14 Η πρώτη δουλειά

Ο Λούθιεν σκεφτόταν ότι “Τάινι Άλκοουβ” είναι το πιο γελοίο όνομα δρόμου που είχε ακούσει ποτέ, όταν ο Όλιβερ, οδηγώντας τον μέσα από φτωχικούς δρόμους με ετοιμόρροπα, ξύλινα κτίρια, έστριψε μια γωνία και του είπε ότι έφτασαν. Η Τάινι Άλκοουβ ήταν περισσότερο στενάκι παρά δρόμος, μόλις δυόμισι μέτρα πλάτος, σκοτεινιασμένο από τις σκιές ψηλών κτιρίων των οποίων η κύρια είσοδος βρισκόταν σε άλλες, ευπρεπέστερες οδούς.

Οι δυο τους περπατούσαν μέσα στο σκοτάδι της αφέγγαρης νύχτας δρασκελίζοντας με προσοχή τα σώματα των μεθυσμένων που δεν είχαν κατορθώσει να φτάσουν στο σπίτι τους ή που δεν είχαν καν σπίτι. Ένα φανάρι έκαιγε στον δρόμο πάνω από κάποιο σπασμένο κιγκλίδωμα, πίσω από το οποίο διακρινόταν μια παλιά σκάλα που κατέβαινε σε μια σιδερένια πόρτα. Καθώς περνούσαν, ο Λούθιεν πρόσεξε ότι μέσα υπήρχε φως, και ότι μπορούσε να ξεχωρίσει σκιές ανθρώπων που κινούνταν μέσα στο κτίριο.

«Η συντεχνία των κλεφτών», του εξήγησε ψιθυριστά ο Όλιβερ.

«Είσαι κι εσύ μέλος;» ρώτησε ο Λούθιεν θεωρώντας απόλυτα λογική την ερώτηση, αλλά το βλέμμα που του έριξε ο Όλιβερ έδειξε ότι εκείνος δεν συμφωνούσε καθόλου με αυτήν τη λογική.

«Εγώ;» ρώτησε ο χάφλινγκ με αυτοκρατορικό ύφος, πριν γελάσει και συνεχίσει τον δρόμο του, βγαίνοντας από το φωτισμένο μέρος και μπαίνοντας πάλι στις σκιές.

Ο Λούθιεν τον πρόλαβε τέσσερις πόρτες πιο κάτω, όπου άλλη μια πέτρινη σκάλα κατέβαινε σε ένα στενό αλλά μακρύ κεφαλόσκαλο και μια ξύλινη πόρτα. Ο Όλιβερ σταμάτησε εκεί για αρκετή ώρα και κοίταζε εξεταστικά γύρω του χαϊδεύοντας το περιποιημένο γενάκι του.

«Αυτό ήταν το σπίτι μου», ψιθύρισε με την άκρη των χειλιών του.

Ο Λούθιεν δεν απάντησε, επηρεασμένος από την παράξενη στάση του φίλου του. Ο Όλιβερ φαινόταν διστακτικός, σχεδόν φοβισμένος.

«Δεν μπορούμε να μπούμε μέσα», δήλωσε ο χάφλινγκ.

«“Πρέπει να μάθω να τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα;”» ρώτησε ο Λούθιεν και ο Όλιβερ χαμογέλασε στρεφόμενος σαν να ετοιμαζόταν να φύγει. Ξαφνικά όμως σταμάτησε κάνοντας μια στράκα με τα δάχτυλά του. Έβγαλε το μεν-γκος και το εκτόξευσε. Το στιλέτο καρφώθηκε στην πόρτα με έναν δυνατό κρότο και έμεινε εκεί τρέμοντας.

