20 Η αξία ενός φίλου

Ο Όλιβερ και ο Λούθιεν περίμεναν πάνω από μια ώρα κρυμμένοι πίσω από μερικούς μεγάλους βράχους, μισό χιλιόμετρο έξω από το νότιο τείχος του Μόντφορτ. Από κάτω τους περνούσε ο στενός δρόμος που οδηγούσε στα ορυχεία. Ο Ριβερντάνσερ και ο Θρεντμπέαρ βοσκούσαν σε ένα μικρό λιβάδι εκεί κοντά, χαρούμενοι που έβγαιναν επιτέλους από τους στάβλους και την πόλη. Ο Όλιβερ είχε εξηγήσει στον Λούθιεν ότι η άμαξα με τους σκλάβους δεν θα έφευγε από την πόλη παρά μόνο αφού τελείωνε η καταβολή των φόρων, για την περίπτωση που θα υπήρχαν κι άλλοι “εθελοντές” που προτιμούσαν να δουλέψουν στα ορυχεία αντί να πληρώσουν τη βαριά φορολογία.

Ο Λούθιεν σκόπευε να χτυπήσει την άμαξα σε εκείνο το σημείο, πολύ πριν φτάσει στα ορυχεία, ο Όλιβερ όμως ήξερε ότι αυτό θα ήταν αδύνατο.

Ο νεαρός Μπέντγουιρ σκυθρώπιασε όταν τελικά εμφανίστηκε η άμαξα, με μια συνοδεία είκοσι Κυκλωπιανών πάνω σε αλογόχοιρους.

«Και τώρα μπορούμε να γυρίσουμε στο Ντουέλφ;» ρώτησε ο κουρασμένος Όλιβερ, αλλά από το αποφασιστικό ύφος του Λούθιεν καθώς πήγαινε να πάρει το άλογό του, κατάλαβε ότι δεν υπήρχαν πολλές ελπίδες για κάτι τέτοιο.

Πήραν τον δρόμο σε αρκετή απόσταση πίσω από την άμαξα, που μερικές φορές την έβλεπαν μπροστά τους στον δρόμο, όταν εκείνη περνούσε από κάποιο ανοιχτό τόπο.

«Αυτό που θέλεις να κάνεις δεν είναι καθόλου έξυπνο», επανέλαβε ο Όλιβερ πολλές φορές, αλλά ο Λούθιεν δεν του απάντησε. Λίγο αργότερα, ενώ είχαν γύρω στα πέντε χιλιόμετρα πορείας ακόμη, ο Όλιβερ σταμάτησε ξαφνικά τον Θρεντμπέαρ. Ο Λούθιεν συνέχισε γύρω στα είκοσι μέτρα μόνος του, ώσπου τελικά να το αντιληφθεί, να γυρίσει και να κοιτάξει επικριτικά τον φίλο του.

«Ο νάνος…» άρχισε να λέει, αλλά σταμάτησε αμέσως βλέποντας ότι ο Όλιβερ, αφού σήκωσε το χέρι του, έμεινε έτσι για μερικές στιγμές με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι γερμένο λίγο προς τα πίσω, σε μια στάση λες και οσφραινόταν τον αέρα.

Ξαφνικά ο μικρόσωμος άνδρας φτέρνισε τον Θρεντμπέαρ, που όρμησε στο πλάι του δρόμου, πέρασε μέσα από τους θάμνους και εξαφανίστηκε. Ο Λούθιεν τον κοίταξε κατάπληκτος για μια στιγμή, μετά όμως άκουσε κι αυτός καλπασμό αλογόχοιρων. Ο ήχος ερχόταν από τον δρόμο μπροστά τους.

Δεν προλάβαινε να τρέξει προς το άνοιγμα των θάμνων όπου είχε περάσει ο Όλιβερ! Έτσι, με το κεφάλι του σκυμμένο δίπλα στην χαίτη του αλόγου, φτέρνισε τον Ριβερντάνσερ κάνοντάς τον να καλπάσει με κατεύθυνση προς το Μόντφορτ. Χρειάστηκε να διανύσει ενάμισι χιλιόμετρο μέχρι να βρει ένα σημείο από όπου μπορούσε να βγει από τον δρόμο. Ο Ριβερντάνσερ χώθηκε σε μια ρεματιά και πήδησε έναν πέτρινο τοίχο. Ο Λούθιεν κατέβηκε από τη σέλα και έπιασε τα χαλινάρια προσπαθώντας να ηρεμήσει το ταραγμένο άλογο.

Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας όμως, γιατί η ομάδα των Κυκλωπιανών πέρασε με ορμητικό καλπασμό, ενώ ο εκκωφαντικός θόρυβος από τα ποδοβολητά των αλογόχοιρων και τις ρόδες της άδειας άμαξας που έσερναν πίσω τους, έπνιξε κάθε άλλον ήχο.

Μετά από μερικές βαθιές ανάσες, ο Λούθιεν έβγαλε πάλι τον Ριβερντάνσερ στο δρόμο, περίμενε λίγο για να βεβαιωθεί ότι οι μονόφθαλμοι είχαν περάσει και μετά ξεκίνησε με καλπασμό προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τα ορυχεία. Βρήκε τον Όλιβερ ακριβώς στο σημείο όπου τον είχε αφήσει.

