ΜΕΡΟΣ Ι

Κεφάλαιο Ι ΕΝΑ ΠΑΡΤΙ ΠΟΥ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΠΟΛΥ

Όταν ο κύριος του Μπαγκ Εντ, Μπίλμπο Μπάγκινς, ανακοίνωσε ότι σε λίγο καιρό θα γιόρταζε τα εκατόν έντεκα χρόνια του και θα ’δινε ένα πάρτι μ’ εξαιρετική μεγαλοπρέπεια, όλοι ηλεκτρίστηκαν στο Χόμπιτον κι άρχισαν το κουτσομπολιό.

Ο Μπίλμπο ήταν πολύ πλούσιος και πολύ ιδιόρρυθμος. Ήταν το φαινόμενο του Σάιρ εδώ κι εξήντα χρόνια, από τότε δηλαδή που παράξενα εξαφανίστηκε κι απρόσμενα γύρισε. Τα πλούτη που είχε φέρει απ’ τα ταξίδια του είχαν γίνει ντόπιος θρύλος τώρα, κι όλοι πίστευαν πως ο Λόφος του Μπαγκ Εντ ήταν γεμάτος λαγούμια παραγεμισμένα με θησαυρούς κι ας έλεγαν ό,τι ήθελαν οι γεροντότεροι, Κι εκτός απ’ αυτά, ο Μπίλμπο ήταν ξακουστός και για τη μακρόχρονη ζωτικότητα του. Τα χρόνια περνούσαν, αλλά δε φαίνονταν να έχουν την παραμικρή επίδραση στον κύριο Μπάγκινς. Στα ενενήντα του ήταν ο ίδιος όπως και στα πενήντα. Στα ενενήντα εννιά άρχισαν να λένε πως βαστιόταν καλά, στ’ αλήθεια όμως, δε φαινόταν να έχει περάσει μέρα από πάνω του. Υπήρχαν μερικοί που κουνούσαν τα κεφάλια τους και σκέπτονταν πως αυτό παρά ήταν τυχερό· φαινόταν άδικο ένας χόμπιτ να έχει (φαινομενικά) αιώνια νεότητα κι από πάνω (σύμφωνα με τις φήμες) ατέλειωτα πλούτη. — Θα το πληρώσει, έλεγαν. Δεν είναι φυσικό. Θα του βγει σε κακό.

Μέχρι τώρα όμως το κακό δεν είχε φανεί κι επειδή o κύριος Μπάγκινς ήταν απλόχερος με τα λεφτά του, οι περισσότεροι πρόθυμα συγχωρούσαν τις παραξενιές του και την καλή του τύχη. Οι σχέσεις του με τους συγγενείς του βρίσκονταν στο επίπεδο ανταλλαγής επισκέψεων (εκτός φυσικά απ’ τους Σάκβιλ-Μπάγκινς) κι είχε πολλούς αφοσιωμένους θαυμαστές ανάμεσα στους χόμπιτ των φτωχών κι ασήμαντων οικογενειών. Στενούς φίλους όμως δεν είχε, ως τον καιρό που μερικοί απ’ τα νεότερα ξαδέρφια του άρχισαν να μεγαλώνουν.

Ο μεγαλύτερος απ’ αυτούς, που ήταν κι ο αγαπημένος τού Μπίλμπο, ήταν ο Φρόντο Μπάγκινς. Όταν ο Μπίλμπο έγινε ενενήντα εννιά, υιοθέτησε το Φρόντο, τον έκανε κληρονόμο του και τον έφερε να ζήσει στο Μπαγκ Εντ. Έτσι έσβησαν επιτέλους οι ελπίδες των Σάκβιλ-Μπάγκινς. Κατά τύχη, ο Μπίλμπο και ο Φρόντο είχαν τα γενέθλιά τους την ίδια ημερομηνία, στις 22 του Σεπτέμβρη. «Καλά θα κάνεις να έρθεις να μείνεις εδώ, νεαρέ μου Φρόντο, είπε ο Μπίλμπο μια μέρα. Τότε θα μπορούμε να γιορτάζουμε τα γενέθλια μας μαζί με άνεση». Εκείνη την εποχή ο Φρόντο ήταν ακόμα στα εικοσάρια του, όπως οι χόμπιτ λένε την ανεύθυνη δεκαετία ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ενηλικίωση στα τριάντα τρία.


Δώδεκα ακόμα χρόνια πέρασαν. Κάθε χρόνο οι δύο Μπάγκινς γιόρταζαν με πολύ κέφι τα γενέθλιά τους στο Μπαγκ Εντ. Τώρα όμως άφησαν να νοηθεί πως σχεδίαζαν κάτι εντελώς ξεχωριστό για κείνο το φθινόπωρο. Ο Μπίλμπο έκλεινε τα Εκατόν έντεκα, 111, που ήταν κάπως παράξενος αριθμός και πολύ αξιοσέβαστη ηλικία για ένα χόμπιτ (ο ίδιος ο γερο-Τουκ είχε φτάσει μόνο τα εκατόν τριάντα) και ο Φρόντο θα έκλεινε τα τριάντα τρία, 33, που ήταν σπουδαίος αριθμός: ήταν η ημερομηνία της «ενηλικίωσής» του.

Το κουτσομπολιό άρχισε να δίνει και να παίρνει στο Χόμπιτον και στο Νεροχώρι. Και οι φήμες για το επερχόμενο γεγονός ταξίδεψαν σ’ όλο το Σάιρ. Η ιστορία κι ο χαρακτήρας του κυρίου Μπίλμπο Μπάγκινς ξανάγιναν το κύριο θέμα των συζητήσεων: κι οι γεροντότεροι ξαφνικά ανακάλυψαν πως οι αναμνήσεις τους έγιναν περιζήτητες.

Κανείς άλλος δεν είχε πιο προσεκτικό ακροατήριο απ’ το γερο-Χαμ Γκάμγκη, που ήταν γνωστός σαν ο Γέρος. Το στέκι του ήταν στον Κισσό, ένα μικρό πανδοχείο στο δρόμο του Νεροχωριού. Μιλούσε με σιγουριά γιατί περιποιόταν τον κήπο στο Μπαγκ Εντ εδώ και σαράντα χρόνια τώρα κι ήταν βοηθός του γερο-Χόλμαν στην ίδια δουλειά πιο πριν. Τώρα που κι ο ίδιος γερνούσε κι οι κλειδώσεις του άρχιζαν να μη λυγίζουν, τη δουλειά βασικά τη συνέχιζε ο μικρότερός του γιος, ο Σαμ Γκάμγκη. Πατέρας και γιος είχαν πολύ φιλικές σχέσεις με τον Μπίλμπο και το Φρόντο. Ζούσαν κι αυτοί στο Λόφο στο νούμερο 3 του Μπάγκσοτ Ρόου αμέσως κάτω απ’ το Μπαγκ Εντ.

— Ο κύριος Μπίλμπο είναι πολύ καλός, γλυκομίλητος κι αρχοντο-χόμπιτ, πάντα μου το λέω, δήλωνε ο Γέρος.

Κι έλεγε όλη την αλήθεια, γιατί ο Μπίλμπο του φερνόταν πολύ ευγενικά, τον φώναζε «κύριο Χάμφαστ» και συνέχεια τον συμβουλευόταν για το πώς καλλιεργούνται τα λαχανικά. Γιατί γύρω απ’ τις «ρίζες» και ειδικά για τις πατάτες, ο Γέρος ήταν ο μόνος ειδικός κι αυτό του το αναγνώριζε όλη η γειτονιά (κι ο εαυτός του).

— Αλλά τι λες γι’ αυτόν το Φρόντο που μένει μαζί του; ρώτησε ο γεροΝάκης του Νεροχωριού. Τον λένε Μπάγκινς, μα είναι, λέει, Μπράντιμπακ το πιο πολύ. Δεν μπορώ να το χωνέψω γιατί ένας Μπάγκινς του Χόμπιτον χρειάστηκε να πάει και να ψάχνει για γυναίκα πέρα στο Μπάκλαντ, που οι άνθρωποι είναι τόσο παράξενοι.

— Είναι ν’ απορείς που ’ναι παράξενοι; πρόσθεσε ο Μπαρμπα-Ποδάρας (που έμενε μια πόρτα δίπλα στο Γέρο). Αφού ζουν απ’ την πέρα μεριά του Ποταμού Μπράντιγουάιν, ακριβώς πλάι στο Παλιό το Δάσος. Κι αν πιστέψουμε μόνο τα μισά απ’ όσα λέγονται γι’ αυτό, είναι μέρος σκοτεινό και κακό.

— Δίκιο έχεις, Μπάρμπα, είπε ο Γέρος. Όχι δηλαδή πως οι Μπράντιμπακ του Μπάκλαντ ζούνε μέσα στο Παλιό το Δάσος· είναι παράξενη ράτσα όμως, έτσι φαίνεται. Χαζολογάνε με βάρκες σ’ εκείνο το μεγάλο το ποτάμι — αφύσικα πράγματα. Δεν είναι ν’ απορείς που τους βγήκε σε κακό, λέω εγώ. Πάντως, εδώ που τα λέμε, ο κύριος Φρόντο είναι μια χαρά χόμπιτ, καταπώς θα ’θελες να ’ναι οι νέοι. Του μοιάζει πολύ του κύριου Μπίλμπο, κι όχι μόνο απ’ όξω. Κι ύστερα κι ο πατέρας του ήταν Μπάγκινς. Πολύ καθώς πρέπει χόμπιτ ήταν ο κύριος Ντρόγκο Μπάγκινς· δεν είχες τίποτα να του βρεις, μέχρι που πνίγηκε.

— Πνίγηκε; είπαν αρκετές φωνές.

Αυτό το είχαν ακούσει κιόλας μαζί μ’ άλλες πιο σκοτεινές φήμες φυσικά, μα το πάθος των χόμπιτ είναι οι οικογενειακές ιστορίες και ήταν πρόθυμοι να την ξανακούσουν.

— Λοιπόν, έτσι λένε, είπε ο Γέρος. Βλέπετε ο κυρ Ντρόγκο παντρεύτηκε τη δεσποινίς Πασχαλίτσα Μπράντιμπακ. Αυτή ήταν απ’ τη μεριά της μάνας της πρώτη ξαδέλφη του κυρ Μπίλμπο μας (η μάνα τής μάνας της ήταν η μικρότερη κόρη του γερο-Τουκ)— και ο κυρ Ντρόγκο ήταν δεύτερός του ξάδελφος, αν με καταλαβαίνετε. Και ο κυρ Ντρόγκο έμενε στο Μπράντι Χολ με τον πεθερό του το γερο-Μάστερ Γκόρμπαντοκ, όπως το έκανε συχνά μετά το γάμο του (γιατί του άρεσε η καλοφαγία και ο γερο-Γκόρμπαντοκ είχε πάντα πλούσιο τραπέζι)· και βγήκε βαρκάδα στον Ποταμό Μπράντιγουάιν και πνίγηκαν κι αυτός κι η γυναίκα του κι ο κακόμοιρος ο κυρ Φρόντο ήταν ακόμα μικράκι.

— Έχω ακουστά πως πήγαν στο ποτάμι μετά το βραδινό φαγητό στη φεγγαράδα, είπε ο γερο-Νάκης, κι ότι ήταν το βάρος του Ντρόγκο που βούλιαξε τη βάρκα.

— Κι εγώ άκουσα πως αυτή τον έσπρωξε κι αυτός την τράβηξε μαζί του, είπε ο Σάντιμαν, ο μυλωνάς του Χόμπιτον.

— Δεν πρέπει να πιστεύεις όλα όσα σου λένε, Σάντιμαν, είπε ο Γέρος, που δεν του πολυάρεσε ο μυλωνάς. Γιατί να μιλάμε για σπρωξιές και για τραβήγματα. Οι βάρκες είναι πολύ επικίνδυνες από μόνες τους, ακόμα και γι’ αυτούς που κάθονται ήσυχοι· γιατί να γυρεύουμε λοιπόν πιο πέρα την αιτία; Και, για να μην τα πολυλογούμε, να τος ο κυρ Φρόντο ορφανός κι έρημος ανάμεσα σ’ αυτούς τους παράξενους του Μπάκλαντ, που τον ανάστησαν όπως όπως στο Μπράντι Χολ, που είναι, λέει, ίδια κουνελοφωλιά. Ο γερο-Μάστερ Γκόρμπαντοκ δεν είχε ποτέ λιγότερους από καμιά διακοσαριά συγγενείς εκεί. Ο κυρ Μπίλμπο ποτέ του δεν έκανε πιότερο καλό απ’ το που πήρε το νεαρό εδώ να ζήσει ανάμεσα σε καθώς πρέπει κόσμο.


Φαντάζομαι πως θα ’ταν άσχημη έκπληξη γι’ αυτούς τους Σάκβιλ-Μπάγκινς. Νόμιζαν πως θα ’παιρναν το Μπαγκ Εντ τότε που έφυγε ο κυρ Μπίλμπο και πιστέψαμε πως είχε πεθάνει. Και τότε, να σου κι έρχεται, τους διώχνει και συνεχίζει να ζει και να ζει και δεν περνάει μέρα από πάνω του, ώρα του καλή! Και ξαφνικά μας ξεφουρνίζει και τον κληρονόμο του και φτιάχνει κι όλα τα χαρτιά εντάξει. Οι Σάκβιλ-Μπάγκινς ποτέ τους δε θα δουν τώρα πια από μέσα το Μπαγκ Εντ, τουλάχιστον ας το ελπίζουμε.

— Ακούω να λένε πως υπάρχουν ένα σωρό λεφτά κρυμμένα εκεί, είπε ένας ξένος που είχε έρθει για δουλειές απ’ το Μίσελ-Ντέλβινγκ της Δυτικής Μοίρας· όλη η κορφή του λόφου σας είναι γεμάτη στοές παραγεμισμένες με μπαούλα χρυσάφι, ασήμι και στολίδια, απ’ ό,τι ακούω.

— Εσύ, λοιπόν, έχεις ακούσει περισσότερα απ’ ό,τι μπορώ να πω, είπε ο Γέρος. Εγώ δεν ξέρω τίποτα για στολίδια. Ο κύριος Μπίλμπο είναι απλόχερος με τα λεφτά του και δε φαίνεται να του λείπουν, αλλά δεν ξέρω τίποτα για στοές. Είδα τον κύριο Μπίλμπο σα γύρισε εδώ κι εξήντα χρόνια τώρα, σαν ήμουνα βοηθός στο γερο-Χόλμαν (που ήταν ξάδελφος του πατέρα μου), αλλά με είχε πάρει στο Μπαγκ Εντ να τον βοηθάω να μην αφήνει τον κόσμο να περνοδιαβαίνει στον κήπο, όσο που γινόταν το πούλημα. Κι εκεί που γίνονταν όλ’ αυτά, να σου κι έρχεται ο κύριος Μπίλμπο στο Λόφο μ’ ένα πόνι, με μερικές πολύ μεγάλες τσάντες και δυο μπαούλα. Είμαι σίγουρος πως το πιο πολύ ήταν γεμάτα με το θησαυρό που είχε μαζέψει στα ξένα, του υπάρχουνε χρυσά βουνά, λέει· αλλά ο θησαυρός αυτός δεν ήταν τόσος που να γεμίσει στοές. Μα ο γιος μου ο Σαμ θα ξέρει περισσότερα. Αυτόν, πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, μπαινοβγαίνει συνέχεια στο Μπαγκ Εντ. Τρελαίνεται για ιστορίες του παλιού καιρού και κάθεται με τις ώρες κι ακούει όλες τις ιστορίες που λέει ο κύριος Μπίλμπο. Κι ο κύριος Μπίλμπο του ’μαθε και γράμματα — δεν ήθελε το κακό του μαθές — προσέχτε, αλλά μακάρι να μη του βγει σε κακό!

» Ξωτικά και Δράκοι! του λέω. Τα λάχανα κι οι πατάτες είναι για σένα και για μένα. Μην πας κι ανακατεύεσαι στις δουλειές των ανωτέρων σου, γιατί θα βρεις τον μπελά σου για τα καλά, εγώ του τα λέω. Και θα ’λεγα τα ίδια και σε κάτι άλλους, πρόσθεσε κοιτάζοντας τον ξένο και το μυλωνά.

Ο Γέρος όμως δεν έπεισε το ακροατήριό του. Ο θρύλος του θησαυρού του Μπίλμπο ήταν καλά κολλημένος στα μυαλά των χόμπιτ της νέας γενιάς.

— Α! μα πού το ξέρουμε πως δεν προσθέτει σ’ αυτά που ’φερε απ’ την αρχή; είπε ο μυλωνάς, εκφράζοντας έτσι τη γνώμη που επικρατούσε. Συχνά λείπει απ’ το σπίτι του. Και για ρίξε μια ματιά σ’ αυτούς τους ξενοχωρίτες που τον επισκέπτονται: νάνοι που ’ρχονται τη νύχτα κι εκείνος ο περιπλανώμενος γερο-μάγος, ο Γκάνταλφ, κι ένα σωρό άλλοι. Εσύ λέγε ό,τι θες, Γέρο, αλλά το Μπαγκ Εντ είναι περίεργο μέρος κι αυτοί που μένουν μέσα είναι ακόμα πιο περίεργοι.

— Κι εσύ μπορεί να λες ό,τι θες, μα όσο ξέρεις από βάρκες άλλο τόσο ξέρεις και γι’ αυτό, κυρ Σάντιμαν, αντιμίλησε ο Γέρος, που εκείνη τη στιγμή αντιπαθούσε το μυλωνά περισσότερο παρά ποτέ. Αν αυτό το λες εσύ περίεργο, τότε θα μας χρειαζόταν λίγο ακόμα απ’ αυτό εδώ γύρω. Γιατί υπάρχουν μερικοί, που μένουν όχι μακριά απ’ εδώ, που δε θα ’διναν ούτε ένα ποτήρι μπίρα σ’ ένα φίλο τους, ακόμα κι αν ζούσαν σε μια τρύπα με χρυσούς τοίχους. Στο Μπαγκ Εντ όμως, ό,τι κάνουν το κάνουν καταπώς πρέπει. Ο Σαμ μου λέει πως όλοι θα πάρουν πρόσκληση για το πάρτι και πως θα δώσουν δώρα, προσέχτε, δώρα σ’ όλους και μάλιστα αυτόν εδώ το μήνα.


Αυτός εδώ ο μήνας ήταν ο Σεπτέμβρης κι ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Μια δυο μέρες αργότερα μια φήμη (που κατά πάσα πιθανότητα την ξεκίνησε ο καλά πληροφορημένος Σαμ) απλώθηκε· ότι θα είχαν και πυροτεχνήματα και μάλιστα τέτοια πυροτεχνήματα, που δεν τα ’χαν δει ποτέ στο Σάιρ εδώ κι εκατό χρόνια, δηλαδή από τότε που ο Γερο-Τουκ πέθανε.

Οι μέρες περνούσαν κι η Μέρα πλησίαζε. Ένα περίεργο βαγόνι φορτωμένο με περίεργα πακέτα έφτασε στο Χόμπιτον ένα βραδάκι, ανηφόρισε με δυσκολία στο Λόφο και σταμάτησε στο Μπαγκ Εντ. Οι ξαφνιασμένοι χόμπιτ βγήκαν στα φωτισμένα κατώφλια τους να το χαζέψουν μ’ ανοιχτό το στόμα. Το οδηγούσαν ξένοι, που τραγουδούσαν παράξενα τραγούδια: νάνοι με μακριές γενειάδες και μεγάλα σκουφιά. Μερικοί απ’ αυτούς έμειναν στο Μπαγκ Εντ. Τελειώνοντας η δεύτερη βδομάδα του Σεπτέμβρη, ένα κάρο μπήκε στο Νεροχώρι απ’ τη μεριά της γέφυρας του Μπράντιγουάιν. Ήταν μέρα μεσημέρι. Τ’ οδηγούσε καταμόναχος ένας γέρος. Φορούσε ένα ψηλό μυτερό γαλάζιο καπέλο, ένα μακρύ γκρίζο μανδύα κι ένα ασημί κασκόλ. Είχε μια μακριά άσπρη γενειάδα και πυκνά φρύδια, που ξεπετάγονταν πέρα απ’ το γύρο του καπέλου του. Μικρά χομπιτοπιτσιρίκια έτρεξαν πίσω απ’ το κάρο, που πέρασε μέσα απ’ το Χόμπιτον κι ανέβηκε το λόφο. Τα παιδιά το ’χαν καλά καταλάβει, ήταν γεμάτο πυροτεχνήματα. Στην εξώπορτα του Μπίλμπο ο γέρος άρχισε να ξεφορτώνει μεγάλα δέματα με πυροτεχνήματα σ’ όλων των ειδών τα σχήματα και κάθε δέμα ήταν σημαδεμένο μ’ ένα μεγάλο κόκκινο G και το ρουνικά των ξωτικών, .

Αυτό ήταν το σημάδι του Γκάνταλφ και φυσικά ο γέρος ήταν ο Γκάνταλφ ο Μάγος, που η φήμη του στο Σάιρ οφειλόταν κυρίως στη δεξιοσύνη του με τις φωτιές, τους καπνούς και τα φώτα. Η πραγματική του δουλειά ήταν πάρα πολύ πιο δύσκολη κι επικίνδυνη, αλλά οι κάτοικοι του Σάιρ δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτήν. Γι’ αυτούς, ο μάγος ήταν απλά και μόνο μια απ’ τις «ατραξιόν» του Πάρτι. Κι από κει ξεπηδούσε η χαρά των χομπι-τοπιτσιρικιών. «Γκάνταλφ ο καταπληκτικός!» φώναζαν κι ο γέρος χαμογελούσε. Τον ήξεραν εξ όψεως, αν και φανερωνόταν στο Χόμπιτον σπάνια και ποτέ δεν έμενε για πολύ, αλλά ούτε αυτά ούτε οι μεγαλύτεροι τους, εκτός απ’ τους γέρους, δεν είχαν δει τα πυροτεχνήματά του — αυτά ανήκαν στο θρυλικό παρελθόν.

Όταν ο γέροντας, με τη βοήθεια του Μπίλμπο και μερικών νάνων, τελείωσαν το ξεφόρτωμα, ο Μπίλμπο μοίρασε μερικές δεκάρες. Όμως ούτε ένα πυροτέχνημα, ούτε μια τράκα-τρούκα δεν έπεσε, προς απογοήτευση των θεατών.

— Δρόμο τώρα! είπε ο Γκάνταλφ. Θα δείτε πολλά όταν έρθει η ώρα. Έπειτα εξαφανίστηκε μέσα με τον Μπίλμπο κι η πόρτα έκλεισε. Οι χομπιτοπιτσιρίκοι μάταια κοίταζαν την πόρτα για λίγη ώρα και μετά έφυγαν, πιστεύοντας πως η μέρα του πάρτι δε θα ’ρθει ποτέ.

Μέσα στο Μπαγκ Εντ, ο Μπίλμπο κι ο Γκάνταλφ κάθονταν στ’ ανοιχτό παράθυρο σ’ ένα μικρό δωμάτιο που κοίταζε δυτικά στον κήπο. Το απομεσήμερο ήταν ειρηνικό και γεμάτο φως. Τα λουλούδια έλαμπαν κόκκινα και χρυσαφιά: σκυλάκια κι ήλιοι και καπουτσίνια σέρνονταν πάνω στους τοίχους και κρυφοκοίταζαν απ’ τα στρογγυλά παράθυρα.

— Πόσο ζωηρός φαίνεται ο κήπος σου! είπε ο Γκάνταλφ.

— Ναι, είπε ο Μπίλμπο. Πολύ τον αγαπώ, στ’ αλήθεια, κι όλο το αγαπημένο παλιό Σάιρ. Νομίζω όμως πως μου χρειάζονται διακοπές.

— Δηλαδή, θ’ ακολουθήσεις το σχέδιό σου;

— Βέβαια. Το ’χω αποφασίσει μήνες τώρα και δεν τ’ αλλάζω.

— Πολύ καλά. Δε χρειάζεται να πούμε περισσότερα. Ακολούθησε το σχέδιό σου — όλο σου το σχέδιο όμως — κι ελπίζω πως θα βγει σε καλό και για σένα και για όλους εμάς.

— Το ελπίζω. Οπωσδήποτε σκοπεύω να διασκεδάσω την Πέμπτη και να κάνω και το αστείο μου.

— Ποιος θα γελάσει άραγε; είπε ο Γκάνταλφ κουνώντας το κεφάλι του.

— Θα δούμε, είπε ο Μπίλμπο.

Την άλλη μέρα πάρα πολλά κάρα ανέβηκαν το Λόφο. Θα ακούγονταν ίσως μερικά παράπονα ότι δεν προτίμησε τους ντόπιους, αλλ’ εκείνη ακριβώς τη βδομάδα άρχισαν να ξεχύνονται απ’ το Μπαγκ Εντ παραγγελίες για κάθε είδους προμήθεια, εμπόρευμα ή πολυτέλεια που μπορούσε να βρεθεί στο Χόμπιτον, στο Νεροχώρι ή κάπου στη γύρω περιοχή. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε κι άρχισαν να σβήνουν τις μέρες απ’ το ημερολόγιο κι είχαν το νου τους στον ταχυδρόμο ελπίζοντας να λάβουν πρόσκληση.

Σύντομα οι προσκλήσεις άρχισαν να ξεχύνονται και το Ταχυδρομείο του Χόμπιτον μπλοκαρίστηκε. Το Ταχυδρομείο του Μπαιγουότερ πλημμύρισε τόσο, ώστε ζήτησαν εθελοντές ταχυδρόμους. Ένα σωρό απ’ αυτούς συνέχεια ανέβαιναν στο Λόφο μεταφέροντας ευγενικές παραλλαγές του: «Ευχαριστώ, θα έλθω οπωσδήποτε».

Μια ταμπέλα έκανε την εμφάνιση της στην εξώπορτα του Μπαγκ Εντ: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΗ ΕΧΟΝΤΑΣ ΣΧΕΣΙΝ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΙΝ ΤΟΥ ΠΑΡΤΙ. Ακόμα κι αυτοί που είχαν ή προσποιούνταν πως είχαν δουλειά για το πάρτι, σπάνια παίρναν άδεια για να μπουν. Ο Μπίλμπο ήταν πολύ απασχολημένος: έγραφε προσκλήσεις, τσεκάριζε απαντήσεις, περιτύλιγε τα δώρα κι έκανε και μερικές εντελώς δικές του προετοιμασίες. Απ’ τη μέρα που ήρθε ο Γκάνταλφ, είχε κρυφτεί και κανείς δεν τον έβλεπε.

Ένα πρωί οι χόμπιτ ξύπνησαν και βρήκαν πως το μεγάλο χωράφι, που ήταν στα νότια της μπροστινής πόρτας του Μπίλμπο, είχε σκεπαστεί με σκοινιά και κοντάρια για τέντες κι αντίσκηνα. Είχαν ανοίξει μια ξεχωριστή είσοδο στην πλευρά προς το δρόμο κι είχαν φτιάξει φαρδιά σκαλοπάτια και μια μεγάλη άσπρη εξώπορτα. Οι τρεις χομπιτο-οικογένειες του Μπάγκσοτ Ρόου δίπλα στο χωράφι, παρακολουθούσαν τα πάντα μ’ ενδιαφέρον κι όλοι τις ζήλευαν. Ο γερο-Γκάμγκη έπαψε ακόμα και να κάνει πως δουλεύει στον κήπο του.

Άρχισαν να στήνονται οι τέντες. Υπήρχε ένα ιδιαίτερα μεγάλο αντίσκηνο, τόσο μεγάλο, που, ένα δέντρο που φύτρωνε στο χωράφι, έβγαινε από μέσα του και στεκόταν περήφανο κοντά στη μια άκρη, στην κορφή του τραπεζιού των επίσημων. Σ’ όλα τα κλαδιά κρεμάστηκαν λάμπες. Εκείνο όμως που υποσχόταν τα πιο πολλά (κατά τη γνώμη των χόμπιτ) ήταν μια τεράστια υπαίθρια κουζίνα, που στήθηκε στη βορινή γωνιά του χωραφιού. Σωρός μάγειροι από κάθε πανδοχείο κι εστιατόριο μίλια γύρω, έφτασαν και συμπλήρωσαν τους νάνους και τους άλλους περίεργους ξένους που έμεναν στο Μπαγκ Εντ. Η έξαψη είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της.

Τότε, την Τετάρτη, την παραμονή του Πάρτι, ο καιρός συννέφιασε. Η ανησυχία ήταν μεγάλη. Και επιτέλους! Η Πέμπτη, 22 του Σεπτέμβρη, ξημέρωσε. Ο ήλιος ανάτειλε, τα σύννεφα εξαφανίστηκαν, οι σημαίες υψώθηκαν και το πανηγύρι άρχισε.

Ο Μπίλμπο Μπάγκινς το είχε βαφτίσει πάρτι, στ’ αλήθεια όμως ήταν μια ποικιλία από διασκεδάσεις, που ήταν όλες συγκεντρωμένες μαζί. Γιατί όλοι όσοι ζούσαν κοντά ήταν καλεσμένοι. Πολύ λίγοι, κατά λάθος, δεν πήραν πρόσκληση, αλλά μιας κι όλοι ήρθαν δεν πείραξε. Προσκλήθηκε ακόμα πολύς κόσμος από άλλα μέρη του Σάιρ και μερικοί πέρα από τα σύνορα επίσης. Ο Μπίλμπο καλωσόριζε ο ίδιος προσωπικά τους καλεσμένους (και τους αυτοπρόσκλητους) στην καινούρια εξώπορτα. Έδινε δώρα σ’ όλους. Ήταν και μερικοί μάλιστα που ξανάβγαιναν από πίσω και ξα-ναέρχονταν πάλι από εμπρός. Οι χόμπιτ μοιράζουν δώρα στα γενέθλιά τους. Όχι πολύ ακριβά κατά κανόνα ούτε και τόσο απλόχερα όπως τώρα, αλλά δεν ήταν και κακό τούτο το σύστημα. Πραγματικά στο Χόμπιτον και στο Μπαϊγουότερ κάθε μέρα του χρόνου ήταν και τα γενέθλια κάποιου, έτσι κάθε χόμπιτ σ’ αυτά τα μέρη είχε την πιθανότητα να λαβαίνει τουλάχιστον ένα δώρο μια φορά τη βδομάδα. Ποτέ όμως δεν τα βαριόντουσαν.

Αυτή τη φορά όμως τα δώρα ήταν ασυνήθιστα καλά. Τα χομπιτο-πιτσιρίκια τόσο πολύ ξεχάστηκαν, που για λίγο σχεδόν λησμόνησαν το φαΐ. Υπήρχαν παιγνίδια, που όμοιά τους δεν είχαν ξαναδεί. Όλα ήταν όμορφα και μερικά, φως φανάρι, μαγικά. Πραγματικά μερικά απ’ αυτά είχαν παραγγελθεί ένα χρόνο μπροστά κι είχαν έρθει όλο το δρόμο απ’ το Βουνό και απ’ την Πόλη της Κοιλάδας και ήταν αληθινά φτιαγμένα από νάνους.

Όταν όλοι οι ξένοι είχαν καλωσοριστεί και είχαν τέλος περάσει την εξώπορτα, άρχισαν τραγούδια, χοροί, μουσική, παιγνίδια και, φυσικά, φαγητό και πιοτό. Υπήρχαν τρία επίσημα γεύματα: μεσημεριανό, τσάι και δείπνο (ή γεύμα). Αλλά το μεσημεριανό και το τσάι ξεχώριζαν κυρίως απ’ το ότι εκείνη την ώρα όλοι οι καλεσμένοι ήταν καθισμένοι κι έτρωγαν μαζί. Την υπόλοιπη ώρα απλώς ήταν ένα σωρό κόσμος, που έτρωγαν κι έπιναν συνέχεια απ’ τις έντεκα ως τις εξήμισι, που άρχισαν τα πυροτεχνήματα.

Τα πυροτεχνήματα ήταν του Γκάνταλφ: κι όχι μόνο τα έφερε αυτός, αλλά και τα σχεδίασε ο ίδιος· και τα ειδικά εφέ, σετ και πτήσεις από ρουκέτες τα ξεκινούσε αυτός. Υπήρχε όμως και απλόχερη μοιρασιά από βεγγαλικά, φωτοβολίδες, τρακατρούκες, δαυλούς, φανούς νάνων, ξωτικο-σι-ντριβάνια, καλικαντζαροφάναρα και βαρελότα.

Όλα ήταν καταπληκτικά. Όσο γερνούσε ο Γκάνταλφ τόσο καλυτέρευε η τέχνη του.

Ήταν κάτι ρουκέτες που έμοιαζαν σπινθηροβόλα πουλιά που πετούσαν και κελαηδούσαν με γλυκιές φωνές. Πράσινα δέντρα με κορμούς από μαύρο καπνό: τα φύλλα τους άνοιγαν λες κι όλη η άνοιξη ξεδιπλωνόταν σ’ ένα λεπτό και τα λαμπερά κλαδιά τους έριχναν φωτεινά λουλούδια πάνω στους έκπληκτους χόμπιτ κι εξαφανίζονταν με μια γλυκιά μυρωδιά πριν αγγίξουν τα πρόσωπά τους, που κοίταζαν προς τα πάνω. Μερικά πυποτεχνήματα ήταν σαν σιντριβάνια από πεταλούδες, που πετούσαν λαμπυρίζοντας στα δέντρα· άλλα ήταν σαν στήλες από χρωματιστές φωτιές, που υψώνονταν και άλλαζαν και γίνονταν αετοί ή πλοία που ταξιδεύουν ή κοπάδια από κύκνους που πετούν. Είχε και μια κόκκινη καταιγίδα και μια μπόρα με κίτρινη βροχή· ένα δάσος από ασημένια δόρατα που πετάγονταν ξαφνικά στον αέρα με μια κραυγή, σαν στρατός στη μάχη, κι έπεφταν πάλι στο Νερό μ’ ένα τσίριγμα σαν εκατό καυτά φίδια. Τέλος είχε και μια τελευταία έκπληξη, προς τιμήν του Μπίλμπο, που ξάφνιασε πολύ τους χόμπιτ, ήπιος ήταν και η πρόθεση του Γκάνταλφ. Τα φώτα έσβησαν· απλώθηκε πολύς καπνός. Μαζεύτηκε κι έγινε σαν βουνό που φαίνεται από μακριά και η κορφή του άρχισε να φεγγοβολάει. Ξεπετάχτηκαν πράσινες και πορφυρένιες φλόγες. Βγήκε πετώντας ένας χρυσοκόκκινος δράκος — όχι βέβαια σε φυσικό μέγεθος, όμως φοβερά ζωντανός: φωτιά έβγαινε απ’ τα σαγόνια του, τα μάτια του άστραφταν· ακούστηκε ένας βρυχηθμός και βούιξε τρεις φορές πάνω απ’ τα κεφάλια του κόσμου. Όλοι τραβήχτηκαν και πολλοί έπεσαν μπρούμυτα. Ο δράκος πέρασε σαν τρένο εξπρές, έκανε μια τούμπα κι έσκασε πάνω απ’ το Νεροχώρι με μια έκρηξη που σε ξεκούφαινε. — Αυτό είναι το σήμα για το δείπνο! είπε ο Μπίλμπο.

Ο πόνος κι ο τρόμος χάθηκαν αμέσως και οι πεσμένοι κάτω χόμπιτ πήδηξαν ορθοί, Ένα υπέροχο δείπνο ήταν έτοιμο για όλους: δηλαδή για όλους εκτός απ’ εκείνους που ήταν καλεσμένοι στο ξεχωριστό οικογενειακό τραπέζι. Αυτό έγινε στο μεγάλο αντίσκηνο με το δέντρο. Οι προσκλήσεις ήταν περιορισμένες στις δώδεκα δωδεκάδες (ένας αριθμός που οι χόμπιτ τον έλεγαν ένα Γκρόσο, αν κι η λέξη πιστευόταν πως δεν ήταν κατάλληλη όταν εννοούσες ανθρώπους) και οι καλεσμένοι ήταν διαλεγμένοι απ’ όλες τις οικογένειες που ο Μπίλμπο κι ο Φρόντο συγγένευαν, προσθέτοντας και μερικούς ξεχωριστούς φίλους που δεν ήταν συγγενείς (όπως ο Γκάνταλφ). Ανάμεσά τους ήταν και πολλοί νεαροί χόμπιτ, με την άδεια των γονιών τους· γιατί οι χόμπιτ είναι μαλακοί με τα παιδιά τους στο θέμα του να κάθονται αργά, ιδίως όταν δινόταν η ευκαιρία να έχουν ένα γεύμα δωρεάν. Γιατί για ν’ αναθρέψεις μικρούς χόμπιτ χρειαζόταν ένα σωρό φαΐ.

Ήταν παρόντες πολλοί Μπάγκινς και Μπόφιν και Τουκ και Μπράντιμπακ και Μπόλγκερ. Ήταν διάφοροι Σκαλιστές (συγγενείς της γιαγιάς του Μπίλμπο Μπάγκινς), διάφοροι Στρογγυλοπρόσωποι (συγγενείς του παππού του τού Τουκ), μερικοί διαλεγμένοι Τρυπωτές, Ζωστοί, Ασβόσπιτοι, Καλόψυχοι, Σαλπιστές, Μεγαλοπόδαροι. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν μακρινοί συγγενείς του Μπίλμπο και μερικοί δεν ξανάχαν έρθει στο Χόμπιτον, γιατί ζούσαν σε απόμακρες περιοχές του Σάιρ. Οι Σάκβιλ-Μπάγκινς δεν ήταν ξεχασμένοι. Ο Όθο κι η γυναίκα του η Λομπέλια ήταν παρόντες. Αντιπαθούσαν τον Μπίλμπο κι απεχθάνονταν το Φρόντο, αλλά η κάρτα με την πρόσκληση ήταν τόσο μεγαλόπρεπη, γραμμένη με χρυσό μελάνι, που τους στάθηκε αδύνατο ν’ αρνηθούν. Εκτός τούτου, ο ξάδελφος του Μπίλμπο, χρόνια τώρα, ειδικευόταν στη μαγειρική και η κουζίνα του ήταν φημισμένη.

Όλοι οι εκατόν σαράντα τέσσερις καλεσμένοι περίμεναν ένα ευχάριστο γεύμα, αν και φοβόντουσαν λιγάκι το λόγο του οικοδεσπότη μετά το φαγητό (κάτι που ήταν απαραίτητο). Υπήρχαν πολλές πιθανότητες ν’ αρχίσει να λέει ποιήματα και μερικές φορές, μετά από κανένα-δυο ποτηράκια, άρχιζε να μιλάει για θεότρελες περιπέτειες του μυστηριώδους ταξιδιού του. Οι καλεσμένοι δεν έμειναν απογοητευμένοι: το τραπέζι ήταν πολύ ευχάριστο, ήταν πραγματικά μια διασκέδαση που σε απορροφούσε: πλούσια, άφθονη, με μεγάλη ποικιλία και διάρκεια. Οι αγορές τροφίμων έπεσαν σχεδόν στο μηδέν σ’ όλη την περιοχή τη βδομάδα που ακολούθησε, αλλά επειδή οι παραγγελίες του Μπίλμπο είχαν αδειάσει τ’ αποθέματα απ’ τα πιο πολλά μαγαζιά, κελάρια κι αποθήκες για μίλια γύρω, αυτό δεν πείραξε και πολύ.

Μετά το συμπόσιο (λίγο ως πολύ) ακολούθησε ο Λόγος. Οι πιο πολλοί της παρέας όμως βρίσκονταν σε βολική διάθεση, στο απολαυστικό εκείνο στάδιο, που το ’λεγαν «το γέμισμα στις γωνίες». Ρουφούσαν τ’ αγαπημένα τους ποτά και μασουλούσαν τις αγαπημένες τους λιχουδιές κι οι φόβοι τους ήταν ξεχασμένοι. Ήταν προετοιμασμένοι ν’ ακούσουν οτιδήποτε και να χειροκροτήσουν έπειτα από κάθε τελεία.

Αγαπητοί μου Καλεσμένοι, άρχισε ο Μπίλμπο, αφού σηκώθηκε απ’ τη θέση του.

— Ησυχία, ησυχία, ησυχία, φώναξαν και συνέχισαν να φωνάζουν όλοι μαζί, λες κι ήταν απρόθυμοι ν’ ακολουθήσουν την ίδια τους τη συμβουλή.

Ο Μπίλμπο άφησε τη θέση του και πήγε κι ανέβηκε όρθιος πάνω σε μια καρέκλα κάτω απ’ το κατάφωτο δέντρο. Το φως απ’ τα φαναράκια έπεφτε στο πρόσωπό του, που ακτινοβολούσε· τα χρυσά του κουμπιά άστραφταν στο κεντημένο του μεταξωτό γιλέκο· όλοι μπορούσαν να τον δουν να στέκεται και να κουνάει το ένα χέρι στον αέρα, το άλλο ήταν στην τσέπη του παντελονιού του.

Αγαπητοί μου Μπάγκινς και Μπόφιν, άρχισε πάλι· και αγαπητοί μου Τουκ, Μπράντιμπακ και Μπόλγκερ· και Σκαλιστές και Στρογγυλοπρόσωποι, Τρυπωτέζ και Σαλπιστές και Ζωστοί, Καλόψυχοι, Ασβόσπιτοι και Μεγαλοπόδαροι.

— Μεγαλοποδαράτοι! φώναξε ένας γηραλέος χόμπιτ απ’ το πίσω μέρος του αντίσκηνου.

Τ’ όνομά του φυσικά ήταν Μεγαλοπόδαρος και του άξιζε πέρα ως πέρα. Τα πόδια του ήταν μεγάλα και ιδιαίτερα μαλλιαρά και τα ’χε και τα δυο πάνω στο τραπέζι.

Μεγαλοπόδαροι, ξανάπε ο Μπίλμπο. Επίσης, καλοί μου Σάκβιλ-Μπάγκινς, που σας καλωσορίζω ξανά επιτέλους στο Μπαγκ Εντ. Σήμερα κλείνω τα εκατον έντεκα.

Ζήτω! Ζήτω! Χρόνια Πολλά, φώναξαν κι άρχισαν να χτυπούν χαρούμενα τα τραπέζια.

Ο Μπίλμπο τα πήγαινε θαυμάσια. Αυτά που έλεγε ήταν ό,τι έπρεπε: λίγα και συνηθισμένα.

Ελπίζω ότι όλοι σας διασκεδάζετε όσο κι εγώ.

Οι ζητωκραυγές έγιναν εκκωφαντικές. Ακούστηκαν φωνές Ναι (και Όχι). Έγινε φασαρία με τρουμπέτες και αυλούς και σουραύλια και φλάουτα κι άλλα μουσικά όργανα. Γιατί, όπως είπαμε, ήταν ένα σωρό μικροί χόμπιτ παρόντες. Έριχναν εκατοντάδες μουσικές τρακατρούκες. Οι πιο πολλές απ’ αυτές είχαν τη σφραγίδα ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ απάνω τους· αυτή δεν έλεγε πολλά στους πιο πολλούς απ’ τους χόμπιτ, όλοι όμως συμφωνούσαν πως οι τρακατρούκες ήταν θαυμάσιες. Είχαν μέσα τους μουσικά όργανα, μικρά, αλλά τέλεια κατασκευασμένα, με ωραίους τόνους. Καν σε μια γωνιά μερικοί νεαροί Τουκ και Μπράντιμπακ, υποθέτοντας πως ο θείος Μπίλμπο είχε τελειώσει (αφού είχε πει όλα όσα ήταν αναγκαία), έφτιαξαν μια αυτοσχέδια ορχήστρα κι άρχισαν ένα χαρούμενο χορευτικό σκοπό. Ο νεαρός κύριος Έβεραρντ Τουκ και η Δεσποινίς Μέλιτοτ Μπράντιμπακ ανέβηκαν σ’ ένα τραπέζι και με κουδούνια στα χέρια τους άρχισαν να χορεύουν το Σπρινγκλ-Ρινγκ: έναν ωραίο, αλλά λιγάκι ζωηρό, χορό.

Ο Μπίλμπο όμως δεν είχε τελειώσει. Αρπάζοντας μια καραμούζα από έναν πιτσιρικά εκεί δίπλα, σφύριξε τρεις φορές δυνατά. Ο σαματάς έκοψε.

Δεν θα σας κρατήσω πολύ, φώναξε. Όλη η συντροφιά φώναξε «ζήτω». Σας προσκάλεσα όλους εδώ μαζί μ’ ένα Σκοπό.

Κάτι στον τρόπο που το είπε αυτό έκανε εντύπωση. Σχεδόν έγινε ησυχία κι ένας δυο Τουκ τέντωσαν τ’ αυτιά τους.

Στ’ αλήθεια σας κάλεσα για τρεις Σκοπούς! Πρώτα πρώτα για να σας πω ότι σας συμπαθώ όλους πάρα πολύ κι ότι εκατον έντεκα χρόνια είναι πάρα πολύ λίγα για να ζήσει κανείς ανάμεσα σε τέτοιους εξαιρετικούς και θαυμάσιους χόμπιτ.

Τρομακτικό ξέσπασμα ικανοποίησης.

Δεν ξέρω ούτε τους μισούς από σας, ούτε το μισό απ’ όσο θα ’θελα· κι αγαπώ λιγότερο απ’ τους μισούς από σας το μισό απ’ όσο αξίζετε.

Αυτό ήταν κάπως απρόσμενο και μάλλον δύσκολο. Ακούστηκαν μερικά σκόρπια χειροκροτήματα, αλλά οι πιο πολλοί προσπαθούσαν να το καταλάβουν και να δουν αν ήταν κομπλιμέντο.

Κατά δεύτερο λόγο, για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά μου. Πάλι ζητωκραυγές. Καλύτερα θα ’πρεπε να πω: τα γενέθλιά ΜΑΣ. Γιατί, βέβαια, είναι και τα γενέθλια του ανεψιού και κληρονόμου μου, του Φρόντο. Σήμερα ενηλικιώνεται και αποκτά την Κληρονομιά του.

Μερικά απρόθυμα χειροκροτήματα απ’ τους μεγαλύτερους και μερικές δυνατές κραυγές «Φρόντο! Φρόντο! Καλέ γερο-Φρόντο», απ’ τους νεότερους. Οι Σάκβιλ-Μπάγκινς συνοφρυώθηκαν κι αναρωτήθηκαν τι σήμαινε το «αποκτά την κληρονομιά του».

Μαζί κι οι δυο κάνουμε τα εκατόν σαράντα τέσσερα. Ο αριθμός σας διαλέχτηκε για ν’ αποτελεί αυτό το αξιοπρόσεχτο άθροισμα: Ένα Γκρόσο, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη φράση.

Καμιά ζητωκραυγή. Αυτό ήταν γελοίο. Πολλοί καλεσμένοι και ιδιαίτερα οι Σάκβιλ-Μπάγκινς είχαν προσβληθεί κι ένιωθαν σίγουρα πως τους κάλεσαν μόνο και μόνο για να κλείσει ο απαιτούμενος αριθμός, σαν τα είδη σ’ ένα πακέτο. «Ένα Γκρόσο, μα την αλήθεια! Τι λαϊκή έκφραση!».

Είναι επίσης, αν μου επιτρέπεται ν’ αναφερθώ σε παλιές ιστορίες, η επέτειος της άφιξης μου μ’ ένα βαρέλι στο Έσγκαροθ στη Μακριά Λίμνη — αν και σ’ εκείνη την περίπτωση είχα ξεχάσει πως ήταν τα γενέθλιά μου. Τότε ήμουν μόνο πενήντα ένα και τα γενέθλιά μου δε μου φαίνονταν τόσο σπουδαία. Το συμπόσιο όμως ήταν θαυμάσιο, αν και είχα αρπάξει ένα γερό κρυολόγημα, θυμάμαι και μπορούσα μόνο να πω: «Θαθ ευχαριθτώ πολύ». Τώρα το ξαναλέω πιο σωστά: «Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε στο μικρό μου το πάρτι».

Πεισμωμένη σιωπή. Όλοι φοβόντουσαν πως κάποιο τραγούδι ή ποίημα απειλούσε ν’ ακολουθήσει τώρα. Είχαν αρχίσει να βαριούνται. Γιατί δε σταματούσε να μιλάει και να τους αφήσει να πιουν στην υγειά του; Ο Μπίλμπο όμως ούτε τραγούδησε ούτε απάγγειλε. Σταμάτησε για μια στιγμή.

Τρίτο και τελευταίο, είπε, θέλω να κάνω μια ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. Είπε την τελευταία λέξη τόσο δυνατά και ξαφνικά, που όλοι όσοι ακόμα μπορούσαν ανακάθισαν. Λυπάμαι ν’ ανακοινώσω ότι — αν και καθώς είπα, εκατόν έντεκα χρόνια παρά είναι λίγος χρόνος για να ζήσω ανάμεσά σας — αυτό είναι το ΤΕΛΟΣ. Φεύγω. Σας αφήνω. ΤΩΡΑ ΑΝΤΙΟ!


Κατέβηκε κάτω κι εξαφανίστηκε. Έγινε μια εκτυφλωτική αστραπή και οι καλεσμένοι όλοι έκλεισαν τα μάτια τους. Όταν τ’ άνοιξαν ο Μπίλμπο δε φαινόταν πουθενά. Εκατόν σαράντα τέσσερις κατάπληκτοι χόμπιτ κάθισαν με κομμένη τη φωνή. Ο γερο-Όντο ο Μεγαλοπόδαρος κατέβασε τα πόδια του κάτω απ’ το τραπέζι και τα χτύπησε κάτω. Έπειτα έγινε νεκρική σιωπή μέχρι που ξαφνικά, έπειτα από αρκετές “βαθιές ανάσες, κάθε Μπάγκινς, Μπόφιν, Τουκ, Μπράντιμπακ, Μπόλγκερ, Σκαλιστής, Στρογγυλοπρόσωπος, Τρυπωτής, Ζωστός, Ασβόσπιτος, Καλόψυχος, Σαλπιστής και Μεγαλοπόδαρος άρχισαν να μιλούν μαζί.

Γενικά συμφώνησαν ότι το αστείο ήταν πολύ κακόγουστο, και χρειάστηκε κι άλλο φαΐ και πιοτό για να γιατρευτούν οι ξένοι απ’ το σοκ και την ενόχληση. «Είναι τρελός. Εγώ πάντα το ’λεγα», ήταν το πιο πιθανό και πιο συνηθισμένο σχόλιο. Ακόμα και οι Τουκ (μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις) θεώρησαν πως η διαγωγή του Μπίλμπο ήταν εξωφρενική. Για την ώρα οι πιο πολλοί πίστευαν πως η εξαφάνιση του δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά ένα γελοίο αστείο.

Ο γερο-Ρόρι Μπράντιμπακ όμως δεν ήταν τόσο βέβαιος. Ούτε τα γερατειά του ούτε το λουκούλλειο γεύμα τού είχαν θολώσει το μυαλό κι είπε στη νύφη του την Εσμεράλδα:

— Υπάρχει κάτι που δε μ’ αρέσει εδώ, αγαπητή μου! Πιστεύω πως ο τρελο-Μπάγκινς πήρε τους δρόμους πάλι. Το γερο-ανόητο! Αλλά εγώ γιατί να στενοχωριέμαι; Τα φαγητά δεν τα πήρε μαζί του.

Φώναξε δυνατά στο Φρόντο να στείλει κρασί πάλι προς τα κει.

Ο Φρόντο ήταν ο μόνος απ’ τους παρόντες που δεν είχε πει τίποτα. Για κάμποση ώρα είχε καθίσει αμίλητος δίπλα στην άδεια καρέκλα του Μπίλμπο κι είχε αγνοήσει όλα τα σχόλια και τις ερωτήσεις. Φυσικά το διασκέδαζε το αστείο αν και το ’ξερε από πριν. Δύσκολα τα κατάφερε να μη γελάσει βλέποντας την αγανακτισμένη έκπληξη των καλεσμένων. Αλλά ταυτόχρονα, βαθιά μέσα του, ήταν ανήσυχος: διαπίστωσε ξαφνικά πως αγαπούσε πολύ το γφο-χόμπιτ. Οι περισσότεροι καλεσμένοι συνέχισαν το φαΐ και το πιοτό και τη συζήτηση για τις παραξενιές του Μπίλμπο Μπάγκινς, παλιές και τωρινές. Αλλά οι Σάκβιλ-Μπάγκινς είχαν φύγει καταθυμωμένοι. Ο Φρόντο δεν ήθελε ν’ ανακατευτεί άλλο με το πάρτι. Παράγγειλε να σερβίρουν κι άλλο κρασί· μετά άδειασε το ποτήρι του σιωπηλά στην υγειά τού Μπίλμπο και γλίστρησε έξω απ’ το αντίσκηνο.

Όσο για τον Μπίλμπο Μπάγκινς, την ώρα που έβγαζε το λόγο του, ψηλαφούσε το χρυσό δαχτυλίδι στην τσέπη του: το μαγικό του δαχτυλίδι που το ’χε κρατήσει κρυφό τόσα χρόνια. Όπως κατέβαινε, το πέρασε στο δάχτυλό του κι από τότε κανείς χόμπιτ δεν τον ξανάδε στο Χόμπιτον.

Προχώρησε ζωηρά πίσω στην τρύπα του και στάθηκε για μια στιγμή, ακούγοντας μ’ ένα χαμόγελο την οχλοβοή στο αντίσκηνο και τους θορύβους απ’ τη διασκέδαση σ’ άλλα μέρη του χωραφιού. Μετά μπήκε μέσα. Έβγαλε τα καλά του ρούχα, δίπλωσε και τύλιξε σε χαρτί το κεντημένο μεταξωτό του γιλέκο και το φύλαξε. Μετά φόρεσε γρήγορα κάτι παλιά κι ακατάστατα ρούχα και ζώστηκε μια φθαρμένη πέτσινη ζώνη. Απ’ αυτήν κρεμόταν ένα κοντό σπαθί μέσα σε μια ταλαιπωρημένη δερμάτινη θήκη. Από ένα κλειδωμένο συρτάρι, που μύριζε ναφθαλίνη, έβγαλε ένα παλιό μανδύα και μια κουκούλα. Ήταν κλειδωμένα, λες κι ήταν πολύ πολύτιμα, αλλά ήταν τόσο μπαλωμένα και λεκιασμένα απ’ τον καιρό, που το αρχικό τους χρώμα μόλις και μετά βίας το μάντευες: ίσως να ήταν σκούρο πράσινο. Του έπεφταν μάλλον μεγάλα. Μετά πήγε στο γραφείο του και μέσα από ένα μεγάλο χρηματοκιβώτιο έβγαλε έναν μπόγο τυλιγμένο με παλιά ρούχα κι ένα δερματόδετο χειρόγραφο κι ακόμα ένα μεγάλο φουσκωμένο φάκελο. Το βιβλίο και τον μπόγο τα ζούληξε πάνω πάνω σε μια βαριά βαλίτσα που ήταν εκεί σχεδόν γεμάτη. Μέσα στο φάκελο έβαλε το χρυσό δαχτυλίδι και τη λεπτή του αλυσίδα και μετά τον σφράγισε κι έγραψε απ’ έξω το όνομα του Φρόντο. Στην αρχή τον έβαλε πάνω απ’ το τζάκι. Ξαφνικά όμως τον πήρε και τον έχωσε στην τσέπη του. Τη στιγμή ακριβώς εκείνη άνοιξε η πόρτα κι ο Γκάνταλφ μπήκε γρήγορα μέσα.

— Γεια σου! είπε ο Μπίλμπο. Αναρωτιόμουν αν θα ’ρχόσουν.

— Χαίρομαι που σε βρίσκω ορατό, απάντησε ο μάγος και κάθισε σε μια καρέκλα. Ήθελα να σε προλάβω και να σου πω δυο τελευταία λόγια. Φαντάζομαι πως θα νομίζεις πως όλα έγιναν καταπληκτικά και σύμφωνα με το σχέδιο;

— Και βέβαια, είπε ο Μπίλμπο. Αν κι εκείνη η αστραπή ήταν ουρανοκατέβατη: αφού ξάφνιασε κι εμένα, βάλε τι έγινε με τους άλλους! Αυτήν την πρόσθεσες από μόνος σου, φαντάζομαι;

— Βέβαια. Πολύ σοφά κράτησες αυτό το δαχτυλίδι κρυφό όλ’ αυτά τα χρόνια και μου φάνηκε απαραίτητο να δώσω στους καλεσμένους σου κάτι άλλο που να φαίνεται πως εξηγεί την ξαφνική σου εξαφάνιση.

— Και μου χάλασες το αστείο. Είσαι ένας γερο-περίεργος που ανακατεύεται παντού, γέλασε ο Μπίλμπο, αλλά φαντάζομαι πως εσύ ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο όπως συνήθως.

— Το ξέρω — όταν ξέρω κάτι. Όμως δε νιώθω και πολύ σίγουρος σ’ όλη αυτή την υπόθεση. Τώρα έχει φτάσει στο τελικό της σημείο. Το ’κανες το αστείο σου και τρόμαξες ή πρόσβαλες τους πιο πολλούς απ’ τους συγγενείς σου κι έδωσες σ’ όλο το Σάιρ κάτι για να μιλάνε εννιά μέρες ή μάλλον ενεννήντα εννιά. Θα προχωρήσεις και παρακάτω;

— Ναι, μα φυσικά. Νιώθω πως μου χρειάζονται διακοπές, διακοπές διαρκείας, όπως σου ξανάχω πει. Είναι πιθανό να κάνω διακοπές μόνιμες: δεν πιστεύω πως θα γυρίσω πίσω. Στ’ αλήθεια, δεν το σκοπεύω και γι’ αυτό έχω κάνει όλες μου τις προετοιμασίες.

»Είμαι γέρος, Γκάνταλφ. Δε μου φαίνεται, αλλά αρχίζω να το νιώθω βαθιά μες στην καρδιά μου. Καλοδιατηρημένος αλήθεια! ξεφύσηξε. Κι όμως νιώθω ολόκληρος ξελεπτυσμένος, κάπως σαν τεντωμένος, αν με καταλαβαίνεις τι θέλω να πω: σαν το βούτυρο που το ’χουν απλώσει σε πάρα πολύ ψωμί. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να είναι φυσιολογική. Μου χρειάζεται μια αλλαγή ή κάτι τέλος πάντων.

Ο Γκάνταλφ τον κοίταξε περίεργα και προσεκτικά.

— Όχι, δε φαίνεται φυσιολογική, είπε σκεφτικά. Όχι, τελικά πιστεύω πως το σχέδιό σου πιθανώς να είναι το καλύτερο.

— Λοιπόν, το ’χω αποφασίσει, οπωσδήποτε. Θέλω να ξαναδώ βουνά, Γκάνταλφ, βουνά και μετά να βρω κάποιο μέρος για να ξεκουραστώ. Με ειρήνη και ησυχία, χωρίς ένα σωρό συγγενείς να χώνουν τη μύτη τους παντού, κι ένα σωρό αναθεματισμένους ξένους να κρέμονται στο κουδούνι.

Ισως να μπορέσω να βρω κάποιο μέρος για να τελειώσω το βιβλίο μου. Έχω σκεφτεί κι έναν ωραίο τρόπο να το κλείσω: Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτός καλύτερα, ώσπου τέλειωσαν οι μέρες του. Ο Γκάνταλφ γέλασε.

— Το ελπίζω, αλλά κανείς δε θα διαβάσει το βιβλίο, όπως κι αν τελειώνει.

— Ω! μα δεν αποκλείεται να το διαβάσουν στο μέλλον. Ο Φρόντο έχει κιόλας διαβάσει κάμποσο, ως εκεί που το ’χω φτάσει. Θα ’χεις το νου σου και στο Φρόντο, έτσι;

— Ναι, θα τον έχω — κι ακόμα πιο πολύ, όσο πιο συχνά μπορώ.

— Θα ’ρχόταν μαζί μου, φυσικά, αν του το ζητούσα. Μου το πρότεινε κι ο ίδιος μια φορά, λίγο πριν το πάρτι. Στ’ αλήθεια όμως δε θέλει, όχι ακόμα. Θέλω να δω τις ερημιές ξανά πριν πεθάνω και τα βουνά· αυτός όμως αγαπάει ακόμα το Σάιρ, με τα δάση του και τα χωράφια και τα μικρά ποτάμια του. Θα είναι βολεμένος εδώ. Ό,τι έχω του το αφήνω εκτός, βέβαια, από κάτι μικροπράγματα. Ελπίζω πως θα είναι ευτυχισμένος, όταν συνηθίσει να είναι μόνος του. Καιρός είναι να γίνει ανεξάρτητος πια.

— Ό,τι έχεις; είπε ο Γκάνταλφ. Και το δαχτυλίδι; Θυμάσαι, το συμφώνησες κι αυτό!

— Λοιπόν, εε, ναι, έτσι φαντάζομαι, κόμπιασε ο Μπίλμπο.

— Πού είναι;

— Σ’ ένα φάκελο, σαν θέλεις να ξέρεις, είπε ο Μπίλμπο ανυπόμονα. Εκεί πάνω απ’ το τζάκι. Α! Όχι! Εδώ είναι στην τσέπη μου!

Δίστασε.

«Δεν είναι περίεργο αυτό τώρα; ψιθύρισε μόνος του. Αλλά, ναι, γιατί όχι; Γιατί να μη μείνει εκεί;»

Ο Γκάνταλφ κοίταξε πάλι τον Μπίλμπο πολύ αυστηρά κι είχαν μια λάμψη τα μάτια του.

— Νομίζω, είπε ήσυχα, πως εγώ θα τ’ άφηνα πίσω. Δε θέλεις;

— Και ναι, και όχι. Τώρα που φτάσαμε εδώ, δε μ’ αρέσει να το αποχωριστώ καθόλου, πρέπει να σου το πω. Και δε βλέπω γιατί στ’ αλήθεια θα πρέπει να το κάνω. Γιατί θέλεις να το κάνω; ρώτησε και μια παράξενη αλλαγή έγινε στη φωνή του — έγινε βίαιη, γεμάτη υποψία κι ενόχληση. Συνέχεια με σκοτίζεις με το δαχτυλίδι μου, ενώ ποτέ δε μ’ ενόχλησες με τ’ άλλα πράγματα που απόχτησα στο ταξίδι μου.

— Όχι, αλλά έπρεπε να σε σκοτίσω, είπε ο Γκάνταλφ. Ήθελα την αλήθεια. Ήταν σημαντικό αυτό. Τα μαγικά δαχτυλίδια είναι — να, είναι μαγικά κι είναι σπάνια και παράξενα. Μπορείς να πεις πως το ενδιαφέρον μου για το δαχτυλίδι σου ήταν επαγγελματικό· κι ακόμα είναι. Θα ’θελα να ξέρω πού βρίσκεται, αν αρχίσεις πάλι να τριγυρνάς. Κι έπειτα εσύ το κράτησες αρκετά. Δε θα σου χρειαστεί πια, Μπίλμπο, εκτός και κάνω μεγάλο λάθος. Ο Μπίλμπο αναψοκοκκίνισε κι ένα θυμωμένο φως φάνηκε στα μάτια του. Το καλόγνωμό του πρόσωπο σκλήρυνε.

— Γιατί όχι, φώναξε. Κι εδώ που τα λέμε, τι θέλεις κι ανακατεύεσαι να μάθεις τι κάνω τα δικά μου τα πράγματα; Είναι καταδικό μου. Εγώ το βρήκα. Αυτό ήρθε σε μένα.

— Ναι, ναι, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν υπάρχει λόγος να θυμώνεις.

— Εσύ φταις αν θυμώνω, είπε ο Μπίλμπο, Είναι δικό μου, σου λέω. Καταδικό μου. Το πολύτιμό μου. Ναι, το πολύτιμό μου.

Το πρόσωπο του μάγου έμεινε σοβαρό και γεμάτο προσοχή και μόνο ένα τρεμόσβημα στα μάτια του βαθιά, έδειχνε πως είχε ξαφνιαστεί και ήταν στ’ αλήθεια τρομαγμένος.

— Κι άλλοι το ’παν έτσι, είπε, όχι όμως κι εσύ.

— Το λέω τώρα. Και γιατί όχι; Ακόμα και το Γκόλουμ το ’πε έτσι κάποτε. Τώρα δεν είναι δικό του, μα δικό μου. Και θα το κρατήσω, σου λέω.

Ο Γκάνταλφ σηκώθηκε όρθιος και μίλησε αυστηρά.

— Θα είσαι πολύ ανόητος αν το κρατήσεις, Μπίλμπο, είπε. Αυτό φαίνεται όλο και πιο καθαρά με κάθε λέξη που λες. Παραέχει δύναμη επάνω σου. Άφησέ το! Και τότε μπορείς να φύγεις και να είσαι ελεύθερος.

— Θα κάνω ό,τι αποφασίσω Και θα φύγω όποτε μ’ αρέσει, είπε πεισματάρικα ο Μπίλμπο.

— Έλα τώρα, καλέ μου χόμπιτ! είπε ο Γκάνταλφ. Σ’ όλη την πολύχρονη ζωή σου ήμαστε φίλοι και κάτι μου χρωστάς κι εμένα. Έλα! Κάνε όπως υποσχέθηκες: άφησέ το!

— Ορίστε, ώστε θέλεις το δαχτυλίδι για λόγου σου, πες το λοιπόν! φώναξε ο Μπίλμπο. Δε θα το πάρεις όμως. Δε θ’ αφήσω το πολύτιμό μου, σου το λέω. Το χέρι του πήγε στη λαβή του μικρού σπαθιού του. Τα μάτια του Γκάνταλφ άστραψαν.

— Σε λίγο θα ’ρθει η σειρά μου να θυμώσω, είπε. Και τότε θα δεις τον Γκάνταλφ τον Γκρίζο χωρίς το μανδύα του. Έκανε ένα βήμα μπροστά προς το μέρος του χόμπιτ και φάνηκε να ψηλώνει και να γίνεται απειλητικός- η σκιά του γέμισε το δωματιάκι.

Ο Μπίλμπο πισωπάτησε στον τοίχο. Ανάσαινε βαριά· το χέρι του έσφιγγε την τσέπη του. Στάθηκαν για λίγο ο ένας κοιτάζοντας τον άλλο, κι ο αέρας του δωματίου έγινε τσουχτερός. Ό Γκάνταλφ είχε τα μάτια καρφωμένα πάνω στο χόμπιτ. Αργά τα χέρια του χαλάρωσαν κι άρχισε να τρέμει.

— Δεν καταλαβαίνω τι σ’ έπιασε, Γκάνταλφ, είπε. Ποτέ σου δεν ξανάσουν έτσι. Τι συμβαίνει; Είναι δικό μου, δεν είναι; Εγώ το βρήκα και το Γκόλουμ θα με σκότωνε αν δεν το κρατούσα. Δεν είμαι κλέφτης, ό,τι κι αν σου ’πε.

