12 Ιστορίες από καλύτερες εποχές

Μικρά νήματα καπνού υψώνονταν από τα ρούχα τους καθώς ξανάμπαιναν στη σπηλιά του μάγου κουτρουβαλώντας και οι τρεις μαζί σαν κουβάρι. Ο Μπριντ’Αμούρ, με μια απρόσμενη ευκινησία, σηκώθηκε πρώτος γελώντας.

«Ο γέρο-Βαλτάσαρ θα βράζει εκατό χρόνια με αυτό που έπαθε!» φώναξε.

Ο Λούθιεν τον κοίταζε με πέτρινο πρόσωπο και το αυστηρό του βλέμμα μετέτρεψε σιγά-σιγά τα τρανταχτά γέλια του μάγου σε κάτι μεταξύ βήχα και καγχασμού.

»Νεαρέ Μπέντγουιρ», τον μάλωσε ο Μπριντ’Αμούρ. «Πρέπει να μάθεις να γελάς όταν τελειώνει επιτυχώς η περιπέτεια. Να γελάς επειδή είσαι ζωντανός, αγόρι μου! Να γελάς επειδή έκλεψες ένα πολύτιμο αντικείμενο από τον θησαυρό ενός δράκου…»

«Όχι μόνο ένα», τον διόρθωσε ο Όλιβερ βγάζοντας κάμποσα πετράδια από τις απύθμενες τσέπες του.

«Ένας σοβαρός λόγος παραπάνω για να γελάσεις!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ. Ο Όλιβερ άρχισε να παίζει πετώντας και ξαναπιάνοντας τα τρία πετράδια, θαυμάζοντας τη λάμψη τους στο φως των δαυλών, ενώ ο Μπριντ’Αμούρ τον χαιρετούσε υψώνοντας τη γροθιά του.

Στο πρόσωπο του Λούθιεν δεν φαινόταν όμως η παραμικρή υποψία χαμόγελου. «Βαλτάσαρ;» είπε.

«Βαλτάσαρ;» επανέλαβε ο Μπριντ’Αμούρ χωρίς να καταλαβαίνει.

«Αποκάλεσες τον δράκο “Βαλτάσαρ”», εξήγησε ο Λούθιεν. «Πώς ήξερες το όνομά του;»

Ο Μπριντ’Αμούρ τον κοίταξε αμήχανα για μια στιγμή, σαν να είχε πέσει σε παγίδα. «Μα, σας παρακολουθούσα από την κρυστάλλινη σφαίρα, φυσικά», απάντησε ο μάγος τόσο ξαφνικά και με τέτοιον ενθουσιασμό, ώστε ο Λούθιεν κατάλαβε ότι λέει ψέματα. «Ο δράκος είπε το όνομά του — στον Όλιβερ, φυσικά».

«Ναι, το είπε», συμφώνησε ο Όλιβερ, ενώ ο Λούθιεν ήταν φανερό ότι δεν είχε πεισθεί.

«Ήξερες πώς τον λένε πριν πει το όνομά του», επέμεινε βλοσυρός ο Λούθιεν. Ακούστηκε ένα κουδούνισμα, καθώς ο Όλιβερ σταμάτησε να πετά τις πέτρες και η μία έπεσε στο πάτωμα. Ο Μπριντ’Αμούρ σταμάτησε αμέσως να γελά. Η ατμόσφαιρα, που πριν από μια στιγμή ήταν θριαμβευτική για τον Όλιβερ και τον μάγο, τώρα ήταν γεμάτη ένταση. Ο Όλιβερ φοβήθηκε ότι ο Λούθιεν θα χτυπούσε τον Μπριντ’Αμούρ. «Η ιστορία που μας είπες για τον Κυκλωπιανό βασιλιά ήταν ψέμα».

Ο Μπριντ’Αμούρ χαμογέλασε βεβιασμένα. «Αγαπητέ μου Λούθιεν Μπέντγουιρ», είπε σοβαρός, «αν σου είχα πει ότι σας περιμένει ένας δράκος στην άλλη άκρη του μαγικού τούνελ, θα πηγαίνατε;»

«Πολύ σωστά», παραδέχτηκε ο Όλιβερ. Κοίταξε τον Λούθιεν ελπίζοντας ότι ο φίλος του δεν θα επιμείνει άλλο.

«Θα μπορούσαμε να σκοτωθούμε», είπε με ανέκφραστη φωνή ο Λούθιεν. «Κι εσύ μας έστειλες εκεί περιμένοντας ότι θα πεθάνουμε».

Ο Μπριντ’Αμούρ σήκωσε τους ώμους, δεν είχε εντυπωσιαστεί καθόλου με αυτήν τη δήλωση. Η αδιάφορη στάση του μάγου κέντρισε ακόμη περισσότερο τον Λούθιεν. Ένα σχεδόν ανεπαίσθητο γρύλισμα ακούστηκε από τα χείλη του νεαρού Μπέντγουιρ, ενώ τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές στα πλευρά του.

«Λούθιεν!» ψιθύρισε ο Όλιβερ προσπαθώντας να τον λογικέψει. «Λούθιεν!».