«Καιρός ήταν», παραπονέθηκε ο χάφλινγκ. «Πρέπει να βρούμε τον νάνο πριν τον κατεβάσουν στα κάτω ορυχεία. Όταν κατεβεί εκεί πέρα…» Ο Όλιβερ δεν έκανε τον κόπο να τελειώσει τη φράση του, καθώς ο Λούθιεν τον είχε προσπεράσει ήδη καλπάζοντας.

Η είσοδος του ορυχείου δεν ήταν παρά μια απλή τρύπα στην πλαγιά του βουνού, που τα πλαϊνά της στηρίζονταν από βαριά, ξύλινα δοκάρια. Οι δυο φίλοι έδεσαν τα άλογά τους σε αρκετή απόσταση έξω από τον στενό δρόμο και κρύφτηκαν αθόρυβα πίσω από μερικούς θάμνους, σε ένα σημείο από όπου έβλεπαν την τρύπα. Δεν υπήρχαν Κυκλωπιανοί τριγύρω, ούτε φαινόταν καμιά άλλη κίνηση.

«Δεν υπάρχει μεγάλη φρουρά», είπε ο Λούθιεν.

«Γιατί να υπάρχει;» απάντησε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους και ετοιμάστηκε να βγει από την κρυψώνα τους, αλλά ο Όλιβερ τον σταμάτησε πιάνοντάς τον από το χέρι. Ο νέος τον κοίταξε και ο χάφλινγκ του έδειξε μια δεύτερη τρύπα λίγο πιο κάτω στη βουνοπλαγιά, στα δεξιά της εισόδου των ορυχείων.

«Μπορεί εκεί να μένουν οι φρουροί», ψιθύρισε ο Όλιβερ. «Ή μπορεί να κρατάνε εκεί τους φυλακισμένους πριν τους στείλουν κάτω».

Ο Λούθιεν κοίταζε από τη μια είσοδο στην άλλη. «Ποια από τις δύο;» ρώτησε τελικά γυρίζοντας στον φίλο τους.

Εκείνος άπλωσε τα χέρια σε μια χειρονομία άγνοιας, αλλά τελικά έδειξε την κύρια είσοδο του ορυχείου. «Ακόμη και αν ο Σάγκλιν δεν έχει φτάσει ως τώρα εκεί μέσα, πρέπει και πάλι να τον περάσουν από αυτή την είσοδο για να τον κατεβάσουν κάτω».

Ο Λούθιεν πλησίασε στην πλαγιά, με τον Όλιβερ πίσω του. Κατέβασε χαμηλά στο πρόσωπο την κουκούλα του πορφυρού μανδύα και άρχισε να προχωρεί αργά. Όταν έφτασε στην είσοδο σταμάτησε. Το τούνελ ήταν σκοτεινό, πολύ σκοτεινό, για τούτο έπρεπε να περιμένει λίγο να προσαρμοστούν τα μάτια του. Ακόμη και τότε, όμως, μόλις που διέκρινε κάποια σχήματα μέσα στο σκοτάδι.

Σήκωσε μια άκρη του μανδύα και ο Όλιβερ χώθηκε από κάτω. Προχωρώντας και οι δύο μαζί, μπήκαν στο ορυχείο. Έστριψαν σε μια γωνία. Ήταν ένας πλευρικός διάδρομος που έστριβε δεξιά, οδηγώντας μάλλον μέσω άλλων τούνελ στη δεύτερη είσοδο του ορυχείου. Όμως, πιο κάτω στον διάδρομο όπου βρίσκονταν ήδη, είδαν να τρεμοπαίζει το φως ενός δαυλού και άκουσαν βαριά βήματα να πλησιάζουν.

Μπήκαν αμέσως στη πλαϊνή στοά, παίρνοντας θέση έτσι που να μπορούν να παρακολουθούν το κύριο τούνελ. Ο Λούθιεν έβγαλε το τόξο του και το συναρμολόγησε αστραπιαία, ενώ ο Όλιβερ είχε πέσει μπρούμυτα στο έδαφος και κοίταζε από τη γωνία.

Το φως των δαυλών δυνάμωσε. Δυο Κυκλωπιανοί έστριψαν από την παρακάτω γωνία μιλώντας μεταξύ τους. Ο Όλιβερ έδειξε δύο δάχτυλα στον Λούθιεν και κράτησε το χέρι του ψηλά, έτοιμος να του κάνει σήμα για την επίθεση.

Ο Μπέντγουιρ τράβηξε πίσω τη χορδή. Το φως πλησίασε, το ίδιο και ο ήχος των βημάτων. Όταν ο Όλιβερ κατέβασε ξαφνικά το χέρι ο Λούθιεν πήδησε δίπλα στον χάφλινγκ με το τόξο έτοιμο και εκτόξευσε το βέλος.

Οι Κυκλωπιανοί, απέχοντας μόνο τρία-τέσσερα μέτρα, αναπήδησαν τρομαγμένοι.

Ο Λούθιεν αστόχησε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, κι όμως, καθώς ο Κυκλωπιανός που είχε σκοπεύσει, αναπήδησε από τον φόβο γυρίζοντας το σώμα του και σηκώνοντας το χέρι, το βέλος πέρασε κάτω από τη μασχάλη του προκαλώντας του μόνο μια απλή γρατσουνιά.

