13 Μόντφορτ

Ο Ριβερντάνσερ έδειχνε χαρούμενος που ήταν πάλι σε ανοιχτό χώρο. Το λευκό άλογο, με το μακρύ του τρίχωμα να γυαλίζει από τη συνηθισμένη, πρωινή βροχή, προχωρούσε με δυνατές δρασκελιές. Ήθελε να τρέξει, αλλά ο Λούθιεν τον κρατούσε γιατί το έδαφος εδώ ήταν πιο ανώμαλο απ’ ό,τι στα βόρεια. Πλησίαζαν στους πρόποδες του Άιρον Κρος και παρ’ όλο που ήθελαν σχεδόν μία μέρα ακόμη για να φτάσουν στο Μόντφορτ και τα βραχώδη βουνά που το περιέβαλαν, το έδαφος εδώ ήταν ήδη στρωμένο με επικίνδυνες πέτρες.

«Μακάρι να μας είχε αφήσει πιο κοντά στην πόλη», είπε ο Λούθιεν κοιτάζοντας ανήσυχος το μέρος γύρω του. «Αν και ο Ριβερντάνσερ μάλλον έχει ανάγκη να καλπάσει λιγάκι». Χτύπησε τα μυώδη πλευρά του αλόγου καθώς μιλούσε χαλαρώνοντας κάπως τα γκέμια κι αφήνοντας τον Ριβερντάνσερ να τρέξει. Ο Όλιβερ με τον Θρεντμπέαρ τους έφτασαν σε μερικές στιγμές.

«Μας άφησε όσο πιο κοντά μπορούσε», είπε ο Όλιβερ. Πρόσεξε το απορημένο βλέμμα του Λούθιεν και δεν παραξενεύτηκε, γιατί είχε πια αρχίσει να καταλαβαίνει πόσο προστατευμένη ήταν η ζωή του φίλου του ως τώρα. Ο Όλιβερ θυμήθηκε την παράκληση του Μπριντ’Αμούρ να προσέχει τον Λούθιεν. «Αυτός που έχει αναγκάσει τον μάγο να ζει σε κείνη την κρυφή σπηλιά, μάλλον είναι στο Μόντφορτ», εξήγησε στον νεαρό Μπέντγουιρ.

Ο Λούθιεν το σκέφτηκε για λίγο. «Ο Μόρκνεϊ!» είπε. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε πει ότι οι δούκες του Γκρινσπάροου είχαν διαφθαρεί από δαιμονικές δυνάμεις όπως και ο ίδιος ο βασιλιάς, οπότε το συμπέρασμα ήταν μάλλον λογικό.

«Ή κάποιος από τους λοχαγούς του», συμφώνησε ο Όλιβερ.

«Τότε δεν πρέπει να παραπονιέμαι», είπε ο Λούθιεν. «Ο Μπριντ’Αμούρ αποδείχτηκε καλός φίλος, γι’ αυτό του συγχωρώ το ψέμα για τη σπηλιά του δράκου — σε τελική ανάλυση, ήλθε να μας βοηθήσει όταν κινδυνέψαμε».

Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους συμφωνώντας, αν και με μισή καρδιά. «Αν είχε έλθει νωρίτερα, μπορεί να είχαμε πάρει περισσότερα λάφυρα από τον θησαυρό του δράκου», είπε αναστενάζοντας βαθιά με αυτή τη σκέψη.

«Έχουμε τα δώρα μας», απάντησε ο Λούθιεν και χτύπησε τους σάκους της σέλας του γελώντας ταυτόχρονα, αφού ένας μανδύας και ένα πτυσσόμενο τόξο δεν ήταν και πολύ σπουδαία ανταμοιβή για κάποιον που διακινδύνεψε τη ζωή του μπαίνοντας στη φωλιά ενός δράκου. Ο Όλιβερ όμως δεν γέλασε και, όταν ο Λούθιεν γύρισε στον φίλο του, είδε ότι εκείνος τον κοίταζε με μια πολύ σοβαρή έκφραση.

«Μην υποτιμάς αυτά που σου χάρισε», είπε ο Όλιβερ.

«Ναι, δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τέτοιο τόξο», συμφώνησε ο Λούθιεν.

«Δεν μιλάω για το τόξο. Είναι κι αυτό πολύτιμο, χωρίς αμφιβολία. Μιλάω όμως για το πιο σημαντικό από τα δύο δώρα, τον πορφυρό μανδύα».

Ο Λούθιεν, αφού τον κοίταξε αβέβαια, έριξε μια ματιά στον σάκο της σέλας του σαν να περίμενε ότι θα πεταχτεί έξω ο μανδύας μόνος του. Ήταν σίγουρα όμορφος μανδύας, το κόκκινο χρώμα του ήταν τόσο πλούσιο που έμοιαζε να προσελκύει το μάτι στα βάθη του. Το ύφασμα έλαμπε στο παραμικρό φως σαν να ήταν κάτι ζωντανό.

«Δεν έχεις καταλάβει ακόμη, ε;» είπε ο Όλιβερ, και ο Λούθιεν τον κοίταξε τώρα με περιέργεια.

«Δεν πρόσεξες κάτι πολύ παράξενο στην αντίδραση του δράκου, όταν ήμαστε στη σπηλιά του θησαυρού;» ρώτησε ο Όλιβερ. «Και στη δική μου αντίδραση όταν έκανα εκείνο τον βιαστικό ελιγμό πλευροκόπησης;»

…Βιαστικό ελιγμό πλευροκόπησης; Ο Λούθιεν μπερδεύτηκε για μια στιγμή, αλλά μετά κατάλαβε ότι ο Όλιβερ στην πραγματικότητα εννοούσε “πανικόβλητη υποχώρηση”. Πραγματικά, ο Λούθιεν είχε σκεφτεί ήδη το ερώτημα του Όλιβερ. Μέσα στη σπηλιά του θησαυρού, ο δράκοντας τον είχε αγνοήσει — θα ’λεγε κανείς ότι δεν είχε αντιληφθεί καν πως υπήρχε και κάποιος άλλος στη σπηλιά εκτός από τον Όλιβερ.

«Τα μάτια του δράκοντα είναι πιο δυνατά και από του αετού», πρόσθεσε ο Όλιβερ.