Ο Λούθιεν πήγε να τον ρωτήσει γιατί το έκανε αυτό, αλλά σταμάτησε καθώς ακούστηκαν καμιά δεκαριά απανωτοί μεταλλικοί ήχοι σαν από σίδερο που χτυπάει σε πέτρα, ακολουθούμενοι από ένα ξαφνικό σφύριγμα. Γύρισε προς την πόρτα και έκανε ένα βήμα πίσω καθώς είδε κάμποσα μικρά βέλη από βαλλίστρα να εξοστρακίζονται εδώ κι εκεί πάνω στα πέτρινα σκαλιά. Πάνω στο πλατύσκαλο άναψε ξαφνικά μια φωτιά και, καθώς ο Λούθιεν κοίταζε άναυδος, μια τεράστια πέτρα γλίστρησε από κάπου ψηλά πάνω από την πόρτα για να πέσει με έναν δυνατό βρόντο στις φλόγες.

Αμέσως ύστερα η φωτιά χάθηκε ξαφνικά, λες και ένας γίγαντας φύσηξε πάνω από τη σκάλα και την έσβησε σαν κερί.

«Τώρα μπορούμε να κατεβούμε», είπε ο Όλιβερ γαντζώνοντας τους αντίχειρες στη φαρδιά ζώνη του. «Πρόσεξε όμως πού πατάς, τα βέλη μάλλον ήταν δηλητηριασμένα».

«Κάποιος δεν σε συμπαθεί καθόλου», είπε ο κατάπληκτος Λούθιεν ακολουθώντας αργά τον φίλο του.

Ο Όλιβερ έπιασε τη λαβή του μεν-γκος και τράβηξε με δύναμη, αλλά το στιλέτο δεν έλεγε να ξεκαρφωθεί από το ξύλο. «…Επειδή δεν έχουν γνωρίσει την τόσο γοητευτική μου προσωπικότητα!» εξήγησε. Στάθηκε με τα χέρια στη μέση και κοίταξε την πόρτα όπως θα κοίταζε έναν ξεροκέφαλο εχθρό.

«Κρίμα που δεν έχεις πια το μεν-γκος», είπε πίσω του ο Λούθιεν βλέποντας το πρόβλημά του. «Θα μπορούσες να αφοπλίσεις την πόρτα».

Ο Όλιβερ γύρισε και του έριξε ένα άγριο βλέμμα. Ο νεαρός άπλωσε το χέρι πάνω από τον χάφλινγκ για να πιάσει το καρφωμένο στιλέτο, αλλά ο Όλιβερ του το παραμέρισε. Πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί ο Λούθιεν, ο Όλιβερ πήδησε ψηλά, άρπαξε τη λαβή του μεν-γκος και με τα δύο χέρια, και πάτησε με τα πόδια του δεξιά και αριστερά του, πάνω στην πόρτα.

Με ένα δυνατό τράβηγμα το στιλέτο ελευθερώθηκε, και ο Όλιβερ μαζί με το καπέλο του εκτοξεύτηκε προς τα πίσω. Αμέσως όμως έκανε μια ανάποδη τούμπα στον αέρα και προσγειώθηκε στα πόδια του. Μετά σήκωσε το καπέλο του ενώ ταυτόχρονα έβαζε το μεν-γκος στη θήκη.

«…Την τόσο γοητευτική μου προσωπικότητα!» επανέλαβε, πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του, ενώ ο Λούθιεν, αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί, είχε εντυπωσιαστεί.

Ο χάφλινγκ έκανε μια υπόκλιση δείχνοντας στον Λούθιεν την πόρτα και κάνοντάς του νόημα να περάσει πρώτος. Ο νεαρός Μπέντγουιρ κόντεψε να την πάθει αφού, κάνοντας μια παρόμοια υπόκλιση, πήγε προς την πόρτα. Άπλωσε το χέρι για να πιάσει το πόμολο, αλλά αμέσως σταμάτησε και κοίταξε τον Όλιβερ.

«Παρακαλώ! Το σπίτι ήταν δικό σου», είπε παραμερίζοντας.

Ο Όλιβερ έριξε τον μανδύα πίσω από τους ώμους του και προχώρησε αποφασιστικά για να σταθεί δίπλα στον Λούθιεν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. Αμέσως τους ήρθε μια μυρωδιά καμένου και, μολονότι ήταν πολύ σκοτεινά, είδαν ότι το εσωτερικό μέρος της πόρτας ήταν μαυρισμένο. Ο Όλιβερ ξεφύσηξε θυμωμένα κάνοντας ένα διστακτικό βήμα προς το κατώφλι, μετά όμως τράβηξε αμέσως πίσω το πόδι του.