Ο Λούθιεν απέμεινε άναυδος να κοιτάζει το τόξο σαν να τον είχε εκείνο ξεγελάσει. Οι Κυκλωπιανοί όρμησαν γρυλίζοντας, και αν ο Όλιβερ δεν είχε πεταχτεί μπροστά για να τους σταματήσει, σίγουρα θα είχαν σκοτώσει τον νεαρό.

Το ξίφος και το μεν-γκος άρχισαν τον τρελό χορό τους, και ο Όλιβερ τραυμάτισε τον πιο κοντινό Κυκλωπιανό στα πλευρά, προκαλώντας μια αμυχή στον δεύτερο πριν ακόμα οι δυό τους αντιληφθούν καλά-καλά τι είχε γίνει.

Ο τραυματισμένος Κυκλωπιανός, κρατώντας το ξίφος με το χέρι του κολλημένο στο πλευρό του, προσπάθησε να χτυπήσει τον Όλιβερ με τον δαυλό που κρατούσε. Ο σύντροφός του έκανε ένα βήμα πίσω πριν περάσει κι αυτός στην επίθεση, εκτοξεύοντας βρισιές και βλαστήμιες και κραδαίνοντας ένα βαρύ ρόπαλο.

Ο Όλιβερ, κυλώντας αριστερά χώθηκε πάλι στη στοά. Ο Λούθιεν, που είχε τραβήξει στο μεταξύ το ξίφος του, ακολούθησε τον Όλιβερ μέσα στο τούνελ με μια βουτιά. Ο Κυκλωπιανός με το ρόπαλο ακολουθούσε κατά πόδας τον Όλιβερ, αλλά το στόμα του άνοιξε από κατάπληξη όταν χώθηκε στο στήθος του το ξίφος του νεαρού.

Ο Όλιβερ κυλούσε ακόμα στο έδαφος, αλλά στα μισά της τούμπας αντέστρεψε την κίνησή του έτσι ώστε βρέθηκε μέσα στον κύκλο του δαυλού, που κατέβαζε με μανία ο φρουρός για να τον χτυπήσει. Ο χάφλινγκ τίναξε μπροστά το ξίφος μια φορά, δύο, ενώ ο Κυκλωπιανός οπισθοχωρούσε τρεκλίζοντας και κοιτάζοντας τον Όλιβερ σαν να μην πίστευε ό,τι έβλεπε.

Και μετά σωριάστηκε κάτω νεκρός.

Καθυστέρησαν μόνο μια στιγμή για να σβήσουν τον δαυλό (και για να ρωτήσει ο Όλιβερ: «πώς αστόχησες;»), και μετά προχώρησαν βιαστικά. Γρήγορα είδαν κι άλλα φώτα από δαυλούς μπροστά τους.

Το τούνελ τελείωνε σε ένα μικρό πλάτωμα γύρω στα δέκα μέτρα πάνω από το δάπεδο ενός μεγάλου υπόγειου θαλάμου με οβάλ σχήμα, όπου οι δυο φίλοι είδαν πέντε Κυκλωπιανούς και, προς μεγάλη τους ανακούφιση, δύο νάνους, ο ένας από τους οποίους είχε φουντωτή, κατάμαυρη γενειάδα και φορούσε αμάνικο, δερμάτινο χιτώνιο. Ήταν και οι δύο δεμένοι με αλυσίδες στους καρπούς και στους αστραγάλους και περιτριγυρισμένοι από τους Κυκλωπιανούς φρουρούς. Η ομάδα στεκόταν κοντά στην απέναντι πλευρά της αίθουσας, μπροστά σε μια μεγάλη τρύπα που έχασκε στο έδαφος. Πάνω από αυτό το άνοιγμα κρεμόταν ένα βίντσι, δεμένο με χοντρό σχοινί που κατέληγε σε κάποιον μηχανισμό με μανιβέλα ο οποίος βρισκόταν δίπλα στο άνοιγμα, ενώ άλλα δύο σχοινιά χάνονταν μέσα στην τρύπα.

Ένας Κυκλωπιανός έσκυψε πάνω από την τρύπα κρατώντας το σχοινί και κοίταξε κάτω, ενώ ένας άλλος γύριζε τη μανιβέλα.

Ο Λούθιεν έσκυψε και πέρασε ένα βέλος στη χορδή, αλλά ο Όλιβερ τον κοίταξε ανήσυχα δείχνοντάς του τις δύο πλευρές του καλοφωτισμένου θαλάμου. Υπήρχαν τουλάχιστον τρεις στοές που κατέληγαν σε αυτόν.

Ο Λούθιεν κατάλαβε την ανησυχία του συντρόφου του. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό το ψηλότερο επίπεδο του ορυχείου ήταν για τους φρουρούς, και αυτές οι τρεις στοές, καθώς και αυτή από την οποία μόλις είχαν κατεβεί, μπορεί να γέμιζαν από Κυκλωπιανούς με τους πρώτους ήχους της μάχης.

Από την άλλη μεριά όμως ο Λούθιεν αντιλαμβανόταν επίσης και το σε τι χρησίμευε η τροχαλία. Τα δύο σχοινιά που βρισκόνταν μέσα στην τρύπα σίγουρα συγκρατούσαν μια πλατφόρμα, έτσι, όταν ο Σάγκλιν και ο άλλος νάνος κατέβαιναν κάτω, θα ήταν χαμένοι για πάντα.

Ο Κυκλωπιανός που ήταν σκυμμένος πάνω από την τρύπα έκανε ένα καταφατικό νεύμα φωνάζοντας κάτι. Του απάντησε ένας άλλος φρουρός και μετά ένας δεύτερος, όχι πολύ κάτω από το χείλος της τρύπας.