«Κι όμως, δεν με πρόσεξε καν», είπε ο Λούθιεν, ξέροντας ότι αυτή ήταν η απάντηση που περίμενε ο Όλιβερ, αν και ο ίδιος δεν θεωρούσε τόσο σίγουρο πως ο δράκος δεν τον είχε δει.

«Εξαιτίας του μανδύα», του εξήγησε ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν είχε αρχίσει να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του πριν ακόμη μιλήσει ο φίλος του, καθώς περίμενε μια τέτοια απάντηση.

»Μα είναι αλήθεια!» επέμεινε ο χάφλινγκ. «Κι εγώ δεν σε είδα, και κόντεψα να πέσω πάνω σου».

«Επειδή είχες τον νου σου στον δράκο, πίσω σου», είπε ο Λούθιεν αναζητώντας μια λογική εξήγηση. «Και ο Βαλτάσαρ είχε τον νου του σε σένα, αφού μάλιστα οι τσέπες σου ήταν γεμάτες από τους θησαυρούς του!»

«Μα εγώ δεν σε έβλεπα ούτε και πριν ακόμη εμφανιστεί ο δράκος», είπε ο Όλιβερ. Τώρα ο Λούθιεν τον κοίταξε πιο ανήσυχος.

«Όταν βρήκα το ραβδί, κοίταξα γύρω και σε φώναξα», συνέχισε ο Όλιβερ. «Νόμισα ότι έφυγες, ή ότι είχες πάει ίσως πίσω από τον σωρό, και μόνο όταν τράβηξες πίσω την κουκούλα μπόρεσα να σε δω».

«Θα ήταν κανένα παιχνίδι του φωτός», απάντησε ο Λούθιεν, μα τώρα ήταν ο Όλιβερ εκείνος που κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Ο μανδύας είναι κόκκινος, ενώ πίσω σου υπήρχαν γκρίζα πέτρα και χρυσά νομίσματα.

Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι τον σάκο της σέλας τρίβοντας με το χέρι το αξύριστο μάγουλό του.

»Έχω ακούσει για τέτοια αντικείμενα», είπε ο Όλιβερ. «Αυτός ο μανδύας θα σου είναι πολύ χρήσιμος στους δρόμους του Μόντφορτ».

«Θα ήταν χρήσιμος σε έναν κλέφτη», είπε περιφρονητικά ο νέος.

«Κι εσύ είσαι κλέφτης!» του υπενθύμισε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν κράτησε τις επόμενες σκέψεις για τον εαυτό του. Ήταν όντως κλέφτης; Και αν δεν ήταν, τι ακριβώς ήταν, και γιατί πήγαινε στο Μόντφορτ μαζί με τον Όλιβερ ντε Μπάροους; Ο νεαρός Μπέντγουιρ γέλασε δυνατά, προτιμώντας αυτή την αντίδραση από το να κάνει έναν απολογισμό της πορείας του ως τώρα. Τα γεγονότα τον είχαν παρασύρει, δεν είχε πια και πολλά περιθώρια επιλογής. Και αφού ο Όλιβερ ντε Μπάροους τον χαρακτήριζε κλέφτη, ποιος ήταν ο ίδιος για να διαφωνήσει;

Στην επόμενη στροφή του δρόμου φάνηκε το Μόντφορτ, φωλιασμένο ανάμεσα στους γκρεμούς και τις πέτρες της βόρειας πλαγιάς του Άιρον Κρος. Οι δυο σύντροφοι είδαν πολλά κτίρια χτισμένα σε ίσιες σειρές πάνω στους λόφους στους πρόποδες του βουνού, που συνεχίζονταν μέχρι κάτω στην κοιλάδα — κυρίως όμως είδαν τη Μητρόπολη.

Έμοιαζε περισσότερο τμήμα των μεγαλόπρεπων βουνών παρά ανθρώπινο δημιούργημα, λες και το ίδιο το χέρι του Θεού σκάλισε και τοποθέτησε τις πέτρες. Δύο τετράγωνοι πύργοι ύψους πάνω από τριάντα μέτρα πλαισίωναν το μπροστινό μέρος του κτιρίου, ενώ ένας πολύ ψηλότερος πύργος ορθωνόταν στη μέση του ναού. Τεράστιες, διαδοχικές, τοξωτές αντηρίδες ξεκινούσαν από τη μυτερή οροφή για να καταλήξουν σε μικρότερους πυργίσκους στο πλάι του κτιρίου στηρίζοντας τον τρομερό όγκο της πέτρας και διοχετεύοντας το βάρος στο έδαφος. Λίθινες τερατόμορφες υδρορροές προεξείχαν από κάθε πλευρά αυτών των μικρότερων κτιαμάτων και μεγάλα παράθυρα με έγχρωμα βιτρό απεικόνιζαν μυριάδες σκηνές ή γεωμετρικά σχήματα.

Ακόμη και από αυτή την απόσταση ο Λούθιεν είχε μείνει άναυδος, αλλά και πάλι το θέαμα δεν του προκάλεσε την αγαλλίαση που θα περίμενε, καθώς θυμήθηκε τα σχόλια του Μπριντ’Αμούρ για τη σημερινή χρήση των καθεδρικών ναών. Ο νεαρός Μπέντγουιρ ένιωσε ξανά τα θεμέλια της ζωής του να κλονίζονται, ενώ τον κυρίευε μια αίσθηση σαν να επρόκειτο να ανοίξει το έδαφος κάτω από τα πόδια του και να τον καταπιεί κάποια φρικτή άβυσσος.

Το Μόντφορτ, όπως και οι περισσότερες πόλεις στην άγρια περιοχή του Άιρον Κρος, είχε διπλά τείχη που τα φρουρούσαν σκυθρωποί Κυκλωπιανοί. Δύο από τους φρουρούς κατέβηκαν στην πύλη για να ελέγξουν τον Όλιβερ και τον Λούθιεν. Στην αρχή έδειχναν καχύποπτοι και έσφιγγαν νευρικά τα όπλα τους, ιδιαίτερα όταν αντίκρισαν τον χάφλινγκ με το εξωφρενικό ντύσιμο. Ο Λούθιεν περίμενε ότι μάλλον θα τους έδιωχναν και, ειλικρινά, δεν θα του προκαλούσε έκπληξη αν οι τοξότες με τις βαλλίστρες πάνω στα τείχη άρχιζαν να τους ρίχνουν.