— Ποτέ δε σε είπα κλέφτη, απάντησε ο Γκάνταλφ. Ούτε κι εγώ είμαι. Δεν προσπαθώ να σε κλέψω αλλά να σε βοηθήσω. Μακάρι να μ’ εμπιστευθείς όπως παλιά. Γύρισε πίσω και η σκιά πέρασε. Φάνηκε πάλι να μικραίνει και να γίνεται ένας γέρος γκρίζος, καμπουριασμένος και γεμάτος έννοιες.

Ο Μπίλμπο πέρασε το χέρι μπροστά απ’ τα μάτια του.

— Συγνώμη, είπε. Αλλά ένιωσα τόσο παράξενα. Κι όμως θα ήταν ανακούφιση κατά κάποιο τρόπο να μην ξανασκοτιστώ γι’ αυτό πια. Τώρα τελευταία έχει αρχίσει και μεγαλώνει μες το μυαλό μου. Μερικές φορές μου φαίνεται λες κι είναι ένα μάτι που με κοιτάζει. Και συνέχεια θέλω να το φορέσω και να εξαφανιστώ, δεν το ξέρεις· ή αναρωτιέμαι αν είναι ασφαλισμένο και το βγάζω έξω για να βεβαιωθώ. Δοκίμασα να το κλειδώσω κάπου, αλλά ανακάλυψα πως δεν μπορούσα να βρω ησυχία αν δεν ήταν στην τσέπη μου. Δεν ξέρω το γιατί. Και δε μου φαίνεται πως θα το βρω.

— Τότε εμπιστέψου με, είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ ξέρω. Φύγε κι άφησέ το πί-σω σου. Σταμάτησε να το έχεις δικό σου. Δώσ’ το στο Φρόντο κι εγώ θα τον προσέχω.

Ο Μπίλμπο στάθηκε για μια στιγμή τεντωμένος κι αναποφάσιστος. Μετά αναστέναξε.

— Εντάξει, είπε με δυσκολία. Θα το αφήσω.

Σήκωσε έπειτα τους ώμους του και χαμογέλασε μάλλον αξιοθρήνητα.

— Στο κάτω κάτω γι’ αυτό έκανα και το πάρτι, στ’ αλήθεια: για να δώσω ένα σωρό δώρα κι έτσι να το δώσω ευκολότερα. Βέβαια, τελικά δεν έγινε ευκολότερο, αλλά θα ’ναι κρίμα να πάνε χαμένες όλες μου οι προετοιμασίες. Θα χάλαγε τελείως το αστείο.

— Στ’ αλήθεια, δε θα υπήρχε κανένας λόγος για όλη αυτή τη φασαρία, τουλάχιστο για μένα, είπε ο Γκάνταλφ.

— Πολύ καλά, είπε ο Μπίλμπο, το παίρνει ο Φρόντο, όπως κι όλα τ’ άλλα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Και τώρα πρέπει να ξεκινήσω, αλλιώς κάποιος θα με τσακώσει. Έχω πει αντίο και δε θ’ άντεχα να το ξαναπώ απ’ την αρχή.

Πήρε τη βαλίτσα του και πήγε προς την πόρτα.

— Έχεις ακόμα το δαχτυλίδι στην τσέπη σου, είπε ο μάγος.

— Αλήθεια! Έτσι είναι! φώναξε ο Μπίλμπο. Και τη διαθήκη μου κι όλα τα χαρτιά μαζί. Καλά θα κάνεις να το παραδώσεις εσύ στη θέση μου. Αυτός θα είναι ο πιο ασφαλισμένος τρόπος.

— Όχι, μη δίνεις το δαχτυλίδι σε μένα, είπε ο Γκάνταλφ. Βάλε το πίσω απ’ το τζάκι. Θα είναι αρκετά ασφαλισμένο εκεί, μέχρι να ’ρθει ο Φρόντο. Θα τον περιμένω.

Ο Μπίλμπο έβγαλε το φάκελο, αλλά τη στιγμή ακριβώς που ήταν να τον βάλει δίπλα στο ρολόι, το χέρι του τινάχτηκε πίσω και το πακέτο έπεσε στο πάτωμα. Πριν όμως προλάβει να το πιάσει ο μάγος έσκυψε, το άρπαξε και το έβαλε στη θέση του. Ένας σπασμός θυμού πέρασε γρήγορα στο πρόσωπο του χόμπιτ πάλι. Ξαφνικά όμως υποχώρησε και στη θέση του διαγράφτηκε μια ανακούφιση κι ένα γέλιο.

— Λοιπόν, αυτό ήταν, είπε. Τώρα φεύγω.

Βγήκαν έξω στο χολ. Ο Μπίλμπο διάλεξε το αγαπημένο του μπαστούνι απ’ την κρεμάστρα· μετά σφύριξε. Τρεις νάνοι βγήκαν από τρία διαφορετικά δωμάτια που προετοιμάζονταν.

— Είναι όλα έτοιμα; ρώτησε ο Μπίλμπο. Τα έχετε όλα πακετάρει και τους έχετε βάλει τις ταμπελίτσες τους;

— Όλα, απάντησαν.

— Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε!

Βγήκε απ’ την μπροστινή πόρτα. Η βραδιά ήταν γλυκιά κι ο μαύρος ουρανός ήταν γεμάτος άστρα. Κοίταξε ψηλά μυρίζοντας τον αέρα.

— Τι ωραία! Τι καλά να ξεκινάω πάλι, στο Δρόμο με τους νάνους. Αυτό ακριβώς ήταν που ποθούσα χρόνια τώρα! Αντίο! είπε κοιτάζοντας το σπίτι του και κάνοντας μια υπόκλιση στην πόρτα. Αντίο, Γκάνταλφ!

— Αντίο για την ώρα, Μπίλμπο. Πρόσεχε. Τώρα είσαι αρκετά μεγάλος και ίσως κι αρκετά σοφός.

— Να προσέχω! Δε με νοιάζει! Μη στενοχωριέσαι για μένα. Τώρα είμαι πιο ευτυχισμένος απ’ όσο ήμουν ποτέ κι αυτό κάτι πάει να πει. Η ώρα όμως ήρθε. Ξεσηκώθηκα για τα καλά, πρόσθεσε και μετά, σε χαμηλότερη φωνή, λες και το ’λεγε στον εαυτό του, τραγούδησε σιγαλά μες στο σκοτάδι:

Χωρίς σταματημό ο Δρόμος μας τραβάει μπροστά,

Κατηφορίζοντας απ’ το κατώφλι που ξεκίνησε.

Και τώρα πια ο Δρόμος έχει φτάσει μακριά

Και λέω εγώ στον εαυτό μου: «Ακολούθησε!»

Κυνήγησέ τον! Ακούραστα ας είν’ τα πόδια,

Σε κάποια στράτα μεγαλύτερη θα βγεις,

Όπ’ ανταμώνουνε αμέτρητοι σκοποί και μονοπάτια.

Και που μετά; Ποιος να το ξέρει τάχα!

Σταμάτησε σιωπηλός για ένα λεπτό. Έπειτα χωρίς άλλη λέξη γύρισε την πλάτη του στα φώτα και στις φωνές, στα χωράφια και στις σκηνές και, με τους τρεις συντρόφους του πίσω, έστριψε στον κήπο και κατέβηκε πηδηχτά το μακρύ κατηφορικό δρομάκι. Πήδηξαν πάνω από ένα χαμηλό μέρος του φράχτη στην άκρη και στράφηκε προς τα λιβάδια, περνώντας μες στη νύχτα σαν το θρόισμα του ανέμου στα χορτάρια.

Ο Γκάνταλφ έμεινε λίγο να τον κοιτά μες στο σκοτάδι. — Αντίο, καλέ μου Μπίλμπο, μέχρι που να ξανασυναντηθούμε! είπε σιγανά και μπήκε μέσα.

Ο Φρόντο ήρθε σε λιγάκι και τον βρήκε να κάθεται στο σκοτάδι βυθισμένος σε σκέψεις.

— Έφυγε; ρώτησε.

— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ, έφυγε επιτέλους.

— Ήθελα — δηλαδή είχα την ελπίδα μέχρι τώρα το βράδυ πως όλα ήταν ένα αστείο, είπε ο Φρόντο, Μέσα μου βαθιά όμως ήξερα πως στ’ αλήθεια θα ’φευγε. Πάντα του συνήθιζε ν’ αστειεύεται για σοβαρά πράγματα. Μακάρι να ’ρχόμουν νωρίτερα να τον αποχαιρετίσω.

— Νομίζω πως στ’ αλήθεια προτίμησε να ξεγλιστρήσει ήσυχα στο τέλος, είπε ο Γκάνταλφ. Μην πολυστενοχωριέσαι. Θα ’ναι μια χαρά τώρα. Άφησε ένα πακέτο για σένα, Να το, εκεί πάνω!

Ο Φρόντο πήρε το φάκελο απ’ το τζάκι, τον κοίταξε, αλλά δεν τον άνοιξε.

— Θα βρεις τη διαθήκη του κι όλα τ’ άλλα τα χαρτιά μέσα εκεί, νομίζω, είπε ο μάγος. Είσαι ο κύριος του Μπαγκ Εντ τώρα. Κι επίσης φαντάζομαι πως θα βρεις ένα χρυσό δαχτυλίδι.

— Το δαχτυλίδι! ξεφώνισε ο Φρόντο. Μου το άφησε κι αυτό; Γιατί άραγε; Ίσως όμως να μου φανεί χρήσιμο.

— Ίσως ναι, ίσως όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Μα, αν ήμουν στη θέση σου, δε θα το χρησιμοποιούσα. Φύλαξέ το όμως κρυφό κι ασφαλισμένο! Τώρα πάω για ύπνο.

Σαν κύριος του Μπαγκ Εντ, ο Φρόντο θεώρησε οδυνηρό καθήκον του ν’ αποχαιρετίσει του ξένους. Διαδόσεις για παράξενα γεγονότα είχαν τώρα απλωθεί σ’ όλο το χωράφι, μα ο Φρόντο το μόνο που μπορούσε να πει ήταν πως σίγουρα όλα θα ξεκαθαρίσουν το πρωί. Τα μεσάνυχτα περίπου ήρθαν άμαξες για να πάρουν τους πιο σπουδαίους. Μια μια κυλούσαν κι έφευγαν, γεμάτες με χορτάτους, αλλά πολύ ανικανοποίητους χόμπιτ. Με ειδική συμφωνία που είχε γίνει, ήρθαν οι κηπουροί και πήραν με καροτσάκια εκείνους που είχαν από απροσεξία μείνει πίσω.

Η νύχτα πέρασε αργά. Ο ήλιος βγήκε. Οι χόμπιτ σηκώθηκαν κάπως αργότερα. Το πρωινό προχώρησε. Ήρθαν μερικοί κι άρχισαν (όπως τους είχαν παραγγείλει) να συμμαζεύουν τα αντίσκηνα, τα τραπέζια και τις καρέκλες, τα κουτάλια και τα μαχαίρια, τα μπουκάλια και τα πιάτα και τα φανάρια, τα λουλουδισμένα φυτά στις γλάστρες, τ’ απομεινάρια και τα χαρτιά απ’ τις τρακατρούκες, τις ξεχασμένες τσάντες και τα γάντια και τα φαγητά που δε φαγώθηκαν (πολύ ελάχιστα). Έπειτα ήρθαν άλλοι (χωρίς να τους το έχουν παραγγείλει): οι Μπάγκινς και οι Μπόφιν, οι Μπόλγκερ και οι Τουκ κι άλλοι ξένοι που ζούσαν ή τους φιλοξενούσαν εκεί κοντά. Ως το μεσημέρι, όταν ακόμα κι οι πιο καλοφαγωμένοι ήταν πάλι στο πόδι, στο Μπαγκ Εντ είχε μαζευτεί ένα σωρό κόσμος, απρόσκλητοι, όχι όμως και απρόσμενοι.

Ο Φρόντο περίμενε στο κατώφλι χαμογελαστός, φαινόταν όμως κάπως κουρασμένος, Καλωσόρισε όλους τους επισκέπτες, δεν είχε όμως τίποτα περισσότερο να προσθέσει. Η απάντησή του σ’ όλες τις ερωτήσεις ήταν απλώς αυτή: «Ο κύριος Μπίλμπο Μπάγκινς έχει φύγει κι απ’ όσο ξέρω, μια για πάντα». Κάλεσε μερικούς απ’ τους επισκέπτες μέσα, γιατί ο Μπίλμπο είχε αφήσει κάτι «μηνύματα» γι’ αυτούς.

Μες στο χολ ήταν μαζεμένα ένα σωρό πακέτα, δέματα και μικρά έπιπλα. Σε κάθε κομμάτι ήταν δεμένη μια ταμπελίτσα. Υπήρχαν πολλές αυτού του είδους:

«Για τον ΑΝΤΕΡΑΛΝΤ ΤΟΥΚ, εντελώς ΔΙΚΗ ΤΟΥ, απ’ τον Μπίλμπο», σε μια ομπρέλα. Ο Άντεραλντ είχε φύγει πολλές φορές παίρνοντας άλλες χωρίς ταμπελίτσα.

«Για την ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΓΚΙΝΣ, σ’ ανάμνηση μιας ΜΕΓΑΛΗΣ αλληλογραφίας, απ’ τον Μπίλμπο, με αγάπη»· σ’ ένα μεγάλο καλάθι γι’ άχρηστα. Η Ντόρα ήταν η αδελφή του Ντρόγκο και ήταν η πιο ηλικιωμένη ζωντανή συγγενής του Μπίλμπο και του Φρόντο· ήταν ενενήντα εννιά κι είχε γράψει χιλιάδες σελίδες με καλές συμβουλές εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια.

«Για το ΜΙΛΟ ΤΡΥΠΩΤΗ, με την ελπίδα πως θα του φανεί χρήσιμο, από τον Μ.Μ.» σε μια χρυσή πένα και μελανοδοχείο. Ο Μίλο δεν απαντούσε ποτέ σε γράμματα.

«Για να τον χρησιμοποιεί η ΑΝΤΖΕΛΑ, απ’ το θείο Μπίλμπο»· σ’ ένα στρογγυλό κυρτό καθρέφτη. Αυτή ήταν μια νεαρή Μπάγκινς που θεωρούσε, βέβαια, το πρόσωπό της πολύ καλοσχηματισμένο.

«Για τη συλλογή του ΧΙΟΥΓΚΟ ΖΩΣΤΟΥ, από ένα συνεισφέροντα»· σε μια (άδεια) βιβλιοθήκη. Ο Χιούγκο αγαπούσε πολύ να δανείζεται βιβλία που ποτέ σχεδόν δεν τα έφερνε πίσω.

«Για τη ΛΟΜΠΕΛΙΑ ΣΑΚΒΙΛ-ΜΠΑΓΚΙΝΣ, ως ΑΩΡΟ»· σε μια θήκη με ασημένια κουτάλια. Ο Μπίλμπο πίστευε πως είχε βολέψει κάμποσα απ’ τ’ ασημένια του κουτάλια τον καιρό που έλειπε στο πρώτο του ταξίδι. Η Λομπέλια αυτό το ήξερε καλά. Όταν έφτασε αργότερα εκείνη τη μέρα, αμέσως μπήκε στο νόημα, τα κουτάλια όμως τα πήρε.

Αυτά είναι μόνο μερικά απ’ τα συγκεντρωμένα δώρα. Το σπίτι του Μπίλμπο είχε κάπως παραγεμίσει με διάφορα πράγματα στη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του, Οι χομπιτότρυπες την είχαν αυτή την τάση, δηλαδή να παραγεμίζουν: και γι’ αυτό κυρίως έφταιγε το έθιμο να δίνουν τόσα πολλά δώρα γενεθλίων. Όχι, βέβαια, πως τα δώρα γενεθλίων ήταν πάντοτε καινούρια· υπήρχαν κανένα δυο παλιά μάθομ, που η χρήση τους είχε ξεχαστεί, που είχαν κυκλοφορήσει σ’ όλη την περιοχή· ο Μπίλμπο όμως συνήθως έδινε καινούρια δώρα κι αυτά που λάβαινε τα κρατούσε. Τώρα ξεκαθάριζε λιγάκι η παλιά η τρύπα.

Το καθένα απ’ τα διάφορα αποχαιρετιστήρια δώρα είχε την ταμπελίτσα του, γραμμένη προσωπικά απ’ τον Μπίλμπο, κι αρκετές είχαν κάποιο ιδιαίτερο νόημα ή αστείο. Αλλά βέβαια τα πιο πολλά πράγματα πήγαιναν εκεί που υπήρχε ανάγκη και θα ήταν ευπρόσδεκτα. Οι φτωχότεροι χόμπιτ, ιδιαίτερα αυτοί που έμεναν στο Μπάγκσοτ Ρόου, βολεύτηκαν για τα καλά. Ο γερο-Γκάμγκη πήρε δυο σάκους πατάτες, ένα καινούριο φτυάρι, ένα μάλλινο γιλέκο και μια μποτίλια αλοιφή για τις κλειδώσεις που τρίζουν. Ο γερο-Ρόρι Μπράντιμπακ, σ’ ανταπόδοση της μεγάλης φιλοξενίας του, πήρε δώδεκα μποτίλιες απ’ τον Παλιό Αμπελώνα· ένα δυνατό κόκκινο κρασί απ’ τη Νότια Μοίρα, που ήταν τώρα πολύ παλιό, γιατί το είχε βάλει ο πατέρας του Μπίλμπο. Ο Ρόρι συγχώρεσε τελείως τον Μπίλμπο και δήλωσε, μετά την πρώτη μποτίλια, πως είναι σπουδαίος.

Για το Φρόντο περίσσεψαν άφθονα απ’ όλα. Και φυσικά, οι κυριότεροι θησαυροί, καθώς και τα βιβλία, εικόνες κι έπιπλα με το παραπάνω, έμειναν δικά του. Πουθενά όμως δεν υπήρχε ίχνος ή λέξη για λεφτά ή κοσμήματα: ούτε μια δεκάρα ή μια γυάλινη χάντρα δεν ήταν ανάμεσα στα δώρα.

Ο Φρόντο πέρασε δύσκολες ώρες εκείνο τ’ απόγευμα. Μια ψεύτικη διάδοση πως μοίραζαν δωρεάν όλο το νοικοκυριό απλώθηκε σαν φωτιά και σε λίγο το σπίτι γέμισε από κόσμο, που δεν είχε καμιά δουλειά εκεί, αλλά που δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν έξω. Οι ταμπελίτσες σκίστηκαν κι ανακατεύτηκαν, και ξέσπασαν καβγάδες. Μερικοί προσπάθησαν να κάνουν ανταλλαγές και συμφωνίες στο χολ κι άλλοι προσπάθησαν να το σκάσουν με μικροπράγματα που δεν ήταν γι’ αυτούς, ή με οτιδήποτε τους φαινόταν πως δεν το ήθελαν ή δεν το πρόσεχαν. Ο δρόμος στην εξώπορτα είχε πήξει από καροτσάκια και χειράμαξες.

Και μέσα σ’ όλη αυτή τη φασαρία κατέφτασαν κι οι Σάκβιλ-Μπάγκινς. Ο Φρόντο είχε αποσυρθεί κι είχε αφήσει το φίλο του το Μέρι Μπράντιμπακ να προσέχει τα πράγματα. Όταν ο Όθο φωναχτά απαίτησε να δει το Φρόντο, ο Μέρι υποκλίθηκε ευγενικά!

— Είναι αδιάθετος, είπε. Ξεκουράζεται.

— Κρύβεται, θέλεις να πεις, είπε η Λομπέλια. Οπωσδήποτε εμείς θέλουμε να τον δούμε και σκοπεύουμε να τον δούμε. Πήγαινε και μήνυσε του το!

Ο Μέρι τους άφησε πολλή ώρα στο χολ κι έτσι είχαν τον καιρό ν’ ανακαλύψουν το αποχαιρετιστήριο δώρο των κουταλιών. Αυτό δεν έφτιαξε τη διάθεση τους. Τελικά τους πέρασαν στο γραφείο. Ο Φρόντο καθόταν σ’ ένα τραπέζι μ’ ένα σωρό χαρτιά μπροστά του. Φαινόταν κακοδιάθετος — τουλάχιστο για να δει τους Σάκβιλ-Μπάγκινς. Σηκώθηκε παίζοντας νευρικά με κάτι στην τσέπη του. Μίλησε όμως πολύ ευγενικά.

Οι Σάκβιλ-Μπάγκινς φέρθηκαν μάλλον προσβλητικά. Άρχισαν προσφέροντάς του κακές τιμές ευκαιρίας (γιατί ήταν φίλοι τάχα) για διάφορα πράγματα αξίας που δεν είχαν ταμπελίτσα. Όταν ο Φρόντο απάντησε ότι έδιναν μόνο τα πράγματα που ειδικά είχε σημειώσει ο Μπίλμπο, είπαν πως όλη η υπόθεση δεν τους φαινόταν καθαρή.

— Μόνο ένα πράγμα μου είναι ξεκάθαρο εμένα, είπε ο Όθο, δηλαδή ότι εσύ βολεύεσαι μια χαρά απ’ όλη την υπόθεση. Απαιτώ να δω τη διαθήκη.

Ο Όθο θα ήταν ο κληρονόμος του Μπίλμπο, αν δε γινόταν η υιοθεσία του Φρόντο. Διάβασε τη διαθήκη προσεκτικά και ρουθούνισε. Αυτή ήταν, για κακή του τύχη, πολύ ευκολονόητη και σωστή (σύμφωνα με τα νομικά έθιμα των χόμπιτ, που απαιτούσαν, μαζί με όλα τ’ άλλα και εφτά υπογραφές μαρτύρων με κόκκινο μελάνι).

— Μας την έσκασαν πάλι! είπε στη γυναίκα του. Και περιμέναμε κι εξήντα χρόνια. Κουτάλια; Σαχλαμάρες!

Χτύπησε περιφρονητικά τα δάχτυλά του κάτω απ’ τη μύτη του Φρόντο κι έφυγε χτυπώντας τα πόδια του. Αλλά τη Λομπέλια δεν την ξεφορτωνόσουν έτσι εύκολα. Λίγο αργότερα βγήκε απ’ το γραφείο ο Φρόντο για να δει πώς πήγαιναν τα πράγματα και τη βρήκε ακόμα εκεί, να ψαχουλεύει τις γωνιές και τις γωνίτσες και να χτυπάει τα πατώματα. Τη συνόδεψε σταθερά στην εξώπορτα αφού πρώτα την ξαλάφρωσε από μερικά μικρά αλλά μάλλον πολύτιμα πράγματα, που είχαν κάπως πέσει μες στην ομπρέλα της. Το πρόσωπό της έδειχνε λες και το ’πνιγε η αγωνία να σκεφτεί να πει κάτι συντριπτικό φεύγοντας, αλλά το μόνο που βρήκε να πει, γυρίζοντας στο σκαλί, ήταν:

— Θα ζήσεις και θα το μετανιώσεις, νεαρέ! Γιατί δε φεύγεις κι εσύ; Δεν είσαι απ’ εδώ· δεν είσαι Μπάγκινς — εσύ — εσύ ’σαι ένας Μπράντιμπακ!

— Τ’ άκουσες αυτό, Μέρι; Αυτό, αν θέλεις, ήταν προσβολή, είπε ο Φρόντο, καθώς της έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα.

— Ήταν κομπλιμέντο, είπε ο Μέρι Μπράντιμπακ, κι έτσι, φυσικά, όχι αληθινό.

Έπειτα έκαναν ένα γύρο την τρύπα και πέταξαν έξω τρεις νεαρούς χόμπιτ (δυο Μπόφιν κι ένα Μπόλγκερ), που άνοιγαν τρύπες στους τοίχους σε μια απ’ τις κάβες. Ο Φρόντο αναγκάστηκε να ’ρθει στα χέρια με το νεαρό Σάντσο Μεγαλοπόδαρο (του γερο-Όντο του Μεγαλοπόδαρου τον εγγονό), που είχε αρχίσει ανασκαφές στο μεγαλύτερο κελάρι, που νόμισε πως άκουσε κούφιο ήχο. Ο θρύλος για το χρυσάφι του Μπίλμπο είχε εξάψει και την περιέργεια και την ελπίδα· γιατί θρυλικό χρυσάφι (που αποκτά κανείς με τρόπο μυστηριώδη, αν όχι και τελείως παράνομο) είναι, όπως το ξέρουν όλοι, για όποιον το βρει — εκτός και διακοπεί η έρευνα.

Όταν νίκησε το Σάντσο και τον έσπρωξε έξω, ο Φρόντο κατάρρευσε πάνω σε μια καρέκλα στο χολ.

— Ώρα να το κλείσουμε το μαγαζί, Μέρι, είπε. Κλείδωσε την πόρτα και μην ανοίγεις σε κανένα σήμερα, ούτε ακόμα κι αν φέρουν πολεμικό έμβολο να τη σπάσουν. Μετά πήγε να πιει ένα καθυστερημένο φλιτζάνι τσάι για να συνέλθει.

Μόλις είχε καθίσει κάτω, όταν ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα στην μπροστινή πόρτα.

«Σίγουρα η Λομπέλια θα ’ναι, σκέφτηκε. Θα πρέπει να βρήκε κάτι πολύ τσουχτερό κι ήρθε πίσω πάλι για να το πει. Ασ’ το να περιμένει.»

Συνέχισε να πίνει το τσάι του. Το χτύπημα επαναλήφθηκε πιο δυνατά, αλλά δεν έδωσε σημασία. Ξαφνικά, το κεφάλι του μάγου φάνηκε στο παράθυρο.

— Αν δε μ’ ανοίξεις να μπω, Φρόντο, θ’ ανατινάξω την πόρτα σου μες στην τρύπα σου και θα βγει απ’ την άλλη μεριά του Λόφου, είπε.

— Αγαπητέ μου Γκάνταλφ! Μισό λεπτό! φώναξε ο Φρόντο τρέχοντας απ’ το δωμάτιο στην πόρτα. Έλα μέσα! Έλα μέσα! Νόμιζα πως ήταν η Λομπέλια.

— Τότε συγχωρεμένος να ’σαι. Αλλά την είδα λίγη ώρα πριν σ’ ένα πόνι μ’ ένα κάρο να πηγαίνει κατά το Νεροχώρι μ’ ένα πρόσωπο τόσο άγριο που θα έπηζε και φρέσκο γάλα.

— Εμένα μ’ είχε κιόλας πήξει, σχεδόν. Ειλικρινά, παραλίγο να φορέσω το δαχτυλίδι του Μπίλμπο. Τόσο ένιωθα την ανάγκη να εξαφανιστώ.

— Το νου σου, μη σου ξεφύγει και το κάνεις αυτό! είπε ο Γκάνταλφ ενώ καθόταν. Πρόσεχε το αυτό το δαχτυλίδι, Φρόντο. Γιατί αλήθεια, ως ένα σημείο, γι’ αυτό είναι που έχω έρθει να σου πα) μια τελευταία κουβέντα.

— Λοιπόν;

— Τι ξέρεις ως τώρα;

— Μόνο ό,τι μου είπε ο Μπίλμπο. Άκουσα την ιστορία του: πώς το βρήκε και πώς το χρησιμοποίησε: στο ταξίδι του, θέλω να πω.

— Αναρωτιέμαι όμως ποια ιστορία, είπε ο Γκάνταλφ.

— Α, όχι εκείνη που είπε στους νάνους και την έβαλε και στο βιβλίο του, είπε ο Φρόντο. Μου είπε την αληθινή ιστορία όταν ήρθα να μείνω εδώ. Είπε πως δεν τον άφησες σε χλωρό κλαρί μέχρι που να σου την πει κι έτσι καλό ήταν να την ξέρω κι εγώ. «Δεν πρέπει να υπάρχουν μυστικά ανάμεσά μας, Φρόντο, είπε, αλλά δεν πρέπει να πάνε παραπέρα. Γιατί, όπως και να το πάρεις, δικό μου είναι!»

— Ενδιαφέρον, είπε ο Γκάνταλφ. Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;

— Αν εννοείς όλη εκείνη την εφεύρεση για το «δώρο», λοιπόν, σκέφτηκα πως η πραγματική ιστορία ήταν πάρα πολύ πιο πιθανή και δεν μπόρεσα καθόλου να καταλάβω για ποιο λόγο να την αλλάξει. Ήταν εντελώς έξω από το χαρακτήρα του Μπίλμπο να κάνει κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και μου φάνηκε κάπως παράξενο.

— Έτσι μου φάνηκε κι εμένα. Αλλά παράξενα πράγματα μπορούν να συμβούν σ’ εκείνους που έχουν τέτοιους θησαυρούς — αν τους χρησιμοποιούν. Ας σου είναι αυτό προειδοποίηση ώστε να είσαι πολύ προσεκτικός μαζί του. Ίσως έχει κι άλλες δυνάμεις εκτός απ’ το να σε κάνει απλώς να εξαφανίζεσαι όταν θέλεις.

— Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Φρόντο.

— Ούτε κι εγώ, απάντησε ο μάγος. Απλώς έχω αρχίσει ν’ αναρωτιέμαι γι’ αυτό το δαχτυλίδι, ιδιαίτερα ύστερα από χτες το βράδυ. Δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείς. Αλλά, αν θέλεις τη συμβουλή μου, να το χρησιμοποιείς πολύ σπάνια ή και καθόλου. Τουλάχιστο σε παρακαλώ να μην το χρησιμοποιήσεις έτσι που να προξενήσεις θόρυβο ή να ξυπνήσεις υποψίες. Και πάλι σου λέω: φύλαξέ το ασφαλισμένο και κρυφό.

— Είσαι πολύ μυστηριώδης! Τι φοβάσαι;

— Δεν είμαι σίγουρος, και γι’ αυτό δε θα πω περισσότερα. Ίσως να μπορέσω να σου πω κάτι σα γυρίσω. Φεύγω αμέσως· γι’ αυτό, προς το παρόν, αντίο.

Σηκώθηκε.

— Αμέσως κιόλας! φώναξε ο Φρόντο. Γιατί; Νόμιζα πως θα ’μενες τουλάχιστο για μια βδομάδα. Περίμενα να με βοηθήσεις.

— Έτσι έλεγα κι εγώ — μα χρειάζεται ν’ αλλάξω απόφαση. Μπορεί να λείψω για καιρό. Θά ’ρθω όμως να σε ξαναδώ, αμέσως μόλις μπορέσω. Να με περιμένεις, όταν με δεις. Θα γλιστρήσω μέσα χωρίς θόρυβο. Δε θα ξαναεπισκεφτώ συχνά φανερά το Σάιρ πάλι. Βρίσκω πως έχω χάσει κάπως τη δημοτικότητά μου. Λένε πως είμαι ενοχλητικός και πως τους χαλάω την ησυχία. Μερικοί μάλιστα με κατηγορούν πως εγώ εξαφάνισα τον Μπίλμπο κι άλλα χειρότερα. Κι αν θέλεις να ξέρεις, υποτίθεται πως εσύ κι εγώ συνωμοτούμε για να βάλουμε στο χέρι τα πλούτη του.

— Μερικοί! ξεφώνισε ο Φρόντο. Θες να πεις τον Όθο και τη Λομπέλια. Λυτό είναι απαίσιο! Εγώ θα τους το ’δινα το Μπαγκ Εντ κι όλα του τα καλά, αν μπορούσα να έφερνα τον Μπίλμπο πίσω και να πήγαινα μαζί του. Το Σάιρ το αγαπώ. Αλλά κάπως όμως αρχίζω να εύχομαι να είχα κι εγώ φύγει. Αναρωτιέμαι αν θα τον ξαναδώ ποτέ.

— Το ίδιο κι εγώ, είπε ο Γκάνταλφ. Κι αναρωτιέμαι ακόμα και για πολλά άλλα πράγματα. Γεια σου, τώρα! Να προσέχεις τον εαυτό σου! Και να ’χεις το νου σου για μένα, ιδιαίτερα σε ώρες ακατάλληλες. Αντίο!

Ο Φρόντο τον έβγαλε μέχρι την πόρτα. Αυτός κούνησε μια τελευταία φορά το χέρι του κι έφυγε, περπατώντας εκπληκτικά γρήγορα. Ο Φρόντο όμως είχε την εντύπωση ότι ο γερο-μάγος φαινόταν ασυνήθιστα καμπουριασμένος, λες και κουβαλούσε κάποιο μεγάλο βάρος.

Το δειλινό προχωρούσε και η σκεπασμένη με το μανδύα σιλουέτα του γρήγορα χάθηκε στο λυκόφωτο. Πέρασε πολύς καιρός για να τον δει ο Φρόντο ξανά.

Κεφάλαιο II Η ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΩΝ

Οι συζητήσεις δεν έπαψαν ούτε σε εννιά ούτε σε ενενήντα εννιά μέρες. Η δεύτερη εξαφάνιση του κυρίου Μπίλμπο Μπάγκινς έγινε θέμα συζητήσεων στο Χόμπιτον και στ’ αλήθεια, σ’ όλο το Σάιρ, για ένα χρόνο και μια μέρα όπως λένε, και τη θυμόντουσαν δε πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Έγινε παραμύθι για τους μικρούς χόμπιτ στο παραγώνι και τελικά ο τρελο-Μπάγκινς, που εξαφανιζόταν μ’ ένα μπαμ και μια αστραπή και ξαναφανερωνόταν με σάκους γεμάτους χρυσάφι και στολίδια, έγινε αγαπημένος ήρωας σε θρύλους κι έζησε για πολύ. ακόμη κι όταν τ’ αληθινά γεγονότα είχαν πια ξεχαστεί.

Στο μεταξύ όμως, πίστευαν γενικά στη γειτονιά ότι ο Μπίλμπο, που πάντα ήταν λιγάκι λοξός, είχε τελικά αποτρελαθεί κι είχε πάρει τους δρόμους. Εκεί το δίχως άλλο θα’ ’χε πέσει σε καμιά λίμνη ή σε κανένα ποτάμι και θα ’χε βρει ένα τραγικό, αλλά όχι και πριν της ώρας του, τέλος. Και την ευθύνη τη φόρτωναν κυρίως στον Γκάνταλφ.

— Αν αυτός ο συφοριασμένος ο μάγος άφηνε ήσυχο το νεαρό το Φρόντο, ίσως και να κάτσει στ’ αυγά του και να βάλει λίγο χομπιτο-μυαλό, έλεγαν.

Και όπως φαινόταν ο μάγος άφησε το Φρόντο ήσυχο κι αυτός κάθισε στ’ αυγά του, αλλά δε φαινόταν να ’βαλε και πολύ χομπιτο-μυαλό. Γιατί στ’ αλήθεια, αυτός αμέσως άρχισε ν’ ακολουθεί τη φήμη του Μπίλμπο στην παραξενιά. Αρνήθηκε να φορέσει μαύρα και να πενθήσει και την άλλη χρονιά έκανε πάρτι για να τιμήσει τα εκατόν δώδεκα χρόνια του Μπίλμπο, που το είπε το ένα εικοστό του τόνου[6], αλλά δεν ήταν σαν το περσινό, γιατί είχε μόνο είκοσι καλεσμένους, κι έκανε τόσα γεύματα., που χιόνισε φαΐ κι έβρεξε ποτό. όπως λένε οι χόμπιτ.

Μερικοί σοκαρίστηκαν κάπως, ο Φρόντο όμως συνέχισε να κάνει το Πάρτι των Γεννεθλίων του Μπίλμπο κάθε χρόνο, μέχρι που το συνήθισαν. Ο Φρόντο έλεγε ότι δεν πίστευε πως ο Μπίλμπο ήταν πεθαμένος. Όταν όμως τον ρωτούσαν: «Πού είναι λοιπόν;» τότε σήκωνε τους ώμους.

Ζούσε μόνος όπως κι ο Μπίλμπο, αλλά είχε πολλούς φίλους, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νεότερους χόμπιτ (κυρίως απογόνους του Γερο-Τούκ) που, όταν ήταν παιδιά, αγαπούσαν τον Μπίλμπο κι έκαναν συχνές επισκέψεις στο Μπαγκ Εντ. Ο Φόλκο Μπόφιν κι ο Φρέντεγκαρ Μπόλγκερ, ήταν δυο απ’ αυτούς. Οι πιο καλοί του φίλοι όμως ήταν ο Πέρεγκριν Τουκ που συνήθως τον έλεγαν Πίπιν κι ο Μέρι Μπράντιμπακ (το πραγματικό του όνομα ήταν Μέριαντοκ, αλλά σπάνια το θυμόντουσαν). Ο Φρόντο έβγαινε μεγάλες βόλτες στο Σάιρ μαζί τους, αλλά πιο συχνά περιπλανιόταν μόνος του κι απορούσαν, ο μυαλωμένος κόσμος, που τον έβλεπαν μερικές φορές μακριά απ’ το σπίτι του να περπατάει στους λόφους και στα δάση στην αστροφεγγιά. Ο Μέρι κι ο Πίπιν υποψιάζονταν ότι επισκεπτόταν τα Ξωτικά μερικές φορές, όπως έκανε ο Μπίλμπο.

Καθώς ο καιρός περνούσε, ο κόσμος άρχισε να προσέχει ότι κι ο Φρόντο έδειχνε σημάδια πως ήταν «καλοδιατηρημένος»: εξωτερικά διατηρούσε την εμφάνιση ενός υγιέστατου και δραστήριου χόμπιτ που μόλις μπήκε στα τριάντα. «Μερικοί έχουν την τύχη όλη», έλεγαν· αλλά δεν ήταν παρά μόνο όταν ο Φρόντο πλησίασε τη συνήθως πιο σοβαρή ηλικία των πενήντα που άρχισαν να τον βρίσκουν αλλόκοτο.

Ο Φρόντο, μετά απ’ το αρχικό σοκ, ανακάλυψε ότι το να είναι ο κύριος Μπάγκινς του Μπαγκ Εντ ήταν μάλλον ευχάριστο. Για αρκετά χρόνια ήταν εντελώς ευτυχισμένος και δεν πολυνοιαζόταν για το μέλλον. Αλλά, χωρίς κι αυτό καλά καλά να το καταλάβει, η λύπη, που δεν είχε πάει μαζί με τον Μπίλμπο, σιγά σιγά φούντωνε. Έπιασε τον εαυτό του ν’ αναρωτιέται μερικές φορές, ιδιαίτερα το φθινόπωρο, για τις άγριες χώρες, και παράξενα οράματα βουνών, που δεν τα ’χε δει ποτέ του, έρχονταν στα όνειρά του. Άρχισε να μονολογεί: «Ίσως μια μέρα να τον περάσω κι εγώ τον ποταμό». Σ’ αυτά τα λόγια όμως το άλλο μισό του μυαλό πάντοτε απαντούσε: «Όχι ακόμα».

Αυτό συνέχισε μέχρι που τα σαράντα του πέρασαν και τα γενέθλια για τα πενήντα του πλησίαζαν: Τα πενήντα ήταν ένας αριθμός που τον ένιωθε κάπως σπουδαίο (ή μοιραίο)· και, όπως και να ’χε το πράγμα, ήταν η ηλικία που είχε τύχει ξαφνικά στον Μπίλμπο η περιπέτειά του. Ο Φρόντο άρχισε να μην μπορεί να σταθεί πουθενά και τα παλιά τα μονοπάτια τού φαίνονταν πολυπατημένα. Κοίταζε διάφορους χάρτες και αναρωτιόταν τι να βρίσκεται πέρα απ’ τις άκρες τους: οι χάρτες οι φτιαγμένοι στο Σάιρ έδειχναν κυρίως άσπρες περιοχές πέρα απ’ τα σύνορά του. Άρχισε να περιπλανιέται όλο και πιο μακριά κι όλο συχνότερα μόνος του· ο Μέρι και οι άλλοι του οι φίλοι τον πρόσεχαν με ανησυχία. Συχνά τον έβλεπαν να περπατά και να μιλά με παράξενους ταξιδιώτες, που εκείνη την εποχή άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στο Σάιρ.

Ακούγονταν πολλές φήμες για παράξενα πράγματα που γίνονταν στον έξω κόσμο. Κι επειδή ο Γκάνταλφ τότε δεν είχε φανεί και δεν είχε στείλει και κανένα μήνυμα εδώ και αρκετά χρόνια, ο Φρόντο μάζευε όσα νέα μπορούσε. Τα Ξωτικά, που σπάνια περπατούσαν στο Σάιρ, τώρα τα έβλεπες να περνούν προς τη δύση ανάμεσα απ’ τα δάση τα βράδια, να περνούν και να μην ξαναγυρίζουν. Άφηναν όμως τη Μέση-Γη και δε νοιάζονταν πια για τα προβλήματά της. Υπήρχαν όμως στους δρόμους και νάνοι ασυνήθιστα πολλοί. Ο αρχαίος Ανατολικο-δυτικός δρόμος περνούσε μέσ’ απ’ το Σάιρ και τέλειωνε στα Γκρίζα Λιμάνια και οι νάνοι πάντοτε τον έπαιρναν για να πάνε στα ορυχεία τους στα Γαλάζια Βουνά.

Αυτοί ήταν και η κύρια πηγή πληροφοριών των χόμπιτ για τα μακρινά μέρη — αν ήθελαν να τα μάθουν: ο κανόνας ήταν, πως οι νάνοι έλεγαν λίγα και οι χόμπιτ δε ρωτούσαν περισσότερα. Αλλά τώρα ο Φρόντο συχνά συναντούσε ξένους νάνους από μακρινές πατρίδες, που ζητούσαν καταφύγιο στη Δύση. Είχαν στενοχώριες και μερικοί μιλούσαν ψιθυριστά για τον Εχθρό και για τη Γη της Μόρντορ.

Αυτό το όνομα οι χόμπιτ το ήξεραν μόνο από παραδόσεις για το σκοτεινό παρελθόν, σαν μια σκια στο βάθος των αναμνήσεων τους· ήταν, όμως σκοτεινό και προκαλούσε ανησυχία. Φαινόταν πως η κακόβουλη δύναμη του Δάσους της Σκοτεινιάς είχε διωχτεί απ’ το Λευκό Συμβούλιο μόνο και μόνο για να ξαναφανεί πιο δυνατή στα παλιά λημέρια της Μόρντορ. Ο Σκοτεινός Πύργος είχε ξαναχτιστεί, έλεγαν. Από εκεί η δύναμη απλωνόταν παντού και μακριά πέρα στην ανατολή και στο νοτιά γίνονταν πόλεμοι κι ο φόβος μεγάλωνε. Οι Ορκ πολλαπλασιάζονταν πάλι στα βουνά. Οι Γίγαντες γύριζαν παντού, όχι πια χαζοί, αλλά πονηροί και οπλισμένοι με φοβερά όπλα. Και κυκλοφορούσαν ψιθυριστές φήμες για κάτι πλάσματα πιο τρομερά απ’ όλα τ’ άλλα που όμως δεν είχαν όνομα.

Λίγα απ’ όλ’ αυτά, φυσικά, έφταναν στ’ αυτιά των απλών χόμπιτ. Αλλ’ όμως κι οι πιο κουφοί κι οι πιο σπιτόγατοι άρχισαν ν’ ακούνε αλλόκοτες ιστορίες. Κι αυτοί που οι δουλειές τους τούς έφερναν στα σύνορα έβλεπαν παράξενα πράγματα. Η συζήτηση στον Πράσινο Δράκο του Νεροχωριού, ένα βράδυ την άνοιξη, που ο Φρόντο γινόταν πενήντα, έδειχνε πως ακόμα και στην καλόβολη καρδιά του Σάιρ είχαν ακουστεί φήμες, αν και οι περισσότεροι χόμπιτ ακόμα τις περιγελούσαν.

Ο Σαμ Γκάμγκη καθόταν σε μια γωνιά κοντά στη φωτιά κι αντίκρυ του ήταν ο Τεντ Σάντιμαν, ο γιος του Μυλωνά· κι ήταν και διάφοροι άλλοι γεωργοί χόμπιτ κι άκουγαν την κουβέντα τους.

— Περίεργα πράγματα ακούς αυτές τις μέρες, μα την αλήθεια, είπε ο Σαμ.

— Μπα! είπε ο Τεντ, ακούς αν δώσεις σημασία. Εγώ όμως μπορώ ν’ ακούσω παραμύθια κι ιστορίες για παιδιά στο παραγώνι σπίτι μου, σα θέλω.

— Σίγουρα μπορείς, αντίσκοψε ο Σαμ, και θα ’λεγα πως υπάρχει περισσότερη αλήθεια σ’ αυτές απ’ όση νομίζεις. Γιατί, ποιος τις βρήκε τις ιστορίες; Να, πάρε τους δράκους, να πούμε.

— Όχι ευχαριστώ, είπε ο Τεντ, δεν τους παίρνω. Άκουσα να λένε γι’ αυτούς όταν ήμουνα πιτσιρικάς, αλλά για ποιο λόγο να τις πιστέψω τώρα; Υπάρχει μόνο ένας Δράκος στο Νεροχώρι κι αυτός είναι ο Πράσινος, είπε κι όλοι γέλασαν.

— Εντάξει, είπε ο Σαμ, γελώντας με τους υπόλοιπους. Αλλά τι λες γι’ εκείνους τους Δεντρανθρώπους, εκείνους που είναι γίγαντες; Λένε πως ένας, πιο μεγάλος κι από δέντρο, φάνηκε πέρα μακριά στα Βορινά Έλη, όχι πολύ καιρό πριν.

— Και ποιοι είναι αυτοί που λένε;

— Να, ένας είναι κι ο ξάδελφος μου ο Χαλ. Δουλεύει στον κύριο Μπόφιν στο Όβερχιλ και πηγαίνει πέρα στη Βόρεια Μοίρα για κυνήγι. Αυτός είδε έναν.

— Λέει πως τον είδε, ίσως. Ο Χαλ σου όμως συνέχεια λέει πως βλέπει πράγματα και θάματα· μπορεί όμως και να βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν.

— Μ’ αυτός ήταν μεγάλος σαν λεύκα και περπατούσε — περπατούσε εφτά οργιές κάθε του βήμα, να μην ήταν και παραπάνω.

— Τότε βάζω στοίχημα πως μόνο παραπάνω δεν ήταν. Το μόνο που είδε θα ’ταν καμιά λεύκα, άκου με που σου λέω.

— Μ’ αυτό περπατούσε, σου λέω· και δεν υπάρχει λεύκα ούτε για δείγμα στα Βορινά Έλη.

— Τότε ο Χάλ δεν μπορεί να είδε λεύκα, είπε ο Τεντ.

Μερικοί γέλασαν και χειροκρότησαν; το ακροατήριο φαινόταν να πιστεύει πως ο Τεντ τον είχε αποστομώσει.

— Όμως, είπε ο Σαμ, ούτε συ μπορείς ν’ αρνηθείς πως κι άλλοι εξόν απ’ το Χάλφαστ μας, έχουν δει περίεργο κόσμο να διασχίζει το Σάιρ — να το διασχίζει, σημείωσέ το: υπάρχουν ακόμα περισσότεροι που τους γυρίζουν πίσω στα σύνορα. Ποτέ ως τώρα δεν είχαν τόση δουλειά οι οριοφύλακες στα σύνορα. Κι άκουσα να λένε πως τα Ξωτικά φεύγουν δυτικά. Λένε πως πάνε στα λιμάνια, πέρα μακριά, πίσω απ’ τους Λευκούς Πύργους.

Ο Σαμ κούνησε αόριστα το χέρι του: ούτε αυτός, ούτε κανείς τους δεν ήξερε πόσο μακριά ήταν ως τη Θάλασσα, μετά απ’ τους παλιούς πύργους πέρα απ’ τα δυτικά σύνορα του Σάιρ. Αλλά υπήρχε η παράδοση πως, πέρα μακριά εκεί, ήταν τα Γκρίζα Λιμάνια, απ’ όπου πότε πότε τα πλοία των Ξωτικών άνοιγαν πανιά, για να μην ξαναγυρίσουν ποτέ.

— Ανοίγουν πανιά, ταξιδεύουν, ταξιδεύουν πάνω στη Θάλασσα, πάνε στη Δύση και μας αφήνουν, είπε ο Σαμ μισοψέλνοντας τις λέξεις, κουνώντας το κεφάλι του λυπημένα και σοβαρά.

Αλλά ο Τεντ γέλασε.

— Λοιπόν, αυτό δεν είναι δα και νέο, αν πιστέψεις τις παλιές τις ιστορίες. Και δε βλέπω εσένα κι εμένα τι μας κόφτει. Άσ’ τα να ταξιδεύουν! Είμαι σίγουρος πως δεν τα είδες να ταξιδεύουν, ούτε και κανείς άλλος στο Σάιρ.

— Ναι, δεν ξέρω, είπε ο Σαμ σκεφτικά.

Πίστευε πως μια φορά είχε δει ένα Ξωτικό στο δάσος κι ακόμα είχε την ελπίδα μήπως δει περισσότερα κάποια μέρα. Όλοι οι θρύλοι που είχε ακούσει όταν ήταν μικρός, κομμάτια από παραμύθια και μισοξεχασμένες ιστορίες για Ξωτικά, όσα ήξεραν οι χόμπιτ, πάντα τον συγκινούσαν βαθιά.

— Υπάρχουν μερικοί, ακόμη και σ’ αυτά τα μέρη, που ξέρουν καλά τα Ωραία Πλάσματα και μαθαίνουν νέα τους, είπε. Πάρε τον κύριο Μπάγκινς που δουλεύω. Αυτός μου είπε πως μπαρκάρουν και, όσο να ’ναι, κάτι ξέρει αυτός για Ξωτικά. Κι ο γερο-κύριος Μπίλμπο ήξερε περισσότερα: πολλές συζητήσεις είχα μαζί του, όταν ήμουν πιτσιρικάς.

— Μπα! Κι οι δυο τους είναι λοξοί, είπε ο Τεντ. Δηλαδή ο γερο-Μπίλμπο ήταν λοξός κι ο Φρόντο τον ακολουθεί. Αν από κει έχεις τις πληροφορίες σου, δε θα σου λείψουν τα παραμύθια. Λοιπόν, φίλε μου, πάω σπίτι. Στην υγειά σας!

Άδειασε μέχρι τον πάτο την μπίρα του κι έφυγε με θόρυβο.

Ο Σαμ κάθισε σιωπηλός και δεν πρόσθεσε τίποτα πια. Είχε πολλά να σκεφτεί. Και, πρώτα πρώτα, είχε ένα σωρό δουλειά στον κήπο του Μπαγκ Εντ και θα ’ταν ως το λαιμό, όλη τη μέρα αύριο, αν ξάνοιγε ο καιρός. Το γρασίδι μεγάλωνε γρήγορα. Ο Σαμ όμως είχε άλλες σκοτούρες στο κεφάλι του έξω απ’ την κηπουρική. Σε λίγο αναστέναξε και σηκώθηκε και βγήκε έξω.

Ήταν αρχές του Απρίλη κι ο ουρανός ξεκαθάριζε τώρα μετά από μια γερή βροχή. Ο ήλιος ήταν πεσμένος και το δροσερό χλωμό δειλινό ήσυχα έσβηνε στη νύχτα. Περπάτησε σπίτι του, κάτω απ’ τα πρώτα αστέρια, διασχίζοντας το Χόμπιτον κι ανέβηκε το Λόφο σφυρίζοντας σιγανά και σκεφτικά.

Τότε ακριβώς ήταν που ξαναφάνηκε ο Γκάνταλφ μετά τη μακρόχρονη απουσία του. Για τρία χρόνια μετά το Πάρτι έλειπε μακριά. Μετά έκανε μια σύντομη επίσκεψη στο Φρόντο, κι αφού τον κοίταξε καλά έφυγε πάλι. Στα επόμενα δύο χρόνια εμφανιζόταν αρκετά συχνά. Ερχόταν χωρίς να τον περιμένεις μετά το σούρουπο κι έφευγε χωρίς προειδοποίηση πριν βγει ο ήλιος. Δεν του άρεσε να μιλάει για τις δουλειές και τα ταξίδια του και φαινόταν κυρίως να τον ενδιαφέρουν τα μικρά νέα γύρω απ’ την υγεία τού Φρόντο και την καθημερινή του ζωή.

Έπειτα ξαφνικά οι επισκέψεις του σταμάτησαν. Ήταν πάνω από εννιά χρόνια που ο Φρόντο είχε να τον δει ή να πάρει νέα του, κι είχε αρχίσει να σκέφτεται πως ο μάγος δε θα ξαναγύριζε και πως θα ’χε πάψει να ενδιαφέρεται για τους χόμπιτ. Αλλά εκείνο το βράδυ, την ώρα που ο Σαμ πήγαινε σπίτι του και το λυκόφωτο έσβηνε, ακούστηκε το, από παλιά γνωστό, χτύπημα στο παράθυρο του γραφείου.

Ο Φρόντο καλωσόρισε το γερο-φίλο του μ’ έκπληξη και χαρά. Κοίταξαν προσεχτικά ο ένας τον άλλο.

— Λοιπόν, όλα καλά, ε; είπε ο Γκάνταλφ. Είσαι πάντα ο ίδιος, Φρόντο.

— Το ίδιο κι εσύ, απάντησε ο Φρόντο.

Μέσα του όμως σκέφτηκε πως ο Γκάνταλφ φαινόταν πιο γερασμένος και κουρασμένος απ’ τις φροντίδες. Τον πίεσε να του πει νέα του έξω κόσμου και δικά του, και γρήγορα πιάσαν την κουβέντα για τα καλά και ξενύχτησαν μέχρι αργά.

Το άλλο πρωί, μετά από ένα καθυστερημένο πρωινό, ο μάγος κάθισε με το Φρόντο δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο του γραφείου. Μια ζωηρή φωτιά έκαιγε στο τζάκι, ο ήλιος όμως ήταν ζεστός κι ο καιρός στο Νοτιά. Όλα φαίνονταν φρέσκα και το καινούριο πράσινο της άνοιξης λαμπύριζε στα χωράφια και στ’ ακροδάχτυλα των δέντρων.

Ο Γκάνταλφ θυμόταν μια άνοιξη, εδώ κι ογδόντα χρόνια, που ο Μπίλμπο έφυγε τρέχοντας απ’ το Μπαγκ Εντ χωρίς μαντίλι. Τα μαλλιά του ήταν ίσως πιο άσπρα, απ’ ό,τι ήταν τότε, και η γενειάδα και τα φρύδια του ήταν ίσως μακρύτερα και το πρόσωπό του πιο χαρακωμένο απ’ τις φροντίδες και τη σοφία. Τα μάτια του όμως ήταν ζωηρά όπως πάντα και κάπνιζε και ξεφυσούσε δαχτυλίδια από καπνό με την ίδια ζωντάνια κι απόλαυση.

Κάπνιζε τώρα σιωπηλά, γιατί ο Φρόντο καθόταν ακίνητος ακόμα, βυθισμένος σε σκέψεις. Ακόμα και στο φως του πρωινού ένιωθε τη σκοτεινή σκιά απ’ τα νέα που είχε φέρει ο Γκάνταλφ. Τέλος, έκοψε τη σιωπή.

— Χτες βράδυ άρχισες να μου λες παράξενα πράγματα για το δαχτυλίδι μου, Γκάνταλφ, είπε. Και μετά σταμάτησες, γιατί είπες πως τέτοια πράγματα καλύτερα να μένουν για το πρωί. Δε νομίζεις πως είναι καλά να τελειώνεις τώρα; Λες πως το δαχτυλίδι είναι επικίνδυνο, πολύ πιο επικίνδυνο απ’ ό,τι μαντεύω. Με τι τρόπο όμως;

— Με πολλούς τρόπους, απάντησε ο μάγος. Είναι πολύ πιο ισχυρό απ’ ό,τι ποτέ τόλμησα να φανταστώ στην αρχή, τόσο ισχυρό που στο τέλος θα. μπορούσε τελείως να υποτάξει όποιον, από θνητή γενιά, κι αν το είχε. Θα τον κυριαρχούσε.

» Στην Ερέγκιον, πολύ παλιά, έφτιαξαν πολλά Ξωτικά δαχτυλίδια, μαγικά δαχτυλίδια, όπως τα λες, κι αυτά ήταν, βέβαια, διαφόρων ειδών: μερικά πιο δυνατά και μερικά πιο λίγο. Τα πιο αδύνατα δαχτυλίδια ήταν μόνο δοκιμές στην τέχνη αυτή, πριν να εξελιχθεί τελείως και, για τα Ξωτικά-με-ταλλουργούς, ήταν ασήμαντα τελείως, όμως ακόμα, κατά τη γνώμη μου, επικίνδυνα για θνητούς. Τα Μεγάλα όμως Δαχτυλίδια, τα Δαχτυλίδια της δύναμης, αυτά ήταν πάρα πολύ επικίνδυνα, φοβερά.

» Ένας θνητός, Φρόντο, που κρατάει ένα απ’ τα Μεγάλα Δαχτυλίδια, δεν πεθαίνει, αλλά ούτε και μεγαλώνει ή παίρνει περισσότερη ζωή, απλώς συνεχίζει, μέχρι που τέλος το κάθε λεπτό γίνεται κούραση και ταλαιπωρία Κι αν χρησιμοποιεί συχνά το Δαχτυλίδι για να γίνεται αόρατος, ξεθωριάζει: γίνεται τέλος αόρατος παντοτινά και περπατάει στο λυκόφως κάτω απ’ το βλέμμα της σκοτεινής δύναμης που κυβερνά τα Δαχτυλίδια. Ναι, αργά ή γρήγορα — αργά, αν είναι δυνατός ή καλοθέλητος στην αρχή, αλλά ούτε η δύναμη ούτε ο καλός σκοπός θ’ αντέξουν — αργά ή γρήγορα η σκοτεινή δύναμη θα τον κατασπαράξει.

— Τι φοβερό! είπε ο Φρόντο.

Ακολούθησε κι άλλη μεγάλη σιωπή. Απ’ τον κήπο ερχόταν ο θόρυβος που έκανε ο Σαμ Γκάμγκη κόβοντας το γρασίδι.

— Πόσο καιρό το ξέρεις αυτό; ρώτησε τέλος ο Φρόντο. Και τι ήξερε ο Μπίλμπο;

— Ο Μπίλμπο δεν ήξερε τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι σου είπε, είμαι βέβαιος, είπε ο Γκάνταλφ. Γιατί σίγουρα ποτέ δε θα σου κληροδοτούσε κάτι που θα το θεωρούσε επικίνδυνο, αν και του υποσχέθηκα πως θα προσέχω. Νόμιζε ότι το δαχτυλίδι ήταν πολύ ωραίο και πολύ χρήσιμο στην ανάγκη· κι αν κάτι ήταν στραβό ή περίεργο, ήταν αυτός ο ίδιος. Μου είπε πως «μεγαλώνει μες στο μυαλό του» και πως συνεχώς νοιαζόταν γι’ αυτό, αλλά δεν υποψιαζόταν πως ήταν το δαχτυλίδι αυτό που έφταιγε. Αν κι είχε ανακαλύψει πως έπρεπε να το προσέχει· δε φαινόταν να έχει πάντοτε το ίδιο μέγεθος ή βάρος· μάζευε ή φάρδαινε περίεργα και μπορούσε να σου γλιστρήσει ξαφνικά απ’ το δάχτυλο που λίγο πριν ήταν σφιχτό.

— Ναι, με προειδοποίησε γι’ αυτό στο τελευταίο του γράμμα, είπε ο Φρόντο, έτσι το έχω πάντα περασμένο στην αλυσίδα του.

— Πολύ σοφό, είπε ο Γκάνταλφ, Κι όσο για τη μακροζωία του, αυτός ποτέ δεν τη συσχέτισε με το δαχτυλίδι καθόλου. Την απόδιδε στον ίδιο του τον εαυτό κι ήταν πολύ υπερήφανος γι’ αυτή, αν κι είχε αρχίσει να χάνει την ηρεμία του και ν’ ανησυχεί. Λεπτός και τεντωμένος, είχε πει. Αυτό ήταν σημάδι πως το δαχτυλίδι ξέφευγε απ’ τον έλεγχό του.

— Πόσο καιρό τα ήξερες όλ’ αυτά; ρώτησε ο Φρόντο.

— Ήξερα; είπε ο Γκάνταλφ. Ήξερα πολλά που μόνο οι Σοφοί ξέρουν, Φρόντο. Μα αν εννοείς «ήξερα γι’ αυτό το δαχτυλίδι», λοιπόν ακόμα δεν ξέρω, μπορείς να πεις. Είναι ακόμα μια τελευταία δοκιμή να κάνω. Όμως δεν αμφιβάλλω πια για την υπόθεσή μου.

» Πότε πρωτάρχισα να μαντεύω; ρέμβασε, γυρνώντας πίσω στο παρελθόν. Για να δω — ήταν η χρονιά που το Λευκό Συμβούλιο έδιωξε τη σκοτεινή δύναμη απ’ το Δάσος της Σκοτεινιάς, λίγο πριν τη Μάχη των Πέντε Στρατιών, που ο Μπίλμπο βρήκε το δαχτυλίδι του. Τότε μια σκιά πλάκωσε την καρδιά μου, αν και δεν ήξερα ακόμα τι φοβόμουν. Συχνά αναρωτιόμουν πώς έπεσε στα χέρια του Γκόλουμ ένα απ’ τα Μεγάλα Δαχτυλίδια, γιατί ήταν σίγουρα τέτοιο. Αυτό τουλάχιστον ήταν φανερό απ’ την αρχή. Μετά άκουσα την περίεργη ιστορία του Μπίλμπο, πώς το είχε «κερδίσει». και δεν μπορούσα να την πιστέψω. Όταν τέλος του πήρα την αλήθεια, είδα αμέσως πως προσπαθούσε ν’ αποδείξει την κυριότητα του δαχτυλιδιού, πέρα από κάθε αμφιβολία. Ακριβώς όπως και το Γκόλουμ με το «δώρο των γενεθλίων του». Τα ψέματα έμοιαζαν πολύ κι αυτό δε μ’ άρεσε. Ήταν φανερό πως το δαχτυλίδι είχε κακή επιρροή, που επιδρούσε σ’ αυτόν που το είχε στη φύλαξή του αμέσως. Αυτό ήταν η πρώτη αληθινή προειδοποίηση που είχα πως όλα δεν ήταν εντάξει. Τόνισα συχνά στον Μπίλμπο πως τέτοια δαχτυλίδια ήταν πιο καλά να μένουν αχρησιμοποίητα· αλλά του κακοφάνηκε και γρήγορα θύμωσε. Κι ήταν πολύ λίγα αυτά που μπορούσα να κάνω πέρ’ απ’ αυτό. Δεν μπορούσα να του το πάρω χωρίς να προκαλέσω μεγαλύτερο κακό. Κι έτσι κι αλλιώς, δεν είχα δικαίωμα να το κάνω. Μπορούσα μόνο να προσέχω και να περιμένω. Ίσως να έπρεπε να ζητούσα τη συμβουλή του Σάρουμαν του Λευκού, μα κάτι πάντα με συγκρατούσε.

— Ποιος είν’ αυτός; ρώτησε ο Φρόντο. Ποτέ μου δεν ξανάκουσα να μιλούν γι’ αυτόν.

— Ίσως όχι, απάντησε ο Γκάνταλφ. Οι χόμπιτ δεν είναι, ούτε ήταν, δική του υπόθεση. Είναι όμως μεγάλος ανάμεσα στους Σοφούς. Είναι αρχηγός της τάξης μου και επικεφαλής του Συμβουλίου. Οι γνώσεις του είναι βαθιές, μα η περηφάνια του έχει μεγαλώσει μ’ αυτές και δεν του αρέσει ν’ ανακατεύονται στις υποθέσεις του. Τα πάντα γύρω απ’ τα Δαχτυλίδια των Ξωτικών, μικρά ή μεγάλα, είναι ο τομέας του. Τα έχει πολύ μελετήσει ψάχνοντας για τα χαμένα μυστικά της κατασκευής τους, όταν όμως τα Δαχτυλίδια συζητήθηκαν στο Συμβούλιο. ό,τι μας αποκάλυψε γύρω απ’ αυτά καθησύχασαν τους φόβους μου. Κι έτσι αποκοιμήθηκε η αμφιβολία μου — ο ύπνος της όμως ήταν ανήσυχος. Αλλά δεν έπαψα να παρακολουθώ και να περιμένω.

» Κι όλα φαίνονταν καλά με τον Μπίλμπο. Και τα χρόνια πέρασαν. Ναι, πέρασαν, και φαίνονταν να μην τον αγγίζουν. Δεν έδειχνε σημάδια από γερατειά. Η σκιά ξανάπεσε απάνω μου. Αλλά είπα στον εαυτό μου; “Στο κάτω κάτω κατάγεται από οικογένεια αιωνοβίων απ’ τη μεριά της μητέρας του. Είναι ακόμα καιρός. Περίμενε!”.

» Και περίμενα. Μέχρι τη νύχτα που άφησε αυτό το σπίτι. Τότε είπε κι έκανε πράγματα που με γέμισαν με τέτοιο φόβο, που κανένα απ’ τα λόγια του Σάρουμαν δεν μπορούσε να καταπνίξει. Τότε πια κατάλαβα πως κάτι σκοτεινό και θανατερό δούλευε. Κι έχω περάσει τα πιο πολλά χρόνια μου από τότε ανακαλύπτοντας την αλήθεια.

— Δεν έγινε καμιά μόνιμη βλάβη, έγινε; ρώτησε ο Φρόντο ανήσυχα. Θα γινόταν καλά, δεν είναι έτσι; Θα μπόρεσε να γαληνέψει δηλαδή;

— Ένιωσε αμέσως καλύτερα, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά υπάρχει μόνο μια Δύναμη σ’ αυτό τον κόσμο που τα ξέρει όλα γύρω από τα Δαχτυλίδια και τις επιδράσεις τους· και, τουλάχιστον απ’ όσο ξέρω, δεν υπάρχει καμιά Δύναμη στον κόσμο που να ξέρει τα πάντα γύρω από τους χόμπιτ. Ανάμεσα στους Σοφούς είμαι ο μόνος που ασχολούμαι με χόμπιτ: που είναι ένας ασήμαντος κλάδος γνώσεων, γεμάτος εκπλήξεις όμως. Αυτοί μπορεί να ’ναι μαλακοί σαν το βούτυρο, μερικές φορές όμως είναι σκληροί, σαν ρίζες γέρικου δέντρου. Είναι πολύ πιθανό, νομίζω, πως μερικοί θ’ αντιστέκονταν στα Δαχτυλίδια για πολύ μεγαλύτερο διάστημα απ’ όσο οι περισσότεροι Σοφοί θα πίστευαν. Δε νομίζω πως χρειάζεται να νοιάζεσαι για τον Μπίλμπο.