«Μήπως πρέπει να ζητήσω και συγνώμη;» είπε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ σαν να μην πίστευε στα αυτιά του, κι αυτή η απρόσμενη απάντηση έκοψε τη φόρα του νέου. «Είσαι τόσο εγωιστής λοιπόν;»

Ο Λούθιεν τον κοίταξε απορημένος, δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοεί ο μάγος.

«Πιστεύεις ότι θα σας άφηνα να αντιμετωπίσετε έναν τέτοιο κίνδυνο αν δεν υπήρχε κάποιος πολύ σοβαρός λόγος;» συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ κροτώντας τα δάχτυλά του στον αέρα μπροστά στο πρόσωπο του Λούθιεν.

«Και αυτός ο “πολύ σοβαρός λόγος” δικαιολογεί το ψέμα; Και άξιζε τον κόπο να σκοτωθούμε γι’ αυτόν;» απάντησε θυμωμένος ο Λούθιεν.

«Ναι!» τον διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ο Μπριντ’Αμούρ. «Υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα στον κόσμο από την ασφάλειά σου, αγαπητό μου παιδί.

Ο Λούθιεν πήγε να αντιδράσει με τον συνηθισμένο θυμό του, αλλά είδε τα γαλάζια μάτια του Μπριντ’Αμούρ να παίρνουν μια απόμακρη έκφραση που τον σταμάτησε.

»Νομίζεις ότι δεν θρηνώ καθημερινά για τους ανθρώπους που πήγαν να αναζητήσουν το ραβδί μου πριν από σας και δεν γύρισαν πίσω;» ρώτησε σοβαρός ο μάγος. Ένα κύμα βαθιάς θλίψης τύλιξε τον Λούθιεν καθώς τα λόγια του μάγου άγγιξαν τις ευαισθησίες του. Κοίταξε τον Όλιβερ σαν να ζητούσε συμπαράσταση, ενώ αναρωτιόταν ειλικρινά μήπως ο Μπριντ’Αμούρ τον είχε μαγέψει, αλλά ο φίλος του φαινόταν κι αυτός εξίσου επηρεασμένος από τα συναισθήματα του μάγου.

»Ξέρετε από πού παίρνει τη δύναμή του ένας μάγος;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ, ενώ ξαφνικά φαινόταν και στους δύο πολύ γερασμένος. Γερασμένος και κουρασμένος.

«Από το ραβδί του;» είπε ο Όλιβερ, ένα πολύ λογικό συμπέρασμα μετά την αποστολή που μόλις είχαν εκτελέσει αυτός και ο Λούθιεν.

«Όχι, όχι», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Το ραβδί είναι απλώς ένα μέσο εστίασης των δυνάμεων, ένα εργαλείο που επιτρέπει στον μάγο να συγκεντρώνει την ενέργειά του. Η ίδια η ενέργεια όμως…» συνέχισε, τρίβοντας τον αντίχειρα πάνω στα άλλα δάχτυλα μπροστά στο πρόσωπό του, σαν να ένιωθε αυτές τις μυστηριώδεις δυνάμεις στο χέρι του. «Ξέρετε από προέρχεται;

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ κοιτάχτηκαν με ερωτηματική έκφραση, δεν ήξεραν τι να απαντήσουν.

»Από το σύμπαν!» φώναξε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ, τόσο δυνατά που οι δυο φίλοι έκαναν πίσω ένα βήμα. «Από τις φωτιές του ήλιου και την ενέργεια της θύελλας. Από τα ουράνια σώματα, από τον ίδιο τον ουρανό!»

«Μιλάς σαν ιερέας», είπε σαρκαστικά ο Όλιβερ, αλλά αυτό το σχόλιό του προκάλεσε έναν απρόσμενο ενθουσιασμό στον μάγο.

«Ακριβώς!» είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Ιερείς. Η αρχαία αδελφότητα των μάγων θεωρούσε τα μέλη της ιερείς. Η λέξη “μάγος” σημαίνει απλούστατα ιερέας. Μάγος είναι αυτός που κατανοεί την αληθινή φύση του σύμπαντος, την υλική και την πνευματική, γιατί αυτές οι δύο πλευρές δεν απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Πολλοί ιερείς δεν κατανοούν την υλική πλευρά. Πολλοί από τους σημερινούς εφευρέτες μας δεν έχουν καμία αίσθηση της πνευματικής πλευράς. Ένας μάγος όμως…» Η φωνή του έσβησε και τα γαλάζια μάτια του άστραψαν από περηφάνια καθώς και από την ίδια εκείνη απόμακρη έκφραση, όπως προηγουμένως. «Ένας μάγος τα γνωρίζει και τα δύο, παιδιά μου, και τα λαμβάνει και τα δύο υπόψη του. Υπάρχουν πνευματικές συνέπειες για κάθε υλική πράξη, και το υλικό ον δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσει την πορεία της ψυχής.

