8 Ένας παράξενος δρόμος

«Ανέβα στο άλογό σου! Ανέβα στο άλογό σου!» φώναξε ο Όλιβερ, ενώ καβαλίκευε και ο ίδιος τον Θρεντμπέαρ σφίγγοντας δυνατά τα γκέμια για να συγκρατήσει το νευρικό ζώο.

Ο Λούθιεν υπάκουσε. Δεν ήξερε τι σκόπευε να κάνει ο Γασκόνος, αλλά ούτε και είχε κανένα καλύτερο σχέδιο. Μόλις καβαλίκεψε τον Ριβερντάνσερ και είδε τον Όλιβερ να φέρνει το πόνι στην πλευρά του σκάφους η οποία βρισκόταν απέναντι από εκείνη που θα χτυπούσε στα βράχια, άρχισε να μπαίνει στο νόημα.

«Πρέπει να κάνεις το άλμα την κατάλληλη στιγμή!» φώναξε ο Όλιβερ. Το πορθμείο τραντάχτηκε ξαφνικά καθώς ξύστηκε πάνω σε μερικούς βράχους. Η πιο ακρινή σανίδα της πρύμνης έσπασε και απέμεινε να επιπλέει στα απόνερα του σκάφους.

«Πηδάμε;» φώναξε ο Λούθιεν. Το πέτρινο τείχος στο οποίο πλησίαζαν είχε πολύ μικρό ύψος, γι’ αυτό ο Λούθιεν ήταν σίγουρος ότι ο Ριβερντάνσερ θα μπορούσε να το πηδήσει, αν βρίσκονταν σε στέρεο έδαφος. Όμως ένα σκάφος που βρίσκεται σε κίνηση και τραντάζεται δεν μπορεί να θεωρηθεί στέρεο έδαφος. Και υπήρχε επίσης κάτι ακόμη πιο σοβαρό: δεν ήξεραν τι μπορούσε να υπάρχει, από την πίσω πλευρά αυτού του βράχινου τείχους που τους εμπόδιζε τη θέα. Από την άλλη μεριά βέβαια, γνώριζαν πολύ καλά τι θα συνέβαινε αν δεν έκαναν το άλμα, κι έτσι, όταν ο Όλιβερ σπιρούνισε τον Θρεντμπέαρ αναγκάζοντάς τον να τρέξει με ένα σύντομο καλπασμό πάνω στο κατάστρωμα, τον ακολούθησε κι αυτός με τον Ριβερντάνσερ.

Ο Λούθιεν έχωσε το κεφάλι του μέσα στη φουντωτή χαίτη του αλόγου, δεν τολμούσε να κοιτάξει καθώς υψώνονταν μαζί στον αέρα, σπρωγμένοι ακόμα πιο δυνατά λόγω της ορμής του σκάφους. Πίσω του άκουσε τον κρότο από την πρόσκρουση του ξύλου πάνω στα βράχια και, μια στιγμή αργότερα, αισθάνθηκε ότι είχαν περάσει το τείχος.

Σήκωσε το κεφάλι τη στιγμή που ο Ριβερντάνσερ προσγειωνόταν με σύντομο τριποδισμό σε έναν μικρό, χλοερό λόφο. Ο Θρεντμπέαρ στεκόταν λίγο πιο κάτω χωρίς αναβάτη και με ένα μικρό γδάρσιμο στο μπροστινό του πόδι. Για μια στιγμή ο Λούθιεν φοβήθηκε ότι ο Όλιβερ είχε πέσει από τη σέλα στη μέση του άλματος και είχε χτυπήσει στις πέτρες, αλλά μετά τον είδε ξαπλωμένο στο υγρό γρασίδι να γελάει ασυγκράτητα.

Ο Όλιβερ πετάχτηκε όρθιος και μάζεψε το πεσμένο καπέλο του. Στράφηκε προς το νησί του Νταϊαμοντγκέιτ και κούνησε τα χέρια ειδοποιώντας εκείνους που τους είχαν βοηθήσει ότι κατάφεραν να βγουν στην ξηρά.

Ο Λούθιεν οδήγησε τον Ριβερντάνσερ κοντά στο χαμηλό, βράχινο τείχος και κοίταξε το διαλυμένο σκάφος. Είκοσι μέτρα πιο κάτω εμφανίστηκε πάλι το πτερύγιο της φάλαινας να κάνει κύκλους γύρω από τα ξύλα που επέπλεαν.