Ο μονόφθαλμος που είχε μιλήσει τραντάχτηκε ξαφνικά και έπεσε με το κεφάλι μέσα στην τρύπα. Οι τέσσερις άλλοι Κυκλωπιανοί, βλέποντας το βέλος στην πλάτη του συντρόφου τους, στράφηκαν προς την άλλη άκρη της αίθουσας και είδαν πάνω στο πλάτωμα τον Λούθιεν να εκτοξεύει άλλο ένα βέλος, και μετά να πιάνει ένα σχοινί που του πρότεινε ο Όλιβερ. Το βέλος χτύπησε τον μηχανισμό της μανιβέλας χωρίς να κάνει ζημιά, όμως ο Κυκλωπιανός που τη χειριζόταν έπεσε προς τα πίσω στριγγλίζοντας έντρομος.

Ο Όλιβερ είχε εκτοξεύσει την αρπάγη στην οροφή του θαλάμου, καμπόσο μακριά από το πλάτωμα. Ανέβηκε στην πλάτη του Λούθιεν ο οποίος, αφού δίπλωσε το πτυσσόμενο τόξο του, πήδησε πιασμένος από το σχοινί ενώ ο πορφυρός και ο μοβ μανδύας ανέμιζαν πίσω τους καθώς αιωρούνταν. Ο Λούθιεν είχε δώσει τέτοια γωνία στο άλμα ώστε η τροχιά τους να τους φέρει κοντά στη μανιβέλα, την οποία θεωρούσε τον πιο σημαντικό στόχο.

Οι υπολογισμοί του Όλιβερ ως προς το σημείο όπου είχε κολλήσει την αρπάγη ήταν σωστοί, κι αυτό αποδείχθηκε όταν ο Λούθιεν άφησε τον χάφλινγκ να πηδήσει στο έδαφος, μόλις έφτασαν στο χαμηλότερο σημείο της ημικυκλικής τροχιάς τους. Ο Όλιβερ, πέφτοντας από ένα μέτρο ύψος μόλις, προσγειώθηκε με μερικές ελεγχόμενες, διαδοχικές τούμπες.

Ο Λούθιεν στο μεταξύ συνέχισε την εναέρια πορεία του προς τον Κυκλωπιανό ο οποίος έστεκε κοντά στη μανιβέλα. Όταν πλησίασε, προσπάθησε να κλοτσήσει τον φρουρό, αλλά βρισκόταν πιο ψηλά απ’ ό,τι έπρεπε, γι’ αυτό ο Κυκλωπιανός έσκυψε, με αποτέλεσμα η κλοτσιά να βρει μόνο αέρα. Αυτός ο ελιγμός όμως στοίχισε στον μονόφθαλμο ακριβά, γιατί μόλις κοίταξε κάτω είδε τον Όλιβερ ή πιο συγκεκριμένα τη μύτη του ξίφους του να έρχεται προς το μέρος του. Η λεπτή αιχμή μπήχτηκε στην κοιλιά του κτηνάνθρωπου κατευθυνόμενη προς τα πάνω, ώσπου διαπέρασε τα πνευμόνια του. Ο φρουρός σωριάστηκε κάτω αγκομαχώντας και μην καταφέρνοντας να πάρει ανάσα.

Ο Λούθιεν είχε αρχίσει να αιωρείται σε νέα κατεύθυνση λόγω της ορμής της κλοτσιάς του, και η αιώρηση τον έφερε ακριβώς πάνω από το άνοιγμα του εδάφους. Κοίταξε μέσα στο φρεάτιο και είδε αυτό που είχε υποψιαστεί: μια μεγάλη πλατφόρμα με μισή ντουζίνα Κυκλωπιανούς που φώναζαν, κρεμόταν γύρω στα πέντε-έξι μέτρα κάτω από το χείλος του ανοίγματος. Όμως η απέναντι πλευρά της τρύπας ήταν ακόμη μακριά όταν έφτασε στο ακρότατο σημείο της διαδρομής του και όταν το σχοινί άρχισε την αναπόφευκτη επιστροφή του προς την άλλη πλευρά — είδε ότι εκεί τον περίμεναν τρεις οπλισμένοι Κυκλωπιανοί.

Ο Λούθιεν προτίμησε να πηδήσει, κουνώντας δυνατά τα χέρια του. Χτύπησε το καλάμι του πάνω στο χείλος του ανοίγματος και κόντεψε να πέσει μέσα. Βογγώντας από τον πόνο, κατάφερε να σκαρφαλώσει στο χείλος και να σταθεί όρθιος, ενώ συγχρόνως τραβούσε το ξίφος του. Με μια γρήγορη ματιά, έτρεξε στην πίσω πλευρά του ανοίγματος. Ο ένας από τους Κυκλωπιανούς σίμωσε στον Όλιβερ, ενώ οι άλλοι παραμέρισαν τους νάνους κι έτρεξαν στη γωνία για να αντιμετωπίσουν τον Λούθιεν, που έκανε στο μεταξύ τον κύκλο του φρεατίου.

Και όλοι τους φώναζαν βοήθεια, φώναζαν ότι τους επιτέθηκε “η Πορφυρή Σκιά”!

