ΜΕΡΟΣ II

Κεφάλαιο Ι ΠΟΛΛΑ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑΤΑ

Ο Φρόντο ξύπνησε και κατάλαβε πως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Στην αρχή νόμισε πως είχε παρακοιμηθεί, ύστερα από κάποιο μεγάλο κι άσχημο όνειρο που ακόμα βρισκόταν μες στο μυαλό του. Ή μήπως ήταν άρρωστος; Το ταβάνι όμως του φαινόταν παράξενο· ήταν επίπεδο κι είχε σκουρόχρωμα δοκάρια πλούσια σκαλισμένα. Έμεινε έτσι ξαπλωμένος λίγο ακόμα και κοίταξε τα σχέδια που έκανε το φως του ήλιου στον τοίχο κι άκουγε το θόρυβο από κάποιο σιντριβάνι.

— Πού είμαι; Τι ώρα είναι; είπε δυνατά στο ταβάνι.

— Στο Σπίτι του Έλροντ κι είναι δέκα η ώρα το πρωί, είπε μια φωνή. Είναι πρωί είκοσι τέσσερις του Οκτώβρη, σαν θες να ξέρεις.

— Γκάνταλφ! φώναξε ο Φρόντο κι ανασηκώθηκε.

Και να τος ο γερο-μάγος καθισμένος σε μια καρέκλα πλάι στ’ ανοιχτό παράθυρο.

— Ναι, είπε, εδώ είμαι. Κι είσαι πολύ τυχερός που βρίσκεσαι κι εσύ εδώ, ύστερα απ’ όσες ανοησίες έκανες από τότε που έφυγες από το σπίτι σου.

Ο Φρόντο ξάπλωσε πάλι. Ένιωθε πολύ βολεμένος και ειρηνεμένος για να φέρει αντιρρήσεις και, έτσι κι αλλιώς, δε νόμιζε πως θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα στη συζήτηση. Τώρα ήταν εντελώς ξυπνητός και η θύμηση του ταξιδιού του επανερχόταν: το ολέθριο «κόψιμο δρόμου» μέσ’ απ’ το Παλιό το Δάσος· το «ατύχημα» στο Παιγνιδιάρικο Πόνυ· και η τρέλα του να φορέσει το Δαχτυλίδι στη μικρή κοιλάδα, κάτω από την Κορυφή των Καιρών. Όση ώρα σκεφτόταν όλ’ αυτά και προσπαθούσε μάταια να θυμηθεί τον ερχομό του στο Σκιστό Λαγκάδι, είχε πέσει σιωπή που την έσπαζαν μόνο τα σιγανά παφ-πουφ της πίπας του Γκάνταλφ, καθώς ξεφυσούσε άσπρα δαχτυλίδια καπνού έξω απ’ το παράθυρο.

— Πού είναι ο Σαμ; ρώτησε τέλος ο Φρόντο. Οι άλλοι είναι καλά;

— Ναι, είναι όλοι τους σώοι και αβλαβείς, απάντησε ο Γκάνταλφ. Ο Σαμ ήταν εδώ μέχρι που τον έστειλα να πάει να ξεκουραστεί λιγάκι κάπου μισή ώρα πριν.

— Τι έγινε στο Πέρασμα; είπε ο Φρόντο. Κάπως όλα μου φαίνονταν θαμπά· κι ακόμα μου φαίνονται.

— Φυσικό ήταν. Είχες αρχίσει να ξεθωριάζεις, απάντησε ο Γκάνταλφ. Η πληγή είχε αρχίσει να σε νικάει στο τέλος. Λίγες ώρες ακόμα και δε θα μπορούσαμε να σε βοηθήσουμε. Αλλά έχεις δύναμη μέσα σου κι ας μη σου φαίνεται, καλέ μου χόμπιτ! Όπως το ’δειξες στο Θολωτό Τάφο. Εκεί τη γλίτωσες παρά τρίχα: ήταν ίσως η πιο επικίνδυνη στιγμή απ’ όλες. Μακάρι να μην είχες υποχωρήσει στην Κορυφή των Καιρών.

— Εσύ φαίνεται πως ξέρεις κιόλας πολλά, είπε ο Φρόντο. Μα εγώ δεν είπα τίποτα στους άλλους για το Θολωτό Τάφο. Στην αρχή μου ήταν πολύ εφιαλτικό κι αργότερα είχαμε άλλα πράγματα για να σκεφτούμε. Εσύ πώς το ξέρεις;

— Παραμιλούσες πολύ στον ύπνο σου, Φρόντο, είπε μαλακά ο Γκάνταλφ, και δεν ήταν δύσκολο σ’ εμένα να διαβάσω το νου και τις αναμνήσεις σου. Αλλά μη στενοχωριέσαι! Και, αν και μίλησα γι’ «ανοησίες» πριν από λίγο, δεν το έλεγα στ’ αλήθεια. Δεν είναι και μικρό κατόρθωμα δα να έχεις κάνει όλο αυτό το δρόμο μέχρι εδώ, να περάσεις τόσους κινδύνους και να ’χεις ακόμα το Δαχτυλίδι.

— Ποτέ δε θα τα καταφέρναμε δίχως το Γοργοπόδαρο, είπε ο Φρόντο. Αλλά σε χρειαζόμασταν. Δεν ήξερα τι να κάνω χωρίς εσένα.

— Με καθυστέρησαν, είπε ο Γκάνταλφ, κι αυτό παραλίγο να μας βγει σε κακό. Δεν είμαι όμως και τελείως σίγουρος· μπορεί και να ’ταν καλύτερα έτσι.

— Γιατί δε μου λες τι έγινε;

— Όλα με τη σειρά τους. Σήμερα δεν πρέπει να μιλάς ή να στενοχωριέσαι για τίποτα, έτσι παράγγειλε ο Έλροντ.

— Μα κι αν δε μιλάω αυτό δε θα με σταματήσει απ’ το να σκέφτομαι και ν’ αναρωτιέμαι, που κι αυτά είναι το ίδιο κουραστικά, είπε ο Φρόντο, Είμαι εντιλώς ξύπνιος τώρα και θυμάμαι ένα σωρό που χρειάζονται εξήγηση. Γιατί σε καθυστέρησαν; Αυτό τουλάχιστον πρέπει να μου το πεις.

— Πολύ γρήγορα θ’ ακούσεις όλα όσα θέλεις να μάθεις, είπε ο Γκάνταλφ. Θα κάνουμε Συμβούλιο μόλις γίνεις αρκετά καλά. Τώρα θα σου πω μονάχα πως ήμουν αιχμάλωτος.

— Εσύ; φώναξε ο Φρόντο.

— Ναι. Εγώ, ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος, είπε ο μάγος επίσημα. Υπάρχουν πολλές δυνάμεις στον κόσμο, καλές ή κακές. Μερικές είναι μεγαλύτερες από μένα. Με μερικές άλλες δεν έχω ακόμα αναμετρηθεί. Ο άρχοντας Μόργκουλ κι οι Μαύροι του Καβαλάρηδες έχουν βγει έξω. Ο πόλεμος ετοιμάζεται!

— Δηλαδή ήξερες κιόλας για τους Καβαλάρηδες — πριν να τους συναντήσω;

— Ναι, ήξερα. Σου μίλησα μάλιστα κι εσένα μια φορά γι’ αυτούς· γιατί οι Μαύροι Καβαλάρηδες είναι τα Δαχτυλιδοφαντάσματα, οι Εννιά Υπηρέτες του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, Αλλά δεν ήξερα πως είχαν σηκωθεί ξανά, αλλιώς θα είχα φύγει μαζί σου αμέσως. Έμαθα νέα γι’ αυτούς μόνο αφού σε είχα αφήσει κι ύστερα πάλι τον Ιούνιο· αλλά αυτή η ιστορία πρέπει να περιμένει. Προς το παρόν γλιτώσαμε την καταστροφή χάρη στον Άραγκορν.

— Ναι, είπε ο Φρόντο, ο Γοργοπόδαρος ήταν που μας έσωσε. Κι όμως τον φοβόμουν στην αρχή. Ο Σαμ ποτέ δεν τον εμπιστεύτηκε τελείως, νομίζω, τουλάχιστον όχι μέχρι που συναντήσαμε τον Γκλορφίντελ.

Ο Γκάνταλφ χαμογέλασε.

— Τα ’μαθα όλα για τον Σαμ, είπε. Τώρα δεν έχει αμφιβολίες πια.

— Χαίρομαι, είπε ο Φρόντο. Γιατί ο Γοργοπόδαρους μου έχει γίνει πολύ συμπαθητικός. Δηλαδή, συμπαθητικός δεν είναι η σωστή έκφραση. Θέλω να πω πως τον αγαπώ· αν και είναι παράξενος και βλοσυρός μερικές φορές. Κι εδώ που τα λέμε, συχνά μου θυμίζει εσένα. Δεν ήξερα πως οι Μεγάλοι Άνθρωποι ήταν έτσι. Νόμιζα, να, πως ήταν μεγάλοι μονάχα, και μάλλον ανόητοι: καλόβολοι κι ανόητοι σαν το Βουτυράτο· ή ανόητοι και κακοί σαν τον Μπιλ Φτεριά. Αλλά δεν ξέρουμε και πολλά για τους Ανθρώπους στο Σάιρ, εκτός ίσως γι’ αυτούς που μένουν στο Μπρι.

— Δεν ξέρεις πολλά ούτε και γι’ αυτούς, αν νομίζεις πως ο γερο-Μπιρόχορτος είναι ανόητος, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι αρκετά σοφός με το δικό του τρόπο. Σκέφτεται λιγότερο απ’ ό,τι μιλάει και πιο αργά· θα μπορέσει όμως να δει και μέσα από έναν τούβλινο τοίχο αργά ή γρήγορα (όπως λένε στο Μπρι). Αλλά λίγοι έχουν μείνει στη Μέση-Γη σαν τον Άραγκορν το γιο του Άραθορν. Η γενιά των Βασιλιάδων που ήρθαν πέρα από τη Θάλασσα είναι σχεδόν στο τέλος της. Ίσως αυτός ο Πόλεμος του Δαχτυλιδιού να είναι η τελευταία τους περιπέτεια.

— Θες στ’ αλήθεια να πεις πως ο Γοργοπόδαρος είναι ένας απ’ τη φυλή των παλιών Βασιλιάδων; είπε ο Φρόντο απορώντας. Εγώ νόμιζα πως ήταν ένας Περιφερόμενος Φύλακας μονάχα.

— Ένας Περιφερόμενος Φύλακας μονάχα! φώναξε ο Γκάνταλφ. Μα, καλέ μου Φρόντο, αυτό ακριβώς είναι οι Περιφερόμενοι Φύλακες: τα τελευταία απομεινάρια στο Βοριά ενός μεγάλου λαού, των Ανθρώπων της Λύσης. Αυτοί μ’ έχουν βοηθήσει και παλιότερα· και θα χρειαστώ τη βοήθειά τους στις μέρες που μας έρχονται· γιατί φτάσαμε μεν στο Σκιστό Λαγκάδι, αλλά το Δαχτυλίδι δεν τακτοποιήθηκε ακόμα.

— Μάλλον όχι, είπε ο Φρόντο. Αλλά ως τώρα, μοναδική μου σκέψη ήταν να φτάσω εδώ· κι ελπίζω πως δε θα χρειαστεί να πάω παραπέρα. Είναι πολύ ευχάριστο να ξεκουράζεσαι. Πέρασα ένα μήνα εξορία και περιπέτειες και βρίσκω πως μου φτάνουν και μου περισσεύουν.

Σώπασε κι έκλεισε τα μάτια του. Έπειτα από λίγο ξαναμίλησε.

— Κάνω το λογαριασμό, είπε, και δεν μπορώ να τα λογαριάσω μέχρι τις είκοσι τέσσερις του Οκτώβρη. Πρέπει να έχουμε είκοσι μία. Γιατί θα πρέπει να φτάσαμε στο Πέρασμα στις είκοσι.

— Εχεις μιλήσει κι έχεις λογαριάσει περισσότερο απ’ όσο σου κάνει καλό, είπε ο Γκάνταλφ. Πώς αισθάνεσαι τώρα το πλευρό σου και τον ώμο σου;

— Δεν ξέρω, απάντησε ο Φρόντο. Δεν τα αισθάνομαι καθόλου: που είναι βελτίωση, αλλά — έκανε μια προσπάθεια — μπορώ να κουνήσω το χέρι μου λίγο πάλι. Ναι, ξαναγυρίζει στη ζωή. Δεν είναι παγωμένο, πρόσθεσε, αγγίζοντας το αριστερό του χέρι με το δεξί.

— Ωραία! είπε ο Γκάνταλφ. Καλυτερεύει γρήγορα. Σε λίγο θα ’σαι καλά πάλι. Ο Έλροντ σε θεράπευσε: σε φρόντιζε μέρες ολόκληρες, από τότε που σ’ έφεραν εδώ.

— Μέρες; είπε ο Φρόντο.

— Δηλαδή τέσσερις νύχτες και τρεις μέρες, για την ακρίβεια. Τα Ξωτικά σ’ έφεραν απ’ το Πέρασμα τη νύχτα της εικοστής, εκεί που έχασες το μέτρημα. Ανησυχούσαμε πολύ κι ο Σαμ ούτε που άφηνε το πλευρό σου, μέρα νύχτα, εκτός για να κάνει κανένα θέλημα. Ο Έλροντ είναι σπουδαίος γιατρός, αλλά τα όπλα του Εχθρού είναι θανατερά. Και, για να σου πω την αλήθεια, εγώ δεν είχα σχεδόν καμιά ελπίδα· γιατί υποψιαζόμουνα πως υπήρχε κάποιο κομματάκι απ’ τη λάμα του μαχαιριού ακόμα μέσα στην πληγή. Αλλά δεν μπορούσαμε να το βρούμε ως χτες το βράδυ. Τότε ο Έλροντ έβγαλε το κομματάκι. Είχε χωθεί βαθιά και προχωρούσε όλο και βαθύτερα.

Ο Φρόντο ανατρίχιασε όπως θυμήθηκε το απαίσιο μαχαίρι με τη σπασμένη μύτη που είχε εξαφανιστεί στα χέρια του Γοργοπόδαρου.

— Μην τρομάζεις! είπε ο Γκάνταλφ. Πάει τώρα. Έλιωσε. Και φαίνεται πως οι χόμπιτ δεν είναι πρόθυμοι να ξεθωριάσουν έτσι εύκολα. Έχω γνωρίσει αντρειωμένους πολεμιστές απ’ τους Μεγάλους Ανθρώπους που πολύ γρήγορα θα τους νικούσε το κομματάκι, που εσύ είχες δεκαεφτά μέρες μέσα σου.

— Τι θα μου έκαναν; ρώτησε ο Φρόντο. Τι προσπαθούσαν να πετύχουν οι Καβαλάρηδες;

— Προσπάθησαν να σου τρυπήσουν την καρδιά μ’ ένα μαχαίρι-Μόργκουλ, που μένει μέσα στην πληγή. Αν το είχαν καταφέρει, θα είχες γίνει σαν κι αυτούς, μόνο πιο αδύναμος και κάτω απ’ τις διαταγές τους. Θα γινόσουν φάντασμα κάτω απ’ την κυριαρχία του Σκοτεινού Άρχοντα· και θα σε βασάνιζε γιατί προσπάθησες να κρατήσεις το Δαχτυλίδι του, αν είναι δυνατό να υπάρχει μεγαλύτερο βασανιστήριο απ’ το να σ’ το πάρουν και να το βλέπεις στο χέρι του.

— Ευτυχώς και δεν είχα καταλάβει και καλά το φοβερό κίνδυνο! είπε ο Φρόντο. Φυσικά μου έτρεμε το φυλλοκάρδι, αλλά αν ήξερα περισσότερα, δε θα τολμούσα ούτε να κουνηθώ. Είναι θαύμα το πώς ξέφυγα!

— Ναι, η τύχη ή η μοίρα σε βοήθησαν, είπε ο Γκάνταλφ, για να μην πω και το θάρρος. Γιατί δεν άγγιξαν την καρδιά σου και μόνο ο ώμος σου τρυπήθηκε· κι αυτό, γιατί αντιστάθηκες ως το τέλος. Αλλά τη γλίτωσες παρά τρίχα, που λέμε. Διάτρεχες μεγαλύτερο κίνδυνο κάθε που έβγαζες το Δαχτυλίδι, γιατί τότε μισοβρισκόσουνα κι εσύ ο ίδιος στον κόσμο των φαντασμάτων και μπορούσαν να σε είχαν πιάσει. Τους έβλεπες εσύ, μα μπορούσαν κι αυτοί να σε δουν.

— Το ξέρω, είπε ο Φρόντο. Κι η όψη τους ήταν τρομερή! Αλλά γιατί μπορούσαμε όλοι να δούμε τ’ άλογά τους;

— Γιατί είναι αληθινά άλογα· ακριβώς όπως κι οι μαύροι μανδύες είναι πραγματικοί, που τους φορούν για να δίνουν σχήμα στην ανυπαρξία τους, κάθε φορά που έχουν δοσοληψίες με τους ζωντανούς.

— Τότε γιατί εκείνα τ’ άλογα ανέχονται τέτοιους καβαλάρηδες; Όλα τ’ άλλα ζώα τρομάζουν σαν πλησιάσουν κοντά, ακόμα και το ξωτικο-άλογο του Γκλορφίντελ. Τα σκυλιά ουρλιάζουν κι οι χήνες ξεφωνίζουν.

— Γιατί εκείνα τ’ άλογα είναι γεννημένα και μεγαλωμένα στην υπηρεσία του Μαύρου Άρχοντα στη Μόρντορ. Δεν είναι όλοι οι υπηρέτες του και τα πράγματά του φαντάσματα! Υπάρχουν ορκ και γίγαντες και λύκοι και λυκάνθρωποι· κι ήταν, κι ακόμα είναι, πολλοί Άνθρωποι, πολεμιστές και βασιλιάδες, που περπατούν ζωντανοί κάτω από τον Ήλιο κι είναι όμως κάτω από την εξουσία του. Κι ο αριθμός τους μεγαλώνει καθημερινά.

— Και το Σκιστό Λαγκάδι και τα Ξωτικά; Είναι το Σκιστό Λαγκάδι ασφαλισμένο;

— Ναι, προς το παρόν, μέχρι που να κυριευτούν όλα τ’ άλλα. Τα Ξωτικά μπορεί να φοβούνται το Σκοτεινό Άρχοντα και μπορεί να φεύγουν μπροστά του, αλλά ποτέ ξανά δε θα τον υπηρετήσουν. Κι εδώ στο Σκιστό Λαγκάδι ζουν ακόμα μερικοί απ’ τους κυριότερους εχθρούς του: οι Ξωτικο-σοφοί, άρχοντες των Έλνταρ πέρα απ’ τις πιο μακρινές θάλασσες. Αυτοί δε φοβούνται τα Φαντάσματα του Δαχτυλιδιού γιατί, αυτοί που έχουν ζήσει στο Ευλογημένο Βασίλειο, ζουν ταυτόχρονα και στους δυο κόσμους κι έχουν μεγάλη δύναμη ενάντια και στα Ορατά και στα Αόρατα.

— Εγώ νόμισα πως είδα μια λευκή μορφή που έλαμπε και δεν ξεθώριασε σαν τις άλλες. Ήταν ο Γκλορφίντελ, λοιπόν;

— Ναι, τον είδες για μια στιγμή όπως είναι στην άλλη μεριά: ένας απ’ τους κραταιούς των Πρωτογέννητων. Είναι Ξωτικο-άρχοντας από πριγκιπική γενιά. Και πραγματικά υπάρχει δύναμη στο Σκιστό Λαγκάδι ν’ αντισταθεί στην ισχύ της Μόρντορ, για λίγο: αλλά κι άλλες δυνάμεις βρίσκονται ακόμα και σ’ άλλους τόπους. Υπάρχει δύναμη επίσης, άλλου όμως είδους, στο Σάιρ, Αλλά όλοι αυτοί οι τόποι γρήγορα θα γίνουν πολιορκημένα νησιά, αν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι όπως πάνε. Ο Μαύρος Αρχοντας ετοιμάζει όλη του τη δύναμη.

» Μ’ όλα αυτά όμως, είπε και σηκώθηκε ξαφνικά απάνω πετάγοντας έ-ξο) το σαγόνι του. ενώ η γενειάδα του σκλήρυνε κι ίσιωσε σαν αγριεμένο σύρμα, πρέπει να μη χάσουμε το θάρρος μας. Γρήγορα θα γίνεις καλά, αν δε σε πεθάνω στην κουβέντα. Βρίσκεσαι στο Σκιστό Λαγκάδι και δε χρειάζεται να νοιάζεσαι για τίποτα προς το παρόν.

— Δεν έχω καθόλου θάρρος για να μην το χάσω, είπε ο Φρόντο, αλλά δε στενοχωριέμαι προς το παρόν. Πες μου τώρα νέα για τους φίλους μου και πες μου πώς τέλειωσε η περιπέτεια στο Πέρασμα, γιατί θα σε ρωτάω συνέχεια, και θα μου φτάσουν για την ώρα. Ύστερα θα ξαναπάρω έναν ύπνο, νομίζω· αλλά δε θα κλείσω μάτι αν δε μου τελειώσεις την ιστορία.

Ο Γκάνταλφ έφερε την καρέκλα του πλάι στο κρεβάτι κι έριξε μια ματιά στο Φρόντο. Το χρώμα είχε ξαναγυρίσει στα μάγουλά του, τα μάτια του ήταν καθαρά κι ήταν τελείως ξύπνιος και σωματικά και πνευματικά. Χαμογελούσε κι έδειχνε μια χαρά. Αλλά τα μάτια του μάγου έβλεπαν μια ανεπαίσθητη αλλαγή, μια υποψία μόνο διαφάνειας πάνω του και ιδιαίτερα στο αριστερό του χέρι που ήταν απλωμένο πάνω από τα σκεπάσματα.

«Αλλ’ αυτό θα πρέπει να το περιμένει κανείς, είπε στον εαυτό του ο Γκάνταλφ. Δε βρίσκεται ούτε στα μισά ακόμα και πού θα καταλήξει στο τέλος ούτε κι ο Έλροντ δεν μπορεί να προβλέψει. Όχι σε κακό, νομίζω. Ίσως γίνει σαν κρύσταλλο γεμάτο φως καθάριο για να το βλέπουν όσα μάτια μπορούν».

— Φαίνεσαι μια χαρά, είπε δυνατά. Θα διακινδυνεύσω λίγα λόγια χωρίς να συμβουλευτώ τον Έλροντ. Αλλά πολύ λίγα, έτσι; Κι έπειτα πρέπει να κοιμηθείς ξανά. Να τι έγινε, απ’ ό,τι μπόρεσα να καταλάβω. Οι Καβαλάρηδες όρμησαν ίσια καταπάνω σου, αμέσως μόλις έτρεξες. Δε χρειάζονταν την καθοδήγηση των αλόγων τους πια: ήσουν ορατός γι’ αυτούς, γιατί βρισκόσουν κιόλας στο κατώφλι του κόσμου τους. Και, επιπλέον, τους τραβούσε και το Δαχτυλίδι. Οι φίλοι σου πήδηξαν στην άκρη του δρόμου, αλλιώς θα τους είχαν ποδοπατήσει. Αν δεν μπορούσε να σε σώσει το άσπρο άλογο, τίποτ’ άλλο δε σ’ έσωζε. Οι Καβαλάρηδες ήταν πολύ γρήγοροι για να τους προλάβουν και πάρα πολλοί για να τους αντιμετωπίσουν. Πεζοί ούτε ακόμα κι ο Γκλορφίντελ κι ο Άραγκορν μαζί δεν μπορούσαν να τα βάλουν και με τους Εννιά ταυτόχρονα.

» Μόλις τα Φαντάσματα του Δαχτυλιδιού πέρασαν, οι φίλοι σου έτρεξαν από πίσω. Κοντά στο Πέρασμα έχει ένα μικρό βαθούλωμα στο πλάι του δρόμου που το σκεπάζουν μερικά κολοβωμένα δέντρα. Εκεί άναψαν στα γρήγορα φωτιά· γιατί ο Γκλορφίντελ ήξερε πως θα γινόταν πλημμύρα, αν οι Καβαλάρηδες προσπαθούσαν να περάσουν αντίπερα και τότε θα είχε ν’ αντιμετωπίσει όσους τυχόν γλίτωναν απ’ τη δική του μεριά του ποταμού. Αμέσως μόλις φάνηκε η πλημμύρα όρμησε, με τον Άραγκορν και τους άλλους πίσω του, με αναμμένα δαυλιά. Παγιδευμένοι ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό, και βλέποντας έναν Ξωτικοάρχοντα τρομερό κι όλον θυμό, απελπίστηκαν και τ’ άλογά τους αφηνίασαν. Τους τρεις τους παράσυρε η πρώτη κατεβασιά του νερού· και τους άλλους τώρα τους πέταξαν μες στο νερό τ’ άλογά τους και πάνε.

— Δηλαδή αυτό είναι το τέλος των Μαύρων Καβαλάρηδων; ρώτησε ο Φρόντο.

— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Τ’ άλογά τους θα πρέπει να χάθηκαν και δίχως αυτά είναι σακατεμένοι. Αλλά τα φαντάσματα του δαχτυλιδιού δεν καταστρέφονται έτσι εύκολα. Προς το παρόν όμως δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε. Οι φίλοι σου πέρασαν απέναντι σαν τέλειωσε η πλημμύρα και σε βρήκαν πεσμένο μπρούμυτα στην κορφή της όχθης μ’ ένα σπασμένο σπαθί από κάτω. Ήσουν χλωμός και παγωμένος και φοβήθηκαν πως ήσουν πεθαμένος ή και χειρότερα. Οι άνθρωποι του Έλροντ τους βρήκαν να σε μεταφέρουν αργά στο Σκιστό Λαγκάδι.

— Ποιος έκανε την πλημμύρα; ρώτησε ο Φρόντο.

— Ο Έλροντ έδωσε την προσταγή, απάντησε ο Γκάνταλφ. Το ποτάμι αυτής της κοιλάδας βρίσκεται κάτω από την εξουσία του και φουσκώνει θυμωμένο σαν αυτός έχει ανάγκη να κλείσει το Πέρασμα. Μόλις ο Αρχηγός των φαντασμάτων του δαχτυλιδιού μπήκε στο νερό, η πλημμύρα ελευθερώθηκε. Και μπορώ να σου πω τώρα πως πρόσθεσα κι εγώ μερικές δικές μου τελειοποιήσεις: μπορεί και να μην το πρόσεξες, αλλά μερικά απ’ τα κύματα είχαν πάρει τη μορφή μεγάλων άσπρων αλόγων μ’ αστραφτερούς άσπρους καβαλάρηδες· κι είχε κι ένα σωρό βράχους που κυλούσαν βροντερά. Για μια στιγμή φοβήθηκα πως είχαμε ελευθερώσει τέτοιον άγριο θυμό, που η πλημμύρα θα ξέφευγε τον έλεγχο και θα παράσερνε τα πάντα. Έχουν μεγάλη ορμή τα νερά που κατεβαίνουν απ’ τα χιόνια των Ομιχλιασμένων Βουνών.

— Ναι, όλα μου ξανάρχονται στη θύμηση τώρα, είπε ο Φρόντο: το τρομακτικό βουητό. Νόμιζα πως πνιγόμουνα μαζί με φίλους κι εχθρούς κι όλα. Μα τώρα είμαστε ασφαλισμένοι!

Ο Γκάνταλφ κοίταξε γρήγορα το Φρόντο, μ’ αυτός είχε κλείσει τα μάτια του.

— Ναι, είσαι ασφαλισμένος προς το παρόν. Σε λίγο θα έχουμε τραπέζια και χαρές για να γιορτάσουμε τη νίκη στο Πέρασμα του Μπρούινεν και θα είσαστε όλοι εκεί σε τιμητικές θέσεις.

— Υπέροχα! είπε ο Φρόντο. Είναι θαυμάσιο που ο Έλροντ κι ο Γκλορφίντελ και τέτοιοι μεγάλοι άρχοντες, για να μην πω και το Γοργοπόδαρο, μου δείχνουν τόση καλοσύνη.

— Εδώ που τα λέμε, υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό, είπε ο Γκάνταλφ, χαμογελώντας. Ο ένας λόγος είμαι εγώ. Το Δαχτυλίδι είναι άλλος ένας: είσαι ο Δαχτυλιδο-κουβαλητής. Και είσαι ο κληρονόμος του Μπίλμπο, του Δαχτυλιδο-ευρετή.

— Τον καλό μου τον Μπίλμπο! είπε ο Φρόντο νυσταγμένα. Πού να βρίσκεται άραγε! Μακάρι να ήταν εδώ και να μπορούσε να μάθει όλα όσα έγιναν. Θα είχε πεθάνει στα γέλια. Η αγελάδα που πήδηξε στο Φεγγάρι! Κι ο κακομοίρης ο γερο-Γίγαντας!

Και λέγοντας αυτά αποκοιμήθηκε βαθιά.


Ο Φρόντο βρισκόταν τώρα ασφαλισμένος στο Τελευταίο Αληθινό Σπίτι ανατολικά απ’ τη Θάλασσα. Ήταν, όπως είχε πει από παλιά ο Μπίλμπο, «ένα τέλειο σπίτι, είτε σ’ άρεσε πιο πολύ το φαΐ κι ο ύπνος, ή τα παραμύθια και τα τραγούδια, ή το να κάθεσαι μονάχα και να συλλογιέσαι, ή λίγο απ’ όλα». Η παρουσία σου και μόνο εκεί έφτανε για να γιατρευτείς απ’ την κούραση, το φόβο και τη λύπη.

Κατά το βραδάκι ο Φρόντο ξύπνησε πάλι κι ένιωσε πως δεν είχε πια ανάγκη να ξεκουραστεί ή να κοιμηθεί, αλλά όρεξη για φαγητό και πιοτό και πιθανότατα για τραγούδια κι ιστορίες ύστερα. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι κι ανακάλυψε πως το χέρι του ήταν σχεδόν τόσο καλά πάλι όσο και πριν. Βρήκε απλωμένα έτοιμα ρούχα από πράσινο ύφασμα που του έρχονταν γάντι. Κοιτάζοντας στον καθρέφτη τρόμαξε σαν είδε ένα πολύ πιο αδυνατισμένο είδωλο του εαυτού του απ’ ό,τι θυμόταν: έμοιαζε πολύ σαν το ανηψούδι του Μπίλμπο, που συνήθιζε να πηγαίνει πεζοπορία με το θείο του στο Σάιρ· τα μάτια όμως τον κοίταζαν σκεφτικά. — Ναι, είδες κάνα δυο πράγματα από τότε που για τελευταία φορά κοίταξες μέσ’ απ’ τον καθρέφτη, είπε στο είδωλο του. Τώρα όμως δρόμο για μια χαρούμενη συνάντηση!

Τέντωσε τα χέρια του ψηλά κι άρχισε να σφυρίζει κάποιο σκοπό.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα κι ο Σαμ μπήκε μέσα. Έτρεξε στο Φρόντο και του ’πιασε το αριστερό χέρι αδέξια και ντροπαλά. Το χάιδεψε μαλακά κι έπειτα κοκκίνισε και γύρισε γρήγορα το κεφάλι του αλλού.

— Γεια σου, Σαμ! είπε ο Φρόντο.

— Είναι ζεστό! είπε ο Σαμ. Δηλαδή το χέρι σου, κύριε Φρόντο. Το ’νιωθα τόσο παγοιμένο τις ατέλειωτες νύχτες. Αλλά ζήτω και πάλι ζήτω! φώναξε, γυρίζοντας πάλι, με μάτια που έλαμπαν και χορεύοντας στο πάτωμα. Είναι πολύ όμορφο να σε βλέπω στα πόδια σου και στον εαυτό σου πάλι, κύριε!

Ο Γκάνταλφ μου είπε να ’ρθω να δω αν ήσουν έτοιμος να κατεβείς κι εγώ νόμισα πως κορόιδευε.

— Είμαι έτοιμος, είπε ο Φρόντο. Πάμε να βρούμε τους υπόλοιπους της παρέας!

— Θα σε πάω εγώ, κύριε, είπε ο Σαμ. Αυτό το σπίτι είναι πολύ μεγάλο και πολύ παράξενο. Έχει πάντα όλο και κάτι παραπάνω για ν’ ανακαλύψεις και ποτέ δεν ξέρεις τι θα βρεις σα στρίψεις μια γωνιά. Και Ξωτικά, κύριε! Ξωτικά εδώ και Ξωτικά εκεί! Μερικά είναι σαν βασιλιάδες, τρομεροί και μεγαλόπρεποι· κι άλλα είναι χαρούμενα σαν μικρά παιδιά. Και μουσική και τραγούδια — όχι πως είχα τον καιρό ή τη διάθεση για να κάθομαι και να τ’ ακούω από τότε που ήρθαμε εδώ. Αλλά έχω αρχίσει να μαθαίνω κάπως τις συνήθειες του σπιτιού.

— Ξέρω τι έκανες, Σαμ, είπε ο Φρόντο, πιάνοντας του το χέρι. Αλλ’ απόψε θα διασκεδάσεις και θ’ ακούσεις όσα τραβάει η καρδιά σου. Εμπρός, δείξε μου το δρόμο!

Ο Σαμ τον πέρασε από πολλούς διαδρόμους και σκάλες και βγήκαν σ’ έναν υπερυψωμένο κήπο πάνω απ’ την απόκρημνη όχθη του ποταμού. Βρήκε τους φίλους του να κάθονται σε μια βεράντα στην ανατολική πλευρά του σπιτιού. Οι σκιές είχαν απλωθεί στην κοιλάδα κάτω, αλλά είχε ακόμα φως στα βουνά πέρα ψηλά. Ο αέρας ήταν ζεστός. Το νερό έτρεχε κελαρυστό και το δειλινό ήταν γεμάτο από μια λεπτή μυρωδιά δέντρων και λουλουδιών, λες και το καλοκαίρι αργοπορούσε ακόμα στους κήπους του Έλροντ.

— Ζήτω! φώναξε ο Πίπιν και τινάχτηκε όρθιος. Να κι ο σπουδαίος μας ξάδελφος! Ανοίξτε δρόμο να περάσει ο Φρόντο, ο Άρχοντας του Δαχτυλιδιού!

— Σουτ! είπε ο Γκάνταλφ μέσα απ’ τις σκιές στο βάθος της βεράντας. Κακοποιά όντα δεν έρχονται σε τούτη την κοιλάδα· αλλά, για καλό και για κακό, εμείς δεν πρέπει να ξεστομίζουμε τέτοια πράγματα. Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών δεν είναι ο Φρόντο, αλλά ο αφέντης του Μαύρου Πύργου της Μόρντορ, που η δύναμη του απλώνεται ξανά να σκεπάσει τον κόσμο! Εμείς εδώ βρισκόμαστε σ’ ένα φρούριο. Έξω όμως τα πράγματα σκοτεινιάζουν.

— Ο Γκάνταλφ όλο και λέει ένα σωρό τέτοια χαρούμενα πράγματα, είπε ο Πίπιν. Νομίζει πως χρειάζομαι πειθαρχία. Μου φαίνεται αδύνατο, κάπως, να νιώσω μελαγχολικός ή άκεφος σ’ αυτό εδώ το μέρος. Νιώθω πως θα μπορούσα να τραγουδήσω, αν ήξερα το κατάλληλο τραγούδι για την περίπτωση.

— Κι εγώ το ίδιο νιώθω, γέλασε ο Φρόντο. Αν και τούτη την ώρα προτιμώ να φάω και να πιω!

— Αυτό γρήγορα διορθώνεται, είπε ο Πίπιν. Έδειξες τη γνωστή σου πονηριά και σηκώθηκες πάνω στην ώρα του φαγητού.

— Και είναι κάτι παραπάνω από απλό φαγητό! Είναι συμπόσιο! είπε ο Μέρι. Μόλις ο Γκάνταλφ ανακοίνωσε πως ήσουν καλά, άρχισαν οι ετοιμασίες.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και χτύπησαν πολλά καμπανάκια, καλώντας τους στη μεγάλη αίθουσα.


Η μεγάλη αίθουσα του σπιτιού του Έλροντ ήταν γεμάτη κόσμο: Ξωτικά κυρίως, αν και ήταν και μερικοί άλλοι ξένοι. Ο Έλροντ, όπως το συνήθιζε, καθόταν σε μια μεγάλη πολυθρόνα στην κορφή ενός μακρόστενου τραπεζιού που ήταν πάνω σ’ ένα βάθρο· και δίπλα του απ’ τη μια μεριά καθόταν ο Γκλορφίντελ κι απ’ την άλλη ο Γκάνταλφ.

Ο Φρόντο τους κοίταζε απορημένος, γιατί δεν είχε ποτέ του δει τον Έλροντ, που γι’ αυτόν τόσες ιστορίες μιλούσαν· κι έτσι όπως καθόντουσαν στα δεξιά κι αριστερά του, ο Γκλορφίντελ. κι αυτός ακόμα ο Γκάνταλφ, που νόμιζε πως τον ήξερε τόσο καλά, αποκαλύπτονταν σαν άρχοντες σεβαστοί και δυνατοί.

Ο Γκάνταλφ ήταν πιο κοντός στο ανάστημα απ’ τους άλλους δυο· μα τα μακριά λευκά μαλλιά του, η πλούσια ασημένια γενειάδα του και οι φαρδιές του πλάτες τον έκαναν να φαίνεται σαν κάποιος σοφός βασιλιάς από αρχαίες ιστορίες. Στο γερασμένο του πρόσωπο, κάτω από μεγάλα χιονάτα φρύδια, τα μαύρα μάτια του ήταν σαν κάρβουνα που μπορούσαν να ξεπετάξουν ξαφνικά φλόγες.

Ο Γκλορφίντελ ήταν ψηλός και στητός· τα μαλλιά του ήταν χρυσάφι αστραφτερό και το πρόσωπό του πανέμορφο και νεανικό, ατρόμητο και γεμάτο χαρά· τα μάτια του ήταν λαμπερά και κοφτερά, κι η φωνή του σαν μουσική· σοφία καθόταν στο μέτωπό του και δύναμη στο χέρι του.

Το πρόσωπο του Έλροντ ήταν δίχως ηλικία, ούτε γέρικο ούτε νεανικό, αν και πάνω του ήταν γραμμένες αναμνήσεις πολλών πραγμάτων, και χαρούμενων και λυπητερών. Τα μαλλιά του ήταν σκουρόχρωμα στις σκιές του μισόφωτου και πάνω τους καθόταν ένα ασημένιο στεφάνι· τα μάτια του ήταν γκρίζα σαν το καθάριο δειλινό και μέσα τους είχαν ένα φως σαν το φως των άστρων. Έδειχνε σεβάσμιος σαν βασιλιάς στεφανωμένος με πολλούς χειμώνες και ταυτόχρονα εύρωστος σαν δοκιμασμένος πολεμιστής στην ακμή της δύναμής του. Ήταν ο Άρχοντας του Σκιστού Λαγκαδιού, παντοδύναμος ανάμεσα σε Ξωτικά κι Ανθρώπους.

Στη μέση του τραπεζιού, μπροστά σε κάτι υφαντά κρεμασμένα στον τοίχο, ήταν μια πολυθρόνα με ουρανό, κι εκεί καθόταν μια κυρά πεντάμορφη. Και τόσο έμοιαζε του Έλροντ που ο Φρόντο μάντεψε πως θα ήταν στενή του συγγενής. Ήταν νέα και ταυτόχρονα όχι. Οι πλεξούδες των μαύρων της μαλλιών δεν ήταν χιονισμένες, τα λευκά της μπράτσα και το καθαρό της πρόσωπο ήταν αψεγάδιαστα και δίχως ρυτίδες. Το φως των αστεριών κρυβόταν στα λαμπερά της μάτια, που ήταν γκρίζα σαν ασυννέφιαστη νύχτα. Έμοιαζε βασίλισσα όμως και στη ματιά της είχε σύνεση και γνώση που μόνο τα χρόνια φέρνουν. Πάνω απ’ το μέτωπο της το κεφάλι της ήταν σκεπασμένο μ’ ένα σκουφάκι από ασημένια δαντέλα, κεντημένο με μικρά πετράδια που έλαμπαν άσπρα· αλλά το απαλό γκρίζο της φόρεμα δεν είχε κανένα στολίδι εκτός μια ζώνη από σκαλιστά ασημένια φύλλα.

Κι έτσι την είδε ο Φρόντο, αυτή που λίγοι θνητοί είχαν ως τώρα δει· την Άργουεν, τη θυγατέρα του Έλροντ, που στο πρόσωπό της, έλεγαν, πως η μορφή της Λούθιεν είχε ξαναρθεί στη γη πάλι· και την έλεγαν και Αντόμιελ. γιατί ήταν το Άστρο του Δειλινού του λαού της. Για πολύ καιρό ζούσε στη γη των συγγενών της μητέρας της, στο Λόριεν πέρα απ’ τα βουνά και μόλις τώρα τελευταία ήταν που είχε έρθει στο Σκιστό Λαγκάδι στο σπίτι του πατέρα της. Αλλά τ’ αδέλφια της, ο Ελάνταν κι ο Ελρόχιρ, έλειπαν σ’ αποστολή: γιατί συχνά έφευγαν μακριά μαζί με τους Περιφερόμενους Φύλακες του Βοριά, ποτέ μη λησμονώντας τα μαρτύρια της μητέρας τους στα άντρα των ορκ.

Τέτοια ομορφιά σε πλάσμα ζωντανό ο Φρόντο δεν είχε ποτέ του ξαναδεί ούτε την είχε ονειρευτεί· κι ήταν κατάπληκτος κι ένιωθε ντροπή που είχε θέση στο τραπέζι του Έλροντ ανάμεσα σ’ όλον αυτό τον κόσμο που ήταν τόσο ψηλοί κι όμορφοι. Και, αν κι είχε κατάλληλη καρέκλα και τον είχαν ψηλώσει με πολλά μαξιλάρια, ένιωθε πολύ μικρός και κάπως παράταιρος· γρήγορα όμως αυτή η εντύπωση του πέρασε. Το τραπέζι ήταν χαρούμενο και το φαγητό ό,τι θα μπορούσε να επιθυμήσει η πείνα του. Πέρασε αρκετή ώρα για να ξανακοιτάξει γύρω του, ή να γυρίσει και στο διπλανό του ακόμα.

Πρώτα κοίταξε για τους φίλους του. Ο Σαμ είχε παρακαλέσει να τον αφήσουν να περιποιηθεί τον κύριό του, μα του είπαν πως γι’ αυτή τη φορά ήταν κι αυτός ένας απ’ τους τιμητικούς προσκεκλημένους. Ο Φρόντο τον είδε τώρα καθισμένο με τον Πίπιν και το Μέρι στην πάνω μεριά ενός απ’ κι πλαϊνά τραπέζια κοντά στο βάθρο. Το Γοργοπόδαρο δεν τον έβλεπε πουθενά.

Πλάι στο Φρόντο, από τα δεξιά, καθόταν ένας νάνος που έδειχνε σπουδαίος κι ήταν πλούσια ντυμένος. Η γενειάδα του, μακριά και ψαλιδωτή, ήταν άσπρη, σχεδόν τόσο άσπρη όσο και το χιονάτο ύφασμα που ήταν φτιαγμένα τα ρούχα του. Φορούσε μια ασημένια ζώνη και γύρω απ’ το λαιμό του κρεμόταν μια αλυσίδα από ασήμι και διαμάντια. Ο Φρόντο σταμάτησε να τρώει για να τον κοιτάξει.

— Καλωσόρισες και καλώς σε ανταμώνω! είπε ο νάνος, γυρίζοντας κατά το μέρος του. Έπειτα σηκώθηκε τελείως απ’ τη θέση του και υποκλίθηκε.

— Γκλόιν, στην υπηρεσία σου, είπε και ξαναϋποκλίθηκε ακόμα πιο βαθιά.

— Φρόντο Μπάγκινς, στην υπηρεσία σου και στης οικογένειάς σου, είπε ο Φρόντο πολύ τυπικά, και σηκώθηκε σκορπίζοντας τα μαξιλάρια του απ’ την έκπληξη. Μαντεύω σωστά πως είσαι ο Γκλόιν, ένας απ’ τους δώδεκα συντρόφους του μεγάλου Θόριν του Δρύασπη;

— Πολύ σωστά, απάντησε ο νάνος, μαζεύοντας από χάμω τα μαξιλάρια και βοηθώντας ευγενικά το Φρόντο να ξανακαθίσει στη θέση του. Κι εγώ δε σε ρωτώ, γιατί μου έχουν κιόλας πει πως είσαι συγγενής κι ο υιοθετημένος κληρονόμος του φίλου μας του Μπίλμπο του ξακουστού. Επίτρεψέ μου να σε συγχαρώ για την ανάρρωσή σου.

— Σ’ ευχαριστώ πολύ, είπε ο Φρόντο.

— Πέρασες κάτι πολύ παράξενες περιπέτειες, ακούω, είπε ο Γκλόιν. Και πολύ αναρωτιέμαι τι είν’ αυτό που φέρνει τέσσερις χόμπιτ σ’ ένα τόσο μακρινό ταξίδι. Δεν έχει ξαναγίνει κάτι σαν κι αυτό από τότε που ο Μπίλμπο ήρθε μαζί μας. Αλλά μήπως δεν πρέπει να πολυρωτώ, μιας κι ο Έλροντ κι ο Γκάνταλφ δε φαίνονται να έχουν τη διάθεση να μιλήσουν γι’ αυτό;

— Νομίζω καλύτερα να μη μιλήσουμε, τουλάχιστον όχι ακόμα, είπε ο Φρόντο ευγενικά.

Είχε καταλάβει πως, ακόμα και στο σπιτικό του Έλροντ, η υπόθεση του Δαχτυλιδιού δεν ήταν για να συζητιέται επιπόλαια· κι οπωσδήποτε ήθελε να ξεχάσει τις στενοχώριες του για λίγο καιρό.

— Αλλά είμαι κι εγώ το ίδιο περίεργος, πρόσθεσε, να μάθω τι φέρνει εδώ ένα τόσο σπουδαίο νάνο από τόσο μακριά όσο το Βουνό της Μοναξιάς.

Ο Γκλόιν τον κοίταξε.

— Αν δεν το έχεις ακούσει, νομίζοι πως καλύτερα να μη μιλήσουμε ακόμα ούτε και γι’ αυτό. Ο άρχοντας Ελροντ θα μας καλέσει όλους πολύ γρήγορα, πιστεύω, και τότε θ’ ακούσουμε όλοι πολλά πράγματα. Μα είναι και πολλά άλλα που θα ειπωθούνε ίσως.

Σ’ όλο το υπόλοιπο του φαγητού κουβέντιαζαν μαζί, αλλά ο Φρόντο πιο πολύ άκουγε παρά μιλούσε· γιατί τα νέα του Σάιρ, εκτός από το Δαχτυλίδι, φαίνονταν μικρά, μακρινά κι ασήμαντα, ενώ ο Γκλόιν είχε πολλά να πει για τα γεγονότα στις βόρειες επαρχίες της Έρημης Χώρας. Ο Φρόντο έμαθε πως ο Γκριμπέορν ο Παλιός, ο γιος του Άρκου, ήταν τώρα άρχοντας πολλών γεροδεμένων ανθρώπων και στη χώρα τους, ανάμεσα στα Βουνά και στο Δάσος της Σκοτεινιάς, ούτε όρκ ούτε λύκος δεν τολμούσε να μπει.

— Και για να λέμε την αλήθεια, είπε ο Γκλόιν, αν δεν ήταν οι Μπέορνινγκ[12], ο δρόμος απ’ την Πόλη της Κοιλάδας στο Σκιστό Λαγκάδι θα είχε, εδώ και πολύ καιρό, γίνει αδιάβατος. Είναι γενναίοι άντρες και βαστάνε ανοιχτό το Ψηλό Πέρασμα στα Βουνά και το ποταμίσιο Πέρασμα του Κάροκ. Αλλά τα διόδιά τους είναι ακριβά, πρόσθεσε, κουνώντας το κεφάλι· και, σαν τον Άρκο παλιά, δεν πολυαγαπούν τους νάνους. Μπορείς όμως να τους έχεις εμπιστοσύνη κι αυτό είναι πολύ στις μέρες μας. Πουθενά δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που να είναι τόσο φίλοι μ’ εμάς όπως οι Άνθρωποι της Πόλης της Κοιλάδας. Οι Μπάρντινγκ είναι καλή πάστα. Τους κυβερνά ο εγγονός του Μπαρντ του Τοξότη, ο Μπραντ, γιος του Μπάλιν, γιος του Μπαρντ. Είναι δυνατός βασιλιάς και το βασίλειό του τώρα φτάνει πολύ μακριά στο νοτιά και στα δυτικά του Έσγκαροθ.

— Και ο δικός σας λαός; ρώτησε ο Φρόντο.

— Πολλά μπορώ να πω, καλά και κακά, είπε ο Γκλόιν· κυρίως όμως καλά: ως τώρα είμαστε τυχεροί, αν και δε γλιτώνουμε τη σκιά των καιρών αυτών. Αν στ’ αλήθεια θέλεις να μάθεις για μας, θα σου πω τα νέα μας ευχαρίστως. Αλλά σταμάτησέ με σα βαρεθείς! Οι γλώσσες των νάνων τρέχουν σα μιλάνε για τα έργα τους, λένε.

Και μ’ αυτά τα λόγια, ο Γκλόιν άρχισε να εξιστορεί με λεπτομέρειες τα έργα του Βασιλείου των Νάνων. Ήταν καταγοητευμένος που είχε βρει έναν τόσο ευγενικό ακροατή· γιατί ο Φρόντο δεν έδειχνε κανένα σημάδι πως κουράστηκε και δεν προσπάθησε ν’ αλλάξει το θέμα, αν κι εδώ που τα λέμε, γρήγορα μπερδεύτηκε ανάμεσα στα παράξενα ονόματα προσώπων και τόπων που ποτέ του δεν τα ’χε ξανακούσει. Χάρηκε όμως σαν άκουσε πως ο Ντάιν ήταν ακόμα Βασιλιάς κάτω απ’ το Βουνό και πως τώρα ήταν γέροντας (είχε περάσει τα διακόσια πενήντα), σεβάσμιος κι αμύθητα πλούσιος. Από τους δέκα συντρόφους που είχαν επιζήσει μετά τη Μάχη των Πέντε Στρατιών, εφτά βρίσκονταν ακόμα μαζί του: ο Ντουάλιν, ο Γκλόιν, ο Ντόρι, ο Νόρι, ο Μπίφουρ, ο Μπόφουρ κι ο Μπόμπουρ. Ο Μπόμπουρ τώρα ήταν τόσο χοντρός που δεν μπορούσε να κουνηθεί απ’ το κρεβάτι του για να πάει στην καρέκλα του στο τραπέζι και χρειάζονταν έξι νέοι νάνοι για να τον σηκώσουν.

Και τι απόγιναν ο Μπάλιν, ο Όρι και ο Όιν; ρώτησε ο Φρόντο.

Μια σκιά πέρασε απ’ το πρόσωπο του Γκλόιν.

Δεν ξέρουμε, απάντησε. Και είναι κυρίως για τον Μπάλιν που έχω έρθει να γυρέψω τη συμβουλή αυτών που κατοικούν στο Σκιστό Λαγκάδι. Αλλά απόψε ας μιλήσουμε για πιο εύθυμα πράγματα!

Ο Γκλόιν άρχισε τότε να μιλά για τα έργα του λαού του και για τους μεγάλους του μόχθους στην Πόλη της Κοιλάδας και κάτω απ’ το βουνό.

— Τα πήγαμε καλά, είπε. Αλλά στην κατεργασία των μετάλλων δεν μπορούμε να συναγωνιστούμε τους προγόνους μας και πολλά απ’ τα μυστικά τους έχουν χαθεί. Φτιάχνουμε καλές πανοπλίες και κοφτερά σπαθιά, αλλά δεν μπορούμε τώρα να ξαναφτιάξουμε αλυσιδωτούς θώρακες ή λάμες σαν μ αυτές που φτιάχνονταν πριν τον ερχομό τού δράκου. Μόνο στη μεταλλωρυχία και στην αρχιτεκτονική έχουμε ξεπεράσει τους παλιούς. Πρέπει να δεις τα πλωτά κανάλια της Πόλης της Κοιλάδας, Φρόντο, και τα βουνά και τις λίμνες! Πρέπει να δεις τους πολύχρωμους λιθοστρωμένους δρόμους! Και τις αίθουσες και τους δρόμους κάτω από τη γη με καμάρες σκαλισμένες να μοιάζουν με δέντρα· και τις πεζούλες και τους πύργους στις πλαγιές των βουνών! Τότε θα ’βλεπες πως δε μείναμε αργοί.

— Θα έρθω και θα τα δω, αν ποτέ μπορέσω, είπε ο Φρόντο. Πόσο έκπληκτος θα ’μενε ο Μπίλμπο αν έβλεπε όλες αυτές τις αλλαγές εκεί που ήταν άλλοτε η Ερημιά του Νοσφιστή!

Ο Γκλόιν κοίταξε το Φρόντο και χαμογέλασε.

— Τον αγαπούσες πολύ τον Μπίλμπο, δεν είναι έτσι; ρώτησε.

— Ναι, απάντησε ο Φρόντο. Θα προτιμούσα να έβλεπα αυτόν αντί για όλους τους πύργους και τα παλάτια του κόσμου.


Κάποτε το συμπόσιο τελείωσε. Ο Έλροντ και η Άργουεν σηκώθηκαν και προχώρησαν στο βάθος και η συντροφιά τους ακολούθησε σύμφωνα με την ανάλογη τάξη. Οι πόρτες άνοιξαν και αφού πέρασαν ένα φαρδύ διάδρομο κι άλλες πόρτες, έφτασαν σε μια άλλη αίθουσα. Εκεί δεν είχε τραπέζια, αλλά μια ζωηρή φωτιά έκαιγε σ’ ένα μεγάλο τζάκι ανάμεσα στις σκαλισμένες κολόνες που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά.

Ο Φρόντο βρέθηκε να περπατά μαζί με τον Γκάνταλφ. — Αυτή είναι η Αίθουσα της Φωτιάς, είπε ο μάγος. Εδώ θ’ ακούσεις πολλά τραγούδια κι ιστορίες — αν τα καταφέρεις να μη σε πάρει ο ύπνος. Αλλά, εκτός από εξαιρετικές μέρες, είναι συνήθως άδεια και ήσυχη και έρχονται εδώ όσοι θέλουν να ηρεμήσουν και να αυτοσυγκεντρωθούν. Εδώ έχει πάντα αναμμένη φωτιά, όλο το χρόνο, αλλά δεν έχει σχεδόν από πουθενά αλλού φως.

Μόλις ο Έλροντ μπήκε και πήγε προς το κάθισμα το ετοιμασμένο γι’ αυτόν, ζωτικά τροβαδούροι άρχισαν γλυκιά μουσική. Αργά αργά η αίθουσα γέμισε κι ο Φρόντο κοίταζε με απόλαυση τα διάφορα πρόσωπα που ήταν συγκεντρωμένα εκεί· το χρυσαφένιο φως της φωτιάς έπαιζε και χρυσαυγιζε στα μαλλιά τους. Ξαφνικά πρόσεξε, όχι μακριά απ’ τη φωτιά, μια μικρή σκοτεινή μορφή καθισμένη σ’ ένα σκαμνί με την πλάτη ακουμπισμένη σε μια κολόνα. Δίπλα στο πάτωμα είχε ένα ποτήρι και λίγο ψωμί. Ο Φρόντο αναρωτήθηκε μήπως ήταν άρρωστος (αν αρρώσταινε ποτέ κανείς στο Σκιστό Λαγκάδι), και δεν είχε μπορέσει να έρθει στο τραπέζι. Το κεφάλι του ήταν γερμένο στο στήθος, λες και κοιμόταν και ο μανδύας του ήταν τραβηγμένος και του σκέπαζε το πρόσωπο.

Ο Έλροντ προχώρησε και στάθηκε πλάι στη σιωπηλή μορφή. - Ξύπνα, μικρούλη κύριε! είπε μ’ ένα χαμόγελο.

Έπειτα γυρίζοντας στο Φρόντο, του έκανε νόημα να πλησιάσει.

— Τώρα, επιτέλους, έφτασε η ώρα που τόσο πολύ ποθούσες, Φρόντο, είπε. Να ένας φίλος σου που τον επιθυμούσες εδώ και πολύ καιρό.

Η σκοτεινή μορφή σήκωσε το κεφάλι και ξεσκέπασε το πρόσωπό της.

— Μπίλμπο! φώναξε ο Φρόντο αναγνωρίζοντάς τον ξαφνικά και όρμησε μπροστά.

— Γεια σου, Φρόντο νεαρέ μου! είπε ο Μπίλμπο. Λοιπόν, έφτασες, εδώ επιτέλους. Το ’λπιζα πως θα τα κατάφερνες. Μπράβο, μπράβο! Κι όλες αυτές οι χαρές και τα πανηγύρια γίνονται προς τιμή σου, ακούω. Φαντάζομαι να διασκέδασες;

— Γιατί δεν ήσουν εκεί; φώναξε ο Φρόντο. Και γιατί δε μ’ άφησαν να σε δω πιο πριν;

— Γιατί κοιμόσουνα. Εγώ σε είδα εσένα και με το παραπάνω. Καθόμουν στο προσκέφαλό σου μαζί με το Σαμ κάθε μέρα. Αλλά όσο για το τραπέζι, δε μου αρέσουν και πολύ κάτι τέτοια τώρα. Κι είχα και κάτι άλλο να κάνω.

— Δηλαδή, τι έκανες;

— Να, καθόμουν και σκεφτόμουν. Σκέφτομαι πολύ τούτο τον καιρό κι εδώ μέσα είναι το καλύτερο μέρος για να το κάνεις, γενικά. Να ξυπνήσω, αλήθεια! είπε, γυρίζοντας κατά τον Έλροντ, το μάτι του ζωηρό και λαμπερό δίχως ο Φρόντο να μπορεί να διακρίνει το παραμικρό σημάδι νύστας. Να ξυπνήσω! Δεν κοιμόμουνα, Άρχοντα Έλροντ. Και σα θέλεις να ξέρης, ήρθατε εδώ μέσα όλοι σας απ’ το τραπέζι πολύ νωρίς και με διακόψατε — στη μέση που έφτιαχνα ένα τραγούδι. Είχα κολλήσει σε καμιά δυο γραμμές και τις σκεφτόμουν· τώρα όμως δε νομίζω πως θα τις φέρω ποτέ σε λογαριασμό. Θ’ αρχίσουν τα τραγούδια κι όλες οι ιδέες θα μου φύγουν ολότελα μέσ’ απ’ το κεφάλι μου. Θα πρέπει να βρω το φίλο μου τον Ντούνανταν να με βοηθήσει. Πού είναι;

Ο Έλροντ γέλασε.

— Θα τον βρούμε, είπε. Έπειτα εσείς οι δυο θα πάτε σε μια γωνιά και θα τελειώσετε τη δουλειά σας κι εμείς θα την ακούσουμε και θα την κρίνουμε πριν τελειώσουμε τη διασκέδαση.

Έστειλαν λοιπόν να βρούνε το φίλο του Μπίλμπο, αν και κανείς δεν ήξερε πού ήταν, ή γιατί απουσίασε απ’ το τραπέζι.

Στο μεταξύ ο Φρόντο κι ο Μπίλμπο κάθισαν πλάι πλάι κι ο Σαμ ήρθε γρήγορα και κάθισε κοντά τους. Πιάσαν την κουβέντα χαμηλόφωνα, αδιαφορώντας για τα γέλια και τη μουσική ολόγυρά τους στην αίθουσα. Ο Μπίλμπο δεν είχε πολλά να πει για τον εαυτό του. Σαν άφησε το Χόμπιτον πλανήθηκε χωρίς σκοπό, ακολουθώντας το Δρόμο, ή δεξιά κι αριστερά τις εξοχές· αλλά ασυναίσθητα τραβούσε συνέχεια για το Σκιστό Λαγκάδι.

— Έφτασα εδώ δίχως πολλές περιπέτειες, είπε, κι αφού ξεκουράστηκα, πήγα με τους νάνους στην Πόλη της Κοιλάδας· το τελευταίο μου ταξίδι.

Δε θα ταξιδέψω ξανά. Ο γερο-Μπάλιν είχε φύγει μακριά. Ύστερα γύρισα εδώ, κι εδώ κάθομαι. Όλο και κάτι κάνω. Έχω προχωρήσει πιο κάτω το βιβλίο μου, Και, φυσικά, φτιάχνω και κανένα τραγούδι. Τα τραγουδούν πότε πότε: μόνο και μόνο για να μ’ ευχαριστήσουν, νομίζω· γιατί, βέβαια, δεν είναι στ’ αλήθεια άξια για το Σκιστό Λαγκάδι. Και κάθομαι κι ακούω και συλλογιέμαι. Ο καιρός δε φαίνεται να περνά εδώ: απλώς υπάρχει. Είναι σπουδαίο τούτο δω το μέρος, γενικά.

» Μαθαίνω όλων των λογιών τα νέα, από πέρα απ’ τα Βουνά, μακριά απ’ το Νοτιά, μα σχεδόν τίποτα απ’ το Σάιρ. Έμαθα, βέβαια, για το Δαχτυλίδι. Ο Γκάνταλφ ερχόταν συχνά εδώ. Όχι πως μου λέει και πολλά, έχει γίνει ακόμα πιο λιγομίλητος τα τελευταία τούτα χρόνια. Ο Ντούνανταν μου έχει πει περισσότερα. Για φαντάσου, να κάνει τέτοια φασαρία εκείνο το δαχτυλίδι μου! Κρίμα που ο Γκάνταλφ δεν ανακάλυψε τι ήταν πιο γρήγορα, θα μπορούσα να το είχα φέρει εδώ εγώ ο ίδιος προ πολλού δίχως τόση φασαρία. Σκέφτηκα αρκετές φορές να πάω πίσω στο Χόμπιτον να το φέρω· αλλά γερνάω και δε θέλανε να μ’ αφήσουν: ο Γκάνταλφ κι ο Έλροντ, δηλαδή. Έδειχναν να νομίζουν πως ο Εχθρός κινούσε γη και ουρανό για να με βρει και πως θα μ’ έκανε κιμά, αν μ’ έπιανε να παραπατάω δώθε κείθε στην Ερημιά.

» Κι ο Γκάνταλφ έλεγε: “Το Δαχτυλίδι πήγε σ’ άλλον, Μπίλμπο. Δε θα πρόσφερε τίποτα καλό ούτε σ’ εσένα ούτε σε άλλους αν προσπαθούσες πάλι ν’ ανακατευτείς μαζί του”. Ήταν πολύ παράξενα λόγια, ίδια ο Γκάνταλφ. Αλλά μου είπε πως σε πρόσεχε κι έτσι δεν επέμενα. Είμαι τρομερά χαρούμενος που σε βλέπω γερό κι ασφαλισμένο.

Σταμάτησε και κοίταξε το Φρόντο μ’ αμφιβολία.

— Το έχεις εδώ; ρώτησε ψιθυριστά. Δεν μπορώ να μη νιώθω περιέργεια, ξέρεις, έπειτα απ’ όλα όσα έχω ακούσει. Πολύ θα ’θελα να του ’ριχνα μια μικρή ματιά ξανά.

— Ναι, το έχω, απάντησε ο Φρόντο, νιώθοντας μια παράξενη απροθυμία. Είναι το ίδιο, όπως ήταν πάντα.

— Εγώ όμως θα ’θελα να το δω μια στιγμούλα, είπε ο Μπίλμπο. Τότε που ντυνόταν ο Φρόντο είχε ανακαλύψει πως την ώρα που κοιμόταν του είχαν κρεμάσει το Δαχτυλίδι στο λαιμό με μια καινούρια αλυσίδα, ελαφριά αλλά γερή. Αργά το τράβηξε έξω. Ο Μπίλμπο άπλωσε το χέρι του. Μα ο Φρόντο γρήγορα τράβηξε πίσω το Δαχτυλίδι. Με μεγάλη απελπισία κι έκπληξη διαπίστωσε πως δεν έβλεπε πια τον Μπίλμπο· μια σκιά φαινόταν να έχει πέσει ανάμεσά τους και μέσ’ απ’ αυτή βρέθηκε να κοιτάζει ένα μικρό ζαρωμένο πλάσμα με πεινασμένη όψη και κσκαλιάρικα ψαχουλευτά χέρια. Ένιωσε την επιθυμία να το χτυπήσει.

Η μουσική και τα τραγούδια γύρω τους φάνηκαν να κομπιάζουν και μια σιωπή απλώθηκε. Ο Μπίλμπο κοίταξε γρήγορα το πρόσωπο του Φρόντο και πέρασε το χέρι του πάνω από τα μάτια του.

— Καταλαβαίνω τώρα, είπε. Κρύψε το! Λυπάμαι: λυπάμαι που σου ’πεσε αυτό το φορτίο: λυπάμαι για όλα. Δεν τελειώνουν ποτέ οι περιπέτειες; Μάλλον όχι. Πάντα κάποιος άλλος πρέπει να συνεχίσει την ιστορία. Αλλά δε γίνεται αλλιώς. Αξίζει άραγε που προσπαθώ να τελειώσω το βιβλίο μου; Αλλά ας μη νοιαζόμαστε γι’ αυτό τώρα — ας ακούσουμε μερικά αληθινά Νέα! Πες μου ό,τι ξέρεις για το Σάιρ.

Ο Φόντο έκρυψε το Δαχτυλίδι και η σκιά πέρασε και σχεδόν ξεχάστηκε τελείως. Το φως κι η μουσική του Σκιστού Λαγκαδιού απλώθηκαν γύρω του ξανά. Ο Μπίλμπο χαμογελούσε και γελούσε χαρούμενα. Οτιδήποτε νέο απ’ το Σάιρ είχε να πει ο Φρόντο —με τη βοήθεια και τα διορθώματα, πότε πότε, του Σαμ — είχε πολύ ενδιαφέρον για τον Μπίλμπο, απ’ το κόψιμο του πιο μικρού δέντρου ως τα καμώματα του πιο μικρού πιτσιρικά στο Χόμπιτον. Είχαν αφοσιωθεί στα γεγονότα των Τεσσάρων Μοιρών [όσο, που δεν πήραν είδηση τον ερχομό ενός ανθρώπου ντυμένου στα σκούρα πράσινα. Για αρκετά λεπτά κάθισε και τους κοίταζε μ’ ένα χαμόγελο.

Ξαφνικά ο Μπίλμπο σήκωσε το κεφάλι.

— Α, εδώ είσαι επιτέλους, Ντούνανταν! φώναξε.

— Γοργοπόδαρε! είπε ο Φρόντο. Φαίνεται να έχεις πολλά ονόματα.

— Λοιπόν, Γοργοπόδαρος είναι ένα που δεν το είχα ξανακούσει οπωσδήποτε, είπε ο Μπίλμπο. Γιατί τον φωνάζεις έτσι;

— Έτσι με φωνάζουν στο Μπρι, είπε ο Γοργοπόδαρος γελώντας, κι έτσι μας σύστησαν.

— Κι εσύ, γιατί τον φωνάζεις Ντούνανταν; ρώτησε ο Φρόντο.

Ο Ντούνανταν, είπε ο Μπίλμπο. Έτσι τον φωνάζουν συχνά εδώ. Αλλά νόμιζα πως ήξερες αρκετά απ’ τη Γλώσσα των Ξωτικών ώστε να ξέρεις τουλάχιστον το dún-adan: Άνθρωπος της Δύσης, Νουμενόριαν. Αλλά τώρα δεν είναι ώρα για μαθήματα! Γύρισε στον Γοργοπόδαρο. Πού ήσουν, φίλε μου; Γιατί δεν ήσουν στο τραπέζι; Η Κυρά η Άργουεν ήταν εκεί.

Ο Γοργοπόδαρος κοίταξε τον Μπίλμπο σοβαρά.

— Το ξέρω, είπε. Αλλά πολλές φορές πρέπει να παραμερίζω τις διασκεδάσεις. Ο Ελάνταν κι ο Ελρόχιρ γύρισαν απρόσμενα απ’ την ερημιά κι είχαν νέα που ήθελα να τ’ ακούσω αμέσως.

— Λοιπόν, καλέ μου άνθρωπε, είπε ο Μπίλμπο σοβαρά, τώρα που τ’ άκουσες τα νέα. μπορείς να μου χαρίσεις ένα λεπτό; Θέλω να με βοηθήσεις σε κάτι επείγον. Ο Έλροντ λέει πως πρέπει τούτο δω το τραγούδι μου να τελειώσει απόψε κι έχω κολλήσει. Πάμε σε μια γωνιά να το δουλέψουμε.

Ο Γοργοπόδαρος χαμογέλασε.

— Έλα, λοιπόν! είπε. Πες το να το ακούσω.


Ο Φρόντο έμεινε μονάχος για λίγο, γιατί ο Σαμ είχε αποκοιμηθεί. Ήταν μονάχος κι ένιωθε κάπως εγκαταλειμμένος, αν και παντού γύρω του ήταν μαζεμένα τα Ξωτικά του Σκιστού Λαγκαδιού. Αλλ’ αυτοί που ήταν κοντά του ήταν σιωπηλοί, αφοσιωμένοι στη μουσική των φωνών και των οργάνων και δεν πρόσεχαν τίποτ’ άλλο. Ο Φρόντο άρχισε να προσέχει κι αυτός.

Στην αρχή η ομορφιά κι η μελωδία των λέξεων στη Γλώσσα των Ξωτικών, αν και πολύ λίγο καταλάβαινε, τον μάγεψαν, αμέσως μόλις άρχισε να δίνει προσοχή. Σχεδόν του φαινόταν πως οι λέξεις παίρναν σχήμα, κι οράματα από χώρες μακρινές και φωτερά πράγματα, που δεν είχε ποτέ του φανταστεί, ανοίχτηκαν μπροστά του· και το φως της φωτιάς έγινε χρυσή ομίχλη πάνω από αφρισμένες θάλασσες που αναστέναζαν στις άκρες του κόσμου. Έπειτα η μαγεία γινόταν όλο και πιο πολύ σαν όνειρο, μέχρι που ένιωσε πως ένας ατέλειωτος ποταμός, φουσκωμένος, χρυσός κι ασημένιος, κυλούσε πάνωθέ του κι ήταν τόσο μεγάλος που δεν μπορούσε να καταλάβει το σχήμα του· έγινε ένα με τον αέρα που έσφυζε γύρω του και τον μούσκεψε, τον καταπόντισε. Γοργά βούλιαξε κάτω απ’ το αστραφτερό του βάρος στο βαθύ βασίλειο του ύπνου.

Εκεί πλανήθηκε ώρα πολλή σ’ ένα όνειρο όλο μουσική που μεταμορφώθηκε σε νερό που κυλά κι έπειτα ξαφνικά σε φωνή. Φαινόταν να είναι η φωνή του Μπίλμπο να ψέλνει στίχους. Στην αρχή αμυδρές κι ύστερα πιο καθαρές έτρεχαν οι λέξεις.

Ο Εαρέντιλ[13] ήτανε τρανός θαλασσοπόρος

και ζούσε στο Αβέρνιεν παλιά, στη Μέση-Γη.

Καράβι πήγε κι έφτιαξα ξυλοπελεκημένο

στο Νιμβρετθίλ· ταξίδι για να πάει.

Ασήμι είχαν τα πανιά που ’φτιαξε και μετάξι

κι ασήμι είχανε χυτό όλα του τα φανάρια.

Η πλώρη τον η περήφανη όμοια ήταν με κύκνο

Και στις σημαίες του το φως τρεμόπαιζε στ’ αγέρι.

Με πανοπλία ντύθηκε αρχαίων βασιλιάδων,

η λαμπερή ασπίδα του γεμάτ’ ήταν με ξόρκια

να διώχνουν όλες τις πληγές και το κακό μακριά του.

Τόξο ’χε δρακοκέρατο, κι εβένινες σαΐτες

κι άσπρο θηκάρι ζώστηκε μ’ αχάτες στολισμένο.

Και πήρε ατσάλινο σπαθί π’ εχθρούς δε λογαριάζει

Και στο λαιμό του κρέμασε πρασινωπό σμαράγδι.

Μακριά απ’ τις βορινές ακτές πλανήθηκε κι εχάθη,

πάνω σε ρότες μαγικές ταξίδεψε τις νύχτες,

πέρα απ’ τις χώρες τον θνητών, τις μέρες και τον Ήλιο.

Και διάβηκε από τα Στενά του Φοβερού τον Πάγου,

που ’χει σκιές και θύελλες στους παγωμένους λόφους.

Πάνω στ’ ανάστερα νερά ταξίδευε χαμένος

κι έφτασε τέλος στη Νυχτιά την Αδειανή και Μαύρη

και πέρασε και γύρισε και τίποτα δεν είδε

από τη φωτερή ακτή που γύρευα του κάκου.

Οι θυμωμένοι αγέρηδες τον άρπαξαν με βιάση

και στα τυφλά παράδερνε σ’ ανατολή και δύση

κι απρόσμενα στη χώρα του πάλι λιμάνι πιάνει.

Εκεί με κνήμες φτερωτές η Έλγουϊνγκ τον φτάνει

και φλόγα φέρνει αστραφτερή και διώχνει το σκοτάδι·

γιατ’ ήτανε πιο λαμπερή κι από λαμπρό διαμάντι

στό μέτωπό της η φωτιά απ’ το τρανό πετράδι.

Το Σιλμαλίρ του πρόσφερε λαμπρόμορφο στεφάνι·

και τότε αυτός ατρόμητος, φωτιά στο μέτωπό του,

μπήκε ξανά στο πλοίο του μες στη νυχτιά τη μαύρη.

Στο Ταμερνέλ από μακριά θύελλα ξεσηκώθη

πανίσχυρη και δυνατή στη θάλασσα από πέρα.

Μέσ’ από δρόμους άπατους από θνητού ποδάρι

το πήρε το καράβι του μ’ ανάσα κοφτερή,

πάνω από γκρίζες θάλασσες κρύες κι ανταριασμένες,

τον διώχνει απ’ την ανατολή, στη δύση τονε φέρνει.

Στη Νύχτα την Ατέλειωτη δέρνεται το καράβι

πάνω στα μαύρα κύματα, που μούγκριζαν κι αφρίζαν

κι έτρεχαν λεύγες σκοτεινές πάνω από χώρες κάτω

που είχαν καταποντιστεί πριν να χαράξει η Μέρα.

Μα ήρθε καιρός που άκουσε χορδές μαργαριτάρια

να παίζουν άλλη μουσική, κι ήταν του κόσμου η άκρη,

π’ αφρίζουνε τα κύματα κι όλο χτυπούν και δέρνουν

Χρυσάφι κίτρινο μαζί με τα χλωμά πετράδια.

Κι είδε τ’ ορθό στητό Βουνό ψηλά να ξεπετιέται

στη χώρα του λυκόφωτος στον Βάλινορ τη γη.

Κι είδε το Έλνταμαρ μακριά απ’ τις θάλασσες πιο πέρα·

και, ταξιδιώτης που ’χασε το δρόμο μες στη νύχτα,

ο Εαρέντιλ έφτασε στο πάλλευκο λιμάνι.

Και πάτησε τη γη εκεί την πράσινη κι ωραία,

όπου τ’ αγέρι είν’ δροσερό κι Ήλιος δεν ανατέλλει·

κι όπου χλωμοί σαν γυάλινοι στου Ίλμαριν το Λόφο

λάμπουν οι πύργοι οι φωτεινοί του Τίριον, στην κοιλάδα

και καθρεφτίζονται μακριά μες στης Σκιάς τη Λίμνη.

Καιρό πολύ έμεινε κει σαν πρεσβευτής που ήταν

κι αυτοί τον εδιδάξανε τραγούδια θαυμαστά·

και του ’παν μύρια θαύματα οι γέροντες σοφοί

κι άρπες χρυσές του χάρισαν.

Τον έντυσαν στα κάτασπρα ίδια σαν Ξωτικό

και φώτα εφτά στείλαν μπροστά σαν κίνησε να πάει

στην Καλασίριαν τη γη, που ’ν’ έρημη, κρυμμένη.

Κι όταν σίμωσε κάποτε στ’ άχρονα τα παλάτια

εκεί που σβήνουν φωτεινά τ’ αμέτρητα τα χρόνια,

ο αθάνατος ο Βασιλιάς καθόταν στο θρονί του

ο Αρχαίος πάνω στο Ίλμαριν, στ’ απόκρημνο Βουνό.

Και λόγια ειπώθηκαν εκεί ανήκουστα κι ωραία

για των Ανθρώπων τη γενιά, των Ξωτικών τη φύτρα·

εκεί που ο κόσμος των θνητών σαν όραμα φαινόταν,

και όσοι κει πέρα ζούσανε, στη Μέση-Γη να πάνε

δεν ήτανε πια μπορετό μήτε επιτραμμένο.

Καράβι ολοκαίνουριο τα Ξωτικά του φτιάζαν,

από μιθρίλι δυνατό και ξωτικό γυαλί,

με πλώρη ολοφώτεινη, δίχως κουπιά και ξάρτια,

και στα κατάρτια τ’ ασημιά πανιά δεν εκρεμόνταν.

Κι επάνω πάνω στο άλμπουρον η Έλμπερθ του ψηλώνει

το Σιλμαλίρ σημαία, φωτιά, φλόγα λαμπρή, φανάρι

για να φωτάει τους ουρανούς για πάντα στους αιώνες.

Και του ’δωσε γερά φτερά κι αθάνατη ποινή

στους ουρανούς αδιάκοπα μονάχος να διαβαίνει

ακόλουθος του Φεγγαριού και του (εκ)λαμπρότατου Ήλιου..

Από τους λόφους τους ψηλούς της γης του Δειλινού,

που μαλακά χοροπηδούν δροσάτα σιντριβάνια,

τον ανυψώσαν τα φτερά, φως που πλανιέται πια

και πέρασε ψηλότερα κι απ’ το Βουνίσιο Τοίχο

κι απομακρύνθηκε γοργά απ’ του Σύμπαντος την Άκρη·

και πάντα την πατρίδα του να ξαναβρεί γυρεύει

από μακριά μες στις σκιές εκεί που ταξιδεύει,

καίγοντας άστρο μοναχό απ’ τις σκιές σα βγήκε,

μια φλόγα απόμακρη, μικρή μπροστά στο μέγαν Ήλιο,

θαύμα κι αστέρι φωτεινό, πριν να χαράξει η μέρα,

πάνω απ’ τις γκρίζες θάλασσες στη χώρα του Βοριά.

Και φτερωτός ταξίδεψε στη Μέση-Γη από πάνω,

κι άκουσε θρήνους, κλάματα, που ’κάναν οι γυναίκες

Θνητές μαζί και Ξωτικές, τον πόνο τους που λέγαν.

Μ’ από τις Μέρες τις Παλιές, τους μακρινούς τους χρόνους

μοίρα σκληρή, πανίσχυρη πάντα τον διαφεντεύει:

Κι ώσπου το φως του Φεγγαριού να σβήσει και του Ήλιου,

αστέρι αυτός θα τριγυρνά, ποτέ δε θα κατέβει

στις Δώθε. τις Ακρογιαλιές, στης Μέσης-Γης τους κάμπους.

Αλλά για πάντα πρεσβευτής δίχως σταθμό κι ανάσα,

το φωτεινό φανάρι του ψηλά θα περιφέρει,

ο Φωτοδότης ο λαμπρός της Μακρινής της Δύσης.

Το ψάλσιμο σταμάτησε. Ο Φρόντο άνοιξε τα μάτια του και είδε πως ο Μπίλμπο ήταν καθισμένος σ’ ένα σκαμνί μ’ έναν κύκλο ακροατών γύρω του, που χαμογελούσαν και χειροκροτούσαν.

— Τώρα καλά θα κάνουμε να το ξανακούσουμε, είπε ένα Ξωτικό.

Ο Μπίλμπο σηκώθηκε και υποκλίθηκε.

— Με κολακεύεις, Λίντιρ, είπε. Αλλά θα ήταν πολύ κουραστικό να το ξαναπώ όλο.

Όχι πολύ κουραστικό για σένα, απάντησαν τα Ξωτικά γελώντας. Αφού το ξέρεις πως ποτέ δεν κουράζεσαι ν’ απαγγέλλεις τους δικούς σου τους στίχους. Αλλά, αλήθεια, δεν μπορούμε να δώσουμε απάντηση στην ερώτησή σου με μια φορά που τ’ ακούσαμε!

— Τι! φώναξε ο Μπίλμπο. Δεν μπορείτε να πείτε ποια κομμάτια είναι δικά μου και ποια του Ντούνανταν;

— Δεν είναι εύκολο να βρούμε τη διαφορά ανάμεσα σε δυο θνητούς, είπε το Ξωτικό.

Ανοησίες, Λίντιρ, ξεφύσηξε ο Μπίλμπο. Αν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις έναν Άνθρωπο από ένα χόμπιτ, τότε η κρίση σου είναι χειρότερη απ’ ό,τι φανταζόμουν. Εμείς ξεχωρίζουμε όπως ο αρακάς απ’ τα μήλα.

Ίσως. Στα πρόβατα, τ’ άλλα πρόβατα σίγουρα φαίνονται διαφορετικά, γέλασε ο Λίντιρ. Ή στους τσοπάνηδες. Αλλά εμείς δε μελετάμε τους Θνητούς. Έχουμε άλλες δουλειές.

— Δε θα διαφωνήσω μαζί σου, είπε ο Μπίλμπο. Νύσταξα ύστερα από τόση μουσική και τραγούδι. Σ’ αφήνω να μαντέψεις, αν θέλεις. Σηκώθηκε και πλησίασε το Φρόντο.

— Λοιπόν, πάει τέλειωσε, είπε χαμηλόφωνα. Πήγε καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα. Δε μου ζητούν συχνά να πω κάτι για δεύτερη φορά. Πώς σου φάνηκε;

— Δε σκοπεύω ν’ αρχίσω να μαντεύω, είπε ο Φρόντο χαμογελώντας.

— Δε χρειάζεται, είπε ο Μπίλμπο. Και για να πούμε την αλήθεια ήταν όλο δικό μου. Ο Άραγκορν μόνο επέμενε να γράψω και για ένα πράσινο πετράδι. Φαινόταν να το θεωρεί σπουδαίο. Δεν ξέρω γιατί. Αλλιώς ήταν φανερό ότι θεωρούσε πως όλο το ποίημα ήταν πιο πάνω από μένα και είπε πως, αν είχα το θράσος να φτιάχνω στίχους για τον Εαρέντιλ στο σπίτι του Έλροντ, αυτό ήταν δική μου δουλειά. Φαντάζομαι πως είχε δίκιο.

— Λεν ξέρω, είπε ο Φρόντο. Εμένα μου φάνηκε κάπως ταιριαχτό, αν και δεν μπορώ να το εξηγήσω. Μισοκοιμόμουν σαν άρχισες και μου φάνηκε λες και συνέχιζε κάτι που ονειρευόμουν. Δεν κατάλαβα πως στ’ αλήθεια μιλούσες εσύ παρά στο τέλος σχεδόν.

Είναι δύσκολο να κρατηθείς ξυπνητός εδώ, μέχρι που να το συνηθίσεις, είπε ο Μπίλμπο. Όχι πως οι χόμπιτ μπορούν ποτέ ν’ αποκτήσουν την ίδια όρεξη που έχουν τα Ξωτικά για μουσική και ποιήματα και ιστορίες. Δείχνουν πως τους αρέσουν τόσο όσο και το φαΐ, για να μην πω και παραπάνω. Θα εξακολουθήσουν για πολλή ώρα ακόμα. Τι θα ’λεγες να ξεγλιστρούσαμε κάπου πιο ήσυχα για να κουβεντιάσουμε;

— Μπορούμε; είπε ο Φρόντο.

Και βέβαια. Τώρα διασκεδάζουμε, δε δουλεύουμε. Μπορείς να ’ρχεσαι και να φεύγεις όπως θέλεις, αρκεί να μην κάνεις φασαρία.

Σηκώθηκαν κι αποτραβήχτηκαν ήσυχα στις σκιές και πήγαν κατά την πόρτα. Το Σαμ τον άφησαν να κοιμάται βαθιά μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Παρά τη χαρά του για τη συντροφιά του Μπίλμπο, ο Φρόντο ένιωσε να λυπάται λιγάκι την ώρα που έβγαιναν απ’ την Αίθουσα της Φωτιάς. Όπως περνούσαν το κατώφλι, μια καθάρια φωνή υψώθηκε σε τραγούδι.

A Elbereth Gilthoniel,

silivren penna míriel

o menel aglar elenath!

Na-chaered palandíriel

a galadhremmin ennorath,

Fanuilos, le linnathon

nef aear, sí nef aearon!

Ο Φρόντο κοντοστάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε πίσω. Ο Έλροντ βρισκόταν στο κάθισμά του και η φωτιά στο πρόσωπό του ήταν σαν το φως του καλοκαιριού πάνω στα δέντρα. Κοντά του καθόταν η Αρχόντισσα Άργουεν. Ο Φρόντο έκπληκτος είδε πως ο Άραγκορν στεκόταν πλάι της· ο σκουρόχρωμος μανδύας του ήταν ριγμένος πίσω και φαινόταν να φοράει αλυσιδωτό ξωτικο-θώρακα κι ένα αστέρι έλαμπε στο στήθος του. Κουβέντιαζαν μαζί και τότε, ξαφνικά, του φάνηκε του Φρόντο πως η Άργουεν γύρισε προς το μέρος του και το φως των ματιών της έπεσε πάνω του από μακριά και του πέρασε την καρδιά πέρα ως πέρα.

Στάθηκε μαγεμένος ακόμα, ενώ οι γλυκιές λέξεις του ξωτικοτράγουδου έβγαιναν σαν αψεγάδιαστα πετράδια, λόγια ταιριασμένα με μελωδία.

— Είναι τραγούδι για την Έλμπερεθ, είπε ο Μπίλμπο. Θα πουν αυτό κι άλλα ακόμα τραγούδια απ’ την Ευλογημένη Χώρα, πολλές φορές απόψε. Έλα!

Οδήγησε το Φρόντο στο μικρό του καμαράκι. Είχε θέα στους κήπους κι έβλεπε νότια πέρα απ’ τη χαράδρα του Μπρούινεν. Κάθισαν εκεί γι’ αρκετή ώρα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τα λαμπερά αστέρια πάνω απ’ τα δάση που σκαρφάλωναν στις απότομες πλαγιές και κουβέντιαζαν σιγανά. Δε μίλησαν πια για τα μικρά νέα του Σάιρ εκεί μακριά, ούτε για τις μαύρες σκιές και τους θανάσιμους κινδύνους που τους κύκλωναν, αλλά για τα όμορφα πράγματα του κόσμου που είχαν δει μαζί, για τα Ξωτικά, τ’ αστέρια, τα δέντρα και τον ήμερο ερχομό του τέλους της χρονιάς στο δάσος.


Τέλος ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα.

— Με το συμπάθιο, είπε ο Σαμ, βάζοντας μέσα το κεφάλι, μα σκέφτηκα μήπως θέλετε τίποτα.

Κι εσύ συμπάθα εμάς, Σαμ Γκάμγκη, απάντησε ο Μπίλμπο. Φαντάζομαι πως θες να πεις πως είναι ώρα να πάει τ’ αφεντικό σου για ύπνο.

— Ε, να, κύριε, έχει συμβούλιο αύριο νωρίς, καταπώς ακούω, και σηκώθηκε μόλις σήμερα για πρώτη φορά.

— Έχεις πολύ δίκιο, Σαμ, γέλασε ο Μπίλμπο. Τρέξε και πες στον Γκάνταλφ πως πήγε για ύπνο. Καληνύχτα, Φρόντο! Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που σε ξαναείδα! Λοιπόν, δεν έχει άλλους σαν τους χόμπιτ σαν είναι να κουβεντιάσεις και να το ευχαριστηθείς. Γερνάω κι έχω αρχίσει ν’ αναρωτιέμαι αν θα ζήσω να δω τα δικά σας κεφάλαια στην ιστορία. Καληνύχτα! Θα κάνω μια βόλτα στον κήπο, μου φαίνεται, να ρίξω μια ματιά στ’ αστέρια της Έλμπερεθ, καλόν ύπνο!

Κεφάλαιο II ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΕΛΡΟΝΤ

Το άλλο πρωί ο Φρόντο ξύπνησε νωρίς. Ένιωθε καλά και ήταν φρέσκος φρέσκος. Έκανε μια βόλτα στις πεζούλες πάνω απ’ τον Μπρούινεν που κυλούσε με θόρυβο και είδε το χλωμό, δροσερό ήλιο ν’ ανατέλλει πάνω απ’ τα μακρινά βουνά και να φωτίζει κάτω στέλνοντας λοξές ακτίνες μέσ’ απ’ τη λεπτή ασημένια ομίχλη. Οι δροσοσταλίδες πάνω στα κίτρινα φύλλα λαμπύριζαν και αραχνοΰφαντα δίχτυα σπίθιζαν σε κάθε θάμνο. Ο Σαμ περπατούσε δίπλα του δίχως να λέει τίποτα, μόνο μυριζόταν τον αέρα και κοιτούσε κάθε τόσο με θαυμασμό στα μάτια τα μεγάλα βουνά στην Ανατολή. Το χιόνι ήταν κάτασπρο στις κορφές τους.

Σ’ ένα κάθισμα κομμένο στο βράχο, πλάι σε μια στροφή, συνάντησαν τον Γκάνταλφ με τον Μπίλμπο αφοσιωμένους να κουβεντιάζουν.

— Γεια σας! Καλημέρα! είπε ο Μπίλμπο. Είστε έτοιμοι για το μεγάλο συμβούλιο;

— Νιώθω έτοιμος για οτιδήποτε, απάντησε ο Φρόντο. Αλλά πιο πολύ απ’ όλα θα ’θελα σήμερα να περπατήσω και να εξερευνήσω την κοιλάδα. Θα ’θελα να πάω σ’ εκείνα τα πευκοδάση εκεί πάνω.

Κι έδειξε ψηλά κατά το βοριά.

— Ίσως αργότερα να βρεις την ευκαιρία, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλ’ ακόμα δεν μπορούμε να κάνουμε σχέδια. Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που πρέπει ν’ ακουστούν και ν’ αποφασιστούν σήμερα.


Ξαφνικά εκεί που μιλούσαν αντήχησε μια φορά ο καθαρός ήχος ενός κουδουνιού.

— Να και το κουδούνι που μας ειδοποιεί για το συμβούλιο του Έλροντ, φώναξε ο Γκάνταλφ. Εμπρός, πάμε! Κι εσύ κι ο Μπίλμπο χρειάζεστε.

Ο Φρόντο κι ο Μπίλμπο ακολούθησαν βιαστικά το μάγο στο στριφογυριστό μονοπάτι για το σπίτι. Πίσω τους, απρόσκλητος και για την ώρα ξεχασμένος, βιάστηκε ο Σαμ.

Ο Γκάνταλφ τους οδήγησε στη βεράντα εκείνη που ο Φρόντο είχε βρει τους φίλους του το προηγούμενο βραδάκι. Τώρα το φως του φθινοπωριάτικου πρωινού έλαμπε στην κοιλάδα. Απ’ τον αφρισμένο ποταμό ανέβαινε το βουητό απ’ τα τρεχούμενα νερά. Τα πουλιά κελαηδούσαν και μια αληθινή ειρήνη απλωνόταν στη γη. Στο Φρόντο, η επικίνδυνη φυγή του και οι φήμες για το σκοτάδι που μεγάλωνε στον κόσμο έξω, φαινόταν κιόλας σαν αναμνήσεις μόνο ενός άσχημου όνειρου. Αλλά τα πρόσωπα που γύρισαν να τους υποδεχτούν καθώς μπήκαν ήταν σοβαρά.

Ήταν εκεί ο Έλροντ κι αρκετοί άλλοι, καθισμένοι σιωπηλά γύρω του. Ο Φρόντο είδε τον Γκλορφίντελ και τον Γκλόιν, και σε μια γωνιά μοναχός του καθόταν ο Γοργοπόδαρος, ντυμένος πάλι με τα παλιά του ρούχα τα ταλαιπωρημένα απ’ τα ταξίδια. Ο Έλροντ έβαλε το Φρόντο να καθίσει σε μια θέση δίπλα του και τον παρουσίασε στην ομήγυρη λέγοντας:

Από δω, φίλοι μου, είναι ο χόμπιτ, ο Φρόντο γιος του Ντρόγκο. Ελάχιστοι έχουν έρθει ποτέ εδώ μέσα από μεγαλύτερους κινδύνους ή με αποστολή πιο επείγουσα.

Έπειτα έδειξε και σύστησε εκείνους που ο Φρόντο δεν είχε συναντήσει πριν. Ένας νεότερος νάνος στο πλευρό του Γκλόιν ήταν ο Γκίμλι, ο γιος του. Δίπλα στον Γκλορφίντελ κάθονταν αρκετοί σύμβουλοι του σπιτιού του Έλροντ, μ’ επικεφαλής τον Έρεστορ· μαζί μ’ αυτόν ήταν ο Γκάλντορ, ένα Ξωτικό απ’ τα Γκρίζα Λιμάνια, που είχε έρθει με μηνύματα απ’ τον Σίρνταν το Ναυπηγό. Ήταν ακόμα ένα παράξενο Ξωτικό, ντυμένο στα πράσινα και καφετιά, ο Λέγκολας, αγγελιοφόρος του πατέρα του, Θράντουϊλ, που ήταν Βασιλιάς των Ξωτικών στο βόρειο μέρος του Δάσους της Σκοτεινιάς. Και καθισμένος λίγο ξέχωρα ήταν ένας άντρας με όμορφο κι ευγενικό πρόσωπο, μαύρα μαλλιά, γκρίζα μάτια και βλέμμα αυστηρό και περήφανο.

Φορούσε μανδύα και μπότες λες κι ήταν έτοιμος να ταξιδέψει μ’ άλογο· και πράγματι, αν και τα ρούχα του ήταν πλούσια κι ο μανδύας του είχε μπορντούρα από γούνα, ήταν όμως λερωμένα, λες κι από μακρύ ταξίδι. Φορούσε στο λαιμό του μια ασημένια αλυσίδα με άσπρη πέτρα· τα σγουρά μαλλιά του έφταναν στους ώμους του. Απ’ την εξάρτυσή του κρεμόταν ένα μεγάλο κεράτινο βούκινο που οι άκρες του ήταν ασημένιες και τώρα το είχε ακουμπισμένο στα γόνατά του. Κοίταζε το Φρόντο και τον Μπίλμπο με ξαφνική απορία.

— Από δω, είπε ο Έλροντ, γυρίζοντας προς τον Γκάνταλφ, είναι ο Μπορομίρ, ένας άνθρωπος από το Νότο. Έφτασε πριν βγει ο ήλιος σήμερα και ζητάει συμβουλές. Του παράγγειλα να παραβρεθεί, γιατί εδώ οι ερωτήσεις του θα βρουν απάντηση.

Δε χρειάζεται να πούμε όσα συζητήθηκαν και ζυγίστηκαν στο Συμβούλιο. Ειπώθηκαν πολλά για γεγονότα που συνέβαιναν στον κόσμο έξω, ιδιαίτερα στο Νοτιά και στις μεγάλες πεδιάδες ανατολικά απ’ τα Βουνά. Γύρω απ’ αυτά ο Φρόντο είχε κιόλας ακούσει πολλές φήμες· αλλά η ιστορία του Γκλόιν τού ήταν εντελώς καινούρια και, όταν μίλησε ο νάνος, τον άκουσε προσεκτικά. Φαινόταν πως μες στο μεγαλείο απ’ τα έργα των χεριών τους οι καρδιές των Νάνων του Βουνού της Μοναξιάς ήταν ανήσυχες.

— Εδώ κι αρκετά χρόνια, είπε ο Γκλόιν, η σκιά της ανησυχίας έχει πέσει στο λαό μας. Στην αρχή δεν είχαμε καταλάβει από πού προέρχεται. Άρχισαν οι ψίθυροι στα κρυφά: λεγόταν ότι ήμασταν περιορισμένοι σ’ ένα στενόχωρο μέρος και ότι μεγάλος πλούτος και μεγαλεία υπήρχαν στον έξω κόσμο. Μερικοί άρχισαν να μιλούν για τη Μόρια: για τα μεγαλειώδη έργα των προγόνων μας, που στη γλώσσα μας τα λέμε Καζάντ-ντουμ, κι έλεγαν πως τώρα επιτέλους είχαμε και στρατιωτική και αριθμητική δύναμη για να πάμε πίσω.

Ο Γκλόιν αναστέναξε.

— Ω! Μόρια! Μόρια! Θαύμα του Βορινού Κόσμου! Σκάψαμε πολύ βαθιά και ξυπνήσαμε τον τρόμο δίχως όνομα. Χρόνια και χρόνια έχουν μείνει άδεια τα τεράστια μέγαρα, από τότε που τα παιδιά του Ντούριν έφυγαν κυνηγημένα. Αλλά τώρα αρχίσαμε πάλι να μιλάμε γι’ αυτά με νοσταλγία και φόβο μαζί· γιατί κανένας νάνος δεν έχει τολμήσει να περάσει τις πύλες του Καζάντ-ντουμ εδώ και πολλές ζωές βασιλιάδων, εκτός απ’ το Θρορ — κι αυτός αφανίστηκε. Στο τέλος όμως ο Μπάλιν πείστηκε απ’ τους ψιθύρους κι αποφάσισε να πάει. Και, αν κι ο Ντάιν δεν έδωσε την άδειά του πρόθυμα, αυτός όμως πήρε μαζί του τον Όρι και τον Όιν και πολλούς απ’ το λαό μας κι έφυγαν πέρα για το Νοτιά.

» Αυτό έγινε κοντά τριάντα χρόνια τώρα. Για κάμποσο καιρό λαβαίναμε νέα και φαίνονταν καλά: τα μηνύματα μας πληροφορούσαν πως είχαν μπει στη Μόρια κι είχαν αρχίσει εκεί μεγάλα έργα. Έπειτα σιωπή, κι από τότε δεν ξανάχαμε άλλα νέα απ’ τη Μόρια πια.

» Αλλά περίπου ένα χρόνο πριν ένας αγγελιοφόρος ήρθε στον Ντάιν, όχι όμως απ’ τη Μόρια — αλλά απ’ τη Μόρντορ: ένας καβαλάρης μες στη νύχτα, που κάλεσε τον Ντάιν στην πύλη του. Ο Άρχοντας ο Σόρον ο Μέγας, έτσι είπε, επιθυμούσε τη φιλία μας. Σ’ αντάλλαγμα θα μας έδινε δαχτυλίδια, σαν κι αυτά που έδινε παλιά. Κι επειγόντως ρωτούσε για χόμπιτ, τι είδους είναι και πού έμεναν. «Γιατί ο Σόρον ξέρει, είπε αυτός, ότι γνωρίζατε έναν απ’ αυτούς κάποτε».

» Όταν ακούσαμε αυτά πολύ φοβηθήκαμε και δε δώσαμε απάντηση. Και τότε η απαίσιά του φωνή χαμήλωσε, κι αν μπορούσε θα τη γλύκαινε. «Σαν μικρό μόνο δείγμα της φιλίας σας ο Σόρον ζητά αυτό: να βρείτε αυτόν τον κλέφτη», αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε, «και να του πάρετε θέλοντας και μη, ένα μικρό δαχτυλίδι, το πιο ελάχιστο απ’ τα δαχτυλίδια, που αυτός κάποτε του το έκλεψε. Ένα τιποτένιο πράγμα που ονειρεύεται ο Σόρον σαν δείγμα της καλής σας θέλησης. Βρέστε το, και τα εφτά δαχτυλίδια που είχαν τα παλιά χρόνια οι Νάνοι, θα σας επιστραφούν και το βασίλειο [ης Μόρια θα γίνει δικό σας για πάντα. Βρέστε μόνο πληροφορίες για τον κλέφτη, αν ζει ακόμα και πού, και θα ’χετε μεγάλες αμοιβές κι αιώνια φιλία απ’ τον Άρχοντα. Αν αρνηθείτε, τότε τα πράγματα δε θα είναι και τόσο καλά. Αρνιέστε;»

» Και λέγοντας αυτά η αναπνοή του βγήκε σαν το σφύριγμα φιδιού, κι όλοι όσοι στέκονταν εκεί, ταράχτηκαν, αλλά ο Ντάιν είπε: «Δε λέω ούτε ναι ούτε όχι. Πρέπει να μελετήσω το μήνυμά του και να δω τι κρύβει κάτω απ’ τον ωραίο του μανδύα».

» “Σκέψου καλά, αλλά όχι για πάρα πολύ”, είπε αυτός.

» “Το πόσο καιρό θα σκεφτώ είναι κάτι που θα το αποφασίσω εγώ”, είπε ο Ντάιν.

» “Προς το παρόν”, είπε αυτός κι έφυγε με τ’ άλογό του μες στο σκοτάδι.

»Από εκείνη τη νύχτα οι καρδιές των αρχηγών μας είναι βαριές. Δε χρειαζόταν η θανατερή φωνή του αγγελιοφόρου για να μας προειδοποιήσει ότι τα λόγια του έκρυβαν και απειλές και δόλους. Γιατί ξέραμε κιόλας πως η δύναμη που είχε ξαναμπεί στη Μόρντορ δεν είχε αλλάξει από τότε που μας είχε προδώσει τον παλιό καιρό. Δυο φορές ήρθε ο αγγελιοφόρος κι έφυγε χωρίς απάντηση. Την τρίτη και τελευταία, έτσι λέει, θα ’ρθει γρήγορα, πριν τελειώσει ο χρόνος.

» Κι έτσι, τέλος, μ’ έστειλε ο Ντάιν να προειδοποιήσω τον Μπίλμπο πως τον αναζητά ο Εχθρός και να μάθω, αν είναι δυνατόν, γιατί επιθυμεί αυτό το δαχτυλίδι, αυτό το ελάχιστο των δαχτυλιδιών. Και επιπλέον έχουμε μεγάλη ανάγκη της συμβουλής του Έλροντ. Γιατί η Σκιά όλο και μεγαλώνει, όλο και πλησιάζει πιο κοντά. Μάθαμε επίσης πως αγγελιοφόροι έχουν πάει και στο βασιλιά Μπραντ στην Πόλη της Κοιλάδας και είναι κι αυτός φοβισμένος. Φοβόμαστε μην τυχόν κι υποκύψει. Γιατί ήδη ο πόλεμος πλησιάζει τ’ ανατολικά του σύνορα. Αν δεν απαντήσουμε, ο Εχθρός μπορεί να υποκινήσει τους Ανθρώπους που βρίσκονται κάτω απ’ την κυριαρχία του να επιτεθούν και στο Βασιλιά Μπραντ και στον Ντάιν.

— Έκανες καλά που ήρθες, είπε ο Έλροντ. Σήμερα θ’ ακούσεις όλα όσα σου χρειάζονται για να καταλάβεις το σκοπό του Εχθρού. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο που μπορείτε να κάνετε εκτός απ’ το να αντισταθείτε μ’ ελπίδα, ή και δίχως αυτήν. Αλλά δεν είσαστε μόνοι σας. Θα μάθεις ότι το πρόβλημά σου δεν αποτελεί παρά μέρος του προβλήματος που αντιμετωπίζει όλος ο δυτικός κόσμος. Το Δαχτυλίδι! Τι θα κάνουμε με το Δαχτυλίδι, το ελάχιστο των Δαχτυλιδιών, το μικρό πραγματάκι που επιθυμεί ο Σόρον; Αυτή είναι η μοίρα, για την οποία πρέπει ν’ αποφασίσουμε.

» Αυτός είναι ο σκοπός που έχετε προσκληθεί εδώ. Έχετε προσκληθεί, τονίζω, αν και δε σας έχω προσκαλέσει, ξένοι από μακρινές χώρες. Έχετε έρθει και συναντηθήκατε εδώ, τώρα, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, φαινομενικά κατά τύχη. Δεν είναι όμως έτσι. Καλύτερα πιστέψτε πως ήταν έτσι ταγμένο, ώστε εμείς που καθόμαστε εδώ, κι όχι άλλοι, πρέπει τώρα να βρούμε την πιο σωστή λύση για τον κίνδυνο που απειλεί τον κόσμο.

» Τώρα, επομένως, θα πούμε και θα φανερώσουμε πολλά που ήταν ως τούτη εδώ τη μέρα κρυμμένα απ’ όλους εκτός από λίγους. Και πρώτα πρώτα, έτσι ώστε να καταλάβουν όλοι τι είναι αυτός ο κίνδυνος, θα πούμε την ιστορία του Δαχτυλιδιού, απ’ την αρχή ως τώρα. Θ’ αρχίσω εγώ τη διήγηση, μα άλλοι θα την τελειώσουν.


Τώρα όλοι άκουγαν προσεκτικά ενώ ο Έλροντ με την καθάρια φωνή του άρχισε να μιλάει για το Σόρον και για τα Δαχτυλίδια με τις Δυνάμεις και για το πώς φτιάχτηκαν τη Δεύτερη Εποχή του κόσμου, πολύ παλιά. Ένα μέρος της ιστορίας ήταν γνωστό σε μερικούς εκεί μέσα, αλλά κανείς δεν ήξερε ολόκληρη την ιστορία και πολλά μάτια ήταν στραμμένα στον Έλροντ με φόβο κι απορία καθώς διηγόταν για τους Μεταλλουργούς-Ξωτικά του Ερέγκιον και τη φιλία τους με τη Μόρια και τη μεγάλη τους επιθυμία για γνώση, που μ’ αυτήν ο Σόρον τους έμπλεξε στα δίχτυα του. Γιατί εκείνο τον καιρό δεν ήταν ακόμη απαίσιος στην όψη, κι έτσι δέχτηκαν τη βοήθειά του κι η τέχνη τους έγινε άφθαστη, ενώ αυτός έμαθε όλα τους τα μυστικά και τους πρόδωσε και σφυρηλάτησε κρυφά στο Βουνό της Φωτιάς το Ένα Δαχτυλίδι, για να γίνει ο κύριός τους. Αλλά ο Σελεμπρίμπορ τον είχε πάρει είδηση κι έκρυψε τα Τρία που είχε αυτός ο ίδιος φτιάξει. Και τότε έγινε πόλεμος, κι ερημώθηκε η χώρα κι έκλεισε η πύλη της Μόρια.

Έπειτα ανάμεσα απ’ όλα τα χρόνια που πέρασαν ακολούθησε τα ίχνη του Δαχτυλιδιού· αλλά επειδή αυτή η ιστορία εξιστορείται αλλού, όπως ο ίδιος ο Έλροντ την έγραψε στα σοφά βιβλία του με τις παραδόσεις, δεν την αναφέρουμε εδώ. Γιατί είναι μεγάλη ιστορία, γεμάτη γεγονότα μεγάλα και φοβερά και, αν κι ο Έλροντ μίλησε με συντομία, ο ήλιος ανέβηκε στον ουρανό και το πρωινό έφυγε ώσπου να πάψει να μιλά.

Μίλησε για το Νούμενορ, τη δόξα του και την πτώση του και για την επιστροφή των βασιλιάδων στη Μέση-Γη, πέρα απ’ τα βάθη της Θάλασσας, στα φτερά της καταιγίδας. Έπειτα ο Έλεντιλ ο Υψηλός κι οι αντρειωμένοι γιοι του, ο Ισίλντουρ κι ο Ανάριον, έγιναν μεγάλοι άρχοντες κι ίδρυσαν το Βόρειο Βασίλειο στην Άρνορ και το Νότιο Βασίλειο στην Γκόντορ γύρω απ’ τις εκβολές του Άντουιν. Αλλά ο Σόρον της Μόρντορ ξαπόλησε σφοδρή επίθεση εναντίον τους κι αυτοί έκαναν την Τελευταία Συμμαχία ανάμεσα στα Ξωτικά και στους Ανθρώπους και οι στρατιές του Γκιλ-Γκάλαντ και του Έλεντιλ συγκεντρώθηκαν στην Άρνορ.