»Ποιος νομίζετε ότι έχτισε τους μεγάλους καθεδρικούς ναούς;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ. Αναφερόταν στα οκτώ τεράστια οικοδομήματα που υπήρχαν στα νησιά της Θάλασσας του Άβον, έξι στο ίδιο το Άβον, ο μεγαλύτερος στο Καρλάιλ και ένας παρόμοιος στο Πρίνσταουν. Το νησί Μπαράντουιν στα δυτικά είχε μόνο έναν, ενώ το Εριαντόρ είχε επίσης έναν, στο Μόντφορτ. Ο Λούθιεν δεν είχε πάει ποτέ στο Μόντφορτ, αλλά είχε περάσει κοντά από την πόλη, στους πρόποδες του Άιρον Κρος. Από αυτή την απόσταση όλα τα κτίρια του Μόντφορτ (και πολλά ήταν μεγάλα και εντυπωσιακά), ακόμη και ο μοναδικός πύργος της πόλης, έμοιαζαν σαν παιδικά παιχνίδια μπροστά στους πανύψηλους οβελίσκους και τις πελώριες αντηρίδες του καθεδρικού ναού. Ο κόσμος τον ονόμαζε απλώς “Μητρόπολη”, και ήταν μία από τις μεγαλύτερες πηγές περηφάνιας για όλο το Εριαντόρ. Όλες οι οικογένειες, ακόμη και εκείνες των νησιών, είχαν κάποιον πρόγονο που είχε δουλέψει στη Μητρόπολη, και η μνήμη αυτής της παράδοσης έκανε τον Λούθιεν να απαντήσει τώρα με σφιγμένα δόντια.

«Τους έχτισε ο λαός», είπε σκυθρωπός, σαν να προκαλούσε τον Μπριντ’Αμούρ να φέρει αντίρρηση.

Ο μάγος έγνεψε καταφατικά.

«Το ίδιο και στη Γασκόνη», είπε ο Όλιβερ, που δεν εννούσε να αφήσει την πατρίδα του έξω από οποιοδήποτε επίτευγμα. Αυτός όμως είχε πάει στο Μόντφορτ και ήξερε ότι οι καθεδρικοί ναοί της Γασκόνης, αν και μεγαλόπρεποι, δεν μπορούσαν να συγκριθούν στο μεγαλείο με εκείνους των νησιών. Η Μητρόπολη του Μόντφορτ του είχε κόψει την ανάσα και, μάλιστα, από ό,τι έλεγαν όλοι, τρεις τουλάχιστον από τους καθεδρικούς ναούς νότια του Άιρον Κρος ήταν ακόμη μεγαλύτεροι.

Ο Μπριντ’Αμούρ συμφώνησε επίσης με τον Όλιβερ με ένα καταφατικό νεύμα, πριν κοιτάξει πάλι τον Λούθιεν. «Ποιος τους σχεδίασε όμως;» ρώτησε. «Και ποιος επέβλεψε την κατασκευή τους, και μάλιστα ανιδιοτελώς, καθοδηγώντας τους τόσους εργάτες που δούλεψαν σκληρά; Δεν φαντάζομαι να πιστεύεις ότι οι απλοί γεωργοί και οι ψαράδες, όσο προικισμένοι άνθρωποι κι αν είναι, θα μπορούσαν να σχεδιάσουν τις αντηρίδες και τα πελώρια παράθυρα των ναών!»

Ο Λούθιεν δεν θίχτηκε από τα λόγια του μάγου, αφού συμφωνούσε απόλυτα με τη λογική του. «Ήταν μια έμπνευση από τον Θεό», είπε. «Μια έμπνευση που δόθηκε στους ιερείς…»

«Όχι!» τον έκοψε απότομα ο Μπριντ’Αμούρ. «Ναι, ήταν μια έμπνευση από το Πνεύμα, τον Θεό», παραδέχτηκε. «Αλλά εκείνοι που τους σχεδίασαν ήταν η αδελφότητα των μάγων, όχι οι ιερείς που, αργότερα, με τις δικές μας ευλογίες λειτουργούσαν τους ναούς». Ο μάγος έκανε μια παύση και αναστέναξε βαθιά πριν συνεχίσει:

»Ήμασταν τόσο ισχυροί τότε», συνέχισε, ενώ ο τόνος του έδειχνε βαθιά θλίψη. «Δεν είχε περάσει πολύς καιρός αφ’ ότου ο Μπρους Μακντόναλντ είχε κατατροπώσει τους Κυκλωπιανούς. Η πίστη μας ήταν δυνατή, η πορεία μας ξεκάθαρη. Ακόμη και όταν εισέβαλε ο μεγάλος στρατός της Γασκόνης κρατήσαμε αυτή την πορεία. Εκείνη μας βοήθησε να αντέξουμε την κατοχή, τελικά η ίδια ανάγκασε τους Γασκόνους να γυρίσουν πίσω στη χώρα τους». Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταζε τον Όλιβερ, αλλά χωρίς να τον επικρίνει, απλώς του εξηγούσε τι είχε συμβεί. «Ο λαός σου δεν μπόρεσε να σπάσει την πίστη μας στον εαυτό μας και στον Θεό».

«Εγώ ξέρω ότι είχαμε άλλες επιχειρήσεις στον νότο», απάντησε ο Όλιβερ, «και δεν μπορούσαμε να κρατάμε τόσο πολλούς στρατιώτες στη Θάλασσα του Άβον».