Ένα τεράστιο, δίκοπο αντικείμενο σαν εκκρεμές πέρασε από μπροστά του, σύρριζα στο κούφωμα της πόρτας. Συνέχισε να ταλαντεύεται δεξιά-αριστερά κάμποσες φορές, με το δοκάρι από το οποίο κρεμόταν να τρίζει από το βάρος του, μέχρι που τελικά σταμάτησε ακριβώς στη μέση της πόρτας.

«Κάποιος δεν σε συμπαθεί καθόλου μα καθόλου», είπε πάλι ο Λούθιεν.

«Λάθος», απάντησε ο Όλιβερ χαμογελώντας με πονηρό ύφος στον νεαρό. «Αυτή η παγίδα ήταν δική μου!» Τον χαιρέτησε αγγίζοντας το μπορ του καπέλου του και πέρασε με προσοχή δίπλα από το εκκρεμές.

Ο Λούθιεν χαμογέλασε καθώς πήγαινε να τον ακολουθήσει, σταμάτησε όμως όταν συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί. Ο Όλιβερ του είχε πει να προχωρήσει πρώτος ενώ, προφανώς, ήξερε για την παγίδα με το εκκρεμές! Ο Λούθιεν μπήκε στο σπίτι μουρμουρίζοντας θυμωμένος.

Ο Όλιβερ ήταν κάπου στα αριστερά και προσπαθούσε να ανάψει μια λάμπα. Της έβαλε πετρέλαιο και τελικά κατάφερε να την ανάψει, αν και το γυαλί της ήταν σπασμένο και η ίδια η λάμπα ήταν στραβωμένη και μαυρισμένη από τη φωτιά.

Κάτι πολύ ισχυρό είχε χτυπήσει το σπίτι. Όλα τα έπιπλα ήταν σπασμένα και μαυρισμένα, ενώ τα στρώματα και τα χαλιά είχαν μετατραπεί σε άχρηστα κουρέλια από τη φωτιά. Η βαριά μυρωδιά του καπνού είχε ποτίσει τα πάντα μέσα στον κλειστό χώρο.

«Μαγική βολίδα», εξήγησε ο Όλιβερ σαν να είχε καταλάβει την απορία του. «Ή, κοκτέιλ των ξωτικών».

«Κοκτέιλ των ξωτικών;»

«Ένα μπουκάλι με ισχυρά έλαια», του εξήγησε ο χάφλινγκ κλοτσώντας τα υπολείμματα μιας καρέκλας. «Και ένα αναμμένο κουρέλι από πάνω. Πολύ αποτελεσματικό».

Ο Όλιβερ έδειχνε να αντιμετωπίζει πολύ ήρεμα την κατάσταση. Αν και το φως από τη μισοκατεστραμμένη λάμπα ήταν αμυδρό, ο Λούθιεν έβλεπε καθαρά ότι δεν είχε απομείνει τίποτα από το αρχικό περιεχόμενο του σπιτιού και, επίσης, δεν διέφυγε της προσοχής του ότι κάποια από τα αντικείμενα ήταν αρκετά πολύτιμα.

«Δεν θα μπορέσουμε να κοιμηθούμε και πολύ απόψε», είπε ο Όλιβερ. Άνοιξε έναν από τους σάκους της σέλας που είχε φέρει μαζί του και έβγαλε μερικά απλά και φτηνά ρούχα.

«Εννοείς ότι θα αρχίσουμε να καθαρίζουμε τώρα, αμέσως;» ρώτησε ο Λούθιεν.

«Δεν θέλω να κοιμηθώ έξω στον δρόμο», απάντησε με ύφος πραγματιστή ο Όλιβερ. Και έτσι στρώθηκαν στη δουλειά.