Ο ένας από τους Κυκλωπιανούς πήγε προς τον Ριβερντάνσερ με σκοπό να εξετάσει τους σάκους της σέλας, και ο Λούθιεν κράτησε την αναπνοή του.

«Δεν έχεις λόγους!» διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν τον κοίταξε έκπληκτος. Σίγουρα μπορεί να είχαν κάποιους μπελάδες αν ο Κυκλωπιανός έβρισκε το πτυσσόμενο τόξο, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με τις συνέπειες που μπορεί να είχε η τολμηρή συμπεριφορά του Όλιβερ.

Ο άλλος Κυκλωπιανός κοίταξε απειλητικά τον Όλιβερ κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του, αλλά εκείνος του έδειξε τις άδειες εισόδου που τους είχε δώσει ο Μπριντ’Αμούρ. Ο κτηνάνθρωπος ξετύλιξε την περγαμηνή και την κοίταξε προσεχτικά. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο μονόφθαλμος δεν μπορούσε να τη διαβάσει, ιδιαίτερα μάλιστα αφού την κοίταζε ανάποδα. Παρ’ όλα αυτά όμως ο φρουρός έδειξε ευχαριστημένος και φώναξε τον σύντροφό του.

Ο δεύτερος Κυκλωπιανός ήταν πιο έξυπνος φαίνεται, γιατί μετά από λίγη σκέψη γύρισε την περγαμηνή σωστά. Γρήγορα χαμογέλασε κι αυτός. Κοίταξε στο τείχος, έκανε νόημα στους τοξότες ότι όλα είναι εντάξει και (ραινόταν σχεδόν πανευτυχής που άφησε τους δυο φίλους να μπουν στο Μόντφορτ — μάλιστα οι δυο Κυκλωπιανοί έκαναν μια ταπεινή υπόκλιση καθώς ο Λούθιεν και ο Όλιβερ περνούσαν μπροστά τους!

«Α, αυτός ο μάγος είναι πολύ καλός!» είπε γελώντας ο Όλιβερ όταν άφησαν πίσω τους την πύλη. «Πολύ καλός!»

Ο Λούθιεν δεν απάντησε, είχε καταπλαγεί από το τεράστιο μέγεθος του Μόντφορτ. Η μεγαλύτερη πόλη που είχε δει ποτέ του ήταν η Νταν Βάρνα, μα τώρα έβλεπε ότι το Μόντφορτ ήταν είκοσι φορές πιο μεγάλο.

«Πόσους κατοίκους έχει;» ρώτησε τον Όλιβερ, μην μπορώντας να συνέλθει από το σοκ.

«Γύρω στους είκοσι χιλιάδες, ίσως», απάντησε αυτός, και από τον τόνο του ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο Όλιβερ δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος.

Είκοσι χιλιάδες άνθρωποι! Όλο το νησί του Μπέντγουιντριν, που είχε έκταση γύρω στα δεκατρείς χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα, διέθετε μόλις το ένα τέταρτο αυτού του πληθυσμού. Το τεράστιο μέγεθος της πόλης και ο τρόπος που οι άνθρωποι ζούσαν στριμωγμένοι μεταξύ τους, τον σάστιζε και τον έκανε νιώθει ιδιαίτερα άβολα.

«Θα συνηθίσεις», τον διαβεβαίωσε ο Όλιβερ, που προφανώς είχε αντιληφθεί την ανησυχία του.

Από το σημείο όπου βρίσκονταν τώρα ο Λούθιεν πρόσεξε ένα εσωτερικό τείχος που ξεκινούσε από κάποιο σημείο δίπλα στη Μητρόπολη και περικύκλωνε το ψηλότερο τμήμα της πόλης. Η πόλη, που είχε γύρω της πολλά ορυχεία με διάφορα μεταλλεύματα, ήταν σίγουρα πλούσια, ο Λούθιεν όμως έβλεπε τώρα ότι, σε αντίθεση με τις πόλεις του Μπέντγουιντριν όπου ο πλούτος ήταν λίγο-πολύ ομοιόμορφα κατανεμημένος, το Μόντφορτ έμοιαζε περισσότερο σαν να αποτελούνταν από δύο διαφορετικές πόλεις. Στις χαμηλότερες περιοχές υπήρχαν αγορές και ταπεινά σπίτια, πολλά από αυτά απλές καλύβες. Καθώς προχωρούσαν με τα άλογά τους στους λιθόστρωτους δρόμους, ο Λούθιεν έβλεπε παιδιά να παίζουν με αυτοσχέδια παιχνίδια, να ξιφομαχούν κρατώντας κλαδιά ή να δένουν μικρά ξύλα μεταξύ τους έτσι που να μοιάζουν κάπως με κούκλες. Οι έμποροι και οι τεχνίτες που έβλεπε φαίνονταν άνθρωποι που δούλευαν σκληρά, με την πλάτη τους καμπουριασμένη από τον μόχθο και τα χέρια τους μαυρισμένα και γεμάτα κάλους. Ήταν φιλικοί όμως και, φαινομενικά τουλάχιστον, ικανοποιημένοι, καθώς χαιρετούσαν πού και πού τους δυο ασυνήθιστους νεοφερμένους με μια κίνηση του χεριού ή ένα χαμόγελο.

Ο Λούθιεν μπορούσε εύκολα να φανταστεί τους ανθρώπους που θα ζούσαν στην άνω πόλη. Μεγαλόπρεπα σπίτια φαίνονταν πάνω από το εσωτερικό τείχος, μερικά με πύργους που υψώνονταν ψηλά στον ουρανό. Σκέφτηκε τον Όμπρεϊ και την Αβονίζ, και ξαφνικά δεν είχε καμία απολύτως επιθυμία να πάει στην άνω πόλη. Εκείνο που πρόσεξε όμως, και του φάνηκε πολύ παράξενο, ήταν ότι οι φρουροί που φύλαγαν το εσωτερικό τείχος ήταν πιο πολλοί από εκείνους που είχε δει και στα δύο εξωτερικά τείχη μαζί.