«Ο λαός σου δεν είχε την καρδιά να παραμείνει στη Θάλασσα του Άβον», είπε ήρεμα ο Μπριντ’Αμούρ. «Δεν υπήρχε λόγος, δεν υπήρχε κέρδος για τη Γασκόνη. Δεν θα κατάφερναν ποτέ να κατακτήσουν το Εριαντόρ, αυτό το παραδέχτηκαν και οι ίδιοι και, σε συνδυασμό με το χάος που επικρατούσε βόρεια… Τέλος πάντων, ας συμφωνήσουμε ότι δεν ήταν εύκολο για τον βασιλιά σας να κρατήσει την κυριαρχία του πάνω στα νησιά της Θάλασσας του Άβον.

Ο Όλιβερ το δέχτηκε αυτό με ένα καταφατικό νεύμα.

»Είναι πραγματικά μεγάλη ειρωνεία το ότι η μεγαλύτερη πληγή εμφανίστηκε και άρχισε να εξαπλώνεται στη διάρκεια της ειρήνης, μετά την αποχώρηση των Γασκόνων», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ στρέφοντας πάλι την προσοχή του στον Λούθιεν. Ο νεαρός Μπέντγουιρ είχε τη σαφή αίσθηση ότι αυτό το μάθημα ιστορίας γινόταν αποκλειστικά και μόνο για τον ίδιο.

»Ίσως να μας είχε πιάσει ανία», παρατήρησε ο μάγος με ένα κοφτό γέλιο, «ή ίσως το δέλεαρ της δύναμης μας έκανε να φτάσουμε πολύ μακριά. Οι μάγοι χρησιμοποιούσαν πάντα τα υποδεέστερα πλάσματα των κατώτερων επιπέδων —τους κακονάνους και τους κατώτερους δαίμονες— σαν υπηρέτες. Τους καλούσαν διότι, χρησιμοποιώντας τη γνώση τους από τα άλλα επίπεδα της ύπαρξης, έβρισκαν απαντήσεις που εμείς δεν μπορούσαμε να βρούμε εύκολα καθώς λειτουργούσαμε μέσα από το γήινο σώμα μας. Μέχρι εκείνη την εποχή όμως η πραγματική μας δύναμη προερχόταν από τις καθαρές ενέργειες: από τη φωτιά και την αστραπή, από τους παγερούς ανέμους των βόρειων παγετώνων και από τη δύναμη των κυμάτων του ωκεανού. Μετά, όμως, μερικοί από την αδελφότητα, ανάμεσά τους και ο τωρινός βασιλιάς, ο Γκρινσπάροου…» —ο Μπριντ’Αμούρ έφτυσε το όνομα με φανερή περιφρόνηση— «…έκαναν φρικτές συμφωνίες με πανίσχυρους δαίμονες. Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες για να καρποφορήσουν οι καινούριες και απαίσιες δυνάμεις τους, βαθμιαία όμως έδιωξαν από τις τάξεις τους τους λευκούς μάγους σαν εμένα». Αναστέναξε πάλι και κοίταξε κάτω, μοιάζοντας εντελώς ηττημένος.

Ο Λούθιεν τον ατένισε επίμονα και διαπεραστικά, ενώ η σκέψη του έτρεχε ξαφνικά σε νέους δρόμους. Όλα όσα είχε πει ο Μπριντ’Αμούρ, με εξαίρεση τις δυο-τρεις τελευταίες φράσεις του, δεν έρχονταν σε ουσιαστική διαφωνία με όσα τον είχαν μάθει από μικρό παιδί, δηλαδή με τις αρχές που αποτελούσαν τη βάση της αντίληψής του για τον κόσμο. Η πληροφορία ότι οι καθεδρικοί ναοί είχαν γίνει από τους μάγους και όχι από τους ιερείς ήταν ένα ασήμαντο, νέο στοιχείο. Όμως, τα τελευταία λόγια τον είχαν συγκλονίσει βαθιά. Ο Μπριντ’Αμούρ μόλις είχε κατηγορήσει τον βασιλιά του Λούθιεν για μεγάλα και τρομερά εγκλήματα, τον άνθρωπο στον οποίο ο πατέρας του όφειλε πίστη και αφοσίωση.

Ο Λούθιεν ήθελε να ορμήσει στον μάγο, να δώσει μια γροθιά στα μούτρα αυτού του γερο-ψεύτη. Κρατήθηκε όμως και δεν μίλησε. Αισθάνθηκε τη ματιά του Όλιβερ πάνω του και κατάλαβε ότι ο φίλος του είχε αντιληφθεί την ταραχή μέσα του, αλλά δεν του ανταπέδωσε το βλέμμα. Δεν είχε τη δύναμη, εκείνη τη στιγμή.

«Εκείνο που με βασανίζει περισσότερο», είπε σιγανά ο Μπριντ’Αμούρ δείχνοντας πραγματικά ειλικρινής, «είναι ότι οι μεγαλόπρεποι καθεδρικοί ναοί της Θάλασσας του Άβον, τα μεγαλύτερα οικοδομήματα όλων των μεγάλων πόλεων της χώρας, έχουν χάσει εντελώς την πνευματική τους σημασία. Οι οχτώ δούκες του Γκρινσπάροου, η νεότερη γενιά των διεστραμμένων μάγων, έχουν μετατρέψει τους ναούς σε σπίτια τους. Ακόμη και τη Μητρόπολη, που εγώ, ο Μπριντ’Αμούρ, βοήθησα στον σχεδιασμό της όταν ήμουν νέος».