Τους πήρε δύο μέρες σκληρής δουλειάς για να καθαρίσουν τα χαλάσματα και να αερίσουν τον χώρο. Κατά διαστήματα πήγαιναν στο Ντουέλφ για να φάνε και στους στάβλους για να δουν τα άλογά τους. Όταν γύριζαν στο σπίτι έβρισκαν κάθε φορά παιδιά να τριγυρίζουν έξω και μέσα στο ανοιχτό σπίτι, χαμίνια του δρόμου, πεινασμένα και βρόμικα. Και ο Λούθιεν πρόσεξε ότι ο Όλιβερ έφερνε πάντα ένα μεγάλο μέρος από το φαγητό του για να το δώσει στα παιδιά.

Το δεύτερο βράδυ ο Τάσμαν τους πρόσφερε στο Ντουέλφ ένα μέρος για να πλυθούν — και τους χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα μπάνιο. Μετά, ο Όλιβερ και ο Λούθιεν αφού φόρεσαν πάλι τα κανονικά τους ρούχα, γύρισαν στο μέρος που τώρα μπορούσαν να χαρακτηρίζουν σπίτι τους.

Δεν ήταν παρά ένας χώρος με γυμνούς τοίχους και τραχύ, ξύλινο πάτωμα. Τουλάχιστον ο Όλιβερ είχε αγοράσει μια καινούρια λάμπα, είχαν φέρει επίσης από τον στάβλο τούς υπνοσάκους τους.

«Αύριο βράδυ θα αρχίσουμε να το επιπλώνουμε», δήλωσε ο Όλιβερ καθώς έπεφτε για ύπνο.

«Πώς πάμε από χρήματα;» ρώτησε ο Λούθιεν, προσέχοντας ότι τα πουγκιά του Όλιβερ είχαν μικρύνει αρκετά.

«Όχι πολύ καλά», παραδέχτηκε ο χάφλινγκ. «Γι’ αυτό πρέπει να αρχίσουμε αύριο βράδυ».

Το παλληκάρι κατάλαβε, και η έκφρασή του έδειξε όλη του την απογοήτευση: ο Όλιβερ δεν είχε σκοπό να αγοράσει τίποτα, θα ζούσαν σαν κλέφτες.

«Πριν αναγκαστώ να φύγω από την πόλη, σχεδίαζα μια διάρρηξη στο σπίτι ενός εμπόρου», είπε ο Όλιβερ. «Είμαι σίγουρος ότι θα έχει ακόμη τους ίδιους φρουρούς και ότι δεν θα έχει μεταφέρει αλλού τα πολύτιμα αντικείμενα».

Ο Λούθιεν συνέχισε να τον ακούει βλοσυρός.

Ο μικρόσωμος άνδρας τον κοίταξε για λίγο, ενώ στα χείλη του σχηματιζόταν ένα λοξό χαμόγελο. «Δεν σου αρέσει αυτή η ζωή», είπε. «Πιστεύεις ότι η κλοπή δεν είναι έντιμο επάγγελμα;

Η ερώτηση φάνηκε γελοία στον Λούθιεν.

»Τι ξέρεις για τη δικαιοσύνη;» ρώτησε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους με μια έκφραση που έδειχνε ότι η απάντηση είναι προφανής — τουλάχιστον όσον αφορά στις κλοπές. «Είναι παράνομο να παίρνεις την περιουσία κάποιου άλλου», απάντησε.

«Αχά!» έκανε ο χάφλινγκ. «Εδώ έχεις λάθος. Μερικές φορές το να πάρεις την περιουσία κάποιου άλλου είναι παράνομο. Άλλες φορές όμως αυτό θεωρείται απλώς “επιχειρηματική δραστηριότητα”».

«Και αυτό που κάνεις εσύ είναι “επιχειρηματική δραστηριότητα”;» ρώτησε σαρκαστικά ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ γέλασε. «Επιχειρηματική δραστηριότητα είναι αυτό που κάνουν οι έμποροι», απάντησε. «Εγώ απλώς αποκαθιστώ τη δικαιοσύνη. Και μη συγχέεις τον κρατικό νόμο με τη δικαιοσύνη», πρόσθεσε. «Ιδιαίτερα τώρα, στην εποχή του βασιλιά Γκρινσπάροου». Και με αυτά τα λόγια ο χάφλινγκ γύρισε από την άλλη δίνοντας τέλος στη συζήτηση. Ο Λούθιεν έμεινε ξύπνιος για αρκετή ώρα. Σκεφτόταν σοβαρά τα λόγια του Όλιβερ, αλλά εξακολουθούσε να νιώθει άβολα.