«Βλέπω ότι ο ψηλότερος ήρθε σε μένα», είπε ο Όλιβερ, πράγμα που δεν ήταν υπερβολή. Ο φρουρός απέναντι του ήταν από τους πιο μεγαλόσωμους και άσχημους Κυκλωπιανούς που είχε δει ποτέ του. Και το χειρότερο, φορούσε χοντρή, προστατευτική θωράκιση —ο Όλιβερ υποψιαζόταν ότι το ξίφος του δεν θα μπορούσε να τη διαπεράσει— και κρατούσε έναν διπλό, πολεμικό πέλεκυ.

Το τσεκούρι κατέβηκε κατακόρυφα, αλλά ο Όλιβερ βούτηξε μπροστά, περνώντας ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια του Κυκλωπιανού. Κοίταξε πίσω και είδε να τινάζονται σπίθες καθώς το τσεκούρι αποσπούσε ένα κομμάτι πέτρα από το δάπεδο.

Ο Όλιβερ έκανε νέα βουτιά και κύλησε από την αντίθετη μεριά, ενώ ο Κυκλωπιανός στρεφόταν μουγκρίζοντας. Βρέθηκαν πάλι αντιμέτωποι, με τον Όλιβερ να έχει την πλάτη γυρισμένη στη μανιβέλα και το φρεάτιο.

Ο Λούθιεν όρμησε γενναία στους αντιπάλους του, αδιαφορώντας για την αριθμητική υπεροχή τους. Οι δύο φρουροί ήταν κι αυτοί καλά οπλισμένοι, με εξαιρετικά ξίφη που απέκρουσαν τα χτυπήματα της πρώτης επίθεσής του.

Πετάχτηκε πάλι μπροστά, αλλά ο ένας Κυκλωπιανός τού κατέβασε με ένα χτύπημα την αιχμή του ξίφους του προς το έδαφος, ενώ ο άλλος πήγε να τον καρφώσει, αναγκάζοντάς τον να στρίψει βίαια το σώμα του στο πλάι για να αποφύγει το χτύπημα. Σήκωσε πάλι γοργά το ξίφος του, απέκρουσε τη νέα επίθεση του μονόφθαλμου και μετά πέρασε σε μια άγρια αντεπίθεση.

Οι δυο φρουροί όμως την απέκρουσαν κι αυτή.

Στο μεταξύ, το ξίφος του Όλιβερ χτύπησε τον Κυκλωπιανό στο μπροστινό μέρος του θώρακα τρεις φορές απανωτά, αλλά η λεπίδα λύγισε χωρίς να τον διαπεράσει. Ο χάφλινγκ είχε την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να κουράσει τον μεγαλόσωμο αντίπαλό του, σε λίγο όμως είχε αρχίσει να λαχανιάζει ο ίδιος, καθώς έκανε βουτιές από δω κι από κει για να αποφύγει το βαρύ τσεκούρι.

Κοίταξε καλά αναζητώντας μια λύση, κάποιο άνοιγμα, ίσως, στην πανοπλία του Κυκλωπιανού. Δεν το βρήκε, είδε όμως κάτι άλλο, έναν κρίκο με κλειδιά πιασμένο στη ζώνη του. Ο Όλιβερ, αφού έριξε μια ματιά στον Λούθιεν, συνέχισε να παρακολουθεί τον αντίπαλό του με την άκρη του ματιού του περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή.

Ο Λούθιεν δεχόταν μεγάλη πίεση αλλά πολεμούσε γενναία, μανιασμένα, κρατώντας τους Κυκλωπιανούς σε απόσταση. Κοιτάζοντας πίσω από τους αντιπάλους του, είδε τους δύο νάνους να στήνονται στη σειρά τεντώνοντας την αλυσίδα που τους κρατούσε δεμένους από τους αστραγάλους. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει ποιος ήταν ο σκοπός τους.

Το ξίφος του άρχισε να χτυπά δεξιά-αριστερά, ολένα δεξιά-αριστερά, επιθέσεις ρουτίνας που οι φρουροί απέκρουαν εύκολα, στρέφοντας όμως σ’ αυτές όλη την προσοχή τους.

Ξαφνικά οι νάνοι όρμησαν και οι δύο μαζί και χτύπησαν με την τεντωμένη αλυσίδα τους Κυκλωπιανούς στο πίσω μέρος των ποδιών τους, σπρώχνοντάς τους απότομα προς το μέρος του Λούθιεν.

Εκείνος, χτύπησε με το ξίφος του δεξιά, κατεβάζοντας προς τα κάτω το σπαθί του ενός φρουρού. Μετά γύρισε αστραπιαία αριστερά μαζεύοντας όσο μπορούσε τον ώμο του για να μην μπορέσει να τον χτυπήσει ο Κυκλωπιανός, που τώρα είχε βρεθεί πίσω του. Το σπαθί του χτύπησε προς αυτή την κατεύθυνση, και όχι μόνο απέκρουσε την επίθεση του φρουρού που παραπατούσε ακόμη από το σπρώξιμο των νάνων, αλλά και του πέταξε το ξίφος στο έδαφος.

Στράφηκε πάλι καθώς άκουσε τον Όλιβερ να τον φωνάζει. Ταυτόχρονα χτύπησε τον Κυκλωπιανό που βρισκόταν πίσω του στα πλευρά με τον αγκώνα, ρίχνοντάς τον μέσα στο φρεάτιο και αμέσως πήδησε μπροστά για να μην τον φτάσει ο φρουρός που προσπαθούσε απελπισμένα να πιαστεί από κάπου.