«Πόσων χρονών είσαι;» ρώτησε ο Όλιβερ, αλλά ο μάγος φάνηκε να μην ακούει.

«Κάποτε οι ναοί ήταν ένα μνημείο της πνευματικότητας και της πίστης του ανθρώπου, ένας χώρος ιερού εορτασμού», συνέχισε ο μάγος εξακολουθώντας να κοιτάζει τον Λούθιεν. Ο σοβαρός του τόνος διέλυσε τον θυμό του νεαρού και τον έκανε να ακούσει πιο προσεχτικά τα λόγια του. «Τώρα δεν είναι παρά χώροι όπου συγκεντρώνεται ο λαός για να πληρώσει τους φόρους.

Αυτή η τελευταία φράση πόνεσε τον Λούθιεν, γιατί αισθάνθηκε την αλήθεια της. Ο πατέρας του είχε κληθεί αρκετές φορές στο Μόντφορτ και, γυρίζοντας, είχε μιλήσει για το γεγονός ότι είχε πάει στη Μητρόπολη, όχι για να προσευχηθεί ή να υμνήσει τον Θεό, αλλά για να εξηγήσει το γιατί υπήρχε κάποια μείωση στους φόρους που είχαν σταλεί από το Μπέντγουιντριν στον δούκα Μόρκνεϊ.

»Αλλά δεν χρειάζεται να σας απασχολεί εσάς αυτό!» είπε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ, μα ο εύθυμος τόνος του ήταν φανερά βεβιασμένος.

Αυτή η φράση, με τον τρόπο που τη διατύπωσε ο μάγος, πόνεσε τον Λούθιεν. Ο περήφανος νέος είχε την παράξενη αίσθηση ότι τα λόγια του Μπριντ’Αμούρ θα προκαλούσαν μια βαθιά αλλαγή στη ζωή του, θα άλλαζαν τελείως τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τον κόσμο. Και εκείνο που τον τρόμαζε περισσότερο ήταν ότι δεν ήξερε σίγουρα τι σήμαινε αυτό.

»Κερδίσατε και οι δύο την ελευθερία σας, με τις… χμ… παρεμβάσεις μου, και κερδίσατε επίσης τη φιλία μου, όσο μπορεί αυτή να διαθέτει κάποια αξία». Η σκιά των οδυνηρών αναμνήσεων είχε χαθεί από το πρόσωπο του Μπριντ’Αμούρ. Κοίταξε για λίγο καλά καλά τον Λούθιεν με ένα νοσταλγικό ύφος.

»Αυτός ο μανδύας σού πηγαίνει πολύ», είπε.

«Τον βρήκα στη σπηλιά του δράκου», άρχισε να εξηγεί ο Λούθιεν, αλλά σταμάτησε καθώς είδε την εύθυμη λάμψη στα γαλάζια μάτια του μάγου και θυμήθηκε με ποιον τρόπο είχε βρει τον σάκο. «Εσύ τα έβαλες εκεί!» είπε με ένα ύψος σαν να τον κατηγορούσε.

«Είχα σκοπό να σου τα δώσω αφού γύριζες με το ραβδί μου», παραδέχτηκε ο Μπριντ’Αμούρ. «Δεν ήθελα να τα χάσω κι αυτά λόγω του Βαλτάσαρ, τον μανδύα και το πτυσσόμενο τόξο! Όμως, έχοντας πίστη σε σένα —και στους δυο σας— σκέφτηκα ότι μπορεί να σας φανούν χρήσιμα εκεί που ήσασταν».

Ο Όλιβερ ξερόβηξε δυνατά διακόπτοντας τη συζήτηση. Γύρισαν και οι δύο και τον κοίταξαν. «Αφού μπορούσες να μας στείλεις αυτά τα παιχνίδια, γιατί δεν μας έβγαζες κιόλας από κει;» ρώτησε. «Είχα βρει ήδη το ραβδί σου, θα ήταν πολύ πιο εύκολο έτσι».

Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε τον Λούθιεν, αλλά δεν βρήκε καμιά υποστήριξη σ’ εκείνον αφού, προφανώς, οι συλλογισμοί του Όλιβερ είχαν δημιουργήσει ξανά κάποιες αμφιβολίες στον νεαρό. «Η μαγεία δεν ήταν αρκετά ισχυρή», είπε ο Μπριντ’Αμούρ κομπιάζοντας και προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο για να τους εξηγήσει. «Δεν ήξερα πού ακριβώς ήσαστε, ούτε τι μπορεί να αντιμετωπίζατε».

«Δηλαδή μας τα έστειλες στα τυφλά;» ρώτησε ο Όλιβερ με έκπληκτο και καχύποπτο ύφος μαζί. «Όμως, τότε, πως έγινε και εμφανίστηκαν εκεί ακριβώς που έπρεπε;».

Ο Μπριντ’Αμούρ άρχισε να κουνάει τα χέρια του δείχνοντας στους δυο φίλους πως δεν είχαν καταλάβει. «Φυσικά μπορούσα να σας εντοπίσω με ένα απλό ξόρκι, αν και δεν ήξερα σε ποιο ακριβώς σημείο βρισκόσαστε, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Και μετά, για να σας στείλω τα αντικείμενα, χρειαζόταν πάλι ένα άλλο ξόρκι, μια μάλλον απλή τηλεμεταφορά, που δεν είχε όμως καμία σχέση με την πύλη η οποία σας οδήγησε στη φωλιά του δράκου και που μας έβγαλε τελικά από εκεί».