Προχωρούσαν πάνω στις στέγες των μεγαλόπρεπων σπιτιών στην άνω πόλη του Μόντφορτ, ο Λούθιεν με τον μανδύα του και ο Όλιβερ με μια εφαρμοστή, μαύρη στολή και την εξάρτηση που του είχε δώσει ο Μπριντ’Αμούρ, ενώ από πάνω φορούσε την μοβ μπέρτα του. Σε όλους τους δρόμους περιπολούσαν Κυκλωπιανοί, κυρίως Πραιτωριανοί Φρουροί, και υπήρχαν επίσης μερικοί σκοποί στις στέγες, αλλά ο Όλιβερ ήξερε καλά την περιοχή και οδηγούσε τον σύντροφό του από ασφαλή μέρη.

Έφτασαν σε έναν χαμηλό τοίχο, τρεις ορόφους πάνω από τον δρόμο. Ο Όλιβερ, αφού έριξε προς τα κάτω μια ματιά, χαμογέλασε πονηρά κάνοντας νόημα στον σύντροφό του να κοιτάξει κι αυτός.

Ο Λούθιεν, νιώθοντας ανυπεράσπιστος και, επιπλέον, νιώθοντας σαν άτακτο παιδί, αφού έριξε μια γρήγορη νευρική ματιά, τράβηξε τον πορφυρό μανδύα πιο ψηλά στους ώμους του.

Ο Όλιβερ έβγαλε την μικρή, ρυτιδωμένη μπάλα από τη θήκη του ώμου, τυλίγοντας το σχοινί στα χέρια του. Κόλλησε την ασυνήθιστη αρπάγη πάνω στον τοίχο και έριξε κάτω το σχοινί.

«Θα ’πρεπε να ’σαι χαρούμενος, φίλε μου», ψιθύρισε στον Λούθιεν. «Απόψε διδάσκεσαι από τον μεγαλύτερο δάσκαλο». Δρασκελίζοντας τον τοίχο, άρχισε να κατεβαίνει αθόρυβα από το σχοινί. Ο Λούθιεν παρακολουθούσε από πάνω καθώς ο χάφλινγκ σταμάτησε μπροστά σε ένα παράθυρο, άνοιξε μια ακόμη θήκη της εξάρτησης κι έβγαλε ένα μικρό εργαλείο που ο Λούθιεν δεν μπόρεσε να διακρίνει τι είναι. Κατάλαβε όμως γρήγορα την χρησιμότητά του όταν ο Όλιβερ, αρμόζοντας το πάνω στο τζάμι, έκοψε έναν μεγάλο κύκλο και αφαίρεσε αθόρυβα το κομμένο γυαλί. Μετά έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του και μπήκε μέσα στο δωμάτιο.

Μόλις ξαναβγήκε έξω το σχοινί, ο Λούθιεν γλίστρησε κι αυτός κάτω και μπήκε στο δωμάτιο.

Ο Όλιβερ κρατούσε ένα μικρό κλεφτοφάναρο που έριχνε μια συγκεντρωμένη, φωτεινή δέσμη. Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα καθώς ο Όλιβερ φώτιζε γύρω. Αν και ο πατέρας του ήταν κόμης και, μάλιστα, εύπορος με τα κριτήρια του Μπέντγουιντριν, ο Λούθιεν δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοια πλούτη! Περίτεχνες ταπισερί κρέμονταν σε όλους τους τοίχους, το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με παχιά χαλιά, ενώ όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο από μυριάδες αντικείμενα — βάζα, αγάλματα, διακοσμητικά όπλα, ακόμη και μια πλήρης πανοπλία.