Ο νεαρός Λούθιεν Μπέντγουιρ δεν το είχε ακόμα συνειδητοποιήσει επαρκώς, αλλά εκείνη τη στιγμή έπαιρνε τη δεύτερη γεύση του από μια κοινωνία με έντονα διαχωρισμένες οικονομικές τάξεις.

Ο Όλιβερ τον οδήγησε στη σκιά ενός γκρεμού στο νοτιοανατολικό τμήμα του Μόντφορτ, όπου υπήρχε ένας στάβλος. Ο Λούθιεν είδε ότι ο σύντροφός του ήξερε καλά τους εργάτες εκεί και, μάλιστα, πέταξε στον επιστάτη του στάβλου ένα πουγκί με νομίσματα. Χωρίς παζάρια και χωρίς να δώσει οδηγίες, μόνο με ένα φιλικό χαιρετισμό και μια σύντομη στιχομυθία, ο Όλιβερ έδωσε τα γκέμια του Θρεντμπέαρ σε έναν εργάτη, λέγοντας στον Λούθιεν να κάνει το ίδιο με τον Ριβερντάνσερ. Ο νέος ήξερε πόσο νοιάζεται ο Όλιβερ για το εξαιρετικό αν και άσχημο πόνι του, και έτσι υπάκουσε χωρίς να διστάσει. Ήταν φανερό ότι ο Όλιβερ είχε αφήσει και άλλες φορές το άλογό του εδώ και είχε μείνει απόλυτα ευχαριστημένος.

«Και τώρα πάμε στο Ντουέλφ», δήλωσε ο Όλιβερ καθώς έφευγαν, με τον Λούθιεν να κουβαλάει τους σάκους της σέλας του στον ένα ώμο.

«Το Ντουέλφ;»

Ο Όλιβερ δεν έκανε τον κόπο να του εξηγήσει. Τον οδήγησε σε ένα ακόμα πιο φτωχικό τμήμα της πόλης, όπου τα μάτια των παιδιών στους δρόμους είχαν σκληρή έκφραση και όπου κάθε δεύτερη πόρτα ανήκε σε ταβέρνα, γραφείο τοκογλύφου ή μπορντέλο. Όταν ο Όλιβερ έστριψε προς μία από αυτές τις πόρτες, ο Λούθιεν κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο προορισμός τους και, μόλις αντίκρισε την επιγραφή του μαγαζιού, κατάλαβε από πού προέρχεται το όνομα. Πάνω της ήταν ζωγραφισμένοι ένας μυώδης νάνος κι ένα ξωτικό ακουμπισμένοι πλάτη με πλάτη, να χαμογελούν και οι δύο πλατιά υψώνοντας τα ποτά τους, ένα κύπελλο της μπίρας ο νάνος και ένα ποτήρι, μάλλον με κρασί, το ξωτικό. «ΝΤΟΥΕΛΦ — ΕΞΑΙΡΕΤΟ ΠΟΤΟ — ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΝΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΞΩΤΙΚΑ», έγραφε η πινακίδα, και από κάτω κάποιος είχε γράψει: «Κυκλωπιανοί, μπαίνετε με δική σας ευθύνη!»

«Γιατί στο Ντουέλφ;» ρώτησε ο Λούθιεν, σταματώντας τον μικρόσωμο άνδρα πριν μπουν μέσα.

Ο Όλιβερ του έδειξε με ένα νεύμα στον δρόμο. «Τι βλέπεις στις άλλες ταβέρνες;» ρώτησε.

Ο Λούθιεν δεν αντελήφθη αμέσως τι εννοούσε ο φίλος του. Όλες οι ταβέρνες είχαν πολύ κόσμο. Πήγε να μιλήσει όταν ξάφνου κατάλαβε: όλοι οι πελάτες που έμπαιναν κι έβγαιναν στα άλλα μαγαζιά ήταν άνθρωποι ή Κυκλωπιανοί.

«Εσύ όμως δεν είσαι ούτε νάνος ούτε ξωτικό», είπε το παλληκάρι. «Ούτε κι εγώ είμαι».

«Το Ντουέλφ εξυπηρετεί επίσης ανθρώπους, αλλά, κυρίως, εξυπηρετεί όσους δεν είναι άνθρωποι», εξήγησε ο Όλιβερ.

Και πάλι ο Λούθιεν δυσκολεύτηκε να το καταλάβει αυτό. Στο Μπέντγουιντριν υπήρχαν ελάχιστα ξωτικά και ακόμη λιγότεροι νάνοι, αλλά δεν γίνονταν διακρίσεις σε βάρος τους από την πλειοψηφία των κατοίκων. Μπορούσαν να μπαίνουν σε όποια ταβέρνα ήθελαν.

Όμως ο Όλιβερ φαινόταν αποφασισμένος, άλλωστε, σίγουρα ήξερε τα πράγματα στο Μόντφορτ ενώ ο Λούθιεν όχι, έτσι ο νεαρός Μπέντγουιρ τον ακολούθησε μέσα στην ταβέρνα χωρίς άλλες διαμαρτυρίες.

Μόλις μπήκαν μέσα κόντεψε να πνιγεί από ποικίλες μυρωδιές, με κυριότερες αυτές της μπίρας, του κρασιού και διαφόρων εξωτικών βοτάνων. Ο αέρας ήταν γεμάτος καπνό, πράγμα που έκανε τους θαμώνες να φαίνονται ακόμη πιο απειλητικοί στον Λούθιεν. Πέρασαν ανάμεσα στα στριμωγμένα τραπέζια όπου κάθονταν παρέες από ανθρώπους ή παρέες από νάνους ή παρέες από ξωτικά — δεν υπήρχε σχεδόν καμιά ανάμειξη ανάμεσα στις φυλές. Σε ένα τραπέζι κάθονταν πέντε Κυκλωπιανοί με τις ασημί και μαύρες στολές των Πραιτωριανών Φρουρών, γελώντας δυνατά και πετώντας προσβολές σε όποιον τους πλησίαζε σαν να προσπαθούσαν να προκαλέσουν φασαρία.

Ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι όλη η ταβέρνα βρισκόταν στα πρόθυρα μιας έκρηξης. Ευτυχώς είχε το ξίφος μαζί του και, πάντως, έσφιγγε τους σάκους της σέλας του επιφυλαχτικά καθώς περνούσε στριμωχτά ανάμεσα στον κόσμο, ακολουθώντας τον Όλιβερ που πήγαινε στον κεντρικό πάγκο της ταβέρνας.