Ο Όλιβερ και ο Λούθιεν κοιτάχτηκαν. Μετά από μια στιγμή, ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους αποδεχόμενος την εξήγηση του Μπριντ’Αμούρ.

«Και τι ήταν εκείνο το παράξενο βέλος;» ρώτησε ο Λούθιεν επιστρέφοντας στην αρχική συζήτηση.

«Ουσιαστικά ήταν ακίνδυνο», είπε γελώντας ο Μπριντ’Αμούρ. «Δεν είχα καν σκοπό να το βάλω μέσα στον σάκο, απλώς ήταν δίπλα στη ζώνη της φαρέτρας και το έπιασε κι αυτό το ξόρκι! Αυτά τα βέλη λέγονται “πυροτεχνήματα” και τα χρησιμοποιούσαν στους εορτασμούς κατά τους πιο ευτυχισμένους καιρούς πριν τον Γκρινσπάροου. Πρέπει να πω όμως ότι ήταν πολύ έξυπνο από μέρους σου που το χρησιμοποίησες τόσο αποτελεσματικά».

«Ήμουν τυχερός», τον διόρθωσε ο Λούθιεν. «Δεν είχα ιδέα τι θα έκανε το βέλος».

«Μην υποτιμάς ποτέ τη σημασία της τύχης», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Η τύχη δεν σε έφερε κοντά στον Όλιβερ τη στιγμή που εκείνος σε χρειαζόταν; Αν δεν συνέβαινε αυτό το τυχαίο γεγονός, θα ήταν ζωντανός τώρα ο φίλος σου;»

«Είχα το ξίφος μου», διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ τραβώντας το από τη ζώνη του και κρατώντας το μπροστά στο πρόσωπό του, δίπλα στη φαρδιά του μύτη.

Ο Μπριντ’Αμούρ τον κοίταξε με αμφιβολία και άρχισε να γελάει.

«Ω, δεν φαντάζεσαι πόσο με πληγώνεις!» φώναξε ο Όλιβερ.

«Εγώ όχι, θα σε πλήγωναν όμως σίγουρα οι Κυκλωπιανοί του εμπόρου!» απάντησε ο μάγος με ένα τρανταχτό γέλιο και ο Όλιβερ, μετά από μια στιγμή σκέψης, έκανε ένα καταφατικό νεύμα βάζοντας πάλι το ξίφος στη θήκη του ενώ συγχρόνως προσπαθούσε μάταια να κρύψει τα δικά του γέλια.

Η όψη του Μπριντ’Αμούρ άλλαξε πάλι ξαφνικά καθώς κοίταζε τον Λούθιεν. «Μη φοράς δημόσια αυτό τον μανδύα», είπε σοβαρός.

Ο Λούθιεν κοίταξε το φωτεινό, κόκκινο ύφασμα που έπεφτε από τις φαρδιές του πλάτες. Τι είναι αυτά που λέει; αναρωτήθηκε. Τι να τον κάνεις έναν μανδύα αν δεν μπορείς να τον φοράς;

»Ανήκε σε κάποιον φημισμένο κλέφτη», του εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Το τόξο ήταν κι αυτό δικό του. Αυτά τα πτυσσόμενα τόξα έχουν απαγορευτεί στο Άβον επειδή τα χρησιμοποιούσαν οι παράνομες συμμορίες και γι’ αυτό θεωρήθηκε ότι αποτελούν απειλή για τον θρόνο.

Ο Λούθιεν κοίταξε τον μανδύα και το τόξο και συνέχισε να αναρωτιέται ποια είναι η αξία τους. Ήταν δώρα αυτά που του έδωσε ο Μπριντ’Αμούρ ή βάρη, αφού δεν θα τα χρησιμοποιούσε;

»Απλώς κράτα τα κρυμμένα σε ένα σίγουρο μέρος», είπε ο Μπριντ’Αμούρ, σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη του Λούθιεν. «Μπορεί να σου φανούν χρήσιμα, μπορεί και όχι. Πες πως είναι δυο πράγματα που θα σου θυμίζουν τη συνάντησή σου με έναν δράκο. Ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν δει ένα τέτοιο θηρίο, γιατί εκείνοι που το έχουν δει είναι νεκροί. Και αυτή η συνάντηση επίσης πρέπει να παραμείνει κρυφή», πρόσθεσε ο Μπριντ’Αμούρ με πολύ σοβαρό ύφος, σαν να το σκέφτηκε αυτό μόλις εκείνη τη στιγμή.

Ο Λούθιεν κόντεψε να πνιγεί με αυτό το αίτημα. Κοίταξε κατάπληκτος τον Όλιβερ. Αυτός έβαλε το δάχτυλο στα χείλη και του έκλεισε το μάτι. Ο Λούθιεν πήρε το μήνυμα: ο πιο έμπειρος Όλιβερ θα είχε καταλάβει σίγουρα τι συνέβαινε και θα του το εξηγούσε αργότερα.