«Δεν ήταν και τόσο άσχημα», είπε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν δεν ήξερε αν έπρεπε να κατεβεί κάτω και να του δώσει καμιά γροθιά, ή να τον πετάξει στον αέρα για να δείξει τη χαρά του για τη νίκη τους. Το αίμα έτρεχε άγρια στις φλέβες του, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ένιωθε πιο ζωντανός από κάθε άλλη φορά, με μια ασυγκράτητη αγαλλίαση που δεν του είχε δώσει ως τότε καμιά νίκη στην αρένα.

Αν όμως ο Όλιβερ μιλούσε σοβαρά, τι άλλο μπορεί να αντιμετώπιζε κοντά του; Ποιες χειρότερες ακόμη καταστάσεις;

Παρά την άγρια χαρά που τον είχε τυλίξει, ο Λούθιεν αισθάνθηκε να τον διαπερνά ένα ρίγος.

«Κοίτα, έρχονται να μας συγχαρούν για τις επιτυχημένες ενεργειές μας», είπε ο Όλιβερ δείχνοντας βόρεια, προς τις αποβάθρες του πορθμείου. Καμιά εικοσαριά άτομα έρχονταν τρεχάτα προς το μέρος τους φωνάζοντας και κραδαίνοντας διάφορα εργαλεία.

«…Για να μας συγχαρούν;» έκανε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ κοίταξε το διαλυμένο σκάφος. «Λες να θέλουν να τους πληρώσουμε τη μαούνα;»

Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους ενώ ο Όλιβερ έτρεχε ήδη στο άλογό του.

Ανέβηκε στη σέλα και έκανε υπόκλιση βγάζοντας το καπέλο του με μια μεγαλόπρεπη χειρονομία. «Ευχαριστώ για το χειροκρότημα», φώναξε στον όχλο που πλησίαζε, «αλλά δυστυχώς η αυλαία πέφτει!»

Γύρισαν και απομακρύνθηκαν καλπάζοντας δίπλα-δίπλα, ο δανδής χάφλινγκ πάνω στο άσχημο, κίτρινο πόνι του και ο γιος του κόμη Μπέντγουιρ πάνω στο άσπρο άλογό του.


Οι επόμενες λίγες μέρες πέρασαν πολύ ήσυχα για τους δυο κουρασμένους συντρόφους. Ταξίδεψαν προς τα νότια χωρίς προβλήματα περνώντας μέσα από διάφορες αγροτικές περιοχές του Εριαντόρ. Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν φιλόξενοι, συχνά τους πρόσφεραν ένα γεύμα και μια θέση στους στάβλους τους για να κοιμηθούν, με μόνο αντάλλαγμα κάποια νέα από τον έξω κόσμο.

Σε αυτές τις περιπτώσεις ο Όλιβερ κυριαρχούσε πάντα στη συζήτηση εξιστορώντας στον Λούθιεν και στους αγρότες περιπέτειες από την εποχή που ζούσε στη Γασκόνη, περιπέτειες πολύ πιο μεγάλες και επικίνδυνες από εκείνα τα “μικροεπεισόδια” που είχε αντιμετωπίσει με τον Λούθιεν μετά τη ληστεία της άμαξας του εμπόρου.

Ο νεαρός άκουγε όλες αυτές τις αφηγήσεις χωρίς σχόλια, αφού ήξερε ότι όσα έλεγε ο Όλιβερ ήταν κατά τα τρία μέρη κομπασμοί και κατά το ένα μέρος αλήθεια (και, μάλιστα, είχε την υποψία ότι ακόμη και αυτή η αναλογία ήταν γενναιόδωρη). Όμως, ο Λούθιεν δεν έβλεπε τίποτα το κακό στους εξωφρενικούς ισχυρισμούς του χάφλινγκ, και οι αφηγήσεις διασκέδαζαν τους οικοδεσπότες τους. Πάντως, κανείς από τους αγρότες που τους φιλοξένησαν δεν είχε ακούσει τίποτα για τον Ίθαν. Κάθε πρωί, όταν ο Λούθιεν και ο Όλιβερ έφευγαν από τη φάρμα όπου είχαν κοιμηθεί, τους ξεπροβόδιζε όλη η οικογένεια και, μερικές φορές επίσης και οι γείτονες, χαμογελώντας και κουνώντας τα χέρια καθώς τους εύχονταν καλή τύχη.