» Βέβαια, κάτεχε το δαχτυλίδι για πολλά χρόνια και το χρησιμοποιούσε, γι’ αυτό και μπορεί να χρειαστεί πολύς καιρός μέχρι να σβήσει η επιρροή του, για παράδειγμα — πριν να ήταν ασφαλισμένο γι’ αυτόν να το ξαναδεί. Αλλιώς θα μπορούσε να εξακολουθεί να ζει, εντελώς ευτυχισμένα: μόνο που θα σταματούσε όπως ήταν όταν το αποχωρίστηκε. Γιατί το άφησε στο τέλος από μόνος του, κι αυτό είναι βασικό. Όχι, δε νοιαζόμουν για τον καλό μου τον Μπίλμπο πια, μιας και το ’χε αφήσει. Τώρα είναι για σένα που νιώθω υπεύθυνος.

» Από τότε που έφυγε ο Μπίλμπο, με απασχολείς πάρα πολύ εσύ κι όλοι αυτοί οι χαριτωμένοι, παράλογοι κι αβοήθητοι χόμπιτ. Θα ήταν φοβερό χτύπημα για τον κόσμο, αν η Σκοτεινή Δύναμη έπαιρνε το Σάιρ, αν όλοι οι καλόκαρδοι, χαρούμενοι κι ανόητοι Μπόλγκερ, Σαλπιστές, Ζωστοί κι οι υπόλοιποι, για να μην πω και τους γελοίους Μπάγκινς, γίνονταν σκλάβοι.

Ο Φρόντο ανατρίχιασε.

— Γιατί όμως θα γινόμασταν σκλάβοι; ρώτησε. Και γιατί αυτός θα ’θελε τέτοιους σκλάβους;

— Για να πούμε την αλήθεια, απάντησε ο Γκάνταλφ, πιστεύω πως ως τα τώρα — ως τα τώρα, πρόσεξε — έχει τελείως παραβλέψει την ύπαρξη των χόμπιτ. Πρέπει να ευγνωμονείτε την τύχη σας. Η ασφάλειά σας όμως πέρασε. Δε σας χρειάζεται — έχει πολλούς πιο χρήσιμους υπηρέτες — αλλά δε θα σας ξαναξεχάσει. Και χόμπιτ δυστυχισμένοι σκλάβοι θα τον ευχαριστούν περισσότερο, από χόμπιτ ευτυχισμένους κι ελεύθερους. Τέτοια πράγματα όπως η κακεντρέχεια κι η εκδίκηση υπάρχουν στ’ αλήθεια, βλέπεις!

— Εκδίκηση; είπε ο Φρόντο. Εκδίκηση για τι; Ακόμα δεν καταλαβαίνω τι έχουν όλ’ αυτά να κάνουν με τον Μπίλμπο, εμένα και το δαχτυλίδι μας.

— Έχουν να κάνουν τα πάντα, είπε ο Γκάνταλφ. Εσύ δεν ξέρεις ακόμα τον πραγματικό κίνδυνο, μα θα τον μάθεις. Κι εγώ ο ίδιος δεν ήμουν σίγουρος την τελευταία φορά που ήμουνα εδώ: τώρα όμως ήρθε η ώρα να μιλήσω. Δώσ’ μου το δαχτυλίδι μια στιγμή.

Ο Φρόντο το έβγαλε απ’ την τσέπη του παντελονιού του, που το ’χε περασμένο σε μια αλυσιδούλα που κρεμόταν απ’ τη ζώνη του. Την ξεκούμπωσε και το έδωσε αργά στο μάγο. Ξαφνικά το ’νιωθε πολύ βαρύ, λες και, είτε αυτό είτε ο Φρόντο ο ίδιος, ήταν κατά κάποιο τρόπο απρόθυμοι να το αγγίξει ο Γκάνταλφ.

Ο Γκάνταλφ το κράτησε ψηλά. Φαινόταν να είναι καμωμένο από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι.

— Βλέπεις τίποτα σημάδια απάνω του; ρώτησε.

— Οχι, είπε ο Φρόντο. Δεν υπάρχει τίποτα. Είναι εντελώς σκέτο, ποτέ του δεν έδειξε μια γρατσουνιά ή σημάδια πως φθείρεται.

— Τότε λοιπόν, κοίτα! και, για μεγάλη έκπληξη και στενοχώρια του Φρόντο, ο μάγος το έριξε ξαφνικά στη μέση της φωτιάς. Ο Φρόντο έβγαλε μια φωνή κι έψαξε για την τσιμπίδα, μα ο Γκάνταλφ τον συγκράτησε.

— Περίμενε! είπε με προστακτική φωνή, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο Φρόντο κάτω απ’ τα πεταχτά του φρύδια.

Καμιά φανερή αλλαγή δεν έγινε στο δαχτυλίδι. Μετά από λίγο ο Γκάνταλφ σηκώθηκε, έκλεισε τα παντζούρια και τράβηξε τις κουρτίνες. Το δωμάτιο έγινε σκοτεινό και σιωπηλό, αν και το ψαλίδισμα απ’ το κλαδευτήρι του Σαμ, τώρα πιο κοντά στα παράθυρα, ακόμα ακουγόταν αμυδρά απ’ τον κήπο. Για μια στιγμή ο μάγος στάθηκε κοιτάζοντας τη φωτιά· έπει- . τα, έσκυψε και παραμέρισε το δαχτυλίδι απ’ τη φωτιά με την τσιμπίδα κι αμέσως το ’πιασε. Ο Φρόντο κοντανάσαινε.

— Είναι τελείως κρύο, είπε ο Γκάνταλφ. Πάρ’ το!

Ο Φρόντο το δέχτηκε με φόβο στην παλάμη του: φαινόταν να είχε γίνει πιο χοντρό και πιο βαρύ από κάθε άλλη φορά.

— Κράτα το ψηλά! είπε ο Γκάνταλφ. Και κοίταξέ το από κοντά.

Καθώς υπάκουσε ο Φρόντο, είδε τώρα λεπτές γραμμές, πιο λεπτές απ’ τις λεπτότερες γραμμές μιας πένας, γύρω γύρω στο δαχτυλίδι κι από μέσα κι απέξω: γραμμές από φωτιά, που φαίνονταν να σχηματίζουν τα γράμματα μιας καλλιγραφικής γραφής. Έλαμπαν ζωηρά και διαπεραστικά και, παρ’ όλα αυτά, μακρινά, λες κι έβγαιναν από μεγάλο βάθος.

— Δεν μπορώ να διαβάσω τα καυτά γράμματα, είπε ο Φρόντο με τρεμάμενη φωνή.

— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ, εγώ όμως μπορώ. Τα γράμματα είναι της αρχαίας γραφής των Ξωτικών, η γλώσσα όμως είναι της Μόρντορ και δε θα την προφέρω εδώ. Αλλά όμως αυτό περίπου λέει στην Κοινή Γλώσσα:

Ένα, όλους να κυβερνά και να τους βρίσκει, Ένα.

Ένα, να τους μαζεύει όλους μαζί, με μαύρα μάγια, Ένα.

Είναι μόνο δυο γραμμές από ένα ποίημα, που είναι από πολύ παλιά γνωστό στα Ξωτικά:

Τρία Δαχτυλίδια έχουνε οι Ξωτικοί οι Βασιλιάδες στο θόλο τ’ ουρανού από κάτου,

Εφτά οι Νάνοι Άρχοντες παλάτια που ’χουνε μες στα πετράδια,

Εννιά οι Ανθρώποι οι Θνητοί π’ έχουν τη μοίρα τον θανάτου,

Ένα ο Μαύρος Άρχοντας, που βασιλεύει στα σκοτάδια,

Στη γη της Μόρντορ, που ζούνε Σκιές.

Ένα, όλους να κυβερνά και να τους βρίσκει, Ένα.

Ένα, να τους μαζεύει όλους μαζί, με μαύρα μάγια, Ένα.

Στη γη της Μόρντορ, που ζούνε Σκιές.

Έπαψε, κι έπειτα είπε αργά με βαθιά φωνή:

— Αυτό είναι το Κυρίαρχο Δαχτυλίδι, το Ένα Δαχτυλίδι, που τα κυβερνά όλα. Αυτό είναι το Ένα Δαχτυλίδι, που αυτός έχασε πολλούς αιώνες πριν κι η δύναμή του μίκρυνε πολύ. Αυτό ποθεί τώρα πολύ — μα δεν πρέπει να το πάρει.

Ο Φρόντο καθόταν σιωπηλός κι ακίνητος. Σαν ένα πελώριο χέρι ο φόβος έμοιαζε ν’ απλώνεται, σαν ένα μαύρο σύννεφο ν’ ανεβαίνει απ’ την ανατολή και να απελεί να τον τυλίξει.

— Αυτό το δαχτυλίδι! κόμπιασε. Πώς, πώς στο καλό τα κατάφερε να ’ρθκι σε μένα;

— Α! είπε ο Γκάνταλφ. Είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Οι αρχές της βρίσκονται στο παρελθόν, στα Μαύρα Χρόνια, που τα Θυμούνται τώρα μόνο αυτοί που ξέρουν καλά τις παραδόσεις. Αν άρχιζα να σου πω όλη αυτή την ιστορία, θα έφευγε η άνοιξη, θα ’φτανε χειμώνας κι εμείς εδώ θα ’μαστε ακόμα.

»Χτες βράδυ όμως σου μίλησα για το Σόρον το Μεγάλο, το Σκοτεινό Άρχοντα. Οι φήμες που έχεις ακούσει είναι αληθινές: έχει στ’ αλήθεια σηκωθεί ξανά κι έχει αφήσει το λημέρι του στο Δάσος της Σκοτεινιάς κι έχει ξαναγυρίσει στο παλιό του φρούριο, το Μαύρο Πύργο, στη Μόρντορ. Αυτό τ’ όνομα ακόμα κι εσείς οι χόμπιτ το έχετε ακούσει, σαν μια σκοτεινιά στα σύνορα των παλιών θρύλων. Και πάντα μετά από μια ήττα και σαν ξαποστάσει, η Σκιά ξαναπαίρνει σχήμα καν ξαναμεγαλώνει.

— Μακάρι να μη γινόταν αυτό στον καιρό μου, είπε ο Φρόντο.

— Κι εγώ συμφωνώ, είπε ο Γκάνταλφ, κι όλοι όσοι ζουν και βλέπουν τέτοιους καιρούς. Αλλά η απόφαση δεν είναι δική τους. Το μόνο που εμείς πρέπει ν’ αποφασίσουμε είναι το τι θα κάνουμε το χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας. Και, Φρόντο, ο καιρός μας αρχίζει κιόλας να φαίνεται μαύρος. Ο Εχθρός γρήγορα αποκτά μεγάλη δύναμη. Τα σχέδιά του δεν είναι ακόμα ώριμα, νομίζω, αλλά ωριμάζουν. Θα βρεθούμε σε πολύ δύσκολη θέση. Θ’ αντιμετωπίζαμε ένα σωρό δυσκολίες, ακόμα κι αν δε συνέβαινε η φοβερή αυτή σύμπτωση.

» Στόν Εχθρό ακόμα λείπει ένα πράγμα για να του δώσει δύναμη και γνώση να κατανικήσει κάθε αντίσταση, να σπάσει και την τελευταία άμυνα και να σκεπάσει τις χώρες μια δεύτερη σκοτεινιά. Του λείπει το Ένα Δαχτυλίδι.

» Τα Τρία. τα ωραιότερα απ’ όλα, οι άρχοντες των Ξωτικών τού τα έχουν κρυμμένα και το χέρι του ποτέ δεν τ’ άγγιξε ούτε τα μόλυνε. Τα Εφτά τα κάτεχαν οι βασιλιάδες των Νάνων, αλλά αυτός έχει ξαναπάρει πίσω τρία και τ’ άλλα τα έχουν φάει οι δράκοι. Εννιά έδωσε σε Θνητούς Ανθρώπους, υπερήφανους και μεγάλους κι έτσι τους έπιασε στα δίχτυα του. Από πολύ παλιά αυτοί σκλαβώθηκαν κάτω απ’ την κυριαρχία του Ενός κι έγιναν Δαχτυλιδοφαντάσματα, σκιές κάτω απ’ τη μεγάλη Σκιά του, οι πιο φοβεροί υπηρέτες του. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που για τελευταία φορά είχαν βγει οι Εννιά. Όμως, ποιος ξέρει; Τώρα που η Σκιά ξαναμεγαλώνει, μπορεί να ξαναβγούν κι αυτοί. Φτάνει όμως! Δε θα μιλάμε για τέτοια πράγματα, ούτε κι όταν ο πρωινός ήλιος λάμπει στο Σάιρ.

» Κι έτσι τώρα: τα Εννιά τα έχει ξαναμαζέψει· το ίδιο και τα Εφτά, εκτός κι είναι χαμένα. Τα Τρία είναι ακόμα κρυμμένα. Αυτό όμως δεν τον νοιάζει πια. Τώρα χρειάζεται μόνο το Ένα· γιατί το ’φτιαξε το Δαχτυλίδι αυτό ο ίδιος, είναι δικό του κι άφησε ένα μεγάλο μέρος της αλλοτινής του δύναμης να μπει σ’ αυτό, έτσι που να μπορεί να εξουσιάζει όλα τ’ άλλα. Αν το ξαναπάρει στα χέρια του. τότε θα τα εξουσιάσει όλα πάλι, όπου κι αν είναι, ακόμα και τα Τρία, όλα όσα έχουν γίνει μ’ αυτά θ’ απογυμνωθούν κι αυτός θα γίνει δυνατός όσο ποτέ.

» Κι αυτή είναι η φοβερή σύμπτωση, Φρόντο. Πίστευε πως το Ένα είχε αφανιστεί· ότι τα Ξωτικά το είχαν καταστρέψει, όπως και θα πρεπε να είχε γίνει. Τώρα όμως ξέρει πως δεν έχει χαθεί και πως έχει βρεθεί. Κι έτσι τώρα το ψάχνει, το γυρεύει κι όλη η σκέψη του είναι στραμμένη σ’ αυτό. Είναι η μεγάλη του ελπίδα κι ο μεγάλος μας φόβος.

— Γιατί, γιατί δεν το κατάστρεψαν; φώναξε ο Φρόντο. Και πώς έγινε κι ο Εχθρός το ’χασε, αφού ήταν τόσο δυνατός κι αυτό του ήταν τόσο πολύτιμο;

Έσφιξε το Δαχτυλίδι στο χέρι του, λες κι έβλεπε κιόλας ν’ απλώνονται σκοτεινά δάχτυλα να το αρπάξουν.

— Του το πήραν, είπε ο Γκάνταλφ. Η δύναμη των Ξωτικών παλιά να του αντισταθούν ήταν πιο μεγάλη· κι όλοι οι Άνθρωποι δεν ήταν αποξενωμένοι απ’ τα Ξωτικά. Οι Άνθρωποι της Δύσης ήρθαν και τους βοήθησαν. Αυτό είναι ένα κεφάλαιο της αρχαίας ιστορίας που θα ήταν καλό να το ξαναθυμηθούμε· γιατί και τότε ήταν καιρός θλίψης και πύκνωνε το σκοτάδι, αλλά ήταν και καιρός μεγάλης αντρειοσύνης και κατορθωμάτων, που δεν πήγαν πέρα για πέρα χαμένα. Μια μέρα, ίσως, θα σου πω όλη την ιστορία ή θα την ακούσεις απ’ την αρχή ως το τέλος από κανένα που να την ξέρει πολύ καλά.

» Προς το παρόν, επειδή πολύ πιο πολύ απ’ όλα, χρειάζεσαι να ξέρεις πώς αυτό το πράγμα έφτασε ως εσένα, κι είναι κι αυτό αρκετά μεγάλη ιστορία, θα σου πω αυτά: Ήταν ο Γκιλ-Γκάλαντ, ο βασιλιάς των Ξωτικών, κι ο Έλεντιλ της Δύσης, που ανατρέψανε το Σόρον, αν κι αυτοί οι ίδιοι χάθηκαν στον αγώνα· κι ο Ισίλντουρ, ο γιος του Έλεντιλ, έκοψε το Δαχτυλίδι απ’ το δάχτυλο του Σόρον και το πήρε για δικό του. Τότε ο Σόρον κατατροπώθηκε και το πνεύμα του ξέφυγε κι έμεινε κρυμμένο για πολλά χρόνια, μέχρι που η σκιά του ξαναπήρε σχήμα στο Δάσος της Σκοτεινιάς.

» Μα το Δαχτυλίδι ήταν χαμένο. Έπεσε στο Μεγάλο Ποταμό Άντουιν και χάθηκε. Γιατί όταν ο Ισίλντουρ βάδιζε προς το βοριά ακολουθώντας τις ανατολικές όχθες του Ποταμού, και κοντά στο Φλαμπουρότοπο, έπεσε σ’ ενέδρα των Ορκ των Βουνών και σχεδόν όλοι οι δικοί του σφάχτηκαν. Αυτός πήδηξε μες στα νερά, αλλά το Δαχτυλίδι ξεγλίστρησε απ’ το δάχτυλό του καθώς κολυμπούσε και τότε τον είδαν οι Ορκ και τον σκότωσαν με βέλη.

Ο Γκάνταλφ έκανε παύση.

— Κι εκεί στους σκοτεινούς νερόλακκους, κάπου στο Φλαμπουρότοπο, είπε, το Δαχτυλίδι πέρασε έξω απ’ τη γνώση κι απ’ το θρύλο· κι αυτά τα λίγα γύρω απ’ την ιστορία του, τα ξέρουν μόνο λίγοι και το Συμβούλιο των Σοφών δεν μπόρεσε ν’ ανακαλύψει περισσότερα. Αλλά, επιτέλους, εγώ μπορώ να συνεχίσω την ιστορία, νομίζω.

— Πολύ καιρό αργότερα, αλλ’ ακόμα πολύ πολύ παλιά, ζούσαν στις όχθες του Μεγάλου Ποταμού, στα σύνορα της Χώρας της Ερημιάς, ένας μικρός λαός μ’ επιδέξια χέρια κι αθόρυβα πόδια. Υποθέτω πως θα ’μοιαζαν με χόμπιτ: θα ήταν συγγενείς των πρώτων προγόνων των Χονδροκόκαλων, γιατί αγαπούσαν τον Ποταμό και συχνά κολυμπούσαν εκεί ή έφτιαχναν μικρές βαρκούλες από καλάμια. Ανάμεσά τους ήταν μια οικογένεια με μεγάλο όνομα, γιατί ήταν μεγάλη και πιο πλούσια απ’ τις άλλες. Αρχηγός της οικογένειας αυτής ήταν μια γιαγιά αυστηρή και σοφή, που ήξερε όλες τις παραδόσεις, όσες είχαν. Ο πιο αδιάκριτος και περίεργος αυτής της οικογένειας λεγόταν Σμήγκολ. Πάντα έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον γύρω από ρίζες κι απαρχές· βουτούσε σε βαθιές λιμνούλες· έσκαβε κάτω από δέντρα και φυτά· άνοιγε τρύπες σε πράσινα λοφάκια· κι έπαψε να κοιτάζει ψηλά τις λοφοκορφές ή τα φύλλα των δέντρων ή τα λουλούδια που άνθιζαν πάνα) στη γη: το κεφάλι και τα μάτια του ήταν γυρισμένα προς τα κάτω.

» Είχε ένα φίλο που τον έλεγαν Ντήγκολ, στον ίδιο τύπο, πιο αετομάτη, αλλά όχι τόσο γρήγορο και δυνατό. Μια φορά πήραν μια βάρκα και κατέβηκαν στο Φλαμπουρότοπο. που είχε μέρη γεμάτα κρινάκια κι ανθισμένες καλαμιές. Εκεί ο Σμήγκολ βγήκε έξω κι άρχισε να ψάχνει με τη μύτη στις όχθες γύρω, ο Ντήγκολ όμως κάθισε στη βάρκα και ψάρευε. Ξαφνικά ένα μεγάλο ψάρι πιάστηκε στ’ αγκίστρι του και πριν καλά καλά το καταλάβει, τον τράβηξε έξω και τον έριξε στο νερό κι έφτασε στον πάτο. Τότε άφησε την πετονιά του γιατί του φάνηκε πως είδε κάτι να γυαλίζει στην κοίτη του ποταμού και, βαστώντας την αναπνοή του, το άρπαξε.

» Μετά βγήκε επάνω πλατσουρίζοντας και φτύνοντας, με φύκια στα μαλλιά και μια χούφτα λάσπη στο χέρι. Βγήκε έξω κολυμπώντας. Και να! όταν ξέπλυνε τη λάσπη, εκεί μες στο χέρι του έμεινε ένα υπέροχο χρυσό δαχτυλίδι: άστραφτε κι έλαμπε στον ήλιο έτσι που αναγάλλιαζε η καρδιά του. Ο Σμήγκολ όμως παραμόνευε πίσω απ’ το δέντρο κι όπως ο Ντήγκολ χαιρόταν το δαχτυλίδι, ο Σμήγκολ πήγε σιγά πίσω του.

» — Δώσ’ τό μας αυτό, Ντήγκολ, αγάπη μου, είπε ο Σμήγκολ πάνω απ’ τον ώμο του φίλου του.

» — Γιατί; είπε ο Ντήγκολ.

» — Γιατί είναι τα γενέθλιά μου, αγάπη μου, και το θέλω, είπε ο Σμήγκολ.

» — Δε με νοιάζει, είπε ο Ντήγκολ. Σου ’δωσα κιόλας ένα δώρο, κι ακριβό μάλιστα. Εγώ το βρήκα αυτό κι εγώ θα το κρατήσω.

» — Ω! είσαι σίγουρος, αγάπη μου; είπε ο Σμήγκολ· κι άρπαξε τον Ντήγκολ απ’ το λαιμό και τον στραγγάλισε, γιατί το χρυσάφι φαινόταν πολύ λαμπερό κι υπέροχο. Μετά έβαλε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό του.

» Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι απόγινε ο Ντήγκολ. Δολοφονήθηκε μακριά απ’ το σπίτι του και το πτώμα του κρύφτηκε με πανουργία. Ο Σμήγκολ όμως γύρισε μόνος· και ανακάλυψε πως κανείς απ’ την οικογένειά του δεν μπορούσε να τον δει όταν φορούσε το δαχτυλίδι. Χάρηκε πολύ μ’ αυτή την ανακάλυψη και δεν το ’πε σε κανένα- Χρησιμοποιούσε το δαχτυλίδι για ν’ ανακαλύπτει μυστικά κι αυτά που μάθαινε τα χρησιμοποιούσε για μοχθηρούς και καθόλου τίμιους σκοπούς. Έγινε άφθαστος στο ν’ ακούει και να βλέπει ό,τι ήταν βλαβερό. Το δαχτυλίδι του είχε δώσει δύναμη σύμφωνα με το ηθικό του ανάστημα. Και δεν είναι ν’ απορείς που έγινε πολύ αντιδημοτικός και τον απόφευγαν (όταν ήταν ορατός) όλοι οι συγγενείς του. Τον κλοτσούσαν κι αυτός δάγκωνε τα πόδια τους. Άρχισε να κλέβει και να πηγαίνει εδώ κι εκεί μουρμουρίζοντας μόνος του και να γλουγλουκίζει μες στο λαιμό του. Γι’ αυτό τον είπαν Γκόλουμ και τον καταράστηκαν και του είπαν να φύγει μακριά· κι η γιαγιά του, που ήθελε ειρήνη, τον έδιωξε απ’ την οικογένεια και τον πέταξε έξω απ’ την τρύπα της.

» Περιπλανήθηκε στη μοναξιά του, έκλαψε και λίγο για τη σκληράδα του κόσμου και ταξίδεψε ανεβαίνοντας τον Ποταμό, μέχρι που έφτασε σ’ ένα ρυάκι που κατέβαινε απ’ τα βουνά και τράβηξε κατά κει. Έπιανε μ’ αόρατα δάχτυλα ψάρια σε βαθιές λιμνούλες και τα ’τρωγε ωμά. Μια μέρα έκανε πολλή ζέστη και, όπως έσκυβε πάνω από μια λιμνούλα, ένιωσε ένα κάψιμο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ένα εκθαμβωτικό φως απ’ το νερό έκανε να πονούν τα υγρά του μάτια. Αναρωτήθηκε τι να ’ταν, γιατί είχε σχεδόν ξεχάσει τον Ήλιο. Τότε για τελευταία φορά κοίταξε ψηλά κι έσεισε τη γροθιά του εναντίον του.

»Μα, όπως χαμήλωνε τα μάτια του. είδε, πέρα μπροστά του, τις κορφές των Ομιχλιασμένων Βουνών, απ’ όπου ερχόταν το ρυάκι. Και σκέφτηκε ξαφνικά: “Θα είναι δροσιά κι ίσκιος κάτω απ’ εκείνα τα βουνά. Ο ήλιος δε θα με βλέπει εκεί. Οι ρίζες εκείνων των βουνών θα πρέπει να ’ναι ρίζες μια φορά· πρέπει να υπάρχουν μεγάλα μυστικά θαμμένα εκεί, που δεν έχουν ποτέ ανακαλυφθεί”.

» Κι έτσι τις νύχτες ταξίδεψε στα υψώματα και βρήκε μια μικρή σπηλιά απ’ όπου ξεπηδούσε το σκοτεινό ρυάκι· έσκαψε σαν σκουλήκι κι έφτασε στην καρδιά των λόφων και χάθηκε και κανείς δεν ήξερε γι’ αυτό. Το Δαχτυλίδι πήγε στα σκοτάδια μαζί του, έτσι που ούτε κι ο κατασκευαστής του, όταν η δύναμή του άρχισε να μεγαλώνει πάλι, δεν μπόρεσε να μάθει τίποτα γι’ αυτό.


— Το Γκόλουμ! φώναξε ο Φρόντο. Γκόλουμ; Θες να πεις πως αυτό είναι το τερατάκι το Γκόλουμ, που συνάντησε ο Μπίλμπο; Τι αηδιαστικό!

— Νομίζω πως είναι μια λυπητερή ιστορία, είπε ο μάγος, που θα μπορούσε να είχε συμβεί σ’ άλλους, ακόμα και σε μερικούς χόμπιτ που ξέρω.

— Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το Γκόλουμ είχε συγγένεια με τους χόμπιτ, έστω και μακρινή, είπε ο Φρόντο αρκετά συγχυσμένος. Τι απαίσια ιδέα!

— Είναι όμως αληθινή, απάντησε ο Γκάνταλφ. Κι όπως και να ’χει το πράγμα, γύρω απ’ την καταγωγή τους, εγώ ξέρω περισσότερα απ’ όσα ξέρουν οι ίδιοι οι χόμπιτ. Ακόμα κι η ιστορία του Μπίλμπο δείχνει τη συγγένεια. Υπήρχαν πάρα πολλά στο νου και στις αναμνήσεις τους, που ήταν πολύ παρόμοια. Ο ένας μπόρεσε να καταλάβει τον άλλο εξαιρετικά καλά, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι ένας χόμπιτ θα καταλάβαινε, ας πούμε, ένα Νάνο ή έναν Ορκ, ή ακόμα κι ένα Ξωτικό. Να, θυμήσου για παράδειγμα, τα αινίγματα που τα ήξεραν κι οι δυο.

— Ναι, είπε ο Φρόντο. Κι άλλοι όμως, εκτός απ’ τους χόμπιτ, λένε αινίγματα λίγο πολύ τα ίδια. Κι οι χόμπιτ κρατάνε το λόγο τους. Το Γκόλουμ απ’ την αρχή είχε αποφασίσει να μην τον κρατήσει. Προσπαθούσε μονάχα να κάνει τον Μπίλμπο να ξεχαστεί. Και θα ’λεγα πως διασκέδαζε η κακία του, αρχίζοντας ένα παιγνίδι που μπορούσε να τελειώσει εξοικονομώντας του εύκολη λεία, μα που, κι αν έχανε, δε θα το έβλαπτε.

— Όλ’ αυτά φοβάμαι πως είναι πέρα για πέρα αληθινά, είπε ο Γκάνταλφ. Μα υπήρχε και κάτι άλλο, νομίζω, που δεν το βλέπεις ακόμα. Γιατί και το Γκόλουμ δεν ήταν πέρα για πέρα διεφθαρμένο. Είχε αποδειχτεί πιο σκληρό απ’ όσο θα υπολόγιζε κι ένας Σοφός — σκληρό σαν χόμπιτ. Υπήρχε μια μικρή γωνίτσα στο μυαλό του, που ήταν ακόμα δική του και τη φώτισε — σαν μια χαραματιά στο σκοτάδι — φως απ’ τα περασμένα. Και θα του ήταν στ’ αλήθεια ευχάριστο, νομίζω, ν’ ακούει μια καλοσυνάτη φωνή ξανά, να του ξυπνάει αναμνήσεις του ανέμου και των δέντρων, του ήλιου και της πρασινάδας και τέτοιων λησμονημένων πραγμάτων.

» Αλλ’ αυτό στο τέλος, φυσικά, θα κατάφερνε μόνο να κάνει τον υπόλοιπο κακό του εαυτό να θυμώσει περισσότερο — εκτός και μπορούσε να τον κατανικήσει. Εκτός και θεραπευόταν. Ο Γκάνταλφ αναστέναξε. Αλίμονο! Πολύ λίγες ελπίδες υπάρχουν γι’ αυτό. Όχι όμως και καμιά. Όχι μόλο που κάτεχε το Δαχτυλίδι για τόσον καιρό, σχεδόν από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Γιατί έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που το φορούσε πολύ: στα μαύρα σκοτάδια σπάνια το χρειαζόταν. Κι οπωσδήποτε ποτέ του δεν “ξεθώριασε”. Είναι ακόμα ισχνό και σκληρό. Αλλά το Δαχτυλίδι του κατάτρωγε το μυαλό, φυσικά, και το βάσανο είχε γίνει σχεδόν ανυπόφερτο.

» Όλα τα “μεγάλα μυστικά” κάτω απ’ τα βουνά αποδείχτηκαν πως ήταν μόνο άδεια νύχτα: δεν υπήρχε τίποτα άλλο να βρεθεί, τίποτα που ν’ άξιζε να κάνει, μόνο να τρώει κρυφά κι απαίσια και να θυμάται μνησίκακα. Βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Μισούσε το σκοτάδι, μα μισούσε το φως περισσότερο: μισούσε τα πάντα και, πιο πολύ απ’ όλα, το Δαχτυλίδι.

— Τι θέλεις να πεις; ρώτησε ο Φρόντο. Δεν ήταν το Δαχτυλίδι το πολύτιμό του και το μόνο πράγμα που το ενδιέφερε; Μα, αν το μισούσε, γιατί δεν το ξεφορτωνόταν, ή γιατί δεν τ’ άφηνε, και να ’φευγε μακριά;

— Θα ’πρεπε ν’ αρχίζεις να το καταλαβαίνεις, Φρόντο, ύστερα απ’ όλα όσα έχεις ακούσει, είπε ο Γκάνταλφ. Το μισούσε και τ’ αγαπούσε, όπως μισούσε κι αγαπούσε τον εαυτό του. Δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτό. Σ’ αυτό το θέμα δεν του είχε μείνει καθόλου θέληση.

» Ένα Δαχτυλίδι με δύναμη φροντίζει τον εαυτό του, Φρόντο. Αυτό μπορούσε να γλιστρήσει και να πέσει προδοτικά, μα ο κάτοχός του ποτέ δεν το εγκαταλείπει. Το πολύ πολύ να παίξει με την ιδέα να το δώσει σε κάποιον άλλο να το φυλάξει — κι αυτό μόνο στις αρχές, όταν πρωταρχίζει να σε βάζει κάτω απ’ την εξουσία του. Αλλά, απ’ όσο γνωρίζω, μόνο ο Μπίλμπο στην ιστορία ξεπέρασε το στάδιο του παιξίματος με την ιδέα και το ’δωσε στην αλήθεια. Και χρειάστηκε γι’ αυτό όλη μου τη βοήθεια. Αλλά, ακόμα κι έτσι, ποτέ δε θα το εγκατέλειπε έτσι απλά ή θα το πέταγε. Δεν ήταν το Γκόλουμ, Φρόντο, μα το ίδιο το Δαχτυλίδι που αποφάσιζε. Το Δαχτυλίδι άφησε το Γκόλουμ.

— Μη μου πεις πως το εγκατέλειψε πάνω στην ώρα για να συναντήσει τον Μπίλμπο; είπε ο Φρόντο. Δεν του ’κανε καλύτερα ένας Ορκ;

— Αυτό δεν είναι υπόθεση για γέλια, είπε ο Γκάνταλφ. Όχι για σένα. Αυτό ήταν το πιο περίεργο πράγμα σ’ όλη την ιστορία του Δαχτυλιδιού ως τώρα: το να φτάσει ο Μπίλμπο ακριβώς τότε και να βάλει το χέρι επάνω του, στα τυφλά, μες στο σκοτάδι.

» Ενεργούσαν περισσότερες από μια δύναμη, Φρόντο. Το Δαχτυλίδι προσπαθούσε να επιστρέψει στον κύριό του. Είχε γλιστρήσει απ’ το χέρι του Ισίλντουρ και τον πρόδωσε· μετά, σα βρέθηκε η ευκαιρία, έπιασε το φτωχό τον Ντήγκολ κι αυτός δολοφονήθηκε· και ύστερα το Γκόλουμ και το ’χε αφανίσει. Δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει πιο πέρα: ήταν πολύ μικρό και κακόβουλο· κι όσο καθόταν μαζί του. δε θα ξανάφηνε ποτέ τη βαθιά λιμνούλα του. Έτσι τώρα που ο κύριος του ξύπνησε γι’ άλλη μια φορά κι έστελνε τη σκοτεινή του σκέψη απ’ το Δάσος της Σκοτεινιάς, εγκατέλειψε το Γκόλουμ, μόνο και μόνο για να το βρει το πιο απίθανο πρόσωπο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί: ο Μπίλμπο απ’ το Σάιρ!

» Πίσω απ’ αυτό ενεργούσε κάτι άλλο, πέρα από κάθε σχέδιο του κατασκευαστή του Δαχτυλιδιού. Δεν μπορώ να το εκφράσω με πιο απλά λόγια. Μπορώ μονάχα να πω ότι ο Μπίλμπο ήταν προορισμένος να βρει το Δαχτυλίδι και μάλιστα όχι από τον κατασκευαστή του. Στην περίπτωση δε αυτή ήσουν κι εσύ προορισμένος να το πάρεις στα χέρια σου. Κι αυτό ίσως να ’ναι μια ενθαρρυντική σκέψη.

— Δεν είναι καθόλου, είπε ο Φρόντο. Αν και δεν είμαι σίγουρος πως σε καταλαβαίνω. Μα πώς τα ’μαθες όλ’ αυτά για το Δαχτυλίδι και για το Γκόλουμ; Τα ξέρεις όλα στ’ αλήθεια ή κάνεις υποθέσεις ακόμα;

Ο Γκάνταλφ κοίταξε το Φρόντο και τα μάτια του σπίθισαν.

— Ήξερα πολλά κι έχω μάθει πολλά, απάντησε. Αλλά δεν πρόκειται να δώσω αναφορά για όλα όσα έχω κάνει σ’ εσένα. Η ιστορία του Έλεντιλ και του Ισίλντουρ και του Ενός Δαχτυλιδιού είναι γνωστή σ’ όλους τους Σοφούς. Το δαχτυλίδι σου φαίνεται πως είναι το Ένα Δαχτυλίδι από τα πύρινα γράμματα του και μόνο, πέρα από κάθε άλλη απόδειξη.

— Και πότε το ανακάλυψες αυτό; αντίσκοψε ο Φρόντο.

— Τώρα δα, σ’ αυτό το δωμάτιο, φυσικά, απάντησε ο μάγος απότομα. Μα ήμουν σίγουρος πως θα το ’βρισκα. Έχω γυρίσει από σκοτεινά ταξίδια και μακρόχρονο ψάξιμο, για να κάνα) αυτή την τελευταία δοκιμή. Είναι η τελευταία απόδειξη κι όλα τώρα φαίνονται καθαρά πέρα για πέρα. Εκείνο που χρειάστηκε αρκετή σκέψη ήταν το να μαντέψω το ρόλο του Γκόλουμ και να τον προσθέσω στα κενά της ιστορίας. Μπορεί ν’ άρχισα με υποθέσεις για το Γκόλουμ, τώρα όμως δεν υποθέτω πια. Γνωρίζω. Το συνάντησα.

— Το συνάντησες; ξεφώνισε ο Φρόντο απορημένος.

— Ναι, ήταν το πρώτο που έπρεπε να γίνει, φυσικά, αν κανείς μπορούσε να το καταφέρει. Προσπάθησα και παλιότερα· μα τώρα, τα κατάφερα επιτέλους.

— Δηλαδή, τι έγινε όταν ο Μπίλμπο, του ξέφυγε; Το ξέρεις αυτό;

— Όχι τόσο καθαρά. Ό,τι σου έχω πει είναι ό,τι το Γκόλουμ ήταν πρόθυμο να πει — αν κι όχι φυσικά με τον τρόπο που το είπα. Το Γκόλουμ είναι ψεύτης και πρέπει να κοσκινίζεις τα λόγια του. Πάρε παράδειγμα το Δαχτυλίδι: αποκαλούσε το Δαχτυλίδι «δώρο των γενεθλίων του» και δεν το άλλαζε. Έλεγε πως προερχόταν απ’ τη γιαγιά του, που είχε ένα σωρό τέτοια ωραία πράγματα. Γελοία ιστορία. Δεν αμφιβάλλω πως η γιαγιά του Σμήγκολ ήταν αρχηγός τής φυλής, ένα σπουδαίο πρόσωπο με τον τρόπο της. Όσο για τα λεγόμενά του, πως αυτή είχε πολλά δαχτυλίδια των Ξωτικών, αυτά ήταν ανοησίες. Κι όσο για την ιστορία πως τα χάριζε, ήταν πέρα για πέρα ψέμα. Ψέμα όμως μ’ έναν κόκκο αλήθειας. Η δολοφονία του Ντήγκολ βασάνιζε το Γκόλουμ, κι είχε φτιάξει μια δικαιολογία που την επαναλάμβανε στο «πολύτιμό» του ξανά και ξανά, καθώς μασούσε κόκαλα στο σκοτάδι, μέχρι που σχεδόν την πίστεψε. Ήταν τα γενέθλιά του. Ο Ντήγκολ ήταν υποχρεωμένος να του ’χει δώσει το δαχτυλίδι. Ήταν φανερό πως είχε παρουσιαστεί για να γίνει δώρο. Ήταν το δώρο των γενεθλίων του... και τα ρέστα.

» Το άντεξα όσο μπορούσα, μα η αλήθεια ήταν απελπιστικά σπουδαία και στο τέλος αναγκάστηκα να φερθώ σκληρά. Του έβαλα το φόβο της φωτιάς μέσα του και του έβγαλα την πραγματική ιστορία λίγη λίγη, μαζί με πολλά μυξοκλάματα και άγριες φωνές. Νόμιζε πως το παρεξηγούσαν και το κακομεταχειρίζονταν. Μα όταν μου είχε, επιτέλους, πει την ιστορία του, μέχρι το τέλος του Παιγνιδιού με τα Αινίγματα και το πώς ξέφυγε ο Μπίλμπο, δεν ήθελε να πει τίποτα περισσότερο, εκτός από σκοτεινούς υπαινιγμούς. Κάποιος άλλος φόβος το κρατούσε, που ήταν μεγαλύτερος απ’ το δικό μου. Μουρμούριζε πως θα μας δείξει. Ο κόσμος θα ’βλεπε αν θα καθόταν να το κλοτσάνε και να το στριμώχνουν και μετά να το ληστεύουν. Το Γκόλουμ είχε καλούς φίλους τώρα, καλούς φίλους και πολύ δυνατούς. Ο Μπάγκινς θα του το πλήρων»;. Αυτή ήταν βασικά η σκέψη του, Μισούσε τον Μπίλμπο και καταριόταν τ’ όνομά του. Και ήξερε ακόμα κι από πού καταγόταν.

— Αλλά πώς το ανακάλυψε; ρώτησε ο Φρόντο.

— Λοιπόν, το όνομά του, ο ίδιος ο Μπίλμπο, το είπε ανόητα στο Γκόλουμ· μετά απ’ αυτό δεν ήταν δύσκολο ν’ ανακαλύψει τη χώρα του, μιας και το Γκόλουμ βγήκε έξω. Ω, ναι, βγήκε έξω. Ο πόθος του για το Δαχτυλίδι αποδείχτηκε δυνατότερος απ’ το φόβο του για τους Ορκ και γι’ αυτό το φως ακόμα. Μετά από ένα δυο χρόνια άφησε τα βουνά. Βλέπεις, αν κι ακόμα ήταν δεμένο με τον πόθο του γι’ αυτό, το Δαχτυλίδι δεν το κατάτρωγε πια· άρχισε να συνέρχεται λιγάκι. Ένιωθε γέρικο, τρομερά γέρικο, λιγότερο δειλό όμως και πεινούσε θανάσιμα.

» Το φως, το φως του Ήλιου και της Σελήνης, το φοβόταν ακόμα και το μισούσε, και πάντοτε θα το φοβάται και θα το μισεί, νομίζω· αλλά ήταν πανούργο. Βρήκε πως μπορούσε να κρύβεται απ’ το φως της μέρας και το φεγγαρόφωτο και να προχωράει γρήγορα κι αθόρυβα τα μεσάνυχτα και με τα χλωμά παγωμένα μάτια του να πιάνει μικρά φοβισμένα ή ανύποπτα όντα. Έγινε πιο δυνατό και θαρραλέο με τη νέα τροφή και τον καινούριο αέρα. Βρήκε το δρόμο για το Δάσος της Σκοτεινιάς, όπως θα περίμενε κανείς.

— Εκεί ήταν που το βρήκες; ρώτησε ο Φρόντο.

— Το είδα εκεί, απάντησε ο Γκάνταλφ, μα πριν απ’ αυτό είχε περιπλανηθεί μακριά, ακολουθώντας τα ίχνη του Μπίλμπο. Ήταν δύσκολο να μάθει κανείς κάτι σίγουρο απ’ αυτό, γιατί στα λόγια του συνέχεια μπερδεύονταν κατάρες κι απειλές.

»“Τι είχε στιςς τσέπεςς του;” είπε. “Εγώ δεν μπορούσα να το βρω, όχι πολύτιμό μου. Το μικρό τον απατεώνα! Όχι τίμια ερώτηση. Κορόιδεψε πρώτοςς, ναι. Πάτησσε τους κανονισσμούςς. Έπρεπε να τον σστραγγαλίζαμε, ναι πολύτιμο. Και θα το κάνουμε, πολύτιμο!”.

» Αυτό είναι ένα δείγμα του τρόπου που μιλούσε. Δε νομίζω να θέλεις κι άλλο. Εγώ βαρέθηκα να το ακούω μέρες και μέρες. Αλλά από υπαινιγμούς που ξέφευγαν ανάμεσα απ’ τα σκουξίματά του, έβγαλα το συμπέρασμα πως τα πλατιά του πόδια το πήγαν τέλος στο Έσγκαροθ. Έφτασε ως τους δρόμους της Πόλης της Κοιλάδας, κρυφακούγοντας και κρυφοκοιτώντας. Λοιπόν, τα νέα των μεγάλων γεγονότων ταξίδεψαν παντού στη Χώρα της Ερημιάς και πολλοί είχαν ακούσει τ’ όνομα του Μπίλμπο κι ήξεραν από πού κατάγεται. Δεν την είχαμε κρύψει την επιστροφή μας στο σπίτι του, στη Δύση. Τα σουβλερά αυτιά του Γκόλουμ γρήγορα θα μάθαιναν αυτό που ήθελε.

— Τότε γιατί δεν ακολούθησε τα ίχνη του Μπίλμπο πιο κάτω; ρώτησε ο Φρόντο. Γιατί δεν ήρθε στο Σάιρ;

— Α, είπε ο Γκάνταλφ, τώρα φτάνουμε και σ’ αυτό. Νομίζω πως το Γκόλουμ προσπάθησε. Ξεκίνησε και ήρθε πίσω δυτικά, μέχρι το Μεγάλο Ποταμό. Μετά όμως άλλαξε δρόμο. Δε φοβήθηκε την απόσταση, είμαι βέβαιος. Όχι, κάτι άλλο το αποτράβηξε. Έτσι νομίζουν οι φίλοι μου, εκείνοι που το κυνήγησαν και το έπιασαν για μένα.

» Πρώτα τα Ξωτικά του Δάσους βρήκαν τα ίχνη του, πράγμα εύκολο γι’ αυτά, γιατί τα ίχνη του ήταν τότε ακόμα πρόσφατα. Μέσα στο Δάσος της Σκοτεινιάς τα οδήγησε και τα έβγαλε, αν και ποτέ δεν το πιάσανε. Το δάσος ήταν γεμάτο φήμες γι’ αυτό, φοβερές ιστορίες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα ζώα και στα πουλιά ακόμα. Οι Άνθρωποι του Δάσους είπαν πως κάποιος καινούριος τρόμος κυκλοφορούσε, ένα φάντασμα που έπινε αίμα. Σκαρφάλωνε δέντρα για να βρει φωλιές, σερνόταν σε τρύπες για να βρει μικρά, ξεγλιστρούσε από παράθυρα για να βρει Κούνιες.

» Στη δυτική άκρη του Δάσους της Σκοτεινιάς όμως, τα ίχνη άλλαξαν δρόμο. Τράβηξαν προς τη δύση και βγήκαν πέρα απ’ την επικράτεια των Ξωτικών του Δάσους και χάθηκαν. Και τότε έκανα ένα μεγάλο λάθος. Ναι, Φρόντο, κι όχι το πρώτο· αν και νομίζω πως αυτό μπορεί ν’ αποδειχτεί το χειρότερο. Σταμάτησα. Τ’ άφησα να φύγει· γιατί είχα πολλά άλλα να σκεφτώ τότε και πίστευα ακόμα στα λόγια του Σάρουμαν.

» Λοιπόν, αυτό έγινε χρόνια πριν. Έχω πληρώσει γι’ αυτό από τότε με πολλές σκοτεινές κι επικίνδυνες μέρες. Τα ίχνη είχαν από καιρό παλιώσει όταν τα αναζήτησα πάλι, μετά την αναχώρηση του Μπίλμπο. Και το ψάξιμο μου θα ήταν μάταιο, αν δεν είχα τη βοήθεια ενός φίλου: του Άραγκορν, του πιο μεγάλου ταξιδευτή και κυνηγού αυτής της εποχής του κόσμου. Μαζί αναζητήσαμε το Γκόλουμ, διασχίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη τη Χώρα της Ερημιάς, χωρίς ελπίδα και χωρίς επιτυχία. Τέλος όμως. όταν είχα εγκαταλείψει το κυνηγητό κι είχα στραφεί σ’ άλλα μέρη, το Γκόλουμ βρέθηκε. Ο φίλος μου γύρισε, μέσα από μεγάλους κινδύνους, φέρνοντας το άθλιο πλάσμα μαζί του.

» Τι είχε κάνει μέχρι τότε, δεν έλεγε με κανένα τρόπο. Μονάχα έκλαιγε και μας έλεγε σκληρούς, κάνοντας ένα σωρό γκόλουμ μες στο λαιμό του· κι όταν το πιέσαμε κλαψούριζε και μαζευότανε απ’ το φόβο του κι έτριβε τα μακρουλά του χέρια, γλείφοντας τα δάχτυλα του, λες και το πονούσαν, λες και θυμόταν κάποιο παλιό βασανιστήριο. Αλλά φοβάμαι πως δεν υπάρχει πιθανότητα αμφιβολίας: πήγε αργά, με τον ύπουλο τρόπο του, βήμα προς βήμα, μίλι με το μίλι, νότια, κάτω στη Γη της Μόρντορ.

Βαριά σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. Ο Φρόντο μπορούσε ν’ ακούει τους χτύπους της καρδιάς του. Ακόμα κι απέξω όλα φαίνονταν ακίνητα. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν τώρα απ’ την ψαλίδα του Σαμ.

— Ναι, στη Μόρντορ, είπε ο Γκάνταλφ. Αλίμονο! Η Μόρντορ τραβάει όλα τα κακοποιά στοιχεία, γιατί η Σκοτεινή Δύναμη έχει στρέψει τη θέλησή της να τα μαζέψει εκεί. Και το Δαχτυλίδι του Εχθρού ήταν φυσικό ν’ αφήσει το σημάδι του, να το αφήσει επιδεκτικό να νιώσει την πρόσκληση και να παρουσιαστεί. Κι όλος ο κόσμος τότε ψιθύριζε για τη νέα Σκιά στο Νοτιά και το μίσος της για τη Δύση, Εκεί βρίσκονταν οι σπουδαίοι καινούριοι φίλοι του, που θα το βοηθούσαν στην εκδίκησή του!

» Κακορίζικο κι ανόητο! Σ’ εκείνη τη γη θα μάθαινε πολλά, παραπάνω απ’ όσα ήταν για το καλό του. Κι αργά ή γρήγορα, όπως κρυφογύριζε και κατασκόπευε στα σύνορα, θα το ’πιαναν και θα το πήγαιναν — για εξέταση. Έτσι έγιναν τα πράγματα, φοβάμαι. Όταν το βρήκαμε είχε κιόλας μείνει πολύ εκεί και βρισκόταν στο δρόμο του γυρισμού. Για κάποια βρσμοδουλειά. Αυτό όμως δεν πειράζει πολύ τώρα. Τη χειρότερή του βλάβη την είχε καμωμένη.

» Ναι, αλίμονο! Απ’ αυτό ο Εχθρός έμαθε ότι το Ένα έχει ξαναβρεθεί. Ξέρει πού έπεσε ο Ισίλντουρ. Ξέρει πού βρήκε το δαχτυλίδι του το Γκόλουμ. Ξέρει πως είναι Μεγάλο Δαχτυλίδι, γιατί έδωσε μακρόχρονη ζωή. Ξέρει πως δεν είναι ένα από τα Τρία, γιατί αυτά ποτέ δεν είχαν χαθεί κι αυτά δεν ανέχονται τίποτα κακόβουλο. Ξέρει πως δεν είναι ένα απ’ τα Εφτά ή τα Εννέα γιατί αυτά είναι λογαριασμένα. Ξέρει πως είναι το Ένα. Κι έχει, τέλος, ακούσει, νομίζω, για χόμπιτ και για το Σάιρ.

»Το Σάιρ — μπορεί και τώρα να το αναζητά, αν δεν έχει βρει κιόλας πού είναι. Στ’ αλήθεια, Φρόντο, φοβάμαι πως ο Εχθρός μπορεί να σκέφτεται ακόμα πως, το όνομα Μπάγκινς, το ασήμαντο ως τώρα, είναι πολύ σημαντικό.

— Μα αυτό είναι τρομερό! φώναξε ο Φρόντο. Πολύ χειρότερο κι απ’ το πιο χειρότερο που φανταζόμουν απ’ τους υπαινιγμούς και τις προειδοποιήσεις σου. Ω, Γκάνταλφ, καλύτερέ μου φίλε, τι να κάνω; Γιατί τώρα στ’ αλήθεια φοβάμαι. Τι να κάνω; Τι κρίμα που ο Μπίλμπο δε μαχαίρωσε εκείνο το απαίσιο πλάσμα, τότε που είχε την ευκαιρία!

— Κρίμα; Ο Οίκτος κράτησε το χέρι του. Οίκτος κι Έλεος: να μη χτυπήσει χωρίς ανάγκη. Κι έχει ανταμειφθεί καλά, Φρόντο. Να ’σαι σίγουρος πως έπαθε τόσο λίγο κακό και γλίτωσε στο τέλος, γιατί ξεκίνησε σαν απόχτησε το Δαχτυλίδι έτσι: με Οίκτο.

— Με συγχωρείς, είπε ο Φρόντο. Αλλά φοβάμαι· και δε νιώθω κανέναν οίκτο για το Γκόλουμ.

— Δεν το έχεις δει, τον έκοψε ο Γκάνταλφ.

— Όχι, κι ούτε θέλω, είπε ο Φρόντο. Δε σε καταλαβαίνω. Θες να πεις πως, εσύ και τα Ξωτικά, το αφήσατε να ζει μετά απ’ όλα αυτά τα φοβερά πράγματα; Τώρα τουλάχιστον είναι κακό σαν Ορκ και εχθρός. Του αξίζει θάνατος.

— Του αξίζει! Κι εγώ θα ’λεγα πως του αξίζει. Πολλοί απ’ αυτούς που ζουν αξίζει να πεθάνουν. Και μερικοί που πεθαίνουν, αξίζει να ζουν! Μπορείς να τους δώσεις τη ζωή; Γι’ αυτό μην είσαι πολύ πρόθυμος να κρίνεις και να σκοτώνεις. Γιατί ακόμα κι οι πολύ σοφοί δεν μπορούν να τα δουν όλα. Δεν έχω πολλές ελπίδες πως το Γκόλουμ θα γιατρευτεί πριν πεθάνει, αλλ’ όμως υπάρχει και μια πιθανότητα. Κι είναι δεμένο με τη μοίρα του Δαχτυλιδιού. Κάτι μέσα μου μού λέει πως έχει ακόμα κάποιο ρόλο να παίξει, καλό ή κακό, πριν φτάσει το τέλος· κι όταν έρθει, ο οίκτος του Μπίλμπο μπορεί να εξουσιάσει τη μοίρα πολλών — και τη δική σου ακόμα. Τώρα, έτσι κι αλλιώς, δεν το σκοτώσαμε· είναι πολύ γέρικο και πολύ αξιοθρήνητο. Τα Ξωτικά του Δάσους το έχουν φυλακισμένο, του φέρονται όμως με όση καλοσύνη μπορούν να βρουν στις σοφές καρδιές τους.

— Όμως, είπε ο Φρόντο, ακόμα κι αν ο Μπίλμπο δεν μπορούσε να σκοτώσει το Γκόλουμ, μακάρι να μην είχε κρατήσει το Δαχτυλίδι. Μακάρι να μην το ’χε βρει ποτέ και να μην το είχα πάρει εγώ! Γιατί μ’ άφησες να το κρατήσω; Γιατί δε μ’ ανάγκαζες να το πετάξω μακριά ή να το καταστρέψω;

— Να σ’ αφήσω; Να σ’ αναγκάσω; είπε ο μάγος. Δεν άκουσες αυτά που σου είπα; Μιλάς χωρίς να σκέφτεσαι. Μα είναι λάθος να το πετάξουμε μακριά. Αυτά τα Δαχτυλίδια έχουν τον τρόπο τους να μη χάνονται. Σε κακά χέρια μπορούσε να είχε κάνει μεγάλο κακό. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως μπορεί να ’πεφτε στα χέρια του Εχθρού. Όπως και σίγουρα θα ’πεφτε· γιατί είναι το Ένα κι αυτός έχει βάλει όλη του τη δύναμη να το βρει ή να το τραβήξει κοντά του.

» Και βέβαια, αγαπητέ μου Φρόντο, ήταν επικίνδυνο για σένα· κι αυτό με είχε ανησυχήσει βαθιά. Αλλά κινδύνευαν και τόσα άλλα, που αναγκάστηκα να το παίξω — αν και, ακόμα κι όταν ήμουν μακριά, δεν περνούσε μέρα που το Σάιρ να μην το φρουρούν άγρυπνα μάτια. Αν δεν το χρησιμοποίησες ποτέ, δε νομίζω πως το Δαχτυλίδι θα έχει μόνιμη επίδραση πάνω σου, τουλάχιστον όχι για κακό, για πάρα πολύ καιρό. Και πρέπει να θυμάσαι πως εννιά χρόνια πριν, όταν τελευταία σε είχα δει, ήξερα ακόμα ελάχιστα με σιγουριά.

— Αλλά γιατί να μην το καταστρέψουμε, όπως λες ότι έπρεπε να ’χε γίνει από πολύ παλιά; φώναξε ο Φρόντο πάλι. Αν με είχες προειδοποιήσει, ή αν ακόμα μου ’στελνες παραγγελία, θα το είχα καταστρέψει.

— Θα το ’χες; και πώς θα το κατάφερνες; Δοκίμασες ποτέ σου;

— Όχι. Μα φαντάζομαι πως μπορεί κανείς να το σπάσει ή να το λιώσει.

— Για δοκίμασε! είπε ο Γκάνταλφ. Για δοκίμασε τώρα δα!

Ο Φρόντο τράβηξε το Δαχτυλίδι απ’ την τσέπη του πάλι και το κοίταξε. Τώρα φαινόταν σκέτο και λείο, χωρίς να φαίνεται σημάδι ή σχέδιο πάνω του. Το χρυσάφι φαινόταν πολύ όμορφο και καθαρό κι ο Φρόντο σκέφτηκε πόσο πλούσιο κι υπέροχο ήταν το χρώμα του, πόσο τέλεια η στρογγυλάδα του. Όταν το έβγαλε έξω σκόπευε να το πετάξει από πάνω του στο πιο καυτό μέρος της φωτιάς. Μα ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να το κάνει, όχι χωρίς μεγάλο αγώνα. Ζύγισε το Δαχτυλίδι στο χέρι του διστάζοντας και πιέζοντας τον εαυτό του να θυμηθεί όλα όσα του είχε πει ο Γκάνταλφ· κι έπειτα, βάζοντας μεγάλη προσπάθεια, έκανε μια κίνηση, λες να το πετάξει — μα ανακάλυψε πως το είχε ξαναβάλει στην τσέπη του.

Ο Γκάνταλφ γέλασε αγριωπά.

— Βλέπεις; Κι εσύ, Φρόντο, κιόλας δεν μπορείς εύκολα να το αφήσεις, ούτε έχεις τη θέληση να του κάνεις κακό. Κι εγώ δε θα μπορούσα να σε “αναγκάσω” — εκτός με τέτοια βία που θα σου σάλευε το μυαλό. Όσο για να το σπάσεις το Δαχτυλίδι, η δύναμη είναι άχρηστη. Ακόμα κι αν το ’παιρνες και το χτύπαγες με τη βαριά, δε θα γινόταν ούτε χαρακιά πάνω του. Δεν μπορεί να ξεγίνει, ούτε με τα χέρια σου, ούτε με τα δικά μου: Η μικρή σου φωτιά, φυσικά, δε θα ’λιωνε ούτε κοινό χρυσάφι. Το Δαχτυλίδι την πέρασε κιόλας άθικτο, ούτε καν ζεστάθηκε. Ούτε και τ’ αμόνια και τα καμίνια των Νάνων δεν μπορούν να το καταφέρουν. Έχουν πει πως η δρακο-φωτιά μπορούσε να λιώνει και να αφανίζει τα Δαχτυλίδια με τη Δύναμη, μα τώρα πια δεν έχει μείνει κανένας δράκος πάνω στη γη, που μέσα του η παλιά φωτιά να ’ναι όσο πρέπει καυτή· ούτε και υπήρξε ποτέ δράκος, ούτε κι ο ίδιος ο Ανκάλαγκον ο Μαύρος, που να μπορούσε να βλάψει το Ένα το Δαχτυλίδι, το κυρίαρχο Δαχτυλίδι, γιατί αυτό το ’φτιαξε ο ίδιος ο Σόρον.

Μόνο ένας τρόπος υπάρχει: να βρεις τις Σχισμές του Χαμού στα έγκατα του Όροντρούιν, του Βουνού της Φωτιάς, και να ρίξεις το Δαχτυλίδι μέσα, αν πραγματικά θέλεις να το καταστρέψεις, να το πετάξεις πέρα από εκεί που φτάνει το χέρι του Εχθρού, για πάντα.

— Και βέβαια θέλω να το καταστρέψω! φώναξε ο Φρόντο. Ή — να, δηλαδή, να το καταστρέψουν. Δεν είμαι φτιαγμένος εγώ για επικίνδυνες αποστολές. Μακάρι να μην είχα δει ποτέ μου το Δαχτυλίδι! Γιατί ήρθε σε μένα; Γιατί έπεσε ο κλήρος σ’ εμένα;

— Τέτοιες ερωτήσεις δεν μπορούν να πάρουν απάντηση, είπε ο Γκάνταλφ. Μπορείς να είσαι σίγουρος πως δεν ήταν γιατί είχες κανένα προτέρημα που άλλοι δεν έχουν: ούτε για τη δύναμη ή τη σοφία σου, οπωσδήποτε. Αλλά έλαχε ο κλήρος σ’ εσένα. Επομένως, πρέπει να χρησιμοποιήσεις όλη τη δύναμη, το θάρρος και την εξυπνάδα που έχεις.

— Μα έχω τόσο λίγο απ’ όλα αυτά! Εσύ είσαι σοφός και δυνατός. Γιατί να μην πάρεις εσύ το Δαχτυλίδι;

— Όχι! ξεφώνισε ο Γκάνταλφ και πετάχτηκε όρθιος. Μ’ αυτή τη δύναμη θ’ αποκτούσα δυνάμεις πάρα πολύ μεγάλες και τρομερές. Και το Δαχτυλίδι θ’ αποκτούσε πάνω μου δύναμη ακόμα μεγαλύτερη και πιο θανατερή. Τα μάτια του άστραψαν και το πρόσωπό του φωτίστηκε από μια εσωτερική φωτιά. Μη με βάζεις στον πειρασμό! Γιατί εγώ δε θέλω να γίνω ίδιος σαν το Σκοτεινό Άρχοντα. Αυτός είναι ο δρόμος για να μπει το Δαχτυλίδι στην καρδιά μου, ο οίκτος. Οίκτος για τις αδυναμίες και πόθος για δύναμη να κάνω καλό. Μη με βάζεις στον πειρασμό! Δεν τολμώ να το πάρω, ούτε και για να το φυλάξω απ’ τους κινδύνους, αχρησιμοποίητο. Η επιθυμία να το χρησιμοποιήσω θα είναι πάνω απ’ τη δύναμή μου. Γιατί θα το χρειαστώ πολύ. Τεράστιοι κίνδυνοι βρίσκονται μπροστά μου.

Πήγε στο παράθυρο κι άνοιξε τις κουρτίνες και τα εξώφυλλα. Το φως του ήλιου ξαναμπήκε στο δωμάτιο. Ο Σαμ πέρασε απ’ το δρομάκι απέξω σφυρίζοντας.

— Και τώρα, είπε ο μάγος, ξαναγυρίζοντας προς το Φρόντο, η απόφαση είναι δική σου. Μα εγώ πάντα θα σε βοηθώ. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Φρόντο. Θα σε βοηθήσω να κουβαλήσεις το φορτίο αυτό για όσο καιρό θα το έχεις εσύ. Πρέπει όμως να κάνουμε γρήγορα. Ο Εχθρός κινείται.


Η σιωπή κράτησε ώρα. Ο Γκάνταλφ ξανακάθισε και ρουφούσε την πίπα του, λες και βυθισμένος σε σκέψεις. Τα μάτια του έμοιαζαν κλειστά, μα κάτω από τα βλέφαρά του παρακολουθούσε το Φρόντο με προσοχή. Ο Φρόντο κοίταζε με προσήλωση την κόκκινη χόβολη στο τζάκι, μέχρι που τα μάτια του γέμισαν απ’ αυτή και νόμισε πως κοιτούσε κάτω σε βαθιά πηγάδια φωτιάς. Σκεπτόταν τις θρυλικές Σχισμές του Χαμού και τη φρίκη του Φλογισμένου Βουνού.

— Λοιπόν! είπε τέλος ο Γκάνταλφ. Τι σκέφτεσαι; Αποφάσισες τι θα κάνεις;

— Όχι! απάντησε ο Φρόντο, κι όπως συνερχόταν απ’ τη σκοτεινιά, είδε έκπληκτος πως δεν ήταν σκοτάδι και πως έξω απ’ το παράθυρο φαινόταν ο ηλιόλουστος κήπος. Ή, ίσως, ναι. Απ’ όσο κατάλαβα, απ’ αυτά που είπες, υποθέτω πως πρέπει να κρατήσω το Δαχτυλίδι και να το φυλάξω τουλάχιστο προς το παρόν, ό,τι κι αν μου κάνει.

— Ό,τι κι αν σου κάνει θα είναι αργό, αργό στο κακό, αν το κρατήσεις μ’ αυτό το σκοπό, είπε ο Γκάνταλφ.

— Μακάρι, είπε ο Φρόντο. Μα εύχομαι να βρεις γρήγορα κάποιον άλλο καλύτερο φύλακα. Στο μεταξύ όμως φαίνεται πως είμαι επικίνδυνος για όλους όσοι ζουν κοντά μου. Δεν μπορώ να κρατήσω το Δαχτυλίδι και να μείνω εδώ. Πρέπει ν’ αφήσω το Μπαγκ Εντ, ν’ αφήσω το Σάιρ, να τ’ αφήσω όλα και να φύγω μακριά.

» Θα ’θελα να σώσω το Σάιρ, αν μπορούσα — αν κι έχουν έρθει φορές που σκέφτηκα πως οι κάτοικοι του είναι απερίγραπτα ανόητοι και βαρετοί κι έχω νιώσει πως ένας σεισμός ή μια εισβολή δράκων ίσως να ’τανε καλό γι’ αυτούς. Μα δεν το σκέφτομαι τώρα πια. Νιώθω πως όσο το Σάιρ βρίσκεται πίσω, ασφαλισμένο και καλοζωισμένο, θ’ αντέχω καλύτερα την περιπλάνηση: θα ξέρω πως κάπου υπάρχει ένα σίγουρο μέρος, ακόμα κι αν τα πόδια μου δεν μπορούν να ξαναπατήσουν εκεί.

» Φυσικά, μερικές φορές έχω σκεφτεί να φύγω μακριά, το φανταζόμουν όμως κάτι σαν διακοπές, μια σειρά περιπέτειες σαν του Μπίλμπο ή καλύτερες, που να τελειώνουν ειρηνικά. Μ’ αυτό εδώ θα σημαίνει εξορία, φευγιό από κίνδυνο σε κίνδυνο, που θα τον τραβώ πίσω μου. Κι υποθέτω πως πρέπει να φύγω μόνος μου, αν είναι να το κάνω και να σώσω το Σάιρ. Μα νιώθω πολύ μικρός και πολύ ξεριζωμένος και — και απελπισμένος. Ο Εχθρός είναι δυνατός και τρομερός.

Δεν το είπε στον Γκάνταλφ, μα την ώρα που μίλαγε, μια μεγάλη επιθυμία ν’ ακολουθήσει τον Μπίλμπο άναψε στην καρδιά του — ν’ ακολουθήσει τον Μπίλμπο κι ίσως ίσως να τον ξαναβρεί. Ήταν τόσο δυνατή που νίκησε το φόβο του: σχεδόν μπορούσε την ίδια εκείνη τη στιγμή να κατηφορίσει τρέχοντας το δρόμο και να φύγει, χωρίς το καπέλο του, ακριβώς όπως είχε κάνει ο Μπίλμπο ένα παρόμοιο πρωινό πολύ παλιά.