Εδώ ο Έλροντ σταμάτησε για λίγο κι αναστέναξε.

— Θυμάμαι καλά πόσο λαμπρά ήταν τα λάβαρά τους, είπε. Μου θύμιζε τη δόξα των Παλιών Ημερών και τις στρατιές του Μπελέριαντ, τόσοι πολλοί μεγάλοι πρίγκιπες καν καπεταναίοι είχαν συγκεντρωθεί. Αλλά όμως όχι και τόσο πολλοί, ούτε και τόσο ωραίοι, όπως όταν καταστρέψαμε τη Θανγκορόντριμ και τα Ξωτικά πίστεψαν ότι το κακό είχε σβηστεί μια για πάντα, και δεν ήταν έτσι.

— Θυμάσαι; είπε ο Φρόντο, λέγοντας φωναχτά τη σκέψη του από την έκπληξή του. Αλλά νόμιζα, κόμπιασε καθώς ο Έλροντ γύρισε προς το μέρος του, νόμιζα πως η πτώση του Γκιλ-Γκάλαντ έγινε πολύ παλιά.

— Κι έτσι κι έγινε πραγματικά, είπε ο Έλροντ σοβαρά. Αλλά οι αναμνήσεις μου φτάνουν πίσω ακόμα και στις Παλιές Μέρες. Πατέρας μου ήταν ο Εαρέντιλ, που γεννήθηκε στην Γκοντόλιν πριν να πέσει. Και η μητέρα μου η Έλγουϊνγκ, η κόρη του Ντιορ, γιου της Λούθιεν του Ντόριαθ. Έχω δει τρεις εποχές στο Δυτικό κόσμο, και πολλές ήττες και πολλές άκαρπες νίκες.

»Ήμουν ο προπομπός του Γκιλ-Γκάλαντ και βάδιζα με το στρατό του. Ήμουν στη Μάχη του Ντάγκορλαντ μπρος απ’ τη Μαύρη Πύλη της Μόρντορ. που είχαμε επικρατήσει: γιατί κανείς δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στο Δόρυ του Γκιλ-Γκάλαντ και στο Σπαθί του Έλεντιλ, τον Αίγκλος και το Νάρσιλ. Είδα την τελευταία πάλη στις πλαγιές του Οροντρούιν, που σκοτώθηκε ο Γκιλ-Γκάλαντ κι έπεσε ο Έλεντιλ, κι ο Νάρσιλ έσπασε κάτωθέ του. Αλλά κι ο ίδιος ο Σόρον έπεσε κάτω κι ο Ισίλντουρ του έκοψε το Δαχτυλίδι από το χέρι του με το σπασμένο σπαθί του πατέρα του και το πήρε για δικό του.

Σ’ αυτό το σημείο, ο ξένος, ο Μπορομίρ, διέκοψε.

— Α, ώστε αυτή ήταν η τύχη του Δαχτυλιδιού! φώναξε. Αν ποτέ αυτή η ιστορία είχε ειπωθεί στο Νοτιά, έχει εδώ και πολύ καιρό ξεχαστεί. Έχω ακούσει για το Μεγάλο Δαχτυλίδι εκείνου, που το όνομα δε λέμε ποτέ, αλλά πιστεύαμε πως καταστράφηκε και χάθηκε απ’ τον κόσμο μες στην καταστροφή του πρώτου του βασίλειου. Το πήρε ο Ισίλντουρ! Μ’ αυτό είναι νέο, και τι νέο!

— Αλίμονο! Ναι, είπε ο Έλροντ. Ο Ισίλντουρ το πήρε, ενώ δε θα ’πρεπε να γίνει έτσι. Έπρεπε τότε να το είχε ρίξει στη φωτιά του Οροντρούιν που ήταν κοντά, εκεί που είχε κατασκευαστεί. Αλλά λίγοι πρόσεξαν τι έκανε ο Ισίλντουρ. Μόνο αυτός στεκόταν δίπλα στον πατέρα του σ’ εκείνη την τελευταία θανάσιμη πάλη. Και δίπλα στον Γκιλ-Γκάλαντ στεκόταν μόνο ο Σίρνταν κι εγώ. Μα ο Ισίλντουρ δεν ήθελε ν’ ακούσει τις συμβουλές μας.

» “Αυτό θα το κρατήσω σαν τίμημα για το νεκρό πατέρα μου και τον αδελφό μου”, είπε. Κι έτσι, είτε το θέλαμε είτε όχι, το πήρε για να το φυλάξει σαν θησαυρό. Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός και το Δαχτυλίδι τον πρόδωσε κι έγινε η αιτία του θανάτου του· γι’ αυτό το λένε στο Βοριά ο Χαμός του Ισίλντουρ. Όμως ίσως ο θάνατος να ήταν καλύτερος από ό,τι άλλο θα ήταν δυνατόν να του συμβεί.

» Μόνο στο Βοριά ήρθαν αυτά τα μαντάτα, και μόνο σε λίγους. Και δεν είναι ν’ απορείς που δεν τα ’χεις ακούσει, Μπορομίρ! Απ’ την πανωλεθρία στο Φλαμπουρότοπο, που χάθηκε ο Ισίλντουρ, μόνο τρεις γύρισαν ποτέ πίσω πάνω απ’ τα βουνά, μετά από πολλές περιπλανήσεις. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Όθαρ, ο υπασπιστής του Ισίλντουρ, που έφερε τα κομμάτια απ’ το σπασμένο σπαθί του Έλεντιλ· και τα παράδωσε στον Βάλαντιλ, το διάδοχο του Ισίλντουρ, που ζούσε εδώ στο Σκιστό Λαγκάδι, γιατί ήταν μικρό παιδί ακόμα. Αλλά ο Νάρσιλ ήταν σπασμένος και το φως του σβησμένο, κι ακόμα δεν τον έχουν κολλήσει ξανά.

» Είπα πως η νίκη της Τελευταίας Συμμαχίας ήταν άκαρπη; Όχι εντελώς όμως, αλλά δεν πέτυχε το σκοπό της. Η δύναμη του Σόρον ελαττώθηκε, αλλά δεν καταστράφηκε. Το Δαχτυλίδι του χάθηκε αλλά δε χαλάστηκε. Ο Μαύρος Πύργος γκρεμίστηκε αλλά δεν ξεθεμελιώθηκε, γιατί τα θεμέλιά του ήταν καμωμένα με τη δύναμη του Δαχτυλιδιού κι όσο αυτό υπάρχει, θ’ αντέχουν κι αυτά. Πολλά Ξωτικά και πολλοί αντρειωμένοι Άνθρωποι και πολλοί απ’ τους φίλους τους είχαν χαθεί στον πόλεμο. Ο Ανάριον σκοτώθηκε, το ίδιο κι ο Ισίλντουρ. Κι ο Γκιλ-Γκάλαντ κι ο Έλεντιλ δεν υπήρχαν πια. Ποτέ πια δε θα ξαναγίνει τέτοια συμμαχία Ξωτικών κι Ανθρώπων, γιατί οι Άνθρωποι πολλαπλασιάζονται ενώ οι Πρωτογέννητοι ελαττώνονται κι οι δυο γενιές αποξενώνονται. Κι από εκείνη τη μέρα η φυλή του Νούμενορ έχει πέσει σε παρακμή και τα χρόνια της ζωής τους έχουν λιγοστέψει.

» Στο Βοριά μετά τον πόλεμο και το μακελειό στο Φλαμπουρότοπο, οι Άνθρωποι της Δύσης λιγόστεψαν και η πρωτεύουσά τους Ανούμινας στις όχθες της Λίμνης Έβεντιμ ερήμωσε. Οι διάδοχοι του Βάλαντιλ έφυγαν και πήγαν κι εγκαταστάθηκαν στο Φόρνοστ στους Βόρειους Κάμπους ψηλά, αλλά κι αυτή η περιοχή είναι τώρα ερημωμένη. Οι Άνθρωποι την ονομάζουν το Ανάχωμα των Πεθαμένων και φοβούνται να περάσουν απ’ εκεί. Γιατί ο λαός της Άρνορ ελαττώθηκε κι οι εχθροί τους τούς αφάνισαν κι η κυριαρχία τους πέρασε κι άφησε μόνο πράσινους τύμβους στους χορταριασμένους λόφους.

» Στο Νοτιά το βασίλειο της Γκόντορ άντεξε για πολύ καιρό. Για ένα διάστημα το μεγαλείο της αυξήθηκε τόσο που να θυμίζει κάπως τη δύναμη του Νούμενορ, πριν την πτώση του. Οι άνθρωποι εκείνοι έφτιαξαν ψηλούς πύργους και ισχυρά οχυρά και λιμάνια με πολλά καράβια. Κι αμέτρητοι λαοί που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες είχαν σε φόβο τη φτερωτή κορόνα των Βασιλιάδων των Ανθρώπων. Η κυριότερη τους πόλη ήταν η Οσγκίλιαθ, το Κάστρο των Άστρων, και μέσα από τη μέση της περνούσε ο Ποταμός. Έχτισαν και τη Μίνας Ίθιλ, τον Πύργο της Σελήνης που Ανατέλλει, στην ανατολή πάνω σε μια ράχη του Βουνού της Σκιάς· και προς τα δυτικά στους πρόποδες των Λευκών Βουνών έφτιαξαν τη Μίνας Άνορ, τον Πύργο του Ήλιου που δύει. Εκεί στους κήπους του Βασιλιά φύτρωνε ένα λευκό δέντρο, απ’ το σπόρο εκείνου του δέντρου που ο Ισίλντουρ είχε φέρει πέρα απ’ τα βαθιά νερά κι ο σπόρος εκείνου του δέντρου παλιά είχε έρθει απ’ την Ερεσέα και, ακόμα πιο παλιά, είχε έρθει απ’ την Πιο Μακρινή Λύση τη Μέρα πρίν τις μέρες, όταν ο κόσμος ήταν νέος.

» Αλλά με το πέρασμα των γρήγορων χρόνων της Μέσης-Γης η γενιά του Μένελντιλ, γιου του Ανάριον, έσβησε και το δέντρο ξεράθηκε και το αίμα των Νουμενόριαν ανακατεύτηκε με το αίμα κατώτερων ανθρώπων. Τότε η ξάγρυπνη φρουρά στα τείχη της Μόρντορ αποκοιμήθηκε και σκοτεινά όντα σύρθηκαν πάλι πίσω στην κοιλάδα του Γκόργκοροθ. Και μια μέρα τα κακόβουλα όντα βγήκαν έξω και πήραν τη Μίνας Ίθιλ κι έγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν και την έκαναν τόπο τρόμου· και τώρα λέγεται Μίνας Μόργκουλ, ο Πύργος της Μαύρης Μαγείας. Τότε άλλαξαν και το όνομα της Μίνας Άνορ σε Μίνας Τίριθ, ο Πύργος της Φρουράς· κι αυτές οι δύο πόλεις συνέχεια βρίσκονται σε πόλεμο, αλλά η Οσγκίλιαθ, που βρισκόταν ανάμεσά τους ερήμωσε και σκιές περπατούν στα ερείπιά της.

» Κι έτσι είναι τα πράγματα εδώ και πολλές γενιές ανθρώπων. Αλλ’ όμως οι Άρχοντες της Μίνας Τίριθ εξακολουθούν να πολεμούν, αψηφώντας τους εχθρούς μας, και διατηρώντας το πέρασμα του Ποταμού απ’ το Αργκοναθ ως τη θάλασσα. Και τώρα το κομμάτι αυτό της ιστορίας που θα εω τελειώνει. Γιατί στις μέρες του Ισίλντουρ το Κυρίαρχο Δαχτυλίδι χάθηκε και κανείς δεν ήξερε γι’ αυτό, και τα Τρία απελευθερώθηκαν απ’ την κυριαρχία του. Αλλά τώρα στις μέρες μας, κινδυνεύουν ξανά, γιατί, προς μεγάλη μας λύπη, το Ένα έχει βρεθεί.

» Άλλοι όμως θα μιλήσουν για το πώς βρέθηκε, γιατί εγώ σ’ αυτό δεν έπαιξα παρά πολύ μικρό ρόλο.


Σώπασε, αλλ’ αμέσως ο Μπορομίρ σηκώθηκε, ψηλός και περήφανος μπροστά του.

— Δώσε μου την άδεια, Κύριε Έλροντ, είπε, πρώτα πρώτα να προσθέσω κάτι ακόμα για την Γκόντορ· γιατί στ’ αλήθεια έρχομαι απ’ τη χώρα αυτή. Και καλό θα είναι για όλους να ξέρουν τι γίνεται εκεί. Γιατί λίγοι, νομίζω, γνωρίζουν τα έργα μας, κι επομένως πολύ λίγο μαντεύουν το θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουν, αν εμείς στο τέλος υποκύψουμε.

» Μην πιστεύετε πως στη Γη της Γκόντορ το αίμα του Νούμενορ έχει εξαντληθεί, ούτε έχει ξεχαστεί όλη της η περηφάνια και το μεγαλείο. Με την ανδρεία μας συγκρατούμε ακόμα τους άγριους λαούς της Ανατολής, και κρατάμε σ’ απόσταση τον τρόμο της Μόργκουλ. Και μόνο έτσι διατηρούνται η ειρήνη κι. η ελευθερία στις χώρες πίσω μας, γιατί εμείς είμαστε το προπύργιο της Δύσης. Μα αν τα περάσματα του Ποταμού παρθούν, τότε τι γίνεται;

» Όμως, αυτή η ώρα, ίσως, δεν είναι τώρα μακριά. Ο Εχθρός χωρίς Όνομα έχει πάλι σηκωθεί. Βγαίνει ξανά καπνός απ’ το Οροντρούιν, που το λέμε εμείς το Βουνό του Χαμού. Η Δύναμη της Μαύρης Χώρας μεγαλώνει κι εμάς μας πιέζουν σκληρά. Όταν γύρισε πίσω ο Εχθρός έδιωξε το λαό μας απ’ το Ιθίλιεν, την ωραία μας επαρχία στ’ ανατολικά του Ποταμού, αν και διατηρήσαμε εκεί βάσεις κι όπλα. Αλλά τούτη εδώ τη χρονιά, τον Ιούνιο, πόλεμος μας ήρθε ξαφνικά απ’ τη Μόρντορ και μας σάρωσε. Ήταν αριθμητικά ανώτεροι, γιατί η Μόρντορ έχει συμμαχήσει με τους Ανατολίτες και τους σκληρούς Χαράντριμ· αλλά η ήττα μας δεν ήταν εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των εχθρών. Ήταν παρούσα μια δύναμη εκεί, που δεν την είχαμε νιώσει ποτέ πριν.

» Μερικοί είπαν ότι μπορούσαν να τη δουν, σαν ένα μεγάλο μαύρο καβαλάρη, μια μαύρη σκιά στο φως του φεγγαριού. Όπου πήγαινε, μια τρέλα πλημμύριζε τους εχθρούς μας, αλλά φόβος έπιανε και τους πιο γενναίους απ’ εμάς, τόσος φόβος ώστε και τ’ άλογα κι οι άνθρωποι υποχωρούσαν και το ’βαζαν στα πόδια. Μόνο ένα απομεινάρι του στρατού μας στην ανατολή γύρισε πίσω αφού καταστρέψανε τη γέφυρα που ακόμα στεκόταν στα ερείπια της Οσγκίλιαθ.

» Ήμουν κι εγώ με το λόχο που κρατούσε εκείνη τη γέφυρα, μέχρι που την γκρεμίσαμε πίσω μας. Τέσσερις μόνο γλιτώσαμε κολυμπώντας: ο αδελφός μου κι εγώ και δυο άλλοι. Αλλ’ όμως συνεχίζουμε να πολεμάμε και να κρατάμε όλες τις δυτικές όχθες του Άντουιν· κι όλοι όσοι βρίσκουν καταφύγιο πίσω μας μάς δίνουν επαίνους, αν ποτέ ακούσουν τ’ όνομά μας: πολλούς επαίνους, αλλά λίγη βοήθεια. Τώρα μόνο απ’ το Ρόαν έρχονται άνθρωποι με τ’ άλογά τους όταν ζητήσουμε βοήθεια.

» Σ’ αυτή την κακιά ώρα έχω έρθει με ειδική αποστολή στον Έλροντ ταξιδεύοντας πολλές κι επικίνδυνες λεύγες. Ταξίδεψα εκατόν δέκα μέρες εντελώς μόνος μου. Αλλά δε γυρεύω συμμάχους για τον πόλεμο. Η δύναμη του Έλροντ, λένε, βρίσκεται στη σοφία κι όχι στα όπλα. Έρχομαι να ζητήσω συμβουλές και την εξήγηση σε λέξεις δύσκολες. Γιατί την παραμονή της ξαφνικής επίθεσης ήρθε ένα όνειρο στον αδελφό μου μες στον ταραγμένο του ύπνο κι αργότερα το ίδιο όνειρο του ήρθε ξανά και ξανά και μια φορά το είδα κι εγώ.

» Σ’ αυτό το όνειρο νόμισα πως ο ουρανός στην Ανατολή σκοτείνιασε και βροντές όλο και δυνάμωναν, αλλά στη Δύση έμενε ένα χλωμό φως και μεσ’ απ’ αυτό άκουσα μια φωνή, μακρινή αλλά καθαρή, να φωνάζει:

Γύρεψε το Σπαθί που ήταν σπασμένο

Στο Ίμλαντρις μακριά.

Εκεί Συμβούλιο σοφό και διαβασμένο

Θα πάρει απόφαση βαριά.

Εκεί τρανό σημάδι θε να δείξει

Πως το Μοιραίο είναι κοντά,

Γιατί ο Χαμός του Ισίλντουρ θα ξυπνήσει

Και τ’ Ανθρωπάκι θα σταθεί μπροστά.

Απ’ αυτά τα λόγια πολύ λίγα μπορούσαμε να καταλάβουμε και το είπαμε στον πατέρα μας, τον Ντένεθορ, τον Άρχοντα της Μίνας Τίριθ, που ξέρει καλά την ιστορία και τις παραδόσεις της Γκόντορ. Μα αυτό μόνο μπόρεσε να μας πει, ότι Ίμλαντρις ήταν παλιά ανάμεσα στα Ξωτικά το όνομα μιας μακρινής βόρειας κοιλάδας, όπου κατοικούσε ο Έλροντ ο Μισοξωτικός, ο πιο διαβασμένος απ’ όλους τους γνώστες των παραδόσεων. Και γι’ αυτό ο αδελφός μου, βλέποντας πόσο απελπιστική ήταν η θέση μας, προθυμοποιήθηκε να δώσει πίστη στ’ όνειρο και να πάει γυρεύοντας το Ίμλαντρις. Αλλά επειδή ο δρόμος ήταν γεμάτος από αμφιβολίες και κινδύνους, ανέλαβα εγώ να κάνω το ταξίδι. Ο πατέρας μας δεν ήθελε να μου δώσει την άδεια, και για πολύ καιρό περιπλανήθηκα σε λησμονημένους δρόμους, αναζητώντας το σπίτι του Έλροντ, που πολλοί το είχαν ακουστά, μα λίγοι ήξεραν πού βρίσκεται.


— Κι εδώ στο σπίτι του Έλροντ πολύ περισσότερα θα σου ξεκαθαριστούν, είπε ο Άραγκορν και σηκώθηκε. Έριξε το σπαθί του πάνω στο τραπέζι που βρισκόταν μπροστά στον Έλροντ, κι η λεπίδα του ήταν δυο κομμάτια.

— Να το Σπαθί που ήταν Σπασμένο! είπε.

— Και ποιος είσαι εσύ, και τι σχέση έχεις με τη Μίνας Τίριθ; ρώτησε ο Μπορομίρ, κοιτάζοντας με απορία το λιπόσαρκο πρόσωπο του Περιφερόμενου Φύλακα και τα παλιά του ρούχα.

— Είναι ο Άραγκορν ο γιος του Άραθορν, είπε ο Έλροντ, και είναι απόγονος μέσω πολλών γενιών του Ισίλντουρ του γιου του Έλεντιλ της Μίνας Ίθιλ. Είναι ο Αρχηγός των Ντούνεντεν στο βοριά, αν και λίγοι απ’ αυτούς έχουν τώρα απομείνει.

— Άρα είναι δικό σου κι όχι δικό μου! φώναξε ο Φρόντο κατάπληκτος, πηδώντας όρθιος, λες και περίμενε να του ζητήσουν το Δαχτυλίδι εκείνη ακριβώς τη στιγμή.

— Δεν ανήκει ούτε σε σένα ούτε σε μένα, είπε ο Άραγκορν· αλλά είναι γραφτό να το έχεις εσύ για λίγο.

— Βγάλε έξω το Δαχτυλίδι, Φρόντο, είπε ο Γκάνταλφ με επισημότητα. Έφτασε η ώρα. Κράτησέ το ψηλά και τότε ο Μπορομίρ θα καταλάβει και το υπόλοιπο απ’ το αίνιγμά του.


Όλοι σώπασαν και γύρισαν τα μάτια τους πάνω στο Φρόντο. Αυτός ταράχτηκε, νιώθοντας ξαφνικά ντροπή και φόβο· και τον κυρίεψε μεγάλη απροθυμία να φανερώσει το Δαχτυλίδι και μια αποστροφή στο άγγιγμά του. Ευχόταν να ήταν μίλια μακριά. Το Δαχτυλίδι έλαμπε αμυδρά κι αναβόσβηνε καθώς το κρατούσε ψηλά μπροστά σ’ όλους με χέρι τρεμάμενο.

— Να ο Χαμός του Ισίλντουρ! είπε ο Έλροντ.

Τα μάτια του Μπορομίρ γυάλισαν καθώς κοιτούσε το χρυσό πράγμα.

— Το Ανθρωπάκι! μουρμούρισε. Έφτασε λοιπόν το μοιραίο για τη Μίνας Τίριθ; Αλλά τότε γιατί θα πρέπει να ζητάμε ένα σπασμένο σπαθί;

— Τα λόγια δεν ήταν το Μοιραίο για τη Μίνας Τίριθ, είπε ο Άραγκορν. Αλλά το μοιραίο και μεγάλα κατορθώματα πραγματικά πλησιάζουν. Γιατί το Σπαθί που ήταν Σπασμένο είναι το Σπαθί του Έλεντιλ που έσπασε από κάτω του σαν έπεσε. Το φύλαξαν σαν θησαυρό οι απόγονοι του όταν όλα τ’ άλλα κειμήλια χάθηκαν· γιατί λεγόταν από τότε παλιά ανάμεσά μας ότι θα έπρεπε να κολληθεί ξανά όταν βρισκόταν πάλι το Δαχτυλίδι, ο Χαμός του Ισίλντουρ. Τώρα που είδες το σπαθί που έψαχνες, τι θα ήθελες να ζητήσεις; Επιθυμείς να επιστρέψει στην Γκόντορ ο Οίκος του Έλεντιλ;

— Δε μ’ έστειλαν να παρακαλέσω για κάποια χάρη, αλλά μονάχα να ζητήσω την εξήγηση ενός αινίγματος, απάντησε περήφανα ο Μπορομίρ. Όμως βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση και το Σπαθί του Έλεντιλ θα μας ήταν ανέλπιστη βοήθεια — αν πραγματικά κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ξανάρθει μέσ’ απ’ τις σκιές του παρελθόντος.

Ξανακοίταξε τον Άραγκορν και τα μάτια του ήταν γεμάτα αμφιβολία.

Ο Φρόντο ένιωσε τον Μπίλμπο να κουνιέται ανυπόμονα δίπλα του. Ήταν φανερά ενοχλημένος γι’ αυτά που λέγονταν για το φίλο του. Ξαφνικά σηκώθηκε και ξέσπασε:

Το χρυσάφι αν είναι κρυφό δε γυαλίζει,

Ούτε όσοι πλανιόνται στη γη είν’ χαμένοι.

Το γερό το δεντρί η βροχή δε σαπίζει,

Ούτε καίει τις ρίζες χιονιά παγωμένη.

Απ’ τις άψυχες στάχτες φωτιά θα σπιθίσει,

Φως λαμπρό στο σκοτάδι θα βγει.

Το σπασμένο σπαθί ξανά θα κολλήσει,

Κι ο δίχως κορόνα βασιλιάς θα γενεί.

— Ίσως όχι πολύ καλό, μα στο θέμα — αν χρειάζεσαι κάτι παραπάνω απ’ το λόγο του Έλροντ. Αν άξιζε ένα ταξίδι εκατό δέκα ημερών για να τ’ ακούσεις, καλά θα κάνεις να τ’ ακούς, είπε και κάθισε ρουθουνίζοντας θυμωμένα.

Εγώ ο ίδιος έφτιαξα τους στίχους, ψιθύρισε στο Φρόντο, για τον Ντούνανταν, παλιά, όταν για πρώτη φορά μου μίλησε για τον εαυτό του. Σχεδόν θα ’θελα να μην είχαν τελειώσει οι περιπέτειες μου και να μπορούσα να πάω μαζί του όταν έρθει η ώρα του.

Ο Άραγκορν του χαμογέλασε. Έπειτα στράφηκε πάλι στον Μπορομίρ.

— Από μέρους μου σου συγχωρώ την αμφιβολία, είπε. Πολύ λίγο μοιάζω με τις μορφές του Έλεντιλ και του Ισίλντουρ καθώς στέκονται σκαλισμένες με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια στις αίθουσες του Ντένεθορ. Εγώ δεν είμαι παρά ο κληρονόμος του Ισίλντουρ, όχι ο ίδιος ο Ισίλντουρ. Έχω ζήσει ζωή μεγάλη και σκληρή και οι λεύγες που απλώνονται απ’ εδώ ως την Γκόντορ είναι πολύ λίγες συγκριτικά με όσες έχω κάνει σ’ όλα μου τα ταξίδια. Έχω περάσει πολλά βουνά και πολλά ποτάμια κι έχω διασχίσει πολλής πεδιάδες. Έχω φτάσει ακόμα και στις μακρινές χώρες Ρουν και Χάραντ, που τ’ άστρα τους είναι αλλιώτικα.

» Αλλά η πατρίδα μου, αυτή που έχω τέλος πάντων, είναι στο Βοριά. Γιατί εδώ οι διάδοχοι του Βάλαντιλ πάντοτε κατοικούσαν διατηρώντας τη γραμμή ακέρια από πατέρα σε γιο για πολλές γενιές. Οι μέρες μας έχουν σκοτεινιάσει κι έχουμε λιγοστέψει· αλλά πάντοτε το Σπαθί περνάει σε καινούριο φύλακα. Κι αυτό θα σου πω, Μπορομίρ, πριν τελειώσω. Είμαστε μοναχικοί άνθρωποι εμείς οι Περιφερόμενοι Φύλακες των αγριότοπων, κυνηγοί — αλλά κυνηγοί πάντοτε των υπηρετών του Εχθρού· γιατί αυτοί βρίσκονται σε πολλά μέρη, όχι μόνο στη Μόρντορ.

»Αν η Γκόντορ, Μπορομίρ, στάθηκε ένας ρωμαλέος πύργος, εμείς έχουμε παίξει κάποιον άλλο ρόλο. Υπάρχουν πολλά πονηρά όντα, που τα ισχυρά σας τείχη και τ’ αστραφτερά σας σπαθιά δεν τα σταματούν. Ξέρεις πολύ λίγα για τις χώρες πέρα απ’ τα σύνορά σου. Ειρήνη κι ελευθερία, λες; () Βοριάς θα τις ήξερε πολύ λίγο αν δεν ήμασταν εμείς. Ο φόβος θα τις είχε αφανίσει. Αλλά όταν σκοτεινά όντα έρχονται από λόφους δίχως σπίτια ή σέρνονται έξω από ανήλιαγα δάση, το βάζουν στα πόδια μπροστά μας. Ποιους δρόμους θα τολμούσε κανείς να διαβεί ή τι ασφάλεια θα υπήρχε στα ήσυχα μέρη ή στα σπίτια των απλών ανθρώπων το βράδυ, αν οι Ντούνεντεν κοιμόνταν ή αν ήταν όλοι στα μνήματά τους;

» Κι όμως εμείς παίρνουμε ακόμα λιγότερες ευχαριστίες από σας. Οι ταξιδιώτες μάς στραβοκοιτάνε και οι χωριάτες μάς δίνουν περιφρονητικά ονόματα. Ο «Γοργοπόδαρος» είμαι για ένα χοντρό που ζει σ’ απόσταση μιας μέρας δρόμου από εχθρούς που θα του ’κοβαν το αίμα ή που θα μπορούσαν να κάνουν τη μικρή του πόλη ερείπια. Αν οι απλοί άνθρωποι είναι απαλλαγμένοι από έγνοιες και φόβους, θα μείνουν απλοί, κι εμείς πρέπει να είμαστε κρυφοί για να τους κρατήσουμε έτσι. Αυτό είναι το έργο των δικών μου ενώ τα χρόνια μακραίνουν και το χορτάρι μεγαλώνει.

» Τώρα όμως ο κόσμος αλλάζει γι’ άλλη μια φορά. Έρχεται καινούρια ώρα. Βρέθηκε ο χαμός του Ισίλντουρ. Πλησιάζουν μάχες. Το Σπαθί θα ξαναφτιαχτεί. Θα έρθω στη Μίνας Τίριθ.

— Ο Χαμός του Ισίλντουρ βρέθηκε, λες εσύ, είπε ο Μπορομίρ. Εγώ είδα ένα γυαλιστερί δαχτυλίδι να κρατάει στο χέρι του τ’ Ανθρωπάκι. Αλλά λένε πως ο Ισίλντουρ χάθηκε πριν ακόμα αρχίσει αυτή η εποχή του κόσμου. Πώς, λοιπόν, το ξέρουν οι Σοφοί ότι αυτό το δαχτυλίδι είναι το δικό του; Και πού ήταν τόσα χρόνια μέχρι να το φέρει εδώ αυτός ο τόσο παράξενος αγγελιοφόρος;

— Αυτό θα το πούμε, είπε ο Έλροντ.

— Αλλά όχι ακόμα, παρακαλώ, Κύριε! είπε ο Μπίλμπο. Να ο Ήλιος ανεβαίνει για μεσημέρι και νιώθω την ανάγκη να φάω κάτι για να στυλωθώ.

— Δεν εννοούσα εσένα, είπε ο Έλροντ χαμογελώντας. Το κάνω όμως τώρα. Εμπρός! Πες μας την ιστορία σου. Κι αν ακόμα δεν την έχεις κάνει ποίημα, πες μας την με απλά λόγια. Όσο πιο σύντομη είναι, τόσο γρηγορότερα θα φας κάτι.

— Πολύ καλά, είπε ο Μπίλμπο. Θα κάνω όπως μου ζητάς. Αλλά τώρα θα πω την αληθινή ιστορία, κι αν μερικοί από δω μ’ έχουν ακούσει να τη λέω διαφορετικά — έριξε μια λοξή ματιά στον Γκλόιν — τους παρακαλώ να την ξεχάσουν και να με συγχωρέσουν. Εκείνες τις μέρες το μόνο που επιθυμούσα ήταν να διεκδικήσω το θησαυρό σαν εντελώς δικό μου και ν’ απαλλαγώ απ’ τ’ όνομα του κλέφτη που μου είχαν κολλήσει. Αλλά ίσως καταλαβαίνω την κατάσταση καλύτερα τώρα. Πάντως, να πώς έγιναν τα πράγματα.


Για μερικούς εκεί η ιστορία του Μπίλμπο ήταν εντελώς καινούρια και την άκουγαν μ’ έκπληξη· κι ο γερο-χόμπιτ, που στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου δυσαρεστημένος, διηγόταν την περιπέτειά του με το Γκόλουμ, σ’ όλες της τις λεπτομέρειες. Δεν παράλειψε ούτε ένα αίνιγμα. Κι ήταν έτοιμος να πει πένα και χαρτί τι έγινε στο πάρτι του και πώς εξαφανίστηκε απ’ το Σάιρ, αν τον άφηναν· αλλά ο Έλροντ σήκωσε το χέρι του.

— Τα είπες πολύ καλά, φίλε μου, είπε, αλλ’ ως εδώ είναι αρκετά αυτή τη φορά. Για την ώρα είναι αρκετό να ξέρουμε πως το Δαχτυλίδι πέρασε στο Φρόντο, τον κληρονόμο σου. Ας μιλήσει αυτός τώρα!

— Τότε, με λιγότερη προθυμία απ’ τον Μπίλμπο, ο Φρόντο είπε όλες του τις δοσοληψίες με το Δαχτυλίδι, απ’ την ημέρα που πέρασε στη φύλαξή του. Κάθε βήμα του ταξιδιού του απ’ το Χόμπιτον μέχρι το Πέρασμα του Μπρούινεν συζητήθηκε και ζυγίστηκε και, οτιδήποτε μπορούσε να θυμηθεί για τους Μαύρους Καβαλάρηδες εξετάστηκε. Τέλος κάθισε πάλι κάτω. — Δεν πήγες κι άσχημα, του είπε ο Μπίλμπο. Θα την είχες πει πολύ ωραία αν δε σ’ έκοβαν συνέχεια. Προσπάθησα να κρατήσω μερικές σημειώσεις, αλλά θα πρέπει να τις ξανακοιτάξουμε μαζί, όταν θα ’χεις καιρό, αν είναι να τα γράψω. Έχει υλικό για ένα σωρό κεφάλαια, πριν καλά καλά φτάσεις εδώ!

— Ναι, ήταν ολόκληρη ιστορία, απάντησε ο Φρόντο. Αλλ’ όμως δε μου φαίνεται πως είναι τελειωμένη. Υπάρχουν ακόμα πολλά πράγματα που θέλω να μάθω, ιδιαίτερα για τον Γκάνταλφ.


Ο Γκάλντορ απ’ τα Λιμάνια, που καθόταν πλάι, τον άκουσε. - Μιλάς και για μένα, φώναξε, και γυρίζοντας στον Έλροντ, είπε: Οι Σοφοί μπορεί να έχουν αρκετούς λόγους να πιστεύουν ότι αυτό που βρήκε τ’ Ανθρωπάκι είναι πραγματικά το Μεγάλο Δαχτυλίδι που κουβεντιάζουμε τόση ώρα, μόλο που σ’ εκείνους που ξέρουν λιγότερα, μπορεί να φαίνεται απίθανο. Αλλά δεν είναι δυνατό να μάθουμε κι εμείς τις αποδείξεις; Και θα ’θελα να ρωτήσω και κάτι ακόμα. Πού είναι ο Σάρουμαν; Είναι πολύ διαβασμένος σ’ ό,τι έχει σχέση με Δαχτυλίδια κι όμως δεν είναι ανάμεσά μας. Ποια είναι η γνώμη του — αν βέβαια ξέρει αυτά που έχουμε ακούσει;

— Οι ερωτήσεις σου, Γκάλντορ, είναι δεμένες μεταξύ τους, είπε ο Έλροντ. Δεν τις είχα παραβλέψει και θ’ απαντηθούν. Αλλά είναι η σειρά του Γκάνταλφ να μας τα ξεκαθαρίσει· και τον φωνάζω τελευταίο, τιμητικά, γιατί σ’ όλη αυτή την υπόθεση υπήρξε ο αρχηγός.

— Μερικοί, Γκάλντορ, είπε ο Γκάνταλφ, θα θεωρούσαν τα νέα του Γκλόιν και την καταδίωξη του Φρόντο, αρκετή απόδειξη ότι αυτό που βρήκε τ’ Ανθρωπάκι είναι κάτι που έχει μεγάλη αξία για τον Εχθρό. Αλλ’ όμως είναι μονάχα ένα δαχτυλίδι. Οπότε τι κάνουμε; Τα Εννέα τα έχουν οι Νάζγκουλ. Τα Εφτά τα έχει πάρει ή έχουν χαθεί.

Σ’ αυτό το σημείο ο Γκλόιν αναδεύτηκε αλλά δε μίλησε.

Τα Τρία ξέρουμε πού είναι. Λοιπόν ποιο είναι αυτό το ένα που επιθυμεί τόσο πολύ;

» Πρέπει να ομολογήσουμε πως έχει περάσει ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ανάμεσα στο Ποτάμι και στο Βουνό, ανάμεσα στη μέρα που χάθηκε και σ’ εκείνη που βρέθηκε. Αλλά επιτέλους το κενό αυτό συμπληρώθηκε στη γνώση των Σοφών. Πάρα πολύ αργά όμως. Γιατί ο Εχθρός ήταν κοντά από πίσω, πιο κοντά απ’ ό,τι φοβόμουνα. Και ευτυχώς που μόλις φέτος, και μάλιστα αυτό εδώ το καλοκαίρι, καθώς φαίνεται, έμαθε όλη την αλήθεια.

» Μερικοί από σας εδώ θα θυμούνται ότι πολλά χρόνια πριν εγώ ο ίδιος τόλμησα να περάσω τις πύλες του Νεκρομάντη στο Ντολ Γκούλντουρ και στα κρυφά μελέτησα τους τρόπους του κι έτσι ανακάλυψα πως οι φόβοι μας ήταν αληθινοί: ο Νεκρομάντης δεν ήταν άλλος απ’ το Σόρον, τον παλιό μας Εχθρό, που σιγά σιγά έπαιρνε σχήμα και δύναμη ξανά. Μερικοί από σας επίσης θα θυμούνται ότι ο Σάρουμαν μας έπεισε να μη στραφούμε ανοιχτά εναντίον του, και για πολύ καιρό τον παρακολουθούσαμε μόνο. Όμως, στο τέλος, καθώς η σκιά του μεγάλωνε, ο Σάρουμαν υποχώρησε και το Συμβούλιο έδειξε τη δύναμή του κι έδιωξε το κακό απ’ το Δάσος της Σκοτεινιάς — κι αυτό έγινε την ίδια ακριβώς χρονιά που βρέθηκε αυτό το Δαχτυλίδι: παράξενη σύμπτωση, αν ήταν σύμπτωση.

» Αλλά ήταν αργά πια, όπως είχε προβλέψει ο Έλροντ. Γιατί κι ο Σόρον μας παρακολουθούσε κι είχε από παλιά προετοιμαστεί για το χτύπημά μας, κυβερνώντας τη Μόρντορ από μακριά μέσο της Μίνας Μόργκουλ, που κατοικούσαν οι Εννιά υπηρέτες του, μέχρι που να ’ναι όλα έτοιμα. Τότε υποχώρησε στην επίθεσή μας, αλλά μόνο υποκρίθηκε πως υποχωρεί και πολύ γρήγορα ύστερα ήρθε στο Σκοτεινό Πύργο και φανερά πια παρουσιάστηκε. Τότε για τελευταία φορά συνεδρίασε το Συμβούλιο· γιατί τώρα μάθαμε πως αναζητούσε ακόμα πιο πολύ το Ένα. Τότε φοβηθήκαμε πως είχε πληροφορίες γι’ αυτό, που εμείς δεν τις ξέραμε. Μα ο Σάρουμαν είπε όχι, κι επανέλαβε ό,τι μας είχε πει και προηγουμένως: ότι το Ένα δε θα ξαναβρισκόταν ποτέ πια στη Μέση-Γη.

» “Στη χειρότερη περίπτωση”, είπε, “ο Εχθρός μας ξέρει πως δεν το έχουμε και πως είναι ακόμα χαμένο. Αλλά κάτι χαμένο μπορεί κάποτε να βρεθεί, έτσι νομίζει. Μη φοβάστε! Η ελπίδα του θα τον προδώσει. Δεν έχω εγώ μελετήσει το θέμα απ’ όλες του τις πλευρές; Έπεσε στο Μεγάλο Άντουιν· και πολύ παλιά, ενώ ακόμα ο Σόρον κοιμόταν, κύλησε απ’ το Ποτάμι στη Θάλασσα. Αφήστε το να βρίσκεται εκεί μέχρι το τέλος”.


Ο Γκάνταλφ σώπασε, κοιτάζοντας ανατολικά απ’ τη βεράντα προς τις μακρινές κορφές των Ομιχλιασμένων Βουνών, που στα βάθη τους ο θανάσιμος κίνδυνος του κόσμου ήταν κρυμμένος για τόσο πολύ καιρό. Αναστέναξε.

— Εδώ έπεσα σε λάθος, είπε. Με αποκοίμισαν τα λόγια του Σοφού Σάρουμαν· ενώ θα έπρεπε να αναζητήσω την αλήθεια νωρίτερα. Ο κίνδυνος μας τώρα θα ήταν μικρότερος.

— Όλοι κάναμε λάθος, είπε ο Έλροντ και, αν δεν ήσουν εσύ που ξάγρυπνος παρακολουθούσες τη Σκοτεινιά, ίσως να ήταν ήδη απάνω μας. Αλλά συνέχισε!

— Απ’ την αρχή μέσα μου είχα αμφιβολίες, χωρίς να έχω κανένα χειροπιαστό λόγο, είπε ο Γκάνταλφ, κι επιθυμούσα να μάθω πώς το Γκόλουμ βρήκε το Δαχτυλίδι και για πόσο καιρό το είχε στην κατοχή του. Έτσι έβαλα να το παρακολουθούν, μαντεύοντας ότι δε θ’ αργήσει να βγει απ’ τα σκοτάδια του και ν’ αναζητήσει το θησαυρό του. Βγήκε, αλλά ξέφυγε και σε βρέθηκε. Και τότε αλίμονο! Δεν κυνήγησα την υπόθεση, αλλά μόνο παρακολουθούσα και περίμενα, όπως έχουμε κάνει συχνότερα απ’ όσο θα ’πρεπε.

» Ο καιρός πέρασε με πολλές σκοτούρες, μέχρι που, ξαφνικά, οι αμφιβολίες μου ξύπνησαν πάλι γεμάτες φόβο. Από πού προερχόταν το δαχτυλίδι του χόμπιτ; Και τι, αν ο φόβος μου έβγαινε αληθινός, έπρεπε να γίνει μ’ αυτό; Εκείνα τα πράγματα έπρεπε να τ’ αποφασίσω. Όμως δε μίλησα σε κανένα για τους φόβους μου, γιατί ήξερα πόσο επικίνδυνος είναι ένας πρόωρος ψίθυρος, αν μαθευόταν από κάποιον που δε θα ’πρεπε. Γιατί σ’ όλους τους μακροχρόνιους πολέμους μας εναντίον του Σκοτεινού Πύργου, ο χειρότερός μας εχθρός υπήρξε πάντα η προδοσία.

» Αυτά έγιναν πριν δεκαεφτά χρόνια. Πολύ γρήγορα πήρα είδηση ότι κατάσκοποι όλων των ειδών, ακόμα και ζώα και πουλιά είχαν μαζευτεί γύρω απ’ το Σάιρ, και τότε ο φόβος μου μεγάλωσε. Ζήτησα τη βοήθεια των Ντούνεντεν, και η επαγρύπνησή τους διπλασιάστηκε. Κι εγώ άνοιξα την καρδιά μου στον Άραγκορν, τον κληρονόμο του Ισίλντουρ.

— Κι εγώ, είπε ο Άραγκορν, συμβούλεψα να ψάξουμε και να βρούμε το Γκόλουμ, μόλο που φαινόταν πως είναι αργά. Κι επειδή φαινόταν σωστό ο κληρονόμος του Ισίλντουρ να πρέπει να κοπιάσει για να επανορθώσει το λάθος του Ισίλντουρ, πήγα μαζί με τον Γκάνταλφ στη μακρόχρονη κι απελπιστική έρευνα.

Ο Γκάνταλφ τότε διηγήθηκε πώς είχαν χτενίσει όλη την Ερημιά, φτάνοντας κάτω ως τα Βουνά της Σκιάς και τα σύνορα της Μόρντορ.

Εκεί ακούσαμε φήμες γι’ αυτό και υποθέσαμε ότι έζησε για πολύ καιρό στους σκοτεινούς λόφους· αλλά ποτέ δεν το βρήκαμε και στο τέλος απελπιστήκαμε. Και τότε μες στην απελπισία μου ξαναθυμήθηκα τον τρόπο που θα μπορούσε να κάνει αχρείαστο το Γκόλουμ. Το ίδιο το δαχτυλίδι μπορούσε να πει αν ήταν το Ένα. Θυμήθηκα ορισμένα λόγια που είχαν σκουστεί στο Συμβούλιο: λόγια του Σάρουμαν, που τότε τα είχα μόνο μισοπροσέξει. Τ’ άκουγα καθαρά τώρα μέσα μου.

» “Τα Εννιά, τα Εφτά και τα Τρία, είπε, είχαν το καθένα το ανάλογο πετράδι τους. Όχι όμως και το Ένα. Αυτό ήταν στρογγυλό κι απέριττο, λες κι ήταν ένα απ’ τα μικρότερα δαχτυλίδια· αλλά ο κατασκευαστής του είχε χαράξει σημάδια απάνω του, που οι ικανοί, ίσως, μπορούσαν ακόμα να τα διαβάσουν”.

» Δεν είχε πει τι ήταν εκείνα τα σημάδια. Ποιος θα ’ξερε τώρα; Ο κατασκευαστής. Κι ο Σάρουμαν; Αλλά, αν κι οι γνώσεις του είναι μεγάλες, θα πρέπει να προέρχονται από κάποια πηγή. Ποιο χέρι εκτός απ’ του Σόρον κράτησε ποτέ το δαχτυλίδι, πριν χαθεί; Μόνο το χέρι του Ισίλντουρ.

» Μ’ αυτή τη σκέψη παράτησα το κυνηγητό του Γκόλουμ κι έτρεξα γρήγορα στην Γκόντορ. Τον παλιό καιρό τα μέλη της τάξης μου ήταν καλοδεχούμενα εκεί και πιο πολύ απ’ όλους ο Σάρουμαν. Συχνά ήταν για πολύ καιρό φιλοξενούμενος των Αρχόντων της Πόλης. Αλλά το καλωσόρισμα του Άρχοντα Ντένεθορ σ’ εμένα ήταν ψυχρότερο παρά ποτέ και πολύ απρόθυμα μ’ άφησε να ψάξω ανάμεσα στις περγαμηνές και τα βιβλία που έχει συγκεντρώσει.

» “Αν πραγματικά ζητάς μόνο, όπως λες, τα χρονικά των παλιών ημερών και τις αρχές της Πόλης, διάβασε όσο τραβάει η καρδιά σου!, είπε. Για μένα το παρελθόν είναι λιγότερο σκοτεινό απ’ το μέλλον και για το μέλλον ενδιαφέρομαι, Αλλά μόνο αν έχεις πιο μεγάλη επιδεξιότητα απ’ τον Σάρουμαν, που για πολύ καιρό έχει μελετήσει εδώ, θα βρεις τίποτα που να μην το ξέρω καλά εγώ, που ξέρω τα πάντα γύρω απ’ αυτήν την Πόλη”.

» Έτσι είπε ο Ντένεθορ. Κι όμως υπάρχουν στα αρχεία του χρονικά που τώρα λίγοι μπορούν να τα διαβάσουν, ακόμα κι ανάμεσα στους σοφούς και διαβασμένους, γιατί οι γραφές τους κι οι γλώσσες τους έχουν γίνει ακατανόητες στους τωρινούς ανθρώπους. Και, Μπορομίρ, εκεί βρίσκεται ακόμα στη Μίνας Τίριθ, χωρίς κανείς να το ’χει διαβάσει, εκτός απ’ το Σάρουμαν κι εμένα, αφότου έσβησαν οι βασιλιάδες, μια περγαμηνή που έγραψε ο ίδιος ο Ισίλντουρ. Γιατί ο Ισίλντουρ δεν έφυγε αμέσως μετά απ’ τον πόλεμο εναντίον της Μόρντορ, όπως λένε μερικοί στις ιστορίες.

— Μερικοί στο Βοριά, ίσως, έκοψε ο Μπορομίρ. Όλοι στην Γκόντορ ξέρουν ότι στην αρχή πήγε στη Μίνας Άνορ κι έμεινε εκεί για λίγο με τον ανεψιό του το Μένελντιλ και του έδωσε οδηγίες και συμβουλές πριν του παραδώσει τη διακυβέρνηση του Νότιου Βασίλειου. Και τότε φύτεψε εκεί το τελευταίο φιντανάκι του Λευκού Δέντρου σε μνήμη του αδελφού του.

— Εκείνη όμως την εποχή έγραψε κι αυτή την περγαμηνή, είπε ο Γκάνταλφ· κι αυτό δεν το θυμούνται στην Γκόντορ, φαίνεται. Γιατί αυτή η περγαμηνή αφορά το Δαχτυλίδι. Και να τι γράφει ο Ισίλντουρ εκεί μέσα:

Ο Μέγας Δακτύλιος κειμήλιον θέλει γενέοθαι του Βασιλείου του Βορρά, γράφεται δε τόδε, ίνα μη η μνήμη αυτού έκλειψη εν Γκόντορ, ένθα η γενεά του Έλεντιλ οικεί, ίνα μη τῳ χρόνῳ ταύτα εξίτηλα γένηται.

— Και μετά απ’ αυτά τα λόγια, ο Ισίλντουρ περιγράφει το Δαχτυλίδι, ακριβώς όπως το βρήκε.

Έκαιεν ότε το πρώτον έλαβον τούτον, έκαιεν ως τηκόμενον μέταλλον και η χειρ μου πυρίκαυστος εγένετο και ου μήποτε απαλλαγώ τον πόνου. Νυν ήδη ψύχεται και ρικνείσθαι δοκεί ουδόλως αποβάλλων το κάλλος ουδέ το σχήμα. Νυν δη η το πριν ευανάγνωστος ως ερυθρά φλοξ επιγραφή ημαύρωται και μόλις αναγιγνώσκεται. Γέγραπται δε γράμμασιν αρχαίοις της γης Ερέγκιον, επεί ουκ εισί γράμματα εν Μόρντορ προς έργον τοσούτον λεπτόν· αλλ’ η γλώσσά μοι άγνωστός εστι. Δοκεί μοι από της Μελαίνης Γης κατάγεσθαι αυτήν δια το άσημον και βάρβαρον. Τι δηλοί ουκ οίδα, αλλ’ απόγραφον τούτου λήψομαι, ει πως όλως εξίτηλος γένηται. Εστέρηται ίσως ο Δακτύλιος του θερμού τής του Σόρον χειρός, της μελαίνης, πυρί φλεγούσης ως και τον Γκιλ-Γκάλαντ αποκτείναι· δοκώ μοι, ει γε ο χρυσός εις πυρ βληθήσεται, την γραφήν φανεράν γενέσθαι. Έγωγε ου ποιήσω τούτο· εκ πάντων γαρ του Σόρον ποιημάτων τούτο δη μόνον άριστον. Πολύτιμον γε μοι, ει και αντί πολλού ωνούμαι τούτο.


Όταν διάβασα αυτά τα λόγια, η αναζήτησή μου τέλειωσε. Γιατί η χαραγμένη γραφή ήταν όπως ακριβώς είχε μαντέψει ο Ισίλντουρ, στη γλώσσα της Μόρντορ και των υπηρετών του Πύργου. Κι ό,τι ήταν γραμμένο στην περγαμηνή μέσα ήταν κιόλας γνωστό, Γιατί τη μέρα που για πρώτη φορά ο Σόρον φόρεσε το Ένα, ο Σελεμπρίμπορ, ο κατασκευαστής των Τριών, τον είχε πάρει είδηση, κι από μακριά τον άκουσε να προφέρει αυτές τις λέξεις κι έτσι οι δόλιοι σκοποί του φανερώθηκαν.

» Αμέσως άφησα τον Ντένεθορ, αλλά καθώς πήγαινα στο Βοριά, έλαβα μηνύματα απ’ το Λόριεν πως ο Άραγκορν είχε περάσει απ’ εκεί και πως είχε βρει αυτό το πλάσμα που το έλεγαν Γκόλουμ. Έτσι πήγα πρώτα να τον συναντήσω και ν’ ακούσω την ιστορία του. Δεν τολμούσα ούτε καν να φανταστώ τι θανάσιμους κινδύνους είχε διατρέξει μόνος του.

— Δεν υπάρχει λόγος να τους εξιστορήσω, είπε ο Άραγκορν. Αν ο οιοσδήποτε βρεθεί στην ανάγκη να περάσει κοντά απ’ τη Μαύρη Πύλη, η να περπατήσει ανάμεσα στα θανατερά λουλούδια της Κοιλάδας Μόργκουλ, είναι φυσικό να διατρέξει κινδύνους. Κι εγώ επίσης είχα απελπιστεί στο τέλος κι είχα αρχίσει το ταξίδι του γυρισμού. Και τότε, για καλή μου μαχη έπεσα ξαφνικά πάνω σ’ αυτό που γύρευα: ίχνη από ελαφριά πατήματα πλάι σε μια λασπωμένη λιμνούλα. Αλλά τώρα τα ίχνη ήταν πρόσφατα και γρήγορα και δεν οδηγούσαν στη Μόρντορ, αλλά μακριά απ’ αυτή. Τ’ ακολούθησα βαδίζοντας στις όχθες των Βάλτων των Νεκρών και στο τέλος το βρήκα. Παραμόνευε πλάι σ’ ένα βρομερό λασπόλακκο. Το ’πιασα όπως κοιτούσε μες στο νερό καθώς σκοτείνιαζε. Ήταν σκεπασμένο με πράσινη βουρκολάσπη. Πολύ φοβάμαι πως δε θα τα καταφέρει ποτέ του να μ’ αγαπήσει· γιατί με δάγκωσε κι εγώ δεν του φέρθηκα με το γάντι. Και τίποτ’ αλλο δεν πήρα απ’ το στόμα του εκτός απ’ τα σημάδια των δοντιών του. Η επιστροφή ήταν το χειρότερο μέρος του ταξιδιού μου. Έπρεπε να το παρα-κολουθώ μέρα και νύχτα, να το αναγκάζω να περπατάει μπροστά μου, μ’ ένα σκοινί στο λαιμό του, φιμωμένο, μέχρι που ημέρεψε απ’ την έλλειψη τροφής και νερού, και συνεχώς να το οδηγώ κατά το Δάσος της Σκοτεινιάς. Τέλος το πήγα εκεί και το παράδωσα στα Ξωτικά, γιατί έτσι είχαμε συμφωνήσει να κάνω· κι εγώ ήμουνα καταχαρούμενος ν’ απαλλαγώ απ’ τη συντροφιά του γιατί βρομόκραζε. Από λόγου μου εύχομαι ποτέ να μην το ξαναδώ στα μάτια μου. Ο Γκάνταλφ όμως ήρθε κι άντεξε να μιλήσει μαζί του πολλή ώρα.

— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ, κουβέντιασα πολλή ώρα εξαντλητικά, αλλά όχι χωρίς κέρδος. Αφ’ ενός η ιστορία που μου είπε για το πώς έχασε το Δαχτυλίδι συμφωνούσε μ’ αυτή που ο Μπίλμπο είπε τώρα ανοιχτά για πρώτη φορά· αλλ’ αυτό είχε λίγη σημασία, αφού την είχα κιόλας μαντέψει. Αλλά τότε για πρώτη φορά έμαθα ότι το Δαχτυλίδι του Γκόλουμ προερχόταν απ’ το Μεγάλο Ποταμό κοντά στο Φλαμπουρότοπο. Κι έμαθα ακόμα πως το κάτεχε πολύ καιρό. Πολλές ζωές των μικρών όντων του είδους του. Η δύναμη του Δαχτυλιδιού είχε μακρύνει τα χρόνια της ζωής του πολύ παραπάνω απ’ το φυσιολογικό τους· αλλ’ αυτή τη δύναμη την έχουν μόνο τα Μεγάλα Δαχτυλίδια.

» Κι αν αυτά δεν είναι αρκετές αποδείξεις, Γκάλντορ, υπάρχει και η άλλη δοκιμασία που σας είπα. Πάνω σ’ αυτό εδώ το Δαχτυλίδι που είδατε να το κρατούν ψηλά, το στρογγυλό κι αστόλιστο, τα γράμματα που ο Ισίλντουρ σημείωσε μπορούν ακόμα να διαβαστούν, αν κάποιος έχει δυνατή θέληση και το βάλει για λίγο στη φωτιά. Εγώ το έκανα αυτό κι ακούστε τι διάβασα:

Ash nazg durbatulûk, ash nazg gimbatul, ash nazg thrakatulûk agh burzum-ishi krimpatul!

Η αλλαγή της φωνής του μάγου ήταν εκπληκτική. Ξαφνικά έγινε απειλητική, δυνατή, τραχιά σαν πέτρα. Μια σκιά φάνηκε να περνά μπρος απ’ τον ήλιο ψηλά κι η βεράντα για μια στιγμή σκοτείνιασε. Όλοι ανατρίχιασαν και τα Ξωτικά έκλεισαν τ’ αυτιά τους.

— Ποτέ μέχρι τώρα καμιά φωνή δεν τόλμησε να προφέρει λέξεις αυτής της γλώσσας στο Ίμλαντρις, Γκάνταλφ Γκρίζε, είπε ο Έλροντ, καθώς η σκιά πέρασε και η συντροφιά ανάσανε ξανά.

— Κι ας ελπίσουμε ότι κανείς δε θα την ξαναμιλήσει εδώ πια, απάντησε ο Γκάνταλφ. Παρ’ όλα αυτά όμως δε ζητώ συγνώμη, Άρχοντα Έλροντ. Γιατί αν είναι να μην ακουστεί γρήγορα αυτή η γλώσσα σε κάθε γωνιά της Δύσης, θα πρέπει όλοι να παραμερίσουν τις αμφιβολίες τους και να πιστέψουν ότι αυτό το δαχτυλίδι είναι εκείνο που οι Σοφοί έχουν δηλώσει: δηλαδή ο θησαυρός του Εχθρού, που έχει όλη του τη δολιότητα και κακία· και πως μέσα σ’ αυτό βρίσκεται ένα μεγάλο μέρος της παλιάς του δύναμης. Μέσα απ’ τα Μαύρα Χρόνια έρχονται τα λόγια που οι Μεταλλουργοί του Ερέγκιον άκουσαν και κατάλαβαν πως τους είχε προδώσει:

Ένα, όλους να κυβερνά και να τους βρίσκει, Ένα

Ένα, να τους μαζεύει όλους μαζί με μαύρα μάγια, Ένα

» Μάθετε επίσης, φίλοι μου, πως έμαθα κι άλλα ακόμα απ’ το Γκόλουμ. Δεν ήθελε να μιλήσει κι η ιστορία του ήταν μπερδεμένη, αλλά είναι απόλυτα βέβαιο πως πήγε στη Μόρντορ κι εκεί ό,τι ήξερε του το πήραν δια της βίας. Έτσι ο Εχθρός γνωρίζει τώρα ότι το Ένα έχει βρεθεί κι ότι για πολύ καιρό βρισκόταν στο Σάιρ· κι εφ’ όσον οι υπηρέτες του το κυνήγησαν σχεδόν μέχρι την πόρτα μας, σύντομα θα μάθει, ίσως δε κιόλας να το ξέρει, τώρα που εγώ σας μιλώ, πως το έχουμε εδώ.


Όλοι έμειναν σιωπηλοί για λίγο, ώσπου στο τέλος μίλησε ο Μπορομίρ.

— Είναι ένα μικρό πλάσμα, λες, αυτό το Γκόλουμ; Μικρό, αλλά μεγάλο στο κακό που μπορεί να κάνει. Τι απόγινε; Τι αποφασίσατε γι’ αυτό;

— Είναι στη φυλακή, αλλά δεν έχει πάθει τίποτα χειρότερο, είπε ο Άραγκορν. Είχε υποφέρει πολλά. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως του έκαναν βασανιστήρια και πως ο φόβος του Σόρον πλακώνει την καρδιά του. Πάντως εγώ είμαι ευτυχής που το φυλάνε καλά τα ξάγρυπνα Ξωτικά του Δάσους της Σκοτεινιάς. Η κακία του κι η δολιότητά του είναι μεγάλες και του δίνουν μια απίστευτη σχεδόν δύναμη μόλο που είναι τόσο λιπόσαρκο και ζαρωμένο. Θα μπορούσε να καταφέρει αρκετές παλιοδουλειές, αν ήταν ελεύθερο. Και δεν αμφιβάλλω πως το άφησαν να φύγει απ’ τη Μόρντορ για κάποιο πονηρό σκοπό.

— Αλίμονο! Αλίμονο! φώναξε ο Λέγκολας και στο ωραίο του πρόσωπο ήταν ζωγραφισμένη μεγάλη στενοχώρια. Τα νέα που μ’ έστειλαν να φέρω πρέπει τώρα να σας τα πω. Δεν είναι καλά, αλλά εδώ μόνο έμαθα πόσο άσχημα θα φανούν σ’ αυτή την ομήγυρη. Ο Σμήγκολ, που τώρα τον λένε Γκόλουμ, δραπέτευσε.

— Δραπέτευσε; φώναξε ο Άραγκορν. Αυτά είναι πράγματι άσχημα νέα. Φοβάμαι πως όλοι μας θα το μετανιώσουμε πικρά. Αλλά πώς έγινε ν’ αποτύχει ο λαός του Θράντουϊλ σ’ αυτό που του εμπιστεύτηκαν;

— Όχι επειδή δεν το φρουρούσαμε, είπε ο Λέγκολας· ίσως όμως απ’ την πολλή μας καλοσύνη. Και φοβόμαστε ότι ο φυλακισμένος είχε βοήθεια από άλλους· και φαίνεται ότι τα έργα μας είναι γνωστά περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε. Το φυλάγαμε το πλάσμα αυτό μέρα-νύχτα, όπως μας είχε παραγγείλει ο Γκάνταλφ, αν και είχαμε βαρεθεί αυτή τη δουλειά. Αλλά ο Γκάνταλφ μας είχε πει να ελπίζουμε στη θεραπεία του, και δε μας βαστούσε η καρδιά να το ’χουμε συνέχεια στα μπουντρούμια κάτω απ’ τη γη, γιατί εκεί θα ξαναγύριζε πίσω στις σκοτεινές του σκέψεις.

— Είσαστε πολύ λιγότερο αβροί μ’ εμένα, είπε ο Γκλόιν και τα μάτια του άστραψαν, καθώς ξύπνησαν μέσα του παλιές αναμνήσεις απ’ τον καιρό που ήταν φυλακισμένος στα υπόγεια του βασιλιά των Ξωτικών.

— Έλα τώρα, είπε ο Γκάνταλφ. Σε παρακαλώ, μη διακόπτεις, καλέ μου Γκλόιν. Η δική σας περίπτωση ήταν μια λυπηρή παρανόηση, που έχει τακτοποιηθεί εδώ και πολύ καιρό. Αν όλα τα παράπονα που υπάρχουν ανάμεσα στα Ξωτικά και στους Νάνους αναφερθούν εδώ, τότε καλά θα κάνουμε να εγκαταλείψουμε αυτό το Συμβούλιο.

Ο Γκλόιν σηκώθηκε και υποκλίθηκε και ο Λέγκολας συνέχισε:

— Τις μέρες που είχε καλό καιρό πηγαίναμε το Γκόλουμ στο δάσος. Εκεί ήταν ένα δέντρο που στεκόταν μόνο του μακριά απ’ τ’ άλλα κι εκεί του άρεσε να σκαρφαλώνει. Πολύ συχνά το αφήναμε ν’ ανεβαίνει στα πιο ψηλά κλαδιά, μέχρι που ένιωθε το ελεύθερο αγέρι· αλλά βάζαμε φρουρό στη βάση του δέντρου. Μια μέρα αρνήθηκε να κατεβεί κι οι φρουροί δεν είχαν καμιά όρεξη ν’ ανεβούν να το κατεβάσουν: είχε μάθει ένα κόλπο να κολλάει στα κλαδιά με χέρια και με πόδια. Έτσι κάθισαν πλάι στο δέντρο μέχρι που η νύχτα προχώρησε για καλά.

» Κι εκείνη ακριβώς την καλοκαιριάτικη νύχτα, που ήταν χωρίς φεγγάρι κι άστρα, οι Ορκ έκαναν επίθεση χωρίς να το περιμένουμε. Τους απωθήσαμε έπειτα από κάμποση ώρα. Ήταν πολλοί κι άγριοι, αλλά είχαν έρθει πέρα απ’ τα βουνά και ήταν άμάθητοι στα δάση. Όταν τέλειωσε η μάχη, ανακαλύψαμε πως το Γκόλουμ ήταν φευγάτο κι οι φρουροί του ήταν σφαγμένοι ή αιχμάλωτοι. Τότε είδαμε καθαρά πως η επίθεση είχε γίνει με σκοπό τη διάσωσή του κι αυτό την ήξερε εκ των προτέρων. Πώς το είχε καταφέρει δεν μπορούμε να μαντέψουμε· αλλά το Γκόλουμ είναι παμπόνηρο και οι κατάσκοποι του Εχθρού πολλοί. Τα σκοτεινά όντα, που διώξαμε τη χρονιά που έπεσε ο Δράκος, έχουν γυρίσει πολύ περισσότερα και το Δάσος της Σκοτεινιάς έχει γίνει πάλι τόπος επικίνδυνος εκτός απ’ τα μέρη που βρίσκονται στην επικράτειά μας.

» Δεν μπορέσαμε να ξαναπιάσουμε το Γκόλουμ. Ανακαλύψαμε τα ίχνη του ανάμεσα στα ίχνη πολλών Ορκ· κατευθύνονταν βαθιά μες στο Δάσος πηγαίνοντας στο Νοτιά. Αλλά γρήγορα ξεπέρασε τις ικανότητές μας να το παρακολουθούμε και δεν τολμήσαμε να συνεχίσουμε το κυνήγι, γιατί πλησιάζαμε το Ντολ Γκούλντουρ κι αυτό το μέρος εξακολουθεί να είναι επικίνδυνο· αποφεύγουμε να περνάμε απ’ εκεί.

— Λοιπόν, καλά, ας έφυγε, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν έχουμε καιρό να το γυρέψουμε πάλι. Θα κάνει αυτό που θα κάνει. Αλλ’ όμως ίσως παίξει κάποιον ρόλο ακόμα που ούτε αυτό ούτε ο Σόρον έχουν προβλέψει.

» Και τώρα θ’ απαντήσω στις άλλες ερωτήσεις του Γκάλντορ. Κι ο Σάρουμαν; Ποιες είναι οι συμβουλές του σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα; Την ιστορία αυτή πρέπει να σας τη διηγηθώ με λεπτομέρειες, γιατί μόνο ο Έλροντ την έχει ακούσει, κι αυτός εν συντομία· αλλά έχει σημασία σ’ αυτά που πρέπει ν’ αποφασίσουμε. Είναι το τελευταίο κεφάλαιο στην εξέλιξη της Ιστορίας του Δαχτυλιδιού ως τώρα.

» Προς το τέλος του Ιουνίου ήμουν στο Σάιρ, αλλά ένα σύννεφο ανησυχίας μου σκοτείνιαζε το μυαλό. Τότε πήγα με τ’ άλογό μου στα νότια σύνορα της μικρής χώρας. Γιατί είχα μια κακή προαίσθηση κινδύνου, που ήταν ακόμα κρυμμένος από μένα, αλλ’ όμως πλησίαζε. Εκεί μ’ έφτασαν μηνύματα που με πληροφορούσαν για πόλεμο καν ήττα στην Γκόντορ και σαν άκουσα για τη Μαύρη Σκιά μια παγωνιά πλάκωσε την καρδιά μου. Αλλά δε βρήκα τίποτα εκτός από λίγους πρόσφυγες απ’ το Νοτιά. Μου φαινόταν όμως πως τους πλάκωνε ένας φόβος, που γι΄ αυτόν δεν ήθελαν να μιλήσουν. Στράφηκα τότε ανατολικά και βορινά και ταξίδεψα στον Πράσινο Δρόμο. Κι όχι μακριά απ’ το Μπρί συνάντησα έναν ταξιδιώτη που καθόταν σ’ ένα ψήλωμα στην άκρη του δρόμου και δίπλα βοσκούσε τ’ άλογό του. Ήταν ο Ράνταγκαστ ο Καφετής, που κάποτε έμενε στο Ρόσγκομπελ, κοντά στα σύνορα του Δάσους της Σκοτεινιάς. Είναι συνάδελφός μου, αλλά δεν τον είχα δει εδώ και πολλά χρόνια.

» “Γκάνταλφ! φώναξε. Εσένα γύρευα. Αλλά αυτά τα μέρη μου είναι άγνωστα. Το μόνο που ήξερα είναι το ότι θα μπορούσα να σε βρω σε μια άγρια περιοχή με το κακόηχο όνομα Σάιρ.”

» “Οι πληροφορίες σου ήταν σωστές, είπα. Αλλά μη μιλάς έτσι, αν συναντήσεις κανέναν απ’ τους κατοίκους. Γιατί τώρα είσαι κοντά στα σύνορα του Σάιρ. Κι εμένα τι με θέλεις; Πρέπει να ’ναι επείγον. Ποτέ δε σου άρεσαν τα ταξίδια, εκτός κι υπήρχε μεγάλη ανάγκη.”

» “Είναι μεγάλη ανάγκη, είπε. Τα νέα μου είναι άσχημα.” Έπειτα κοίταξε γύρω του, λες κι οι φράχτες να είχαν αυτιά. “Οι Νάζγκουλ, ψιθύρισε. Οι Εννιά βγήκαν πάλι. Πέρασαν το Ποτάμι κρυφά και κινούνται δυτικά, έχουν μεταμφιεστεί σε καβαλάρηδες ντυμένους στα μαύρα.”

«Τότε κατάλαβα τι ήταν αυτό που φοβόμουν χωρίς να το ξέρω.

» “Ο Εχθρός πρέπει να έχει μεγάλη ανάγκη ή κάποιο σκοπό, είπε ο Ράνταγκαστ· αλλά δεν μπορώ να μαντέψω τι τον κάνει να ψάχνει σ’ αυτά τα μακρινά κι έρημα μέρη”.

» “Τι εννοείς; είπα.”

»“Μου έχουν πει ότι όπου πάνε οι Καβαλάρηδες ζητούν πληροφορίες για μια χώρα που ονομάζεται Σάιρ.

»“Το Σάιρ,” είπα· μα η καρδιά μου βάρυνε. Γιατί ακόμα κι οι Σοφοί μπόρει να φοβούνται ν’ αντισταθούν στους Εννέα, όταν συγκεντρωθούν όλοι μαζί κάτω απ’ τον απαίσιο αρχηγό τους. Τα παλιά τα χρόνια ήταν μεγάλος βασιλιάς και μάγος, και τώρα εμπνέει ένα θανάσιμο φόβο. “Ποιος σ’ το ’πε και ποιος σ’ έστειλε;” ρώτησα.

»“Ο Σάρουμαν ο Λευκός, απάντησε ο Ράνταγκαστ. Και μου είπε να σου πω αν έχεις ανάγκη, θα σε βοηθήσει. Πρέπει όμως να ζητήσεις τη βοήθεια του αμέσως, αλλιώς θα ’ναι πολύ αργά.”

» Εκείνο το μήνυμα μου έδωσε ελπίδα. Γιατί ο Σάρουμαν ο Λευκός είναι ο πιο μεγάλος από μας. Ο Ράνταγκαστ, βέβαια, είναι ένας άξιος μάγος, κύριος των σχημάτων και της αλλαγής των χρωμάτων. Ξέρει πολλά γύρω απ’ τα βότανα και τα ζώα, και τα πουλιά είναι οι κυριότεροι φίλοι του. Αλλά ο Σάρουμαν έχει μελετήσει πολύ τις τέχνες του ίδιου του Εχθρού κι έτσι μπορέσαμε συχνά να τον προλάβουμε. Με τις εφευρέσεις του Σάρουμαν διώξαμε τον Εχθρό απ’ το Ντολ Γκούλντουρ. Ίσως, λοιπόν, να είχε βρει τίποτα όπλα να διώξουμε τους Εννέα.

»“Θα πάω στο Σάρουμαν” είπα.

» “Τότε θα πρέπει να πας τώρα αμέσως, είπε ο Ράνταγκαστ· γιατί εγώ έχω χάσει καιρό ψάχνοντάς σε, και οι μέρες λιγοστεύουν. Μου είπε να σε βρω πριν το Μεσοκαλόκαιρο κι αυτό έχει φτάσει τώρα. Ακόμα κι αν ξεκινήσεις τώρα από δω, δύσκολα θα φτάσεις πριν οι Εννιά ν’ ανακαλύψουν τη χώρα που ζητούν. Κι εγώ ο ίδιος θα γυρίσω πίσω αμέσως”. Και μ’ αυτά τα λόγια καβάλησε τ’ άλογό του για να φύγει.

» “Στάσου μια στιγμή! είπα. Θα χρειαστούμε τη βοήθειά σου και τη βοήθεια όλων των πλασμάτων που θα θελήσουν να την προσφέρουν. Στείλε μηνύματα σ’ όλα τα ζώα και στα πουλιά που είναι φίλοι σου. Πες τους να φέρνουν νέα για οτιδήποτε έχει σχέση με την υπόθεση, στο Σάρουμαν και στον Γκάνταλφ. Πες να στέλνουν τα μηνύματα στο Όρθανκ.”

» “Εντάξει”, είπε, κι έφυγε καλπάζοντας λες κι οι Εννέα τον κυνηγούσαν.

«Δεν μπορούσα να τον ακολουθήσω αμέσως. Είχα κιόλας ταξιδέψει πολύ εκείνη τη μέρα κι ήμουν κουρασμένος κι εγώ και τ’ άλογό μου· και χρειαζόμουν καιρό να σκεφτώ τα πράγματα. Διανυκτέρευσα στο Μπρι κι αποφάσισα πως δεν είχα καιρό να επιστρέψω στο Σάιρ. Ποτέ στη ζωή μου δεν έκανα μεγαλύτερο σφάλμα!

»Έγραψα όμως ένα μήνυμα για το Φρόντο κι εμπιστεύτηκα το φίλο μοι τον πανδοχέα να το στείλει. Ξεκίνησα το χάραμα· και κάποτε επιτέλους έφτασα στην κατοικία του Σάρουμαν, που βρίσκεται στο νοτιά μακριά στο Ίσενγκαρντ, στην άκρη των Συννεφιασμένων Βουνών, όχι μακριά απ’ το άνοιγμα του Ρόαν. Και ο Μπορομίρ θα σας πει πως αυτό είναι μια μεγάλη ανοιχτή κοιλάδα που βρίσκεται ανάμεσα στα Συννεφιασμένα Βουνά και στις πιο βορινές λοφοπλαγιές απ’ τα Έρεντ Νίμρες, τα Λευκά Όρη της πατρίδας του. Α?νλά το Ίσενγκαρντ είναι ένας κύκλος από απόκρημνους βράχους που περικλείνουν μια κοιλάδα σαν τείχος, και στη μέση της κοιλάδας είναι ένας πέτρινος πύργος που λέγεται Όρθανκ. Δεν τον έφτιαξε ο Σάρουμαν, αλλά οι Άνθρωποι του Νούμενορ πολύ παλιά. Είναι πολύ ψηλός κι έχει πολλά μυστικά κι όμως δε φαίνεται πως κρύβει τόση τέχνη. Για να τον φτάσεις πρέπει να περάσεις τον δακτύλιο του Ίσενγκαρντ· και σ’ αυτόν τον κύκλο υπάρχει μόνο μια πύλη.

»Αργά ένα βραδάκι έφτασα στην πύλη, που είναι μια μεγάλη καμάρα στο τείχος του βράχου, και τη βρήκα να τη φρουρούν καλά. Αλλ’ οι φρουροί της πύλης είχαν το νου τους για μένα και μου είπαν πως ο Σάρουμαν με περίμενε. Πέρασα κάτω απ’ την καμάρα και η πύλη έκλεισε αθόρυβα πίσω μου και ξαφνικά φοβήθηκα, αν και δεν ήξερα το γιατί.

» Πήγα όμως στη βάση του Όρθανκ κι έφτασα στη σκάλα του Σάρουμαν. Εκεί με υποδέχτηκε και με οδήγησε πάνω στη μεγάλη του αίθουσα. Στο δάχτυλό του φορούσε ένα δαχτυλίδι.

— “Λοιπόν, ήρθες, Γκάνταλφ”, μου είπε σοβαρά· αλλά μες στα μάτια του φαινόταν να υπάρχει ένα άσπρο φως, λες κι ένα κρύο γέλιο να φώλιαζε στην καρδιά του.

»“Ναι, ήρθα, είπα. Ήρθα να σε βοηθήσω, Σάρουμαν Λευκέ,” Κι αυτός ο τίτλος φάνηκε να τον θυμώνει.

» “Ώστε ήρθες στ’ αλήθεια, Γκάνταλφ Γκρίζε! κορόιδεψε. Για βοήθεια; Σπάνια έχουμε ακούσει να ζητάει βοήθεια ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος, που είναι τόσο παμπόνηρος και τόσο σοφός, που γυρίζει εδώ κι εκεί κι ανακατεύεται σε κάθε υπόθεση είτε τον αφορά είτε όχι”.

»Τον κοίταξα κι απόρησα.

»“Αλλά, αν δεν απατάμαι, είπα, τα πράγματα τώρα εξελίσσονται έτσι που θα χρειαστεί να ενώσουμε όλες μας τις δυνάμεις.”

» “Μπορεί να ’ναι κι έτσι, είπε, αλλ’ αυτή η σκέψη άργησε να σου έρθει. Για πόσο καιρό άραγε δεν έχεις κρύψει από μένα, που είμαι ο αρχηγός του Συμβουλίου, ένα θέμα μεγάλης σπουδαιότητας; Τι σε φέρνει τώρα απ’ τον κρυψώνα σου στο Σάιρ;”

»“Οι Εννιά έχουν εξορμήσει πάλι, απάντησα. Έχουν περάσει τον Ποταμό. Έτσι μου είπε ο Ράνταγκαστ.”

» “Ο Ράνταγκαστ ο Καφετής! γέλασε ο Σάρουμαν, και δεν έκρυβε την περιφρόνησή του πια. Ο Ράνταγκαστ που εξημερώνει πουλιά! Ο Ράνταγκαστ ο Αγαθιάρης! Ο Ράνταγκαστ ο Ανόητος! Ευτυχώς κι είχε λίγο μυαλό να παίξει το ρόλο που του ανάθεσα. Ήρθες, κι αυτός ήταν ο σκοπός του μηνύματός μου. Κι εδώ θα μείνεις, Γκάνταλφ Γκρίζε, και θα ξεκουραστείς απ’ τα ταξίδια σου. Γιατί εγώ είμαι ο Σάρουμαν, ο Σοφός, ο Σάρουμαν ο Κατασκευαστής Δαχτυλιδιών, ο Σάρουμαν των Πολλών Χρωμάτων!”

» Πρόσεξα τότε και είδα ότι οι ρόμπες του, που είχαν φανεί λευκές, δεν ηταν, αλλά ήταν υφασμένες μ’ όλα τα χρώματα κι όταν κουνιόταν λαμπύριζαν κι άλλαζαν απόχρωση έτσι που το μάτι μπερδευόταν.

»“Το άσπρο μ’ αρέσει καλύτερα,” είπα.

»“Το άσπρο! είπε περιφρονητικά. Εξυπηρετεί σαν αρχή. Το λευκό ύφασμα μπορεί να χρωματιστεί. Η λευκή σελίδα να παραγεμίσει με γράμματα· και το λευκό φως μπορεί να διαθλαστεί.”

» “Σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι πια λευκό, είπα εγώ. Κι αυτός που καταστρέφει κάτι για να βρει από τι αποτελείται, έχει ξεφύγει απ’ το μονοπάτι της σοφίας.”

» “Δεν υπάρχει λόγος να μου μιλάς λες κι είμαι κανένας απ’ τους χαζούς που έχεις για φίλους, είπε. Δε σ’ έφερα εδώ για να μου κάνεις μάθημα, αλλά για να σου δώσω τη δυνατότητα να διαλέξεις.”

«Τεντώθηκε κι ύστερα άρχισε να ρητορεύει, λες κι έβγαζε λόγο που τον είχε προ πολλού προετοιμάσει.

»“Οι Παλιές Μέρες έχουν φύγει. Η Μέση Εποχή περνά. Οι Νεότερες Μέρες αρχίζουν. Η εποχή των Ξωτικών πέρασε, αλλά η δική μας ώρα είναι κοντά: δηλαδή ο κόσμος των Ανθρώπων, που πρέπει εμείς να κυβερνήσουμε. Πρέπει όμως να έχουμε δύναμη, δύναμη να διατάζουμε τα πάντα όπως εμείς τα θέλουμε, για το καλό που μόνο εμείς οι Σοφοί μπορούμε να δούμε.”

» “Άκουσε, λοιπόν, Γκάνταλφ, παλιέ μου φίλε και βοηθέ! είπε και με πλησίασε μιλώντας τώρα με μαλακότερη φωνή. Είπα εμείς, γιατί εμείς μπορεί να γίνει αν έρθεις με το μέρος μου. Μια καινούρια Δύναμη σηκώνεται. Εναντίον της οι παλιοί σύμμαχοι και οι παλιές πολιτικές δε θα μας χρησιμέψουν σε τίποτα. Δεν υπάρχει ελπίδα στα Ξωτικά και στο Νούμενορ που σβήνει, Υπάρχει, λοιπόν, αυτή μόνο η δυνατότητα εκλογής ενώπιόν σου, ενώπιόν μας. Μπορούμε να πάμε με το μέρος αυτής της Δύναμης. Αυτό θα ήταν το σοφότερο, Γκάνταλφ. Έτσι υπάρχει ελπίδα. Η νίκη της είναι κοντά· κι αυτοί που θα τη βοηθήσουν θα πάρουν πλούσια αμοιβή. Όσο η Δύναμη αυξάνει κι αυτοί που θ’ αποδειχτούν φίλοι της θ’ αυξάνουν· κι οι Σοφοί, όπως εσύ κι εγώ, θα μπορέσουν ίσως με υπομονή να διευθύνουν τέλος την πορεία της, να τη θέσουν υπό έλεγχο. Μπορούμε να περιμένουμε να έρθει η ώρα μας, μπορούμε να κρατήσουμε τις σκέψεις μας κρυφές μες στις καρδιές μας· κι αν δε μας αρέσουν οι ασχήμιες που δυνατόν να γίνουν στο δρόμο, όμως θα επικροτούμε τον απώτερο και υψηλό σκοπό: δηλαδή τη Γνώση, την Εξουσία και την Τάξη· όλ’ αυτά για τα οποία έχουμε κουραστεί μάταια να πετύχουμε γιατί μας εμποδίζουν μάλλον παρά μας βοηθούν οι αδύναμοι ή νωθροί φίλοι μας. Δεν υπάρχει ανάγκη να γίνει, δε θα γίνει καμιά πραγματική αλλαγή στα σχέδιά μας, μόνο στα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε.”

» “Σάρουμαν, είπα εγώ, έχω ακούσει λόγια αυτού του είδους και παλιότερα, αλλά μόνο απ’ το στόμα των απεσταλμένων της Μόρντορ με σκοπό ν’ απατήσουν τους αδαείς. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με κουβάλησες τόσο δρόμο μόνο και μόνο για να κάνεις τ’ αυτιά μου να βαρεθούν.”

» Με λοξοκοίταξε κι έπαψε για λίγο να σκεφτεί.

» “Λοιπόν, βλέπω ότι αυτός ο σοφός δρόμος δε φαίνεται να σου αρέσει, είπε. Μήπως όχι ακόμα; Μήπως όχι μέχρι να βρούμε κανένα καλύτερο τρόπο;”

» Ήρθε κι έβαλε το μακρύ χέρι του στο μπράτσο μου.

»“Και γιατί όχι, Γκάνταλφ; ψιθύρισε. Γιατί όχι; Το Κυρίαρχο Δαχτυλίδι; Αν μπορούσαμε να το εξουσιάσουμε, τότε η Δύναμη θα περνούσε σ’ εμάς. Κι αυτός είναι αλήθεια ο λόγος που σ’ έφερα εδώ. Βλέπεις έχω πολλά μάτια στην υπηρεσία μου και πιστεύω πως εσύ ξέρεις πού βρίσκεται τώρα το πολύτιμο αυτό πράγμα. Δεν είναι έτσι; Αλλιώς γιατί οι Εννιά ψάχνουν να βρουν το Σάιρ· κι εσύ τι θέλεις εκεί;” Και καθώς έλεγε αυτά η μεγάλη του επιθυμία που δεν μπορούσε να κρύψει, έλαμψε ξαφνικά στα μάτια του.

» “Σάρουμαν, είπα και στάθηκα μπροστά του, μόνο ένα χέρι κάθε φορά μπορεί να χρησιμοποιεί το Ένα, κι αυτό το ξέρεις καλά, έτσι μην κουράζεσαι να λες εμείς. Αλλά δε θα το ’δινα, όχι, δε θα ’δινα ούτε νέα του σ’ εσένα, τώρα που μαθαίνω τις σκέψεις σου. Ήσουν ο αρχηγός του Συμβουλίου. αλλά έβγαλες τη μάσκα σου επιτέλους. Λοιπόν, φαίνεται πως μου μένα να διαλέξω, ή να υποκύψω στο Σόρον, ή σ’ εσένα. Δε διαλέγω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Έχεις άλλες προτάσεις να κάνεις;”

»Τώρα ήταν ψυχρός κι επικίνδυνος.

» “Ναι, είπε. Δε σε περίμενα να δείξεις σύνεση ούτε και γι’ αυτόν ακόμα τον ίδιο σου τον εαυτό. Αλλά σου έδωσα την ευκαιρία να με βοηθήσεις με τη θέλησή σου, για να γλιτώσεις πολλές φασαρίες και πόνο. Η τρίτη εκλογή είναι να μείνεις εδώ, μέχρι το τέλος.”

» “Μέχρι ποιο τέλος;”

»“Μέχρι να μου αποκαλύψεις πού μπορεί να βρεθεί το Ένα. Ίσως βρω τρόπους να σε πείσω. Ή μέχρι που αυτό να βρεθεί χωρίς εσένα κι ο κυβερνήτης να βρει καιρό ν’ ασχοληθεί με ελαφρότερες υποθέσεις: να επινοήσει, για παράδειγμα, μια πρεπούμενη αμοιβή για τις παρεμποδίσεις και την αυθάδεια του Γκάνταλφ του Γκρίζου.”

»“Μπορεί ν’ αποδειχτεί ότι αυτό δε θα ’ναι απ’ τις ελαφρότερες υποθέσεις”, είπα εγώ. Γέλασε κοροϊδευτικά, γιατί τα λόγια μου ήταν κούφια και το ξερε.

» Με πήραν και μ’ έβαλαν μόνο μου στην πιο ψηλή κορφή του Όρθανκ, στο μέρος που ο Σάρουμαν συνήθιζε να κοιτάζει τ’ άστρα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να κατεβείς από κει εκτός από μια στενή σκάλα με πολλές χιλιάδες σκαλοπάτια· και η κοιλάδα κάτω φαίνεται μακρινή. Την κοίταξα και είδα ότι, ενώ κάποτε ήταν καταπράσινη και όμορφη, τώρα ήταν γεμάτη χαντάκια και σιδηρουργεία. Λύκοι και ορκ κατοικούσαν στο Ίσενγκαρντ γιατί ο Σάρουμαν στρατολογούσε μεγάλη δύναμη για λογαριασμό του, συναγωνιζόμενος τον Σόρον και χωρίς να είναι στην υπηρεσία του ακόμα. Πάνω απ’ όλα τα έργα του ήταν απλωμένος μαύρος καπνός, που τυλιγόταν γύρω απ’ τα πλευρά του Όρθανκ. Εγώ στεκόμουν μόνος σ’ ένα νησί στα σύννεφα. Δεν υπήρχε τρόπος να δραπετεύσω και γι’ αυτό οι μέρες μου ήταν πικρές. Με περόνιαζε το κρύο κι είχε ελάχιστο χώρο για να περπατώ πίσω μπρος και να συλλογίζομαι τον ερχομό των Καβαλάρηδων στο Βοριά.

» Ότι οι Εννιά είχαν στ’ αλήθεια σηκωθεί ήμουν βέβαιος, ξέχωρα απ’ τα λόγια του Σάρουμαν, που μπορεί να ήταν και ψέματα. Πολύ πριν έρθω στο Ίσενγκαρντ είχα πληροφορίες που δεν μπορεί να ήταν λάθος. Η καρδιά μου ήταν συνεχώς γεμάτη φόβο για τους φίλους μου στο Σάιρ· αλλά έλπιζα ακόμα. Έλπιζα ότι ο Φρόντο θα ’χε ξεκινήσει αμέσως, όπως του έλεγα στο γράμμα μου κι ότι θα είχε φτάσει στο Σκιστό Λαγκάδι πριν αρχίσει η θανατερή καταδίωξη. Αλλά κι ο φόβος μου κι η ελπίδα μου αποδείχτηκαν με λαθεμένη βάση. Γιατί η ελπίδα μου ήταν βασισμένη σ’ ένα χοντρό άνθρωπο στο Μπρι κι ο φόβος μου στην πονηριά του Σόρον. Όμως οι χοντροί άνθρωποι που πουλάνε μπίρα έχουν πολλά στο κεφάλι τους και η δύναμη του Σόρον είναι ακόμα μικρότερη απ’ ό,τι την κάνει ο φόβος. Αλλά στον κύκλο του Ίσενγκαρντ, παγιδευμένος και μόνος, δε μου ήταν εύκολο να σκεφτώ πως οι κυνηγοί, που μπροστά τους όλοι το ’βαζαν στα πόδια ή έπεφταν, θα σκόνταφταν εκεί μακριά στο Σάιρ.

— Σε είδα! φώναξε ο Φρόντο. Περπατούσες πίσω μπρος. Το φεγγάρι έλαμπε στα μαλλιά σου.

Ο Γκάνταλφ σταμάτησε έκπληκτος και τον κοίταξε.

— Ήταν όνειρο μόνο, είπε ο Φρόντο, αλλά το θυμήθηκα ξαφνικά. Το είχα εντελώς ξεχάσει. Το είχα δει αρκετό καιρό πριν- είχα φύγει απ’ το Σάιρ νομίζω.

— Τότε το είδες αργά. είπε ο Γκάνταλφ, όπως θα διαπιστώσεις και μόνος σου. Βρισκόμουν σε πολύ δύσκολη θέση. Κι αυτοί που με ξέρουν θα συμφωνήσουν ότι σπάνια έχω βρεθεί σε τέτοια ανάγκη και γι’ αυτό μια τέτοια αναποδιά δε την υπομένω καλά. Εγώ ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος να είμαι πιασμένος σαν μύγα στης αράχνης το προδοτικό δίχτυ! Όμως κι οι πιο πονηρές αράχνες μπορεί να ξεχάσουν κάποια αδύνατη κλωστή.

» Στην αρχή φοβήθηκα, όπως σίγουρα ο Σάρουμαν θα ήθελε να πιστέψω, πως κι ο Ράνταγκαστ είχε προδώσει. Δεν είχα όμως αντιληφθεί ούτε υπαινιγμό, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, στη μιλιά του ή στα μάτια του, όταν είχαμε συναντηθεί. Γιατί αν είχα αντιληφθεί κάτι τέτοιο, δε θα είχα πάει ποτέ στο Ίσενγκαρντ, ή θα είχα πάει πιο προσεκτικά. Αυτό το είχε μαντέψει ο Σάρουμαν και γι’ αυτό είχε κρύψει τις σκέψεις του κι είχε ξεγελάσει τον αγγελιοφόρο του. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, θα ήταν χαμένος κόπος να προσπαθούσε να κάνει τον τίμιο Ράνταγκαστ προδότη. Ο Ράνταγκαστ με αναζήτησε καλοπροαίρετα και γι’ αυτό και μ’ έπεισε.

» Κι αυτή ήταν κι η αιτία που χάλασε το σχέδιο του Σάρουμαν. Γιατί ο Ράνταγκαστ δεν έβλεπε το λόγο να μην κάνει αυτό που του ζήτησα. Και πήγε στο Δάσος της Σκοτεινιάς που είχε πολλούς φίλους από παλιά. Κι οι Αετοί των Βουνών πήγαν παντού και είδαν πολλά πράγματα: τη συγκέντρωση των Λύκων και τη στρατολόγηση των Ορκ· και τους Εννιά Καβαλάρηδες να πηγαίνουν εδώ κι εκεί στις διάφορες χώρες· κι άκουσαν τα νέα για το Γκόλουμ που δραπέτευσε. Κι έστειλαν έναν αγγελιοφόρο να μου φέρει αυτά τα νέα.

Έτσι, στο τέλος του καλοκαιριού, ήρθε ένα φεγγαρόφωτο βράδυ ο Γκουάιχιρ ο Κύριος του Ανέμου, ο πιο γρήγορος απ’ όλους τους Μεγάλους Αετούς, ήρθε χωρίς κανείς να τον περιμένει στο Όρθανκ· και με βρήκε να στέκομαι στον ψηλό πύργο. Τότε του μίλησα και με πήρε μακριά πριν πάρει είδηση ο Σάρουμαν. Βρισκόμουν πολύ μακριά απ’ το Ίσενγκαρντ όταν οι λύκοι και οι ορκ βγήκαν απ’ την πύλη για να με κυνηγήσουν.

»“Πόσο μακριά αντέχεις να με μεταφέρεις;” είπα στον Γκουάιχιρ.

» “Πολλές λεύγες, είπε αυτός, αλλά όχι και στην άκρη της γης. Μ’ έστειλαν να μεταφέρω νέα, όχι φορτία.”

»“Τότε θα πρέπει ν’ αποκτήσω ένα άτι στη γη, είπα, ένα άτι πολύ γρήγορο, γιατί ποτέ ως τώρα δεν είχα τόση ανάγκη να κάνω γρήγορα.”

»“Αν είναι έτσι, θα σε πάω στο Έντορας, όπου ο Κύριος του Ρόαν κάθεται στο παλάτι του, είπε, γιατί δεν είναι μακριά.”

» Εγώ χάρηκα γιατί στο Ρίντερμαρκ του Ρόαν ζουν οι Ροχίριμ, οι Αλογο-αφεντάδες· και δεν υπάρχουν πουθενά άλογα που να συγκρίνονται μ’ εκείνα που γεννιούνται και μεγαλώνουν σ’ αυτή τη μεγάλη κοιλάδα ανάμεσα στα Λευκά και στα Συννεφιασμένα Βουνά.

»“Νομίζεις πως οι άνθρωποι του Ρόαν είναι ακόμα έμπιστοι;” είπα στον Γκουάιχιρ, γιατί η προδοσία του Σάρουμαν είχε λιγοστέψει την εμπιστοσύνη μου.

»“Πληρώνουν άλογα σαν φόρο υποτέλειας, απάντησε, και στέλνουν πολλά κάθε χρόνο στη Μόρντορ, τουλάχιστον έτσι λέγεται· αλλά δε βρίσκονται ακόμα κάτω απ’ το ζυγό. Αν όμως ο Σάρουμαν έχει γίνει προδότης, όπως λες, τότε το τέλος τους δε θα καθυστερήσει πολύ.”

» Με κατέβασε στη γη του Ρόαν πριν χαράξει. Ως εδώ μάκρυνα πολύ την ιστορία μου, την υπόλοιπη θα την κάνω συντομότερη. Στο Ρόαν βρήκα πως το κακό είχε κιόλας αρχίσει να δουλεύει: τα ψέματα του Σάρουμαν· έτσι που ο βασιλιάς δεν ήθελε ν’ ακούσει τις προειδοποιήσεις μου. Μου είπε να πάρω ένα άλογο και να φύγω. Κι εγώ διάλεξα ένα που πολύ μου άρεσε, αλλά πολύ λίγο άρεσε σ’ αυτόν. Πήρα το καλύτερο άλογο της χώρας του. Δεν έχω δει άλογο όμοιο μ’ αυτό.

— Θα πρέπει να είναι πράγματι αρχοντικό ζώο, είπε ο Άραγκορν· και με στενοχωρεί περισσότερο από πολλά άλλα νέα, που ίσως φαίνοται χειρότερα, το ότι ο Σόρον παίρνει τέτοιο φόρο. Αυτό δε συνέβαινε όταν για τελευταία φορά ήμουν σ’ εκείνη τη χώρα.

— Ούτε και τώρα συμβαίνει, θα μπορούσα να τ’ ορκιστώ, είπε ο Μπορομίρ. Είναι ψέμα που προέρχεται απ’ τον Εχθρό. Τους ξέρω τους άντρες του Ρόαν, είναι πιστοί και γενναίοι, είναι σύμμαχοι μας κι ακόμα κατοικούν στη γη που τους δώσαμε από πολύ παλιά.

— Η σκιά της Μόρντορ απλώνεται σε μακρινές χώρες, απάντησε ο Άραγκορν. Ο Σάρουμαν βρίσκεται από κάτω της. Το Ρόαν πιέζεται. Ποιος ξέρει τι θα βρεις εκεί, αν ποτέ επιστρέψεις;

— Τουλάχιστον όχι αυτό, είπε ο Μπορομίρ, όχι ότι εξαγοράζουν τις ζωές τους μ’ άλογα. Αγαπούν τ’ άλογα σαν το αίμα τους. Κι όχι χωρίς λόγο, γιατί τα άλογα του Ρίντερμαρκ κατάγονται από τα βοσκοτόπια του Βοριά, μακριά απ’ τη Σκιά· και η ράτσα τους, όπως κι η ράτσα των αφεντάδων τους, προέρχεται απ’ τις παλιές ελεύθερες μέρες.

— Έτσι είναι στ’ αλήθεια! είπε ο Γκάνταλφ. Και υπάρχει ανάμεσά τους ένα, που ίσως να γεννήθηκε στο ξημέρωμα του κόσμου. Τα άλογα των εννέα δεν μπορούν να του παραβγούν· είναι ακούραστο και γοργό σαν τον άνεμο. Το λένε Ίσκιο. Τη μέρα το τρίχωμά του λάμπει σαν ασήμι και τη νύχτα μοιάζει σκιά και περνάει αόρατος. Και τι ανάλαφρο τρέξιμο! Κανείς ποτέ δεν τον έχει καβαλικέψει, αλλά εγώ τον πήρα και τον ημέρωσα και, τόσο γρήγορα μ’ έφερε ώστε έφτασα στο Σάιρ όταν ο Φρόντο ήταν στην Κοιλάδα των Θολωτών Τάφων, αν και ξεκίνησα απ’ το Ρόαν τότε που ξεκίνησε απ’ το Χόμπιτον.

» Αλλά καθώς ταξίδευα, ο φόβος μου μεγάλωνε. Όσο ερχόμουν στο βοριά μάθαινα νέα των Καβαλάρηδων και, αν και τους πλησίαζα μέρα με τη μέρα, βρίσκονταν όμως πάντα πιο μπροστά από μένα. Έμαθα ότι είχαν χωρίσει τη δύναμή τους: μερικοί έμειναν στ’ ανατολικά σύνορα, όχι μακριά απ’ τον Πράσινο Δρόμο και μερικοί μπήκαν στο Σάιρ απ’ το νοτιά. Έφτασα στο Χόμπιτον κι ο Φρόντο ήταν φευγάτος. Κουβέντιασα με το γερο-Γκάμγκη. Μου είπε ένα σωρό πράγματα, αλλά λίγα απ’ αυτά με ενδιέφεραν. Πιο πολύ μιλούσε για τα στραβά των καινούριων ενοίκων του Μπαγκ Εντ.

» “Εμένα μαθές δε μ’ αρέσουν οι αλλαγές, έλεγε, δεν είναι για την ηλικία μου· και πιο λίγο απ’ όλες δε μ’ αρέσουν οι αλλαγές στα χειρότερα.” “Αλλαγές στα χειρότερα”, αυτό το ’λεγε και το ξανάλεγε.

»“Χειρότερα, είναι μια λέξη, του είπα, που ελπίζω να μη ζήσεις να τη δεις να γίνεται αλήθεια.” Ανάμεσα όμως απ’ τα λόγια του κατάφερα τέλος να καταλάβω πως ο Φρόντο είχε φύγει απ’ το Χόμπιτον λίγο λιγότερο από μια βδομάδα πριν και πως ένας μαύρος Καβαλάρης είχε έρθει στο λόφο το ίδιο εκείνο βράδυ. Τότε συνέχισα το ταξίδι μου γεμάτος φόβο. Έφτασα στο Μπάκλαντ και τους βρήκα άνω κάτω, να τρέχουν πέρα δώθε σαν μυρμηγκοφωλιά που την ανακάτεψαν μ’ ένα ξύλο. Πήγα στο σπίτι στο Κρικχόλοου και το βρήκα με σπασμένη την πόρτα κι άδειο· αλλά στο κατώφλι βρισκόταν ένας μανδύας που ήταν του Φρόντο. Τότε, για λίγο, μ’ άφησε η ελπίδα και δε στάθηκα για να μάθω νέα, αν περίμενα θα είχα παρηγορηθεί, αλλά κάλπασα στα ίχνη των Καβαλάρηδων. Ήταν δύσκολο να τ’ ακολουθήσω, γιατί έπαιρναν πολλούς δρόμους και μπερδεύτηκα. Αλλά μου φάνηκε πως ένας ή δυο είχαν τραβήξει κατά το Μπρι. Πήγα κι εγώ προς τα εκεί γιατί σκέφτηκα μερικά πράγματα που θα μπορούσα να πω στον ξενοδόχο.

» “Τον λένε Βουτυράτο, σκέφτηκα. Αν αυτή η αργοπορία είναι εξαιτίας του. θα του λιώσω όλο το βούτυρο που έχει απάνω του. Θα τον ψήσω το γερο-ανόητο σε σιγανή φωτιά”. Δεν περίμενε τίποτα καλύτερο, και, σαν είδε το πρόσωπό μου, έπεσε χάμω κι άρχισε να λιώνει επί τόπου.

— Τι του έκανες; φώναξε ο Φρόντο τρομαγμένος. Ήταν πολύ ευγενικός μαζί μας κι έκανε ό,τι μπορούσε για να μας βοηθήσει.

Ο Γκάνταλφ γέλασε.

— Μη φοβάσαι! είπε. Δεν τον δάγκωσα, και πολύ λίγο τον κατσάδιασα. Τύπο χάρηκα από τα νέα που κατάφερε να μου πει, σαν έπαψε να τρέμει. που τον πήρα στην αγκαλιά μου. Το πώς έγινε δεν μπορούσα τότε να το μαντέψω, αλλά έμαθα ότι ήσουν στο Μπρι το προηγούμενο βράδυ κι ότι είχες φύγει εκείνο το πρωινό με το Γοργοπόδαρο.

»“Με το Γοργοπόδαρο!” ξεφώνισα τρελός απ’ τη χαρά μου.

»“Μάλιστα, κύριε, δυστυχώς έτσι φοβάμαι, κύριε, είπε ο Βουτυράτος παρεξηγώντας το ξεφωνητό. Πήγε και τους βρήκε, όσο κι αν προσπάθησα να τον εμποδίσω· κι αυτοί τον εμπιστεύτηκαν. Φέρθηκαν πολύ παράξενα όσο καιρό ήταν εδώ: πεισματάρικα, να πούμε.”

» “Χαζέ! Ανόητε! Τρισάξιε και τρισαγαπημένε Μπιρόχορτε! είπα εγώ. Λυτά είναι τα καλύτερα νέα που έχω ακούσει από τότε που πέρασε το μεσοκαλόκαιρο. Αξίζουν τουλάχιστον ένα χρυσό φλουρί. Να. θα κάνω μάγια στην μπίρα σου και για εφτά χρόνια θα είναι η καλύτερη απ’ όλες! είπα. Τώρα μπορώ να ξεκουραστώ για μια νύχτα. Κοντεύω να ξεχάσω πότε ξεκουράστηκα για τελευταία φορά.”

» Έτσι έμεινα εκεί τη νύχτα και απορούσα τι να είχαν γίνει οι Καβαλάρηδες· γιατί στο Μπρι, απ’ ό,τι φαινόταν, υπήρχαν νέα μόνο για δύο. Αλλά εκείνο το βράδυ ακούσαμε περισσότερα. Ήρθαν τουλάχιστον πέντε απ’ τη δύση κι έριξαν κάτω τις πύλες και πέρασαν μέσα από το Μπρι σαν τον άνεμο που ουρλιάζει· και οι κάτοικοι του Μπρι ακόμα τρέμουν και περιμένουν τη συντέλεια του κόσμου. Εγώ σηκώθηκα πριν την αυγή και τους πήρα από πίσω.

»Δεν ξέρω, αλλά μου φαίνεται ολοφάνερο πως κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα: Ο αρχηγός τους έμεινε κρυμμένος μακριά στα νότια του Μπρι, ενώ δύο κάλπασαν μπροστά διασχίζοντας το χωριό και τέσσερις άλλοι μπήκαν στο Σάιρ. Αλλά όταν απέτυχαν στο Μπρι και στο Κρικχόλοου, γύρισαν στον αρχηγό τους με τα νέα κι έτσι άφησαν — εκτός βέβαια απ’ τους κατασκόπους — αφύλαχτο για λίγο το δρόμο. Ο αρχηγός τότε έστειλε μερικούς ανατολικά μέσ’ απ’ τα χωράφια κι αυτός ο ίδιος πολύ θυμωμένος κάλπασε με τους υπόλοιπους ακολουθώντας το δρόμο.

»Έτρεξα σαν τον άνεμο για την Κορυφή των Καιρών και έφτασα εκεί πριν πέσει ο ήλιος, δυο μέρες αργότερα αφότου ξεκίνησα απ’ το Μπρι — κι εκείνοι ήταν εκεί μπροστά μου πριν από μένα. Απομακρύνθηκαν, γιατί ένιωσαν το θυμωμένο ερχομό μου και δεν τολμούσαν να μ’ αντιμετωπίσουν όσο ακόμα ο ήλιος ήταν στον ουρανό. Αλλά με περικύκλωσαν τη νύχτα και με πολιόρκησαν στη λοφοκορφή, στον παλιό κύκλο του Άμον-Σουλ. Στ’ αλήθεια με στρίμωξαν άσχημα: τέτοια φώτα και φλόγες κανείς δε θα ’χε ξαναδεί στην Κορυφή των Καιρών από την εποχή που άναβαν προειδοποιητικές φωτιές στους πολέμους παλιά.

» Με την ανατολή του ήλιου τους ξέφυγα και κάλπασα στο βοριά. Δεν μπορούσα να ελπίζω ότι θα έκανα τίποτα περισσότερο. Μου ήταν αδύνατο να σε βρω, Φρόντο, μες στην ερημιά και θα ήταν ανόητο να το προσπαθήσω τη στιγμή που και οι Εννιά με κυνηγούσαν. Έτσι εμπιστεύτηκα τον Άραγκορν. Έλπιζα όμως να παρασύρω μερικούς ξοπίσω μου και να φτάσω και πρώτος στο Σκιστό Λαγκάδι για να στείλω βοήθεια. Πράγματι τέσσερις Καβαλάρηδες μ’ ακολούθησαν, αλλά έπειτα από λίγο γύρισαν πίσω, φαίνεται, και τράβηξαν για το Πέρασμα. Αυτό οπωσδήποτε βοήθησε λιγάκι γιατί έμειναν μόνο πέντε κι όχι εννέα όταν έκαναν επίθεση στον καταυλισμό σας.

» Τέλος έφτασα εδώ ακολουθώντας ένα μακρύ και δύσκολο δρόμο απ’ τον Ασημόπηγο, διασχίζοντας τα Έτενμουρς κι ύστερα κατηφορίζοντας εδώ απ’ το βοριά. Μου πήρε σχεδόν δεκατέσσερις μέρες απ’ την Κορυφή των Καιρών, γιατί το άλογο μού ήταν άχρηστο ανάμεσα στα κατσάβραχα στον κάμπο των Γιγάντων, κι έτσι έφυγε ο Ίσκιος. Τον έστειλα πίσω στον κύριό του· μια μεγάλη όμως φιλία έχει γεννηθεί ανάμεσά μας κι αν ποτέ τον χρειαστώ θα έρθει αμέσως μόλις τον καλέσω. Έτσι έφτασα στο Σκιστό Λαγκάδι τρεις μόνο μέρες πριν από το Δαχτυλίδι, αλλά νέα για τον κίνδυνο είχαν κιόλας φτάσει εδώ — πράγμα που αποδείχτηκε στ’ αλήθεια καλό.