Γενικά ο Λούθιεν είχε πολλές έγνοιες για να ανησυχεί και για τα ψέματα ή τις υπερβολές του Όλιβερ. Δεν μπορούσε ακόμη να ξεκαθαρίσει μέσα του τις μπερδεμένες σκέψεις και τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας, πάντως, σίγουρα δεν ένιωθε άσχημα για ό,τι είχε κάνει. Ακόμη και όταν σκεφτόταν τον Κυκλωπιανό στο σπίτι του πατέρα του ή αυτόν πάνω στην άμαξα του εμπόρου ή εκείνους που ήταν στο πορθμείο που βούλιαξε η φάλαινα, δεν μετάνιωνε για ό,τι έκανε και, μάλιστα, έπαιρνε κουράγιο από την επίγνωση ότι αν αντιμετώπιζε στο μέλλον την ίδια κατάσταση θα αντιδρούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Έπαιρνε κουράγιο επίσης από τον σύντροφό του. Κάθε μέρα που περνούσε, του άρεσε όλο και πιο πολύ η συντροφιά του Όλιβερ. Αυτός ο χάφλινγκ ήταν ομολογουμένως ένας κλέφτης, αλλά δεν ήταν κακός άνθρωπος. Κάθε άλλο. Από τις πράξεις του κι από τις εξιστορήσεις του (τουλάχιστον από εκείνα τα μέρη που ο Λούθιεν υποψιαζόταν ότι μπορεί να είχαν κάποια δόση αλήθειας), έβλεπε ότι ο Όλιβερ ήταν αφοσιωμένος σε ορισμένες ευγενείς αρχές. Για παράδειγμα, έκλεβε μόνο από εμπόρους και ευγενείς ενώ, παρά τους κομπασμούς του, όταν αιχμαλώτισαν τον έμπορο και τη γυναίκα του στην άμαξα, δεν ήθελε να σκοτώνει κανέναν εκτός από Κυκλωπιανούς.

Κι έτσι ο Λούθιεν, αφού δεν ήξερε πώς να βρει τον αδελφό του, αποφάσισε να ακολουθήσει τον “ληστοχάφλινγκ” στην πορεία του, όπου κι αν τον οδηγούσε, αφήνοντας τη μοίρα να τον κατευθύνει.

Αφού, ταξίδευαν προς τα νότια για αρκετές μέρες, έστριψαν ανατολικά διασχίζοντας χωράφια με ψηλό σιτάρι που το ανάδευε ο άνεμος και προσπερνώντας μεγάλα, πέτρινα τείχη. «Θα περάσουμε ανάμεσα στα βουνά», του εξήγησε ο Όλιβερ ένα απόγευμα δείχνοντας μια βαθιά χαράδρα που χώριζε τον κύριο όγκο του Άιρον Κρος από μια βορινή οροσειρά. «Το πλοίο με άφησε στον δρόμο για το Μόντφορτ, γι’ αυτό δεν έχω περάσει ποτέ από εκεί».

«Είναι το Πέρασμα του Μπρους Μακντόναλντ», είπε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ έκοψε λίγο τον ρυθμό του Θρεντμπέαρ για να κοίταξει σκεφτικός το πέρασμα. «Και αυτός ο Μπρους Μακντόναλντ θα θέλει διόδια για να μας αφήσει να περάσουμε;» ρώτησε βάζοντας προστατευτικά το χέρι του πάνω στο πουγκί του.

«Μόνο αν βγει από τον τάφο», απάντησε γελώντας ο Λούθιεν και άρχισε να εξηγεί στον Όλιβερ τον θρύλο του Μπρους Μακντόναλντ, του μεγαλύτερου ήρωα του Εριαντόρ, που απώθησε τις επιθέσεις των Κυκλωπιανών και τους έστειλε πίσω στις τρύπες τους στα βουνά. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις, ο Μπρους Μακντόναλντ είχε ανοίξει ο ίδιος το πέρασμα ανάμεσα στα βουνά και έτσι τα διέσχισε πιο εύκολα αιφνιδιάζοντας την κύρια δύναμη των Κυκλωπιανών, που δεν περίμεναν τον στρατό του πριν έλθει η άνοιξη και γίνουν διαβατά τα περάσματα των βουνών.