— Καλέ μου Φρόντο! φώναξε ο Γκάνταλφ. Οι χόμπιτ είναι στ’ αλήθεια εκπληκτικά πλάσματα, όπως έχω ξαναπεί. Μπορεί κανείς να μάθει τα πάντα γύρο) από τους τρόπους τους σ’ ένα μήνα, κι όμως, μετά από εκατό χρόνια, σε μια δυσκολία, μπορούν να σ’ αφήσουν με το στόμα ανοιχτό. Δεν περίμενα να πάρω τέτοια απάντηση ούτε κι από σένα. Μα ο Μπίλμπο δεν έκανε λάθος όταν διάλεγε κληρονόμο, αν και λίγο σκέφτηκε πόσο σπουδαίο θα ’ταν. Φοβάμαι πως έχεις δίκιο. Το Δαχτυλίδι δε θα μπορέσει να μείνει κρυμμένο στο Σάιρ για πολύ ακόμα· και, για το δικό σου το καλό, όσο και για των άλλων, θα πρέπει να φύγεις και ν’ αφήσεις τ’ όνομα Μπάγκινς πίσω σου. Μ’ αυτό τ’ όνομα δε θα ’σαι ασφαλισμένος έξω απ’ το Σάιρ ή στην Ερημιά. Θα σου δώσω τώρα ένα όνομα για να ταξιδέψεις. Όταν φύγεις, να φύγεις σαν κύριος Κατωλοφίτης.

» Πάντως δε νομίζω πως χρειάζεται να πας μόνος σου. Όχι, αν ξέρεις κανένα που να μπορείς να τον εμπιστευτείς και που να είναι πρόθυμος να σταθεί στο πλευρό σου — και που εσύ θα είσαι διατεθειμένος να τον πάρεις σ’ άγνωστους κινδύνους. Μα, αν ψάχνεις για σύντροφο, πρόσεχε στο διάλεγμα! Και πρόσεξε τι θα πεις, ακόμα και στους πιο στενούς σου φίλους! Ο εχθρός έχει πολλούς κατασκόπους και πολλούς τρόπους ν’ ακούει.

Ξαφνικά έπαψε κι αφουγκράστηκε. Ο Φρόντο πήρε είδηση πως όλα ήταν ήσυχα και μέσα κι έξω. Ο Γκάνταλφ νυχοπάτησε πλάι στο παράθυρο. Μετά, με μια απότομη κίνηση, έσκυψε στο περβάζι κι άπλωσε το μακρύ του χέρι έξω προς τα κάτω. Ακούστηκε μια τσιριξιά και ξεπρόβαλε το σγουρό κεφάλι του Σαμ Γκάμγκη, τραβηγμένο απ’ τ’ αυτί.

— Μπα! Μπα! Μα τα γένια μου! είπε ο Γκάνταλφ. Ο Σαμ Γκάμγκη δεν είναι; Τώρα πες μου τι έκανες εκεί;

— Ο Θεός να σε φυλάει, κύριε Γκάνταλφ! είπε ο Σαμ. Τίποτες! Δηλαδής κούρευα την άκρη του γρασιδιού κάτω απ’ το παράθυρο, αν με καταλαβαίνετε.

Σήκωσε την ψαλίδα του και την έδειξε γι’ απόδειξη.

— Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Γκάνταλφ αγριωπά. Είναι αρκετή ώρα τώρα που δεν άκουσα θόρυβο απ’ την ψαλίδα σου. Πόση ώρα κρυφάκουγες κάτω απ’ το γείσο της στέγης;

— Απ’ το γείσο της στέγης, κύριε; Δεν καταλαβαίνω, με το συμπάθειο δηλαδής. Δεν υπάρχει γείσο στο Μπαγκ Εντ πουθενά.

— Μη μου κάνεις τον ανόητο! Τι άκουσες και γιατί άκουγες; Τα μάτια του Γκάνταλφ άστραψαν και τα φρύδια του πετάχτηκαν έξω αγριεμένα.

— Κύριε Φρόντο! φώναξε ο Σαμ τρέμοντας. Μην τον αφήσεις να μου κάνει κακό, κύριε! Μην τον αφήσεις να με μεταμορφώσει σε τίποτα τέρας! Ο γερο-πατέρας μου πολύ θα στενοχωριόταν. Δεν το ’κανα για κακό, στο λόγο μου, κύριε!

— Δε θα σου κάνει κακό, είπε ο Φρόντο, που μόλις και μετά βίας κρατιόταν για να μη γελάσει, αν κι ο ίδιος είχε τρομάξει κι ήταν κάπως απορημένος. Το ξέρει, όσο κι εγώ, πως δεν το ’κανες για κακό. Αλλά στάσου όρθιος κι απάντησε αμέσως στις ερωτήσεις του.

— Ε, να, κύριε, είπε ο Σαμ τρεμουλιάζοντας λιγάκι. Άκουσα ένα σωρό που δεν τα κατάλαβα για έναν εχθρό και κάτι δαχτυλίδια και τον κύριο Μπίλμπο, κύριε, και για δράκους κι ένα βουνό με φωτιές και — και Ξωτικά, κύριε. Έβαλα αυτί ν’ ακούσω γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, αν με καταλαβαίνετε. Μα το θεό, κύριε, τρελαίνομαι για τέτοιες ιστορίες. Και τις πιστεύω κιόλας, ό,τι κι αν λέει ο Τεντ. Ξωτικά, κύριε! Πολύ θα ’θελα να τα δω. Δε θα μπορούσες να με πάρεις να δω τα Ξωτικά, κύριε, σα φύγεις;

Ξαφνικά ο Γκάνταλφ έβαλε τα γέλια.

— Έλα μέσα! φώναξε και απλώνοντας τα χέρια σήκωσε τον έκπληκτο Σαμ, μαζί με την ψαλίδα, τις κομμένες τούφες απ’ το γρασίδι κι όλα, τον έμπασε μέσα απ’ το παράθυρο και τον έστησε στο πάτωμα. Να σε πάρει στα Ξωτικά, ε; είπε κοιτάζοντας από κοντά το Σαμ, μα ένα χαμόγελο τρεμοφαινόταν στο πρόσωπό του. Λοιπόν, άκουσες πως ο κύριος Φρόντο φεύγει;

— Μάλιστα, κύριε. Και γι’ αυτό πνίγηκα και μ’ ακούσατε. Προσπάθησα να κρατηθώ, κύριε, μα μου ξέφυγε: πολύ συγχύστηκα.

— Δε γίνεται αλλιώς, Σαμ, είπε ο Φρόντο λυπημένα.

Είχε ξαφνικά νιώσει πως η φυγή του απ’ το Σάιρ θα σήμαινε πιο οδυνηρούς χωρισμούς απ’ το ν’ αποχαιρετίσει απλά τις γνωστές βολές του στο Μπαγκ Εντ.

— Θα πρέπει να φύγω. Μα — κι εδώ κοίταξε άγρια το Σαμ — αν στ’ αλήθεια νοιάζεσαι για μένα, θα το κρατήσεις τελείως μυστικό. Κατάλαβες; Αν δεν το κάνεις, αν σου ξεφύγει και η παραμικρή κουβέντα απ’ όσα άκουσες εδώ, τότε μακάρι ο Γκάνταλφ να σε κάνει έναν πιτσιλωτό βάτραχο και να γεμίσει τον κήπο με φίδια.

Ο Σαμ έπεσε στα γόνατα τρέμοντας.

— Σήκω επάνω, Σαμ, είπε ο Γκάνταλφ. Σκέφτηκα κάτι πολύ καλύτερο. Κάτι που θα σου κλείσει το στόμα και θα σε τιμωρήσει όπως πρέπει, που κρυφάκουγες. Θα πας μαζί με τον κύριο Φρόντο!

— Εγώ, κύριε; ρώναξε ο Σαμ, πηδώντας όρθιος σαν το σκύλο που τον φωνάζουν για να τον πάνε περίπατο. Εγώ να πάω και να δω τα Ξωτικά κι όλ’ αυτά! Ζήτω! φώναξε και μετά ξέσπασε σε δάκρυα.

Κεφάλαιο III ΤΡΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ

— Θα πρέπει να φύγεις αθόρυβα και θα πρέπει να φύγεις γρήγορα, είπε ο Γκάνταλφ.

Δυο ή τρεις βδομάδες είχαν περάσει κι ακόμα ο Φρόντο δεν έδειχνε σημάδια πως ετοιμάζεται να φύγει.

— Το ξέρω. Μα είναι δύσκολο να τα καταφέρω και τα δυο, αντίλεγε. Αν εξαφανιστώ σαν τον Μπίλμπο, θα το μάθουν όλοι στο Σάιρ ώσπου να πεις αλεύρι.

— Και φυσικά δεν πρέπει να εξαφανιστείς! είπε ο Γκάνταλφ. Ούτε να το σκέφτεσαι! Είπα γρήγορα, όχι τώρα δα. Αν μπορέσεις να βρεις τρόπο να ξεγλιστρήσεις απ’ το Σάιρ χωρίς να το μάθουν όλοι, αξίζει μια μικρή καθυστέρηση. Αλλά δεν πρέπει να παρακαθυστερήσεις.

— Τι θα ’λεγες για το φθινόπωρο, τη μέρα των Γενεθλίων Μας ή λίγο μετά; ρώτησε ο Φρόντο. Νομίζω πως έχω πιθανότητες να το οργανώσω ως τότε.

Για να λέμε την αλήθεια, δεν είχε καμιά διάθεση να ξεκινήσει τώρα, που είχε φτάσει η ώρα. Το Μπαγκ Εντ, έπειτα από πολλά χρόνια, του φαινόταν σαν την πιο επιθυμητή κατοικία κι ήθελε ν’ απολαύσει όσο πιο πολύ μπορούσε το τελευταίο του καλοκαίρι στο Σάιρ. Όταν θα ερχόταν το φθινόπωρο, ήξερε πως, τουλάχιστον ένα μέρος της καρδιάς του, θα αντιμετώπιζε πιο ευχάριστα το ταξίδι, όπως πάντα γινόταν εκείνη την εποχή. Και πραγματικά είχε μέσα του αποφασίσει να φύγει τη μέρα που θα ’κλεινε τα πενήντα κι ο Μπίλμπο τα εκατόν είκοσι οκτώ. Του φαινόταν πως, κάπως, θα ’ταν η κατάλληλη μέρα για να ξεκινήσει και να τον ακολουθήσει. Γιατί, το ν’ ακολουθήσει τον Μπίλμπο, ήταν η σκέψη που κυριαρχούσε μέσα του και το μόνο πράγμα που έκανε υποφερτή τη σκέψη της φυγής του. Σκεφτόταν όσο μπορούσε πιο λίγο το Δαχτυλίδι και το πού μπορούσε να τον οδηγήσει στο τέλος. Μα δεν έλεγε όλες του τις σκέψεις στον Γκάνταλφ. Το τι μάντευε ο μάγος ήταν πάντοτε δύσκολο να το πει κανείς. Κοίταξε το Φρόντο και χαμογέλασε.

— Πολύ καλά, είπε. Εντάξει. Μα δεν πρέπει ν’ αργήσεις περισσότερο. Αρχίζω ν’ ανησυχώ. Στο μεταξύ, πρόσεχε πολύ και μη σου ξεφύγει κουβέντα για το πού πας! Και κοίτα να μη μιλήσει ο Σαμ Γκάμγκη. Αν μιλήσει, θα τον κάνω στ’ αλήθεια βάτραχο.

— Όσο για το πού πάω, είπε ο Φρόντο, θα ’ναι δύσκολο να μου ξεφύγει και να το πω, γιατί δεν το ’χω ούτε κι εγώ καλά καλά αποφασίσει ακόμα.

— Μη λες ανοησίες! είπε ο Γκάνταλφ. Δε σε προειδοποιώ, μην τυχόν κι αφήσεις τη διεύθυνσή σου στο ταχυδρομείο! Αλλά φεύγεις απ’ το Σάιρ — κι αυτό δεν πρέπει να γίνει γνωστό, μέχρι που να βρίσκεσαι μακριά. Και πρέπει να φύγεις ή τουλάχιστο να ξεκινήσεις για το Βοριά, το Νοτιά, τη Δύση ή την Ανατολή — και η κατεύθυνση πρέπει σίγουρα να παραμείνει άγνωστη.

— Τόσο πολύ μ’ έχουν απορροφήσει οι σκέψεις που θα φύγω απ’ το Μπαγκ Εντ και που θα πω αντίο, που ούτε και σκέφτηκα καθόλου την κατεύθυνση, είπε ο Φρόντο. Γιατί πού να πάω; Και τι πυξίδα ν’ ακολουθήσω; Ποια θα ’ναι η αποστολή μου; Ο Μπίλμπο πήγε να βρει ένα θησαυρό. Πήγε και γύρισε πάλι· μα εγώ πάω να χάσω έναν και να μη γυρίσω απ’ ό,τι βλέπω.

— Δεν μπορείς όμως να δεις πολύ μακριά, είπε ο Γκάνταλφ. Ούτε κι εγώ. Μπορεί και να είναι η αποστολή σου να βρεις τις Σχισμές του Χαμού. Αλλ’ αυτή η αποστολή μπορεί να είναι και γι’ άλλους: δεν ξέρω. Έτσι κι αλλιώς, δεν είσαι έτοιμος ακόμα γι’ αυτόν το μακρύ δρόμο.

— Όχι βέβαια! είπε ο Φρόντο. Μα στο μεταξύ τι πορεία ν’ ακολουθήσω;

— Προς τον κίνδυνο· μα όχι πολύ βιαστικά κι απερίσκεπτα ούτε και κατευθείαν πάνω του, απάντησε ο μάγος. Αν θέλεις τη συμβουλή μου, πήγαινε στο Σκιστό Λαγκάδι. Αυτό το ταξίδι δε θα ’ναι πολύ επικίνδυνο, αν κι ο δρόμος δεν είναι τόσο εύκολος όσο πριν και θα χειροτερέψει όσο περνά η χρονιά.

— Σκιστό Λαγκάδι! είπε ο Φρόντο. Πολύ καλά: θα πάω ανατολικά για το Σκιστό Λαγκάδι. Θα πάρω το Σαμ να κάνει επίσκεψη στα Ξωτικά, Θα πετάξει απ’ τη χαρά του.

Το ’πε αστεία, μα η καρδιά του ξαφνικά λαχτάρησε να δει το σπίτι τού Έλροντ του Μισοξωτικού και ν’ αναπνεύσει τον αέρα εκείνης της βαθιάς κοιλάδας, που κατοικούσαν ακόμα ειρηνικά πολλοί απ’ τα Ωραία Πλάσματα.


Ένα καλοκαιριάτικο βραδάκι εκπληκτικά νέα έφτασαν στον Κισσό και στον Πράσινο Δράκο. Οι γίγαντες κι οι άλλοι κακοί οιωνοί στα σύνορα του Σάιρ ξεχάστηκαν για πιο σπουδαίες υποθέσεις: ο κύριος Φρόντο πουλούσε το Μπαγκ Εντ, δηλαδή το ’χε κιόλας πουλήσει — τους Σάκβιλ-Μπάγκινς!

— Και πήρε ένας σωρό λεφτά! είπε κάποιος.

— Για μια δεκάρα, είπαν άλλοι, κι αυτό είναι το πιο πιθανό, αφού αγοραστής ήταν η κυρα Λομπέλια.

(Ο Όθο είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν, στην ώριμη μα απογοητευμένη ηλικία των 102).

Το γιατί ο κύριος Φρόντο πουλούσε την ωραία του τρύπα, συζητιόταν ακόμα πιο πολύ απ’ την τιμή. Μερικοί υποστήριζαν τη θεωρία — που τη στήριζαν το νεύματα και οι υπαινιγμοί του ίδιου του κυρίου Μπάγκινς — πως τέλειωσαν τα λεφτά του Φρόντο: θα έφευγε απ’ το Χόμπιτον και θα ζούσε αποτραβηγμένα, με τα χρήματα από το σπίτι, πέρα στο Μπάκλαντ, ανάμεσα στους Μπράντιμπακ τους συγγενείς του.

— Όσο πιο μακριά γίνεται απ’ τους Σάκβιλ-Μπάγκινς, πρόσθεταν μερικοί.

Αλλά τόσο γερά ήταν σφηνωμένη η ιδέα του αμέτρητου πλούτου των Μπάγκινς του Μπαγκ Εντ, που οι πιο πολλοί το έβρισκαν δύσκολο να το πιστέψουν, δυσκολότερο από κάθε άλλο λόγο, ή παραλογισμό, που τους έλεγε η φαντασία τους: στους πιο πολλούς έλεγε ένα σκοτεινό κι ακόμα αξεσκέπαστο σχέδιο του Γκάνταλφ. Αν κι αυτός καθόταν πολύ ήσυχα και δεν κυκλοφορούσε τη μέρα, όλοι ήξεραν πως «κρυβόταν στο Μπαγκ Εντ». Αλλά όπως κι αν ταίριαζε η μετακόμιση με τα σχέδια της μαγείας του, δεν υπήρχε αμφιβολία για το γεγονός: ο Φρόντο Μπάγκινς γύριζε πίσω στο Μπάκλαντ.

— Ναι, φεύγω αυτό το φθινόπωρο, έλεγε. Ο Μέρι Μπράντιμπακ ψάχνει να μου βρει μια καλή τρύπα, ή ίσως ένα μικρό σπιτάκι.

Για να λέμε την αλήθεια, με τη βοήθεια του Μέρι, είχε κιόλας διαλέξει κι αγοράσει ένα μικρό σπιτάκι στο Κρικχόλοου, την εξοχή πέρα απ’ το Μπάκλμπερι. Σ’ όλους, εκτός απ’ το Σαμ, υποκρινόταν πως θα πήγαινε να εγκατασταθεί εκεί μόνιμα. Την ιδέα τού την έβαλε η απόφαση του να βαδίσει ανατολικά· γιατί το Μπάκλαντ ήταν στ’ ανατολικά σύνορα του Σάιρ και, όπως είχε ζήσει εκεί τα παιδικά του χρόνια, η επιστροφή του θα φαινόταν τουλάχιστον πιστευτή.


Ο Γκάνταλφ έμεινε στο Σάιρ πάνω από δυο μήνες. Έπειτα, ένα βραδάκι, τέλος Ιουνίου, μόλις το σχέδιο του Φρόντο είχε τελικά τακτοποιηθεί, ανακοίνωσε ξαφνικά πως έφευγε το πρωί.

— Μόνο για λίγο. ελπίζω, είπε. Μα θα πάω κάτω, πέρα απ’ τα νότια σύνορα, για να μάθω νέα, αν μπορώ. Κάθισα άπρακτος περισσότερο απ’ όσο έπρεπε.

Μίλησε ελαφρά, μα φάνηκε στο Φρόντο πως ήταν κάπως στενοχωρημένος.

— Συνέβη τίποτα; ρώτησε.

— Οχι, ακριβώς· μα άκουσα κάτι που μ’ έβαλε σ’ ανησυχία και χρειάζεται να το ελέγξω. Αν, παρ’ όλ’ αυτά, νομίσω πως είναι ανάγκη να ξεκινήσεις αμέσως, θα γυρίσω πίσω γρήγορα ή θα στείλω κάποια ειδοποίηση. Στο μεταξύ, ακολούθησε το σχέδιό σου· μα να ’σαι προσεκτικός όσο ποτέ, ιδιαίτερα για το Δαχτυλίδι. Και σ’ το ξανατονίζω πάλι: μην το χρησιμοποιήσεις!

Έφυγε: το χάραμα.

— Μπορεί να επιστρέψω οποιαδήποτε μέρα, είπε. Το αργότερο, θα γυρίσω για το αποχαιρετιστήριο πάρτι. Γιατί νομίζω πως μπορεί να χρειαστείς τη συντροφιά μου στο Δρόμο.

Στην αρχή ο Φρόντο στενοχωρήθηκε πολύ κι αναρωτιόταν συχνά τι να ’χε ακούσει ο Γκάνταλφ· μα η ανησυχία του ξεθώριασε και με τον ωραίο καιρό, ξέχασε τις έννοιες του για λίγο. Το Σάιρ είχε σπάνια ξαναδεί τέτοιο όμορφο καλοκαίρι, ή τέτοιο πλούσιο φθινόπωρο: τα δέντρα ήταν φορτωμένα με μήλα, το μέλι έσταζε απ’ τα μελίσσια και το αραποσίτι ήταν ψηλό και μεστωμένο.

Το φθινόπωρο είχε μπει για καλά, όταν ο Φρόντο άρχισε να νοιάζεται για τον Γκάνταλφ πάλι. Ο Σεπτέμβριος προχωρούσε και νέα του πουθενά. Τα Γενέθλια κι η μετακόμιση πλησίαζαν, κι αυτός ούτε ερχότανε ούτε έστελνε παραγγελία.

Το Μπαγκ Εντ άρχισε να έχει κίνηση. Μερικοί απ’ τους φίλους του Φρόντο ήρθαν να μείνουν και να τον βοηθήσουν να μαζευτεί: ο Φρέντεγκαρ Μπόλγκερ κι ο Φόλκο Μπόφιν και, φυσικά, οι στενοί του φίλοι ο Πίπιν Τουκ κι ο Μέρι Μπράντιμπακ. Όλοι μαζί ξεσήκωσαν το σπίτι.

Στις 20 Σεπτεμβρίου δυο σκεπασμένα κάρα έφυγαν φορτωμένα για το Μπάκλαντ, μεταφέροντας τα έπιπλα και τα πράγματα, που ο Φρόντο δεν πούλησε, στο καινούριο του σπίτι, απ’ το δρόμο που περνούσε τη Γέφυρα του Μπράντιγουάιν. Την άλλη μέρα ο Φρόντο ανησύχησε στ’ αλήθεια και συνέχεια κοίταζε για τον Γκάνταλφ. Η Πέμπτη, το πρωινό των γενεθλίων του. ξημέρωσε όμορφη και ηλιόλουστη, όπως και στο μεγάλο Πάρτι του Μπίλμπο χρόνια πριν. Κι όμως ο Γκάνταλφ δε φαινόταν πουθενά. Το βραδάκι ο Φρόντο έκανε το αποχαιρετιστήριό του τραπέζι: ήταν πολύ μικρό, μόνο ένα δείπνο για τον εαυτό του και τους τέσσερις βοηθούς του· ήταν όμως ανήσυχος κι η διάθεσή του δεν ήταν ανάλογη με την περίσταση. Η σκέψη πως γρήγορα θα ’πρεπε να χωρίσει απ’ τους νεαρούς φίλους του, του βάραινε την καρδιά. Αναρωτιόταν πώς θα τους το έλεγε.

Οι τέσσερις όμως νεότεροι χόμπιτ είχαν πολλά κέφια και το πάρτι γρήγορα ζωήρεψε παρά την απουσία του Γκάνταλφ. Η τραπεζαρία ήταν γυμνή εκτός από ένα τραπέζι και καρέκλες, μα το φαΐ ήταν καλό, το ίδιο και το κρασί: το κρασί του Φρόντο δεν είχε συμπεριληφθεί στην αγοραπωλησία με τους Σάκβιλ-Μπάγκινς.

— Ό,τι κι αν πάθουν τα υπόλοιπά μου πράγματα, όταν πέσουν στα νύχια των Σάκβιλ-Μπάγκινς, εγώ τουλάχιστο βρήκα καλό σπίτι για τούτο εδώ! είπε ο Φρόντο καθώς στράγγισε το ποτήρι του.

Ήταν η τελευταία σταγόνα απ’ τα «Παλιά Αμπέλια». Αφού τραγούδησαν πολλά τραγούδια και μίλησαν για πολλά πράγματα που είχαν κάνει μαζί, ήπιαν στην υγειά του Μπίλμπο και των γενεθλίων του κι ήπιαν μαζί, στην υγειά του και στην υγειά του Φρόντο, σύμφωνα με το έθιμο του Φρόντο. Μετά βγήκαν έξω να πάρουν λίγο καθαρό αέρα, να δουν λίγο τ’ άστρα. Έπειτα πήγαν για ύπνο. Το πάρτι του Φρόντο είχε τελειώσει κι ο Γκάνταλφ δεν είχε φανεί.

Το άλλο πρωί δούλεψαν φορτώνοντας ακόμα ένα αμάξι με τις υπόλοιπες αποσκευές. Ο Μέρι το ανέλαβε κι έφυγαν μαζί με το Χοντρό (δηλαδή το Φρέντεγκαρ Μπόλγκερ).

— Κάποιος πρέπει να πάει εκεί για να ζεστάνει το σπίτι πριν να φτάσεις, είπε ο Μέρι. Λοιπόν, θα συναντηθούμε αργότερα — μεθαύριο, αν δεν αποκοιμηθείτε στο δρόμο.

Ο Φόλκο πήγε σπίτι του μετά το μεσημεριανό φαγητό, μα ο Πίπιν έμεινε. Ο Φρόντο δεν μπορούσε να σταθεί. Ανησυχούσε. Άδικα τέντωνε τ’ αυτιά του μην τυχόν κι ακούσει τον Γκάνταλφ. Αποφάσισε να περιμένει ώσπου να πέσει το βράδυ. Κι έπειτα, αν ο Γκάνταλφ τον χρειαζόταν επειγόντως, θα πήγαινε στο Κρίκχολοου, ίσως μάλιστα να έφτανε εκεί και πρώτος. Γιατί ο Φρόντο θα πήγαινε πεζός. Το σχέδιό του — και κυρίως για να ευχαριστηθεί και για να δει για τελευταία φορά το Σάιρ — ήταν να πάει περπατώντας απ’ το Χόμπιτον στο Φέρι Μποτ του Μπάκλαντ, με την ησυχία του.

— Θα κάνω και λίγη προπόνηση, είπε, κοιτάζοντας τον εαυτό του σ’ ένα σκονισμένο καθρέφτη στο μισοάδειο χολ.

Δεν είχε περπατήσει να κουραστεί για πολύ καιρό τώρα και στον καθρέφτη φαινόταν κάπως πλαδαρός, σκέφτηκε.

Μετά το μεσημεριανό φαγητό, οι Σάκβιλ-Μπάγκινς, η Λομπέλια κι ο γιος της ο Λόθο, που τα μαλλιά του μοιάζαν σαν την άμμο, ήρθαν. Αυτό κακοφάνηκε στο Φρόντο.

— Δικό μας επιτέλους! είπε η Λομπέλια, μόλις μπήκε μέσα.

Δεν ήταν ευγενικό, ούτε τελείως αληθινό, γιατί το πούλημα του Μπαγκ Εντ δεν ίσχυε παρά μετά τα μεσάνυχτα. Μα η Λομπέλια μπορεί ίσως να συγχωρεθεί: είχε υποχρεωθεί να περιμένει περίπου εβδομήντα εφτά χρόνια περισσότερο για το Μπαγκ Εντ απ’ ό,τι κάποτε έλπιζε, κι ήταν τώρα εκατό χρονών. Έτσι, είχε έρθει να δει μήπως πάρουν τίποτα απ’ όσα είχε πληρώσει· και ήθελε και τα κλειδιά. Χρειάστηκε αρκετή ώρα για να ικανοποιηθεί, γιατί είχε φέρει έναν ολόκληρο κατάλογο μαζί της και τσεκάρισε όλα όσα είχε σημειώσει. Στο τέλος έφυγε με το Λόθο και το δεύτερο κλειδί και με την υπόσχεση πως το άλλο κλειδί θα το άφηναν στους Γκάμγκη στο Μπάγκσοτ Ρόου. Ξεφύσηξε κι έδειξε καθαρά πως σκεφτόταν ότι οι Γκάμγκη ήταν ικανοί τη νύχτα να λεηλατήσουν την τρύπα. Ο Φρόντο δεν της πρόσφερε καθόλου τσάι.

Ήπιε το τσάι του με τον Πίπιν και το Σαμ Γκάμγκη στην κουζίνα. Επίσημα είχε ανακοινωθεί πως ο Σαμ ερχόταν στο Μπάκλαντ «να φροντίζει τον κύριο Φρόντο και ν’ αναλάβει το μικρό του κήπο», μια συμφωνία που είχε την έγκριση του Γκάφερ, αν και δεν τον παρηγορούσε η σκέψη πως θα ’χε τη Λομπέλια γειτόνισσά του.

— Το τελευταίο μας γεύμα στο Μπαγκ Εντ! είπε ο Φρόντο, σπρώχνοντας πίσω την καρέκλα του.

Άφησαν τα πιάτα να τα πλύνει η Λομπέλια. Ο Πίπιν κι ο Σαμ έδεσαν τα λουριά στα τρία σακίδια τους και τα σώριασαν στη βεράντα. Ο Πίπιν βγήκε έξω για μια τελευταία βόλτα στον κήπο. Ο Σαμ εξαφανίστηκε.

Ο ήλιος έπεσε. Το Μπαγκ Εντ έδειχνε λυπημένο, σκυθρωπό κι ακατάστατο. Ο Φρόντο πλανήθηκε στα γνώριμα δωμάτια κι είδε το φως του ηλιοβασιλέματος να σβήνει στους τοίχους και τις σκιές να σέρνονται βγαίνοντας απ’ τις γωνιές. Σιγά σιγά σκοτείνιασε μέσα. Βγήκε έξω και κατηφόρισε στην εξώπορτα στο τέλος του μονοπατιού κι έπειτα προχώρησε λίγο κατηφορίζοντας το Δρόμο του Λόφου. Μισοπερίμενε να δει τον Γκάνταλφ να ’ρχεται περπατώντας μες στο λυκόφωτο.

Ο ουρανός ήταν καθαρός και τ’ αστέρια άρχισαν να λάμπουν.

— Θα ’ναι ωραία νύχτα, είπε δυνατά. Καλή αρχή. Έχω, όρεξη για πεζοπορία. Δεν αντέχω πια να περιμένω. Θα ξεκινήσω κι ο Γκάνταλφ πρέπει να μ’ ακολουθήσει.

Γύρισε να πάει πίσω και τότε σταμάτησε, γιατί άκουσε φωνές, ακριβώς πίσω απ’ τη γωνία στην άκρη του Μπάγκσοτ Ρόου. Η μια φωνή ήταν σίγουρα του γερο-Γκάφερ· η άλλη ήταν παράξενη και κάπως δυσάρεστη. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι έλεγε, μα άκουσε τις απαντήσεις του Γκάφερ, που ήταν μάλλον τσιριχτές. Ο γέρος φαινόταν συγχυσμένος.

— Όχι, ο κύριος Μπάγκινς έχει φύγει. Έφυγε σήμερα το πρωί κι ο Σαμ ο δικός μου πήγε μαζί του; κι έφυγαν κι όλα του τα πράγματα. Ναι, τα πούλησε κι έφυγε, σου λέω. Γιατί; Το γιατί δεν είναι ούτε δική μου δουλειά, μαθές, ούτε δική σου. Πού πάει; Αυτό δεν είναι μυστικό· μετακόμισε στο Μπάκλμπερι ή κάτι τέτοιο, πέρα μακριά. Ναι, είναι κάμποσος δρόμος. Εγώ ποτές μου δεν έχω πάει τόσο μακριά· είναι παράξενοι αυτοί που μένουν στο Μπάκλαντ. Όχι, δεν μπορώ να δώσω καμιά παραγγελία. Καληνύχτα, σ’ εσένα!

Τα βήματα ξεμάκρυναν κατηφορίζοντας το Λόφο. Ο Φρόντο αναρωτήθηκε γιατί του φάνηκε μεγάλη ανακούφιση που δεν ανέβηκαν το. Λόφο.

«Σιχάθηκα μάλλον τις ερωτήσεις και την περιέργεια γύρω απ’ ό,τι κάνω, σκέφτηκε. Τι περίεργοι που σου είναι όλοι τους!»

Μισοσκέφτηκε να πάει και να ρωτήσει τον Γκάφερ, ποιος ζητούσε τις πληροφορίες· μα το ξανασκέφτηκε καλύτερα (ή χειρότερα) κι έστριψε και πήγε γρήγορα πίσω στο Μπαγκ Εντ.

Ο Πίπιν καθόταν πάνω στο σακίδιό του στη βεράντα. Ο Σαμ δεν ήταν εκεί. Ο Φρόντο μπήκε στη σκοτεινή πόρτα.

— Σαμ! φώναξε. Σαμ! Ώρα να φεύγουμε!

— Έρχομαι, κύριε! έφτασε η απάντηση από κάπου στο βάθος και γρήγορα ακολούθησε κι ο ίδιος ο Σαμ, σκουπίζοντας το στόμα του.

Έλεγε τους τελευταίους του χαιρετισμούς στο βαρέλι της μπίρας στο κελάρι.

— Όλα έτοιμα. Σαμ; είπε ο Φρόντο.

— Ναι, κύριε. Θ’ αντέξω κάμποσο τώρα, κύριε.

Ο Φρόντο έκλεισε και κλείδωσε τη στρογγυλή πόρτα κι έδωσε το κλειδί στο Σαμ.

— Τρέχα το στο σπίτι σου, Σαμ! είπε. Μετά κόψε δρόμο απ’ το Ρόου κι έλα να μας βρεις όσο πιο γρήγορα μπορείς στην πόρτα, στο δρομάκι πέρα απ’ τα λιβάδια. Δεν είναι να περάσουμε μέσ’ απ’ το χωριό απόψε. Ένα σωρό αυτιά είναι τεντωμένα κι ένα σωρό μάτια κρυφοκοιτάζουν.

Ο Σαμ έφυγε τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

— Λοιπόν, τώρα ξεκινάμε επιτέλους! είπε ο Φρόντο.

Έβαλαν τα σακίδια στις πλάτες τους, πήραν τα ραβδιά τους, προχώρησαν κι έστριψαν τη γωνία στη δυτική πλευρά του Μπαγκ Εντ.

— Αντίο! είπε ο Φρόντο, κοιτάζοντας τα σκοτεινά κι άδεια παράθυρα. Κούνησε το χέρι του κι έπειτα γύρισε και (ακολουθώντας τα βήματα του Μπίλμπο, αν το ’ξερε) βιάστηκε πίσω απ’ τον Πέρεγκριν, κατηφορίζοντας το δρομάκι του κήπου.

Πήδηξαν πάνω από ένα χαμηλό μέρος το φράχτη στην άκρη και πήραν τα χωράφια, περνώντας μες στο σκοτάδι σαν θρόισμα μες στα χορτάρια.

Στα ριζά του Λόφου στη δυτική πλευρά έφτασαν στην πύλη που άνοιγε σ’ ένα στενό δρόμο. Εκεί σταμάτησαν και τακτοποίησαν τα λουριά στα σακίδιά τους. Σε λίγο φάνηκε ο Σαμ, τρέχοντος γρήγορα λαχανιασμένος· το βαρύ του σακίδιο ήταν ανεβασμένο ψηλά στους ώμους του κι είχε βάλει στο κεφάλι του μια ψηλή ασουλούπωτη τσόχινη σακούλα, που την έλεγε καπέλο. Στη σκοτεινιά έμοιαζε πολύ με νάνο.

— Είμαι σίγουρος πως μου δώσατε όλα τα πιο βαριά πράγματα, είπε ο Φρόντο. Τα λυπάμαι τα σαλιγκάρια κι όλα τα ζώα, που κουβαλάνε τα σπίτια τους στις πλάτες τους.

— Εγώ θα μπορούσα να πάρω ένα σωρό ακόμα, κύριε. Το σακίδιό μου είναι πολύ ελαφρό, είπε ο Σαμ γενναιόκαρδα κι όχι αληθινά.

— Όχι, βέβαια, Σαμ! είπε ο Πίπιν. Του κάνει καλό. Δεν κουβαλάει παρά μόνο ό,τι μας παράγγειλε να βάλουμε μέσα. Τώρα τελευταία έχει μείνει αγύμναστος. Θα νιώθει το βάρος λιγότερο, όταν χάσει περπατώντας λίγο απ’ το δικό του.

— Λυπηθείτε ένα φτωχό γερο-χόμπιτ! γέλασε ο Φρόντο. Θ’ αδυνατίσω σαν το κλαδάκι της ιτιάς, είμαι σίγουρος, πριν να φτάσουμε στο Μπάκλαντ. Αστεία τα ’λεγα. Υποψιάζομαι όμως πως έχεις φορτωθεί περισσότερα απ’ το μερίδιό σου, Σαμ, και θα το κοιτάξω όταν ξαναμαζέψουμε πάλι τα πράγματά μας. Ξαναπήρε το ραβδί του. Λοιπόν, σ’ όλους αρέσει η νυχτερινή πεζοπορία, είπε, ας βάλουμε μερικά μίλια πίσω μας πριν κοιμηθούμε.

Για λίγο ακολούθησαν το μονοπάτι δυτικά. Έπειτα, αφήνοντάς το, έστριψαν δεξιά και ξαναπήραν ήσυχα τα χωράφια. Βάδιζαν ο ένας πίσω απ’ τον άλλο ακολουθώντας τους φράχτες και τις άκρες στις λόχμες. Η νύχτα έπεσε σκοτεινή γύρω τους. Με τις σκούρες μπέρτες τους ήταν αόρατοι, λες κι όλοι είχαν μαγικά δαχτυλίδια. Κι αφού ήταν όλοι τους χόμπιτ και προσπαθούσαν να ’ναι σιωπηλοί, δεν έκαναν θόρυβο που να μπορούν να τον ακούσουν ούτε και χόμπιτ. Ακόμα και τ’ αγρίμια στα χωράφια και στα δάση μόλις και παίρναν είδηση το πέρασμά τους.

Μετά από αρκετή ώρα πέρασαν το Νερό, δυτικά του Χόμπιτον, πάνω από μια σανιδογέφυρα. Το ποταμάκι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια μαύρη ελικωτή κορδέλα, που δεξιά κι αριστερά του έγερναν σκλήθρες. Ένα δυο μίλια παρακάτω προς το νοτιά, διασχίσανε βιαστικά το μεγάλο δρόμο απ’ τη γέφυρα του Μπράντιγουάιν. Τώρα βρίσκονταν στο Τούκλαντ, και στρίβοντας ανατολικά κατευθύνθηκαν προς τους Πράσινους Λόφους, Καθώς άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τις πρώτες πλαγιές, κοίταξαν πίσω κι είδαν τα φώτα του Χόμπιτον πέρα μακριά που τρεμόπαιζαν στην ήμερη κοιλάδα του Νερού, που γρήγορα χάθηκε στις πτυχές της νυχτωμένης γης και την ακολούθησε το Νεροχώρι δίπλα στην γκρίζα λιμνούλα του. Όταν το φως κι από την τελευταία φάρμα βρισκόταν πίσω μακριά, ο Φρόντο, κρυφοκοιτάζοντας ανάμεσα απ’ τα δέντρα, γύρισε και κούνησε σ’ αποχαιρετισμό το χέρι του.

— Αναρωτιέμαι αν ποτέ μου θα ξαναδώ εκείνη την κοιλάδα, είπε χαμηλόφωνα.

Αφού περπάτησαν για τρεις ώρες περίπου, αναπαύτηκαν. Η νύχτα ήταν ασυννέφιαστη, δροσερή κι αστροφώτιστη. Κάτι συννεφάκια ομίχλης σέρνονταν στις πλαγιές των λόφων, ανεβαίνοντας απ’ τα ποταμάκια και τα βαθιά λιβάδια. Λεπτοντυμένες σημύδες λυγιόνταν στ’ αεράκι πάνω απ’ τα κεφάλια τους κι έπλεκαν ένα μαύρο δίχτυ στο χλωμό ουρανό. Έφαγαν ένα πολύ λιτό δείπνο (για χόμπιτ) και συνέχισαν το δρόμο τους. Σύντομα βρήκαν ένα στενό δρόμο που πήγαινε κυματιστά, πάνω κάτω, σβήνοντας γκρίζος στο σκοτάδι μπροστά: ο δρόμος που πήγαινε στο Γούντχολ, στο Στοκ και στο Φέρι Μποτ του Μπάκλμπερι. Σκαρφάλωνε μακριά απ’ τον κύριο δρόμο στη Νεροκοιλάδα και πήγαινε γύρω γύρω στα ριζά των Πράσινων Λόφων προς το Γούντι Εντ, μια άγρια γωνιά της Ανατολικής Μοίρας.

Μετά από λίγο έπεσαν σ’ ένα βαθύ μονοπάτι ανάμεσα σε ψηλά δέντρα, που θρόιζαν τα ξερά τους φύλλα μες στη νύχτα. Ήταν πολύ σκοτεινά. Στην αρχή μιλούσαν ή μουρμούριζαν κάποιο σκοπό σιγά σιγά μαζί, μια και τώρα βρίσκονταν μακριά από περίεργα αυτιά. Έπειτα συνέχισαν να περπατούν σιωπηλοί κι ο Πίπιν άρχισε να μένει πίσω. Τέλος, σαν άρχισαν να σκαρφαλώνουν μιαν απόκρημνη πλαγιά, σταμάτησε και χασμουρήθηκε.

— Είμαι τόσο νυσταγμένος, είπε, που, όπου να ’ναι, θα πέσω στο δρόμο. Σκοπεύετε να κοιμηθείτε όρθιοι; Είναι σχεδόν μεσάνυχτα.

— Νόμιζα πως σ’ άρεσε να περπατάς στο σκοτάδι, είπε ο Φρόντο, Αλλά δεν υπάρχει βία. Ο Μέρι μας περιμένει μεθαύριο. Αυτό μας αφήνει σχεδόν δυο μέρες παραπάνω. Θα σταματήσουμε στο πρώτο κατάλληλο μέρος.

— Ο αέρας είναι απ’ τη Δύση, είπε ο Σαμ. Αν βγούμε στην άλλη μεριά αυτού του λόφου, θα βρούμε μέρος απάγκιο κι αρκετά ήσυχο, κύριε. Υπάρχει ένα στενό ελατόδασο ακριβώς μπροστά μας, αν θυμάμαι καλά.

Ο Σαμ ήξερε την περιοχή πολύ καλά σε απόσταση είκοσι μιλίων απ’ το Χόμπιτον, μ’ αυτό ήταν και το τέλος της γεωγραφίας του.

Μόλις πέρασαν την κορυφή του λόφου, βρήκαν το μικρό δάσος με τα έλατα. Αφήνοντας το δρόμο μπήκαν κάτω απ’ τη βαθιά σκοτεινιά των δέντρων που μύριζαν ρετσίνι και μάζεψαν ξερά κλαριά και κουκουνάρια για ν’ ανάψουν φωτιά. Πολύ γρήγορα οι φλόγες άρχισαν να τρίζουν χαρούμενα κάτω από ένα μεγάλο έλατο. Κάθισαν γύρω γύρω για κάμποση ώρα, μέχρι που άρχισαν να πέφτουν τα κεφάλια τους απ’ τη νύστα. Τότε, ο καθένας με το κεφάλι στις ρίζες του μεγάλου δέντρου, κουλουριάστηκαν μες στις μπέρτες τους και στις κουβέρτες τους και γρήγορα αποκοιμήθηκαν. Δεν έβαλαν φρουρό· ούτε κι ο Φρόντο δε φοβόταν από τώρα για κίνδυνο, γιατί βρίσκονταν ακόμα στην καρδιά του Σάιρ. Μερικά ζώα ήρθαν και τους κοίταξαν όταν έσβησε η φωτιά. Μια αλεπού, περνώντας απ’ το δάσος για δουλειές της, σταμάτησε μερικά λεπτά κι οσφράνθηκε.

«Χόμπιτ! σκέφτηκε. Για να δούμε τι άλλο τώρα; Έχω ακούσει πως γίνονται παράξενα πράγματα σ’ αυτή τη χώρα, μα σπάνια έχω ακούσε για χόμπιτ να κοιμάται στο ύπαιθρο κάτω απ’ τα δέντρα. Και τώρα τρεις μαζεμένοι! Κάτι πολύ παράξενο κρύβεται πίσω απ’ αυτό».

Η αλεπού είχε πολύ δίκιο, μα ποτέ δεν έμαθε περισσότερα.

Το πρωινό ήρθε, χλωμό και νοτισμένο. Ο Φρόντο ξύπνησε πρώτος κι ανακάλυψε πως μια ρίζα είχε ανοίξει τρύπα στην πλάτη του και πως ο σβέρκος του είχε μουδιάσει.

«Πεζοπορία, λέει, για ευχαρίστηση! Γιατί δεν πήγα με την άμαξα;» σκέφτηκε, όπως το συνήθιζε στην αρχή μιας εκδρομής. «Και να σκέφτομαι πως όλα μου τα ωραία τα πουπουλένια κρεβάτια είναι πουλημένα στους Σάκβιλ-Μπάγκινς! Τούτες δω οι ρίζες των δέντρων θα τους έκαναν καλό». Τεντώθηκε.

— Ξυπνάτε, χόμπιτ! φώναξε. Το πρωινό είναι υπέροχο.

— Και τι του βρίσκεις υπέροχο; είπε ο Πίπιν, μισοκοιτάζοντας πάνω απ’ την άκρη της κουβέρτας του με το ένα μάτι, Σαμ! Ετοίμασε πρωινό για τις ενιάμισι! Ζέστανες το νερό του μπάνιου;

Ο Σαμ πήδηξε πάνω κοιτάζοντας μάλλον θολωμένος.

— Όχι. κύριε, δεν το ζέστανα, κύριε! είπε.

Ο Φρόντο τράβηξε τις κουβέρτες από τον Πίπιν και τον γύρισε απ’ την άλλη μεριά, μετά περπάτησε ως την άκρη του δάσους. Μακριά στην ανατολή, ο ήλιος ξεπρόβαλε κόκκινος μέσ’ απ’ την καταχνιά που απλωνόταν πηχτή πάνω στη γη. Χρυσά και κόκκινα φθινοπωρινά δέντρα φαίνονταν να πλέουν χωρίς ρίζες σε μια σκιερή θάλασσα. Λίγο πιο κάτω απ’ το Φρόντο, προς τ’ αριστερά, ο δρόμος κατηφόριζε απότομα και χανόταν. Όταν γύρισε πίσω, ο Σαμ κι ο Πίπιν είχαν ανάψει μια καλή φωτιά.

— Νερό! φώναξε ο Πίπιν. Πού ’ναι το νερό;

— Δε φυλάω νερό στις τσέπες μου, είπε ο Φρόντο.

— Νομίσαμε πως πήγες για να βρεις, είπε ο Πίπιν, ενώ ετοίμαζε το φαγητό και τα φλιτζάνια. Καλά θα κάνεις να πας τώρα.

— Μπορείς να έρθεις κι εσύ, είπε ο Φρόντο, και φέρε όλα τα παγούρια. Στα ριζά του λόφου υπήρχε ένα ποταμάκι. Γέμισαν τα παγούρια τους και το μικρό εκδρομικό τσαγιερό, σ’ ένα μικρό καταρράκτη, απ’ όπου το νερό έπεφτε από λίγα πόδια ύψος, πάνω από μια προεξοχή του γκρίζου βράχου. Ήταν κρύο, παγωμένο και τσαλαβούτηξαν και ξεφύσηξαν, πλένοντας τα πρόσωπα και τα χέρια τους.

Σαν τέλειωσαν το πρωινό τους και ξανάδεσαν τα σακίδιά τους, ήταν περασμένες δέκα κι η μέρα άρχισε να γίνεται όμορφη και ζεστή. Κατέβηκαν την πλαγιά, πέρασαν απέναντι το ποταμάκι στο μέρος που βουτούσε κάτω από το δρόμο κι ανέβηκαν την επόμενη πλαγιά κι ανεβοκατέβηκαν άλλη μια πλαγιά των λόφων· κι όταν έγιναν αυτά, οι μπέρτες, οι κουβέρτες, το νερό, το φαγητό και τ’ άλλα τους πράγματα τους φαίνονταν κιόλας βαρύ φορτίο.

Η πορεία της μέρας υποσχόταν να ’ναι ζεστή και κουραστική δουλειά. Μετά από μερικά μίλια όμως, ο δρόμος έπαψε ν’ ανεβοκατεβαίνει: σκαρφάλωνε στην κορυφή μιας απόκρημνης πλαγιάς μ’ ένα κουρασμένο ζικ ζακ και μετά ετοιμαζόταν να κατηφορίσει για τελευταία φορά. Μπροστά τους είδαν τα χαμηλά μέρη σημειωμένα με μικρές συστάδες δέντρων, που χάνονταν μακριά στο βάθος, σε μια καφετιά δασένια θολούρα. Κοίταζαν πέρα απ’ το Γούντι Εντ προς τον Ποταμό Μπράντιγουάιν. Ο δρόμος στριφογύριζε πέρα εμπρός τους, σαν ένα κομμάτι σπάγκος.

— Ο δρόμος είναι πάντα μπροστά, είπε ο Πίπιν· όχι όμως κι εγώ, χωρίς να ξεκουραστώ. Είναι καιρός για το μεσημεριανό.

Κάθισε στο ανάχωμα στην άκρη του δρόμου και κοίταξε μακριά, ανατολικά στο θάμπωμα, που πέρα του βρισκόταν ο Ποταμός και το τέλος του Σάιρ, που ’χε περάσει όλη του τη ζωή. Ο Σαμ στάθηκε δίπλα του, Τα στρογγυλά μάτια του ήταν τεντωμένα — γιατί αντίκριζε μέρη που ποτέ δεν είχε δει, έναν καινούριο ορίζοντα.

— Ζουν Ξωτικά σ’ εκείνα τα δάση; ρώτησε.

— Δεν έχω ακούσει κάτι τέτοιο, είπε ο Πίπιν.

Ο Φρόντο ήταν σιωπηλός. Κοίταξε κι αυτός ανατολικά στο δρόμο, λες και δεν τον είχε δει ποτέ του πριν. Ξαφνικά μίλησε δυνατά, μα λες και τα ’λεγε στον εαυτό του, αργά:

Χωρίς σταματημό ο Δρόμος μας τραβάει μπροστά,

Κατηφορίζοντας απ’ το κατώφλι που ξεκίνησε.

Και τώρα πια ο Δρόμος έχει φτάσει μακριά

Και λέω εγώ στον εαυτό μου «Ακολούθησε!»

Κυνήγησε τον! Βαριά κι αν είν’ τα πόδια,

Σε κάποια στράτα μεγαλύτερη θα βγεις,

Όπ’ ανταμώνουνε αμέτρητοι σκοποί και μονοπάτια.

Και πού μετά; Ποιος να το ξέρει τάχα!

— Μοιάζει σαν τις ρίμες του γερο-Μπίλμπο, είπε ο Πίπιν. Ή είναι δική σου μίμηση; Δεν ακούγεται και πολύ ενθαρρυντικό.

— Δεν ξέρω, είπε ο Φρόντο. Μου ήρθε τώρα, λες και το ’φτιαξα εγώ· μπορεί όμως και να το ’χα ακούσει παλιά. Οπωσδήποτε μου θυμίζει πολύ τον Μπίλμπο στα τελευταία χρόνια πριν φύγει. Συχνά συνήθιζε να λέει πως υπάρχει ένας μόνο Δρόμος· πως είναι σαν ένα μεγάλο ποτάμι· οι πηγές του είναι σε κάθε κατώφλι και κάθε μονοπάτι είναι παρακλάδι. «Είναι επικίνδυνη δουλειά, Φρόντο, να βγαίνεις απ’ την πόρτα σου» συνήθιζε να λέει. «Μπαίνεις στο Δρόμο και, αν δε συγκρατήσεις τα πόδια σου, δεν μπορείς να ξέρεις πού μπορεί να παρασυρθείς. Το ’χεις καταλάβει πως αυτό εδώ το δρομάκι περνάει απ’ το Δάσος της Σκοτεινιάς και πως, αν τ’ άφηνες, μπορούσε να σε πάει στο Βουνό της Μοναξιάς ή και σ’ άλλα χειρότερα μέρη;» Συνήθιζε να το λέει αυτό στο δρομάκι, που περνούσε έξω απ’ τη μπροστινή πόρτα του Μπαγκ Εντ, ιδιαίτερα ύστερα από κάποιο μακρινό περίπατο.

— Λοιπόν, ο Δρόμος δε θα με παρασύρει πουθενά, τουλάχιστο για μια ώρα, είπε ο Πίπιν και ξεφορτώθηκε το σακίδιό του.

Οι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του, ακουμπώντας τα σακίδιά τους στο ανάχωμα και κρεμώντας τα πόδια τους προς το δρόμο. Αφού ξεκουράστηκαν, έφαγαν καλά για μεσημέρι, κι έπειτα ξαναξεκουράστηκαν.

Ο ήλιος άρχιζε να κατεβαίνει και το φως του απομεσήμερου φώτιζε τη γη καθώς κατέβαιναν το λόφο. Μέχρι τώρα δεν είχαν συναντήσει ψυχή στο δρόμο. Αυτόν το δρόμο δεν τον χρησιμοποιούσαν πολύ, γιατί ήταν ακατάλληλος για κάρα και, για το Γούντι Εντ, η κίνηση ήταν λίγη. Βάδιζαν καμιά ώρα ή και παραπάνω όταν ο Σαμ σταμάτησε μια στιγμή λες κι αφουγκραζόταν. Τώρα βρίσκονταν σ’ ίσιωμα κι ο δρόμος, μετά από πολλές στροφές, απλωνόταν ίσιος μπροστά, διασχίζοντας λιβάδια με χορτάρι που είχαν τόπους τόπους ψηλά δέντρα, πρόδρομους του δάσους που πλησίαζαν.

— Ακούω ένα πόνυ ή άλογο να ’ρχεται πίσω μας στο δρόμο, είπε ο Σαμ. Κοίταξαν πίσω, μα η στροφή του δρόμου τους εμπόδιζε να δούνε μακριά.

— Λέτε να είναι ο Γκάνταλφ, που έρχεται πίσω μας; είπε ο Φρόντο· μα την ίδια ώρα που το ’λεγε, ένιωθε πως δεν ήταν έτσι και τον πλημμύρισε μια ξαφνική επιθυμία να κρυφτεί απ’ τα μάτια του καβαλάρη.

— Ίσως να μην έχει μεγάλη σημασία, είπε απολογητικά, μα δε θα ’θελα να με δει στο δρόμο κανείς. Σιχάθηκα να παρατηρούν και να κουτσομπολεύουν ό,τι κάνω. Κι αν είναι ο Γκάνταλφ, πρόσθεσε σαν δεύτερη σκέψη, μπορούμε να του κάνουμε μια μικρή έκπληξη, να του το ξεπληρώσουμε που άργησε τόσο πολύ. Πάμε να κρυφτούμε!

Οι άλλοι δύο έτρεξαν γρήγορα αριστερά σ’ ένα μικρό βαθούλωμα, όχι μακριά απ’ το δρόμο. Εκεί έπεσαν κάτω. Ο Φρόντο δίστασε μια στιγμή: περιέργεια ή κάποιο άλλο συναίσθημα ανταγωνιζόταν την επιθυμία να κρυφτεί. Ο ήχος απ’ τα πέταλα πλησίασε, Την τελευταία στιγμή, ρίχτηκε σε κάτι ψηλά χορτάρια πίσω απ’ ένα δέντρο, που σκίαζε το δρόμο. Έπειτα σήκωσε το κεφάλι του και κρυφοκοίταξε με πολλή προσοχή πάνω από μια απ’ τις μεγάλες ρίζες.

Ένα μαύρο άλογο φάνηκε να στρίβει τη γωνία, όχι πόνυ των χόμπιτ, αλλά μεγάλο άλογο· κι απάνω του καθόταν ένας μεγάλος άνθρωπος, που φαινόταν μαζεμένος στη σέλα, τυλιγμένος σ’ ένα μεγάλο μανδύα με κουκούλα έτσι, που μόνο οι μπότες του φαίνονταν πάνω στους ψηλούς αναβατήρες. Το πρόσωπό του ήταν σκεπασμένο και αόρατο.

Όταν έφτασε στο δέντρο κι ήταν στο ίδιο ύψος με το Φρόντο, το άλογο σταμάτησε. Ο καβαλάρης καθόταν ακίνητος με το κεφάλι σκυμμένο, λες κι άκουγε. Μέσα απ’ την κουκούλα ακούστηκε ένας θόρυβος λες και κάποιος οσμιζόταν για να εντοπίσει κάποια απροσδιόριστη μυρωδιά. Το κεφάλι γύριζε από δω κι από κει στο δρόμο.

Ένας ξαφνικός, παράλογος φόβος, πως θα τον ανακαλύψουν, έπιασε το Φρόντο και σκέφτηκε το Δαχτυλίδι του. Μόλις που τολμούσε ν’ αναπνέει κι όμως η επιθυμία να το βγάλει απ’ την τσέπη του έγινε τόσο δυνατή, που άρχισε σιγά σιγά να κουνάει το χέρι του. Ένιωθε πως το μόνο που είχε να κάνει ήταν να το φορέσει κι έπειτα θα ήταν ασφαλής. Οι συμβουλές του Γκάνταλφ του φαίνονταν παράλογες. Ο Μπίλμπο το ’χε χρησιμοποιήσει το Δαχτυλίδι. «Είμαι ακόμα στο Σάιρ» σκέφτηκε, όπως το χέρι του άγγιξε την αλυσίδα που κρεμόταν. Εκείνη τη στιγμή ο καβαλάρης ανασηκώθηκε και τίναξε τα χαλινάρια. Το άλογο έφυγε μπροστά, πηγαίνοντας αργά στην αρχή και μετά με γρήγορο τριποδισμό.

«Λοιπόν, αυτό το λέω πολύ παράξενο και στ’ αλήθεια ανησυχαστικό», είπε στον εαυτό του ο Φρόντο, πηγαίνοντας στους συντρόφους του.

Ο Πίπιν κι ο Σαμ είχαν μείνει πεσμένοι στο χορτάρι και δεν είχαν δει τίποτα· έτσι ο Φρόντο τους περιέγραψε τον καβαλάρη και την παράξενη συμπεριφορά του.

— Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, μα ένιωθα σίγουρος πως κοιτούσε ή μυριζόταν για μένα κι επίσης ένιωθα σίγουρος πως δεν ήθελα να με βρει. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είδα ούτε ένιωσα κάτι τέτοιο μες στο Σάιρ.

— Μα τι δουλειά έχει μ’ εμάς ένας απ’ τους Μεγάλους Ανθρώπους; είπε ο Πίπιν. Και τι γυρεύει σ’ αυτό το μέρος του κόσμου;

— Κυκλοφορούν Άνθρωποι, είπε ο Φρόντο. Κάτω στη Νότια Μοίρα είχαν φασαρίες με τους Μεγάλους Ανθρώπους, νομίζω. Μα ποτέ μου δεν έχω ακούσει για κάτι σαν κι αυτόν τον καβαλάρη. Από πού να ’ρχεται άραγε;

— Με το συμπάθιο, κύριε, έκοψε ο Σαμ ξαφνικά. Εγώ ξέρω από πού έρχεται. Είναι απ’ το Χόμπιτον, που αυτός εδώ ο καβαλάρης έρχεται, εκτός κι είναι πιο πολλοί από έναν. Και ξέρω και πού πάει.

— Τι θες να πεις; είπε ο Φρόντο απότομα, κοιτάζοντάς τον μ’ έκπληξη. Γιατί δε μιλησες πιο πριν;

— Μόλις τώρα το θυμήθηκα, κύριε. Έτσι έγινε: όταν γύρισα στην τρύπα μας χτες το βράδυ με το κλειδί, μου λέει ο πατέρας μου: Γεια σου, Σαμ!

Νόμιζα πως είχες φύγει με τον κύριο Φρόντο σήμερα το πρωί. Ήρθε ένας παράξενος τύπος που γύρευε τον κύριο Μπάγκινς του Μπαγκ Εντ κι έφυγε τώρα δα μόλις. Τον έστειλα στο Μπάκλμπερι. Όχι πως μ’ άρεσε η φάτσα του. Φάνηκε πως πολύ συγχύστηκε, όταν του ’πα πως ο κύριος Μπάγκινς είχε φύγει απ’ το παλιό του σπίτι για πάντα. Μου μιλούσε σφυριχτά, ναι, σου λέω. Μ’ έκανε να τρέμω απ’ το φόβο μου. Τι σόι πράγμα ήταν; λέω στον Γκάφερ. Δεν ξέρω, μου λέει· μα δεν ήταν χόμπιτ. Ήταν ψηλός και μαυριδερός κι έγερνε από πάνω μου. Λέω πως θα ’ταν κανένας απ’ τους Μεγάλους Ανθρώπους, ξενομερίτης. Μίλαγε παράξενα.

» Δεν μπορούσα να κάτσω ν’ ακούσω περισσότερα, κύριε, μιας και με περιμένατε· και δεν του ’δωσα σημασία. Ο Γκάφερ γερνάει και δεν καλοβλέπει και πρέπει να ’ταν σκοτεινά όταν αυτός ο τύπος ανέβηκε το Λόφο και τον βρήκε να παίρνει τον αέρα του στην άκρη του δρόμου μας. Δε φαντάζομαι να ’κανε κανένα κακό αυτός, κύριε, ή εγώ;

— Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Γκάφερ, είπε ο Φρόντο. Κι εγώ τον άκουσα να μιλάει μ’ έναν ξένο, που φαινόταν να ζητάει πληροφορίες για μένα και σχεδόν πήγα να τον ρωτήσω ποιος ήταν. Μακάρι να το ’χα κάνει, ή να μου το ’χες πει πιο πριν. Θα μπορούσα ίσως να ήμουν πιο προσεκτικός στο δρόμο.

— Όμως, μπορεί και να μην υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν τον καβαλάρη και τον άγνωστο του Γκάφερ, είπε ο Πίπιν. Φύγαμε απ’ το Χόμπιτον αρκετά κρυφά και δε βλέπω πώς θα μπορούσε να μας ακολουθήσει.

— Και τι λέτε που οσφριζόταν, κύριε; είπε ο Σαμ. Κι ο Γκάφερ είπε πως ήταν μαύρος.

— Μακάρι να είχα περιμένει τον Γκάνταλφ, μουρμούρισε ο Φρόντο. Αλλά ίσως τα πράγματα να χειροτέρευαν.

— Ξέρεις, λοιπόν, ή μαντεύεις κάτι γι’ αυτόν τον καβαλάρη; είπε ο Πίπιν, που είχε ακούσει το μουρμουρητό.

— Δεν ξέρω και δε θα ’θελα να κάνω υποθέσεις, είπε ο Φρόντο.

— Εντάξει, ξάδελφε Φρόντο! Μπορείς να κρατήσεις το μυστικό σου προς το παρόν, αν θέλεις να κάνεις το μυστηριώδη. Στο μεταξύ τι θα κάνουμε; Θα προτιμούσα να βάλω κάτι στο στόμα μου, αλλά έχω την εντύπωση πως καλά θα κάναμε να φύγουμε απ’ εδώ. Τα λεγόμενά σας για καβαλάρηδες, που οσφρίζονται μ’ αόρατη μύτη μ’ έχουν αναστατώσει.

— Ναι, νομίζω να προχωρήσουμε τώρα, είπε ο Φρόντο· μα όχι απ’ τον δρόμο — μην τυχόν εκείνος ο καβαλάρης γυρίσει πίσω, ή κάποιος άλλος τον ακολουθήσει. Πρέπει να περπατήσουμε κάμποσο ακόμα σήμερα. Το Μπάκλαντ είναι ακόμα μίλια μακριά.

Οι σκιές των δέντρων ήταν μακριές και λεπτές στο χορτάρι σαν κίνησαν πάλι. Τώρα κρατούσαν απόσταση μιας πετριάς στ’ αριστερά του δρόμου και κρύβονταν όσο μπορούσαν.. Μα αυτό τους καθυστερούσε· γιατί τα χορτάρια ήταν τούφες τούφες, η γη ανώμαλη και τα δέντρα άρχισαν να πυκνώνουν.

Ο ήλιος κόκκινος είχε δύσει στους λόφους πίσω τους και το δειλινό έπεσε μέχρι να βρουν, στο τέλος του πλατώματος, το δρόμο, που, ως εκεί, είχε ταξιδέψει γι’ αρκετά μίλια ολόισιος. Σ’ εκείνο το σημείο έστριβε αριστερά και κατέβαινε στα χαμηλώματα του Γέηλ, τραβώντας για το Στοκ· μα ένα δρομάκι διακλαδιζόταν δεξιά, φιδογυρίζοντας μέσα σ’ ένα δάσος από πανάρχαιες βελανιδιές, πηγαίνοντας προς το Γούντχολ. — Αυτός είναι ο δρόμος μας, είπε ο Φρόντο.

Όχι μακριά απ’ το σταυροδρόμι έφτασαν σ’ έναν τεράστιο σάπιο κορμό δέντρου: ήταν ακόμα ζωντανός κι είχε φύλλα στα παρακλάδια, που είχε βγάλει γύρω απ’ τους χρόνια τώρα πεσμένους κλώνους του· ήταν όμως κούφιος και μπορούσαν να μπουν μέσα από μια σχισμάδα στο πλευρό, μακριά απ’ το δρόμο. Οι χόμπιτ σύρθηκαν μέσα και κάθισαν σ’ ένα στρώμα από παλιά φύλλα και σάπιο ξύλο. Ξεκουράστηκαν κι έφαγαν ελαφρά, κουβεντιάζοντας σιγανά και στήνοντας αυτί πότε πότε.

Το λυκόφως τούς τύλιξε μόλις γλίστρησαν πάλι έξω στο δρομάκι. Ο δυτικός άνεμος τραγουδούσε στα κλαδιά. Οι φυλλωσιές ψιθύριζαν. Σε λίγο ο δρόμος άρχισε να κατηφορίζει, μαλακά μα σταθερά στο μισοσκόταδο. Ένα αστέρι βγήκε πάνω από τα δέντρα στην Ανατολή, που σκοτείνιαζε μπροστά τους. Προχωρούσαν ο ένας πλάι στον άλλο, με το ίδιο βήμα, για να μη φοβούνται. Έπειτα από λίγο, όπως τ’ αστέρια γίνονταν πυκνότερα και πιο λαμπερά, το αίσθημα της ανησυχίας τους άφησε και δεν αφουγκράζονταν πια γι’ αλογοπέταλα. Άρχισαν να τραγουδούν μουρμουριστά, σιγαλά, με τον τρόπο που έχουν οι χόμπιτ όταν περπατούν, ιδιαίτερα σα φτάνουν σπίτι τους το βράδυ. Για τους περισσότερους χόμπιτ είναι τραγούδι βραδινού φαγητού ή τραγούδι ύπνου. Μα αυτοί οι χόμπιτ μουρμούριζαν ένα τραγούδι περιπάτου (αν κι όχι χωρίς ν’ αναφέρουν καθόλου φαΐ και κρεβάτι). Ο Μπίλμπο Μπάγκινς είχε ταιριάξει τα λόγια, σ’ ένα σκοπό που ’ταν παλιός όσο κι οι λόφοι, και το ’χε μάθει στο Φρόντο όταν περπατούσαν στα μονοπάτια της κοιλάδας του Νερού και μιλούσαν για Περιπέτειες :

Στο χαρούμενο τζάκι η φωτιά κοκκινίζει:

Στο κρεβάτι! Για ύπνο! σπιθίζει.