» Κι αυτό, Φρόντο, είναι το τέλος της ιστορίας μου. Ο Έλροντ και οι άλλοι, παρακαλώ, να συγχωρέσουν το μάκρος της. Αλλά τέτοιο πράγμα δεν έχει ξανασυμβεί, δηλαδή ο Γκάνταλφ να μην πάει σε συνάντηση που έχει υποσχεθεί. Γι’ αυτό πιστεύω πως έπρεπε να εξηγήσω το λόγο γι’ αυτό το παράξενο γεγονός στο Δαχτυλιδοκουβαλητή.

» Λοιπόν, τώρα την είπαμε την Ιστορία, απ’ την αρχή ως το τέλος. Εδώ είμαστε όλοι μας κι εδώ είναι και το Δαχτυλίδι. Παρ’ όλ’ αυτά όμως δεν έχουμε ακόμα έρθει πιο κοντά στο σκοπό μας. Τι θα το κάνουμε;

Απλώθηκε σιωπή. Τέλος μίλησε ξανά ο Έλροντ.

— Τα νέα για το Σάρουμαν μας προξενούν λύπη, είπε, γιατί του είχαμε εμπιστοσύνη και γνωρίζει ως το βάθος όλα μας τα σχέδια. Είναι επικίνδυνο να μελετά κανείς πολύ βαθιά τις τέχνες του Εχθρού, είτε για καλό είτε για κακό. Αλλά, αλίμονο, τέτοιου είδους πτώσεις και προδοσίες έχουν ξαναγίνει και παλιότερα. Απ’ όλες τις ιστορίες που ακούσαμε σήμερα, η ιστορία του Φρόντο ήταν για μένα η πιο παράξενη. Γνωρίζω ελάχιστους χόμπιτ, εκτός απ’ τον Μπίλμπο εδώ· και μου φαίνεται πως ίσως δεν είναι τόπο μοναδικός όσο τον νόμιζα. Ο κόσμος έχει πολύ αλλάξει από τότε που για τελευταία φορά ταξίδευα στους δρόμους που πηγαίνουν στη δύση.

» Τους βρικόλακες των Θολωτών Τάφων τους γνωρίζουμε με πολλά ονόματα· και για το Παλιό το Δάσος έχουν ειπωθεί πολλές ιστορίες: ό,τι απομένει τώρα απ’ αυτό δεν είναι παρά ένα κομμάτι της βορινής του πλευράς. Υπήρξε εποχή όμως που ένας σκίουρος μπορούσε να πάει πηδώντας από κλαδί σε κλαδί αποκεί που είναι τώρα το Σάιρ μέχρι τη Μαυροχώματη Χώρα, δυτικά του Ίσενγκαρντ. Μια φορά ταξίδεψα σ’ αυτές τις χώρες και γνώρισα πολλά άγρια και παράξενα όντα. Αλλά είχα ξεχάσει τον Μπομπαντίλ, αν είναι ο ίδιος μ’ εκείνον που διάβαινε στα δάση και στους λόφους τον παλιό καιρό, ακόμα και τότε ήταν πιο παλιός κι απ’ τους πιο παλιούς, Τότε δεν τον έλεγαν έτσι. Γιαργουέιν Μπάιν-αντάρ τον λέγαμε, ο αρχαιότερος κι ο δίχως πατέρα. Αλλά από τότε έχει πάρει πολλά ονόματα από άλλους λαούς: οι νάνοι τον λένε Φορν, οι άνθρωποι του βοριά Όραλνι κι άλλα πολλά. Είναι παράξενο πλάσμα, αλλά ίσως θα έπρεπε να τον είχα καλέσει στο συμβούλιό μας.

— Δε θα είχε έρθει, είπε ο Γκάνταλφ.

— Δε θα μπορούσαμε και τώρα ακόμα να του στείλουμε μηνύματα και να ζητήσουμε τη βοήθειά του; ρώτησε ο Έρεστορ. Φαίνεται ότι έχει δύναμη ακόμα και πάνω στο Δαχτυλίδι.

— Όχι, εγώ δε θα το ’λεγα έτσι, είπε ο Γκάνταλφ. Πες καλύτερα πως το Δαχτυλίδι δεν έχει δύναμη απάνω του. Είναι κύριος του εαυτού του. Αλλά δεν μπορεί ν’ αλλάξει το ίδιο το Δαχτυλίδι, ούτε να χαλάσει τη δύναμη που έχει αυτό πάνω σε άλλους. Και τώρα έχει αποτραβηχτεί σε μια μικρή περιοχή, που τα όριά της τα έχει χαράξει ο ίδιος, αν και κανείς δεν μπορεί να τα δει. Περιμένει ίσως ν’ αλλάξουν οι καιροί, αλλά δε βγαίνει έξω απ’ αυτά.

— Αλλά μέσα σ’ αυτά τα όρια τίποτα δε φαίνεται να τον στενοχωρεί, είπε ο Έρεστορ. Δε θα μπορούσε να πάρει το Δαχτυλίδι και να το φυλάξει εκεί, για πάντα ακίνδυνο;

— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ, όχι πρόθυμα. Ίσως να το κάνει αν όλοι οι ελεύθεροι λαοί του κόσμου τον παρακαλέσουν, αλλά δε θα καταλάβαινε το γιατί. Κι αν του έδιναν το Δαχτυλίδι, πολύ γρήγορα θα το ξεχνούσε ή, το πιο πιθανό, θα το πετούσε. Τέτοια πράγματα δεν του κάνουν τόση εντύπωση ώστε να τα θυμάται. Θα ήταν ο πιο ανασφαλής φρουρός· κι αυτό μόνο τ’ απαντάει όλα.

— Κι οπωσδήποτε, είπε ο Γκλορφίντελ, με το να στείλουμε το Δαχτυλίδι σ’ αυτόν απλώς και μόνο αναβάλλουμε τη μέρα του κακού. Ο Μπομπαντίλ είναι πολύ μακριά. Τώρα πια δε θα μπορούσαμε να του το πάμε πίσω χωρίς να το μαντέψει και να το προσέξει κανένας κατάσκοπος. Κι ακόμα κι αν μπορούσαμε, αργά ή γρήγορα ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών θα μάθαινε την κρυψώνα του και θα ’στρεφε όλη τη δύναμη του απάνω της. Θα μπορούσε ο Μπομπαντίλ μονάχος να τα βγάλει πέρα μ’ αυτή τη δύναμη; Δε νομίζω. Νομίζω ότι στο τέλος, αν όλα τ’ άλλα πέσουν, θα πέσει κι ο Μπομπαντίλ, τελευταίος όπως ήταν πρώτος· και τότε θα έρθει η Νύχτα.

— Λίγα ξέρω για τον Γιαργουέιν εκτός απ’ τ’ όνομά του, είπε ο Γκάλντορ, αλλά νομίζω ότι ο Γκλορφίντελ έχει δίκιο. Δεν έχει ο Μπομπαντίλ τη δύναμη να τα βάλει με τον Εχθρό εκτός αν υπάρχει τέτοια δύναμη μέσα στην ίδια γη. Αλλ’ όμως βλέπουμε ότι ο Σόρον μπορεί να βασανίσει και να καταστρέψει κι αυτούς ακόμα τους λόφους. Ό,τι δύναμη απομένει ακόμα, βρίσκεται μαζί μας, εδώ στο Ίμλαντρις ή με το Σίρνταν στα Λιμάνια ή στο Λόριεν. Έχουν όμως, έχουμε όμως τη δύναμη ν’ αντισταθούμε στον Εχθρό, στον ερχομό του Σόρον στο τέλος, όταν όλα τ’ άλλα έχουν πέσει;

— Εγώ δεν την έχω αυτή τη δύναμη, είπε ο Έλροντ, αλλά ούτε κι εκείνοι.

— Τότε αν δεν μπορούμε να κρατήσουμε το Δαχτυλίδι μακριά του για πάντα με τη δύναμη μας, είπε ο Γκλορφίντελ, δυο πράγματα μόνο μένουν να προσπαθήσουμε: ή να το στείλουμε πέρα απ’ τη Θάλασσα ή να το καταστρέψουμε.

— Ο Γκάνταλφ όμως μας αποκάλυψε πως δεν μπορούμε να το καταστρέψουμε με καμιά τέχνη απ’ όσες κατέχουμε, είπε ο Έλροντ. Κι εκείνοι που κατοικούν πέρα απ’ τη Θάλασσα δεν πρόκειται να το δεχτούν: γιατί για καλό ή για κακό αυτό ανήκει στη Μέση-Γη· πέφτει σε μας που κατοικούμε ακόμα εδώ ν’ αποφασίσουμε το τι θα κάνουμε.

— Τότε. είπε ο Γκλορφίντελ, ας το πετάξουμε στα βάθη της Θάλασσας, κάνοντας έτσι τα ψέματα του Σάρουμαν να βγουν αληθινά. Γιατί είναι ολοφάνερο πως από τότε που ήταν μέλος του Συμβουλίου ακολουθούσε ήδη στραβό μονοπάτι. Ήξερε ότι το Δαχτυλίδι δεν είχε χαθεί για πάντα, αλλά έτσι ήθελε να νομίζουμε εμείς· επειδή είχε κιόλας αρχίσει να το ποθεί για τον εαυτό του. Συχνά όμως η αλήθεια είναι κρυμμένη μέσα στα ψέματα: στη Θάλασσα θα είναι ασφαλισμένο.

— Όχι όμως για πάντα, είπε ο Γκάνταλφ. Υπάρχουν πολλά όντα στα βαθιά νερά και οι θάλασσες και οι στεριές μπορεί ν’ αλλάξουν. Και ο ρόλος μας εδώ δεν είναι να σκεφτούμε για μια εποχή μόνο, ή για μερικές γενιές Ανθρώπων, ή για έναν περαστικό αιώνα του κόσμου. Θα πρέπει να αναζητήσουμε μια ριζική καταστροφή αυτής της απειλής, ακόμα κι αν δεν ελπίζουμε πως θα το καταφέρουμε.

— Κι αυτή δε θα τη βρούμε στους δρόμους προς τη Θάλασσα, είπε ο Γκάλντορ. Αν η επιστροφή στο Γιαργουέιν θεωρήθηκε πολύ επικίνδυνη, τότε η φυγή προς τη Θάλασσα είναι τώρα γεμάτη με τους πιο μεγάλους κινδύνους. Κάτι μου λέει πως ο Σόρον περιμένει να πάρουμε την κατεύθυνση δυτικά, σα μάθει τι έχει συμβεί. Και γρήγορα θα το μάθει. Είναι αλήθεια πως οι Εννέα έχουν χάσει τ’ άλογά τους, αλλ’ αυτό δεν είναι παρά αναβολή ώσπου να βρουν καινούρια και γρηγορότερα άτια. Αυτή τη στιγμή μόνο η δύναμη της Γκόντορ που καταρρέει στέκεται ανάμεσα σ’ αυτόν και στην εισβολή του στο Βοριά απ’ τις ακτές· κι αν έρθει κι επιτεθεί στους Λευκούς Πύργους και στα Λιμάνια, τότε τα Ξωτικά μπορεί και να βρεθούν δίχως άλλο τρόπο για να ξεφύγουν απ’ τις σκιές που μακραίνουν στη Μέση-Γη.

— Παρ’ όλα αυτά, η εισβολή αυτή θα καθυστερήσει αρκετά ακόμα, είπε ο Μπορομίρ. Λες πως η Γκόντορ καταρρέει. Αλλά η Γκόντορ στέκεται και ακόμα και στα στερνά της εξακολουθεί να είναι πολύ δυνατή.

— Κι όμως η επαγρύπνησή της δεν μπορεί να συγκρατήσει τους Εννέα, είπε ο Γκάλντορ. Κι αυτός μπορεί να βρει άλλους δρόμους που δε φρουρεί η Γκόντορ.

— Τότε είπε ο Έρεστορ, δεν υπάρχουν παρά δύο δρόμοι, όπως έχει κιόλας πει ο Γκλορφίντελ; ή να κρύψουμε το Δαχτυλίδι για πάντα, ή να το χαλάσουμε. Αλλά και τα δυο είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μας. Ποιος θα μας λύσει αυτό το δίλημμα;

— Κανείς από μας εδώ δεν μπορεί να το κάνει, είπε ο Έλροντ σοβαρά. Ή τουλάχιστον κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί αν ακολουθήσουμε τον ένα ή τον άλλο δρόμο. Αλλά βλέπω ξεκάθαρα τώρα ποιος είναι ο δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, Ο δρόμος προς τη δύση φαίνεται ο ευκολότερος γι’ αυτό ακριβώς και θα πρέπει να τον αποφύγουμε. Θα τον παρακολουθούν οπωσδήποτε. Τα Ξωτικά τον έχουν χρησιμοποιήσει για να ξεφύγουν πάρα πολύ συχνά, Τώρα σ’ αυτή την ώρα πρέπει ν’ ακολουθήσουμε ένα δρόμο δύσκολο, ένα δρόμο απρόβλεπτο. Μόνο εκεί υπάρχει ελπίδα, αν μπορούμε να την πούμε ελπίδα. Να πάμε προς το θανάσιμο κίνδυνο — στη Μόρντορ. Πρέπει να στείλουμε το Δαχτυλίδι στη Φωτιά.

Ξανάπεσε σιωπή. Ο Φρόντο, ακόμα και σ’ αυτό τ’ όμορφο σπίτι, με θέα στην ηλιόφωτη κοιλάδα γεμάτη με το θόρυβο των κρυσταλλένιων νερών, ένιωσε μια σκοτεινιά θανάτου στην καρδιά του. Ο Μπορομίρ κουνήθηκε κι ο Φρόντο τον κοίταξε. Ψηλαφούσε το μεγάλο του βούκινο κι ήταν συνοφρυωμένος. Τέλος, μίλησε:

— Δεν τα καταλαβαίνω όλα αυτά, είπε. Ο Σάρουμαν είναι προδότης, αλλά μας έδωσε και μια σοφή ιδέα. Γιατί συνεχώς μιλάτε να το κρύψουμε και να το χαλάσουμε; Γιατί να μη σκεφτούμε ότι το μεγάλο Δαχτυλίδι έχει έρ θει στα χέρια μας για να μας υπηρετήσει σ’ αυτή την ώρα της ανάγκης; Χρησιμοποιώντας το οι Ελεύθεροι Άρχοντες του Ελεύθερου Κόσμου σίγουρα θα μπορούσαν να νικήσουν τον Εχθρό. Αυτό πιστεύω πως φοβάται περισσότερο εκείνος.

» Οι άντρες της Γκόντορ είναι γενναίοι και ποτέ δε θα υποταχτούν· μπορεί όμως να ηττηθούν. Η γενναιότητα χρειάζεται πρώτα δύναμη κι έπειτα ένα όπλο. Ας γίνει το Δαχτυλίδι το όπλο σας, αν έχει τόση δύναμη όση λέτε. Πάρτε το και βαδίστε προς τη νίκη!

— Αλίμονο, όχι, είπε ο Έλροντ, Εμείς δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το Κυρίαρχο Δαχτυλίδι. Αυτό τώρα το ξέρουμε πολύ καλά. Ανήκει στο Σόρον και φτιάχτηκε απ’ αυτόν μόνο κι είναι πέρα για πέρα κακό. Η δύναμή του, Μπορομίρ, είναι πάρα πολύ μεγάλη για να μπορέσει κάποιος να το χρησιμοποιήσει σύμφωνα με τη θέλησή του, εκτός μόνο εκείνοι, που έχουν ήδη μεγάλη δύναμη από μόνον τους. Αλλά γι’ αυτούς κρύβει έναν ακόμα πιο θανατερό κίνδυνο. Αυτή και μόνο η επιθυμία γι’ αυτό διαφθείρει την ψυχή. Πάρε παράδειγμα το Σάρουμαν. Αν κάποιος απ’ τους σοφούς θα μπορούσε μ’ αυτό το Δαχτυλίδι ν’ ανατρέψει τον κύριο της Μόρντορ, χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα τεχνάσματα, τότε θα έβαζε τον εαυτό του στο θρόνο του Σόρον και θα εμφανιζόταν πάλι ένας καινούριος Σκοτεινός Άρχοντας. Κι αυτός είναι ακόμα ένας λόγος που το Δαχτυλίδι πρέπει να καταστραφεί: όσο αυτό υπάρχει στον κόσμο, θ’ αποτελεί κίνδυνο ακόμα και για τους Σοφούς. Βλέπεις, τίποτα δεν είναι κακό στην αρχή. Ακόμα κι ο Σόρον δεν ήταν έτσι. Εγώ φοβάμαι να πάρω το Δαχτυλίδι και να το κρύψω. Αλλά ποτέ δε θα πάρω το Δαχτυλίδι για να το χρησιμοποιήσω.

— Ούτε εγώ, είπε ο Γκάνταλφ.

Ο Μπορομίρ τους κοίταξε μ’ αμφιβολία, αλλά έγειρε το κεφάλι.

— Ας γίνει έτσι, είπε. Στην Γκόντορ, λοιπόν, θα πρέπει να εμπιστευτούμε ό,τι όπλα έχουμε. Και τουλάχιστον όσο οι Σοφοί φρουρούν αυτό το Δαχτυλίδι, εμείς θα πολεμάμε. Ίσως το Σπαθί-που-ήταν-Σπασμένο μπορεί ακόμα να κόψει την παλίρροια — αν το χέρι που το βαστάει δεν έχει κληρονομήσει μόνο ένα κειμήλιο, αλλά και τους μύωνες των Βασιλιάδων των Ανθρώπων.

— Ποιος ξέρει; είπε ο Άραγκορν. Αλλά μια μέρα θα το δοκιμάσουμε.

— Μακάρι αυτή η μέρα να μην αργήσει πάρα πολύ, είπε ο Μπορομίρ. Γιατί, αν και δε ζητώ βοήθεια, τη χρειαζόμαστε. Θα μας ανακούφιζε να ξέρουμε πως κι άλλοι πολεμούν με όλα τα μέσα που έχουν.

— Τότε παρηγορήσου, είπε ο Έλροντ. Υπάρχουν κι άλλες δυνάμεις και βασίλεια που δεν τα ξέρεις και είναι κρυμμένα από σένα. Ο Μεγάλος Άντουϊν κυλάει από πολλές όχθες ώσπου να φτάσει στο Άργκοναθ και στις Πύλες της Γκόντορ.

— Μπορεί όμως να είναι για το καλό όλων μας, είπε ο Γκλόιν ο νάνος, αν ύλες αυτές οι δυνάμεις ενωθούν και δουλεύουν συνασπισμένες. Μπορεί να υπάρχουν άλλα δαχτυλίδια, λιγότερο δολερά, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην ανάγκη μας, Για μας τα Εφτά έχουν χαθεί — αν ο Μπάλιν δε βρήκε το δαχτυλίδι του Θρορ, που ήταν το τελευταίο. Τίποτα δεν έχουμε ακούσει γι’ αυτό από τότε που χάθηκε ο Θρορ στη Μόρια. Στ’ αλήθεια, μπορώ τώρα να φανερώσω ότι ο Μπάλιν έφυγε με την ελπίδα να βρει εκείνο το δαχτυλίδι.

— Ο Μπάλιν δε θα βρει το δαχτυλίδι στη Μόρια, είπε ο Γκάνταλφ. Ο Θρορ το έδωσε στο Θράιν το γιο του· ο Θράιν όμως δεν το έδωσε στο Θόριν. Του το πήραν με βασανιστήρια του Θράιν στα μπουντρούμια του Ντολ Γκούλντουρ. Εγώ έφτασα πολύ αργά.

— Αχ, αλίμονο! φώναξε ο Γκλόιν. Πότε θα έρθει η μέρα να πάρουμε εκδίκηση; Αλλά υπάρχουν ακόμα τα Τρία. Τι έγιναν τα Τρία Δαχτυλίδια των Ξωτικοιν; Λέγεται πως έχουν μεγάλη δύναμη. Δεν τα κατέχουν οι άρχοντες των Ξωτικών; Αλλά κι αυτά όμως φτιάχτηκαν απ’ το Μαύρο Άρχοντα πολύ παλιά. Αυτά δεν κάνουν τίποτα; Βλέπω εδώ Ξωτικο-άρχοντες. Δε θα μιλήσουν;

Τα Ξωτικά δεν έδωσαν απάντηση.

— Δεν άκουσες, Γκλόιν; είπε ο Έλροντ. Τα Τρία δεν τα έφτιαξε ο Σόρον, ούτε ποτέ του τα άγγιξε. Αλλά δεν επιτρέπεται να μιλάμε γι’ αυτά. Αυτό μονάχα θα πω σε τούτη δω την ώρα της αμφιβολίας. Δεν κάθονται δίχως να κάνουν τίποτα. Μα δεν έχουν φτιαχτεί σαν όπλα για πόλεμο και κατακτήσεις: δεν είναι αυτή η δύναμή τους. Αυτοί που τα έφτιαξαν δεν επιθυμούσαν ούτε δύναμη, ούτε κυριαρχία, ούτε πλούτο, αλλά κατανόηση, δημιουργία και θεραπευτική δύναμη, να διατηρούν όλα τα πράγματα ακηλίδωτα. Κάτι που τα Ξωτικά της Μέσης-Γης το έχουν καταφέρει, ως ένα σημείο, αν και το πληρώνουν με λύπες. Αλλά, ό,τι έχει γίνει από εκείνους που χρησιμοποιούν τα Τρία, θα στραφεί εναντίον τους και θα γίνει η καταστροφή τους κι ο νους κι η καρδιά τους. θ’ αποκαλυφτούν στο Σόρον, αν ξαναποκτήσει το Ένα. Θα ’ταν καλύτερα τα Τρία να μην είχαν γίνει ποτέ. Λυτός είναι ο σκοπός του.

— Τότε τι θα συμβεί αν το Κυρίαρχο Δαχτυλίδι χαλαστεί, όπως μας συμβουλεύεις; ρώτησε ο Γκλόιν.

— Δεν το ξέρουμε με βεβαιότητα, απάντησε ο Έλροντ λυπημένα. Μερικοί ελπίζουν πως τα Τρία Δαχτυλίδια, που ο Σόρον ποτέ δεν έχει αγγίξει. θ’ απελευθερωθούν τότε και αυτοί που τα έχουν θα μπορέσουν να θεραπεύσουν τις πληγές που έχει κάνει στον κόσμο. Αλλά ίσως, όταν το Ένα έχει χαθεί, τα Τρία χάσουν τη δύναμή τους και πολλά όμορφα πράγματα ξεθωριάσουν και ξεχαστούν. Αυτό πιστεύω εγώ.

— Όμως όλα τα Ξωτικά είναι πρόθυμα να υπομείνουν αυτή την αλλαγή, είπε ο Γκλσρφίντελ, αν έτσι μπορεί να πέσει η δύναμη του Σόρον κι ο φόβος της κυριαρχίας του να σβήσει για πάντα.

— Έτσι ξαναγυρίζουμε γι’ άλλη μια φορά στην καταστροφή του Δαχτυλιδιού, είπε ο Έρεστορ, δίχως να έχουμε πλησιάσει πιο κοντά στη λύση, Τι δύναμη έχουμε για να βρούμε τη Φωτιά που φτιάχτηκε; Αυτό είναι το μονοπάτι της απελπισίας. Της ανοησίας θα ’λεγα, αν δε μου το απαγόρευε η μακρόχρονη σοφία του Έλροντ.

— Απελπισία ή ανοησία; είπε ο Γκάνταλφ. Δεν είναι απελπισία, γιατί η απελπισία είναι μόνο για κείνους που βλέπουν το τέλος πέρα από κάθε αμφιβολία. Εμείς δεν το βλέπουμε. Είναι σοφία ν’ αναγνωρίζεις την αναγκαιότητα, όταν όλοι οι δρόμοι έχουν ζυγιστεί, αν και μπορεί να φανεί ανοησία σ’ εκείνους που επιμένουν σε ψεύτικες ελπίδες. Λοιπόν ας αφήσουμε την ανοησία να είναι το κάλυμμά μας, ένα πέπλο μπροστά στα μάπα του Εχθρού! Γιατί αυτός είναι πολύ σοφός και ζυγίζει τα πράγματα ως την τελευταία λεπτομέρεια στη ζυγαριά της κακίας του. Αλλά το μόνο μέ τρο που γνωρίζει είναι η επιθυμία, η επιθυμία για δύναμη· και μ’ αυτή κρίνει όλες τις καρδιές. Μες στη δική του την καρδιά δε θα περάσει η σκέψη πως είναι κανείς δυνατόν να το αρνηθεί, πως, έχοντας το Δαχτυλίδι, μπορεί να ζητήσουμε να το καταστρέψουμε. Αν, λοιπόν, εμείς ζητήσουμε αυτό ακριβώς, θα τον κάνουμε να πέσει έξω στους υπολογισμούς του.

— Τουλάχιστο για ένα διάστημα, είπε ο Έλροντ. Αυτός είναι ο δρόμος, αλλά θα είναι πολύ σκληρός. Και ούτε η δύναμη, ούτε η σοφία θα μας πάνε μακριά. Αυτή την αποστολή μπορούν να την αναλάβουν οι αδύνατοι με την ίδια ελπίδα όπως κι οι δυνατοί. Έτσι βλέπετε πάει συχνά ο δρόμος των έργων που κινούν τους τροχούς του κόσμου: μικρά χέρια δουλεύουν γιατί αυτά πρέπει, ενώ τα μάτια των μεγάλων είναι στραμμένα αλλού.

— Πολύ καλά, πολύ καλά. Άρχοντα Έλροντ! είπε ο Μπίλμπο ξαφνικά. Μη λες τίποτ’ άλλο! Είναι φως φανάρι πού το πας. Ο Μπίλμπο ο ανόητος χόμπιτ άρχισε αυτή την υπόθεση, κι ο Μπίλμπο καλά θα κάνει να την τελειώσει ή να τελειώσει! Είχα βολευτεί μια χαρά εδώ και δούλευα το βιβλίο μου. Κι αν θες να ξέρεις μάλιστα, μόλις τώρα γράφω το τέλος του. Είχα σκεφτεί να βάλω: κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα. Είναι καλό κλείσιμο, και δεν πειράζει που το έχουν ξαναχρησιμοποιήσει. Τώρα θα πρέπει να τ’ αλλάξω: δε μου φαίνεται να πραγματοποιείται· και είναι φανερό πως θα έχει αρκετά κεφάλαια ακόμα, αν ζήσω να τα γράψω. Κι αυτό είναι φοβερός μπελάς. Πότε πρέπει να ξεκινήσω;

Ο Μπορομίρ κοίταξε κατάπληκτος τον Μπίλμπο, αλλά το γέλιο έσβησε απ’ τα χείλια του όταν είδε πως όλοι οι άλλοι κοίταζαν σοβαρά το γερο-χόμπιτ και με σεβασμό. Μόνο ο Γκλόιν χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του προερχόταν από πολλές αναμνήσεις.

— Μα φυσικά, καλέ μου Μπίλμπο, είπε ο Γκάνταλφ. Αν εσύ πραγματικά είχες ξεκινήσει αυτή την υπόθεση, θα μπορούσαμε και να περιμένουμε από πένα να την τελειώσεις. Αλλά ξέρεις αρκετά καλά τώρα πως το ξεκίνημα είναι πολύ μεγάλη υπόθεση για τον οποιονδήποτε να ισχυριστεί ότι το έκανε. Μόνο ένα μικρό ρόλο παίζει ο κάθε ήρωας στα μεγάλα κατορθώματα κάθε φορά. Δε χρειάζεται να υποκλίνεσαι! Αν κι αυτά που είπες τα πιστεύεις, και δεν αμφιβάλλουμε πως κάτω απ’ το αστείο κάνεις μια γενναία προσφορά. Είναι όμως πάνω απ’ τις δυνάμεις σου, Μπίλμπο. Δεν μπορείς να το πάρεις πίσω. Έχει πάει πιο κάτω. Αν χρειάζεσαι τη συμβουλή μου πιά. θα έλεγα πως ο ρόλος σου τέλειωσε, εκτός σαν χρονικογράφου. Τέλειωσε το βιβλίο σου, κι άφησε το τέλος χωρίς να τ’ αλλάξεις! Υπάρχει ακόμα ελπίδα γι’ αυτό. Αλλά ετοιμάσου να γράψεις έναν επίλογο, σαν αυτοί επιστρέψουν.

Ο Μπίλμπο γέλασε.

— Ποτέ μου δε σ’ έχω ξανακούσει να μου δίνεις ευχάριστες συμβουλές, είπε. Κι επειδή όλες οι δυσάρεστες συμβουλές σου βγήκαν καλές, σκέφτομαι μήπως αυτή η συμβουλή σου είναι κακή. Όμως δε νομίζω πως έχω για τη δύναμη ή την καλή τύχη να τακτοποιήσω το Δαχτυλίδι. Αυτό έχει μεγαλώσει, αλλά εγώ όχι. Αλλά πες μου τι εννοείς λέγοντας αυτοί;

Τους αγγελιοφόρους που θα πάνε με το Δαχτυλίδι.

Ακριβώς! Και ποιοι πρόκειται να είναι; Γιατί μου φαίνεται πως αυτό είναι όλο κι όλο που πρέπει να αποφασίσει το συμβούλιο. Τα ξωτικά μπόρεί να τρέφονται μόνο με λόγια κι οι Νάνοι ν’ αντέχουν σε μεγάλες κακου-χίες· αλλά εγώ είμαι μονάχα ένας γερο-χόμπιτ και θέλω να φάω το μεσημέρι. Δεν μπορείτε να σκεφτείτε μερικά ονόματα τώρα; Ή να το αναβάλετε για μετά το φαγητό;

Κανείς δεν απάντησε. Το μεσημεριανό καμπανάκι χτύπησε. Κι ακόμα κανείς δε μίλησε. Ο Φρόντο έριξε μια ματιά σ’ όλα τα πρόσωπα, αλλά δεν ήταν στραμμένα σ’ αυτόν. Όλο το Συμβούλιο καθόταν με χαμηλωμένα μάτια. λες και σκεφτόταν βαθιά. Ένας μεγάλος τρόμος τον έπιασε, λες και περίμενε ν’ ακούσει κάτι μοιραίο που το είχε εδώ και πολύ καιρό μαντέψει και που μάταια έλπιζε ότι στο τέλος μπορούσε και να μην ειπωθεί ποτέ. Μια δυνατή επιθυμία να ξεκουραστεί και να μείνει ειρηνικά στο πλευρό του Μπίλμπο στο Σκιστό Λαγκάδι πλημμύρισε όλη του την καρδιά. Τέλος, καταβάλοντας μεγάλη προσπάθεια, μίλησε, κι απόρησε που άκουσε τα ιδια του τα λόγια, λες και κάποια θέληση να χρησιμοποιούσε τη μικρή του φωνή.

— Θα το πάρω εγώ το Δαχτυλίδι, είπε, αν και δεν ξέρω το δρόμο.

Ο Έλροντ σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε κι ο Φρόντο ένιωσε να τρυπά πέρα ως πέρα την καρδιά του η κοφτερή του ματιά.

— Αν κατάλαβα καλά όλα όσα άκουσα, είπε, νομίζω πως αυτή η αποστολή ορίζεται σε σένα, Φρόντο· κι αν εσύ δε βρεις το δρόμο, κανείς δε θα μπορέσει. Αυτή είναι η ώρα του λαού του Σάιρ, που σηκώνονται απ’ τα ήσυχα χωράφια τους για να σείσουν τους πύργους και τα σχέδια των μεγάκων. Ποιος απ’ τους Σοφούς μπορούσε να το έχει προβλέψει; Ή, αν είναι σοφοί, γιατί περίμεναν να το ξέρουν, πριν σημάνει η ώρα;

» Αλλά το φορτίο είναι βαρύ. Τόσο βαρύ που κανείς δεν μπορεί να το αναθέσει σε κάποιον άλλο. Δε σου το αναθέτω. Αλλά αν το πάρεις ελεύθερα, θα πω πως η εκλογή σου είναι σωστή· κι αν όλοι οι πανίσχυροι φίλοι των Ξωτικών από παλιά ο Χάντορ κι ο Χούριν κι ο Τούριν κι ο ίδιος ο Μπέρεν ήταν συγκεντρωμένοι εδώ, η θέση σου θα ήταν ανάμεσά τους.

— Αλλά σίγουρα δε θα τον στείλεις μόνο του, Κύριε: φώναξε ο Σαμ, μην μπορώντας να συγκρατηθεί πια και πηδώντας απ’ τη γωνιά που ήταν ήσυχα καθισμένος στο πάτωμα.

— Όχι βέβαια! είπε ο Έλροντ, γυρίζοντας προς το μέρος του μ’ ένα χαμόγελο. Εσύ τουλάχιστο θα πας μαζί του. Είναι σχεδόν αδύνατο να σε χωρίσουμε απ’ αυτόν, ακόμα κι όταν καλούν αυτόν σ’ ένα μυστικό συμβούλιο κι όχι εσένα.

Ο Σαμ κάθισε κάτω κατακόκκινος μουρμουρίζοντας. — Σε μπελάδες πέσαμε, κύριε Φρόντο, και τι μπελάδες! είπε κουνώντας το κεφάλι του.

Κεφάλαιο III ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΦΕΥΓΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΤΙΑ

Αργότερα εκείνη τη μέρα οι χόμπιτ έκαναν δικό τους συμβούλιο στο δωμάτιο του Μπίλμπο. Ο Μέρι κι ο Πίπιν ήταν καταγανακτισμένοι σαν έμαθαν πως ο Σαμ είχε τρυπώσει κρυφά στο Συμβούλιο και τον είχαν διαλέξει για σύντροφο του Φρόντο.

— Είναι πέρα για πέρα άδικο, είπε ο Πίπιν. Αντί να τον πετάξουν με τις κλοτσιές έξω και να τον βάλουν στα σίδερα, ο Έλροντ πάει και τον αμείβει για το θράσος του!

— Τον αμείβει; είπε ο Φρόντο. Εγώ δεν μπορώ να φανταστώ χειρότερη τιμωρία. Δε σκέφτεσαι τι λες: καταδικασμένος να πάει σ’ αυτό το δίχως ελπίδα ταξίδι, αμοιβή; Χτες ονειρευόμουν πως η αποστολή μου είχε τελειώσει και πως μπορούσα να ξεκουραστώ εδώ για αρκετό καιρό, ίσως και για πάντα.

— Λεν αμφιβάλλω, είπε ο Μέρι, και μακάρι να μπορούσες. Αλλά εμείς ζηλεύουμε το Σαμ. όχι εσένα. Αν πρέπει να φύγεις, τότε θα είναι τιμωρία για τον οποιονδήποτε από μας να μείνει πίσω, ακόμα και στο Σκιστό Λαγκάδι. Σε συντροφέψαμε για πολύ δρόμο και περάσαμε μαζί μεγάλες δυσκολίες. Θέλουμε να συνεχίσουμε.

— Αυτό θέλω να πω κι εγώ, είπε ο Πίπιν. Εμείς οι χόμπιτ δεν πρέπει να χορίσουμε. Εγώ θα έρθω, εκτός και με αλυσοδέσουν. Πρέπει να υπάρχει και κάποιος με λίγο μυαλό στη συντροφιά.

— Τότε σίγουρα δεν πρόκειται να διαλέξουν εσένα, Πέρεγκριν Τουκ! είπε ο Γκάνταλφ, που παρουσιάστηκε έξω απ’ το χαμηλό παράθυρο. Όλοι σας όμως στενοχωριέστε δίχως λόγο. Τίποτα δεν έχει ακόμα αποφασιστεί.

— Τίποτα! φώναξε ο Πίπιν. Μα τότε τι κάνατε όλοι σας; Ήσαστε κλεισμένοι εκεί μέσα με τις ώρες!

— Συζητούσαμε, είπε ο Μπίλμπο. Είχαμε ένα σωρό πράγματα να πούμε και ο καθένας είχε να πει κάτι που έκανε τα μάτια των άλλων ν’ ανοίγουν διάπλατα απ’ την έκπληξη. Ακόμα και του γερο-Γκάνταλφ. Θαρρώ πως τα νέα του Λέγκολας για το Γκόλουμ δεν τα περίμενε καθόλου, αν και προσπάθησε να μην το δείξει.

— Λάθος, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν πρόσεχες. Τα ήξερα κιόλας απ’ τον Γκουάιχιρ. Και σα θέλεις να ξέρεις, οι μόνες πραγματικές εκπλήξεις, όπως λες, ήταν εσύ κι ο Φρόντο· κι εγώ ήμουν ο μόνος που δεν έμεινα με το στόμα ανοιχτό.

— Έτσι κι αλλιώς, είπε ο Μπίλμπο, τίποτα δεν αποφασίστηκε εκτός απ’ το να διαλέξουν τον κακομοίρη το Φρόντο και το Σαμ. Το φοβόμουνα απ’ την αρχή πως κάπως έτσι θα κατέληγε, αν απορρίπτανε εμένα. Μα αν θες τη γνώμη μου, ο Έλροντ θα στείλει καμπόσους, σα γυρίσουν πίσω οι ανιχνευτές με τα νέα. Αλήθεια, ξεκίνησαν, Γκάνταλφ;

— Ναι, είπε ο μάγος. Μερικοί απ’ τους ανιχνευτές έφυγαν κιόλας. Αύριο θα φύγουν περισσότεροι. Ο Έλροντ στέλνει Ξωτικά, που θα επικοινωνήσουν με τους Περιφερόμενους Φύλακες και, ίσως, και με το Θράντουϊλ στο Δάσος της Σκοτεινιάς. Έχει πάει κι ο Άραγκορν μαζί με τους γιους του Έλροντ. Θα πρέπει να χτενίσουμε όλες τις γύρω περιοχές σε πολλές λεύγες απόσταση πριν κάνουμε την παραμικρότερη κίνηση. Γι’ αυτό. μη στενοχωριέσαι, Φρόντο! Είναι πολύ πιθανό πως η διαμονή σου εδώ θα είναι αρκετά μεγάλη.

— Α, κατάλαβα! είπε ο Σαμ απαισιόδοξα. Θα περιμένουμε μέχρι να φτάσει ο χειμώνας.

— Δε γίνεται αλλιώς, είπε ο Μπίλμπο. Και, ως ένα σημείο, νεαρέ μου Φρόντο, το φταίξιμο είναι δικό σου: φαγώθηκες να περιμένεις, καλά και σώνει, ως τα γενέθλιά μου. Μωρέ τρόπο που βρήκες να τα γιορτάσεις! Εγώ ποτέ δε θα διάλεγα αυτή τη μέρα για να βάλω τους Σάκβιλ-Μπάγκινς στο Μπαγκ Εντ. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν έτσι: δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι την άνοιξη, αλλά ούτε και να φύγεις αν δε γυρίσουν πίσω οι ανιχνευτές.

Σαν αρχίσουν οι πρώτες παγωνιές του χειμώνα

κι απ’ το κρύο ραγίζουν οι πέτρες τη νύχτα·

σαν παγώσουν οι λίμνες, και τα δέντρα γυμνά,

κακοτύχερος όποιος πλανιέται στην πικρή ερημιά.

Αλλά πολύ φοβάμαι πως αυτή θα ’ναι η τύχη σου.

— Συμφωνώ, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε αν δε μάθουμε π απόγιναν οι Μαύροι Καβαλάρηδες.

— Νόμιζα πως χάθηκαν όλοι στην πλημμύρα, είπε ο Μέρι.

— Τα Φαντάσματα του Δαχτυλιδιού δε χάνονται έτσι εύκολα, είπε ο Γκάνταλφ. Μέσα τους έχουν τη δύναμη του αφέντη τους και ζουν ή χάνονται μαζί μ’ αυτόν. Ελπίζουμε πως όλοι έχασαν τα άλογά τους και ξεσκεπάστηκαν κι έτσι τώρα θα γίνουν για λίγο καιρό λιγότερο επικίνδυνοι· αλλά πρέπει να είμαστε σίγουροι. Στο μεταξύ πρέπει να προσπαθήσεις να ξεχάσεις τις έννοιες σου. Φρόντο. Δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε βοηθήσω· αλλά σου λέω αυτό ανεπίσημα. Κάποιος είπε πως θα χρειαστεί ένας με μυαλό στη συντροφιά. Είχε δίκιο. Νομίζω πως θα έρθω μαζί σας.

Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά του Φρόντο σαν το άκουσε, που ο Γκάνταλφ σηκώθηκε απ’ το περβάζι του παράθυρου που καθόταν, έβγαλε το καπέλο του κι υποκλίθηκε.

— Εγώ είπα μονάχα πως νομίζω πως θα έρθω. Μην το δέσεις κόμπο. Σ’ αυτή την υπόθεση τον κύριο λόγο τον έχουν ο Έλροντ κι ο φίλος σου ο Γοργοπόδαρος. Να, και τώρα θυμήθηκα πως θέλω να δω τον Έλροντ. Πρέπει να φύγω.

— Πόσος καιρός νομίζεις πως μου μένει εδώ; ρώτησε ο Φρόντο τον Μπίλμπο σαν έφυγε ο Γκάνταλφ.

— Ω, πού να ξέρω! Δεν μπορώ να μετρήσω τις μέρες στο Σκιστό Λαγκάδι. είπε ο Μπίλμπο. Θα ’λεγα όμως, αρκετές. Θα μπορέσουμε να κουβεντιάσουμε με την ψυχή μας. Τι θα “λεγες να με βοηθήσεις στο βιβλίο μου και να κάνεις αρχή στο επόμενο; Σκέφτηκες κανένα τέλος;

— Ναι. αρκετά, κι όλα μαύρα κι άραχλα, είπε ο Φρόντο. Αποκλείεται! είπε ο Μπίλμπο. Όλα τα βιβλία πρέπει να τελειώνουν καλά. Πώς σου φαίνεται αυτό: κι όλοι τακτοποιήθηκαν κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;

— Πολύ καλό. αν ποτέ γίνει έτσι, είπε ο Φρόντο.

— Α! είπε ο Σαμ. Και πού θα ζήσουνε; Εγώ πολύ το σκέφτομαι αυτό.


Για αρκετή ώρα οι χόμπιτ συνέχισαν να κουβεντιάζουν και να αναλογίζονται το περασμένο ταξίδι και τους κινδύνους που βρίσκονταν μπροστά τους. Τέτοια όμως ήταν η δύναμη της κοιλάδας του Σκιστού Λαγκαδιού που γρήγορα όλος ο φόβος κι η ανησυχία έφυγαν από πάνω τους. Το μέλλον, καλό ή κακό. δεν ξεχάστηκε, αλλά έπαψε να έχει τη δύναμη να σκιάζει το παρόν. Δυνάμωσαν και πήραν ελπίδα και χαίρονταν τις καλές μέρες, απολάμβαναν το κάθε γεύμα και κάθε κουβέντα και τραγούδι.

Έτσι οι μέρες κυλούσαν κι έφευγαν και κάθε πρωινό ξημέρωνε όλο φως κι ομορφιά και κάθε δειλινό ακολουθούσε δροσερό κι ασυννέφιαστο. Το φθινόπωρο όμως έφευγε γρήγορα· αργά αργά το χρυσό φως χλώμιασε κι έγινε ασημένιο και τα φύλλα που καθυστερούσαν, έπεσαν απ’ τα γυμνά δέντρα. Ένας άνεμος άρχισε να φέρνει παγωνιά απ’ τα Ομιχλιασμένα Βουνά στην ανατολή. Το Φεγγάρι των Κυνηγών γέμισε στον ουρανό κι έδιωξε όλα τα μικρότερα αστέρια. Αλλά χαμηλά στο Νοτιά ένα κόκκινο αστέρι έλαμπε. Κάθε νύχτα, σαν άρχισε πάλι το φεγγάρι να χάνει, αυτό έλαμπε όλο και πιο ζωηρό. Ο Φρόντο μπορούσε να το βλέπει απ’ το παράθυρό του, βαθιά μες στα ουράνια, να ανάβει σαν ένα ακοίμητο μάτι που φεγγοβολούσε πάνω απ’ τα δέντρα στην άκρη της κοιλάδας.


Οι χόμπιτ ήταν σχεδόν δυο μήνες στο Σπίτι του Έλροντ κι ο Νοέμ βρης είχε φύγει παίρνοντας μαζί του και τα τελευταία απομεινάρια του φθινόπωρου κι ο Δεκέμβρης περνούσε, σαν άρχισαν να γυρίζουν πίσω οι ανιχνευτές. Μερικοί είχαν ταξιδέψει στο Βοριά πέρα απ’ τις πηγές του Ασημόπηγου στα Έτενμουρς· κι άλλοι είχαν πάει στη Δύση και με τη βοήθεια του Άραγκορν και των Περιφερόμενων Φυλάκων είχαν χτενίσει τις περιοχές απ’ τον Γκριζονέρη και κάτω ως το Θάρμπαντ, εκεί που ο παλιός Βόρειος Δρόμος διάσχιζε το ποτάμι μέσα από μια ερειπωμένη πολιτεία. Πολλοί είχαν ταξιδέψει ανατολικά και νότια· μερικοί απ’ αυτούς είχαν περάσει τα Βουνά κι είχαν πάει στο Δάσος της Σκοτεινιάς, ενώ άλλοι είχαν σκαρφαλώσει πάνω απ’ τις πηγές του Φλαμπουροπόταμο υ κι είχαν κατεβεί στην Έρημη Χώρα, είχαν διασχίσει το Φλαμπουρότοπο κι είχαν φτάσει ως την παλιά κατοικία του Ράνταγκαστ στο Ρόσγκομπελ. Ο Ράνταγκαστ δεν ήταν εκεί· κι εκείνοι είχαν γυρίσει πίσω απ’ το ψηλό πέρασμα που λέγεται η Σκάλα του Ντίμριλ. Οι γιοι του Έλροντ, ο Ελάνταν κι ο Ελρόχιρ, γύρισαν τελευταίοι· αυτοί είχαν κάνει πολύ μεγάλο ταξίδι κι είχαν περάσει τον Απημόφλεβο Ποταμό κι είχαν πάει σε μια παράξενη χώρα, αλλά δεν έλεγαν σε κανέναν τίποτα για την αποστολή τους εκτός απ’ τον Έλροντ.

Σε καμιά περιοχή δεν είχαν ανακαλύψει οι ανιχνευτές το παραμικρό σημάδι ή νέο για τους Καβαλάρηδες ή για άλλους υπηρέτες του Εχθρού. Ακόμα κι απ’ τους αετούς των Ομιχλιασμένων Βουνών δεν είχαν μάθει τίποτα καινούριο. Και κανείς δεν είχε δει ή ακούσει κάτι για το Γκόλουμ. Οι άγριοι λύκοι όμως συνέχιζαν να μαζεύονται και κυνηγούσαν ξανά ψηλά στο Μεγάλο Ποταμό. Τρία απ’ τα μαύρα άλογα είχαν αμέσως βρεθεί πνιγμένα στο πλημμυρισμένο Πέρασμα. Στα βράχια, στους καταρράκτες πιο κάτω είχαν βρει πέντε κουφάρια ακόμα μαζί μ’ ένα μακρύ μαύρο μανδύα, σκισμένο και κουρελιασμένο. Απ’ τους Μαύρους Καβαλάρηδες δε φαινόταν ίχνος και πουθενά δεν ήταν αισθητή η παρουσία τους. Φαινόταν λες κι είχαν εξαφανιστεί απ’ το Βοριά.

— Οχτώ απ’ τους Εννιά τουλάχιστον ξέρουμε τι πάθανε, είπε ο Γκάνταλφ. Θα είναι απερίσκεπτα βιαστικό να είμαστε πολύ σίγουροι, αλλά νομίζω όμως πως μπορούμε τώρα να ελπίζουμε ότι τα Φαντάσματα του Δαχτυλιδιού σκόρπισαν κι υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στον κύριό τους στη Μόρντορ όπως όπως, αδειανά και δίχως σχήμα.

» Αν είναι έτσι μάλιστα, θα περάσει αρκετός καιρός πριν μπορέσουν να ξαναρχίσουν το κυνήγι. Βέβαια, ο Εχθρός έχει κι άλλους υπηρέτες, μα θα χρειαστούν να ταξιδέψουν όλο το δρόμο μέχρι τα σύνορα του Σκιστού Λαγκαδιού για να μπορέσουν να ξαναεντοπίσουν τα ίχνη μας. Κι αν είμαστε προσεκτικοί θα είναι κι αυτό πολύ δύσκολο να το πετύχουν. Δεν πρέπει να καθυστερήσουμε άλλο πια.


Ο Έλροντ κάλεσε τους χόμπιτ μπροστά του. Κοίταξε το Φρόντο σοβαρά.

— Ήρθε η ώρα, είπε. Αν είναι να ξεκινήσει το Δαχτυλίδι, πρέπει να φύγει τώρα γρήγορα. Αλλά όσοι πάνε μαζί του δε θα πρέπει να υπολογίζουν πως η αποστολή τους θα έχει τη βοήθεια του πολέμου ή της στρατιωτικής δύναμης. Θα πρέπει να μπουν στην επικράτεια του Εχθρού μακριά από κάθε βοήθεια. Μένεις ακόμα στο λόγο σου, Φρόντο, πως θα ’σαι ο Δαχτυλιδο-κουβαλητής;

— Ναι, είπε ο Φρόντο. Θα πάω με το Σαμ.

— Τότε δεν μπορώ να σε βοηθήσω πολύ, ούτε και με συμβουλές ακόμα, είπε ο Έλροντ, Πολύ λίγα είναι αυτά που μπορώ να προβλέψω για το δρόμο σου· και με ποιο τρόπο θα φέρεις σε πέρας την αποστολή σου, δεν ξέρω. Η Σκιά έχει τώρα συρθεί ως τους πρόποδες των Βουνών και πλησιάζει προς τα σύνορα του Γκριζονέρη· κι όλα όσα σκεπάζει η Σκιά είναι για μένα σκοτεινά. Θα συναντήσεις πολλούς εχθρούς, μερικούς φανερούς κι άλλους κρυφούς· κι ίσως να βρεις φίλους στο δρόμο σου εκεί που δεν το περιμένεις καθόλου. Θα στείλω μηνύματα, όσα μπορέσω, σ’ όσους γνωρίζω έξω στο μεγάλο κόσμο· αλλά τώρα έχουν γίνει όλοι οι τόποι τόσο επικίνδυνοι, που πολλά μπορεί να μη φτάσουν ή να φτάσουν μαζί μ’ εσένα κι όχι νωρίτερα.

» Και θα σου διαλέξω συντρόφους να ’ρθουν μαζί σου, ως εκεί που μπορούν να σ’ ακολουθήσουν ή ως εκεί που θα το επιτρέψει η τύχη. Πρέπει να είναι λίγοι στον αριθμό, μιας κι οι ελπίδες σου στηρίζονται στην ταχύτητα και στη μυστικότητα, Γιατί ακόμα κι αν είχα στρατιά ολόκληρη από Ξωτικά αρματωμένα όπως τις Αρχαίες Μέρες, δε θα χρησίμευε σε τίποτα πέρα απ’ το να ξεσηκώσει τη δύναμη της Μόρντορ.

» Η Ομάδα του Δαχτυλιδιού θα αποτελείται από Εννιά· Εννιά Πεζοί ενάντια στους Εννιά Καβαλάρηδες του κακού. Μαζί μ’ εσένα και τον αφοσιωμένο σου υπηρέτη θα έρθει ο Γκάνταλφ· γιατί αυτή θα είναι η μεγαλύτερή του αποστολή και, ίσως, το τέλος των μόχθων του.

« Οι υπόλοιποι θ’ αντιπροσωπεύουν τους άλλους Ελεύθερους Λαούς του Κόσμου: τα Ξωτικά, τους Νάνους και τους Ανθρώπους. Ο Λέγκολας θα αντιπροσωπεύει τα Ξωτικά και ο Γκίμλι, ο γιος του Γκλόιν, τους Νάνους. Είναι πρόθυμοι να έρθουν τουλάχιστο μέχρι τα περάσματα των Βουνών και ίσως και πιο κάτω. Απ’ τους Ανθρώπους θα έχεις τον Άραγκορν.

γιο του Άραθορν, γιατί το Δαχτυλίδι του Ισίλντουρ έχει μεγάλη σχέση και μ’ αυτόν.

— Γοργοπόδαρε! είπε ο Φρόντο.

— Ναι, είπε αυτός μ’ ένα χαμόγελο. Σου ζητώ ξανά την άδεια να σε συντροφέψω, Φρόντο.

— Θα σε είχα παρακαλέσει να το κάνεις- είπε ο Φρόντο, μόνο που νόμιζα πως πήγαινες στη Μίνας Τίριθ με τον Μπορομίρ.

— Εκεί πηγαίνω, είπε ο Άραγκορν. Και το Σπαθί-που-ήταν-Σπασμένο θα ξαναφτιαχτεί πριν ξεκινήσω για τον πόλεμο. Αλλά ο δρόμος σου και ο δικός μου πάνε μαζί για πολλές εκατοντάδες μίλια. Έτσι θα είναι και ο Μπορομίρ στην Ομάδα. Είναι γενναίο παλικάρι.

— Μένει να βρούμε δύο ακόμα, είπε ο Έλροντ. Θα το σκεφτώ ακόμα. Μέσα. από το σπίτι μου μπορεί να βρω κάποιους που να μου φανεί καλό να τους στείλω.

— Έτσι όμως δε θα ’χει θέση για μας! φώναξε ο Πίπιν απελπισμένα. Δε θέλουμε να μείνουμε πίσω. Θέλουμε να πάμε με το Φρόντο.

— Το λέτε γιατί δεν μπορείτε να φανταστείτε τι θα συναντήσετε, είπε ο Έλροντ.

— Ούτε κι ο Φρόντο το φαντάζεται, είπε ο Γκάνταλφ, υποστηρίζοντας απροσδόκητα τον Πίπιν. Ούτε κανείς από μας βλέπει καθαρά. Είναι αλήθεια πως αν αυτοί εδώ οι χόμπιτ καταλάβαιναν πέρα για πέρα τον κίνδυνο, δε θα τολμούσαν να πάνε. Δε θα έπαυαν όμως να το θέλουν ή να εύχονται να το είχαν τολμήσει και να ’νιωθαν ντροπιασμένοι και δυστυχισμένοι, Νομίζω. Έλροντ, πως σ’ αυτή την υπόθεση καλύτερα να εμπιστευτούμε τη φιλία τους παρά τη μεγάλη μας σοφία. Ακόμα κι αν διάλεγες για μας έναν πολύ μεγάλο Ξωτικο-άρχοντα σαν τον Γκλορφίντελ, ούτε κι αυτός θα μπορούσε να πάρει μ’ έφοδο το Μαύρο Πύργο, ούτε ν’ ανοίξει το δρόμο για τη Φωτιά με τη δύναμή του.

— Μιλάς σοβαρά, είπε ο Έλροντ, αλλά εγώ έχω αμφιβολίες. Το Σάιρ, προβλέπω, δε βρίσκεται τώρα πια εκτός κινδύνου· και είχα σκεφτεί να στείλω πίσω αυτούς τους δυο σαν αγγελιοφόρους, να. κάνουν ό,τι μπορούν. σύμφωνα με τους τρόπους της χώρας τους, για να προειδοποιήσουν τον κόσμο για τον κίνδυνο που τους απειλεί. Και, οπωσδήποτε, νομίζω πως ο νεότερος απ’ τους δυο, ο Πέρεγκριν Τουκ, πρέπει να μείνει. Δε μου πάει η καρδιά μου να τον αφήσω να πάει.

— Τότε, Κύριε Έλροντ, θα πρέπει να με κλείσεις στη φυλακή, ή να με στείλεις πίσω δεμένο σ’ ένα σακί, είπε ο Πίπιν. Γιατί αλλιώς εγώ θ’ ακολουθήσω την Ομάδα.

— Τότε. «ς γίνει έτσι. Πήγαινε, είπε ο Έλροντ κι αναστέναξε. Τώρα οι Εννέα θέσεις συμπληρώθηκαν. Σε εφτά μέρες η Ομάδα πρέπει να ξεκινήσει.

Το Σπαθί του Έλεντιλ συγκολλήθηκε ξανά από Ξωτικά-σιδεράδες και στη λάμα του σκαλίστηκαν ένα Μισοφέγγαρο, ο Ήλιος με τις ακτίνες του κι εφτά αστέρια ανάμεσά τους· κι ολόγυρα γράφτηκαν πολλά ρουνικά· γιατί ο Άραγκορν, ο γιος του Άραθορν, πήγαινε να πολεμήσει στα μέρη της Μόρντορ. Σαν ξανακόλλησε το σπαθί άστραφτε ολόκληρο· το φως του ήλιου καθρεφτιζόταν κόκκινο πάνω του και το φως του φεγγαριού έλαμπε παγωμένο. Η κόψη του ήταν σκληρή καν κοφτερή. Ο Άραγκορν του έδωσε καινούριο όνομα και το είπε Αντούριλ, η Φλόγα της Δύσης.

Ο Άραγκορν κι ο Γκάνταλφ πήγαιναν βόλτες μαζί ή κάθονταν και κουβέντιαζαν για το δρόμο και τους κινδύνους που θα συναντούσαν· και μελετούσαν τους ιστορημένους και ζωγραφισμένους χάρτες και τα βιβλία με τις παραδόσεις που βρίσκονταν στο σπίτι του Έλροντ. Μερικές φορές ο Φρόντο πήγαινε μαζί τους· αλλά του ήταν αρκετό ν’ αφήνεται στην καθοδήγησή τους και περνούσε τον περισσότερό του καιρό με τον Μπίλμπο.

Εκείνες τις τελευταίες μέρες οι χόμπιτ κάθονταν όλοι μαζί το βράδυ στην Αίθουσα της Φωτιάς κι εκεί, ανάμεσα σε πολλές ιστορίες, άκουσαν ολόκληρη την ωδή του Μπέρεν και της Λούθιεν και για το πώς κέρδισαν το Μεγάλο Πετράδι· αλλά τη μέρα, ενώ ο Μέρι κι ο Πίπιν γύριζαν εδώ κι εκεί. ο Φρόντο κι ο Σαμ βρίσκονταν συνέχεια με τον Μπίλμπο, στο μικρό του δωμάτιο. Εκεί ο Μπίλμπο τους διάβαζε κομμάτια απ’ το βιβλίο του (που ακόμα φαινόταν να θέλει πολλή δουλειά), ή αποσπάσματα απ’ τους στίχους του, ή κρατούσε σημειώσεις απ’ τις περιπέτειες του Φρόντο.

Το πρωί της τελευταίας μέρας ο Φρόντο ήταν μόνος με τον Μπίλμπο κι ο γερο-χόμπιτ έβγαλε κάτω απ’ το κρεβάτι του ένα ξύλινο κιβώτιο. Σήκωσε το καπάκι κι άρχισε να ψάχνει μέσα.

— Εδώ έχω το σπαθί σου, είπε. Αλλά ήταν σπασμένο, ξέρεις. Το πήρα να το φυλάξω, αλλά ξέχασα να ρωτήσω τους σιδεράδες αν μπορούσαν να το επισκευάσουν. Τώρα δεν έχουμε καιρό πια. Έτσι σκέφτηκα, ξέρεις, μήπως θέλεις να πάρεις αυτό;

Έβγαλε απ’ το κιβώτιο ένα μικρό σπαθάκι σε μια παλιά δερμάτινη θήκη. Έπειτα το τράβηξε έξω και η γυαλισμένη και καλοφροντισμένη του λεπίδα άστραψε ξαφνικά, κρύα και ζωηρή.

— Αυτό είναι το «Κεντρί», είπε και το κάρφωσε με πολύ λίγη προσπάθεια βαθιά σε μια ξύλινη σανίδα. Πάρ’ το, αν θέλεις. Δε νομίζω πως θα το ξαναχρειαστώ.

Ο Φρόντο το δέχτηκε μ’ ευγνωμοσύνη.

— Έχω ακόμα και τούτο εδώ! είπε ο Μπίλμπο, βγάζοντας έξω ένα δέμα που έδειχνε κάπως βαρύ για το μέγεθός του.

Ξετύλιξε ένα παλιό ύφασμα και σήκωσε ψηλά ένα μικρό αλυσιδωτό θώρακα. Ήταν πυκνοϋφασμένος με πολλούς κρίκους κι ευλύγιστος σαν λινό ύφασμα, κρύος σαν πάγος και σκληρότερος κι από ατσάλι. Άστραφτε σαν ασήμι στο φως του φεγγαριού κι ήταν στολισμένος με άσπρα πετράδια. Μαζί είχε και μια ζώνη στολισμένη με μαργαριτάρια και κρύσταλλα.

— Είναι ωραίος, δεν είναι; είπε ο Μπίλμπο, κουνώντας τον στο φως. Κι είναι χρήσιμος. Είναι ο αλυσιδωτός θώρακας των νάνων που μου έδωσε ο Θόριν. Τον πήρα πίσω απ’ το Μίσελ Ντέλβινγκ πριν ξεκινήσω και τον έβαλα μαζί με τις άλλες μου αποσκευές. Έφερα όλα τα σουβενίρ του Ταξιδιού μου μαζί, εκτός από το Δαχτυλίδι. Μα δε νομίζω πως θα τον χρησιμοποιήσω πια και τώρα δε μου χρειάζεται, εκτός να τον κοιτάζω πότε πότε. Δε νιώθεις καθόλου βάρος σαν τον φοράς.

— Θα φαίνομαι — να, δε νομίζω πως θα ταιριάζει απάνω μου, είπε ο Φρόντο.

— Αυτό το είπα κι εγώ, είπε ο Μπίλμπο. Αλλά μη σε μέλλει η εμφάνιση. Μπορείς να τον φορέσεις μέσα απ’ τα ρούχα σου. Έλα! Αυτό το μυστικό πρέπει να το μοιραστείς μαζί μου. Μην το πεις σε κανέναν άλλο! Αλλά θα νιώθω πολύ πιο ήσυχος σαν ξέρω πως τον φοράς. Έχω την εντύπωση πως μπορεί να σταματήσει ακόμα και τα μαχαίρια των Μαύρων Καβαλάρηδων, τέλειωσε, χαμηλώνοντας τη φωνή.

— Πολύ καλά, θα τον πάριο, είπε ο Φρόντο.

Ο Μπίλμπο του τον φόρεσε και κρέμασε το Κεντρί στην αστραφτερή ζώνη. Από πάνω ο Φρόντο φόρεσε το παλιό λεκιασμένο του παντελόνι, την μπλούζα και το σακάκι του.

— Τώρα φαίνεσαι σαν τον οποιοδήποτε χόμπιτ, είπε ο Μπίλμπο. Αλλ’ όμως φοράς παραπάνω απ’ όσα δείχνεις εξωτερικά. Καλή σου τύχη!

Γύρισε απότομο και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, προσπαθώντας να μουρμουρίσει κάποιο σκοπό.

— Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω, Μπίλμπο, και γι’ αυτό και για όλες σου τις περασμένες καλοσύνες, είπε ο Φρόντο.

— Μην προσπαθείς! είπε ο γερο-χόμπιτ, γυρίζοντας και χτυπώντας τον στην πλάτη. Οχ! φώναξε. Παραείσαι σκληρός τώρα για ξυλιές! Αλλά να: εμείς οι χόμπιτ πρέπει να είμαστε ενωμένοι, ιδιαίτερα εμείς οι Μπάγκινς. Το μόνο που σου ζητώ είναι τούτο: πρόσεξε τον εαυτό σου όσο πιο πολύ μπορείς και φέρε μου όσο πιο πολλά νέα μπορείς και ό,τι παλιές ιστορίες και τραγούδια τύχει ν’ ακούσεις. Θα κάνω ό,τι μπορώ να τελειώσω το βιβλίο μου πριν το γυρισμό σου. Θα ήθελα να γράψω το δεύτερο βιβλίο, αν προλάβω.

Σταμάτησε και γύρισε κατά το παράθυρο ξανά, τραγουδώντας σιγανά.

Στο παραγώνι κάθομαι κοντά και συλλογιέμαι

όσα τα μάτια μου έχουν δει στο δρόμο της ζωής μου,

τα λούλουδα του λιβαδιού, τις άσπρες πεταλούδες

και τα κατακαλόκαιρα που ’χουν παλιά περάσει.

Τα φύλλα που ήταν κίτρινα κι αραχνοστολισμένα,

τότε που τα φθινόπωρα περνούσανε ζεστά,

Με ομίχλη κάθε πρωινό και ήλιο ασημένιο

και το αγέρι ανέμελο να παίζει στα μαλλιά.

Στο παραγώνι κάθομαι κοντά και συλλογιέμαι

πως πλησιάζει ο καιρός και έρχεται η ώρα,

που ο χειμώνας θε να ’ρθει χωρίς την άνοιξή του,

γιατί εγώ δε θα ’μαι δω για να την ξαναδώ.

Γιατί έχει ακόμα αμέτρητα πάνω στον κόσμο τούτο

πράγματα, που ούτε τ’ άκουσα ούτ’ έχω δει ποτέ:

η άνοιξη σαν πάει να μπει το κάθε δάσος παίρνει

πράσινο και στολίζεται κι αλλιώς κάθε φορά.

Στο παραγώνι κάθομαι κοντά και συλλογιέμαι

αυτούς που ζήσανε παλιά και χρόνια ξεχασμένα

κι αυτούς που τώρα έρχονται μ’ ανήξερη ματιά

στον κόσμο τούτο που εγώ δε θα τον ξαναδώ.

Μα πάντα εκεί που κάθομαι κοντά και συλλογιέμαι

τα πράγματα της ζήσης μου που πέρασαν γοργά,

έχω τ’ αυτί μου ακοίμητο μήπως και ξανακούσω

πόδια που πίσω γύρισαν, φωνές πίσω απ’ την πόρτα.

Ο Δεκέμβρης έφτανε στο τέλος του κι η μέρα ήταν κρύα και δίχως ήλιο. Ο Ανατολικός “Ανεμος φυσούσε στα γυμνά κλαδιά των δέντρων και σφύριζε ανάμεσα στα μαυριδερά πεύκα στους λόφους. Κουλουριασμένα σύννεφα έτρεχαν στον ουρανό, μαύρα και χαμηλά. Σαν άρχισαν νωρίς νωρίς να πέφτουν οι πένθιμες σκιές του βραδινού, η ομάδα ετοιμάστηκε να ξεκινήσει. Θα ξεκινούσαν μόλις σκοτείνιαζε, γιατί ο Έλροντ τους συμβού-λεψε να ταξιδεύουν κρυμμένοι στο σκοτάδι της νύχτας όσο πιο πολύ μπορούσαν, ώσπου να βρεθούν μακριά απ’ το Σκιστό Λαγκάδι.

— Πρέπει να φοβάστε τα πολλά μάτια των υπηρετών του Σόρον, είπε. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως τα νέα του παθήματος των Καβαλάρηδων τον έχουν φτάσει κιόλας και θα ’ναι όλος θυμό. Δε θ’ αργήσουν τώρα πια οι κατάσκοποι του, πεζοί και φτερωτοί, να εμφανιστούν στο Βοριά. Ακόμα και τον ουρανό από πάνω σας πρέπει να φοβάστε τώρα που θα ταξιδεύετε.


Η Ομάδα πήρε λίγα όπλα μαζί, γιατί έλπιζαν πιο πολύ στη μυστικότητα παρά στον πόλεμο. Ο Άραγκορν είχε τον Αντούριλ μονάχα και ξεκινούσε ντυμένος στα πράσινα και καφετιά σαν Περιφερόμενος Φύλακας της ερημιάς. Ο Μπορομίρ είχε ένα μακρύ σπαθί, σαν τον Αντούριλ, αλλά με μικρότερη γενεαλογία και κρατούσε ακόμα μια ασπίδα και το πολεμικό του βούκινο.

— Η φωνή του ακούγεται δυνατή και καθαρή στις λοφοκοιλάδες, είπε, και τότε καλά θα κάνουν οι εχθροί της Γκόντορ να το βάλουν στα πόδια! Βάζοντας το βούκινο στο στόμα του, το φύσηξε δυνατά και η ηχώ αντήχησε από βράχο σε βράχο κι όλοι όσοι άκουσαν το κάλεσμά του στο Σκιστό Λαγκάδι πετάχτηκαν όρθιοι.

— Να μη βιαστείς να το ξαναφυσήξεις, Μπορομίρ, είπε ο Έλροντ, παρά μόνο σαν ξαναβρεθείς για άλλη μια φορά στα σύνορα της χώρας σου και βρίσκεσαι σε μεγάλο κίνδυνο.

— Μπορεί, είπε ο Μπορομίρ. Αλλά πάντα πριν ξεκινήσω φυσώ το βούκινό μου κι αν από δω και πέρα θα διαβαίνουμε στις σκιές, εγώ δεν ξεκινώ σαν κλέφτης τη νύχτα.

Ο Γκίμλι ο νάνος φορούσε φανερά ένα κοντό χιτώνιο από ατσαλένιους κρίκους, γιατί τους νάνους δεν τους φοβίζει το βάρος· και στο ζωνάρι του κρεμόταν ένα φαρδύ δίστομο πελέκι. Ο Λέγκολας είχε το τόξο και τη φαρέτρα του και στη ζώνη του ένα μακρύ μαχαίρι. Οι νεότεροι χόμπιτ φορούσαν τα σπαθιά που είχαν πάρει απ’ το θολωτό τάφο· ο Φρόντο όμως πήρε μονάχα το Κεντρί· και ο αλυσιδωτός του θώρακας, όπως το ήθελε ο Μπίλμπο, έμεινε κρυμμένος. Ο Γκάνταλφ κρατούσε το ραβδί του, αλλά περασμένο στο πλευρό του είχε το Ξωτικο-σπαθί τον Γκλάμντρινγκ, το ταίρι του Όρκριστ, που βρισκόταν στο στήθος του Θόριν, κάτω απ’ το Βουνό της Μοναξιάς.

Ο Έλροντ τους είχε εφοδιάσει όλους με χοντρά ζεστά ρούχα κι είχαν σακάκια και μανδύες ντυμένους με γούνα. Τα παραπανίσια τρόφιμα, ρούχα, κουβέρτες και άλλα απαραίτητα τα είχαν φορτώσει σ’ ένα πόνυ, και μάλιστα στο ίδιο το κακόμοιρο το ζωντανό που είχαν φέρει απ’ το Μπρι.

Η διαμονή του στο Σκιστό Λαγκάδι είχε θαυματουργά αποτελέσματα: το τρίχωμά του ήταν όλο γυαλάδα κι έδειχνε πως είχε ξανανιώσει. Ο Σαμ είχε επιμείνει να το διαλέξουν, γιατί έλεγε πως ο Μπιλ (όπως το φώναζε) θα μαράζωνε, αν δεν ερχόταν μαζί τους.

— Αυτό το ζωντανό σχεδόν μιλάει, είπε, και θα μιλούσε, αν έμενε εδώ παραπάνω. Μου ’ριξε μια τέτοια ματιά που μιλούσε το ίδιο ξεκάθαρα όπως κι ο κύριος Πίπιν: αν δε με πάρεις μαζί σου, Σαμ, θα σ’ ακολουθήσω μόνος μου. Έτσι ο Μπιλ θα πήγαινε μαζί για να τους κουβαλάει τα πράγματα και, μ’ όλα αυτά, ήταν το μοναδικό μέλος της Ομάδας που δεν έδειχνε άκεφο.


Οι αποχαιρετισμοί είχαν γίνει στη μεγάλη αίθουσα κοντά στη φωτιά και τώρα περίμεναν μονάχα τον Γκάνταλφ, που δεν είχε βγει ακόμα απ’ το σπίτι. Η λάμψη της φωτιάς έβγαινε απ’ τις ανοιχτές πόρτες κι απαλά φώτα έφεγγαν σε πολλά παράθυρα. Ο Μπίλμπο κουκουλωμένος με μια κάπα στεκόταν σιωπηλός στο κατώφλι πλάι στο Φρόντο. Ο Άραγκορν ήταν καθισμένος με το κεφάλι γερμένο στα γόνατα· μόνο ο Έλροντ ήξερε καλά τι σήμαινε τούτη εδώ η ώρα γι’ αυτόν. Οι υπόλοιποι φαίνονταν σαν γκρίζες σκιές στο σκοτάδι.

Ο Σαμ στεκόταν δίπλα στο πόνυ, ρουφώντας αέρα μέσ’ απ’ τα δόντια” του και κοιτάζοντας άκεφα τη σκοτεινιά κατά το μέρος που το ποτάμι βούιζε κυλώντας ανάμεσα στα βράχια· η διάθεση του για περιπέτειες βρισκόταν στο μηδέν.

— Μπιλ, φιλαράκο μου, είπε, δε θα ’πρεπε να ’χες μπλεχτεί μαζί μας. Θα πρεπε να καθόσουνα εδώ και να μασουλούσες τον καλύτερο σανό μέχρι που να ξαναβγεί το φρέσκο χορτάρι.

— Ο Μπιλ κούνησε την ουρά του και δεν είπε τίποτα.

Ο Σαμ βόλεψε καλύτερα το σακίδιο στους ώμους του και ξαναπέρασε απ’ το μυαλό του ανήσυχα όλα τα πράγματα που είχε βάλει μέσα, μην τυχόν κι είχε ξεχάσει τίποτα: ο κυριότερος θησαυρός του ήταν τα κατσαρόλικά του και το μικρό κουτάκι με τα αλάτι που το ’παιρνε πάντα μαζί του και το ξαναγέμιζε όπου μπορούσε· μια καλή προμήθεια πιπόχορτο (όχι αρκετό. βάζω στοίχημα)· ίσκα και τσακμακόπετρες, μάλλινες κάλτσες, εσώρουχο και διάφορα πράγματα του αφεντικού του, που ο Φρόντο τα είχε ξεχάρει κι ο Σαμ τα είχε φυλάξει για να τα παρουσιάσει θριαμβευτικά σα θα χρειάζονταν. Τα ξαναείπε ένα ένα όλα τώρα.

— Σκοινί! μουρμούρισε. Λεν πήρα σκοινί! Και χτες το βράδυ το ’λεγα: “Σαμ, τι θα ’λεγες για λίγο σκοινί; Θα σου χρειαστεί σίγουρα, αν δεν το ’χεις». Λοιπόν, σίγουρα θα μου χρειαστεί. Και τώρα πάει πια.


Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο Έλροντ με τον Γκάνταλφ και φώναξε την Ομάδα κοντά του.

— Αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια, είπε χαμηλόφωνα. Ο Δαχτυλιδο-κουβαλητής ξεκινά για την Αναζήτηση του Βουνού του Χαμού. Μόνο σ’ αυτόν έχει δοθεί κάποια παραγγελία: ούτε να πετάξει το Δαχτυλίδι, ούτε να το παραδώσει στον οποιονδήποτε υπηρέτη του Εχθρού, ούτε ακόμα ν’ αφήσει κανένα να το πιάσει στα χέρια του, εκτός αν είναι κάποιος από τα μέλη της Ομάδας ή του Συμβουλίου και μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης. Οι υπόλοιποι πάνε μαζί του σαν ελεύθεροι σύντροφοι για να τον βοηθήσουν στο δρόμο του. Μπορείτε να καθυστερήσετε, ή να γύρισετε πίσω, ή ν’ αλλάξετε δρόμο, ανάλογα με το τι θα σας τύχει. Όσο πιο πολύ απομακρυνθείτε, τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται ν’ αποτραβηχτείτε· αλλά κανένας όρκος ή δέσμευση δε σας υποχρεώνει να πάτε πιο πέρα απ’ όσο θέλετε. Γιατί δεν ξέρετε ακόμα πόση δύναμη έχει η απόφασή σας ούτε και μπορείτε να προβλέψετε τι μπορεί να συναντήσει ο καθένας σας στο δρόμο.

— Ανάξιος εμπιστοσύνης είναι αυτός που λέει αντίο σα δει το δρόμο να σκοτεινιάζει, είπε ο Γκίμλι.

— Ίσως, είπε ο Έλροντ, αλλά καλύτερα να μην ορκιστεί πως θα βαδίσει στο σκοτάδι αυτός που δεν έχει δει ούτε το νύχτωμα.

— Ναι, αλλά ο όρκος δίνει δύναμη στην καρδιά που τρέμει, είπε ο Γκίμλι.

— Ή την κομματιάζει, είπε ο Έλροντ. Μην κοιτάς πολύ μακριά στο μέλλον! Πηγαίνετε τώρα με ελαφριά καρδιά! Έχετε γεια και ας είναι μαζί σας οι ευλογίες των Ξωτικών και των Ανθρώπων κι όλων των Ελεύθερων Λαών. Ας φωτίζουν τ’ άστρα τα πρόσωπά σας!

— Καλή τύχη... καλή τύχη! φώναξε ο Μπίλμπο, κομπιάζοντας απ’ το κρύο. Δε φαντάζομαι να μπορέσεις να κρατάς ημερολόγιο, Φρόντο, νεαρέ μου. αλλά θα περιμένω να μου τα πεις όλα πένα και χαρτί σα γυρίσεις. Και κοίτα μην αργήσεις! Έχετε γεια!


Πολλοί άλλοι απ’ το σπιτικό του Έλροντ στέκονταν στις σκιές και τους έλεγαν αντίο με απαλές φωνές. Δεν ακουγόταν ούτε γέλιο ούτε μουσική ή τραγούδι. Τέλος έστριψαν και χάθηκαν σιωπηλά μες στο μισοσκόταδο.

Πέρασαν τη γέφυρα και ανηφόρισαν αργά τα απόκρημνα μονοπάτια που οδηγούσαν έξω απ’ τη βαθιά κοιλάδα του Σκιστού Λαγκαδιού· κι έφτασαν τέλος σ’ ένα χέρσο πλάτωμα, που ο άνεμος σφύριζε ανάμεσα στα ρείκια. Ύστερα, ρίχνοντας μια ματιά στο Τελευταίο Φιλόξενο Σπιτικό που τα φώτα του τρεμόσβηναν κάτω στα πόδια τους, πήραν το δρόμο μες στο σκοτάδι.


Στο Πέρασμα του Μπρούινεν άφησαν το Δρόμο κι έστριψαν νότια ακολουθώντας στενά μονοπάτια ανάμεσα στην κυματιστή γη. Σκοπός τους ήταν να ακολουθήσουν αυτή την κατεύθυνση δυτικά απ’ τα Βουνά πολλές μέρες και για πολλά μίλια. Η περιοχή ήταν πολύ κακοτράχαλη και γυμνή απ’ την πράσινη κοιλάδα του Μεγάλου Ποταμού της Έρημης Χώρας απ’ την άλλη μεριά των Βουνών κι έτσι ο δρόμος τους θα ήταν αργός· αλλά έλπιζαν μ’ αυτόν τον τρόπο να ξεφύγουν τα εχθρικά μάτια. Οι κατάσκοποι του Σόρον, ως κόρα, σπάνια εμφανίζονταν σ’ αυτή την ακατοίκητη περιοχή και τα μονοπάτια ήταν ελάχιστα γνωστά σ’ άλλους εκτός απ’ τους κατοίκους του Σκιστού Λαγκαδιού.

Μπροστά πήγαινε ο Γκάνταλφ και μαζί του ο Άραγκορν, που ήξερε αυτή τη γη ακόμα και στο σκοτάδι. Οι άλλοι πήγαιναν από πίσω στη γραμμή κι ο Λέγκολας που είχε γερά μάτια ήταν οπισθοφυλακή. Το πρώτο μέρος του ταξιδιού τους ήταν δύσκολο και καταθλιπτικό κι ο Φρόντο δε θυμόταν σχεδόν τίποτα απ’ αυτό εκτός απ’ τον αέρα. Για πολλές ανήλιαγες μέρες ένας παγερός άνεμος ερχόταν ανατολικά απ’ τα Βουνά και κανένα ρούχο δεν μπορούσε να εμποδίσει τα ψαχουλευτά του δάχτυλα. Αν κι όλοι στην Ομάδα ήταν καλά ντυμένοι, σπάνια ένιωθαν ζεστοί είτε σαν περπατούσαν είτε σαν ξεκουράζονταν. Κοιμόνταν άβολα τα μεσημέρια, σε κάκοιο βαθούλωμα της γης ή κρυμμένοι κάτω απ’ τα μπλεγμένα κλαδιά βάτων που φύτρωναν πυκνοί σε πολλά μέρη. Το απόγευμα τους ξυπνούσε ο σκοπός κι έτρωγαν το κυρίως γεύμα τους: κρύο κι άχαρο κατά κανόνα, γιατί σπάνια τολμούσαν να διακινδυνεύσουν ν’ ανάψουν φωτιά. Το βραδάκι κινούσαν πάλι, πάντα πηγαίνοντας κατά το Νοτιά, όσο μπορούσαν να . βρουν δρόμο.

Στην αρχή φαινόταν στους χόμπιτ πως, αν και περπατούσαν και σκόνταφταν μέχρι που κόβονταν τα πόδια τους, προχωρούσαν σαν σαλιγκάρια και δεν’ έφταναν πουθενά. Κάθε μέρα η γη φαινόταν η ίδια όπως και την προηγούμενη. Αλλ’ όμως, σταθερά, τα βουνά όλο και πλησίαζαν. Στα νότια του Σκιστού Λαγκαδιού υψώνονταν ακόμα πιο ψηλά κι έστριβαν δυτικά· και κάτω στα πόδια της κυρίως οροσειράς απλωνόταν μια όλο και πιο μεγάλη περιοχή με πένθιμους λόφους και βαθιές κοιλάδες γεμάτες ταραγμένα νερά. Τα μονοπάτια ήταν ελάχιστα και φιδογυριστά και πολύ συχνά τους έβγαζαν στην άκρη κάποιου απότομου γκρεμού ή σε τίποτα επικίνδυνους βάλτους.


Βρίσκονταν δυο βδομάδες στο δρόμο, όταν ο καιρός άλλαξε. Ο αέρας έπεσε ξαφνικά κι έπειτα γύρισε νοτιάς. Τα σύννεφα που έτρεχαν στον ουρανό ψήλωσαν και διαλύθηκαν· και βγήκε ο ήλιος χλωμός και λαμπερός. Κάποτε ξημέρωσε μια παγωμένη κι ασυννέφιαστη αυγή στο τέλος μιας ατέλειωτης νυχτερινής πορείας. Με σερνόμενα πόδια οι ταξιδιώτες έφτασαν σε μια χαμηλή ράχη στεφανωμένη με κάτι γέρικα πουρνάρια, που οι γκριζοπράσινοι κορμοί τους φαίνονταν λες κι είχαν γίνει απ’ τους ίδιους τους βράχους των λόφων. Τα σκούρα φύλλα τους άστραφταν και τα μούρα τους άναβαν κόκκινα στο φως του ήλιου που έβγαινε.

Μακριά στο νοτιά ο Φρόντο μπορούσε να δει τις θαμπές σιλουέτες των ψηλών βουνών που τώρα λες κι υψώνονταν στο δρόμο ακριβώς που ακολουθούσε η Ομάδα. Στ’ αριστερά αυτής της ψηλής βουνοσειράς υψώνονταν τρεις κορφές· η ψηλότερη, που ήταν και η πιο κοντινή, πεταγόταν προς τα πάνω σαν δόντι χιονισμένο στην άκρη· η μεγάλη βορινή της κάθετη πλαγιά ήταν ακόμα στη σκιά, αλλά όπου έπεφτε ο ήλιος, άναβε κόκκινη.

Ο Γκάνταλφ ήρθε και στάθηκε στο πλευρό του Φρόντο, έβαλε το χέρι στα μάτια του και κοίταξε μακριά.

— Καλά πάμε. είπε. Έχουμε φτάσει στα σύνορα της χώρας που οι Άνθρωποι τη λένε Χόλιν· κολλά Ξωτικά ζούσαν εδώ σε μέρες πιο ευτυχισμένες, τότε που την έλεγαν Ερέγκιον. Αν υπολογίσουμε σε ίσια γραμμή, έχουμε κάνει σαράντα πέντε λεύγες, αν και τα πόδια μας έχουν κάνει πολύ περισσότερα μίλια. Και η γη και ο καιρός θα μαλακώσουν τώρα, αν κι αυτό μπορεί να ’ναι πιο επικίνδυνο.

— Επικίνδυνο ή όχι, εγώ θα χαρώ να δω μια αληθινή ανατολή του ήλιου, είπε ο Φρόντο, ρίχνοντας πίσω την κουκούλα του κι αφήνοντας το φως του πρωινού να πέσει στο πρόσωπό του.

— Τα βουνά όμως βρίσκονται μπροστά μας, είπε ο Πίπιν. Θα πρέπει να στρίψαμε ανατολικά τη νύχτα.

— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά μπορείς και βλέπεις πιο μακριά με το φως του ήλιου. Μετά απ’ αυτές τις κορφές τα βουνά γυρίζουν νοτιοδυτικά. Υπάρχουν πολλοί χάρτες στο σπίτι του Έλροντ, μα φαντάζομαι πως δε θα σου πέρασε καθόλου απ’ το νου να τους κοιτάξεις;

— Ναι. τους κοίταξα μερικές φορές, είπε ο Πίπιν, αλλά δεν τους θυμάμαι. Ο Φρόντο τα καταφέρνει καλύτερα σε κάτι τέτοια.

— Εγώ δε χρειάζομαι χάρτη, είπε ο Γκίμλι, που είχε πλησιάσει με το Λέγκολας και κοίταζε ίσια μπροστά μ’ ένα παράξενο φως στα βαθιά του μάτια. Εκεί πέρα βρίσκεται η χώρα που τον παλιό καιρό δούλευαν οι πρόγονοί μας κι έχουμε φτιάξει το ομοίωμα εκείνων των βουνών σε πολλά μας έργα από μέταλλο και πέτρα και τα έχουμε περιγράψει σε πολλά τραγούδια κι ιστορίες. Στέκονται ψηλά στα όνειρά μας: Μπαράζ. Ζιράκ, Σαθούρ.

» Μόνο μια φορά ακόμα τα ξανάχω δει από μακριά στ’ αλήθεια, αλλά τα ξέρω κι αυτά και τα ονόματά τους, γιατί από κάτω τους βρίσκεται το Καζάντ-ντουμ, το Ντάροουντελφ[14]. που τώρα λέγεται η Μαύρη Μίνα, η Μόρια στη γλώσσα των Ξοιτικών. Εκείνη η κορφή που στέκεται εκεί πέρα είναι ο Μπαραζανζιμπάρ, το Κόκκινο Κέρατο, ο ανελέητος Καράντρας· και μετά απ’ αυτήν είναι η Ασημοκορφή και η Συννεφοκορφή: Κελέμπτιλ ο Άσπρος και Φανουίντολ ο Σταχτής, που εμείς τις λέμε Ζιράκ-ζιγκίλ και Μπουντουσαθούρ.

» Σ’ εκείνο το μέρος τα Ομιχλιασμένα Βουνά χωρίζουν κι ανάμεσά τους απλώνεται μια βαθύσκια κοιλάδα, που εμείς δεν μπορούμε να ξεχάσουμε: η Αζανουλμπιζάρ, η Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα, που τα Ξωτικά τη λένε Ναντουχίριον.

— Για τη Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα πάμε. είπε ο Γκάνταλφ. Αν μπορέσουμε ν’ ανεβούμε ως το πέρασμα, που το λένε η Πύλη του Κόκκινου Κέρατου, και περάσουμε κάτω απ’ την άλλη πλευρά του Καράντρας, θα κατεβούμε κάτω απ’ τη Σκιοχείμαρρη Σκάλα στη βαθιά κοιλάδα των Νάνων. Εκεί βρίσκεται η Γυάλινη Λίμνη και οι παγωμένες πηγές του Ασημόφλεβου Ποταμού.

— Μαύρο είναι το νερό της Κέλεντ-ζάραμ, είπε ο Γκίμλι, και παγωμένες σι πηγές του Κίμπιλ-νάλα. Τρέμω απ’ τη συγκίνηση με τη σκέψη πως μπορεί να τα δω γρήγορα.

— Μακάρι να χαρείς που θα τα δεις, καλέ μου νάνε! είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά ό,τι κι αν κάνει, εμείς τουλάχιστο δεν μπορούμε να μείνουμε σ’ εκείνη την κοιλάδα. Πρέπει να κατεβούμε τον Ασημόφλεβο, να μπούμε στα κρυφά δάση κι έπειτα στο Μεγάλο Ποταμό κι έπειτα...

Σταμάτησε.

— Ναι. κι έπειτα πού; ρώτησε ο Μέρι.

— Στο τέρμα του ταξιδιού μας — τέλος, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά σχέδια για το μέλλον. Ας είμαστε ευχαριστημένοι που η πρώτη φάση τέλειωσε χωρίς κινδύνους. Νομίζω πως πρέπει να ξεκουραστούμε εδώ, όχι μόνο τη μέρα αλλά και τη νύχτα. Ο αέρας του Χόλιν έχει κάτι πολύ υγιεινό μέσα του. Πρέπει να πέσει πολύ κακό σε μια χώρα, που κάποτε ζούσαν Ξωτικά, για να τα ξεχάσει τελείως.

Έτσι είναι, συμφώνησε ο Λέγκολας. Αλλά τα Ξωτικά αυτής της χώρας ήταν κάποιας φυλής ξένης σε μας, που ζούμε στα δάση, και τα δέντρα και το χορτάρι δεν τα θυμούνται τώρα πια. Τις πέτρες μόνο ακούω να τα θρηνούν: Βαθιά μας έσκαβαν, όμορφα μας πελεκούσαν, ψηλά μας έχτιζαν· έφυγαν όμως. Έφυγαν. Γύρεψαν τα Λιμάνια από πολύ παλιά.


Το πρωί εκείνο άναψαν φωτιά σε μια βαθιά λακκούβα που την έκρυβαν μεγάλοι θάμνοι από πουρνάρια και το δείπνο-πρωινό τους ήταν το πιο χαρούμενο από τότε που ξεκίνησαν. Δε βιάστηκαν να κοιμηθούν μετά, γιατί υπολόγιζαν πως θα είχαν κι όλη τη νύχτα για ύπνο και δε σκόπευαν να συνεχίσουν ξανά παρά το βράδυ της επόμενης μέρας. Ο Άραγκορν μονάχα ήταν σιωπηλός κι ανήσυχος. Σε λίγο άφησε την Ομάδα και πήγε στην κορφή της ράχης· εκεί στάθηκε στη σκιά ενός δέντρου και κοίταζε νότια και δυτικά, με το κεφάλι γυρισμένο λες κι άκουγε. Έπειτα ξαναγύρισε στην άκρη της μικρής κοιλάδας και κοίταζε κάτω τους άλλους που γελούσαν και κουβέντιαζαν.

— Τι συμβαίνει, Γοργοπόδαρε; φώναξε από κάτω ο Μέρι. Τι γυρεύεις; Σου λείπει ο Ανατολικός Άνεμος;

— Όχι, βέβαια, απάντησε. Αλλά κάτι μου λείπει. Έχω βρεθεί στη χώρα του Χόλιν σε πολλές και διαφορετικές εποχές. Δεν κατοικεί βέβαια κόσμος εδώ τώρα, αλλά πολλά άλλα πλάσματα ζουν εδώ όλες τις εποχές, ιδιαίτερα πουλιά. Κι όμως τώρα τα πάντα, εκτός από σας, είναι σιωπηλά. Το αισθάνομαι. Δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος για μίλια γύρω μας και οι φωνές σας φαίνονται να κάνουν τη γη ν’ αντηχεί. Δεν το καταλαβαίνω. Ο Γκάνταλφ σήκωσε το κεφάλι απότομα.

— Τι λες να φταίει; ρώτησε. Νομίζεις πως δεν είναι μόνο έκπληξη για την εμφάνιση τεσσάρων χόμπιτ, για να μην πω κι εμάς τους υπόλοιπους, σ’ ένα μέρος που κόσμος εμφανίζεται κι ακούγεται τόσο σπάνια;

— Μακάρι να ’ναι αυτό, απάντησε ο Άραγκορν. Έχω μια αίσθηση επιφυλακής και φόβου που δεν την ξαναείχα άλλη φορά εδώ.

— Τότε πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί, είπε ο Γκάνταλφ. Σαν έχουμε έναν Περιφερόμενο Φύλακα μαζί μας, καλά θα κάνουμε να δώσουμε προσοχή σ’ αυτά που λέει, ιδιαίτερα όταν αυτός ο Φύλακας είναι ο Άραγκορν. Πρέπει, λοιπόν, να πάψουμε να μιλάμε δυνατά, να αναπαυθούμε ήσυχα και να βάλουμε σκοπό.


Ήταν η σειρά του Σαμ να φυλάξει πρώτος σκοπός, αλλά ο Άραγκορν πήγε μαζί του. Οι άλλοι έπεσαν για ύπνο. Τότε η σιωπή μεγάλωσε μέχρι που κι ο Σαμ την ένιωσε. Η αναπνοή των κοιμισμένων ακουγόταν ξεκάθαρα. Το σουσούρισμα της ουράς του πόνυ και το κούνημα των ποδιών του πότε πότε ακούγονταν σαν δυνατοί θόρυβοι. Ο Σαμ μπορούσε ν’ ακούσει τις κλειδώσεις του να τρίζουν όταν κουνιόταν. Νεκρική σιωπή απλωνόταν γύρω του· και πάνω απ’ όλα βρισκόταν ένας ασυννέφιαστος ουρανός που πάνω του ταξίδευε ο “Ηλιος καθώς ανέβαινε απ’ την Ανατολή. Πέρα στο Νοτιά παρουσιάστηκε ένα μαύρο σημαδάκι που μεγάλωνε και ταξίδευε κατά το Βοριά σαν καπνός που τον τρέχει ο αγέρας.

— Τι είναι τούτο, Γοργοπόδαρε; Δε μοιάζει με σύννεφο, είπε ο Σαμ ψιθυριστά στον Άραγκορν.

Εκείνος δεν απάντησε αλλά κοίταζε με προσοχή τον ουρανό· αλλά γρήγορα ο Σαμ μπορούσε να δει και μόνος του τι ήταν αυτό που πλησίαζε. Κοπάδια πουλιά πετούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έκαναν στροφές και κύκλους και διάσχιζαν διαγώνια την περιοχή ολόκληρη, λες κι αναζητούσαν κάτι. Και συνεχώς πλησίαζαν.

— Πέσε κάτω και μην κουνιέσαι! σφύριξε ο Άραγκορν, τραβώντας το Σαμ κάτω απ’ τη σκιά ενός πουρναριού· γιατί ένα ολόκληρο σύνταγμα πουλιά ξέκοψε ξαφνικά απ’ το υπόλοιπο κοπάδι κι ερχόταν, πετώντας χαμηλά, ίσια κατά τη ράχη.

Του Σαμ του φάνηκαν σαν ένα είδος μεγάλου κορακιού. Όπως περνούσαν από πάνω τους, τόσο πυκνά που η σκιά τους τα ακολουθούσε σκοτεινή πάνω στη γη, ένα στριγκό κρώξιμο ακούστηκε.

Αφού μίκρυναν κι απομακρύνθηκαν κατά το βοριά και την ανατολή κι ο ουρανός καθάρισε, τότε μόνο σηκώθηκε ο Άραγκορν. Πετάχτηκε όρθιος και πήγε και ξύπνησε τον Γκάνταλφ.

— Κοπάδια μαύρα κοράκια πετάνε παντού πάνω σ’ όλη την περιοχή ανάμεσα στα Βουνά και στον Γκριζονέρη, είπε, και πέρασαν και πάνω από το Χόλιν. Δεν είναι ντόπια· είναι crebain απ’ το Φάνγκορν και τη Μαυροχώματη Χώρα. Δεν ξέρω τι γυρεύουν: είναι πολύ πιθανό να γίνονται φασαρίες πέρα στο Νοτιά και γι’ αυτό να φεύγουν· αλλά εγώ νομίζω πως κατασκοπεύουν την περιοχή. Πήρε ακόμα το μάτι μου και πολλά γεράκια να πετάνε ψηλά. Νομίζω πως πρέπει να προχωρήσουμε απόψε. Το Χόλιν δεν είναι πια ασφαλισμένο για μας: το κατασκοπεύουν.

— Σ’ αυτή την περίπτωση θα παρακολουθείται και η Πύλη του Κόκκινου Κέρατου, είπε ο Γκάνταλφ· και πώς θα την περάσουμε απαρατήρητοι, δεν μπορώ ούτε να το διανοηθώ. Αλλά θα το σκεφτούμε σαν έρθει η ώρα. Όσο για. το να φύγουμε μόλις σκοτεινιάσει, φοβάμαι πως έχεις δίκιο.

— Ευτυχώς που η φωτιά μας έκανε ελάχιστο καπνό και είχε μισοσβήσει πριν να φανούν τα crebain, είπε ο Άραγκορν. Πρέπει να τη σβήσουμε τελείως και να μην την ξανανάψουμε.

— Μπα, κακό που μας βρήκε! είπε ο Πίπιν.

Τα νέα: όχι φωτιά κι αναχώρηση πάλι μόλις νύχτωνε, του ανακοινώθηκαν μόλις ξύπνησε αργά το απόγευμα.

Κι όλ’ αυτά επειδή φάνηκαν μερικά κοράκια! Και πώς το περίμενα να φάμε ένα σωστό φαΐ απόψε: κάτι ζεστό!

— Λοιπόν, μπορείς να συνεχίσεις να το περιμένεις, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι πολύ πιθανό πως θ’ απολαύσεις πολλά απρόσμενα συμπόσια στο μέλλον. Εγώ για λόγου μου θα ήθελα μια πίπα να καπνίσω με την ησυχία μου και πιο ζεστά πόδια. Πάντως, είμαστε σίγουροι για ένα πράγμα οπωσδήποτε: ο καιρός θα ζεσταίνει όσο πηγαίνουμε στο Νοτιά.

Θα καούμε, σίγουρα, μουρμούρισε ο Σαμ στο Φρόντο. Αλλά αρχίζω να πιστεύω πως είναι καιρός πια να δούμε κι αυτό το Βουνό της Φωτιάς, δηλαδή, το τέλος του Δρόμου, να πούμε. Εγώ στην αρχή νόμιζα πως τούτο δω το Κόκκινο Κέρατο ή πώς στο καλό το λένε, ήτανε το βουνό που γυρεύουμε, ώσπου ο Γκίμλι μας είπε το κομμάτι του. Μωρέ γλώσσα κι αυτή! Να σπας τα σαγόνια σου! Πού τη βρήκανε οι Νάνοι!

Οι χάρτες δεν είχαν κανένα νόημα για το Σαμ κι όλες οι αποστάσεις σ’ αυτές τις άγνωστες περιοχές του φαίνονταν τόσο τεράστιες, που τα είχε εντελώς χαμένα.

Όλη εκείνη τη μέρα η Ομάδα έμεινε κρυμμένη. Τα μαύρα πουλιά περνούσαν από πάνω πότε πότε· αλλά σαν ο Ήλιος κοκκίνισε στη Λύση, χάθηκαν στο νοτιά. Με το λυκόφως η Ομάδα κίνησε πάλι και στρίβοντας κατά την Ανατολή, τράβηξε για τον Καράντρας, που μακριά έφεγγε ακόμα κόκκινος αμυδρά στο τελευταίο φως του Ήλιου που είχε χαθεί. Ένα ένα τα άσπρα αστέρια άναβαν καθώς ο ουρανός θάμπωνε.

Με οδηγό τον Άραγκορν πήραν καλό μονοπάτι. Στο Φρόντο φαινόταν να μοιάζει με τ’ απομεινάρια κάποιου αρχαίου δρόμου, που ήταν κάποτε φαρδύς και καλοφτιαγμένος κι ένωνε το Χόλιν με το πέρασμα του βουνού. Το Φεγγάρι, πανσέληνος απόψε, βγήκε πίσω απ’ τα βουνά κι έριχνε ένα χλωμό φως που έκανε μαύρες τις σκιές απ’ τις πέτρες. Πολλές απ’ αυτές έδειχναν πως είχαν πελεκηθεί από χέρια, αν και τώρα ήταν πεσμένες εδώ κι εκεί. ερείπια σε μια γη άχαρη και γυμνή.

Έφτασε η παγωμένη ώρα ακριβώς πριν το χάραμα. Το φεγγάρι είχε χαμηλώσει. Ο Φρόντο έριξε μια ματιά στον ουρανό ψηλά. Ξαφνικά είδε ή μάλλον ένιωσε μια σκιά να περνά μπροστά από τ’ αστέρια ψηλά και για μια στιγμή αυτά χλώμιασαν κάπως κι έπειτα έλαμψαν πάλι. Αναρρίγησε.

— Είδες τίποτα να πετάει ψηλά; ψιθύρισε στον Γκάνταλφ που βρισκόταν ακριβώς μπροστά.

— Όχι, αλλά το ένιωσα, ό,τι κι αν ήταν, απάντησε. Μπορεί και να μην είναι τίποτα, ένα συννεφάκι μονάχα.

— Έτρεχε γρήγορα για συννεφάκι, μουρμούρισε ο Άραγκορν, και μάλιστα αντίθετα με τον αέρα.


Τίποτα άλλο δεν έγινε εκείνη τη νύχτα. Η άλλη μέρα ξημέρωσε ακόμα πιο ηλιόλουστη. Η ατμόσφαιρα όμως ήταν παγωμένη ξανά κι ο αέρας γύριζε πάλι ανατολικός. Για δυο νύχτες ακόμα συνέχισαν την πορεία, ανηφορίζοντας σταθερά αλλά όλο και πιο αργά όσο ο δρόμος στριφογύριζε ανεβαίνοντας στους λόφους· και τα βουνά έρχονταν όλο και πιο κοντά. Το τρίτο πρωινό ο Καράντρας υψώθηκε μπροστά τους, μια θεόρατη κορφή, στολισμένη από πάνω με ασημένιο χιόνι, με πλευρές όμως απόκρημνες κι ολόγυμνες, μουντές κόκκινες, λες και βαμμένες μ’ αίμα.

Ο ουρανός είχε μαυρισμένη όψη κι ο ήλιος ήταν χλωμός. Ο άνεμος είχε γυρίσει βορειοανατολικός. Ο Γκάνταλφ μυρίστηκε τον αέρα και κοίταξε πίσω.

— Ο χειμώνας αγριεύει πίσω μας, είπε χαμηλόφωνα στον Άραγκορν. Τα βουνά στο Βοριά είναι πιο άσπρα απ’ ό,τι ήταν και το χιόνι έχει κατέβει πολύ χαμηλά στις πλαγιές τους. Απόψε θα πάρουμε το δρόμο για την Πύλη του Κόκκινου Κέρατου ψηλά. Έχουμε πολλές πιθανότητες να μας δουν αυτοί που παρακολουθούν το στενό μονοπάτι και να μας στήσουν καρτέρι· ο καιρός όμως μπορεί ν’ αποδειχτεί ο πιο θανάσιμος εχθρός μας. Τι λες τώρα για το δρόμο που διάλεξες, Άραγκορν;

Ο Φρόντο άκουσε αυτές τις κουβέντες και κατάλαβε πως ο Γκάνταλφ κι ο Άραγκορν συνέχιζαν να κουβεντιάζουν κάποια διαφορά που είχαν από καιρό. Τέντωσε τ’ αυτιά του ανήσυχα.

Δε σκέφτομαι τίποτα καλό για το δρόμο μας απ’ την αρχή ως το τέλος, όπως πολύ καλά το ξέρεις, Γκάνταλφ, απάντησε ο Άραγκορν. Και οι κίνδυνοι, γνωστοί και άγνωστοι, θα πληθαίνουν όσο προχωρούμε. Αλλά πρέπει να προχωρήσουμε· και δε βγαίνει τίποτα να καθυστερούμε να περάσουμε τα βουνά. Πιο κάτω δεν υπάρχουν άλλα περάσματα εκτός απ’ το Άνοιγμα του Ρόαν. Αλλά δεν τον εμπιστεύομαι πια αυτόν το δρόμο ύστερα από τα νέα σου για το Σάρουμαν. Ποιος ξέρει τώρα με τίνος το μέρος να είναι οι στρατηγοί των Αλογο-αφεντάδων;

— Αλήθεια, ποιος να ξέρει! είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά υπάρχει κι άλλος δρόμος εκτός απ’ το πέρασμα του Καράντρας: ο σκοτεινός και κρυφός δρόμος που κουβεντιάσαμε άλλοτε.

— Ας μην το ξανακουβεντιάσουμε! Όχι ακόμα! Μην πεις τίποτα στους άλλους, σε παρακαλώ, εκτός κι είναι φανερό πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Πρέπει ν’ αποφασίσουμε πριν προχωρήσουμε παραπέρα, απάντησε ο Γκάνταλφ.

— Τότε ας σκεφτούμε το πράγμα μέσα μας, όσο που οι άλλοι να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν, είπε ο Άραγκορν.


Νωρίς το απόγευμα, την ώρα που οι άλλοι θα τέλειωναν το πρωινό τούς, ο Γκάνταλφ κι ο Άραγκορν πήγαν παράμερα και στάθηκαν κοιτάζοντας τον Καράντρας. Οι πλευρές του τώρα ήταν σκοτεινές και σκυθρωπές κι η κορφή του βρισκόταν στα σταχτιά σύννεφα, Ο Φρόντο τους παρακολουθούσε κι αναρωτιόταν τι δρόμο θα έπαιρνε η διαφωνία. Σα γύρισαν πίσω στην Ομάδα, μίλησε ο Γκάνταλφ και τότε ο Φρόντο έμαθε πως είχαν αποφασίσει ν’ αντιμετωπίσουν την κακοκαιρία και το ψηλό πέρασμα, Ένιωσε ανακουφισμένος. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι να ήταν ο άλλος ο σκοτεινός και κρυφός δρόμος, αλλά ακόμα και η κουβέντα γύρω απ’ αυτόν φαινόταν να γεμίζει τον Άραγκορν με φόβο κι ο Φρόντο χαιρόταν που τον είχαν εγκαταλείψει.

— Από σημάδια που είδαμε τώρα τελευταία, είπε ο Γκάνταλφ, φοβάμαι πως την Πύλη του Κόκκινου Κέρατου μάλλον την παρακολουθούν· κι έχω πολλούς ενδοιασμούς για τον καιρό που έρχεται πίσω μας. Μπορεί και να ’χουμε χιόνι, Πρέπει να προχωρήσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Αλλά ακόμα κι έτσι, θα μας πάρει πάνω από δυο μέρες πορεία για να φτάσουμε στην κορφή του περάσματος. Απόψε θα νυχτώσει γρήγορα. Πρέπει να φύγουμε αμέσως μόλις ετοιμαστείτε.

— Θα προσθέσω κι εγώ μια συμβουλή, αν επιτρέπεται, είπε ο Μπορομίρ.

Γεννήθηκα κάτω απ’ τη σκιά των Λευκών Βουνών και κάτι ξέρω από ταξίδια σε μεγάλο υψόμετρο. Θα βρούμε πολύ κρύο, αν όχι τίποτ’ άλλο χειρότερο, πριν κατεβούμε στην άλλη πλευρά. Δε θα κερδίσουμε τίποτα να περάσουμε τόσο απαρατήρητοι ώστε να πεθάνουμε απ’ το κρύο. Τώρα που θα φύγουμε από δω, όσο που έχει ακόμα κάτι λίγα δέντρα και θάμνους, καλά θα κάνει ο καθένας μας να μαζέψει από ένα δεμάτι ξύλα, όσα μπορεί να κουβαλήσει.

— Κι ο Μπιλ μπορεί να κουβαλήσει λίγα ακόμα, έτσι δεν είναι, φιλαράκο: είπε ο Σαμ.

Το πόνυ τον κοίταζε λυπητερά.