«Και τώρα οι Κυκλωπιανοί είναι φίλοι σας;» ρώτησε ο Όλιβερ. «Εμείς στη Γασκόνη δεν έχουμε Κυκλωπιανούς», καυχήθηκε. «Ή, τουλάχιστον, δεν τολμούν να ξεπροβάλουν το άσχημο μούτρο τους από τις βρόμικες τρύπες τους στα βουνά!» Ο χάφλινγκ συνέχισε εξηγώντας στον Λούθιεν πώς αντιμετώπισαν οι Γασκόνοι τους μονόφθαλμους και εξιστορώντας μεγάλες μάχες, πολύ μεγαλύτερες φυσικά από αυτές που θα μπορούσε να είχε δώσει ποτέ ο Μπρους Μακντόναλντ.

Ο Λούθιεν άφησε τον Όλιβερ να μιλά παύοντας σιγά-σιγά έπαψε να τον προσέχει. Σκεφτόταν την ιστορία του Μπρους Μακντόναλντ και πώς έβραζε το αίμα του κάθε φορά που άκουγε να μιλούν για τον θρυλικό ήρωα. Ξαφνικά, ο νεαρός Μπέντγουιρ άρχισε να καταλαβαίνει τις πράξεις και τα συναισθήματά του. Κατάλαβε γιατί δεν ταράχθηκε τόσο πολύ όταν σκότωσε τον Κυκλωπιανό στο σπίτι του πατέρα του. Θυμήθηκε τα συναισθήματα που ένιωσε όταν έπεσε ο Κυκλωπιανός από το σκάφος τους. Δεν είχε πάει να τον βοηθήσει, κάτι που έκανε αμέσως όταν έπεσε στη θάλασσα ο άνθρωπος επιβάτης.

Δεν είχε συνειδητοποιήσει ποτέ ως τότε πόσο βαθύ ήταν το μίσος του για τους Κυκλωπιανούς. Τώρα, συνειδητοποιώντας αυτή την πραγματικότητα, κατάλαβε και τον Ίθαν. Εννόησε πια γιατί είχε πάψει ο αδελφός του να μονομαχεί στην αρένα, απ’ όταν ο δούκας του Μόντφορτ έδωσε τους Κυκλωπιανούς φρουρούς στον Γκάχρις, πριν από μερικά χρόνια. Ξαφνικά του ήρθε ένα κύμα αναμνήσεων καθώς εξερευνούσε αυτές τις καινούργιες γνώσεις για τον εαυτό του, τις απηχήσεις ιστοριών που του είχαν αφηγηθεί ο πατέρας του και άλλοι κατά τα παιδικά του χρόνια για τις βαρβαρότητες των Κυκλωπιανών, πριν τους νικήσει ο Μπρους Μακντόναλντ. Αλλά και πιο πρόσφατα οι μονόφθαλμοι είχαν κάνει κι άλλες απάνθρωπες επιδρομές, συνήθως ενάντια σε οικογένειες ανυπεράσπιστων αγροτών.

Ο Λούθιεν ήταν ακόμη βυθισμένος στις σκέψεις του όταν ο Όλιβερ σταμάτησε τον Θρεντμπέαρ κοιτάζοντας συγχρόνως ολόγυρα. Ο Ριβερντάνσερ συνέχισε να προχωρεί καθώς ο Λούθιεν δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, και θα συνέχιζε αμέριμνος αν δεν του σφύριζε ο Όλιβερ.

Ο νέος στράφηκε και κοίταξε απορημένος τον φίλο του. Βλέποντας πόσο ανήσυχος έδειχνε ο Όλιβερ, γύρισε κοντά του με τον Ριβερντάνσερ. «Τι είναι;» ρώτησε σιγανά.

«Πρέπει να μάθεις να τα μυρίζεσαι αυτά τα πράγματα», ψιθύρισε ο Όλιβερ.

Την ίδια στιγμή ένα βέλος σφύριξε στον αέρα, πολύ πάνω από τα κεφάλια τους.

«Κυκλωπιανοί», μουρμούρισε ο Όλιβερ, προσέχοντας πόσο άστοχη ήταν η βολή.

Την ίδια στιγμή, το σιτάρι στα χωράφια που βρίσκονταν κι από τις δυο πλευρές του δρόμου πίσω τους άρχισε να κινείται πέρα δώθε, ώσπου καμπόσοι Κυκλωπιανοί βγήκαν στον δρόμο καβάλα σε αλογόχοιρους, αποκρουστικά αλλά μυώδη ζώα που έμοιαζαν σαν διασταύρωση ανάμεσα σε μακρύτριχο πόνι και αγριογούρουνο.