Όλο το υπόλοιπο βράδυ δεν είπαν τίποτε άλλο για τον δράκο, τα δώρα ή ακόμη και για το μάθημα ιστορίας του Μπριντ’Αμούρ. Ο μάγος τους πρόσφερε πάλι ένα υπέροχο δείπνο και τους πρότεινε να κοιμηθούν ξανά στα μαλακά κρεβάτια, πράγμα που οι δυο σύντροφοι δέχτηκαν ευχαρίστως.

Ο Μπριντ’Αμούρ πήγε στον Όλιβερ αργότερα τη νύχτα, τον ξύπνησε και του έκανε νόημα να βγει από το δωμάτιο. «Να τον προσέχεις», είπε ο μάγος στον νυσταγμένο Όλιβερ.

«Περιμένεις μεγάλα πράγματα από τον Λούθιεν Μπέντγουιρ», απάντησε ο χάφλινγκ.

«Φοβάμαι γι’ αυτόν», είπε ο Μπριντ’Αμούρ παρακάμπτοντας την ερώτηση. «Πριν από δυο βδομάδες, μόλις, έκανε φιλικές μονομαχίες στην αρένα του πατέρα του. Και τώρα έχει γίνει παράνομος, κλέφτης και πολεμιστής…»

«…Και δολοφόνος;» είπε ο Όλιβερ. Αναρωτιόταν αν ο Μπριντ’Αμούρ θα δεχόταν αυτό τον χαρακτηρισμό.

«Σκότωσε Κυκλωπιανούς που προσπαθούσαν να δολοφονήσουν τον ίδιο ή εσένα», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Όχι, είναι πολεμιστής». Κοίταξε την κλειστή πόρτα του δωματίου του Λούθιεν και ο Όλιβερ σκέφτηκε ότι μοιάζει σαν ανήσυχος πατέρας.

»Πέρασε πολλές περιπέτειες απανωτά», συνέχισε ο μάγος. «Αντιμετώπισε έναν δράκο! Αυτό μπορεί να μη φαίνεται ιδιαίτερα σπουδαίο σε κάποιον σαν τον Όλιβερ ντε Μπάροους…»

«Φυσικά όχι», είπε ο χάφλινγκ και, επειδή ο Μπριντ’Αμούρ δεν τον κοίταζε εκείνη τη στιγμή, έκανε μια γκριμάτσα κοντεύοντας να πνιγεί από τα γέλια.

«Σίγουρα όμως η εμπειρία ήταν τραυματική για τον νεαρό Λούθιεν», συνέχισε ο μάγος. «Να τον προσέχεις, Όλιβερ. Σε ικετεύω. Τα ίδια τα θεμέλια του κόσμου του έχουν γίνει ή θα γίνουν σε λίγο σαν άμμος που υποχωρεί συνεχώς κάτω από τα πόδια του».

Ο Όλιβερ έβαλε το ένα χέρι στη μέση κι έγειρε πίσω στηρίζοντας το βάρος του στο ένα πόδι και χτυπώντας το άλλο ανυπόμονα στο δάπεδο. «Ζητάς πολλά», είπε, όταν ο Μπριντ’Αμούρ γύρισε και τον κοίταξε. «Όμως όλα τα δώρα σου ήταν για τον Λούθιεν, όχι για μένα».

«Οι άδειες εισόδου για το Μόντφορτ είναι πιο πολύτιμες για σένα παρά για τον Λούθιεν», του απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ, ξέροντας την πρόσφατη ιστορία του Όλιβερ στην πόλη —και ξέροντας επίσης τη φήμη που είχε αποκτήσει ανάμεσα σε μερικούς πολύ ισχυρούς εμπόρους.

«Δεν είμαι υποχρεωμένος να πάω στο Μόντφορτ», απάντησε αδιάφορα ο Όλιβερ σηκώνοντας το ένα χέρι και επιθεωρώντας τα περιποιημένα νύχια του.

Ο Μπριντ’Αμούρ γέλασε. «Είσαι τόσο πεισματάρης!» είπε εύθυμα. «Σου φτάνει αυτό για την εξυπηρέτηση που ζητάω;» συνέχισε, βγάζοντας από ένα ντουλάπι μια εξάρτηση από δερμάτινα λουριά. Τα μάτια του Όλιβερ άνοιξαν διάπλατα. Το σακίδιο αυτό ήταν γνωστό σε όλους τους κλέφτες των πόλεων, οι οποίοι το ονόμαζαν “διαρρήκτη”. Φορούσες την εξάρτηση και, πάνω στα λουριά —ή μέσα σε ειδικές τσέπες, στους πιο τελειοποιημένους τύπους— υπήρχαν πολλά από τα σύνεργα της “δουλειάς”.

«Αυτό εδώ δεν είναι από τα συνηθισμένα», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στον Όλιβερ. Άνοιξε μια τσέπη σε μια από τις ζώνες του ώμου και, παρ’ όλο που ήταν πολύ μικρή για να χωράει κάτι τέτοιο, έβγαλε από μέσα ένα παράξενο αντικείμενο: μια μαύρη, ρυτιδωμένη μπάλα που συνδεόταν με κάποιο λεπτό κορδόνι. «Το κορδόνι είναι πολύ καλύτερο από αυτό που αναγκάστηκες να αφήσεις στη σπηλιά του Βαλτάσαρ», του εξήγησε ο μάγος. «Και αυτή η μπάλα κολλάει ακόμη και στον πιο λείο τοίχο». Για να του το αποδείξει, πέταξε την μπάλα στον κοντινότερο τοίχο και τράβηξε δυνατά το σχοινί. «Κρατάει τρεις μεγαλόσωμους άντρες», πρόσθεσε ο Μπριντ’Αμούρ. «Με τρία απανωτά τραβήγματα», συνέχισε τινάζοντας το σχοινί, «η αρπάγη ελευθερώνεται». Και, πραγματικά, με το τρίτο τράβηγμα η μπάλα έπεσε στο έδαφος.