— Πολύ καλά, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν πρέπει όμως ν’ ανάψουμε τα ξύλα — εκτός πια κι είναι ή φωτιά ή θάνατος.


Η Ομάδα ξεκίνησε πάλι περπατώντας γοργά στην αρχή. Γρήγορα όμως ο δρόμος τους έγινε δύσκολος κι απόκρημνος. Στριφογύριζε κι ανέβαινε και σε πολλά μέρη χανόταν σχεδόν τελείως και τον έκλειναν πολλές πέτρες που είχαν κυλήσει.. Η νύχτα έγινε πίσσα σκοτάδι γεμάτη μεγάλα σύννεφα. Ένας τσουχτερός αέρας στριφογύριζε ανάμεσα στα βράχια. Κατά τα μεσάνυχτα είχαν ανέβει ως τα γόνατα των μεγάλων βουνών. Το στενό τους μονοπάτι τώρα ακολουθούσε τη βάση ενός τείχους από γκρεμούς στ’ αριστερά, που πάνω τους υψώνονταν οι άγριες πλευρές του Καράντρας, αόρατες στη σκοτεινιά. Δεξιά τους έχασκε το σκοτάδι κι η γη είχε υποχωρήσει απότομα σχηματίζοντας μια βαθιά κλεισούρα.

Με κόπο σκαρφάλωσαν μια απότομη πλαγιά και στάθηκαν, για μια στιγμή, στην κορφή. Ο Φρόντο ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στο πρόσωπο. Τέντωσε το χέρι του και είδε αμυδρές άσπρες νιφάδες χιονιού να κάθονται στο μανίκι του.

Συνέχισαν το δρόμο. Αλλά πολύ γρήγορα το χιόνι έπεφτε για τα καλά, γεμίζοντας όλο τον αέρα και στριφογυρίζοντας μπρος απ’ τα μάτια του Φρόντο. Οι σκοτεινές σκυφτές σιλουέτες του Γκάνταλφ και του Άραγκορν, μόνο ένα δυο βήματα πιο μπροστά, μόλις που διακρίνονταν.

— Αυτό δε μ’ αρέσει καθόλου, λαχάνιασε ο Σαμ από πίσω. Ωραίο είναι το χιόνι να το βλέπεις ένα ωραίο πρωί, αλλά προτιμάω να βρίσκομαι στο κρεβάτι όσο πέφτει. Μακάρι τούτο δω να πήγαινε στο Χόμπιτον! Εκεί μπορεί και να το καλοδέχονταν. Αν εξαιρέσουμε τα λιβάδια ψηλά στη Βορινή Μοίρα, πολύ σπάνια το ’στρωνε καλά στο Σάιρ και γι’ αυτό το χιόνι το θεωρούσαν σαν ένα ευχάριστο γεγονός κι ευκαιρία για διασκέδαση. Αν εξαιρέσεις τον Μπίλμπο, κανένας απ’ τους χόμπιτ που ζούσαν δε θυμόταν το Σκληρό Χειμώνα του 1311, τότε που οι άσπροι λύκοι μπήκαν στο Σάιρ περνώντας τον παγωμένο Μπράντιγουάιν.

Ο Γκάνταλφ σταμάτησε. Το χιόνι καθόταν παχύ πάνω στην κουκούλα και στους ώμους του κι έφτανε κιόλας ως τα καλάμια του γύρω απ’ τις μπότες του.

— Αυτό φοβόμουν, είπε. Τι λες τώρα, Άραγκορν;

Κι εγώ το φοβόμουν αυτό, απάντησε ο Άραγκορν, αλλά λιγότερο από αλλά πράγματα. Τον ήξερα τον κίνδυνο του χιονιού, αν και σπάνια πέφτει τόσο πολύ τόσο χαμηλά νότια, εκτός στα βουνά ψηλά. Αλλά εμείς δεν είμαστε ακόμα ψηλά· είμαστε ακόμα πολύ χαμηλά, εδώ που τα μονοπάτια είναι συνήθως ανοιχτά όλο το χειμώνα.

— Εγώ λέω μήπως είναι τέχνασμα του Εχθρού, είπε ο Μπορομίρ. Στην πατρίδα μου λένε πως μπορεί να κυβερνά τις θύελλες στα Βουνά της Σκιάς που υψώνονται στα σύνορα της Μόρντορ. Έχει παράξενες δυνάμεις και πολλούς συμμάχους.

— Το χέρι του έχει πολύ μακρύνει, είπε ο Γκίμλι, αν μπορεί να κατεβάζει χιόνι απ’ το Βοριά για να παιδεύει εμάς εδώ τρεις χιλιάδες λεύγες μακριά.

— Το χέρι του έχει μακρύνει πολύ, είπε ο Γκάνταλφ.


Την ώρα που ήταν σταματημένοι, ο αέρας έκοψε και το χιόνι λιγόστεψε μέχρι που σχεδόν σταμάτησε. Πήραν το δρόμο πάλι. Μα δεν είχαν κανει πάνω από εκατό μέτρα κι η θύελλα ξαναγύρισε με μεγαλύτερη μανία. Ο άνεμος σφύριζε και το χιόνι έγινε άγρια εκτυφλωτική χιονοθύελλα. Πολύ γρήγορα ακόμα κι ο Μπορομίρ δυσκολευόταν στο περπάτημα. Οι χόμπιτ, διπλωμένοι σχεδόν στα δύο, αγκομαχούσαν ακολουθώντας τούς πιο ψηλούς συντρόφους τους, αλλά ήταν φανερό πως δε θα μπορούσαν να προχωρήσουν παραπέρα αν συνέχιζε το χιόνι. Τα πόδια του Φρόντο ήταν μολυβένια. Ο Πίπιν σερνόταν από πίσω. Ακόμα κι ο Γκίμλι, που ήταν γερός σαν τον πιο γερό νάνο, μουρμούριζε καθώς προχωρούσε με κόπο.

Ξαφνικά όλη η Ομάδα σταμάτησε, λες και το είχαν συμφωνήσει χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα. Άκουγαν απόκοσμες φωνές στο σκοτάδι ολόγυρά τους. Ίσως και να ήταν παιγνίδια του ανέμου στις χαραματιές και σης νεροσυρμές του πέτρινου τοίχου, αλλά έμοιαζαν σαν τσιριχτά κλάματα ή άγρια ξεσπάσματα γέλιου. Πέτρες άρχισαν να πέφτουν απ’ τις πλαγιές του βουνού. σφυρίζοντας πάνω απ’ τα κεφάλια τους ή πέφτοντας μ’ ορμή στο μονοπάτι δίπλα τους. Και πότε πότε άκουγαν το υπόκωφο βουητό κάποιου βράχου που κατρακυλούσε απ’ τα κρυμμένα ύψη πάνωθέ τους.

— Δεν μπορούμε να πάμε παραπέρα απόψε, είπε ο Μπορομίρ. Μπορεί μερικοί να λέτε πως είναι μόνο ο αέρας· αλλά εγώ ακούω απαίσιες φωνές· κι αυτές οι πέτρες μας έχουν βάλει στο σημάδι.

— Εγώ λέω πως είναι ο αέρας, είπε ο Άραγκορν. Αλλά αυτό δεν πάει να πει πως τα λεγόμενά σου δεν είναι αληθινά. Υπάρχουν πολλά κακόβουλα πλάσματα στον κόσμο που δεν αγαπούν καθόλου αυτούς που βαδίζουν με δυο πόδια και, χωρίς να είναι σύμμαχοι με το Σόρον, έχουν τους σκοπούς τους. Μερικά απ’ αυτά υπάρχουν στον κόσμο πολύ πριν απ’ αυτόν.

— Τον Καράντρας τον είπαν Ανελέητο κι είχε κακιά φήμη, είπε ο Γκίμλι, πολλά χρόνια πριν, όταν οι φήμες για το Σόρον δεν είχαν ούτε καν ακουστεί σ’ αυτές εδώ τις περιοχές.

— Λίγο μας νοιάζει ποιος είναι ο εχθρός, αφού δεν μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε την επίθεσή του, είπε ο Γκάνταλφ.

— Τι μπορούμε όμως να κάνουμε; φώναξε ο Πίπιν ταλαιπωρημένα. Στηριζόταν πάνω στο Μέρι και στο Φρόντο κι έτρεμε απ’ το κρύο.

— Ή να σταματήσουμε εδώ που είμαστε ή να γυρίσουμε πίσω, είπε ο Γκάνταλφ. Λιγάκι παραπάνω, αν θυμάμαι καλά, το μονοπάτι αφήνει τη βάση του γκρεμού και μπαίνει σε μια φαρδιά ρηχή νεροκατεβασιά στη ρίζα μιας μεγάλης πέτρινης πλαγιάς. Εκεί δε θα έχουμε καμιά προφύλαξη απ’ το χιόνι ή τις πέτρες — ή οτιδήποτε άλλο.

— Και ούτε είναι καλό να γυρίσουμε πίσω όσο κρατάει η θύελλα, είπε ο Άραγκορν. Κι ούτε περάσαμε ανεβαίνοντας κανένα άλλο μέρος που να μας έδινε μεγαλύτερο καταφύγιο απ’ αυτόν εδώ τον τοίχο του γκρεμού, που βρισκόμαστε από κάτω τώρα.

— Καταφύγιο να σου πετύχει! μουρμούρισε ο Σαμ. Αν αυτό εδώ είναι καταφύγιο, τότε φτάνει ένας τοίχος δίχως σκεπή να φτιάξει σπίτι!


Η Ομάδα τώρα μαζεύτηκαν όσο πιο κοντά μπορούσαν στο βράχο. Αυτός έβλεπε κατά το Νοτιά και στο κάτω μέρος έγερνε λίγο προς τα έξω έτσι που έλπιζαν πως θα τους προστάτευε κάπως απ’ το βορινό άνεμο και τις πέτρες που έπεφταν. Αλλά ο αέρας στροβιλιζόταν γύρω τους απ’ όλες τις μεριές και το χιόνι έπεφτε όλο και πιο πυκνό.

Μαζεύτηκαν κοντά κοντά με την πλάτη στο βράχο. Ο Μπιλ, το πόνυ, στεκόταν υπομονετικά αλλά αποθαρρυμένα μπροστά στους χόμπιτ και τους προφύλαγε λιγάκι· γρήγορα όμως το χιόνι τού έφτασε πάνω από τα γόνατα και συνέχιζε ν’ ανεβαίνει. Αν δεν είχαν πιο μεγαλόσωμους συντρόφους, οι χόμπιτ πολύ γρήγορα θα είχαν θαφτεί τελείως.

Το Φρόντο τον κυρίεψε μια ακαταμάχητη διάθεση για ύπνο· ένιωσε να βουλιάζει γρήγορα σ’ ένα ζεστό και θαμπό όνειρο. Του φάνηκε πως μια φωτιά του ζέσταινε τα πόδια και ανάμεσα στις σκιές στην άλλη μεριά του τζακιού άκουγε τη φωνή του Μπίλμπο: Δεν είναι δα και πολύ σπουδαίο το ημερολόγιό σου, έλεγε. Χιονοθύελλες στις δώδεκα του Γενάρη: μα αυτό δεν ήταν λόγος για να γυρίσεις πίσω να μου το ηροφτάσεις.

Μα ήθελα να ξεκουραστώ και να κοιμηθώ, Μπίλμπο, απάντησε με κόπο ο Φρόντο, και τότε ένιωσε να τον σκουντάνε και γύρισε πάλι πίσω στον πόνο και στο ξύπνημα.

Ο Μπορομίρ τον είχε σηκώσει από χάμω, χωμένο σε μια φωλιά από χιόνι.

— Αυτό θα είναι ο θάνατος για τ’ ανθρωπάκια, Γκάνταλφ, είπε ο Μπορομίρ. Δεν ωφελεί σε τίποτα να καθόμαστε εδώ ώσπου να μας σκεπάσει ως το κεφάλι το χιόνι. Πρέπει κάτι να κάνουμε για να σωθούμε.

— Δώσ’ τους αυτό, είπε ο Γκάνταλφ, κι έψαξε στο σακίδιό του και τράβηξε έξω ένα δερμάτινο φλασκί. Μόνο μια γουλιά ο καθένας — για όλους μας. Είναι αφάνταστα πολύτιμο. Είναι μίρουβορ, το τονωτικό τού Ίμλαντρις. Ο Έλροντ μου το έδωσε σαν αποχαιρετιόμασταν. Δώσ’ το ένα γύρο!

Μόλις ο Φρόντο κατάπιε λίγο απ’ το ζεστό κι αρωματικό ποτό ένιωσε καινούρια δύναμη και καρδιά και η βαριά υπνηλία άφησε το κορμί του. Κι οι άλλοι αναζωογονήθηκαν και πήραν νέες ελπίδες και δυνάμεις. Το χιόνι όμως δεν έλεγε να κόψει. Στροβιλιζόταν ολόγυρά τους όλο και πιο πυκνό κι ο αγέρας φυσούσε όλο και πιο δυνατά.

— Τι λες τώρα για λίγη φωτιά; ρώτησε ξαφνικά ο Μπορομίρ. Τώρα φαίνεται πως φτάσαμε στο να διαλέξουμε ή φωτιά ή θάνατο, Γκάνταλφ. Το δίχως άλλο θα είμαστε κρυμμένοι απ’ όλα τα εχθρικά μάτια σα μας σκεπάσει το χιόνι, μα αυτό δε θα μας βοηθήσει.

— Μπορείς ν’ ανάψεις φωτιά, αν τα καταφέρεις, απάντησε ο Γκάνταλφ. Αν υπάρχουν κατάσκοποι που να μπορούν ν’ αψηφούν τούτη δω τη θύελλα, τότε, είτε φωτιά είτε χωρίς φωτιά, μπορούν να μας δουν.

Αλλά αν κι είχαν φέρει μαζί τους ξύλα και προσάναμμα, όπως τους είχε συμβουλέψει ο Μπορομίρ, ήταν παραπάνω κι απ’ την τέχνη του Ξωτικού κι αυτού του Νάνου ακόμα, ν’ ανάψουν φλόγα που να μπορέσει να μη σβήσει απ’ τον άνεμο που στροβιλιζόταν, ή να πιάσει στα βρεγμένα προσκνάμματα. Τέλος, ο Γκάνταλφ απρόθυμα έβαλε ένα χέρι. Πήρε ένα δεμάτι και το κράτησε ψηλά για ένα λεπτό κι έπειτα είπε μια φράση προστακτικά, naur an edraith ammen! κι έμπηξε την άκρη του ραβδιού του μέσα στο δεμάτι. Αμέσως μια μεγάλη γλώσσα πράσινης και γαλάζιας φλόγας ξεπήδησε και τα ξύλα άναψαν και τσίριξαν.

— Αν μας βλέπουν από πουθενά, τότε εγώ τουλάχιστον τους φανερώθηκα, είπε. Έγραψα ο Γκάνταλφ είναι εδώ με γράμματα που όλοι μπορούν να πι διαβάσουν απ’ το Σκιστό Λιβάδι ως τις εκβολές του Άντουιν.

Η Ομάδα όμως δε νοιαζόταν πια για κατασκόπους κι εχθρικά μάτια. Οι καρδιές τους χάρηκαν βλέποντας το φως της φωτιάς. Τα ξύλα έκαιγαν χαρούμενα· και, αν και παντού γύρω τους το χιόνι σφύριζε κι έλιωνε φτιάχνοντας λασπόλακκους στα πόδια τους, αυτοί ζέσταιναν τα χέρια τους ολόχαροι στη φωτιά. Κι εκεί στέκονταν γύρω γύρω απ’ τις μικρές φλόγες που χόρευαν απ’ τον αέρα. Ένα κόκκινο φως φώτιζε τα κουρασμένα κι ανήσυχά τους πρόσωπα· πίσω τους η νύχτα ήταν σαν ένας μαύρος τοίχος. Τα ξύλα όμως καίγονταν γρήγορα και το χιόνι δεν έλεγε να σταματήσει.

Η φωτιά χαμήλωσε κι έριξαν και το τελευταίο δεμάτι.

— Η νύχτα τελειώνει, είπε ο “Αραγκορν. Η αυγή δε βρίσκεται μακριά.

— Αν μπορέσει να τρυπήσει τούτα δω τα σύννεφα, είπε ο Γκίμλι. Ο Μπορομίρ βγήκε πιο έξω και κοίταξε ψηλά τη μαυρίλα.

— Το χιόνι λιγοστεύει, είπε, κι ο άνεμος είναι πιο κομμένος.

Ο Φρόντο κοίταξε κουρασμένα τις νιφάδες που ακόμα έπεφταν μες σ’ αυτό το σκοτάδι κι άσπριζαν για μια στιγμή στο φως της φωτιάς που έσβηνε· αλλά για πολλή ώρα δεν μπορούσε να δει σημάδι πως λιγόστευαν. Ξαφνικά όμως εκεί που ο ύπνος άρχιζε να τον κυριεύει ξανά, ένιωσε πως στ’ αλήθεια είχε κόψει ο αέρας και πως οι νιφάδες γίνονταν όλο και πιο μεγάλες και αραιές. Πολύ αργά ένα αμυδρό φως άρχισε να δυναμώνει. Τέλος, το χιόνι σταμάτησε ολωσδιόλου.

Σα δυνάμωσε το φως φανέρωσε ένα σιωπηλό σαβανωμένο κόσμο. Κάτω απ’ το καταφύγιό τους διακρίνονταν άσπρες καμπούρες και θόλοι κι απροσδιόριστες λακκούβες που έκρυβαν εντελώς το μονοπάτι που είχαν περάσει· οι γκρεμοί όμως από πάνω τους ήταν κρυμμένοι σε μεγάλα σύννεφα, που ήταν ακόμα βαριά με την απειλή χιονιού.

Ο Γκίμλι κοίταξε ψηλά και κούνησε το κεφάλι.

— Ο Καράντρας δε μας έχει συγχωρήσει, είπε. Έχει κι άλλο χιόνι να μας ρίξει αν προχωρήσουμε παραπάνω. Όσο πιο γρήγορα γυρίσουμε κάτω τόσο το καλύτερο.

Όλοι συμφώνησαν μ’ αυτά τα λόγια, αλλά τώρα ο γυρισμός ήταν δύσκολος, ίσως ίσως κι αδύνατος. Λίγα μόνο βήματα πέρα απ’ τις στάχτες της φωτιάς το χιόνι υψωνόταν πολλά πόδια, ψηλότερα απ’ τα κεφάλια των χόμπιτ· σε ορισμένα σημεία ο άνεμος το είχε μαζέψει και το είχε σωριάσει σε μεγάλες χιονοστιβάδες πάνω στον τοίχο του γκρεμού.

— Αν ο Γκάνταλφ μπορούσε να πάει μπροστά μ’ ένα αναμμένο δαυλί, θα μπορούσε να λιώσει τα χιόνια και να σας φτιάξει μονοπάτι, είπε ο Λέγκολας.

Η θύελλα τον είχε πολύ λίγο ταλαιπωρήσει κι ήταν ο μόνος απ’ την Ομάδα που ήταν ακόμα κεφάτος.

— Αν τα Ξωτικά μπορούσαν να πετάξουν πάνω απ’ τα βουνά, ίσως να μπορούσαν να πάνε να μας φέρουν τον Ήλιο για να μας σώσουν, απάντησε ο Γκάνταλφ. Αλλά πρέπει να έχω κάτι για να κάνω δουλειά. Δεν μπορώ να κάψω χιόνι.

— Λοιπόν, είπε ο Μπορομίρ, σαν τα κεφάλια δε βρίσκουν τρόπο τα κορμιά πρέπει· να δουλέψουν, όπως λέμε στην πατρίδα μου. Οι πιο δυνατοί από μας πρέπει να βρουν έναν τρόπο. Δείτε! Αν και τώρα όλα είναι ντυμένα στο χιόνι, το μονοπάτι μας, όταν ανεβαίναμε, έστριβε σ’ εκείνη την προεξοχή του βράχου εκεί κάτω. Εκεί ήταν που το χιόνι πρωτάρχισε να μας δυσκολεύει. Αν μπορούσαμε να φτάσουμε σ’ εκείνο το σημείο, ίσως να είναι πιο εύκολα τα πράγματα από κει και κάτω. Δε μου φαίνεται να ’ναι παραπάνω από διακόσιες γυάρδες.

— Τότε πάμε, εσύ κι εγώ, ν’ ανοίξουμε δρόμο ως εκεί! είπε ο Άραγκορν.

Ο Άραγκορν ήταν ο πιο ψηλός της Ομάδας, αλλά ο Μπορομίρ, λίγο πιο κοντός, ήταν φαρδύτερο στις πλάτες και πιο βαρύς. Μπήκε μπροστά κι ο Αραγκορν τον ακολούθησε. Σιγά σιγά απομακρύνονταν και πολύ γρή-γορα δούλευαν κοπιαστικά. Σε μερικά μέρη το χιόνι τούς έφτανε ως το στήθος και πολύ συχνά ο Μπορομίρ φαινόταν λες και κολυμπούσε ή έσκα-βε λαγούμι με τα μεγάλα του χέρια παρά πως προχωρούσε.

Ο Λέγκολας τους κοίταξε για λίγο μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη κι έπειτα στράφηκε στους άλλους.

Οι δυνατότεροι πρέπει να βρουν τον τρόπο, λέτε; Εγώ όμως λέω: άσε το ζευγά να ζευγαρίζει, μα προτίμησε μια βίδρα για κολύμπι και, για να τρέχει ανάλαφρα πάνω στο χορτάρι και στα δέντρα ή πάνω στα χιόνια — έ-να Ξωτικό.

Και με τα λόγια αυτά τινάχτηκε με σβελτοσύνη μπροστά και τότε ο Φρόντο πρόσεξε, λες και για πρώτη φορά αν και το ήξερε εδώ και πολύ καιρό, πως το Ξωτικό δε φορούσε ούτε καν μπότες, παρά κάτι ελαφρά παπούτσια, όπως πάντα, και πως τα πόδια του δεν άφηναν σχεδόν καθόλου ίχνη πάνω στο χιόνι.

— Έχε γεια! είπε στον Γκάνταλφ. Πάω να βρω τον Ήλιο!

Κι έπειτα, γοργός σαν δρομέας πάνω σε καλοστρωμένο δρόμο, άρχισε να τρέχει. Γρήγορα έφτασε τους άντρες που δούλευαν σκληρά και κουνώντας το χέρι του τους προσπέρασε και χάθηκε τρέχοντας στο βάθος στη στροφή του βράχου.


Οι άλλοι έμειναν να περιμένουν μαζεμένοι ο ένας κοντά στον άλλο και κοίταζαν τον Μπορομίρ και τον Άραγκορν που μίκραιναν κι έγιναν μαύρα σημαδάκια στο άσπρο χιόνι. Τέλος, χάθηκαν κι αυτοί απ’ τα μάτια τους. Η ώρα δεν έλεγε να περάσει. Τα σύννεφα χαμήλωσαν και τώρα μερικές χιηνονιφάδες άρχισαν να πέφτουν πάλι σγουρές.

Μια ώρα περίπου πέρασε, αν και τους φάνηκε πολύ περισσότερο και τοτε επιτέλους είδαν το Λέγκολας να γυρίζει πίσω. Ταυτόχρονα ο Μπορομίρ κι ο Άραγκορν ξαναφάνηκαν στη στροφή μακριά κι έρχονταν ανηφορίζοντας με κόπο,

— Λοιπόν, φώναξε ο Λέγκολας σαν έφτασε τρεχάτος, δεν έφερα τον Ήλιο. Αυτός κάνει βόλτες στα γαλάζια λιβάδια του Νοτιά και λίγο χιονάκι στο Κόκκινο Κέρατο δεν τον σκοτίζει καθόλου. Έφερα όμως μια αχτίδα ελπίδας γι’ αυτούς που το ’χει η μοίρα τους να πηγαίνουν με τα πόδια. Η πιο μεγάλη χιονοστιβάδα βρίσκεται ακριβώς πίσω απ’ τη στροφή κι εκεί οι Δυνατοί μας Άντρες είχαν σχεδόν θαφτεί. Είχαν απελπιστεί μέχρι που γύρισα και τους είπα πως η χιονοστιβάδα δεν ήταν πιο φαρδιά από ένα τοίχο. Στην άλλη μεριά το χιόνι λιγοστεύει απότομα, ενώ λίγο παρακάτω δεν είναι παρά ένα λεπτό στρώμα ίσα για να δροσίζει τα δάχτυλα των χόμπιτ.

— Αχά! Ακριβώς όπως το είπα, μουρμούρισε αγριωπά ο Γκίμλι. Αυτή δεν ήταν συνηθισμένη χιονοθύελλα. Είναι ο θυμός του Καράντρας. Δεν αγαπάει τα Ξωτικά και τους Νάνους· κι αυτή η χιονοστιβάδα ήταν εκεί για να μας κόψει το δρόμο, μην τυχόν και ξεφύγουμε.

— Αλλά ευτυχώς ο Καράντρας σου ξέχασε πως είναι κι Άνθρωποι μαζί σας. είπε ο Μπορομίρ, που έφτασε εκείνη τη στιγμή. Και Άνθρωποι γεροί, αν επιτρέπεται να πω· αν και μικρότεροι άνθρωποι με φτυάρια θα μπορούσαν να σας είχαν εξυπηρετήσει καλύτερα. Πάντως ανοίξαμε με τα χέρια μας ένα δρομάκι μέσ’ απ’ τη χιονοστιβάδα· και γι’ αυτό, όλοι εδώ όσοι δεν μπορείτε να τρέξετε ανάλαφρα σαν τα Ξωτικά, θα πρέπει να είστε ευγνώμονες.

— Αλλά εμείς πώς θα φτάσουμε ως εκεί κάτω. ακόμα κι αν έχετε ανοίξει δρόμο μέσ’ απ’ τη χιονοστιβάδα; είπε ο Πίπιν, εκφράζοντας έτσι τη σκέψη όλων των χόμπιτ.

— Μην απελπίζεστε! είπε ο Μπορομίρ. Είμαι κουρασμένος, αλλά μου μένει όμως κάποια δύναμη ακόμα, το ίδιο κι ο Άραγκορν. Εμείς θα πάρουμε στην πλάτη μας τους μικρούληδες. Οι άλλοι, χωρίς αμφιβολία, θα βολευτούν αν περπατούν στο μονοπάτι πίσω μας. Έλα, κύριε Πέρεγκριν! Θ αρχίσω μ’ εσένα.

Σήκωσε το χόμπιτ.

— Πιάσου καλά στην πλάτη μου! Τα χέρια μου θα τα χρειαστώ, είπε και ξεκίνησε. Ο Άραγκορν με το Μέρι έρχονταν από πίσω. Ο Πίπιν θαύμαζε τη δύναμη του, βλέποντας το διάδρομο που είχε κιόλας ανοίξει με μόνο εργαλείο τα μεγάλα χέρια και πόδια του. Ακόμα και τώρα, έτσι όπως ήταν φορτωμένος, φάρδαινε το μονοπάτι για κείνους που ακολουθούσαν, παραμερίζοντας το χιόνι όπως προχωρούσε.

Τέλος, έφτασαν στη μεγάλη χιονοστιβάδα. Ήταν σωριασμένη στο μονοπάτι του βουνού σαν ένας απότομος ξαφνικός τοίχος και η κορφή της, μυτερή λες και την είχαν κόψει με μαχαίρι, υψωνόταν δυο φορές το μπόι του Μπορομίρ· μα στη μέση της ήταν ανοιγμένος ένας διάδρομος, που ανεβοκατέβαινε σαν γέφυρα. Στην άλλη μεριά άφησαν κάτω το Μέρι και τον Πίπιν να περιμένουν με το Λέγκολας ώσπου να φτάσουν κι οι υπόλοιποι.

Σε λίγο ο Μπορομίρ ξαναγύρισε κουβαλώντας το Σαμ. Πίσω, στο στενο αλλά τώρα καλοπατημένο μονοπάτι, φάνηκε ο Γκάνταλφ οδηγώνιας τον Μπιλ με τον Γκίμλι ανεβασμένο πάνω ανάμεσα στα μπαγκάζια. Τελευταίος ήρθε ο Άραγκορν μεταφέροντας το Φρόντο. Πέρασαν το διά-ορομο· αλλά δεν είχε καλά καλά προλάβει ο Φρόντο να πατήσει τα πόδια του στη γη, όταν ακούστηκε ένα βαθύ βουητό κι άρχισαν να πέφτουν βράχια και να κυλάει χιόνι, που τους πιτσίλισε και τους μισοτύφλωσε, όπως όχη η Ομάδα είχε κολλήσει στο βράχο και, σαν καθάρισε η ατμόσφαιρα ξανά, είδαν πως το μονοπάτι πίσω τους ήταν τώρα κλεισμένο.

— Αρκετά, αρκετά! φώναξε ο Γκίμλι. Φεύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε!

Και στ’ αλήθεια, μ’ αυτό το τελευταίο χτύπημα η κακία του βουνού έσειξε πως ξεθύμανε, λες κι ο Καράντρας, ικανοποιήθηκε ότι οι εισβολείς είχαν κατανικηθεί και δε θα ξανατολμούσαν να επιστρέψουν. Η απειλή του χιονιού τραβήχτηκε· τα σύννεφα άρχισαν να σκορπίζουν και το φως δυνάμωσε.

Ακριβώς όπως τους είχε πει ο Λέγκολας, είδαν πως το χιόνι όλο και χαμήλωνε κατεβαίνοντας, έτσι που κι οι χόμπιτ μπορούσαν, μ’ όλη τους την κούραση, να περπατούν, Σε λίγο όλοι βρέθηκαν για άλλη μια φορά στο πλάτωμα στην κορφή της απότομης πλαγιάς εκεί που είχαν πρωτονιώσει τις νιφάδες του χιονιού την περασμένη νύχτα.

Το πρωινό τώρα είχε προχωρήσει πολύ. Απ’ το ύψος που βρίσκονταν κοίταξαν δυτικά στις χαμηλότερες περιοχές. Πολύ μακριά στα πόδια του βουνού βρισκόταν η μικρή κοιλάδα απ’ όπου είχαν αρχίσει ν’ ανεβαίνουν το πέρασμα.

Τα πόδια του Φρόντο πονούσαν. Ήταν παγωμένος ως το κόκαλο και κεινούσε· το κεφάλι του ζαλιζόταν σα σκεφτόταν τη μακριά κι οδυνηρή κατηφοριά του γυρισμού. Τα μάτια του έβλεπαν κάτι μαυραδάκια. Τα έτριψε αλλά τα μαύρα σημάδια δεν έφευγαν, Μακριά κάτω, αλλ’ όμως πάνω σε τους χαμηλότερους λόφους στους πρόποδες, κάτι μαύρα σημάδια έκαναν κύκλους στον αέρα.

— Τα πουλιά πάλι! είπε ο Άραγκορν, δείχνοντας κάτω.

— Τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, είπε ο Γκάνταλφ. Είτε είναι φιλοι είτε εχθροί, ή κι αν δεν έχουν καμιά σχέση μαζί μας, εμείς πρέπει να κατεβούμε αμέσως. Ούτε και στα ριζά του Καράντρας δε θα περιμένουμε να ξανανυχτώσει!

Ένας παγωμένος άνεμος φύσηξε πίσω τους, όπως γύρισαν τις πλάτες στην Πύλη του Κόκκινου Κέρατου και κατηφόρισαν σκοντάφτοντας κουρασμένα την πλαγιά. Ο Καράντρας τους είχε νικήσει.

Κεφάλαιο IV ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Βράδιαζε και το γκρίζο φως χανόταν πάλι γοργά, όταν σταμάτησαν για τη νύχτα. Ήταν πολύ κουρασμένοι. Τα βουνά τα έκρυβε το μισόφωτο που λιγόστευε κι ο αέρας ήταν παγωμένος. Ο Γκάνταλφ τους έδωσε άλλη μια γουλιά απ’ το μίρουβορ του Σκιστού Λαγκαδιού. Σαν έφαγαν κάτι τους μάζεψε για συμβούλιο.

— Λεν μπορούμε, φυσικά, να συνεχίσουμε ξανά απόψε, είπε. Η επίθεση στην Πύλη του Κόκκινου Κέρατου μας κούρασε πολύ καν πρέπει να ξεκουραστούμε εδώ για λίγο.

— Κι ύστερα πού θα πάμε; ρώτησε ο Φρόντο.

— Έχουμε ακόμα μπροστά μας το ταξίδι μας και την αποστολή μας, απάντησε ο Γκάνταλφ. Δεν έχουμε άλλη εκλογή παρά να συνεχίσουμε, ή να επιστρέψουμε στο Σκιστό Λαγκάδι.

Το πρόσωπο του Πίπιν ζωήρεψε αισθητά και μόνο που άκουσε να μιλούν για επιστροφή στο Σκιστό Λαγκάδι· ο Μέρι κι ο Σαμ σήκωσαν τα κεφάλια μ’ ελπίδα. Ο Άραγκορν όμως κι ο Μπορομίρ δε σάλεψαν. Ο Φρόντο έδειξε στενοχωρημένος.

— Μακάρι να βρισκόμουν εκεί, είπε. Πώς όμως μπορώ να γυρίσω πίσω δίχως ντροπή — εκτός και στ’ αλήθεια δεν υπάρχει άλλος τρόπος κι είμαστε κιόλας νικημένοι;

— Έχεις δίκιο, Φρόντο, είπε ο Γκάνταλφ: το να γυρίσουμε πίσω είναι σαν να παραδεχόμαστε την ήττα και να βρούμε μπροστά μας άλλη χειρότερη να μας περιμένει. Αν γυρίσουμε πίσω τώρα, τότε το Δαχτυλίδι θα πρέπει να μείνει εκεί: δε θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε ξανά. Έπειτα, αργά ή γρήγορα, θα πολιορκήσουν το Σκιστό Λαγκάδι κι ύστερα από λίγο καιρό και πικρό, θα το καταστρέψουν. Τα Φαντάσματα του Δαχτυλιδιού είναι θανατεροί εχθροί κι όμως είναι σκιές μονάχα της δύναμης και του τρόμου που θ’ αποκτούσαν αν το Κυρίαρχο Δαχτυλίδι βρεθεί ξανά στο χέρι του κυρίου τους.

— Τότε πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, αν υπάρχει κάποιος δρόμος, είπε ο Φρόντο μ’ ένα αναστεναγμό.

Ο Σαμ κατσούφιασε πάλι.

— Υπάρχει ένας δρόμος που μπορούμε να δοκιμάσουμε, είπε ο Γκάνταλφ. Τον σκέφτηκα απ’ την αρχή, όταν πρωταρχίσαμε να σχεδιάζουμε τούτο το ταξίδι, πως θα ’πρεπε να τον δοκιμάσουμε. Μα δεν είναι ευχάριστος δρόμος και δεν έχω μιλήσει ως τώρα στην Ομάδα γι’ αυτόν. Ο Άραγκορν ήταν εναντίον, τουλάχιστον ώσπου να δοκιμάζαμε το πέρασμα πάνω απ’ τα βουνά.

Αν ο δρόμος αυτός είναι χειρότερος απ’ το δρόμο για την Πύλη του Κόκκινου Κέρατου, τότε θα πρέπει να ’ναι φοβερός, μα την αλήθεια, είπε ο Μέρι. Καλά θα κάνεις να μας μιλήσεις γι’ αυτόν και να μας πεις αμέσως το χειρότερο.

— Ο δρόμος που λέω οδηγεί στα Ορυχεία της Μόρια, είπε ο Γκάνταλφ.

Μονάχα ο Γκίμλι σήκωσε το κεφάλι· μια φωτιά σιγόκαιγε στη ματιά του. Τρόμος έπιασε όλους τους άλλους μόλις άκουσαν τ’ όνομα εκείνο. Ακόμα και για τους χόμπιτ ήταν θρύλος κάποιου απροσδιόριστου φόβου.

— Ο δρόμος μπορεί να οδηγεί στη Μόρια, αλλά πώς μπορούμε να ελπίζουμε πως βγάζει κι έξω απ’ τη Μόρια; ρώτησε σκοτεινιασμένα ο Άραγκορν.

— Το όνομα αυτό είναι κακός οιωνός, είπε ο Μπορομίρ. Και δε βλέπω την ανάγκη να πάμε εκεί. Αφού δεν μπορούμε να περάσουμε τα βουνά, ας ταξιδέψουμε στο Νοτιά μέχρι που να φτάσουμε στο Άνοιγμα του Ρόαν, που οι άνθρωποι είναι φίλοι με το λαό μου, παίρνοντας το δρόμο που ακολούθησα σαν ερχόμουν κατά δω. Ή θα μπορούσαμε να πάμε πιο πέρα και να περάσουμε τον Ίσεν και να βγούμε στο Λάνγκστραντ και στο Λέμπενιν και να φτάσουμε στην Γκόντορ απ’ τις περιοχές που είναι κοντά στη θάλασσα.

Τα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε που πέρασες από κει σαν ερχόσουν, Μπορομίρ, απάντησε ο Γκάνταλφ. Δεν άκουσες τι σας είπα για τον Σάρουμαν; Μαζί του μπορεί εγώ να έχω κάτι λογαριασμούς πριν τελειώσουν όλα. Το Δαχτυλίδι όμως δεν πρέπει να πλησιάσει το Ίσενγκαρντ, αν μπορούμε με οποιοδήποτε τρόπο να το αποφύγουμε. Το Άνοιγμα του Ρόαν είναι για μας κλειστό όσο πηγαίνουμε μαζί με το Δαχτυλιδοκουβαλητή.

«Όσο για τον άλλο, το μακρύτερο δρόμο: δεν μπορούμε να διαθέσουμε τον καιρό. Μπορεί να χρειαστούμε κι ένα χρόνο γι’ αυτό το ταξίδι και θα περάσουμε από μέρη ακατοίκητα και δίχως λιμάνια. Δε θα είναι όμως ασφαλισμένα. Τα ξάγρυπνα μάτια και του Σάρουμαν και του Εχθρού βρίσκονται εκεί. Τότε που ερχόσουν στο Βοριά, Μπορομίρ, στα μάτια του Εχθρού δεν ήσουν παρά ένας ξεστρατισμένος ταξιδιώτης απ’ το νοτιά και λίγο τον ενδιέφερες: ο νους του ήταν απασχολημένος στο κυνηγητό του Δαχτυλιδιού. Τώρα όμως επιστρέφεις σαν μέλος της Ομάδας του Δαχτυλιδιού και κινδυνεύεις όσο μένεις μαζί μας. Ο κίνδυνος αυξάνει με κάθε λεύγα που θα προχωρούμε κατά το Νοτιά κάτω απ’ τον ξάστερο ουρανό. » Φοβάμαι πως, έπειτα απ’ την ολοφάνερή μας προσπάθεια στο πέρασμα του βουνού, η θέση μας έχει γίνει πιο απελπιστική. Βλέπω ελάχιστες ελπίδες τώρα, αν δεν εξαφανιστούμε για λίγο κι αν δεν καλύψουμε τα ίχνη μας. Γι’ αυτό η συμβουλή μου είναι να μην πάμε ούτε πάνω απ’ τα βουνά ούτε γύρω γύρω. αλλά από μέσα. Και, σίγουρα, αυτός είναι δρόμος που ο εχθρός ελάχιστα περιμένει πως θα πάρουμε.

— Δεν ξέρουμε τι περιμένει, είπε ο Μπορομίρ. Μπορεί και να φυλάει όλους τους δρόμους, πιθανούς κι απίθανους. Σ’ αυτήν την περίπτωση το να μπούμε στη Μόρια θα είναι το να μπούμε σε μια παγίδα, που μόλις θα διαφέρει απ’ το να πάμε και να χτυπήσουμε τις πύλες του Μαύρου Πύργου για να μπούμε. Το όνομα της Μόρια είναι μαύρο.

— Μιλάς για κάτι που δεν ξέρεις, όταν παρομοιάζεις τη Μόρια με το φρούριο του Σόρον, απάντησε ο Γκάνταλφ, Απ’ όλους εσάς μόνο εγώ έχω πάει στα μπουντρούμια του Σκοτεινού Άρχοντα και τότε μόνο στην παλιότερη και μικρότερη κατοικία του στο Ντολ Γκούλντουρ. Γιατί εκείνοι που περνούν τις πύλες του Μπαράντ-ντουρ δε γυρίζουν πίσω πια. Εγώ όμως δε θα σας οδηγούσα μέσα στη Μόρια αν δεν υπήρχε ελπίδα να βγούμε ξανά έξω. Είναι αλήθεια, βέβαια, πως αν υπάρχουν Ορκ εκεί μπορεί να μας βγει σε κακό. Αλλά οι περισσότεροι Ορκ των Ομιχλιασμένων Βουνών σκόρπισαν ή χάθηκαν στη Μάχη των Πέντε Στρατιών. Οι Αετοί αναφέρουν πως οι Ορκ συγκεντρώνονται πάλι από μακριά· υπάρχουν όμως ελπίδες πως η Μόρια είναι ακόμα ελεύθερη.

» Υπάρχει ακόμα η πιθανότητα να είναι εκεί Νάνοι και πως σε κάποια βαθιά αίθουσα των προγόνων του ίσως και να βρίσκεται ο Μπάλιν ο γιος του Φούντιν. Αλλά ό,τι κι αν βρούμε πρέπει ν’ ακολουθήσουμε το δρόμο που η ανάγκη μας διαλέγει!

— Εγώ θα σ’ ακολουθήσω, Γκάνταλφ! είπε ο Γκίμλι. Θα πάω και θα δω τα παλάτια του Ντούριν, ό,τι κι αν κρύβεται εκεί — αν μπορέσεις να βρεις τις κλειστές πόρτες.

— Ωραία, Γκίμλι! είπε ο Γκάνταλφ. Μου δίνεις κουράγιο. Θα ψάξουμε και θα βρούμε τις κρυμμένες πόρτες μαζί. Και θα περάσουμε. Στα ερείπια των Νάνων, ένας νάνος θα είναι δυσκολότερο να μπερδευτεί απ’ ό,τι τα Ξωτικά, οι Άνθρωποι ή οι Χόμπιτ. Δε θα είναι όμως κι η πρώτη φορά που θα πάω στη Μόρια. Για πολύ καιρό έψαχνα εκεί για το Θράιν το γιο του Θρορ, όταν χάθηκε. Μπήκα μέσα, πέρασα και βγήκα πάλι έξω ζωντανός!

— Κι εγώ πέρασα μια φορά τη Σκιοχείμαρρη Πύλη, είπε ήσυχα ο Άραγκορν· αλλά, αν και βγήκα έξω πάλι, οι αναμνήσεις μου είναι εφιαλτικές. Δε θέλω να μπω στη Μόρια για δεύτερη φορά.

— Κι εγώ δε θέλω να μπω ούτε για πρώτη, είπε ο Πίπιν.

Ούτε κι εγώ, μουρμούρισε ο Σαμ.

— Και βέβαια όχι! είπε ο Γκάνταλφ. Ποιος θα το ’θελε; Αλλά το θέμα είναι: ποιος θα με ακολουθήσει, αν σας οδηγήσω εκεί;

— Εγώ, είπε ο Γκίμλι όλο προθυμία.

— Κι εγώ, είπε ο Άραγκορν βαριά. Εσύ ακολούθησες εμένα, σχεδόν ως την καταστροφή, στο χιόνι, και δεν είπες κουβέντα εναντίον μου. Τώρα εγώ θ’ ακολουθήσω εσένα — αν κι αυτή η τελευταία προειδοποίηση δε σε κάνει ν’ αλλάξεις γνώμη. Και δε σκέφτομαι ούτε το Δαχτυλίδι ούτε εμάς τους άλλους τώρα, παρά εσένα, Γκάνταλφ. Και σου λέω: αν περάσεις τις πόρτες της Μόρια, φυλάξου!

— Εγώ δεν πάω, είπε ο Μπορομίρ, εκτός αν όλη η Ομάδα ψηφίσει αντίθετα. Τι λέει ο Λέγκολας κι οι μικρούληδες; Δε θα πρέπει ν’ ακουστεί κι η φωνή του Δαχτυλιδο-κουβαλητή;

— Λεν επιθυμώ να πάω στη Μόρια, είπε ο Λέγκολας.

Οι χόμπιτ δεν είπαν τίποτα. Ο Σαμ κοίταξε το Φρόντο. Τέλος ο Φρόντο μίλησε.

— Δε θέλω να πάω, είπε· αλλά ούτε και θέλω ν’ αρνηθώ τη συμβουλή του Γκάνταλφ. Παρακαλώ να μην ψηφίσουμε μέχρι να κοιμηθούμε και να το σκεφτούμε. Ο Γκάνταλφ θα πάρει ευκολότερα ψήφους στο φως του πρωινου παρά σ’ αυτήν την παγωμένη σκοτεινιά. Ακούστε πώς ουρλιάζει ο αέρας!

Ύστερα απ’ αυτά τα λόγια, όλοι έπεσαν σε σιωπηλές σκέψεις. Άκουγαν τον αέρα να σφυρίζει ανάμεσα στα βράχια και στα δέντρα κι ακούγονταν ουρλιαχτά και θρήνοι στις άδειες περιοχές της νύχτας.


Ξαφνικά ο Άραγκορν πετάχτηκε όρθιος.

— Πώς ουρλιάζει ο αέρας! φώναξε. Ουρλιάζει με λυκοφωνές. Οι Λύκοι ηρθαν δυτικά απ’ τα Βουνά!

— Λοιπόν, χρειάζεται να περιμένουμε ως το πρωί; είπε ο Γκάνταλφ. Είναι όπως σας έλεγα. Το κυνηγητό έχει αρχίσει! Ακόμα κι αν ζήσουμε να δούμε το πρωί, ποιος τώρα θα θελήσει να ταξιδέψει νότια τις νύχτες με τους άγριους λύκους στο κατόπι του;

— Πόσο μακριά βρίσκεται η Μόρια; ρώτησε ο Μπορομίρ.

Υπήρχε μια πόρτα στα νοτιοδυτικά του Καράντρας, κάπου δεκαπέντε μίλια όπως πετάει η κουρούνα κι ίσως είκοσι όπως τρέχει ο λύκος, απάντησε ο Γκάνταλφ αγριωπά.

— Τότε ας ξεκινήσουμε αμέσως μόλις φέξει αύριο, αν μπορούμε, είπε ο Μπορομίρ. Ο λύκος που αφουγκράσαι είναι χειρότερος απ’ τον ορκ που φοβάσαι.

— Σωστά! είπε ο Άραγκορν, χαλαρώνοντας το σπαθί του στη θήκη του. Αλλά εκεί που ο λύκος ουρλιάζει, εκεί κι ο όρκ φωλιάζει.

— Μακάρι να είχα ακούσει τις συμβουλές του Έλροντ, μουρμούρισε ο Πίπιν στο Σαμ. Καταπώς βλέπω δεν αξίζω και πολλά. Δεν τρέχει και πολύ αίμα του Μπάντομπρας του Ταυρόφωνου στις φλέβες μου: αυτά τα ουρλιαχτά μου παγώνουν το αίμα. Ποτέ μου δε θυμάμαι να έχω ξανανιώσει τόσο απαίσια.

— Η καρδιά μου έχει κατεβεί στα δάχτυλα των ποδιών μου, κύριε Πίπιν, είπε ο Σαμ. Αλλά δε μας φάγανε ακόμα κι είναι κάμποσα παλικάρια εδώ μαζί μας. Όποια κι αν είναι η μοίρα του Γκάνταλφ, πάω στοίχημα πως δεν είναι στην κοιλιά κάποιου λύκου.

Για την άμυνά τους τη νύχτα η Ομάδα σκαρφάλωσε στην κορφή του μικρού λόφου, που στην πλαγιά του είχαν καταφύγει. Η κορφή ήταν στεφανωμένη με μερικά γέρικα κι ανεμοδαρμένα δέντρα που γύρω τους σχηματιζόταν ένας κύκλος μεγάλες πέτρες. Εκεί στη μέση άναψαν φωτιά, γιατί δεν υπήρχε ελπίδα πως το σκοτάδι κι η σιωπή θα κρατούσαν τα ίχνη τους μυστικά απ’ τις αγέλες που είχαν βγει κυνήγι.

Κάθισαν γύρω απ’ τη φωτιά κι εκείνοι που δε φύλαγαν σκοποί μισοκοιμόντουσαν ανήσυχα. Ο κακομοίρης ο Μπιλ, το πόνυ, έτρεμε και τον έκοβε κρύος ιδρώτας εκεί που στεκόταν. Τα ουρλιαχτά των λύκων ακούγονταν τώρα παντού ολόγυρά τους, πότε πιο κοντά και πότε πιο πέρα. Στη μέση της νύχτας πολλά γυαλιστερά μάτια φάνηκαν να κρυφοκοιτάζουν στην κορφή της πλαγιάς. Μερικά πλησίασαν ως τον πέτρινο κύκλο. Σ’ ένα άνοιγμα του κύκλου φάνηκε να στέκεται μια μεγάλη λυκοσιλουέτα που τους κοίταζε. Έβγαλε ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό, λες κι ήταν ο αρχηγός που καλούσε την αγέλη σ’ επίθεση.

Ο Γκάνταλφ σηκώθηκε όρθιος και προχώρησε μπροστά κρατώντας ψηλά το ραβδί του.

— Άκουσε, Σκυλί του Σόρον! φώναξε. Εδώ είναι ο Γκάνταλφ. Χάσου απ’ εδώ αν αγαπάς το βρομερό σου τομάρι! Αν τολμήσεις και μπεις εδώ μέσα θα σε κάψω απ’ τη μουσούδα ως την ουρά.

Ό λύκος αλύχτησε κι έκανε ένα μεγάλο πήδημα καταπάνω τους. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα ξαφνικό ντανγκ. Ο Λέγκολας είχε αφήσει τη χορδή του τόξου του. Ακούστηκε ένα φοβερό ουρλιαχτό κι η σιλουέτα του λύκου που πηδούσε έπεσε υπόκωφα στη γη· το βέλος του Ξωτικού είχε τρυπήσει το λαιμό του πέρα ως πέρα. Τα μάτια που κοιτούσαν έσβησαν ξαφνικά. Ο Γκάνταλφ κι ο Άραγκορν βγήκαν μπροστά, αλλά ο λόφος ήταν έρημος· οι αγέλες το είχαν βάλει στα πόδια. Παντού γύρω τους η σκοτεινιά έγινε σιωπηλή και κανένα αλύχτημα δεν ακουγόταν στους αναστεναγμούς του ανέμου.

Η νύχτα είχε προχωρήσει και το φεγγάρι χαμήλωνε στη δύση αχνοφέγγοντας πότε πότε ανάμεσ’ απ’ τα σύννεφα. Ξαφνικά ο Φρόντο τινάχτηκε απ’ τον ύπνο του. Χωρίς καμιά προειδοποίηση μια θύελλα από ουρλιαχτά ξέσπασε άγρια κι ανήμερη γύρω τους· και τώρα τους έκαναν επίθεση απ’ όλες τις μεριές ταυτόχρονα.

— Ρίξτε ξύλα στη φωτιά! φώναξε ο Γκάνταλφ στους χόμπιτ. Τραβήξτε τα σπαθιά σας και σταθείτε πλάτη με πλάτη.

Στο φως απ’ τις φλόγες που χόρευαν, όπως τα καινούρια ξύλα έπιαναν φωτιά, ο Φρόντο είδε πολλές γκρίζες σιλουέτες να πηδούν πάνω απ’ τον πέτρινο κύκλο κι άλλες αμέτρητες να τις ακολουθούν. Ο Άραγκορν μεμιάς πέρασε το σπαθί του πέρα για πέρα στο λαιμό ενός θεόρατου αρχηγού και μ’ άλλη μια ο Μπορομίρ έκοψε τελείως το κεφάλι ενός άλλου. Ο Γκίμλι στο πλευρό τους στεκόταν με τα γεροδεμένα πόδια του ανοιχτά και δούλευε το πελέκι του. Το τόξο του Λέγκολας τραγουδούσε.

Στο αβέβαιο φως ο Γκάνταλφ φάνηκε ξαφνικά να μεγαλώνει: υψώθηκε προς τα πάνω, μια μεγάλη απειλητική μορφή, σαν το πέτρινο άγαλμα κάποιου αρχαίου βασιλιά βαλμένο σε κάποιο λόφο. Σκύβοντας σαν ένα σύννεφο, σήκωσε ένα αναμμένο δαυλί και προχώρησε να συναντήσει τους λύκους. Αυτοί υποχώρησαν μπροστά του. Ψηλά στον αέρα πέταξε το φλεγόμενο δαυλί, που άναψε ξαφνικά με μια άσπρη φεγγοβολιά σαν αστραπήκι η φωνή του βρόντησε σαν κεραυνός.

Naur an edraith ammen! Naur dan i ngaurhoth! φώναξε.

Μια βουή ακούστηκε κι ένα τρίξιμο και το δέντρο πάνωθέ του έσκασε φύλλα και λουλούδια που έβγαζαν μια φλόγα εκτυφλωτική. Η φωτιά πήδηξε από κορφή σε κορφή. Όλος ο λόφος στεφανώθηκε από φλόγες που σε θάμπωναν. Τα σπαθιά και τα μαχαίρια των υπερασπιστών άστραφταν κι αναβόσβηναν. Το τελευταίο βέλος του Λέγκολας άναψε στον αέρα καθώς πετούσε και καρφώθηκε φλόγινο στην καρδιά ενός μεγάλου λυκοαρχηγού. Όλοι οι υπόλοιποι το έβαλαν στα πόδια.

Σιγά σιγά η φωτιά έσβησε μέχρι που δεν έμεινε τίποτα εκτός” από στάχτες που έπεφταν και σπίθες- ένας πικρός καπνός έκανε δαχτυλίδια πάνω απ’ τους καμένους κορμούς των δέντρων κι ανέβαινε σκοτεινός απ’ το λόφο, την ώρα που το πρώτο φως της αυγής φάνηκε αμυδρά στον ουρανό. Οι εχθροί είχαν κατατροπωθεί και δεν ξαναγύρισαν.

— Τι σου είπα, κύριε Πίπιν; είπε ο Σαμ, βάζοντας το σπαθί του στο θηκάρι. Οι λύκοι δε θα τον φάνε. Αλλά θέαμα μια φορά! Ε! Παραλίγο να μου τσουρουφλίσει τα μαλλιά του κεφαλιού μου!


Σαν ξημέρωσε για καλά πουθενά δε φαίνονταν τα σημάδια των λύκων κι άδικα έψαξαν για τα κορμιά των πεθαμένων. Ίχνος δεν έμεινε απ’ τη μάχη εκτός απ’ τα καρβουνισμένα δέντρα και τα βέλη του Λέγκολας σκορπισμένα στην κορφή του λόφου. Όλα ήταν άθικτα, εκτός από ένα που του ’χε μείνει η μύτη μονάχα.

— Έγινε αυτό που φοβόμουν, είπε ο Γκάνταλφ. Αυτοί δεν ήταν συνηθισμένοι λύκοι που είχαν βγει κυνήγι στην ερημιά. Ελάτε να φάμε γρήγορα και δρόμο!

Εκείνη τη μέρα ο καιρός άλλαξε πάλι, σχεδόν λες και βρισκόταν κάτω απ’ τις διαταγές κάποιας δύναμης που δε χρειαζόταν το χιόνι πια, αφού είχαν υποχωρήσει απ’ το πέρασμα, μιας δύναμης που τώρα ήθελε άπλετο φως έτσι που ό,τι κι αν ταξίδευε στην ερημιά να φαίνεται από μακριά. Ο άνεμος, που είχε αρχίσει να γυρίζει από βόρειος σε βορειοδυτικό τη νύχτα, τώρα κόπηκε. Τα σύννεφα χάθηκαν στο Νοτιά κι ο ουρανός άνοιξε, ψηλός και γαλανός. Όπως στέκονταν στην πλαγιά του λόφου, έτοιμοι να ξεκινήσουν, το χλωμό φως του ήλιου φάνηκε πάνω στα βουνά.

— Πρέπει να φτάσουμε στις πόρτες πριν πέσει ο ήλιος, είπε ο Γκάνταλφ, αλλιώς φοβάμαι πως δε θα τις φτάσουμε ποτέ. Δεν είναι μακριά, αλλά ο δρόμος μας μπορεί και να μην πηγαίνει ίσια, γιατί εδώ ο Άραγκορν δεν μπορεί να μας οδηγήσει· σπάνια περνούσε απ’ αυτήν την περιοχή κι εγώ μόνο μια φορά βρέθηκα κάτω απ’ το δυτικό τοίχο της Μόρια κι από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια.

» Εκεί βρίσκεται, είπε, δείχνοντας μακριά νοτιοανατολικά εκεί που οι πλαγιές των βουνών έπεφταν κατακόρυφες στις σκιές στα πόδια τους.

Από μακριά μπορούσαν να μισοδιακρίνουν μια σειρά γυμνούς λόφους κι ανάμεσά τους. ψηλότερος απ’ όλους, ένας μεγάλος γκρίζος τοίχος.

— Όταν φύγαμε απ’ το πέρασμα σας οδήγησα νότια κι όχι πίσω εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, όπως μερικοί από σας μπορεί να προσέξατε. Και καλά έκανα, γιατί τώρα έχουμε αρκετά μίλια λιγότερα να κάνουμε και πρέπει να βιαστούμε. Εμπρός, πάμε!

— Λεν ξέρω τι να ελπίζω, είπε ο Μπορομίρ σκυθρωπά: να βρει ο Γκάνταλφ αυτό που γυρεύει ή να φτάσουμε στο βράχο και να βρούμε τις πύλες χαμένες για πάντα. Και τα δυο είναι το ένα χειρότερο απ’ τ’ άλλο και το πιο πιθανό είναι να παγιδευτούμε ανάμεσα στους λύκους και στον τοίχο. Εμπρός, οδήγησε μας!


Ο Γκίμλι τώρα πήγαινε μπροστά στο πλευρό του μάγου, τόσο ανυπόμονος ήταν να φτάσει στη Μόρια. Μαζί οδήγησαν την Ομάδα πίσω κατά τα βουνά. Ο μοναδικός δρόμος της παλιάς Μόρια απ’ τη δύση πήγαινε παράλληλα με την κοίτη ενός μικρού ποταμιού, του Σιράνον, που ξεκινούσε απ’ τις ρίζες των λόφων κοντά εκεί που βρίσκονταν οι πόρτες. Αλλά ή ο Γκάνταλφ πήγαινε λάθος ή η γη είχε αλλάξει τα τελευταία χρόνια· γιατί δε βρήκε το ποτάμι εκεί που το γύρευε, λίγα μίλια νοτιότερα από εκεί που ξεκίνησαν.

Το πρωί έφευγε και πλησίαζε το μεσημέρι κι ακόμα η Ομάδα πλανιόταν και σκαμπανέβαζε σε μια άγονη περιοχή όλο κόκκινες πέτρες. Πουθενά δεν μπορούσαν να διακρίνουν νερό να γυαλίζει ή το θόρυβό του. Τα πάντα ήταν έρημα και στεγνά. Οι καρδιές τους βούλιαξαν. Δεν έβλεπαν κανένα ζωντανό πλάσμα· και ούτε ένα πουλί δεν πετούσε στον ουρανό· αλλά κανείς δεν τολμούσε να σκεφτεί τι θα έφερνε η νύχτα, αν τους έβρισκε σ’ αυτή τη χαμένη γη.

— Ξαφνικά, ο Γκίμλι, που είχε περάσει μπροστά, τους φώναξε, Στεκόταν σ’ ένα μικρό υψωματάκι κι έδειχνε προς τα δεξιά. Βιάστηκαν ν’ ανεβούν κι είδαν από κάτω ένα βαθύ και στενό κανάλι. Ήταν άδειο και σιωπηλό και λίγο νερό μόλις κυλούσε ανάμεσα απ’ τις καφετιές και κόκκινες πέτρες της κοίτης του· αλλά στην από δω μεριά υπήρχε ένα μονοπάτι, πολύ κομματιασμένο και φαγωμένο, που στριφογύριζε ανάμεσα στους ερειπωμένους τοίχους και στις πλάκες κάποιου αρχαίου δημόσιου δρόμου.

— Α! Να το, επιτέλους! είπε ο Γκάνταλφ. Εδώ έτρεχε το ποταμάκι: ο Σιράνον. το ρυάκι της Πύλης όπως συνήθιζαν να το λένε. Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τι έγινε το νερό· έτρεχε μ’ ορμή και πολύ θόρυβο. Ελάτε! Πρέπει να βιαστούμε. Έχουμε αργήσει.


Η Ομάδα ήταν κουρασμένοι και τα πόδια τους πονούσαν· αλλά συνέχισαν να βαδίζουν με κόπο κι επιμονή στο ανώμαλο μονοπάτι για μίλια. Ο ήλιος πέρασε το μεσημέρι κι άρχισε να γέρνει δυτικά. Ύστερα από ένα σύντομο σταθμό κι ένα βιαστικό γεύμα, πήραν το δρόμο πάλι. Μπροστά τα βουνά τους κοίταζαν συνοφρυωμένα, αλλ’ ο δρόμος τους ακολουθούσε ένα βαθύ φαράγγι και μπορούσαν να δουν μόνο τις ψηλότερες ράχες και τις μακρινές ανατολικές κορφές. Τέλος, έφτασαν σε μια απότομη στροφή. Εκεί ο δρόμος, που πήγαινε νότια ανάμεσα στην όχθη του καναλιού και σ’ ένα απόκρημνο φαράγγι απ’ την άλλη, έστριβε και πήγαινε πάλι ίσια στην ανατολή. Στρίβυντας είδαν μπροστά τους ένα χαμηλό απόκρημνο τοίχο, κάπου πέντε οργιές ύψος με την κορφή σπασμένη κι οδοντωτή. Λίγο νερά έσιαζε από μια φαρδιά εγκοπή που έδειχνε να έχει σχηματιστεί από κάποιον καταρράκτη που κάποτε ήταν ορμητικός και γεμάτος. — Και βέβαια έχουν αλλάξει τα πράγματα! είπε, ο Γκάνταλφ. Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μην αναγνωρίσω αυτό το μέρος. Αυτό εδώ είναι ό,τι απομένει απ’ τους Καταρράκτες με τα Σκαλοπάτια. Αν θυμάμαι καλά, είχε σκαλοπάτια πελεκημένα στο βράχο πλάι. αλλά ο κυρίως δρόμος έστριβε αριστερά κι απομακρυνόταν παίρνοντας αρκετές στροφές κι έφτανε στο ίσιωμα στην κορυφή. Υπήρχε μια ρηχή κοιλάδα πίσω από τον καταρράκτη που έφτανε ίσια με τους Τοίχους της Μόρια κι ο Σιράνον τη διάσχιζε με το δρόμο στο πλευρό του. Πάμε να δούμε πώς είναι τα πράγματα τώρα!

Βρήκαν τα πέτρινα σκαλοπάτια χωρίς δυσκολία κι ο Γκίμλι τινάχτηκε μπροστά και τ’ ανέβηκε γρήγορα με τον Γκάνταλφ και το Φρόντο πίσω του. Σαν έφτασαν στην κορφή είδαν πως δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα κι ο λόγος που είχε στερέψει το ποταμάκι της Πύλης τους φανερώθηκε. Πίσω τους ο Ήλιος που έπεφτε γέμιζε το δροσερό ουρανό της δύσης με αστραφτερό χρυσάφι. Μπροστά τους απλωνόταν μια σκοτεινή, ακίνητη λίμνη. Ούτε ο ουρανός ούτε το ηλιοβασίλεμα δεν αντανακλούσαν στη σκυθρωπή της επιφάνεια. Είχαν φτιάξει φράγμα στο Σιράνον κι όλη η κοιλάδα είχε πλημμυρίσει. Πέρα απ’ το απειλητικό νερό υψώνονταν, στο φως που έσβηνε, τεράστιοι βράχοι σαν χλωμά κι αγριωπά πρόσωπα: τελευταίοι κι απροσπέραστοι. Ο Φρόντο δεν μπορούσε να δει το παραμικρό σημάδι πύλης ή εισόδου ή σκίσιμο ή χαραματιά στους συνοφρυωμένους βράχους. — Εκεί πέρα είναι οι Τοίχοι της Μόρια, είπε ο Γκάνταλφ, δείχνοντας αντίπερα πάνω απ’ το νερό. Κι εκεί μια φορά στεκόταν η Πύλη, η Ξωτικόπορτα, εκεί είναι το τέλος του δρόμου απ’ το Χόλιν απ’ όπου έχουμε έρθει. Αλλ’ αυτός ο δρόμος έχει φραχτεί. Κανείς, φαντάζομαι, απ’ την Ομάδα δε θα έχει διάθεση να κολυμπήσει σ’ αυτό το θλιβερό νερό τώρα που η μέρα τελειώνει. Η όψη του είναι αρρωστημένη.

— Πρέπει να βρούμε δρόμο γύρω γύρω απ’ τη βορινή όχθη, είπε ο Γκίμλι. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει η Ομάδα είναι να ανεβούμε το κυρίως μονοπάτι και να δούμε πού θα μας βγάλει. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η λίμνη, δε θα μπορούσαμε ν’ ανεβάσουμε το φορτωμένο πόνυ απ’ αυτές τις σκάλες.

— Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να πάρουμε το φτωχό το ζωντανό μέσα στα Ορυχεία, είπε ο Γκάνταλφ. Ο δρόμος κάτω απ’ τα βουνά είναι δρόμος σκοτεινός κι υπάρχουν μέρη που είναι στενά κι απόκρημνα που δεν μπορεί να τα περάσει, ακόμα κι αν τα καταφέρουμε εμείς,

— Κακόμοιρε, γερο-Μπιλ! είπε ο Φρόντο. Αυτό δεν το ’χα σκεφτεί. Και κακόμοιρε, Σαμ! Τι θα πει, άραγε;

— Λυπάμαι, είπε ο Γκάνταλφ. Ο κακόμοιρος ο Μπιλ αποδείχτηκε χρήσιμος σύντροφος και δε μου πάει ούτε κι εμένα να τον εγκαταλείψω τώρα. Εγώ θα προτιμούσα να ταξίδευα πιο ελαφρά και να μην έπαιρνα ζώο και, βέβαια, όχι αυτό που αγαπάει ο Σαμ, αν αυτό εξαρτιόταν από μένα. Γιατί απ’ την αρχή φοβόμουν πως θ’ αναγκαζόμασταν να πάρουμε αυτό το δρόμο.


Η μέρα πλησίαζε στο τέλος της και τα κρύα αστέρια αναβόσβηναν στον ουρανό πάνα) απ’ το ηλιοβασίλεμα, όταν η Ομάδα, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, σκαρφάλωσαν τις πλαγιές κι έφτασαν στην όχθη της λίμνης. Το φάρδος της δε φαινόταν να είναι παραπάνω από τετρακόσιες ή εξακόσια γυάρδες στο πιο φαρδύ σημείο. Το πόσο απλωνόταν νότια όμως δεν μπορούσαν να δουν γιατί το φως χανόταν· αλλά η βορινή της άκρη δεν ήταν παραπάνω από μισό μίλι απ’ εκεί που στέκονταν κι ανάμεσα στις πέτρινες ράχες που περικύκλωναν την κοιλάδα και την άκρη του νερού σεηρχε μια κορδέλα στεγνής γης. Προχώρησαν βιαστικά γιατί είχαν ακόμα ένα δυο μίλια να βαδίσουν πριν φτάσουν στην απέναντι όχθη στο σημειο που ήθελε ο Γκάνταλφ· κι. ύστερα έπρεπε να βρούνε και τις πόρτες. Σαν έφτασαν στην πιο βορινή άκρη της λίμνης βρήκαν ένα μακρόστενα κόλπο να τους κόβει το δρόμο. Τα νερά του ήταν πράσινα και βουρκωμένα κι απλωνόταν σαν ένα αηδιαστικό χέρι κατά τους λόφους που υψώνονιαν γύρω. Ο Γκίμλι προχώρησε μπροστά δίχως να διστάσει και βρήκε πως το νερό ήταν ρηχό, όχι πιο πάνω απ’ τη γάμπα στην άκρη άκρη. Μπήκαν στη γραμμή πίσω του, βαδίζοντας προσεκτικά γιατί μες στις χορταριασμενες λακκούβες κρύβονταν γλιστερές και γλιτσιασμένες πέτρες κι ήταν επικίνδυνες. Ο Φρόντο ανατρίχιασε αηδιασμένος στο άγγιγμα του σκοτεινου κι ακάθαρτου νερού στα πόδια του.

Την ώρα που ο Σαμ, ο τελευταίος της Ομάδας, οδηγούσε τον Μπιλ ταη στεριά, στην απέναντι μεριά, ακούστηκε ένας μαλακός θόρυβος: ένα δουσούρισμα κι έπειτα ένα πλοπ, λες και κάποιο ψάρι να είχε ταράξει την ακίνητη επιφάνεια του νερού. Γυρίζοντας τα κεφάλια πίσω γρήγορα είδαν σκοτεινιασμένους κύκλους στο φως που λιγόστευε: μεγάλα δαχτυλίδια του απλώνονταν προς τα έξω με κέντρο ένα σημείο της λίμνης πέρα ματριά. Ακούστηκαν μερικά γουργουρητά κι έπειτα σιωπή. Το λυκόφωτο βά-θαινε και οι τελευταίες αναλαμπές του ήλιου που είχε δύσει κρύφτηκαν δια σύννεφα.

Ο Γκάνταλφ τώρα πήγαινε τρέχοντας σχεδόν κι οι άλλοι τον ακολουθούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Έφτασαν στο στενό κομμάτι της στεριάς ανάμεσα στη λίμνη και στους λόφους: ήταν πολύ στενό, συχνά δύτε δώδεκα γυάρδες φάρδος και δυσκολοπερπάτητο από πεσμένους βράχους και πέτρες· αλλά κατάφεραν να βρουν ένα πέρασμα, πηγαίνοντας κολλητά στο βράχο κι όσο πιο μακριά μπορούσαν απ’ το σκοτεινό νερό. Ένα μίλι πιο νότια κατά μήκος της παραλίας συνάντησαν κάτι πουρνάρια. Κάτι κουτσουρεμένοι κορμοί και κλαδιά σάπιζαν στα ρηχά. Μάλλον θα ήταν τ’ απομεινάρια από παλιά σύδεντρα ή κάποιο φράχτη από πουρνάρια, που κάποτε έφραζαν δεξιά κι αριστερά το δρόμο καθώς διέσχιζε την πλημμυρισμένη κοιλάδα. Αλλά κοντά στο βράχο υψώνονταν, δυνατά κι ολοζώντανα ακόμα, δυο ψηλά δέντρα, μεγαλύτερα από κάθε πουρνάρι που ο Φρόντο είχε ποτέ του δει ή φανταστεί. Οι μεγάλες τους ρίζες απλώνονταν απ’ τον τοίχο ως το νερό. Με τους βράχους που υψώνονταν πάνωθέ τους έμοιαζαν σκέτοι θάμνοι, όταν τους έβλεπες από μακριά απ’ την κορφή της Σκάλας· τώρα όμως ανέβαιναν πάνω απ’ τα κεφάλια τους, αλύγιστα, σκοτεινά και σιωπηλά, ρίχνοντας νυχτοσκιές γύρω απ’ τα πόδια τους, στητοί φρουροί, κολόνες στο τέλος του δρόμου.

— Λοιπόν, να ’μαστε επιτέλους! είπε ο Γκάνταλφ. Εδώ τελείωνε ο Ξωτικόδρομος απ’ το Χόλιν. Το πουρνάρι ήταν το σύμβολο του λαού της χώρας εκείνης και το φύτεψαν εδώ για να σημαδέψουν το τέλος της επικράτειάς τους· γιατί η Δυτική Πύλη φτιάχτηκε κυρίως για να τη χρησιμοποιούν στην επικοινωνία τους με τους Άρχοντες της Μόρια. Εκείνες οι μέρες ήταν πιο ευτυχισμένες, τότε που υπήρχε ακόμα στενή φιλία μερικές φορές ανάμεσα σε διαφορετικούς λαούς, ακόμα κι ανάμεσα σε Νάνους και σε Ξωτικά.

— Δεν έφταιγαν οι Νάνοι που η φιλία έσβησε, είπε ο Γκίμλι.

— Δεν άκουσα ποτέ πως το φταίξιμο ήταν των Ξωτικών, είπε ο Λέγκολας.

— Εγώ τα έχω ακούσει και τα δυο, είπε ο Γκάνταλφ· και δε θα βγάλω απόφαση τώρα. Αλλά σας παρακαλώ και τους δυο. Λέγκολας και Γκίμλι, να είστε φίλοι τουλάχιστον και να με βοηθήσετε. Σας χρειάζομαι και τους δύο. Οι πόρτες είναι κλειστές και κρυμμένες κι όσο πιο γρήγορα τις βρούμε τόσο το καλύτερο. Η νύχτα έφτασε! Γυρίζοντας στους άλλους είπε:

— Όσο που εγώ θα ψάχνω, θα ετοιμαστεί ο καθένας σας για να μπούμε στα Ορυχεία; Γιατί εδώ, φοβάμαι, πως θα πρέπει ν’ αποχαιρετίσουμε το υποζύγιό μας. Πρέπει ν’ αφήσετε πολλά απ’ τα πράγματα που φέρατε για τον κακό καιρό: δε θα σας χρειαστούν μέσα, ούτε, ελπίζω, όταν θα βγούμε στην άλλη πλευρά και ταξιδεύουμε κατά το Νοτιά. Θα πρέπει όμως ο καθένας μας να πάρει μερτικό απ’ αυτά που κουβαλούσε το πόνυ, ιδιαίτερα τα τρόφιμα και τ’ ασκιά με το νερό.

— Μα δεν μπορείς ν’ αφήσεις τον κακομοίρη το γερο-Μπιλ εδώ σ’ αυτό το έρημο μέρος, κύριε Γκάνταλφ! φώναξε ο Σαμ, θυμωμένος και στενοχωρημένος. Δε συμφωνώ, και μη νομίζετε πως θ’ αλλάξω γνώμη. Ύστερα από τόσο δρόμο που έχει έρθει μαζί μας!

— Λυπάμαι, Σαμ, είπε ο μάγος. Αλλά σαν ανοίξει η Πόρτα δε νομίζω πως θα μπορέσεις ούτε σπρώχνοντας να βάλεις μέσα τον Μπιλ σου στο ατέλειωτο σκοτάδι της Μόρια.

— Θ’ ακολουθούσε τον κύριο Φρόντο και σε φωλιά δράκου αν τον οδηγούσα εγώ. διαμαρτυρήθηκε ο Σαμ. Είναι σαν να τον δολοφονούμε αν τον εγκαταλείψουμε εδώ μ’ όλους αυτούς τους λύκους τριγύρω.

— Όχι δα, δε θέλω να το πιστεύω, είπε ο Γκάνταλφ.

Ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του πόνυ και μίλησε χαμηλόφωνα:

— Πήγαινε με λόγια προστασίας και καθοδήγησης μαζί σου, είπε. Είσαι σοφό ζωντανό κι έχεις μάθει κολλά στο Σκιστό Λαγκάδι. Να πηγαίνεις απ’ εκεί που μπορείς να βρεις χορτάρι ώσπου, με τον καιρό, να φτάσεις στο σπίτι του Έλροντ, ή όπου αλλού θέλεις να πας.

Ορίστε, Σαμ! Τώρα θα έχει τόσες πιθανότητες να γλιτώσει απ’ τους λύκους και να γυρίσει σπίτι όσες κι εμείς.

Ο Σαμ στεκόταν μουτρωμένος πλάι στο πόνυ και δεν έδινε απάντηση. Ο Μπιλ. που φαινόταν να καταλαβαίνει καλά τι γινόταν, άρχισε να τον μυρίζεται κι έβαλε τη μύτη του στ’ αυτί τού Σαμ. Ο Σαμ ξέσπασε σε κλάματα κι άρχισε στα τυφλά να ξελύνει τα λουριά και να ξεφορτώνει τα δέματα απ’ το πόνυ και να τα ρίχνει κάτω. Οι άλλοι τα ξεδιάλεξαν κάνοντας σωρό αυτά που θ’ άφηναν πίσω και μοιράζοντας τα υπόλοιπα.

Σαν τέλειωσαν, γύρισαν να δουν τον Γκάνταλφ. Δε φαινόταν να έχει κάνει τίποτα. Στεκόταν ανάμεσα στα δυο δέντρα και κοίταζε με προσοχή τον άδειο τοίχο του βράχου, λες και θα του άνοιγε καμιά τρύπα με τα μάτια του. Ο Γκίμλι πήγαινε πέρα δώθε χτυπώντας το βράχο εδώ κι εκεί με το πελέκι του. Ο Λέγκολας ήταν κολλημένος πάνω στην πέτρα, λες κι αφουγκραζόταν.

— Λοιπόν, να ’μαστε όλοι έτοιμοι, είπε ο Μέρι· αλλά πού είναι οι Πόρτες; Δεν μπορώ να δω ούτε ίχνος απ’ αυτές.

— Οι Πόρτες των νάνων δεν είναι φτιαγμένες για να φαίνονται σαν είναι κλειστές, είπε ο Γκίμλι. Είναι αόρατες. Ακόμα και τ’ αφεντικά τους δεν μπορούν να τις βρουν ή να τις ανοίξουν, αν ξεχαστεί το μυστικό τους.

— Αλλά τούτη εδώ η Πόρτα δε φτιάχτηκε για να ξέρουν το μυστικό της μονο οι Νάνοι, είπε ο Γκάνταλφ, που ζωντάνεψε ξαφνικά και γύρισε πίσω. Εκτός κι αν έχουν αλλάξει τελείως τα πράγματα, τα μάτια που ξέρουν τι να γυρέψουν μπορεί ν’ ανακαλύψουν τα σημάδια.

Πήγε κατά τον τοίχο. Ακριβώς ανάμεσα στις σκιές των δέντρων υπήρχε μια λεία επιφάνεια. Πάνω της πέρασε τα χέρια του πέρα δώθε, μουρμουρίζοντας λέξεις σιγανά. Έπειτα πισωπάτησε.

— Λείτε! είπε. Μπορείτε να δείτε τίποτα τώρα;

Το Φεγγάρι έλαμπε πάνω στο σταχτί πρόσωπο του βράχου· μα, για κάμποση ώρα, δεν μπορούσαν να δουν τίποτ’ άλλο. Έπειτα, αργά αργά, εκεί που είχαν περάσει τα χέρια του μάγου, φάνηκαν κάτι αμυδρές γραμμες, παν λεπτές φλέβες από ασήμι που διάτρεχαν το βράχο. Στην αρχή δεν ήταν παρά χλωμές αραχνοκλωστές, τόσο ανεπαίσθητες που λαμπύριζαν κι αναβόσβηναν μόνο εκεί που τις έβλεπε το Φεγγάρι, αλλά σταθερά γίνονταν πιο φαρδιές και ξεκάθαρες μέχρι που μπορούσες να διακρίνεις το σχέδιό τους.

Στην κορφή, όσο ψηλά μπορούσε να φτάσει ο Γκάνταλφ, είχε μια καμαρα από καλλιγραφικά γράμματα στη γραφή των Ξωτικών, Από κάτω, αν και οι φλέβες ήταν τόπους τόπους θαμπές ή σπασμένες, διακρινόταν το σχέδιο ενός αμονιού κι ενός σφυριού που πάνωθέ τους είχαν μια κορόνα με εφτά αστέρια. Κάτω απ’ αυτά πάλι ήταν δυο δέντρα με μισοφέγγαρα. Πιο καθαρά απ’ όλα τ’ άλλα έλαμπε στη μέση της πόρτας ένα μονάχο αστέρι με πολλές ακτίνες.

— Να τα εμβλήματα του Ντούριν! φώναξε ο Γκίμλι.

— Και να και το Δέντρο των Ανώτερων Ξωτικών! είπε ο Λέγκολας. —Και το Άστρο του Οίκου του Φεάνορ, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι φτιαγμένα από ithildin που καθρεφτίζει μόνο το φως των αστεριών και του φεγγαριού και που κοιμάται μέχρι που να το αγγίξει κάποιος και να πει λέξεις που είναι εδώ και πολλά χρόνια τώρα λησμονημένες στη Μέση-Γη. Πάει πολύς καιρός από τότε που τις είχα ακούσει και χρειάστηκε να σκεφτώ βαθιά πριν μπορέσω να τις ξαναφέρω στη μνήμη μου.

— Τι λένε τα γράμματα; ρώτησε ο Φρόντο, που προσπαθούσε ν’ αποκρυπτογραφήσει την επιγραφή στην καμάρα. Νόμιζα πως ξέρω τα γράμματα των Ξωτικών, αλλά αυτά δεν μπορώ να τα διαβάσω.

— Οι λέξεις είναι στη γλώσσα των Ξωτικών της Δύσης της Μέσης-Γης στις Αρχαίες Μέρες, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά δε λένε τίποτα που να έχει σημασία για μας. Λένε μονάχα: Οι Πόρτες του Ντούριν, Άρχοντα της Μόρια. Λέγε, φίλε, και προχώρησε. Κι από κάτω μικρά κι αμυδρά είναι γραμμένα: Εγώ, ο Νάρβι, τα έγραψα. Ο Σελεμπρίμορ τον Χόλιν τα σχεδίασε.

— Τι σημαίνει το λέγε, φίλε, και προχώρησε; ρώτησε ο Μέρι.

— Μα είναι αρκετά φανερό, είπε ο Γκίμλι. Αν είσαι φίλος, λέγε τη συνθηματική λέξη και οι πόρτες θ’ ανοίξουν και θα μπορέσεις να προχωρήσεις.

— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ, είναι το πιο πιθανό αυτές οι πόρτες να λειτουργούν με λέξεις. Μερικές πόρτες Νάνων ανοίγουν μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες ή μόνο για ορισμένα πρόσωπα· και μερικές έχουν κλειδαριές και κλειδιά που χρειάζονται ακόμα κι όταν οι αναγκαίες συνθήκες και οι συνθηματικές λέξεις είναι γνωστές. Τούτες εδώ οι πόρτες δεν έχουν κλειδί. Τον καιρό του Ντούριν δεν ήταν μυστικές. Συνήθως στέκονταν ανοιχτές κι εδώ κάθονταν θυρωροί. Αλλά ακόμα κι όταν ήταν κλειστές, οποιοσδήποτε ήξερε τη συνθηματική λέξη μπορούσε να την προφέρει και να μπει μέσα. Τουλάχιστον έτσι είναι γραμμένο, έτσι δεν είναι, Γκίμλι;

— Ετσι είναι, είπε ο νάνος. Αλλά η συνθηματική λέξη έχει ξεχαστεί. Ο Νάρβι και η τέχνη του κι όλη η γενιά του έχουν σβήσει απ’ τη γη.

— Αλλά εσύ δεν την ξέρεις τη λέξη, Γκάνταλφ; ρώτησε ο Μπορομίρ μ’ έκπληξη.

— Όχι! είπε ο μάγος.

Οι άλλοι στενοχωρέθηκαν· μονάχα ο Άραγκορν, που ήξερε καλά τον Γκάνταλφ, έμεινε σιωπηλός κι ασυγκίνητος.

— Τότε ποιος ο λύγος να μας κουβαλήσεις σε τούτο το καταραμένο μέρος: φώναξε ο Μπορομίρ, ρίχνοντας μια ματιά στο σκοτεινό νερό κι ανατριχιάζοντας. Μας είπες πως είχες μπει μια φορά μέσα στα Ορυχεία. Αλλά πώς τα κατάφερες, αν δεν ήξερες πώς;

— Η απάντηση στην πρώτη σου ερώτηση, Μπορομίρ, είπε ο μάγος, είναι πως δεν ξέρω τη λέξη — προς το παρόν. Θα δούμε όμως σε λίγο. Και, πρόσθεσε και τα μάτια του κάτω απ’ τα πεταχτά του φρύδια άστραψαν, να ρωτάς σε τι χρησιμεύουν οι πράξεις μου μόνο σαν έχουν αποδειχτεί άχρηστες. Όσο για την άλλη σου ερώτηση: δεν πιστεύεις την ιστορία μου; Πού άφησες τα μυαλά σου; Δεν μπήκα απ’ αυτό το δρόμο. Μπήκα απ’ την Ανατολή.

» Κι αν θέλεις να ξέρεις, θα σου πω πως αυτές οι πόρτες ανοίγουν προς τα έξω. Απ’ τη μέσα μεριά μπορείς να τις ανοίξεις διάπλατα με τα χέρια σου. Απέξω όμως τίποτα δεν τις κουνάει εκτός απ’ τη μαγική λέξη που τις κυβερνά. Καμιά δύναμη δεν μπορεί να τις κάνει ν’ ανοίξουν προς τα μέσα.

— Τι θα κάνεις, λοιπόν; ρώτησε ο Πίπιν, που δεν του έκοψαν τη φόρα τα πεταχτά φρύδια του μάγου.

— Θα χτυπήσω τις πόρτες με το κεφάλι σου, Πέρεγκριν Τουκ, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλα αν αυτό δεν τις σπάσει και μ’ αφήσετε ήσυχο απ’ τις ανόητες ερωτήσεις σας, θα ψάξω να βρω τις λέξεις που τις ανοίγουν.

» Κάποτε ήξερα όλες τις μαγικές λέξεις σ’ όλες τις γλώσσες των Ξωτικών, των Ανθρώπων και των Ορκ, που είχαν ποτέ χρησιμοποιηθεί για τέτοιο σκοπό. Κι ακόμα μπορώ να θυμηθώ δέκα ντουζίνες απ’ αυτές χωρίς δυσκολία. Αλλά, νομίζω πως μόνο λίγες δοκιμές θα χρειαστούν· και δε θα χρειαστώ να ζητήσω τη βοήθεια του Γκίμλι για να μου πει λέξεις απ’ την κρυφή γλώσσα των νάνων που δεν τη λένε σε κανένα. Οι λέξεις για ν’ ανοίξει η πόρτα ήταν στη γλώσσα των Ξωτικών, σαν τα γράμματα πάνω στην καμάρα: αυτό φαίνεται σίγουρο.

Πλησίασε το βράχο πάλι κι άγγιξε ελαφρά με το ραβδί του το ασημένιο αστέρι στη μέση κάτω απ’ το σχέδιο με τ’ αμόνι.

Annon edhellen, edro hi ammen!

Fennas nogothrim, lasto beth lammen!

είπε με προστακτική φωνή. Οι ασημένιες γραμμές έσβησαν, αλλά ο άδειος γκρίζος βράχος δεν κουνήθηκε.

Πολλές φορές ξανάπε αυτές τις λέξεις με διαφορετική σειρά ή τις άλλαζε. Ύστερα είπε πολλές μονοσύλλαβες Ξωτικο-λέξεις. Τίποτα. Ο βράχος υψωνόταν μες στη νύχτα, τ’ αμέτρητα αστέρια άναψαν, ο αέρας φυσούσε παγωμένος κι οι πόρτες στέκονταν ασάλευτες.

Ξανά ο Γκάνταλφ πλησίασε τον τοίχο και υψώνοντας τα χέρια φώναξε προστακτικά κι όλο πιο θυμωμένα: Edro, edro! ξεφώνισε και χτύπησε το βράχο με το ραβδί του. Άνοιξε, άνοιξε! φώναξε και συνέχισε με την ίδια προσταγή σ’ όλες τις γλώσσες που είχαν ποτέ μιληθεί στα δυτικά της Μεσης-Γης. Μετά πέταξε το ραβδί του στη γη και κάθισε αμίλητος χάμω.


Εκείνη τη στιγμή ο άνεμος έφερε από μακριά στα τεντωμένα τους αυτα τα ουρλιαχτά των λύκων. Ο Μπιλ, το πόνυ, τινάχτηκε φοβισμένος κι ο Σαμ έτρεξε στο πλευρό του κι άρχισε να του ψιθυρίζει σιγανά.

— Μην τον αφήσεις να φύγει! είπε ο Μπορομίρ. Φαίνεται πως θα τον χρειαστούμε ακόμα, αν δε μας βρουν οι λύκοι. Τη μισώ αυτή τη βρομερή λίμνη!

Έσκυψε και παίρνοντας από κάτω μια μεγάλη πέτρα την πέταξε πέρα βαθιά στο σκοτεινό νερό.

Η πέτρα εξαφανίστηκε μ’ ένα μαλακό πλατς, αλλά την ίδια στιγμή ακούστηκε ένα σούσουρο κι ένα χοχλάκισμα. Μεγάλα κυματιστά δαχτυλίδια σχηματίστηκαν στην επιφάνεια εκεί που είχε πέσει η πέτρα και κινήθηκαν αργά προς τα ριζά του βράχου.

— Γιατί το ’κανες αυτό, Μπορομίρ; είπε ο Φρόντο. Κι εμένα δε μ’ αρέσει τούτο δω το μέρος και φοβάμαι. Δεν ξέρω όμως τι: όχι τους λύκους, ούτε το σκοτάδι πίσω από τις πόρτες, μα κάτι άλλο. Φοβάμαι τη λίμνη. Μην την ταράζεις!

— Αχ και να μπορούσαμε να φύγουμε! είπε ο Μέρι.

— Γιατί δεν κάνει κάτι γρήγορα ο Γκάνταλφ; είπε ο Πίπιν.

Ο Γκάνταλφ δεν έδινε σημασία σε κανένα. Καθόταν με το κεφάλι σκυφτό είτε από απελπισία είτε από ανήσυχες σκέψεις. Το πένθιμο ουρλιαχτό των λύκων ακούστηκε πάλι. Τα κυματιστά δαχτυλίδια στο νερό μεγάλωσαν κι ήρθαν πιο κοντά· μερικά έσπαγαν κιόλας στην όχθη.

Τόσο ξαφνικά, που όλοι τρόμαξαν, ο μάγος τινάχτηκε όρθιος και γελούσε!

— To βρήκα! φώναξε. Μα φυσικά, βέβαια! Απλούστατα γελοίο, όπως ό-λα τα αινίγματα σαν τους βρεις τη λύση.

Παίρνοντας από κάτω το ραβδί του στάθηκε μπροστά στο βράχο κι είπε με καθαρή φωνή: Mellon!

Το αστέρι έλαμψε για μια στιγμή και χάθηκε ξανά. Έπειτα σιωπηλά διαγράφηκε μια μεγάλη πόρτα, αν και πουθενά πριν δε διακρινόταν ούτε χαραμάδα ούτε ένωση. Αργά χωρίστηκε στη μέση κι άνοιξε προς τα έξω λιγο λίγο, ώσπου και τα δυο φύλλα ακούμπησαν πίσω στο βράχο. Απ’ το άνοιγμα διακρινόταν μια σκοτεινή σκάλα που ανέβαινε απότομα προς τα επάνω· αλλά πέρα απ’ τα πιο χαμηλά σκαλοπάρια το σκοτάδι ήταν πιο βαθύ κι από νύχτα. Η Ομάδα κοίταξαν απορημένοι.

— Τελικά, έκανα λάθος, είπε ο Γκάνταλφ, το ίδιο κι ο Γκίμλι. Απ’ όλους μας, μονάχα ο Μέρι βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Η λέξη για ν’ ανοίξει η πόρτα ήταν γραμμένη στην αψίδα, μπροστά στα μάτια μας! Θα έπρεπε να την είχαμε μεταφράσει: Λέγε «φίλος» και προχώρησε. Έφτανε να πω τη λέξη φίλος στη γλώσσα των Ξωτικών και οι πόρτες θ’ άνοιγαν. Απλούστατο. Πάρα πολύ απλό για έναν πολυδιαβασμένο μάγο σ’ αυτές τις μέρες τις γεμάτες υποψία. Εκείνοι οι καιροί ήταν πιο ευτυχισμένοι. Τώρα όμως πάμε!


Προχώρησε μπροστά κι έβαλε το πόδι του στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι. Αλλά εκείνη τη στιγμή έγιναν πολλά πράγματα. Ο Φρόντο ένιωσε κάτι να τον αρπάζει απ’ τον αστράγαλο κι έπεσε βγάζοντας μια φωνή. Ο Μπίλ το πόνυ χρεμέτισε αγριεμένος απ’ το φόβο και γυρίζοντας το ’βαλε στα πόδια ακολουθώντας την όχθη της λίμνης και χάθηκε στο σκοτάδι. Ο Σαμ τινάχτηκε να τον ακολουθήσει κι έπειτα, ακούγοντας τη φωνή του Φρόντο, γύρισε πίσω ξανά κλαίγοντας και βρίζοντας. Οι υπόλοιποι γύρισαν και είδαν τα νερά της λίμνης να χοχλάζουν, λες κι ένα κοπάδι φίδια να έρχονταν κολυμπώντας απ’ τη νότια άκρη.

Μέσα απ’ το νερό είχε βγει έρποντας μια μακριά στριφτή κεραία· ήταν πράσινη ανοιχτή, υγρή και φωσφόριζε. Η άκρης της, που έμοιαζε με δάχτυλα, είχε αρπάξει το πόδι του Φρόντο και τον έσερνε κατά το νερό. Ο Σαμ τώρα ήταν στα γόνατα και την κομμάτιαζε μ’ ένα μαχαίρι.

Το χέρι-κεραία άφησε το Φρόντο κι ο Σαμ τον τράβηξε πίσω ξεφωνίζοντας βοήθεια. Είκοσι άλλα χέρια βγήκαν έξω κυματιστά. Το σκοτεινό νερό έβραζε και μια απαίσια μυρωδιά απλωνόταν παντού.

— Στην πόρτα! Στις σκάλες! Γρήγορα! φώναξε ο Γκάνταλφ κάνοντας ένα πήδημα πίσω.

Ξυπνώντας τους απ’ τον τρόμο, που λες και τους είχε όλους, εκτός απ’ το Σαμ, ριζώσει εκεί που στέκονταν στη γη, τους έμπασε μέσα.

Μόλις και πρόλαβαν. Ο Σαμ κι ο Φρόντο είχαν ανεβεί μερικά σκαλοπάτια κι ο Γκάνταλφ μόλις κι είχε αρχίσει ν’ ανεβαίνει, όταν οι ψαχουλευτές κεραίες διάσχισαν φιδοσέρνοντας τη στενή παραλία κι άρχισαν να πασπατεύουν το βράχο-τοίχο και τις πόρτες. Μια πέρασε σέρνοντας το κατώφλι, γυαλίζοντας υγρή στο φως των αστεριών. Ο Γκάνταλφ στράφηκε και σταμάτησε. Αν αναλογιζόταν ποια λέξη θα ’κλεινε την πύλη ξανά από μέσα, δε χρειάστηκε. Πολλά ελικοειδή χέρια άρπαξαν τα φύλλα της πόρτας κι απ’ τις δυο μεριές και με δύναμη φοβερή τα γύρισαν. Έκλεισαν μ’ ένα τρανταχτό θόρυβο κι όλο το φως χάθηκε. Φασαρία, λες και κάτι σκιζόταν και κομματιαζόταν, περνούσε πνιχτά μέσ’ απ’ τη βαριά πέτρα.

Ο Σαμ, που ήταν σφιχτοκολλημένος στο χέρι του Φρόντο, έπεσε πάνω σ’ ένα σκαλί μες στο μαύρο σκοτάδι.

— Καημένε μου Μπιλ, είπε με πνιγμένη φωνή. Καημενούλη μου Μπιλ! Λύκοι και φίδια! Αλλά τα φίδια δεν μπόρεσε να τ’ αντέξει. Έπρεπε να διαλέξω, κύριε Φρόντο. Έπρεπε νά ’ρθω μαζί σου.

Ακουσαν τον Γκάνταλφ να ξανακατεβαίνει τα σκαλοπάτια και να σπρώχνει με το ραβδί του τις πόρτες. Η πέτρα αναρρίγησε και τα σκαλιά τρεμούλιασαν, οι πόρτες όμως δεν άνοιξαν.


— Μωρέ. μπράβο! είπε ο μάγος. Το πέρασμα κλείστηκε τώρα πίσω μας και υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να βγούμε έξω — στην άλλη πλευρά των βουνών. Από τους ήχους που ακούσαμε φοβάμαι πως πολλά βράχια και τα δέντρα ξεριζώθηκαν και σωριάστηκαν πάνω στην πύλη. Λυπάμαι, γιατί τα δέντρα ήταν όμορφα και στέκονταν εκεί πολλά χρόνια.

— Ένιωσα πως κάτι φοβερό βρισκόταν κοντά, απ’ τη στιγμή που για πρώτη φορά το πόδι μου άγγιξε το νερό, είπε ο Φρόντο. Τι ήταν αυτό το κλάσμα ή ήταν πολλά;

— Δεν ξέρω. απάντησε ο Γκάνταλφ, αλλά όλα τα χέρια ήταν οδηγημένα από ένα σκοπό. Κάτι έχει βγει σερνάμενο κρυφά ή το έχουν αναγκάσει να βγει απ’ τα μαύρα νερά στα έγκατα των βουνών. Υπάρχουν αρχαιότερα κι απαισιότερα όντα απ’ τους Ορκ στα βάθη του κόσμου.

Δεν είπε φωναχτά όμως τη σκέψη του πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που ζούσε στη λίμνη, είχε αρπάξει το Φρόντο πρώτον απ’ όλη την Ομάδα.

Ο Μπορομίρ άρχισε να μουρμουρίζει μοναχός του. αλλά η αντήχηση των βράχων μεγάλωσε τη φωνή του σαν ένα βραχνό ψίθυρο, που μπορούσαν όλοι ν’ ακούσουν:

Στα βάθη του κόσμου! Και να που για κει τραβάμε παρά τη θέλησή μου. Ποιος θα μας οδηγήσει τώρα σ’ αυτό το μαύρο το σκοτάδι;

— Εγώ, είπε ο Γκάνταλφ, κι ο Γκίμλι θα πηγαίνει στο πλευρό μου. Ακολουθήστε το ραβδί μου!


Όπως ο μάγος προχώρησε μπροστά κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά, σήκωσε το ραβδί του ψηλά κι απ’ την άκρη του βγήκε μια αμυδρή φεγγοβολιά. Η πλατιά σκάλα ήταν γερή και σε πολύ καλή κατάσταση. Μέτρησαν διακόσια σκαλοπάτια, φαρδιά και χαμηλά· στην κορφή βρέθηκαν σ’ ένα τοξοειδή διάδρομο με επίπεδο πάτωμα που οδηγούσε στο σκοτάδι.

Ας καθίσουμε να ξεκουραστούμε και να φάμε κάτι, στο πλατύσκαλο εδώ. μιας και δεν μπορούμε να βρούμε τραπεζαρία! είπε ο Φρόντο.

Είχε αρχίσει να ξεπερνά τον τρόμο του χεριού που τον άρπαξε κι ένιωσε ξαφνικά να πεθαίνει της πείνας.

Όλοι καλοδέχτηκαν την πρόταση· και κάθισαν στα πάνω σκαλιά, ακαθόριστες μορφές στη σκοτεινιά. Αφού έφαγαν, ο Γκάνταλφ έδωσε στον καθένα τους μια τρίτη γουλιά απ’ το μίρουβορ του Σκιστού Λαγκαδιού.

— Δε θα μας κρατήσει πολύ ακόμα, φοβάμαι, είπε, αλλά νομίζω πως μας χρειάζεται ύστερα απ’ το καρδιοχτύπι στην πύλη. Και, εκτός κι έχουμε μεγάλη τύχη, θα το χρειαστούμε όλο όσο μένει πριν δούμε την απέναντι μεριά! Να κάνετε οικονομία και στο νερό! Υπάρχουν πολλά ποτάμια και πηγάδια στα Ορυχεία, αλλά δεν πρέπει να τ’ αγγίξουμε. Μπορεί να μη βρεθεί άλλη ευκαιρία να γεμίσουμε τα ασκιά και τα παγούρια μας μέχρι που να κατεβούμε στη Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα.

— Και πόσο καιρό θα μας πάρει; είπε ο Φρόντο.

— Δεν μπορώ να πω, απάντησε ο Γκάνταλφ. Εξαρτάται από πολλά. Αλλά, αν πάμε κατευθείαν, δίχως ατύχημα και δίχως να χάσουμε το δρόμο μας, θα μας πάρει κάπου τρεις ή τέσσερις πορείες, φαντάζομαι. Δεν μπορεί να είναι λιγότερο από σαράντα μίλια απ’ τη Δυτική-πόρτα ως την Ανατολική-πύλη σε ίσια γραμμή· κι ο δρόμος μπορεί να έχει πολλές στροφές.


Αφού ξεκουράστηκαν λιγάκι, πήραν πάλι το δρόμο. Όλοι βιάζονταν να τελειώσουν το ταξίδι όσο πιο γρήγορα γινόταν κι ήταν πρόθυμοι, αν κι ήταν κουρασμένοι, να περπατήσουν αρκετές ώρες ακόμα. Ο Γκάνταλφ, όπως και πριν, πήγαινε μπροστά. Στο άριστερό του χέρι κρατούσε ψηλά το λαμπερό ραβδί του, που το φως του μόλις και φώτιζε τη γη μπροστά στα πόδια του· στο δεξί κρατούσε το σπαθί του το Γκλάμντρινγκ. Πίσω του ερχόταν ο Γκίμλι. Τα μάτια του γυάλιζαν στο αμυδρό φως όπως γύριζε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά. Πίσω απ’ το νάνο βάδιζε ο Φρόντο κι είχε τραβηγμένο το κοντό σπαθί του, το Κεντρί. Κανένα φως δεν έβγαινε απ’ τις λάμες του Κεντριού ή του Γκλάμντρινγκ· κι αυτό ήταν κάποια παρηγοριά. Γιατί, επειδή ήταν έργα Ξωτικο-σιδεράδων απ’ τις Παλιές Μέρες, αυτά τα σπαθιά έλαμπαν μ’ ένα παγωμένο φως, αν τίποτα Ορκ έκαναν πως πλησιάζουν. Πίσω απ’ το Φρόντο πήγαινε ο Σαμ κι ύστερα ο Λέγκολας, οι νεότεροι χόμπιτ κι ο Μπορομίρ. Τελευταίος, στο σκοτάδι, σκυθρωπός κι αμίλητος βάδιζε ο Άραγκορν.

Ο διάδρομος έκανε μερικές στροφές κι έπειτα άρχισε να κατεβαίνει. Κατηφόριζε σταθερά για πολύ πριν να ισιώσει πάλι. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και πνιγηρή, δεν ήταν όμως βρόμικη και, πότε πότε, ένιωθαν ρεύματα πιο δροσερού αέρα στα πρόσωπά τους, να έρχεται από μισομάντευτα ανοίγματα στους τοίχους. Τέτοια υπήρχαν πολλά. Στο φως της χλωμής αχτίδας του ραβδιού του μάγου, το μάτι του Φρόντο έπιανε σκάλες και καμάρες κι άλλους διαδρόμους και τούνελ, που ανηφόριζαν ή κατηφόριζαν απότομα ή ανοίγονταν αδειανά και μαύρα κι απ’ τις δυο μεριές. Ήταν πολύ μπερδεμένα, δίχως καμιά ελπίδα να τα κρατήσεις στη μνήμη σου.

Ο Γκίμλι πολύ λίγο βοηθούσε τον Γκάνταλφ, αν εξαιρέσουμε το αλύγιστό του θάρρος. Τουλάχιστον αυτόν δεν τον πείραζε, όπως τους περισσότερους απ’ τους άλλους, το σκοτάδι αυτό καθαυτό. Συχνά ο μάγος τον συμβουλευόταν σε σημεία που η εκλογή του δρόμου ήταν αμφίβολη· αλλά πάντα ο Γκάνταλφ είχε την τελευταία λέξη: Τα Ορυχεία της Μόρια ήταν σχανή και περίπλοκα πέρα απ’ τη φαντασία του Γκίμλι, γιου του Γκλόιν, αν κι ήταν νάνος της βουνίσιας-φυλής. Στον Γκάνταλφ οι μακρινές αναμνήσεις ενός παλιού ταξιδιού ήταν τώρα ελάχιστη βοήθεια, αλλ’ ακόμα και στη σκοτεινιά και παρ’ όλες τις στροφές του δρόμου, ήξερε πού ήθελε να πάει και δε δίσταζε, όσο τουλάχιστον υπήρχε κάποιο μονοπάτι που να οδηγεί προς το σκοπό του.


— Μη φοβάστε! είπε ο Άραγκορν. Είχαν σταματήσει περισσότερο απ’ ο,τι συνήθως κι ο Γκάνταλφ κι ο Γκίμλι μουρμούριζαν μαζί· οι άλλοι ήταν μαζεμένοι πίσω, περιμένοντας ανήσυχα.

Μη φοβάστε! Εγώ έχω κάνει πολλά ταξίδια μαζί του, αν κι όχι τόσο σκοτεινά όσο αυτό· και λένε ιστορίες στο Σκιστό Λαγκάδι για μεγαλύτερα κατορθώματά του απ’ όσα έχω δει. Δε θα χάσει το δρόμο — αν υπάρχει μονοπάτι θα το βρει. Μας οδήγησε εδώ μέσα παρά τους φόβους μας, αλλά θα μας οδηγήσει έξω πάλι, ό,τι κι αν του στοιχίσει προσωπικά. Είναι πιο σιγουρος πως θα βρει το δρόμο για το σπίτι σε μια νύχτα πίσσα σκοτάδι παρά οι γάτες της Βασίλισσας Μπερούθιελ.

Ήταν τυχερή η Ομάδα που είχαν τέτοιον οδηγό. Δεν είχαν καύσιμες ύλες ούτε τα μέσα ν’ ανάψουν δαδιά· στην απελπισμένη τους τρεχάλα για τις πόρτες είχαν αφήσει πίσω πολλά πράγματα. Αλλά δίχως καθόλου φως γρήγορα θα τα είχαν βρει σκούρα. Δεν υπήρχαν μόνο πολλοί δρόμοι για να διαλέξουν, αλλά και σε πολλά μέρη είχε τρύπες και παγίδες και σκοτεινό πηγάδια δίπλα στο μονοπάτι που αντηχούσαν καθώς περνούσαν. Είχε σκισίματα κι ανοίγματα στους τοίχους και στο χώμα και πότε πότε ρωγμές παρουσιάζονταν στα πόδια τους μπροστά. Η πλατύτερη ήταν περισσότερο από εφτά πόδια φάρδος και πέρασε αρκετή ώρα ώσπου ο Πίπιν να μαζέψει αρκετό θάρρος για να πηδήσει πάνω απ’ το φοβερό χάσμα. Από κάτω βαθιά ερχόταν η βουή από ταραγμένα νερά, λες και κάποιος τροχός μύλου να δούλευε στα βάθη.

Σκοινί! μουρμούρισε ο Σαμ. Το ’ξερα εγώ πως θα το χρειαζόμουν, αν δεν το ’χα!


Κι όπως αυτοί οι κίνδυνοι γίνονταν ολοένα και συχνότεροι, η πορεία τους γινόταν αργότερη. Τους φαινόταν κιόλας πως πήγαιναν κι όλο πήγαιναν ασταμάτητα στα έγκατα του βουνού. Και μόλο που ήταν ψόφιοι στην κούραση, δεν τους ανακούφιζε η σκέψη να σταματήσουν κάπου. Τα κέφια του Φρόντο είχαν φτιάξει για λίγο ύστερα απ’ το γλιτωμό του κι ύστερα απ’ το φαΐ και τη ρουφηξιά απ’ το ποτό· αλλά τώρα μια βαθιά ανησυχία, που γινόταν φόβος, τον κυρίεψε πάλι. Μόλο που είχε θεραπευτεί στο Σκιστό Λαγκάδι απ’ το χτύπημα του μαχαιριού, η άγρια εκείνη πληγή δεν είχε περάσει δίχως ν’ αφήσει τίποτα. Οι αισθήσεις του είχαν γίνει οξύτερες και αντιλαμβανόταν πράγματα που δεν μπορούσαν να τα δουν άλλοι. Ένα σημάδι της αλλαγής που γρήγορα πρόσεξε ήταν πως μπορούσε να δει περισσότερο στο σκοτάδι απ’ ό,τι οι άλλοι του σύντροφοι, εκτός ίσως απ’ τον Γκάνταλφ. Κι οπωσδήποτε ήταν ο Δαχτυλιδο-κουβαλητή ς. Το Δαχτυλίδι κρεμόταν απ’ την αλυσίδα του πάνω στο στήθος του και μερικές φορές έμοιαζε βαρύ φορτίο. Ένιωθε με βεβαιότητα την παρουσία κακού μπροστά και κακού πίσω να τους ακολουθεί· αλλά δεν έλεγε τίποτα. Χούφτιασε σφιχτότερα τη λαβή του σπαθιού του και συνέχισε πεισματάρικα να προχωρεί.