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ στράφηκαν προς τα πίσω σπιρουνίζοντας τα άλογά τους, αλλά είδαν άλλους δύο Κυκλωπιανούς να βγαίνουν από το σιτάρι, ο ένας σχεδόν δίπλα στον Όλιβερ κι ο άλλος πιο κάτω, στον δρόμο.

Ο Όλιβερ ανάγκασε τον Θρεντμπέαρ να σηκωθεί στα πίσω πόδια και να γυρίσει στο πλάι, καθώς ο Κυκλωπιανός ορμούσε κατά πάνω τους. Το πανέξυπνο κίτρινο πόνι κλότσησε με τα μπροστινά του πόδια χτυπώντας τα χέρια και το ξίφος του Κυκλωπιανού. Το χτύπημα δεν έκανε σοβαρή ζημιά, πάντως απασχόλησε για λίγο τον μονόφθαλμο μέχρι που ο Όλιβερ, ο οποίος είχε γείρει χαμηλά στη σέλα, πέρασε εύκολα το ξίφος του κάτω από τα μπροστινά πόδια του ορθωμένου αλόγου.

Ο Κυκλωπιανός δεν είδε καν το ξίφος. Έβγαλε μια στριγγλιά πόνου και προσπάθησε να απομακρυνθεί, αλλά το ξίφος είχε κάνει ήδη τη δουλειά του. Ο αλογόχοιρος πέρασε δίπλα στον Όλιβερ και τον Θρεντμπέαρ, και ο πρώτος, για καλό και για κακό, έπιασε το ξίφος του Κυκλωπιανού με το μεν-γκος και του το πέταξε από το χέρι.

Ο κτηνάνθρωπος όμως δεν αντιλήφθηκε τίποτα, καθώς μια στιγμή αργότερα σωριάστηκε μπροστά στη σέλα και το μάτι του έκλεισε.

Λίγο πιο κάτω ο Λούθιεν έστριψε κατάλληλα τον Ριβερντάνσερ για να αντιμετωπίσει τον δεύτερο Κυκλωπιανό που εφορμούσε με τον αλογόχοιρό του. Ο Λούθιεν σήκωσε το ξίφος του, ενώ ο Κυκλωπιανός τον σημάδευε με μια λόγχη. Ο μονόφθαλμος έμοιαζε να έχει το πλεονέκτημα διαθέτοντας μακρύτερο όπλο, γι’ αυτό πίστευε ότι θα χτυπήσει εύκολα τον αντίπαλό του καθώς άρχισαν να καλπάζουν ο ένας προς τον άλλο.

Όμως, το ξίφος του Λούθιεν κατέβηκε με μια περιστροφική κίνηση και χτύπησε την αιχμή της λόγχης από τη μέσα πλευρά. Το κυκλικό χτύπημα απώθησε τη λόγχη και τη σήκωσε ψηλά, κι έτσι το ξίφος βρέθηκε τώρα σε θέση κρούσης πάνω από τον λαιμό του αλογόχοιρου. Ο Λούθιεν αντέστρεψε ξαφνικά τη λαβή του γυρίζοντας τη λεπίδα του ξίφους, έτσι ώστε η κόψη του χαράκωσε το μπράτσο του Κυκλωπιανού και τον ανάγκασε να πέσει προς τα πίσω, καθώς οι δύο αντίπαλοι περνούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο.

Ο Λούθιεν κράτησε σταθερή την πίεση του ξίφους υποχρεώνοντας τον Κυκλωπιανό να πέσει από τη σέλα και να προσγειωθεί βαριά στον δρόμο. Αμέσως μετά ο μονόφθαλμος είδε τον Όλιβερ να ορμάει κατά πάνω του. Έπεσε μπρούμυτα κάτω και σκέπασε το κεφάλι με τα τραυματισμένα χέρια του, σίγουρος ότι θα ποδοπατιόταν.

Ο Όλιβερ όμως δεν είχε τον χρόνο να τον αποτελειώσει. Από πίσω τους πλησίαζαν καμιά εικοσαριά Κυκλωπιανοί, γι’ αυτό ο Όλιβερ δεν ήθελε να καθυστερήσει ρισκάροντας, ίσως, να μπερδευτούν τα πόδια του Θρεντμπέαρ με τα σπασμένα μέλη του Κυκλωπιανού. Φτέρνισε τον Θρεντμπέαρ και το πόνι πήδησε πάνω από τον πεσμένο κτηνάνθρωπο για να συνεχίσει καλπάζοντας πίσω από τον Ριβερντάνσερ.