Μα ο δρόμος δε μας κούρασε ακόμα τα πόδια

Και δε μας τρομάζουν εμπόδια.

Απρόσμενο δέντρο ή βράχος μπορεί

Στην άλλη στροφή μπροστά μας να βγει.

Δέντρο, λουλούδι, νερό που κυλάει,

Άσ’ το να φύγει! Άσ’ το να πάει!

Λόφο, λιβάδι, ποτάμι, βουνό,

Περνώ και δεν κοιτώ! Και πίσω δε γυρνώ.

Και προσμένω μ’ ελπίδα στην άλλη στροφή,

Νέα πόρτα ή δρόμος μπροστά μας να βγει

Μονοπάτια κρυφά όσα και να διαβούμε·

Στο Φεγγάρι, στον Ήλιο ακόμα κι αν βγούμε·

Κι αν πηγαίνουμε τώρα στα ζένα·

Όμως πάλι, Πατρίδα, θα ’ρθούμε σε σένα.

Μήλο, αγκάθι και ρόδο του Μάη,

Άσ’ το να φύγει! Άσ’ το να πάει!

Άμμος, λιθάρι κι ωραία μυρτιά,

Έχετε γεια! Έχετε γεια!

Το σπίτι μας πίσω, ο κόσμος μπροστά.

Ο δρόμος είν’ όλος δικός μας, παιδιά!

Πολλά μονοπάτια τις νύχτες περνούμε,

Καινούρια αστέρια να βρούμε.

Τώρα όμως γυρνάμε. Πίσω μένει ο κόσμος.

Στο σπίτι, για ύπνο, μας φέρνει ο δρόμος.

Ομίχλη, θολούρα, μαυρίλα, σκιά,

Θα σβήσουν μακριά! Θα σβήσουν μακριά!

Νερό και ψωμί, ζεστό κρέας θα φάμε·

Και για ύπνο θα πάμε! Και για ύπνο θα πάμε!

Το τραγούδι τέλειωσε. «Και για ύπνο θα πάμε! Και για ύπνο θα πάμε!» τραγούδησε ο Πίπιν δυνατά.

— Σουτ! είπε ο Φρόντο. Μου φαίνεται πως ακούω ποδοβολητό. Σταμάτησαν απότομα και στάθηκαν αμίλητοι, σαν δεντροσκιές, με τεντωμένα αυτιά. Οπλές ακούγονταν στο δρομάκι, αρκετά πίσω, μα έφταναν αργά και καθαρά «ς εκεί με τον άνεμο. Γρήγορα κι αθόρυβα ξεγλίστρησαν απ’ το μονοπάτι κι έτρεξαν στην πυκνότερη σκιά κάτω απ’ τις βελανιδιές.

— Να μην πάμε πολύ μακριά! είπε ο Φρόντο. Δε θέλω να φαινόμαστε, μα θέλω να δω αν είναι κι άλλος Μαύρος Καβαλάρης.

— Πολύ καλά! είπε ο Πίπιν. Μα μην ξεχνάς πως οσφρίζεται!

Τα πέταλα πλησίασαν. Δεν προλάβαιναν να βρουν καλύτερη κρυψώνα απ’ τη σκιά κάτω απ’ τα δέντρα. Ο Σαμ κι ο Πίπιν ζάρωσαν πίσω από ένα μεγάλο κορμό, ενώ ο Φρόντο σύρθηκε πίσω, λίγες γυάρδες, προς το δρομάκι. Διακρινόταν γκρίζο και χλωμό, μια γραμμή από ξέθωρο φως, που έσκιζε το δάσος. Τ’ αστέρια ψηλά ήταν μυριάδες στο θαμπό ουρανό, φεγγάρι όμως δεν είχε.

Ο ήχος απ’ τα πέταλα σταμάτησε. Όπως κοίταξε ο Φρόντο, είδε κάτι σκοτεινό να περνά ανάμεσα απ’ το φωτεινότερο διάστημα δυο δέντρων κι έπειτα να σταματά. Έμοιαζε σαν μαύρη σκιά αλόγου που το οδηγούσε μια μικρότερη μαύρη σκιά. Ο μαύρος ίσκιος στάθηκε κοντά στο σημείο που είχαν βγει απ’ το μονοπάτι και λικνιζόταν από δω κι από κει. Ο Φρόντο νόμισε πως άκουσε να ρουφάει τη μύτη του. Η σκιά έσκυψε στη γη κι άρχισε να σέρνεται προς το μέρος του.

Η επιθυμία να φορέσει το Δαχτυλίδι, ξανάπιασε το Φρόντο· μ’ αυτή τη φορά ήταν δυνατότερη από πριν. Τόσο δυνατή, που, σχεδόν, πριν να καταλάβει τι έκανε, το χέρι του έψαχνε στην τσέπη του. Εκείνη όμως τη στιγμή ακούστηκε ένας θόρυβος σαν ανακατεμένο τραγούδι και γέλιο. Η μαύρη σκιά σηκώθηκε κι υποχώρησε. Ανέβηκε στο σκοτεινό άλογο και φάνηκε να εξαφανίζεται στην απέναντι πλευρά του δρόμου μες στο σκοτάδι. Ο Φρόντο ανάσανε πάλι.

— Ξωτικά! έβαλε μια βραχνή ψιθυριστή φωνή ο Σαμ. Ξωτικά, κύριε! Θα ’χε πεταχτεί έξω απ’ τα δέντρα, ίσια στις φωνές, αν δεν τον τραβούσαν πίσω.

— Ναι. Ξωτικά είναι, είπε ο Φρόντο. Μπορεί κανείς να τα συναντήσει καμιά φορά στο Γούντι Εντ. Δε ζουν στο Σάιρ, έρχονται κάθε άνοιξη και φθινόπωρο απ’ τις δικές τους περιοχές μακριά, πέρα απ’ τους Λόφους των Πύργων. Και πόσο τα ευχαριστώ γι’ αυτό! Εσείς δεν είδατε, μα εκείνος ο Μαύρος Καβαλάρης σταμάτησε ακριβώς εδώ και μάλιστα σερνόταν προς το μέρος μας, όταν άρχισε το τραγούδι. Μόλις άκουσε τις φωνές ξεγλίστρησε κι έφυγε.

— Και τα Ξωτικά; είπε ο Σαμ, που ήταν πολύ αναστατωμένος για να νοιαστεί για τον καβαλάρη. Δεν μπορούμε να πάμε να τα δούμε;

— Γι’ ακούστε! Έρχονται απ’ εδώ, είπε ο Φρόντο. Λεν έχουμε παρά να περιμένουμε.

Το τραγούδι πλησίασε. Μια φωνή καθαρή υψώθηκε τώρα πάνω απ’ τις άλλες. Τραγουδούσε στην όμορφη γλώσσα των Ξωτικών απ’ αυτή ο Φρόντο ήξερε μόνο λίγες λέξεις κι οι άλλοι τίποτα. Κι όμως, όπως η φωνή πλεκόταν με τη μελωδία, τους φαινόταν να σχηματίζονται στη σκέψη τους λέξεις, που, μέσα έξω, τις καταλάβαιναν. Να και το τραγούδι όπως τ’ άκουσε ο Φρόντο:

Ω, λαμπρή και χιονάτη Κυρά!

Ω, βασίλισσα, απ’ της Δύσης τις Θάλασσες πέρα!

Για μας που πλανιόμαστε δω, Φως, Χαρά,

Σ’ έναν κόσμο σκιές και θεόρατα δέντρα.

Ω, Γκιλθόνιελ! Έλμπερεθ, ξανθή ζωγραφιά!

Φως τα μάτια, η θωριά σου λαμπρή!

Σένα πάντα υμνούμε, χιονάτη Κυρά,

Και ας είσαι μακριά, στο τρανό το Καστρί σου!

Την ανήλιαγη Μαύρη Χρονιά,

Συ τη φώτισες μ’ άπειρα άστρα.

Λαμπερά στ’ ουρανού την πικρή σκοτεινιά,

Σαν λουλούδια στ’ απείρου τη γλάστρα.

Ω, Γκιλθόνιελ! Έλμπερεθ! Ξέρεις εσύ·

Τι κι αν ζεις τώρα πια στην τρανή σου τη χώρα.

Τ’ άσπρο φως σου ποτέ δεν ξεχνάμε, Χρυσή,

Στ’ ανεμόδαρτα μέρη που διαβαίνουμε τώρα.

Το τραγούδι τέλειωσε.

— Αυτά είναι τα Ανώτερα Ξωτικά! Είπαν τ’ όνομα της Έλμπερεθ! είπε έκπληκτος ο Φρόντο. Πολύ λίγα απ’ αυτά εμφανίζονται ποτέ στο Σάιρ. Τώρα δεν έχουν απομείνει και πολλά στη Μέση-Γη, ανατολικά της Μεγάλης Θάλασσας. Αλήθεια, παράξενη σύμπτωση!

Οι χόμπιτ κάθισαν στη σκιά στην άκρη του δρόμου. Σε λίγο τα Ξωτικά κατηφόρισαν το δρομάκι προς την κοιλάδα. Περνούσαν αργά κι οι χόμπιτ μπορούσαν να δουν το φως των άστρων να λαμπυρίζει στα μαλλιά και στα μάτια τους. Δεν είχαν φώτα, όμως, εκεί που περπατούσαν, μια φεγγοβολιά, σαν το φως του φεγγαριού πάνω απ’ τις κορφές των λόφων πριν ανατείλει, φαινόταν να ξεχύνεται γύρω απ’ τα πόδια τους. Τώρα ήταν σιωπηλά και, όπως το τελευταίο Ξωτικό πέρασε, γύρισε κατά τους χόμπιτ και γέλασε.

— Χαίρε, Φρόντο! φώναξε. Τριγυρίζεις έξω αργά. Ή μήπως χάθηκες; Μετά φώναξε δυνατά τους άλλους κι όλη η ομάδα σταμάτησε και μαζεύτηκαν τριγύρω.

— Μ’ αυτό είν’ αλήθεια υπέροχο! είπαν. Τρεις χόμπιτ σ’ ένα δάσος τη νύχτα! Έχουμε να δούμε κάτι σαν κι αυτό, απ’ τον καιρό που έφυγε ο Μπίλμπο. Τι να σημαίνει άραγε;

— Η σημασία του, όμορφε λαέ, είναι πως, απλούστατα, φαίνεται να πη γαίνουμε τον ίδιο δρόμο με σας. Μου αρέσει να περπατώ κάτω απ’ τ’ άστρα. Μα θα μου άρεσε πολύ κι η συντροφιά σας.

— Μα δε χρειαζόμαστε άλλη συντροφιά κι οι χόμπιτ είναι τόσο βαρετοί, γέλασαν. Και πώς το ξέρεις πως πηγαίνουμε τον ίδιο δρόμο όπως εσύ, αφού δεν ξέρεις πού πηγαίνουμε;

— Και πώς ξέρετε τ’ όνομά μου; ρώτησε ο Φρόντο με τη σειρά του.

— Εμείς γνωρίζουμε πολλά πράγματα, είπαν. Σ’ έχουμε δει αρκετές φορές παλιά με τον Μπίλμπο, αν κι εσύ, ίσως, να μη μας είδες.

— Ποιοι είστε και ποιος είναι ο αρχηγός σας; ρώτησε ο Φρόντο.

— Είμαι ο Γκίλντορ, απάντησε ο αρχηγός, το Ξωτικό που τον είχε πρωτοχαιρετίσει. Ο Γκίλντορ Ινγκλόριον της Γενιάς του Φίνροντ. Είμαστε εξόριστοι. Οι πιο πολλοί απ’ τους δικούς μας έχουν από καιρό φύγει κι εμείς τώρα καθυστερούμε μόνο για λίγο πριν επιστρέψουμε πάνω απ’ τη Μεγάλη Θάλασσα. Όμως μερικοί δικοί μας ζουν ακόμα ειρηνικά στο Σκιστό Λαγκάδι. Εμπρός τώρα, Φρόντο, πες μας τι κάνεις εσύ; Γιατί βλέπουμε πως κάποια σκιά φόβου σε κατέχει.

— Ω, Σοφέ Λαέ! διέκοψε ο Πίπιν πρόθυμα. Πέστε μας για τους Μαύρους Καβαλάρηδες!

— Τους Μαύρους Καβαλάρηδες: είπαν με χαμηλές φωνές. Γιατί ρωτάς για τους Μαύρους Καβαλάρηδες;

— Γιατί δύο Μαύροι Καβαλάρηδες μας προσπέρασαν σήμερα, ή ένας δυο φορές, είπε ο Πίπιν· μόλις λίγο πριν ξεγλίστρησε μακριά σαν πλησιάσατε.

Τα Ξωτικά δεν απάντησαν αμέσως, αλλά μίλησαν μεταξύ τους σιγανά στη γλώσσα τους. Τέλος, ο Γκίλντορ στράφηκε στους χόμπιτ.

— Δε θα μιλήσουμε γι’ αυτό εδώ, είπε. Νομίζουμε πως το καλύτερο τώρα είναι να έρθετε μαζί μας. Δεν το συνηθίζουμε αυτό, αλλά, γι’ αυτή τη φορά, θα σας πάρουμε στο δρόμο μας και θα μείνετε μαζί μας απόψε, αν θέλετε.

— Ω, Όμορφε Λαέ! Αυτή η καλή τύχη ξεπερνάει τις ελπίδες μου, είπε ο Πίπιν. Ο Σαμ είχε χάσει τη φωνή του.

— Πολύ σ’ ευχαριστώ, Γκίλντορ Ινγκλόριον, είπε ο Φρόντο κάνοντας μια υπόκλιση. «Elen síla lúmenn omentielvo», ένα άστρο λάμπει απ’ την ώρα που συναντηθήκαμε, πρόσθεσε στη γλώσσα των Ανώτερων Ξωτικών.

— Προσέχετε, φίλοι! φώναξε ο Γκίλντορ γελώντας. Μη λέτε μυστικά. Εδώ έχουμε ένα λογιότατο της Αρχαίας Γλώσσας. Ο Μπίλμπο ήταν καλός δάσκαλος. Χαίρε, φίλε των Ξωτικών! είπε, κάνοντας υπόκλιση στο Φρόντο. Έλα τώρα με τους φίλους σου στη συντροφιά μας! Το καλύτερο είναι να περπατάτε στη μέση, για να μη χαθείτε. Μπορεί να κουραστείτε πριν σταματήσουμε.

— Γιατί; Πού πηγαίνετε; ρώτησε ο Φρόντο.

— Γι’ απόψε πηγαίνουμε στα δάση, που βρίσκονται στους λόφους, πάνω απ’ το Γούντχολ. Είναι αρκετά μίλια δρόμος, αλλά μετά θα ξεκουραστείτε και θα συντομέψει το ταξίδι σας.

Τώρα βάδιζαν σιωπηλά και περνούσαν σαν σκιές κι αμυδρά φώτα: γιατί τα Ξωτικά (ακόμα περισσότερο κι από χόμπιτ), μπορούσαν να περπατούν, όταν το επιθυμούσαν, χωρίς ν’ ακούγεται το πέρασμά τους. Ο Πίπιν γρήγορα άρχισε να νιώθει νύστα και παραπάτησε μια δυο φορές· μα κάθε φορά ένα ψηλό Ξωτικό δίπλα του, άπλωνε το χέρι και τον γλίτωνε απ’ το πέσιμο. Ο Σαμ περπατούσε στο πλευρό του Φρόντο, σαν σε όνειρο, με μια έκφραση φόβου και χαράς μαζί στο πρόσωπό του.

Τα δάση κι απ’ τις δυο πλευρές πύκνωσαν· τα δέντρα τώρα ήταν πιο νέα και πυκνά· και, καθώς το δρομάκι κατηφόριζε σ’ ένα πέρασμα ανάμεσα από λόφους, υπήρχαν πολλές πυκνές συστάδες από φουντουκιές στις πλαγιές δεξιά κι αριστερά. Τέλος, τα Ξωτικά άφησαν το μονοπάτι. Ένα πράσινο δρομάκι, πέρασμα ζώων, βρισκόταν, σχεδόν αόρατο, ανάμεσα στις λόχμες δεξιά. Το ακολούθησαν όπως φιδογύριζε ανεβαίνοντας στις δασωμένες πλαγιές, μέχρι την κορφή μιας ραχούλας, που ξεπεταγόταν μέσ’ από τα χαμηλώματα της κοιλάδας του ποταμού. Ξαφνικά, βγήκαν απ’ τη σκιά των δέντρων. Μπροστά τους απλωνόταν ένα ξέφωτο, στρωμένο με χόρτα, γκρίζο μέσα στη νύχτα. Απ’ τις τρεις πλευρές το έκλειναν τα δάση- μα απ’ την ανατολή η γη κατηφόριζε απότομα κι οι κορφές των σκοτεινών δέντρων, που φύτρωναν στο ρίζωμα της πλαγιάς, ήταν κάτω απ’ τα πόδια τους. Πέρα, οι πεδιάδες απλώνονταν αμυδρές κι επίπεδες κάτω απ’ τ’ άστρα. Πιο κοντά μερικά φώτα τρεμόσβηναν στο χωριό του Γούντχολ.

Τα Ξωτικά κάθισαν στο χορτάρι και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα· φαίνονταν να μη δίνουν πια σημασία στους χόμπιτ. Ο Φρόντο κι οι σύντροφοι του τυλίχτηκαν σε μανδύες και κουβέρτες και τους κυρίεψε νύστα. Η νύχτα προχώρησε και τα φώτα στην κοιλάδα έσβησαν. Ο Πίπιν αποκοιμήθηκε, έχοντας για μαξιλάρι ένα πράσινο υψωματάκι.

Πέρα στην Ανατολή βγήκαν τα Ρεμίραθ, τα Δικτυωτά Αστέρια, κι αργά, πάνω απ’ την καταχνιά, ανάτειλε ο κόκκινος Μπόργκιλ σαν πύρινο πετράδι. Τότε, από κάποια αλλαγή του ανέμου, όλη η καταχνιά τραβήχτηκε σαν πέπλο και ξεπρόβαλε πάνω απ’ την άκρη του κόσμου ο Ξιφομάχος τ’ Ουρανού, ο Μενελβάγκορ με την αστραφτερή του ζώνη. Τα Ξωτικά όλα ξέσπασαν σε τραγούδι. Ξαφνικά, κάτω από τα δέντρα ξεπήδησε μια κόκκινη φωτιά.

— Ελάτε! φώναξαν τα Ξωτικά στους χόμπιτ. Ελάτε! τώρα είναι η ώρα για συζητήσεις και διασκέδαση!

Ο Πίπιν ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια του. Ανατρίχιασε.

— Πέρασε μέσα. Έχει φωτιά και φαγητό για πεινασμένους επισκέπτες, είπε ένα Ξωτικό που στάθηκε μπρος του.

Στη νότια άκρη του ξέφωτου υπήρχε ένα άνοιγμα. Εκεί το πράσινο χορτάρι έμπαινε στο δάσος και σχημάτιζε ένα μεγάλο άνοιγμα σαν αίθουσα, με σκεπή τα κλαδιά των δέντρων. Οι μεγάλοι τους κορμοί προχωρούσαν σαν κολόνες δεξιά κι αριστερά. Στη μέση μια φωτιά έκαιγε ζωηρά και, στα δέντρα-κολόνες, δάδες με φώτα χρυσά κι ασημένια έκαιγαν χωρίς να τρεμοσβήνουν. Τα Ξωτικά κάθισαν γύρω απ’ τη φωτιά στη χλόη ή πάνω σε φέτες από κομμένους παλιούς κορμούς. Μερικοί πηγαινοέρχονταν φέρνοντας κούπες και σερβίροντας ποτό· άλλοι έφερναν φαγητά φορτωμένα σε πιάτα και πιατέλες.

— Είναι πολύ φτωχικά, είπαν στους χόμπιτ· γιατί τώρα μένουμε στο πράσινο δάσος μακριά απ’ τα παλάτια μας. Αν ποτέ είστε φιλοξενούμενοι μας στον τόπο μας, θα σας περιποιηθούμε καλύτερα.

— Εμένα μου φαίνονται αρκετά για πάρτι γενεθλίων, είπε ο Φρόντο. Ο Πίπιν αργότερα θυμόταν πολύ λίγο το φαΐ ή το ποτό, γιατί ο νους του είχε γεμίσει απ’ το φως, που είχαν στα πρόσωπά τους τα Ξωτικά, και από τις μελωδικές φωνές τους. Ήταν τόσο διαφορετικές και τόσο υπέροχες, που ένιωθε λες και ονειρευόταν ξυπνητός. Αλλά θυμόταν πως έφαγαν ψωμί, που ξεπερνούσε τη νοστιμάδα ενός ωραίου άσπρου καρβελιού, για έναν που πεθαίνει της πείνας· και φρούτα σαν αγριοφράουλες γλυκά και πιο νόστιμα απ’ τα ποτιστικά φρούτα των κήπων. Άδειασε μέχρι κάτω την κούπα του, που ήταν γεμισμένη μ’ ένα αρωματικό ποτό, δροσερό σαν μια γάργαρη πηγούλα και χρυσαφένιο σαν ένα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. Ο Σαμ δεν μπόρεσε ποτέ να περιγράψει με λόγια, ούτε να ζωγραφίσει καθαρά μέσα του, τι ένιωσε ή τι σκέφτηκε εκείνη τη νύχτα, αν κι έμεινε στις αναμνήσεις του, σαν ένα από τα κυριότερα γεγονότα της ζωής του. Το περισσότερο που μπόρεσε να πει ποτέ του ήταν:

— Λοιπόν, κύριε, αν μπορούσα να καλλιεργήσω μήλα σαν κι εκείνα, θα ’λεγα πως είμαι στ’ αλήθεια κηπουρός. Μα το τραγούδι τους ήταν αυτό που μπήκε βαθιά μες στην καρδιά μου, αν με καταλαβαίνετε.

Ο Φρόντο κάθισε κι έτρωγε κι έπινε και συζητούσε με απόλαυση· μα ο νους του ήταν κυρίως στα λόγια που λέγονταν. Ήξερε λίγο τη γλώσσα των Ξωτικών κι άκουγε όλος αυτιά. Πότε πότε μιλούσε σ’ αυτούς που τον σερβίριζαν και τους ευχαριστούσε στη δική τους γλώσσα. Του χαμογελούσαν κι έλεγαν γελώντας: — Αυτός εδώ είναι διαμάντι ανάμεσα στους χόμπιτ!

Σε λίγο ο Πίπιν αποκοιμήθηκε και τον σήκωσαν και τον πήγαν σ’ ένα προφυλαγμένο μέρος κάτω απ’ τα δέντρα· εκεί τον ξάπλωσαν σ’ ένα μαλακό κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε όλη την υπόλοιπη νύχτα. Ο Σαμ αρνήθηκε ν’ αποχωριστεί τον κύριό του. Όταν ο Πίπιν είχε φύγει, ήρθε και κουλουριάστηκε στα πόδια του Φρόντο, κι εκεί, τέλος, έγειρε το κεφάλι κι έκλεισε τα μάτια. Ο Φρόντο έμεινε πολλή ώρα ξυπνητός, μιλώντας με τον Γκίλντορ.

Συζήτησαν για πολλά πράγματα, παλιά και καινούρια, κι ο Φρόντο έκανε ένα σωρό ερωτήσεις στον Γκίλντορ για τα γεγονότα του μεγάλου κόσμου έξω απ’ το Σάιρ. Τα περισσότερα νέα ήταν άσχημα, οι οιωνοί κακοί· για τη σκοτεινιά που μαζευόταν, τους πολέμους των Ανθρώπων και το φευγιό των Ξωτικών. Τέλος, ο Φρόντο ρώτησε κι αυτό που τον ενδιέφερε πιο πολύ.

— Πες μου, Γκίλντορ, είδες ποτέ σου τον Μπίλμπο από τότε που μας άφησε;

Ο Γκίλντορ χαμογέλασε.

— Ναι, απάντησε. Δυο φορές. Αυτός μας αποχαιρέτισε σ’ αυτό εδώ το μέρος. Μα τον είδα άλλη μια φορά, μακριά από δω.

Δεν ήθελε να μιλήσει περισσότερο για τον Μπίλμπο κι ο Φρόντο σταμάτησε.

— Δε με ρωτάς ούτε μου λες πολλά απ’ αυτά που σε αφορούν, Φρόντο, είπε ο Γκίλντορ. Αλλά εγώ γνωρίζω κιόλας λίγα και μπορώ να διαβάσω περισσότερα στο πρόσωπο σου και στις ερωτήσεις σου. Εγκαταλείπεις το Σάιρ, όμως αμφιβάλλεις πως θα βρεις ό,τι αναζητάς, ή πως θα τελειώσεις ό,τι σκοπεύεις να κάνεις, ή ότι θα επιστρέψεις ποτέ. Δεν είναι έτσι;

— Έτσι είναι, είπε ο Φρόντο· νομιζα πως το ταξίδι μου ήταν μυστικό που το γνώριζαν μόνο ο Γκάνταλφ κι ο πιστός μου ο Σαμ.

Κοίταξε κάτω το Σαμ, που ροχάλιζε ελαφρά.

— Το μυστικό δε θα φτάσει στον Εχθρό από εμάς, είπε ο Γκίλντορ.

— Το Εχθρό; είπε ο Φρόντο. Ξέρεις, λοιπόν, γιατί εγκαταλείπω το Σάιρ;

— Δεν ξέρω για ποιο λόγο ο Εχθρός σε καταδιώκει, απάντησε ο Γκίλντορ· αλλά βλέπω πως το κάνει — αν και, αλήθεια, αυτό μου φαίνεται παράξενο. Και σε προειδοποιώ ότι ο κίνδυνος είναι τώρα και μπροστά και πίσω σου και στα πλάγια.

— Θέλεις να πεις τους Καβαλάρηδες; Το φοβόμουν πως ήταν υπηρέτες του Εχθρού. Τι είναι οι Μαύροι Καβαλάρηδες;

— Δε σου έχει πει τίποτα ο Γκάνταλφ;

— Τίποτα για τέτοια πλάσματα.

— Τότε, νομίζω πως δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος για να σου πω περισσότερα — αλλιώς ο τρόμος σου μπορεί να μη σε αφήσει να κάνεις το ταξίδι σου. Γιατί μου φαίνεται πως ξεκίνησες ακριβώς πάνω στην ώρα, αν όχι αργότερα, Τώρα πρέπει να βιαστείς κι ούτε να σταθείς, ούτε να γυρίσεις πίσω· γιατί το Σάιρ δε σε προφυλάσσει πια.

— Δεν μπορώ να φανταστώ τι πληροφορίες θα ήταν πιο τρομακτικές απ’ τους υπαινιγμούς και τις προειδοποιήσεις σου, φώναξε ο Φρόντο. Ήξερα, βέβαια, πως κίνδυνοι υπήρχαν εμπρός, μα δεν περίμενα να τους συναντήσω μέσα στο δικό μας το Σάιρ. Δεν μπορεί ένας χόμπιτ να πάει ήσυχος απ’ το Νερό στον Ποταμό;

— Δεν είναι όμως δικό σας το Σάιρ, είπε ο Γκίλντορ. Άλλοι κατοικούσαν εδώ πριν τους χόμπιτ· κι άλλοι θα κατοικήσουν εδώ ξανά όταν οι χόμπιτ δε θα υπάρχουν πια, Ο απέραντος κόσμος βρίσκεται ολόγυρά σας: εσείς μπορείτε να κλείνεστε μέσα, αλλά δεν μπορείτε να τον κλείνετε έξω για πάντα.

— Το ξέρω — κι όμως φαινόταν πάντα τόσο ασφαλισμένο και γνωστό. Τι μπορώ να κάνω τώρα; Το σχέδιό μου ήταν να φύγω απ’ το Σάιρ κρυφά και να πάω στο Σκιστό Λαγκάδι· μα τώρα μ’ έχουν πάρει ξοπίσω πριν ακόμα φτάσω στο Μπάκλαντ.

— Νομίζω πως πρέπει ν’ ακολουθήσεις αυτό το σχέδιο, είπε ο Γκίλντορ. Δε νομίζω πως οι δυσκολίες του Δρόμου θα είναι παραπάνω απ’ το θάρρος σου. Αν όμως θέλεις περισσότερες συμβουλές, θα πρέπει να ρωτήσεις τον Γκάνταλφ. Δεν ξέρω το λόγο της φυγής σου κι επομένως δεν ξέρω με τι τρόπο θα σου επιτεθούν αυτοί που σε καταδιώκουν. Αυτά τα πράγματα πρέπει να τα ξέρει ο Γκάνταλφ. Φαντάζομαι πως θα τον δεις πριν εγκαταλείψεις το Σάιρ.

— Το ελπίζω. Μα είναι κι αυτό που με ανησυχεί. Περιμένω τον Γκάνταλφ εδώ και πολλές μέρες τώρα. Ήταν να είχε έρθει στο Χόμπιτον, τουλάχιστο δυο νύχτες πριν· μα δε φάνηκε καθόλου. Τώρα αναρωτιέμαι τι μπορεί να ’χει συμβεί. Να τον περιμένω; Ο Γκίλντορ δε μίλησε για μια στιγμή.

— Αυτά τα νέα δε μου αρέσουν, είπε τέλος. Το ότι ο Γκάνταλφ άργησε δεν είναι καλό. Αλλά, όπως λέει και το ρητό: «Μην ανακατεύεσαι στις υποθέσεις των Μάγων, γιατί είναι πανούργοι και δεν αργούν να θυμώσουν». Η εκλογή είναι δική σου: να φύγεις ή να περιμένεις.

— Και λένε πάλι, απάντησε ο Φρόντο: «Μην πηγαίνεις στα Ξωτικά για συμβουλές, γιατί θα σου πουν και όχι και ναι».

— Έτσι λένε; γέλασε ο Γκίλντορ. Τα Ξωτικά σπάνια δίνουν αμελέτητες συμβουλές, γιατί το να δίνεις συμβουλές είναι δώρο επικίνδυνο, ακόμα κι από σοφό, σε σοφό κι όλοι οι δρόμοι μπορούν να βγουν σε κακό. Αλλά τι θέλεις να κάνω; Δε μου τα έχεις εμπιστευτεί όλα. Πώς, λοιπόν, θα διαλέξω εγώ καλύτερα από σένα; Αλλά, αν ζητάς συμβουλή, θα σου τη δώσω για χάρη της φιλίας μας. Νομίζω πως πρέπει να φύγεις τώρα αμέσως, χωρίς καθυστέρηση: μην πας μόνος, Πάρε μαζί σου εκείνους τους φίλους που είναι έμπιστοι και πρόθυμοι. Τώρα πρέπει να μου χρωστάς μεγάλη ευγνωμοσύνη, γιατί σου δίνω αυτές τις συμβουλές παρ’ όλο που δε μου αρέσει. Τα Ξωτικά έχουν τους δικούς τους μόχθους και τις δικές τους λύπες. Πολύ λίγο τους απασχολούν οι δουλειές των χόμπιτ ή των άλλων πλασμάτων πάνω στη γη. Σπάνια οι δρόμοι μας διασταυρώνονται με τους δικούς τους είτε κατά τύχη είτε επίτηδες. Σ’ αυτή τη συνάντηση μπορεί να υπάρχει κάτι περισσότερο από τύχη· μα ο σκοπός δε μου είναι ξεκαθαρισμένος και φοβάμαι μήπως πω περισσότερα απ’ όσα πρέπει.

— Σ’ ευγνωμονώ βαθιά, είπε ο Φρόντο· αλλά θα ’θελα να μου ’λεγες καθαρά τι είναι οι Μαύροι Καβαλάρηδες. Αν ακολουθήσω τη συμβουλή σου, μπορεί και να μη δω τον Γκάνταλφ για πολύ καιρό και θα πρέπει να ξέρω τι είναι ο κίνδυνος που με απειλεί.

— Δε σου φτάνει να ξέρεις πως είναι υπηρέτες του Εχθρού; απάντησε ο Γκίλντορ. Όταν τους βλέπεις να το βάζεις στα πόδια! Μην πιάνεις κουβέντες μαζί τους! Είναι θανατηφόροι. Μη με ρωτάς περισσότερα! Αλλά η καρδιά μου προβλέπει πως, πριν όλα τελειώσουν, εσύ, Φρόντο, γιε του Ντρόγκο, θα γνωρίσεις περισσότερα γι’ αυτά τα απαίσια όντα παρά ο Γκίλντορ Ινγκλόριον. Η Έλμπερεθ ας σε προστατεύει!

— Μα πού να το βρω το θάρρος; ρώτησε ο Φρόντο. Αυτό είναι που κυρίως χρειάζομαι.

— Το θάρρος βρίσκεται σε απίθανα μέρη, είπε ο Γκίλντορ. Μην απελπίζεσαι. Κοιμήσου τώρα! Το πρωί θα ’χουμε φύγει· μα θα στείλουμε μηνύματα παντού. Οι Περιπλανώμενοι Λόχοι θα πληροφορηθούν το ταξίδι σου κι εκείνοι, που έχουν δύναμη για το καλό, θ’ αγρυπνούν. Σε ονομάζω φίλο των Ξωτικών· και είθε τ’ άστρα να φωτίζουν το δρόμο σου ως το τέλος. Σπάνια είχαμε τόση χαρά από ξένους κι είναι θαυμάσιο ν’ ακούμε λόγια της Παλαιάς Γλώσσας από τα χείλη άλλων που πλανιόνται στον κόσμο.

Ο Φρόντο ένιωσε να τον κυριεύει ύπνος, όπως τέλειωσε να μιλά ο Γκίλντορ.

— Θα κοιμηθώ τώρα, είπε.

Το Ξωτικό τον οδήγησε σ’ ένα προφυλαγμένο μέρος δίπλα στον Πίπιν κι αυτός έπεσε αμέσως σ’ ένα κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε δίχως όνειρα.

Κεφάλαιο IV ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ

Το πρωί ο Φρόντο ξύπνησε αναζωογονημένος. Βρισκόταν ξαπλωμένος κάτω από ένα δέντρο, που τα κλαδιά του πλέκονταν κι έγερναν στη γη. Το κρεβάτι του ήταν από φτέρες και χλόη, βαθύ και μαλακό και παράξενα αρωματικό. Ο ήλιος λαμπύριζε μέσ’ απ’ τα φύλλα που αναδεύονταν, πράσινα ακόμα, πάνω στο δέντρο. Πήδηξε όρθιος και βγήκε έξω.

Ο Σαμ καθόταν στο χορτάρι στην άκρη του δάσους. Ο Πίπιν στεκόταν και μελετούσε τον ουρανό και τον καιρό. Απ’ τα Ξωτικά δε φαινόταν ίχνος.

— Μας άφησαν φρούτα, ποτό και ψωμί, είπε ο Πίπιν. Έλα να πάρεις το πρωινό σου. Το ψωμί είναι σχεδόν τόσο καλό, όσο και χτες το βράδυ. Δεν ήθελα να σ’ αφήσω καθόλου, μα ο Σαμ επέμενε.

Ο Φρόντο κάθισε δίπλα στο Σαμ κι άρχισε να τρώει.

— Ποιο είναι το σχέδιο για σήμερα; ρώτησε ο Πίπιν.

— Να πάμε στο Μπάκλμπερι όσο πιο γρήγορα γίνεται, απάντησε ο Φρόντο κι αφοσιώθηκε στο φαγητό του.

— Νομίζεις πως μπορεί να δούμε εκείνους τους Καβαλάρηδες; ρώτησε ο Πίπιν εύθυμα.

Κάτω απ’ τον πρωινό ήλιο, η ιδέα να δει ολόκληρο στρατό απ’ αυτούς, δεν τον τρόμαζε.

— Ναι, είναι πιθανό, είπε ο Φρόντο, που δεν του άρεσε η υπενθύμιση. Μα ελπίζω να περάσουμε το ποτάμι χωρίς να μας δουν.

— Έμαθες τίποτα γι’ αυτούς απ’ τον Γκίλντορ;

— Όχι πολλά — μόνο υπαινιγμούς κι αινίγματα, είπε ο Φρόντο αόριστα.

— Ρώτησες για το ρουθούνισμα;

— Δεν το συζητήσαμε, είπε ο Φρόντο με το στόμα γεμάτο.

— Θα ’πρεπε να το ’χες κάνει. Είμαι σίγουρος πως είναι πολύ σημαντικό. — Σ’ αυτή την περίπτωση, είμαι βέβαιος πως ο Γκίλντορ θα είχε αρνηθεί να το εξηγήσει, είπε ο Φρόντο απότομα. Και τώρα, άσε με και λίγο ήσυχο! Δεν έχω όρεξη ν’ απαντώ σ’ ένα σωρό ερωτήσεις την ώρα που τρώω. Θέλω να σκεφτώ!

— Ω, Ουρανοί! είπε ο Πίπιν. Την ώρα του πρωινού; Πήγε προς την άκρη του ξέφωτου.

Απ’ τη σκέψη του Φρόντο το ηλιόλουστο πρωινό — προδοτικά λαμπερό, σκέφτηκε — δεν είχε διώξει το φόβο της καταδίωξης. Αναλογιζόταν τα λόγια του Γκίλντορ. Η εύθυμη φωνή του Πίπιν έφτασε στ’ αυτιά του. Έτρεχε στο καταπράσινο χορτάρι και τραγουδούσε.

— Όχι! Δε θα μπορούσα! μονολόγησε. Άλλο είναι να πάρω τους νεαρούς μου φίλους για μια βόλτα στο Σάιρ μαζί μου, μέχρι που να πεινάσουμε, να κουραστούμε και το φαΐ και το κρεβάτι να γίνουν γλυκά. Το να τους πάρω στην εξορία όμως, που η πείνα κι η κούραση μπορεί να μην έχουν τελειωμό, είναι εντελώς διαφορετικό, ακόμα κι αν είναι πρόθυμοι να έρθουν. Η κληρονομιά είναι μόνο δική μου. Δε νομίζω πως πρέπει να πάρω ούτε και το Σαμ.

Κοίταξε το Σαμ Γκάμγκη κι ανακάλυψε πως ο Σαμ τον παρακολουθούσε.

— Λοιπόν, Σαμ! είπε. Τι λες; Φεύγω απ’ το Σάιρ όσο πιο γρήγορα μπορώ — δηλαδή αποφάσισα να μην περιμένω ούτε μια μέρα στο Κρικχόλοου, αν είναι δυνατό.

— Πολύ καλά, κύριε!

— Επιμένεις ακόμα να ’ρθεις μαζί μου;

— Ναι.

— Θα είναι πολύ επικίνδυνο, Σαμ. Είναι κιόλας επικίνδυνο. Το πιο πιθανό είναι πως κανείς μας δε θα γυρίσει πίσω.

— Αν δε γυρίσεις πίσω, κύριε, τότε ούτε κι εγώ θα γυρίσω, αυτό είναι σίγουρο, είπε ο Σαμ. «Μην τον εγκαταλείψεις!» μου είπαν. «Να τον εγκαταλείψω!» είπα εγώ. «Ούτε που μου πέρασε απ’ το μυαλό. Θα τον ακολουθήσω ακόμα κι αν ανέβει στο Φεγγάρι· κι αν κανένας από εκείνους τους Μαύρους Καβαλάρηδες προσπαθήσει να του κόψει το δρόμο, θα έχουν να λογαριαστούν με το Σαμ Γκάμγκη» είπα. Αυτοί γέλασαν.

— Ποιοι αυτοί; Τι είναι αυτά που λες;

— Τα Ξωτικά, κύριε. Κουβεντιάσαμε καμπόσο χτες το βράδυ. Φαίνονταν να ξέρουν πως έφευγες μακριά, έτσι δεν είδα για ποιο λόγο να τ’ αρνηθώ, Υπέροχα πλάσματα τα Ξωτικά, κύριε! Υπέροχα!

— Ναι, είπε ο Φρόντο. Σ’ αρέσουν ακόμα τα Ξωτικά, τώρα που τα είδες από κοντά;

— Στέκονται πιο ψηλά απ’ αυτά που μ’ αρέσουν ή δε μ’ αρέσουν, απάντησε ο Σαμ αργά. Δε φαίνεται να έχει σημασία τι σκέφτομαι εγώ γι’ αυτά. Είναι πολύ πιο διαφορετικά απ’ ό,τι τα περίμενα — γέρικα και νέα μαζί, χαρούμενα και λυπημένα, κάπως έτσι.

Ο Φρόντο κοίταξε το Σαμ ξαφνιασμένος, μισοπεριμένοντας να δει κάποιο εξωτερικό σημάδι της παράξενης αλλαγής που φαινόταν να έχει γίνει πάνω του. Δεν ακουγόταν σαν τη φωνή του παλιού Σαμ Γκάμγκη, που νόμιζε πως ήξερε καλά. Μα εξωτερικά έδειχνε ο ίδιος ο παλιός ο Σαμ Γκάμγκη, που καθόταν εκεί. Μόνο το πρόσωπό του ήταν ασυνήθιστα σκεφτικό.

— Νιώθεις την ανάγκη να φύγεις και ν’ αφήσεις το Σάιρ τώρα — τώρα που η επιθυμία σου να τα δεις πραγματοποιήθηκε κιόλας; ρώτησε.

— Ναι, κύριε. Δεν ξέρω πώς να το πω, μα μετά την αποψινή νύχτα, νιώθω αλλιώτικος. Μου φαίνεται πως βλέπω στο μέλλον, κατά κάποιο τρόπο. Ξέρω πως θα πάρουμε έναν πολύ μακρύ δρόμο μες στο σκοτάδι· μα ξέρω πως δεν μπορώ να κάνω πίσω. Δεν είναι τώρα Ξωτικά, ούτε δράκοι, ούτε βουνά που θέλω να δω — καλά καλά δεν ξέρω τι θέλω· μα έχω κάτι να κάνω πριν απ’ το τέλος κι αυτό το κάτι βρίσκεται μπροστά, όχι στο Σάιρ. Πρέπει να το δω τελειωμένο, κύριε, αν με καταλαβαίνετε.

— Όχι και πολύ καλά, Μα καταλαβαίνω πως ο Γκάνταλφ μου διάλεξε έναν καλό σύντροφο κι αυτό μου δίνει χαρά. Θα πάμε μαζί.

Ο Φρόντο τέλειωσε το πρωινό του σιωπηλά. Έπειτα σηκώθηκε, κοίταξε την περιοχή μπροστά τους και φώναξε τον Πίπιν.

— Όλα έτοιμα; είπε μόλις ο Πίπιν έτρεξε κοντά. Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως. Πολύ κοιμηθήκαμε κι έχουμε πολλά μίλια να κάνουμε.

Εσύ κοιμήθηκες πολύ, θες να πεις, είπε ο Πίπιν. Εγώ είμαι σηκωμένος από νωρίς. Εσένα μόνο περιμένουμε να τελειώσεις να τρως και να σκέφτεσαι.

— Τα τέλειωσα και τα δυο τώρα. Βάζω πλώρη για το Φέρι Μποτ του Μπάκλμπερι όσο πιο γρήγορα γίνεται. Δε θα γυρίσω πίσω στο δρόμο που αφήσαμε χτες το βράδυ: θα κόψω δρόμο ίσια μέσ’ απ’ τα χωράφια.

— Τότε θα χρειαστεί να πετάξεις, είπε ο Πίπιν. Δεν μπορείς να κόψεις δρόμο ίσια, με τα πόδια, πουθενά σ’ αυτό το μέρος.

— Μπορούμε όμως να πάμε πιο ίσια παρά απ’ το δρόμο, απάντησε ο Φρόντο. Το Φέρι Μποτ βρίσκεται ανατολικά του Γούντχολ· η δημοσιά όμως στρίβει αριστερά — μπορείτε να δείτε που στρίβει πέρα εκεί στο βοριά. Γυρίζει στη βορινή άκρη του Βάλτου για να καταλήξει στο δρόμο πάνω στο ανάχωμα, απ’ τη γέφυρα του Στοκ. Μα έτσι βγαίνει μίλια έξω απ’ το δρόμο μας. Μπορούμε να γλιτώσουμε το ένα τέταρτο της διαδρομής αν πάμε κατευθείαν, από εδώ που είμαστε, στο Φέρι Μποτ.

«Όποιος βιάζεται σκοντάφτει» είχε αντίρρηση ο Πίπιν. Η περιοχή εδώ γύρω είναι άγρια. Υπάρχουν βάλτοι κι όλων των λογιών οι δυσκολίες κατεβαίνοντας για το Βάλτο — ξέρω τα κατατόπια σ’ αυτά τα μέρη. Κι αν φοβάσαι για Μαύρους Καβαλάρηδες, δε βλέπω ποια η διαφορά, αν τους συναντήσουμε στο δρόμο, στο δάσος ή στα χωράφια.

— Είναι πιο δύσκολο να βρεθεί κάποιος στα δάση και στα χωράφια, απάντησε ο Φρόντο. Κι αν οι άλλοι φαντάζονται πως βρίσκεσαι στο δρόμο, υπάρχει κάποια πιθανότητα να σε ψάχνουν στο δρόμο κι όχι έξω απ’ αυτόν.

— Εντάξει! είπε ο Πίπιν. Θα σ’ ακολουθήσω σε κάθε βάλτο και χαντάκι. Μα είναι σκληρό! Υπολόγιζα να περάσουμε απ’ τη Χρυσή Κούρνια στο Στοκ πριν το ηλιοβασίλεμα. Δεν ξέρω τι κάνει τώρα — είναι πολύς καιρός από τότε που τη δοκίμασα — μα είχε την καλύτερη μπίρα σ’ ολόκληρη την Ανατολική Μοίρα.

— Τώρα μ’ έπεισες! είπε ο Φρόντο. Κόβοντας δρόμο μπορεί να έχουμε καθυστέρηση, μα τα χάνια έχουν ακόμα πιο μεγάλη. Με κάθε θυσία πρέπει να σε κρατήσουμε μακριά απ’ τη Χρυσή Κούρνια. Θέλουμε να φτάσουμε στο Μπάκλμπερι πριν σκοτεινιάσει. Εσύ τι λες, Σαμ;

— Θα σας ακολουθήσω, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ (μόλο που μέσα του δε συμφωνούσε καθόλου και λυπόταν βαθιά που δε θα δοκίμαζε την καλύτερη μπίρα στην Ανατολική Μοίρα).

— Τότε, αν είναι να πάμε από βάλτους και βάτα, ας ξεκινήσουμε αμέσως, είπε ο Πίπιν.

Έκανε κιόλας σχεδόν τόση ζέστη, όση και την προηγούμενη μέρα. Σύννεφα όμως άρχισαν να σηκώνονται στη Δύση. Φαινόταν πιθανό να το γυρίσει σε βροχή. Οι χόμπιτ κατέβηκαν μια απότομη πράσινη πλαγιά και χώθηκαν στα πυκνά δέντρα από κάτω. Είχαν αποφασίσει ν’ αφήσουν το Γούντχολ στ’ αριστερά τους και να κόψουν λοξά μέσ’ απ’ τα δάση, που ήταν μαζεμένα στην ανατολική πλευρά του λόφου, μέχρι να φτάσουν στις πεδιάδες κάτω. Τότε θα τραβούσαν ίσια για το Φέρι Μποτ μέσ’ απ’ την πεδιάδα, που ήταν ανοιχτή, εκτός από μερικά χαντάκια και φράχτες. Όταν, με τα πολλά, κατάφεραν να φτάσουν στα ριζά της πλαγιάς, συνάντησαν ένα ποταμάκι να κατεβαίνει απ’ τους λόφους πίσω, σε μια βαθιά ρεματιά με απότομες και γλιστερές όχθες, σκεπασμένες με βάτα. Και, πολύ άβολα γι’ αυτούς, τους έκοβε το δρόμο που είχαν διαλέξει. Δεν μπορούσαν να το πηδήξουν ούτε να το περάσουν χωρίς να βραχούν, να γρατσουνιστούν και να λασπωθούν καθόλου. Σταμάτησαν κι αναρωτιόντουσαν τι να κάνουν.

— Πρώτη δυσκολία! είπε ο Πίπιν, χαμογελώντας σκυθρωπά.

Ο Σαμ Γκάμγκη κοίταξε πίσω. Μέσα από ένα άνοιγμα στα δέντρα είδε μια ματιά την κορυφή της πράσινης πλαγιάς που είχαν κατεβεί.

— Κοιτάξτε! είπε, αρπάζοντας το Φρόντο απ’ το μπράτσο.

Όλο; κοίταξαν και, στην άκρη ψηλά από πάνω τους στο φόντο τ’ ουρανού, είδαν ένα άλογο να στέκεται. Δίπλα του έσκυβε μια μαύρη σιλουέτα.

Αμέσως εγκαταλείψανε την ιδέα να γυρίσουνε πίσω. Ο Φρόντο μπήκε μπροστά και γρήγορα χώθηκε στους πυκνούς θάμνους πλάι στο ποταμάκι.

— Ουφ! είπε ο Πίπιν. Κι οι δυο μας είχαμε δίκιο. Ο ίσιος μας δρόμος στράβωσε κιόλας· μα ίσα ίσα προλάβαμε και κρυφτήκαμε. Εσύ που έχεις καλά αυτιά, Σαμ: ακούς τίποτα να ’ρχεται;

Στάθηκαν ακίνητοι, σχεδόν κρατώντας την αναπνοή τους, όσο αφουγκράζονταν· αλλά δεν ακουγόταν θόρυβος καταδίωξης.

— Δε φαντάζομαι να προσπαθήσει να κατεβάσει τ’ άλογό του απ’ αυτή την πλαγιά, είπε ο Σαμ. Μα νομίζω πως ξέρει, άτι την κατεβήκαμε. Καλά θα κάνουμε να προχωρήσουμε.

Το να προχωρήσουν δεν ήταν και τόσο εύκολο. Έπρεπε να κουβαλάνε τα σακίδίά τους και οι θάμνοι και τα βάτα δεν έλεγαν να τους αφήσουν να περάσουν. Η πλαγιά πίσω τους έκοβε τον άνεμο κι ο αέρας ήταν ασάλευτος κι αποπνικτικός. Όταν βγήκαν τέλος με δυσκολία σ’ ένα ξέφωτο, ήταν ξαναμμένοι, κουρασμένοι, καταγρατσουνισμένοι και, πάνω απ’ όλα, δεν ήταν σίγουροι για το πού έπρεπε να τραβήξουν. Οι όχθες του ποταμού χαμήλωναν, όπως έφτανε στον κάμπο και γινόταν πλατύτερο, λιγότερο βαθύ και κατευθυνόταν προς το Βάλτο και τον Ποταμό.

— Μπα! Μ’ αυτό είναι το ρέμα του Στοκ! είπε ο Πίπιν. Αν είναι να προσπαθήσουμε να ξαναγυρίσουμε στην πορεία μας, πρέπει να περάσουμε αμέσως απέναντι και να τραβήξουμε δεξιά.

Πέρασαν το ποταμάκι με τα πόδια και με βιασύνη διασχίσανε ένα πλάτωμα μεγάλο, άδεντρο και γεμάτο βούρλα, στην άλλη μεριά. Μετά βρήκαν πάλι μια συστάδα δέντρα: ψηλές βελανιδιές βασικά και, πού και πού, καμιά φτελιά ή πασχαλιά. Η γη ήταν αρκετά επίπεδη και οι θάμνοι λιγοστοί· τα δέντρα όμως ήταν πολύ πυκνά και τους εμπόδιζαν να βλέπουν μακριά μπροστά τους. Ξαφνικά φυσήματα του ανέμου σήκωναν ψηλά τα πεσμένα φύλλα και βροχοσταγόνες άρχισαν να πέφτουν απ’ το βαρυφορτωμένο ουρανό. Μετά, έκοψε ο αέρας κι άρχισε να βρέχει με το τουλούμι. Τραβούσαν μπροστά, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, περνώντας τόπους στρωμένους χλόη κι ανεμομαζεμένους σωρούς από παλιά φύλλα. Παντού γύρω τους η βροχή έπεφτε ποτάμι. Δε μιλούσαν, μα έριχναν συνέχεια ματιές πίσω τους και στα πλάγια.

Ύστερα από μισή ώρα ο Πίπιν είπε:

— Ελπίζω να μην έχουμε στρίψει πολύ προς το νοτιά και να διασχίζουμε κατά μήκος αυτό το δάσος! Δεν είναι πολύ φαρδύ — θα ’λεγα όχι περισσότερο από ένα μίλι — και θα ’πρεπε να είχαμε βγει μέχρι τώρα.

— Δεν είναι καλό ν’ αρχίσουμε τα ζικ ζακ, είπε ο Φρόντο. Δε θα βοηθήσουμε την κατάσταση. Ας συνεχίσουμε όπως πάμε. Δεν είμαι σίγουρος πως θέλω να βγω στ’ ανοιχτά ακόμα.

Συνέχισαν για δυο περίπου μίλια ακόμα. Και τότε ο ήλιος λαμπύρισε πίσω απ’ τα κουρελιασμένα σύννεφα ξανά κι η βροχή έκοψε. Τώρα ήταν περασμένο μεσημέρι κι ένιωθαν πως ήταν πια ώρα για το μεσημεριανό. Σταμάτησαν κάτω από μια ιτιά: τα φύλλα της, αν και κιτρίνιζαν με γοργό ρυθμό, ήταν ακόμα πυκνά. Κάτω στα πόδια της ο τόπος ήταν αρκετά στεγνός και προφυλαγμένος. Σαν άρχισαν να μαγειρεύουν το φαγητό τους, ανακάλυψαν πως τα Ξωτικά είχαν γεμίσει τα παγούρια τους μ’ ένα διάφανο ποτό, στο χρώμα του χλωμού χρυσαφιού: μύριζε σαν μέλι φτιαγμένο από πολλά λουλούδια κι ήταν πολύ δυναμωτικό. Πολύ γρήγορα γελούσαν κι αδιαφορούσαν για τη βροχή και τους Μαύρους Καβαλάρηδες. Τα λίγα τελευταία μίλια, ένιωθαν, γρήγορα θα τ’ άφηναν πίσω τους.

Ο Φρόντο ακούμπησε την πλάτη του πάνω στον κορμό του δέντρου κι έκλεισε τα μάτια. Ο Σαμ κι ο Πίπιν κάθισαν κοντά κι άρχισαν να μουρμουρίζουν κι έπειτα να τραγουδούν σιγανά:

Χο! Χο! Χο! το κρασάκι μου θα πιω,

Τα μεράκια μου να πνίξω και να γιάνω τον καημό.

Βρέχει και φυσούν αγέρες,

Περπατώ νύχτες και μέρες

Και ο δρόμος μου δεν έχει τελειωμό.

Το φλασκί μου θε να πιάσω στα γερά.

Κι από κάτω από ’να δέντρο θα ξαπλώσω μια χαρά!

Και τα σύννεφα ας πάνε

Και οι μέρες ας κυλάνε

Και ο δρόμος ας μη φτάνει πουθενά!

— Χο! Χο! Χο! άρχισαν πάλι πιο δυνατά.

Ξαφνικά, κόπηκαν στη μέση. Ο Φρόντο πετάχτηκε όρθιος. Ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό έφτασε ως κάτω μαζί με τον άνεμο, σαν το κλάμα κάποιου κακόβουλου και μοναχικού πλάσματος. Δυνάμωνε κι έπεφτε και τέλειωσε σε μια ψιλή διαπεραστική νότα. Κι ακόμα εκεί, όπως κάθονταν ή στέκονταν, λες κι είχαν ξαφνικά μαρμαρώσει, ένα άλλο ουρλιαχτό απάντησε στο πρώτο, πιο αδύναμο και μακρινό, μα όχι λιγότερο απαίσιο. Μετά ακολούθησε ησυχία, που την έσπαγε μόνο η βουή του ανέμου στις φυλλωσιές.

— Και τι νομίζετε πως ήταν αυτό; ρώτησε τέλος ο Πίπιν προσπαθώντας να το ρίξει στ’ αστείο, μα έτρεμε λιγάκι. Αν ήταν πουλί, για πρώτη φορά ακούγεται στο Σάιρ.

— Δεν ήταν ούτε πουλί ούτε ζώο, είπε ο Φρόντο. Ήταν κάλεσμα ή συνθηματική κραυγή — υπήρχαν λέξεις σ’ αυτό το ουρλιαχτό, αν και δεν μπόρεσα να τις πιάσω. Πάντως κανένας χόμπιτ δεν έχει τέτοια φωνή.

Δεν είπαν περισσότερα. Όλοι σκέφτονταν τους Καβαλάρηδες, μα κανείς δε μιλούσε γι’ αυτούς. Τώρα τους είχε κοπεί κάθε διάθεση είτε να μείνουν είτε να προχωρήσουν. Αλλά, αργά ή γρήγορα, έπρεπε να διασχίσουν τον κάμπο ως το Φέρι Μποτ κι ήταν καλύρερα να πάνε γρηγορότερα, με το φως της μέρας. Σε λίγα λεπτά είχαν φορτωθεί τα σακίδιά τους και ξεκινούσαν.

Σε λίγο το δάσος τέλειωσε απότομα. Μπροστά τους απλώνονταν ευρύχωροι τόποι γεμάτοι χορτάρια. Τώρα είδαν πως είχαν, πραγματικά, στρίψει προς το νοτιά. Πέρα απ’ τα λιβάδια έβλεπαν λιγάκι το χαμηλό λόφο του Μπάκλμπερι, απ’ την άλλη μεριά του Ποταμού, μα τώρα ήταν αριστερά τους. Γλιστρώντας προσεχτικά έξω απ’ την άκρη των δέντρων, πήραν δρόμο να διασχίσουν την απλωσιά όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.

Στην αρχή φοβόντουσαν, μακριά απ’ την προστασία του δάσους. Μακριά πίσω τους βρισκόταν το ψήλωμα, που είχαν φάει το πρωί. Ο Φρόντο μισοπερίμενε να δει τη μακρινή σιλουέτα ενός καβαλάρη στη ραχούλα, μαύρη στο φόντο τ’ ουρανού· μα δε φαινόταν τίποτα. Ο ήλιος ξέφυγε απ’ τα σύννεφα που σκόρπιζαν, όπως χαμήλωνε προς τους λόφους που είχαν αφήσει, κι έλαμπε τώρα ξανά. Ο φόβος τους έφυγε, αν κι ακόμα δεν ένιωθαν άνετα. Αλλά η γη γινόταν όλο πιο ήμερη και στρωτή. Σύντομα έφτασαν σε καλοφροντισμένα χωράφια και λιβάδια, με φράχτες και πόρτες και χαντάκια για να φεύγουν τα νερά. Όλα φαίνονταν ήσυχα κι ειρηνικά, μια απλή γωνιά του Σάιρ μονάχα. Με κάθε τους βήμα τα κέφια τους έφτιαχναν. Η γραμμή του Ποταμού ερχόταν όλο και πιο κοντά· κι οι Μαύροι Καβαλάρηδες άρχισαν να γίνονται φαντάσματα του δάσους, που είχαν τώρα αφήσει μακριά πίσω τους.

Πέρασαν την άκρη ενός χωραφιού με γογγύλια κι έφτασαν σε μια γερή πόρτα. Πίσω της ξετυλιγόταν ένα αυλακωμένο δρομάκι ανάμεσα από χαμηλούς καλοβαλμένους φράχτες, που πήγαινε σε μια συστάδα δέντρων. Ο Πίπιν σταμάτησε.

— Τα ξέρω αυτά τα χωράφια κι αυτή την πόρτα! είπε, Αυτό είναι το Φασολοχώραφο του γερο-Μάγκοτ του Τσιφλικά το κτήμα. Εκείνο κει κάτω στα δέντρα είναι το υποστατικό του.

— Μπα, κακό που με βρήκε! έκανε ο Φρόντο, κι ήταν τόσο τρομαγμένος, λες κι ο Πίπιν να ’χε πει πως το δρομάκι ήταν το άνοιγμα της σπηλιάς κάποιου δράκου.

Οι άλλοι τον κοίταξαν μ’ έκπληξη.

— Τι έχει ο γερο-Μάγκοτ; ρώτησε ο Πίπιν. Αυτός είναι φίλος καλός μ’ όλους τους Μπράντιμπακ. Βέβαια, είναι ο φόβος κι ο τρόμος όσων μπαίνουν κρυφά στα χωράφια του. Κι έχει και κάτι άγριους σκύλους — μα, στο κάτω κάτω, ο κόσμος εδώ είναι κοντά στα σύνορα και χρειάζεται να προσέχουν περισσότερο.

— Το ξέρω. είπε ο Φρόντο. Μ’ όλ’ αυτά, όμως, πρόσθεσε γελώντας ντροπιασμένα, εγώ τον τρέμω κι αυτόν και τα σκυλιά του. Απόφευγα το υποστατικό του για χρόνια και χρόνια. Μ’ είχε τσακώσει αρκετές φορές να του κλέβω μανιτάρια, σαν ήμουν πιτσιρίκος στο Μπράντι Χολ. Την τελευταία φορά μου τις έβρεξε κι ύστερα με πήρε και μ’ έδειξε στα σκυλιά του. «Κοιτάξτε εδώ, λεβέντες μου» είπε «αν αυτός ο μπαγαπόντης ξαναπατήσει το ποδάρι του στα χωράφια μου, μπορείτε να τον φάτε! Τώρα ξεπροβοδίστε τον!» Με κυνήγησαν μέχρι το Φέρι Μποτ. Ακόμα δεν έχω καταφέρει να νικήσω το φόβο μου — αν και τολμώ να πω, πως τα ζώα ήξεραν τη δουλειά τους και δε θα μ’ άγγιζαν στ’ αλήθεια.

Ο Πίπιν έβαλε τα γέλια.

— Λοιπόν, καιρός πια να τα φτιάξετε. Αν έρχεσαι μάλιστα να μείνεις στο Μπάκλαντ. Ο γερο-Μάγκοτ είναι στ’ αλήθεια καρδιά μάλαμα — αν δεν του πειράξεις τα μανιτάρια του. Άντε να πάρουμε το δρομάκι και τότε δε θα πατάμε μέσα στα χωράφια του. Αν τον συναντήσουμε, θα μιλήσω εγώ. Είναι φίλος του Μέρι. Κάποτε αυτός κι εγώ ερχόμαστε πολύ συχνά εδώ.

Ακολούθησαν το δρομάκι μέχρι που είδαν τις καλαμένιες στέγες ενός μεγάλου σπιτιού κι άλλων μικρότερων, να ξεπροβάλλουν μέσ’ από τα δέντρα μπροστά τους. Οι Μάγκοτ, οι Τσαλαβούτες του Στοκ κι οι περισσότεροι κάτοικοι του Βάλτου ζούσαν σε σπίτια. Το υποστατικό ήταν γερά χτισμένο με τούβλα και γύρω γύρω είχε έναν ψηλό τοίχο. Μια μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα στον τοίχο, οδηγούσε στο δρομάκι.

Ξαφνικά, εκεί που πλησίαζαν πιο κοντά, ξέσπασαν φοβερά γαβγίσματα και μια φωνή ακούστηκε να φωνάζει: «Δαγκάνα! Σουβλοδόντη! Λύκε! Εμπρός, παιδιά!».

Ο Φρόντο κι ο Σαμ μαρμάρωσαν. Ο Πίπιν έκανε λίγα βήματα μπροστά. Η εξώπορτα άνοιξε και τρεις θεόρατοι σκύλοι πετάχτηκαν έξω στο δρομάκι κι όρμησαν στους ταξιδιώτες γαβγίζοντας άγρια. Στον Πίπιν δεν έδωσαν σημασία· ο Σαμ όμως ζάρωσε στον τοίχο, ενώ δυο σκύλοι, που έμοιαζαν με λύκους, τον μυρίζονταν ύποπτα κι αγρίευαν αν έκανε πως κουνιέται. Ο μεγαλύτερος κι ο πιο άγριος απ’ τους τρεις σταμάτησε μπρος απ’ το Φρόντο γρυλίζοντας, με τις τρίχες σηκωμένες.

Απ’ την πόρτα βγήκε τώρα ένας φαρδύς, γεροφτιαγμένος χόμπιτ, με στρογγυλό κόκκινο πρόσωπο.

— Ε, εσείς εκεί! Ποιοι είσαστε και τι γυρεύετε; ρώτησε.

— Χαίρετε, κύριε Μάγκοτ! είπε ο Πίπιν. Ο χωριάτης τον κοίταξε προσεκτικά.

— Ε, λοιπόν, μη μου πεις πως αυτός είναι ο νεαρός κύριος Πίπιν — ο κύριος Πέρεγκριν Τουκ, θα ’πρεπε να πω! φώναξε κι η αγριάδα του έγινε χαμόγελο. Έχω πολύ καιρό να σε δω στα μέρη μας. Είσαι τυχερός που σε ξέρω. Γιατί ήμουνα έτοιμος να βάλω τα σκυλιά μου να κυνηγήσουν όλους τους άγνωστους. Μυστήρια πράγματα γίνονται σήμερα. Βέβαια, βλέπουμε λογιώ λογιώ τύπους να τριγυρνάνε σ’ αυτά τα μέρη πότε πότε. Παραείμαστε κοντά στο Ποτάμι, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Μ’ αυτός ο τύπος είναι ο πιο παράξενος που είδα ποτές μου. Μα δε θα ξαναπεράσει απ’ τα χωράφια μου δίχως άδεια για δεύτερη φορά, αν μπορώ να τον σταματήσω!

— Δηλαδή, τι τύπος, θες να πεις; ρώτησε ο Πίπιν.

— Λεν τον είδατε, λοιπόν; είπε ο χωριάτης. Ανηφόρισε το δρόμο πάνω στο ανάχωμα λίγο πριν. Ήταν πολύ παράξενος κι έκανε περίεργες ερωτήσεις. Μα ίσως να θέλετε να περάσετε μέσα, να τα πούμε με πιότερη άνεση.

Έχω καλή μπίρα στο βαρέλι, αν εσύ κι οι φίλοι σου θέλετε, κύριε Τουκ. Φαινόταν καθαρά πως ο χωριάτης θα τους έλεγε κι άλλα, αν τον άφηναν να τα πει με την ώρα του και με τον τρόπο του, έτσι όλοι δέχτηκαν την πρόσκληση.

— Και τα σκυλιά; ρώτησε ο Φρόντο ανήσυχα. Ο χωριάτης γέλασε.