Ο νέος άρχισε να αντιλαμβάνεται καλύτερα την έλξη που είχε αυτή η ταβέρνα για τις μη ανθρώπινες φυλές, όταν είδε ότι πολλά από τα σκαμνιά της ταβέρνας ήταν πιο ψηλά από το φυσιολογικό, με σκαλιά για να ανεβαίνεις πάνω. Ο Όλιβερ σκαρφάλωσε ατάραχος σε ένα τέτοιο σκαμνί και έτσι μπόρεσε εύκολα να ακουμπήσει τους αγκώνες τους στον γυαλισμένο πάγκο.

«Ώστε δεν σε κρέμασαν ακόμη, ε, Τάσμαν;» είπε ο χάφλινγκ. Ο ταβερνιάρης, ένας σκληροτράχηλος, λιγνός τύπος, γύρισε και κούνησε το κεφάλι του όταν είδε τον Όλιβερ, που του ανταπόδωσε το βλέμμα με ένα τεράστιο χαμόγελο και μια μικρή κλίση του μεγάλου καπέλου του.

«Όλιβερ ντε Μπάροους!» είπε ο Τάσμαν. Πλησίασε και σκούπισε τον πάγκο μπροστά στον χάφλινγκ. «Γύρισες στο Μόντφορτ τόσο γρήγορα; Πίστευα ότι μετά τα τελευταία σου καμώματα θα έλειπες τουλάχιστον όλο τον χειμώνα».

«Ξεχνάς τη μεγάλη μου γοητεία», απάντησε ο χάφλινγκ χωρίς να δείχνει ιδιαίτερα ανήσυχος.

«Κι εσύ ξεχνάς τους πολλούς εχθρούς που άφησες πίσω σου», απάντησε ο Τάσμαν. Έβαλε το χέρι του κάτω από το μπαρ και έβγαλε ένα μπουκάλι με σκούρο ποτό. Ο Όλιβερ του έκανε ένα καταφατικό νεύμα. «Ας ελπίσουμε ότι σε ξέχασαν κι αυτοί», είπε ο μπάρμαν βάζοντάς του ένα ποτό.

«Αν δεν με ξέχασαν, να τους λυπάσαι», απάντησε ο Όλιβερ σηκώνοντας το ποτήρι του λες και αυτή η φράση ήταν πρόποση. «Γιατί σίγουρα θα δοκιμάσουν το σπαθί μου!»

Ο Τάσμαν έδειξε να ενοχλείται από τον υπεροπτικό τρόπο του χάφλινγκ. Κούνησε πάλι το κεφάλι του κι έβαλε ένα ποτήρι μπροστά στον Λούθιεν, που είχε καθίσει δίπλα στον Όλιβερ σε ένα σκαμνί με κανονικό ύψος.

Ο νεαρός έβαλε το χέρι του πάνω από το ποτήρι πριν ο Τάσμαν ρίξει μέσα το σκούρο ποτό. «Μόνο ένα νερό, παρακαλώ», είπε ευγενικά.

Τα γκρίζα μάτια του Τάσμαν άνοιξαν διάπλατα. «Νερό;» επανέλαβε, ενώ ο Λούθιεν κοκκίνιζε.

«Έτσι λένε την ελαφριά μπίρα στο Μπέντγουιντριν», είπε ο Όλιβερ, προσπαθώντας να τον καλύψει με αυτό το ψέμα.

«Α!» έκανε ο Τάσμαν, αν και μάλλον δεν το πίστεψε. Πήρε το ποτήρι και έβαλε στη θέση του ένα κύπελλο με δυνατή μπίρα. Ο Λούθιεν το κοίταξε, κοίταξε μετά τον Όλιβερ και αποφάσισε να μη διαμαρτυρηθεί.

«Θα χρειαστώ… θα χρειαστούμε ένα δωμάτιο», είπε ο Όλιβερ. «Έχεις κανένα;»

«Το δικό σου», απάντησε με ξινισμένο ύφος ο Τάσμαν.

Ο Όλιβερ χαμογέλασε πλατιά — του άρεσε το παλιό του σπίτι. Έβαλε το χέρι σε μια τσέπη, μέτρησε μερικά ασημένια νομίσματα και πήγε να τα δώσει στον μπάρμαν.

«Υποψιάζομαι όμως ότι θα χρειαστεί λίγο καθάρισμα», πρόσθεσε ο Τάσμαν. Άπλωσε το χέρι για να πάρει τα νομίσματα, αλλά ο Όλιβερ τα τράβηξε αμέσως πίσω.

«Η τιμή είναι η ίδια», τον διαβεβαίωσε κοφτά ο Τάσμαν.

«Το καθάρισμα όμως…» άρχισε να διαμαρτύρεται ο Όλιβερ.

«Εσύ φταις που χρειάζεται καθάρισμα!» είπε ο Τάσμαν.

Ο Όλιβερ το σκέφτηκε για λίγο και μετά κατένευσε σαν να μην μπορούσε να διαφωνήσει με μια τέτοια λογική. Σηκώνοντας τους ώμους άπλωσε πάλι το χέρι του με τα νομίσματα, ενώ ο Τάσμαν άπλωνε κι αυτός το δικό του για να τα πάρει.

«Βάλε μέσα κι από ένα πολύ καλό ποτό για μένα και τον φίλο μου», είπε ο Όλιβερ χωρίς να αφήσει τα χρήματα.

«Έγινε, είναι τα ποτά που πίνετε», συμφώνησε ο Τάσμαν, πήρε τα νομίσματα και απομακρύνθηκε.

Όταν ο Όλιβερ γύρισε πάλι στον Λούθιεν, είδε τον νεαρό να τον κοιτάζει καχύποπτα. Ο χάφλινγκ έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό.

«Ήμουν και παλιότερα εδώ», εξήγησε.

«Ναι, το κατάλαβα αυτό», απάντησε ο Λούθιεν.