Η καταδίωξη άρχισε, βέλη πετούσαν παντού και, μολονότι ο Όλιβερ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι οι Κυκλωπιανοί δεν μπορούν να υπολογίσουν σωστά τις αποστάσεις, οι απλοί νόμοι του τυχαίου έδειχναν ότι οι δυο σύντροφοι κινδυνεύουν.

Ο Λούθιεν αισθάνθηκε τον Ριβερντάνσερ να παραπατάει για μια στιγμή, και κατάλαβε ότι το άλογό του είχε δεχθεί ένα βέλος στα καπούλια. Άλλο ένα βέλος τον άγγιξε επικίνδυνα, γραττζουνώντας τον ώμο του.

«Να βγούμε από τον δρόμο;» φώναξε ο Λούθιεν. Σκέφτηκε ότι ίσως θα έπρεπε να κρυφτούν μέσα στο ψηλό σιτάρι. Ο Όλιβερ όμως διαφώνησε. Τα άλογα ή ακόμη κι ένα πόνι όπως ο Θρεντμπέαρ, είναι πιο γρήγορα από τους αλογόχοιρους σε ομαλό έδαφος, μέσα στα χωράφια όμως οι αλογόχοιροι θα είχαν το πλεονέκτημα. Άλλωστε, το σιτάρι και από τις δύο πλευρές του δρόμου συνέχιζε ν’ αναταράζεται βίαια καθώς έβγαιναν όλο και πιο πολλοί Κυκλωπιανοί από τα χωράφια.

«Αυτός ο έμπορος», φώναξε ο Όλιβερ, «δεν καταλαβαίνει από αστεία!»

Ο Λούθιεν δεν πρόλαβε να απαντήσει, καθώς είδε έναν Κυκλωπιανό να βγαίνει μέσα από το σιτάρι λίγο πιο μπρος, από τη δική του πλευρά του δρόμου. Έσκυψε χαμηλά πάνω στον μυώδη λαιμό του Ριβερντάνσερ και σπιρούνισε το άλογο. Ο Ριβερντάνσερ έσκυψε κι αυτός το κεφάλι και άρχισε να καλπάζει ακόμη πιο γρήγορα. Ο Λούθιεν αισθάνθηκε τον άνεμο από ένα ξίφος, αλλά πέρασε τόσο γρήγορα δίπλα από τον Κυκλωπιανό, ώστε εκείνος δεν πρόλαβε να τον χτυπήσει.

Ο Λούθιεν άφησε τον Ριβερντάνσερ να κόψει λίγο ταχύτητα μέχρι που τον πρόλαβε ο Όλιβερ. Είχε αποφασίσει ότι θα αντιμετώπιζαν μαζί την κατάσταση, αν και δεν έβλεπε πώς θα κατάφερναν να ξεφύγουν. Όλο και πιο πολλοί Κυκλωπιανοί έβγαιναν στο δρόμο μπροστά τους, γι’ αυτό οποιαδήποτε καθυστέρηση θα επέτρεπε σ’ εκείνους που τους καταδίωκαν να τους προφτάσουν.

Ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ και κόντεψε να βάλει τα γέλια βλέποντας ένα βέλος να είναι καρφωμένο στο μεγάλο καπέλο του φίλου του.

«Έχε γεια!» φώναξε ο νεαρός Μπέντγουιρ, και ο Όλιβερ απλώς χαμογέλασε.

Όμως, έμειναν και οι δύο άναυδοι όταν στράφηκαν πάλι μπροστά, γιατί ξαφνικά είδαν ένα διάφανο πεδίο, ένα λαμπερό γαλάζιο φως να εμφανίζεται πάνω στον δρόμο. Ξεφώνισαν και οι δύο από έκπληξη και φόβο πιστεύοντας ότι πρόκειται για κάποια Κυκλωπιανή μαγεία, και προσπάθησαν να στρίψουν τα άλογά τους. Ο Όλιβερ έβγαλε το μεγάλο καπέλο από το κεφάλι του και το έβαλε μπροστά στο πρόσωπό του.

Βρίσκονταν πια πολύ κοντά και η ορμή τους ήταν πολύ μεγάλη για να σταματήσουν. Πρώτα ο Ριβερντάνσερ και μετά ο Θρεντμπέαρ μπήκαν μέσα στο φως.