Η Ομάδα πίσω του σπάνια μιλούσαν και τότε μόνο με βιαστικά ψιθυρίσματα. Δεν ακουγόταν άλλος θόρυβος εκτός απ’ τα πόδια τους· ο σκληρός χτύπος απ’ τις μπότες του Γκίμλι· το βαρύ πάτημα του Μπορομίρ· τ’ ανάλαφρα βήματα του Λέγκολας· το μαλακό, που μόλις ακουγόταν, γοργοπερπάτημα των χομπιτοποδιών και στο τέλος αργά και σταθερά τα πατήματα του Άραγκορν με τις μεγάλες δρασκελιές. Σα σταματούσαν για μια στιγμή δεν άκουγαν απολύτως τίποτα, εκτός πότε πότε το ανεπαίσθητο κύλισμα ή στάξιμο κάποιου αόρατου νερού. Όμως ο Φρόντο άρχισε ν’ ακούει, ή να φαντάζεται πως ακούει, κάτι άλλο: το περπάτημα μαλακών γυμνών ποδιών. Δεν ήταν ποτέ ούτε αρκετά δυνατό ούτε αρκετά κοντά για να είναι σίγουρος πως τ’ άκουσε- αλλά από τότε που είχε αρχίσει ποτέ δε σταματούσε όσο που η Ομάδα προχωρούσε. Αλλά δεν ήταν αντίλαλος, γιατί μόλις σταματούσαν αυτό προχωρούσε λίγο μόνο του κι έπειτα έπαυε.


Η νύχτα είχε πέσει όταν μπήκαν στα Ορυχεία. Και προχωρούσαν αρκετές ώρες με σύντομες μόνο διακοπές, όταν ο Γκάνταλφ βρήκε την πρώτη σοβαρή του δυσκολία. Μπροστά του βρισκόταν ένα φαρδύ σκοτεινό άνοιγμα που διακλαδιζόταν σε τρεις διαδρόμους. Όλοι οδηγούσαν στην ίδια γενική κατεύθυνση, ανατολικά· αλλά ο αριστερός διάδρομος κατηφόριζε ενώ ο δεξιός ανηφόριζε και ο μεσιανός φαινόταν να συνεχίζει, ομαλός κι επίπεδος, αλλά πολύ στενός.

— Δε θυμάμαι τούτο το μέρος καθόλου! είπε ο Γκάνταλφ, στέκοντας αβέβαια κάτω απ’ την καμάρα. Σήκωσε ψηλά το ραβδί του με την ελπίδα μήπως βρει τίποτα σημάδια ή καμιά επιγραφή που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να διαλέξει: τίποτα τέτοιο όμως δε φαινόταν.

— Είμαι πολύ κουρασμένος για ν’ αποφασίσω, είπε κουνώντας το κεφάλι. Καν φαντάζομαι πως όλοι σας είστε κουρασμένοι όσο κι εγώ ή και περισσότερο. Καλά θα κάνουμε να σταματήσουμε εδώ για όση νύχτα μένει ακόμα. Ξέρετε τι θέλω να πω! Εδώ είναι συνέχεια σκοτεινά· αλλά έξω το αργοπορημένο Φεγγάρι πηγαίνει στη δύση του και τα μισά της νύχτας έχουν περάσει.

— Καημένε μου Μπιλ! είπε ο Σαμ. Πού να βρίσκεται τάχα; Μακάρι εκείνοι οι λύκοι να μην τον έχουν βρει ακόμα.

Στ’ αριστερά της μεγάλης καμάρας βρήκαν μια πέτρινη πόρτα: ήταν μισοκλεισμένη, αλλά άνοιξε εύκολα μ’ ένα μαλακό σπρώξιμο. Πίσω της φάνηκε να υπάρχει ένας μεγάλος θάλαμος σκαμμένος στην πέτρα.

— Ήσυχα! Ήσυχα! φώναξε ο Γκάνταλφ καθώς ο Μέρι κι ο Πίπιν έσπρωξαν μπροστά, χαρούμενοι που βρήκαν ένα μέρος που μπορούσαν να ξεκουραστούν τουλάχιστο, νιώθοντας πιο ασφαλισμένοι απ’ τον ανοιχτό διάδρομο.

Ήσυχα! Δεν ξέρετε ακόμα τι είναι μέσα. Εγώ θα πάω πρώτος.

Μπήκε μέσα προσεκτικά κι οι άλλοι έκαναν σειρά πίσω του.

— Ορίστε! είπε, δείχνοντας με το ραβδί του στη μέση στο πάτωμα.

Μπροστά στα πόδια του είδαν μια μεγάλη στρογγυλή τρύπα σαν το στόμα πηγαδιού. Σπασμένες και σκουριασμένες αλυσίδες βρίσκονταν στην άκρη και σέρνονταν κάτω στο μαύρο λάκκο. Πλάι ήταν πεσμένα κομμάτια από σπασμένες πέτρες.

— Κάποιος από σας μπορούσε να ’χε πέσει μέσα και ν’ αναρωτιόταν ακόμα πότε θα ’φτανε στον πάτο, είπε ο Άραγκορν στο Μέρι. Όσο έχετε οδηγό να τον αφήνετε να πηγαίνει αυτός πρώτος.

— Λυτό φαίνεται πως ήταν θάλαμος για τους φύλακες, φτιαγμένος για να παρακολουθούν τα τρία περάσματα, είπε ο Γκίμλι. Τούτη η τρύπα ήταν ολοφάνερα πηγάδι για τους φύλακες, σκεπασμένο με πέτρινο καπάκι. Το καπάκι όμως είναι σπασμένο και πρέπει να ’χουμε το νου μας στο σκοτάδι.

Ο Πίπιν ένιωσε να τον τραβάει παράξενα το πηγάδι. Την ώρα που οι άλλοι ξετύλιγαν κουβέρτες κι έστρωναν κρεβάτια κοντά στους τοίχους του θαλάμου. όσο το δυνατό πιο μακριά απ’ την τρύπα στο πάτωμα, αυτός πύγε στην άκρη και κοίταξε κάτω. Ένας κρύος αέρας του φάνηκε να τον χτυπά στο πρόσωπο, που ανέβαινε από αόρατα βάθη. Σπρωγμένος από μια ξαφνική επιθυμία ψαχούλεψε στα τυφλά για μια πέτρα και την άφησε να γεσει. Ένιωσε την καρδιά του να κάνει πολλούς χτύπους πριν ακούσει κανένα θόρυβο. Έπειτα, κάτω βαθιά, λες κι η πέτρα να είχε πέσει σε βαθιά νερα σε κάποια υπόγεια σπηλιά, ακούστηκε ένα πλανκ, πολύ μακρινό που αντιλάλησε μεγαλωμένο στο κούφιο πηγάδι.

— Τι ήταν αυτό; φώναξε ο Γκάνταλφ.

Ανακουφίστηκε σαν ομολόγησε ο Πίπιν τι είχε κάνει· αλλά ήταν θυμωμένος κι ο Πίπιν μπορούσε να δει τα μάτια του ν’ αστράφτουν.

— Ανόητε Τούκ! γρύλισε. Τούτο το ταξίδι είναι σοβαρό, δεν είναι χομπιτο - περίπατος. Πέσε μέσα την άλλη φορά και τότε δε θα μας είσαι πια μπελάς. Τώρα κάτσε ήσυχος!

Τίποτα άλλο δεν ακούστηκε για αρκετά λεπτά· ύστερα όμως μέσ’ απ’ τα βάθη ακούστηκαν αμυδρά χτυπήματα: τομ-ταπ, ταπ-τομ. Σταμάτησαν και, όταν οι αντίλαλοι έσβησαν, ξανακούστηκαν: ταπ-τομ, τομ-ταπ, ταπ-ταπ, τομ. Ακούγονταν ανησυχητικά σαν κάποιου είδους σήματα· αλλά έπειτα από λίγο τα χτυπήματα έσβησαν και δεν ακούστηκαν ξανά.

— Να μη με λένε Γκίμλι, αν δεν ήταν αυτός χτύπος από σφυρί, είπε ο νάνος.

— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ, και δε μ’ αρέσει. Μπορεί και να μην έχει καμιά σχέση με την ανόητη πέτρα του Πέρεγκριν, αλλά το πιο πιθανό είναι πως κάτι ενοχλήθηκε που θα ήταν καλύτερα να το αφήναμε ήσυχο. Παρακαλώ, μην κάνετε κάτι τέτοιο ξανά! Ας ελπίσουμε πως θα ξεκουραστούμε λιγάκι δίχως άλλες φασαρίες. Εσύ, Πίππιν, θα κάνεις την πρώτη σκοπιά για βραβείο, είπε αγριεμένα όπως τυλίχτηκε σε μια κουβέρτα.

Ο Πίπιν κάθισε καταστενοχωρημένος στην πόρτα μες στο μαύρο σκοτάδι, αλλά συνεχώς γύριζε πίσω με το φόβο μήπως κάποιο άγνωστο πράγμα συρθεί έξω απ’ το πηγάδι. Ευχόταν να μπορούσε να σκεπάσει την τρύπα, ας ήταν και με μια κουβέρτα, αλλά δεν τολμούσε να κουνηθεί ή να το πλησιάσει, παρ’ όλο που ο Γκάνταλφ φαινόταν πως κοιμάται.

Στην πραγματικότητα ο Γκάνταλφ ήταν ξυπνητός, αν και ούτε μιλούσε ούτε σάλευε. Ήταν βυθισμένος σε σκέψεις, προσπαθώντας να θυμηθεί τα πάντα απ’ το προηγούμενό του ταξίδι στα Ορυχεία και μ’ ανησυχία αναμετρούσε το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνει· ένα λάθος τώρα θα μπορούσε να τους καταστρέψει. Ύστερα από μία ώρα σηκώθηκε και πλησίασε τον Πίπιν.

— Πήγαινε σε μια γωνιά και κοιμίσου, νεαρέ μου, του είπε σε τόνο καλοσυνάτο. Φαντάζομαι θα θέλεις να κοιμηθείς. Εγώ δεν μπορώ να κλείσω μάτι, επομένως ας καθίσω και σκοπιά.

» Ξέρω τι μου φταίει, μουρμούρισε, εκεί που κάθισε πλάι στην πόρτα. Μου χρειάζεται να καπνίσω. Έχω να βάλω πίπα στο στόμα μου απ’ το πρωί πριν τη χιονοθύελλα.

Το τελευταίο πράγμα που είδε ο Πίπιν, την ώρα που τον έπαιρνε ο ύπνος, ήταν ο γερο-μάγος μαζεμένος στο πάτωμα, να σκεπάζει ένα αναμμένος ξυλάκι με τα ροζιασμένα του χέρια ανάμεσα στα γόνατά του. Το τρεμουλιαστό φως για μια στιγμή φώτισε την πεταχτή του μύτη και το συννεφάκι του καπνού.

Ο Γκάνταλφ ήταν που τους ξύπνησε όλους τελικά. Είχε φυλάξει σκοπός εντελώς μονάχος για έξι ώρες περίπου κι είχε αφήσει τους άλλους να ξεκουραστούν.

— Και την ώρα που καθόμουν και φύλαγα αποφάσισα, είπε. Δε μ’ αρέσει ο μεσιανός δρόμος· και δε μ’ αρέσει η μυρωδιά του αριστερού: ο αέρας μυριζει άσχημα εκεί κάτω, ή δεν είμαι καλός οδηγός. Θα πάρω το δεξιό διάδρομο. Καιρός ν’ αρχίσουμε ν’ ανεβαίνουμε πάλι.

Για οχτώ σκοτεινές ώρες, χωρίς να υπολογίσουμε δύο σύντομους σταθμούς, προχώρησαν και δε συνάντησαν κανένα κίνδυνο, δεν άκουσαν τίποτα και δεν είδαν τίποτα εξόν απ’ την αμυδρή λάμψη απ’ το φως του μάγου, που ανεβοκατέβαινε σαν οφθαλμαπάτη μπροστά τους. Ο διάδρομος που είχαν διαλέξει φιδογύριζε ανηφορίζοντας σταθερά. Απ’ όσο μπορούσαν να κρίνουν, προχωρούσε κάνοντας μεγάλες καμπυλωτές στροφές κι όσο ανέβαινε τόσο ψήλωνε και πλάταινε. Τώρα δεν είχε ανοίγματα προς αλλες σπηλιές ή τούνελ δεξιά ή αριστερά και το δάπεδο ήταν επίπεδο και στερεό δίχως λάκκους και σχισμές. Ήταν φανερό πως είχαν πάρει κάποιον δρόμο που ήταν κάποτε σπουδαίος· και προχωρούσαν πιο γρήγορα απ’ ο,τι είχαν κάνει στην πρώτη τους πορεία.

Μ’ αυτό τον τρόπο προχώρησαν κάπου δεκαπέντε μίλια, αν τα μετρούσες κατευθείαν ανατολικά, αν και θα ’πρεπε στην πραγματικότητα να περπάτησαν είκοσι μίλια ή και περισσότερο. Όπως ο δρόμος ανηφόριζε, η διάθεση του Φρόντο έφτιαξε λιγάκι· αλλά ένιωθε ακόμα μια κατάθλιψη κι θ’ ακολουθούσε ν’ ακούει πότε πότε ή νόμιζε πως άκουγε, μακριά πίσω απ’ την Ομάδα και ξέχωρα απ’ το θόρυβο των βημάτων τους, ένα βήμα να τους ακολουθεί που δεν ήταν αντίλαλος.

Είχαν βαδίσει ως εκεί που άντεχαν οι χόμπιτ χωρίς να ξεκουραστούν κι όλοι σκέφτονταν να βρουν κάπου για να κοιμηθούν, όταν ξαφνικά οι τοίχοι δεξιά κι αριστερά χάθηκαν. Φάνηκε λες και πέρασαν ένα μεγάλο καμαρωτό κατώφλι και βρέθηκαν σ’ ένα μαύρο κι άδειο χώρο. Πίσω τους έρχοταν ένα μεγάλο ρεύμα από ζεστότερο αέρα και μπροστά τους το σκοτάδι ήταν παγωμένο στα πρόσωπά τους. Σταμάτησαν και μαζεύτηκαν ανήσυχοι κοντά κοντά.

Ο Γκάνταλφ έδειχνε ευχαριστημένος.

— Διάλεξα το σωστό δρόμο, είπε. Επιτέλους φτάνουμε στα κατοικήσιμα μερη και τώρα υπολογίζω πως δε βρισκόμαστε μακριά απ’ την ανατολική πλευρά. Είμαστε, όμως, ψηλά, ψηλότερα απ’ τη Σκιοχείμαρρη Πύλη, εκτός και κάνω λάθος. Απ’ τον αέρα νιώθω πως πρέπει να βρισκόμαστε σε κάποια μεγάλη αίθουσα. Τώρα θα διακινδυνεύσω λίγο πραγματικό φως.

Ύψωσε το ραβδί του και για μια σύντομη στιγμή έγινε φως δυνατό σαν αστραπή. Μεγάλες σκιές ξεπετάχτηκαν κι έφυγαν και για ένα δευτερόλεπτο είδαν ένα πελώριο ταβάνι πάνω απ’ τα κεφάλια τους που το κρατούσαν πολλές δυνατές κολόνες από πέτρα πελεκημένη. Μπροστά και στα πλάγια απλωνόταν μια τεράστια άδεια αίθουσα· οι μαύροι της τοίχοι, γυαλισμένοι και λείοι σαν γυαλί, άστραψαν και σπιθοβόλησαν. Είδαν κι άλλα τρία ανοίγματα: σκοτεινές μαύρες καμάρες. Μια ίσια μπροστά τους ανατολικά και από μια δεξιά κι αριστερά. Έπειτα το φως έσβησε.

— Αυτό όλο κι όλο θα τολμήσω προς το παρόν, είπε ο Γκάνταλφ. Υπήρχαν τεράστια παράθυρα στην πλαγιά του βουνού και φωταγωγοί που οδηγούσαν έξω στο φως στα ψηλότερα μέρη των Ορυχείων. Νομίζω πως τώρα τους έχουμε φτάσει, αλλά έξω έχει ξανανυχτώσει και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ώσπου να ξημερώσει. Αν δεν κάνω λάθος, αύριο μπορεί στ’ αλήθεια να δούμε το φως του πρωινού να μπαίνει εδώ μέσα. Στο μεταξύ όμως καλύτερα ας μην προχωρήσουμε άλλο. Ας ξεκουραστούμε, αν μπορούμε. Ως εδώ τα πράγματα έχουν πάει καλά και το μεγαλύτερο μέρος του σκοτεινού δρόμου το έχουμε περάσει. Αλλά δεν το περάσαμε τελείως ακόμα και είναι πολύς δρόμος ως κάτω στις Πύλες που ανοίγουν στον κόσμο.


Η Ομάδα πέρασαν τη νύχτα τους στη μεγάλη καταχθόνια αίθουσα, μαζεμένοι κοντά κοντά σε μια γωνιά για ν’ αποφύγουν το ρεύμα: φαινόταν σταθερά να μπαίνει ένας ψυχρός αέρας απ’ την ανατολική καμάρα. Παντού γύρω τους, όπως βρίσκονταν ξαπλωμένοι, απλωνόταν το σκοτάδι, κούφιο και απέραντο κι ένιωθαν κατάθλιψη απ’ τη μοναξιά και την απεραντοσύνη που τους βάραινε μέσα στις καταχθόνιες αίθουσες και στις όλο διακλαδώσεις σκάλες και διαδρόμους. Και οι πιο τρελές φαντασίες που οι σκοτεινές φήμες είχαν ποτέ υποβάλει στους χόμπιτ, δεν έφταναν τον πραγματικό τρόμο και το θαύμα της Μόρια,

— Θα ’πρεπε να υπήρχαν ένας κόσμος νάνοι εδώ κάποτε, είπε ο Σαμ· κι ο καθένας τους πιο δουλευτής κι από κάστορα για πεντακόσια χρόνια, για να φτιάξουν όλ’ αυτά και μάλιστα σε σκληρή πέτρα το πιο πολύ! Γιατί τα ’καναν όλ’ αυτά; Δε φαντάζομαι να ζούσαν σ’ αυτές τις σκοτεινές τρύπες;

— Δεν είναι τρύπες, είπε ο Γκίμλι. Αυτό είναι το μεγάλο βασίλειο και η πολιτεία του Ντάροουντελφ. Και τον παλιό καιρό δεν ήταν σκοτεινή, αλλά γεμάτη φως και μεγαλείο, όπως τη θυμούνται τα τραγούδια μας.

Σηκώθηκε κι όρθιος μες στο σκοτάδι άρχισε να ψέλνει με βαθιά φωνήκι ο απόηχος ανέβαινε στην οροφή.

Ο κόσμος ήταν νεαρός, πράσινο το βουνό

Και το Φεγγάρι αμόλευτο, ασήμι καθαρό·

Λόγια δεν είχανε γραφτεί σε ξύλο ή λιθάρι,

Ο Ντούριν σα σηκώθηκε, βάδισε στο χορτάρι

Κι έδωσε τα ονόματα στους λόφους, στα βουνά

Κι ήπιε απ’ τ’ αδοκίμαστα τα πρώτα τα νερά.

Έσκυψε και κοιτάχτηκε στη Λίμνη απ’ το Γυαλί

Κι είδε κορόνα αστερωτή μπροστά του να φανεί,

Που ’χε πετράδια λαμπερά σ’ ασημωτή κλωστή

Και κάθισε στου κεφαλιού τον ίσκιο το σταχτί.

Ωραίος κόσμος ήτανε κι όχι θαμπές να σβήσουν

Οι Μέρες κείνες οι Παλιές, πριν να παραστρατήσουν

Στη Ναργκοθόντ και να χαθούν άρχοντες τρομεροί

Και στην Γκοντόλιν, που κι αυτή τώρα έχει χαθεί

Στη Δύση πέρα μακριά, πάν’ χρόνια και καιρός,

Μα, ο Ντούριν σαν ανάσαινε, ο κόσμος ήτανε καλός.

Στο θρόνο τον πελεκητό καθόταν βασιλιάς,

Σε δώματα απέραντα που έφτιαξε μεμιάς.

Ολόχρυση η οροφή και πάτωμα ασημί

Και πόρτα όλο ρουνικά με δύναμη τρανή.

Του ήλιου το φως, των αστεριών, του Φεγγαριού,

Σε λάμπες από κρύσταλλο κλεισμένο από παντού,

Αθάμπωτο από σύννεφο κι ίσκιο νυχτερινό,

Έλαμπε πάντα όμορφο, λαμπρό και φωτεινό.

Σφυρί στ’ αμόνι με ορμή χτυπάει ρυθμικά,

Γράφει ο χαράκτης, το σκαρπέλο πελεκά.

Εκεί λεπίδες φτιάχνονται, περίτεχνα θηκάρια,

Εκεί δουλεύει ο σκαφτιάς κι ο χτίστης τα χαρμάνια.

Μαργαριτάρι εκεί χλωμό, πετράδι γυαλισμένο

Και μέταλλο κάθε λογής μι: τέχνη δουλεμένο:

Ζωνάρια, θώρακες, σπαθιά, αστραφτερά κοντάρια

Φυλάγονταν εκεί καλά λεπίδια και σκουτάρια.

Ακούραστοι δουλεύουν κει του Ντούριν οι πιστοί.

Και κάτω απ’ τα βουνά βαθιά ξυπνά κι η μουσική.

Οι τροβαδούροι παίζουνε άρπες και τραγουδούν

Κι έξω στις πύλες σάλπιγγες βροντόφωνα αντηχούν.

Ο κόσμος γκρίζος έγινε, παγώσαν τα βουνά,

Νεκρή, σταχτιά του σιδερά η φωτιά.

Σφυρί στ’ αμόνι δεν ηχεί, άρπα δεν αντηχεί

Στου Ντούριν τα χρυσόσπιτα σκοτάδι και σιγή.

Στο Καζάντ-ντουμ, στη Μόρια πια,

Στον τάφο του μαβιά ξαπλώνεται σκιά.

Μ’ ακόμα καθρεφτίζονται τ’ αστέρια τ’ ουρανού

Στη μαύρη και απάνεμη, στη Λίμνη τον Γυαλιού.

Κι εκεί μες στο βαθύ νερό η κορόνα καρτερά

Ο Ντούριν τρανός στη Μόρια ν’ αναστηθεί ξανά.

— Μ’ αρέσει αυτό! είπε ο Σαμ. Θα ’θελα να το μάθαινα. Στο Καζάντ-ντουμ, στη Μόρια πια! Κάνει όμως το σκοτάδι να βαραίνει πιο πολύ, σαν σκεφτείς όλες εκείνες τις λάμπες. Υπάρχουν ακόμα οι σωροί με τα πετράδια και το χρυσάφι εδώ πέρα;

Ο Γκίμλι ήταν σιωπηλός. Μετά το τραγούδι δεν ήθελε να πει τίποτ’ άλλο.

— Σωροί πετράδια; είπε ο Γκάνταλφ. Όχι. Οι Ορκ έχουν συχνά λεηλατήσει τη Μόρια· δεν έχει μείνει τίποτα στα πάνω διαμερίσματα. Κι από τότε που διώχτηκαν οι νάνοι, κανείς δεν τολμά να ψάξει τις στοές και τα θησαυροφυλάκια κάτω στα βάθη: είναι πνιγμένα στο νερό — ή σε μια σκιά φόβου.

— Τότε γιατί θέλουν να γυρίσουν πίσω οι νάνοι; ρώτησε ο Σαμ.

— Για μίθριλ, απάντησε ο Γκάνταλφ. Ο πλούτος της Μόρια δε βρισκόταν στο χρυσάφι και στα πετράδια, τα παιγνίδια των Νάνων· ούτε στο σίδερο, τον υπηρέτη τους. Τέτοια έβρισκαν εδώ, είναι αλήθεια, ιδιαίτερα σίδερο· αλλά δε χρειάζονταν να σκάψουν γι’ αυτά: όλα όσα ήθελαν, μπορούσαν να τ’ αποκτήσουν με το εμπόριο. Γιατί εδώ, μοναδικό στον κόσμο, βρισκόταν το ασήμι της Μόρια, ή το αληθινό-ασήμι, όπως το είπαν μερικοί: μίθριλ είναι η ονομασία των Ξωτικών. Οι Νάνοι του έχουν δώσει ένα όνομα που δεν το λένε. Η αξία του ήταν δέκα φορές σαν του χρυσαφιού και τώρα είναι ανυπολόγιστη· γιατί έχει μείνει λίγο πάνω στη γη κι ακόμα κι αυτοί οι Ορκ δεν τολμούν να σκάψουν εδώ γι’ αυτό. Οι φλέβες πήγαιναν κατά το βοριά προς τον Καράντρας και προς τα κάτω στα σκοτάδια. Οι Νάνοι δε λένε τίποτα· αλλά, όπως το μίθριλ ήταν το θεμέλιο του πλούτου τους, έτσι ήταν και η καταστροφή τους: έσκαψαν πολύ άπληστα και πολύ βαθιά και πείραξαν αυτό που τους ανάγκασε και το ’βαλαν στα πόδια, το Χαμό του Ντούριν. Απ’ όσο είχαν βγάλει στο φως, οι Ορκ το ’χουν σχεδόν μαζέψει όλο και το ’χουν δώσει ως φόρο στο Σόρον, που το γυρεύει άπληστα. Το μίθριλ! Όλοι οι λαοί το επιθυμούσαν. Μπορούσε να δουλευτεί σαν χαλκός και να γυαλιστεί σαν κρύσταλλο· και οι Νάνοι μπορούσαν απ’ αυτό να φτιάξουν ένα μέταλλο, ελαφρό κι όμως σκληρότερο κι από δουλεμένο ατσάλι. Η ομορφιά του ήταν σαν του κοινού ασημιού, αλλά η ομορφιά αυτή δε μαύριζε ούτε έχανε τη γυαλάδα της. Τα Ξωτικά το αγαπούσαν κι ανάμεσα στις πολλές του χρήσεις έφτιαχναν απ’ αυτό το ιθίλδιν, το αστροφέγγαρο, που το είδατε πάνω στις πόρτες. Ο Μπίλμπο είχε έναν αλυσιδωτό θώρακα από μίθριλ, που του χάρισε ο Θόριν. Άραγε τι να ’γινε; Θα μαζεύει σκόνη στο Μάθομ-Χάουζ του Μίσελ Ντέλβινγκ, φαντάζομαι.

— Τι; φώναξε ο Γκίμλι, κόβοντας ξαφνιασμένος τη σιωπή του. Ένα θώρακα από ασήμι της Μόρια; Αυτό ήταν βασιλικό δώρο.

— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ. Ποτέ δεν του το ’πα, αλλά η αξία του ήταν μεγαλύτερη απ’ την αξία όλου του Σάιρ μαζί μ’ ό,τι είχε.

Ο Φρόντο δεν είπε τίποτα, αλλά έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το πουκάμισό του κι άγγιξε τους κρίκους του αλυσιδωτού του θώρακα. Ένιωσε να κλονίζεται στη σκέψη πως ταξίδευε εδώ κι εκεί με την αξία όλου του Σάιρ κάτω απ’ το σακάκι του. Να το ’ξερε ο Μπίλμπο; Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως ο Μπίλμπο το ’ξερε πολύ καλά. Ήταν στ’ αλήθεια βασιλικό δώρο. Τώρα όμως οι σκέψεις του έφυγαν μακριά απ’ τα σκοτεινά Ορυχεία και πήγαν στο Σκιστό Λαγκάδι, στον Μπίλμπο και στο Μπαγκ Εντ τις μέρες που ο Μπίλμπο ήταν ακόμα εκεί. Ευχόταν μ’ όλη την καρδιά του να βρισκόταν πάλι εκεί. να κόβει το γρασίδι ή να ασχολείται με τα λουλούδια και ποτέ να μην είχε ακούσε για τη Μόρια, ή το μίθριλ ή για το Δαχτυλίδι.


Έπεσε βαθιά σιωπή. Ένας ένας όλοι αποκοιμήθηκαν. Ο Φρόντο ήταν σκοπός. Σαν μια ανάσα που ήρθε ανάμεσα από αόρατες πόρτες, κάτω από μέρη βαθιά, τον κυρίεψε ένας φόβος. Τα χέρια του ήταν παγωμένα και το μέτωπό του υγρό. Αφουγκράστηκε. Όλος του ο νους αφουγκραζόταν, τίποτ’ άλλο, για δυο αργόσυρτες ώρες· αλλά δεν άκουσε κανένα θόρυβο, ούτε και τον απόηχο από τα βήματα που φανταζόταν πως άκουγε. Η ώρα του είχε σχεδόν περάσει, όταν, μακριά, εκεί που νόμιζε πως ήταν η δυτική καμάρα του φάνηκε πως έβλεπε δυο χλωμά φωτάκια, σχεδόν σαν φωσφορικά μάτια. Τινάχτηκε. Το κεφάλι του είχε πέσει μπροστά. «Παραλίγο να κοιμηθώ στη σκοπιά μου, σκέφτηκε. Μισοονειρευόμουνα».

Σηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια του κι έμεινε όρθιος κοιτάζοντας στο σκοτάδι, ώσπου ήρθε να τον αντικαταστήσει ο Λέγκολας.

Όταν ξάπλωσε, αποκοιμήθηκε γρήγορα, αλλά του φάνηκε πως το όνειρο συνεχιζόταν: άκουσε ψιθύρους κι είδε δυο χλωμά φωτάκια να πλησιάζουν αργά αργά. Ξύπνησε κι είδε πως οι άλλοι κουβέντιαζαν σιγανά κοντά του κι ότι ένα αμυδρό φως έπεφτε στο πρόσωπο του. Ψηλά, πάνω απ’ την ανατολική καμάρα, μέσα από ένα φωταγωγό κοντά στο ταβάνι ερχόταν ένα χλωμό φως· και απ’ την άλλη μεριά, απ’ τη βορινή καμάρα, εβγαινε πάλι φως αδύναμο και μακρινό.

Ο Φρόντο ανακάθισε.

— Καλημέρα! είπε ο Γκάνταλφ. Γιατί, επιτέλους, είναι πάλι πρωί. Είχα δίκτο, βλέπετε. Βρισκόμαστε ψηλά στην ανατολική πλευρά της Μόρια. Πριν τελειώσει η μέρα θα πρέπει να βρούμε τις Μεγάλες Πύλες και να δούμε τα νερά της Γυάλινης Λίμνης στη Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα μπροστά μας.

— Θα χαρώ, είπε ο Γκίμλι. Είδα τη Μόρια κι είναι πολύ μεγάλη, αλλά έχει γίνει σκοτεινή κι απαίσια και δε βρήκαμε ούτε ίχνος απ’ τους δικούς μου. Αμφιβάλλω τώρα αν ήρθε εδώ ποτέ του ο Μπάλιν.


Αφού έφαγαν το πρωινό τους ο Γκάνταλφ αποφάσισε να ξεκινήσουν αμέσως.

— Είμαστε κουρασμένοι, αλλά θα ξεκουραστούμε καλύτερα σα βρεθούμε έξω, είπε. Νομίζω πως κανείς μας δε θα θέλει να περάσει κι άλλη νύχτα στη Μόρια.

— Και βέβαια όχι! είπε ο Μπορομίρ. Ποιο δρόμο θα πάρουμε; Την ανατολική καμάρα εκεί πέρα;

— Ίσως, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά δεν ξέρω ακόμα ακριβώς πού βρισκόμαστε. Εκτός κι έχω χαθεί τελείως, θα ’λεγα πως βρισκόμαστε ψηλότερα και βορινά απ’ τις Μεγάλες Πύλες και μπορεί να μην είναι εύκολο να βρούμε το σωστό δρόμο και να κατεβούμε σ’ αυτές. Η ανατολική καμάρα θα είναι πιθανόν ο δρόμος που πρέπει να πάρουμε· αλλά πριν αποφασίσουμε θα πρέπει να κοιτάξουμε γύρω μας. Ας πάμε κατά το φως εκείνο στη βορινή πόρτα. Αν μπορούσαμε να βρούμε ένα παράθυρο θα μας βοηθούσε, αλλά φοβάμαι πως το φως έρχεται κάτω από μεγάλους φωταγωγούς.

Ακολουθώντας τον η Ομάδα πέρασε κάτω απ’ τη βορινή καμάρα. Βρέθηκαν σ’ ένα φαρδύ διάδρομο. Όπως προχωρούσαν το αδύναμο φως δυνάμωνε και είδαν πως προερχόταν από ένα άνοιγμα πόρτας στα δεξιά τους. Ήταν ψηλό και ίσιο στην κορφή και η πέτρινη πόρτα του βρισκόταν ακόμα στους μεντεσέδες της, μισάνοιχτη. Πίσω της ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο. Ήταν μισοφωτισμένο, αλλά στα μάτια τους, έπειτα από τόσο καιρό στο σκοτάδι, τους φάνηκε εκθαμβωτικά φωτεινό και τ’ ανοιγόκλεισαν καθώς μπήκαν.

Τα πόδια τους τάραξαν πολλή σκόνη στο πάτωμα και σκόνταψαν σε πράγματα, που ήταν πεσμένα στην πόρτα μπροστά, που τα σχήματά τους δεν μπορούσαν να τα διακρίνουν στην αρχή. Το δωμάτιο φωτιζόταν από ένα φαρδύ φωταγωγό ψηλά στον απέναντι ανατολικό τοίχο: έγερνε προς τα πάνω και, πολύ ψηλά, φαινόταν ένα μικρό τετράγωνο κομματάκι γαλάζιος ουρανός. Το φως του φωταγωγού έπεφτε ίσια πάνω σ’ ένα τραπέζι στη μέση του δωματίου: ένας μακρύς ορθογώνιος βράχος, δυο πόδια ύψος περίπου, που πάνω του βρισκόταν μια μεγάλη λευκή πλάκα.

— Μοιάζει με μνήμα, μουρμούρισε ο Φρόντο, κι έσκυψε μπροστά, με μια παράξενη διαίσθηση κακού, για να το κοιτάξει πιο κοντά. Ο Γκάνταλφ ήρθε γρήγορα στο πλευρό του. Πάνω στην πλάκα ήταν χαραγμένα βαθιά κάτι ρουνικά:

— Αυτά είναι τα ρουνικά του Νταίρον, που χρησιμοποιούσαν παλιά στη Μόρια, είπε ο Γκάνταλφ, Εδώ είναι γραμμένο στις γλώσσες των Ανθρώπων και των Νάνων:

ΜΠΑΛΙΝ ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΦΟΥΝΤΙΝ

ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΜΟΡΙΑ

— Αρα είναι νεκρός, είπε ο Φρόντο. Το φοβόμουν.

Ο Γκίμλι σκέπασε το πρόσωπό του με το σκούφο του.

Κεφάλαιο V Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤ-ΝΤΟΥΜ

Η Ομάδα του Δαχτυλιδιού στάθηκαν σιωπηλοί πλάι στον τάφο του Μπάλιν. Ο Φρόντο θυμήθηκε τον Μπίλμπο και τη μακρόχρονη φιλία του με το νάνο και την επίσκεψη του Μπάλιν στο Σάιρ πολύ παλιά. Μέσα σ’ εκείνο το σκονισμένο θάλαμο στα βουνά, αυτά φαίνονταν λες κι είχαν γίνει χίλια χρόνια πριν, στην άλλη άκρη του κόσμου.

Τέλος κινήθηκαν και κοίταξαν ψηλά κι άρχισαν να ψάχνουν για κάτι που θα τους έδινε πληροφορίες για την τύχη του Μπάλιν ή θα τους έδειχνε τι απόγιναν οι δικοί του. Είχε και μια άλλη μικρότερη πόρτα στην άλλη πλευρά του δωματίου, κάτω απ’ το φωταγωγό. Κοντά και στις δύο πόρτες μπορούσαν τώρα να δουν πως υπήρχαν πολλά κόκαλα κι ανάμεσά τους βρίσκονταν σπασμένα σπαθιά και τσεκούρια και σκισμένες ασπίδες και κράνη. Μερικά απ’ τα σπαθιά ήταν γυριστά: χατζάρες Ορκ με μαυρισμένες λάμες.

Στους πέτρινους τοίχους ήταν σκαμμένα πολλά βαθουλώματα, που μέσα είχαν μεγάλες ξύλινες κασέλες δεμένες με σίδερο. Όλες ήταν σπασμένες και λεηλατημένες· αλλά πλάι στο θρυμματισμένο καπάκι μιας απ’ αυτές υπήρχαν τα υπολείμματα ενός βιβλίου. Το είχαν σκίσει και μαχαιρώσει και μισοκάψει και ήταν τόσο λεκιασμένο μαύρο και μ’ άλλες σκοτεινές μουντζούρες σαν από παλιό αίμα, που πολύ λίγο μπορούσε να διαβαστεί. Ο Γκάνταλφ το σήκωσε προσεκτικά, αλλά τα φύλλα του έτριξαν κι έσπασαν όπως το έβαλε στην πλάκα. Το εξέτασε γι’ αρκετή ώρα δίχως να μιλά. Ο Φρόντο κι ο Γκίμλι, που στέκονταν πλάι του, μπορούσαν να δουν, όπως γύριζε προσεκτικά τα φύλλα, πως ήταν γραμμένο από πολλά διαφορετικά χέρια, με ρουνικά της Μόρια και της Πόλης της Κοιλάδας κι εδώ κι εκεί με τη γραφή των Ξωτικών.

Τέλος, ο Γκάνταλφ σήκωσε το κεφάλι. — Φαίνεται πως είναι το ημερολόγιο της τύχης του Μπάλιν και των συντρόφωνν του, είπε. Φαντάζομαι πως άρχισε με τον ερχομό τους στη Σκιογιμαρρη Κοιλάδα εδώ και τριάντα χρόνια περίπου: οι σελίδες φαίνονται να έχουν αριθμούς που αντιστοιχούν στα χρόνια μετά τον ερχομό τους. Η ερώτη σελίδα είναι σημειωμένη ένα — τρία, έτσι τουλάχιστο λείπουν δυο απ’ την αρχή. Ακούστε αυτό!

“Διώξαμε τους Ορκ απ’ τη μεγάλη πύλη και της φρουράς — νομίζω· η τειομενη λέξη είναι μισοσβησμένη και καμένη: πιθανώς το δωμάτιο—σκοτώσαμε πολλούς στο φως του λαμπερού—νομίζω—ήλιου της κοιλάδας. Ο Φλόι σκοτώθηκε από ένα βέλος, Σκότωσε το μεγάλο. Έπειτα έχει μια μουντζούρα κι έπειτα: το Φλόι κάτω απ’ το χορτάρι κοντά στη Γυάλινη Λίαχη. Τις επόμενες δυο γραμμές δεν μπορώ να τις διαβάσω. Ύστερα: Πήραμε την εικοστή πρώτη αίθουσα της Βορινής πλευράς και εγκατασταθήκαμε. Υπάρχει δεν μπορώ να διαβάσω τι. Κάτι λέει για φωταγωγό. Ύστερα ο Μπάλιν εγκαταστάθηκε στην Αίθουσα των Μαζαρμπούλ.

— Στην Αίθουσα των Αρχείων, είπε ο Γκίμλι. Φαντάζομαι πως είναι αυ-τη εδώ που στεκόμαστε τώρα.

— Λοιπόν, δεν μπορώ να διαβάσω παρακάτω για πολύ διάστημα, είπε ο Γκάνταλφ, εκτός απ’ τη λέξη χρυσάφι και το Τσεκούρι του Ντούριν και κάτι σαν κράνος. Ύστερα: ο Μπάλιν είναι τώρα κύριος της Μόρια. Αυτό φαίνεται να κλείνει το κεφάλαιο. Μετά από μερικούς αστερίσκους ένα άλλο χέρι αρχίζει και μπορώ να διακρίνω βρήκαμε το αληθινό ασήμι και πιο κάτω τη λέξη καλοδουλεμένο, κι ύστερα κάτι, το βρήκα! μίθριλ· και οι τελευταίες δυο σειρές τον Όιν να ψάξει για τις πάνω οπλοαποθήκες του Τρίτου Βάθους, κάτι πηγαίνουμε δυτικά, μια μουντζούρα, στην πύλη του Χόλιν.


Ο Γκάνταλφ σταμάτησε και γύρισε μερικές σελίδες.

— Υπάρχουν αρκετές σελίδες σ’ αυτόν τον τύπο, μάλλον βιαστικά γραμμινες και πολύ καταστραμμένες, είπε· αλλά δεν μπορώ να καλοδώ σ’ αυτό το φως. Εδώ πρέπει να λείπουν αρκετά φύλλα, γιατί αρχίζουν με τον αριθμό πέντε, τον πέμπτο χρόνο της αποικίας, φαντάζομαι. Για να δω! Όχι, παραείναι κομματιασμένες και λεκιασμένες· δεν μπορώ να τις διαβάσω. Μπορεί να τα καταφέρουμε καλύτερα στο φως του ήλιου. Για σταθείτε! Εδώ υπάρχει κάτι: ένα χέρι μεγάλο και Θαρρετό που χρησιμοποιεί τη γραφή των Ξωτικών.

— Αυτός θα ’ναι ο γραφικός χαρακτήρας του Όρι, είπε ο Γκίμλι, κοιτάζοντας πάνω απ’ το χέρι του μάγου. Μπορούσε να γράψει καλά και γρήγορα και συχνά χρησιμοποιούσε τη γραφή των Ξωτικών.

— Φοβάμαι πως έχει άσχημα νέα να καταγράψει με ωραία γραφή, είπε ο Γκάνταλφ. Η πρώτη καθαρή λέξη είναι λύπη και τελειώνει σε θες. Ναι, πρέπει να είναι χθες κι ύστερα και μέρα η δεκάτη του Νοεμβρίου ο Μπάλιν άρχοντας της Μόρια έπεσε στη Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα. Πήγε μονάχος να κοιτάξει στη Γυάλινη Λίμνη. Ένας Ορκ τον χτύπησε από πίσω με πέτρα. Σκοτώσαμε τον Ορκ αλλά πολλοί περισσότεροι... πάνω απ’ την ανατολή αντίθετα στο ρεύμα του Ασημόφλεβου. Το υπόλοιπο της σελίδας είναι τόσο μουντζουρωμένο, που μόλις μετά βίας μπορώ να διακρίνω τίποτα, αλλά νομίζω πως μπορώ να διαβάσω έχουμε αμπαρώσει τις πύλες κι έπειτα μπορούμε ν’ αντισταθούμε για πολύ καιρό αν κι ύστερα ίσως φοβερό και υποφέρουμε. Καημένε Μπάλιν! Φαίνεται πως διατήρησε τον τίτλο που πήρε για λιγότερο από πέντε χρόνια. Αναρωτιέμαι τι να έγινε ύστερα· αλλά δεν έχουμε ώρα για να ξεμπερδέψουμε τις λίγες τελευταίες σελίδες. Να η τελευταία απ’ όλες.

Σταμάτησε κι αναστέναξε.

— Είναι θλιβερό διάβασμα, είπε. Φοβάμαι πως το τέλος τους ήταν σκληρό. Ακούστε! Δεν μπορούμε να βγούμε έξω. Λεν μπορούμε να βγούμε έξω. Πήραν τη Γέφυρα και τη δεύτερη αίθουσα. Ο Φραρ και ο Λόνι και ο Νάλι έπεσαν εκεί. Έπειτα έχει τέσσερις σειρές μουντζουρωμένες έτσι που μπορώ μόνο να διαβάσω πήγε πέντε μέρες πριν. Οι τελευταίες μέρες λένε η λίμνη έχει ανεβεί ως τον τοίχο στη Δυτική Πύλη. Ο Φύλακας στο Νερό πήρε τον Όιν. Δεν μπορούμε να βγούμε έξω. Το τέλος έρχεται κι ύστερα τύμπανα, τύμπανα στα βάθη. Τι να σημαίνει άραγε αυτό; Το τελευταίο που είναι γραμμένο, είναι μια συρτή μουντζούρα με γράμματα των ξωτικών: έρχονται. Δεν έχει τίποτα περισσότερο.

Ο Γκάνταλφ έπαψε και στάθηκε σιωπηλός, σκεφτικός.

Ένας ξαφνικός φόβος κι ένας τρόμος για το δωμάτιο πλάκωσε την Ομάδα.

Δεν μπορούμε να βγούμε έξω, μουρμούρισε ο Γκίμλι. Ήμασταν τυχεροί που η λίμνη είχε χαμηλώσει λιγάκι κι ο Φύλακας κοιμόταν κάτω στη νότιά της άκρη.

Ο Γκάνταλφ σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε γύρω.

— Φαίνεται πως αντιστάθηκαν στο τέλος και στις δυο πόρτες, είπε· αλλά δεν είχαν μείνει πολλοί τότε. Έτσι έληξε η προσπάθεια να ξαναπαρθεί η Μόρια! Ήταν γενναία αλλά απερίσκεπτη. Ο καιρός δεν έχει φτάσει ακόμα. Τώρα, φοβάμαι πως πρέπει ν’ αποχαιρετίσουμε τον Μπάλιν γιο του Φούντιν. Εδώ πρέπει να κείται στα παλάτια των προγόνων του. Θα πάρουμε το βιβλίο, το Βιβλίο των Μαζαρμπούλ και θα το κοιτάξουμε καλύτερα αργότερα. Καλά θα κάνεις να το κρατήσεις εσύ, Γκίμλι, και να το επιστρέψεις στον Ντάιν, αν σου δοθεί η ευκαιρία. Θα τον ενδιαφέρει, αν και θα τον λυπήσει βαθιά. Εμπρός, πάμε να φύγουμε! Το πρωινό φεύγει.

— Προς τα πού θα πάμε; ρώτησε ο Μπορομίρ.

— Πίσω στην αίθουσα, απάντησε ο Γκάνταλφ. Αλλά η επίσκεψή μας σ’ αυτό το δωμάτιο δεν πήγε χαμένη. Τώρα ξέρω πού είμαστε. Αυτό πρέπει να είναι, όπως λέει ο Γκίμλι, ο Θάλαμος των Μαζαρμπούλ· και η αίθουσα να είναι η εικοστή πρώτη στη Βορινή άκρη. Επομένως πρέπει να φύγουμε απ’ την ανατολική καμάρα της αίθουσας και να πάμε δεξιά και νότια και προς τα κάτω. Η Εικοστή Πρώτη Αίθουσα πρέπει να βρίσκεται στο Έβδομο Επίπεδο, δηλαδή έξι πιο πάνω απ’ το επίπεδο της Πύλης. Εμπρός τώρα! Πίσω στην αίθουσα.


Δεν είχε καλά καλά προλάβει να ξεστομίσει αυτά τα λόγια ο Γκάνταλφ. όταν ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος: ένα βροντερό μπουμ που φαινόταν να βγαίνει απ’ τα βάθη και να κάνει την πέτρα να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια τους. Όρμησαν στην πόρτα τρομαγμένοι. Ντουμ, ντουμ βούιξε ξανά, λες και τεράστια χέρια να είχαν κάνει τις σπηλιές της Μόρια ένα θεόρατο τύμπανο. Ύστερα αντήχησε ένα σάλπισμα: μια μεγάλη σάλπιγγα ξεφώνισε στην αίθουσα και της απάντησαν άλλες σάλπιγγες και στριγκές φωνές πέρα στο βάθος. Ακουγόταν ο θόρυβος από πολλά πόδια που έτρεχαν βιαστικά.

— Έρχονται! φώναξε ο Λέγκολας.

— Δεν μπορούμε να βγούμε έξω, είπε ο Γκίμλι.

— Παγιδευτήκαμε! φώναξε ο Γκάνταλφ. Γιατί καθυστέρησα; Εδώ είμαστε κι εμείς πιασμένοι, όπως κι εκείνοι τότε. Αλλά τότε εγώ δεν ήμουν εδώ. Θα δούμε τι...

Ντουμ, ντουμ αντήχησαν τα τύμπανα κι οι τοίχοι έτρεμαν.

— Κλείστε τις πόρτες και σφηνώστε τις! φώναξε ο Άραγκορν. Και φυλάξτε τα σακίδιά σας για όσο μπορείτε: μπορεί να βρούμε την ευκαιρία ν’ ανοίξουμε δρόμο για έξω.

— Όχι! είπε ο Γκάνταλφ. Δεν πρέπει να κλειστούμε μέσα. Κρατήστε την ανατολική πόρτα μισάνοιχτη. Θα φύγουμε απ’ εκεί, αν βρούμε την ευκαιρία.

Αντήχησε ξανά μια στριγκή σάλπιγγα και διαπεραστικές κραυγές. Πόδια ακούγονταν να έρχονται στο διάδρομο. Η Ομάδα τράβηξαν τα σπαθιά τους μ’ ένα μεταλλικό θόρυβο. Ο Γκλάμντρινγκ έλαμπε μ’ ένα χλωμό φως και το Κεντρί γυάλιζε στις άκρες. Ο Μπορομίρ έβαλε τον ώμο του στη δυτική πόρτα.

— Στάσου μια στιγμή! Μην την κλείνεις ακόμα! είπε ο Γκάνταλφ.

Πήδηξε μπροστά στο πλευρό του Μπορομίρ και τεντώθηκε σ’ όλο του το ύψος.

— Ποιος έρχεται εδώ να ταράξει τον ύπνο του Μπάλιν του Άρχοντα της Μύρια; φώναξε με δυνατή φωνή.

Βραχνά γέλια ξέσπασαν, λες κι άκουγες να πέφτουν πέτρες σ’ ένα πηγάδι· ανάμεσα στις φωνές, μια βαθιά φωνή υψώθηκε σε προσταγή. Ντουμ, ντουμ, ντουμ, ακούστηκαν τα τύμπανα στα βάθη.

Με μια γρήγορη κίνηση ο Γκάνταλφ βγήκε μπροστά στο στενό άνοιγμα της πόρτας κι άπλωσε το ραβδί του. Μια εκτυφλωτική αστραπή φώτισε το δωμάτιο και το διάδρομο έξω. Για μια στιγμή ο μάγος κοίταξε έξω. Βέλη έτριξαν και σφύριξαν στο διάδρομο καθώς πήδηξε πίσω.

— Είναι Ορκ, ένα σωρό, είπε. Και μερικοί είναι μεγαλόσωμοι κι απαίσιοι: μαύροι Ουρούκ της Μόρντορ. Για την ώρα κοντοστέκονται· αλλά είναι και κάτι άλλο. Ένας μεγάλος σπηλαιο-γίγαντας, νομίζω, ή και περισσότεροι. Δεν υπάρχει ελπίδα να ξεφύγουμε από κει.

— Και καμιά ελπίδα, αν έρθουν κι απ’ την άλλη πόρτα, είπε ο Μπορομίρ.

— Από δω έξω δεν ακούγεται ακόμα κανένας θόρυβος, είπε ο Άραγκορν, που στεκόταν στην ανατολική πόρτα κι άκουγε. Ο διάδρομος απ’ αυτή την πλευρά κατεβαίνει μια σκάλα: είναι φανερό πως δεν οδηγεί πίσω στην αίθουσα. Αλλά δεν κερδίζουμε τίποτα να τρέξουμε έτσι στα τυφλά από δω με τους διώκτες μας στο κατόπι. Δεν μπορούμε να κλειδώσουμε την πόρτα. Ανοίγει προς τα μέσα, δεν έχει κλειδί κι η κλειδαριά είναι σπασμένη. Πρέπει πρώτα να κάνουμε κάτι να καθυστερήσουμε τον εχθρό. Θα τους κάνουμε ν’ ακούνε το Θάλαμο των Μαζαρμπούλ και να τρέμουν! είπε άγρια, ψηλαφώντας την κόψη του Αντούριλ, του σπαθιού του.


Βαριά πόδια ακούστηκαν στο διάδρομο. Ο Μπορομίρ έπεσε πάνω στην πόρτα και την έσπρωξε· έπειτα τη σφήνωσε με σπασμένες λάμες από σπαθιά και κομμάτια ξύλα. Η Ομάδα υποχώρησε στην άλλη άκρη του δωματίου. Αλλά δεν είχαν ακόμα την ευκαιρία να το βάλουν στα πόδια. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα που την τράνταξε ολόκληρη· κι ύστερα άρχισε να στριγκλίζει σιγά και ν’ ανοίγει σπρώχνοντας πίσω τις σφήνες. Ένα τεράστιο χέρι κι ένας ώμος, με σκούρο δέρμα όλο πρασινωπά λέπια, πέρασε απ’ το άνοιγμα, που όλο και μεγάλωνε. Έπειτα ένα μεγάλο, ίσιο, αδάχτυλο πόδι έσπρωξε και μπήκε κι αυτό. Έξω ήταν νεκρική σιγή.

Ο Μπορομίρ πήδηξε μπροστά και χτύπησε το χέρι μ’ όλη του τη δύναμη, αλλά το σπαθί του χτύπησε, γλίστρησε στο πλάι κι έπεσε απ’ το κλονισμένο του χέρι. Ένα κομματάκι μέταλλο έσπασε απ’ τη λεπίδα.

Ξαφνικά, και για μεγάλη του έκπληξη, ο Φρόντο ένιωσε έναν καυτό θυμό ν’ ανάβει στην καρδιά του.

— Το Σάιρ! φώναξε, και πηδώντας πλάι στον Μπορομίρ, έσκυψε και κάρφωσε το Κεντρί στο απαίσιο πόδι.

Ακούστηκε ένα ουρλιαχτό και το πόδι τραβήχτηκε πίσω, παρασέρνοντας, παραλίγο, το Κεντρί απ’ το χέρι του Φρόντο. Μαύρες σταγόνες έσταξαν απ’ τη λεπίδα και κάπνισαν στο πάτωμα. Ο Μπορομίρ έπεσε μ’ όλη του τη δύναμη πάνω στην πόρτα και την έκλεισε ξανά.

— Μπράβο στο Σάιρ! φώναξε ο Άραγκορν. Το δάγκωμα του χόμπιτ πάει βαθιά! Έχεις καλή λεπίδα, Φρόντο, γιε του Ντρόγκο!

Κάτι ακούστηκε να πέφτει με ορμή πάνω στην πόρτα κι ύστερα κι άλλα. Κριοί και σφυριά τη χτυπούσαν. Ράγισε και κλονίστηκε προς τα πίσω και το άνοιγμα φάρδυνε ξαφνικά. Βέλη μπήκαν μέσα σφυρίζοντας, αλλά χτύπησαν στο βορινό τοίχο κι έπεσαν ακίνδυνα στο πάτωμα. Μια τρουμπέτα σάλπισε, τα πόδια όρμησαν και οι Ορκ, ο ένας ύστερα απ’ τον άλλο, πήδηξαν στο δωμάτιο.

Πόσοι ήταν, η Ομάδα δεν μπόρεσε να μετρήσει. Η συμπλοκή ήταν σκληρή. αλλά οι Ορκ έχασαν το θάρρος τους μπροστά στην άγρια υπεράσπιση. Ο Λέγκολας τρύπησε δυο με τα βέλη του στο λαιμό πέρα ως πέρα. Ο Γκίμλι πελέκησε τα πόδια ενός που είχε πηδήξει πάνω στον τάφο του Μ πάλιν. Ο Μπορομίρ κι ο Άραγκορν έκοψαν πολλούς. Όταν έπεσαν δεκατρείς, οι υπόλοιποι το ’βαλαν στα πόδια ουρλιάζοντας, αφήνοντας τους υπερασπιστές άθικτους, εκτός από το Σαμ, που είχε μια γρατσουνιά στο κεφάλι του. Είχε σκύψει γρήγορα κι είχε γλιτώσει· κι είχε σκοτώσει τον Ορκ που του ρίχτηκε μ’ ένα γερό χτύπημα με το σπαθί του απ’ τους Θολωτούς Τάφους. Στα καστανά μάτια του έκαιγε μια φωτιά που θα ’χε κάνει τον Τεντ Σάντιμαν να πισωπατήσει, αν την είχε δει.

— Τώρα είναι ώρα! φώναξε ο Γκάνταλφ. Πάμε να φύγουμε πριν γυρίσει ο γίγαντας.

Αλλά εκεί που υποχωρούσαν και πριν προλάβουν να φτάσουν στη σκάλα έξω ο Πίπιν κι ο Μέρι, ένας μεγαλόσωμος Ορκ οπλαρχηγός, σχεδόν σε μπόι ανθρώπου, ντυμένος με μαύρη πανοπλία απ’ την κορφή ως τα νύχτα, πήδηξε στο δωμάτιο· πίσω του στην πόρτα στριμώχτηκαν τα παλικάρια του. Το μεγάλο πλακουτσωτό του μούτρο μαύριζε, τα μάτια του ήταν σαν κάρβουνα κι η γλώσσα του κόκκινη· κρατούσε ένα μεγάλο ακόντιο. Με μια σπρωξιά, με τη μεγάλη του δερμάτινη ασπίδα, παραμέρισε το σπαθί του Μπορομίρ και τον γύρισε πίσω, ρίχνοντάς τον κάτω. Σκύβοντας απότομα ξέφυγε το χτύπημα του Άραγκορν και με την ταχύτητα φιδιού που επιτίθεται όρμησε στην Ομάδα κι έπεσε με το ακόντιό του πάνω στο Φρόντο. Το χτύπημα τον βρήκε στη δεξιά πλευρά κι ο Φρόντο εκσφενδονίστηκε στον τοίχο και καρφώθηκε. Ο Σαμ, με μια φωνή, πελέκησε το κοντάρι κι αυτό έσπασε. Αλλά την ώρα που ο Ορκ πέταξε το κοντάρι και πήγε να τραβήξει το γιαταγάνι του, ο Αντούριλ έπεσε πάνω στην κάσκα του. Ο Ορκ έπεσε με το κεφάλι σκισμένο στα δυο. Οι σύντροφοι του το έβαλαν στα πόδια ουρλιάζοντας, καθώς ο Μπορομίρ κι ο Άραγκορν όρμησαν καταπάνω τους.

Ντουμ, ντουμ συνέχιζαν τα τύμπανα στα βάθη βροντερά κι αντιβούιζε ο τόπος.

— Τώρα! φώναξε ο Γκάνταλφ. Τώρα είναι η τελευταία ευκαιρία. Τρέξτε!

Ο Άραγκορν σήκωσε το Φρόντο απ’ εκεί που ήταν πεσμένος πλάι στον τοίχο κι έτρεξε στη σκάλα, σπρώχνοντας το Μέρι και τον Πίπιν μπροστά του. Οι άλλοι ακολούθησαν, αλλά τον Γκίμλι χρειάστηκε να τον τραβήξει δια της βίας ο Λέγκολας: παρ’ όλο τον κίνδυνο δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ τον τάφο του Μπάλιν, που είχε σταθεί με το κεφάλι χαμηλωμένο. Ο Μπορομίρ τράβηξε την ανατολική πόρτα που έτριζε στους μεντεσέδες της: είχε μεγάλους σιδερένιους κρίκους κι απ’ τις δυο πλευρές αλλά δεν αμπάρωνε.

— Είμαι εντάξει, κοντανάσανε ο Φρόντο. Μπορώ να περπατήσω. Άσε με κάτω!

Ο Άραγκορν παραλίγο να τον ρίξει κάτω απ’ τη σαστιμάρα του.

— Εγώ σε είχα για πεθαμένο! φώναξε.

— Όχι ακόμα! είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά δεν είναι ώρα για απορίες. Φύγετε, όλοι σας, κατεβείτε τις σκάλες. Περιμένετε λίγα λεπτά κάτω για μένα, αλλά αν δεν έρθω γρήγορα, φύγετε! Να πηγαίνετε γρήγορα και να διαλέγετε μονοπάτια που να πηγαίνουν δεξιά και προς τα κάτω.

— Δεν μπορούμε να σ’ αφήσουμε να κρατήσεις την πόρτα μόνος! είπε ο Άραγκορν.

— Κάντε ό,τι σας λέω! είπε ο Γκάνταλφ άγρια. Τα σπαθιά δε χρησιμεύουν πια εδώ. Φύγετε!


Το πέρασμα δε φωτιζόταν από φωταγωγό κι ήταν πίσσα σκοτάδι. Κατέβηκαν ψαχουλευτά μια μεγάλη σκάλα κι ύστερα κοίταξαν πίσω· αλλά δεν μπορούσαν να δουν τίποτα εκτός απ’ την αμυδρή λάμψη του ραβδιού του μάγου, ψηλά πάνωθέ τους. Φαινόταν να στέκεται ακόμα φρουρός στην κλειστή πόρτα. Ο Φρόντο ανάσανε βαθιά κι έγειρε πάνω στο Σαμ, που τον αγκάλιασε. Στάθηκαν κοιτάζοντας ψηλά στη σκάλα στο σκοτάδι. Ο Φρόντο νόμιζε πως άκουγε τη φωνή του Γκάνταλφ ψηλά, να μουρμουρίζει λόγια που αντηχούσαν στην οροφή και κατέβαιναν κάτω σαν αναστεναγμοί. Τι έλεγε δεν μπορούσε να διακρίνει. Οι τοίχοι φαίνονταν να τρέμουν. Πότε πότε τα τύμπανα πάλλονταν και βροντούσαν: ντουμ, ντουμ.

Ξαφνικά στην κορφή της σκάλας άστραψε σαν μαχαιριά ένα άσπρο φως. Ύστερα ακούστηκε μια υπόκωφη βροντή κι ένας βαρύς γδούπος. Τα τύμπανα ξέσπασαν φρενιασμένα: ντουν-μπουμ, ντονμ-μπουμ κι ύστερα σταμάτησαν. Ο Γκάνταλφ κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες κι έπεσε χάμω στη μέση της Ομάδας.

— Λοιπόν, λοιπόν! Τέλειωσε! είπε ο μάγος και σηκώθηκε στα πόδια του, Έκανα ό,τι μπορούσα. Αλλά βρέθηκα αντιμέτωπος με κάποιο δυνατό σαν κι εμένα και παραλίγο να χαθώ. Αλλά μη στεκόσαστε εδώ! Συνεχίστε! Θα πρέπει να βολευτείτε δίχως φως για λίγο: είμαι αρκετά κλονισμένος. Συνεχίστε! Συνεχίστε! Πού είσαι, Γκίμλι; Έλα μπροστά, μαζί μου! Ελάτε κονιά πίσω μου, όλοι σας!


Σκόνταφταν πίσω του απορώντας τι να ’χε συμβεί. Ντουμ, ντουμ άρχισαν τα τύμπανα πάλι: τώρα ακούγονταν πνιγμένα και μακρινά, αλλά ακολουθούσαν. Δεν ακουγόταν κανένας άλλος θόρυβος καταδίωξης, ούτε ποδοβολητό ούτε καμιά φωνή. Ο Γκάνταλφ δεν έστριβε ούτε δεξιά ούτε αριστερά, γιατί φαίνεται πως ο διάδρομος πήγαινε προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε. Πότε πότε κατέβαιναν σκαλοπάτια, πενήντα ή και περισσότερα. σε χαμηλότερο επίπεδο. Για την ώρα, αυτός ήταν ο κυριότερός τους κίνδυνος· γιατί στο σκοτάδι δεν μπορούσαν να δουν τη σκάλα, ώσπου να τη φτάσουν και να βάλουν τα πόδια τους στο κενό. Ο Γκάνταλφ χτυπούσε ψαχουλευτά τη γη με το ραβδί του σαν τυφλός.

Έπειτα από μία ώρα είχαν προχωρήσει ένα μίλι, ή ίσως και περισσότερο και είχαν κατεβεί πολλές σκάλες. Ακόμα δεν ακουγόταν θόρυβος καταδίωξης. Σχεδόν άρχισαν να ελπίζουν ότι θα ξέφευγαν. Στο τέλος της έβδομης σκάλας ο Γκάνταλφ σταμάτησε.

— Αρχίζει να κάνει ζέστη! λαχάνιασε. Θα πρέπει να έχουμε κατεβεί τουλάχιστο στο επίπεδο της Πύλης τώρα. Σύντομα θα πρέπει να αναζητήσουμε μια στροφή αριστερά να μας φέρει ανατολικά. Ελπίζω να μην είναι μακριά. Είμαι πολύ κουρασμένος. Πρέπει να ξεκουραστώ εδώ μια στιγμή, ακόμα κι αν όλοι οι Ορκ που γεννήθηκαν ποτέ είναι στο κατόπι μας.

Ο Γκίμλι τον πήρε απ’ το χέρι και τον βοήθησε να καθίσει στο σκαλοπάτι.

— Τι έγινε εκεί πέρα στην πόρτα; ρώτησε. Αντάμωσες αυτόν που χτυπούσε τα τύμπανα;

Δεν ξέρω, απάντησε ο Γκάνταλφ. Αλλά βρέθηκα ξαφνικά αντιμέτωπος μι; κάτι που δεν έχω ξανασυναντήσει. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο απ’ το να προσπαθήσω να κάνω μάγια στην πόρτα να μείνει κλειστή. Ξέρω πολλά· αλλά για να κάνεις κάτι τέτοιο σωστά χρειάζεσαι χρόνο και, ακόμα και τότε, η πόρτα μπορεί να σπάσει αν τη ζορίσει κάποιος πολύ δυνατός.

»Όπως στεκόμουν εκεί, μπορούσα ν’ ακούω τις φωνές των Ορκ στην άλλη πλευρά: από στιγμή σε στιγμή νόμιζα πως θα την παραβίαζαν. Δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι έλεγαν· φαίνονταν να μιλούν στη δική τους απαίσια γλώσσα. Το μόνο που έπιασα ήταν ghâsh: δηλαδή «φωτιά». Έπειτα κάτι μπήκε στο δωμάτιο — το ένιωσα μέσα από την πόρτα και οι ίδιοι οι Ορκ φοβήθηκαν και σώπασαν. Έπιασε το σιδερένιο κρίκο και τότε πήρε είδηση εμένα και τα μάγια μου.

» Τι ήταν δεν μπορώ να μαντέψω, αλλά ποτέ μου δεν ένιωσα τέτοια αντίθετη δύναμη. Τα αντι-μάγια του ήταν τρομερά. Σχεδόν με αφάνισαν. Για μια στιγμή η πόρτα ξέφυγε απ’ τον έλεγχό μου κι άρχισε ν’ ανοίγει! Αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω μια ισχυρή διαταγή. Αυτό όμως αποδείχτηκε πολύ μεγάλη πίεση. Η πόρτα έγινε θρύψαλα. Κάτι σκοτεινό σαν σύννεφο έκρυβε όλο το φως μέσα κι εγώ εκσφενδονίστηκα προς τα πίσω στη σκάλα. Όλος ο τοίχος υποχώρησε, καθώς επίσης και το ταβάνι του διαμερίσματος, νομίζω.

» Φοβάμαι πως ο Μπάλιν τώρα είναι θαμμένος βαθιά και ίσως και κάτι άλλο μαζί του. Δεν μπορώ να ξέρω. Αλλά τουλάχιστον το πέρασμα πίσω μας έκλεισε τελείως. Αχ! Ποτέ μου δεν έχω νιώσει τόσο εξαντλημένος, αλλά μου περνάει. Και τώρα τι έχεις να μας πεις, Φρόντο; Δεν είχαμε καιρό να μιλήσω, αλλά ποτέ δε χάρηκα τόσο στη ζωή μου όσο όταν μίλησες. Φοβήθηκα πως ο Άραγκορν κουβαλούσε στα χέρια του ένα γενναίο αλλά νεκρό χόμπιτ.

— Τι θέλετε να σας πω; είπε ο Φρόντο. Είμαι ζωντανός κι ολόκληρος, νομίζω. Είμαι στραπατσαρισμένος και πονάω, αλλά όχι και πολύ άσχημα.

— Λοιπόν, είπε ο Άραγκορν, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως οι χόμπιτ είναι καμωμένοι από υλικό τόσο σκληρό, που δεν έχω ξανασυναντήσει όμοιό του. Αν το ήξερα, θα μιλούσα λιγότερο έντονα στο Πανδοχείο του Μπρι! Αυτό το χτύπημα με το ακόντιο θα είχε σουβλίσει αγριογούρουνο!

— Να που εμένα δε με σούβλισε· και πολύ χαίρομαι που το λέω, είπε ο Φρόντο, αν και νιώθω λες και βρέθηκα ανάμεσα σε σφυρί κι αμόνι.

Δε συνέχισε. Έβρισκε πως πονούσε όταν ανάσαινε.

— Μοιάζεις του Μπίλμπο, είπε ο Γκάνταλφ. Κρύβεις παραπάνω απ’ όσα βλέπει το μάτι, όπως είχα πει και σ’ αυτόν πολύ παλιά.

Ο Φρόντο αναρωτήθηκε αν η κουβέντα έκρυβε περισσότερα απ’ όσα έλεγε.


Ξαναπήραν τώρα το δρόμο. Δεν πέρασε πολλή ώρα και μίλησε ο Γκίμλι. Είχε κοφτερά μάτια στο σκοτάδι.

— Νομίζω, είπε, πως υπάρχει φως μπροστά. Αλλά δεν είναι φως της μέρας. Είναι κόκκινο. Τι μπορεί να ’ναι;

Ghâsh! μουρμούρισε ο Γκάνταλφ. Μήπως αυτό να εννοούσαν άραγε: ότι τα χαμηλότερα επίπεδα είχαν πιάσει φωτιά; Όμως εμείς μόνο μπροστά μπορούμε να πάμε.

Σε λίγο δεν υπήρχε αμφιβολία για το φως κι όλοι μπορούσαν να το δουν. Αναβόσβηνε και κοκκίνιζε στους τοίχους στο βάθος του διαδρόμου μπροστά τους. Τώρα μπορούσαν να δούνε πού πάνε: μπροστά τους ο δρόμος χαμήλωνε γρήγορα και σε κάποια απόσταση στο βάθος βρισκόταν μια χαμηλή καμάρα απ’ όπου ερχόταν το φως που όλο και δυνάμωνε. Ο αέρας έγινε καυτός.

Σαν έφτασαν στην καμάρα ο Γκάνταλφ την πέρασε κάνοντάς τους γοημα να περιμένουν. Όπως στεκόταν πέρα απ’ το άνοιγμα, είδαν το πρόδωπό του να το φωτίζει μια κόκκινη λάμψη. Πισωπάτησε γρήγορα.

— Κάποια καινούρια διαβολιά γίνεται εδώ, είπε, που σίγουρα την έχουν σκαρφιστεί για την υποδοχή μας. Αλλά ξέρω πού είμαστε. Έχουμε φτάσει στο Πρώτο Βάθος, στο επίπεδο ακριβώς κάτω απ’ τις Πύλες. Αυτή είναι η Δεύτερη Αίθουσα της Αρχαίας Μόρια· και οι Πύλες είναι κοντά: πέρα στην ανατολική πλευρά αριστερά, όχι περισσότερο από ένα τέταρτο του μιλίου. Πάνω απ’ τη Γέφυρα, τη φαρδιά σκάλα, τον πλατύ δρόμο μέσ’ από την Πρώτη Αίθουσα κι έξω! Αλλά ελάτε να δείτε.

Κοίταξαν έξω. Μπροστά τους υπήρχε άλλη μια υποχθόνια αίθουσα. Ηταν ψηλότερη και πολύ πιο μεγάλη στο μάκρος απ’ εκείνη που είχαν διανυκτερεύσει. Βρισκόντουσαν στην ανατολική της άκρη· δυτικά η αίθουσα χανόταν στο σκοτάδι. Κατά μήκος στο κέντρο περνούσε μια διπλή σειρά πυργωτές κολόνες. Ήταν σκαλισμένες σαν κορμοί θεόρατων δέντρων, που τα κλαδιά τους κρατούσαν την οροφή με σκαλιστές διακλαδώσεις. Οι κορμοί τους ήταν λείοι και μαύροι, αλλά μια κοκκινίλα ανταύγαζε σκοτεινά στις πλευρές τους, Απ’ τη μια μεριά στην άλλη, κοντά στη βάση δυο τεράστιων στύλων, το πάτωμα είχε σκιστεί στα δυο σχηματίζοντας ένα μεγάλο χάσμα. Από μέσα έβγαινε ένα θυμωμένο κόκκινο φως και πότε πότε φλόγες έγλειφαν τις άκρες του και τυλίγονταν γύρω απ’ τις βάσεις των στύλων. Μικρά σύννεφα μαύρου καπνού λικνίζονταν στον καυτό αέρα.

— Αν είχαμε κατεβεί απ’ τις πάνω αίθουσες, απ’ τον κυρίως δρόμο, θα είχαμε παγιδευτεί εδώ, είπε ο Γκάνταλφ. Ας ελπίσουμε πως η φωτιά τώρα βρίσκεται ανάμεσα σ’ εμάς και στην καταδίωξη. Ελάτε! Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο.

Ενώ μιλούσε ακόμα, άκουσαν πάλι τα τύμπανα που τους κυνηγούσαν: Ντουμ, ντουμ, ντουμ. Μακριά πέρα στις σκιές, απ’ τη δυτική άκρη της αίθουσας έρχονταν φωνές και σαλπίσματα. Ντουμ, ντουμ: οι κολόνες φαίνονταν να σείονται και οι φλόγες να τρεμουλιάζουν.

— Εμπρός τώρα, το τελευταίο τρέξιμο! είπε ο Γκάνταλφ. Αν ο ήλιος λάμπει έξω μπορεί ακόμα να ξεφύγουμε. Ακολουθήστε με!

Έστριψε αριστερά κι έτρεξε στο ίσιο δάπεδο της αίθουσας. Η απόσταση ήταν πιο μεγάλη απ’ ό,τι έδειχνε. Όπως έτρεχαν άκουσαν το ποδοβολητό και τον αντίλαλο πολλών βιαστικών ποδιών πίσω τους. Μια διαπεραστική φωνή υψώθηκε: τους είχαν δει. Ακούστηκε το ντιντίνισμα και η κλαγγή του ατσαλιού. Ένα βέλος σφύριξε πάνω απ’ το κεφάλι του Φρόντο.

Ο Μπορομίρ γέλασε.

— Δεν το περίμεναν αυτό, είπε. Η φωτιά τους έκοψε το δρόμο. Εμείς είμαστε απ’ την άλλη μεριά!

— Κοίτα μπροστά σου, φώναξε ο Γκάνταλφ, Η Γέφυρα είναι κοντά. Είναι επικίνδυνη και στενή.

Ξαφνικά ο Φρόντο είδε μπροστά του ένα μαύρο χάσμα. Στην άκρη της αίθουσας το πάτωμα χανόταν κι έπεφτε σ’ άγνωστα βάθη. Η εξωτερική πόρτα ήταν προσιτή μόνο από μια λεπτή πέτρινη γέφυρα, χωρίς κράσπεδο ή κάγκελο, που ένωνε το χάσμα κάνοντας ένα καμπυλωτό πήδημα κάπου πενήντα πόδια. Ήταν ένας πανάρχαιος τρόπος άμυνας των Νάνων εναντίον κάθε εχθρού που θα μπορούσε να καταλάβει την Πρώτη Αίθουσα και τα εξωτερικά περάσματα. Μπορούσαν να την περάσουν μόνο ο ένας πίσω απ’ τον άλλο. Στην άκρη ο Γκάνταλφ σταμάτησε και οι άλλοι έφτασαν όλοι μαζί πίσω του.

— Πρώτος εσύ, Γκίμλι! είπε. Ο Πίπιν κι ο Μέρι ύστερα. Ίσια μπρος και στη σκάλα μετά την πόρτα!

Τα βέλη έπεφταν ανάμεσά τους. Ένα χτύπησε το Φρόντο και τινάχτηκε πίσω. Ένα άλλο τρύπησε το καπέλο του Γκάνταλφ κι έμεινε εκεί σαν μαύρο φτερό. Ο Φρόντο κοίταξε πίσω. Πέρα απ’ τη φωτιά είδε μαζεμένες μαύρες σιλουέτες: θα ήταν εκατοντάδες Ορκ. Κράδαιναν δόρατα και γιαταγάνια που άστραφταν κόκκινα στο φως της φωτιάς. Ντουμ, ντουμ αντηχούσαν τα τύμπανα, που όλο δυνάμωναν, ντουμ, ντουμ.

Ο Λέγκολας στράφηκε κι έβαλε ένα βέλος στη χορδή του τόξου του αν κι η απόσταση ήταν μεγάλη. Την τράβηξε, αλλά το χέρι του έπεσε και το βέλος γλίστρησε στη γη. Έβγαλε μια φωνή όλο απελπισία και φόβο. Δυο μεγάλοι γίγαντες φάνηκαν· κουβαλούσαν μεγάλες πέτρινες πλάκες και τις έριξαν πάνω απ’ το χάσμα για να χρησιμέψουν σαν περάσματα πάνω απ’ τη φωτιά. Αλλά δεν ήταν οι γίγαντες που είχαν γεμίσει την καρδιά του Ξωτικού με τρόμο. Οι σειρές των Ορκ άνοιξαν και στριμώχτηκαν πίσω, λες κι αυτοί οι ίδιοι να φοβόντουσαν. Κάτι πλησίαζε από πίσω τους. Τι ήταν ακριβώς δε φαινόταν καλά: έμοιαζε με μεγάλο ίσκιο, που στη μέση του υπήρχε μια σκοτεινή μορφή, ίσως σ’ ανθρώπινο σχήμα, μεγαλύτερη όμως· και δύναμη και τρόμος φαινόταν να βγαίνουν από πάνω της και να προπορεύονται.

Έφτασε στην άκρη της φωτιάς και το φως ξεθώριασε, λες κι ένα σύννεφο να την είχε κρύψει. Ύστερα όρμησε και πήδηξε πάνω απ’ τη σχισμή. Οι φλόγες βούιξαν κι ανέβηκαν να την υποδεχτούν κι έκανα στεφάνια γύρω της· ένας μαύρος καπνός στριφογύριζε στον αέρα. Η ξέπλεκη χαίτη της άναψε και λαμπάδιασε πίσω της. Στο δεξί χέρι είχε μια λάμα σαν μυτερή γλώσσα φωτιάς και στ’ αριστερό κρατούσε ένα μαστίγιο με πολλά λουριά.

— Άι, άι! θρήνησε ο Λέγκολας. Ένας Μπάρλονγκ! Ένας Μπάρλονγκ: ηρθε!

Ο Γκίμλι κοίταζε με γουρλωμένα μάτια.

— Ο Χαμός του Ντούριν! φώναξε και, αφήνοντας το τσεκούρι του να πέσει, σκέπασε το πρόσωπό του. Ένας Μπάρλονγκ, ψιθύρισε ο Γκάνταλφ. Τώρα καταλαβαίνω.

Τρέκλισε κι έγειρε βαριά το ραβδί του.

Τι κακή τύχη! Κι είμαι κιόλας πολύ κουρασμένος.

Η σκοτεινή φλεγόμενη μορφή έτρεξε καταπάνω τους. Οι Ορκ με μεγάλες κραυγές ξεχύθηκαν πάνω απ’ τις πέτρινες γέφυρες. Τότε ο Μπορομίρ σήκωσε το βούκινό του και φύσηξε. Το σάλπισμα αντήχησε δυνατό, βρυχήθηκε, λες και φώναζαν δυνατά αμέτρητες φωνές μες στη σπηλιά. Για μια στιγμή οι Ορκ δείλιασαν κι η πύρινη σκιά σταμάτησε. Έπειτα οι αντίλαλοι έσβησαν τόσο ξαφνικά όσο και μια φλόγα που τη φυσά ένας σκοτεινός άνεμος· κι ο εχθρός προχώρησε ξανά.

— Στη γέφυρα! φώναξε ο Γκάνταλφ, ξαναβρίσκοντας τη δύναμή του. Τρέξτε! Αυτός είναι εχθρός πάνω απ’ τις δικές σας δυνάμεις. Εγώ πρέπει να φυλάξω το στενό πέρασμα. Τρέξτε!

Ο Άραγκορν κι ο Μπορομίρ δεν υπάκουσαν στη διαταγή, αλλά εξακολούθησαν να στέκονται στη θέση τους πλάι πλάι, πίσω απ’ τον Γκάνταλφ στην άλλη άκρη της γέφυρας. Οι υπόλοιποι σταμάτησαν στην είσο-δα της πόρτας στην άκρη της αίθουσας και γύρισαν, μην μπορώντας ν’ αφήσουν τον αρχηγό τους ν’ αντιμετωπίσει τον εχθρό μόνος.

Ο Μπάρλονγκ έφτασε στη γέφυρα. Ο Γκάνταλφ στάθηκε στη μέση της καμάρας, ακουμπώντας στο ραβδί του με τ’ αριστερό του χέρι, αλλά στο άλλο του το χέρι ο Γκλάμντρινγκ άστραφτε, άσπρος και παγωμένος. Ο εχθρός σταμάτησε πάλι και τον κοίταζε και η σκιά γύρω του απλώθηκε δαν δυο τεράστιες φτερούγες. Σήκωσε το μαστίγιο και τα λουριά σφύριξαν και κροτάλισαν. Φωτιά έβγαινε απ’ τα ρουθούνια του. Ο Γκάνταλφ όμως στεκόταν απτόητος.

— Δεν μπορείς να περάσεις! είπε. Οι Ορκ στάθηκαν ακίνητοι κι έπεσε νεκρική σιγή. - Είμαι υπηρέτης της Μυστικής Φωτιάς, εξουσιαστής της φλόγας της Άνορ. Δεν μπορείς να περάσεις. Η σκοτεινή φωτιά δε θα σε ωφελήσει, φλόγα του Ουντούν. Πήγαινε πίσω στη Σκιά. Δεν μπορείς να περάσεις.

Ο Μπάρλονγκ δεν απάντησε. Η φωτιά μέσα του φάνηκε να πεθαίνει και το σκοτάδι μεγάλωσε. Προχώρησε αργά πάνω στη γέφυρα και ξαφνικά τεντώθηκε κι έγινε θεόρατος και τα φτερά του απλώθηκαν από τοίχο σε τοίχο· αλλά ακόμα ο Γκάνταλφ φαινόταν να αχνοφέγγει στη σκοτεινιά· έδειχνε μικρός κι εντελώς μόνος: γκρίζος και σκυφτός, σαν μαραμένο δέντρο πριν την επίθεση της καταιγίδας.

Ένα κόκκινο σπαθί ξεπήδησε φλεγόμενο μέσ’ απ’ τη σκιά.

Ο Γκλάμντρινγκ έλαμψε άσπρος απαντώντας.

Ακούστηκε μια ηχηρή κλαγγή και μια γλώσσα φωτιάς. Ο Μπάρλονγκ υποχώρησε και το σπαθί του έπεσε σε πυρακτωμένα κομμάτια. Ο μάγος ταλαντεύτηκε πάνω στη γέφυρα, έκανε ένα βήμα πίσω κι ύστερα στάθηκε ξανά ακίνητος.

— Δεν μπορείς να περάσεις! είπε.

Μ’ ένα πήδημα ο Μπάρλονγκ πήδηξε ολόκληρος πάνω στη γέφυρα. Το μαστίγιο του στριφογύρισε και σφύριξε. — Λεν μπορεί να οταθεί μονάχος! φώναξε ο Άραγκορν ξαφνικά κι έτρεξε πίσω πάνω στο γεφύρι.

— Έλεντιλ! φώναξε. Είμαι μαζί σου, Γκάνταλφ!

— Γκόντορ! φώναξε ο Μπορομίρ και πήδηξε ξοπίσω του.

Εκείνη τη στιγμή ο Γκάνταλφ ύψωσε το ραβδί του και με μια δυνατή φωνή χτύπησε τη γέφυρα μπροστά του. Το ραβδί κόπηκε στη μέση κι έπεσε απ’ το χέρι του. Μια εκτυφλωτική άσπρη φλόγα πετάχτηκε. Η γέφυρα ράγισε. Ακριβώς στα πόδια του Μπάρλονγκ έσπασε και η πέτρα που πάνω της στεκόταν έπεσε στο κενό, ενώ η υπόλοιπη γέφυρα έμεινε να ισορροπεί, τρέμοντας σαν μια πέτρινη γλώσα που ξεπεταγόταν προς το κενό.

Με μια τρομερή φωνή ο Μπάρλονγκ έπεσε μπροστά και η σκιά του βούτηξε κάτω και χάθηκε. Αλλά, ενώ έπεφτε, τίναξε το μαστίγιό του και τα λουριά χτύπησαν και τυλίχτηκαν στα γόνατα του μάγου, τραβώντας τον στην άκρη. Ο Γκάνταλφ παραπάτησε κι έπεσε, μάταια πήγε να πιαστεί απ’ την πέτρα, και γλίστρησε στην άβυσσο.

— Φύγετε ανόητοι! φώναξε και χάθηκε.


Οι φωτιές έσβησαν κι έπεσε άδειο σκοτάδι. Η Ομάδα στέκονταν ριζωμένει από φρίκη κοιτάζοντας το χάσμα. Μόλις που πρόλαβαν ο Άραγκορν κι ο Μπορομίρ να γυρίσουν πίσω τρέχοντας, και η υπόλοιπη γέφυρα κομματιάστηκε κι έπεσε. Με μια φωνή ο Άραγκορν τους συνέφερε. — Ελάτε! Θα σας οδηγήσω εγώ τώρα! φώναξε. Πρέπει να υπακούσουμε στην τελευταία του προσταγή. Ακολουθήστε με!

Ανέβηκαν στα τυφλά σκοντάφτοντας στη μεγάλη σκάλα πέρα απ’ την πόρτα. Ο Άραγκορν μπροστά κι ο Μπορομίρ στο τέλος. Στην κορφή υπήρχε ένας μεγάλος διάδρομος που αντιλαλούσε. Τον πέρασαν τρέχοντας. Ο Φρόντο άκουσε το Σαμ να κλαίει στο πλευρό του κι έπειτα κατάλαβε πως κι αυτός έκλαιγε όπως έτρεχε. Ντουμ, ντουμ, ντουμ ακούγονταν πίσω τα τύμπανα- πένθιμα τώρα και αργά· ντούμ!

Συνέχισαν να τρέχουν. Το φως δυνάμωνε μπροστά τους· μεγάλοι φωταγωγοί τρυπούσαν το ταβάνι. Έτρεξαν γρηγορότερα. Πέρασαν σε μια αίθουσα λαμπερή απ’ το φως της μέρας που έμπαινε από ψηλά παράθυρα στην ανατολή. Τη διασχίσαν τρέχοντας. Πέρασαν τις πελώριες ξεχαρβαλωμένες πόρτες της και ξαφνικά μπροστά τους παρουσιάστηκαν οι Μεγάλες Πύλες, μια καμάρα εκτυφλωτικό φως.

Μια φρουρά ορκ κρυβόταν στις σκιές πίσω απ’ τις μεγάλες κολόνες ι ης πύλης που υψώνονταν δεξιά κι αριστερά, αλλά οι πύλες ήταν κομματιασμένες και πεσμένες κάτω. Ο Άραγκορν έριξε στο χώμα τον αρχηγό που πήγε να του κόψει το δρόμο και οι υπόλοιποι το ’βαλαν στα πόδια ι ρημάζοντας μπροστά στο θυμό του.

Η Ομάδα τους προσπέρασε αδιαφορώντας γι’ αυτούς. Έτρεξαν, πέρασαν τις πύλες και κατέβηκαν τα φθαρμένα απ’ το χρόνο σκαλοπάτια, το κατώφλι της Μόρια.

Έτσι, τέλος, χωρίς να το ελπίζουν, βρέθηκαν κάτω απ’ τον ουρανό κι έντωσαν τ’ αγέρι στα πρόσωπά τους.

Δε σταμάτησαν παρά όταν βρέθηκαν εκτός βολής απ’ τα τείχη. Η Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα απλωνόταν γύρω τους. Η σκιά των Ομιχλιασμένων Βουνών έπεφτε πάνω της, αλλά ανατολικά ένα χρυσαφένιο φως απλωνόταν πάνω στη γη. Ήταν μία μετά το μεσημέρι. Ο ήλιος έλαμπε· τα σύννεφα ψηλά ήταν άσπρα.

Κοίταξαν πίσω. Η καμάρα της Πύλης έχασκε σκοτεινή στη σκιά του βουνού. Ξέψυχα βαθιά στη γη αντηχούσαν αργά τα τύμπανα: ντουμ. Ένας λεπτός μαύρος καπνός έβγαινε έξω. Δε φαινόταν τίποτ’ άλλο· η κοιλάδα ολόγυρά τους ήταν άδεια. Ντουμ. Η λύπη επιτέλους τους κυρίεψε κι έκλαψαν πολύ: μερικοί όρθιοι και σιωπηλοί κι άλλοι πεσμένοι στο χώμα. Ντουμ, ντουμ. Τα τύμπανα ξεψύχησαν.

Κεφάλαιο VI ΛΟΘΛΟΡΙΕΝ

— Αλίμονο! Πολύ φοβάμαι πως δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ άλλο, είπε ο Άραγκορν.

Κοίταξε τα βουνά και σήκωσε ψηλά το σπαθί του. — Έχε γεια, Γκάνταλφ! φώναξε. Δε σου είπα: αν περάσεις τις πόρτες της Μόρια, πρόσεχε; Αλίμονο, μίλησα αληθινά. Τι ελπίδα έχουμε χωρίς εσένα;

Στράφηκε στην Ομάδα.

— Πρέπει να τα καταφέρουμε χωρίς ελπίδα, είπε. Τουλάχιστον μπορεί ακόμα να πάρουμε εκδίκηση. Σφίξτε τα ζωνάρια σας και μην κλαίτε πια! Ελάτε! Έχουμε μεγάλο δρόμο και πολλή δουλειά.

Σηκώθηκαν και κοίταξαν γύρω τους. Στο βοριά η μικρή κοιλάδα στένευε στις σκιές ανάμεσα σε δυο μεγάλες προεξοχές των βουνών, που ψηλά οι άσπρες τους κορφές έλαμπαν: Κελέμπτιλ, Φανουίντολ, Καράντρας, τα Βουνά της Μόρια. Στην αρχή του στενού ένας ορμητικός χείμαρρος κυλούσε σαν άσπρη δαντέλα, πέφτοντας από μια ατέλειωτη σκάλα μικρούς καταρράκτες· ένα υγρό σύννεφο κρεμόταν στον αέρα γύρω στα πόδια των βουνών.

— Εκεί πέρα είναι η Σκιοχείμαρρη Σκάλα, είπε ο Άραγκορν, δείχνοντας τους καταρράκτες. Θα είχαμε έρθει απ’ τη χαράδρα που κατεβαίνει πλάι στο χείμαρρο αν η τύχη μας ήταν καλύτερη.

— Ή ο Καράντρας λιγότερο ανελέητος, είπε ο Γκίμλι. Για δες τον πώς στέκεται και χαμογελάει στον ήλιο!

Έσεισε τη γροθιά του στην πιο μακρινή απ’ τις χιονισμένες κορφές και γύρισε απ’ την άλλη μεριά.

Στην ανατολή οι προεξοχές των βουνών τέλειωναν απότομα και μετά διακρίνονταν μακρινές εκτάσεις, πλατιές και θαμπές. Στο νοτιά τα Ομιχλιασμένα Βουνά απλώνονταν χωρίς τελειωμό ως εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι. Λιγότερο από ένα μίλι απόσταση και λίγο πιο χαμηλά, γιατι βρίσκονταν ακόμα ψηλά στη δυτική πλευρά της κοιλάδας, υπήρχε μια λίμνη. Ήταν μακρόστενη και οβάλ, σε σχήμα μεγάλου κεφαλιού από ακόντιο, που έμπαινε βαθιά στη βορινή κλεισούρα· αλλά η νότια άκρη της ήταν έξω απ’ τους ίσκιους κάτω απ’ τον ηλιόλουστο ουρανό. Τα νερά της όμως ήταν σκοτεινά: σκούρα μπλε, σαν τον καθαρό βραδινό ουρανό όταν τον βλέπεις μέσα από ένα φωτισμένο δωμάτιο. Η επιφάνειά της ήταν ακίνητη κι αρυτίδωτη. Γύρω γύρω της απλωνόταν μαλακό χορτάρι που έφτανε ως τις ομαλές όχθες της.

— Εκεί βρίσκεται η Γυάλινη Λίμνη, η βαθιά Κέλεντ-ζάραμ! είπε ο Γκίμλι λυπημένα. Τον θυμάμαι που μου είπε: «Είθε να χαρείς που θα τη δεις! Μα δε Πα μπορέσουμε να σταθούμε εκεί». Τώρα θα ταξιδέψω μακριά πριν νιώσω χαρά ξανά. Γιατί είμαι εγώ που πρέπει να βιαστώ να φύγω κι αυτός που πρέπει να μείνει πίσω.


Η Ομάδα τώρα πήρε το δρόμο που κατηφόριζε απ’ τις Πύλες. Ήταν ανώμαλος και χαλασμένος και γινόταν ένα φιδωτό μονοπάτι ανάμεσα σε ρείκια και βράχους που ξεπετάγονταν ανάμεσα απ’ τις ραγισμένες πλάκες. Αλλά ακόμα έδειχνε ότι κάποτε πολύ παλιά ήταν μεγάλος, πλακόστρωτος κι ανέβαινε ψηλά, ξεκινώντας απ’ τις χαμηλές περιοχές του Νανοβασίλειου. Σε μερικά σημεία υπήρχαν πέτρινα ερείπια πλάι στο μονοπάτι και πράσινα βουναλάκια, που στην κορφή τους φύτρωναν λυγερές σημύδες ή έλατα που θρόιζαν στο πέρασμα του ανέμου. Στρίβοντας ανατολικά, έφτασαν κοντά στην πρασινάδα της Γυάλινης Λίμνης κι εκεί, όχι μακριά από την άκρη του δρόμου, στεκόταν μια μοναδική κολόνα με σπασμένη την κορφή.

— Αυτή είναι η Πέτρα του Ντούριν! φώναξε ο Γκίμλι. Δεν μπορώ να περάσω χωρίς να πάω μια στιγμή να δω το θαύμα της κοιλάδας!

— Όμως κάνε γρήγορα, είπε ο Άραγκορν, ρίχνοντας μια ματιά πίσω στις Πύλες. Ο ήλιος πέφτει νωρίς. Οι Ορκ, ίσως, δε θα βγουν πριν σουρουπώσει, αλλά εμείς πρέπει να βρισκόμαστε μακριά πριν πέσει η νύχτα. Το Φεγγάρι βρίσκεται στη χάση του κι απόψε θα είναι σκοτεινά.

— Έλα μαζί μου, Φρόντο! φώναξε ο νάνος, βγαίνοντας απ’ το δρόμο. Δε θέλω να περάσεις χωρίς να δεις την Κέλεντ-ζάραμ.

Έτρεξε στην πράσινη κατηφοριά.

Ο Φρόντο ακολούθησε αργά, νιώθοντας να τον τραβάει το ακίνητο γαλάζιο νερό παρ’ όλη του την κούραση και τους πόνους· ο Σαμ πήγε πίσω του.

Πλάι στην όρθια πέτρα ο Γκίμλι σταμάτησε και κοίταξε ψηλά. Ήταν ραγισμένη και φθαρμένη απ’ τον καιρό και τα ξέθωρα ρουνικά απάνω της δεν μπορούσαν να διαβαστούν.

— Αυτή η κολόνα σημαδεύει το μέρος που για πρώτη φορά ο Ντούριν κοίταξε στη Γυάλινη Λίμνη, είπε ο νάνος- Ας κοιτάξουμε κι εμείς μια φορά, πριν φύγουμε!

Έσκυψαν πάνω απ’ το σκοτεινό νερό. Στην αρχή δεν μπορούσαν να δουν τίποτα. Ύστερα σιγά σιγά είδαν τις σιλουέτες των γύρω βουνών να καθρεφτίζονται μέσα στο βαθύ γαλάζιο φόντο και οι κορφές τους έμοιαζαν πούπουλα από άσπρη φωτιά· στη μέση ήταν ουρανός. Κι εκεί, σαν πετράδια πεσμένα βαθιά, τρεμόσβηναν λαμπερά αστέρια, μόλο που στον ουρανό ψηλά έλαμπε ο ήλιος. Απ’ τις δικές τους σκυμμένες μορφές δεν μπορούσαν να διακρίνουν ούτε σκιά.

— Ω, Κέλεντ-ζάραμ, ωραία και θαυμαστή! είπε ο Γκίμλι. Εδώ βρίσκεται η Κορόνα του Ντούριν, ώσπου να ξυπνήσει πάλι. Έχε γεια! Υποκλίθηκε, γύρισε και βιάστηκε ν’ ανεβεί την πράσινη πλαγιά και να βγει ξανά στο δρόμο.

— Τι είδες; είπε ο Πίπιν στο Σαμ, αλλά ο Σαμ ήταν πολύ απορροφημένος απ’ τις σκέψεις του και δεν απάντησε.

Ο δρόμος τώρα έστριψε νότια και κατηφόριζε γρήγορα, βγαίνοντας απ’ την κοιλάδα. Αρκετά παρακάτω απ’ τη λίμνη συνάντησαν ένα βαθύ κεφαλάρι, διάφανο σαν κρύσταλλο. Το νερό ξεχύλιζε πάνω από μια πέτρα κι έτρεχε αστράφτοντας γαργαρίστό σ’ ένα πέτρινο αυλάκι.

— Εδώ είναι η πηγή του Ασημόφλεβσυ ποταμού, είπε ο Γκίμλι. Μην πιείτε. Το νερό είναι πολύ παγωμένο.

— Γρήγορα γίνεται ορμητικός ποταμός και μαζεύει νερό από πολλούς άλλους βουνίσιους χείμαρρους, είπε ο Άραγκορν. Ο δρόμος μας πηγαίνει πλάι του για πολλά μίλια. Θα σας πάω από το δρόμο που είχε διαλέξει ο Γκάνταλφ· και πρώτα πρώτα ελπίζω να φτάσουμε στα δάση όπου ο Ασημόφλεβος χύνεται στο Μεγάλο Ποταμό — εκεί πέρα.

Κοίταξαν κατά το μέρος που έδειξε και είδαν το ποτάμι να κυλά διασχίζοντας την κοιλάδα και να συνεχίζει πέρα στα χαμηλώματα, μέχρι που χανόταν σε μια χρυσή καταχνιά.

— Εκεί είναι τα δάση του Λοθλόριεν! είπε ο Λέγκολας. Το ωραιότερο απ’ όλα τα μέρη που ζουν οι δικοί μου. Δεν υπάρχουν δέντρα όμοια με τα δέντρα εκείνου του τόπου. Γιατί το φθινόπωρο δεν πέφτουν τα φύλλα τους, γίνονται μόνο χρυσά. Δεν πέφτουν παρά μόνο σαν έρθει η άνοιξη κι ανοίγουν τα καινούρια και τότε τα κλαδιά είναι φορτωμένα με κίτρινα λουλούδια. Το δάπεδο του δάσους είναι χρυσαφένιο και χρυσή είναι κι η οροφή και οι κολόνες ασημένιες, γιατί ο φλοιός των δέντρων είναι λείος και γκρίζος. Έτσι λένε ακόμα τα τραγούδια μας στο Δάσος της Σκοτεινιάς. Η καρδιά μου θα χαρεί αν βρεθούμε στις άκρες του δάσους κι αν ήταν άνοιξη!

— Η δική μου θα χαιρόταν ακόμα και το χειμώνα, είπε ο Άραγκορν. Αλλ’ αυτό βρίσκεται μίλια μακριά. Ας βιαστούμε.

Για αρκετή ώρα ο Φρόντο κι ο Σαμ κατάφερναν κι ακολουθούσαν τουσ άλλους· αλλά ο Άραγκορν τους οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα κι ύστερα από λίγο ξέμειναν πίσω. Δεν είχαν φάει τίποτα από νωρίς το πρωί. Το τραύμα του Σαμ έκαιγε και το κεφάλι του ζαλιζόταν. Παρ’ όλο που ο ήλιος έλαμπε, ο αέρας του φαινόταν ψυχρός ύστερα απ’ τη ζεστή σκοτεινιά η Μύρια. Ανατρίχιασε. Ο Φρόντο ένιωθε στο κάθε του βήμα να πονάει περισσότερο και δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει.

— Τέλος, ο Λέγκολας γύρισε πίσω και, σαν τους είδε μακριά, το είπε στον Άραγκορν. Οι άλλοι σταμάτησαν κι ο Άραγκορν έτρεξε πίσω, φωτιζοντας στον Μπορομίρ να τον ακολουθήσει.

— Συγνώμη, Φρόντο! φώναξε όλος έννοια. Έγιναν τόσα πολλά σήμερα κι έχουμε τόση ανάγκη να βιαστούμε που ξέχασα πως είσαι χτυπημένος· κι ο Σαμ το ίδιο. Θα ’πρεπε να μιλούσατε. Δεν κάναμε τίποτα, ενώ θα ’πρε-με για να σας ανακουφίσουμε κι ας ήταν όλοι οι Ορκ της Μόρια στο κατόμ μας. Ελάτε τώρα! Λίγο πιο κάτω έχει ένα μέρος που μπορούμε να ξεκουριστούμε λιγάκι. Εκεί θα κάνω ό,τι μπορώ για σας. Έλα, Μπορομίρ. Θα στυς πάρουμε στα χέρια.

Σε λίγο βρήκαν έναν άλλο χείμαρρο που κυλούσε απ’ τη δύση κι έδινε το γαργαριστό του νερό στο βιαστικό Ασημόφλεβο. Ύστερα μαζί έπεφταν απο έναν καταρράκτη πάνω σε μια πρασινόχρωμη πέτρα και χύνονταν αφρίζοντας σε μια μικρή κοιλάδα. Γύρω εκεί είχε έλατα, κοντόσωμα και σκυφτά και οι όχθες ήταν απόκρημνες και ντυμένες με ελαφόχορτο και θάμνους από βατόμουρα. Στο κάτω μέρος είχε ένα πλάτωμα που το ποτάμι φυλούσε πλατσουρίζοντας πάνω από γυαλιστερά βότσαλα. Εκεί ξεκουράστηκαν. Ήταν τώρα τρεις μετά το μεσημέρι και είχαν απομακρυνθεί μόνο μερικά μίλια από τις Πύλες. Ο ήλιος κιόλας γύριζε στη δύση.

Ενώ ο Γκίμλι κι οι δυο νεότεροι χόμπιτ έβγαλαν νερό κι άναβαν φωτιά από ξερόκλαδα κι ελατόξυλα, ο Άραγκορν περιποιήθηκε το Σαμ και το Φρόντο, Η πληγή του Σαμ δεν ήταν βαθιά, αλλά έδειχνε κακοφορμισμένη και το πρόσωπο του Άραγκορν ήταν σοβαρό καθώς την εξέταζε. Ύστερα από μια στιγμή σήκωσε το κεφάλι μ’ ανακούφιση.

— Μπράβο τύχη, Σαμ! είπε. Πολλοί τον έχουν πληρώσει χειρότερα τον πρώτο Ορκ που σκότωσαν. Το κόψιμο δεν είναι δηλητηριασμένο, όπως είναι πολύ συχνά οι πληγές από σπαθιά των Ορκ. Θα κλείσει καλά τώρα που θα το περιποιηθώ. Πλύνε το όταν ο Γκίμλι ζεστάνει το νερό.

Άνοιξε την παλάσκα του κι έβγαλε κάτι μαραμένα φύλλα.

— Είναι ξερά κι αρκετή απ’ την αποτελεσματικότητά τους έχει χαθεί, είπε, αλλά έχω εδώ ακόμα μερικά φύλλα από athelas που τα είχα μαζέψει κοντά στην Κορυφή των Καιρών. Τρίψε ένα μέσα στο νερό και πλύνε την πληγή σου κι εγώ θα σ’ τη δέσω. Τώρα η σειρά σου, Φρόντο.

— Είμαι εντάξει, είπε ο Φρόντο, μη θέλοντας να του πειράξουν τα ρούχα. Το μόνο που χρειαζόμουνα ήταν λίγο φαΐ και λίγη ξεκούραση.

— Όχι! είπε ο Άραγκορν. Πρέπει να ρίξουμε μια ματιά και να δούμε τι σου έκαναν το σφυρί και το αμόνι. Εγώ ακόμα θαυμάζω πώς είσαι ζωντανός.

Μαλακά μαλακά έβγαλε το σακάκι του Φρόντο και το φθαρμένο πουκάμισο κι έβγαλε μια φωνή θαυμασμού. Ύστερα έβαλε τα γέλια. Ο ασημένιος θώρακας άστραφτε μπροστά στα μάτια του σαν το φως πάνω στην κυματιστή θάλασσα. Προσεκτικά τον έβγαλε και τον κράτησε ψηλά και τα πετράδια του έλαμψαν σαν αστέρια· ο ήχος από την αλυσιδωτή του ύφανση έμοιαζε με το θόρυβο που κάνει η βροχή σαν πέφτει σε λιμνούλα.

— Κοιτάξτε, φίλοι μου! φώναξε. Να ένα ωραίο χομπιτο-δέρμα που αξίζει να τυλίξει και Ξωτικο-πριγκιπόπουλο! Αν το ήξεραν πως οι χόμπιτ έχουν τέτοια τομάρια, όλοι οι κυνηγοί της Μέσης-Γης θα έτρεχαν στο Σάιρ.

— Κι όλα τα βέλη κι όλοι οι κυνηγοί του κόσμου δε θα κατάφερναν τίποτα, είπε ο Γκίμλι, κοιτάζοντας το θώρακα με θαυμασμό. Είναι φτιαγμένος από μίθριλ. Μίθριλ! Ποτέ μου δεν είδα ούτε άκουσα να μιλούν για τέτοιο ωραίο θώρακα. Είναι αυτός που έλεγε ο Γκάνταλφ; Αν είναι, τότε υποτίμησε την αξία του. Αλλά χαρίστηκε άξια!

— Συχνά αναρωτήθηκα τι κάνατε εσύ κι ο Μπίλμπο στα κρυφά στο δωματιάκι του, είπε ο Μέρι. Ας είναι καλά ο γερο-χόμπιτ! Τώρα τον αγαπώ ακόμα περισσότερο. Ελπίζω να μας δοθεί η ευκαιρία να του πούμε τι έγινε.

Μια μαύρη μελανιά απλωνόταν στη δεξιά πλευρά του Φρόντο και στο στήθος. Κάτω απ’ τον αλυσιδωτό θώρακα φορούσε ένα πουκάμισο από μαλακό δέρμα, αλλά σ’ ένα σημείο οι κρίκοι είχαν περάσει κι είχαν μπει μέσα στις σάρκες του. Και η αριστερή πλευρά του Φρόντο επίσης ήταν σημαδεμένη και μελανιασμένη εκεί που είχε χτυπήσει στον τοίχο. Την ώρα που οι άλλοι ετοίμαζαν το φαγητό, ο Άραγκορν έπλυνε τα χτυπήματα με νερό από athelas. Το αψύ του άρωμα γέμισε τη μικρή κοιλάδα κι όλοι όσοι έσκυψαν πάνω απ’ το αχνιστό νερό ένιωσαν αναζωογονημένοι και πήραν δύναμη. Σε λίγο ο Φρόντο ένιωσε τον πόνο να τον αφήνει κι ανάσαινε μ’ ευκολία, αν κι ήταν πιασμένος και πονούσε, σαν τον άγγιζες, για μέρες. Ο Άραγκορν του έβαλε μαλακές κομπρέσες στο πλευρό του.