Ο Όλιβερ ακούμπησε το κλεφτοφάναρο στο μοναδικό έπιπλο του δωματίου, ένα τεράστιο, δρύινο γραφείο και έτριψε τα χέρια του. Άρχισε να επιθεωρεί τα αντικείμενα δείχνοντας με νοήματα στον Λούθιεν τι είναι πολύτιμο και τι όχι. Το κόλπο στις διαρρήξεις, του είχε εξηγήσει νωρίτερα ο Όλιβερ, είναι να ξέρεις τι να πάρεις, τόσο για την αξία του όσο και για το μέγεθος του. Δεν μπορείς να τρέχεις στους δρόμους του Μόντφορτ με ένα πλήθος κλεμμένα πράγματα στην αγκαλιά σου!

Μετά από μερικά λεπτά επιθεώρησης, ο Όλιβερ σήκωσε ένα όμορφο βάζο από μπλε πορσελάνη με χρυσά διακοσμητικά σχέδια. Κοίταξε τον Λούθιεν κάνοντάς του ένα νεύμα, αλλά παρευθύς πάγωσε.

Στην αρχή ο Λούθιεν δεν κατάλαβε, μετά όμως άκουσε κι αυτός τα βαριά βήματα στον διάδρομο.

Οι δυο φίλοι έφτασαν στο παράθυρο μαζί, μα ο Λούθιεν πάτησε άθελά του το στρογγυλό, κομμένο τζάμι που είχε αφήσει ο Όλιβερ πιο δίπλα. Πάγωσαν πάλι και οι δύο ακούγοντας τον ήχο από το γυαλί που έσπαζε και κοίταξαν νευρικά την πόρτα. Ο Όλιβερ, κρατώντας ακόμη το βάζο κάτω από τη μασχάλη του, βγήκε έξω, κρεμάστηκε από το σχοινί και μετατοπίστηκε στο πλάι για να μη φαίνεται από το παράθυρο.

Ο Λούθιεν δεν προλάβαινε να κάνει τίποτα. Κοίταξε την πόρτα και είδε το χερούλι να γυρίζει — και μόνο τότε θυμήθηκε ότι το κλεφτοφάναρο ήταν ακόμη ακουμπισμένο πάνω στο γραφείο! Το έφτασε με ένα άλμα και το έσβησε, κολλώντας μετά στον τοίχο και μένοντας εντελώς ακίνητος καθώς πλησίαζαν στο δωμάτιο δύο Κυκλωπιανοί.

Οι μονόφθαλμοι μύρισαν τον αέρα καθώς έμπαιναν μέσα και κοίταξαν με περιέργεια γύρω τους. Ο Λούθιεν διατηρούσε κάποια ελπίδα ότι δεν θα μύριζαν το σβησμένο φυτίλι, αφού κρατούσαν και οι ίδιοι αναμμένη λάμπα. Ο ένας ήλθε και κάθισε στο γραφείο, μόλις ένα μέτρο απόσταση από τον Λούθιεν.

Εκείνος κρατούσε την ανάσα του. Έφερε το χέρι στη λαβή του ξίφους του και κόντεψε να το τραβήξει όταν ο Κυκλωπιανός γύρισε προς το μέρος του.

Δεν το τράβηξε όμως, γιατί ο φρουρός, αν και τον κοίταζε, έμοιαζε να μην τον βλέπει.

«Μου αρέσουν πολύ οι παραστάσεις με νίκες των Κυκλωπιανών!» είπε γελώντας στον φίλο του, ενώ ο Λούθιεν συνειδητοποιούσε ότι στεκόταν μπροστά σε μια ταπισερί που απεικόνιζε κάποια τέτοια σκηνή. Ο κτηνάνθρωπος συνέχισε να την κοιτάζει, αλλά και πάλι δεν έδειξε να προσέχει τίποτα το παράξενο.

«Έλα, πάμε», είπε ο άλλος Κυκλωπιανός μια στιγμή αργότερα. «Δεν είναι κανείς εδώ. Λάθος άκουσες».