— Δε θα σ’ αγγίξουν — παρά μονάχα αν τους το πω εγώ. Εδώ! Δαγκάνα! Σουβλοδόντη! Κάτω! φώναξε. Κάτω, Λύκε!

Για μεγάλη ανακούφιση του Φρόντο και του Σαμ, οι σκύλοι απομακρύνθηκαν και τους άφησαν να φύγουν ελεύθεροι.

Ο Πίπιν σύστησε τους άλλους δυο στον κτηματία. — Ο κύριος Φρόντο Μπάγκινς, είπε. Μπορεί να μην τον θυμάστε, μα κάποτε έμενε στο Μπράντι Χολ.

Ακούγοντας το όνομα Μπάγκινς ο χωριάτης ξαφνιάστηκε κι έριξε μια κοφτερή ματιά στο Φρόντο. Για μια στιγμή ο Φρόντο νόμισε πως ξύπνησε η ανάμνηση των κλεμμένων μανιταριών κι ότι θα ’λεγε στα σκυλιά να τον ξεπροβοδίσουν. Μα ο Μάγκοτ ο Τσιφλικάς τον έπιασε απ’ το μπράτσο.

— Λοιπόν, για δες κάτι περίεργα πράγματα! ξεφώνισε. Ο κύριος Μπάγκινς; Περάστε μέσα! Εμείς πρέπει να κουβεντιάσουμε.

Μπήκαν στην κουζίνα και κάθισαν κοντά στο μεγάλο τραπέζι. Η κυρία Μάγκοτ έφερε μπίρα σε μια τεράστια κανάτα και γέμισε τέσσερα μεγάλα ποτήρια. Ήταν καλή μπίρα κι ο Πίπιν βρήκε πως αποζημιώθηκε με το παραπάνω, που έχασε τη Χρυσή Κούρνια. Ο Σαμ έπινε γουλιά γουλιά την μπίρα του υποψιάρικα. Από φυσικού του δεν εμπιστευόταν αυτούς που κατοικούσαν σ’ άλλα μέρη του Σάιρ· και δεν είχε καμιά όρεξη να γίνει γρήγορα φίλος με κάποιον που είχε χτυπήσει τ’ αφεντικό του, όσο παλιά κι αν είχε γίνει αυτό.

Αφού μίλησαν λίγο για τον καιρό και τη σοδειά (που δεν ήταν χειρότερη απ’ ό,τι συνήθως), ο Μάγκοτ ο Τσιφλικάς άφησε το ποτήρι του και τους κοίταξε όλους με τη σειρά.

— Και τώρα, κύριε Πέρεγκριν, είπε, πούθε ερχόσαστε και για πούθε τραβάτε; Ερχόσαστε να μου κάνετε βίζιτα; Γιατί, αν είναι έτσι, είχατε προσπεράσει την πόρτα μου δίχως να σας δω.

— Λοιπόν, όχι, απάντησε ο Πίπιν. Για να πούμε την αλήθεια, μιας και την έχεις μαντέψει, μπήκαμε στο δρομάκι απ’ την άλλη άκρη: ήρθαμε μέσ’ απ’ τα χωράφια σου. Μ’ αυτό γίνηκε κατά λάθος. Χάσαμε το δρόμο μας στο δάσος πίσω, κοντά στο Γούντχολ, προσπαθώντας να κόψουμε δρόμο για το Φέρι.

— Αν βιαζόσαστε, ο δρόμος θα σας είχε εξυπηρετήσει καλύτερα, είπε ο χωριάτης. Μα εγώ δε νοιαζόμουνα γι’ αυτό. Έχεις την άδεια να περνάς μέσ’ απ’ τα χωράφια μου, σαν το θέλεις, κύριε Πέρεγκριν. Κι εσύ, κύριε Μπάγκινς — αν και θα ’λεγα πως ακόμα σ’ αρέσουνε τα μανιτάρια. Α, ναι, το γνώρισα τ’ όνομα. Θυμάμαι τον καιρό που ο νεαρός Φρόντο Μπάγκινς ήταν ένα απ’ τα χειρότερα μικρά ζιζάνια του Μπάκλαντ. Μα δε σκεφτόμουνα τα μανιτάρια. Είχα μόλις ακούσει τ’ όνομα Μπάγκινς λίγη ώρα πριν φανείτε. Σαν τι νομίζετε πως με ρώτησε εκείνος ο παράξενος τύπος;

Τον περίμεναν ανήσυχοι να συνεχίσει.

— Το λοιπόν, συνέχισε ο κτηματίας, φτάνοντας στο κύριο σημείο αργά κι απολαυστικά, αυτός ήρθε καβάλα σ’ ένα μεγάλο μαύρο άλογο, απ’ την εξώπορτα, που έτυχε να ’ναι ανοιχτή κι έφτασε ίσια στην πόρτα μου απέξω. Κι ο ίδιος ήταν κατάμαυρος και τυλιγμένος με μανδύα και κουκούλα, λες και δεν ήθελε να τον γνωρίσουν. Τώρα τι μπορεί να γυρεύει στο Σάιρ τούτος δω: σκέφτηκα μέσα μου. Δε βλέπουμε πολλούς Μεγάλους Ανθρώπους δώθε απ’ τα σύνορα· κι εδώ που τα λέμε, δεν ξανάχα ακούσει ποτές μου για κάτι σαν κι αυτόν τον κατάμαυρο τον τύπο.

» Καλή σου μέρα! είπα, βγαίνοντας έξω. Αυτό το δρομάκι δε βγάζει πουθενά, όπου κι αν πηγαίνεις. Ο γρηγορότερος δρόμος θα ’ναι να βγεις πίσω στον κεντρικό δρόμο. Δε μ’ άρεσε η φάτσα του· και σα βγήκε έξω ο Δαγκάνας, τον μυρίστηκε μια φορά κι έβγαλε τέτοια φωνή, λες και τον είχε κεντρίσει σφήκα: έβαλε την ουρά στα σκέλια κι έτρεξε μακριά γαβγίζοντας φοβισμένα. Ο μαύρος καθόταν δίχως να κουνιέται καθόλου.

«Έρχομαι από πέρα, είπε αργά και κάπως μουδιασμένα, δείχνοντας πίσω δυτικά, μέσ’ απ’ τα δικά μου τα χωράφια! Μάλιστα!

»Εχεις δει τον Μπάγκινς; ρώτησε με μια παράξενη φωνή κι έσκυψε κατά το μέρος μου. Εγώ δεν μπορούσα να δω καθόλου πρόσωπο, γιατί η κουκούλα του έπεφτε κάτω πολύ χαμηλά. Ένιωσα μια ανατριχίλα να κατεβαίνει στο ραχοκόκαλό μου. Μα δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί θα ’πρεπε να περνάει καβάλα μέσ’ απ’ τα χωράφια μου, με το έτσι θέλω.

» Για πάρε δρόμο και δίνε του! είπα. Εδώ δεν υπάρχουν Μπάγκινς. Ήρθες σε λάθος μέρος. Καλά θα κάνεις να πας δυτικά, στο Χόμπιτον — μα να πας απ’ το δρόμο αυτή τη φορά.

» Ο Μπάγκινς έχει φύγει, απάντησε ψιθυριστά. Έρχεται. Δεν είναι μακριά. Θέλω να τον βρω. Αν περάσει, θα μου το πεις; Θα γυρίσω με χρυσάφι.

» Όχι, δε θα γυρίσεις, είπα εγώ. Θα πας πίσω από κει που ’ρθες και γρήγορα μάλιστα. Σου δίνω ένα λεπτό καιρό, πριν φωνάξω τα σκυλιά μου. Έβγαλε ένα σφύριγμα σαν φίδι. Μπορεί και να ’ταν γέλιο, μπορεί κι όχι. Σπιρούνισε το μεγάλο άλογό του ίσια καταπάνω μου. Μόλις που πρόλαβα και πήδηξα στην άκρη. Φώναξα τα σκυλιά, μ’ αυτός γύρισε κι έφυγε απ’ το δρομάκι τρέχοντας σαν αστραπή κατά το δρόμο πάνω στο ανάχωμα. Τι λέτε σεις για όλ’ αυτά;

Ο Φρόντο κάθισε για μια στιγμή κοιτώντας τη φωτιά, μα η μοναδική του σκέψη ήταν, πώς στο καλό θα κατάφερναν να φτάσουν στο Φέρι Μποτ.

— Δεν ξέρω τι να σκεφτώ, είπε τέλος.

— Τότες θα σου πω εγώ τι να σκεφτείς, είπε ο Μάγκοτ. Δεν έπρεπε ποτές σου να πας και ν’ ανακατευτείς μ’ εκείνους που μένουν στο Χόμπιτον, κύριε Φρόντο. Είναι παράξενοι αυτοί εκεί.

Ο Σαμ αναδεύτηκε στην καρέκλα του και κοίταξε τον κτηματία με μάτια εχθρικά.

— Μα πάντα σου ήσουνα άμυαλος. Σαν έμαθα πως έφυγες απ’ τους Μπράντιμπακ και πήγες με τον κυρ Μπίλμπο, είπα πως θα ’βρισκες μεγάλους μπελάδες. Και, πρόσεξε αυτό που θα σου πω, όλ’ αυτά γίνονται απ’ τα παράξενα καμώματα του κυρ Μπίλμπο. Τα λεφτά του τα βρήκε με περίεργο τρόπο, σε ξένα μέρη, λένε. Μπορεί να βρίσκονται καμπόσοι που να θέλουν να μάθουν τι απόγιναν το χρυσάφι και τα στολίδια, που έχωσε στο λόφο του Χόμπιτον, όπως ακούω;

Ο Φρόντο δεν είπε τίποτα: οι έξυπνες σκέψεις του κτηματία ήταν αρκετά ανησυχητικές.

— Λοιπόν, κύριε Φρόντο, συνέχισε ο Μάγκοτ, χαίρομαι που ’χες το μυαλό να ξαναγυρίσεις στο Μπάκλαντ. Κι αυτή είναι η συμβουλή μου: κάτσε εδώ! Και μην ανακατεύεσαι μ’ αυτούς τους ξενομερίτες. Θα ’χεις φίλους σ’ αυτά τα μέρη. Κι αν τίποτα απ’ αυτούς τους μαύρους σε ξανακυνηγήσουν, θα τους ταχτοποιήσω εγώ. Θα τους πω πως πέθανες ή πως έφυγες απ’ το Σάιρ ή ό,τι θέλεις. Κι αυτό θα ’ναι κι η αλήθεια, εδώ που τα λέμε· γιατί το πιο πιθανό είναι να γυρεύουν νέα του γερο-Μπίλμπο.

— Ίσως να ’χεις δίκιο, είπε ο Φρόντο, αποφεύγοντας τα μάτια του κτηματία και κοιτάζοντας τη φωτιά.

Ο Μάγκοτ τον κοίταξε σκεφτικά.

— Λοιπόν, βλέπω πως έχεις τις δικές σου ιδέες, είπε. Είναι φως φανάρι πως εσύ κι ο καβαλάρης δεν ήρθατε εδώ στην τύχη τούτο εδώ τ’ απομεσήμερο· ίσως τα μαντάτα μου να μην ήταν και πολύ σπουδαία για σένα, εδώ που τα λέμε. Δε σου ζητάω να μου πεις τίποτες που θες να το κρατήσεις για τον εαυτό σου· μα βλέπω πως έχεις μπλεξίματα. Θα σκέφτεσαι πως δε θα ’ναι και πολύ εύκολο να φτάσεις στο Φέρι δίχως να σε πιάσουν, ε;

— Έτσι ακριβώς, είπε ο Φρόντο. Αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε να φτάσουμε εκεί· κι αυτό δε θα γίνει με το να καθόμαστε και να το σκεφτόμαστε. Γι’ αυτό φοβάμαι πως πρέπει να του δίνουμε. Σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ για την καλοσύνη σου! Σ’ έτρεμα κι εσένα και τα σκυλιά σου, πάνω από τριάντα χρόνια, κύριε Μάγκοτ, αν και μπορεί να γελάς που τ’ ακούς. Είναι κρίμα: γιατί έχασα έναν καλό φίλο. Και τώρα λυπάμαι που φεύγω τόσο γρήγορα. Θα ξαναγυρίσω, όμως, ίσως, μια μέρα — αν βρω την ευκαιρία.

— Θα ’σαι καλοδεχούμενος όποτε κι αν έρθεις, είπε ο Μάγκοτ. Μα έχω μια ιδέα τώρα. Είναι κιόλας ηλιοβασίλεμα κι εμείς θα φάμε το βραδινό μας· γιατί πάμε για ύπνο λίγο μετά τον Ήλιο. Αν, εσύ κι ο Πέρεγκριν κι όλοι σας, μπορούσατε να μείνετε και να τσιμπήσετε κάτι μαζί μας, θα το χαιρόμασταν !

— Το ίδιο κι εμείς! είπε ο Φρόντο. Αλλά φοβάμαι πως πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως. Ακόμα και τώρα, θα σκοτεινιάσει πριν μπορέσουμε να φτάσουμε στο Φέρι.

— Α! Μα για σταθείτε μια στιγμή! Εγώ ήμουνα έτοιμος να πω ότι μόλις τσιμπήσουμε για βράδυ, θα βγάλω έξω ένα μικρό κάρο και θα σας πάω στο Φέρι. Έτσι θα γλιτώσετε αρκετό ποδαρόδρομο και μπορεί να γλιτώσετε κι άλλες φασαρίες.

Ο Φρόντο τώρα δέχτηκε την πρόσκληση μ’ ευγνωμοσύνη, για μεγάλη ανακούφιση του Πίπιν και του Σαμ. Ο ήλιος βρισκόταν κιόλας πίσω απ’ τους λόφους στη δύση και το φως λιγόστευε. Δυο απ’ τους γιους του Μάγκοτ κι οι τρεις κόρες του μπήκαν μέσα κι έστρωσαν ένα πλούσιο δείπνο στο μεγάλο τραπέζι. Η κουζίνα φωτίστηκε με κεριά, και δυνάμωσαν τη φοτιά. Η κυρία Μάγκοτ μπαινόβγαινε όλο φούρια. Κάνα δυο άλλοι χόμπιτ του υποστατικού ήρθαν μέσα. Σε λίγο δεκατέσσερις χόμπιτ κάθισαν για να φάνε. Είχε άφθονη μπίρα και μια θεόρατη πιατέλα μανιτάρια με μπέικον, εκτός απ’ τ’ άλλα χορταστικά φαγητά του υποστατικού. Τα σκυλιά ήταν ξαπλωμένα πλάι στη φωτιά και μασουλούσαν φλούδες και σπασμένα κόκαλα.

Όταν τέλειωσαν, ο Τσιφλικάς κι οι γιοι του βγήκαν έξω μ’ ένα φανάρι κι ετοίμασαν το κάρο. Ήταν σκοτάδι στην αυλή, όταν οι φιλοξενούμενοι βγήκαν έξω. Έριξαν τα σακίδιά τους πάνω στο κάρο κι ανέβηκαν κι αυτοί, Ο χωριάτης κάθισε στη θέση του οδηγού και μαστίγωσε τα δυο γεροδεμένα του πόνυ. Η γυναίκα του στάθηκε στο φως της ανοιχτής πόρτας.

— Να προσέχεις, Μάγκοτ! φώναξε. Μην πας και τσακωθείς με κανέναν ξένο· και να γυρίσεις ίσια σπίτι!

— Και βέβαια! είπε αυτός κι οδήγησε το κάρο έξω απ’ την πόρτα. Δε φυσούσε καθόλου τώρα. Η νύχτα ήταν ασάλευτη κι ήσυχη. Έκανε ψύχρα. Πήγαιναν αργά, χωρίς φώτα. Έπειτα από ένα δυο μίλια το δρομάκι τέλειωσε και, περνώντας ένα βαθύ χαντάκι κι ανεβαίνοντας μια μικρή ανηφοριά, βγήκαν στο δρόμο πάνω στο ανάχωμα.

Ο Μάγκοτ κατέβηκε και κοίταξε καλά παντού, βόρεια και νότια. Τίποτα δε διακρινόταν στο σκοτάδι, και στον ήσυχο αέρα δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Λεπτές κορδέλες από ποταμίσια ομίχλη κρέμονταν πάνω απ’ τους υδατοφράχτες και σέρνονταν στα χωράφια.

— Θα πυκνώσει, είπε ο Μάγκοτ, μα δε θ’ ανάψω τα φανάρια μου μέχρι που να πάρω το δρόμο για το σπίτι. Μπορούμε να τ’ ακούμε όλα στο δρόμο απόψε, πολύ πριν τα συναντήσουμε.

Ήταν πέντε μίλια, ίσως και περισσότερο, απ’ το δρομάκι του Μάγκοτ μέχρι το Φέρι. Οι χόμπιτ τυλίστηκαν καλά, αλλά τ’ αυτιά τους ήταν τεντωμένα μήπως κι ακούσουν τίποτα, πέρα απ’ το τρίξιμο που έκαναν οι ρόδες και το σιγανό κλοπ, που έκαναν τα πέταλα των πόνυ. Στο Φρόντο το κάρο φαινόταν να πηγαίνει πιο αργά κι από σαλιγκάρι. Δίπλα του ο Πίπιν κουτουλούσε απ’ τη νύστα· ο Σαμ όμως τέντωνε τα μάτια του, κοιτάζοντας μπροστά στην ομίχλη που πύκνωνε.

Τέλος, έφτασαν στην αρχή του δρόμου για το Φέρι. Η είσοδος του δρόμου ξεχώριζε από δυο ψηλές άσπρες κολόνες, που ξαφνικά θαμποφάνηκαν δεξιά τους. Ο Μάγκοτ ο Τσιφλικάς τράβηξε τα λουριά των πόνυ και το κάρο έτριξε και σταμάτησε. Την ώρα που άρχισαν να κατεβαίνουν βιαστικά, άκουσαν ξαφνικά αυτό που όλοι τους φοβόνταν: πέταλα στο δρόμο μπροστά τους. Ο θόρυβος ερχόταν προς το μέρος τους.

Ο Μάγκοτ πήδηξε έξω και στάθηκε, κρατώντας τα κεφάλια των πόνυ και τεντώνοντας τα μάτια του μπροστά στη σκοτεινιά. Κλιπ-κλοπ, κλιπ-κλοπ πλησίαζε ο καβαλάρης. Τα πέταλα αντηχούσαν δυνατά στον ασάλευτο ομιχλιασμένο αέρα.

— Καλύτερα να κρυφτείτε, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ ανήσυχα. Ξαπλώστε χάμω στο κάρο και σκεπαστείτε με κουβέρτες. Εμείς θα στείλουμε τον καβαλάρη στη δουλειά του!

Σκαρφάλωσε και βγήκε έξω και στάθηκε στο πλευρό του χωριάτη. Οι Μαύροι Καβαλάρηδες θα χρειάζονταν να περάσουν από πάνω του, για να πλησιάσουν το κάρο.

Κλοπ-κλοπ, κλοπ-κλοπ. Ο καβαλάρης ήταν σχεδόν πάνω τους.

— Ε! εκεί! φώναξε ο Μάγκοτ ο Τσιφλικάς.

Τα πέταλα σταμάτησαν απότομα. Νόμισαν πως μπορούσαν αμυδρά να διακρίνουν μια σιλουέτα σκεπασμένη με μανδύα μες στην ομίχλη, δυο γυάρδες μπροστά.

— Πρόσεξε! είπε ο χωρικός, πετώντας τα λουριά στο Σαμ και βγαίνοντας μπροστά. Μην κάνεις βήμα μπροστά! Τι θέλεις και πού πας;

— Θέλω τον κύριο Μπάγκινς. Μήπως τον είδατε; είπε μια πηχτή φωνή — η φωνή τού Μέρι Μπράντιμπακ. Ένα σκοτεινό φανάρι ξεσκεπάστηκε και το φως του έπεσε στο έκπληκτο πρόσωπο του Τσιφλικά.

— Κύριε Μέρι! φώναξε.

— Ναι, μα φυσικά! Ποιος νόμιζες πως ήταν; είπε ο Μέρι προχωρώντας εμπρός.

Όπως βγήκε απ’ την ομίχλη και οι φόβοι τους καταλάγιασαν, αυτός φάνηκε ξαφνικά να μικραίνει στο συνηθισμένο χομπιτο-μέγεθος. Ήταν καβάλα σ’ ένα πόνυ κι ένα κασκόλ ήταν τυλιγμένο γύρω απ’ το λαιμό και το σαγόνι του, για να κρατά έξω την ομίχλη.

Ο Φρόντο πήδηξε έξω απ’ το κάρο για να τον χαιρετίσει.

— Ώστε φτάσατε επιτέλους! είπε ο Μέρι. Είχα αρχίσει ν’ αναρωτιέμαι αν θα φανείτε καθόλου σήμερα και μόλις γύριζα πίσω για το βραδινό μου. Όταν σηκώθηκε ομίχλη, βγήκα απέναντι και πήγα κατά το Στοκ, να δω μη τυχόν και πέσατε σε κανένα χαντάκι. Μα από πού στην ευχή ήρθατε; Πού τους βρήκατε, κύριε Μάγκοτ; Στο νερόλακκο για τις πάπιες σας;

— Όχι, τους τσάκωσα στα χωράφια μου, είπε ο τσιφλικάς, και παραλίγο να βάλω τα σκυλιά μου να τους κυνηγήσουν· μα θα σ’ την πουν όλη την ιστορία σίγουρα. Τώρα, με το συμπάθιο, κύριε Φρόντο κι όλοι σας, καλά θα κάνω να γυρίσω σπίτι μου. Η κυρα-Μάγκοτ θα με νοιάζεται, τώρα που η νύχτα προχωράει.

Πισώφερε το κάρο στο δρομάκι και το γύρισε.

— Λοιπόν, καληνύχτα σ’ όλους σας, είπε. Παράξενη τούτη η μέρα, όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Μα όλα καλά σαν τελειώνουν καλά· αν κι ίσως θα πρεπε να το πούμε αυτό σα φτάσουμε στις πόρτες μας. Και δεν τ’ αρνιέμαι πως θα χαρώ σαν το κάνω.

Αναψε τα φανάρια του και σηκώθηκε. Ξαφνικά παρουσίασε ένα μεγάλο πανέρι κάτω απ’ το κάθισμα.

— Παραλίγο να το ξεχάσω, είπε. Η κυρία Μάγκοτ το έβαλε αυτό για τον κύριο Μπάγκινς, μαζί με τα χαιρετίσματά της.

Το κατέβασε κάτω και ξεκίνησε ενώ τον ακολουθούσαν οι ευχαριστίες και οι καληνύχτες τους.

Κοίταξαν τους χλωμούς φωτεινούς κύκλους γύρω απ’ τα φανάρια όπως μίκραιναν στην ομιχλιασμένη νύχτα. Ξαφνικά ο Φρόντο έβαλε τα γέλια: απ’ το σκεπασμένο καλάθι που κρατούσε, έβγαινε η μυρωδιά από μανιτάρια.

Κεφάλαιο V ΤΟ ΞΕΣΚΕΠΑΣΜΑ ΜΙΑΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ

— Τώρα καλά θα κάνουμε να πάμε κι εμείς σπίτι, είπε ο Μέρι. Βλέπω πως σ’ όλ’ αυτά κάτι παράξενο υπάρχει· αλλά ας περιμένει μέχρι να μπούμε μέσα.

Κατηφόρισαν το δρομάκι του Φέρι Μποτ, που ήταν ολόισιο και καλοδιατηρημένο, σημαδεμένο κι απ’ τις δυο πλευρές με μεγάλες ασπρισμένες πέτρες. Σε καμιά εκατοστή γυάρδες περίπου, τους έφερε στην όχθη του ποταμού, όπου υπήρχε μια πλατιά ξύλινη πλωτή αποβάθρα. Ένα μεγάλο επίπεδο φέρι μποτ ήταν δεμένο δίπλα της. Οι άσπρες δέστρες κοντά στην άκρη του νερού λαμπύριζαν στο φως δυο φαναριών κρεμασμένων πάνω σε ψηλούς στύλους. Πίσω από τα χωράφια η ομίχλη υψωνόταν πάνω απ’ τους φράχτες· το νερό όμως μπροστά τους κυλούσε θολό, με ελάχιστες κορδέλες που στριφογύριζαν σαν ατμός ανάμεσα στις καλαμιές της όχθης. Φαινόταν σαν να είχε λιγότερη ομίχλη στην απέναντι πλευρά.

Ο Μέρι ανέβασε, πάνω από μια τάβλα, το πόνυ στο φέρι κι οι άλλοι ακολούθησαν. Έπειτα ο Μέρι μ’ ένα μακρύ κοντάρι το ’σπρωξε αργά. Ο Μπράντιγουάιν κυλούσε αργός και πλατύς μπροστά τους. Στην άλλη πλευρά η όχθη ήταν απόκρημνη κι ένα στριφογυριστό μονοπάτι οδηγούσε πάνω απ’ την αποβάθρα. Εκεί τρεμόσβηναν φανάρια. Από πίσω υψωνόταν ο Λόφος του Μπακ· κι απάνω του, ανάμεσα από λεπτά συννεφάκια ομίχλης, έλαμπαν πολλά στρογγυλά παράθυρα, κίτρινα και κόκκινα. Ήταν τα παράθυρα του Μπράντι Χολ, του πατρογονικού των Μπράντιμπακ.

Πολύ παλιά, ο Γκόρχενταντ Όλντμπακ, αρχηγός της οικογένειας των Όλντμπακ, που ήταν μια απ’ τις αρχαιότερες στο Βάλτο ή μάλλον στο Σάιρ, είχε διαβεί τον ποταμό, που αποτελούσε στην αρχή το σύνορο της χώρας απ’ την ανατολή. Αυτός έχτισε (κι έσκαψε) το Μπράντι Χολ. Άλλαξε τ’ όνομά του σε Μπράντιμπακ κι εγκαταστάθηκε κι έγινε κύριος. στην πραγματικότητα, μιας μικρής κι ανεξάρτητης χώρας. Η οικογένεια του αύξαινε και πλήθαινε και, μετά το θάνατό του, συνέχισαν ν’ αυξάνονται και να πληθαίνουν, μέχρι που το Μπράντι Χολ έπιασε ολόκληρο το χαμηλό λόφο κι είχε τρεις μεγάλες κυρίες εισόδους, πολλά παραπόρτια κι εκατό παράθυρα περίπου. Οι Μπράντιμπακ κι οι αμέτρητοι υποταχτικοί τους άρχισαν να σκάβουν κι αργότερα να χτίζουν παντού γύρω. Αυτή ήταν η αρχή του Μπάκλαντ, μιας πυκνοκατοικημένης ζώνης ανάμεσα στον Ποταμό και στο Παλιό το Δάσος, ένα είδος αποικίας του Σάιρ. Το κυριότερο χωριό του ήταν το Μπάκλμπερι, μαζεμένο στις όχθες και στις πλαγιές πίσω απ’ το Μπράντι Χολ.

Οι κάτοικοι του Βάλτου είχαν φιλικές σχέσεις με τους κατοίκους του Μπάκλαντ και, ακόμα κι οι γεωργοί ανάμεσα στο Στοκ και στο Διακοφτό, αναγνώριζαν την αυθεντία του Αφέντη του Χολ (όπως λεγόταν ο αρχηγός της οικογένειας των Μπράντιμπακ). Αλλά ο περισσότερος κόσμος του παλιού Σάιρ θεωρούσε τους κατοίκους του Μπάκλαντ, τους Μπακλάντερς, παράξενους, λες κι ήταν σχεδόν ξένοι. Μόλο που, στ’ αλήθεια, δεν παράλλαζαν απ’ τους άλλους χόμπιτ των Τεσσάρων Μοιρών. Εκτός από ένα σημείο: αγαπούσαν τις βάρκες και μερικοί απ’ αυτούς ήξεραν να κολυμπούν.

Αρχικά ο τόπος τους ήταν αφύλαχτος απ’ την Ανατολή· αλλά σ’ εκείνη την πλευρά είχαν φτιάξει μια βατουλιά[7]: τον Ψηλό Φράχτη. Τον είχαν φυτέψει πολλές γενιές πριν και τώρα ήταν ,πυκνός και ψηλός γιατί τον φρόντιζαν συνέχεια. Έπιανε όλο το μέρος απ’ τη Γέφυρα του Μπραντιγουάιν, έκανε μια μεγάλη καμπύλη αφήνοντας το ποτάμι, ως το Τέλος του Φράχτη (όπου ο Ελικοπόταμος χυνόταν, απ’ το Δάσος, μες στον Μπράντιγουάιν): πάνω από είκοσι μίλια απ’ τη μια άκρη ως την άλλη. Αλλά, φυσικά, δεν τους εξασφάλιζε τελείως. Το Δάσος πλησίαζε τη βατουλιά σε πολλά μέρη. Οι Μπακλάντερς κλείδωναν τις πόρτες τους μόλις νύχτωνε· κάτι που δε συνηθιζόταν στο Σάιρ.

Το φέρι μποτ προχωρούσε αργά διασχίζοντας το νερό. Η παραλία του Μπάκλαντ πλησίαζε. Ο Σαμ ήταν ο μόνος της παρέας που δεν είχε ξαναπεράσει ποτάμι. Ένα παράξενο συναίσθημα τον είχε καταλάβει καθώς το ποτάμι γλιστρούσε μ’ αργό φλοίσβισμα: η παλιά του ζωή βρισκόταν πίσω στην ομίχλη και μπροστά βρίσκονταν σκοτεινές περιπέτειες. Έξυσε το κεφάλι του και, για μια στιγμή φευγαλέα, ευχήθηκε να μπορούσε ο κύριος Φρόντο να συνέχιζε να ζει ήσυχα στο Μπαγκ Εντ.

Οι τέσσερις χόμπιτ κατέβηκαν απ’ το φέρι. Ο Μέρι το έδενε κι ο Πίπιν οδηγούσε κιόλας το πόνυ στο ανηφορικό μονοπάτι, όταν ο Σαμ (που κοίταζε συνέχεια πίσω, λες για ν’ αποχαιρετίσει το Σάιρ), είπε μ’ ένα βραχνό ψίθυρο:

— Για κοίταξε πίσω, κύριε Φρόντο! Βλέπεις τίποτα;

Στην απέναντι αποβάθρα, στο φως των μακρινών φαναριών, μόλις που μπορούσαν να διακρίνουν μια σιλουέτα: έμοιαζε σαν ένας μαύρος μπόγος που τον είχαν ξεχάσει αντίπερα. Αλλά εκεί που κοίταζαν, φάνηκε να κουνιέται και να λυγιέται πέρα δώθε λες κι έψαχνε στο χώμα. Μετά σύρθηκε ή πήγε σκυφτή πίσω στη σκοτεινιά, πέρα απ’ τα φανάρια.

— Τι, στο καλό, τώρα ήτανε αυτό; ξεφώνισε ο Μέρι.

— Κάτι που μας έχει πάρει στο κατόπι, είπε ο Φρόντο. Μα μη ρωτάς περισσότερα τώρα! Πάμε να φύγουμε αμέσως!

Ανηφόρισαν βιαστικά το μονοπάτι ως την κορφή της όχθης, μα, σα γύρισαν να δουν πίσω, η απέναντι όχθη ήταν τυλιγμένη στην ομίχλη και δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτα.

— Ευτυχώς που δεν αφήνετε βάρκες στη δυτική όχθη! είπε ο Φρόντο. Μπορούν άλογα να περάσουν απέναντι το ποτάμι;

— Μπορούν να πάνε είκοσι μίλια στο βοριά στο Γεφύρι του Μπράντιγουάιν — ή μπορούν να κολυμπήσουν. Αν και δεν άκουσα ποτέ μου άλογο να πέρασε κολυμπώντας τον Μπράντιγουάιν. Μα τι σχέση έχουν τ’ άλογα μ’ όλα αυτά;

— Θα σου πω αργότερα! Πάμε σπίτι και μετά τα λέμε.

— Εντάξει! Εσύ κι ο Πίπιν τον ξέρετε το δρόμο. Εγώ, λοιπόν, θα πάω με το πόνυ μπροστά να πω στο Χοντρό Μπόλγκερ πως ερχόσαστε. Θα κοιτάξουμε να ετοιμάσουμε το βραδινό κι ό,τι άλλο χρειάζεται.

— Φάγαμε για βράδυ νωρίς με το Μάγκοτ τον Τσιφλικά, είπε ο Φρόντο· όχι βέβαια πως δεν μπορούμε να ξαναφάμε!

— Μη σας νοιάζει! Δώσε μου εκείνο το καλάθι! είπε ο Μέρι κι έφυγε καβάλα μες στο σκοτάδι.

Το καινούριο σπίτι του Φρόντο στο Κρικχόλοου ήταν αρκετό δρόμο απ’ τον Μπράντιγουάιν. Προσπέρασαν το Λόφο του Μπακ και το Μπράντι Χολ αριστερά και, βγαίνοντας απ’ το Μπάκλμπερι, πήραν τον κεντρικό δρόμο του Μπάκλαντ, που ερχόταν δυτικά απ’ τη Γέφυρα. Μισό μίλι βορινότερα έφτασαν σ’ ένα δρομάκι στα δεξιά τους. Το ακολούθησαν για δυο μίλια, όπως ανηφόριζε και κατηφόριζε στην εξοχή.

Τέλος, έφτασαν μια στενή πόρτα σ’ ένα χοντρό φράχτη. Το σπίτι δε φαινόταν καθόλου μες στο σκοτάδι: στεκόταν μακριά απ’ το δρομάκι στη μέση ενός μεγάλου κύκλου με πρασινάδα, που είχε γύρω γύρω δέντρα, απ’ τη μέσα μεριά του φράχτη. Ο Φρόντο το είχε διαλέξει γιατί βρισκόταν σε μια απόμερη γωνιά της εξοχής και δεν είχε άλλα σπίτια κοντά. Μπορούσες να μπαινοβγαίνεις χωρίς να σε παίρνουν είδηση. Το είχαν χτίσει παλιά οι Μπράντιμπακ, για να το χρησιμοποιούν οι ξένοι τους ή μέλη της οικογένειας, που ήθελαν να ξεφύγουν για λίγο την πολυκοσμία του Μπράντι Χολ. Ήταν παλιό σπίτι, σε στιλ χωριάτικο κι έμοιαζε όσο το δυνατόν περισσότερο με χομπιτότρυπα: ήταν μακρόστενο και χαμηλό, χωρίς δεύτερο πάτωμα· η σκεπή του ήταν χορταρένια, είχε στρογγυλά παράθυρα και μια μεγάλη στρογγυλή πόρτα.

Σαν μπήκαν απ’ την πόρτα του φράχτη και πήραν το μονοπάτι, φως δε φαινόταν πουθενά· τα παράθυρα ήταν σκοτεινά με τα εξώφυλλα κλειστά. Ο Φρόντο χτύπησε την πόρτα κι ο Χοντρός Μπόλγκερ την άνοιξε. Το φως χύθηκε έξω να τους καλωσορίσει. Γλίστρησαν γρήγορα μέσα κι έκλεισαν καλά τον πόρτα. Βρέθηκαν σ’ ένα ευρύχωρο χολ με πόρτες κι απ’ τις δυο πλευρές· μπροστά τους ένας διάδρομος διάσχιζε το σπίτι απ’ τη μια άκρη ως την άλλη.

— Λοιπόν, πώς σου φαίνεται; ρώτησε ο Μέρι απ’ το διάδρομο. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να το κάνουμε σαν το παλιό σου σπίτι, αν και δεν είχαμε πολύ καιρό. Ο Χοντρός κι εγώ ήρθαμε εδώ, με το τελευταίο φορτωμένο κάρο, μόλις χτες.

Ο Φρόντο κοίταξε γύρω. Πραγματικά έμοιαζε με το παλιό του σπίτι. Πολλά απ’ τα δικά του αγαπημένα πράγματα — ή μάλλον πράγματα του Μπίλμπο (του τον θύμιζαν πολύ στο καινούριο τους περιβάλλον) — ήταν τακτοποιημένα όσο το δυνατόν όπως ήταν στο Μπαγκ Εντ. Το σπίτι ήταν ευχάριστο, άνετο και φιλόξενο· κι έπιασε τον εαυτό του να εύχεται να ερχόταν πραγματικά εδώ να μείνει αποτραβηγμένος ήσυχα. Του φαινόταν άδικο να έχει βάλει τους φίλους του σ’ όλον αυτόν τον κόπο· και αναρωτιόταν πάλι πώς θα τους έλεγε τα νέα πως γρήγορα έπρεπε να τους αφήσει, δηλαδή αμέσως. Κι όμως, αυτό έπρεπε να γίνει αυτή εδώ τη νύχτα, πριν πάνε γιά ύπνο όλοι.

— Είναι υπέροχο! είπε με μεγάλη προσπάθεια. Σχεδόν δε μου φαίνεται πως μετακόμισα καθόλου.

Οι ταξιδιώτες κρέμασαν τις μπέρτες τους και σώριασαν τα σακίδιά τους στο πάτωμα. Ο Μέρι τους οδήγησε στο διάδρομο κι άνοιξε μια πόρτα στο βάθος. Φως από φωτιά κι ένα σύννεφο ατμός πετάχτηκαν έξω.

— Μπάνιο! φώναξε ο Πίπιν. Ω, ευλογημένε Μέριαντοκ!

— Με τι σειρά θα μπούμε; είπε ο Φρόντο. Ο μεγαλύτερος πρώτος ή ο γρηγορότερος πρώτος; Είτε έτσι είτε αλλιώς εσύ θα ’σαι τελευταίος, κύριε Πέρεγκριν.

— Γιατί δε μ’ εμπιστεύεστε να βολέψω τα πράγματα καλύτερα; είπε ο Μέρι. Δεν μπορούμε ν’ αρχίσουμε τη ζωή μας στο Κρικχόλοου καβγαδίζοντας για το μπάνιο. Εκεί μέσα στο δωμάτιο υπάρχουν τρεις μπανιέρες κι ένα καζάνι βραστό νερό. Υπάρχουν επίσης πετσέτες, τρίφτες και σαπούνια. Μπείτε μέσα κι άντε, γρήγορα!

Ο Μέρι κι ο Χοντρός πήγαν στην κουζίνα και καταπιάστηκαν με τις τελευταίες προετοιμασίες για ένα αργοπορημένο δείπνο. Κομμάτια από τραγούδια και ξελαρυγγιάσματα έρχονταν απ’ το λουτρό, ανακατεμένα με πλατσουρίσματα και τσαλαβουτήματα. Η φωνή του Πίπιν ξαφνικά ακούστηκε ψηλότερα απ’ των άλλων, σ’ ένα απ’ τ’ αγαπημένα τραγούδια-μπάνιου του Μπίλμπο:

Το νερό τραγουδώ το ζεστό,

Που τη λάσπη της μέρας ξεπλένει.

Στο νερό, στο λουτρό, ποιος δεν μπαίνει;

Ω, νερό καθαρό! Ω, νερό μου βραστό!

Τι γλυκιά μουσική σαν ακούς να βουίζει

Το ρυάκι που κυλά στην πεδιάδα απ’ χα βουνά.

Μα Εγώ σας δηλώνω, τώρα δα, καθαρά,

Προτιμώ το ζεστό το νερό που αχνίζει.

Δροσερό, στο φρυγμένο λαιμό είναι δώρο μεγάλο.

Μα εγώ ομολογώ, πως στη γη δεν είν’ άλλο,

Σαν την κίτρινη μπίρα ωραίο ποτό

Και στην πλάτη νερό αχνιστό!

Σιντριβάνι ωραίο, σαν πηδάει ψηλά,

Η πηγή κι η χαρά της ζωής σου.

Μα καλύτερο είν’ σαν αφρίζει ζεστά,

Όταν τρίβεις γερά το κορμί σου!

Ακούστηκε ένα τρομακτικό πλατς και μια φωνή: Όπα! απ’ το Φρόντο. Κατά τα φαινόμενα, ένα σωρό νερό απ’ την μπανιέρα του Πίπιν μιμήθηκε το σιντριβάνι και τινάχτηκε στον αέρα.

Ο Μέρι πήγε στην πόρτα:

— Τι θα λέγατε για φαΐ και για μπίρα στο λαιμό; φώναξε. Ο Φρόντο βγήκε έξω σκουπίζοντας τα μαλλιά του.

— Εχει τόσο νερό εκεί μέσα, που έρχομαι στην κουζίνα για να τελειώσω, είπε.

— Ψυχούλα μου! Τι γίνεται εδώ πέρα; είπε ο Μέρι, ρίχνοντας μια ματιά μέσα.

Το πέτρινο δάπεδο κολυμπούσε.

— Πρέπει να τα σφουγγαρίσεις όλα, αν θες να φας, Πέρεγκριν, είπε. Και κάνε γρήγορα, γιατί δε θα σε περιμένουμε.

Έφαγαν στην κουζίνα, με το τραπέζι κοντά στη φωτιά.

— Φαντάζομαι πως εσείς οι τρεις δε θα θέλετε ξανά μανιτάρια; είπε ο Φρέντεγκαρ, χωρίς να το ελπίζει και πολύ.

— Και βέβαια θέλουμε! φώναξε ο Πίπιν.

— Είναι δικά μου! είπε ο Φρόντο. Τα έδωσε για μένα η κυρία Μάγκοτ, που είναι βασίλισσα ανάμεσα σ’ όλες τις γυναίκες των χωρικών. Κάτω τα λαίμαργα χέρια σας, εγώ θα σερβίρω.

Οι χόμπιτ έχουν πάθος για τα μανιτάρια, που ξεπερνά και τη μεγαλύτερη λαιμαργία των Μεγάλων Ανθρώπων. Γεγονός που εξηγεί, ως ένα σημείο, τις μεγάλες εκστρατείες του νεαρού Φρόντο στα φημισμένα χωράφια του Βάλτου και το θυμό του αδικημένου Μάγκοτ. Αυτή τη φορά υπήρχαν άφθονα για όλους, ακόμα και για χόμπιτ. Υπήρχαν επίσης ένα σωρό άλλα πράγματα για συμπλήρωμα και, όταν τέλειωσαν, ακόμα κι ο Χοντρός Μπόλγκερ αναστέναξε ευχαριστημένος. Έσπρωξαν πίσω το τραπέζι και τράβηξαν τις καρέκλες κοντά στη φωτιά.

— Θα τα συμμαζέψουμε αργότερα, είπε ο Μέρι. Τώρα πέστε μου, με το νι και με το σίγμα, τα νέα σας! Μαντεύω πως μπλέξατε σε περιπέτειες, που τις περάσατε χωρίς εμένα. Θέλω όλες τις λεπτομέρειες· και πιο πολύ απ’ όλα, θέλω να μάθω τι έγινε με το Μάγκοτ και μου μίλησε έτσι. Ακούστηκε σχεδόν λες κι ήταν φοβισμένος, αν είναι δυνατόν!

— Ήμαστε όλοι φοβισμένοι, είπε ο Πίπιν, μετά από μια παύση, αφού ο Φρόντο κοίταζε τη φωτιά και δε μιλούσε. Κι εσύ Θα φοβόσουν, αν σε κυνηγούσαν για δυο μέρες οι Μαύροι Καβαλάρηδες.

— Και τι είναι αυτοί;

— Μαύρες σιλουέτες καβάλα σε μαύρα άλογα, απάντησε ο Πίπιν. Αν ο Φρόντο δε θέλει να μιλήσει, θα σας πω εγώ όλη την ιστορία απ’ την αρχή.

Κι έπειτα διηγήθηκε λεπτομερώς το ταξίδι τους, απ’ την ώρα που έφυγαν απ’ το Χόμπιτον. Ο Σαμ συμφωνούσε, κουνώντας το κεφάλι του και βγάζοντας επιφωνήματα. Ο Φρόντο έμενε σιωπηλός.

— Θα μπορούσα να πω πως τα φτιάξατε όλα με το μυαλό σας, είπε ο Μέρι, αν δεν είχα δει εκείνη τη μαύρη σκιά στην αποβάθρα — κι αν δεν είχα ακούσει τον παράξενο τόνο στη φωνή του Μάγκοτ. Εσύ τι λες για όλ’ αυτά, Φρόντο;

— Ο ξάδελφος Φρόντο κρατάει το στόμα του κλειστό, είπε ο Πίπιν. Μα ήρθε η ώρα να το ανοίξει. Ως τώρα δεν έχουμε τίποτα άλλο να βασιστούμε, εκτός απ’ την υπόθεση του Μάγκοτ πως αυτά έχουν σχέση με το θησαυρό του Μπίλμπο.

— Αυτό ήταν μόνο μια υπόθεση, είπε ο Φρόντο βιαστικά. Ο Μάγκοτ δεν ξέρει τίποτα.

— Ο γερο-Μάγκοτ είναι πολύ ξύπνιος, είπε ο Μέρι. Πολλά πράγματα κρύβονται πίσω απ’ το στρογγυλό μέτωπό του, που δε βγαίνουν έξω σα συζητάει. Έχω ακουστά πως πήγαινε στο Παλιό το Δάσος κάποτε και λένε πως ξέρει ένα σωρό παράξενα πράγματα. Αλλά τουλάχιστον μπορείς να μας πεις, Φρόντο, αν νομίζεις πως έπεσε μέσα ή έξω;

Νομίζω, απάντησε ο Φρόντο αργά, πως έπεσε μέσα, σύμφωνα μ’ αυτά που ήξερε. Υπάρχει σχέση με τις παλιές περιπέτειες του Μπίλμπο και οι Καβαλάρηδες κοιτάνε, ή μάλλον πρέπει να πούμε, ψάχνουνε γι’ αυτόν ή για μένα. Επίσης φοβάμαι, αν θέλετε να μάθετε, πως όλ’ αυτά δεν είναι καθόλου αστεία· και πως δεν είμαι ασφαλισμένος ούτε εδώ ούτε αλλού πουθενά.

Κοίταξε ένα γύρο τα παράθυρα και τους τοίχους, λες και φοβόταν πως ξαφνικά θα υποχωρούσαν. Οι άλλοι τον κοίταξαν σιωπηλοί κι αντάλλαξαν ματιές με νόημα ανάμεσά τους.

— Θα το πει, όπου να ’ναι, ψιθύρισε ο Πίπιν στο Μέρι. Ο Μέρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

— Λοιπόν! είπε ο Φρόντο στο τέλος κι ανασηκώθηκε ισιώνοντας την πλάτη του, λες κι είχε πάρει μια απόφαση. Δεν μπορώ να το κρατήσω κρυφό πια, έχω κάτι να πω σ’ όλους σας. Δεν καλοξέρω όμως πώς ν’ αρχίσω.

— Νομίζω πως θα μπορούσα να σε βοηθήσω, είπε ο Μέρι ήσυχα, λέγοντάς σου εγώ μερικά.

— Τι θέλεις να πεις; είπε ο Φρόντο κοιτάζοντάς τον ανήσυχα.

— Αυτό μόνο, καλέ μου Φρόντο: είσαι πολύ λυπημένος γιατί δεν ξέρεις πώς να πεις αντίο. Βέβαια, το ’χες σκοπό να φύγεις απ’ το Σάιρ. Αλλά ο κίνδυνος έφτασε γρηγορότερα απ’ ό,τι περίμενες και τώρα αποφασίζεις να φύγεις αμέσως. Και δε θέλεις να φύγεις. Πολύ σε λυπόμαστε.

Ο Φρόντο άνοιξε το στόμα του και το έκλεισε πάλι. Κοίταζε με τέτοια κωμική έκπληξη, που έβαλαν τα γέλια.

— Καλέ μας, γερο-Φρόντο! είπε ο Πίπιν. Νόμισες στ’ αλήθεια πως είχες ρίξει στάχτη στα μάτια όλων μας; Δεν ήσουν ούτε πολύ προσεκτικός ούτε πολύ έξυπνος, για να το καταφέρεις, Ήταν φανερό πως σχεδίαζες να φύγεις κι αποχαιρετούσες όλα τ’ αγαπημένα σου μέρη, όλο το χρόνο, απ’ τον Απρίλη. Και συνέχεια σ’ ακούγαμε να μουρμουρίζεις: «Θα ξαναδώ άραγε αυτή την κοιλάδα πάλι;» και κάτι τέτοια. Και υποκρινόσουν πως τέλειωσαν τα λεφτά σου και πούλησες στ’ αλήθεια τ’ αγαπημένο σου Μπαγκ Εντ σ’ αυτούς τους Σάκβιλ-Μπάγκινς! Κι όλες εκείνες οι κρυφές συζητήσεις με τον Γκάνταλφ!

— Μωρέ μπράβο! είπε ο Φρόντο. Κι εγώ νόμιζα πως ήμουνα και προσεκτικός και έξυπνος, Δεν ξέρω τι θα ’λεγε ο Γκάνταλφ. Δηλαδή όλο το Σάιρ κουβεντιάζει την αναχώρησή μου;

— Ω, όχι! είπε ο Μέρι. Μη στενοχωριέσαι γι’ αυτό! Βέβαια, το μυστικό δε θα μείνει κρυφό για πολύ· αλλά, προς το παρόν, νομίζω πως το ξέρουμε μόνο εμείς οι συνωμότες. Κι έπειτα, μην ξεχνάς πως εμείς σε ξέρουμε καλά κι είμαστε συχνά μαζί σου. Συνήθως μπορούμε να μαντέψουμε τι σκέφτεσαι. Και ήξερα και τον Μπίλμπο. Για να σου πω την αλήθεια, σε παρακολουθούσα μ’ αρκετή προσοχή, από τότε που έφυγε. Έλεγα πως, αργά ή γρήγορα, θα τον ακολουθούσες. Και εδώ που τα λέμε, περίμενα πως θα ’φευγες γρηγορότερα, και τώρα τελευταία ανησυχούσαμε πολύ. Τρομάζαμε στη σκέψη πως μπορεί να μας την έσκαγες και να ’φευγες ξαφνικά, εντελώς μονάχος, όπως εκείνος. Από τότε που μπήκε η φετινή άνοιξη, κρατούσαμε τα μάτια μας ανοιχτά και κάναμε ένα σωρό σχέδια για λογαριασμό μας. Δε θα μας ξεφεύγεις τόσο εύκολα!

— Μα πρέπει να φύγω, είπε ο Φρόντο. Δε γίνεται διαφορετικά, καλοί μου φίλοι. Όλοι λυπόμαστε γι’ αυτό, αλλά άδικα θα προσπαθήσετε να με κρατήσετε. Μια και μαντέψατε τόσα πολλά, σας παρακαλώ να με βοηθήσετε και να μη μ’ εμποδίζετε!

— Δεν καταλαβαίνεις! είπε ο Πίπιν. Εσύ πρέπει να φύγεις — κι επομένως πρέπει κι εμείς να φύγουμε. Ο Μέρι κι εγώ ερχόμαστε μαζί σου. Ο Σαμ είναι εξαιρετικό παιδί κι είναι ικανός να πηδήξει στου δράκου το λαρύγγι μέσα για να σε σώσει, αν δεν πεδικλωθεί με τα ίδια του τα πόδια· θα χρειαστείς όμως παραπάνω από ένα σύντροφο στο επικίνδυνο ταξίδι σου.

— Καλοί μου και πολυαγαπημένοι μου χόμπιτ! είπε ο Φρόντο, βαθιά συγκινημένος. Μα εγώ δε θα μπορούσα να το επιτρέψω. Κι αυτό το έχω αποφασίσει εδώ και πολύ καιρό. Μιλάτε για κίνδυνο, μα δεν καταλαβαίνετε. Αυτό δεν είναι κυνήγι θησαυρού, ούτε ταξίδι «Εκεί-και-πίσω-πάλι». Θα τρέχω να ξεφύγω τον ένα θανάσιμο κίνδυνο και θα πέφτω σ’ άλλον.

— Και φυσικά καταλαβαίνουμε, είπε ο Μέρι σταθερά. Γι’ αυτό έχουμε αποφασίσει και να ’ρθούμε. Ξέρουμε πως το Δαχτυλίδι δεν είναι υπόθεση για γέλια· θα κάνουμε όμως ό,τι περνάει από το χέρι μας για να σε βοηθήσουμε ν’ αντιμετωπίσεις τον Εχθρό.

— Το Δαχτυλίδι! είπε ο Φρόντο, κατάπληκτος τώρα.

— Ναι, το Δαχτυλίδι, είπε ο Μέρι. Καλέ μου γερο-χόμπιτ, ξεχνάς πως οι φίλοι έχουν και περιέργεια. Ξέρω για την ύπαρξη του Δαχτυλιδιού χρόνια τώρα — πριν φύγει ο Μπίλμπο, για την ακρίβεια. Αφού όμως ήταν φανερό πως το θεωρούσε μυστικό, το κράτησα μέσα μου, μέχρι που κάναμε τη συνωμοσία μας. Δεν τον ήξερα τον Μπίλμπο, βέβαια, όσο καλά ξέρω εσένα-ήμουν πολύ μικρός κι αυτός ήταν πιο προσεκτικός — μα όχι όσο έπρεπε. Αν θέλεις να μάθεις πώς το πρωτοανακάλυψα, θα σ’ το πω.

— Συνέχισε! είπε ο Φρόντο ξέπνοα.

— Οι Σάκβιλ-Μπάγκινς ήταν η αιτία που την έπαθε, όπως και θα το περίμενε κανείς. Μια μέρα, ένα χρόνο πριν από το Πάρτι, έτυχε να περπατώ στο δρόμο, όταν είδα τον Μπίλμπο μπροστά μου. Ξαφνικά, από πέρα, φάνηκαν οι Σάκβιλ-Μπάγκινς να έρχονται προς το μέρος μας. Ο Μπίλμπο έκοψε το βήμα του και τότε — ώσπου να πεις κρεμμύδι! — εξαφανίστηκε.

Τόσο ξαφνιάστηκα, που μόλις κι είχα τα μυαλά μου να κρυφτώ κι εγώ, με πιο συνηθιμένο τρόπο. Πέρασα απ’ την άλλη μεριά του φράχτη κι άρχισα να περπατάω μέσα απ’ το χωράφι. Κρυφοκοίταζα στο δρόμο και, όταν πέρασαν οι Σάκβιλ-Μπάγκινς, βρέθηκα να κοιτάζω ίσια στον Μπίλμπο, που εμφανίστηκε ξαφνικά πάλι. Το μάτι μου σαν να ’πιασε τη λάμψη χρυσαφιού όπως έβαλε κάτι πίσω στην τσέπη του παντελονιού του.

«Ύστερα απ’ αυτό κρατούσα τα μάτια μου ανοιχτά. Στην πραγματικότητα, ομολογώ πως κατασκόπευα. Πρέπει όμως να παραδεχτείτε πως ήταν πολύ περίεργο και πως εγώ τότε δεν είχα φτάσει ούτε τα είκοσι. Θα πρέπει να είμαι ο μόνος στο Σάιρ, εκτός από σένα, Φρόντο, που έχω ποτέ δει το μυστικό βιβλίο του γέρου.

— Έχεις διαβάσει και το βιβλίο του! φώναξε ο Φρόντο. Ω ουρανοί από ψηλά! Τίποτα δεν είναι ασφαλισμένο;

— Θα ’λεγα πως δεν είναι και πάρα πολύ, είπε ο Μέρι. Αλλά κατάφερα να του ρίξω μόνο μια γρήγορη ματιά, κι αυτήν πολύ δύσκολα. Ποτέ δεν άφηνε αφύλαχτο το βιβλίο. Τι να ’γινε τάχα. Θα ’θελα να ξανάριχνα μια ματιά. Το έχεις εσύ, Φρόντο;

— Όχι. Δε βρέθηκε στο Μπαγκ Εντ, Θα πρέπει να το πήρε μαζί του.

— Λοιπόν, όπως έλεγα, συνέχισε ο Μέρι, αυτά που έμαθα τα κράτησα για τον εαυτό μου, ως τούτη εδώ την Άνοιξη, που τα πράγματα σοβάρεψαν. Τότε κάναμε τη συνωμοσία μας· κι επειδή το είχαμε πάρει στα σοβαρά και είχαμε αποφασίσει να κάνουμε δουλειά, είπαμε πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ήσουν όμως σκληρό καρύδι, κι ο Γκάνταλφ ακόμα χειρότερο. Μα αν θέλεις να σε συστήσουμε στον κυριότερο πληροφοριοδότη μας, μπορώ να σ’ τον παρουσιάσω.

— Πού ’ν ’τος; είπε ο Φρόντο, κοιτάζοντας γύρω, λες και περίμενε κανένα μασκοφορεμένο και σατανικό τύπο να βγει από κανένα ντουλάπι.

— Κάνε ένα βήμα μπροστά, Σαμ! είπε ο Μέρι, κι ο Σαμ σηκώθηκε κόκκινος ως τ’ αυτιά. Να τος αυτός που μας μάζευε τις πληροφορίες! Και μάζεψε ένα σωρό, μπορώ να σου πω, πριν να πιαστεί στο τέλος. Μετά απ’ αυτό, μπορώ να πω, φάνηκε να θεωρεί τον εαυτό του δεσμευμένο και δεν ξανάπε κουβέντα.

— Σαμ! φώναξε ο Φρόντο, νιώθοντας πως η έκπληξή του είχε ξεπεράσει τα όριά της, κι εντελώς ανίκανος ν’ αποφασίσει αν του φαινόταν αστείο, αν ήταν θυμωμένος, ανακουφισμένος ή σκέτα ανόητος.

— Μάλιστα, κύριε! είπε ο Σαμ. Με το συμπάθιο, κύριε! Μα δεν το έκανα για το κακό σου, κύριε Φρόντο, ούτε για του κυρίου Γκάνταλφ. Αυτός έχει και λίγο μυαλό, πρόσεξες; Κι όταν είπες θα πάω μόνος, αυτός είπε: Όχι! Πάρα κάποιον που να μπορείς να εμπιστευτείς.

— Μα δε μου φαίνεται πως μπορώ να έχω εμπιστοσύνη σε κανένα, είπε ο Φρόντο.

Ο Σαμ τον κοίταξε λυπημένα.

— Όλα εξαρτώνται απ’ το τι θέλεις, μπήκε στη μέση ο Μέρι. Μπορείς να μας έχεις εμπιστοσύνη, πως θα σταθούμε στο πλευρό σου σ’ όλες τις αναποδιές — ως το πικρό τέλος. Και μπορείς να μας έχεις εμπιστοσύνη να φυλάξουμε όλα σου τα μυστικά — πιο καλά κι από σένα. Αλλά δεν μπορείς να μας έχεις εμπιστοσύνη πως θα σ’ αφήσουμε ν’ αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες μόνος σου και να φύγεις χωρίς να πεις κουβέντα. Είμαστε φίλοι σου, Φρόντο. Κι ό,τι έγινε, έγινε. Τώρα ξέρουμε τα περισσότερα απ’ όσα σου ’χει πει ο Γκάνταλφ. Ξέρουμε πολλά για το Δαχτυλίδι. Είμαστε τρομερά φοβισμένοι — αλλά, ή μας αφήνεις κι ερχόμαστε μαζί σου, ή θα σε πάρουμε από πίσω σαν κυνηγόσκυλα.

— Κι έπειτα, κύριε, πρόσθεσε ο Σαμ, πρέπει ν’ ακολουθήσεις τη συμβουλή των Ξωτικών. Ο Γκίλντορ είπε πως έπρεπε να πάρεις αυτούς που θα ήταν πρόθυμοι, αυτό δεν μπορείς να τ’ αρνηθείς.

— Δεν τ’ αρνιέμαι, είπε ο Φρόντο κοιτάζοντας το Σαμ, που τώρα χαμογελούσε. Δεν τ’ αρνιέμαι, μα ποτέ δε θα πιστέψω ξανά πως κοιμάσαι, είτε ροχαλίζεις είτε όχι. Θα σε κλοτσάω δυνατά για να σιγουρεύομαι.

» Είσαστε μια παρέα παλιοαπατεώνες! είπε, γυρίζοντας προς τους άλλους. Μα να ’σαστε ευλογημένοι! γέλασε και σηκώθηκε κουνώντας τα χέρια του. Υποχωρώ. Θ’ ακολουθήσω τη συμβουλή του, Γκίλντορ. Αν ο κίνδυνος δεν ήταν τόσο σκοτεινός, θα χόρευα απ’ τη χαρά μου. Αλλά και τώρα δεν μπορώ να μη νιώθω χαρούμενος· πολύ πιο χαρούμενος απ’ ό,τι έχω νιώσει εδώ και πολύ καιρό. Το φοβόμουνα αυτό το βράδυ.

— Υπέροχα! Όλα εντάξει. Τρία ζήτω για τον Καπετάν Φρόντο και την παρέα του! φώναξαν· κι έστησαν χορό γύρω του.

Ο Μέρι κι ο Πίπιν άρχισαν ένα τραγούδι, που το είχαν φαίνεται ετοιμάσει για την περίπτωση.

Ήταν φτιαγμένο με πρότυπο το τραγούδι των νάνων, που είχε ξεκινήσει τον Μπίλμπο στην περιπέτειά του πολύ παλιά κι ακολουθούσε τον ίδιο σκοπό:

Γεια σ’ αφήνω, σπιτάκι και τζάκι ζεστό!

Αν φυσήξει τ’ αγέρι γοργά, μα κι αν βρέξει,

Το στρατί θε να πάρουμε ακόμα πριν φέξει,

Μακριά μες στο δάσος, ψηλά στο βουνό.

Στο Σκιστό το Λαγκάδι που ζουν Ξωτικά θε να πάμε.

Θα διαβούμε κοιλάδες, βουνά σκοτεινά.

Βαλτοτόπια κι ερμιές δεν ψηφάμε.

Και μετά; Ποιος να ξέρει, παιδιά!

Από μπρος καρτεράει ο εχθρός κι από πίσω μας φόβος.

Για σκεπή μας στο δρόμο τα ουράνια ψηλά

Τελειωμό να έχει ο κάθε μας κόπος.

Και στη νίκη να βρούμε χαρά!

Με το χάραμα κινάμε! Ξεκινάμε την αυγή!

Στ’ άλογά μας θα βρεθούμε, πριν ο ήλιος να φανεί!

— Πολύ καλό! είπε ο Φρόντο. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να γίνουν ένα σωρό πράγματα πριν πάμε στα κρεβάτια μας, κάτω από σκεπή, γι’ απόψε τουλάχιστον.

— Μα αυτό ήταν ποίημα! είπε ο Πίπιν. Θέλεις στ’ αλήθεια να πεις πως ξεκινάμε πριν χαράξει;

— Δεν ξέρω, απάντησε ο Φρόντο. Τους φοβάμαι τους Μαύρους Καβαλάρηδες κι είμαι βέβαιος πως δεν είναι ασφαλισμένο να μένω σ’ ένα μέρος για πολύ, ιδιαίτερα σ’ ένα μέρος που είναι γνωστό πως πήγαινα. Κι ο Γκίλντορ με συμβούλεψε να μην περιμένω. Θα ήθελα όμως πάρα πολύ να έβλεπα τον Γκάνταλφ. Είδα πως ακόμα κι ο Γκίλντορ ταράχτηκε σαν άκουσε πως ο Γκάνταλφ δε φάνηκε καθόλου. Η υπόθεση όμως εξαρτάται από δύο πράγματα. Πόσο γρήγορα μπορούν οι Καβαλάρηδες να έρθουν στο Μπάκλμπερι; Και πόσο γρήγορα μπορούμε εμείς να ξεκινήσουμε; Χρειαζόμαστε αρκετή προετοιμασία.

— Η απάντηση στη δεύτερη ερώτηση, είπε ο Μέρι, είναι πως μπορούμε να φύγουμε σε μια ώρα. Έχω σχεδόν ετοιμάσει τα πάντα. Υπάρχουν έξι πόνυ σ’ ένα σταύλο πέρα στα χωράφια· αποσκευές κι εργαλεία είναι όλα αμπαλαρισμένα εκτός από μερικά ρούχα και φαγητά που χαλάνε.

— Αυτή η συνωμοσία φαίνεται καλά οργανωμένη, είπε ο Φρόντο. Αλλά τι λέτε για τους Μαύρους Καβαλάρηδες; Θα ήταν ακίνδυνο να περιμέναμε μια μέρα για τον Γκάνταλφ;

— Αυτό εξαρτάται, κυρίως, απ’ το τι νομίζεις πως θα έκαναν οι Καβαλάρηδες αν σ’ έβρισκαν εδώ, απάντησε ο Μέρι. Αυτοί μπορούσαν να έχουν φτάσει εδώ τώρα, φυσικά, αν δεν τους σταμάτησαν στη Βόρεια Πύλη, εκεί που ο Φράχτης φτάνει στην όχθη του ποταμού, στη Γέφυρα, από τούτη την πλευρά. Οι φρουροί της Πύλης δε θα τους αφήσουν να περάσουν τη νύχτα, αν κι αυτοί μπορεί να την παραβιάσουν. Ακόμα και με το φως της μέρας θα προσπαθήσουν να τους βαστήξουν έξω νομίζω, τουλάχιστο μέχρι να στείλουν μήνυμα στον Αφέντη του Χολ — γιατί δε θα τους αρέσουν οι φάτσες των Καβαλάρηδων· κι είναι σίγουρο πως Θα τους φοβηθούν. Αλλά, βέβαια, το Μπάκλαντ δεν μπορεί ν’ αντισταθεί για πολύ σε μια αποφασιστική επίθεση. Και είναι πιθανό πως το πρωί, ακόμα κι ένας Μαύρος Καβαλάρης, αν πήγαινε και ζητούσε τον κύριο Μπάγκινς, θα τον άφηναν να περάσει. Είναι γενικά γνωστό πως ξαναγυρίζεις στο Κρικχόλοου.

Ο Φρόντο κάθισε λίγο βυθισμένος σε σκέψεις.

— Αποφάσισα, είπε τέλος. Θα ξεκινήσω αύριο, μόλις φέξει. Αλλά δε θα πάω απ’ το δρόμο: γιατί είναι πιο ασφαλισμένο να καθίσω εδώ, παρά να πάω απ’ το δρόμο. Αν φύγω απ’ τη Βόρεια Πύλη, το ότι έφυγα από το Μπάκλαντ, θα μπορούσε να μαθευτεί αμέσως, αντί να μείνει κρυφό γι’ αρκετές μέρες τουλάχιστον, όπως και μπορεί να γίνει. Και ακόμα πιο πολύ, η Γέφυρα κι ο Ανατολικός Δρόμος κοντά στα σύνορα θα παρακολουθούνται, είτε κάποιος Καβαλάρης φτάσει στο Μπάκλαντ, είτε όχι. Δεν ξέρουμε πόσοι είναι· αλλά είναι το λιγότερο δύο και πιθανότατα περισσότεροι. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να φύγουμε, παίρνοντας δρόμο που δεν τον περιμένουν.