Χωρίς διακοπή, το ξίφος του Όλιβερ τινάχτηκε προς τον αντίπαλό του και κατόπιν γλίστρησε στο πλάι, περνώντας μέσα στον κρίκο με τα κλειδιά. Αμέσως έφερε το ξίφος δεξιά, βγάζοντας τα κλειδιά από τη ζώνη του δεσμοφύλακα, πριν συνεχίσει τη διαδρομή προς τα πάνω και αριστερά, κάνοντας τον κρίκο να γλιστρήσει από τη λεπίδα του ξίφους και να τιναχτεί ψηλά στον αέρα.

Για να καταλήξει στο απλωμένο χέρι του Λούθιεν.

Ο Λούθιεν γονάτισε αμέσως —ήξερε ότι οι πιο σημαντικές αλυσίδες ήταν εκείνες που έδεναν τους δυο νάνους μεταξύ τους. Στάθηκε τυχερός, το δεύτερο κλειδί άνοιξε την κλειδαριά και ο Λούθιεν πετάχτηκε πάλι πάνω για να αντιμετωπίσει τον Κυκλωπιανό, που πλησίαζε έχοντας ξαναπάρει το ξίφος του.

Παρ’ όλο το πλεονέκτημα που είχαν κερδίσει οι δυο φίλοι, τα πράγματα ήταν ακόμη πολύ δύσκολα. Ήδη είχαν φανεί δαυλοί να τρεμοσβήνουν σε δύο από τα πλευρικά τούνελ, ενώ στο ένα ακούγονταν φωνές και βαριά βήματα. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν στην πλατφόρμα κάτω από την αίθουσα δεν έμειναν άπραγοι κι αυτοί. Ένα μονόφθαλμο πρόσωπο φάνηκε στο χείλος του φρεατίου και μετά άλλο ένα λίγο πιο πέρα. Οι Κυκλωπιανοί είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν από τα σχοινιά της πλατφόρμας.

Ο δεσμοφύλακας μούγκρισε βλέποντας τα κλειδιά του να πετάνε στον αέρα και όρμησε πάλι μανιασμένος, με τον βαρύ πέλεκυ να χτυπάει δεξιά-αριστερά. Ο Όλιβερ ελισσόταν και πηδούσε χωρίς να επιχειρεί να αποκρούσει το τσεκούρι με το ξίφος ή το μεν-γκος, αφού ήξερε ότι τα δυνατά χτυπήματα του φρουρού ή θα του έσπαγαν τις λεπίδες ή θα του πετούσαν τα όπλα από το χέρι.

Το τσεκούρι κατέβηκε πάλι αναγκάζοντας τον Όλιβερ να πηδήσει αριστερά, κοντά στη μανιβέλα. Αμέσως ανέβηκε πάνω στον άξονα όπου τυλιγόταν το χοντρό σχοινί, αλλά ευθύς πήδησε πάλι προς τα πάνω μαζεύοντας απελπισμένα τα πόδια του, καθώς ο φρουρός προσπάθησε να τον κόψει στα δύο με ένα οριζόντιο χτύπημα. Βλέποντας ότι αστόχησε, ο τύπος έφερε τον πέλεκυ ψηλά πάνω από το κεφάλι του.

Το τσεκούρι κατέβηκε για άλλη μια φορά από πάνω προς τα κάτω, ενώ ο Όλιβερ ήδη ριχνόταν προς τα δεξιά. Η κόψη χτύπησε τον άξονα και χώθηκε βαθιά στην κουλούρα του σχοινιού. Ο βραδύστροφος δεσμοφύλακας ανοιγόκλεισε κατάπληκτος το μάτι του καθώς το παλιωμένο σχοινί κόπηκε και άρχισε να ξετυλίγεται. Συνέχισε να παρακολουθεί ανήμπορος. Η κομμένη άκρη του ξέφυγε από τον άξονα και η πλατφόρμα μαζί με καμιά δεκαριά Κυκλωπιανούς έπεσε στα βάθη του φρεατίου.

«Ευχαριστώ πολύ», είπε ο Όλιβερ.

Ο φρουρός μούγκρισε και προσπάθησε να τον χτυπήσει πάλι με το τσεκούρι, χάνοντας σχεδόν την ισορροπία του από την τρομερή δύναμη που είχε βάλει. Δεν κατάφερε όμως ούτε καν να πλησιάσει τον Όλιβερ, που ήδη είχε πηδήσει πάλι πάνω στον άξονα καθώς ο πέλεκυς περνούσε σφυρίζοντας προς την άλλη μεριά. Από το ψηλό σημείο όπου βρισκόταν τώρα ο Όλιβερ, χτύπησε ίσια μπροστά με το ξίφος, πετυχαίνοντας το μεγάλο μάτι του Κυκλωπιανού.

Ο τυφλωμένος δεσμοφύλακας άρχισε να χτυπάει τυχαία από δω κι από κει, με το τσεκούρι του να προσκρούει πότε στο έδαφος και πότε πάνω στη μανιβέλα. Ο Όλιβερ απομακρύνθηκε κυλώντας, απολαμβάνοντας το θέαμα (φτάνει να μην τον πλησίαζε το τσεκούρι!) και σιγά σιγά, φωνάζοντας πειράγματα, κατάφερε να φέρει τον κτηνάνθρωπο στην άκρη της τρύπας.