Ο μονόφθαλμος που καθόταν στο γραφείο σήκωσε τους ώμους και ανορθώθηκε. Ετοιμαζόταν να φύγει, όταν έριξε μια τελευταία ματιά ακινητώντας ξαφνικά.

Κοιτάζοντας κάτω από την κουκούλα του μανδύα ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο φρουρός είχε δει το σπασμένο τζάμι. Αμέσως χτύπησε δυνατά τον άλλο φρουρό στον ώμο κι έτρεξαν και οι δύο στο παράθυρο.

«Στη στέγη!» φώναξε ο ένας, γέρνοντας έξω και κοιτάζοντας προς τα πάνω.

Ο Λούθιεν έπιασε πάλι το ξίφος του, αλλά το ένστικτο τού έλεγε να συγκρατηθεί, έτσι ώστε να αποφύγει με κάθε θυσία μια συμπλοκή.

Όταν οι Κυκλωπιανοί βγήκαν τρέχοντας από το δωμάτιο, ο Λούθιεν πλησίασε στο παράθυρο — από όπου ξαναμπήκε μέσα ξαφνικά ο Όλιβερ. Στράφηκε, τράβηξε τρεις φορές απανωτά το σχοινί και μετά μάζεψε τη μαγική αρπάγη. Πήγε να την κολλήσει στο παράθυρο για να γλιστρήσουν κάτω στον δρόμο, αλλά σταμάτησε ακούγοντας πάλι βήματα να πλησιάζουν.

«Δεν προλαβαίνουμε», είπε ο Λούθιεν πιάνοντας το χέρι του Όλιβερ.

«…Και σιχαίνομαι τις συμπλοκές», απάντησε ο Όλιβερ ψύχραιμος όπως πάντα.

Ο Λούθιεν πήγε πάλι στον τοίχο τραβώντας τον Όλιβερ κοντά του. Κόλλησε με την πλάτη πάνω στην ταπισερί και άνοιξε τον μανδύα, κάνοντας νόημα στον μικρόσωμο φίλο του να κρυφτεί κι αυτός από κάτω. Ο Όλιβερ δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αφού η πόρτα είχε αρχίσει ήδη να ανοίγει.

Ο Λούθιεν κρυφοκοίταζε κάτω από την κουκούλα και ο Όλιβερ μέσα από ένα μικροσκοπικό άνοιγμα στις πτυχές του μανδύα. Είδαν να μπαίνει στο δωμάτιο ένας αδύνατος άνδρας με νυχτικό και σκούφο, προφανώς ο έμπορος, και κάμποσοι Κυκλωπιανοί ακόμη, όλοι με λάμπες στα χέρια.

«Να πάρει!» φώναξε ο έμπορος όταν κοίταξε γύρω και είδε τη λάμπα πάνω στο γραφείο, το σπασμένο παράθυρο και το άδειο βάθρο όπου ήταν ακουμπισμένο το βάζο. Πήγε αμέσως στο γραφείο, έβγαλε ένα κλειδί και, όταν άνοιξε το πάνω συρτάρι, έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης.

«Εντάξει», είπε, ενώ ο τόνος του είχε αλλάξει. «Τουλάχιστον πήραν μόνο εκείνο το φτηνό βάζο.

Ο Λούθιεν κοίταξε μέσα στον μανδύα τον Όλιβερ, ο οποίος του αντιγύρισε το βλέμμα σηκώνοντας τους ώμους.

»Δεν πήραν το άγαλμα», συνέχισε ο έμπορος φανερά ανακουφισμένος, δείχνοντας πάνω στο γραφείο ένα αγαλματάκι που εικόνιζε έναν φτερωτό άνθρωπο. Έβαλε το χέρι του μέσα στο συρτάρι, όπου οι δυο φίλοι άκουσαν ήχο από μέταλλο. «Ούτε αυτά». Ο έμπορος έκλεισε το συρτάρι και το κλείδωσε.