— Ο αλυσιδωτός θώρακας είναι καταπληκτικά ελαφρός, είπε. Αν μπορείς να τον υποφέρεις, φόρεσέ τον πάλι. Η καρδιά μου χαίρεται που ξέρει πως έχεις τέτοιο θώρακα. Μην τον βγάζεις ούτε στον ύπνο σου, εκτός και η τύχη σε φέρει σε μέρη που για λίγο θα είσαι ασφαλισμένος· κι αυτό πολύ σπάνια θα σου τύχει όσο καιρό κρατήσει η αποστολή σου.


Σαν έφαγαν, ετοιμάστηκαν να συνεχίσουν. Έσβησαν τη φωτιά κι έκρυψαν όλα της τα ίχνη. Έπειτα, βγαίνοντας απ’ τη μικρή κοιλάδα, πήραν το δρόμο ξανά. Δεν είχαν προχωρήσει πολύ κι ο ήλιος έδυσε στα βουνά της δύσης και μεγάλες σκιές κατέβηκαν απ’ τις βουνοπλαγιές. Το λυκόφως σκέπασε τα πόδια τους και ομίχλη σηκώθηκε στα βαθουλώματα. Μακριά στην ανατολή το φως του δειλινού απλωνόταν χλωμό πάνω σε θαμπές πεδιάδες και δάση. Ο Σαμ κι ο Φρόντο νιώθοντας τώρα ανακουφισμένοι και με καινούριες δυνάμεις, μπορούσαν να πηγαίνουν γρήγορα και με μια μικρή διακοπή μόνον ο Άραγκορν οδήγησε την Ομάδα τρεις περίπου ωρες ακόμα.

Ήταν σκοτάδι. Η νύχτα είχε πέσει για καλά. Είχε πολλά ζωηρά αστέρια, αλλά το φεγγάρι, που βρισκόταν στις τελευταίες του μέρες, θ’ αργούσε να βγει. Ο Γκίμλι κι ο Φρόντο πήγαιναν τελευταίοι. Περπατούσαν μαλακά και δε μιλούσαν. Είχαν το νου τους μην τυχόν κι ακούσουν κανένα θόρυβο στο δρόμο πίσω τους. Τέλος, ο Γκίμλι έκοψε τη σιωπή:

— Λεν ακούγεται τίποτα εκτός απ’ τον άνεμο, είπε. Κι αν έχει καλικαντζάρους εδώ κοντά, τότε τ’ αυτιά μου είναι ξύλινα. Ας ελπίσουμε πως οι Ορκ θα μείνουν ικανοποιημένοι που μας πέταξαν έξω απ’ τη Μόρια. Και ίσως αυτός να ήταν κι όλος τους ο σκοπός και να μην είχε καμιά σχέση με μας — με το Δαχτυλίδι. Αν και συχνά οι Ορκ καταδιώκουν πολλές λεύγες στον κάμπο τους εχθρούς τους, αν θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο κάποιου αρχηγού.

Ο Φρόντο δεν απάντησε. Κοίταξε το Κεντρί κι η λάμα του ήταν σκοτεινή. Είχε όμως ακούσει κάτι ή νόμιζε πως είχε. Μόλις είχαν πέσει οι σκιές γύρω τους κι είχε σκοτεινιάσει ο δρόμος πίσω τους, είχε ακούσει ξανά το γρήγορο πατ-πατ από πόδια. Τ’ άκουγε και τώρα ακόμα. Γύρισε πίσω απότομα. Είδε δυο μικροσκοπικά φωτάκια ή, για μια στιγμή, νόμισε πως τα είδε, αλλ’ αμέσως γλίστρησαν στο πλάι και χάθηκαν.

— Τι είναι; είπε ο νάνος.

— Δεν ξέρω, απάντησε ο Φρόντο, Νόμισα πως άκουσα βήματα και μου φάνηκε πως είδα ένα φως — σαν μάτια. Μου ’χει φανεί πολλές φορές από τότε που πρωτομπήκαμε στη Μόρια.

Ο Γκίμλι σταμάτησε κι έσκυψε στη γη.

— Δεν ακούω τίποτα εκτός απ’ τις νυχτοκουβέντες που κάνουν τα φυτά κι οι πέτρες, είπε. Έλα! Ας βιαστούμε! Οι άλλοι δε φαίνονται.

Ο νυχτερινός άνεμος φύσηξε στην κοιλάδα και τους αντάμωσε ψυχρός. Μπροστά τους υψώθηκε μια πλατιά γκρίζα σκιά κι άκουσαν το ασταμάτητο θρόισμα φύλλων, όπως κάνουν οι λεύκες στο φύσημα της αύρας.

— Το Λοθλόριεν! φώναξε ο Λέγκολας. Το Λοθλόριεν! Φτάσαμε στις αρχές του Χρυσαφένιου Δάσους. Κρίμα που είναι χειμώνας!

Μες στη νύχτα τα δέντρα υψώνονται μπροστά τους, σκεπάζοντας το δρόμο και το ποτάμι που περνούσαν τώρα κάτω απ’ τ’ απλωμένα κλαδιά τους. Στο αμυδρό φως των αστεριών οι κορμοί τους ήταν γκρίζοι και τα τρεμάμενα φύλλα τους υποψία χρυσοκόκκινου.

— Το Λοθλόριεν! είπε ο Αραγκορν. Πόσο χαίρομαι που ξανακούω τ’ αγέρι στα δέντρα. Δεν απέχουμε παρά πέντε λεύγες και κάτι απ’ τις Πύλες, μα δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω. Εδώ ας ελπίσουμε πως οι αρετές των Ξωτικών θα μας φυλάξουν απόψε από τον κίνδυνο που έρχεται πίσω μας.

— Αν στ’ αλήθεια τα Ξωτικά κατοικούν ακόμα εδώ, τώρα που ο κόσμος σκοτεινιάζει, είπε ο Γκίμλι.

— Είναι πολύς καιρός από τότε που οι δικοί μου ταξίδεψαν εδώ, στη γη απ’ όπου ξεκινήσαμε τα πολύ παλιά τα χρόνια, είπε ο Λέγκολας, αλλά μαθαίνουμε πως το Λόριεν δεν έχει ερημωθεί ακόμα, γιατί υπάρχει μια μυστική δύναμη εδώ που δεν αφήνει το κακό να πατήσει στην περιοχή. Αλλά οι κάτοικοι της σπάνια παρουσιάζονται κι ίσιος τώρα να ζουν βαθιά στο δάσος μακριά απ’ τα βορινά σύνορα.

— Ναι, ζουν βαθιά στο δάσος, είπε ο Άραγκορν κι αναστέναξε, λες και κάτι να θυμήθηκε. Πρέπει να τα βολέψουμε μόνοι μας απόψε. Θα προχωρήσουμε για λίγο. ώσπου να μπούμε ανάμεσα στα δέντρα κι έπειτα θ’ αφήσουμε το μονοπάτι και θα ψάξουμε να βρούμε μέρος για να ξεκουραστούμε.

Ξεκίνησε πρώτος· ο Μπορομίρ όμως στάθηκε αναποφάσιστος και δεν ακολούθησε.

— Δεν υπάρχει άλλος δρόμος; είπε.

— Ποιον άλλο καλύτερο δρόμο θα ήθελες; είπε ο Άραγκορν.

— Κάποιον απλό δρόμο, ακόμα κι αν περνούσε από ένα φράγμα σπαθιών, είπε ο Μπορομίρ. Αυτή η Ομάδα έχει περάσει από παράξενα μονοπάτια, που μας έχουν ως τώρα βγει σε κακό. Μπήκαμε στα σκοτάδια της Μόρια παρά τη θέληση μου· και το πληρώσαμε. Και τώρα λες πως πρέπει να μπούμε στο Χρυσαφένιο Δάσος. Αλλά στην Γκόντορ έχουν ακουστά γι’ αυτή την επικίνδυνη χώρα και λένε πως ελάχιστοι βγαίνουν έξω άπαξ και μπουν μέσα· κι ότι απ’ αυτούς κανένας δεν ξέφυγε απείραχτος.

— Μη λες απείραχτος, αλλά αν πεις δίχως ν’ αλλάξει, τότε ίσως πας την αλήθεια, είπε ο Άραγκορν. Αλλά οι παραδόσεις χάνονται στην Γκόντορ, Μπορομίρ, αν αυτοί που κάποτε ήταν σοφοί στην πόλη μιλάνε τώρα εναντίον του Λοθλόριεν. Εσύ μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μας — εκτός και θέλεις να γυρίσεις πίσω στην Πύλη της Μόρια ή ν’ ανέβεις στ’ απάτητα βουνά ή να κολυμπήσεις ολομόναχος το Μεγάλο Ποταμό.

— Τότε οδήγησέ μας! είπε ο Μπορομίρ. Αλλά είναι επικίνδυνο.

— Και βέβαια είναι επικίνδυνο, είπε ο Άραγκορν, ωραίο κι επικίνδυνο· αλλά μόνο οι κακοί χρειάζεται να φοβούνται ή εκείνοι που φέρνουν κάτι κακό μαζί τους. Ακολουθήστε με!

Λεν είχαν προχωρήσει περισσότερο από ένα μίλι μες στο δάσος, όταν συνάντησαν ένα άλλο ποταμάκι που γοργοκυλούσε απ’ τις δεντρόφυτες πλαγιές που κατέβαιναν απ’ τα βουνά της δύσης. Το άκουγαν να πέφτει σπό έναν καταρράκτη στα δεξιά τους μέσα στις σκιές. Τα σκοτεινά βιαστικό νερά του έκοβαν το δρόμο μπροστά τους και χύνονταν στον Ασημόφλεβο στροβιλίζοντας και σχηματίζοντας θαμπούς νερόλακκους ανάμεσα στις ρίζες των δέντρων.

— Να ο Νίμροντελ! είπε ο Λέγκολας. Τα Ξωτικά του Δάσους έφτιαξαν παλιά πολλά τραγούδια που ακόμα τα τραγουδάμε στο Βοριά και θυμόμαστε το ουράνιο τόξο στους καταρράκτες του και τα χρυσαφένια λουλούδια που έπλεαν στους αφρούς του. Τώρα όλα είναι σκοτεινά κι η Γέφυρα του Νίμροντελ είναι πεσμένη. Θα πλύνω τα πόδια μου, γιατί λένε πως το νερό του γιατρεύει τους κουρασμένους.

Προχώρησε μπροστά και κατέβηκε την όχθη που ήταν βαθιά σκαμμένη καν μπήκε στο νερό.

— Ακολουθήστε με! φώναξε. Το νερό δεν είναι βαθύ. Ελάτε να το περάσουμε περπατώντας! Μπορούμε να ξαποστάσουμε στην απέναντι όχθη κι η ήχος του νερού καθώς πέφτει θα μπορέσει ίσως να μας φέρει ύπνο και Λησμονιά της λύπης μας.

Ένας ένας κατέβηκαν κάτω κι ακολούθησαν το Λέγκολας. Για μια στιγμή ο Φρόντο στάθηκε κοντά στην άκρη κι άφησε το νερό να κυλήσει στα κουρασμένα του πόδια. Ήταν παγωμένο μα το άγγιγμά του ήταν καθαρό κι όπως προχώρησε κι ανέβηκε ως τα γόνατά του, ένιωσε πως η σκόνη του ταξιδιού κι όλη η κούραση ξεπλύθηκαν από πάνω του.


Οταν πέρασε όλη η Ομάδα, κάθισαν, ξεκουράστηκαν κι έφαγαν λιγάκι· κι ο Λέγκολας τους είπε ιστορίες για το Λοθλόριεν, που τα Ξωτικά του Λάσους της Σκοτεινιάς φύλαγαν ακόμα στις καρδιές τους: για το φως του ήλιου και των αστεριών στα λιβάδια πλάι στο Μεγάλο Ποταμό, πριν γίνει ο κόσμος γκρίζος.

Τέλος έγινε ησυχία κι άκουγαν τη μουσική του καταρράκτη που έτρεχε γλυκά ανάμεσα στις σκιές. Ο Φρόντο σχεδόν φαντάστηκε πως μπορούσε ν’ ακούσει μια φωνή να τραγουδά, ανακατεμένη με το θόρυβο του νερού.

— Ακούτε τη φωνή της Νίμροντελ; ρώτησε ο Λέγκολας. Θα σας πω ένα τραγούδι για τη Νίμροντελ, που είχε το ίδιο όνομα με το ποταμάκι και ζούσε στις όχθες του τα πολύ παλιά χρόνια. Στη δική μας γλώσσα του δάσους είναι πολύ ωραίο τραγούδι· αλλά να πώς ακούγεται στη Γουέστρον, όπως το τραγουδούν τώρα μερικοί στο Σκιστό Λαγκάδι.

Άρχισε με φωνή μαλακή που μόλις ακουγόταν πάνω απ’ το θρόισμα των φύλλων γύρω τους:

Μια Ξωτικιά ζούσε παλιά,

Π’ έλαμπε σαν αστέρι.

Μαντίλα είχε χρυσαφιά,

Φόρεμα δίχως ταίρι.

Άστρο λαμπρό και φωτεινό

Στόλιζε τα μαλλιά της.

Σαν ήλιος μες στον ουρανό

Έλαμπε η θωριά της.

Μακριά μαλλιά, λευκό κορμί,

Ανέμελη κι ωραία.

Σαν το αγέρι ανάλαφρη,

Ξένοιαστη, πάντα νέα.

Στου Νίμροντελ πλάι τα νερά

Τα κρυσταλλοδροσάτα,

Η φωνή της έψελνε γλυκά,

Ποτέ της δε σταμάτα.

Μα τώρα πια πού περπατεί;

Πού είναι; Πούθε πάει;

Η Νίμροντελ έχει χαθεί

Και στα βουνά γυρνάει.

Και το Καράβι-Ξωτικό

Στον κόλπο περιμένει.

Μέρες και νύχτες, για καιρό,

Μα η θάλασσα θεριεύει.

Ο άνεμος απ’ το βοριά

Σηκώθηκε, μουγκρίζει.

Κόβει του πλοίου τα σκοινιά

Το παίρνει, το γυρίζει.

Ο Άμροθ βλέπει τη στεριά

Απ’ τα μάτια του να σβήνει.

Το πλοίο τον παίρνει μακριά,

Τη Νίμροντελ αφήνει.

Ξωτικοβασιλιάς τρανός

Του λόγγου της κοιλάδας.

Στο Λόριεν ήταν ξακουστός,

Άρχοντας της πεδιάδας.

Σαν τη σαΐτα πήδησε

Και το καράβι αφήνει.

Τα κύματα αψήφησε

Και πέφτει μες στη δίνη.

Αγέρας του παίρνει τα μαλλιά,

Στράφτει ο αφρός στο φως.

Κα; κολυμπάει για τη στεριά,

Σαν κύκνος δυνατός.

Μα η Δύση τώρα δε μιλά

Και κάθε ακτή και χώρα.

Δεν έμαθαν τα Ξωτικά

Πού είναι ο Άμροθ τώρα.

Η φωνή του Λέγκολας κόμπιασε και σταμάτησε το τραγούδι.

— Δεν μπορώ να το τραγουδήσω άλλο, είπε. Αυτό δεν είναι παρά ένα μόνο κομμάτι, γιατί έχω ξεχάσει πολύ. Είναι μεγάλο και λυπητερό, γιατί λέει πως έπεσε μεγάλη λύπη στο Λοθλόριεν, το Λόριεν των Λουλουδιών, όταν οι Νάνοι ξύπνησαν το κακό στα βουνά.

— Μα οι Νάνοι δεν έφτιαξαν το κακό, είπε ο Γκίμλι.

— Δεν είπα εγώ πως το ’φτιαξαν· το κακό όμως ήρθε, απάντησε ο Λέγκολας λυπημένα. Τότε πολλά Ξωτικά από την οικογένεια της Νίμροντελ άφησαν τις κατοικίες τους κι έφυγαν. Κι αυτή χάθηκε μακριά στο Νοτιά, στα περάσματα των Λευκών Βουνών· και δεν έφτασε στο πλοίο που ο αγαπημένος της Άμροθ την περίμενε. Αλλά την άνοιξη, όταν τ’ αγέρι φυσά στις καινούριες φυλλωσιές, ο απόηχος της φωνής της ακούγεται ακόμα πλάι στους καταρράκτες που έχουν τ’ όνομά της. Κι όταν ο άνεμος έρχεται απ’ το Νοτιά, η φωνή τού Άμροθ ανεβαίνει απ’ τη θάλασσα· γιατί ο Νίμροντελ χύνεται στον Ασημόφλεβο, που τα Ξωτικά ονομάζουν Σέλεμπραντ· κι ο Σέλεμπραντ χύνεται στο Μεγάλο Άντουιν κι ο Άντουιν βγαίνει στον Κόλπο του Μπέλφαλας απ’ όπου τα Ξωτικά του Λόριεν ανοίγουν πανιά. Αλλά ούτε η Νίμροντελ ούτε ο Άμροθ ξαναγύρισαν ποτέ πίσω.

Λένε πως είχε φτιάξει σπίτι πάνω στα κλαδιά κάποιου δέντρου που φύτρωνε πλάι στους καταρράκτες· γιατί ήταν η συνήθεια των Ξωτικών του Λόριεν να κατοικούν πάνω στα δέντρα· κι ίσως να το κάνουν ακόμα. IV αυτό τους έλεγαν Γκαλάντριμ, ο Λαός των Δέντρων. Βαθιά στο δάσος τα δέντρα είναι πολύ μεγάλα. Τα Ξωτικά στα δάση δεν έσκαψαν στη γη, όπως οι Νάνοι, ούτε έχτισαν πέτρινα οχυρά πριν έρθει η Σκιά.

— Ακόμα και στις δικές μας κατοπινές μέρες το να ζεις πάνω στα δέντρα ίσως να είναι πιο ασφαλισμένο απ’ το να κάθεσαι κάτω στη γη, είπε ο Γκίμλι.

Κοίταξε στο δρόμο, απέναντι απ’ το ποτάμι, που οδηγούσε στη Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα κι ύστερα πάνω στα σκοτεινά κλαδιά που τους σκέπαζαν.

— Τα λόγια σου είναι σοφά, Γκίμλι, είπε ο Άραγκορν. Δεν μπορούμε να χτίσουμε σπίτι, αλλ’ απόψε θα κάνουμε ό,τι κι οι Γκαλάντριμ και θα γυρέψουμε καταφύγιο στις κορφές των δέντρων, αν τα καταφέρουμε. Έχουμε κιόλας καθίσει εδώ πλάι στο δρόμο περισσότερο απ’ όσο είναι σοφό.


Η Ομάδα τώρα άφησε το μονοπάτι και μπήκε βαθιά στις σκιές του δάσους, πηγαίνοντας δυτικά πλάι στο βουνίσιο χείμαρρο, αφήνοντας τον Ασημόφλεβο. Όχι μακριά απ’ τους καταρράκτες του Νίμροντελ βρήκαν μια συστάδα δέντρων που μερικά απ’ αυτά σκέπαζαν το ποταμάκι. Οι μεγάλοι γκρίζοι κορμοί τους ήταν πελώριοι και το ύψος τους ούτε μπορούσες να το μαντέψεις.

— Θα σκαρφαλώσω απάνω, είπε ο Λέγκολας. Είμαι μαθημένος από δέντρα, ρίζες και κλαδιά, αν κι αυτά τα δέντρα είναι ένα είδος άγνωστο σε μένα, εκτός απ’ τ’ όνομά τους σε τραγούδια. Τα λένε Μέλιρν κι είναι αυτά που κάνουν χα κίτρινα λουλούδια, αλλά δεν έχω ποτέ μου ανεβεί σε κανένα. Θ’ ανεβώ να δω τώρα πώς είναι τα σχήμα τους κι ο τρόπος που διακλαδίζονται.

— Ό,τι κι αν είναι, είπε ο Πίπιν, θα είναι θαυμάσια δέντρα αν μπορούν να προσφέρουν ξεκούραση και σε μας, εκτός απ’ τα πουλιά. Εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ σε κούρνια!

— Τότε σκάψε μια τρύπα στο χώμα, είπε ο Λέγκολας, αν αυτό σε βολεύει καλύτερα. Αλλά θα πρέπει να σκάψεις βαθιά και γρήγορα, αν θες να κρυφτείς απ’ τους Ορκ.

Πήδησε ανάλαφρα ψηλά και πιάστηκε από ένα κλαδί που φύτρωνε στον κορμό ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του. Αλλά ενώ ακόμα ταλαντευόταν εκεί για μια στιγμή, μια φωνή ακούστηκε ξαφνικά μέσ’ απ’ τη σκιά του δέντρου πάνω του.

Ντάρο! είπε σε τόνο προστακτικό κι ο Λέγκολας έπεσε πάνω στη γη κατάπληκτος και φοβισμένος.

Ζάρωσε στον κορμό του δέντρου. Ακίνητοι! ψιθύρισε στους άλλους. Μην κουνηθείτε! Τσιμουδιά!

Ακούστηκαν χαμηλόφωνα γέλια πάνω απ’ τα κεφάλια τους κι έπειτα μια άλλη καθάρια φωνή μίλησε σε κάποια ξωτικο-διάλεκτο. Ο Φρόντο λίγα μπορούσε να καταλάβει απ’ ό,τι λεγόταν γιατί η διάλεκτος που χρησιμοποιούσαν το Ξωτικά του Δάσους ανατολικά απ’ τα βουνά ήταν διαφορετική απ’ της Δύσης. Ο Λέγκολας κοίταξε ψηλά κι απάντησε στην ίδια γλώσσα.

— Ποιοι είναι και τι λένε; ρώτησε ο Μέρι.

— Είναι Ξωτικά, είπε ο Σαμ. Δεν ακούς τις φωνές τους;

— Ναι, είναι Ξωτικά, είπε ο Λέγκολας, και λένε πως ανασαίνεις τόσο δυνατά που μπορούν να σημαδέψουν με κλειστά τα μάτια.

Ο Σαμ έβαλε βιαστικά το χέρι του στο στόμα του.

Αλλά λένε ακόμα πως δε χρειάζεται να φοβάστε. Μας έχουν πάρει είδηση εδώ και πολλή ώρα. Ακουσαν τη φωνή μου απ’ την άλλη μεριά του Νίμροντελ και κατάλαβαν πως ήμουν απ’ το βόρειο παρακλάδι της φυλής μας και γι’ αυτό δεν εμπόδισαν το πέρασμά μας· κι ύστερα άκουσαν και το τραγούδι μου. Τώρα μου λένε ν’ ανεβώ απάνω με το Φρόντο· γιατί φαίνεται πως είχαν πληροφορίες γι’ αυτόν και για το ταξίδι μας. Παρακαλούν τους υπόλοιπους να περιμένουν λίγο και να φυλάνε στη ρίζα του δέντρου, ώσπου ν’ αποφασίσουν τι θα γίνει..

Μια σκάλα κατέβηκε απ’ τις σκιές ψηλά: ήταν φτιαγμένη από ασημόγκριζο σκοινί που φωσφόριζε στο σκοτάδι και, αν κι έδειχνε λεπτή, αποδείχτηκε αρκετά γερή ώστε ν’ αντέξει το βάρος πολλών αντρών. Ο Λέγκολας ανέβηκε πάνω ανάλαφρα κι ο Φρόντο ακολούθησε αργά· πίσω ανέβαινε ο Σαμ, προσπαθώντας να μην αναπνέει δυνατά. Τα κλαδιά του μάλορν φύτρωναν σχεδόν οριζόντια απ’ τον κορμό κι ύστερα γύριζαν προς τα πάνω· αλλά κοντά στην κορφή ο κεντρικός κορμός διακλαδιζόταν και σχημάτιζε μια κορόνα από πολλά κλαδιά και, ανάμεσα σ’ αυτά, βρήκαν πως ήταν στημένη μια ξύλινη πλατφόρμα ή φλετ, όπως έλεγαν τις πλατφόρμες εις μέρες εκείνες: τα Ξωτικά την έλεγαν τάλαν. Ανέβαινες πάνω από μια τρύπα στη μέση, απ’ όπου περνούσε κι ανεμόσκαλα.

Όταν ο Φρόντο έφτασε τέλος πάνω στο φλετ βρήκε το Λέγκολας να κάθεται μαζί μ’ άλλα τρία Ξωτικά. Ήταν ντυμένα μ’ ένα σκιερό γκρι χρώμα και δεν ξεχώριζαν ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, εκτός κι αν κουνιόντουσαν απότομα. Σηκώθηκαν όρθια κι ένας απ’ αυτούς ξεσκέπασε μια μικρή λάμπα που έβγαζε μια λεπτή ασημένια ακτίνα. Την κράτησε ψηλά και κοίταξε τα πρόσωπα του Φρόντο και του Σαμ. Ύστερα έκλεισε πάλι το φως και τους καλωσόρισε στη γλώσσα του. Ο Φρόντο απάντησε κομπιάζοντας.

— Καλώς ήρθατε! είπε το Ξωτικό πάλι στην Κοινή Γλώσσα, μιλώντας αργά. Σπάνια μιλάμε άλλη γλώσσα εκτός απ’ τη δική μας, γιατί τώρα ζούμε στην καρδιά του δάσους και δεν ανοίγουμε πρόθυμα σχέσεις μ’ άλλους λαούς. Ακόμα κι οι δικοί μας στο βοριά έχουν αποξενωθεί από μας. Αλλά υπάρχουν μερικοί ακόμα ανάμεσα μας που βγαίνουν έξω για να μαζέψουν πληροφορίες και να παρακολουθήσουν τους εχθρούς μας· κι αυτοί μιλούν τις γλώσσες άλλων τόπων. Είμαι κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Τ’ όνομά μου είναι Χάλντιρ. Τ’ αδέλφια μου, ο Ρούμιλ κι ο Ορόφιν, μιλούν πολύ λίγο τη γλώσσα σας.

» Αλλά ακούσαμε φήμες για τον ερχομό σας. Οι αγγελιοφόροι του Έλροντ κέρασαν απ’ το Λόριεν στο δρόμο του γυρισμού τους απ’ τη Σκιοχείμαρρη Σκάλα, Δεν είχαμε ακούσει για — χόμπιτ, για τοσοδούληδες, για πολλά πολλά χρόνια και δεν ξέραμε πως ζούσαν ακόμα στη Μέση-Γη. Δε φαίνεστε κακοί! Και μιας κι έρχεστε μ’ ένα Ξωτικό της γενιάς μας, είμαστε πρόθυμοι να σας κάνουμε φίλους, όπως μας το ζήτησε ο Έλροντ· αν και δε συνηθίζουμε να οδηγούμε ξένους μέσ’ από τη γη μας. Αλλά απόψε πρέπει να μείνετε εδώ. Πόσοι είσαστε;

— Οκτώ, είπε ο Λέγκολας. Εγώ, τέσσερις χόμπιτ και δυο άνθρωποι· ο έ νας απ’ αυτούς, ο Άραγκορν, είναι φίλος των Ξωτικών της Δύσης.

— Το όνομα του Άραγκορν γιου του Άραθορν είναι γνωστό στο Λόριεν, είπε ο Χάλντιρ, κι έχει την εκτίμηση της Κυράς μας. Όλα εντάξει, λοιπόν. Αλλά όμως μου είπες μόνο εφτά.

— Ο όγδοος είναι νάνος, είπε ο Λέγκολας.

— Νάνος! είπε ο Χάλντιρ. Αυτό δεν είναι καλό. Δεν έχουμε καμιά επαφή με τους Νάνους απ’ τις Σκοτεινές Μέρες κι εδώ. Δεν επιτρέπεται να μπαίνουν στην περιοχή μας. Δεν μπορώ να τον αφήσω να περάσει.

— Μα είναι απ’ το Βουνό της Μοναξιάς, ένας απ’ τους έμπιστους του Ντάιν και φίλος του Έλροντ, είπε ο Φρόντο. Ο ίδιος ο Έλροντ τον διάλεξε για σύντροφό μας κι έχει αποδειχτεί γενναίος και πιστός.

Τα Ξωτικά κουβέντιασαν μεταξύ τους και ζήτησαν πληροφορίες απ’ το Λέγκολας στη γλώσσα τους.

— Πολύ καλά, είπε ο Χάλντιρ στο τέλος. Θα το κάνουμε αν και δε συμφωνούμε. Αν ο Άραγκορν κι ο Λέγκολας αναλαμβάνουν την ευθύνη γι’ αυτόν και τον προσέχουν, να περάσει. Αλλά θα περάσει μέσα απ’ το Λοθλόριεν με δεμένα τα μάτια.

»Τώρα όμως δεν είναι ώρα για να κουβεντιάζουμε. Οι άλλοι δεν πρέπει να μένουν κάτω. Παρακολουθούμε τα ποτάμια από τότε που είδαμε μια μεγάλη στρατιά Ορκ να πηγαίνει βόρεια κατά τη Μόρια, ακολουθώντας τους πρόποδες των βουνών, εδώ και πολλές μέρες. Οι λύκοι ουρλιάζουν στα σύνορα του δάσους, Αν στ’ αλήθεια έρχεστε απ’ τη Μόρια, ο κίνδυνος δε θα ’ναι και πολύ μακριά πίσω. Νωρίς αύριο πρέπει να φύγετε.

» Οι τέσσερις χόμπιτ θ’ ανεβούν εδώ και θα μείνουν μαζί μας — δεν τους φοβόμαστε! Έχει άλλο ένα τάλαν στο διπλανό δέντρο. Οι άλλοι πρέπει να κρυφτούνε εκεί. Εσύ, Λέγκολας, θα είσαι υπεύθυνος γι’ αυτούς. Φώναξέ μας αν τίποτα δεν πάει καλά! Και τα μάτια σου δεκατέσσερα σ’ εκείνο το νάνο!


Ο Λέγκολας αμέσως κατέβηκε απ’ τη σκάλα για να μεταφέρει το μήνυμα του Χάλντιρ· και σε λίγο ο Μέρι κι ο Πίπιν σκαρφάλωσαν ως το ψηλό φλετ. Ήταν λαχανιασμένοι καν φαίνονταν μάλλον φοβισμένοι.

— Να ’μαστε! είπε ο Μέρι κοντανασαίνοντας. Κουβαλήσαμε εδώ πάνω και τις δικές σας κουβέρτες μαζί με τις δικές μας. Ο Γοργοπόδαρος έκρυψε τα υπόλοιπα μπαγκάζια σ’ ένα σωρό από πεσμένα φύλλα.

— Δεν υπήρχε λόγος να τις κουβαλήσετε, είπε ο Χάλντιρ. Το χειμώνα κάνει κρύο στις κορφές των δέντρων, αν κι ο άνεμος είναι νοτιάς απόψεαλλά εμείς έχουμε φαγητό και πιοτό να σας δώσουμε που θα διώξει την ψύχρα της νύχτας κι έχουμε να σας δώσουμε και γούνες και μανδύες.

Οι χόμπιτ δέχτηκαν με πολλή χαρά αυτό το δεύτερο (και πολύ καλύτερο) δείπνο. Ύστερα τυλίχτηκαν ζεστά, όχι μόνο στους γούνινους μανδύες των Ξωτικών αλλά και στις δικές τους κουβέρτες, και προσπάθησαν να κοιμηθούν. Αλλά, μόλο που ήταν κουρασμένοι, μόνο ο Σαμ τα κατάφερε. Οι χόμπιτ δεν αγαπούν τα ύψη και δεν κοιμούνται στο πάνω πάτωμα, ακόμα κι αν έχουν σπίτι δίπατο. Το φλετ δεν τους άρεσε καθόλου για κρεβατοκάμαρα, Δεν είχε τοίχους, ούτε καν κάγκελα· μόνο στη μια πλευρά είχε μια ελαφριά πλεχτή ψάθα που μπορούσες να τη μετακινείς και να τη βάζεις σε διαφορετικά μέρη ανάλογα με τον αέρα.

Ο Πίπιν συνέχισε να κουβεντιάζει για λίγο.

— Ελπίζω, αν τα καταφέρω βέβαια να κοιμηθώ εδώ πάνω, να μην κυλίσω χάμο), είπε.

— Εγώ, σαν αποκοιμηθώ, είπε ο Σαμ, θα συνεχίσω να κοιμάμαι, είτε κυλίσω χάμω είτε όχι. Κι όσο λιγότερα λέμε, τόσο πιο γρήγορα θα κοιμηθώ, αν με καταλαβαίνεις.


Ο Φρόντο έμεινε αρκετή ώρα ξαπλωμένος ξυπνητός και κοίταζε τ’ αστέρια ψηλά. που έλαμπαν ανάμεσα απ’ τις χλωμές τρεμάμενες φυλλωσιές. Ο Σαμ, πλάι του, ροχάλιζε πολύ πριν αυτός ο ίδιος κλείσει τα μάτια του. Μπορούσε αμυδρά να δει τις γκρίζες σιλουέτες των δυο Ξωτικών να κάθονται ακίνητα, με τα χέρια γύρω απ’ τα γόνατα και να κουβεντιάζουν ψιθυριστά. Το άλλο είχε κατεβεί να φυλάξει σκοπός σ’ ένα απ’ τα χαμηλότερα κλαδιά. Τέλος νανουρισμένος απ’ τον αέρα στα κλαδιά από πάνω και το γλυκό μουρμούρισμα του καταρράκτη του Νίμροντελ κάτω, ο Φρόντο αποκοιμήθηκε με το τραγούδι του Λέγκολας στο μυαλό του.

Αργά τη νύχτα ξύπνησε. Οι άλλοι χόμπιτ κοιμόντουσαν. Τα Ξωτικά ήταν φευγάτα. Ένα λεπτό μισοφέγγαρο λαμπύριζε αμυδρά ανάμεσα στις φυλλωσιές. Ο αέρας είχε κόψει. Λίγο πιο μακριά άκουσε ένα άγριο γέλιο και πατήματα από πολλά πόδια κάτω στη γη. Ακουγόταν θόρυβος από σιδερικά που έσβησε αργά μακριά και φαινόταν να πηγαίνει κατά το νοτιά, μέσα στο δάσος. Ένα κεφάλι παρουσιάστηκε ξαφνικά απ’ την τρύπα του φλετ. Ο Φρόντο ανακάθισε τρομαγμένος και είδε πως ήταν ένα γκριζοκουκουλωμένο Ξωτικό. Κοίταξε τους χόμπιτ.

— Τι είναι; είπε ο Φρόντο.

Ιρκ! είπε το Ξωτικό, ψιθυριστά κι έριξε πάνω στο φλετ την τυλιγμένη ανεμόσκαλα.

— Ορκ! είπε ο Φρόντο. Τι γυρεύουν; Αλλά το Ξωτικό είχε φύγει.

Δεν ακούστηκαν άλλοι θόρυβοι. Ακόμα κι οι φυλλωσιές ήταν σιωπηλές κι ο ίδιος ο καταρράκτης φαινόταν να κάνει λιγότερο θόρυβο. Ο Φρόντο ανακάθισε κι ανατρίχιασε μες στα σκεπάσματά του. Ένιωθε ανακούφιση που δεν τους είχαν πιάσει κάτω· αλλά δεν αισθανόταν πως τα δέντρα έδιναν αρκετή προστασία, εκτός για κρύψιμο προσωρινά. Οι Ορκ είχαν μύτη σαν κυνηγιάρικα σκυλιά, έλεγαν, και μπορούσαν κιόλας να σκαρφαλώνουν. Τράβηξε το Κεντρί: άστραφτε και γυάλιζε σαν γαλάζια φλόγα· κι ύστερα, αργά, έσβησε πάλι και θάμπωσε. Μόλο που το σπαθί του έσβησε, το αίσθημα του άμεσου κίνδυνου δεν άφηνε το Φρόντο, μάλλον δυνάμωνε. Σηκώθηκε και σύρθηκε ως το άνοιγμα και κοίταξε προσεκτικά κάτω. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως μπορούσε ν’ ακούσει κάτι κρυφές κινήσεις στη ρίζα του δέντρου κάτω.

Όχι Ξωτικά· γιατί τα Ξωτικά που ζουν στα δάση δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο με τις κινήσεις τους. Άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο σαν ρουθούνισμα· και του φάνηκε πως κάτι σαν να γραντζούνιζε τη φλούδα του κορμού. Κοίταξε κάτω στο σκοτάδι, κρατώντας την αναπνοή του.

Κάτι σκαρφάλωνε τώρα αργά κι η ανάσα του έβγαινε σαν σιγαλό σφύριγμα μέσα από κλεισμένα δόντια. Ύστερα, κοντά στον κορμό, είδε ο Φρόντο ν’ ανεβαίνουν δυο χλωμά μάτια. Σταμάτησαν και κοιτούσαν προς τα πάνω δίχως ν’ ανοιγοκλείνουν. Ξαφνικά έστριψαν και μια σκοτεινή σιλουέτα γλίστρησε απ’ τον κορμό τού δέντρου κι εξαφανίστηκε.

Αμέσως μετά ο Χάλντιρ ανέβηκε γρήγορα ανάμεσα στα κλαδιά.

— Ήταν κάτι σ’ αυτό το δέντρο που δεν το ’χω ξαναδεί, είπε. Δεν ήταν Ορκ. Το ’σκασε μόλις άγγιξα τον κορμό του δέντρου. Έδειχνε πολύ προσεκτικό και φυλαγόταν, είχε και κάποια επιδεξιότητα στο σκαρφάλωμα ει δαλλιώς θα νόμιζα πως ήταν ένας από σας τους χόμπιτ.

» Δεν το τόξεψα, γιατί δεν τολμούσα να ξεσηκώσω φωνές: δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε μάχη. Ένας δυνατός λόχος από Ορκ πέρασε. Διασχίσανε το Νίμροντελ — κατάρα στα βρομερά τους πόδια μες στο καθαρό του νερό! — και συνέχισαν τον παλιό δρόμο πλάι στο ποτάμι. Κάτι θα οσμίστηκαν φαίνεται, γιατί έψαξαν τη γη στο μέρος που είχατε σταματήσει. Οι τρεις εμείς δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε μ’ εκατό, γι’ αυτό τους βγήκαμε μπροστά και μιλούσαμε με παραπλανητικές φωνές και τους παρασύραμε στο δάσος μέσα.

» Ο Ορόφιν πάει τώρα γρήγορα να ειδοποιήσει τους δικούς μας. Κανείς από τους Ορκ δε θα βγει ξανά έξω απ’ το Λόριεν. Και θα βρίσκονται πολλά Ξωτικά κρυμμένα στα βορινά σύνορα πριν νυχτώσει ξανά. Εσείς όμως πρέπει να φύγετε για το Νοτιά αμέσως μόλις φέξει.


Η μέρα χάραξε χλωμή στην Ανατολή. Καθώς το φως δυνάμωνε και περνούσε φιλτραρισμένο ανάμεσα απ’ τα φύλλα του μάλορν, οι χόμπιτ νόμισαν πως έβλεπαν ν’ ανατέλλει ο ήλιος ενός δροσερού καλοκαιριάτικου πρωινού. Ένας χλωμός γαλάζιος ουρανός φαινόταν ανάμεσα απ’ τα κλαδιά που κουνιόνταν. Κοιτάζοντας ο Φρόντο από ένα άνοιγμα στη νότια πλευρά του φλετ. είδε όλη την κοιλάδα του Ασημόφλεβου ν’ απλώνεται σαν θάλασσα από κιτρινοκόκκινο χρυσάφι που το κουνάει ελαφρά η αύρα.

Ήταν ακόμα νωρίς κι έκανε κρύο όταν η Ομάδα ξεκίνησε πάλι, με οδηγούς τώρα το Χάλντιρ και τον αδελφό του το Ρούμιλ.

— Αντίο, γλυκέ Νίμροντελ! φώναξε ο Λέγκολας.

Ο Φρόντο κοίταξε πίσω κι είδε τον άσπρο αφρό ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων.

— Αντίο, είπε. Του φαινόταν πως ποτέ δε θα ξανάκουγε τόσο όμορφο τρεχούμενο νερό, που συνεχώς ανακάτευε τις νότες του σε μια ατέλειωτη και πάντα διαφορετική μουσική.

Πήγαν πίσω στο μονοπάτι που ακολουθούσε ακόμα τη δυτική όχθη του Ασημόφλεβου και για κάμποση ώρα το ακολούθησαν νότια. Στο χώμα φαίνονταν τ’ αποτυπώματα απ’ τα πόδια των Ορκ. Γρήγορα όμως ο Χάλντιρ έστριψε μέσα στα δέντρα και σταμάτησε στην όχθη του ποταμού κάτω απ’ τη σκιά τους.

— Είναι ένας απ’ τους δικούς μας εκεί πέρα απέναντι απ’ το ποτάμι, είπε, αν κι εσείς μπορεί να μην τον βλέπετε.

Έβγαλε μια φωνή σαν σιγανό σφύριγμα πουλιού και μέσα απ’ ένα σύδεντρο βγήκε ένα Ξωτικό. Ήταν ντυμένο στα γκρίζα, αλλά είχε ριγμένη πίσω την κουκούλα του. Τα μαλλιά του έλαμπαν σαν χρυσάφι στο πρωινό φως του ήλιου. Ο Χάλντιρ πέταξε επιδέξια πάνω απ’ το νερό μια κουλούρα γκρίζο σκοινί και το Ξωτικό την έπιαοε κι έδεσε την άκρη της σ’ ένα δέντρο κοντά στην όχθη.

— Ο Σέλεμπορν γίνεται απ’ εδώ κιόλας, όπως βλέπετε, πολύ ορμητικός, είπε ο Χάλντιρ, και κυλάει γρήγορα και βαθιά κι είναι πολύ παγωμένος. Δε βρέχουμε τα πόδια μας μέσα του τόσο βόρεια, εκτός κι αν δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Αλλά τούτες τις μέρες που συνεχώς βρισκόμαστε σ’ επιφυλακή και προσέχουμε, δε φτιάχνουμε γέφυρα. Έτσι περνάμε απέναντι! Ακολουθήστε με! Έδεσε τη δική του άκρη του σκοινιού γύρω απ’ ένα άλλο δέντρο κι ύστερα έτρεξε ανάλαφρα πάνω του, πάνω απ’ το ποτάμι και πάλι πίσω. λες και περπατούσε σε δρόμο.

— Εγώ μπορώ να περάσω, είπε ο Λέγκολας· αλλά οι άλλοι δε θα τα καταφέρουν. Πρέπει να περάσουν κολυμπώντας;

— Όχι! είπε ο Χάλντιρ. Έχουμε δυο σκοινιά ακόμα. Θα τα δέσουμε ψηλότερα απ’ αυτό, το ένα στο ύψος των ώμων και το άλλο στης μέσης και πιάνοντάς τα οι ξένοι θα μπορέσουν με προσοχή να περάσουν απέναντι.

Σα φτιάχτηκε η λεπτή αυτή γέφυρα, η Ομάδα πέρασε, μερικοί προσεκτικά κι αργά κι άλλοι πιο εύκολα. Απ’ τους χόμπιτ καλύτερος βγήκε ο Πίπιν, γιατί πατούσε σταθερά και πέρασε γρήγορα, πιάνοντας μόνο με το ’να χέρι· αλλά είχε τα μάτια του καρφωμένα στην αντίπερα όχθη και δεν κοίταζε κάτω. Ο Σαμ πέρασε κουτσά στραβά. Βαστιόταν μ’ όλη του τη δύναμη και κοίταζε κάτω το χλωμό νερό που στροβιλιζόταν, λες κι ήταν άβυσσος στα βουνά.

Ανάπνευσε μ’ ανακούφιση, όταν πέρασε ασφαλισμένα απέναντι.

— Όσο ζω μαθαίνω! όπως έλεγε κι ο πατέρας μου. Αν κι αυτός είχε στο νου του την κηπουρική, όχι το κούρνιασμα σαν τα πουλιά ή τα ακροβατικά σαν την αράχνη. Ούτε κι ο θείος μου ο Άντι δεν κατάφερε ποτέ του τέτοιο κόλπο!

Όταν τελικά ύλη η Ομάδα συγκεντρώθηκε στην ανατολική όχθη του Ασημόφλεβου, τα Ξωτικά έλυσαν τα σκοινιά και τύλιξαν τα δύο. Ο Ρούμιλ, που έχει μείνει στην άλλη όχθη, τράβηξε πίσω το τελευταίο, το κρέμασε στον ώμο του και, κουνώντας το χέρι, έφυγε να πάει πίσω στο Νίμροντελ να φυλάξει σκοπιά.

— Τώρα, φίλοι μου, είπε ο Χάλντιρ, έχετε περάσει στο Νάιθ του Λόριεν, ή στο Τρίγωνο όπως θα λέγατε, γιατί αυτή η περιοχή εκτείνεται; σαν τη μύτη από ακόντιο, ανάμεσα στον Ασημόφλεβο και στο Μεγάλο Άντουιν. Δεν αφήνουμε κανένα ξένο να κατασκοπεύσει τα μυστικά του Νάιθ. Κι αλήθεια, λίγοι είναι εκείνοι που παίρνουν άδεια να πατήσουν ακόμα και το πόδι τους εδώ.

«Όπως συμφωνήσαμε, εδώ θα δέσω τα μάτια του Γκίμλι του Νάνου. Οι υπόλοιποι μπορούν να προχωρήσουν ελεύθεροι για λίγο, ώσπου να πλησιάσουμε περισσότερο στις κατοικίες μας, στο Έγκλαντιλ κάτω, στη Γωνία ανάμεσα στα ποτάμια.

Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Γκίμλι.

— Η συμφωνία έγινε χωρίς τη συγκατάθεση μου, είπε. Δεν πηγαίνω με δεμένα τα μάτια σαν κανένας ζητιάνος ή αιχμάλωτος. Και δεν είμαι κατάσκοπος. Οι δικοί μου δεν είχαν ποτέ καμιά σχέση με τους υπηρέτες του Εχθρού. Ούτε έχουμε κάνει κακό στα Ξωτικά. Δεν πρόκειται να σας προδώσω περισσότερο απ’ το Λέγκολας ή κάποιον άλλον απ’ τους συντρόφους μου.

— Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό που λες, είπε ο Χάλντιρ. Αυτός όμως είναι ο νόμος μας. Δεν τον έφτιαξα εγώ το νόμο και δεν μπορώ να τον παραβλέψω. Κι έχω κιόλας κάνει πολλά επιτρέποντάς σου να περάσεις απέναντι το Σέλεμπραντ.

Ο Γκίμλι πείσμωσε. Πάτησε τα πόδια του γερά στη γη ανοιχτά κι έβαλε το χέρι του στη λαβή του τσεκουριού του.

— Θα προχωρήσω ελεύθερος, είπε, ειδαλλιώς θα γυρίσω πίσω και θα πάω να βρω τη χώρα μου, που με ξέρουν πως βαστάω το λόγο μου, ακόμα κι αν χαθώ μονάχος στην ερημιά.

— Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω, είπε ο Χάλντιρ αυστηρά. Τώρα που έχεις φτάσει ως εδώ, πρέπει να παρουσιαστείς μπροστά στον Άρχοντα και στην Κυρά. Αυτοί θα σε κρίνουν και θα σε κρατήσουν ή θα σ’ αφήσουν, ανάλογα με το τι θ’ αποφασίσουν. Δεν μπορείς να ξαναπεράσεις τα ποτάμια και πίσω σου τώρα υπάρχουν κρυφοί φύλακες που δε θα σ’ αφήσουν να περάσεις. Θα σε σκότωναν πριν προλάβεις να τους δεις.

Ο Γκίμλι τράβηξε το πελέκι απ’ τη ζώνη του. Ο Χάλντιρ κι ο σύντροφός του τέντωσαν τα τόξα τους.

— Μπα, που να τους πάρει τους Νάνους και την περηφάνια τους! είπε ο Λέγκολας.

— Ελάτε! είπε ο Άραγκορν. Αν είμαι ακόμα αρχηγός αυτής της Ομάδας, πρέπει να κάνετε ό,τι σας πω. Είναι σκληρό για το Νάνο να τον ξεχωρίζουν έτσι. Θα μας δέσουν όλων μας τα μάτια, ακόμα και του Λέγκολας. Έτσι θα ’ναι καλύτερα, αν και θα κάνει το ταξίδι αργό κι ανιαρό.

Ο Γκίμλι έβαλε ξαφνικά τα γέλια.

— Μωρέ, θα ’μαστε οχτώ χαζοί στη σειρά! Θα μας πηγαίνει ο Χάλντιρ μ’ ένα σκοινάκι σαν τους πολλούς τυφλούς με τον ένα σκύλο; Εγώ όμως θα είμαι ευχαριστημένος αν ο Λέγκολας μονάχα μοιραστεί την τύχη μου.

— Εγώ είμαι Ξωτικό και συγγενής εδώ, είπε ο Λέγκολας, θυμώνοντας κι αυτός με τη σειρά του.

— Φωνάξτε τώρα: «Μπα που να τα πάρει τα Ξωτικά και την περηφάνια τους!» είπε ο Άραγκορν. Αλλά όλη η Ομάδα θα έχει την ίδια μεταχείριση.

Έλα, δέσε μας τα μάτια, Χάλντιρ!

— Θα ζητήσω πλήρη αποζημίωση για κάθε πέσιμο και χτυπημένο δάχτυλο, αν δε μας πας καλά, είπε ο Γκίμλι την ώρα που έδεναν μ’ ένα πανί τα μάτια του.

— Δε θα μπορέσεις, είπε ο Χάλντιρ. Θα σας οδηγήσω καλά και τα μονοπάτια είναι ομαλά και ίσια.

— Αλίμονο για τον παραλογισμό των ημερών αυτών! είπε ο Λέγκολας. Εδώ όλοι είμαστε εχθροί του Εχθρού κι όμως εγώ πρέπει να περπατώ τυφλός, ενώ ο ήλιος χαίρεται στο δάσος μες στα φύλλα τα χρυσά!

— Μπορεί να φαίνεται παραλογισμός, είπε ο Χάλντιρ. Και στ’ αλήθεια, πουθενά αλλού δε φαίνεται τόσο καθαρά η δύναμη του Σκοτεινού Άρχοντα όσο στην αποξένωση που χωρίζει όλους εκείνους που του αντιστέκονται ακόμα. Αλλά τόση λίγη πίστη κι εμπιστοσύνη βρίσκουμε τώρα στον κόσμο έξω απ’ το Λοθλόριεν, εκτός ίσως απ’ το Σκιστό Λαγκάδι, που δεν τολμούμε, δείχνοντας εμπιστοσύνη, να βάλουμε σε κίνδυνο τον τόπο μας. Ζούμε τώρα σ’ ένα νησί, που θανάσιμοι κίνδυνοι το κυκλώνουν και τα χέρια μας παίζουν πιο πολύ τις χορδές των τόξων παρά τις χορδές της άρπας.

» Για πολύ καιρό μας προστάτευαν τα ποτάμια, αλλά δεν είναι σίγουρη προστασία πια· γιατί η Σκιά έχει φτάσει σερνόμενη στο Βοριά και μας περικυκλώνει. Μερικοί λένε να φύγουμε, όμως και γι’ αυτό φαίνεται κιόλας πως είναι πολύ αργά. Τα βουνά στη δύση γίνονται όλο και πιο επικίνδυνα· στην Ανατολή οι τόποι έχουν ερημώσει κι έχουν γεμίσει με τα πλάσματα του Σόρον· και κυκλοφορεί η φήμη πως τώρα δεν μπορούμε να περάσουμε με ασφάλεια νότια μέσ’ απ’ το Ρόαν και οι εκβολές του Μεγάλου Ποταμού παρακολουθούνται απ’ τον Εχθρό. Ακόμα κι αν μπορούσαμε να φτάσουμε στις ακτές της Θάλασσας, δε θα βρίσκαμε κανένα καταφύγιο εκεί πια. Λένε πως υπάρχουν ακόμα τα λιμάνια των Ανώτερων Ξωτικών, αλλά βρίσκονται μακριά στο βοριά και στη δύση, πέρα απ’ τη χώρα των Τοσοδούληδων. Αλλά προς τα πού μπορεί να πέφτουν αυτά, αν κι ο Άρχοντας και η Κυρά μπορεί να ξέρουν, εγώ δεν ξέρω.

— Θα ’πρεπε τουλάχιστο να το μαντεύεις, αφότου είδες εμάς, είπε ο Μέρι. Υπάρχουν λιμάνια των Ξωτικών στα δυτικά της χώρας μου, στο Σάιρ, που ζουν οι χόμπιτ.

— Ευτυχισμένος λαός οι χόμπιτ που ζουν κοντά στις ακτές της θάλασσας! είπε ο Χάλντιρ. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που οι δικοί μας έχουν να τη δουν, αν κι ακόμα τη θυμόμαστε στα τραγούδια μας. Μίλησέ μου για κείνα τα λιμάνια όπως πηγαίνουμε.

— Δεν μπορώ, είπε ο Μέρι. Δεν τα έχω δει ποτέ μου. Δεν έχω ξαναβγεί έξω απ’ τη χώρα μου. Κι αν ήξερα πώς είναι ο κόσμος έξω, δε νομίζω πως θα μου ’κανε καρδιά να την αφήσω.

— Ούτε για να δεις το ωραίο Λοθλόριεν; είπε ο Χάλντιρ. Βέβαια, ο κόσμος είναι γεμάτος κινδύνους και υπάρχουν πολλοί σκοτεινοί τόποι· αλλ’ όμως υπάρχουν ακόμα πολλά που είναι ωραία και, αν και σ’ όλους τους τόπους τώρα η αγάπη είναι ανακατεμένη με τη θλίψη, ίσως γι’ αυτό μεγαλώνει και γίνεται πιο τρανή.

» Μερικοί από μας τραγουδούν πως η Σκιά θα τραβηχτεί και θά ’ρθει ξανά ειρήνη. Όμως εγώ δεν πιστεύω πως ο κόσμος γύρω μας θα ξαναγίνει ποτέ όπως ήταν παλιά, ή το φως του Ήλιου όπως πρώτα. Για τα Ξωτικά, πολύ φοβάμαι, πως στην καλύτερη περίπτωση θ’ αποδειχτεί ανακωχή, έτσι ώστε να μπορέσουν να πάνε στη θάλασσα ανεμπόδιστα και ν’ αφήσουν τη Μέση-Γη για πάντα. Αλίμονο στο Λοθλόριεν π’ αγαπώ! Θα ’ναι φτωχή η ζωή σε μια γη που δε θα φυτρώνουν μάλορν. Αλλά κανείς δεν μας έχει πει αν υπάρχουν δέντρα-μάλορν πέρα απ’ τη Μεγάλη Θάλασσα.

Όσο κουβέντιαζαν έτσι, η Ομάδα προχωρούσε αργά, ο ένας πίσω από τον άλλο, στα μονοπάτια του δάσους, με οδηγό το Χάλντιρ, ενώ το άλλο Ξωτικό περπατούσε πίσω. Ένιωθαν τη γη κάτω απ’ τα πόδια τους ομαλή και μαλακή κι ύστερα από λίγο άρχισαν να περπατούν πιο ελεύθερα, χωρίς φόβο μην πέσουν ή χτυπήσουν. Στερημένος την όρασή του ο Φρόντο βρήκε πως η ακοή και οι άλλες του αισθήσεις είχαν γίνει οξύτερες. Μπορούσε να μυρίσει τα δέντρα και το γρασίδι που πατούσαν. Μπορούσε ν’ ακούσει τις διαφορετικές νότες στο θρόισμα των φύλλων πάνω του, το ποτάμι να μουρμουρίζει δεξιά του και τις λεπτές καθάριες φωνές των πουλιών στον ουρανό. Ένιωθε τον ήλιο στο πρόσωπό του και πάνω στα χέρια του κάθε φορά που περνούσαν από ξέφωτο.

Αμέσως μόλις πάτησε το πόδι του στην απέναντι όχθη του Ασημόφλεβου τον κυρίεψε ένα παράξενο αίσθημα, που δυνάμωνε όσο έμπαινε βαθύτερα στο Νάιθ: του φαινόταν λες κι είχε περάσει ένα γεφύρι στο χρόνο κι είχε βγει σε μια γωνιά των Παλιών Ημερών και πως τώρα περπατούσε σ’ ένα κόσμο που δεν υπήρχε πια. Στο Σκιστό Λαγκάδι υπήρχαν αναμνήσεις των αρχαίων πραγμάτων· στο Λόριεν τα αρχαία πράγματα ζούσαν ακόμα στο σημερινό κόσμο. Το κακό είχε φανεί κι ακουστεί εδώ κι είχε γίνει γνωριμία με τη λύπη· τα Ξωτικά φοβόνταν και δεν εμπιστεύονταν τον έξω κόσμο· οι λύκοι ούρλιαζαν στα σύνορα του δάσους: αλλά στη γη του Λόριεν δεν υπήρχε σκιά,


Όλη εκείνη τη μέρα η Ομάδα προχώρησε μέχρι που ένιωσαν τη δροσιά του δειλινού να έρχεται κι άκουσαν τον άνεμο της νύχτας να ψιθυρίζει ανάμεσα στ’ αμέτρητα φυλλώματα. Ύστερα ξεκουράστηκαν και κοιμήθηκαν στη γη κάτω δίχως φόβο· γιατί οι οδηγοί τους δεν τους άφησαν να λύσουν τα μάτια τους και δεν μπορούσαν να σκαρφαλώσουν. Το πρωί συνέχισαν ξανά, περπατώντας χωρίς βιάση. Το μεσημέρι σταμάτησαν κι ο Φρόντο κατάλαβε πως είχαν βγει στον Ήλιο. Ξαφνικά άκουσε το θόρυβο από πολλές φωνές γύρω του.

Ένα σώμα στρατού Ξωτικών είχε πλησιάσει σιωπηλά: πήγαιναν βιαστικά στα βόρεια σύνορα να φυλάξουν μην τυχόν και γίνει απίθεση απ’ τη Μόρια· κι έφερναν νέα. Μερικά απ’ αυτά τα έμαθαν απ’ το Χάλντιρ. Οι Ορκ που είχαν μπει να λεηλατήσουν, είχαν πέσει σ’ ενέδρα και τους είχαν σχεδόν όλους σκοτώσει· τα υπολείμματα το είχαν βάλει στα πόδια για τα βουνά και τους κυνηγούσαν. Ένα παράξενο πλάσμα είχε επίσης εμφανιστεί, που έτρεχε με την πλάτη σκυμμένη και τα χέρια κοντά στο χώμα, σαν ζώο που όμως δεν είχε σχήμα ζώου. Δεν κατάφεραν να το πιάσουν και δεν το είχαν τοξέψει, μην ξέροντας αν είναι καλό ή κακό κι αυτό είχε χαθεί στο νοτιά κάτω στον Ασημόφλεβο.

— Επίσης, είπε ο Χάλντιρ, μου έφεραν μήνυμα από τον Άρχοντα και την Κυρά του Γκαλάντριμ. Όλοι σας να πηγαίνετε ελεύθεροι, ακόμα κι ο νάνος Γκίμλι. Φαίνεται πως η Κυρά ξέρει ποιος και τι είναι ο καθένας απ’ την Ομάδα σας. Ίσως έχουν έρθει καινούρια μηνύματα απ’ το Σκιστό Λαγκάδι.

Πρώτα έλυσε τα μάτια του Γκίμλι.

— Συγνώμη! είπε, κάνοντας βαθιά υπόκλιση. Δες μας τώρα με μάτια φιλικά. Δες και να χαίρεσαι, γιατί είσαι ο πρώτος Νάνος, απ’ τις Μέρες του Ντούριν, που βλέπεις τα δέντρα του Νάιθ του Λόριεν.

Όταν, με τη σειρά του, του ξεσκέπασαν τα μάτια, ο Φρόντο κοίταξε ψηλά και του κόπηκε η ανάσα. Στεκόταν σ’ ένα ξέφωτο. Στ’ αριστερά τους υψωνόταν ένας μεγάλος τύμβος, σκεπασμένος με γρασίδι τόσο πράσινο όσο την άνοιξη τις Μέρες τις Παλιές. Στην κορφή του, σαν διπλή κορόνα, φύτρωναν δυο κύκλοι δέντρα: τα εξωτερικά είχαν κάτασπρη φλούδα κι ήταν χωρίς φύλλα, αλλά ήταν όμορφα γιατί η γύμνια τους ήταν καλλίγραμμη· τα εσωτερικά ήταν μάλορν πανύψηλα, στολισμένα ακόμα με χλωμό χρυσάφι. Ψηλά ανάμεσα στα κλαδιά ενός θεόρατου δέντρου, που υψωνόταν στη μέση των άλλων, έλαμπε ένα άσπρο φλετ. Στις ρίζες των δέντρων και παντού γύρω στις πράσινες λοφοπλαγιές το γρασίδι ήταν κεντημένο με μικρά χρυσά λουλούδια σαν αστέρια. Ανάμεσά τους, πάνω σε λεπτά κι ευλύγιστα κοτσάνια, υπήρχαν άλλα λουλούδια, άσπρα και πολύ χλωμά πράσινα: λαμπύριζαν σαν δροσιά κάνω στο πλούσιο χρώμα του γρασιδιού. Και πάνω απ’ όλα ο ουρανός ήταν γαλάζιος κι ο ήλιος του απομεσήμερου έπεφτε πάνω στο λόφο κι έριχνε μακρουλές πράσινες σκιές κάτω από τα δέντρα.

— Κοιτάξτε! Βρισκόμαστε στο Κέριν Άμροθ, είπε ο Χάλντιρ. Εδώ είναι η καρδιά του αρχαίου βασιλείου, όπως ήταν παλιά, κι εδώ είναι ο τύμβος του Άμροθ, που σε μέρες πιο ευτυχισμένες στεκόταν το ψηλό του σπίτι. Εδώ πάντα ανθίζουν τα χειμωνιάτικα λουλούδια στο χορτάρι που ποτέ δεν ξεθωριάζει: τα κίτρινα elanor (έλανορ) και τα χλωμά niphredil (νίφρεντιλ). Θα μείνουμε για λίγο εδώ και θα μπούμε στην πόλη των Γκαλάντριμ το δειλινό.

Οι άλλοι ξαπλωθηκαν στο μυρωμένο χορτάρι, αλλά ο Φρόντο στάθηκε για λίγο ακόμα συνεπαρμένος. Του φαινόταν λες κι είχε περάσει ένα ψηλό παράθυρο που έβλεπε σ’ ένα χαμένο κόσμο, που το φως του δεν είχε όνομα για να το περιγράψει. Ό,τι έβλεπε ήταν καλοφτιαγμένο, τα σχήματα φαίνονταν αμέσως ξεκάθαρα, λες και τώρα για πρώτη φορά είχαν σχεδιαστεί με το ξεσκέπασμα των ματιών του κι ήταν ταυτόχρονα πανάρχαια, λες κι άντεχαν αιώνια. Δεν είδε κανένα άλλο χρώμα εκτός απ’ αυτά που ήξερε, χρυσαφί, άσπρο, γαλάζιο και πράσινο, μα ήταν φρέσκα κι έντονα λες κι εκείνη τη στιγμή να τα είχε δει για πρώτη φορά και τους είχε δώσει ονόμακι. ολοκαίνουρια κι υπέροχα. Το χειμώνα εδώ καμιά καρδιά δε θα μπορούσε να λυπηθεί για το καλοκαίρι ή την άνοιξη. Κανένα ψεγάδι, αρρώστια ή παραμόρφωση δε διακρινόταν σε τίποτα απ’ όσα φύτρωναν στη γη. Στη γη του Λόριεν δεν υπήρχε ψεγάδι.

Γύρισε κι είδε πως ο Σαμ στεκόταν τώρα δίπλα του και κοίταζε γύρω με μια έκφραση απορίας κι έτριβε τα μάτια του, λες και δεν ήταν σίγουρος πως ήταν ξυπνητός.

— Είναι ήλιος και μέρα λαμπερή, σίγουρα, είπε. Εγώ νόμιζα πως τα Ξωτικά ήταν όλο φεγγάρι κι αστέρια: αλλά τούτο δω είναι πιο ξωτικό απ’ ό,τι άκουσα ποτέ μου να λένε. Νιώθω λες και βρίσκομαι μέσα σ’ ένα τραγούδι, αν με καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.

Ο Χάλντιρ τους κοίταξε και φάνηκε στ’ αλήθεια να καταλαβαίνει και τη σκέψη και το λόγο. Χαμογέλασε.

— Νιώθετε τη δύναμη της Κυράς των Γκαλάντριμ, είπε. Θα σας άρεσε ν’ ανεβούμε μαζί στο Κέριν Άμροθ;

Τον ακολούθησαν καθώς ανέβηκε ανάλαφρα τις πρασινοντυμένες πλαγιές. Αν και περπατούσε κι ανάπνεε και γύρω του ζωντανά φύλλα και λουλούδια λικνίζονταν απ’ το ίδιο δροσάτο αγέρι που δρόσιζε το πρόσωπό του, ο Φρόντο ένιωθε πως βρισκόταν σε μια γη δίχως χρόνο, που δεν ξεθώριαζε, ούτε άλλαζε, ούτε έπεφτε στη λησμονιά. Όταν θα είχε φύγει ξανά στον έξω κόσμο, ο Φρόντο ο ταξιδευτής απ’ το Σάιρ θα περπατούσε ακόμα εδώ, πάνω στο γρασίδι, ανάμεσα στα elanor και στα niphredil στο ωραίο Λόριεν.

Μπήκαν στον κύκλο των λευκών δέντρων. Εκείνη τη στιγμή ο Νότιος Ανεμος φύσηξε στο Κέριν Άμροθ κι αναστέναξε ανάμεσα στα κλαδιά. Ο Φρόντο στάθηκε ακίνητος κι άκουγε τα κύματα από μακρινές θάλασσες να σπάζουν σ’ ακρογιάλια που είχαν εδώ και πολύ παλιά καταποντιστεί και θαλασσοπούλια, που η ράτσα τους είχε χαθεί απ’ τη γη, να φωνάζουν.

Ο Χάλντιρ είχε συνεχίσει κι ανέβαινε τώρα στο ψηλό φλετ. Καθώς ο Φρόντο ετοιμάστηκε να τον ακολουθήσει, ακούμπησε το χέρι του πάνω στο δέντρο πλάι στην ανεμόσκαλα: ποτέ του πριν δεν είχε νιώσει έτσι απότομα και τόσο έντονα την υφή της φλούδας του δέντρου και τη ζωή μέσα του. Ένιωσε μια απόλαυση στο άγγιγμα του ξύλου, όχι σαν ξυλοκόπος ούτε σαν μαραγκός· ήταν η απόλαυση του ίδιου του ζωντανού του δέντρου.

Μόλις τέλος βγήκε στην ψηλή πλατφόρμα, ο Χάλντιρ πήρε το χέρι του και τον γύρισε κατά το Νοτιά,

— Κοίτα απ’ εδώ πρώτα! είπε.

Ο Φρόντο κοίταξε και είδε, σε κάποια απόσταση ακόμα, ένα λόφο με πολλά τεράστια δέντρα, ή μια πόλη από πράσινους πύργους: τι απ’ τα δυο ήταν δεν μπορούσε να πει. Από εκεί του φαινόταν ότι έβγαινε μια δύναμη κι ένα φως που εξουσίαζε όλο τον τόπο. Ξαφνικά ένιωσε την ακατανίκητη επιθυμία να πετάξει σαν πουλί και να πάει να ξεκουραστεί στην πράσινη πόλη. Ύστερα κοίταξε ανατολικά και είδε όλη τη γη του Λόριεν ν’ απλώνεται κάτω ως τη χλωμή γυαλάδα του Άντουϊν, του Μεγάλου Ποταμού. Σήκωσε τα μάτια του στην αντίπερα όχθη κι όλο το φως έσβησε και βρέθηκε πάλι πίσω στον κόσμο που ήξερε. Πέρα απ’ το ποτάμι, η γη φαινόταν επίπεδη κι άδεια, ασχημάτιστη κι αχνή, ώσπου, πέρα μακριά, σηκωνόταν πάλι σαν τοίχος σκοτεινός κι απαίσιος. Ο ήλιος που απλωνόταν στο Λοθλόριεν δεν είχε τη δύναμη να φωτίσει τη σκοτεινιά εκείνου του μακρινού τοίχου.

— Εκεί πέρα βρίσκεται το φρούριο της νότιας άκρης του Δάσους της Σκοτεινιάς, είπε ο Χάλντιρ. Είναι ντυμένο απ’ ένα δάσος σκουρόχρωμα έλατα, που συναγωνίζονται το ένα τ’ άλλο και τα κλαδιά τους σαπίζουν το χειμώνα. Ανάμεσά τους, πάνω σ’ ένα πέτρινο ύψωμα στέκεται το Ντολ Γκούλντουρ, όπου για πολύ καιρό ζούσε ο Εχθρός κρυμμένος. Φοβόμαστε τώρα που κατοικείται πάλι και μ’ εφταπλάσια μάλιστα δύναμη. Ένα μαύρο σύννεφο συχνά απλώνεται πάνωθέ του τώρα τελευταία. Απ’ αυτό εδώ το ψηλό μέρος μπορείς να δεις τις δυο δυνάμεις που η μια αντιστέκεται στην άλλη και πάντα αγωνίζονται τώρα πνευματικά, αλλά ενώ το φως βλέπει στην καρδιά καταμεσής της σκοτεινιάς, το δικό του μυστικό δεν έχει φανερωθεί. Όχι ακόμα. Γύρισε και κατέβηκε γρήγορα κάτω κι εκείνοι τον ακολούθησαν.

Στα πόδια του λόφου ο Φρόντο βρήκε τον Άραγκορν να στέκεται ακίνητος και σιωπηλός σαν δέντρο· στα χέρια του όμως κρατούσε ένα μικρό ανθάκι elanor και είχαν φως τα μάτια του. Ήταν βυθισμένος σε κάποια ωραία ανάμνηση: κι όπως τον κοίταζε ο Φρόντο κατάλαβε πως έβλεπε πράγματα που είχαν κάποτε γίνει σ’ αυτό το μέρος. Γιατί τ’ αγριωπά χρόνια είχαν φύγει απ’ το πρόσωπο του Άραγκορν και φαινόταν ντυμένος στ’ άσπρα, ένας νιος άρχοντας ψηλός κι ωραίος· κι είπε λέξεις στη γλώσσα των Ξωτικών σε κάποιο πρόσωπο που ο Φρόντο δεν μπορούσε να δει. Arwen vanimelda, namárië! είπε, κι ύστερα πήρε μια βαθιά αναπνοή και, βγαίνοντας απ’ τους συλλογισμούς του, κοίταξε το Φρόντο και χαμογέλασε.

— Εδώ είναι η καρδιά του Βασιλείου των Ξωτικών στη γη, είπε, κι εδώ μένει η καρδιά μου για πάντα, εκτός κι αν υπάρξει ένα φως, πέρα απ’ τους σκοτεινούς δρόμους που πρέπει ακόμα να περάσουμε, εσύ κι εγώ. Έλα μαζί μου!

Και παίρνοντας το χέρι του Φρόντο στο δικό του, άφησε το λόφο του Κέριν Άμροθ και ποτέ δεν ξαναγύρισε εκεί ζωντανός.

Κεφάλαιο VII Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΓΚΑΛΑΝΤΡΙΕΛ

Ο ήλιος βασίλευε στα βουνά και οι σκιές μεγάλωναν στα δάση όταν πήραν πάλι το δρόμο. Τα μονοπάτια τώρα περνούσαν από σύδεντρα που το λυκόφως είχε κιόλας πέσει. Η νύχτα απλώθηκε κάτω από τα δέντρα ενώ προχωρούσαν και τα Ξωτικά ξεσκέπασαν τις ασημένιες τους λάμπες.

Ξαφνικά βρέθηκαν στ’ ανοιχτά πάλι κάτω από ένα χλωμό βραδινό ουρανό κεντημένο με λίγα πρώιμα άστρα. Μπροστά τους ανοιγόταν ένας μεγάλος άδεντρος χώρος που προχωρούσε και από δεξιά και από αριστερά και απομακρυνόταν κυκλικά. Στην εσωτερική καμπύλη του υπήρχε μια βαθιά τάφρος που χανόταν στις απαλές σκιές, το χορτάρι όμως στις άκρες της ήταν ολοπράσινο, λες κι έλαμπε ακόμα στην ανάμνηση του ήλιου που είχε φύγει. Στην απέναντι πλευρά της ορθωνόταν πανύψηλος ένας πράσινος τοίχος που περικύκλωνε ένα πράσινο λόφο γεμάτο μάλορν ψηλότερα από κάθε δέντρο που είχαν ως τώρα δει εκεί. Το ύψος τους δεν μπορούσες ούτε καν να το μαντέψεις όπως στέκονταν ολόρθα στο λυκόφως σαν ζωντανοί πύργοι. Στα κλαδιά τους, ανάμεσα στα φύλλα που λικνίζονταν ασταμάτητα, έλαμπαν αμέτρητα φώτα, πράσινα, χρυσά κι ασημιά. Ο Χάλντιρ στράφηκε στην Ομάδα.

— Καλώς ήρθατε στο Κάρας Γκαλάντον! είπε, Εδώ είναι η πόλη των Γκαλάντριμ, που κατοικούν ο Άρχοντας Σέλεμπορν και η Γκαλάντριελ, η Κυρά του Λόριεν. Μα δεν μπορούμε να μπούμε από δω, γιατί δεν έχει πύλες απ’ το βοριά. Πρέπει να πάμε γύρω γύρω στη νότια πλευρά κι ο δρόμος δεν είναι λίγος, γιατί η πόλη είναι πολύ μεγάλη.


Είχε ένα δρόμο στρωμένο με άσπρες πέτρες που πήγαινε γύρω γύροι απ’ την εξωτερική όχθη της τάφρου. Τον ακολούθησαν δυτικά, με την πόλη πάντα ν’ ανεβαίνει ψηλά σαν πράσινο σύννεφο στ’ αριστερά τους· και καθώς η νύχτα έπεφτε όλο και περισσότερα φώτα ξεπετάγονταν, ώσπου ο λόφος έμοιαζε να ’χει πιάσει φωτιά από αστέρια. Τέλος έφτασαν σε μια άσπρη γέφυρα και, αφού την πέρασαν, βρήκαν τις μεγάλες πύλες της πόλης: έβλεπαν νοτιοδυτικά, βαλμένες στις άκρες του τοίχου που περικύκλωνε την πόλη κι ήταν ψηλές και δυνατές με πολλές κρεμαστές λάμπες.

Ο Χάλντιρ χτύπησε και είπε κάτι και οι πύλες άνοιξαν αθόρυβα· αλλά ο Φρόντο δεν μπορούσε πουθενά να δει φρουρούς. Οι ταξιδιώτες πέρασαν μέσα και οι πύλες έκλεισαν πίσω τους. Βρέθηκαν σ’ ένα βαθύ πέρασμα ανάμεσα στους τοίχους και, περνώντας το γρήγορα, μπήκαν στην Πόλη των Δέντρων. Δεν έβλεπαν κανένα, ούτε άκουγαν πόδια στα δρομάκια· αλλά γύρω τους ακούγονταν πολλές φωνές ψηλά στον αέρα. Μακριά πάνω στο λόφο άκουγαν τη μουσική από πολλά τραγούδια να πέφτει από ψηλά σαν μαλακή βροχή πάνω στα φύλλα.

Πέρασαν πολλά δρομάκια κι ανέβηκαν πολλά σκαλιά, ώσπου έφτασαν στα ψηλά κι είδαν μπροστά τους, στη μέση μιας φαρδιάς πράσινης πρασιάς, ένα σιντριβάνι να φεγγοβολάει. Το φώτιζαν ασημένιες λάμπες που λικνίζονταν απ’ τα κλαδιά των δέντρων κι έπεφτε σε μια ασημένια γούρνα, απ’ όπου ξεχείλιζε ένα άσπρο ρυάκι. Στη νότια πλευρά της πρασιάς στεκόταν το πιο θεόρατο απ’ όλα τα δέντρα· ο λείος του κορμός γυάλιζε σαν γκρίζο μετάξι κι ανέβαινε ψηλά πολύ ως τα πρώτα του κλαδιά, που απλώνονταν τεράστια κάτω από σύννεφα σκιερά φύλλα. Στο πλάι του υπήρχε μια πλατιά σκάλα και στη βάση της κάθονταν τρία Ξωτικά. Πετάχτηκαν όρθια μόλις πλησίασαν οι ταξιδιώτες κι ο Φρόντο είδε πως ήταν ψηλά και φορούσαν γκρίζα αρματωσιά κι απ’ τους ώμους τους κρέμονταν μακριοί άσπροι μανδύες.

— Εδώ κατοικούν ο Σέλεμπορν και η Γκαλάντριελ, είπε ο Χάλντιρ. Η επιθυμία τους είναι ν’ ανεβείτε και να μιλήσετε μαζί τους.

Ένας από τους Ξωτικο-φύλακες φύσηξε μια καθάρια νότα σε μια μικρή σάλπιγγα κι ακούστηκε τρεις φορές απάντηση από ψηλά.

— Θα πάω πρώτος, είπε ο Χάλντιρ. Ας ακολουθήσει ο Φρόντο κι ο Λέγκολας. Οι υπόλοιποι μπορούν ν’ ακολουθήσουν όπως θέλουν. Είναι μεγάλη ανάβαση για όσους δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες σκάλες, αλλά μπορείτε να ξεκουραστείτε στο δρόμο.


Καθώς ανέβαινε αργά ο Φρόντο πέρασε πολλά φλετ: μερικά στη μια πλευρά και μερικά στην άλλη και μερικά γύρω απ’ τον κορμό του δέντρου, έτσι που η σκάλα περνούσε από μέσα τους. Σε μεγάλο ύψος πάνω απ’ τη γη έφτασε σ’ ένα ευρύχωρο τάλαν, σαν το κατάστρωμα μεγάλου πλοίου. Πάνω του ήταν χτισμένο ένα σπίτι, τόσο μεγάλο που σχεδόν θα μπορούσε να είναι δημόσιο κτίριο των Ανθρώπων πάνω στη γη. Μπήκε μέσα πίσω από το Χάλντιρ και βρέθηκε σε μιά αίθουσα σε σχήμα οβάλ, που στη μέση της ανέβαινε ο κορμός του μεγάλου μάλορν, που τώρα ξελέπταινε προς την κορφή του χωρίς να πάψει να ’ναι κολόνα με μεγάλη διάμετρο.

Το διαμέρισμα ήταν πλημμυρισμένο ένα απαλό φως· οι τοίχοι του ήταν πράσινοι κι ασημένιοι κι η οροφή του χρυσή. Εκεί ήταν καθισμένα πολλά ξωτικά. Σε δυο καθίσματα κάτω απ’ τον κορμό του δέντρου, σκεπασμένα μ’ ένα ζωντανό κλαδί, κάθονταν πλάι πλάι ο Σέλεμπορν κι η Γκαλάντριελ. Σηκώθηκαν να υποδεχτούν τους ξένους τους. σύμφωνα με το τυπικό των Ξωτικών, παρ’ όλο που ήταν πανίσχυροι βασιλιάδες. Ήταν πολύ ψηλοί κι η Κυρά όχι λιγότερο απ’ τον Άρχοντα· κι ήταν μεγαλόπρεποι και πανέμορφοι. Ήταν ντυμένοι στα κατάλευκα. Τα μαλλιά της Κυράς ήταν βαθύχρωμο χρυσάφι και τα μαλλιά του Άρχοντα Σέλεμπορν ήταν ασήμι μακρύ και λαμπερό· αλλά δεν είχαν κανένα σημάδι γηρατειών πάνω τους εκτός κι ίσως στα βάθη των ματιών τους, που ήταν κοφτερά σαν λόγχες στο φως των αστεριών και ταυτόχρονα βαθυστόχαστα, πηγάδια άμετρης θύμησης.

Ο Χάλντιρ οδήγησε το Φρόντο μπροστά τους και ο Άρχοντας τον υποδέχτηκε στη γλώσσα του. Η Κυρά Γκαλάντριελ δεν είπε λέξη, μόνο τον κοίταξε πολλή ώρα κατά πρόσωπο.

— Κάθισε τώρα πλάι στο κάθισμά μου, Φρόντο του Σάιρ! είπε ο Σέλεμπορν. Όταν έρθουν όλοι θα μιλήσουμε μαζί.

Χαιρετούσε με ευγένεια και ονομαστικά τον καθένα απ’ τους συντρόφους καθώς έμπαιναν μέσα.

— Καλώς ήρθες, Άραγκορν, γιε του Άραθορν! είπε. Έχουν περάσει τριάντα οχτώ χρόνια του έξω κόσμου από τότε που έχεις να έρθεις σ’ αυτή τη χώρα· κι αυτά τα χρόνια πέφτουν βαριά απάνω σου. Όμως το τέλος είναι κοντά, για καλό ή για κακό. Άφησε το φορτίο σου εδώ για λίγο!

Καλωσόρισες, γιε του Θράντουϊλ. Πολλοί σπάνια οι συγγενείς μου απ’ το Βοριά ταξιδεύουν ως εδώ.

Καλώς ήρθες, Γκίμλι γιε του Γκλόιν! Είναι στ’ αλήθεια πολύς καιρός που έχουμε να δούμε κάποιον απόγονο του Ντούριν στο Κάρας Γκαλάντον. Σήμερα όμως έχουμε παραβεί τον πολύχρονο νόμο μας. Μακάρι αυτό να είναι σημάδι ότι, αν κι ο κόσμος είναι τώρα σκοτεινός, πλησιάζουν καλύτερες μέρες και θα ανανεωθεί η φιλία ανάμεσα στους λαούς μας.

Ο Γκίμλι υποκλίθηκε βαθιά.


Όταν όλοι οι ξένοι του ήταν καθισμένοι μπροστά στο θρόνο του. ο Άρχοντας τους κοίταξε ξανά.

— Εδώ είναι οχτώ, είπε. Εννέα θα ξεκινούσαν· έτσι έλεγαν τα μηνύματα. Μα ίσως να έγινε κάποια διαφορετική σκέψη, που δεν την έχουμε πληροφορηθεί. Ο Έλροντ είναι πολύ μακριά και σκοτάδι μαζεύεται ανάμεσά μας· και όλα αυτά τα χρόνια οι ίσκιοι έχουν μακρύνει.

— Όχι, δεν άλλαξε η σκέψη, είπε η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ, μιλώντας για πρώτη φορά. Η φωνή της ήταν καθάρια και μουσική, αλλά βαθύτερη από συνηθισμένης γυναίκας. Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος ξεκίνησε μαζί με την Ομάδα, αλλά δεν πέρασε τα σύνορα τούτης της γης. Τώρα πείτε μας πού είναι- γιατί είχα μεγάλη επιθυμία να μιλήσω μαζί του ξανά. Αλλά δεν μπορώ να τον δω από μακριά, εκτός κι έρθει μέσ’ από τα σύνορα του Λοθλό ριεν: μια γκρίζα ομίχλη τον σκεπάζει και οι δρόμοι των ποδιών και του μυαλού του είναι κρυμμένοι από μένα.

— Αλίμονο! είπε ο Άραγκορν. Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος έπεσε στη σκιά. Έμεινε στη Μόρια και δεν ξέφυγε.

Σ’ αυτά τα λόγια όλα τα Ξωτικά που ήταν εκεί ξεφώνισαν με λύπη κι απορία.

— Αυτά είναι πολύ άσχημα νέα, είπε ο Σέλεμπορν, τα χειρότερα που έχουν ακουστεί εδώ μέσα στη διάρκεια πολλών χρόνων γεμάτων με λυπητερά γεγονότα. Στράφηκε στο Χάλντιρ. Γιατί δε με πληροφορήσατε γι’ αυτό πριν; ρώτησε στη γλώσσα των Ξωτικών,

— Δε μιλήσαμε στο Χάλντιρ για τις περιπέτειές μας επίτηδες, είπε ο Λέγκολας. Στην αρχή ήμαστε πολύ κουρασμένοι κι ο κίνδυνος βρισκόταν πολύ κοντά πίσω μας· και ύστερα σχεδόν ξεχάσαμε τη λύπη μας για ένα διάστημα, καθώς βαδίζαμε χαρούμενοι στα ωραία μονοπάτια του Λόριεν.

— Η λύπη μας όμως είναι μεγάλη και η απώλειά μας δεν μπορεί ν’ αντικατασταθεί, είπε ο Φρόντο. Ο Γκάνταλφ ήταν ο οδηγός μας και μας πέρασε μέσ’ από τη Μόρια· κι όταν η διαφυγή μας βρισκόταν πέρα από κάθε ελπίδα μας έσωσε κι έπεσε.

— Πείτε μας τώρα όλη την ιστορία, είπε ο Σέλεμπορν.

Τότε ο Άραγκορν εξιστόρησε όλα όσα έγιναν στο πέρασμα του Καράντρας και στις μέρες που ακολούθησαν· και είπε για τον Μπάλιν και το βιβλίο του και για τη συμπλοκή στην Αίθουσα των Μαζαρμπούλ τη φωτιά, τη στενή γέφυρα και τον ερχομό του Τρόμου,

— Φαινόταν σαν κάποιο κακοποιό πλάσμα του Αρχαίου Κόσμου, που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί, είπε ο Άραγκορν. Ήταν μαζί και σκιά και φλόγα, δυνατό και τρομερό.

— Ήταν ένα Μπάρλονγκ του Μόργκοθ, είπε ο Λέγκολας· κι απ’ όλους τους χαμούς των Ξωτικών, ο πιο θανατερός, εκτός απ’ τον Ένα που κάθεται στο Σκοτεινό Πύργο.

— Στ’ αλήθεια, είδα πάνω στη γέφυρα αυτό που στοιχειώνει τα πιο εφιαλτικά μας όνειρα, είδα το Χαμό του Ντούριν, είπε ο Γκίμλι χαμηλόφωνα και μεγάλος τρόμος καθρεφτιζόταν στα μάτια του.

— Αλίμονο! είπε ο Σέλεμπορν. Για πολύ καιρό εμείς είχαμε το φόβο πως κάποιος τρόμος κοιμόταν κάτω απ’ τον Καράντρας. Αλλά αν ήξερα πως οι Νάνοι είχαν ξυπνήσει αυτό το κακό στη Μόρια πάλι, θα σας είχα απαγορεύσει να περάσετε τα βόρεια σύνορα, σ’ εσάς και σ’ ό,τι σας ακολουθούσε, Κι αν ήταν δυνατό θα μπορούσαμε να πούμε πως στο τέλος ο Γκάνταλφ έπεσε απ’ τη σοφία στη βλακεία, μπαίνοντας δίχως αιτία στη Μόρια.

— Θα ήταν στ’ αλήθεια πολύ απερίσκεπτος αυτός που θα έλεγε κάτι τέτοιο, είπε η Γκαλάντριελ. Τα έργα που έκανε στη ζωή του ο Γκάνταλφ δεν ήταν ποτέ δίχως κάποια αιτία. Αυτοί που τον ακολουθούσαν δεν ήξεραν τι σκεφτόταν και επομένως δεν μπορούν να μας πουν ολόκληρο το σκοπό του. Αλλά ό,τι κι αν ήταν ο οδηγός, αυτοί που τον ακολούθησαν δε φταίνε. Μη μετανιώνεις που καλωσόρισες το Νάνο. Αν ο δικός μας λαός βρισκόταν σ’ εξορία και μακριά απ’ το Λοθλόριεν, ποιος απ’ τους Γκαλάντριμ, ακόμα κι ο Σοφός Σέλεμπορν, θα περνούσε από κοντά και δε θα ήθελε να δει το παλιό του σπίτι, ακόμα κι αν είχε γίνει άντρο δράκων;

»Το νερό της Κέλεντ-ζάραμ είναι σκοτεινό και παγωμένες οι πηγές του Κίμπιλ-νάλα κι ήταν πανέμορφα τα πολυ-κόλονα παλάτια του Καζάντ-ντουμ τις Παλιές Μέρες πριν την πτώση των πανίσχυρων βασιλιάδων κάτω απ’ το βουνό.

Κοίταξε τον Γκίμλι, που καθόταν αγριεμένος και λυπημένος και του χαμογέλασε. Κι ο Νάνος, ακούγοντας τα ονόματα στη δική του αρχαία γλώσσα, σήκωσε το κεφάλι κι αντίκρισε τα μάτια της· και του φάνηκε πως κοίταξε στην καρδιά κάποιου εχθρού και είδε εκεί αγάπη και κατανόηση. Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε θαυμασμός και ύστερα της χαμογέλασε κι εκείνος.

Σηκώθηκε αδέξια κι υποκλίθηκε με τον τρόπο των νάνων, λέγοντας:

— Είναι όμως πολύ πιο όμορφη η ζωντανή γη του Λόριεν· και η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ είναι ομορφότερη απ’ όλα τα πετράδια που βρίσκονται κρυμμένα στα βάθη της γης!


Έπεσε σιωπή. Τέλος, ο Σέλεμπορν μίλησε ξανά.

— Δεν ήξερα πως βρίσκεστε σε τόσο δύσκολη θέση, είπε. Ας ξεχάσει ο Γκίμλι τα σκληρά μου λόγια: μίλησα έτσι απ’ τον πόνο της καρδιάς μου. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σας βοηθήσω, τον καθένα σύμφωνα με την επιθυμία και την ανάγκη του και ιδιαίτερα εκείνον απ’ τους μικρούληδες που έχει το φορτίο.

— Η αποστολή σας μας είναι γνωστή, είπε η Γκαλάντριελ, κοιτάζοντας το Φρόντο. Αλλά δε θα μιλήσουμε εδώ γι’ αυτήν πιο ανοιχτά. Δε θ’ αποδειχτεί όμως μάταιο, ίσως, το ότι ήρθατε σ’ αυτή τη γη ζητώντας βοήθεια, όπως είναι φανερό πως κι ο ίδιος ο Γκάνταλφ σκόπευε να κάνει. Γιατί ο Άρχοντας των Γκαλάντριμ θεωρείται ο πιο σοφός απ’ όλα τα Ξωτικά της Μέσης-Γης και δίνει δώρα που κανείς βασιλιάς δεν μπορεί να δώσει. Έχει ζήσει στη Δύση απ’ τον καιρό που πρωτοφάνηκε η αυγή κι εγώ έχω ζήσει μαζί του χρόνια αμέτρητα· γιατί πέρασα τα βουνά πριν να πέσουν η Ναργκοθρόντ ή η Γκοντόλιν και μαζί, στη διάρκεια των μακροχρόνιων αιώνων του κόσμου, έχουμε πολεμήσει ενάντια στη μακρόχρονη ήττα.

» Εγώ ήμουν που πρώτη συγκάλεσα το Λευκό Συμβούλιο. Και, αν τα σχέδιά μου δεν είχαν ξεστρατίσει, θα το διοικούσε ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος και τότε ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Αλλά ακόμα και τώρα υπάρχει ελπίδα. Δε θα σας δώσω συμβουλές, λέγοντάς σας να κάνετε αυτό ή εκείνο. Γιατί εγώ δεν μπορώ να φανώ χρήσιμη ούτε με έργα, ούτε με προσπάθειες, ούτε διαλέγοντας ανάμεσα σ’ αυτή την πορεία ή την άλλη· αλλά μόνο στο να γνωρίζω τι υπήρχε και τι υπάρχει και, εν μέρει επίσης, τι θα υπάρξει. Αλλά θα σας πω αυτό: η Αποστολή σας ταλαντεύεται πάνω στην κόψη του μαχαιριού. Λίγο αν παραπατήσετε, θα αποτύχει και τότε θα χαθούμε όλοι. Όμως υπάρχει ελπίδα όσο η Ομάδα ολόκληρη μένει πιστή.

Και μ’ αυτά τα λόγια τους κοίταξε στα μάτια, σιωπηλά κι ερευνητικά, τον καθένα με τη σειρά. Κανείς, εκτός απ’ το Λέγκολας και τον Άραγκορν, δεν μπόρεσε ν’ αντέξει τη ματιά της. Ο Σαμ γρήγορα κοκκίνισε και κρέμασε το κεφάλι.

Τέλος, η Γκαλάντριελ τους ελευθέρωσε απ’ τη ματιά της και χαμογέλασε.

— Μην αφήνετε τις καρδιές σας ν’ ανησυχούν, είπε. Απόψε θα κοιμηθείτε ήσυχοι.

Τότε αναστέναξαν κι ένιωσαν ξαφνικά κατάκοποι, σαν κι εκείνους που τους έχουν ανακρίνει πολλή ώρα εξονυχιστικά, αν και τίποτα δεν είχε ειπωθεί φωναχτά.

— Πηγαίνετε τώρα! είπε ο Σέλεμπορν. Είσαστε κουρασμένοι από τη λύπη και τον πολύ κόπο. Ακόμα κι αν δεν είχαμε καμιά άμεση σχέση με την Αποστολή σας, θα βρίσκατε καταφύγιο σ’ αυτή την Πάλη, ώσπου να γίνετε καλά και να ξαναπάρετε δυνάμεις. Τώρα θα ξεκουραστείτε και για λίγο δε θα μιλήσουμε για την κατοπινή σας πορεία.


Εκείνο το βράδυ η Ομάδα κοιμήθηκε στη γη, για μεγάλη ικανοποίηση των χόμπιτ. Τα Ξωτικά τους έστησαν μια σκηνή ανάμεσα στα δέντρα κοντά στο σιντριβάνι και μέσα έβαλαν μαλακά κρεβάτια. Ύστερα, λέγοντάς τους απαλές κουβέντες ειρηνικές με τις ωραίες ξωτικές τους φωνές, τους άφησαν. Για λίγη ώρα οι ταξιδιώτες κουβέντιασαν για το προηγούμενό τους βράδυ στις κορυφές των δέντρων και για το σημερινό τους ταξίδι και για τον Άρχοντα και την Κυρά· γιατί δεν είχαν ακόμα το κουράγιο να κοιτάξουν πιο πίσω.

— Γιατί κοκκίνισες, Σαμ; είπε ο Πίπιν. Γρήγορα έσπασες. Ο καθένας θα νόμιζε πως είχες ένοχη συνείδηση. Ελπίζω να μην ήταν τίποτα χειρότερο από κάποιο καταχθόνιο σχέδιο να μου κλέψεις καμιά απ’ τις κουβέρτες μου.

— Ποτέ δε σκέφτηκα κάτι τέτοιο, απάντησε ο Σαμ, που δεν είχε καθόλου διάθεση γι’ αστεία. Σα θες να ξέρεις, ένιωσα λες και δε φορούσα τίποτα και δε μ’ άρεσε. Αυτή λες και κοίταζε μέσα μου και με ρωτούσε τι θα έκανα αν μου έδινε την ευκαιρία να γυρίσω πίσω στο Σάιρ με μια ωραία τρύπα με — με ένα κήπο εντελώς δικό μου.

— Παράξενο, είπε ο Μέρι. Σχεδόν ακριβώς το ίδιο ένιωσα κι εγώ· μόνο που να. δε νομίζω πως θα πω τίποτ’ άλλο, σταμάτησε αδέξια.

Όλοι τους, φαινόταν, είχαν την ίδια εμπειρία: ο καθένας ένιωσε πως του είχαν δώσει να διαλέξει ανάμεσα στη γεμάτη φόβο σκιά που απλωνόταν μπροστά και σε κάτι που επιθυμούσε πολύ: ξεκάθαρα μες στο νου του το έβλεπε ο καθένας και για να το αποκτήσει δεν είχε παρά να αφήσει το δρόμο και να εγκαταλείψει την Αποστολή και τον πόλεμο του Σόρον ενάντια στους άλλους.

— Κι εγώ νόμιζα, είπε ο Γκίμλι, πως ό,τι είχα αποφασίσει και διαλέξει θα ’μενε κρυφό και θα το ’ξερε ο εαυτός μου μόνο.

— Σ’ εμένα φάνηκε πάρα πολύ παράξενο, είπε ο Μπορομίρ. Ίσως να ήταν δοκιμασία μόνο και να σκέφτηκε να διαβάσει τις σκέψεις μας για κάποιον δικό της σκοπό· αλλά θα έλεγα πως σχεδόν μας έβαζε στον πειρασμό και μας πρόσφερε κάτι που υποκρινόταν πως έχει τη δύναμη να μας δώσει. Δε χρειάζεται, βέβαια, να πω ότι αρνήθηκα ν’ ακούσω. Οι άνθρωποι της Μίνας Τίριθ μένουν πιστοί στο λόγο τους.

Αλλά, τι νόμισε πως η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ του είχε προσφέρει, δεν το είπε ο Μπορομίρ.

Όσο για το Φρόντο, δεν ήθελε να μιλήσει, αν κι ο Μπορομίρ τον πίεσε μ’ ερωτήσεις.

— Σε κράτησε πολύ στη ματιά της, Δαχτυλιδοκουβαλητή, είπε.

— Ναι, είπε ο Φρόντο· αλλά ό,τι κι αν μου ήρθε στο μυαλό τότε, θα το αφήσω εκεί.

— Καλά, μα πρόσεχε! είπε ο Μπορομίρ. Δεν είμαι και πολύ σίγουρος γι’ αυτή την Κυρά των Ξωτικών και τους σκοπούς της.

— Μη λες κακό για την Αρχόντισσα Γκαλάντριελ! είπε ο Άραγκορν αυστηρά. Δεν ξέρεις τι λες. Δεν υπάρχει ούτε μέσα της, ούτε και σ’ αυτή τη γη κακό, εκτός και κάποιος το φέρει εδώ μέσα του. Τότε ας προσέξει αυτός! Αλλά απόψε θα κοιμηθώ χωρίς φόβο για πρώτη φορά από τότε που άφησα το Σκιστό Λαγκάδι. Και μακάρι να κοιμηθώ βαθιά και να ξεχάσω για λίγο τη λύπη μου! Είμαι κουρασμένος και στο σώμα και στην ψυχή.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι του κι αμέσως αποκοιμήθηκε βαθιά.

Γρήγορα κι οι άλλοι έκαναν το ίδιο και κανένας θόρυβος ή όνειρο δεν τάραξε τον ύπνο τους. Όταν ξύπνησαν είδαν πως είχε ξημερώσει για καλά έξω στην πρασιά μπροστά απ’ τη σκηνή και το σιντριβάνι ανέβαινε κι έπεφτε αστράφτοντας στον ήλιο.


Έμειναν αρκετές μέρες στο Λοθλόριεν, απ’ όσο μπορούσαν να υπολογίσουν ή να θυμηθούν. Όλο τον καιρό που έμειναν εκεί, ο ήλιος έλαμπε καθαρός, εκτός από καμιά απαλή βροχή που έπεφτε πότε πότε κι έφευγε, αφήνοντας όλα τα πράγματα φρέσκα και καθαρά. Ο αέρας ήταν δροσερός κι απαλός, λες κι ήταν οι αρχές της άνοιξης, αλλ’ όμως ένιωθαν γύρω τους τη βαθιά και σκεφτική ησυχία του χειμώνα. Τους φαινόταν πως δεν έκαναν τίποτ’ άλλο απ’ το να τρώνε, να πίνουν, να ξεκουράζονται και να περπατούν ανάμεσα στα δέντρα· κι ήταν αρκετό.

Δεν είχαν δει τον Άρχοντα και την Κυρά ξανά κι είχαν λίγες κουβέντες με τα Ξωτικά· γιατί πολύ λίγα ήξεραν ή ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τη Γουέστρον. Ο Χάλντιρ τους είχε αποχαιρετίσει κι είχε πάει πίσω ξανά στα σύνορα του Βοριά, όπου τώρα υπήρχε μεγάλη φρουρά, ύστερα από τα νέα που είχε φέρει η Ομάδα απ’ τη Μόρια. Ο Λέγκολας έλειπε και πήγαινε πολύ με τους Γκαλάντριμ κι ύστερα απ’ την πρώτη νύχτα, δεν ξανακοιμήθηκε με τους συντρόφους του, αν κι ερχόταν να φάει και να κουβεντιάσει μαζί τους. Συχνά έπαιρνε τον Γκίμλι μαζί του, όταν έβγαινε έξω κι οι άλλοι απορούσαν μ’ αυτή την αλλαγή.

Τώρα εκεί που οι σύντροφοι κάθονταν ή περπατούσαν μαζί, κουβέντιαζαν για τον Γκάνταλφ και όλα όσα ήξερε ή είχε δει ο καθένας γι’ αυτόν έρχονταν καθαρά στη θύμηση τους. Και καθώς γιατρεύονταν απ’ τις πληγές και την κούραση του σώματος, η λύπη γι’ αυτό που έχασαν γινόταν πιο δυνατή. Συχνά άκουγαν εκεί κοντά τις φωνές των Ξωτικών να τραγουδούν κι ήξεραν πως έφτιαχναν θρήνους για την πτώση του, γιατί άκουγαν το όνομά του ανάμεσα στους γλυκούς λυπημένους στίχους που δεν μπορούσαν να καταλάβουν.

Μιθραντίρ, Μιθραντίρ, θρηνούσαν τα Ξωτικά, ω Γκρίζε Ταξιδευτή!

Γιατί έτσι αγαπούσαν να τον ονομάζουν. Αλλά όταν ο Λέγκολας βρισκόταν μαζί με την Ομάδα, δεν ήθελε να τους μεταφράσει τα τραγούδια, λέγοντας πως δεν είχε την τέχνη και ότι γι’ αυτόν η λύπη ήταν πολύ κοντά, έτσι που έκλαιγε και δεν τραγουδούσε ακόμα.

Ο Φρόντο ήταν ο πρώτος που έβαλε κάτι από τη λύπη του σε διστακτικές κουβέντες. Σπάνια είχε τη διάθεση να φτιάξει κάποιο τραγούδι ή ρίμα· ακόμα και στο Σκιστό Λαγκάδι άκουγε τα τραγούδια, μα ο ίδιος δεν τραγουδούσε, αν και στη μνήμη του είχε συγκρατήσει πολλά, που άλλοι, πριν απ’ αυτόν, είχαν φτιάξει. Τώρα όμως εκεί που καθόταν πλάι στο σιντριβάνι στο Λόριεν κι άκουγε γύρω του τις φωνές των Ξωτικών, η σκέψη του πήρε τη μορφή τραγουδιού, που του φάνηκε όμορφο· όμως, όταν προσπάθησε να το επαναλάβει στο Σαμ, μόνο αποσπάσματα είχαν μείνει, ξεθωριασμένα σαν μια χούφτα ξερά φύλλα.

Στο Σάιρ όταν έπεφτε το γκρίζο δειλινό,

Τα βήματά του ακούγονταν στο Λόφο κουρασμένα.

Πριν να χαράξει η αυγή, πουρνό πουρνό,

Δίχως να χαιρετίσει έφευγε κανένα.

Από τη Χώρα της Ερμιάς, στης Δύσης τις ακτές,

Από τον άγριο Βοριά, ως τα βουνά του Νότου,

Δρακοσπηλιές αψήφαγε, πόρτες κρυφές, φριχτές

Κι ακολουθούσε ακούραστος πάντοτε το σκοπό του.

Με Νάνους, Χόμπιτ, Ανθρώπους και Ξωτικά,

Μ’ αθάνατους, μα και θνητούς λαούς,

Με τα πουλιά στα κλώνια και τα ζώα στη φωλιά

Τη μυστική τους γλώσσα μίλαγε κι ήξερε τους καημούς.

Είχε σπαθί θανατερό, χέρι γιατρού που γιάνει,

Πλάτη σκυφτή από τις έννοιες τις πολλές και τον καιρό,

Φωνή καμπάνα και ματιά π’ όλα τα πιάνει:

Ταξιδευτής ακούραστος στο δρόμο το στενό.

Στο θρόνο της Σοφίας άρχοντας ήταν περισσός.

Θυμός και γέλιο πήγαιναν αντάμα στη φωνή του

Ένας γεράκος, το καπέλο του παλιό, σκυφτός·

Μπαστούνι ροζιασμένο στήριζε το κορμί του.

Στην τελευταία του γέφυρα στάθηκε αντρειωμένος

Κι αψήφησε ακλόνητος φωτιά κι ίσκιο μαζί.

Στην πέτρα πάνω τού ’σπασε, πάει το ραβδί στο τέλος,

Στο Καζάντ-ντουμ επέθανε· ο Γκάνταλφ πια δε ζει.

— Μπράβο, θα ξεπεράσεις τον Μπίλμπο σε λίγο! είπε ο Σαμ.

— Όχι, φοβάμαι πως όχι, είπε ο Φρόντο. Όμως αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω.

— Λοιπόν, κύριε Φρόντο, αν συνεχίσεις, ελπίζω να πεις και κάτι για τα πυροτεχνήματα, είπε ο Σαμ. Να, κάτι σαν κι αυτό:

Πυροτεχνήματα όμορφα έφτιαχνε με τις ώρες,

Που έσκαγαν άστρα πράσινα, γαλάζια, θαυμαστά.

Κι άρχιζε ένας κεραυνός ολόχρυσες τις μπόρες,

Που πέφταν και γινόντουσαν λουλούδια ευωδιαστά.

Αν κι αυτό δε λέει τίποτα μπροστά στην πραγματικότητα, εδώ που τα λέμε.

— Όχι, αυτό θα τ’ αφήσω σ’ εσένα, Σαμ. Ή, ίσως, στον Μπίλμπο. Αλλά — να, δεν μπορώ να συνεχίσω αυτή την κουβέντα πια. Δεν μπορώ ν’ αντέξω στη σκέψη πως θα του πω τέτοια νέα.


Ένα δειλινό ο Φρόντο κι ο Σαμ περπατούσαν μαζί στο δροσερό μισόφωτο. Κι οι δυο είχαν αρχίσει ν’ ανυπομονούν ξανά. Το Φρόντο είχε ξαφνικά πλακώσει η σκιά του χωρισμού: κάπως ήξερε πως είχε πλησιάσει ο καιρός που θα έπρεπε ν’ αφήσει το Λοθλόριεν.

— Τι σκέφτεσαι τώρα για τα Ξωτικά, Σαμ; είπε. Σου έκανα την ίδια ερώτηση άλλη μια φορά παλιότερα, τώρα φαίνεται τόσο πολύ πιο παλιότερα· αλλά από τότε τα έχεις δει λίγο περισσότερο.

— Και βέβαια τα έχω! είπε ο Σαμ. Και λέω πως είναι Ξωτικά και Ξωτικά. Βέβαια, όλα ξωτικοφέρνουν αρκετά, αλλά δεν είναι όλα τα ίδια. Δηλαδή να, αυτά εδώ δεν είναι περιπλανώμενα και ξεσπιτωμένα και μοιάζουν λίγο πιο πολύ σαν κι εμάς: φαίνονται να είναι ένα με τον τόπο εδώ, ακόμα περισσότερο κι απ’ τους Χόμπιτ στο Σάιρ. Τώρα, το αν έχουν κάνει τον τόπο ή αν ο τόπος έχει κάνει αυτά, είναι δύσκολο να το πει κανείς, αν με καταλαβαίνεις. Είναι καταπληκτικά ήσυχα εδώ. Τίποτα δε φαίνεται να γίνεται και κανένας δε φαίνεται να το θέλει διαφορετικά. Αν υπάρχει κάποια μαγεία σ’ αυτό, είναι βαθιά, εκεί που εγώ δεν μπορώ να την αγγίξω, θα ’λεγα.

— Τη βλέπεις και τη νιώθεις παντού, είπε ο Φρόντο.

— Ναι, είπε ο Σαμ, αλλά δε βλέπεις κανένα να την κάνει. Δεν έχει πυροτεχνήματα σαν κι εκείνα που συνήθιζε να κάνει ο κακομοίρης ο γερο-Γκάνταλφ. Αναρωτιέμαι γιατί δε βλέπουμε τον Άρχοντα και την Κυρά όλες αυτές τις μέρες. Να εγώ τώρα φαντάζομαι πως αυτή θα μπορούσε να κάνει μερικά θαυμαστά πράγματα, αν ήθελε. Πολύ θα μου άρεσε να ’βλεπα λίγο ξωτικο-μάγια, κύριε Φρόντο!

— Εγώ όχι, είπε ο Φρόντο. Είμαι ικανοποιημένος. Και δε μου λείπουν τα πυροτεχνήματα του Γκάνταλφ, αλλά τα δασιά του φρύδια, ο γρήγορος θυμός του κι η φωνή του.