Άλλος ένας βαθύς αναστεναγμός από τον Όλιβερ. «Ήρθα εδώ στα τέλη της άνοιξης από τη Γασκόνη», είπε ο Όλιβερ, και συνέχισε περιγράφοντας μια “παρεξήγηση” με μερικούς ντόπιους, εξηγώντας κατόπιν ότι είχε φύγει βόρεια πριν από μερικές βδομάδες για ν’ αναζητήσει τίμια δουλειά. Στο μεταξύ ο Τάσμαν στεκόταν λίγο πιο κάτω και σκούπιζε ποτήρια, χαμογελώντας σαρκαστικά καθώς άκουγε την αφήγηση του χόμπιτ, αλλά, βέβαια, είχε μάθει από πρώτο χέρι γιατί είχε φύγει βόρεια ο Όλιβερ, ο “ληστοχάφλινγκ”, και δεν χρειαζόταν την έκφραση αμφιβολίας του Τάσμαν για να καταλάβει ότι ο Όλιβερ παρέλειπε κάποιες πολύ σημαντικές λεπτομέρειες, συμπληρώνοντας τα κενά με αποκυήματα της φαντασίας του.

Όπως και να ’χει, δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα που ο φίλος του έλεγε ψέματα, αφού μπορούσε να μαντέψει την αλήθεια στο μεγαλύτερο μέρος της — κυρίως ότι κάποιοι πολύ θυμωμένοι έμποροι κυνήγησαν τον Όλιβερ αναγκάζοντάς τον να φύγει από την πόλη, να πάει βόρεια και να ακολουθήσει τα καραβάνια. Καθώς γνώριζε όλο και περισσότερο τον χάφλινγκ, το μυστήριο του Όλιβερ ντε Μπάροους διαλευκανόταν γοργά, και ο Λούθιεν ήταν σίγουρος πια ότι σύντομα θα μπορούσε να σχηματίσει μια πολύ καλή εικόνα για τα κατορθώματα του μικρόσωμου άνδρα κατά την τελευταία του διαμονή στο Μόντφορτ. Δεν χρειαζόταν να πιέσει την κατάσταση τώρα.

Ουσιαστικά, δεν θα μπορούσε να την πιέσει περισσότερο ακόμη κι αν ήθελε, γιατί η αφήγηση του Όλιβερ σταμάτησε ξαφνικά καθώς πέρασε δίπλα τους μια καλλίγραμμη γυναίκα. Τα στήθη της ήταν μάλλον μεγάλα και μόνο λιγάκι σκεπασμένα από ένα φόρεμα με χαμηλό ντεκολτέ. Η γυναίκα ανταπόδωσε το χαμόγελο του χάφλινγκ.

«Με συγχωρείς», είπε ο Όλιβερ στον Λούθιεν χωρίς να πάρει τα μάτια του από τη γυναίκα, «αλλά πρέπει να βρω ένα μέρος για να ζεστάνω τα παγωμένα χείλη μου». Γλίστρησε από το ψηλό σκαμνί και, σχεδόν, είχε αρχίσει να τρέχει πριν ακόμη πατήσει στο πάτωμα. Στρίμωξε τη γυναίκα μερικά μέτρα πιο κάτω στο μπαρ κι αμέσως ανέβηκε σε ένα άλλο σκαμνί μπροστά της για να έρθει στο ίδιο ύψος με εκείνη.

Παρά το σκαμνί, τα μάτια του Όλιβερ βρίσκονταν περίπου στο ίδιο επίπεδο με το στήθος της κυρίας, κάτι όμως που δεν έδειχνε να τον ενοχλεί καθόλου. «Αγαπητή κυρία», είπε δραματικά, «η περήφανη καρδιά μου παρακινεί τη στεγνή μου γλώσσα να μιλήσει. Είσαι το πιο όμορφο ρόδο, με τα μεγαλύτερα…» Ο Όλιβερ σταμάτησε για μια στιγμή αναζητώντας την κατάλληλη λέξη και φέρνοντας ασυναίσθητα τις παλάμες του μπροστά στο δικό του στήθος. «Αγκάθια», είπε με ποιητική ευγένεια, «αγκάθια, που διαπέρασαν τη χάφλινγκ-καρδιά μου».

Ο Τάσμαν γέλασε, ενώ ο Λούθιεν σκεφτόταν ότι η όλη σκηνή είναι τελείως εξωφρενική και γελοία. Γρήγορα όμως είδε κατάπληκτος ότι η γυναίκα, που είχε σχεδόν διπλάσιο ύψος από τον Όλιβερ, φαινόταν ειλικρινά κολακευμένη και τον κοίταζε με ενδιαφέρον.

«Ορμάει σε όποια γυναίκα να ’ναι αυτός ο τύπος», εξήγησε ο Τάσμαν με έναν τόνο γνήσιου θαυμασμού στην τραχιά φωνή του. Ο Λούθιεν τον κοίταξε με αμφιβολία. «Είναι η πρόκληση, βλέπεις», εξήγησε ο Τάσμαν.

Αλλά ο Λούθιεν δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα, κι έτσι γύρισε για να παρακολουθήσει τον Όλιβερ και τη γυναίκα που μιλούσαν πια σαν παλιοί φίλοι. Ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν είχε ξαναδεί γυναίκα τόσο ενδοτική. Σκέφτηκε την Κατρίν Ο’ Χέιλ και τη φαντάστηκε αμέσως να γυρίζει τον Όλιβερ ανάποδα κρατώντας τον από τους αστραγάλους και κοπανώντας του μερικές φορές το κεφάλι στο πάτωμα, προκαταβολικά, αν έκανε το λάθος να την πλησιάσει με τόσο τολμηρό τρόπο.

Αυτή η γυναίκα όμως φαινόταν να απολαμβάνει τη φλυαρία του Όλιβερ, όσο ρηχή κι αν ήταν και όσο κι αν είχε ιδιοτελή κίνητρα. Ο Λούθιεν, στην ως τώρα ζωή του, δεν είχε ξανανιώσει ποτέ τόσο έξω από τα νερά του. Συνέχισε να σκέφτεται την Κατρίν και όλους τους φίλους του. Θα ήθελε να ήταν πίσω στην Νταν Βάρνα, δίπλα στους φίλους του και τον αδελφό του — τον αδελφό που, το είχε πάρει απόφαση, δεν θα τον ξανάβλεπε σύντομα. Ευχήθηκε να μην είχε μπει ποτέ στον κόσμο του ο υποκόμης Όμπρεϊ για να τον αλλάξει για πάντα.