Ο Μπριντ’Αμούρ έβαλε την μπάλα με το κορδόνι στη θέση της πριν ανοίξει μια άλλη θήκη, αυτή τη φορά στο λουρί της ζώνης. Κράτησε την εξάρτηση κοντά στον Όλιβερ για να μπορέσει να κοιτάξει μέσα στην κοιλότητα.

Ο Όλιβερ έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Ο χώρος μέσα στην μικρή ανοιχτή θήκη ήταν πολύ μεγαλύτερος από ό,τι φαινόταν απ’ έξω —υπερδιαστατικός, σκέφτηκε ο χάφλινγκ— και μέσα υπήρχε το πληρέστερο σετ εργαλείων που είχε δει ποτέ του, λίμες, διαρρηκτικά σύνεργα, λεπτό σύρμα, ακόμη κι ένας υαλοκόπτης.

«Απλώς, σκέφτεσαι το αντικείμενο που θέλεις», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ, «και αυτό αμέσως θα εμφανιστεί στο χέρι σου».

Ο Όλιβερ δεν αμφέβαλε για τα λόγια του Μάγου, αλλά ήθελε οπωσδήποτε να το δει αυτό. Άπλωσε το χέρι του κοντά στην ανοιχτή θήκη και σκέφτηκε: «Πασπαρτού» — και αναπήδησε τρομαγμένος όταν εμφανίστηκε ξαφνικά στο χέρι του ένα μακρύ κλειδί.

Ο χάφλινγκ κοίταξε τον Μπριντ’Αμούρ έχοντας συνέλθει από το σοκ.

«Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι;» ρώτησε ο μάγος χαμογελώντας πλατιά.

«Δεν είχα ποτέ σκοπό να παρατήσω τον Λούθιεν», τον διαβεβαίωσε ο Όλιβερ.

Το επόμενο πρωί ο Μπριντ’Αμούρ τους έδωσε τις άδειες εισόδου στο Μόντφορτ, όπως τους είχε υποσχεθεί — άδειες που ήταν πραγματικά πολύτιμες. Όταν μπήκαν οι τρεις τους στον θάλαμο της σπηλιάς όπου είχαν αφήσει τον Ριβερντάνσερ και τον Θρεντμπέαρ, η μαγεία του Μπριντ’Αμούρ είχε ήδη ενεργοποιηθεί. Στον τοίχο φαίνονταν οι στροβιλισμοί του φωτεινού τούνελ που θα τους μετέφερε στον δρόμο έξω από το Μόντφορτ.

Ο αποχαιρετισμός ήταν σύντομος και φιλικός, αν εξαιρέσουμε τον Λούθιεν που παρέμεινε επιφυλακτικός και καχύποπτος. Ο Μπριντ’Αμούρ δέχθηκε τη διστακτική χειραψία του νεαρού κλείνοντας το μάτι στον Όλιβερ.

Ο μάγος παρακολούθησε με την κρυστάλλινη σφαίρα του τους δύο φίλους καθώς έβγαιναν από το μαγικό τούνελ κοντά στο δρόμο για το Μόντφορτ. Θα ήθελε να συνεχίσει να τους παρακολουθεί και να τους προστατεύει, αλλά ήδη είχε ρισκάρει πολύ δίνοντας τον μανδύα και το τόξο στον νεαρό Λούθιεν. Πραγματικά, δεν ήξερε αν το έκανε από πίστη ή από απλή απελπισία.

Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, ο Μπριντ’Αμούρ έπρεπε να αφήσει τώρα τα γεγονότα στα χέρια των δύο φίλων. Δεν μπορούσε να βγει από τη μυστική σπηλιά του, δεν μπορούσε καν να κοιτάξει στο Μόντφορτ ή οπουδήποτε αλλού, όπου οι μάγοι-δούκες του Γκρινσπάροου μπορεί να αντιλαμβάνονταν το μαγικό του βλέμμα και να εντόπιζαν από πού προερχόταν η ενέργειά του.

Αν ο βασιλιάς Γκρινσπάροου υποψιαζόταν ότι ο Μπριντ’Αμούρ ήταν ζωντανός, θα σκότωνε όχι μόνο τον μάγο αλλά επίσης τον Λούθιεν και τον Όλιβερ.

Ο Μπριντ’Αμούρ κούνησε το χέρι του και η σφαίρα σκοτείνιασε. Ο ερημίτης μάγος βγήκε με αργό βήμα από τον θάλαμο και πήγε στο υπνοδωμάτιό του, όπου έπεσε κουρασμένος στο μαλακό κρεβάτι. Είχε θέσει τα γεγονότα σε κίνηση και τώρα το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει.

Загрузка...