— Έχεις δίκιο, είπε ο Σαμ. Και μη νομίζεις πως παραπονιέμαι. Συχνά θέλησα να δω λίγα μαγικά σαν κι αυτά που λένε στα παραμύθια, αλλά ποτέ μου δεν είχα ακούσει για κανένα καλύτερο τόπο απ’ αυτόν εδώ. Είναι σαν να βρίσκεσαι την ίδια ώρα και στο σπίτι σου και σε διακοπές, αν με καταλαβαίνεις. Δε θέλω να φύγω. Απ’ την άλλη μεριά όμως αρχίζω να βλέπω πως μιας και πρέπει να συνεχίσουμε καλά θα κάνουμε να τελειώνουμε.

» “Τη δουλειά που δεν αρχίζεις πιότερο αργείς να σώσεις”, όπως έλεγε ο γερο-πατέρας μου. Και δε νομίζω πως αυτοί εδώ μπορούν να κάνουν τίποτα περισσότερο για να μας βοηθήσουν, μάγια ξεμάγια. Σα θα φύγουμε απ’ αυτήν εδώ τη γη είναι, σκέφτομαι, που θα μας λείψει πιο πολύ ο Γκάνταλφ.

— Πολύ φοβάμαι πως έχεις δίκιο και με το παραπάνω, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Πολύ θα ’θελα όμως, πριν φύγουμε, να δούμε την Κυρά των Ξωτικών ξανά.

Πριν τελειώσει να μιλά, είδαν, λες κι ήρθε σαν απάντηση στα λόγια τους, την Αρχόντισσα Γκαλάντριελ να πλησιάζει. Ψηλή, λευκή και πανέμορφη περπατούσε κάτω απ’ τα δέντρα. Δεν είπε λέξη, αλλά τους έκανε -νόημα να πλησιάσουν.

Γύρισε και τους οδήγησε στις νότιες πλαγιές του λόφου του Κάρας Γκαλάντον και, περνώντας έναν ψηλό πράσινο φράχτη, βρέθηκαν σ’ ένα κλειστό κήπο. Εκεί δε φύτρωναν δέντρα κι ήταν ανοιχτός στον ουρανό. Ο αποσπερίτης είχε βγει κι έλαμπε μ’ άσπρη φωτιά πάνω απ’ τα δάση στη δύση. Κατεβαίνοντας μια μεγάλη σκάλα η Κυρά μπήκε σ’ ένα βαθύ πράσινο κοίλωμα απ’ όπου έτρεχε μουρμουρίζοντας το ασημένιο ποταμάκι που ξεκινούσε απ’ το σιντριβάνι στο λόφο ψηλά. Στο κάτω μέρος, πάνω σ’ ένα χαμηλό βάθρο σκαλισμένο σαν δέντρο με κλαδιά, στεκόταν μια ασημένια λεκάνη, πλατιά και ρηχή και πλάι της βρισκόταν ένα ασημένιο κανάτι.

Παίρνοντας νερό απ’ το ποταμάκι η Γκαλάντριελ γέμισε ως απάνω τη λεκάνη και φύσηξε πάνω της και, όταν το νερό ησύχασε ξανά, μίλησε.

— Εδώ είναι ο Καθρέφτης της Γκαλάντριελ, είπε. Σας έφερα εδώ για να δείτε μέσα, αν θέλετε.

Ο αέρας ήταν εντελώς ακίνητος και το μικρό κοίλωμα ήταν σκοτεινό κι η Ξωτικιά αρχόντισσα δίπλα στο Φρόντο ήταν ψηλή και χλωμή.

— Τι ν’ αναζητήσουμε και τι θα δούμε; είπε ο Φρόντο, γεμάτος δέος.

— Μπορώ να διατάξω τον Καθρέφτη ν’ αποκαλύψει πολλά πράγματα, απάντησε, και σε μερικούς μπορώ να δείξω αυτό που επιθυμούν να δουν. Αλλά ο Καθρέφτης δείχνει και πράγματα που δεν του τα έχουμε ζητήσει κι εκείνα είναι συχνά πιο παράξενα και πιο χρήσιμα από αυτά που θέλουμε να δούμε. Δεν μπορώ να πω τι θα δείτε, αν αφήσετε τον Καθρέφτη ελεύθερο να εργαστεί. Γιατί δείχνει πράγματα που ήταν, πράγματα που είναι και πράγματα που ίσως γίνουν. Αλλά τι απ’ όλα βλέπει αυτός που τον κοιτάζει, ακόμα και οι πιο σοφοί δεν μπορούν πάντοτε να το πουν. Θέλεις να κοιτάξεις;

Ο Φρόντο δεν απάντησε.

— Κι εσύ; είπε γυρίζοντας στο Σαμ. Γιατί αυτό είναι που εσείς οι Χόμπιτ το λέτε μάγια, νομίζω· αν και δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε· και χρησιμοποιείτε την ίδια λέξη και για τις απάτες του Εχθρού. Αλλ’ αυτά εδώ, αν θέλετε, είναι τα μάγια της Γκαλάντριελ. Δεν είπες πως θέλεις να δεις μάγια των Ξωτικών;

— Το είπα, είπε ο Σαμ, τρέμοντας λιγάκι ανάμεσα στο φόβο και στην περιέργεια. Θα ρίξω μια ματιά, Κυρά, αν το θέλεις.

» Και δε θα με πείραζε να δω λιγάκι τι γίνεται στην πατρίδα, είπε σιγανά στο Φρόντο. Μου φαίνεται πάρα πολύς καιρός από τότε που φύγαμε. Αλλά, νομίζω, ότι το πιο σίγουρο είναι πως θα δω τ’ αστέρια μονάχα ή τίποτα που δε θα το καταλαβαίνω.

— Μπορεί, είπε η Κυρά μ’ ένα απαλό γέλιο. Έλα όμως, κοίταξε και θα δεις ό,τι είναι να δεις. Μην αγγίξεις το νερό!

Ο Σαμ ανέβηκε στη βάση του βάθρου κι έσκυψε πάνω απ’ τη λεκάνη. Το νερό φαινόταν σκληρό και σκοτεινό. Αστέρια καθρεφτίζονταν μέσα του.

— Όπως το ’λεγα εγώ, μόνο αστέρια έχει, είπε. Έπειτα έβγαλε μια χαμηλή φωνή, γιατί τ’ αστέρια έσβησαν. Λες κι είχε τραβηχτεί ένα σκούρο παραβάν, ο Καθρέφτης έγινε γκρίζος κι ύστερα καθάρισε. Ο ήλιος έλαμπε και τα κλαδιά των δέντρων κουνιόνταν και τινάζονταν στον άνεμο. Αλλά πριν προλάβει ο Σαμ να πει τι ήταν αυτό που είδε, το φως ξεθώριασε· και τώρα νόμισε πως είδε το Φρόντο, με το πρόσωπο χλωμό, να είναι ξαπλωμένος και να κοιμάται στα πόδια ενός πανύψηλου μαύρου βράχου. Ύστερα του φάνηκε πως είδε τον εαυτό του να προχωρά σ’ ένα μισοσκότεινο διάδρομο και ν’ ανεβαίνει μια ατέλειωτη στριφτή σκάλα. Ένιωσε ξαφνικά πως γύρευε κάτι όλος αγωνία, αλλά δεν ήξερε τι. Σαν όνειρο η οπτασία άλλαξε, γύρισε πίσω κι είδε τα δέντρα πάλι. Αλλ’ αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο κοντά κι έτσι μπορούσε να δει τι γινόταν: τα δέντρα δεν κουνιόντουσαν στον άνεμο, έπεφταν, σωριάζονταν κατάχαμα.

— Ε! φώναξε ο Σαμ, εξαγριωμένος. Να τος εκείνος ο Τεντ Σάντιμαν, κόβει και ρίχνει κάτω δέντρα που δε θα ’πρεπε. Δεν πρέπει να τα κόψουν: εκείνη τη δεντροστοιχία πέρα απ’ το Μύλο που σκιάζει το δρόμο για το Νεροχώρι. Αχ και να μου ’πεφτε στα χέρια ο Τεντ και τότε θα βλέπαμε ποιον θα πελεκούσαν!

Μα τώρα ο Σαμ πρόσεξε πως ο Παλιός ο Μύλος είχε χαθεί και στη θέση του έχτιζαν ένα μεγάλο κτίριο με κόκκινα τούβλα. Δούλευαν πολλοί. Είχε κι έναν ψηλό κόκκινο καπνοδόχο εκεί κοντά. Μαύρος καπνός φαινόταν και συννέφιαζε την επιφάνεια του Καθρέφτη.

— Κάτι πολύ κακό δουλεύει στο Σάιρ, είπε. Ο Έλροντ ήξερε τι έλεγε όταν ήθελε να στείλει πίσω τον κύριο Μέρι. Έπειτα, ξαφνικά, ο Σαμ έβγαλε μια φωνή και πήδηξε πίσω.

» Δεν μπορώ να μείνω εδώ, είπε αγριεμένος. Πρέπει να πάω σπίτι. Κατασκάψανε το Μπάγκσοτ Ρόου κι ο φτωχός μου ο γέρος κατηφορίζει το Λόφο με μερικά απ’ τα πράγματά του σ’ ένα καρότσι. Πρέπει να πάω σπίτι!

— Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω μονάχος, είπε η Κυρά. Δεν ήθελες να γυρίσεις πίσω χωρίς τον κύριό σου πριν κοιτάξεις τον Καθρέφτη κι όμως ήξερες πως θα μπορούσαν να συμβαίνουν άσχημα πράγματα στο Σάιρ. Θυμήσου πως ο Καθρέφτης δείχνει πολλά πράγματα κι ότι δεν έχουν γίνει όλα. Μερικά δε γίνονται ποτέ, εκτός κι αν εκείνοι που τον κοιτάζουν αφήσουν το δρόμο τους και προσπαθήσουν να τα εμποδίσουν. Ο Καθρέφτης είναι επικίνδυνος οδηγός.

Ο Σαμ κάθισε στο χώμα κι έβαλε το κεφάλι του στα χέρια.

— Μακάρι να μην είχα έρθει ποτέ εδώ και δε θέλω να δω άλλα μάγια, είπε και σώπασε.

Ύστερα από μια στιγμή είπε πνιχτά, λες και προσπαθούσε να μην κλάψει.

— Οχι, θα γυρίσω πίσω απ’ το μακρύ το δρόμο, μαζί με τον κύριο Φρόντο, ή καθόλου. Και, αν αυτά που έχω δει βγουν αληθινά, κάποιος θα βρει τον μπελά του για τα καλά!

— Θέλεις τώρα να κοιτάξεις, Φρόντο; είπε η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ. Εσύ δεν ήθελες να δεις μάγια των Ξωτικών κι ήσουν ικανοποιημένος.

— Με συμβουλεύεις να κοιτάξω; ρώτησε ο Φρόντο.

— Όχι, είπε. Δε σε συμβουλεύω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν είμαι για να δίνω συμβουλές. Μπορεί να μάθεις κάτι και, είτε αυτό που θα δεις είναι ωραίο είτε άσχημο, μπορεί να σου φανεί χρήσιμο, μπορεί όμως κι όχι. Το να κοιτάζει κανείς είναι και καλό κι επικίνδυνο. Όμως νομίζω, Φρόντο, πως έχεις αρκετό θάρρος και σοφία για να δοκιμάσεις, αλλιώς δε θα σε είχα φέρει εδώ. Κάνε ό,τι θέλεις!

— Θα κοιτάξω! είπε ο Φρόντο, κι ανέβηκε στο βάθρο κι έσκυψε πάνω απ’ το σκοτεινό νερό.

Αμέσως ο Καθρέφτης καθάρισε ναι είδε μια περιοχή την ώρα του δειλινού. Βουνά υψώνονταν σκοτεινά στο βάθος κι ο ουρανός ήταν χλωμός. Ένας μακρύς γκρίζος δρόμος ξετυλιγόταν και χανόταν στο βάθος. Πολύ μακριά μια μορφή φάνηκε να κατεβαίνει το δρόμο, αμυδρή και μικρή στην αρχή, αλλά μεγάλωνε και φαινόταν καλύτερα όσο πλησίαζε. Ξαφνικά ο Φρόντο διαπίστωσε πως του θύμιζε τον Γκάνταλφ. Παραλίγο να φωνάξει τ’ όνομα του μάγου δυνατά, μα τότε είδε πως η μορφή δεν ήταν ντυμένη στα γκρίζα αλλά στα άσπρα, σ’ ένα άσπρο που έλαμπε ελαφρά στο μισοσκόταδο· και στα χέρια της κρατούσε ένα άσπρο ραβδί. Το κεφάλι ήταν τόσο σκυμμένο που δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο· και σε λίγο η μορφή πήρε τη στροφή του δρόμου και χάθηκε απ’ τον Καθρέφτη. Αμφιβολία φώλιασε στο νου του Φρόντο: ήταν αυτή η οπτασία ο Γκάνταλφ, σε κάποιο απ’ τα πολλά και μακρινά του ταξίδια παλιά, ή ήταν ο Σάρουμαν;

Η εικόνα άλλαξε τώρα. Γρήγορα και μικροσκοπικά, αλλά πολύ ζωηρά, είδε για μια στιγμή τον Μπίλμπο να περπατάει νευρικά πέρα δώθε στο δωμάτιό του. Το τραπέζι ήταν φορτωμένο μ’ ακατάστατα χαρτιά· βροχή χτυπούσε στα παράθυρα.

Ύστερα έγινε μια διακοπή και μετά ακολούθησαν πολλές γρήγορες σκηνές που ο Φρόντο, με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, κατάλαβε πως ήταν κομμάτια από τη μεγάλη σειρά των ιστορικών γεγονότων που είχε κι αυτός μπερδευτεί. Η ομίχλη καθάρισε κι είδε ένα θέαμα που δεν είχε ποτέ του ξαναδεί, αλλά που το γνώρισε αμέσως: η Θάλασσα. Σκοτείνιασε. Η θάλασσα φούσκωσε κι αντάριασε κι έγινε μεγάλη θύελλα. Μετά είδε, με φόντο τον Ήλιο που έδυε κόκκινος, σαν αίμα μέσ’ από κουρελιασμένα σύννεφα, τη μαύρη σιλουέτα ενός ψηλού καραβιού με σκισμένα πανιά, που ερχόταν από τη Δύση. Ύστερα έναν πλατύ ποταμό που κυλούσε ανάμεσα σε μια πυκνοκατοικημένη πόλη. Έπειτα ένα άσπρο φρούριο με εφτά πύργους. Κι ύστερα πάλι ένα καράβι με μαύρα πανιά, αλλά τώρα ήταν πρωί ξανά και το νερό στραφτάλιζε στο φως κι ένα λάβαρο μ’ έμβλημα ένα άσπρο δέντρο έλαμπε στον ήλιο. Σηκώθηκε καπνός λες από φωτιά και πόλεμο κι έδυσε ξανά ο ήλιος κόκκινος σαν τη φωτιά κι ύστερα το φως ξεθώριασε κι έγινε σταχτιά ομίχλη· και μες στην ομίχλη ένα μικρό καραβάκι πέρασε φεύγοντας, γεμάτο φώτα που αναβόσβηναν. Χάθηκε, κι ο Φρόντο αναστέναξε κι ετοιμάστηκε ν’ αποτραβηχτεί.

Αλλά ξαφνικά ο Καθρέφτης μαύρισε εντελώς, μαύρισε λες και μια τρύπα να είχε ανοιχτεί στον ορατό κόσμο κι ο Φρόντο κοίταξε στο κενό. Μες στη μαύρη άβυσσο φάνηκε ένα μοναδικό μάτι, που σιγά σιγά μεγάλωνε, μέχρι που σχεδόν γέμισε όλο τον Καθρέφτη, Ήταν τόσο φοβερό που ο Φρόντο ρίζωσε εκεί που στεκόταν, ανίκανος να φωνάξει ή ν’ αποτραβήξει το βλέμμα του. Το Μάτι είχε γύρω γύρω φωτιά, αλλά αυτό καθεαυτό ήταν σαν γυάλινο, κίτρινο σαν της γάτας, παρατηρητικό και συγκεντρωμένο και το μαύρο σκίσιμο της κόρης του άνοιγε σε μια άβυσσο, ένα παράθυρο στην ανυπαρξία.

Ύστερα το μάτι άρχισε να γυρίζει, να ψάχνει εδώ κι εκεί· κι ο Φρόντο ήξερε με σιγουριά και τρόμο πως ανάμεσα στα πολλά που γύρευε ήταν κι αυτός ο ίδιος. Αλλά ήξερε επίσης πως δεν μπορούσε να τον δει — όχι ακόμα, όχι. εκτός και το ήθελε αυτός. Το Δαχτυλίδι που κρεμόταν στην αλυσίδα γύρω απ’ το λαιμό του βάρυνε πιο πολύ κι από μια μεγάλη πέτρα και τραβούσε το κεφάλι του μπροστά. Ο Καθρέφτης φαινόταν να μεγαλώνει και καυτές στήλες ατμού ανέβαιναν απ’ το νερό. Γλιστρούσε μπροστά.

— Μην αγγίξεις το νερό! είπε η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ μαλακά.

Το όραμα ξεθώριασε κι ο Φρόντο βρέθηκε να κοιτάζει τα δροσερά αστέρια που τρεμόπαιζαν στην ασημένια λεκάνη. Τραβήχτηκε πίσω τρέμοντας ολόκληρος και κοίταξε την Κυρά.

— Ξέρω τι ήταν αυτό που είδες τελευταίο, είπε· γιατί βρίσκεται και στο δικό μου μυαλό. Μη φοβάσαι! Αλλά και μη νομίσεις πως μόνο με το τραγούδι ανάμεσα στα δέντρα, ή με τα μικρά βέλη των τόξων των Ξωτικών, διατηρείται η γη του Λοθλόριεν κι αντιστέκεται στον Εχθρό. Σου λέω, Φρόντο, πως τώρα που σου μιλάω, διακρίνω το Μαύρο Άρχοντα· και ξέρω τη σκέψη του, ή μάλλον όσα σκέφτεται και αφορούν τα Ξωτικά. Και συνέχεια ψάχνει στα τυφλά για να δει εμένα και τις σκέψεις μου. Αλλά η πόρτα είναι ακόμα κλεισμένη!

Σήκωσε τα λευκά της μπράτσα κι άπλωσε τα χέρια της κατά την Ανατολή με μια κίνηση που δήλωνε διώξιμο κι άρνηση. Ο Εαρέντιλ, το Αστέρι του Δειλινού, το πω αγαπημένο των Ξωτικών, έλαμπε αθάμπωτο ψηλά. Ήταν τόσο λαμπερό που η σιλουέτα της Κυράς των ξωτικών έριχνε μια αμυδρή σκιά στη γη. Οι ακτίνες του έπεσαν πάνω σ’ ένα δαχτυλίδι στο χέρι της· γυάλιζε σαν δουλεμένο χρυσάφι σκεπασμένο μ’ ασημένιο φως κι ένα άσπρο πετράδι αναβόσβηνε λες και τ’ Αστέρι των Ξωτικών είχε κατεβεί να ξεκουραστεί στο δάχτυλό της πάνω. Ο Φρόντο κοίταξε το δαχτυλίδι με δέος· γιατί ξαφνικά του φάνηκε πως κατάλαβε.

— Ναι, είπε η Γκαλάντριελ, μαντεύοντας τη σκέψη του, δεν επιτρέπεται να μιλάμε γι’ αυτό κι ο Έλροντ δεν μπορούσε να το κάνει. Αλλά δεν μπορεί να κρυφτεί απ’ το Δαχτυλιδο-κουβαλητή κι απ’ αυτόν που έχει δει το μάτι. Στ’ αλήθεια βρίσκεται στη γη του Λόριεν στο δάχτυλο της Γκαλάντριεν ένα από τα Τρία π’ απομένουν. Αυτό είναι η Νένια, το Δαχτυλίδι του Διαμαντιού κι εγώ είμαι ο φύλακάς του.

» Υποψιάζεται μα δεν το ξέρει — όχι ακόμα. Δε βλέπεις λοιπόν τώρα πως ο ερχομός σου ακούγεται για μας σαν το βήμα του Μοιραίου; Γιατί αν αποτύχεις, τότε απογυμνωνόμαστε στον Εχθρό. Αλλ’ όμως αν πετύχεις, τότε η δική μας δύναμη θα ελαττωθεί, το Λοθλόριεν θα σβήσει και τα κύματα του Χρόνου θα το παρασύρουν στο διάβα τους. Εμείς θα πρέπει να φύγουμε στη Δύση ή να καταντήσουμε ένας αγροτικός λαός στις σπηλιές και στα δάση, αργά να ξεχνάμε και να μας ξεχνούν. Ο Φρόντο έσκυψε το κεφάλι.

— Κι εσύ τι επιθυμείς; είπε τέλος.

— Θα γίνει αυτό που είναι να γίνει, απάντησε. Η αγάπη που έχουν τα Ξωτικά για τη γη και τα έργα τους είναι πιο βαθιά κι απ’ τα βάθη της Θάλασσας κι η λύπη τους δεν πεθαίνει, ούτε μπορεί να γιατρευτεί τελείως. Όμως προτιμούν να τα χάσουν όλα παρά να υποταχτούν στο Σόρον: γιατί τώρα τον ξέρουν καλά. Γιατί εσύ δεν είσαι υπεύθυνος για την τύχη του Λοθλόριεν, παρά μόνο για την εκπλήρωση της αποστολής σου. Θα μπορούσα όμως να επιθυμήσω, αν αυτό θα ’φερνε κανένα αποτέλεσμα, το ένα Δαχτυλίδι να μην είχε φτιαχτεί ποτέ, ή να έμενε για πάντα χαμένο.

— Είσαι σοφή κι ατρόμητη και δίκαιη, Αρχόντισσα Γκαλάντριελ, είπε ο Φρόντο. Θα σου δώσω το Ένα, αν το ζητήσεις. Παραείναι μεγάλο για μένα.

Η Γκαλάντριελ γέλασε μ’ ένα ξαφνικό κρυστάλλινο γέλιο.

— Σοφή μπορεί να είναι η Γκαλάντριελ η Αρχόντισσα, είπε, όμως εδώ βρήκε το όμοιό της στην ευγένεια. Με εκδικιέσαι ευγενικά για τη δοκιμασία που σου έκανα στην πρώτη μας συνάντηση. Αρχίζεις να βλέπεις με μάτι κοφτερό. Δεν μπορώ ν’ αρνηθώ πως η καρδιά μου επιθυμούσε πολύ να σου ζητήσω αυτό που προσφέρεις. Για πάρα πολλά χρόνια είχα συλλογιστεί τι θα μπορούσα να κάνω, αν το Μεγάλο Δαχτυλίδι ερχόταν στα χέρια μου, και να! έχει φτάσει τόσο κοντά που, έτσι ν’ απλώσω, το πήρα, Το κακό που επινοήθηκε πολύ παλιά εξακολουθεί να δουλεύει με πολλούς τρόπους, είτε πέσει, είτε νικήσει ο Σόρον. Δε θα ήταν ένα σπουδαίο κατόρθωμα κι αντάξιο του Δαχτυλιδιού, αν το είχα πάρει απ’ το φιλοξενούμενό μου με τη βία ή το φόβο;

» Και τώρα επιτέλους έρχεται! Θα μου δώσεις το Δαχτυλίδι ελεύθερα! Στη θέση του Μαύρου Άρχοντα θα βάλεις μια Βασίλισσα. Κι εγώ δε θα είμαι σκοτεινή, αλλά όμορφη και τρομερή όπως η Μέρα και η Νύχτα! Όμορφη σαν τη Θάλασσα και τον Ήλιο και το Χιόνι στο Βουνό! Φοβερή σαν την Καταιγίδα και την Αστραπή! Πιο δυνατή κι απ’ τα θεμέλια της γης. Όλοι θα μ’ αγαπούν και θ’ απελπίζονται!

Σήκωσε το χέρι της κι από το δαχτυλίδι που φορούσε ξεπήδησε ένα μεγάλο φως που φώτισε μονάχα αυτήν κι άφησε όλα τ’ άλλα σκοτεινά. Στεκόταν μπροστά στο Φρόντο και τώρα έδειχνε αμέτρητα ψηλή και πεντάμορφη πέρα απ’ όσο άντεχε να βλέπει, τρομερή και μεγαλειώδης. Ύστερα άφησε το χέρι της να πέσει και το φως έσβησε· και ξαφνικά γέλασε πάλι και να! μάζεψε: έγινε μια λυγερή ξωθιά, ντυμένη απλά στ’ άσπρα, που . η ευγενική φωνή της ήταν απαλή και λυπημένη.

— Ξεπέρασα τη δοκιμασία, είπε. Ας μικρύνω κι ας πάω στη Δύση κι ας μείνω η Γκαλάντριελ.


Στάθηκαν για πολλή ώρα σιωπηλοί. Τέλος η Κυρά μίλησε πάλι.

— Ας γυρίσουμε πίσω! είπε. Το πρωί πρέπει να ξεκινήσετε, γιατί τώρα έχουμε διαλέξει και τα ποτάμια της μοίρας κυλούν.

— Θα ήθελα να ρωτήσω κάτι ακόμα πριν φύγουμε, είπε ο Φρόντο, κάτι που συχνά έλεγα να ρωτήσω τον Γκάνταλφ στο Σκιστό Λαγκάδι. Ενώ έχω την άδεια να φορώ το Ένα Δαχτυλίδι, γιατί δεν μπορώ να δω όλα τ’ άλλα και να γνωρίζω τις σκέψεις εκείνων που τα φορούν;

— Δεν έχεις προσπαθήσει, είπε. Τρεις φορές μονάχα έβαλες το Δαχτυλίδι στο δάχτυλό σου από τότε που έμαθες τι έχεις στην κατοχή σου. Μην προσπαθήσεις! Θα σε καταστρέψει. Δε σου είπε ο Γκάνταλφ πως τα δαχτυλίδια δίνουν δύναμη σύμφωνα με το μέτρο κάθε ιδιοκτήτη; Πριν να είσαι σε θέση να χρησιμοποιήσεις εκείνη τη δύναμη θα χρειαζόταν να γινόσουν πολύ πιο δυνατός και να εξασκήσεις τη θέλησή σου στο να υποτάζει άλλους. Αλλά ακόμα κι έτσι. σαν Δαχτυλιδο-κουβαλητής και σαν ένας που το έχεις φορέσει στο δάχτυλό σου κι έχεις δει κι εκείνο που είναι κρυμμένο, η όραση σου είναι πιο κοφτερή. Κατάλαβες τη σκέψη μου πιο καθαρά από πολλούς που θεωρούνται σοφοί. Είδες το Μάτι εκείνου που κρατά τα Εφτά και τα Εννέα. Και μήπως δεν είδες κι αναγνώρισες το δαχτυλίδι στο δάχτυλό μου; Είδες το δαχτυλίδι μου; ρώτησε γυρίζοντας πάλι στο Σαμ.

— Όχι, Κυρία, απάντησε. Να σας πω την αλήθεια, αναρωτιόμουν για ποιο πράγμα κουβεντιάζατε. Είδα ένα αστέρι στο δάχτυλό σου. Αλλά, με το συμπάθιο που μιλάω, νομίζω πως ο κύριός μου είχε δίκιο. Μακάρι να το είχες πάρει το Δαχτυλίδι του. Θα τα ταχτοποιούσες όλα. Θα τους σταματούσες να σκάβουν και να ξεσπιτώνουν το γερο-πατέρα μου. Θα ’κανες μερικούς να το πληρώσουν για τις βρομοδουλειές τους.

— Θα το έκανα, είπε. Έτσι κάπως θα άρχιζα. Αλλά δε θα σταματούσα εκεί, αλίμονο! Δε θα ξαναμιλήσουμε περισσότερο γι’ αυτό. Ας πηγαίνουμε!

Κεφάλαιο VIII ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΛΟΡΙΕΝ

Εκείνο το βράδυ κάλεσαν πάλι την Ομάδα στο δώμα του Σέλεμπορν κι εκεί ο Άρχοντας και η Κυρά τους καλωσόρισαν με ωραία λόγια. Τέλος, ο Σέλεμπορν μίλησε για την αναχώρηση τους.

— Τώρα έφτασε η ώρα, είπε, που όσοι θέλουν να συνεχίσουν την Αποστολή πρέπει να κάνουν την καρδιά τους πέτρα και ν’ αφήσουν αυτή τη γη. Εκείνοι που δε θέλουν πια να συνεχίσουν μπορούν να μείνουν εδώ, για λίγο. Αλλά. είτε μείνετε, είτε φύγετε, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την ειρήνη. Γιατί τώρα βρισκόμαστε στο γύρισμα της μοίρας. Εκείνοι που θέλουν μπορούν να καθίσουν εδώ και να περιμένουν τον ερχομό της ώρας που ή θ’ ανοίξουν πάλι οι δρόμοι του κόσμου, ή θα τους καλέσουμε στην έσχατη ανάγκη του Λόριεν. Ύστερα μπορούν να επιστρέψουν στις χώρες τους, ή να πάνε στη μακρινή κατοικία εκείνων που πέφτουν στη μάχη.

Έπεσε σιωπή.

— Όλοι είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν, είπε η Γκαλάντριελ, κοιτάζοντας τα μάτια τους.

— Όσο για μένα, είπε ο Μπορομίρ, η πατρίδα μου βρίσκεται μπροστά κι όχι πίσω.

— Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Σέλεμπορν, αλλά πηγαίνει όλη αυτή η Ομάδα μαζί σου στη Μίνας Τίριθ;

— Δεν έχουμε αποφασίσει την πορεία μας, είπε ο Άραγκορν. Ύστερα απ’ το Λοθλόριεν δεν ξέρω τι σκόπευε να κάνει ο Γκάνταλφ. Κι εδώ που τα λέμε, νομίζω πως ούτε κι αυτός δεν είχε καλοαποφασίσει.

— Ίσως όχι, είπε ο Σέλεμπορν, όμως όταν φύγετε από εδώ, δεν μπορείτε πια ν’ αγνοήσετε το Μεγάλο Ποταμό. Όπως μερικοί από σας το γνωρίζουν καλά, δεν μπορεί να περάσουν ταξιδιώτες με μπαγκάζια ανάμεσα στο Λόριεν και στην Γκόντορ, παρά μόνο με βάρκα. Και δεν είναι γκρεμισμένες οι γέφυρες της Οσγκίλιαθ κι όλα τα μέρη γι’ αποβίβαση στα χέρια του Εχθρού τώρα;

» Κοντά σε ποια όχθη θα ταξιδέψετε; Ο δρόμος για τη Μίνας Τίριθ βρίσκεται απ’ αυτή την πλευρά, δυτικά· αλλά ο κατευθείαν δρόμος για την Αποστολή βρίσκεται ανατολικά του Ποταμού, στη σκοτεινή όχθη. Ποια όχθη θ’ ακολουθήσετε τώρα;

— Αν ακολουθήσουμε τη δική μου συμβουλή, θα πάμε από τη δυτική όχθη και το δρόμο για τη Μίνας Τίριθ, απάντησε ο Μπορομίρ. Αλλά δεν είμαι εγώ ο αρχηγός της Ομάδας.

Οι άλλοι δεν είπαν τίποτα κι ο Άραγκορν έδειχνε δίγνωμος και στενοχωρημένος.

— Βλέπω πως δεν ξέρετε ακόμα τι να κάνετε, είπε ο Σέλεμπορν. Δεν είναι η θέση μου να διαλέξω για σας· μα θα σας βοηθήσω όπως μπορώ. Υπάρχουν μερικοί ανάμεσά σας, που ξέρουν να χειριστούν βάρκες: ο Λέγκολας, που οι δικοί του ξέρουν το γρήγορο Ποταμό του Δάσους· ο Μπορομίρ της Γκόντορ· κι ο Άραγκορν ο ταξιδευτής.

— Κι ένας Χόμπιτ! φώναξε ο Μέρι. Δε βλέπουμε όλοι μας τις βάρκες λες κι είναι άγρια άλογα. Οι δικοί μου ζούνε στις όχθες του Μπράντιγουάιν.

— Πολύ καλά, είπε ο Σέλεμπορν. Τότε θα εφοδιάσω την Ομάδα σας με βάρκες. Θα πρέπει να είναι μικρές κι ελαφρές, γιατί αν ταξιδέψετε μακριά πάνω στο νερό, υπάρχουν μέρη που θ’ αναγκαστείτε να τις μεταφέρετε στα χέρια. Θα συναντήσετε τους υφαλοστρόβιλους του Σαρν Γκεμπίρ κι ίσως, στο τέλος, τους μεγάλους καταρράκτες του Ράουρος, όπου ο Ποταμός πέφτει κάτω βροντερά απ’ τη Νεν Χιθόελ· κι υπάρχουν κι άλλοι κίνδυνοι, Οι βάρκες μπορεί να κάνουν το ταξίδι σας λιγότερο κοπιαστικό γι’ αρκετό δρόμο. Αλλά δε θα σας δώσουν συμβουλές: στο τέλος θα πρέπει να εγκαταλείψετε κι αυτές και τον Ποταμό και να στρίψετε δυτικά ή ανατολικά.

Ο Άραγκορν ευχαρίστησε το Σέλεμπορν πολλές φορές. Οι βάρκεςδώρο τον ανακούφισαν πολύ και περισσότερο γιατί τώρα δεν υπήρχε λόγος ν’ αποφασίσει την πορεία του για μερικές μέρες. Κι οι άλλοι, επίσης, πήραν θάρρος. Οτιδήποτε κίνδυνοι κι αν βρίσκονταν μπροστά τους, τους φαινόταν καλύτερο να ταξιδεύουν πλέοντας στο πλατύ ρεύμα του Άντουϊν για να τους συναντήσουν, παρά να βραδυπορούν πεζοί και με σκυφτές τις πλάτες. Μόνο ο Σαμ είχε αμφιβολίες: αυτός οπωσδήποτε εξακολουθούσε να θεωρεί τις βάρκες τόσο επικίνδυνες, όσο και τ’ άγρια άλογα, ή και χειρότερες και, παρ’ όλους τους κινδύνους που είχε περάσει, δεν είχε αλλάξει γνώμη γι’ αυτές.

— Θα είναι όλα έτοιμα και θα σας περιμένουν στο λιμάνι πριν το μεσημέρι αύριο, είπε ο Σέλεμπορν. Θα στείλω δικούς μου το πρωί να σας βοηθήσουν να ετοιμαστείτε για το ταξίδι. Τώρα θα ευχηθούμε σ’ όλους σας καληνύχτα κι ύπνο ειρηνικό.

— Καληνύχτα, φίλοι μου! είπε η Γκαλάντριελ. Κοιμηθείτε με ειρήνη! Μην ταράζεστε απόψε με τη σκέψη του δρόμου. Ίσως ο δρόμος που ο καθένας σας θα πάρει, να βρίσκεται κιόλας κάτω από τα πόδια του, αν κι εσείς δεν τον βλέπετε. Καληνύχτα!


Έφυγαν και γύρισαν στη σκηνή τους. Ο Λέγκολας πήγε μαζί τους, γιατί ήταν η τελευταία τους νύχτα στο Λοθλόριεν και, παρά τα λόγια της Γκαλάντριελ, ήθελαν να συζητήσουν και όλοι μαζί.

Για πολλή ώρα κουβέντιασαν τι έπρεπε να κάνουν και ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να εκτελέσουν την αποστολή τους με το Δαχτυλίδι· αλλά δεν κατάληξαν πουθενά. Ήταν φανερό πως οι περισσότεροι επιθυμούσαν να πάνε πρώτα στη Μίνας Τίριθ και να ξεφύγουν, έστω και για λίγο, από τον τρόμο του Εχθρού. Θα ήταν πρόθυμοι ν’ ακολουθήσουν έναν αρχηγό στην απέναντι πλευρά του Ποταμού και να μπουν στη σκιά της Μόρντορ· αλλά ο Φρόντο δεν έλεγε λέξη κι ο Άραγκορν ήταν ακόμα δίγνωμος.

Το δικό του το σχέδιο, όσο ο Γκάνταλφ ήταν μαζί τους, ήταν να πάει με τον Μπορομίρ και με το σπαθί του να βοηθήσει να σωθεί η Γκόντορ. Γιατί πίστευε πως το μήνυμα των ονείρων ήταν πρόσκληση και πως είχε φτάσει πια η ώρα να παρουσιαστεί ο κληρονόμος του Έλεντιλ και να παλέψει με το Σόρον για την κυριαρχία. Αλλά στη Μόρια το φορτίο του Γκάνταλφ είχε πέσει στους ώμους του· κι ήξερε πως τώρα δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το Δαχτυλίδι, αν τελικά ο Φρόντο αρνιόταν να πάει με τον Μπορομίρ. Κι απ’ την άλλη μεριά, τι βοήθεια θα μπορούσε αυτός ή ο οποιοσδήποτε της Ομάδας να δώσει στο Φρόντο, εκτός απ’ το να βαδίσει τυφλά μαζί του μες στη σκοτεινιά;

— Θα πάω στη Μίνας Τίριθ μόνος μου στην ανάγκη, γιατί αυτό είναι το καθήκον μου, είπε ο Μπορομίρ· και μετά απ’ αυτά τα λόγια έμεινε σιωπηλός για λίγο, καθισμένος με τα μάτια καρφωμένα στο Φρόντο, λες και προσπαθούσε να μαντέψει τι σκεφτόταν το Ανθρωπάκι. Τέλος ξαναμίλησε, χαμηλόφωνα, λες και κουβέντιαζε με τον εαυτό του: Αν θέλεις να καταστρέψεις το Δαχτυλίδι, είπε, τότε σε τίποτα δε χρησιμεύουν ο πόλεμος και τα όπλα· κι οι Άνθρωποι της Μίνας Τίριθ δεν μπορούν να βοηθήσουν. Μα αν θέλεις να καταστρέψεις την ένοπλη δύναμη του Μαύρου Άρχοντα, τότε είναι ανόητο να πας χωρίς δύναμη να πέσεις στα χέρια του· κι είναι ανόητο να πετάξεις.

Σταμάτησε απότομα, λες και πήρε είδηση πως έλεγε φωναχτά τις σκέψεις του.

— Θα ήταν ανόητο να πετάξεις στα χαμένα ζωές, θέλω να πω, τελείωσε. Μπορεί να διαλέξεις ή να υπερασπιστείς ένα δυνατό οχυρό ή να πας φανερά στην αγκαλιά του Χάρου. Τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ.

Ο Φρόντο έπιασε κάτι νέο και παράξενο στη ματιά του Μπορομίρ και τον κοίταξε προσεκτικά. Ήταν φανερό πως η σκέψη του Μπορομίρ ήταν διαφορετική από τα τελευταία του λόγια. Θα ήταν ανόητο να πετάξεις: τι; Το Δαχτυλίδι της Δύναμης; Αυτός είχε ξαναπεί κάτι τέτοιο και στο Συμβούλιο, αλλά τότε είχε δεχτεί τη διόρθωση του Έλροντ. Ο Φρόντο έριξε μια ματιά στον Άραγκορν, που ήταν βυθισμένος στις δικές του σκέψεις και δεν έδειχνε πως είχε προσέξει τα λόγια του Μπορομίρ. Κι έτσι τέλειωσε η συζήτηση. Ο Μέρι κι ο Πίπιν είχαν κιόλας αποκοιμηθεί κι ο Σαμ κουτουλούσε. Η νύχτα προχωρούσε.


Το πρωί. εκεί που άρχιζαν να μαζεύουν τα λιγοστά τους υπάρχοντα, ήρθαν Ξωτικά που μιλούσαν τη γλώσσα τους και τους έφεραν πολλά δώρα τροφής και ρουχισμού για το ταξίδι. Η τροφή ήταν κυρίως κάτι λεπτά κέικ, φτιαγμένα από “ζυμάρι που ήταν εξωτερικά ψημένο ώστε να ξανθίζει και μέσα είχε το χρώμα της κρέμας. Ο Γκίμλι πήρε ένα από τα κέικ και το κοίταξε δύσπιστα.

Κραμ, είπε χαμηλόφωνα, καθώς έσπασε μια καλοψημένη γωνία και τη μασούλησε.

Η έκφρασή του άλλαξε γρήγορα κι έφαγε όλο το υπόλοιπο κέικ με απόλαυση.

— Όχι άλλο, όχι άλλο! φώναξαν τα Ξωτικά γελώντας. Έχεις φάει κιόλας αρκετό για ν’ αντέξεις τη μακριά πορεία μιας μέρας.

— Νόμιζα πως ήταν κάποιο είδος κραμ, σαν κι αυτό που φτιάχνουν οι Άνθρωποι της Πόλης της Κοιλάδας όταν ταξιδεύουν σ’ ερημιές, είπε ο Νάνος.

— Τέτοιο είναι, απάντησαν. Αλλά εμείς το λέμε λέμπας ή ψωμί για το δρόμο· κι είναι πιο δυναμωτικό απ’ όλες τις τροφές που φτιάχνουν οι άνθρωποι κι είναι, σίγουρα, πολύ πιο νόστιμο απ’ το κραμ.

— Και βέβαια είναι, είπε ο Γκίμλι. Είναι καλύτερο κι απ’ τις μελόπιτες των Αρκιδών[15]· κι αυτό είναι μεγάλος έπαινος, γιατί οι Αρκίδες ψήνουν τις καλύτερες πίτες που ξέρω· και αυτόν τον καιρό δεν είναι πρόθυμοι να δίνουν απ’ τις πίτες τους στους ξένους. Είστε πολύ ευγενικοί οικοδεσπότες!

— Όπως και να ’χει το πράγμα, σας συμβουλεύουμε να κάνετε οικονομία σ’ αυτό το φαγητό, είπαν. Να τρώτε λίγο κάθε φορά και μόνο στην ανάγκη. Γιατί αυτά σας τα δίνουμε, για να τα χρησιμοποιείτε όταν δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Οι πίτες θα διατηρήσουν τη γλύκα τους για πολλές μέρες, αν δεν τις κόψετε κι αν δεν τους χαλάσετε το φυλλο-περιτύλιγμά τους, όπως σας τις φέραμε. Μια αρκεί για να στυλώσει έναν ταξιδιώτη για ολόκληρη μέρα, όσο κι αν κουραστεί, ακόμα κι έναν απ’ τους ψηλούς Ανθρώπους της Μίνας Τίριθ.

Ύστερα τα Ξωτικά ξεδίπλωσαν κι έδωσαν στον καθένα απ’ την Ομάδα τα ρούχα που είχαν φέρει. Για καθέναν είχαν ένα μανδύα με κουκούλα, φτιαγμένο στα μέτρα του. Ήταν από το ελαφρό αλλά ζεστό μεταξένιο ύφασμα που ύφαιναν οι Γκαλάντριμ. Δύσκολο να πεις τι χρώμα είχαν: φαίνονταν πως είναι γκρίζοι, το χρώμα του λυκόφωτος κάτω από τα δέντρα· κι όμως, όταν τους μετακινούσες ή τους έβαζες σε άλλο φως, γίνονταν πράσινοι σαν τα σκιερά φύλλα ή καφέ ανοιχτοί όπως τα χέρσα χωράφια τη νύχτα, ή ασημένιοι σαν το δειλινό όπως το νερό στην αστροφεγγιά.

— Είναι μαγικοί μανδύες; ρώτησε ο Πίπιν, κοιτάζοντάς τους με θαυμασμό.

— Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις μ’ αυτό, απάντησε ο αρχηγός των Ξωτικών. Είναι όμορφα ρούχα και το πανί είναι καλό, γιατί είναι υφασμένο εδώ. Είναι, βέβαια, ρούχα ξωτικά, αν αυτό εννοείς. Φύλλα και κλαδιά, νερά και πέτρες: έχουν το χρώμα όλων αυτών στο λυκόφως του Λόριεν που αγαπάμε· γιατί βάζουμε τη σκέψη όλων όσων αγαπάμε σε ό,τι κι αν φτιάχνουμε. Αλλά είναι ρούχα, δεν είναι πανοπλίες, δε θα σας φυλάξουν από βέλος ή σπαθί. Θα σας εξυπηρετήσουν όμως πολύ: είναι ελαφρά και ζεστά ή δροσερά ανάλογα με την περίπτωση. Και θα σας βοηθήσουν πολύ να μείνετε κρυμμένοι από μάτια εχθρικά, είτε βαδίζετε ανάμεσα σε βράχους, είτε σε δέντρα. Και αλήθεια, βρίσκεστε πολύ ψηλά στην εκτίμηση της Κυράς! Γιατί αυτή κι οι κοπέλες της ακολουθίας της ύφαναν το ύφασμα· και ποτέ ως τώρα δεν ντύσαμε ξένους με τα δικά μας ρούχα.


Μετά το πρωινό τους φαγητό η Ομάδα αποχαιρέτισε την πράσινη πρασιά του σιντριβανιού. Η καρδιά τους ήταν βαριά, γιατί ήταν ωραίο μέρος και το είχαν νιώσει σαν το σπιτικό τους, αν και δεν μπορούσαν να μετρήσουν τα μερόνυχτα που είχαν περάσει εκεί. Όπως στέκονταν για μια στιγμή κοιτάζοντας το άσπρο νερό στο φως του ήλιου, φάνηκε ο Χάλντιρ να έρχεται περπατώντας στο πράσινο χορτάρι του ξέφωτου. Ο Φρόντο τον χαιρέτισε όλος χαρά.

— Έρχομαι απ’ τα Βορινά Περιφράγματα, είπε το Ξωτικό, και με στέλνουν να γίνω πάλι οδηγός σας. Η Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα είναι γεμάτη ατμούς και σύννεφα καπνού και τα βουνά είναι ταραγμένα. Ακούγονται φωνές από τα βάθη της γης. Αν είχατε σκεφτεί να γυρίσετε πίσω στα σπίτια σας απ’ το Βοριά, δε θα μπορούσατε να περάσετε από κει. Ελάτε όμως! Ο δικός σας δρόμος τώρα πάει νότια.

Καθώς περπατούσαν στο Κάρας Γκαλάντον, οι πράσινοι δρόμοι ήταν άδειοι· αλλά στα δέντρα από πάνω τους πολλές φωνές μουρμούριζαν και τραγουδούσαν. Οι ίδιοι προχωρούσαν σιωπηλά. Τέλος, με το Χάλντιρ οδηγό, κατηφόρισαν τις νότιες πλαγιές του λόφου κι έφτασαν πάλι στη μεγάλη πύλη με τα κρεμαστά φανάρια και την άσπρη γέφυρα· κι έτσι βγήκαν έξω κι άφησαν την πόλη των Ξωτικών. Έπειτα βγήκαν απ’ το στρωμένο δρόμο και πήραν ένα μονοπάτι που έμπαινε σε μια πυκνή συστάδα από δέντρα μάλορν και προχωρούσε στριφογυρίζοντας μέσ’ από κυματιστές δασωμένες περιοχές μ’ ασημένιους ίσκιους, κατηφορίζοντας συνέχεια νοτιοανατολικά προς τις ακτές του Ποταμού.

Είχαν κάνει κάπου δέκα μίλια και το μεσημέρι πλησίαζε, όταν έφτασαν σ’ έναν ψηλό πράσινο τοίχο. Περνώντας μέσα από ένα άνοιγμα, βρέθηκαν ξαφνικά έξω από τα δέντρα. Μπροστά τους απλωνόταν μια μεγάλη πρασιά λαμπερό γρασίδι, κεντημένη με χρυσά έλανορ που άστραφταν στον ήλιο. Η πρασιά γινόταν μια στενή γλώσσα ανάμεσα σε φωτεινά περιθώρια: δεξιά και δυτικά έτρεχε ο Ασημόφλεβος λαμπυρίζοντας· αριστερά κι ανατολικά ο Μεγάλος Ποταμός κυλούσε τα πλατιά νερά του, βαθύς και σκοτεινός. Στις αντίπερα ακτές τα δάση εξακολουθούσαν να προχωρούν νότια ως εκεί που έβλεπε το μάτι, αλλά όλες οι όχθες ήταν άχαρες και γυμνές. Ούτε ένα μάλορν δεν άπλωνε τα χρυσόφυλλα κλαδιά του πέρα απ’ τη Γη του Λόριεν.

Στην όχθη του Ασημόφλεβου, λίγο ψηλότερα απ’ το μέρος που αντάμωναν τα δυο ρεύματα, είχε μια αποβάθρα από άσπρες πέτρες και ξύλα. Στο πλάι της ήταν δεμένες πολλές βάρκες και πλοιάρια. Μερικά ήταν ζωηρά χρωματισμένα κι άστραφταν ασημένια, χρυσαφιά και πράσινα, αλλά τα περισσότερα ήταν ή άσπρα ή γκρίζα. Τρεις μικρές βάρκες είχαν ετοιμαστεί για τους ταξιδιώτες κι εκεί τα Ξωτικά τακτοποίησαν τις αποσκευές τους. Πρόσθεσαν ακόμα κουλούρες σκοινί, τρεις σε κάθε βάρκα. Τα σκοινιά έδειχναν λεπτά αλλά γερά, στο χέρι έμοιαζαν μετάξι, στο χρώμα ήταν γκρίζα σαν ξωτικομανδύες.

— Τι είναι αυτά; ρώτησε ο Σαμ, πιάνοντας ένα που βρισκόταν στην πρασιά.

— Μα τι άλλο, σκοινιά! απάντησε ένα Ξωτικό απ’ τις βάρκες. Ποτέ μην ταξιδέψεις μακριά χωρίς σκοινί! Και μάλιστα σκοινί που να είναι μακρύ, δυνατό κι ελαφρύ, σαν κι αυτά. Και μπορεί να σε βοηθήσουν σε πολλές περιπτώσεις.

— Δε χρειάζεται να μου το πεις! είπε ο Σαμ. Ξεκίνησα δίχως να πάρω κανένα και συνεχώς το νοιαζόμουνα. Αλλ’ απορούσα από τι να ’ναι φτιαγμένα, γιατί ξέρω κάτι λίγο για το φτιάξιμο σκοινιών: το ’χουμε στην οικογένεια, να πεις.

— Είναι φτιαγμένα από hithlain (χίθλαιν), είπε το Ξωτικό, αλλά τώρα δεν έχουμε καιρό να σε μάθω την τέχνη πώς τα φτιάχνουμε. Αν ξέραμε πως σου άρεσε αυτή η τέχνη, θα μπορούσαμε να σου είχαμε μάθει πολλά. Τώρα όμως αλίμονο! εκτός και γυρίσεις εδώ κάποτε, θα πρέπει να μείνεις ικανοποιημένος με το δώρο μας. Μακάρι να σ’ εξυπηρετήσουν καλά!

— Ελάτε! είπε ο Χάλντιρ. Τώρα όλα είναι έτοιμα. Μπείτε στις βάρκες. Αλλά προσέξτε στην αρχή!

— Προσέξτε τα λόγια του! είπαν τ’ άλλα Ξωτικά. Αυτές οι βάρκες είναι ελαφρές, μα είναι και πανούργες. Δε μοιάζουν με τις βάρκες άλλων λαών. Δε βουλιάζουν όπως κι αν τις φορτώσετε· αλλά είναι ανυπάκουες αν τις κακομεταχειριστείτε. Καλό θα είναι να συνηθίσετε να μπαίνετε και να βγαίνετε, εδώ που υπάρχει αποβάθρα, πριν ξεκινήσετε να κατεβαίνετε το ποτάμι.


Η Ομάδα μοιράστηκε έτσι: ο Άραγκορν, ο Φρόντο κι ο Σαμ σε μια βάρκα· ο Μπορομίρ, ο Μέρι και ο Πίπιν στην άλλη· και στην τρίτη ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι, που τώρα είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Στην τελευταία βάρκα έβαλαν και τις περισσότερες αποσκευές. Τις βάρκες τις κινούσαν και τις οδηγούσαν με κοντά κουπιά που στο κάτω μέρος έμοιαζαν με φαρδιά φύλλα. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Άραγκορν τους έκανε μια δοκιμή αντίθετα στο ρεύμα του Ασημόφλεβου. Ο Σαμ κάθισε στην πλώρη, κρατώντας σφιχτά δεξιά κι αριστερά την κουπαστή και κοιτάζοντας με λαχτάρα την ακτή. Το φως του ήλιου άστραφτε στο νερό και τον τύφλωνε στα μάτια. Καθώς ξεπέρασαν την πράσινη πρασιά της Γλώσσας, τα δέντρα κατέβηκαν ως την ακροποταμιά. Εδώ κι εκεί χρυσαφένια φύλλα τινάζονταν κι έπλεαν στο κυματιστό νερό. Η ατμόσφαιρα ήταν λαμπερή κι ακίνητη κι όλα ήταν σιωπηλά εκτός απ’ το μακρινό τραγούδι των κορυδαλλών ψηλά.

Πήραν μια κλειστή στροφή στο ποτάμι κι εκεί, πλέοντας περήφανα προς το μέρος τους, είδαν έναν πολύ μεγάλο κύκνο. Το νερό κυμάτιζε δεξιά κι αριστερά στο άσπρο του στήθος με τον καμπυλωτό λαιμό. Το ράμφος του έλαμπε σαν γυαλισμένο χρυσάφι και τα μάτια του άστραφταν κατάμαυρα στολισμένα με κίτρινα πετράδια· τα θεόρατα άσπρα του φτερά ήταν μισοσηκωμένα. Μια μουσική κατέβαινε το ποτάμι όπως πλησίαζε· και ξαφνικά κατάλαβαν πως ήταν πλοίο, φτιαγμένο και σκαλισμένο με τέχνη ξωτική ώστε να μοιάζει με πουλί. Δυο Ξωτικά ντυμένα στ’ άσπρα το οδηγούσαν με μαύρα κουπιά. Στη μέση του πλοίου καθόταν ο Σέλεμπορν και πίσω του στεκόταν η Γκαλάντριελ, ψηλή κι ολόλευκη· ένα λεπτό στεφάνι από χρυσά λουλούδια στόλιζε τα μαλλιά της και στο χέρι της κρατούσε μια άρπα και τραγουδούσε. Λυπητερός και γλυκός ήταν ο ήχος της φωνής της στη δροσερή καθάρια ατμόσφαιρα:

Τραγούδησα για φυλλωσιές και φύλλα φύτρωσαν χρυσά.

Τραγούδησα τους άνεμους που κρύβονταν μες στα κλαδιά.

Από τον Ήλιο πιο μακριά και τ’ Άστρο της Νυχτιάς, η Θάλασσα αφρίζει

Και στην ακτή του Ίλμαριν Δέντρο Χρυσό λυγίζει

Στο δειλινό του Έλνταμαρ, στου Τίριον τα τειχιά·

Κι όπως διαβαίνουν οι χρονιές απλώνει φύλλα χρυσαφιά.

Μα εδώ, σε Τούτη τη Μεριά, κλαίνε τα Ξωτικά πικρά.

Ω, Λόριεν! Χειμώνας φτάνει, Μέρες κακές, δέντρα ξερά·

Πέφτουν τα φύλλα στο νερό, κυλάει ο Ποταμός.

Ω, Λόριεν! Σε Τούτη την Μεριά ζω και πολύς καιρός έχει διαβεί.

Μ’ έλανορ έπλεξα χρυσό στεφάνι, μα έχει μαραθεί.

Τώρ’ αν καράβια πρέπει εγώ να τραγουδώ ξανά,

Ποιο θα με πάει πίσω πάλι γοργοταξίδευτο πάνω σε Θάλασσα πλατιά;

Ο Άραγκορν σταμάτησε τη βάρκα του καθώς το Πλοίο-Κύκνος έφτασε δίπλα τους. Η Αρχόντισσα τελείωσε το τραγούδι της και τους χαιρέτισε.

— Έχουμε έρθει για να σας δώσουμε τον τελευταίο μας αποχαιρετισμό, είπε, και να σας ξεκινήσουμε μ’ ευχές απ’ τον τόπο μας.

— Αν κι ήσασταν φιλοξενούμενοι μας, είπε ο Σέλεμπορν, δεν έχετε φάει μαζί μας, και γι’ αυτό σας προσκαλούμε τώρα σ’ ένα αποχαιρετιστήριο γεύμα, εδώ ανάμεσα στα νερά που κυλούν και θα σας πάρουν μακριά απ’ το Λόριεν.

Ο Κύκνος προχώρησε αργά στην αποβάθρα κι αυτοί γύρισαν τις βάρκες τους και τον ακολούθησαν. Εκεί. στην τελευταία άκρη του Έγκλαντιλ, κάνω στο πράσινο χορτάρι, στρώθηκε το τραπέζι του αποχαιρετισμού: ο Φρόντο όμως έτρωγε κι έπινε λίγο, προσέχοντας μονάχα την ομορφιά της Κυράς και τη φωνή της. Δε φαινόταν πια επικίνδυνη ή τρομερή, ούτε γεμάτη κρυμμένη δύναμη. Την έβλεπε κιόλας, όπως φαίνονταν στους μεταγενέστερους ανθρώπους τα Ξωτικά μερικές φορές: παρόντα και ταυτόχρονα μακρινά, ένα ζωντανό όραμα εκείνου που είχε κιόλας μείνει έξω απ’ το γοργοκύλιστο ποτάμι του Χρόνου.


Αφού έφαγαν και ήπιαν, καθισμένοι στο χορτάρι, ο Σέλεμπορν τους μίλησε ξανά για το ταξίδι τους και σηκώνοντας το χέρι έδειξε νότια κατά το. δάση πέρ’ από τη Γλώσσα.

— Καθώς θα κατεβαίνετε, είπε, θα δείτε πως τα δέντρα θα σταματήσουν και θα βρεθείτε σε γυμνές περιοχές. Εκεί ο Ποταμός κυλάει μέσ’ από βραχοκοιλάδες όλο βάλτους, ώσπου στο τέλος, μετά από πολλές λεύγες φτάνει στο ψηλό νησί, τη Βραχοκορφή, που εμείς το λέμε Τολ Μπράντιρ. Εκεί ο Ποταμός απλώνει τα χέρια του γύρω απ’ τις απόκρημνες ακτές του νησιού και πέφτει με μεγάλο θόρυβο και ατμό απ’ τους καταρράκτες του Ράουρος κάτω στο Νίνταλφ, το Βαλτόκαμπο όπως λέγεται στη γλώσσα σας. Αυτό είναι ένας ανοιχτός τόπος όλο βάλτους, που το νερό αργοκυλάει και το Ποτάμι γίνεται ελικοειδές και χωρίζεται σε πολλά σημεία. Σ’ εκείνο το μέρος χύνεται ο Έντγουος με πολλά στόματα, που κατεβαίνει απ’ το Δάσος Φάνγκορν στη δύση. Κοντά σ’ αυτό το ποτάμι, απ’ αυτήν εδώ την πλευρά του Μεγάλου Ποταμού, απλώνεται το Ρόαν. Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται οι άχαροι λόφοι του Έμιν Μιούιλ. Ο άνεμος εκεί φυσάει απ’ την Ανατολή, γιατί βλέπουν, πάνω απ’ τους Βάλτους των Νεκρών και την περιοχή Νόμαν, στην Κίριθ Γκόργκορ και στις μαύρες πύλες της Μόρντορ.

» Ο Μπορομίρ κι όποιος πάει μαζί του γυρεύοντας τη Μίνας Τίριθ, θα κάνει καλά ν’ αφήσει το Μεγάλο Ποταμό πιο πριν απ’ τους καταρράκτες του Ράουρος και να περάσει τον Έντγουος πριν φτάσει στους βάλτους. Αλλά δε θα πρέπει ν’ ανεβούν πολύ πλάι σ’ αυτό το ποτάμι, ούτε να διακινδυνεύσουν να μπερδευτούν στο Δάσος του Φάνγκορν. Γιατί είναι παράξενος τόπος και τώρα είναι πολύ λίγο γνωστό. Αλλά, χωρίς αμφιβολία, ο Μπορομίρ κι ο Άραγκορν δε χρειάζονται αυτή την προειδοποίηση.

— Και βέβαια έχουμε ακουστά για το Φάνγκορν στη Μίνας Τίριθ, είπε ο Μπορομίρ. Αλλά ό,τι έχω ακούσει γι’ αυτό μου φαίνεται πως είναι, το πιο πολύ, παραμύθια των γιαγιάδων, απ’ αυτά που λένε στα μικρά παιδιά. Όλα όσα βρίσκονται βόρεια απ’ το Ρόαν είναι τώρα για μας πολύ μακρινά, έτσι που η φαντασία μπορεί ελεύθερα να ταξιδέψει εκεί. Τα πολύ παλιά τα χρόνια το Φάνγκορν έφτανε ως τα σύνορα της χώρας μας· αλλά τώρα, εδώ και πολλές γενιές, δεν το ’χει επισκεφτεί κανείς μας, για να επιβεβαιώσει ή ν’ αποδείξει ψεύτικες τις παραδόσεις που μας έχουν κληρονομηθεί απ’ τα χρόνια τα παλιά.

» Εγώ ο ίδιος έχω πάει αρκετές φορές στο Ρόαν, αλλά ποτέ δεν προχώρησα προς το βοριά. Όταν μ’ έστειλαν αγγελιοφόρο, πήγα από το Άνοιγμα, απ’ τους πρόποδες των Λευκών Βουνών, και πέρασα στο Βοριά, διασχίζοντας τον Ίσεν και τον Γκριζονέρη. Μεγάλο και κοπιαστικό ταξίδι. Το υπολόγισα γύρω στις τετρακόσιες λεύγες και μου πήρε πολλούς μήνες· γιατί έχασα το άλογό μου στο Θάρμπαντ, εκεί που περνούσα κολυμπώντας τον Γκριζονέρη. Μα ύστερα απ’ εκείνο το ταξίδι, κι ύστερα απ’ τα μέρη που πέρασα μ’ αυτή την Ομάδα, δεν αμφιβάλλω σχεδόν καθόλου πως θα βρω δρόμο να διασχίσω το Ρόαν και το Φάνγκορν το ίδιο, αν βρεθώ στην ανάγκη.

— Τότε δε χρειάζεται να πω τίποτα περισσότερο, είπε ο Σέλεμπορν. Αλλά μην περιφρονείς τους θρύλους που έρχονται απ’ το παρελθόν· γιατί συχνά τυχαίνει οι γιαγιάδες να διατηρούν με τον προφορικό λόγο πράγματα που κάποτε χρειαζόταν να τα ξέρουν οι σοφοί.


Τώρα η Γκαλάντριελ σηκώθηκε απ’ το γρασίδι και παίρνοντας ένα κύπελλο από μια απ’ τις κοπέλες της συνοδείας της το γέμισε με άσπρο υδρομέλι και το έδωσε στον Σέλεμπορν.

— Ήρθε η ώρα να πιούμε το ποτήρι του αποχαιρετισμού, είπε. Πιες, Άρχοντα των Γκαλάντριμ! Και μην αφήνεις την καρδιά σου να λυπάται, μόλο που η νύχτα θ’ ακολουθήσει το μεσημέρι και το δικό μας δειλινό έχει κιόλας πλησιάσει.

Ύστερα πήγε το κύπελλο στον καθένα χωριστά από την Ομάδα και τους είπε να πιουν και ν’ αποχαιρετίσουν. Αλλά όταν ήπιαν τους είπε να καθίσουν πάλι στο χορτάρι κι έφεραν καρέκλες γι’ αυτήν και το Σέλεμπορν. Οι κοπέλες της ακολουθίας της στάθηκαν σιωπηλές γύρω της και για λίγο έμεινε και κοίταζε τους φιλοξενούμενούς της. Τέλος, μίλησε ξανά.

— Ήπιαμε απ’ το κύπελλο του χωρισμού, είπε, και οι σκιές πέφτουν ανάμεσά μας. Αλλά πριν φύγετε, έχω φέρει στο πλοίο μου δώρα, που ο Άρχοντας και η Κυρά των Γκαλάντριμ σας προσφέρουν τώρα για να θυμάστε το Λοθλόριεν.

Έπειτα τους φώναξε έναν ένα με τη σειρά.

— Να το δώρο του Σέλεμπορν και της Γκαλάντριελ στον αρχηγό της Ομάδας σας, είπε στον Άραγκορν και του έδωσε ένα θηκάρι που ήταν φτιαγμένο για να εφαρμόζει στο σπαθί του.

Ήταν σκαλισμένο με λουλούδια και φύλλα χρυσά και ασημιά κι είχε γραμμένο πάνω του με πολλά πετράδια το όνομα Αντούριλ και τη γενεαλογία του σπαθιού (με ρουνικά των Ξωτικών).

— Η λάμα που θα βγει απ’ αυτό το θηκάρι δε θα λεκιάσει, ούτε θα σπάσει, ακόμα κι αν νικηθεί, είπε. Αλλά μήπως υπάρχει τίποτ’ άλλο που να θέλεις από μένα, τώρα που χωρίζουμε; Γιατί σκοτάδια θα πέσουν ανάμεσά μας κι ίσως να μη συναντηθούμε ξανά, εκτός κι είναι μακριά από εδώ στο δρόμο που δεν έχει γυρισμό.

Κι ο Άραγκορν αποκρίθηκε:

— Αρχόντισσα, ξέρεις όλη μου την επιθυμία και για πολύ καιρό πρόσεχες το μόνο θησαυρό που γυρεύω. Δεν είναι όμως δικός σου για να μου τον δώσεις, ακόμα κι αν ήθελες· και μόνο μέσ’ απ’ τα σκοτάδια θα μπορέσω να τον πλησιάσω.

— Ίσως όμως αυτό να σου ξαλαφρώσει την καρδιά, είπε η Γκαλάντριελ· γιατί μου δόθηκε να το φυλάξω και να σου το δώσω, αν τυχόν περνούσες απ’ αυτόν τον τόπο.

Έπειτα πήρε απ’ την ποδιά της ένα πετράδι καταπράσινο, δεμένο σε καρφίτσα με ασήμι σκαλισμένο σε σχήμα αετού με απλωμένα τα φτερά· κι όπως το σήκωσε ψηλά, το πετράδι άστραψε όπως ο ήλιος ανάμεσα απ’ τις φυλλωσιές την άνοιξη.

— Αυτό το πετράδι το έδωσα στην κόρη μου τη Κελέμπριαν κι εκείνη στη δική της· και τώρα έρχεται σ’ εσένα για να σου δίνει ελπίδα. Κι αυτή την ώρα πάρε το όνομα που έχει προειπωθεί για σένα, Ελέσαρ, Λιθούχε του οίκου του Έλεντιλ!

Τότε ο Άραγκορν πήρε το πετράδι και το καρφίτσωσε στο στήθος του· κι εκείνοι που τον έβλεπαν απόρησαν· γιατί δεν είχαν προηγουμένως προσέξει πόσο ψηλός ήταν με παράστημα βασιλιά· και τους φάνηκε πως πολλά χρόνια μόχθων είχαν πέσει απ’ τους ώμους του.

— Για τα δώρα που μου έδωσε σ’ ευχαριστώ, είπε. Ω, Κυρά του Λόριεν, που από σένα κατάγονται η Κελέμπριαν και η Άργουεν το Άστρο του Δειλινού. Τι μεγαλύτερο έπαινο να σου πω;

Η Αρχόντισσα έσκυψε το κεφάλι και στράφηκε στον Μπορομίρ και του έδωσε μια χρυσή ζώνη. Στο Μέρι και στον Πίπιν έδωσε μικρές ασημένιες ζώνες, που της καθεμιάς το κούμπωμα ήταν σκαλισμένο σαν ένα χρυσό λουλούδι. Στο Λέγκολας έδωσε ένα τόξο σαν κι αυτά που χρησιμοποιούσαν οι Γκαλάντριμ, πιο μακρύ και γερό από τα τόξα του Δάσους της Σκοτεινιάς και η χορδή του ήταν από τρίχες Ξωτικών. Μαζί του είχε και μια φαρέτρα με βέλη.

— Για σένα, μικρέ κηπουρέ, που αγαπάς τα δέντρα, είπε στο Σαμ, έχω ένα μικρό δωράκι μονάχα.

Του έβαλε στο χέρι ένα μικρό σκέτο γκρίζο ξύλινο κουτάκι, χωρίς στολίδια, εκτός από ένα ασημί, ρουνικά πάνω στο καπάκι.

— Είναι το Γ, δηλαδή Γκαλάντριελ, είπε· αλλά επίσης είναι και το πρώτο γράμμα της λέξης κήπος στη γλώσσα σου. Μέσα σ’ αυτό το κουτάκι υπάρχει χώμα απ’ τον κήπο μου μαζί μ’ ό,τι ευλογίες μπορεί η Γκαλάντριελ ακόμα να του δώσει. Δε θα σε προσέχει στο δρόμο, ούτε θα σε φυλάξει από κανένα κίνδυνο· αλλά αν το φυλάξεις και ξαναδείς το σπίτι σου ξανά στο τέλος, τότε ίσως σε ανταμείψει. Ακόμα κι αν τα βρεις όλα γυμνά και κατεστραμμένα, θα υπάρχουν ελάχιστοι κήποι στη Μέση-Γη που θ’ ανθίζουν σαν το δικό σου κήπο, αν πασπαλίσεις αυτό το χώμα εκεί. Τότε μπορεί να θυμάσαι την Γκαλάντριελ και θα βλέπεις κάτι από το μακρινό Λόριεν, που το έχεις δει μόνο το χειμώνα μας. Γιατί η άνοιξή μας και το καλοκαίρι μας έχουν φύγει και η γη δε θα τα ξαναδεί ποτέ πια, εκτός στις αναμνήσεις της.

Ο Σαμ κοκκίνισε ως τ’ αυτιά και μουρμούρισε κάτι που δεν ακούστηκε καθώς έσφιξε το κουτί και υποκλίθηκε όπως όπως.

— Και τι δώρο θα ζητούσε ένας Νάνος απ’ τα Ξωτικά; είπε η Γκαλάντριελ γυρίζοντας στον Γκίμλι.

— Κανένα, Κυρία, απάντησε ο Γκίμλι. Για μένα είναι αρκετό το ότι είδα την Αρχόντισσα των Γκαλάντριμ και το ότι άκουσα τα ευγενικά της λόγια.

— Ακούστε όλα τα Ξωτικά! φώναξε σ’ εκείνα που ήταν γύρω της. Ας μην ξαναπεί ποτέ κανείς πως οι Νάνοι είναι άρπαγες κι αγενείς! Όμως σίγουρα, Γκίμλι, γιε του Γκλόιν, δεν επιθυμείς κάτι που να μπορούσα να σου δώσω; Πες το, σε παρακαλώ! Να μην είσαι ο μοναδικός φιλοξενούμενος χωρίς δώρο.

— Δεν υπάρχει τίποτα, Αρχόντισσα Γκαλάντριελ, είπε ο Γκίμλι, κάνοντας βαθιά υπόκλιση και κομπιάζοντας. Τίποτα, εκτός αν θα μπορούσε — εκτός αν επιτρέπεται να ζητήσω, όχι, να πω μια μοναδική τρίχα από τα μαλλιά σου, που το χρυσάφι τους ξεπερνά το χρυσάφι της γης, όπως τ’ αστέρια ξεπερνούν τα πολύτιμα πετράδια των ορυχείων. Δε ζητώ τέτοιο δώρο. Αλλά με παρακάλεσες να πω την επιθυμία μου.

Τα Ξωτικά ταράχτηκαν κι άρχισαν να μουρμουρίζουν μ’ έκπληξη κι ο Σέλεμπορν κοίταξε το Νάνο με απορία, αλλά η Κυρά χαμογέλασε.

— Λένε πως η τέχνη των Νάνων κρύβεται στα χέρια κι όχι στη γλώσσα τους, είπε· αλλά αυτό δεν αληθεύει για τον Γκίμλι. Γιατί ποτέ κανείς δε μου έχει κάνει μια τόσο τολμηρή, μα και τόσο ευγενική παράκληση. Και πώς μπορώ ν’ αρνηθώ αφού εγώ απαίτησα να μου μιλήσει; Αλλά πες μου, τι θα το κάνεις αυτό το δώρο;

— Θα το φυλάξω σαν θησαυρό, Κυρία, απάντησε, για να θυμάμαι τα λόγια που μου είπες στην πρώτη μας συνάντηση. Και, αν ποτέ επιστρέψω στα εργαστήρια της πατρίδας μου, θα την κλείσω σε άφθαρτο κρύσταλλο και θα γίνει κειμήλιο του σπιτιού μου και μαρτυρία της καλής θέλησης ανάμεσα στο Βουνό και στο Δάσος ως τη συντέλεια του κόσμου.

Τότε η Κυρά ξέπλεξε μια απ’ τις μακριές πλεξούδες της κι έκοψε τρεις χρυσές τρίχες και τις έβαλε στο χέρι του Γκίμλι.

— Αυτά τα λόγια θα πάνε μαζί με το δώρο, είπε. Δεν προλέγω, γιατί όλες οι προγνώσεις τώρα είναι μάταιες: από τη μια μεριά απλώνεται το σκοτάδι και από την άλλη μόνο ελπίδα. Αλλά αν η ελπίδα δε χάσει, τότε σου λέω, Γκίμλι, γιε του Γκλόιν, ότι τα χέρια σου θα πλημμυρίσουν χρυσάφι, όμως το χρυσάφι δε θα έχει καμιά εξουσία πάνω σου.

» Κι εσύ, Δαχτυλιδοκουβαλητή, είπε, γυρίζοντας στο Φρόντο. Έρχομαι σ’ εσένα τελευταία, αν και δεν είσαι τελευταίος στις σκέψεις μου. Για σένα έχω ετοιμάσει αυτό.

Σήκωσε ψηλά ένα μικρό κρυστάλλινο μπουκαλάκι: γυάλιζε καθώς το κουνούσε και ακτίνες από λευκό φως έβγαιναν απ’ τα χέρια της.

— Σ’ αυτό το μπουκαλάκι, είπε, είναι κλεισμένο το φως του αστεριού του Εαρέντιλ, βαλμένο μέσα σε νερό απ’ την πηγή μου. Θα λάμπει ακόμα πιο ζωηρά όταν η νύχτα βρίσκεται γύρω σου. Εύχομαι να σε φωτίζει σε μέρη σκοτεινά, όταν όλα τ’ άλλα φώτα σβήσουν. Να θυμάσαι την Γκαλάντριελ και τον Καθρέφτη της!

Ο Φρόντο πήρε το μπουκαλάκι και για μια στιγμή έλαμψε ανάμεσά τους και την είδε πάλι να στέκεται σαν βασίλισσα, μεγαλόπρεπη και πεντάμορφη, αλλά όχι πια τρομερή. Υποκλίθηκε, αλλά δεν μπόρεσε να βρει λόγια να πει.


Τώρα η Κυρά σηκώθηκε κι ο Σέλεμπορν τους οδήγησε πίσω στην αποβάθρα. Χρυσό μεσημέρι αγκάλιαζε την πράσινη γη της Γλώσσας και το νερό γυάλιζε ασημένιο. Όλα επιτέλους ήταν έτοιμα. Η Ομάδα πήραν τις θέσεις τους στις βάρκες, όπως προηγουμένως. Φωνάζοντας αντίο, τα Ξωτικά του Λόριεν, τους έσπρωξαν με μακριά γκρίζα κοντάρια και μπήκαν στο ρεύμα του ποταμού και τα κυματιστά νερά τούς πήραν σιγά σιγά μακριά. Οι ταξιδιώτες κάθονταν δίχως να κουνιούνται ή να μιλούν. Στην πράσινη όχθη, στην άκρη άκρη της Γλώσσας, στεκόταν ολομόναχη και σιωπηλή η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ. Καθώς την πέρασαν γύρισαν και με τα μάτια την παρακολουθούσαν να πλέει και ν’ απομακρύνεται από κοντά τους. Γιατί έτσι τους φαινόταν: ότι το Λόριεν γλιστρούσε πίσω, σαν ένα ζωηρόχρωμο καράβι με δέντρα μαγικά για κατάρτια, που έπλεε για ξεχασμένες ακτές, ενώ αυτοί κάθονταν ανήμποροι στο περιθώριο ενός γκρίζου και γυμνού κόσμου.

Κοίταζαν ακόμα, όταν ο Ασημόφλεβος χύθηκε στα ρεύματα του Μεγάλου Ποταμού και οι βάρκες τους έστριψαν και πήραν το δρόμο κατά το νοτιά. Σε λίγο, η άσπρη σιλουέτα της Κυράς μίκρυνε κι έγινε μακρινή. Έλαμπε σαν γυάλινο παράθυρο σε μακρινό λόφο, που πάνω του πέφτει ο ήλιος δύοντας, ή σαν λίμνη μακρινή όπως φαίνεται πάνω απ’ το βουνό: ένα κομμάτι κρύσταλλο πεσμένο στην ποδιά της γης. Και τότε φάνηκε στο Φρόντο πως σήκωσε τα χέρια της ψηλά σε τελευταίο αποχαιρετισμό και απόμακρα, αλλά διαπεραστικά καθαρά, στον άνεμο που τους ακολουθούσε, έφτασε η φωνή της που τραγουδούσε. Τώρα όμως τραγουδούσε στην αρχαία γλώσσα των Ξωτικών πέρα απ’ τη Θάλασσα κι αυτός δεν καταλάβαινε τα λόγια: η μελωδία ήταν ωραία, αλλά δεν τον παρηγορούσε.

Όμως, σύμφωνα με την ιδιότητα που έχουν οι ξωτικές λέξεις, έμειναν χαραγμένες στη μνήμη του και πολύ αργότερα τις μετάφρασε όσο πιο καλά μπορούσε: η γλώσσα ήταν αυτή που χρησιμοποιούν τα Ξωτικά σαν τραγουδούν κι έλεγε για πράγματα πολύ λίγο γνωστά στη Μέση-Γη.

Ai! laurië lantar lassi súrinen!

Yéni únótimë ve rámar aldaron,

yéni ve lintë yuldar vánier

mi oromardi lisse-miruvóreva

Andúnë pella Vardo tellumar

nu luimi yassen tintilar i eleni

ómaryo airetári-lírinen.

Sí man i yulma nin enquantuva?

An sí Tintallë Varda Oiolossëo

ve fanyar máryat Elentári ortanë,

ar ilyë tier undulávë lumbulë;

ar sindanóriello caito mornië

i falmatinnar imbë met, ar hísië

untúpa Calaciryo míri oialë.

Sí vanwa ná, Rómello vanwa, Valimar!

Namárië! Nai hiruvalyë Valimar.

Nai elyë hiruva. Namárië!

«Αχ! σαν χρυσάφι πέφτουν τα φύλλα στον αγέρα, χρόνια αμέτρητα σαν τα κλαδιά των δέντρων! Τα χρόνια έχουν περάσει σαν γρήγορες γουλιές από γλυκό υδρομέλι στα ψηλά παλάτια πέρα από τη Δύση, κάτω απ’ τους γαλάζιους θόλους της Βάρντα όπου τ’ αστέρια τρεμοπαίζουν στο τραγούδι της φωνής της, ιερής και βασιλικής. Ποιος θα ξαναγεμίσει τώρα το κύπελλο για μένα; Γιατί τώρα η Ανάφτρα, η Βάρντα, η Βασίλισσα των Αστεριών. απ’ το Ολόλευκο Βουνό έχει σηκώσει ψηλά τα χέρια της σαν σύννεφα κι όλα τα μονοπάτια πνίγηκαν βαθιά στη σκιά· κι από μια γκρίζα χώρα ίσκιος απλώνεται στ’ αφρισμένα κύματα ανάμεσά μας και ομίχλη σκεπάζει τα στολίδια της Καλάσιρια για πάντα. Τώρα χαμένη, χαμένη γι’ αυτούς στην Ανατολή είναι η Βάλιμαρ! Έχε γεια! Ίσως εσύ θα βρεις τη Βάλιμαρ. Ίσως ακόμα κι εσύ θα τη βρεις. Έχε γεια!»

Βάρντα είναι το όνομα εκείνης της Αρχόντισσας που τα Ξωτικά σ’ αυτούς τους τόπους της εξορίας ονομάζουν Έλμπερεθ.


Απότομα ο Ποταμός έστριψε και οι όχθες ψήλωσαν κι απ’ τις δυο μεριές, και το φως του Λόριεν κρύφτηκε. Τον όμορφο εκείνο τόπο ο Φρόντο δεν τον ξαναείδε πια.

Οι ταξιδιώτες τώρα αφοσιώθηκαν στο ταξίδι· ο ήλιος βρισκόταν μπροστά τους και τους θάμπωνε τα μάτια, γιατί όλων τους τα μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα. Ο Γκίμλι έκλαιγε φανερά.

— Είδα για τελευταία φορά αυτό που ήταν το πιο ωραίο απ’ όλα, είπε στο Λέγκολας το σύντροφό του. Από δω και πέρα δε θα πω τίποτα πως είναι όμορφο, εκτός από το δώρο της. Ακούμπησε το χέρι του στο στήθος.

» Πες μου, Λέγκολας, γιατί νά ’ρθω σ’ αυτή την Αποστολή: Πολύ λίγο ήξερα πού βρισκόταν ο κυριότερος κίνδυνος! Αληθινά μίλησε ο Έλροντ όταν είπε πως δεν μπορούσαμε να πούμε εκ των προτέρων τι θα συναντούσαμε στο δρόμο. Το βασανιστήριο του σκοταδιού ήταν ο κίνδυνος που φοβόμουν κι όμως δε μ’ έκανε να γυρίσω πίσω. Αλλά δε θα είχα έρθει, αν ήξερα τι κινδύνους κρύβουν το φως κι η χαρά. Τώρα, μ’ αυτόν το χωρισμό, δέχτηκα τη χειρότερη λαβωματιά, ακόμα κι αν αυτή τη νύχτα πέσω ίσια στα χέρια του Μαύρου Άρχοντα. Αλίμονο για τον Γκίμλι, το γιο του Γκλόιν!

— Όχι, είπε ο Λέγκολας. Αλίμονο για όλους μας! Και για όλους που ζουν στον κόσμο αυτές τις μέρες της παρακμής. Γιατί έτσι γίνεται: βρίσκουμε και χάνουμε, σαν τους ταξιδευτές που η βάρκα τους φεύγει στο νερό που κυλάει. Μα εγώ σε λογίζω ευλογημένο, Γκίμλι, γιε του Γκλόιν: γιατί υποφέρεις γι’ αυτό που έχασες με τη δική σου θέληση, αν και θα μπορούσες να είχες διαλέξει διαφορετικά. Αλλά δεν εγκατέλειψες τους συντρόφους σου και η πιο ελάχιστη αμοιβή που θα έχεις είναι πως η θύμηση της Λοθλόριεν θα μείνει για πάντα ακηλίδωτη στην καρδιά σου και ούτε θα ξεθωριάσει, ούτε θα χάσει τη φρεσκάδα της.

— Ίσως, είπε ο Γκίμλι· και σ’ ευχαριστώ για τα λόγια σου. Είναι, σίγουρα, αληθινά· αλλά όλες αυτές οι παρηγοριές είναι τίποτα. Η καρδιά μου δεν ποθεί αναμνήσεις. Αυτές είναι καθρέφτης μονάχα κι ας είναι καθαρός παν την Κέλεντ-ζάραμ. Ή έτσι τουλάχιστο λέει η καρδιά του Γκίμλι του Νάνου. Τα Ξωτικά μπορεί να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Έχω ακούσει μάλιστα πως γι’ αυτά οι αναμνήσεις μοιάζουν περισσότερο με τον κόσμο που βλέπουμε σαν είμαστε ξυπνητοί παρά με τον κόσμο των ονείρων. Αλλά δε συμβαίνει το ίδιο και για τους Νάνους.

» Μα ας μη μιλάμε άλλο γι’ αυτά. Έχε το νου σου στη βάρκα! Είναι πολύ χαμηλωμένη στο νερό μ’ όλες αυτές τις αποσκευές κι ο Μεγάλος Ποταμός είναι γρήγορος. Δεν έχω καμιά επιθυμία να πνίξω τη λύπη μου σε κρύο νερό. Πήρε ένα κουπί και κωπηλάτησε κατά τη δυτική όχθη, ακολουθώντας τη βάρκα του Άραγκορν μπροστά, που είχε κιόλας φύγει απ’ τη μέση του νερού.


Έτσι η Ομάδα συνέχισε το μακρύ της δρόμο, κατεβαίνοντας τα πλατιά βιαστικά νερά, που τους έφερναν ασταμάτητα στο νοτιά. Γυμνά δάση παραμόνευαν και στις δυο όχθες και δεν μπορούσαν να δουν καθόλου τις περιοχές πίσω τους. Η αύρα έπεσε κι ο Ποταμός κυλούσε αθόρυβος. Ούτε φωνή πουλιού δεν έσπαζε τη σιωπή. Ο ήλιος ομίχλιαζε καθώς γερνούσε η μέρα, ώσπου θάμπωσε στο χλωμό ουρανό ψηλά σαν άσπρο μαργαριτάρι. Ύστερα έσβησε στη Δύση και γρήγορα ήρθε το λυκόφως, που το ακολούθησε μια γκρίζα νύχτα δίχως άστρα. Συνέχισαν να προχωρούν τις σκοτεινές ήσυχες ώρες, οδηγώντας τις βάρκες τους κάτω απ’ τις σκιές του δάσους στη δυτική όχθη. Προσπερνούσαν μεγάλα δέντρα σαν φαντάσματα, που άπλωναν μες στην ομίχλη τις βασανισμένες και διψασμένες τους ρίζες ως κάτω στο νερό. Όλα ήταν θλιβερά κι έκανε κρύο. Ο Φρόντο καθόταν κι άκουγε το σιγανό φλοίσβισμα και γουργούρισμα του Ποταμού, που τριβόταν πάνω στις ρίζες των δέντρων και πάνω σε διάφορα σπασμένα κλαδιά κοντά στην όχθη, ώσπου το κεφάλι του έγειρε μπροστά και βυθίστηκε σ’ έναν ανήσυχο ύπνο.

Κεφάλαιο IX Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ

Το Φρόντο τον ξύπνησε ο Σαμ. Είδε πως ήταν ξαπλωμένος και καλά τυλιγμένος κάτω από κάτι ψηλά δέντρα με γκρίζα φλούδα, σε μια ήσυχη γωνιά στα δάση στη δυτική όχθη του Μεγάλου Ποταμού Άντουιν. Είχε κοιμηθεί μονορούφι όλη τη νύχτα και τώρα το γκρίζο πρωινό θαμπόφεγγε ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά. Ο Γκίμλι εκεί δίπλα έφτιαχνε μια μικρή φωτιά.

Ξεκίνησαν πάλι πριν ξημερώσει για καλά. Όχι πως οι περισσότεροι της Ομάδας βιάζονταν να πάνε στο νοτιά: ίσα ίσα που ήταν ικανοποιημένοι γιατί η απόφαση, που θα έπρεπε να πάρουν το αργότερο σα θα έφταναν στο Ράουρος και στο Νησί Βραχοκορφή, βρισκόταν ακόμα μερικές μέρες μακριά τους· κι άφηναν τον Ποταμό να τους πηγαίνει όπως ήθελε και δεν είχαν καμιά διάθεση να βιαστούν να συναντήσουν τους κινδύνους που βρίσκονταν πιο κάτω, οποιαδήποτε πορεία κι αν ακολουθούσαν στο τέλος. Ο Άραγκορν τους άφηνε ν’ αργοταξιδεύουν με το ρεύμα του Ποταμού όπως ήθελαν, παίρνοντας δυνάμεις για την κούραση που θα είχαν αργότερα, Επέμενε όμως πως τουλάχιστον έπρεπε να ξεκινάνε νωρίς κάθε μέρα και να μη σταματούν ως αργά το βράδυ. Γιατί μέσα του ένιωθε πως ο καιρός περνούσε και φοβόταν ότι ο Μαύρος Άρχοντας δεν είχε μείνει με σταυρωμένα χέρια τον καιρό που αυτοί καθυστερούσαν στο Λόριεν.

Παρ’ όλ’ αυτά όμως δεν είδαν κανένα σημάδι εχθρικό τη μέρα εκείνη, ούτε και την επόμενη. Οι μονότονες γκρίζες ώρες πέρασαν χωρίς να συμβεί τίποτα. Την τρίτη μέρα του ταξιδιού τους το τοπίο άλλαξε σιγά σιγά: τα δέντρα αραίωσαν κι ύστερα χάθηκαν τελείως. Στην ανατολική όχθη αριστερά είδαν μακρουλές ασχημάτιστες πλαγιές να σηκώνονται στον ουρανό ψηλά· έδειχναν καφετιές και ξεραμένες, λες και τις είχε περάσει φωτιά, που δεν άφησε ούτε ένα ζωντανό πράσινο χορταράκι: μια ερημιά εχθρική με δίχως ούτε ένα σπασμένο δέντρο, ούτε ένα τολμηρό βράχο να σπάει το άδειο τοπίο. Είχαν φτάσει στα Καστανά Χώματα, που απλώνονταν ατέλειωτα κι έρημα, ανάμεσα στο νότιο μέρος του Δάσους της Σκοτεινιάς και στους λόφους του Έμιλ Μιούιλ. Τι επιδημία, ή πόλεμος, ή κακόβουλο έργο του Εχθρού είχε αφανίσει έτσι όλη εκείνη την περιοχή, ούτε κι ο Άραγκορν ακόμα δεν ήξερε να πει.

Στη δύση δεξιά τους η περιοχή ήταν κι αυτή άδεντρη, αλλά ήταν επίπεδη και σε πολλά σημεία πράσινη με πλατιές πεδιάδες όλο χορτάρι. Απ’ αυτήν την πλευρά του Ποταμού πέρασαν δάση μεγάλες καλαμιές, τόσο ψηλές που έκλειναν όλη τη θέα προς τη δύση, όπως οι μικρές βάρκες ταξίδευαν πλάι στις κυματιστές τους άκρες. Τα μαύρα τους ξερά λοφία λύγιζαν και τινάζονταν στο κρύο αγέρι και σουσούριζαν μαλακά και λυπημένα. Εδώ κι εκεί, μέσα από ανοίγματα, ο Φρόντο έβλεπε στα γρήγορα απλωτά λιβάδια και πίσω τους μακριά λόφους στο ηλιοβασίλεμα και, πολύ πέρα, εκεί που μόλις έφτανε το μάτι, μια σκοτεινή γραμμή που ήταν οι πιο νότιες άκρες των Ομιχλιασμένων Βουνών.

Δεν υπήρχε σημάδι ή κίνηση από ζώα, εκτός από πουλιά. Απ’ αυτά είχε πολλά: μικρά υδρόβια πουλιά που σφύριζαν και πίπιζαν στις καλαμιές, αλλά σπάνια φαίνονταν, Μια δυο φορές οι ταξιδιώτες άκουσαν το θόρυβο από φτερούγες κύκνων και κοιτάζοντας ψηλά είδαν μια μεγάλη φάλαγγα να σκίζει τον ουρανό.

— Κύκνοι! είπε ο Σαμ. Κι είναι και πολύ μεγάλοι!

— Ναι, είπε ο Άραγκορν, κι είναι μαύροι κύκνοι.

— Πόσο απέραντη κι άδεια και πένθιμη δείχνει όλη αυτή η περιοχή! είπε ο Φρόντο. Πάντα φανταζόμουν πως όσο κανείς ταξιδεύει νότια, τόσο πιο ζεστά και χαρούμενα γίνονται όλα, ώσπου ν’ αφήσεις πίσω το χειμώνα τελείως.

— Ναι, αλλά δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει πολύ νότια, απάντησε ο Άραγκορν. Ακόμα είναι χειμώνας και βρισκόμαστε μακριά απ’ τη θάλασσα. Εδώ ο τόπος είναι κρύος ώσπου να φανεί απότομα η άνοιξη κι ίσως να ξαναχιονίσει ακόμα. Μακριά κάτω στον Κόλπο του Μπέλφαλας, που χύνεται ο Άντουιν, είναι ζεστά και χαρούμενα, ίσως, ή θα έπρεπε να ’ταν αν δεν υπήρχε ο Εχθρός. Αλλά εδώ δεν είμαστε παραπάνω από εξήντα λεύγες, υποθέτω, πιο νότια απ’ τη Νότια Μοίρα του Σάιρ, που βρίσκεται εκατοντάδες μίλια μακριά από δω. Νοτιοδυτικά τώρα βλέπεις τις βορινές πεδιάδες του Ρίντερμαρκ του Ρόαν, της χώρας των Αλογο-αφεντάδων. Σε λίγο θα φτάσουμε στις εκβολές του Λίμλαϊτ που κατεβαίνει απ’ το Φάνγκορν και χύνεται στο Μεγάλο Ποταμό. Αποτελεί το βορινό σύνορο του Ρόαν· και παλιά όλα όσα βρίσκονταν ανάμεσα στο Λίμλαϊτ και στα Λευκά Βουνά ανήκε στους Ροχίριμ. Είναι γη πλούσια κι όμορφη και το χορτάρι της δεν έχει όμοιό του· αλλά σ’ αυτές τις πονηρές μέρες κανείς δεν κατοικεί κοντά στον Ποταμό, ούτε έρχεται συχνά στις όχθες του. Ο Άντουιν είναι πλατύς, όμως οι Ορκ μπορούν και σαϊτεύουν πολύ μακριά πάνω στο νερό· και κόρα τελευταία, λένε, έχουν τολμήσει να περάσουν το νερό και κάνουν επιθέσεις στα κοπάδια και στους στάβλους του Ρόαν.

Ο Σαμ κοίταξε ανήσυχα απ’ όχθη σ’ όχθη. Τα δέντρα τού είχαν φανεί εχθρικά πριν, λες κι έκρυβαν μάτια κρυφά και κινδύνους που ενέδρευαν· τώρα ευχόταν να ήταν ακόμα εκεί τα δέντρα. Ένιωθε πως η Ομάδα ήταν πολύ ακάλυπτη, πλέοντας σε μικρές ξεσκέπαστες βαρκούλες, σε περιοχές δίχως κρυψώνες και πάνω σ’ ένα ποτάμι που ήταν το σύνορο του πολέμου.

Τις επόμενες δυο μέρες, ενώ συνέχιζαν να προχωρούν συνέχεια και σταθερά για το νοτιά, το αίσθημα της ανασφάλειας απλώθηκε σ’ όλη την Ομάδα. Για μια ολόκληρη μέρα δούλεψαν στα κουπιά, ταξιδεύοντας βιαστικά. Οι όχθες έφευγαν πίσω τους. Γρήγορα ο Ποταμός πλάτυνε κι έγινε πιο ρηχός· στ’ ανατολικά έβλεπαν μακριές παραλίες όλο πέτρες και μες στο νερό παρουσιάστηκαν μικροσκόπελοι, που δημιούργησαν την ανάγκη να οδηγούν τις βάρκες τους με προσοχή. Τα Καστανά Χώματα έγιναν θλιβεροί ξερότοποι, που τους φυσούσε ένας παγωμένος αέρας απ’ την Ανατολή. Από την άλλη πλευρά τα λιβάδια είχαν γίνει κυματιστοί λόφοι με ξερά χόρια που υψώνονταν ανάμεσα από βαλτονέρια και βαλτόχορτα. Ο Φρόντο ανατρίχιασε και θυμήθηκε τις πρασιές και τα σιντριβάνια, το λαμπερό ήλιο και τις μαλακές βροχές του Λοθλόριεν. Λίγες ήταν οι κουβέντες και δίχως γέλιο στις βάρκες. Ο καθένας απ’ την Ομάδα ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του.

Η καρδιά του Λέγκολας έτρεχε στην αστροφεγγιά μιας καλοκαιριάτικης νύχτας σε κάποιο ξέφωτο του δάσους ανάμεσα στις οξιές· ο Γκίμλι με τη φαντασία του δούλευε ένα κομμάτι χρυσάφι κι αναρωτιόταν αν θα ήταν κατάλληλη θήκη για το δώρο της Κυράς. Ο Μέρι κι ο Πίπιν στη μεσιανή βάρκα δεν ένιωθαν καθόλου άνετα, γιατί ο Μπορομίρ καθόταν και μουρμούριζε μοναχός του και μερικές φορές μασούσε τα νύχια του, λες και τον έτρωγε κάποια ανησυχία ή αμφιβολία κι άλλοτε άρπαζε τα. κουπιά κι έφερνε τη βάρκα κοντά πίσω απ’ τη βάρκα του Άραγκορν. Τότε ο Πίπιν, που καθόταν στην πλώρη κι έβλεπε πίσω, τσάκωσε μια παράξενη λάμψη στα μάτια του, καθώς τα τέντωνε μπροστά και κοίταζε το Φρόντο. Ο Σαμ εδώ κι αρκετές μέρες είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως, αν κι οι βάρκες δεν ήταν ίσως τόσο επικίνδυνες όσο είχε μάθει να πιστεύει από μικρός, ήταν όμως πολύ πιο άβολες κι απ’ όσα ακόμα είχε φανταστεί. Ήταν πιασμένος ολόκληρος και αξιοθρήνητος και δεν είχε να κάνει τίποτα εκτός απ’ το να κοιτάζει το χειμωνιάτικο τοπίο να φεύγει αργά αργά και το γκρίζο νερό κι απ’ τις δυο μεριές. Γιατί, ακόμα κι όταν δούλευαν τα κουπιά, του Σαμ δεν του εμπιστεύονταν ούτ’ ένα.

Την τέταρτη μέρα, καθώς έπεφτε το λυκόφως, κοίταζε πίσω πάνω απ’ τα σκυμμένα κεφάλια του Φρόντο και του Άραγκορν και απ’ τις βάρκες που ακολουθούσαν· ήταν νυσταγμένος κι επιθυμούσε να κατασκηνώσουν και να νιώσει τη γη κάτω από τα δάχτυλα των ποδιών του. Ξαφνικά το μάτι του έπιασε κάτι: στην αρχή κοιτούσε αδιάφορα κι ύστερα ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια του· αλλά όταν κοίταξε ξανά δεν μπόρεσε να το δει πια.


Εκείνη τη νύχτα κατασκήνωσαν σ’ ένα μικρό νησάκι του Ποταμού κοντά στη δυτική όχθη. Ο Σαμ κουκουλώθηκε στις κουβέρτες και ξάπλωσε πλάι στο Φρόντο.

— Είδα ένα παράξενο όνειρο καμιά δυο ώρες πριν σταματήσουμε, κύριε Φρόντο, είπε. Ή μπορεί και να μην ήταν όνειρο. Αλλά ήταν αστείο, όπως και να το πάρεις.

— Λοιπόν, τι ήταν; είπε ο Φρόντο, που ήξερε ότι ο Σαμ δε θα ησύχαζε αν δεν έλεγε αυτό που ήθελε να πει, ό,τι κι αν ήταν. Εγώ ούτε είδα, ούτε σκέφτηκα τίποτα που να με κάνει έστω να χαμογελάσω από τότε που αφήσαμε το Λοθλόριεν.

— Δεν ήταν αστείο για γέλια, κύριε Φρόντο. Ήταν αλλόκοτα αστείο. Αφύσικο, αν δεν ήταν όνειρο. Και καλά θα κάνεις να τ’ ακούσεις. Να, είδα ένα κούτσουρο με μάτια!

— Σύμφωνοι για το κούτσουρο, είπε ο Φρόντο. Ο Ποταμός είναι γεμάτος από κούτσουρα. Τα μάτια όμως ξέχασέ τα!

— Μα αυτό είναι που δε γίνεται, είπε ο Σαμ. Κι εδώ που τα λέμε, τα μάτια ήταν που μ’ έκαναν και πετάχτηκα. Είδα κάτι που το πήρα για κούτσουρο που έπλεε στο μισόφωτο πίσω απ’ τη βάρκα του Γκίμλι· μα δεν του ’δωσα μεγάλη προσοχή. Ύστερα μου φάνηκε πως το κούτσουρο μας ζύγωνε λίγο λίγο. Κι αυτό ήταν, να πεις, περίεργο, αφού όλοι ταξιδεύαμε στο ρεύμα μαζί. Τότε ακριβώς ήταν που είδα τα μάτια: δυο χλωμά σημάδια, που κάπως γυάλιζαν, πάνω σε μια καμπούρα στο μπροστινό μέρος του κούτσουρου. Και το πιο σπουδαίο απ’ όλα ήταν πως δεν ήταν κούτσουρο γιατί είχε πόδια-κουπιά, σχεδόν σαν του κύκνου, μόνο που φαίνονταν μεγαλύτερα και μπαινόβγαιναν στο νερό.

» Τότε ήταν που πετάχτηκα κι έτριψα τα μάτια μου, έτοιμος να μπήξω τις φωνές, αν το ’βλεπα ακόμα εκεί, σα θα ’χα διώξει τη νύστα με το τρίψιμο. Γιατί, ό,τι κι αν ήταν, ερχόταν τώρα γρήγορα και πλησίαζε τον Γκίμλι από πίσω. Αλλά τώρα, αν εκείνες οι δυο λάμπες με είδαν που κουνήθηκα και γούρλωσα τα μάτια μου, ή αν ξύπνησα, δεν ξέρω, Όταν κοίταξα πάλι, δεν το ’δα εκεί. Νομίζω όμως πως κάτι τσάκωσα με την άκρη του ματιού μου, που λέμε, κάτι μαυριδερό να ορμάει με φόρα στη σκιά της όχθης. Αν και δεν μπορούσα να δω μάτια πια.

» Και είπα στον εαυτό μου: «Πάλι ονειρεύεσαι, Σαμ Γκάμγκη». Και δεν είπα τίποτ’ άλλο εκείνη την ώρα. Αλλά το σκέφτομαι συνέχεια και τώρα δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Εσύ τι λες, κύριε Φρόντο;

— Θα ’λεγα πως δεν είναι τίποτα παρά ένα κούτσουρο στο σκοτάδι και τα νυσταγμένα σου τα μάτια, Σαμ, είπε ο Φρόντο, αν αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάποιος έβλεπε αυτά τα μάτια. Αλλά δεν είναι. Τα είδα κι εγώ μακριά, πριν φτάσουμε στο Λόριεν. Κι είδα ένα παράξενο πλάσμα με μάτια να σκαρφαλώνει στο φλετ εκείνη τη νύχτα. Το είδε κι ο Χάλντιρ. Και θυμάσαι τι είπαν τα Ξωτικά που είχαν καταδιώξει τους Ορκ;

— Αχά! είπε ο Σαμ, και βέβαια θυμάμαι· και θυμάμαι κι άλλα ακόμα. Δε μ’ αρέσουν καθόλου αυτά που σκέφτομαι· αλλά με το ’να και με τ’ άλλο και με τις ιστορίες του κυρίου Μπίλμπο κι όλα, νομίζω πως μπορώ να δώσω όνομα στο πλάσμα αυτό χωρίς πολλή σκέψη· απαίσιο όνομα. Γκόλουμ, ίσως;

— Ναι, κι αυτό είναι που φοβάμαι εδώ κι αρκετό καιρό τώρα, είπε ο Φρόντο. Ύστερα απ’ τη νύχτα στο φλετ. Φαντάζομαι θα παραφύλαγε στη Μόρια κι εκεί μας πήρε από πίσω· αλλά έλπιζα πως ο καιρός που μείναμε στο Λόριεν θα το ’κανε να ξαναχάσει τα ίχνη μας. Το άθλιο το πλάσμα θα πρέπει να κρυβόταν στα δάση κοντά στον Ασημόφλεβο και να παρακολουθούσε πότε θα ξεκινούσαμε.

— Κάπως έτσι θα ’ναι, είπε ο Σαμ. Και καλά θα κάνουμε να προσέχουμε λίγο παραπάνω, μην τυχόν και νιώσουμε τίποτα απαίσια δάχτυλα γύρω στο λαιμό μας καμιά απ’ αυτές τις νύχτες, αν προλάβουμε, βέβαια, και ξυπνήσουμε για να νιώσουμε τίποτα. Κι αυτό ήθελα να πω. Δε χρειάζεται ν’ ανησυχήσουμε το Γοργοπόδαρο ή τους άλλους απόψε. Θα φυλάξω εγώ. Μπορώ να κοιμηθώ αύριο, αφού, εδώ που τα λέμε, δεν είμαι παρά αποσκευή μες στη βάρκα.

— Τα λέμε, είπε ο Φρόντο, και θα μπορούσα ακόμα να πω, «αποσκευή με μάτια». Φύλαξε φρουρός· αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς πως θα με ξυπνήσεις στα μισά της νύχτας, αν τίποτα δε συμβεί ως τότε.


Στις νεκρές ώρες ο Φρόντο βγήκε από ένα βαθύ και σκοτεινό ύπνο και βρήκε το Σαμ να τον σκουντάει.

— Ντροπή είναι που σε ξυπνάω, ψιθύρισε ο Σαμ, αλλά έτσι μου είπες. Δεν έχω τίποτα ν’ αναφέρω, ή μάλλον τίποτα σπουδαίο. Μου φάνηκε πως άκουσα κάτι να σιγοπλατσουρίζει και να μυρίζεται, λίγο πριν· αλλά τέτοιους παράξενους θόρυβους ακούς πολλούς τη νύχτα πλάι σε οποιοδήποτε ποτάμι.

Ξάπλωσε, κι ο Φρόντο ανακάθισε, κουκουλώθηκε με τις κουβέρτες του και βάλθηκε να πολεμά να μην κοιμηθεί. Λεπτά ή ώρες πέρασαν αργά και τίποτα δεν έγινε. Την ώρα που ο Φρόντο ετοιμαζόταν να υποχωρήσει στον πειρασμό και να ξαπλώσει πάλι, μια μαύρη σιλουέτα, που μόλις διακρινόταν, πλησίασε κολυμπώντας μια απ’ τις δεμένες βάρκες. Ένα μακρύ ασπριδερό χέρι φάνηκε αμυδρά ν’ απλώνεται και ν’ αρπάζει την κουπαστή· δυο χλωμά μάτια σαν λάμπες άναψαν παγωμένα, έριξαν μια ματιά μέσα κι ύστερα σηκώθηκαν και κοίταξαν το Φρόντο στο νησάκι. Η απόσταση δεν ήταν παραπάνω από μια δυο γυάρδες κι ο Φρόντο άκουσε το χαμηλό σφύριγμα μιας εισπνοής. Σηκώθηκε όρθιος, τραβώντας το Κεντρί απ’ το θηκάρι του και κοίταξε τα μάτια. Αμέσως το φως τους έσβησε. Ακούστηκε άλλο ένα σφύριγμα, ένα πλατς και η μακρουλή μαύρη σκιά όρμησε βιαστικά μες στο νερό και χάθηκε μες στη νύχτα. Ο Άραγκορν αναδεύτηκε στον ύπνο του, γύρισε απ’ την άλλη μεριά και ανακάθισε.

— Τι είναι; ψιθύρισε και πετάχτηκε απάνω, πλησιάζοντας το Φρόντο. Κάτι ένιωσα στον ύπνο μου. Γιατί έχεις τραβήξει το σπαθί σου;

— Το Γκόλουμ, απάντησε ο Φρόντο. Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζω.

— Α! είπε ο Άραγκορν. Ώστε ξέρεις για το μικρό μας κλέφτη, ε; Μας είχε πάρει στο κατόπι σιγοπατώντας σ’ όλη τη Μόρια, ως κάτω στο Νίμροντελ. Από τότε που πήραμε τις βάρκες είναι ξαπλωμένο σ’ ένα κούτσουρο και δουλεύει χέρια και πόδια σαν κουπιά. Προσπάθησα να το πιάσω μια δυο φορές τη νύχτα· αλλά είναι πιο πονηρό κι από αλεπού και ξεγλιστράει σαν ψάρι. Είχα την ελπίδα πως δε θα τα κατάφερνε στο ταξίδι στο Ποτάμι, αλλ’ όμως είναι πολύ έξυπνο στα ναυτικά.

» Θα προσπαθήσουμε να πάμε πιο γρήγορα αύριο. Ξάπλωσε τώρα και θα φυλάξω εγώ για όση νύχτα απομένει. Πόσο θα ’θελα να το ’πιανα το άθλιο. Μπορεί και να το χρησιμοποιούσαμε. Αλλά, μιας και δεν μπορώ να το πιάσω, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να του ξεφύγουμε. Είναι πολύ επικίνδυνο. Εκτός από καμιά νυχτερινή δολοφονία για λογαριασμό του, μπορεί να βάλει τους εχθρούς στα ίχνη μας.