Γύρισε προς τον πάγκο χωρίς να κοιτάζει πια τίποτα το συγκεκριμένο και ήπιε την μπίρα μονορούφι. Ο Τάσμαν, που δεν ήταν κακός τύπος, κατάλαβε πόσο άβολα αισθανόταν το παλληκάρι. Γέμισε πάλι το ποτήρι, το έσπρωξε μπροστά του και απομακρύνθηκε πριν προλάβει εκείνος να αρνηθεί ή να τον πληρώσει.

Ο Λούθιεν δέχτηκε το κέρασμα με ένα ευχαριστήριο νεύμα. Γύρισε στο σκαμνί κοιτάζοντας πάλι τον κόσμο: κακοποιοί και απατεώνες, οι Κυκλωπιανοί που πήγαιναν γυρεύοντας για καυγά, οι μυώδεις νάνοι που έδειχναν έτοιμοι να αρπαχτούν μαζί τους. Ο Λούθιεν έφερε ασυναίσθητα το χέρι στη λαβή του ξίφους του.

Αισθάνθηκε ένα άγγιγμα στο μπράτσο και γύρισε ξαφνιασμένος. Μια γυναίκα είχε πλησιάσει και ήταν μισοκαθισμένη στο σκαμνί που είχε αφήσει πριν από λίγο ο Όλιβερ.

«Καινούριος στο Μόντφορτ;» τον ρώτησε.

Ο Λούθιεν ξεροκατάπιε και κατένευσε. Είδε ότι η γυναίκα ήταν μια πιο φτηνή έκδοση της Αβονίζ, έντονα βαμμένη και αρωματισμένη, με ένα φόρεμα που είχε προκλητικά χαμηλό ντεκολτέ.

«Με πολλά λεφτά, σίγουρα», γουργούρισε αυτή χαϊδεύοντας το μπράτσο του, και ο Λούθιεν άρχισε μόνο τότε να μπαίνει πια στο νόημα. Αισθάνθηκε παγιδευμένος, αλλά δεν είχε ιδέα πώς να ξεφύγει χωρίς να φανεί βλάκας και χωρίς να προσβάλει τη γυναίκα.

Ξαφνικά ακούστηκε μια κραυγή μέσα στη γενική φασαρία. Όλοι σώπασαν και γύρισαν να δουν τι είχε συμβεί. Ο Λούθιεν, χωρίς καν να κοιτάξει, ήταν σίγουρος ότι υπήρχε κάποια σχέση με τον Όλιβερ.

Πετάχτηκε, λοιπόν, από τη θέση του και πέρασε δίπλα από τη γυναίκα πριν προλάβει καν εκείνη να γυρίσει προς το μέρος του. Έψαξε μέσα στον κόσμο ώσπου βρήκε τον Όλιβερ να στέκεται μπροστά σε έναν πανύψηλο, κακομούτσουνο τύπο με βρόμικο πρόσωπο και φθαρμένα ρούχα, έναν τραμπούκο που φορούσε μεταλλική γροθιά στο χέρι. Δυο φίλοι του στέκονταν δίπλα του και τον παρακινούσαν να ορμήσει. Η γυναίκα που φλερτάριζε ο Όλιβερ στεκόταν πίσω από τον άντρα επιθεωρώντας τα νύχια της και δείχνοντας προσβεβλημένη από το όλο επεισόδιο.

«Δεν μπορεί να αποφασίσει μόνη της η κυρία;» ρώτησε ήρεμα ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν είδε έκπληκτος ότι δεν είχε βγάλει ακόμη από τις θήκες τους το ξίφος και το μεν-γκος. Αν αυτός ο πελώριος τύπος ορμούσε πάνω του, τι θα μπορούσε να κάνει ο μικρόσωμος άνδρας;

«Είναι δική μου», δήλωσε ο άλλος φτύνοντας κάποιο βότανο που μασούσε, στο πάτωμα, ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια του Όλιβερ. Αυτός κοίταξε κάτω και μετά σήκωσε πάλι το βλέμμα του στον αντίπαλό του.

«Έχεις υπόψη σου, βέβαια, ότι αν πετύχαινες το παπούτσι μου θα σε έβαζα να το καθαρίσεις», είπε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν έτριψε το πρόσωπό του με το χέρι κατάπληκτος από τη βλακεία του φίλου του και από το γεγονός ότι πήγαινε γυρεύοντας για έναν τέτοιο καυγά, τη στιγμή που οι αντίπαλοι υπερτερούσαν τρεις προς έναν στον αριθμό και δέκα προς έναν στο βάρος.

«Μιλάς λες και η κυρία είναι το άλογό σου», συνέχισε ατάραχος ο Όλιβερ. Αμέσως μετά ο Λούθιεν είδε έκπληκτος τον Όλιβερ να απευθύνεται στη γυναίκα που ήταν η αφορμή του καυγά. «Σίγουρα σου αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό τον βλάκα, καλή μου κυρία», είπε ο χάφλινγκ βγάζοντας ταυτόχρονα το καπέλο του και κάνοντας υπόκλιση.

Όπως ήταν φυσικό, ο πανύψηλος άντρας πήγε να ορμήσει, αλλά ο Όλιβερ τον πρόλαβε, μόνο που αντί να παραμερίσει για να αποφύγει την επίθεσή του, όρμησε κι αυτός ίσια μπροστά χαμηλώνοντας το κεφάλι, και έδωσε στον άλλο, ανάμεσα στα πόδια, μια κεφαλιά που τον έκανε να σταματήσει επιτόπου.

Ο άντρας, που είχε αλληθωρίσει από το χτύπημα, άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια του κι έπιασε τα ισοπεδωμένα γεννητικά του όργανα.

«Τώρα δεν σκέφτεσαι κυρίες, ε;» τον πείραξε ο Όλιβερ.

Ο άντρας βόγγηξε και σωριάστηκε κάτω, ενώ ο Όλιβερ παραμέριζε για να μην πέσει πάνω του. Αμέσως όμως πήρε τη θέση του κάποιος από τους φίλους του τραβώντας ένα στιλέτο. Τη στιγμή που το κατέβαζε στο κεφάλι του Όλιβερ, ο Λούθιεν το σταμάτησε με το ξίφος του και του το παραμέρισε. Την ίδια στιγμή ο νέος τον χτύπησε δυνατά με το ελεύθερο χέρι του, ένα ντιρέκτ που έλιωσε τη μύτη του άλλου και τον σώριασε στο πάτωμα.