Ο Σάγκλιν, βλέποντας το νεύμα του Όλιβερ, όρμησε τρέχοντας και χτύπησε τον δεσμοφύλακα στην πλάτη πετώντας τον μέσα στο φρεάτιο.

«Έπρεπε να κρατήσουμε το τσεκούρι», μουρμούρισε θυμωμένος, καθώς ο δεσμοφύλακας χανόταν από τα μάτια του μαζί με το όπλο του.

Ο Λούθιεν, ξιφομαχώντας με έναν μόνο αντίπαλο πια, δεν δυσκολευόταν να αποκρούσει τα χτυπήματά του. Αφού άφησε τον μονόφθαλμο να εξαντλήσει τη μανία της αρχικής του επίθεσης, σιγά-σιγά πέρασε στην αντεπίθεση κάνοντάς τον να οπισθοχωρεί, με συνεχείς ξιφισμούς που ο Κυκλωπιανός δυσκολευόταν όλο και πιο πολύ να αποκρούσει.

Γρήγορα ο φρουρός κατάλαβε ότι δεν μπορεί να νικήσει και, με την τυπική γενναιότητα της φυλής του, γύρισε και το έβαλε στα πόδια για να ενωθεί με τους συντρόφους του, που εκείνη τη στιγμή έμπαιναν στην αίθουσα από τους πλευρικούς διαδρόμους.

Οι δυο παρατάξεις στάθηκαν αντιμέτωπες για μερικές στιγμές έντασης, ενώ ο αριθμός των φρουρών μεγάλωνε — ήταν τώρα μια ντουζίνα ή και παραπάνω. Ο Όλιβερ κοίταξε το φρεάτιο με αμφιβολία, ο πυθμένας του δεν φαινόταν καν μέσα στο σκοτάδι, και δεν είχε καν την αρπάγη του. Ο Λούθιεν κατάφερε να βγάλει τις αλυσίδες από τον Σάγκλιν και μετά ελευθέρωσε επίσης τον άλλο νάνο, ενώ ο Σάγκλιν πήρε το ξίφος από τον πρώτο Κυκλωπιανό που είχε σκοτώσει ο Όλιβερ.

Οι Κυκλωπιανοί εξακολουθούσαν να μην επιτίθονται και ο Λούθιεν κατάλαβε ότι τους άφηναν την ευκαιρία να προετοιμαστούν, επειδή περίμεναν κι άλλες ενισχύσεις.

«Πρέπει να κάνουμε κάτι», είπε ο Όλιβερ, που προφανώς έκανε τις ίδιες δυσοίωνες σκύψεις.

Ο Λούθιεν έβαλε το ξίφος στη θήκη του και με μια γρήγορη συνεχόμενη κίνηση έβγαλε το τόξο, το άνοιξε, το στερέωσε με τον πίρο και πέρασε ένα βέλος στη χορδή. Οι Κυκλωπιανοί, που κατάλαβαν ξαφνικά τι ήταν αυτό το παράξενο ξύλο, άρχισαν να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο προσπαθώντας να απομακρυνθούν.

Ο Λούθιεν χτύπησε έναν στο λαιμό και εκείνος σωριάστηκε κάτω ουρλιάζοντας. Οι άλλοι ούρλιαξαν κι αυτοί, αλλά δεν έτρεξαν να κρυφτούν — όρμησαν κατά πάνω τους πριν προλάβει ο Λούθιεν να περάσει κι άλλο βέλος.

«Δεν είχα αυτό ακριβώς υπόψη μου», είπε ο Όλιβερ.

Μέσα στη συμπλοκή η οποία ακολούθησε, οι σύντροφοι άρχισαν να μάχονται απελπισμένα χωρίς να ακούσουν τους ήχους από χορδές τόξων που εκτίνασσαν βέλη. Λίγες στιγμές αργότερα κοίταξαν και οι τέσσερις απορημένοι τους αντιπάλους τους καθώς αρκετοί από αυτούς τραντάχτηκαν βίαια και σωριάστηκαν κάτω. Βλέποντας βέλη να προεξέχουν από την πλάτη τους, οι φίλοι αλλά και οι μονόφθαλμοι κοίταξαν στο πλάτωμα πάνω από την αίθουσα για να διακρίνουν πέντε-έξι λεπτούς τοξότες —μάλλον ξωτικά— με τα χέρια τους να κινούνται τόσο γρήγορα ώστε δεν φαίνονταν σχεδόν, καθώς συνέχιζαν να εκτοξεύουν τα θανάσιμα βέλη τους κατά των Κυκλωπιανών.

Οι κτηνάνθρωποι το έβαλαν στα πόδια, ενώ πολλοί έτρεχαν με ένα ή δύο βέλη καρφωμένα πάνω τους. Γρήγορα όμως άρχισαν να εκτοξεύονται βέλη και λόγχες από τα πλαϊνά περάσματα και, μολονότι οι ισχυρισμοί του Όλιβερ για την αστοχία των Κυκλωπιανών αποδείχτηκαν αληθινοί για άλλη μια φορά, τα βέλη ήταν τόσα πολλά ώστε δημιουργούσαν πρόβλημα.

«Τρέξτε!» ακούστηκε μια φωνή από το πλάτωμα, μια φωνή που ο Λούθιεν ήξερε καλά.