— Μα αυτό δε σημαίνει τίποτ’ άλλο, παρά να μπείτε στο Παλιό το Δάσος! είπε ο Φρέντεγκαρ τρομαγμένος. Δε φαντάζομαι να σκέπτεστε να κάνετε κάτι τέτοιο! Αυτό είναι τόσο επικίνδυνο όσο κι οι Μαύροι Καβαλάρηδες.

— Όχι και τόσο, είπε ο Μέρι. Μπορεί να φαίνεται μεγάλη αποκοτιά, εγώ όμως πιστεύω πως ο Φρόντο έχει δίκιο. Είναι ο μόνος τρόπος να βγούμε έξω χωρίς να μας πάρουν αμέσως από πίσω. Κι αν έχουμε τύχη, μπορεί να κερδίσουμε κάμποσο δρόμο.

— Μα δε θα ’χετε καθόλου τύχη στο Παλιό το Δάσος, είχε αντίρρηση ο Φρέντεγκαρ. Κανείς ποτέ δεν είχε τύχη εκεί μέσα. Θα χαθείτε. Ο κόσμος δεν πάει εκεί μέσα.

— Και βέβαια, πηγαίνουν! είπε ο Μέρι. Οι Μπράντιμπακ μπαίνουν μέσα πότε πότε, όταν τους τη δίνει. Έχουμε ιδιωτική είσοδο. Ο Φρόντο μπήκε μια φορά, παλιά. Εγώ έχω πάει αρκετές φορές: συνήθως με το φως της μέρας, βέβαια, όταν τα δέντρα είναι νυσταγμένα κι αρκετά ήσυχα.

— Λοιπόν, κάνετε όπως νομίζετε καλύτερα! είπε ο Φρέντεγκαρ. Εγώ, απ’ όσα ξέρω, δε φοβάμαι τίποτα πιο πολύ απ’ το Παλιό το Δάσος: οι ιστορίες γύρω απ’ αυτό είναι εφιάλτες· αλλά η ψήφος μου δεν έχει σημασία, αφού δε θα κάνω το ταξίδι. Όμως, χαίρομαι που κάποιος θα μείνει πίσω για να μπορέσει να πει στον Γκάνταλφ τι έχετε κάνει, όταν φανεί, που είμαι σίγουρος πως γρήγορα θα το κάνει.

Όσο κι αν συμπαθούσε το Φρόντο, ο Χοντρός Μπόλγκερ δεν είχε καμιά διάθεση ν’ αφήσει το Σάιρ, ούτε να δει τι βρισκόταν έξω απ’ αυτό. Η οικογένειά του προερχόταν απ’ την Ανατολική Μοίρα, για την ακρίβεια δε, απ’ το Μπάντζφορτ των Γεφυροχώραφων, αλλ’ αυτός δεν είχε περάσει ποτέ από πάνω το Γεφύρι του Μπράντιγουάιν. Ο δικός του ρόλος, σύμφωνα με τ’ αρχικά σχέδια των συνωμοτών, ήταν να μείνει πίσω και ν’ αναλάβει τους περίεργους και να διατηρήσει, όσο πιο πολύ μπορούσε, την εντύπωση, πως ο κύριος Μπάγκινς ζούσε ακόμα στο Κρικχόλοου. Κι είχε φέρει μαζί μερικά παλιά ρούχα του Φρόντο, για να τον βοηθήσουν να παίξει το ρόλο του. Αυτοί πολύ λίγο σκέφτηκαν πόσο επικίνδυνος μπορούσε ν’ αποδειχτεί αυτός ο ρόλος.

— Εξαιρετικό! είπε ο Φρόντο, όταν κατάλαβε το σχέδιο. Αλλιώς δε θα μποσούσαμε ν’ αφήσουμε μήνυμα στον Γκάνταλφ. Δεν ξέρω αν αυτοί οι Καβαλάρηδες ξέρουν να διαβάσουν ή όχι, βέβαια, αλλά δε θα τολμούσα να διακινδυνεύσω ένα μήνυμα γραμμένο, μήπως και μπαίνανε και ψάχνανε το σπίτι. Αλλά αν ο Χοντρός είναι πρόθυμος να βαστήξει το φρούριο και μπορώ να είμαι σίγουρος πως ο Γκάνταλφ θα μάθει το δρόμο που πήραμε, αυτό με κάνει κι αποφασίζω. Φεύγω για το Παλιό το Δάσος πρωί πρωί αύριο.

— Λοιπόν, εντάξει, είπε ο Πίπιν. Πάντως εγώ προτιμώ τη δουλειά μας από του Χοντρού — να περιμένω εδώ μέχρι που να φανούν οι Μαύροι Καβαλάρηδες.

— Περίμενε να μπεις καλά στο Δάσος, είπε ο Φρέντεγκαρ, και τότε θα εύχεσαι να ήσουν πίσω εδώ μαζί μου πριν αυτή την ώρα αύριο.

— Δε βγαίνει τίποτα να το συζητάμε άλλο πια, είπε ο Μέρι. Κι έχουμε να συμμαζέψουμε και ν’ αποτελειώσουμε το αμπαλάρισμα, πριν πάμε για ύπνο. Θα σας ξυπνήσω όλους πριν χαράξει.

Όταν τέλος έπεσε στο κρεβάτι, ο Φρόντο δεν μπορούσε να κοιμηθεί για αρκετή ώρα. Τα πόδια του πονούσαν. Χαιρόταν που το πρωί θα πήγαινε καβάλα. Αργότερα είδε ένα θαμπό όνειρο. Του φαινόταν πως κοίταζε, πάνω από ένα ψηλό παράθυρο, μια θάλασσα από μπερδεμένα δέντρα. Από κάτω, ανάμεσα στις ρίζες, ακούγονταν διάφορα ζώα να σέρνονται και να οσμίζονται. Ένιωθε πως θα τον μυρίζονταν αργά ή γρήγορα.

Τότε άκουσε ένα θόρυβο μακριά. Στην αρχή νόμισε πως ήταν άνεμος που ερχόταν πάνω στα φύλλα του δάσους. Ύστερα κατάλαβε πως δεν ήταν θρόισμα από φύλλα, μα ο θόρυβος της Θάλασσας πέρα μακριά· ένας θόρυβος, που ποτέ δεν τον είχε ακούσει ξυπνητός, αν και τάραζε συχνά τα όνειρά του. Ξαφνικά κατάλαβε πως βρισκόταν έξω. Δεν ήταν δέντρα αυτά που έβλεπε. Βρισκόταν σ’ ένα σκοτεινό κι άγονο μέρος όλο ρείκια κι ο αέρας μύριζε παράξενα αλάτι. Κοιτάζοντας ψηλά, είδε εμπρός του έναν ψηλό άσπρο πύργο να στέκεται μονάχος σ’ έναν γκρεμό ψηλά. Μια μεγάλη επιθυμία τον κυρίεψε ν’ ανεβεί στον πύργο και να δει τη θάλασσα. Άρχισε να προσπαθεί να σκαρφαλώσει το βράχο για τον πύργο: αλλά ξαφνικά ένα φως φάνηκε στον ουρανό κι ακούστηκε μια βροντή.

Κεφάλαιο VI ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ

Ο Φρόντο ξύπνησε απότομα. Το δωμάτιο ήταν ακόμα σκοτεινό. Ο Μέρι στεκόταν εκεί μ’ ένα κερί στο χέρι και με τ’ άλλο χτυπούσε την πόρτα.

— Εντάξει! Τι συμβαίνει; είπε ο Φρόντο ακόμα ταραγμένος και σαστισμένος.

— Τι συμβαίνει! φώναξε ο Μέρι. Ώρα να σηκωθείς. Είναι τεσσερισήμισι κι έχει πολλή ομίχλη. Άντε, μπρος! Ο Σαμ ετοιμάζει κιόλας το πρωινό. Ακόμα κι ο Πίπιν είναι σηκωμένος. Εγώ πάω τώρα να σελώσω τα πόνυ και να φέρω αυτό που θα κουβαλάει τις αποσκευές. Ξύπνα αυτόν τον τεμπέλαρο το Χοντρό! Πρέπει τουλάχιστο να σηκωθεί να μας ξεπροβοδίσει.

Λίγο μετά τις έξι, οι πέντε χόμπιτ ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Ο Χοντρός Μπόλγκερ ακόμα χασμουριόταν. Βγήκαν στα κλεφτά έξω. Ο Μέρι πήγαινε μπροστά τραβώντας ένα φορτωμένο πόνυ κι ακολούθησε ένα μονοπάτι που περνούσε μέσα από ένα δασάκι, πίσω απ’ το σπίτι, και μετά έκοβε μέσα από αρκετά χωράφια. Τα φύλλα των δέντρων γυάλιζαν και κάθε κλαδάκι έσταζε· η χλόη ήταν γκρίζα απ’ την παγωμένη δροσιά. Τίποτα δεν κουνιόταν κι οι μακρινοί θόρυβοι φαίνονταν κοντινοί και καθαροί: πουλερικά που κακάριζαν σε κάποια αυλή, κάποιος που έκλεινε μια πόρτα σ’ ένα σπίτι μακριά.

Στο σταύλο βρήκαν τα πόνυ· γεροδεμένα μικρόσωμα ζωντανά από εκείνα που αγαπούν οι χόμπιτ, όχι γρήγορα, αλλά ό,τι πρέπει για ν’ αντέχουν στη δουλειά όλη τη μέρα. Καβάλησαν και σε λίγο ταξίδευαν μες στην ομίχλη, που φαινόταν ν’ ανοίγει απρόθυμα μπροστά τους και να κλείνει απειλητικά πίσω τους. Αφού προχώρησαν περίπου μια ώρα αργά και χωρίς να μιλούν, είδαν το Φράχτη να υψώνεται ξαφνικά μπροστά τους. Ήταν ψηλός και η κορφή του ήταν γεμάτη από ασημένια δίχτυα αράχνης.

— Πώς θα βγείτε απ’ την άλλη μεριά; ρώτησε ο Φρέντεγκαρ.

— Ακολουθήστε με! είπε ο Μέρι, και θα δείτε.

Έστριψε αριστερά ακολουθώντας το Φράχτη και σε λίγο έφτασαν σ’ ένα μέρος, που ο Φράχτης έγερνε προς τα μέσα, ακολουθώντας τα χείλη ενός μικρού κοιλώματος. Ένας διάδρομος ήταν σκαμμένος σε κάποια απόσταση από το Φράχτη και κατηφόριζε ομαλά μες στη γη. Οι πλευρές του ήταν χτισμένες με τούβλα, που συνεχώς ανέβαιναν μέχρι που, ξαφνικά, έκαναν αψίδα και σχημάτιζαν έναν υπόγειο διάδρομο, που κατέβαινε βαθιά κάτω απ’ το Φράχτη κι έβγαινε σ’ ένα κοίλωμα στην απέναντι πλευρά. Εδώ ο Χοντρός Μπόλγκερ σταμάτησε.

— Αντίο, Φρόντο! είπε. Μακάρι να μην πήγαινες στο Δάσος. Εύχομαι μόνο να μη χρειαστεί να σε σώσουν πριν τελειώσει η μέρα. Καλή σου τύχη όμως — σήμερα και κάθε μέρα!

— Αν μπροστά μου δε συναντήσω τίποτα χειρότερο απ’ το Παλιό το Δάσος, θα είμαι τυχερός, είπε ο Φρόντο, Πες στον Γκάνταλφ να βιαστεί στον Ανατολικό δρόμο: εμείς δε θ’ αργήσουμε να βγούμε ξανά σ’ αυτόν και τότε θα πηγαίνουμε όσο γίνεται γρηγορότερα.

— Αντίο! φώναξαν και προχώρησαν στην κατηφοριά και χάθηκαν απ’ τα μάτια του Φρέντεγκαρ μέσα στον υπόγειο διάδρομο.

Ήταν σκοτεινός και υγρός. Στην άλλη άκρη ήταν κλεισμένος με μια πόρτα με χοντρά σιδερένια κάγκελα. Ο Μέρι ξεπέζεψε και την ξεκλείδωσε και, σαν πέρασαν όλοι, την έσπρωξε πάλι. Έκλεισε με θόρυβο κι η κλειδαριά κλείδωσε απειλητικά.

— Να ’μαστε! είπε ο Μέρι. Έχετε αφήσει το Σάιρ και τώρα βρίσκεστε έξω, στην άκρη του Παλιού του Δάσους.

— Είναι αληθινές οι ιστορίες που λέγονται γι’ αυτό; ρώτησε ο Πίπιν.

— Λεν ξέρω ποιες ιστορίες θέλεις να πεις, απάντησε ο Μέρι. Αν λες για τα παλιά τρομαχτικά παραμύθια που έλεγαν οι παραμάνες του στο Χοντρό για καλικαντζάρους και λύκους και τέτοια πράγματα, θα σου έλεγα όχι. Εγώ τουλάχιστο δεν τις πιστεύω. Αλλά το Δάσος είναι παράξενο. Όλα εδώ είναι πολύ πιο ζωντανά, νιώθουν πιο πολύ το καθετί που γίνεται παρά, να πούμε, στο Σάιρ. Και τα δέντρα δεν αγαπούν τους ξένους. Σε παρακολουθούν. Συνήθως τους φτάνει να σε παρακολουθούν μόνο, όσο βαστά η μέρα, και δεν κάνουν τίποτα σπουδαίο. Πότε πότε, τα πιο εχθρικά, μπορεί να σου ρίξουν κανένα κλαδί ή να ξεπετάξουν καμιά ρίζα ή να σ’ αρπάξουν με κανένα μακρύ πλοκάμι. Αλλά τη νύχτα τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ τρομακτικά, τουλάχιστον έτσι μου έχουν πει. Έχω έρθει εδώ νύχτα μόνο μια δυο φορές, και τότε μόνο κοντά στο Φράχτη. Νόμιζα πως όλα τα δέντρα σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους κι έλεγαν τα νέα και τα σχέδιά τους σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα· και τα κλαδιά λικνίζονταν ψαχου-λευτά χωρίς να φυσάει αέρας. Λένε πως τα δέντρα μπορούν στ’ αλήθεια να κινούνται και μπορούν να περικυκλώσουν τους ξένους και να τους απομονώσουν. Και είναι γεγονός πως πολύ παλιά έκαναν επίθεση εναντίον του Φράχτη: ήρθαν και φύτρωσαν δίπλα του κι έγειραν από πάνω του. Αλλά ήρθαν οι χόμπιτ κι έκοψαν εκατοντάδες δέντρα κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά στο Δάσος κι έκαψαν όλη την περιοχή, σχηματίζοντας μία μακρόστενη λουρίδα γυμνή, ανατολικά του Φράχτη. Ύστερα απ’ αυτό, τα δέντρα εγκαταλείψανε την επίθεση, αλλά έγιναν πολύ πιο εχθρικά. Ακόμα υπάρχει ένα μεγάλο γυμνό ξέφωτο, όχι βαθιά μέσα, εκεί που έγινε η μεγάλη φωτιά.

— Μόνο τα δέντρα είναι επικίνδυνα; ρώτησε ο Πίπιν.

— Υπάρχουν διάφορα παράξενα πλάσματα που ζούνε στο Δάσος βαθιά, στην πέρα του μεριά, είπε ο Μέρι, ή τουλάχιστον έτσι έχω ακούσει· αλλά εγώ ποτέ δεν έχω δει κανένα. Κάτι όμως φτιάχνει μονοπάτια· αλλά φαίνονται να μετακινούνται και ν’ αλλάζουν, από καιρό σε καιρό, με τρόπο αλλόκοτο. Όχι μακριά απ’ αυτόν εδώ το διάδρομο υπάρχει ή υπήρχε για πολύ καιρό η αρχή ενός αρκετά ευρύχωρου μονοπατιού που φέρνει στο Ξέφωτο της Φωτιάς κι ύστερα, λίγο πολύ, συνεχίζει προς την κατεύθυνσή μας, ανατολικά και λιγάκι βορινά. Είναι αυτό το μονοπάτι που θα προσπαθήσω να βρω.

Οι χόμπιτ άφησαν τώρα την πόρτα του υπόγειου διάδρομου και προχώρησαν στο ευρύχωρο κοίλωμα. Στην απέναντι πλευρά είχε ένα ξέθωρο μονοπάτι που οδηγούσε στο Δάσος, εκατό γυάρδες και παραπάνω, πέρα απ’ το Φράχτη· αλλά εξαφανίστηκε μόλις τους έφερε κάτω. από τα δέντρα. Κοιτάζοντας πίσω μπορούσαν να δουν τη σκοτεινή γραμμή του Φράχτη ανάμεσα απ’ τους κορμούς, που ήταν κιόλας πυκνοί γύρω τους. Κοιτάζοντας μπροστά μπορούσαν να δουν μόνο κορμούς σ’ αμέτρητα μεγέθη και σχήματα: ίσιους ή κυρτούς, στριμμένους ή γερμένους, κοντόχοντρους ή λεπτούς, λείους ή ροζιασμένους και διχαλωτούς· κι όλοι οι κορμοί ήταν πράσινοι ή γκρίζοι, γεμάτοι βρύα και γλοιώδη, τραχύμαλλα εξογκώματα.

Μονάχα ο Μέρι φαινόταν αρκετά κεφάτος.

— Θα ’κανες καλά να μπεις μπροστά και να βρεις αυτό το μονοπάτι, του είπε ο Φρόντο. Και το νου σας μη χάσουμε ο ένας τον άλλο ή μην ξεχάσουμε από ποια μεριά βρίσκεται ο Φράχτης.

Προχώρησαν ανάμεσα στα δέντρα και τα πόνυ αργοπατούσαν προσεκτικά, αποφεύγοντας τις πολλές ρίζες που έστριβαν και μπλέκονταν μεταξύ τους. Κάτω από τα δέντρα δε φύτρωνε τίποτα. Η γη ανηφόριζε σταθερά και, όπως προχωρούσαν μπροστά, φαινόταν λες και τα δέντρα γίνονταν ψηλότερα, πιο σκοτεινά και πιο πυκνά. Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος εκτός από καμιά σταγόνα υγρασίας πότε πότε, που έσταζε ανάμεσα στ’ ακίνητα φύλλα. Για την ώρα δεν ακούγονταν ούτε ψίθυροι ούτε κινήσεις μέσα στα κλαδιά· μα όλοι είχαν την άσχημη αίσθηση πως τους παρακολουθούσαν με δυσαρέσκεια, που γινόταν αποστροφή, εχθρότητα. Η αίσθηση αυτή συνέχεια δυνάμωνε μέχρι που άρχισαν να ρίχνουν γοργές ματιές ψηλά ή να κοιτάνε πίσω απ’ τις πλάτες τους, λες και περίμεναν κάποιο ξαφνικό χτύπημα.

Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε ίχνος μονοπατιού και τα δέντρα φαίνονταν συνεχώς να εμποδίζουν το δρόμο τους. Ο Πίπιν ξαφνικά ένιωσε πως δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο και, χωρίς προειδοποίηση, άφησε ένα ξεφωνητό;

— Ε! Ε! φώναξε. Δε θα κάνω τίποτα. Αφήστε με μόνο να περάσω, έτσι! Οι άλλοι σταμάτησαν ξαφνιασμένοι· αλλά το ξεφωνητό έσβησε, λες και το έπνιξε μια βαριά κουρτίνα. Δεν ακούστηκε αντίλαλος ή απάντηση, αν και το δάσος φάνηκε να πληθαίνει και να προσέχει περισσότερο.

— Αν ήμουν στη θέση σου, δε θα φώναζα, είπε ο Μέρι. Κάνει περισσότερο κακό παρά καλό.

Ο Φρόντο άρχισε ν’ αναρωτιέται αν είναι δυνατό να βρεθεί δρόμος για να περάσουν κι αν είχε το δικαίωμα να κάνει τους άλλους να έρθουν στο απαίσιο τούτο δάσος. Ο Μέρι κοιτούσε δεξιά κι αριστερά και φαινόταν κιόλας πως δεν ήταν βέβαιος προς τα πού να πάει. Ο Πίπιν το πρόσεξε.

— Δε χρειάστηκες και πολύ για να μας χάσεις, είπε.

Αλλά τη στιγμή ακριβώς εκείνη άφησε ένα σφύριγμα ανακούφισης κι έδειξε μπροστά.

— Λοιπόν, μα την αλήθεια! είπε. Αυτά τα δέντρα σίγουρα μετακινούνται. Να το το Ξέφωτο της Φωτιάς μπροστά μας (ή έτσι ελπίζω), μα το μονοπάτι φαίνεται να έχει φύγει.

Το φως δυνάμωνε όσο προχωρούσαν. Ξαφνικά βγήκαν απ’ τα δέντρα και βρέθηκαν σ’ ένα μεγάλο κυκλικό άνοιγμα. Ο ουρανός από πάνω τους ήταν γαλάζιος και καθαρός, είδαν μ’ έκπληξη, γιατί κάτω απ’ τη σκεπή του Δάσους δεν είχαν καταφέρει να δουν τον ερχομό του πρωινού και την ομίχλη που διαλύθηκε. Ο ήλιος όμως δεν ήταν αρκετά ψηλά ακόμα, για να φωτίσει μέσα στο ξέφωτο, αν και το φως του βρισκόταν στις κορφές των δέντρων. Όλες οι φυλλωσιές ήταν πυκνότερες και πιο πράσινες στις άκρες του ξέφωτου και το περικύκλωναν σχεδόν σαν στέρεος τοίχος. Μέσα δε φύτρωναν καθόλου δέντρα, μόνο άγρια χόρτα και πολλά ψηλά φυτά: βρομόχορτα, ξεθωριασμένα κι όλο κοτσάνια, αγριομαϊντανός και ζιζάνια που είχαν ξεσταχυάσει κι έβγαζαν πουπουλένιους κλέφτες. Οι τσουκνίδες και τ’ αγκάθια οργίαζαν. Ήταν ένα θλιβερό μέρος: μα τους φάνηκε χαριτωμένος και ζωηρός κήπος ύστερα απ’ το κλειστό δάσος.

Οι χόμπιτ πήραν κουράγιο και κοίταξαν μ’ ελπίδα τη μέρα που ξάνοιγε στον ουρανό. Στην άλλη άκρη του ξέφωτου ο τοίχος απ’ τα δέντρα άνοιγε και παρουσιαζόταν ένα ξεκάθαρο μονοπάτι. Μπορούσαν να το δουν να τρέχει μέσα στο δάσος, φαρδύ κι ανοιχτό από πάνω, αν και πότε πότε τα δέντρα έσμιγαν και το σκίαζαν από ψηλά με τα σκοτεινά τους κλαδιά. Πήραν αυτό το μονοπάτι. Ανηφόριζαν ακόμα ομαλά, τώρα όμως πήγαιναν πιο γρήγορα και με ξαλαφρωμένη καρδιά· γιατί τους φαινόταν πως το Δάσος είχε υποχωρήσει και θα τους άφηνε τέλος να περάσουν ανεμπόδιστοι. Ύστερα από λίγο όμως ο αέρας άρχισε να γίνεται ζεστός κι αποπνικτικός. Τα δέντρα πλησίασαν κοντά κι απ’ τις δυο πλευρές και δεν μπορούσαν να δουν μακριά μπροστά τους πια. Τώρα, πιο δυνατή παρά ποτέ, ένιωσαν ξανά την εχθρική διάθεση του δάσους να τους πλακώνει. Τόσο σιωπηλό ήταν που τα πέταλα των πόνυ, όπως ανεβοκατέβαιναν κάνοντας τα φύλλα να τρίζουν, τους φαίνονταν πως βροντούσαν στ’ αυτιά τους. Ο Φρόντο προσπάθησε να τραγουδήσει ένα τραγούδι για να πάρουν θάρρος, μα η φωνή του έσβησε κι έγινε μουρμουρητό:

Ω, σεις, που πλανιέστε στης γης τις σκιές,

Το θάρρος μη χάστε γιατί:

Κι αν όλα τα δάση σταθούν σκοτεινά,

Το τέλος τους φτάνει κι ο ήλιος θα διώξει μακριά τη σκιά.

Ο ήλιος που βγαίνει, ο ήλιος που πάει,

Η μέρα που φεύγει, ή αυτή που αρχινά,

Του δάσους το τέλος μηνά...

Το τέλος μηνά — καθώς ξεστόμισε τις λέξεις η φωνή του έσβησε. Ο αέρας ήταν βαρύς κι ήταν πολύ κουραστικό να φτιάχνεις λέξεις. Ακριβώς από πίσω τους ένα μεγάλο κλαδί έπεσε με θόρυβο, από ένα δέντρο πάνωθέ τους, στο μονοπάτι. Τα δέντρα φάνηκαν να πυκνώνουν μπροστά τους. — Λεν τους αρέσουν καθόλου όλ’ αυτά για το τέλος, είπε ο Μέρι. Καλά θα κάνουμε να μην τραγουδήσουμε άλλο, για την ώρα. Περιμένετε να φτάσουμε στην άκρη και τότε θα γυρίσουμε και θα κάνουμε χορωδία τρανταχτή !

Μιλούσε εύθυμα κι αν τον έτρωγε καθόλου η ανησυχία, δεν το έδειχνε. Οι άλλοι δεν απάντησαν. Είχαν χάσει τη διάθεση τους. Ένα μεγάλο βάρος πλάκωνε, αργά μα σταθερά, την καρδιά του Φρόντο και τώρα μετάνιωνε, με κάθε βήμα εμπρός, που είχε ποτέ του σκεφτεί ν’ αντιμετωπίσει την απειλή των δέντρων. Και πραγματικά, ήταν έτοιμος να σταματήσει και να προτείνει να γυρίσουν πίσω (αν αυτό ήταν ακόμα δυνατό), όταν τα πράγματα άλλαξαν. Τα σκοτεινά δέντρα παραμέρισαν και μπορούσαν να δουν μπροστά ένα μονοπάτι να πηγαίνει σχεδόν σ’ ευθεία γραμμή. Μπροστά τους, σε κάποια απόσταση όμως, στεκόταν μια πράσινη λοφοκορφή, χωρίς δέντρα, που υψωνόταν σαν καραφλό κεφάλι πάνω απ’ το δάσος που τους περικύκλωνε. Το μονοπάτι έδειχνε να πηγαίνει ίσια εκεί.

Τώρα τάχυναν πάλι το βήμα, ενθουσιασμένοι με τη σκέψη πως θα σκαρφάλωναν λίγο έξω, ψηλά, πάνω απ’ τη σκεπή του Δάσους. Το μονοπάτι κατηφόρισε κι ύστερα άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τα πάνω, οδηγώντας τους τέλος στα ριζά της απόκρημνης λοφοπλαγιάς. Εκεί άφηνε τα δέντρα κι έσβηνε στη χλόη. Το δάσος στεκόταν γύρω απ’ το λόφο σαν πυκνά μαλλιά, που κοβόντουσαν απότομα γύρω γύρω από μια ξυρισμένη κορφή.

Οι χόμπιτ οδήγησαν τα πόνυ τους επάνω, πηγαίνοντας γύρω γύρω, μέχρι που έφτασαν στην κορφή. Εκεί στάθηκαν και κοίταξαν ολόγυρά τους. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλιόφωτη μα θαμπή· δεν μπορούσαν να δουν σε μεγάλη απόσταση. Κοντά τους η ομίχλη είχε σχεδόν διαλυθεί· αν και πέρα δώθε βρισκόταν ακόμα σε κοιλώματα του δάσους προς το νοτιά. Βγαίνοντας από μια χαράδρα, που έκοβε στη μέση το Δάσος, ανέβαινε σαν ατμός ή τούφες τούφες σαν άσπρος καπνός.

— Αυτή εκεί, είπε ο Μέρι, δείχνοντας με το χέρι του, είναι η γραμμή του Ελικοπόταμου. Κατεβαίνει απ’ την Κοιλάδα, κυλάει νοτιοδυτικά στη μέση του Δάσους και χύνεται στον Μπράντιγουάιν πιο κάτω απ’ το Τέλος του Φράχτη. Εμείς δε θέλουμε να πάμε προς τα εκεί. Η κοιλάδα του Ελικοπόταμου είναι, λένε, το πιο αλλόκοτο μέρος σ’ ολόκληρο το Δάσος — το κέντρο, να πούμε, απ’ όπου όλα τα παράξενα ξεπηδούν.

Οι άλλοι κοίταξαν προς το μέρος που έδειχνε ο Μέρι, αλλά δεν μπορούσαν να δουν τίποτα εκτός από ομίχλη πάνω απ’ την υγρή, βαθιά κομμένη κοιλάδα· και πέρα απ’ αυτή το δυτικό μισό του Δάσους ξεθώριαζε και δε φαινόταν.

Ο ήλιος στην κορφή του λόφου άρχισε να γίνεται καυτός. Πρέπει να ήταν έντεκα η ώρα περίπου· αλλά η φθινοπωριάτικη θολούρα ακόμα τους εμπόδιζε να δουν μακριά προς τις άλλες πλευρές. Δυτικά δεν μπορούσαν να διακρίνουν ούτε τη γραμμή του Φράχτη ούτε την κοιλάδα του Μπράντιγουάιν πέρα. Στο βοριά, που κοίταζαν με μεγαλύτερη ελπίδα, δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτα που να μοιάζει με τη γραμμή του Μεγάλου Ανατολικού Δρόμου, που σκόπευαν να βγουν. Βρισκόντουσαν πάνω σ’ ένα νησί, σε μια θάλασσα από δέντρα κι ο ορίζοντας ήταν σκεπασμένος με πέπλα.

Απ’ τη νοτιοανατολική πλευρά, η γη υποχωρούσε απότομα, λες κι οι πλαγιές του λόφου συνέχιζαν βαθιά πολύ κάτω απ’ τα δέντρα, σαν τις ακτές νησιών, που είναι στ’ αλήθεια οι πλευρές κάποιου βουνού, που βγαίνει πάνω απ’ τα βαθιά νερά. Κάθισαν στην καταπράσινη άκρη και κοίταξαν πέρα, πάνω από τα δάση χαμηλά, όση ώρα έτρωγαν το μεσημεριανό τους. Όταν ο ήλιος ανέβηκε και πέρασε το ζενίθ, μπόρεσαν να δουν λιγάκι μακριά στην ανατολή τις γκριζοπράσινες γραμμές της Κοιλάδας, που βρισκόταν πέρα απ’ το Παλιό το Δάσος σ’ εκείνη την πλευρά. Αυτό τους έδωσε μεγάλο κουράγιο· γιατί ήταν όμορφο που μπορούσαν να δουν κάτι πέρα από τα σύνορα του Δάσους, αν και δε σκόπευαν να πάνε προς εκείνο το μέρος, αν μπορούσαν να το αποφύγουν. Η Κοιλάδα των Θολωτών Τάφων είχε πολύ κακό όνομα, τόσο κακό, σύμφωνα με τους χομπιτο-θρύλους, όσο και το ίδιο το Δάσος.

Αργότερα πήραν την απόφαση να ξεκινήσουν πάλι. Το μονοπάτι που τους είχε φέρει στο λόφο ξαναφάνηκε στη βορινή πλευρά· μα δεν το είχαν ακολουθήσει για πολύ, όταν κατάλαβαν πως έστριβε σταθερά προς τα δεξιά. Σε λίγο άρχισε να κατηφορίζει γρήγορα και μάντεψαν πως στην πραγματικότητα πήγαινε προς την κοιλάδα του Ελικοπόταμου: δηλαδή καθόλου προς την κατεύθυνση που ήθελαν να πάρουν. Αφού το συζήτησαν αρκετά, αποφάσισαν ν’ αφήσουν το παραπλανητικό μονοπάτι και να προχωρήσουν προς το βοριά· γιατί, αν και δεν είχαν καταφέρει να τον δουν απ’ την κορφή του λόφου, ο Δρόμος έπρεπε να βρισκόταν προς τα εκεί και δεν μπορούσε να ’ναι πολλά μίλια μακριά. Εξάλλου, προς το βοριά κι αριστερά απ’ το μονοπάτι, η γη φαινόταν πιο στεγνή και πιο ανοιχτή. Ανέβαινε πλαγιές που τα δέντρα αραίωναν και πεύκα κι έλατα φύτρωναν στη θέση που έβγαιναν βελανιδιές και φράξοι κι άλλα παράξενα και χωρίς όνομα δέντρα, που είχε στο πυκνότερο δάσος.

Στην αρχή η εκλογή τους φάνηκε καλή: προχωρούσαν αρκετά γρήγορα, αν κι όποτε έβλεπαν λιγάκι ήλιο σε κανένα ξέφωτο, φαινόταν, ανεξήγητα, να έχουν λοξοδρομήσει προς την ανατολή. Ύστερα από κάμποση ώρα όμως τα δέντρα άρχισαν να πυκνώνουν πάλι, εκεί ακριβώς που είχαν φανεί από μακριά να είναι αραιότερα και λιγότερο μπλεγμένα. Έπειτα βαθιές χαράδρες φάνηκαν απρόσμενα στη γη, σαν αυλακιές από γιγάντιους τροχούς ή μεγάλα χαντάκια και βουλιαγμένοι δρόμοι, άχρηστοι από καιρούς και πνιγμένοι στα βάτα. Αυτά συνήθως βρίσκονταν ακριβώς στο δρόμο που ακολουθούσαν και μπορούσαν μόνο να τα περάσουν αν κατέβαιναν μέσα κι ανέβαιναν απέναντι πάλι, πράγμα που ήταν και ταλαιπωρία και δύσκολο μαζί με τα πόνυ. Κάθε φορά που κατέβαιναν, έβρισκαν το κοίλωμα γεμάτο με πυκνούς θάμνους και μπλεγμένα χαμόκλαδα, που, κάπως, δεν υποχωρούσαν αριστερά, αλλά υποχωρούσαν μονάχα σαν έστριβαν δεξιά· κι αναγκάζονταν να προχωρούν αρκετά κάτω, μες στην κοίτη, πριν μπορέσουν να βρουν δρόμο να βγουν στην απέναντι πλευρά. Κάθε φορά που σκαρφάλωναν έξω, τα δέντρα φαίνονταν πιο πυκνά και σκοτεινά· και, πάντα αριστερά κι απάνω, ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρουν δρόμο κι αναγκάζονταν να πάνε δεξιά και κάτω.

Ύστερα από μια δυο ώρες είχαν χάσει κάθε αίσθηση σωστού προσανατολισμού, αν και ήξεραν αρκετά καλά πως, εδώ και πολλή ώρα, είχαν πάψει να πηγαίνουν προς το βοριά. Τους άλλαζαν πορεία κι αυτοί απλώς ακολουθούσαν ένα δρόμο που είχε διαλεχτεί γι’ αυτούς — ανατολικά και νότια στην καρδιά του Δάσους κι όχι έξω απ’ αυτό.

Τ’ απομεσήμερο έφευγε, όταν έφτασαν, σκαρφαλώνοντας και σκοντάφτοντας, σε μια χαράδρα που ήταν πιο φαρδιά και βαθιά απ’ όλες όσες είχαν συναντήσει. Ήταν τόσο απόκρημνη και με τόσα εμπόδια, που στάθηκε αδύνατο να ξαναβγούν έξω, είτε μπρος είτε πίσω, χωρίς να εγκαταλείψουν τα πόνυ και τις αποσκευές τους. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, ήταν να την ακολουθήσουν — προς τα κάτω. Το χώμα μαλάκωσε και σε ορισμένα μέρη έγινε βάλτος. Πηγούλες φάνηκαν στις πλαγιές και σε λίγο βρέθηκαν ν’ ακολουθούν ένα ρυάκι, που έτρεχε λίγο λίγο και μουρμούριζε σε μια χορταριασμένη κοίτη. Μετά η γη άρχισε να κατηφορίζει γρήγορα και το ρυάκι, που γινόταν όλο πιο δυνατό και με πιο πολύ θόρυβο, κυλούσε και πηδούσε σβέλτα, κατεβαίνοντας την πλαγιά. Βρίσκονταν σε μια βαθιά μισοσκότεινη χαράδρα, σκεπασμένη, ψηλά από πάνω τους, με δέντρα.

Αφού προχώρησαν σκοντάφτοντας για κάμποσο δρόμο πλάι στο ρυάκι, εντελώς ξαφνικά βγήκαν έξω απ’ το μισοσκόταδο. Λες κι από μια ανοιχτή πύλη είδαν το φως του ήλιου μπροστά τους. Σαν έφτασαν στο άνοιγμα διαπίστωσαν πως είχαν κατέβει, μέσα από τη χαράδρα, σε μια ψηλή κι απόκρημνη όχθη, σχεδόν γκρεμό. Στα πόδια της βρισκόταν ένας ανοιχτός τόπος όλο χλόη και καλαμιές και πέρα μακριά μπορούσαν να διακρίνουν λιγάκι μια άλλη όχθη, σχεδόν το ίδιο απόκρημνη. Ένα χρυσαφένιο ηλιόλουστο απόγευμα απλωνόταν ζεστό και νυσταγμένο πάνω στην κρυμμένη γη ανάμεσα στις δυο όχθες. Και στη μέση κυλούσε τεμπέλικα ένας σκοτεινός ποταμός με καφετί νερό, τριγυρισμένος από παμπάλαιες ιτιές, σκεπασμένος αψιδωτά με ιτιές, κλεισμένος με πεσμένες ιτιές και στολισμένος με χιλιάδες κιτρινισμένα φύλλα από ιτιές. Ο αέρας ήταν γεμάτος από φύλλα, που φτερούγιζαν πέφτοντας απ’ τα κλαδιά κίτρινα. Φυσούσε ένα ζεστό μαλακό αεράκι στην κοιλάδα κι οι καλαμιές αναδεύονταν και τα κλαδιά απ’ τις ιτιές έτριζαν.

— Λοιπόν, τώρα τουλάχιστον, έχω κάποια ιδέα πού βρισκόμαστε! είπε ο Μέρι. Έχουμε έρθει σχεδόν στην αντίθετη κατεύθυνση απ’ εκείνη που σκοπεύαμε. Αυτό το ποτάμι είναι ο Ελικοπόταμος! Θα πάω μπροστά να ρίξω μια ματιά.

Μπήκε στο φως του ήλιου κι εξαφανίστηκε στα ψηλά χορτάρια. Σε λίγο ξαναφάνηκε κι είπε πως η γη ήταν αρκετά στεγνή απ’ τα ριζά του γκρεμού ως το ποτάμι· σε μερικά μέρη πυκνά χόρτα κατέβαιναν ως την άκρη του νερού.

— Και το καλύτερο είναι, είπε, πως φαίνεται να υπάρχει κάτι σαν μονοπάτι που ακολουθεί στριφτά την ακροποταμιά από τούτη τη μεριά. Αν στρίψουμε αριστερά και το ακολουθήσουμε, θα πρέπει να βγούμε έξω στην ανατολική πλευρά του Δάσους τέλος.

— Αυτό θα ’λεγα κι εγώ! είπε ο Πίπιν. Δηλαδή, αν το μονοπάτι πάει ως εκεί και δε μας οδηγήσει ίσια σε κανένα βάλτο και μας αφήσει εκεί! Ποιος νομίζεις πως έφτιαξε το μονοπάτι και γιατί; Είμαι σίγουρος πως δεν έγινε για το καλό μας. Εγώ αρχίζω να υποψιάζομαι τα πάντα μέσα σ’ αυτό το Δάσος κι αρχίζω να πιστεύω όλες τις ιστορίες γι’ αυτό. Κι έχεις καμιά ιδέα πόσο ανατολικά θα χρειαστεί να πάμε;

— Οχι, είπε ο Μέρι, καμιά. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα σε ποιο σημείο του Ελικοπόταμου βρισκόμαστε, ούτε ποιος μπορεί να ’ρχεται εδώ τόσο συχνά ώστε να φτιάξει μονοπάτι δίπλα του. Μα δεν μπορώ να δω ή να σκεφτώ άλλο τρόπο για να βγούμε.

Αφού δεν μπορούσε να γίνει τίποτ’ άλλο, μπήκαν στη σειρά κι ο Μέρι τους οδήγησε στο μονοπάτι που είχε ανακαλύψει. Παντού τα καλάμια ήταν ψηλά, ζωηρά και, σε πολλά σημεία, ξεπερνούσαν τα κεφάλια τους· σα βρήκαν όμως το μονοπάτι, ήταν πολύ εύκολο να το ακολουθήσουν, όπως γύριζε και στριφογύριζε διαλέγοντας τα πιο ασφαλισμένα μέρη ανάμεσα στους βάλτους και στους νερόλακκους. Πού και πού περνούσε από πάνω από άλλα ρυάκια, που κατηφόριζαν μέσα από νεροσυρμές και χύνονταν στον Ελικοπόταμο απ’ τα ψηλότερα μέρη του Δάσους· και σ’ εκείνα τα σημεία υπήρχαν κορμοί δέντρων ή δεμάτια από χαμόκλαδα βαλμένα προσεκτικά από πάνω.

Οι χόμπιτ άρχισαν να ζεσταίνονται πολύ. Στρατιές από μύγες όλων των ειδών βούιζαν γύρω απ’ τ’ αυτιά τους και ο απογευματινός ήλιος έκαιγε τις πλάτες τους. Τέλος, έφτασαν ξαφνικά σε μια αδύνατη σκιά· μεγάλα γκρίζα κλαδιά απλώνονταν μες στο μονοπάτι. Κάθε βήμα μπροστά γινόταν όλο και με μεγαλύτερη απροθυμία απ’ το προηγούμενο. Μια νύστα φαινόταν να σέρνεται και να βγαίνει απ’ το χώμα και ν’ ανεβαίνει στα πόδια τους και να πέφτει μαλακά απ’ τον αέρα στα κεφάλια και στα μάτια τους.

Ο Φρόντο ένιωσε το σαγόνι του να πέφτει και το κεφάλι του να κουτουλάει. Ακριβώς μπροστά του ο Πίπιν έπεσε στα γόνατα. Ο Φρόντο σταμάτησε.

— Δε γίνεται τίποτα, άκουσε το Μέρι να λέει. Δεν μπορώ να κάνω άλλο βήμα αν δεν ξεκουραστώ. Πρέπει να πάρω έναν υπνάκο. Είναι δροσιά κάτω απ’ τις ιτιές. Λιγότερες μύγες!

Του Φρόντο δεν του άρεσε αυτό.

— Άντε εμπρός! φώναξε. Δεν είναι ώρα για να πάρουμε υπνάκο. Πρέπει να βγούμε απ’ το Δάσος πρώτα.

Οι άλλοι όμως ήταν πολύ νυσταγμένοι για να νοιάζονται. Δίπλα τους ο Σαμ στεκόταν και χασμουριόταν κι ανοιγόκλεινε τα μάτια του χαζά.

Απότομα κι ο ίδιος ο Φρόντο ένιωσε τον ύπνο να τον κυριεύει. Το κεφάλι του κολυμπούσε. Τώρα σχεδόν δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος στον αέρα. Οι μύγες είχαν πάψει να βουίζουν. Μονάχα μια μακρινή μαλακή φωνή, ένα μαλακό φτερούγισμα, λες κι από τραγούδι που το μισομουρμούριζαν, φαινόταν ν’ αναταράζει τα κλαδιά από πάνω. Σήκωσε τα βαριά του μάτια κι είδε να γέρνει από πάνω του μια θεόρατη ιτιά, γέρικη και μπαμπακιασμένη. Έδειχνε τεράστια. Τα ξαπλωμένα της κλαδιά ανέβαιναν σαν μπράτσα που απλώνονταν με πολλά μακρυδάχτυλα χέρια. Ο κορμός της ήταν ροζιασμένος και στριμμένος, με σχισμές που έχασκαν κι έτριζαν ξέπνοα στο κούνημα των κλαδιών. Τα φύλλα που φτερούγιζαν στο λαμπερό ουρανό τον θάμπωναν. Διπλώθηκε πέφτοντας κι έμεινε εκεί, πεσμένος στο χορτάρι.

Ο Μέρι κι ο Πίπιν πήγαν σέρνοντας και ξάπλωσαν με την πλάτη στον κορμό της ιτιάς. Πίσω τους οι μεγάλες σχισμές άνοιξαν πλατιά για να τους δεχτούν. Το δέντρο σειόταν κι έτριζε, Κοίταξαν ψηλά τις γκρίζες και κίτρινες φυλλωσιές, που κουνιόντουσαν ελαφρά στο φως και τραγουδούσαν. Έκλεισαν τα μάτια τους κι ύστερα τους φάνηκε πως μπορούσαν σχεδόν ν’ ακούσουν λόγια, λόγια δροσερά που κάτι έλεγαν για νερό και για ύπνο. Εγκαταλείφθηκαν στη μαγεία τους κι αποκοιμήθηκαν βαθιά στα πόδια της μεγάλης γκρίζας ιτιάς.

Ο Φρόντο πολέμησε λιγάκι τον ύπνο που τον κυρίευε· έπειτα με μια προσπάθεια σηκώθηκε στα πόδια του ξανά. Ένιωσε μια επιτακτική ανάγκη για δροσερό νερό.

— Περίμενέ με, Σαμ, τραύλισε. Πρέπει να πλύνω τα πόδια μου μια στιγμή.

Σαν σ’ όνειρο προχώρησε προς τη μεριά του δέντρου κοντύτερα στο ποτάμι, όπου μεγάλες στριφτές ρίζες απλώνονταν και φύτρωναν μέσα στο ποτάμι, σαν ροζιασμένοι δράκοντες, που τέντωναν το λαιμό τους για να πιουν. Καβαλίκεψε μια απ’ αυτές και πλατσούρισε τ’ αναμμένα του πόδια στο δροσερό καφετί νερό· κι εκεί αποκοιμήθηκε κι εκείνος ξαφνικά, με την πλάτη ακουμπισμένη στο δέντρο.

Ο Σαμ κάθισε χάμω κι έξυσε το κεφάλι του και χασμουρήθηκε μ’ ένα στόμα σαν σπηλιά. Ήταν ανήσυχος. Το απόγευμα προχωρούσε και σκεφτόταν πως η απότομη νύστα ήταν αφύσικη.

— Κάτι περισσότερο κρύβεται πίσω απ’ αυτό, πέρα απ’ τον ήλιο και το ζεστό αέρα, μουρμούρισε μονάχος του. Δε μ’ αρέσει αυτό το θεόρατο δέντρο. Δεν του ’χω εμπιστοσύνη. Άκου το τώρα, πώς τραγουδάει για βαθύ ύπνο. Μωρέ, δε μ’ αρέσει καθόλου!

Σηκώθηκε και στάθηκε στα πόδια του και πήγε παραπατώντας να δει τι απόγιναν τα πόνυ. Βρήκε τα δυο να ’χουν απομακρυνθεί αρκετά, ακολουθώντας το μονοπάτι. Μόλις τα είχε πιάσει και τα είχε φέρει πίσω κοντά στ’ άλλα. άκουσε δυο θορύβους, έναν δυνατό και τον άλλο μαλακό, μα πολύ καθαρό. Ο ένας ήταν το πλατς από κάτι βαρύ που πέφτει στο νερό· κι ο άλλος ήταν σαν το κλικ που κάνει μια πόρτα σαν κλείνει εντελώς σιγά σιγά.

Έτρεξε πίσω στην όχθη. Ο Φρόντο βρισκόταν μέσα στο νερό κοντά στην άκρη και μια μεγάλη ρίζα φαινόταν σκυμμένη από πάνω του να τον κρατάει κάτω, μ’ αυτός δεν έφερνε καμιά αντίσταση, Ο Σαμ τον άρπαξε απ’ το σακάκι και τον τράβηξε κάτω απ’ τη ρίζα· κι ύστερα με δυσκολία τον ανέβασε πάνω στην όχθη. Σχεδόν αμέσως ο Φρόντο ξύπνησε κι άρχισε να βήχει και να καθαρίζει το λαιμό του.

— Ξέρεις, Σαμ, είπε τέλος, αυτό το απαίσιο δέντρο μ’ έριξε μέσα. Το ’νιωσα! Αυτή η μεγάλη ρίζα γύρισε και με βούτηξε μέσα!

— Φαντάζομαι πως θα ονειρευόσουνα, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Δε θα ’πρεπε να κάτσεις σε τέτοιο μέρος, σαν ήσουν νυσταγμένος.

— Τι έγιναν οι άλλοι; ρώτησε ο Φρόντο. Τι όνειρα να βλέπουν τάχα; Πήγαν γύρω, στην άλλη μεριά του δέντρου και τότε ο Σαμ κατάλαβε τι ήταν εκείνο το κλικ που ’χε ακούσει. Ο Πίπιν είχε εξαφανιστεί. Η χαραμάδα που είχε ακουμπήσει είχε κλείσει εντελώς, έτσι που δε φαινόταν ούτε σκάσιμο. Ο Μέρι ήταν παγιδευμένος· μια άλλη χαραμάδα είχε κλείσει γύρω απ’ τη μέση του· τα πόδια του βρίσκονταν απέξω, αλλά ο υπόλοιπος ήταν μέσα σ’ ένα σκοτεινό άνοιγμα, που οι άκρες του τον έσφιγγαν σαν τανάλιες.

Ο Φρόντο κι ο Σαμ άρχισαν να χτυπούν πρώτα τον κορμό του δέντρου στο μέρος που είχε ξαπλώσει ο Πίπιν, Μετά προσπάθησαν απεγνωσμένα ν’ ανοίξουν τα σαγόνια της σχισμάδας που κρατούσαν τον φτωχό το Μέρι. Ήταν άδικος κόπος όμως.

— Τι είναι αυτό το κακό που μας βρήκε; φώναξε ο Φρόντο αγριεμένος. Γιατί μπήκαμε σ’ αυτό το φοβερό το Δάσος; Μακάρι να ήμασταν όλοι μας πίσω στο Κρικχόλοου!

Κλότσησε το δέντρο μ’ όλη του τη δύναμη, αδιαφορώντας για τα πόδια του. Ένα ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα έτρεξε απ’ τον κορμό ως τα κλαδιά απάνω· τα φύλλα θρόισαν και μουρμούρισαν, μα τώρα μ’ έναν ήχο αμυδρού και μακρινού γέλιου.

— Φαντάζομαι πως δεν έχουμε κανένα τσεκούρι μες στα πράγματά μας, κύριε Φρόντο; ρώτησε ο Σαμ.

— Έφερα ένα μικρό τσεκούρι για να κόβουμε ξύλα για φωτιά, είπε ο Φρόντο. Δε νομίζω όμως πως θα κάνει πολλά πράγματα.

— Για μια στιγμή! φώναξε ο Σαμ, που είχε μια ιδέα όταν άκουσε για φωτιά. Μπορεί κάτι να καταφέρουμε με φωτιά!

— Μπορεί, είπε ο Φρόντο αμφιβάλλοντας. Μπορεί να καταφέρουμε να ψήσουμε τον Πίπιν ζωντανό μέσα.

— Μπορούμε να προσπαθήσουμε να πονέσουμε ή να τρομοκρατήσουμε το δέντρο αρχικά, είπε ο Σαμ άγρια. Αν δεν τους αφήσει να φύγουνε, θα το ρίξω, ακομα κι αν χρειαστεί να το κάνω με τα ίδια μου τα δόντια.

Έτρεξε στα πόνυ και δεν άργησε να γυρίσει με δυο κουτιά ίσκα κι ένα μικρό τσεκούρι.

Γρήγορα μάζεψαν ξερά χορτάρια και φύλλα και κομμάτια από φλούδες· κι έφτιαξαν ένα σωρό με σπασμένα κλαριά και πελεκημένα ξύλα. Τα συγκέντρωσαν πάνω στον κορμό, στη μεριά μακριά από τους φυλακισμένους. Μόλις ο Σαμ άναψε την ίσκα, αυτή άναψε το ξερό χορτάρι και φλόγες και καπνός ανέβηκαν προς τα πάνω. Τα κλαδάκια έτριζαν. Μικρές γλώσσες φωτιάς έγλειψαν τη στεγνή σημαδεμένη φλούδα του γέρικου δέντρου και την τσουρούφλισαν. Ένα τρεμούλιασμα διαπέρασε όλη την ιτιά, Τα φύλλα φάνηκαν να σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια τους από πόνο και θυμό. Μια δυνατή κραυγή ακούστηκε απ’ το Μέρι κι από μέσα βαθιά απ’ το δέντρο άκουσαν τον Πίπιν να βγάζει μια πνιγμένη φωνή.

— Σβήστε τη! Σβήστε τη! φώναξε ο Μέρι. Θα με κόψει στα δυο, αν δεν το κάνετε. Έτσι μου λέει!

— Ποιος; Τι; φώναξε ο Φρόντο, ορμώντας στην άλλη μεριά του δέντρου.

— Σβήστε τη! Σβήστε τη! παρακαλούσε ο Μέρι.

Τα κλαδιά της ιτιάς άρχισαν να κουνιούνται βίαια. Ακούστηκε ένα βουητό, όπως όταν σηκώνεται άνεμος, που απλώθηκε προς τα έξω στα κλαδιά όλων των άλλων δέντρων εκεί γύρω, λες κι είχαν ρίξει μια πέτρα στον ήσυχο ύπνο της κοιλάδας του ποταμού κι είχαν δημιουργήσει κύκλους από θυμό, που απλώνονταν πάνω σ’ ολόκληρο το Δάσος. Ο Σαμ κλότσησε τη μικρή φωτιά και πάτησε κι έσβησε τις σπίθες. Αλλά ο Φρόντο, χωρίς καλά καλά να ξέρει το γιατί το έκανε, ή τι έλπιζε, έτρεξε στο μονοπάτι φωνάζοντας: βοήθεια! βοήθεια! βοήθεια! Του φαινόταν πως μόλις που άκουγε την ίδια του την τσιριχτή φωνή: ο αέρας απ’ τις ιτιές του την έπαιρνε μακριά κι αυτή πνιγόταν στη βουή των φύλλων μόλις έβγαινε απ’ το στόμα του. Ήταν απελπισμένος: χαμένος κι ανίκανος να σκεφτεί.

Ξαφνικά σταμάτησε. Ακούστηκε μια απάντηση ή έτσι του φάνηκε· αλλά φαινόταν να έρχεται από πίσω του μακριά, κατηφορίζοντας το μονοπάτι, πίσω βαθιά μέσ’ απ’ το Δάσος. Γύρισε κι αφουγκράστηκε και σε λίγο δεν υπήρχε αμφιβολία: κάποιος τραγουδούσε ένα τραγούδι· μια βαθιά χαρούμενη φωνή τραγουδούσε ανέμελα κι ευτυχισμένα, μα τραγουδούσε ανοησίες:

Έι! λα! Τράλα λα! Τράλα λι λίλο!

Ε! Ιτιά! Τράλα λο! Τράλα λα λίλο!

Σου μιλώ, σου γελώ, Τομ ο Μπομπαντίλο!

Μισοελπίζοντας και μισοφοβισμένοι μήπως κι είναι κανένας καινούριος κίνδυνος κι οι δυο τώρα, ο Φρόντο κι ο Σαμ, στάθηκαν ακίνητοι. Απότομα κι ύστερα από ένα σωρό ανόητες λέξεις (ή έτσι τους φαινόταν), η φωνή υψώθηκε δυνατή και καθάρια και ξέσπασε σ’ αυτό το τραγούδι:

Ξανθιά μου κούκλα μου, εσύ! Κουκλίτσα μου, χρυσή μου!

Τ’ αγέρι που φυσάει λαφριά, δροσίζει σε, καλή μου!

Στο Λόφο μου μακριά εκεί, πανώρια, λαμπερή,

Προσμένεις με λαχτάρα, Χρυσομουριά καλή!

Ωραία σαν τον ήλιο, κόρη της Ποταμιάς,

Ο Τομ ο Μπομπαντίλο, σου έφερε μεμιάς,

Του ποταμού κρινάκια και φύλλα της ιτιάς.

Χρυσομουριά καλή μου, στο σπίτι μας θα ’ρθω.

Γρια-Ιτιά, μαζέψου, το δρόμο μου να βρω.

Ο Τομ βιάζεται τώρα, κρατά κρινάκια δροσερά.

Στης Ποταμιάς την Κόρη να δώσει, ο Τομ, όλος χαρά.

Έι λο! Τράλα λο! Τράλα λίλι λο!

Μ’ ακούς πώς τραγουδώ μες στο δειλινό;

Ο Φρόντο κι ο Σαμ στέκονταν σαν μαγεμένοι. Ο άνεμος ξεψύχησε. Τα φύλλα κρέμονταν ξανά σιωπηλά στα δυσκίνητα κλαδιά. Ακούστηκε πάλι κι άλλο ξέσπασμα τραγουδιού κι ύστερα ξαφνικά, πηδώντας και χορεύοντας στο μονοπάτι, φάνηκε πάνω απ’ τις καλαμιές ένα παλιό στραπατσαρισμένο ψηλό καπέλο, μ’ ένα μακρύ γαλάζιο φτερό μπηγμένο στην κορδέλα του. Και, μ’ ένα μικρό κι ένα μεγάλο πήδημα, ξεπρόβαλε ένας άνθρωπος, ή έτσι τουλάχιστον έδειχνε. Οπωσδήποτε παραήταν μεγάλος και βαρύς για χόμπιτ, αν και δεν ήταν αρκετά ψηλός για να είναι ένας απ’ τους Μεγάλους Ανθρώπους. Έκανε όμως θόρυβο για πολλούς. Χτυπούσε τις τεράστιες κίτρινες μπότες που φορούσε στα χοντρά του πόδια και τρεχάλιζε μέσα στα χορτάρια και στις καλαμιές σαν γελάδι που πάει να πιει νερό. Είχε μεγάλο σακάκι και μακριά καστανά γένια· τα μάτια του ήταν γαλανά και ζωηρά και το πρόσωπό του κόκκινο σαν ώριμο μήλο, χιλιορυτιδωμένο όμως από ρυτίδες γέλιου. Κρατούσε στα χέρια του ένα πλατύ φύλλο σαν δίσκο κι απάνω του είχε ένα μικρό μπουκέτο από άσπρα νούφαρα.

— Βοήθεια! φώναξαν ο Φρόντο κι ο Σαμ, τρέχοντας προς το μέρος του μ’ απλωμένα χέρια.

— Ε! Ε! για σταθείτε! φώναξε ο γέρος σηκώνοντας ψηλά το ένα του χέρι κι αυτοί έμειναν στη μέση, λες και παράλυσαν.

— Και τώρα, μικροί μου, για πού το βάλατε και ξεφυσάτε σαν φυσερά; Τι τρέχει; Ξέρετε ποιος είμαι εγώ; Είμαι ο Τομ Μπομπαντίλ. Πέστε μου, τι σας συμβαίνει; Ο Τομ βιάζεται τώρα. Το νου σας, μη μου χαλάσετε τα κρινάκια μου!

— Οι φίλοι μου είναι αιχμάλωτοι μέσα στην ιτιά, φώναξε ο Φρόντο με κομμένη ανάσα.

— Τον κύριο Μέρι τον κόβει στη μέση μια χαραματιά! φώναξε ο Σαμ.

— Τι! ξεφώνισε ο Τομ Μπομπαντίλ, πηδώντας ψηλά στον αέρα. Η Γρια-Ιτιά; Τίποτα χειρότερο απ’ αυτό, ε; Αυτό γρήγορα μπορεί να διορθωθεί. Τον ξέρω εγώ το σκοπό της. Η Γριά γκριζομάλλα Ιτιά! Θα της παγώσω το κόκαλο αν δε συμμορφωθεί. Θα τραγουδήσω έτσι που θα πεταχτούν έξω οι ρίζες της. Θα τραγουδήσω και θα σηκώσω τέτοιο αέρα, που δε θα της μείνει ούτε φύλλο ούτε κλαδί. Τη Γρια-Ιτιά!

Ακουμπώντας προσεκτικά κάτω στη χλόη τα κρινάκια του, έτρεξε στο δέντρο. Εκεί είδε τα πόδια του Μέρι που έξεχαν — τον υπόλοιπο τον είχε κιόλας τραβήξει ακόμα πιο μέσα. Ο Τομ έβαλε το στόμα του στη χαραμάδα κι άρχισε να τραγουδάει μέσα με χαμηλή φωνή. Δεν μπορούσαν να πιάσουν τις λέξεις, μα ήταν φανερό πως ο Μέρι ξεσηκώθηκε. Τα πόδια του άρχισαν να κλοτσάνε. Ο Τομ πήδησε μακριά και σπάζοντας ένα κλαδί που κρεμόταν, χτύπησε τα πλευρά της ιτιάς μ’ αυτό.

— Άσ’ τους να βγούνε έξω πάλι, Γρια-Ιτιά! είπε. Τι είν’ αυτά που σκέφτεσαι; Λεν έπρεπε να ξυπνήσεις. Φάε χώμα! Σκάψε βαθιά! Πιες νερό! Κοιμίσου! Ο Μπομπαντίλ μιλάει!

Έπειτα άρπαξε τα πόδια του Μέρι και τον τράβηξε έξω απ’ τη σχισμάδα, που είχε ξαφνικά φαρδύνει.

Ακούστηκε ένα τρίξιμο λες και κάτι έσπαζε κι η άλλη χαραματιά σκίστηκε κι άνοιξε κι ο Πίπιν πετάχτηκε έξω, λες και τον είχαν κλοτσήσει. Μετά μ’ ένα δυνατό κρακ κι οι δυο χαραματιές έκλεισαν πάλι τελείως. Το δέντρο τρεμούλιασε απ’ τη ρίζα ως την κορφή κι έγινε απόλυτη σιωπή.

— Ευχαριστούμε! είπαν οι χόμπιτ, ο ένας μετά τον άλλο. Ο Τομ Μπομπαντίλ ξέσπασε σε γέλια.

— Λοιπόν, μικροί μου! είπε, σκύβοντας για να δει καλά τα πρόσωπά τους. Θα ’ρθείτε σπίτι μαζί μου! Το τραπέζι είναι βαρυφορτωμένο με κίτρινη κρέμα, κερήθρες με μέλι κι άσπρο ψωμί και βούτυρο. Η Χρυσομουριά περιμένει. Έχουμε καιρό για ερωτήσεις γύρω απ’ το βραδινό τραπέζι. Ακολουθήστε με όσο πιο γρήγορα μπορείτε!

Και μ’ αυτά τα λόγια, μάζεψε τα κρινάκια του και κουνώντας το χέρι του να τον ακολουθήσουν, προχώρησε πηδώντας και χορεύοντας, ακολουθώντας το μονοπάτι ανατολικά και συνεχίζοντας να τραγουδά δυνατά και χωρίς νόημα.

Οι χόμπιτ παραήταν σαστισμένοι κι ανακουφισμένοι για να μιλήσουν·τον ακολουθούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγορα. Ο Τομ δεν άργησε να εξαφανιστεί από μπροστά τους κι η φωνή απ’ το τραγούδι του γινόταν όλο και πιο αδύνατη και μακρινή. Ξαφνικά η φωνή του ήρθε πετώντας πίσω, δυνατή και καθαρή.

Τρέξτε πλάι στο ποτάμι, φίλοι μου μικροί.

Πάει ο γερο-Τομ μπροστά γιο: να σας υποδεχτεί.

Πέφτει ο ήλιος, θα πηγαίνετε τυφλά.

Μες στις σκιές της νύχτας όμως θα φανεί μπροστά,

Πόρτα φωτισμένη, παραθύρια λαμπερά.

Μη φοβάστε πια τη Γρια-Ιτιά,

Μήτε τα κλαδιά και τις ρίζες τις μπλεγμένες.

Ο γερο-Τομ ο Μπομπαντίλ θα προσμένει να σας δει·

Θα ’χει τις κουβέρτες σας όμορφα στρωμένες!

Μετά απ’ αυτό οι χόμπιτ δεν ξανάκουσαν τίποτα. Σχεδόν αμέσως ο ήλιος φάνηκε να βασιλεύει στα δέντρα πίσω τους. Τότε θυμήθηκαν το λοξό φως του δειλινού να λαμπυρίζει στον Ποταμό Μπράντιγουάιν και τα παράθυρα του Μπάκλμπερι ν’ αρχίζουν να φέγγουν μ’ εκατοντάδες φώτα. Μεγάλες σκιές έπεσαν μπροστά τους· κορμοί και κλαδιά δέντρων κρέμονταν σκοτεινοί κι απειλητικοί πάνω απ’ το μονοπάτι. Άσπροι καπνοί ομίχλης άρχισαν να σηκώνονται και να κουλουριάζονται πάνω στο ποτάμι και να γλιστρούν γύρω στις ρίζες των δέντρων στις όχθες. Μέσα απ’ την ίδια τη γη στα πόδια τους, ένας σκοτεινός ατμός σηκώθηκε κι ανακατεύτηκε με το σκοτάδι που έπεφτε γοργά.

Δυσκολεύονταν ν’ ακολουθούν το μονοπάτι κι ήταν πολύ κουρασμένοι. Τα πόδια τους ήταν μολύβι. Παράξενοι μικροί θόρυβοι διάτρεχαν τους θάμνους και τα καλάμια γύρω τους· και σαν κοίταζαν ψηλά στο χλωμό ουρανό, το μάτι τους έπιανε αλλόκοτες ροζιασμένες μορφές, που σκυθρώπιαζαν σκοτεινά μες στο μισοσκόταδο και τους κοιτούσαν μοχθηρά απ’ την ψηλή όχθη και τις άκρες του δάσους. Άρχισαν να αισθάνονται πως όλο αυτό το μέρος δεν ήταν πραγματικό κι ότι παραπατούσαν σ’ ένα απειλητικό όνειρο που δεν είχε ξύπνημα.

Εκεί που ένιωσαν τα πόδια τους ν’ αργοπατούν και να σταματούν, πρόσεξαν πως η γη ανηφόριζε μαλακά. Το νερό άρχισε να μουρμουρίζει. Μες στο σκοτάδι διάκριναν την άσπρη λάμψη από αφρό, στο μέρος που το ποτάμι έπεφτε πάνω από ένα καταρράκτη. Έπειτα, ξαφνικά, τα δέντρα τέλειωσαν κι η ομίχλη έμεινε πίσω. Βγήκαν απ’ το Δάσος και βρήκαν μια απλωσιά όλο χορτάρι μπροστά τους. Ο ποταμός τώρα μικρός και γοργός πηδούσε χαρούμενα προς τα κάτω για να τους συναντήσει, γυαλίζοντας εδώ κι εκεί στο φως των αστεριών, που έλαμπαν κιόλας στον ουρανό.

