον δούκα, που είχε γείρει μπροστά στην πολυθρόνα του χαμογελώντας χαιρέκακα και δείχνοντας με το χέρι του προς το μέρος του Λούθιεν.

Ο νέος συνειδητοποίησε ότι αυτή η παρορμητική αντίδραση ήταν εντελώς ανόητη, μια σκέψη που επιβεβαιώθηκε όταν άκουσε το σχόλιο του Όλιβερ πίσω του:

«Δεν ήταν και πολύ έξυπνο αυτό».

Загрузка...