«Η Σιόμπαν», είπε στον Όλιβερ, τραβώντας τον κι αυτόν μαζί του καθώς έτρεχε προς τον τοίχο.

Ο Λούθιεν άρπαξε το σχοινί του Όλιβερ και του έδωσε τρία γρήγορα τραβήγματα ελευθερώνοντας τη μαγική αρπάγη από το ταβάνι. Η ομάδα της Σιόμπαν τους είχε ρίξει κιόλας ένα ακόμα σχοινί, όπου ο σύντροφος του Σάγκλιν πιάστηκε αρχίζοντας αμέσως να σκαρφαλώνει γρήγορα με διαδοχικές έλξεις. Ένα βέλος τον χτύπησε στον μυώδη ώμο του, αλλά αυτός έκανε μόνο μια γκριμάτσα και συνέχισε αποφασιστικά την αναρρίχηση.

Ο Λούθιεν, αφού πέταξε την αρπάγη στο τοίχωμα δίπλα στο πλάτωμα, έδωσε το σχοινί στον Σάγκλιν. Ο νάνος είπε στον Όλιβερ να πιαστεί στην πλάτη του και άρχισαν την αναρρίχηση, ενώ ο Λούθιεν παρακολουθούσε, κατάπληκτος με την ταχύτητα με την οποία ανέβαινε ο δυνατός νάνος.

Μια λόγχη σύρθηκε στο έδαφος ανάμεσα στα πόδια του Λούθιεν. Είδε να βγαίνουν Κυκλωπιανοί και από τα τρία περάσματα, ενώ οι μπροστινοί κρατούσαν μεγάλες ασπίδες για να προστατευτούν από τους τοξότες του πλατώματος.

Ο Λούθιεν σκόπευε να περιμένει ώσπου να φτάσουν πρώτα ο Σάγκλιν και ο Όλιβερ στον προορισμό τους, καθώς δεν ήξερε πόσο βάρος μπορούσε να κρατήσει η αρπάγη, αλλά τώρα δεν είχε άλλα περιθώρια. Πήδησε όσο πιο ψηλά μπορούσε αρπάζοντας το σχοινί και μαζεύοντας την ελεύθερη άκρη πίσω του, και άρχισε να ανεβαίνει κι αυτός με δυνατές έλξεις, προσπαθώντας ταυτόχρονα να στηρίζεται με τα πόδια του στον τοίχο για να διευκολυνθεί στην ανάβαση.

Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο φαινόταν όταν ανέβαιναν οι νάνοι, που διακρίνονται για τη δύναμή τους. Ο Λούθιεν προχωρούσε, αλλά σίγουρα θα τον είχαν πιάσει ή θα τον είχαν καρφώσει με μακριές λόγχες, όταν όμως ο Σάγκλιν έφτασε στο πλάτωμα, άφησε τον Όλιβερ να πηδήσει κάτω και, μετά, ο ίδιος μαζί με τον άλλο νάνο, έπιασαν το σχοινί κι άρχισαν να το ανεβάζουν μαζί με τον Λούθιεν.

Ο Λούθιεν άκουγε βέλη να περνούν σφυρίζοντας πάνω από το κεφάλι του, αλλά γρήγορα είδε κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό: βέλη που έρχονταν ακριβώς από κάτω του. Αισθάνθηκε ένα χτύπημα στο πόδι του και, σκύβοντας, είδε ένα βέλος καρφωμένο στο τακούνι της μπότας του.

Μετά, όμως, κάμποσα δυνατά χέρια τον έπιασαν από τους ώμους και τον ανέβασαν στο πλάτωμα. Όταν πετάχτηκε όρθιος άρχισαν αμέσως να τρέχουν όλοι μαζί. Πέρασαν δίπλα από κάμποσους νεκρούς Κυκλωπιανούς —μεταξύ τους βρίσκονταν και οι δύο που είχαν σκοτώσει ο Λούθιεν με τον Όλιβερ— ώσπου βγήκαν από το τούνελ, ενώ ήδη άκουγαν τους φρουρούς να έχουν ανεβεί στο πλάτωμα πίσω τους και να συνεχίζουν την καταδίωξη.

«Τα άλογά μας είναι εκεί!» εξήγησε ο Λούθιεν στη Σιόμπαν, που κατένευσε και τον φίλησε γρήγορα, πριν τον σπρώξει για να προλάβει τον Όλιβερ. Η ίδια και οι σύντροφοί της έτρεξαν προς την άλλη μεριά και εξαφανίστηκαν μέσα στους θάμνους, παίρνοντας μαζί τους επίσης τους δύο νάνους.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ήρθαν να μας βοηθήσουν», είπε ο Λούθιεν καθώς προλάβαινε τον Όλιβερ, που είχε κιόλας το ένα πόδι στον αναβατήρα του Θρεντμπέαρ.

«Μάλλον θα φιλάς καλά», του απάντησε αυτός. Και την άλλη στιγμή ο Θρεντμπέαρ ξεκίνησε καλπάζοντας, με τον Ριβερντάνσερ να τον ακολουθεί.

Η ορδή των Κυκλωπιανών βγήκε από το ορυχείο ουρλιάζοντας θυμωμένα, αλλά δεν βρήκαν κανέναν — το μόνο που άκουσαν ήταν τα ποδοβολητά των αλόγων, καθώς ο Λούθιεν και ο Όλιβερ απομακρύνονταν με καλπασμό.

Загрузка...