«Άου!» φώναξε ο Λούθιεν κουνώντας πάνω-κάτω το πονεμένο χέρι του.

«Α, δεν θυμάμαι αν σου έχω συστήσει τον φίλο μου», είπε ο Όλιβερ στον πεσμένο αντίπαλο.

Ο τρίτος της παρέας βγήκε μπροστά κρατώντας επίσης στιλέτο, και ο Λούθιεν σταμάτησε να κουνά το χέρι κι ετοίμασε το ξίφος του για να τον αντιμετωπίσει. Τον παραμέρισε όμως ο Όλιβερ τραβώντας το ξίφος και το μεν-γκος.

Ο κόσμος τραβήχτηκε πίσω, ενώ ο Λούθιεν πρόσεξε ότι οι Πραιτωριανοί παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι αν ο Όλιβερ σκότωνε ή τραυμάτιζε σοβαρά τον αντίπαλό του, μάλλον θα τον έπιαναν επιτόπου.

Ακούστηκε ένα ομαδικό επιφώνημα καθώς ο άντρας όρμησε με το στιλέτο, αλλά ο Όλιβερ το απέφυγε εύκολα, παραμέρισε και, αστραπιαία, χτύπησε τον άλλο στον πισινό με το πλάι του ξίφους. Ο πεισματάρης κακοποιός όρμησε ξανά, αλλά και πάλι ο Όλιβερ παραμέρισε και τον χτύπησε από πίσω.

Ο άντρας που είχε χτυπήσει ο Λούθιεν είχε αρχίσει να σηκώνεται πάλι, και ο νεαρός ήταν έτοιμος να τρέξει για να τον αντιμετωπίσει, αλλά τον πρόλαβε η γυναίκα την οποία είχε γοητεύσει ο Όλιβερ με τις κολακείες του. Έβγαλε το ένα παπούτσι της και το κράτησε προστατευτικά μπροστά της, όλα αυτά με πολύ καθώς πρέπει κινήσεις πραγματικής κυρίας. Μετά το πρόσωπό της πήρε μια άγρια έκφραση και άρχισε να κλοτσάει απανωτά τον άντρα στο πρόσωπο με το γυμνό της πόδι, τόσο δυνατά, ώστε αυτός σωριάστηκε πάλι κάτω σφαδάζοντας και προσπαθώντας να αποφυγει τα χτυπήματα.

Το θέαμα προκάλεσε ζητωκραυγές από τους θεατές.

Ο Όλιβερ συνέχισε το παιχνίδι με τον αντίπαλό του μερικές στιγμές ακόμη και μετά εξαπέλυσε ξαφνικά μια επίθεση εκπληκτικής δεξιοτεχνίας, με τις λεπίδες να χορεύουν από δω κι από κει, να διασταυρώνονται υπνωτικά και να βουίζουν καθώς έκοβαν τον αέρα. Ένα βήμα μπροστά και μια προβολή, και το στιλέτο του άλλου μπλοκαρίστηκε από το μεν-γκος. Μια ξαφνική κίνηση του καρπού, και ο Όλιβερ του πέταξε το όπλο από το χέρι.

Ο χάφλινγκ έκανε πίσω και χαμήλωσε τα όπλα του κοιτάζοντας πότε τον κατάπληκτο κακοποιό, πότε το πεσμένο στιλέτο.

«Αρκετά!» φώναξε ξαφνικά, επιβάλλοντας σιωπή στον κόσμο που φώναζε και ζητωκραύγαζε.

«Σκέφτεσαι ότι μπορείς να ξαναπιάσεις το στιλέτο», συνέχισε, κοιτάζοντας τον αντίπαλό του στα μάτια. «Ίσως να μπορείς». Ο χάφλινγκ χτύπησε το μπορ του καπέλου του με τη λάμα του ξίφους. «Σε προειδοποιώ όμως ότι την επόμενη φορά δεν θα σε αφοπλίσω απλώς, θα σου κόψω το χέρι!».

Ο άλλος, αφού κοίταξε το στιλέτο για μια τελευταία φορά, σηκώθηκε και βγήκε τρέχοντας από την ταβέρνα προκαλώντας γέλια στους θαμώνες. Ο Όλιβερ υποκλίθηκε ευγενικά μετά την παράσταση, έβαλε τα όπλα στις θήκες τους και προσπέρασε αγέρωχος τον πρώτο από τους αντιπάλους του, που ήταν ακόμη πεσμένος κάτω και βογγούσε κρατώντας τους βουβώνες του.

Ο κόσμος άρχισε να σκορπίζει, αλλά πολλοί, ιδιαίτερα οι νάνοι, πλησίασαν τον τολμηρό και καλοντυμένο χάφλινγκ και τον χτύπησαν επαινετικά στην πλάτη. Ο Όλιβερ δέχτηκε τον θαυμασμό τους με ένα πλατύ χαμόγελο.

«Δεν έχει ούτε πέντε λεπτά που γύρισε και άρχισε κιόλας τις φασαρίες!» είπε ο Τάσμαν όταν ο Όλιβερ και ο Λούθιεν κάθισαν πάλι στο μπαρ. Ο Λούθιεν όμως είχε την αίσθηση ότι ο μπάρμαν δεν παραπονιόταν στα σοβαρά.

«Μα, αγαπητέ μου κύριε», απάντησε ο Όλιβερ με πληγωμένο ύφος, «έπρεπε να υπερασπιστώ την τιμή της κυρίας!».

«Ναι», συμφώνησε ο Τάσμαν. «Μιας κυρίας με ιδιαίτερα μεγάλα… αγκάθια».

«Ω!» φώναξε δραματικά ο χάφλινγκ. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με πληγώνεις!»

Ο Όλιβερ είχε αρχίσει να γελά πάλι, ενώ ο Λούθιεν παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα, άναυδος με όλα όσα είχαν συμβεί.

«Θα μάθεις πολλά», του είπε ο Όλιβερ.

Το παλληκάρι δεν ήταν σίγουρο αν αυτό ήταν πρόβλεψη ή απειλή.

Загрузка...