«Ψάξτε την περιοχή», διέταξε τους Κυκλωπιανούς, «και αναφέρετε την κλοπή στις περιπόλους!» Κοίταξε πάνω από τον ώμο του και σκυθρώπιασε. Οι δυο φίλοι κράτησαν την ανάσα τους, σίγουροι ότι τους είχε δει. «Και, αύριο, φράξτε τα παράθυρα!» πρόσθεσε θυμωμένος ο έμπορος.

Έφυγε παίρνοντας τους Κυκλωπιανούς μαζί του και κλειδώνοντας πολύ εξυπηρετικά την πόρτα πίσω του.

Ο Όλιβερ βγήκε κάτω από τον μανδύα τρίβοντας άπληστα τα χέρια του. Πήγε κατευθείαν στο γραφείο — ο έμπορος είχε αφήσει τη λάμπα πάνω του.

«Το συρτάρι είναι κλειδωμένο», ψιθύρισε ο Λούθιεν πλησιάζοντας καθώς ο σύντροφός του έψαχνε σε μια άλλη θήκη της εξάρτησης. Ο χάφλινγκ έβγαλε μερικά εργαλεία και τα άπλωσε πάνω στο γραφείο.

«Μπορεί και να κάνεις λάθος!» δήλωσε μια στιγμή αργότερα, κοιτάζοντας περήφανα τον Λούθιεν καθώς άνοιγε το συρτάρι. Μέσα υπήρχαν ένα σωρό κοσμήματα: περιδέραια και βραχιόλια με πολύτιμα πετράδια και, επίσης, κάμποσα χρυσά δαχτυλίδια. Ο Όλιβερ άδειασε αστραπιαία το περιεχόμενο βάζοντας τα πάντα σε έναν μικρό σάκο, που τον ξετρύπωσε από μία ακόμη θήκη της εκπληκτικής εξάρτησης. Ο χάφλινγκ είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται πια καλά την αξία του δώρου που του είχε κάνει ο Μπριντ’Αμούρ.

«Πήγαινε πάρε το αγαλματάκι», είπε στον Λούθιεν, ενώ αυτός πλησίαζε στο βάθρο και άφηνε πάλι το βάζο στη θέση του.

Περίμεναν δίπλα στο παράθυρο μισή νύχτα, μέχρι που έπαψε ο θόρυβος από τους Κυκλωπιανούς φρουρούς που έτρεχαν στους δρόμους. Μετά, αφού ο Λούθιεν πέταξε εύκολα την αρπάγη στη στέγη, το ’σκασαν από το μέγαρο.

Ο φωτισμός μέσα στο δωμάτιο ήταν αμυδρός, γι’ αυτό οι δυο φίλοι δεν πρόσεξαν το σημαντικότερο ίχνος που είχαν αφήσει. Το πρόσεξε όμως ο έμπορος, ο οποίος άρχισε να βλαστημάει και να θρηνεί όταν ξαναμπήκε την άλλη μέρα για να ανακαλύψει ότι του είχαν κλέψει τα πιο πολύτιμα αντικείμενά του. Μέσα στον θυμό του, άρπαξε το βάζο που του είχε επιστρέψει ο Όλιβερ και το πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου, σπάζοντάς το πάνω στον τοίχο δίπλα στο γραφείο. Τότε σταμάτησε ξαφνικά τις φωνές και κοίταξε απορημένος την εικόνα στον τοίχο.

Πάνω στην ταπισερί, εκεί όπου είχε κρυφτεί την πρώτη φορά ο Λούθιεν, φαινόταν η σιλουέτα ενός άνδρα με μανδύα, μια σκιά με πορφυρό χρώμα που, κατά κάποιον ακατανόητο τρόπο, είχε αποτυπωθεί ανεξίτηλα πάνω στις εικόνες. Όσο κι αν έπλυναν την ταπισερί, δεν κατάφεραν να βγάλουν την παράξενη σκιά. Και ο μάγος, που τον προσέλαβε αργότερα ο έμπορος, απέμεινε να την κοιτάζει ανήμπορος μετά από κάμποσες μάταιες προσπάθειες να την αφαιρέσει.

Η πορφυρή σκιά δεν έσβησε ποτέ.

Загрузка...