Όλος ο κόσμος άλλαξε.

Τώρα βρίσκονταν μέσα σε έναν διάδρομο από φως, ενώ γύρω τα πάντα έμοιαζαν ονειρικά, λες και κινούνταν εξουθενωτικά αργά. Όμως, όταν ο Λούθιεν κοίταξε τον κόσμο γύρω του και το έδαφος από κάτω, είδε ότι έτρεχαν με τρομερή ταχύτητα. Με κάθε αργή δρασκελιά του, ο Ριβερντάνσερ διέσχιζε μεγάλες αποστάσεις.

Ό φωτεινός διάδρομος έβγαινε από τον δρόμο στρίβοντας νότια μες από τα χωράφια, αλλά το πέρασμα των δύο αλόγων δεν προκάλεσε καμία κίνηση στο σιτάρι. Ήταν λες κι έτρεχαν στον αέρα ή πάνω σ’ ένα στρώμα από φως, χωρίς να αγγίζουν καθόλου στο έδαφος, ενώ οι οπλές των αλόγων τους δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο. Έφτασαν σε ένα πλατύ ποτάμι και το διέσχισαν χωρίς τον παραμικρό παφλασμό του νερού. Σε μερικά δευτερόλεπτα τα βουνά έδειχναν πολύ πιο κοντά, ενώ λίγο αργότερα βρέθηκαν να ανεβαίνουν σε πλαγιές και να διασχίζουν χαράδρες, λες και οι πλατιές κοιλάδες δεν ήταν παρά ρωγμές σε μια πέτρα.

Ξαφνικά φάνηκε μπροστά τους ένας απότομος γκρεμός, πράγμα που έκανε τον Λούθιεν να ξεφωνίσει πάλι, αν και η φωνή του χάθηκε πίσω του μόλις βγήκε από το στόμα του. Ο Ριβερντάνσερ και ο Θρεντμπέαρ άρχισαν να ανεβαίνουν το κατακόρυφο πρανές, έφτασαν στην κορφή του τριακόσια μέτρα πιο ψηλά και άρχισαν να καλπάζουν σε ένα πετρώδες έδαφος. Διέσχισαν μια συστάδα από μικρά δέντρα, τόσο πυκνή ώστε κανονικά Θα ήταν αδύνατο να περάσει άλογο ανάμεσά τους —και όμως πέρασαν χωρίς να ταράξουν ούτε ένα φύλλο.

Γρήγορα ο Λούθιεν είδε άλλο έναν γκρεμό μπροστά τους, εκεί όπου έμοιαζε να καταλήγει το φωτεινό τούνελ, ένα πεδίο από μπλε και πράσινους στροβίλους που χόρευαν πάνω στην κατακόρυφη, πέτρινη επιφάνεια. Πριν το παλληκάρι προλάβει να αντιδράσει, ο Ριβερντάνσερ όρμησε μέσα στην πέτρα.

Ο Λούθιεν αισθάνθηκε μια τρομερή πίεση από παντού, μια δυσάρεστη αποπνικτική αίσθηση. Δεν μπορούσε να φωνάξει, δεν μπορούσε ούτε να πάρει ανάσα μέσα σε αυτό τον χώρο και σκέφτηκε ότι σίγουρα θα πεθάνει.

Ξαφνικά όμως, χωρίς καμιά προειδοποίηση, ο Ριβερντάνσερ βγήκε από την άλλη πλευρά του πέτρινου τείχους σε ένα σπήλαιο φωτισμένο από δαυλούς, με τις οπλές του να βροντούν δυνατά στη σκληρή πέτρα.

Ο Θρεντμπέαρ εμφανίστηκε κι αυτός πίσω τους, έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε κοντά στον Ριβερντάνσερ. Ύστερα από μια στιγμή αμηχανίας ο Όλιβερ τόλμησε να παραμερίσει το μεγάλο καπέλο από το πρόσωπό του και να κοιτάξει γύρω του. Μετά γύρισε προς τα πίσω και κοίταξε άναυδος τον πέτρινο τοίχο όπου διαλυόταν η στροβιλιζόμενη λάμψη. Ο μικρόσωμος άνδρας γύρισε στον Λούθιεν, που έδειχνε έτοιμος σαν να ήθελε να πει κάτι.

«Δεν θέλω να ξέρω τίποτα», του είπε.

Загрузка...