Η νύχτα πέρασε χωρίς να φανεί ούτε η σκιά του Γκόλουμ. Ύστερα από εκείνο το επεισόδιο η Ομάδα είχε τα μάτια της δεκατέσσερα, αλλά δεν είδαν πια το Γκόλουμ για όσο καιρό βάσταξε το ταξίδι τους στο Ποτάμι. Αν τους ακολουθούσε ακόμα, το έκανε πολύ προσεκτικά και πανούργα. Τώρα, σύμφωνα με πρόταση του Άραγκορν, κωπηλατούσαν πολλές ώρες κι οι όχθες έφευγαν γρήγορα. Αλλά πολύ λίγο είδαν τις περιοχές που περνούσαν, γιατί ταξίδευαν κυρίως τη νύχτα και το σούρουπο και ξεκουράζονταν τη μέρα, κρυμμένοι όσο πιο καλά μπορούσαν στα μέρη που σταματούσαν. Μ’ αυτό τον τρόπο πέρασαν χωρίς να τους συμβεί τίποτα μέχρι την έβδομη μέρα.

Ο καιρός ήταν ακόμα μουντός κι ο ουρανός φορτωμένος σύννεφα, με τον αέρα απ’ την Ανατολή, αλλά, καθώς το δειλινό γινόταν νύχτα, ο ουρανός πέρα στη δύση καθάρισε, σχηματίζοντας λιμνούλες από αμυδρό φως, κίτρινες και πράσινες χλωμές ανάμεσα σε ακτές με γκρίζα σύννεφα. Μπορούσαν κιόλας να δουν τη λεπτή γραμμή του νέου Φεγγαριού να γυαλίζει στις απόμακρες λίμνες. Ο Σαμ το κοίταξε και ζάρωσε τα φρύδια του.

Την άλλη μέρα το τοπίο κι απ’ τις δυο πλευρές άρχισε ν’ αλλάζει γρήγορα. Οι όχθες άρχισαν να ψηλώνουν και να γίνονται πέτρινες. Σε λίγο άρχισαν να περνούν μέσα από μια περιοχή όλο πέτρινους λόφους και στις δυο όχθες, με απόκρημνες πλαγιές πνιγμένες στ’ αγκάθια, στις αγριοδαμασκηνιές, στα βάτα και στα διάφορα αναρριχητικά φυτά. Πάνω απ’ τις όχθες υψώνονταν χαμηλοί ετοιμόρροποι γκρεμοί και κάτι γκρίζες πολυκαιρινές πέτρες σαν καμινάδες, σκεπασμένες με κισσό· και πιο πίσω ακόμα υψώνονταν ψηλές κορυφογραμμές στεφανωμένες με ανεμοδαρμένα έλατα. Πλησίαζαν την γκρίζα λοφοπεριοχή του Έμιν Μιούιλ, το νότιο σύνορο της Χώρας της Ερημιάς.

Είχε πολλά πουλιά στους γκρεμούς και στις πετροκαμινάδες, κι όλη τη μέρα ψηλά στον ουρανό έκαναν κύκλους κοπάδια πουλιά, μαύρα στο φόντο του χλωμού ουρανού. Καθώς ήταν ξαπλωμένοι στο μέρος που είχαν κατασκηνώσει εκείνη τη μέρα, ο Άραγκορν παρακολουθούσε το πέταγμά τους μ’ αμφιβολία κι αναρωτιόταν μήπως το Γκόλουμ είχε κάνει καμιά βρομοδουλειά και τα νέα για το ταξίδι τους κυκλοφορούσαν τώρα στην ερημιά. Αργότερα, την ώρα που βασίλευε ο ήλιος κι η Ομάδα ετοιμαζόταν να ξεκινήσει ξανά, είδε μια μαύρη κηλίδα προς τα κει που έσβηνε το φως: ένα μεγάλο πουλί ψηλά και μακριά, που πότε έκανε κύκλους και πότε πετούσε αργά κατά το νοτιά.

— Τι να ’ναι εκείνο, Λέγκολας; ρώτησε, δείχνοντας στον ουρανό κατά το βοριά. Είναι αετός, ή κάνω λάθος;

— Ναι. είπε ο Λέγκολας. Είναι αετός, αετός στο κυνήγι. Τι να σημαίνει αυτό άραγε; Βρίσκεται πολύ μακριά απ’ τα βουνά.

— Δε θα ξεκινήσουμε αν δε σκοτεινιάσει για καλά. είπε ο Άραγκορν.


Η όγδοη νύχτα του ταξιδιού τους έφτασε. Ήταν σιωπηλή και δίχως άνεμο· ο τσουχτερός ανατολικός αέρας είχε μείνει πίσω. Το λεπτό Μισοφέγγαρο είχε πέσει από νωρίς στο χλωμό ηλιοβασίλεμα, αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός. Αν και μακριά κατά το Νοτιά υπήρχαν μεγάλα σύννεφα που ακόμα φέγγιζαν ελαφρά, στη Δύση τ’ άστρα αναβόσβηναν κιόλας ζωηρά.

— Ελάτε! είπε ο Άραγκορν. Θ’ αποτολμήσουμε ένα ακόμα νυχτερινό ταξίδι. Πλησιάζουμε σε περιοχές του Ποταμού που δεν τις ξέρω καλά· γιατί ποτέ δεν έχω ταξιδέψει σ’ αυτά τα μέρη μέσ’ απ’ το Ποτάμι, ανάμεσα από δω και τους Υφαλοστρόβιλους του Σαρν Γκεμπίρ. Αλλά, αν έχω υπολογίσει σωστά, έχουμε αρκετά μίλια ως εκεί. Αλλά, όπως και να ’χει το πράγμα, υπάρχουν επικίνδυνα σημεία ακόμα και πριν φτάσουμε εκεί: βράχοι και πέτρινα νησάκια μες στο νερό. Πρέπει να προσέχουμε πολύ και να μην προσπαθούμε να κωπηλατούμε γρήγορα.

Στο Σαμ, στην πρώτη βάρκα, ανάθεσαν τη δουλειά του παρατηρητή. Έγειρε μπροστά με μάτια γουρλωμένα στη σκοτεινιά. Η νύχτα προχώρησε, αλλά τ’ αστέρια ψηλά ήταν παράξενα ζωηρά κι η επιφάνεια του Ποταμού θαμπόφεγγε. Πλησίαζαν μεσάνυχτα και ταξίδευαν εδώ κι αρκετή ώρα, χωρίς σχεδόν να χρησιμοποιήσουν καθόλου τα κουπιά, όταν ξαφνικά ο Σαμ έβγαλε μια φωνή. Λίγες μονάχα γυάρδες μπροστά υψώθηκαν κάτι μαύρες σιλουέτες κι άκουσε το θόρυβο του νερού που τρέχει ορμητικά. Ένα δυνατό ρεύμα τούς γύριζε προς τ’ αριστερά, κατά την ανατολική ακτή που η κοίτη ήταν καθαρή. Όπως τους παράσερνε πέρα, οι ταξιδιώτες είδαν, πολύ κοντά τώρα, το χλωμό αφρό του Ποταμού να χτυπιέται πάνω σε κοφτερούς βράχους που ξεπετάγονταν ως πέρα μακριά μες στο νερό σαν μια σειρά δόντια. Οι βάρκες όλες βρέθηκαν κοντά κοντά.

— Ε, εκεί, Άραγκορν! φώναξε ο Μπορομίρ, καθώς η βάρκα του έπεσε στην πρώτη βάρκα. Αυτό είναι τρέλα. Δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε τους Υφαλοστρόβιλους τη νύχτα. Αλλά καμιά βάρκα δεν μπορεί να περάσει σώα το Σαρν Γκεμπίρ, νύχτα ή μέρα.

— Πίσω, πίσω! φώναξε ο Άραγκορν. Γυρίστε! Γυρίστε αν μπορείτε!

Βούτηξε το κουπί του στο νερό, προσπαθώντας να συγκρατήσει τη βάρκα και να τη γυρίσει προς τα πίσω.

— Δεν υπολόγισα καλά, είπε στο Φρόντο. Δεν ήξερα πως είχαμε φτάσει τόσο χαμηλά: ο Άντουιν κυλά πιο γρήγορα απ’ όσο νόμιζα. Το Σαρν Γκεμπίρ πρέπει να βρίσκεται κιόλας πολύ κοντά.


Με μεγάλη προσπάθεια σταμάτησαν τις βάρκες κι αργά τις γύρισαν πίσω· αλλά στην αρχή πολύ λίγο μπορούσαν να προχωρήσουν αντίθετα στο ρεύμα και συνέχεια τους παράσερνε όλο και πιο κοντά στην ανατολική όχθη, που τώρα υψωνόταν σκοτεινή κι απειλητική μες στη νύχτα.

— Όλοι μαζί, στα κουπιά! φώναξε ο Μπορομίρ. Τραβάτε κουπί! Αλλιώς θα πέσουμε στα ρηχά.

Την ώρα που μιλούσε, ο Φρόντο ένιωσε την καρίνα από κάτω να ξύνει κάποια πέτρα.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε θόρυβος από χορδές τόξων: πολλά βέλη σφύριξαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους και μερικά έπεσαν ανάμεσά τους. Ένα χτύπησε το Φρόντο ανάμεσα στις ωμοπλάτες κι έπεσε απότομα μπροστά βγάζοντας μια φωνή κι αφήνοντας το κουπί του: αλλά το βέλος έπεσε πίσω, εμποδισμένο απ’ τον κρυφό του θώρακα. Ένα άλλο χτύπησε την κουκούλα του Άραγκορν· κι ένα τρίτο καρφώθηκε στην κουπαστή της δεύτερης βάρκας, κοντά στο χέρι του Μέρι. Στο Σαμ φάνηκε πως μπορούσε να διακρίνει μαύρες σιλουέτες να τρέχουν πέρα δώθε στις μακρόστενες βοτσαλοστρωμένες όχθες κάτω απ’ την ανατολική ακτή.

Ιρκ! είπε ο Λέγκολας στη γλώσσα του.

— Ορκ! φώναξε ο Γκίμλι.

— Πάω στοίχημα πως αυτή είναι βρομοδουλειά του Γκόλουμ, είπε ο Σαμ στο Φρόντο. Και διάλεξαν κι ωραίο μέρος! Το Ποτάμι φαίνεται να ’χει τη διάθεση να μας ρίξει ίσια στην αγκαλιά τους!

Όλοι έγειραν μπροστά, τραβώντας δυνατά κουπί: ακόμα κι ο Σαμ βοήθησε. Από στιγμή σε στιγμή περίμεναν να νιώσουν το δάγκωμα κάποιας μαυρόφτερης σαϊτιάς. Πολλές σφύριζαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους ή έπεφταν στο νερό κοντά τους· αλλά δεν πέτυχαν κανέναν άλλο. Ήταν σκοτάδι, αλλά όχι και τόσο πηχτό σκοτάδι για τα νυχτομάτια των Ορκ, και στην αστροφεγγιά θα έπρεπε να έδιναν κάποιο στόχο στους πανούργους αντιπάλους τους, εκτός κι αν οι γκρίζο; μανδύες του Λόριεν και το γκρίζο ξύλο που ήταν φτιαγμένες οι ξωτικόβαρκες ξεγελούσαν την κακία που είχαν οι τοξότες της Μόρντορ.

Κουπί στο κουπί συνέχισαν ν’ αγωνίζονται. Μες στο σκοτάδι ήταν δύσκολο να είναι σίγουροι αν στ’ αλήθεια προχωρούσαν καθόλου· αλλά σιγά σιγά το στριφογύρισμα του νερού λιγόστεψε κι ο ίσκιος της ανατολικής όχθης έσβησε μες στη νύχτα. Τέλος, απ’ όσο μπορούσαν να κρίνουν, έφτασαν στη μέση του Ποταμού ξανά κι οδήγησαν τις βάρκες τους αρκετά πιο πίσω απ’ τα βράχια που ξεπετάγονταν. Ύστερα μισογυρίζοντας τις οδήγησαν μ’ όλη τους τη δύναμη κατά τη δυτική όχθη. Κάτω απ’ τη σκιά των θάμνων που έγερναν πάνω απ’ το νερό σταμάτησαν και πήραν ανάσα.

Ο Λέγκολας άφησε κάτω το κουπί του κι έπιασε το τόξο που είχε φέρει απ’ το Λόριεν. Ύστερα πήδηξε έξω κι ανέβηκε μερικά βήματα ψηλότερα στην όχθη. Βάζοντας ένα βέλος στη χορδή του τόξου γύρισε και κοίταξε πέρα απ’ το Ποτάμι στο σκοτάδι. Απ’ την απέναντι μεριά του νερού ακούγονταν τσιριχτές φωνές, αλλά τίποτα δε φαινόταν.

Ο Φρόντο σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το Ξωτικό που στεκόταν ψηλό πάνωθέ του και κοιτούσε μες στη νύχτα αναζητώντας κάποιο στόχο για να ρίξει. Το κεφάλι του ήταν σκοτεινό, στεφανωμένο με φωτεινά άσπρα αστέρια που άστραφταν στις μαύρες λίμνες τ’ ουρανού από ψηλά. Αλλά τώρα απ’ το Νοτιά, τα μεγάλα σύννεφα άρχισαν να σηκώνονται και να πλησιάζουν αρμενίζοντας μ’ ανοιχτά πανιά κι έστελναν μπροστά μαύρους προπομπούς στον αστροφώτιστο ουρανό. Ένας ξαφνικός τρόμος κυρίεψε την Ομάδα.

Έλμπερεθ Γκιλθόνιελ! αναστέναξε ο Λέγκολας όπως κοίταζε ψηλά.

Κι ενώ μιλούσε ακόμα, ένα μαύρο σχήμα, σαν σύννεφο, που δεν ήταν όμως σύννεφο γιατί έτρεχε πολύ πιο γρήγορα, πετάχτηκε απ’ το σκοτεινό Νοτιά κι όρμησε πάνω στην Ομάδα· κι όλο το φως χανόταν καθώς πλησίαζε. Γρήγορα φάνηκε πως ήταν ένα μεγάλο φτερωτό πλάσμα, πιο μαύρο κι από ορυχείο τη νύχτα. Άγριες φωνές αντήχησαν να το υποδέχονται απ’ την άλλη μεριά του νερού. Ο Φρόντο ένιωσε μια ξαφνική παγωνιά να τον περνάει απ’ την κορφή ως τα νύχια και να του σφίγγει την καρδιά· ήταν θανατερή παγωνιά σαν κι αυτή που θυμόταν στην παλιά του πληγή στον ώμο. Μαζεύτηκε, λες να κρυφτεί.

Ξαφνικά το μεγάλο τόξο του Λόριεν τραγούδησε. Το βέλος έφυγε στριγκλίζοντας απ’ την ξωτικοχορδή. Ο Φρόντο κοίταξε ψηλά. Σχεδόν από πάνω του το φτερωτό πλάσμα άλλαξε δρόμο. Ακούστηκε ένα βραχνό άγριο κρώξιμο ενώ έπεφτε στον αέρα και χάθηκε κάτω στη σκοτεινιά της ανατολικής ακτής. Ο ουρανός καθάρισε πάλι. Ακούστηκε μεγάλη οχλοβοή και φωνές πέρα μακριά, βρισιές και θρήνοι στο σκοτάδι κι ύστερα σιωπή. Ούτε βέλος ούτε φωνή δεν ξανάρθαν απ’ την ανατολή εκείνη τη νύχτα.


Ύστερα από λίγη ώρα ο Άραγκορν οδήγησε τις βάρκες αντίθετα στο ρεύμα πιο πίσω. Πήγαν ψαχουλευτά ακολουθώντας την όχθη για κάμποσο, ώσπου βρήκαν ένα μικρό ρηχό κόλπο. Λίγα χαμηλά δέντρα φύτρωναν εκεί κοντά στο νερό και πίσω τους σηκωνόταν μια απόκρημνη όχθη. Εκεί η Ομάδα αποφάσισε να μείνει και να περιμένει την αυγή: θα ήταν ματαιοπονία να προσπαθήσουν να προχωρήσουν όσο ήταν νύχτα. Δεν κατασκήνωσαν ούτε άναψαν φωτιά, αλλά μαζεύτηκαν ο ένας κοντά στον άλλο μες στις βάρκες, που τις είχαν δέσει κοντά κοντά.

— Πολλά μπράβο πρέπει να πούμε στο τόξο της Γκαλάντριελ και στο χέρι και στο μάτι του Λέγκολας! είπε ο Γκίμλι, μασουλώντας ένα λεπτό κομμάτι λέμπας. Ήταν φοβερή σαϊτιά μες στο σκοτάδι, φίλε μου!

— Αλλά ποιος μπορεί να μας πει τι χτύπησε; είπε ο Λέγκολας.

— Εγώ δεν μπορώ, είπε ο Γκίμλι. Αλλά χαίρομαι που η σκιά δεν ήρθε πιο κοντά. Δε μ’ άρεσε καθόλου. Μου θύμιζε πολύ τη σκιά που είδαμε στη Μόρια — τη σκιά του Μπάρλονγκ, είπε κι η φωνή του έγινε ψίθυρος.

— Δεν ήταν Μπάρλονγκ, είπε ο Φρόντο, που ακόμα έτρεμε απ’ την παγωνιά που είχε απλωθεί πάνω του. Ήταν κάτι ακόμα πιο παγωμένο. Νομίζω πως ήταν ...

Ύστερα σταμάτησε κι έμεινε σιωπηλός.

— Τι νομίζεις; ρώτησε ο Μπορομίρ όλος περιέργεια κι έγειρε από τη βάρκα του, λες και προσπαθούσε να διακρίνει το πρόσωπο του Φρόντο.

— Νομίζω — Όχι, δε θα το πω, απάντησε ο Φρόντο. Ό,τι κι αν ήταν, το πέσιμό του απέλπισε τους εχθρούς μας.

— Έτσι φαίνεται, είπε ο Άραγκορν. Αλλά δεν ξέρουμε ούτε πού είναι, ούτε πόσοι είναι, ούτε τι σκοπεύουν να κάνουν. Αυτή τη νύχτα κανείς μας δεν πρέπει να κοιμηθεί. Μας κρύβει τώρα το σκοτάδι. Αλλά ποιος ξέρει τι θα δείξει η μέρα; Να ’χετε τα όπλα σας πρόχειρα!


Ο Σαμ καθόταν και χτυπούσε με τα δάχτυλά του τη λαβή του σπαθιού του, λες και μετρούσε· και κοίταζε τον ουρανό.

— Μυστήριο, μουρμούρισε. Το Φεγγάρι είναι το ίδιο και στο Σάιρ και στη Χώρα της Ερημιάς, ή τουλάχιστον έπρεπε να είναι. Αλλά ή αυτό πάει στραβά ή εγώ έχω μπερδέψει τους υπολογισμούς μου. Θα θυμάσαι, κύριε Φρόντο, το Φεγγάρι ήταν στη χάση του τότε που κοιμηθήκαμε στο φλετ σ’ εκείνο το δέντρο: μιας εβδομάδας μετά την πανσέληνο, υπολογίζω. Και βρισκόμαστε μια βδομάδα στο δρόμο ως χτες το βράδυ και να και ξεπετάγεται Νέο Φεγγάρι, ψιλούτσικο σαν κομμένη άκρη νυχιού, λες και δε μείναμε καθόλου στη χώρα των Ξωτικών,

» Βέβαια, μπορώ σίγουρα να θυμηθώ τρεις νύχτες εκεί και μου φαίνεται πως θυμάμαι αρκετές ακόμα, αλλά όρκο θα ’παιρνα πως δεν ήταν μήνας ολόκληρος. Θα ’λεγε κανείς πως η ώρα δε μετρούσε εκεί!

— Ίσως και να ’ταν έτσι, είπε ο Φρόντο. Σ’ εκείνη τη γη, ίσως, να βρισκόμαστε σε κάποια εποχή που έχει αλλού περάσει από καιρό. Και δεν ήταν, νομίζω, παρά όταν ο Ασημόφλεβος μας έριξε στον Άντουιν, που ξαναμπήκαμε στο χρόνο που κυλά στη γη των θνητών ως τη Μεγάλη Θάλασσα. Και δε θυμάμαι να είδα Φεγγάρι, είτε παλιό είτε νέο, στο Κάρας Γκαλάντον: μόνο αστέρια τη νύχτα και ήλιο τη μέρα.

Ο Λέγκολας αναδεύτηκε στη βάρκα του.

— Όχι, ο χρόνος ποτέ δεν καθυστερεί, είπε· αλλά η αλλαγή κι η αύξηση δεν είναι σ’ όλα τα πράγματα και σ’ όλους τους τόπους η ίδια. Για τα Ξωτικά ο κόσμος κινείται· και κινείται και πολύ γρήγορη και, ταυτόχρονα, πολύ αργά. Γρήγορα, γιατί τα ίδια τα Ξωτικά πολύ λίγο αλλάζουν κι όλα τ’ άλλα φεύγουν και περνούν γρήγορα: κι αυτό για τα Ξωτικά είναι μεγάλη λύπη. Αργά, γιατί, για τα ίδια, δε μετράνε τα χρόνια που φεύγουν. Οι εποχές π’ αλλάζουν δεν είναι παρά ρυτίδες που συνεχώς επαναλαμβάνονται στο μακρύ μακρύ ποτάμι. Όμως κάτω απ’ τον Ήλιο όλα τα πράγματα πρέπει να φθαρούν και να φτάσουν στο τέλος κάποτε.

— Αλλά η φθορά είναι πολύ αργή στο Λόριεν, είπε ο Φρόντο. Η δύναμη της Κυράς το σκεπάζει. Οι ώρες είναι πλούσιες κι ας φαίνονται μικρές, στο Κάρας Γκαλάντον, που η Γκαλάντριελ εξουσιάζει το Ξωτικό δαχτυλίδι.

— Αυτό δε θα ’πρεπε να το ξεστομίσεις έξω απ’ το Λόριεν, ούτε και σε μένα, είπε ο Άραγκορν. Μην ξαναμιλήσεις γι’ αυτό! Αλλά έτσι είναι, Σαμ: σ’ εκείνη τη γη έχασες το λογαριασμό. Εκεί ο καιρός κυλούσε γρήγορα και για μας όπως και για τα Ξωτικά. Το παλιό Φεγγάρι πέρασε και το νέο γέμισε και χάθηκε στον κόσμο έξω, όσο εμείς καθυστερούσαμε εκεί. Και χτες το βράδυ βγήκε νέο Φεγγάρι. Ο χειμώνας τέλειωσε σχεδόν. Ο καιρός κυλάει για την άνοιξη με τη λίγη ελπίδα.


Η νύχτα πέρασε σιωπηλά. Ούτε φωνή ούτε κάλεσμα δεν ακούστηκε απ’ την απέναντι μεριά του νερού. Οι ταξιδιώτες, μαζεμένοι στις βάρκες τους, ένιωσαν τον καιρό ν’ αλλάζει. Ο αέρας έγινε ζεστός και ακίνητος καν μεγάλα υγρά σύννεφα ήρθαν απ’ το Νοτιά και τις μακρινές θάλασσες. Το ορμητικό κύλισμα του Ποταμού στα βράχια των Υφαλοστρόβιλων φάνηκε να δυναμώνει και να πλησιάζει. Τα κλαδιά των δέντρων από πάνω τους άρχισαν να στάζουν.

Σαν ήρθε η μέρα, η διάθεση του κόσμου γύρω τους είχε γίνει μαλακή και λυπημένη. Αργά αργά η αυγή άπλωσε το χλωμό της φως, που ήταν διάχυτο και δε σχημάτιζε σκιές. Καταχνιά απλωνόταν στο Ποτάμι πάνω, και μια άσπρη ομίχλη τύλιξε την ακτή: η αντίπερα όχθη δε φαινόταν.

— Δεν τη χωνεύω την ομίχλη, είπε ο Σαμ· αλλ’ αυτή εδώ φαίνεται τυχερή. Τώρα μπορεί και να τα καταφέρουμε να ξεφύγουμε δίχως να μας δούνε εκείνοι οι καταραμένοι καλικάντζαροι.

— Μπορεί, απάντησε ο Άραγκορν. Αλλά θα είναι δύκολο να βρούμε το μονοπάτι αν δε σηκωθεί λίγο η ομίχλη αργότερα. Και πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε το μονοπάτι, αν είναι να περάσουμε το Σαρν Γκεμπίρ και να φτάσουμε στο Έμιν Μιούιλ.

— Εγώ δε βλέπω το λόγο γιατί θα πρέπει να περάσουμε τους Υφαλοστρόβιλους, ή ν’ ακολουθήσουμε τον Ποταμό πιο κάτω, είπε ο Μπορομίρ. Αν το Έμιν Μιούιλ βρίσκεται μπροστά μας, τότε μπορούμε να παρατήσουμε αυτά τα καρυδότσουφλα και να πάμε νοτιοδυτικά, ώσπου να φτάσουμε στο Έντγουος και να βγούμε απέναντι στη χώρα μου.

— Μπορούμε, αν πηγαίνουμε για τη Μίνας Τίριθ, είπε ο Άραγκορν, αλλ’ αυτό δεν το έχουμε ακόμα συμφωνήσει. Κι ένας τέτοιος δρόμος μπορεί να είναι πολύ πιο επικίνδυνος απ’ ό,τι φαίνεται. Η κοιλάδα του Έντγουος είναι χαμηλή, γεμάτη βάλτους και η ομίχλη είναι θανάσιμος κίνδυνος για κείνους που είναι φορτωμένοι και πεζοί. Εγώ θ’ άφηνα τις βάρκες μας μόνο όταν δε θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Ο Ποταμός είναι ένας δρόμος που, τουλάχιστο, δεν μπορεί να τον χάσουμε.

— Ναι, αλλά ο Εχθρός βρίσκεται στην ανατολική όχθη, είχε αντίρρηση ο Μπορομίρ. Και, ακόμα κι αν περάσεις τις Πύλες του Άργκοναθ και φτάσεις σώος στη Βραχοκορφή, τι θα κάνεις ύστερα; Θα πηδήσεις τους καταρράκτες και θα πέσεις στους βάλτους;

— Όχι! απάντησε ο Άραγκορν. Πες καλύτερα πως θα μεταφέρουμε τις βάρκες μας απ’ τον αρχαίο δρόμο και θα βγούμε στα πόδια του Ράουρος κι ύστερα θα μπούμε στο νερό ξανά. Δεν ξέρεις, Μπορομίρ, ή μήπως προτιμάς να ξεχνάς τη Βόρεια Σκάλα και την ψηλή θέση πάνω στο Άμον Χεν, που είναι φτιαγμένες απ’ τις μέρες των μεγάλων βασιλιάδων; Εγώ τουλάχιστο σκοπεύω να πάω να σταθώ στην ψηλή εκείνη θέση ξανά, πριν αποφασίσω τι Θα κάνουμε πιο κάτω. Εκεί ίσως να δούμε κάποιο σημάδι που θα μας οδηγήσει.

Ο Μπορομίρ για πολλή ώρα έφερνε αντιρρήσεις σ’ αυτή την απόφαση· αλλά όταν κατάλαβε πως ο Φρόντο θ’ ακολουθούσε τον Άραγκορν, όπου κι αν πήγαινε, υποχώρησε.

— Δεν το έχουν συνήθειο οι Άντρες της Μίνας Τίριθ να εγκαταλείπουν τους φίλους τους στην ανάγκη, είπε, και θα σας χρειαστεί η δύναμή μου, αν είναι να φτάσετε ποτέ στη Βραχοκορφή. Θα έρθω ως εκείνο το ψηλό νησί, αλλά όχι πιο κάτω. Από κει θα πάρω το δρόμο για την πατρίδα μου, μονάχος, αν η βοήθεια που θα σας έχω προσφέρει δεν έχει κερδίσει για μένα κάποια συντροφιά.


Η μέρα προχωρούσε τώρα και η ομίχλη σηκώθηκε λιγάκι. Αποφασίστηκε να προχωρήσουν αμέσως πιο κάτω στην παραλία ο Άραγκορν κι ο Λέγκολας, ενώ οι άλλοι θα περίμεναν στις βάρκες. Ο Άραγκορν έλπιζε να βρει κάποιο δρόμο ώστε να μπορέσουν να μεταφέρουν και τις βάρκες και τις αποσκευές τους στο μέρος που τα νερά ησύχαζαν ύστερα απ’ τους Υφαλοστρόβιλους.

— Οι βάρκες των Ξωτικών μπορεί να μη βουλιάζουν, είπε, αλλ’ αυτό δεν πάει να πει πως εμείς θα βγούμε απ’ το Σαρν Γκεμπίρ ζωντανοί. Κανείς ως τώρα δεν το ’χει καταφέρει. Οι Άνθρωποι της Γκόντορ δεν έχουν φτιάξει δρόμο σ’ αυτή την περιοχή, γιατί, ακόμα και στις μέρες της δόξας τους, το βασίλειό τους δεν έφτανε, στον Άντουιν, πιο ψηλά απ’ το Έμιν Μιούιλ· αλλά υπάρχει ένα πέρασμα κάπου στη δυτική όχθη, αν μπορέσω να το βρω. Δεν μπορεί να ’χει κιόλας χαθεί· γιατί ελαφριές βαρκούλες συνήθιζαν να έρχονται από τη Χώρα της Ερημιάς ως την Οσγκίλιαθ κι εξακολουθούσαν να το κάνουν αυτό το ταξίδι μέχρι πριν μερικά χρόνια, ώσπου οι Ορκ της Μόρντορ άρχισαν να πληθαίνουν.

— Σπάνια, απ’ όσο ξέρω, έχει φτάσει βάρκα ως εμάς απ’ το Βοριά· και οι Ορκ παραφυλάνε στην ανατολική ακτή, είπε ο Μπορομίρ. Αν προχωρήσετε μπροστά ο κίνδυνος θα μεγαλώνει σε κάθε μίλι, ακόμα κι αν βρείτε το μονοπάτι.

— Ο κίνδυνος μας παραμονεύει σε κάθε δρόμο για το Νοτιά, απάντησε ο Άραγκορν. Να μας περιμένετε μια μέρα. Αν δε γυρίσουμε, τότε θα ξέρετε πως σίγουρα μας βρήκε κακό. Σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να διαλέξετε καινούριο αρχηγό και να τον ακολουθήσετε όσο πιο καλά μπορείτε.

Με βαριά καρδιά ο Φρόντο είδε τον Άραγκορν και το Λέγκολας να σκαρφαλώνουν την απότομη όχθη και να χάνονται μες στην ομίχλη· αλλά οι φόβοι του αποδείχτηκαν αβάσιμοι. Μόνο δυο τρεις ώρες πέρασαν, δεν είχε φτάσει καλά καλό μεσημέρι, κι οι θαμπές σιλουέτες των εξερευνητών φάνηκαν ξανά.

— Όλα καλά, είπε ο Άραγκορν, καθώς κατέβαινε την απότομη όχθη. Έχει ένα δρομάκι που βγάζει σε μια καλή αποβάθρα, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα. Η απόσταση δεν είναι μεγάλη: η αρχή των Υφαλοστρόβιλων δεν είναι παρά μισό μίλι πιο κάτω από δω και δε φτάνουν παραπάνω από ένα μίλι στο μάκρος. Ύστερα το ρεύμα γίνεται ξανά καθαρό κι ομαλό, αν και τρέχει γρήγορα. Η πιο μεγάλη μας δυσκολία θα είναι να ανεβάσουμε τις βάρκες και τις αποσκευές μας στο παλιό το πέρασμα. Το βρήκαμε, αλλά βρίσκεται αρκετά μακριά απ’ την ακροποταμιά εδώ και προχωράει κάτω απ’ την προστασία ενός βραχο-τοίχου, καμιά διακοσαριά γυάρδες ή και παραπάνω απ’ την όχθη. Δε βρήκαμε πού είναι η βορινή αποβάθρα. Αν υπάρχει ακόμα θα πρέπει να την προσπεράσαμε χτες τη νύχτα. Αν προσπαθήσουμε να τη βρούμε πηγαίνοντας αντίθετα στο ρεύμα τώρα. μπορεί και να τη χάσουμε μες στην ομίχλη. Πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει εδώ ν’ αφήσουμε το Ποτάμι και να τραβήξουμε για το πέρασμα όπως όπως.

— Αυτό δε θα “ναι εύκολο, ακόμα κι αν ήμασταν όλοι Άνθρωποι, είπε ο Μπορομίρ.

— Θα πρέπει όμως κι αυτοί που είμαστε να το προσπαθήσουμε, είπε ο Άραγκορν.

— Και βέβαια θα το προσπαθήσουμε, είπε ο Γκίμλι. Τα πόδια των Ανθρώπων δεν μπορούν να πάνε γρήγορα στον ανώμαλο δρόμο, ενώ οι Νάνοι προχωρούν, ακόμα κι αν το φορτίο τους είναι διπλάσιο απ’ το βάρος τους. κυρ Μπορομίρ!


Η επιχείρηση αποδείχτηκε με το παραπάνω δύσκολη, όμως στο τέλος τα κατάφεραν. Οι αποσκευές βγήκαν απ’ τις βάρκες και μεταφέρθηκαν στην κορφή της όχθης, που είχε ένα ίσωμα. Ύστερα τράβηξαν τις βάρκες έξω απ’ το νερό και τις ανέβασαν απάνω. Ήταν πολύ πιο ελαφρές απ’ ό,τι περίμεναν. Από τι δέντρο, απ’ αυτά που φύτρωναν στην ξωτικοχώρα, ήταν φτιαγμένες, ούτε κι ο Λέγκολας ήξερε· αλλά το ξύλο ήταν και γερό και παράξενα ελαφρό. Ο Μέρι κι ο Πίπιν μόνοι τους μπορούσαν να μεταφέρουν μ’ ευκολία τη βάρκα τους στο ίσιωμα. Όμως χρειάστηκε η δύναμη και των δυο Αντρών για να τις σηκώσουν και να τις περάσουν απ’ το μέρος που είχε τώρα η Ομάδα να διασχίσει. Ήταν μια ανηφοριά γεμάτη ασβεστολιθικά βράχια, όλο κρυφές τρύπες σκεπασμένες μ’ αγριόχορτα και θάμνους· ήταν γεμάτη αγκαθιές κι απόκρημνες μικρές κοιλάδες· και, μεριές μεριές, είχε μικρές λασπολίμνες που μάζευαν τα νερά που κατέβαιναν απ’ τα υψώματα στο εσωτερικό.

Μια μια ο Μπορομίρ κι ο Άραγκορν κουβάλησαν τις βάρκες, ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν όπως όπως με τις αποσκευές. Τέλος, όλα μεταφέρθηκαν στο πέρασμα. Ύστερα, χωρίς μεγάλα εμπόδια, εκτός από μερικές «κλοπές αγριοτριανταφυλλιές και πολλές πεσμένες πέτρες, προχώρησαν όλοι μαζί. Η ομίχλη σκέπαζε ακόμα με τα πέπλα της το μισογκρεμισμένο· βράχο-τοίχο και στ’ αριστερά τους η καταχνιά σκέπαζε το Ποτάμι· το άκουγαν να τρέχει ορμητικά και ν’ αφρίζει πάνω στα κοφτερά σκαλοπάτια και στα πέτρινα δόντια του Σαρν Γκεμπίρ, αλλά δεν μπορούσαν να το δουν. Χρειάστηκε να κάνουν δυο φορές τη διαδρομή για να τα φέρουν όλα ασφαλισμένα στη νότια αποβάθρα.

Εκεί το πέρασμα, στρίβοντας κατά την παραλία, κατηφόριζε ομαλά ως την άκρη μιας μικρής ρηχής λιμνούλας. Φαινόταν λες κι είχε σκαφτεί στο πλάι του Ποταμού, όχι από χέρια, μα απ’ το νερό που κατέβαινε στριφογυρίζοντας απ’ το Σαρν Γκεμπίρ και χτυπούσε πάνω σε μια χαμηλή βραχόγλωσσα. φυσικός λιμενοβραχίονας, που έβγαινε αρκετά μπροστά μέσα στο Ποτάμι. Πέρα απ’ τη λιμνούλα η ακτή γινόταν ένας ψηλός κάθετος γκρίζος γκρεμός και δεν υπήρχε παρακάτω πέρασμα για πεζούς.

Το γρήγορο απομεσήμερο είχε κιόλας περάσει κι ένα θαμπό συννεφιασμένο λυκόφως άρχιζε ν’ απλώνεται. Κάθισαν πλάι στο νερό κι άκουγαν το θόρυβο και το ορμητικό βούισμα των Υφαλοστρόβιλων, που ήταν κρυμμένοι μέσα στην ομίχλη· ήταν κουρασμένοι και νυσταγμένοι κι οι καρδιές τους ήταν σκυθρωπές σαν τη μέρα που ’φευγε.

— Λοιπόν, εδώ είμαστε κι εδώ πρέπει να περάσουμε άλλη μια νύχτα, είπε ο Μπορομίρ. Έχουμε ανάγκη από ύπνο ακόμα κι αν ο Άραγκορν έχει όρεξη να περάσουμε τις Πύλες του Άργκοναθ νύχτα, είμαστε όλοι πολύ κουρασμένοι — εκτός, το δίχως άλλο. απ’ το γεροδεμένο μας νάνο.

Ο Γκίμλι δεν απάντησε: κουτουλούσε εκεί που καθότανε.

— Ας ξεκουραστούμε όσο πιο πολύ μπορούμε τώρα, είπε ο Άραγκορν. Αύριο πρέπει να ταξιδέψουμε μέρα ξανά. Εκτός κι αλλάξει γι’ άλλη μια φορά ο καιρός και μας κοροϊδέψει, θα μπορέσουμε να ξεγλιστρήσουμε, χωρίς να μας δει κανένα μάτι απ’ την ανατολική ακτή. Αλλ’ απόψε πρέπει να φυλάμε με τη σειρά δυο δυο φρουροί: τρεις ώρες ξεκούραση και μία σκοπιά.


Τίποτα χειρότερο δεν έγινε εκείνη τη νύχτα εκτός από μια ψιλή βροχή μια ώρα πριν την αυγή. Μόλις έφεξε καλά ξεκίνησαν. Η ομίχλη είχε κιόλας αρχίσει ν’ αραιώνει. Ταξίδευαν όσο γινόταν πιο κοντά στη δυτική πλευρά και μπορούσαν να δουν τις θαμπές σιλουέτες των χαμηλών λόφων να σηκώνονται όλο και πιο ψηλά σαν σκιεροί τοίχοι με τα πόδια βουτηγμένα στο βιαστικό νερό. Κατά τις δέκα η ώρα τα σύννεφα χαμήλωσαν περισσότερο κι άρχισε να βρέχει για τα καλά. Άπλωσαν δερμάτινα καλύμματα πάνω απ’ τις βάρκες τους, για να μην πλημμυρίσουν, και συνέχισαν. Πολύ λίγα πράγματα μπορούσαν να δουν μπροστά ή γύρω τους ανάμεσα απ’ τις γκρίζες κουρτίνες της βροχής που ’πεφτε.

Η βροχή όμως δεν κράτησε πολύ. Αργά αργά ο ουρανός από πάνω τους φώτισε κι ύστερα, ξαφνικά, τα σύννεφα κομματιάστηκαν κι οι ξεσχισμένες τους άκρες τραβήχτηκαν πίσω στο Βοριά. Η ομίχλη κι η καταχνιά χάθηκαν. Μπροστά στους ταξιδιώτες παρουσιάστηκε ένα πλατύ φαράγγι, με μεγάλα πέτρινα πλευρά που πάνω τους, σε μικρά πλατώματα και στενές σχισμάδες, ήταν γαντζωμένα μερικά ταλαιπωρημένα δέντρα. Το φαράγγι στένεψε και το ρεύμα του Ποταμού έγινε πιο γρήγορο. Τώρα έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα και μ’ ελάχιστες ελπίδες πως θα μπορούσαν να σταματήσουν ή ν’ αλλάξουν πορεία, ό,τι κι αν έβρισκαν μπροστά τους. Ψηλά έβλεπαν μια κορδέλα χλωμό γαλάζιο ουρανό, γύρω τους βρισκόταν σκοτεινιασμένος ο Ποταμός και μπροστά τους, μαύροι, δίχως ήλιο, οι λόφοι του Έμιν Μιούιλ που ανάμεσά τους δε φαινόταν πουθενά κανένα άνοιγμα.

Ο Φρόντο κοιτάζοντας μπροστά είδε σε κάποια απόσταση δυο θεόρατους βράχους να πλησιάζουν. Έμοιαζαν με μεγάλες κορφές ή πέτρινες κολόνες. Ψηλοί κι απόκρημνοι και απειλητικοί υψώνονταν αντικριστά στις δυο όχθες του Ποταμού. Ανάμεσά τους φάνηκε ένα στενό άνοιγμα κι ο Ποταμός παράσυρε τις βάρκες προς τα εκεί.

— Δείτε το Άργκοναθ, τις Στήλες των Βασιλέων! φώναξε ο Άραγκορν. Σε λίγο τις φτάνουμε. Κρατήστε τις βάρκες στη μέση του ποταμού!

Καθώς ο Φρόντο τις πλησίαζε, οι μεγάλες στήλες υψώθηκαν σαν πύργοι να τον ανταμώσουν. Του φαίνονταν γιγάντιες, θεόρατες γκρίζες μορφές, σιωπηλές μα απειλητικές. Τότε είδε πως πραγματικά ήταν λαξεμένες και είχαν μορφή: η τέχνη και η δύναμη των παλιών τις είχαν σκαλίσει και διατηρούσαν ακόμα, παρά τους ήλιους και τις βροχές ξεχασμένων χρόνων, τις πανίσχυρες μορφές που ήταν λαξεμένες πάνω τους. Σε μεγάλα βάθρα θεμελιωμένα στα βαθιά νερά στέκονταν δυο μεγάλοι πέτρινοι βασιλιάδες: κι ακόμα, μόλο που τα μάτια τους δε διακρίνονταν και τα μέτωπά τους ήταν όλο ραγισματιές, κοίταζαν συνοφρυωμένοι το Βοριά. Το αριστερό χέρι του καθενός ήταν σηκωμένο με την παλάμη προς τα έξω σε μια κίνηση προειδοποίησης· στο δεξί χέρι τους κρατούσαν ένα πελέκι· στα κεφάλια τους είχαν σπασμένα κράνη και κορόνες. Κι ήταν ακόμα όλο μεγαλοπρέπεια και δύναμη, οι σιωπηλοί φρουροί ενός από καιρούς χαμένου βασίλειου. Θαυμασμός και φόβος κυρίεψαν το Φρόντο και μαζεύτηκε κάτω, κλείνοντας τα μάτια, δίχως να τολμά να κοιτάξει ψηλά καθώς πλησίαζε η βάρκα. Ακόμα κι ο Μπορομίρ έσκυψε το κεφάλι, καθώς οι βάρκες περιδινίζονταν. εύθραυστες και περαστικές σαν φυλλαράκια κάτω απ’ την ανίκητη σκιά των φρουρών του Νούμενορ. Έτσι πέρασαν μέσα στο σκοτεινό χάσμα των Πυλών.

Κι απ’ τις δυο πλευρές υψώνονταν φοβεροί γκρεμοί σ’ ανυπολόγιστα ύψη. Πολύ μακριά ο ουρανός μόλις που φαινόταν. Τα μαύρα νερά μούγκριζαν κι αντηχούσαν κι ο αέρας ούρλιαζε πάνω τους. Ο Φρόντο γονατιστός άκουσε το Σαμ μπροστά του να μουρμουρίζει και ν’ αναστενάζει:

— Τι τόπος! Τι φοβερός τόπος! Μωρέ, ας βγω από τούτη εδώ τη βάρκα και δε θα ξαναβρέξω ποτέ τα δάχτυλά μου ούτε σε νερόλακκο, όχι σε ποτάμι!

— Μη φοβάστε! είπε μια παράξενη φωνή πίσω του.

Ο Φρόντο στράφηκε και είδε το Γοργοπόδαρο κι όμως, όχι το Γοργοπόδαρο· γιατί ο ταλαιπωρημένος απ’ τους καιρούς Περιφερόμενος Φύλακας δεν ήταν πια εκεί. Στην πρύμνη καθόταν ο Άραγκορν, ο γιος του Άραθορν, περήφανος και στητός, οδηγώντας τη βάρκα μ’ επιδέξιες κουπιές· η κουκούλα του ήταν ριγμένη πίσω και τα μαύρα του μαλλιά κυμάτιζαν στον αέρα· ένα φως έλαμπε στα μάτια του: ο βασιλιάς που γύριζε απ’ την εξορία στη χώρα του.

— Μη φοβάστε! είπε, Για πολύ καιρό επιθυμούσα να δω τις μορφές του Ισίλντουρ και του Ανάριον, των αρχαίων μου προγόνων. Κάτω απ’ τη σκιά τους ο Ελέσαρ, ο Λιθούχος, ο γιος του Άραθορν του Οίκου του Βάλαντιλ, γιου του Ισίλντουρ, κληρονόμου του Έλεντιλ, δεν έχει τίποτα να φοβάται!

Έπειτα το φως στα μάτια του θάμπωσε και ψιθύρισε:

— Μακάρι να ήταν εδώ ο Γκάνταλφ! Πώς ποθεί η καρδιά μου τη Μίνας Άνορ και τα τείχη της δικής μου πόλης! Αλλά τώρα προς τα πού πάω;

Το χάσμα ήταν μακρύ και σκοτεινό και πλημμυρισμένο απ’ τη βουή του ανέμου, την ορμή του νερού και τις πέτρες που αντηχούσαν. Έστριβε λίγο προς τα δυτικά έτσι που στην αρχή όλα ήταν σκοτεινά μπροστά· γρήγορα όμως ο Φρόντο είδε ένα ψηλό φωτεινό άνοιγμα, που όλο και μεγάλωνε. Τους πλησίαζε γοργά και ξαφνικά οι βάρκες πέρασαν και βγήκαν στο πλατύ καθάριο φως.

Ο ήλιος, που είχε κιόλας κατεβεί αρκετά απ’ το ζενίθ, έλαμπε στον ανεμοδαρμένο ουρανό. Τα περιορισμένα νερά απλώθηκαν σε μια λίμνη οβάλ, τη χλωμή Νεν Χιθόελ που ήταν κλεισμένη από απόκρημνους γκρίζους λόφους με πλαγιές σκεπασμένες δέντρα· μα οι κορφές τους ήταν γυμνές και γυάλιζαν παγωμένες στο φως του ήλιου. Πέρα στη νότια άκρη υψώνονταν τρεις κορφές. Η μεσιανή ήταν κάπως πιο μπροστά απ’ τις άλλες κι αποκομμένη απ’ αυτές, ένα νησί στα νερά, που γύρω του ο Ποταμός που κυλούσε άπλωνε χλωμά γυαλιστερά μπράτσα. Απόμακρο αλλά βαθύ ανέβαινε στον άνεμο ένα μουγκρητό σαν βροντή μακρινή.

— Να το Τολ Μπράντιρ! είπε ο Άραγκορν, δείχνοντας τη νότια ψηλή κορφή. Αριστερά στέκεται το Άμον Λόου και δεξιά είναι το Άμον Χεν, οι λόφοι της Ακοής και της Όρασης. Τον καιρό των μεγάλων βασιλιάδων υπήρχαν ψηλά καθίσματα εκεί και είχε φρουρά. Αλλά, λένε πως ούτε ανθρώπινο πόδι. ούτε πόδι ζώου έχει ποτέ πατήσει στο Τολ Μπράντιρ. Θα φτάσουμε εκεί πριν σκοτεινιάσει. Ακούω και το ασταμάτητο κάλεσμα της φωνής του Ράουρος.

Η Ομάδα ξεκουράστηκε για λίγο, πλέοντας νότια με το ρεύμα που κυλούσε στη μέση της λίμνης. Έφαγαν κάτι κι έπειτα πιάσαν τα κουπιά και προχώρησαν γρήγορα. Οι πλαγιές των δυτικών λόφων μπήκαν στη σκιά κι ο ήλιος έγινε στρογγυλός και κόκκινος. Εδώ κι εκεί άρχισε να παρουσιάζεται και κανένα αστέρι. Οι τρεις κορφές υψώνονταν μπροστά τους, σκοτεινιάζοντας στο λυκόφως. Ο Ράουρος μούγκριζε με μεγάλο θόρυβο. Η νύχτα είχε κιόλας απλωθεί στα νερά που κυλούσαν, όταν οι ταξιδιώτες έφτασαν τέλος κάτω απ’ τη σκιά των λόφων.

Η δέκατη μέρα του ταξιδιού τους τέλειωσε. Η Χώρα της Ερημιάς βρισκόταν πίσω τους. Δεν μπορούσαν να πάνε παρακάτω χωρίς να διαλέξουν ανάμεσα στην ανατολική πορεία ή στη δυτική. Η τελευταία φάση της Αποστολής τους βρισκόταν μπροστά τους.

Κεφάλαιο Χ Η ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΔΙΑΛΥΕΤΑΙ

Ο Άραγκορν τους οδήγησε στο δεξί μπράτσο του Ποταμού. Εδώ στη δυτική όχθη κάτω απ’ τον ίσκιο του Τολ Μπράντιρ ένα καταπράσινο λιβάδι έφτανε ως το νερό ξεκινώντας απ’ τα ριζά του Άμον Χεν. Πέρα απ’ το λιβάδι άρχιζαν οι πρώτες ομαλές πλαγιές του λόφου, σκεπασμένες με δέντρα· δέντρα σκέπαζαν δυτικά και τις καμπυλωτές όχθες της λίμνης. Μια μικρή πηγή κατηφόριζε κελαρυστή και πότιζε την πρασινάδα.

— Απόψε θα ξεκουραστούμε εδώ, είπε ο Άραγκορν. Αυτό είναι το λιβάδι του Παρθ Γκάλεν, που ήταν πολύ όμορφος τόπος τις μέρες του καλοκαιριού παλιά. Ας ελπίσουμε πως δεν έχει φτάσει ακόμα εδώ τίποτα κακό.

Τράβηξαν τις βάρκες τους στην καταπράσινη όχθη και κατασκήνωσαν πλάι τους. Έβαλαν φρουρό, αλλά δεν άκουσαν ούτε είδαν τους εχθρούς τους. Και αν το Γκόλουμ είχε καταφέρει να τους ακολουθήσει, ούτε φαινόταν ούτε ακουγόταν. Κι όμως, όσο η νύχτα προχωρούσε, ο Άραγκορν όλο και γινόταν πιο ανήσυχος, στριφογύριζε μες στον ύπνο του και ξυπνούσε. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα σηκώθηκε καν πλησίασε το Φρόντο, που ήταν η σειρά του να φυλάξει.

— Γιατί ξύπνησες; ρώτησε ο Φρόντο. Δεν είναι η σειρά σου να φυλάξεις.

— Δεν ξέρω. απάντησε ο Άραγκορν· αλλά μια σκιά κι ένας φόβος όλο και μεγαλώνουν μες στον ύπνο μου. Καλά θα ’κανες να τραβήξεις το σπαθί σου.

— Γιατί; είπε ο Φρόντο. Είναι εχθροί κοντά;

— Για να δούμε τι θα δείξει το Κεντρί, απάντησε ο Άραγκορν,

Ο Φρόντο τράβηξε την ξωτικολεπίδα απ’ το θηκάρι της. Με απελπισία είδε πως οι άκρες γυάλιζαν αμυδρά στο σκοτάδι.

— Ορκ! είπε. Όχι πολύ κοντά, όχι όμως και πολύ μακριά, μου φαίνεται.

— Το φοβόμουν, είπε ο Άραγκορν. Αλλά μπορεί και να μη βρίσκονται σ’ αυτή την πλευρά του Ποταμού. Το φως του Κεντριού είναι αδύναμο κι ίσως να μη δείχνει παρά μόνο κατασκόπους της Μόρντορ που βρίσκονται στις πλαγιές του Άμον Λόου. Δεν έχω ξανακούσει για Ορκ πάνω στον Άμον Χεν. Όμως ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνεις αυτές τις πονηρές μέρες, τώρα που η Μίνας Τίριθ δεν κρατάει ασφαλισμένα τα περάσματα του Άντουιν. Αύριο θα πρέπει να πηγαίνουμε προσεκτικά.


Η μέρα ξημέρωσε σαν φωτιά και καπνός. Χαμηλά στην Ανατολή είχε μαύρες κολόνες σύννεφα σαν καπνούς από μεγάλη φωτιά. Ο ήλιος που έβγαινε τα φώτιζε από κάτω με θολές κόκκινες φλόγες· γρήγορα όμως ανέβηκε ψηλότερα στον καθαρό ουρανό. Η κορφή του Τολ Μπράντιρ ήταν χρυσωμένη. Ο Φρόντο κοίταξε ανατολικά κατά το ψηλό νησί. Οι πλευρές του ανέβαιναν απόκρημνες απ’ το νερό που κυλούσε. Πιο πάνω απ’ τους ψηλούς γκρεμούς, είχε απόκρημνες πλαγιές όλο δέντρα, το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο και πάνωθέ τους ξανά ήταν γκρίζοι απρόσιτοι βράχοι που είχαν για κορόνα τους μια θεόρατη μυτερή πέτρα. Πολλά πουλιά πετούσαν κάνοντας κύκλους γύρω της, αλλά κανένα άλλο σημάδι ζωής δε φαινόταν.

Σαν έφαγαν, ο Άραγκορν μάζεψε την Ομάδα.

— Έφτασε επιτέλους η μέρα, είπε: η μέρα της εκλογής που για πολύ την αναβάλλαμε. Τι θα γίνει η Ομάδα μας που ταξίδεψε ως εδώ μαζί; Θα πάμε δυτικά με τον Μπορομίρ στους πολέμους της Γκόντορ, ή θα πάμε ανατολικά στο Φόβο και στη Σκιά, ή θα διαλύσουμε την εταιρία μας και θα πάμε εδώ κι εκεί όπου διαλέγει ο καθένας μας; Ό,τι κι αν κάνουμε όμως, πρέπει να γίνει γρήγορα. Δεν μπορούμε να σταθούμε πολύ εδώ. Ο Εχθρός βρίσκεται στην ανατολική ακτή, το ξέρουμε· αλλά φοβάμαι πως οι Ορκ μπορεί κιόλας να βρίσκονται από τούτη τη μεριά.

Έπεσε σιωπή και κανείς δε μιλούσε ούτε κουνιόταν.

— Λοιπόν, Φρόντο, είπε τέλος ο Άραγκορν. Φοβάμαι πως το βάρος πέφτει σε σένα. Εσύ είσαι ο Κουβαλητής που όρισε το Συμβούλιο. Μόνο εσύ μπορείς να διαλέξεις το δρόμο σου. Σ’ αυτό δεν μπορώ να σε συμβουλέψω. Δεν είμαι Γκάνταλφ και, αν κι έχω προσπαθήσει να επωμισθώ το ρόλο του, δεν ξέρω τι σχέδιο ή ελπίδα είχε γι’ αυτή την ώρα, αν βέβαια είχε. Το πιο πιθανό είναι πως ακόμα κι αν ήταν τώρα εδώ, η εκλογή πάλι θα ήταν δική σου. Αυτή είναι η μοίρα σου,

Ο Φρόντο δεν απάντησε αμέσως. Ύστερα είπε αργά:

— Ξέρω πως πρέπει να βιαστούμε, αλλά δεν μπορώ να διαλέξω. Το φορτίο είναι βαρύ. Δώστε μου μια ώρα ακόμα και θα σας πω. Αφήστε με μόνο μου!

Ο Άραγκορν τον κοίταξε με λύπηση και καλοσύνη.

— Πολύ καλά, Φρόντο, γιε του Ντρόγκο, είπε. Θα έχεις μια ώρα και θα είσαι μόνος σου. Θα μείνουμε για λίγο εδώ. Αλλά μην πας μακριά έτσι που να μη μας ακούσεις αν φωνάξουμε.

Ο Φρόντο έμεινε για μια στιγμή καθιστός με το κεφάλι σκυμμένο. Ο Σαμ που κοίταζε τον κύριό του με μεγάλη προσοχή, κούνησε το κεφάλι του και μουρμούρισε:

— Μωρέ, φαίνεται από δω και πέρα, μα δε θα κερδίσει τίποτα ο Σαμ ο Γκάμγκη αν μιλήσει τώρα.

Σε λίγο ο Φρόντο σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε· κι ο Σαμ πρόσεξε πως, ενώ οι άλλοι απόφυγαν να τον κοιτάξουν, τα μάτια του Μπορομίρ ακολούθησαν το Φρόντο προσεκτικά μέχρι που χάθηκε στα δέντρα, στους πρόποδες του Άμον Χεν.


Στην αρχή ο Φρόντο πλανιόταν άσκοπα στο δάσος, αλλά είδε πως τα πόδια του τον ανέβαζαν στην πλαγιά του λόφου. Συνάντησε ένα μονοπάτι, τα απομεινάρια κάποιου παλιού δρόμου. Στις απότομες ανηφοριές είχε σκαλοπάτια κομμένα στο βράχο, που τώρα όμως ήταν ραγισμένα, φαγωμένα και σκισμένα απ’ τις ρίζες των δέντρων. Γι’ αρκετή ώρα ανέβαινε δίχως να νοιάζεται πού πηγαίνει, ώσπου έφτασε σε μια καταπράσινη απλωσιά. Γύρω φύτρωναν σουρβιές και στη μέση είχε μια φαρδιά επίπεδη πέτρα. Η μικρή βουνίσια απλωσιά έβλεπε στην Ανατολή και τώρα ήταν λουσμένη στο πρωινό φως του ήλιου. Ο Φρόντο σταμάτησε και κοίταξε πέρα, πάνω απ’ το Ποτάμι που βρισκόταν κάτω χαμηλά, στο Τολ Μπράντιρ και στα πουλιά που πετούσαν στο χώρο ανάμεσα σ’ αυτόν και στο απάτητο νησί. Η φωνή του Ράουρος ήταν ένα δυνατό μούγκρισμα ανακατεμένο με μια βαθιά παλλόμενη βουή.

Κάθισε στην πέτρα κι έπιασε το σαγόνι με τα χέρια του. Κοίταζε ανατολικά αλλά πολύ λίγα έβλεπε με τα μάτια του. Απ’ το μυαλό του περνούσαν όλα όσα είχαν γίνει από τότε που έφυγε απ’ το Σάιρ ο Μπίλμπο και τα ξανάφερε στη μνήμη του και ζύγισε σοβαρά όλα όσα μπορούσε να θυμηθεί απ’ τα λόγια του Γκάνταλφ. Η ώρα περνούσε κι ακόμα αυτός δεν είχε ούτε καν πλησιάσει σε κάποια κατάληξη.

Ξαφνικά, ξύπνησε απ’ τους συλλογισμούς του: τον κυρίεψε ένα παράξενο αίσθημα πως κάτι ήταν πίσω του και πως εχθρικά μάτια τον παρακολουθούσαν. Τινάχτηκε όρθιος και γύρισε· αλλά το μόνο που είδε έκπληκτος ήταν ο Μπορομίρ κι η όψη του ήταν χαμογελαστή και καλοσυνάτη.

— Φοβήθηκα για σένα, Φρόντο, είπε πλησιάζοντας. Αν ο Άραγκορν έχει δίκιο κι οι Ορκ είναι κοντά, τότε κανείς μας δεν πρέπει να πλανιέται μοναχός· κι εσύ λιγότερο απ’ όλους: γιατί πολλά εξαρτιόνται από σένα. Κι είναι βαριά η καρδιά μου. Να μείνω τώρα και να μιλήσω λιγάκι, μιας και σε βρήκα; Θα μ’ ανακούφιζε. Όταν είμαστε πολλοί αρχίζουμε τους λόγους δίχως τελειωμό. Αλλά δυο μαζί μπορεί ίσως να βρούμε κάτι σοφό.

— Είσαι πολύ καλός, απάντησε ο Φρόντο. Μα δε νομίζω πως οποιαδήποτε κουβέντα θα με βοηθήσει. Γιατί ξέρω τι πρέπει να κάνω, αλλά φοβάμαι να το κάνω, Μπορομίρ: φοβάμαι!

Ξαφνικά ο Μπορομίρ ήρθε και κάθισε δίπλα του.

— Είσαι σίγουρος πως δεν υποφέρεις άδικα; είπε. Θέλω να σε βοηθήσω. Χρειάζεσαι συμβουλές στη δύσκολη εκλογή σου. Γιατί να μην ακούσεις τις δικές μου;

— Νομίζω πως ξέρω κιόλας τι συμβουλές θα μου δώσεις, Μπορομίρ, είπε ο Φρόντο. Και θα φαίνονταν σοφές αν δε με προειδοποιούσε η καρδιά μου.

— Προειδοποιούσε; Τι προειδοποίηση; είπε ο Μπορομίρ απότομα.

— Να μην καθυστερήσω. Να μην πάρω τον ευκολότερο δρόμο. Να μην αρνηθώ το φορτίο που σηκώνω. Να μην— να, αν πρέπει να το πω, να μην εμπιστεύομαι τη δύναμη και την αλήθεια των Ανθρώπων.

— Όμως αυτή η δύναμη σ’ έχει για καιρό προστατέψει στη μακρινή σου χώρα κι ας μην το ξέρεις.

— Δεν αμφιβάλλω για την ανδρεία του λαού σου. Ο κόσμος όμως αλλάζει. Τα τείχη της Μίνας Τίριθ μπορεί να ’ναι ισχυρά, αλλά όχι όσο πρέπει. Αν πέσουν, τότε τι γίνεται;

— Θα πέσουμε αντρειωμένα στη μάχη. Αλλά υπάρχει κι ελπίδα πως μπορεί και να μην πέσουν.

— Καμιά όσο υπάρχει το Δαχτυλίδι, είπε ο Φρόντο.

— Α! Το Δαχτυλίδι! είπε ο Μπορομίρ και τα μάτια του άστραψαν. Το Δαχτυλίδι! Δεν είναι παράξενη μοίρα να υποφέρουμε τόσους φόβους κι αμφιβολίες για ένα τόσο μικρό πραγματάκι; Τόσο μικρό πραγματάκι! Κι εγώ το είδα μόνο για μια στιγμή στο Σπίτι του Έλροντ. Θα μπορούσα να το ’βλεπα ξανά;

Ο Φρόντο σήκωσε το κεφάλι. Η καρδιά του πάγωσε ξαφνικά. Έπιασε μια παράξενη λάμψη στα μάτια του Μπορομίρ, το πρόσωπό του όμως εξακολουθούσε να είναι καλοσυνάτο και φιλικό.

— Καλύτερα κρυμμένο, είπε.

— Όπως θέλεις, είπε ο Μπορομίρ. Αλλά δεν επιτρέπεται ούτε και να μιλάω γι’ αυτό; Γιατί εσύ φαίνεται να σκέφτεσαι μονάχα τη δύναμή του, αν πέσει στα χέρια του Εχθρού: για τις κακές του χρήσεις κι όχι για τις καλές. Λες πως ο κόσμος αλλάζει. Η Μίνας Τίριθ θα πέσει αν το Δαχτυλίδι μείνει. Αλλά γιατί; Βέβαια, έτσι είναι αν το Δαχτυλίδι το είχε ο Εχθρός. Αλλά γιατί, αν το είχαμε εμείς;

— Μα δεν ήσουν στο Συμβούλιο; απάντησε ο Φρόντο. Γιατί δεν μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε· κι ό,τι γίνεται μ’ αυτό μετατρέπεται σε κακό.

Ο Μπορομίρ σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει ανυπόμονα.

— Λοιπόν, συνεχίζεις, φώναξε. Ο Γκάνταλφ, ο Έλροντ — όλοι τους αυτό σ’ έμαθαν να λες. Για τον εαυτό τους μπορεί και να ’χουν δίκιο. Αυτά τα ξωτικά, τα μισοξωτικά κι οι μάγοι μπορεί και να πάθουν κακό ίσως. Αλλ’ όμως εγώ πολλές φορές αμφιβάλλω αν είναι σοφοί κι όχι δειλοί. Αλλά ο καθένας μιλάει για λογαριασμό του. Σωστοί Άνθρωποι δε θα διαφθείρονταν. Εμείς που ζούμε στη Μίνας Τίριθ μείναμε δυνατοί μέσα από πολλά χρόνια δοκιμασιών. Δε θέλουμε τη δύναμη των μάγων-αρχόντων, μόνο τη δύναμη να υπερασπίσουμε τον εαυτό μας, δύναμη για ένα δίκαιο σκοπό. Και να! Στην ώρα της ανάγκης μας η τύχη φέρνει στο φως το Δαχτυλίδι της Δύναμης. Εγώ λέω πως είναι δώρο: δώρο στους εχθρούς της Μόρντορ. Είναι τρέλα να μη χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη του Εχθρού εναντίον του. Οι άφοβοι, οι άτεγκτοι, αυτοί μόνο θα πετύχουν τη νίκη. Τι δε θα ’κανε αυτή την ώρα ένας πολεμιστής, ένας μεγάλος αρχηγός; Τι δε θα ΄κανε ο Άραγκορν; Ή, αν αρνηθεί, γιατί όχι ο Μπορομίρ; Το Δαχτυλίδι θα μου ’δινε Εξουσία. Πώς θα ’διωχνα τα στίφη της Μόρντορ κι όλοι οι άντρες θα ’τρεχαν πίσω απ’ τη σημαία μου!

Ο Μπορομίρ βημάτιζε πάνω κάτω μιλώντας όλο και πιο δυνατά. Φαινόταν να ’χει σχεδόν ξεχάσει το Φρόντο, όσο μιλούσε για τείχη και όπλα και στρατολογίες· κι έκανε σχέδια για μεγάλες συμμαχίες κι ένδοξες νίκες· και καθυπόταζε τη Μόρντορ κι αυτός γινόταν πανίσχυρος βασιλιάς, καλόγνωμος και σοφός. Απότομα σταμάτησε κι ανέμισε τα χέρια του.

— Κι αυτοί μας λένε να το πετάξουμε! φώναξε. Εγώ όμως δε λέω καταστρέψτε το. Θα το ’λεγα, αν η λογική μού έλεγε πως υπάρχει ελπίδα να το καταφέρουμε. Αλλά δεν υπάρχει. Το μόνο σχέδιο που μας πρότειναν είναι να πάει στα τυφλά στη Μόρντορ ένα ανθρωπάκι και να δώσει έτσι στον Εχθρό κάθε ευκαιρία να το βρει και να το πάρει μόνος του. Παραλογισμός!

» Δεν το βλέπεις, φίλε μου; είπε γυρίζοντας τώρα ξαφνικά στο Φρόντο πάλι. Λες πως φοβάσαι. Κι αν είναι έτσι, κι οι πιο τολμηροί θα πρέπει να σε συχωρέσουν. Αλλά μήπως είναι ο κοινός σου νους που επαναστατεί;

— Φοβάμαι πως όχι, είπε ο Φρόντο. Απλώς φοβάμαι. Αλλά χαίρομαι που σε άκουσα να μιλάς τόσο σταράτα. Τώρα η απόφασή μου είναι πιο ξεκαθαρισμένη.

— Θα ’ρθεις, λοιπόν, στη Μίνας Τίριθ; φώναξε ο Μπορομίρ. Τα μάτια του έλαμψαν και το πρόσωπό του ζωήρεψε.

— Με αντιλαμβάνεσαι λάθος, είπε ο Φρόντο.

— Θα ’ρθεις όμως τουλάχιστο για λίγο, επέμεινε ο Μπορομίρ. Η πόλη μου τώρα δεν είναι μακριά· κι από δω στη Μόρντορ είναι μακρύτερα, παρά από κει. Βρισκόμαστε για πολύ καιρό στις ερημιές και χρειάζεσαι νέα για το τι κάνει ο Εχθρός πριν κινηθείς. Έλα μαζί μου, Φρόντο, είπε. Χρειάζεσαι ανάπαυση πριν την απόπειρά σου, αν πρέπει να πας.

Έβαλε το χέρι του στον ώμο του χόμπιτ φιλικά· αλλά ο Φρόντο το ένιωσε να τρέμει με συγκρατημένη έξαψη. Πισωπάτησε γρήγορα και κοίταξε με τρόμο τον Άνθρωπο, που ήταν σχεδόν διπλός απ’ αυτόν στο ύψος και πολλές φορές πιο δυνατός.

— Γιατί είσαι τόσο εχθρικός; είπε ο Μπορομίρ. Εγώ είμαι τίμιος άνθρωπος, δεν είμαι ούτε κλέφτης ούτε έμπορος. Χρειάζομαι το Δαχτυλίδι σου: αυτό το ξέρεις τώρα· αλλά σου δίνω το λόγο μου πως δεν επιθυμώ να το κρατήσω. Τουλάχιστο δε θα μ’ αφήσεις να δοκιμάσω το σχέδιο μου; Δάνεισέ μου το Δαχτυλίδι!

— Όχι! Όχι! φώναξε ο Φρόντο. Το Συμβούλιο το εμπιστεύτηκε σε μένα.

— Απ’ τη δική μας ανοησία θα μας νικήσει ο Εχθρός, φώναξε ο Μπορομίρ. Να γιατί θυμώνω! Ανόητε! Πεισματάρη ανόητε! Πού πας τρέχοντας με τη θέλησή σου στο θάνατο και καταστρέφεις το σκοπό μας. Αν κάποιοι έχουν δικαιώματα πάνω στο Δαχτυλίδι, αυτοί είναι ο λαός του Νούμενορ κι όχι οι Μικρούληδες. Δεν είναι δικό σου παρά από κακή συγκυρία. Θα μπορούσε να ήταν και δικό μου. Δώσ’ το μου!

Ο Φρόντο δεν απάντησε, αλλά απομακρύνθηκε ώσπου η μεγάλη επίπεδη πέτρα βρέθηκε ανάμεσά τους.

— Έλα, έλα, φίλε μου! είπε ο Μπορομίρ με μαλακότερη φωνή. Γιατί να μην το ξεφορτωθείς; Γιατί να μην απαλλαγείς απ’ τις αμφιβολίες και τους φόβους σου; Μπορείς να ρίξεις την ευθύνη σε μένα, αν θέλεις. Μπορείς να πεις πως ήμουν πιο δυνατός και σ’ το πήρα με τη βία. Γιατί είμαι πιο δυνατός από σένα, μικρούλη, φώναξε· και ξαφνικά πήδηξε πάνω απ’ την πέτρα και όρμησε στο Φρόντο.

Το όμορφο και καλοσυνάτο του πρόσωπο ήταν απαίσια αλλοιωμένο· φωτιά μαινόταν στα μάτια του.

Ο Φρόντο τραβήχτηκε στο πλάι και ξανάφερε την πέτρα ανάμεσά τους. Μόνο ένα πράγμα μπορούσε να κάνει: τρέμοντας τράβηξε έξω το Δαχτυλίδι στην αλυσίδα του και γρήγορα το πέρασε στο δάχτυλό του, τη στιγμή ακριβώς που ο Μπορομίρ πηδούσε ξανά καταπάνω του. Ο Άνθρωπος ξαφνιάστηκε, γούρλωσε τα μάτια του για μια στιγμή απορημένος κι ύστερα άρχισε να τρέχει ξέφρενα γύρω γύρω, ψάχνοντας εδώ κι εκεί ανάμεσα στις πέτρες και στα δέντρα.

— Άθλιε απατεώνα! φώναξε. Μη σε πιάσω στα χέρια μου! Τώρα βλέπω το σκοπό σου. Θα πας το Δαχτυλίδι στο Σόρον και θα μας πουλήσεις όλους. Περίμενες μόνο την ευκαιρία για να μας αφήσεις σύξυλους. Κατάρα και θάνατος σ’ όλους τους μικρούληδες!

Τότε σκόνταψε το πόδι του σε μια πέτρα κι έπεσε φαρδύς πλατύς μπρούμυτα. Για λίγο έμεινε ακίνητος λες κι η κατάρα του να είχε πέσει απάνω του· ύστερα απότομα έβαλε τα κλάματα.

Σηκώθηκε και πέρασε το χέρι του πάνω απ’ τα μάτια του, διώχνοντας τα δάκρυα.

— Τι είπα; φώναξε. Τι έκανα; Φρόντο, Φρόντο! φώναξε. Έλα πίσω! Μου ’ρθε τρέλα, αλλά τώρα μου πέρασε. Έλα πίσω.

Δεν ακούστηκε απάντηση. Ο Φρόντο δεν άκουσε ούτε τις φωνές του. Ήταν κιόλας μακριά, ανέβαινε τυφλά το μονοπάτι για τη λοφοκορφή. Τρόμος και λύπη τον τάραζαν καθώς ξανάβλεπε στη σκέψη του το τρελό άγριο πρόσωπο του Μπορομίρ και τα πύρινα μάτια του.

Γρήγορα έφτασε μονάχος στην κορφή του Άμον Χεν και σταμάτησε με την ανάσα κομμένη. Είδε σαν μέσα από ομίχλη έναν φαρδύ επίπεδο κύκλο, στρωμένο με τεράστιες πλάκες και περιτριγυρισμένο με μισογκρεμισμένες πολεμίστρες· και στη μέση, στημένο πάνω σε τέσσερις σκαλιστές κολόνες, ήταν ένα ψηλό κάθισμα, που το έφτανες από μια σκάλα με πολλά σκαλοπάτια. Ανέβηκε απάνω και κάθισε στο αρχαίο θρονί, νιώθοντας σαν χαμένο παιδί που είχε σκαρφαλώσει στο θρόνο των βασιλιάδων των Βουνών.

Στην αρχή πολύ λίγα μπορούσε να δει. Του φαινόταν πως βρισκόταν σ’ έναν ομιχλιασμένο κόσμο που είχε μόνο ίσκιους: τον είχε το Δαχτυλίδι στην εξουσία του. Ύστερα, πέρα δώθε, η ομίχλη υποχώρησε κι είδε πολλά οράματα: μικρά και καθαρά, λες και βρίσκονταν κάτω από τα μάτια του σε τραπέζι, μακρινά όμως. Δεν άκουγε τίποτα, έβλεπε μόνο ζωηρές ζωντανές εικόνες. Ο κόσμος λες κι είχε ζαρώσει και σωπάσει. Καθόταν στη Θέση της Όρασης στο Άμον Χεν, στο Λόφο του Ματιού των Ανθρώπων του Νούμενορ. Ανατολικά είδε απέραντες αχαρτογράφητες περιοχές, πεδιάδες δίχως όνομα κι ανεξερεύνητα δάση. Στο Βοριά σαν κοίταξε είδε το Μεγάλο Ποταμό ν’ απλώνεται σαν κορδέλα στα πόδια του και τα Ομιχλιασμένα Βουνά υψώνονταν μικρά και σκληρά σαν σπασμένα δόντια. Δυτικά είδε τ’ απέραντα βοσκοτόπια του Ρόαν· και το Όρθανκ, την πέτρινη κορφή του Ίσενγκαρντ, σαν μαύρη αγκίδα. Στο Νοτιά είδε, ακριβώς κάτω από τα πόδια του. το Μεγάλο Ποταμό, κουλουριασμένο γυριστό κύμα, που έπεφτε απ’ τους καταρράκτες του Ράουρος σ’ ένα αφρισμένο χαντάκι· ένα γυαλιστερό ουράνιο τόξο έπαιζε στο σύννεφο του ατμού. Και είδε το Έθιρ Άντουιν το μεγάλο δέλτα του Ποταμού και μυριάδες θαλασσοπούλια να στριφογυρίζουν σαν άσπρη σκόνη στον ήλιο και κάτω μια ασημοπράσινη θάλασσα να κυματίζει ατέλειωτα.

Αλλά όπου κι αν κοίταζε έβλεπε τα σημάδια του πολέμου. Τα Ομιχλιασμένα Βουνά ήταν σωστές μυρμηγκοφωλιές: Ορκ μπαινόβγαιναν από χιλιάδες τρύπες. Κάτω απ’ τα κλαδιά του Δάσους της Σκοτεινιάς πολεμούσαν κι έπεφταν Ξωτικά κι Άνθρωποι και απαίσια ζώα. Η χώρα των Αρκιδών καιγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη· ένα σύννεφο σκέπαζε τη Μόρια· καπνός ανέβαινε στα σύνορα του Λόριεν.

Καβαλάρηδες κάλπαζαν στα λιβάδια του Ρόαν· λύκοι ξεχύνονταν απ’ το Ίσενγκαρντ. Απ’ τα λιμάνια του Χάραντ ξεκινούσαν πολεμικά πλοία και στην Ανατολή Άνθρωποι κυκλοφορούσαν: πεζικό και τοξότες πάνω σ’ άλογα και άρματα οπλαρχηγών και αμάξια φορτωμένα ως πάνω. Όλη η δύναμη του Μαύρου Άρχοντα βρισκόταν επί ποδός πολέμου. Ύστερα κοιτάζοντας πάλι νότια είδε τη Μίνας Τίριθ. Έδειχνε μακρινή κι όμορφη: με άσπρα τείχη και πολλούς πύργους, περήφανη και θαυμαστή πάνω στη βουνίσια της θέση· οι πολεμίστρες της γυάλιζαν από ατσάλι κι οι πυργίσκοι της ήταν ζωηρόχρωμοι γεμάτοι σημαίες. Η ελπίδα αναθάρρεψε μέσα του. Αλλά ενάντια στη Μίνας Τίριθ ορθωνόταν ένα άλλο κάστρο, πιο μεγάλο και δυνατό. Κατά κει, ανατολικά, άθελά του, στράφηκαν τα μάτια του. Πέρασαν τις γκρεμισμένες γέφυρες της Οσγκίλιαθ, τις πύλες της Μίνας Μόργκουλ που χαμογελούσαν απαίσια και κοίταζαν το Γκόργκοροθ, την κοιλάδα του τρόμου στη Γη της Μόρντορ. Σκοτάδι απλωνόταν κάτω από τον Ήλιο εκεί. Φωτιές φεγγοβολούσαν ανάμεσα σε καπνούς. Το Βουνό του Χαμού φλεγόταν κι ανέβαζε μεγάλη αποφορά. Και τότε η ματιά του στάθηκε: τείχος στο τείχος και πολεμίστρα στην πολεμίστρα, αμέτρητα πανίσχυρο, σιδερένιο βουνό, ατσαλένια πύλη, διαμαντένιος πύργος, το είδε: το Μπαράντ-ντουρ, το Κάστρο του Σόρον. Κάθε ελπίδα έσβησε μέσα του.

Και ξαφνικά ένιωσε το Μάτι. Στο Μαύρο Πύργο είχε ένα μάτι που δεν κοιμόταν. Κατάλαβε πως είχε αντιληφθεί τη ματιά του. Μια άγρια ακοίμητη θέληση βρισκόταν εκεί. Τινάχτηκε προς το μέρος του· σχεδόν σαν δάχτυλο την ένιωσε που τον έψαχνε. Άγγιξε το Άμον Λόου. Κοίταξε το Τολ Μπράντιρ — ο Φρόντο πετάχτηκε απ’ το κάθισμα, μαζεύτηκε και σκέπασε το κεφάλι του με την γκρίζα του κουκούλα.

Άκουσε τον εαυτό του να ξεφωνίζει: Ποτέ, ποτέ! Ή μήπως ήταν: Στ’ αλήθεια, έρχομαι, έρχομαι σε σένα; Δεν ήταν σε θέση να το πει. Τότε σαν αστραπή από κάποιο άλλο σημείο δύναμης πέρασε απ’ το μυαλό του μια άλλη σκέψη: Βγάλ’ το! Βγάλ’ το! Ανόητε, βγάλ’ το! Βγάλε το Δαχτυλίδι!

Οι δυο δυνάμεις πάλευαν μέσα του. Για μια στιγμή, τέλεια ισορροπημένος ανάμεσα στις διαπεραστικές τους αιχμές, σφάδαζε, βασανιζόταν. Ξαφνικά όμως ένιωσε τον εαυτό του ξανά. Το Φρόντο, ούτε τη Φωνή ούτε το Μάτι: ελεύθερο να διαλέξει και μ’ ένα δευτερόλεπτο μόνο στη διάθεσή του για ν’ αποφασίσει. Έβγαλε το Δαχτυλίδι απ’ το δάχτυλό του. Ήταν γονατισμένος στο καθάριο φως του ήλιου μπροστά απ’ την ψηλή θέση. Μια μαύρη σκιά φάνηκε να περνάει σαν χέρι από πάνω του· παράβλεψε το Άμον Χεν, έψαξε δυτικά και ξεθώριασε. Ύστερα όλος ο ουρανός φάνηκε πεντακάθαρος και γαλάζιος και πουλιά κελαηδούσαν σ’ όλα τα δέντρα.

Ο Φρόντο σηκώθηκε όρθιος. Ένιωθε πολύ κουρασμένος, αλλά η θέλησή του ήταν σταθερή κι η καρδιά του ξαλαφρωμένη. Μίλησε δυνατά στον εαυτό του:

— Τώρα θα κάνω ό,τι πρέπει, είπε. Τουλάχιστον ένα είναι φανερό: το κακό του Δαχτυλιδιού έχει αρχίσει να δουλεύει και στην Ομάδα ακόμα, και το Δαχτυλίδι πρέπει να τους αφήσει πριν κάνει περισσότερο κακό. Θα πάω μονάχος. Μερικούς δεν τους εμπιστεύομαι κι εκείνους που μπορώ να εμπιστευτώ τους αγαπώ πάρα πολύ: καημένε μου Σαμ, Μέρι και Πίπιν. Κι ο Γοργοπόδαρος επίσης: η καρδιά του ποθεί τη Μίνας Τίριθ κι εκεί θα τον χρειαστούν, τώρα που ο Μπορομίρ έπεσε στο κακό. Θα πάω μονάχος. Τώρα αμέσως.

Κατηφόρισε γρήγορα το μονοπάτι κι έφτασε πίσω στην απλωσιά που τον είχε βρει ο Μπορομίρ. Σταμάτησε κι αφουγκράστηκε. Του φάνηκε πως άκουσε φωνές στο δάσος κοντά και κάτω στην παραλία.

— Θα με γυρεύουν, είπε. Πόσο άραγε να ’λειψα; Πολλές ώρες, φαντάζομαι. Δίστασε. Τι μπορώ να κάνω; μουρμούρισε. Πρέπει τώρα να φύγω αλλιώς δε θα φύγω ποτέ. Δε θα ξαναβρώ την ευκαιρία. Δε θέλω να τους αφήσω και μάλιστα δίχως εξήγηση. Αλλά σίγουρα θα καταλάβουν. Τουλάχιστον ο Σαμ. Και τι άλλο μπορώ να κάνω;

Αργά τράβηξε έξω το Δαχτυλίδι και το φόρεσε για άλλη μια φορά. Εξαφανίστηκε και κατέβηκε το λόφο κάνοντας λιγότερο θόρυβο κι απ’ το θρόισμα του ανέμου.


Οι άλλοι έμειναν για πολλή ώρα στην ακροποταμιά. Για αρκετό διάστημα είχαν μείνει σιωπηλοί, πηγαίνοντας πέρα δώθε νευρικά· αλλά τώρα ήταν καθισμένοι ένα γύρο και κουβέντιαζαν. Πότε πότε έκαναν προσπάθειες να μιλήσουν γι’ άλλα πράγματα, για το μεγάλο τους δρόμο και τις πολλές περιπέτειες. Ρωτούσαν τον Άραγκορν σχετικά με το βασίλειο της Γκόντορ και την αρχαία του ιστορία και για τα υπολείμματα απ’ τα μεγάλα του έργα που υπήρχαν ακόμα σ’ αυτή την παράξενη παραμεθόρια περιοχή του Έμιν Μιούιλ: για τους πέτρινους βασιλιάδες και τις θέσεις στο Λόου και στο Χεν και τη μεγάλη Σκάλα πλάι στους καταρράκτες του Ράουρος. Αλλά πάντα οι σκέψεις τους και τα λόγια τους γύριζαν πίσω στο Φρόντο και στο Δαχτυλίδι. Τι θ’ αποφάσιζε να κάνει ο Φρόντο; Γιατί δίσταζε;

— Ζυγίζει ποιος δρόμος είναι ο πιο απελπισμένος, νομίζω, είπε ο Άραγκορν. Και καλά κάνει. Τώρα είναι ακόμα περισσότερο παρά ποτέ χωρίς ελπίδα να πάει η Ομάδα ανατολικά, μιας και μας έχει εντοπίσει το Γκόλουμ και πρέπει να φοβόμαστε πως το μυστικό του ταξιδιού μας είναι κιόλας προδομένο. Αλλά η Μίνας Τίριθ δε μας φέρνει πιο κοντά στη Φωτιά και στην καταστροφή του Φορτίου.

» Μπορεί να μείνουμε εκεί για λίγο και ν’ αντισταθούμε γενναία· αλλά ο Άρχοντας Ντένεθορ κι οι άντρες του δεν μπορούν να ελπίζουν πως θα πετύχουν αυτό που ακόμα κι ο Έλροντ είπε πως ξεπερνά τη δύναμή του: ή να κρατήσει μυστικό το Φορτίο, ή ν’ αντισταθεί σ’ ολόκληρη τη δύναμη του Εχθρού σαν έρθει να το πάρει. Ποιο δρόμο θα διαλέγαμε εμείς στη θέση του Φρόντο; Δεν ξέρω. Τώρα είναι που πραγματικά μου λείπει περισσότερο ο Γκάνταλφ.

— Η απώλειά μας βαριά, είπε ο Λέγκολας. Αλλά έτσι όπως έχουν τα πράγματα πρέπει ν’ αποφασίσουμε χωρίς τη βοήθειά του. Γιατί δεν αποφασίζουμε, βοηθώντας έτσι το Φρόντο; Ελάτε να τον φωνάξουμε κι ύστερα να ψηφίσουμε! Εγώ θα ψήφιζα για τη Μίνας Τίριθ.

— Κι εγώ το ίδιο, είπε ο Γκίμλι. Εμείς βέβαια είμαστε σταλμένοι να βοηθήσουμε τον Κουβαλητή στο δρόμο και να μην πάμε πιο κάτω απ’ όσο θέλουμε· και κανείς από μας δε βρίσκεται κάτω από όρκο ή διαταγή να ψάξει να βρει το Βουνό του Χαμού. Σκληρά αποχωρίστηκα το Λοθλόριεν. Έχω όμως φτάσει ως εδώ και σας λέω αυτό: τώρα που πρέπει να διαλέξουμε για τελευταία φορά, βλέπω πως δεν μπορώ να εγκαταλείψω το Φρόντο. Εγώ θα διάλεγα τη Μίνας Τίριθ, αλλά αν αυτός δεν τη διαλέξει, τότε θα τον ακολουθήσω.

— Το ίδιο κι εγώ θα πάω μαζί του, είπε ο Λέγκολας. Δε θα ’μαατε πιστοί αν τον αποχαιρετούσαμε τώρα.

— Θα ήταν στ’ αλήθεια προδοσία, αν τον εγκαταλείπαμε όλοι, είπε ο Άραγκορν. Αλλά αν πάει ανατολικά, τότε δε χρειάζεται να πάμε όλοι μαζί του· ούτε νομίζω πως πρέπει. Αυτή η απόπειρα είναι χωρίς ελπίδες: το ίδιο και για οχτώ ή για τρεις, δύο ή κι ένα μονάχο. Αν θ’ αφήνατε εμένα να διαλέξω τότε θα διάλεγα τρεις συντρόφους: το Σαμ, που δε θ’ άντεχε διαφορετικά· τον Γκίμλι και τον εαυτό μου. Ο Μπορομίρ θα γυρίσει πίσω στην πόλη του που τον χρειάζεται ο πατέρας του κι ο λαός του· και μαζί του πρέπει να πάνε κι οι άλλοι, ή τουλάχιστον ο Μέριαντοκ κι ο Πέρεγκριν, αν ο Λέγκολας δε θέλει να μας αφήσει.

— Δε συμφωνώ καθόλου! φώναξε ο Μέρι. Δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε το Φρόντο! Ο Πίπιν κι εγώ πάντοτε σκοπεύαμε να πάμε όπου κι αν πάει και δεν αλλάξαμε γνώμη. Αλλά δεν είχαμε καταλάβει αυτό τι σήμαινε. Φαινόταν διαφορετικό μακριά στο Σάιρ, ή και στο Σκιστό Λαγκάδι. Θα ήταν παράλογο και σκληρό ν’ αφήσουμε το Φρόντο να πάει στη Μόρντορ. Γιατί δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε;

— Πρέπει να τον σταματήσουμε, είπε ο Πίπιν. Κι είμαι σίγουρος πως αυτό τον στενοχωρεί. Ξέρει πως δε θα συμφωνήσουμε να τον αφήσουμε να πάει ανατολικά. Και δε θέλει να ζητήσει από κανένα να πάει μαζί του, ο καημένος. Φανταστείτε: να πάει στη Μόρντορ μονάχος!

Ο Πίπιν ανατρίχιασε.

Αλλά ο καλός μας γερο-χόμπιτ, ο ανόητος, έπρεπε να ξέρει πως δε θα χρειαστεί να το ζητήσει. Θα ’πρεπε να ξέρει πως, αν δεν μπορέσουμε να τον σταματήσουμε, δε θα τον εγκαταλείψουμε.

— Με την άδειά σας, είπε ο Σαμ. Δε νομίζω πως καταλαβαίνετε καθόλου τον κύριο μου. Δε διστάζει για το ποιο δρόμο να διαλέξει. Και βέβαια όχι! Και τι έχει να του προσφέρει η Μίνας Τίριθ, εδώ που τα λέμε; Γι’ αυτόν, θέλω να πω, με το συμπάθιο, Άρχοντα Μπορομίρ, πρόσθεσε και γύρισε.

Τότε πήραν είδηση πως ο Μπορομίρ, που στην αρχή καθόταν σιωπηλός έξω απ’ τον κύκλο, ήταν φευγάτος.

— Πού να πήγε τώρα; φώναξε ο Σαμ ανήσυχος. Τώρα τελευταία φέρεται κάπως παράξενα, έτσι μου φαίνεται. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, αυτουνού δεν του πέφτει λόγος σ’ αυτή την υπόθεση. Αυτός πάει σπίτι του, όπως συνέχεια μας το κοπανάει· και δεν τον κατηγορώ. Αλλά ο κύριος Φρόντο ξέρει πως πρέπει να βρει τις Σχισμές του Χαμού, αν μπορεί. Αλλά φοβάται. Τώρα που έφτασε ο κόμπος στο χτένι τον έχει πιάσει φόβος και τρόμος. Να τι τον βασανίζει. Βέβαια, έχει εκπαιδευτεί λιγάκι, δηλαδή — όλοι μας έχουμε, από τότε που φύγαμε απ’ τα σπίτια μας, ειδαλλιώς θα ήταν τόσο τρομαγμένος που θα ’χε πετάξει το Δαχτυλίδι στο Ποτάμι και θα το ’χε βάλει στα πόδια. Αλλά ακόμα φοβάται για να ξεκινήσει. Και δε στενοχωριέται για μας: για το αν θα πάμε μαζί του ή όχι. Ξέρει πως σκοπεύουμε να τον ακολουθήσουμε. Κι αυτό είναι και το άλλο που τον στενοχωρεί. Αν σφιχτεί και τ’ αποφασίσει να πάει, θα θελήσει να πάει μονάχος. Θυμηθείτε τα λόγια μου! Θα ’χουμε φασαρίες σα γυρίσει. Γιατί θα σφιχτεί και θα τ’ αποφασίσει σίγουρα, ή να μην τον λένε Μπάγκινς.

— Πιστεύω πως μιλάς σοφότερα απ’ όλους μας, Σαμ, είπε ο Άραγκορν. Και τι θα κάνουμε αν έχεις δίκιο;

— Σταματήστε τον! Μη τον αφήσετε να πάει! φώναξε ο Πίπιν.

— Θα ’ναι το σωστό, άραγε; είπε ο Άραγκορν. Είναι ο Κουβαλητής και η μοίρα του Φορτίου αυτόν βαραίνει. Δε νομίζω πως ο ρόλος μας είναι να τον σπρώξουμε στον ένα ή στον άλλο δρόμο. Ούτε νομίζω πως θα το πετυχαίναμε, αν προσπαθούσαμε. Εργάζονται κι άλλες δυνάμεις πιο δυνατές.

— Λοιπόν, εγώ θέλω ο Φρόντο «να σφιχτεί» και να γυρίσει πίσω και να ξεμπερδεύουμε, είπε ο Πίπιν. Η αναμονή είναι φοβερή! Σίγουρα δεν πέρασε η ώρα;

— Ναι, είπε ο Άραγκορν. Έχει περάσει και με το παραπάνω. Το πρωινό φεύγει. Πρέπει να τον φωνάξουμε.


Εκείνη τη στιγμή ξαναφάνηκε ο Μπορομίρ. Βγήκε απ’ τα δέντρα και ήρθε προς το μέρος τους δίχως να μιλήσει. Το πρόσωπό του ήταν σκυθρωπό και λυπημένο. Έκοψε το βήμα του, λες και μετρούσε τους παρόντες κι έπειτα κάθισε κάτω απόμακρα με τα μάτια καρφωμένα στη γη.

— Πού ήσουνα, Μπορομίρ; ρώτησε ο Άραγκορν. Είδες καθόλου το Φρόντο;

Ο Μπορομίρ δίστασε για μια στιγμή.

— Ναι και όχι, απάντησε αργά. Ναι: τον βρήκα κάπου στο λόφο και του μίλησα. Τον πίεσα να έρθει στη Μίνας Τίριθ και να μην πάει ανατολικά. Θύμωσα κι αυτός έφυγε. Εξαφανίστηκε. Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο, αν και το έχω ακουστά σε ιστορίες. Θα πρέπει να φόρεσε το Δαχτυλίδι. Δεν μπόρεσα να τον ξαναβρώ. Νόμιζα πως θα γύριζε σ’ εσάς.

— Αυτό έχεις μόνο να μας πεις; είπε ο Άραγκορν, κοιτάζοντας σκληρά και καθόλου καλοσυνάτα τον Μπορομίρ.

— Ναι, απάντησε. Δε θα πω τίποτα περισσότερο τώρα.

— Αυτό δε μ’ αρέσει! φώναξε ο Σαμ, πηδώντας όρθιος. Δεν ξέρω τι μαγειρεύει τούτος εδώ ο Άνθρωπος. Γιατί να το φορέσει ο κύριος Φρόντο; Ούτε που θα ’πρεπε να το κάνει· κι αν το ’κανε, ποιος ξέρει τι μπορεί να ’γινε!

— Μα δε θα εξακολουθούσε να το φοράει, είπε ο Μέρι, σαν ξέφευγε απ’ τον αντιπαθητικό επισκέπτη, όπως το ’κανε κι ο Μπίλμπο.

— Αλλά πού πήγε; Πού είναι; φώναξε ο Πίπιν. Λείπει πολλές ώρες τώρα.

— Πότε είδες για τελευταία φορά το Φρόντο, Μπορομίρ; ρώτησε ο Άραγκορν.

— Κάπου μισή ώρα πριν, απάντησε. Μπορεί όμως και μία. Πλανήθηκα κι εγώ αρκετή ώρα ύστερα. Δεν ξέρω! Δεν ξέρω!

Έβαλε το κεφάλι στα χέρια του και κάθισε λες και τον βάραινε μεγάλη λύπη.

— Μια ώρα από τότε που χάθηκε! φώναξε ο Σαμ. Πρέπει να προσπαθήσουμε να τον βρούμε αμέσως! Ελάτε!

— Για μια στιγμή! φώναξε ο Άραγκορν. Πρέπει να χωριστούμε σε ζευγάρια και να κανονίσουμε — ε! σταθείτε! Περιμένετε!

Άδικα όμως. Ούτε που τον άκουσαν. Ο Σαμ είχε ορμήσει πρώτος. Ο Μέρι κι ο Πίπιν είχαν ακολουθήσει κι εξαφανίζονταν κιόλας δυτικά μες στα δέντρα της παραλίας, φωνάζοντας: Φρόντο! Φρόντο! με τις καθαρές, ψιλές χομπιτοφωνές τους. Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι έτρεχαν. Ένας ξαφνικός πανικός, μια τρέλα είχε ξαφνικά πιάσει την Ομάδα.

— Θα χωριστούμε και θα χαθούμε όλοι, αναστέναξε ο Άραγκορν. Μπορομίρ! Δεν ξέρω τι ρόλο έπαιξες σ’ όλη τούτη την ανακατωσούρα, αλλά βοήθησε τώρα! Πήγαινε πίσω απ’ τους δυο μικρούς Χόμπιτ και τουλάχιστον προστάτεψέ τους, ακόμα κι αν δεν μπορέσεις να βρεις το Φρόντο. Γύρισε εδώ, αν τον βρεις, ή αν βρεις ίχνη του. Θα επιστρέψω γρήγορα.


Ο Άραγκορν όρμησε μπροστά κυνηγώντας το Σαμ. Μόλις έφτασε τη μικρή απλωσιά με τις σουρβιές τον πρόλαβε να τρέχει στην ανηφοριά αγκομαχώντας και να φωνάζει: Φρόντο!

— Έλα μαζί μου, Σαμ! είπε. Κανείς μας δεν πρέπει να γυρίζει μονάχος. Μας περικυκλώνουν κίνδυνοι. Το νιώθω. Θα πάω στην κορφή, στη Θέση του Άμον Χεν, να δω τι φαίνεται. Και δες! Όπως το μάντεψε η καρδιά μου, ο Φρόντο πήγε από δω. Ακολούθησε με και τα μάτια σου τετρακόσια!

Πήρε το μονοπάτι τρέχοντας.

Ο Σαμ έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά δεν τα κατάφερνε να φτάσει το Γοργοπόδαρο, τον Περιφερόμενο Φύλακα, και γρήγορα έμεινε πίσω. Δεν είχε προχωρήσει πολύ κι έχασε τον Άραγκορν απ’ τα μάτια του. Σταμάτησε ξεφυσώντας. Ξαφνικά χτύπησε το χέρι του στο κεφάλι του.

— Ε! Σαμ Γκάμγκη! είπε δυνατά. Τα πόδια σου παραείναι κοντά, γι’ αυτό βάλε το κεφάλι σου να δουλέψει! Για να δω τώρα! Ο Μπορομίρ δε λέει ψέματα, δεν είναι στο χαρακτήρα του· αλλά δε μας τα ’πε κι όλα. Κάτι τρόμαξε τον κύριο Φρόντο πολύ άσχημα. Τον έκανε να σφιχτεί και ν’ αποφασίσει απότομα. Αποφάσισε επιτέλους — να φύγει. Προς τα πού; Πέρα στην Ανατολή. Χωρίς το Σαμ; Ναι, χωρίς ούτε και το Σαμ του. Μα είναι σκληρό, σκληρό κι απάνθρωπο.

Ο Σαμ πέρασε το χέρι του πάνω απ’ τα μάτια του, σκουπίζοντας τα δάκρυα.

— Έλα, Γκάμγκη! είπε. Σκέψου, αν μπορείς! Δεν μπορεί ούτε να πετάξει πάνω από ποτάμια, ούτε να πηδήξει καταρράκτες. Δεν έχει ούτε αποσκευές. Άρα πρέπει να πάει πίσω στις βάρκες. Πίσω στις βάρκες! Πίσω στις βάρκες. Σαμ, τρέχα σαν αστραπή!

Ο Σαμ γύρισε και τρεχάλισε τον κατήφορο. Έπεσε και χτύπησε τα γόνατά του. Σηκώθηκε και συνέχισε να τρέχει. Έφτασε στην άκρη του λιβαδιού του Παρθ Γκάλεν στην ακρογιαλιά, που ήταν οι βάρκες τραβηγμένες έξω απ’ το νερό. Κανείς δεν ήταν εκεί. Του φάνηκε πως άκουσε φωνές στο δάσος πίσω, αλλά δεν έδωσε την παραμικρή σημασία. Στάθηκε για μια στιγμή πετρωμένος, χάσκοντας. Μια βάρκα γλιστρούσε στην όχθη από μόνη της. Με μια φωνή ο Σαμ άρχισε να τρέχει στο χορτάρι, Η βάρκα γλίστρησε στο νερό.

— Έρχομαι, κύριε Φρόντο! Έρχομαι! φώναξε ο Σαμ και πήδηξε απ’ την όχθη, προσπαθώντας ν’ αρπάξει τη βάρκα που έφευγε.

Δεν τα κατάφερε όμως. Του ξέφυγε για μια γυάρδα. Με μια φωνή κι ένα πλατς έπεσε με το κεφάλι στο βαθύ γρήγορο νερό. Γουργουρίζοντας βούλιαξε κι ο Ποταμός σκέπασε το σγουρό του κεφάλι.

Ένα επιφώνημα απελπισίας ακούστηκε απ’ την άδεια βάρκα. Το κουπί δούλεψε κι η βάρκα γύρισε. Ο Φρόντο μόλις που πρόλαβε κι άρπαξε το Σαμ απ’ τα μαλλιά καθώς βγήκε πάνω, πλατσουρίζοντας και γουργουρίζοντας. Τα καστανά στρογγυλά του μάτια ήταν γεμάτα φόβο.

— Έλα πάνω, Σαμ νεαρέ μου! είπε ο Φρόντο. Πιάσε το χέρι μου!

— Σώσε με, κύριε Φρόντο! φώναξε πνιχτά ο Σαμ. Πνίγομαι. Δε βλέπω το χέρι σου.

— Εδώ είναι. Μη με σφίγγεις έτσι, βρε παιδάκι μου! Δε σ’ αφήνω. Κούνα τα πόδια σου και μη σπαρταράς, γιατί θ’ αναποδογυρίσεις τη βάρκα. Έλα τώρα, πιάσου απ’ το πλάι κι άσε με να δουλέψω το κουπί!

Με μερικές κουπιές ο Φρόντο έφερε τη βάρκα ξανά στην όχθη κι ο Σαμ μπόρεσε, όπως όπως, να βγει έξω, μούσκεμα ως το κόκαλο. Ο Φρόντο έβγαλε το Δαχτυλίδι και βγήκε πάλι στη στεριά.

— Μωρέ απ’ όλους τους μπελάδες, εσύ είσαι ο χειρότερος, Σαμ! Είπε.

— Ω, κύριε Φρόντο, ήταν σκληρό! είπε ο Σαμ τρέμοντας. Πολύ σκληρό, να προσπαθήσεις να φύγεις χωρίς εμένα. Αν δεν είχα μαντέψει σωστά, πού θα ήσουνα τώρα;

— Ασφαλισμένος στο δρόμο μου.

— Ασφαλισμένος! είπε ο Σαμ. Καταμόναχος και χωρίς εμένα να σε βοηθάω: Εγώ δε θα το άντεχα, θα πέθαινα.

— Μπορεί και να πεθάνεις, αν έρθεις μαζί μου, Σαμ, είπε ο Φρόντο, κι αυτό δε θα το άντεχα εγώ.

— Ναι. αλλά αν έμενα τότε θα πέθαινα σίγουρα, είπε ο Σαμ.

— Μα πηγαίνω στη Μόρντορ.

— Αυτό το ξέρω πολύ καλά, κύριε Φρόντο. Και βέβαια πας. Κι εγώ έρχομαι μαζί σου.

— Λοιπόν. Σαμ, είπε ο Φρόντο, μη με καθυστερείς! Οι άλλοι όπου να ’ναι θα φανούν. Αν με προλάβουν εδώ, θα πρέπει ν’ αρχίσω να τσακώνομαι και να εξηγώ και ποτέ δε θα ’χω ούτε την καρδιά ούτε την ευκαιρία να φύγω. Αλλά πρέπει να φύγω αμέσως. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος.

— Και βέβαια αυτός είναι, απάντησε ο Σαμ. Αλλά όχι μονάχος. Ή θά ’ρθω κι εγώ, ή δε θα πάει κανείς μας. Θα τρυπήσω όλες τις βάρκες.

Ο Φρόντο τότε γέλασε στ’ αλήθεια. Μια ξαφνική ζεστασιά και χαρά άγγιξαν την καρδιά του.

— Άφησε μία! είπε. Θα τη χρειαστούμε. Αλλά δεν μπορείς να ’ρθεις έτσι χωρίς τα πράγματά σου ή τρόφιμα ή τίποτα.

— Μια στιγμή μονάχα και θα τα φέρω! φώναξε ο Σαμ πρόθυμα. Είναι όλα έτοιμα. Το φανταζόμουνα πως θα φεύγαμε σήμερα.

Έτρεξε στον τόπο της κατασκήνωσης και ψάρεψε το σακίδιό του απ’ το σωρό που ο Φρόντο το είχε βάλει όταν άδειασε τη βάρκα απ’ τα πράγματα των συντρόφων του, άρπαξε μια περισσευούμενη κουβέρτα και μερικά πακέτα με τρόφιμα και γύρισε πίσω τρέχοντας.

— Έτσι όλο μου το σχέδιο χάλασε! είπε ο Φρόντο. Δεν κερδίζω τίποτα να προσπαθώ να σου ξεφύγω. Αλλά είμαι χαρούμενος, Σαμ. Δεν μπορώ να σου πω πόσο χαρούμενος. Έλα! Είναι φανερό πως η μοίρα μας είναι να πάμε μαζί. Θα πάμε και μακάρι οι άλλοι να βρουν ασφαλισμένο δρόμο! Ο Γοργοπόδαρος θα τους φροντίσει. Δε φαντάζομαι πως θα τους ξαναδούμε.

— Κι όμως μπορεί, κύριε Φρόντο. Μπορεί, είπε ο Σαμ.


Έτσι ο Φρόντο κι ο Σαμ ξεκίνησαν για την τελευταία φάση της Αποστολής μαζί. Ο Φρόντο δούλευε τα κουπιά κι ο Ποταμός τους πήρε γρήγορα μακριά, καθώς κατέβαινε τη δυτική πλευρά και προσπερνούσε τους συνοφρυωμένους γκρεμούς του Τολ Μπράντιρ. Το βουητό του μεγάλου καταρράκτη πλησίαζε. Ακόμα και μ’ όση βοήθεια μπορούσε να προσφέρει ο Σαμ, ήταν πολύ δύσκολη δουλειά να διασχίσουν το ρεύμα στη νότια άκρη του νησιού και να οδηγήσουν τη βάρκα ανατολικά στην απέναντι ακτή. Τέλος, έφτασαν σε στεριά πάλι, στις νότιες πλευρές του Άμον Λόου. Εκεί βρήκαν μια κατάλληλη μεριά και τράβηξαν έξω τη βάρκα, ψηλά έξω απ’ το νερό και την έκρυψαν όσο πιο καλά μπορούσαν πίσω από ένα βράχο. Έπειτα φορτώθηκαν τα πράγματα τους και ξεκίνησαν, γυρεύοντας ένα μονοπάτι που θα τους περνούσε πάνω απ’ τους γκρίζους λόφους του Έμιν Μιούιλ και θα τους κατέβαζε στη Γη της Σκιάς.


Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος της ιστορίας του Πολέμου του Δαχτυλιδιού. Το δεύτερο μέρος έχει τον τίτλο ΟΙ ΔΥΟ ΠΥΡΓΟΙ, γιατί τα γεγονότα που εξιστορούνται εκεί περιστρέφονται γύρω απ’ το ΟΡΘΑΝΚ, το κάστρο του Σάρουμαν και τον πύργο της ΜΙΝΑΣ ΜΟΡΓΚΟΥΛ που φυλάει τη μυστική είσοδο στη Μόρντορ. Μαθαίνουμε για τα έργα και τους κινδύνους όλων των μελών της διαλυμένης πια συντροφιάς, ως τον ερχομό της Μεγάλης Σκοτεινιάς.

Το τρίτο μέρος μας μιλά για την τελευταία άμυνα ενάντια στη Σκιά και το τέλος της αποστολής του Ααχτυλιδοκουβαλητή στην ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΑΙΑ.

Загрузка...