Το χορτάρι κάτω απ’ τα πόδια τους ήταν ομαλό και κοντό, λες και το είχαν κουρέψει ή ξυρίσει. Οι άκρες του Δάσους ήταν κουρεμένες και περιποιημένες σαν φράχτης. Το μονοπάτι φαινόταν τώρα καθαρά μπροστά τους, καλοφτιαγμένο και σημαδεμένο με πέτρες δεξιά κι αριστερά. Ανέβαινε στριφτά στην κορφή ενός μικρού λόφου όλο χλόη, που ήταν τώρα γκρίζος στη χλωμή αστροφεγγιά της νύχτας· κι εκεί ψηλά, από πάνω τους ακόμα, σε μια πλαγιά πιο πέρα, είδαν να λάμπουν τα φώτα ενός σπιτιού. Το μονοπάτι ξανακατηφόρισε κι ύστερα ανηφόρισε ακολουθώντας την ομαλή λοφοπλαγιά, στρωμένη με χλόη, οδηγώντας προς το φως. Ξαφνικά μια πλατιά κίτρινη ακτίνα ξεχύθηκε στραφτερή από μια πόρτα που άνοιξε. Εκεί μπροστά τους ήταν το σπίτι του Τομ Μπομπαντίλ πάνω στο λόφο. Πίσω είχε μια απόκρημνη πλαγιά γκρίζα και γυμνή, και πέρα απ’ αυτήν, οι σκιές της Κοιλάδας των Θολωτών Τάφων χάνονταν μακριά στην ανατολή.

Όλοι, χόμπιτ και πόνυ, ζωήρεψαν το βήμα. Η μισή τους κούραση κι όλοι τους οι φόβοι είχαν κιόλας φύγει. Ε! Όλοι εδώ! ξεχύθηκε έξω το τραγούδι να τους υποδεχτεί.

Ε! Τρέξτε, ντέρι ντολ! Πού αργήσατε, μικροί μου!

Χόμπιτ! Πόνο! Κάντε γρήγορα, παιδιά!

Γιατί, όπα, ντέρι ντολ, καλοί μου!

Ο Τομ ο Μπομπαντίλ πολύ τα πάρτι αγαπά.

Και τότε μια άλλη κρυσταλλένια φωνή, νέα και γέρικη μαζί, σαν την Άνοιξη, σαν το τραγούδι χαρούμενου νερού που κυλάει μες στη νύχτα, αφού πέρασε την ηλιόλουστη μέρα του στους λόφους, ήρθε σαν ασήμι που κυλά να τους συναντήσει:

Ελάτε ν’ αρχίσουμε όλοι μαζί τραγούδι για ομίχλες και βροχές.

Για ήλιο κι αστέρια, φεγγάρι, ουρανό, συννεφιές.

Γι’ αχτίδες στα λούλουδα πάνω να πούμε.

Για δροσοσταλίδες, διαμάντια στο χόρτο, σα δούμε·

Για τις καλαμιές και τ’ αγέρι ψηλά στ’ ανηφόρι.

Για τον Τομ τον Μπομπαντίλ και της Ποταμιάς την Κόρη!

Και μ’ αυτό το τραγούδι οι χόμπιτ στάθηκαν στο κατώφλι κι ένα χρυσαφένιο φως ήταν παντού γύρω τους.

Κεφάλαιο VII ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΟΜ ΜΠΟΜΠΑΝΤΙΛ

Οι τέσσερις χόμπιτ πέρασαν το μεγάλο πέτρινο πλατύσκαλο και σταμάτησαν ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Βρέθηκαν σ’ ένα μακρύ χαμηλό δωμάτιο γεμάτο φως από λάμπες που κρέμονταν απ’ τα δοκάρια του ταβανιού. Στο τραπέζι, που ήταν από σκούρο γυαλισμένο ξύλο, υπήρχαν πολλά κεριά, ψηλά και κίτρινα, με ζωηρή φλόγα.

Σ’ ένα κάθισμα, στην άλλη άκρη του δωματίου απέναντι στην εξώπορτα, καθόταν μια γυναίκα. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της κυμάτιζαν στους ώμους της· το φόρεμα της ήταν πράσινο, πράσινο σαν τις μικρές καλαμιές, κεντημένο μ’ ασημένιες χάντρες από δροσοσταλίδες. Η ζώνη της ήταν χρυσή κι έμοιαζε αλυσίδα από κρινάκια δεμένα με τα χλωμά γαλάζια μάτια των μη-με-λησμόνει. Γύρω στα πόδια της, μέσα σε πλατύστομα πήλινα βάζα, πράσινα και καφετιά, έπλεαν κάτασπρα νούφαρα, έτσι που φαινόταν λες και καθόταν σε θρόνο στη μέση μιας λιμνούλας.

— Ελάτε μέση, καλοί μου ξένοι! είπε· κι όπως μίλησε κατάλαβαν πως ήταν δική της η κρυσταλλένια φωνή που είχαν ακούσει να τραγουδά.

Έκαναν μερικά δειλά βήματα μέσα στο δωμάτιο κι άρχισαν να υποκλίνονται, νιώθοντας παράξενη έκπληξη και δειλία σαν κάποιους που, χτυπώντας την πόρτα μιας καλύβας να ζητήσουν ένα ποτήρι νερό, βλέπουν να τους ανοίγει μια νέα κι όμορφη ξωτικοβασίλισσα, ντυμένη μ’ αληθινά λουλούδια. Μα πριν προλάβουν να πουν τίποτα, πετάχτηκε ανάλαφρα πάνω και, περνώντας πάνω απ’ τα βάζα με τα νούφαρα, έτρεξε γελώντας προς το μέρος τους· κι όπως έτρεχε, το φόρεμά της θρόιζε σιγανά σαν το αγέρι στις λουλουδιασμένες όχθες του ποταμού.

— Ελάτε, καλοί μου! είπε, παίρνοντας το Φρόντο απ’ το χέρι. Γελάστε και χαρείτε. Εγώ είμαι η Χρυσομουριά, η κόρη της Ποταμιάς.

Ύστερα πέρασε ανάλαφρη, έκλεισε την πόρτα, γύρισε την πλάτη της σ’ αυτή κι άπλωσε τ’ άσπρα της χέρια. — Ας κλείσουμε έξω τη νύχτα, είπε. Γιατί ίσως ακόμα να φοβάστε την ομίχλη και τις δεντροσκιές, το βαθύ νερό και τ’ ανήμερα πράγματα. Μη φοβάστε τίποτα! Γιατί απόψε βρίσκεστε κάτω απ’ τη στέγη του Τομ Μπομπαντίλ.

Οι χόμπιτ την κοίταζαν όλο θαυμασμό· κι αυτή τους κοίταζε έναν έναν και χαμογελούσε.

— Πεντάμορφη δέσποινα Χρυσομουριά! είπε τέλος ο Φρόντο, νιώθοντας την καρδιά του να συγκινείται από μια αγαλλίαση που δεν μπορούσε να την καταλάβει.

Στεκόταν, όπως είχε αρκετές φορές σταθεί, μαγεμένος απ’ τις όμορφες φωνές των Ξωτικών· αλλά η τωρινή μαγεία ήταν διαφορετική: η απόλαυση ήταν μικρότερη στο ύψος και λιγότερο διαπεραστική, αλλά πιο βαθιά και πιο κοντά στη θνητή του καρδιά· θαυμαστή όχι όμως και ξένη.

— Πεντάμορφη δέσποινα Χρυσομουριά! είπε ξανά. Τώρα η χαρά, η κρυμμένη στα τραγούδια που ακούσαμε, μου αποκαλύφθηκε.

Λυγερή σαν το κλαράκι της ιτιάς, διάφανη σαν τα νερά τα κρύα!

Καλαμιά της Ποταμιάς, φυλλαράκι πράσινο, όμορφη Κυρία!

Καλοκαίρι κι άνοιξη κι άνοιξη πάλι ξανά!

Αγέρι μες στις φυλλωσιές, Χρυσομουριά Κυρά!

Απότομα σταμάτησε και κόμπιασε, κατάπληκτος που άκουγε τον εαυτό του να ξεστομίζει τέτοια πράγματα. Η Χρυσομουριά όμως γέλασε.

— Καλωσορίσατε! είπε. Δεν είχα ακουστά πως ο κόσμος του Σάιρ ήταν τόσο γλυκομίλητος. Αλλά βλέπω πως είσαι φίλος των Ξωτικών· μου το λένε το φως στα μάτια σου κι ο αχός της φωνής σου. Τι χαρούμενη συνάντηση! Τώρα καθίστε να περιμένετε τον κύριο του σπιτιού! Δε θ’ αργήσει. Φροντίζει τα κουρασμένα ζώα σας.

Οι χόμπιτ κάθισαν μετά χαράς σε χαμηλές ψάθινες καρέκλες. Κι όσο η Χρυσομουριά ετοίμαζε το τραπέζι, την παρακολουθούσαν με τα μάτια, γιατί η λυγερή χάρη στις κινήσεις της τους γέμιζε με μια ήρεμη απόλαυση. Από κάπου πίσω απ’ το σπίτι ακούγονταν τραγούδια. Πότε πότε έπιανε τ’ αυτί τους, ανάμεσα σε πολλά τράλα λα και τράλα λι λίλο, να επαναλαμβάνονται οι λέξεις:

Ο γερο-Τομ είν’ ζωηρός, τράλα λι λαλάκι.

Κίτρινες οι μπότες του, γαλάζιο το σακάκι!

— Πεντάμορφη δέσποινα! ξανάπε ο Φρόντο σε λιγάκι. Πες μου, αν η ερώτησή μου δε σου φαίνεται ανόητη, ποιος είν’ ο Τομ Μπομπαντίλ;

— Είναι αυτός, είπε η Χρυσομουριά, σταματώντας τις γοργές κινήσεις της και χαμογελώντας.

Ο Φρόντο την κοίταξε ερωτηματικά.

— Είναι όπως τον είδατε, είπε, απαντώντας στη ματιά του. Είναι ο Κύριος των δασών, των νερών και των λόφων.

— Δηλαδή όλ’ αυτά τα παράξενα μέρη είναι δικά του;

— Όχι, καθόλου! απάντησε και το χαμόγελό της έσβησε. Αυτό, αλήθεια, θα ήταν βάρος, πρόσθεσε σε χαμηλό τόνο, λες και το ’λεγε στον εαυτό της. Τα δέντρα και τα χορτάρια κι όλα όσα φυτρώνουν ή ζουν στη γη, ανήκουν το καθένα στον εαυτό του, Ο Τομ Μπομπαντίλ είναι ο Κύριος. Κανείς ποτέ δεν έχει πιάσει το γέρο-Τομ σαν περπατά στο δάσος, σαν περνά τα νερά ή πηδά στις λοφοκορφές στο φως ή στο σκοτάδι. Δε φοβάται τίποτα. Ο Τομ Μπομπαντίλ είναι Κύριος.

Μια πόρτα άνοιξε κι ο Τομ Μπομπαντίλ μπήκε μέσα. Τώρα δε φορούσε καπέλο και τα πλούσια καστανά του μαλλιά ήταν στολισμένα με φθινοπωρινά φύλλα. Γέλασε και, πηγαίνοντας στη Χρυσομουριά, την έπιασε απ’ το χέρι.

— Αυτή εδώ είναι η ωραία μου η κυρά! είπε κι υποκλίθηκε στους χόμπιτ. Είναι η Χρυσομουριά μου, ντυμένη στ’ ασημοπράσινα, με λουλούδια στη ζώνη! Είναι στρωμένο το τραπέζι; Βλέπω κίτρινη κρέμα και κερήθρα, άσπρο ψωμί και βούτυρο· γάλα, τυρί και χόρτα κι ώριμες φρεσκομαζεμένες φράουλες. Είναι αρκετά; Είναι το δείπνο έτοιμο;

— Είναι, είπε η Χρυσομουριά, αλλά μήπως δεν είναι οι ξένοι; Ο Τομ χτύπησε τα χέρια του και φώναξε:

— Τομ, Τομ! οι ξένοι σου είναι κουρασμένοι κι εσύ παραλίγο να το ξεχάσεις! Ελάτε τώρα, καλοί μου φίλοι, κι ο Τομ θα σας φροντίσει! Θα καθαρίσετε τα λερωμένα χέρια σας και θα πλύνετε τα κουρασμένα πρόσωπά σας· θα πετάξετε τις λασπωμένες μπέρτες σας και θα χτενίσετε τα μπερδεμένα σας μαλλιά!

Άνοιξε την πόρτα και τον ακολούθησαν σ’ ένα μικρό διάδρομο που έστριβε απότομα. Έφτασαν σ’ ένα χαμηλό δωμάτιο με λοξό ταβάνι (φαινόταν σαν προσθήκη, χτισμένη στη βορινή άκρη του σπιτιού). Οι τοίχοι ήταν πέτρινοι, σκεπασμένοι όμως αρκετά με πράσινα παραπετάσματα και κίτρινες κουρτίνες. Το πάτωμα ήταν πλακόστρωτο και σκεπασμένο με φρέσκα βούρλα. Στη μια πλευρά είχε τέσσερα μαλακά στρώματα στο πάτωμα, σκεπασμένα με άσπρες κουβέρτες. Στον απέναντι τοίχο είχε ένα μακρύ πάγκο γεμάτο πήλινες λεκάνες και δίπλα στέκονταν καφετιά κανάτια γεμάτα νερό, κρύο ή ζεστό αχνιστό. Δίπλα σε κάθε κρεβάτι είχε μαλακές πράσινες παντόφλες.

Δεν πέρασε πολλή ώρα κι οι χόμπιτ, πλυμένοι και φρεσκαρισμένοι, κάθισαν στο τραπέζι, δυο στην κάθε πλευρά, ενώ στο πάνω και στο κάτω μέρος κάθονταν η Χρυσομουριά κι ο Τομ. Το δείπνο ήταν χαρούμενο και κράτησε πολλή ώρα. Αν και οι χόμπιτ έφαγαν, όπως μόνο ξελιγωμένοι απ’ την πείνα χόμπιτ μπορούν να φάνε, δεν έλειψε τίποτα. Το ποτό στις κούπες τους φαινόταν να είναι καθαρό κρύο νερό, κατέβαινε όμως μέσα τους σαν κρασί κι ελευθέρωνε τις φωνές τους. Και ξαφνικά κατάλαβαν πως τραγουδούσαν χαρούμενα, λες κι αυτό να ήταν πιο φυσικό απ’ το να μιλούν. Τέλος, ο Τομ κι η Χρυσομουριά σηκώθηκαν και μάζεψαν το τραπέζι στα γρήγορα. Είπαν στους ξένους να καθίσουν ήσυχοι και τους έβαλαν σε καρέκλες μ’ ένα σκαμνάκι στον καθένα για τα κουρασμένα τους πόδια. Μπροστά τους η φωτιά στο μεγάλο τζάκι έκαιγε με μια γλυκιά μυρωδιά, λες κι έκαιγε ξύλα μηλιάς. Όταν όλα μπήκαν στη θέση τους, έσβησαν όλα τα φώτα στο δωμάτιο εκτός από μια λάμπα και δυο κεριά δεξιά κι αριστερά στο τζάκι. Η Χρυσομουριά τότε ήρθε και στάθηκε μπροστά τους κρατώντας ένα κερί κι ευχήθηκε στον καθένα χωριστά καληνύχτα κι ύπνο βαθύ.

— Ειρήνη μαζί σας, είπε, ως το πρωί. Μη δίνετε σημασία στους θορύβους της νύχτας. Γιατί τίποτα δεν περνάει την πόρτα και το παράθυρο εδώ, εκτός απ’ το φως του φεγγαριού και των αστεριών και τον άνεμο που έρχεται απ’ την κορφή του λόφου. Καληνύχτα!

Βγήκε έξω απ’ το δωμάτιο μ’ ένα φέγγος κι ένα θρόισμα. Τα βήματα της ακούγονταν σαν το νερό που κυλάει μαλακά, κατεβαίνοντας το λόφο, πάνω από δροσερές πέτρες μες στην ήσυχη νύχτα.

Ο Τομ καθόταν για κάμποση ώρα πλάι τους σιωπηλός, ενώ αυτοί προσπαθούσαν να βρουν αρκετό κουράγιο να κάνουν μια απ’ τις πολλές ερωτήσεις που σκόπευαν την ώρα του δείπνου. Ο ύπνος μαζεύτηκε στα βλέφαρά τους. Τέλος, μίλησε ο Φρόντο.

— Με άκουσες που φώναζα, Κύριε, ή σ’ έφερε η τύχη εκείνη ακριβώς την ώρα;

Ο Τομ κουνήθηκε σαν κάποιος που τον ξυπνούν την ώρα που βλέπει κάποιο ευχάριστο όνειρο.

— Ε, τι; είπε. Να σ’ άκουσα να φωνάζεις; Όχι, δε σ’ άκουσα: ήμουν αφοσιωμένος στο τραγούδι μου. Η τύχη μ’ έφερε την ώρα εκείνη, αν αυτό το λες εσύ τύχη. Δεν το είχα σχεδιάσει εγώ, αν και σας περίμενα. Είχαμε μάθει νέα σας κι είχαμε ακούσει πως περιπλανιόσαστε. Μαντέψαμε πως δε θ’ αργούσατε να κατεβείτε στο νερό: όλα τα μονοπάτια οδηγούν προς τα εκεί, κάτω στον Ελικοπόταμο. Η Γρια-Ιτιά ξέρει και τραγουδάει· κι είναι δύσκολο για τα μικρούλια να ξεφύγουν τους πονηρούς της λαβύρινθους. Αλλά ο Τομ είχε δουλειά εκεί, που δεν τολμούσε αυτή να εμποδίσει.

Ο Τομ έγειρε το κεφάλι λες και τον ξανάπαιρνε ο ύπνος· μα συνέχισε με τραγουδιστή φωνή:

Είχα δουλειά εκεί κάτω: να πάω να φέρω νούφαρα,

Πράσινα φύλλα, λούλουδα, χαρά για την Κυρά μου!

Τα τελευταία της χρονιάς πριν έρθει ο χειμώνας,

Στα πόδια της ν’ ανθίζουνε ως να λαλήσει ο κούκος.

Σαν τελειώνει η χρονιά πάω, της τα μαζεύω,

Πλάι σε λιμνούλα καθαρή, στου Ελικοπόταμου την άκρη·

Πρώτα εκεί ανθίζουνε κι εκεί ’ναι τελευταία.

Στη λίμνη εκείνη αντάμωσα της Ποταμιάς την Κόρη,

Τη Χρυσομουριά, πεντάμορφη, στις πρασινάδες μέσα,

Να τραγουδάει, να χαίρεται, να φτερουγάει η καρδιά της!

Άνοιξε τα μάτια του και τους κοίταξε με μια άξαφνη γαλάζια λάμψη:

Κι αυτό σας βγήκε σε καλό — γιατί από δω και πέρα

Δε θα κατέβω χαμηλά στον ποταμό, στο δάσος

Κι ώσπου να βγει η χειμωνιά, να ’ρθει το καλοκαίρι,

Δε θα διαβώ από κοντά στης Γρια-Ιτιάς το σπίτι,

Παρά σαν έρθει η άνοιξη και βγει για να χορέψει

Και πάει στη λίμνη να λουστεί της Ποταμιάς η Κόρη.

Έμεινε πάλι σιωπηλός· ο Φρόντο όμως δεν μπόρεσε να μην κάνει μια ακόμα ερώτηση: αυτή που πιο πολύ απ’ όλες επιθυμούσε να βρει την απάντηση.

— Πες μας, Κύριε, είπε, για τη Γρια-Ιτιά. Τι είναι; Δεν έχω ξανακούσει ποτέ γι’ αυτήν.

— Όχι, μην το κάνεις! είπαν ο Μέρι κι ο Πίπιν μαζί, ανακαθίζοντας απότομα. Όχι, τώρα! Όχι, ώσπου να ξημερώσει!

— Σωστά! είπε ο γέροντας. Τώρα είναι ώρα για ξεκούραση. Υπάρχουν μερικά πράγματα, που είναι τόσο απαίσια, που καλύτερα να μην τ’ ακούει κανείς όταν το σκοτάδι σκεπάζει τη γη. Κοιμηθείτε ως το πρωί, ξεκουραστείτε στο μαξιλάρι! Μη φοβηθείτε κανένα νυχτερινό θόρυβο! Ούτε καμιά γκρίζα ιτιά!

Και με τα λόγια αυτά κατέβασε τη λάμπα και τη φύσηξε να σβήσει και αρπάζοντας από ένα κερί στο κάθε χέρι τούς οδήγησε έξω απ’ το δωμάτιο.

Τα στρώματα και τα μαξιλάρια τους ήταν μαλακά σαν πούπουλο και οι κουβέρτες από άσπρο μαλλί. Δεν πρόλαβαν καλά καλά να πέσουν στα μαλακά κρεβάτια και να τραβήξουν τα ελαφρά σκεπάσματα πάνω τους κι αποκοιμήθηκαν.


Τα μεσάνυχτα ο Φρόντο βρέθηκε σ’ ένα όνειρο δίχως φως. Έπειτα είδε το καινούριο φεγγάρι να βγαίνει· στο λιγοστό του φως είδε να ορθώνεται μπροστά του ένας μαύρος πέτρινος τοίχος, που είχε μια καμάρα σαν μεγάλη πύλη. Του φάνηκε του Φρόντο πως σηκώθηκε ψηλά και, περνώντας από πάνω, είδε πως ο πέτρινος τοίχος ήταν ένας κύκλος από λόφους, που μέσα τους έκλειναν μια πεδιάδα. Στη μέση της πεδιάδας στεκόταν ένας βράχος ψηλός σαν καμπαναριό, που έμοιαζε με θεόρατο πύργο, που δεν ήταν όμως φτιαγμένος από χέρια. Στην κορφή του στεκόταν ένας άνθρωπος. Το φεγγάρι όπως ανέβαινε φάνηκε να κρέμεται για μια στιγμή πάνω απ’ το κεφάλι του κι έλαμψε στα λευκά του μαλλιά, όπως τα φυσούσε ο άνεμος. Μεσ’ απ’ τη σκοτεινή πεδιάδα κάτω, ανέβαινε το κλάψιμο από θανατερές κι απαίσιες φωνές και τα ουρλιαχτά πολλών λύκων. Ξαφνικά μια σκιά, σαν θεόρατα φτερά, πέρασε μπρος απ’ το φεγγάρι. Ο άνθρωπος σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι ένα φως άστραψε απ’ το ραβδί που κούνησε. Ένας πανίσχυρος αετός χαμήλωσε πετώντας και τον πήρε μακριά. Οι φωνές θρηνούσαν κι οι λύκοι αλυχτούσαν. Ακούστηκε ένα βουητό σαν δυνατός άνεμος που φυσούσε κι έφερνε το ποδοβολητό αλόγων που κάλπαζαν, κάλπαζαν, κάλπαζαν απ’ την Ανατολή.

«Οι Μαύροι Καβαλάρηδες!» σκέφτηκε ο Φρόντο και ξύπνησε με το ποδοβολητό ν’ αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά του. Αναρωτήθηκε αν θα ξανάβρισκε ποτέ το θάρρος ν’ αφήσει την ασφάλεια αυτών των πέτρινων τοίχων. Ξάπλωσε ακίνητος κι αφουγκραζόταν· αλλά όλα τώρα ήταν σιωπηλά και τέλος γύρισε κι αποκοιμήθηκε ξανά ή μπορεί και να πλανήθηκε σε κάποιο άλλο όνειρο που το ξέχασε.

Στη μεριά του ο Πίπιν ήταν ξαπλωμένος κι έβλεπε ωραία όνειρα· αλλά τα όνειρά του άλλαξαν και στροφογύρισε μ’ ένα βογκητό. Απότομα ξύπνησε, ή νόμισε πως ξύπνησε, άκουγε όμως ακόμα μες στο σκοτάδι το θόρυβο που είχε ταράξει τ’ όνειρό του: τιπ-ταπ, σκουίκ: ο θόρυβος έμοιαζε σαν τα κλαδιά που τα ταράζει ο άνεμος, ακροδάχτυλα από κλαδιά που ξύνουν τον τοίχο και το παράθυρο: κριτς, κριτς, κριτς. Αναρωτήθηκε αν υπήρχαν ιτιές κοντά στο σπίτι· κι έπειτα απότομα είχε το τρομερό αίσθημα πως δε βρισκόταν καθόλου σ’ ένα συνηθισμένο σπίτι, αλλά μέσα στην ιτιά κι άκουγε εκείνη την απαίσια ξερή και τριχτή φωνή να τον περιγελάει πάλι. Ανακάθισε και, νιώθοντας τα μαλακά μαξιλάρια να βουλιάζουν κάτω απ’ τα χέρια του, ξάπλωσε πίσω πάλι ανακουφισμένος. Νόμιζε πως άκουσε τον απόηχο από λόγια μες στ’ αυτιά του: Μη φοβάσαι τίποτα! Κοιμήσου ειρηνικά ως το πρωί. Μη δίνεις σημασία στους θορύβους της νύχτας! Ύστερα ξανακοιμήθηκε.

Ο Μέρι, στον ήσυχο ύπνο του, άκουσε το θόρυβο που κάνει το νερό σαν πέφτει: νερό που κυλούσε κάτω ήρεμα κι έπειτα άπλωνε, άπλωνε ασταμάτητα γύρω απ’ όλο το σπίτι και γινόταν μια σκοτεινή λίμνη δίχως όχθες. Γουργούριζε κάτω απ’ τους τοίχους κι ανέβαινε αργά μα σταθερά. «Θα πνιγώ, σκέφτηκε. Θα μπει μέσα και τότε θα πνιγώ». Ένιωσε πως βρισκόταν μέσα σ’ ένα βάλτο μαλακό και γλοιώδη. Πετάχτηκε όρθιος και το πόδι του ακούμπησε στη γωνιά μιας παγωμένης σκληρής πλάκας στο πάτωμα. Τότε θυμήθηκε πού ήταν και ξάπλωσε πάλι. Και του φάνηκε πως άκουσε ή Θυμήθηκε πως είχε ακούσει: Τίποτα δεν περνά απ’ αυτές τις πόρτες εκτός απ’ το φως του φεγγαριού και των αστεριών κι ο άνεμος που έρχεται απ’ την κορφή του λόφου. Μια πνοή μυρωμένο αγέρι κούνησε την κουρτίνα. Ανάσανε βαθιά κι αποκοιμήθηκε πάλι.

Ο Σαμ, απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, κοιμήθηκε όλη τη νύχτα σαν κούτσουρο, βαθιά κι απολαυστικά, αν τα κούτσουρα κοιμούνται απολαυστικά.

Ξύπνησαν κι οι τέσσερις μαζί στο φως του πρωινού. Ο Τομ τριγύριζε μες στο δωμάτιο σφυρίζοντας σαν ψαρόνι. Όταν τους άκουσε να κουνιόνται, χτύπησε τα χέρια του παλαμάκια και φώναξε:

— Ε! Εμπρός, τράλα λο! Τράλα λι λίλο! Καρδούλες μου!

Άνοιξε τις κίτρινες κουρτίνες κι οι χόμπιτ είδαν πως σκέπαζαν παράθυρα στο πάνω και στο κάτω μέρος του δωματίου, που το ένα έβλεπε στην ανατολή και το άλλο στη δύση.

Πετάχτηκαν πάνω φρέσκοι φρέσκοι. Ο Φρόντο έτρεξε στο ανατολικό παράθυρο και βρέθηκε να κοιτάζει τον κήπο της κουζίνας, γκρίζο απ’ τη δροσιά. Μισοπερίμενε να δει χλόη, που να φτάνει ως τους τοίχους, σημαδεμένη από πέταλα αλόγων. Στην πραγματικότητα όμως τη θέα την έκοβαν μια σειρά ψηλές φασολιές πάνω σε καλάμια· αλλά από πάνω και πέρα μακριά τους, υψωνόταν η γκρίζα μορφή του λόφου εκεί που έβγαινε ο ήλιος. Το πρωινό ήταν χλωμό: στην Ανατολή, πίσω απ’ τα σύννεφα που μοιάζαν σκοινιά με λερωμένο μαλλί βαμμένο κόκκινο στις άκρες, βρίσκονταν κίτρινες θάλασσες που λαμπύριζαν. Ο ουρανός προμηνούσε βροχή· το φως όμως γρήγορα δυνάμωνε και τα κόκκινα λουλούδια στις φασολιές άρχισαν ν’ ανάβουν πάνω στα βρεγμένα πράσινα φύλλα.

Ο Πίπιν κοίταξε έξω απ’ το δυτικό παράθυρο κι είδε κάτω μια λίμνη από ομίχλη. Το Δάσος ήταν κρυμμένο μέσα σ’ αυτήν. Ήταν λες και κοίταζες από ψηλά μια κατηφορική ταράτσα από σύννεφα. Είχε ένα άνοιγμα σαν κανάλι στα μέρη που η ομίχλη είχε σπάσει κι είχε σχηματίσει λοφία και κύματα στην κοιλάδα του Ελικοπόταμου. Το ρυάκι κατέβαινε τρέχοντας το λόφο αριστερά και χανόταν στις σκιές. Μπροστά είχε έναν ανθόκηπο μ’ ένα φράχτη από κουρεμένους θάμνους, γεμάτο ασημοδίχτυα κι ύστερα γκρίζα κομμένη χλόη, χλωμή απ’ τις δροσοσταλίδες. Πουθενά δε φαινόταν ιτιά.

— Καλημέρα, φίλοι μου! φώναξε ο Τομ, ανοίγοντας διάπλατα το ανατολικό παράθυρο.

Ο αέρας μπήκε μέσα δροσερός φέρνοντας τη μυρωδιά της βροχής.

— Ο ήλιος δε θα μας δείξει και πολύ το πρόσωπό του σήμερα, νομίζω.

Είχα βγει έξω βόλτα πηδώντας στις λοφοκορφές απ’ την ώρα που φάνηκε η γκρίζα αυγή και μυριζόμουν τον αέρα και τον καιρό, το βρεγμένο χορτάρι στα πόδια μου και τον υγρό ουρανό πάνωθέ μου. Ξύπνησα τη Χρυσομουριά τραγουδώντας της κάτω απ’ το παράθυρο· μα τίποτα δεν ξυπνάει τους χόμπιτ νωρίς το πρωί. Ξυπνούν οι μικρούληδες τη νύχτα μες στο σκοτάδι και κοιμούνται σα φανεί το φως! Τρίλα λα λίλο! Ξυπνήστε τώρα, φίλοι μου! Ξεχάστε τους θόρυβους της νύχτας. Τρίλι λο! Τρίλα λα! Καρδούλες μου! Αν βιαστείτε, θα βρείτε φαΐ στο τραπέζι. Αν αργήσετε, θα βρείτε χόρτα και βρόχινο νερό!

Δε χρειάζεται να το πούμε — όχι πως η φοβέρα του Τομ φαινόταν και πολύ σοβαρή — μα οι χόμπιτ βιάστηκαν και δεν άφησαν το τραπέζι ως αργά και μόνο σαν άρχισε να δείχνει κάπως αδειανό. Ούτε ο Τόμ ούτε η Χρυσομουριά ήταν εκεί. Ο Τομ ακουγόταν να πηγαίνει πέρα δώθε στο σπίτι, να κάνει φασαρία στην κουζίνα, ν’ ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά και να τραγουδά πότε εδώ και πότε έξω. Το δωμάτιο έβλεπε δυτικά προς την καταχνιασμένη κοιλάδα κάτω και το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Νερό έσταζε από την άκρη της ψαθωτής στέγης από πάνω. Πριν τελειώσουν το πρωινό τους, τα σύννεφα είχαν μαζευτεί σχηματίζοντας μια αδιάσπαστη σκεπή και μια γκρίζα βροχή άρχισε να πέφτει κατακόρυφη και σταθερή. Πίσω απ’ την πυκνή κουρτίνα της το Δάσος ήταν τελείως κρυμμένο.

Εκεί που κοίταζαν έξω απ’ το παράθυρο άκουσαν να πέφτει μαλακά λες και κυλούσε κάτω η βροχή από ψηλά, την καθάρια φωνή της Χρυσομουριάς από πάνω. Μπορούσαν ν’ ακούσουν ελάχιστες λέξεις μόνο, αλλά ήταν φανερό πως το τραγούδι ήταν το τραγούδι της βροχής, γλυκό σαν τις μπόρες σε διψασμένους λόφους, που λέει την ιστορία ενός ποταμού, απ’ την πηγή στα ψηλώματα μέχρι τη Θάλασσα κάτω μακριά. Οι χόμπιτ άκουγαν μαγεμένοι· κι ο Φρόντο ένιωθε χαρά μες στην καρδιά του κι ευλογούσε τον καλόβουλο καιρό γιατί τους καθυστερούσε την αναχώρηση. Η σκέψη πως θα έφευγαν τον βάραινε απ’ τη στιγμή που ξύπνησε· αλλά μάντεψε πως δε θα προχωρούσαν παρακάτω εκείνη τη μέρα.

Ο άνεμος ψηλά γύρισε δυτικός και μεγαλύτερα σύννεφα κύλησαν και ξέχυσαν τη βροχή τους στα γυμνά κεφάλια της Κοιλάδας. Τίποτα δε φαινόταν στο σπίτι ολόγυρα εκτός απ’ το νερό που έπεφτε. Ο Φρόντο στάθηκε κοντά στο ανοιχτό παράθυρο και κοιτούσε το άσπρο σαν την κιμωλία μονοπάτι να γίνεται ένας μικρός γαλατένιος ποταμός και να κυλάει παφλάζοντας στην κοιλάδα κάτω. Ο Τομ Μπομπαντίλ ήρθε τριποδίζοντας πίσω απ’ τη γωνιά του σπιτιού, ανεμίζοντας τα χέρια του λες κι έδιωχνε τη βροχή. Και στ’ αλήθεια, σαν πήδηξε το κατώφλι, φαινόταν εντελώς στεγνός, εκτός απ’ τις μπότες του, που τις έβγαλε και τις έβαλε στη γωνιά στο τζάκι. Μετά κάθισε στην πιο μεγάλη καρέκλα και φώναξε τους χόμπιτ να μαζευτούν γύρω του.

— Σήμερα είναι η μέρα της μπουγάδας της Χρυσομουριάς, είπε, και της γενικής φθινοπωριάτικης καθαριότητας. Πολύ υγρή για χόμπιτ — ας ξεκουραστούν όσο μπορούν! Είναι καλή μέρα για μεγάλες ιστορίες, για ερωτήσεις κι απαντήσεις· γι’ αυτό ο Τομ θ’ αρχίσει την κουβέντα.

Τους είπε τότε πολλές αξιόλογες ιστορίες, μερικές φορές λες και μισομιλούσε στον εαυτό του κι άλλοτε κοιτώντας τους ξαφνικά με ζωηρά γαλάζια μάτια κάτω απ’ τα πυκνά του φρύδια. Συχνά η φωνή του γινόταν τραγούδι κι αυτός σηκωνόταν απ’ την καρέκλα του και χόρευε γύρω γύρω. Τους είπε ιστορίες για μέλισσες και λουλούδια, για τις συνήθειες των δέντρων, για τα παράξενα πλάσματα του Δάσους, για πονηρά και καλά πλάσματα, για πλάσματα φιλικά και πλάσματα εχθρικά, για πλάσματα σκληρά και καλοσυνάτα και για μυστικά κρυμμένα κάτω από τα βάτα.

Όπως άκουγαν, άρχισαν να καταλαβαίνουν για τις ζωές του Δάσους, ξεχωριστές απ’ αυτούς και, στ’ αλήθεια, να νιώθουν τον εαυτό τους ξένο εκεί που όλα τ’ άλλα ήταν στο σπίτι τους. Μέσα στα λόγια του συνεχώς μπαινόβγαινε η Γρια-Ιτιά κι ο Φρόντο έμαθε τώρα αρκετά ώστε να είναι ικανοποιημένος· δηλαδή περισσότερα από αρκετά, γιατί η ιστορία δεν ήταν πολύ ευχάριστη. Τα λόγια του Τομ ξεγύμνωναν τις καρδιές των δέντρων και τις σκέψεις τους, που συχνά ήταν σκοτεινές και παράξενες, γεμάτες μίσος για ό,τι περπατάει ελεύθερο στη γη, μασώντας, δαγκώνοντας, σπάζοντας, κλαδεύοντας, καίγοντας: καταστροφείς και κλέφτες. Δεν το λένε «το Παλιό το Δάσος» χωρίς λόγο. Ήταν πραγματικά αρχαίο, απομεινάρι από απέραντα λησμονημένα δάση· και μέσα του ζούσαν ακόμα και δε γερνούσαν πιο γρήγορα απ’ τους λόφους, οι πατεράδες των πατεράδων των δέντρων, που θυμόντουσαν τους καιρούς που ήταν κυρίαρχοι. Τ’ αμέτρητά τους χρόνια τους είχαν γεμίσει με περηφάνια, με βαθιά ριζωμένη σοφία και με μοχθηρία. Αλλά κανένα δεν ήταν πιο επικίνδυνο απ’ τη Μεγάλη Ιτιά: η καρδιά της ήταν σάπια, μα η δύναμή της ολοζώντανη· κι ήταν πανούργα κι εξουσίαζε τους ανέμους με το τραγούδι της κι η σκέψη της διέτρεχε τα δάση κι απ’ τις δυο μεριές του ποταμού. Το γκρίζο διψασμένο της πνεύμα έπαιρνε δύναμη απ’ τη γη κι απλωνόταν με ψιλές ριζοκλωστές στο χώμα και μ’ αόρατα κλαδιά-δάχτυλα στον αέρα, μέχρι που είχε κάτω απ’ την εξουσία της σχεδόν όλα τα δέντρα του Δάσους, απ’ το Φράχτη ως την Κοιλάδα.

Απότομα η κουβέντα του Τόμ άφησε τα δάση κι ανέβηκε πηδηχτά το μικρό ρυάκι, πέρασε πάνω απ’ τον αφρισμένο καταρράκτη, πάνω από βότσαλα και λειασμένες πέτρες, μπήκε ανάμεσα σε μικρά λουλόυδια, στο χαμηλό χορτάρι και σ’ υγρές χαραματιές κι έφτασε τέλος στην Κοιλάδα. Άκουσαν για τους Μεγάλους Θολωτούς Τάφους και τους πράσινους φτιαχτούς λόφους-τύμβους και για τους πέτρινους κύκλους πάνω στους λόφους και τις μικρές κοιλάδες ανάμεσα στους λόφους. Κοπάδια πρόβατα βέλαζαν. Πράσινοι κι άσπροι τοίχοι υψώθηκαν. Στα ψηλώματα κάστρα. Βασιλιάδες μικρών βασιλείων πολεμούσαν ανάμεσά τους κι ο νέος Ήλιος έλαμπε σαν φωτιά στο κόκκινο μέταλλο των καινούριων κι αχόρταγων σπαθιών τους. Ήρθαν νίκες κι ήττες κι οι πύργοι έπεσαν, τα κάστρα κάηκαν κι οι φλόγες έφτασαν ψηλά στον ουρανό. Χρυσάφι σωρός στα φέρετρα των νεκρών βασιλιάδων και βασιλισσών· και μικροί λόφοι-τύμβοι τους σκέπασαν, οι πόρτες έκλεισαν· και τα χόρτα τα σκέπασαν όλα. Τα πρόβατα βόσκησαν για λίγο το χορτάρι, μα γρήγορα οι λόφοι ερήμωσαν πάλι. Μια σκιά ήρθε από μέρη μακρινά και σκοτεινά και τα κόκαλα ταράχτηκαν στους θολωτούς τάφους. Βρικόλακες διάβαιναν τώρα στις μικρές κοιλάδες και σπηλιές και δαχτυλίδια κροτάλιζαν στα παγωμένα δάχτυλα και χρυσές αλυσίδες στον άνεμο. Οι πέτρινοι κύκλοι χαμογελούσαν ειρωνικά μέσ’ απ’ τη γη σαν σπασμένα δόντια στο φως του φεγγαριού.

Οι χόμπιτ αναρρίγησαν. Ακόμα και στο Σάιρ είχε φτάσει η φήμη των βρικολάκων της Κοιλάδας των Θολωτών Τάφων, πέρα από το Δάσος. Μα δεν ήταν απ’ τις ιστορίες που ήθελαν ν’ ακούν οι χόμπιτ, ακόμα και καθισμένοι αναπαυτικά κοντά στο τζάκι. Οι τέσσερις τώρα θυμήθηκαν ξαφνικά αυτό, που η χαρά τούτου του σπιτικού είχε διώξει απ’ το μυαλό τους: πως το σπίτι του Τομ Μπομπαντίλ φώλιαζε ακριβώς κάτω από τη ράχη αυτών των φοβερών λόφων. Έχασαν το μίτο της ιστορίας και κουνήθηκαν ανήσυχα στις θέσεις τους, λοξοκοιτάζοντας ο ένας τον άλλο.

Όταν έδωσαν προσοχή πάλι, βρήκαν πως ο Τομ είχε πλανηθεί σε παράξενες περιοχές πέρα απ’ τις αναμνήσεις τους και πέρα απ’ ό,τι μπορούσαν να φανταστούν στον ξύπνιο τους, σε καιρούς που ο κόσμος ήταν πλατύτερος κι οι θάλασσες έφταναν ανεμπόδιστες στις δυτικές ακτές· και συνέχιζε ο Τομ να ταξιδεύει στο παρελθόν τραγουδώντας για το πανάρχαιο φως των άστρων, τότε που μόνο οι πρόγονοι των Ξωτικών είχαν ξυπνήσει. Έπειτα σταμάτησε απότομα κι αυτοί είδαν πως έγερνε μπροστά το κεφάλι του λες και τον έπαιρνε ο ύπνος. Οι χόμπιτ κάθονταν ακίνητοι μπροστά του, μαγεμένοι· και φαινόταν λες και, κάτω απ’ τη μαγεία των λόγων του, ο άνεμος να είχε σβήσει και τα σύννεφα στερέψει κι η μέρα είχε φύγει· σκοτεινιά είχε έρθει από Ανατολή και Δύση κι όλος ο ουρανός ήταν γεμάτος με το φως κάτασπρων αστεριών.

Ο Φρόντο δεν μπορούσε να πει αν είχαν περάσει ένα μερόνυχτο ή πολλά. Δεν ένιωθε ούτε πεινασμένος ούτε κουρασμένος, ήταν μόνο γεμάτος θαυμασμό. Τ’ αστέρια έλαμπαν απ’ το παράθυρο κι η σιωπή των ουρανών του φαινόταν πως ήταν ολόγυρά του. Μίλησε τέλος απ’ το θαυμασμό του κι από έναν ξαφνικό φόβο γι’ αυτή τη σιωπή. — Ποιος είσαι, Κύριε; ρώτησε.

— Ε, τι; είπε ο Τομ κι ανακάθισε και τα μάτια του γυάλισαν στο μισοσκόταδο. Δεν το ’μαθες ακόμα τ’ όνομά μου; Αυτό είναι η μοναδική απάντηση. Πες μου εσύ ποιος είσαι, μόνος, εσύ ο ίδιος με δίχως όνομα; Μα εσύ ’σαι νέος κι εγώ είμαι γέρος. Ο πιο γέρος, αυτό είμαι. Προσέξτε τα λόγια μου, φίλοι μου: ο Τομ ήταν εδώ πριν από το ποτάμι και τα δέντρα· ο Τομ θυμάται την πρώτη σταγόνα της βροχής και το πρώτο βελανίδι. Έφτιαξε μονοπάτια πριν απ’ τους Μεγάλους Ανθρώπους κι είδε να φτάνουν οι μικρούληδες Άνθρωποι. Ήταν εδώ πριν απ’ τους Βασιλιάδες και τα μνήματα και τους βρικόλακες. Όταν τα Ξωτικά πέρασαν το δρόμο προς τη Δύση, ο Τομ ήταν κιόλας εδώ, πριν να γυρίσουν οι θάλασσες. Γνώριζε το σκοτάδι κάτω απ’ τ’ άστρα τότε που δεν έκρυβε φόβους — πριν να ’ρθει ο Σχοτεινός Άρχοντας απέξω.

Μια σκιά φάνηκε να περνά μπροστά απ’ το παράθυρο κι οι χόμπιτ έριξαν μια γρήγορη ματιά έξω από τα τζάμια. Όταν ξαναγύρισαν τα κεφάλια τους, η Χρυσομουριά στεκόταν πίσω στην πόρτα τριγυρισμένη από φως. Κρατούσε ένα κερί, προφυλάγοντας τη φλόγα του απ’ το ρεύμα με την παλάμη της· και το φως ξεχυνόταν από μέσα της σαν το φως του ήλιου μέσα από ένα κοχύλι.

— Η βροχή τέλειωσε, είπε· και τα καινούρια νερά κατηφορίζουν, κάτω απ’ το φως των άστρων. Τώρα ας χαρούμε κι ας γελάσουμε!

— Κι ας φάμε κι ας πιούμε! φώναξε ο Τομ. Οι μεγάλες ιστορίες φέρνουν δίψα. Κι όταν ακούς συνέχεια απ’ το πρωί ως το βράδυ, σε πιάνει πείνα.

Μ’ αυτά τα λόγια πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του και μ’ έναν πήδο πήρε ένα κερί πάνω από το τζάκι και το άναψε στη φλόγα που κρατούσε η Χρυσομουριά· μετά άρχισε να χορεύει γύρω απ’ το τραπέζι. Ξαφνικά βγήκε πηδώντας απ’ την πόρτα κι εξαφανίστηκε.

Γρήγορα γύρισε κρατώντας ένα μεγάλο φορτωμένο δίσκο. Έπειτα ο Τομ κι η Χρυσομουριά έστρωσαν το τραπέζι· κι οι χόμπιτ κάθονταν μισοθαυμάζοντας και μισογελώντας: τόσο ωραία ήταν η χάρη της Χρυσομουριάς και τόσο χαρούμενα κι αλλόκοτα ήταν τα καμώματα του Τομ. Κι όμως, με κάποιο τρόπο, φαίνονταν να χορεύουν ένα χορό, χωρίς ο ένας να εμποδίζει τον άλλο, μέσα κι έξω στο δωμάτιο και γύρω γύρω στο τραπέζι. Κι ώσπου να πεις τρία το φαγητό και τα πιάτα και τα φώτα μπήκαν στη θέση τους. Το τραπέζι φεγγοβολούσε απ’ τα κεριά, άσπρα και κίτρινα. Ο Τομ υποκλίθηκε στους ξένους του.

— Το φαγητό είναι έτοιμο, είπε η Χρυσομουριά.

Κι οι χόμπιτ τώρα είδαν πως ήταν ντυμένη ολόκληρη στα ασημένια, με ζώνη λευκή και τα παπούτσια της ήταν σαν τα λέπια των ψαριών. Ο Τομ όμως ήταν όλος γαλάζιος, γαλάζιος σαν τα φρεσκοπλυμένα απ’ τη βροχή μη-με-λησμόνει κι οι κάλτσες του ήταν πράσινες.

Ήταν ένα τραπέζι ακόμα καλύτερο κι απ’ το προηγούμενο. Οι χόμπιτ, κάτω απ’ τη μαγεία των λόγων του Τομ, μπορεί και να είχαν χάσει ένα γεύμα ή και περισσότερα, μα όταν το φαγητό βρέθηκε μπροστά τους, τους φάνηκε πως είχαν απ’ την περασμένη βδομάδα να φάνε. Για λίγο ούτε τραγουδούσαν ούτε καν πολυμιλούσαν, αλλ’ αφοσιώθηκαν προσεχτικά στη δουλειά. Μα ύστερα από λίγη ώρα οι καρδιές κι η διάθεσή τους έφτιαξαν πάλι κι οι φωνές τους αντήχησαν εύθυμες και γελαστές.

Αφού έφαγαν, η Χρυσομουριά τους είπε πολλά τραγούδια, τραγούδια που ξεκινούσαν εύθυμα πάνω στους λόφους κι έπεφταν μαλακά στη σιωπή. Και στις σιωπές έβλεπαν με τη φαντασία τους λίμνες και νερά, πιο πλατιά απ’ ό,τι ήξεραν και, σκύβοντας μέσα, έβλεπαν τον ουρανό από κάτω και τ’ άστρα σαν διαμάντια στα βάθη του. Τότε γι’ άλλη μια φορά τους ευχήθηκε, στον καθένα ξεχωριστά, καληνύχτα και τους άφησε κοντά στο τζάκι. Τώρα όμως ο Τομ έδειχνε εντελώς ξύπνιος κι είχε ένα σωρό ερωτήσεις να κάνει.

Έδειχνε πως ήξερε κιόλας πολλά γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους, και στ’ αλήθεια να γνωρίζει πολλά απ’ όλη την ιστορία και τα γεγονότα του Σάιρ, πέρα βαθιά από μέρες που κι αυτοί οι ίδιοι οι χόμπιτ μόλις και τις θυμόνταν. Αυτό δεν τους προξενούσε έκπληξη πια· μα ο Τομ δεν τους έκρυψε πως χρωστούσε τις όψιμες γνώσεις του κυρίως στον Τσιφλικά Μάγκοτ, που φαινόταν να τον θεωρεί πρόσωπο πιο σπουδαίο απ’ ό,τι είχαν φανταστεί.

— Έχει γη κάτω απ’ τα γέρικά του πόδια και πηλό στα δάχτυλά του· σοφία στα κόκαλά του, και τα δυο του μάτια ανοιχτά, είπε ο Τομ.

Κι ήταν ακόμα φανερό πως ο Τομ είχε δοσοληψίες με τα Ξωτικά και φαινόταν πως, με κάποιο τρόπο, είχε πάρει νέα απ’ τον Γκίλντορ σχετικά με τη φυγή του Φρόντο.

Κι αλήθεια τόσα πολλά ήξερε ο Τομ και τόσο επιδέξιες ήταν οι ερωτήσεις του, που ο Φρόντο βρέθηκε να του λέει για τον Μπίλμπο, για τις δικές του ελπίδες και τους φόβους του, περισσότερα απ’ όσα είχε πει ποτέ του και στον Γκάνταλφ ακόμα. Ο Τομ κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω και μια λάμψη φάνηκε στα μάτια του σαν άκουσε για τους Καβαλάρηδες.

— Για δείξε μου αυτό το πολύτιμο το Δαχτυλίδι! είπε ξαφνικά στη μέση της ιστορίας.

Κι ο Φρόντο, με μεγάλη του έκπληξη, τράβηξε έξω την αλυσιδούλα απ’ την τσέπη του και ξεκουμπώνοντας το Δαχτυλίδι το έδωσε αμέσως στον Τομ.

Αμέσως φάνηκε να μεγαλώνει όπως βρισκόταν για μια στιγμή στο μεγάλο μελαψό χέρι του. Τότε ξαφνικά το έβαλε στο μάτι του και γέλασε. Για μια στιγμή οι χόμπιτ είδαν το θέαμα, κωμικό και τρομαχτικό μαζί, του γαλάζιου ματιού να λάμπει μέσα από ένα χρυσό κύκλο. Έπειτα ο Τομ πέρασε το Δαχτυλίδι στην άκρη στο μικρό του δάχτυλο και το σήκωσε ψηλά στο φως των κεριών. Για μια στιγμή οι χόμπιτ δε βρήκαν τίποτα παράξενο σ’ αυτό. Μετά τους κόπηκε η ανάσα. Ο Τομ δε φαινόταν να εξαφανίζεται καθόλου!

Ο Τομ ξαναγέλασε κι ύστερα στριφογύρισε το Δαχτυλίδι στον αέρα — κι αυτό άστραψε κι εξαφανίστηκε. Ο Φρόντο έβγαλε μια φωνή — κι ο Τομ έγειρε μπροστά και του το έδωσε πίσω μ’ ένα χαμόγελο.

Ο Φρόντο το κοίταξε από κοντά κάπως ύποπτα (σαν κάποιον που έχει δανείσει κάτι σ’ έναν ταχυδακτυλουργό). Ήταν το ίδιο το Δαχτυλίδι, τουλάχιστον έδειχνε το ίδιο και βάραινε το ίδιο: γιατί το Δαχτυλίδι εκείνο πάντα φαινόταν στο Φρόντο να ζυγίζει παράξενα βαρύ στο χέρι. Κάτι όμως τον έσπρωξε να βεβαιωθεί. Ήταν ίσως λιγάκι ενοχλημένος με τον Τομ που έδειχνε να παίρνει τόσο επιπόλαια κάτι, που ακόμα κι ο Γκάνταλφ θεωρούσε τόσο επικίνδυνα σπουδαίο. Περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία, όταν η κουβέντα πήρε δρόμο πάλι κι ο Τομ του έλεγε μια αστεία ιστορία για ασβούς και τους παράξενους τρόπους τους — και τότε πέρασε το Δαχτυλίδι στο χέρι του.

Ο Μέρι γύρισε προς το μέρος του να πει κάτι και τινάχτηκε κι έπνιξε μια φωνή. Ο Φρόντο ήταν ενθουσιασμένος (κατά κάποιο τρόπο): εντάξει, αυτό ήταν το δαχτυλίδι του, γιατί ο Μέρι κοιτούσε μ’ ορθάνοιχτα μάτια την καρέκλα του κι ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να τον δει. Σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε σιγά σιγά απ’ τη φωτιά προς την εξώπορτα.

— Ε, εκεί! φώναξε ο Τομ, ρίχνοντας ένα βλέμμα προς το μέρος του με μάτια που έλαμπαν και τον έβλεπαν πολύ καλά. Ε! Έλα δω, Φρόντο! Για πού το ’βαλες; Ο γερο-Τομ Μπομπαντίλ δεν είναι ακόμα τόσο στραβός. Βγάλε το χρυσό σου δαχτυλίδι. Το χέρι σου είναι ωραιότερο δίχως αυτό. Έλα δω! Άσε το παιγνίδι σου κι έλα να καθίσεις πλάι μου. Πρέπει να μιλήσουμε λίγο ακόμα και να σκεφτούμε το πρωί. Ο Τομ πρέπει να σας μάθει το σωστό δρόμο, για να μην πλανηθούν τα πόδια σας.

Ο Φρόντο γέλασε (προσπαθώντας να νιώσει ευχαριστημένος) και, βγάζοντας το Δαχτυλίδι, ξανακάθισε. Ο Τομ τώρα τους είπε πως υπολόγιζε ότι ο Ήλιος θα έλαμπε αύριο και θα ήταν ωραίο το πρωινό και το ξεκίνημά τους ελπιδοφόρο. Καλά θα ’καναν όμως να κινήσουν νωρίς· γιατί ο καιρός σ’ αυτή την περιοχή ήταν κάτι, που ούτε κι ο Τομ δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για πολύ· και μερικές φορές άλλαζε πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούσε ν’ αλλάξει το σακάκι του.

— Δεν εξουσιάζω τον καιρό, είπε, ούτε και κανένα πλάσμα απ’ όσα περπατούν στα δυο τους πόδια τον εξουσιάζει.

Ακολουθώντας τις συμβουλές του αποφάσισαν να τραβήξουν κατά το Βοριά απ’ το σπίτι του και να περάσουν απ’ τις δυτικές και χαμηλότερες πλαγιές της Κοιλάδας: έτσι ίσως να κατάφερναν να βγουν στον Ανατολικό Δρόμο, ύστερα από μιας μέρας ταξίδι και ν’ αποφύγουν τους Θολωτούς Τάφους. Τους είπε να μη φοβούνται — μα να κοιτάνε τη δουλειά τους. — Να πηγαίνετε απ’ το πράσινο χορτάρι. Μην πάτε κι ανακατευτείτε με παλιές πέτρες ή παγωμένους βρικόλακες, ούτε να πάτε ψάχνοντας στα σπίτια τους, εκτός κι αν είσαστε δυνατοί, μ’ ατρόμητες καρδιές!

Αυτό τους το είπε παραπάνω από μια φορά· και τους συμβούλεψε να προσπερνούν τους θολωτούς τάφους απ’ τη δυτική μεριά, αν κατά τύχη βρεθούν κοντά σε κανέναν. Μετά τους έμαθε ένα ποιηματάκι να τραγουδούν, αν τυχόν, για κακή τους τύχη, πέσουν σε κανένα κίνδυνο την άλλη μέρα.

Έλα, Τομ Μπομπαντίλ! Έλα, Μπομπαντίλο!

Μα το δάσος, το νερό, το καλάμι, την ιτιά!

Μα τον ήλιο και το λόφο, το φεγγάρι, τη φωτιά!

Τομ, χανόμαστε, βοήθεια! Τρέξε, Μπομπαντίλο!

Αφού το τραγούδησαν όλοι μαζί μετά απ’ αυτόν, τους χτύπησε τον καθένα στον ώμο γελώντας και παίρνοντας κεριά τους οδήγησε πίσω στην κρεβατοκάμαρά τους.

Κεφάλαιο VIII ΟΜΙΧΛΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΟΛΩΤΩΝ ΤΑΦΩΝ

Εκείνη τη νύχτα δεν άκουσαν κανένα θόρυβο. Αλλά, είτε στα όνειρά του είτε έξω απ’ αυτά — δεν μπορούσε να το ξεκαθαρίσει — ο Φρόντο άκουγε ένα γλυκό τραγούδι ν’ αντηχεί μες στο μυαλό του: ένα τραγούδι που φαινόταν να έρχεται σαν χλωμό φως πίσω από μια γκρίζα βροχοκουρτίνα και να δυναμώνει και να κάνει την κουρτίνα ολόκληρη γυάλινη κι ασημιά, μέχρι που στο τέλος τραβιόταν πίσω και μια μακρινή πράσινη χώρα απλωνόταν μπροστά του λουσμένη στο φως του ήλιου που έβγαινε γοργά.

Το όραμα διαλύθηκε μες στο ξύπνημα· και να σου ο Τομ να σφυρίζει σαν δέντρο γεμάτο πουλιά. Ο ήλιος έστελνε κιόλας λοξές ακτίνες απ’ το λόφο κι έμπαινε απ’ το παράθυρο. Έξω όλα ήταν πράσινα και χρυσαφιά.

Μετά το πρωινό, που το έφαγαν πάλι μόνοι, ετοιμάστηκαν να πουν αντίο, με πολύ βαριά καρδιά για ένα τέτοιο πρωινό: δροσερό, λαμπερό, καθαρό κάτω από ένα χλωμό γαλάζιο φθινοπωριάτικο ουρανό. Τ’ αγέρι ερχόταν φρέσκο από Βορειοδυτικά. Τα νωθρά πόνυ τους είχαν σχεδόν ζωηρέψει· ρουθούνιζαν και κουνιόντουσαν ανυπόμονα. Ο Τομ βγήκε απ’ το σπίτι, ανέμισε το καπέλο του και χόρεψε στο κατώφλι, ορμηνεύοντας τους χόμπιτ να σηκωθούν και να φύγουν δίχως να καθυστερούν.

Καβάλησαν κι έφυγαν ακολουθώντας ένα μονοπάτι, που ξεκινούσε στριφογυριστό απ’ το σπίτι κι ανέβαινε λοξά προς το βορινό φρύδι του λόφου κι έβρισκε καταφύγιο από κάτω του. Μόλις είχαν ξεπεζέψει για να οδηγήσουν τα πόνυ πάνω στην τελευταία απότομη πλαγιά, όταν ξαφνικά ο Φρόντο σταμάτησε.

— Τη Χρυσομουριά! φώναξε. Την πεντάμορφη κυρά, ντυμένη στ’ ασημοπράσινα! Δεν την αποχαιρετίσαμε, ούτε την είδαμε από χτες το βράδυ!

Τόσο πολύ στενοχωρέθηκε, που γύρισε πίσω· αλλά εκείνη τη στιγμή μια καθάρια φωνή κατέβηκε κυματιστά από ψηλά. Εκεί, στο φρύδι του λόφου, στεκόταν εκείνη και τους έκανε νόημα: τα μαλλιά της κυμάτιζαν ξέπλεκα κι όπως έπιαναν τον ήλιο, άστραφταν και λαμπύριζαν. Ένα φως, σαν το γυάλισμα του νερού στη δροσερή χλόη, άστραφτε στα πόδια της όπως χόρευε.

Βιάστηκαν ν’ ανεβούν την τελευταία ανηφοριά και στάθηκαν με κομμένη την ανάσα δίπλα της. Υποκλίθηκαν, αλλ’ αυτή με μια κίνηση του χεριού της τους προσκάλεσε να ρίξουν μια ματιά γύρω· κι αυτοί κοίταξαν απ’ τη λοφοκορφή κι είδαν την περιοχή λουσμένη στο πρωινό φως. Κι ήταν τώρα όλα τόσο καθαρά κι η ορατότητα τόσο μεγάλη, όσο καταχνιασμένα και σκεπασμένα ήταν τότε που είχαν σταθεί στο λόφο μες στο Δάσος, που τώρα μπορούσαν να τον δουν να ξεπροβάλλει χλωμός και πράσινος ανάμεσα απ’ τα σκούρα δέντρα στη Δύση. Προς τα κείνη τη μεριά η περιοχή είχε δασωμένους γήλοφους, πράσινους, κίτρινους και κοκκινωπούς στο φως του ήλιου κι ύστερα, πιο πέρα, ήταν κρυμμένη η κοιλάδα του Μπράντιγουάιν. Στο Νοτιά, πάνω απ’ τη γραμμή του Ελικοπόταμου, φαινόταν μια μακρινή λάμψη, σαν χλωμό κρύσταλλο, στο σημείο που ο Ποταμός Μπράντιγουάιν έκανε μια μεγάλη καμπύλη και κυλούσε μακριά σε μέρη άγνωστα για τους χόμπιτ. Στο Βοριά, ύστερα απ’ την Κοιλάδα, η γη απλωνόταν κυματίζοντας σε πεδιάδες κι υψώματα γκρίζα και πράσινα και χλωμά χωμάτινα χρώματα μέχρι που ξεθώριαζε στο θαμπό βάθος. Στ’ ανατολικά υψωνόταν η Κοιλάδα με τους Θολωτούς Τάφους, η μια κορφή μετά την άλλη μες στο πρωινό και, πέρα από κει που βλέπει το μάτι, χανόταν και γινόταν υπόθεση: όχι παραπάνω από μια ιδέα γαλάζιο μ’ ένα μακρινό ασπρογυάλισμα, που μπλεκόταν με την άκρη τ’ ουρανού, που τους μιλούσε όμως και τους έλεγε, μέσ’ από αναμνήσεις και παλιές ιστορίες, για τα ψηλά μακρινά βουνά.

Πήραν μια βαθιά αναπνοή κι ένιωσαν πως ένα πηδηματάκι και μερικές γερές δρασκελιές μπορούσαν να τους πάνε όπου κι αν ήθελαν. Τους φαινόταν λαγόκαρδο να πάνε σιγά σιγά απ’ το πλάι, πάνω απ’ τις ζαρωμένες φούστες της Κοιλάδας, για το Δρόμο, ενώ θα ’πρεπε να πηδάνε, ζωηρά όπως ο Τομ, πάνω απ’ τα σκαλιά των λόφων ίσια για τα Βουνά.

Η Χρυσομουριά τους μίλησε κι έφερε πίσω τη ματιά και τη σκέψη τους.

— Καλό δρόμο τώρα, καλοί μου ξένοι! είπε. Κρατηθείτε στο σκοπό σας. Στο Βοριά, με τ’ αγέρι αριστερά σας και με την ευλογία μου στα βήματά σας! Βιαστείτε όσο που ο ήλιος λάμπει!

Και στο Φρόντο είπε:

— Αντίο, φίλε των Ηωτικών, ήταν ωραίο που ανταμώσαμε!

Μα ο Φρόντο δε βρήκε λόγια ν’ απαντήσει. Υποκλίθηκε βαθιά, ανέβηκε στο πόνυ και με τους φίλους του από πίσω, πήρε αργά την ομαλή κατηφοριά απ’ την άλλη μεριά του λόφου. Το σπίτι του Τομ Μπομπαντίλ κι η Κοιλάδα και το Δάσος χάθηκαν απ’ τα μάτια τους. Ο αέρας έγινε πιο ζεστός ανάμεσα στους πράσινους τοίχους των λόφων κι η μυρωδιά της χλόης ανέβαινε δυνατή και γλυκιά στην ανάσα τους. Όταν έφτασαν στο κάτω μέρος του πράσινου κοιλώματος, γύρισαν πίσω κι είδαν τη Χρυσομουριά, τώρα μικρή και λυγερή σαν ηλιολουσμένο λουλούδι στο φόντο τ’ ουρανού: στεκόταν ακόμα και τους κοίταζε και τα χέρια της ήταν απλωμένα προς το μέρος τους. Καθώς την κοίταζαν, έβγαλε μια καθάρια φωνή και. σηκώνοντας ψηλά το χέρι, γύρισε και χάθηκε πίσω απ’ το λόφο.


Ο δρόμος φιδογύριζε κάτω στο κοίλωμα και, στρίβοντας στα πόδια ενός απόκρημνου λόφου, βρέθηκαν σε μια βαθύτερη και πλατύτερη κοιλάδα κι έπειτα ανέβηκαν στις ράχες άλλων λόφων παρακάτω και κατέβηκαν τα μακρουλά τους πόδια και ξανά πάνω απ’ τις ομαλές πλευρές τους, πάνω σε νέες λοφοκορφές και σε νέες κοιλάδες. Πουθενά δε φαινόταν ούτε δέντρο ούτε νερό: το μέρος αυτό είχε γρασίδι και χαμηλά ζωηρά χόρτα κι ήταν σιωπηλό εκτός απ’ το ψιθύρισμα του ανέμου στις κορφές και τα μοναχικά κρωξίματα από άγνωστα πουλιά ψηλά. Όπως ταξίδευαν, ο ήλιος ανέβαινε κι άρχισε να κάνει ζέστη. Κάθε φορά που σκαρφάλωναν σε κάποια κορφή το αεράκι φαινόταν να έχει λιγοστέψει. Σαν τύχαινε να δουν λιγάκι την περιοχή δυτικά, το Δάσος φαινόταν να καπνίζει, λες κι η βροχή που είχε πέσει εξατμιζόταν ξανά απ’ τις φυλλωσιές, τις ρίζες και τη μαλακωμένη γη. Μια σκιά απλωνόταν τώρα γύρω γύρω στον ορίζοντα, μια σκοτεινή θολούρα κι από πάνω ο ουρανός έμοιαζε γαλάζιος σκούρος, ζεστός και βαρύς.

Κατά το μεσημέρι έφτασαν σ’ ένα λόφο που η κορφή του ήταν πλατιά κι ισοπεδωμένη, σαν ένα ξέβαθο πιάτο με πράσινες ανασηκωμένες άκρες. Μέσα ο αέρας δε σάλευε κι ο ουρανός φαινόταν κοντά στα κεφάλια τους. Πέρασαν απέναντι και κοίταξαν προς το Βοριά. Τότε αναθάρρεψαν, γιατί φαινόταν καθαρά πως είχαν κιόλας προχωρήσει περισσότερο απ’ όσο περίμεναν. Βέβαια, οι αποστάσεις όλες είχαν τώρα γίνει θαμπές κι απατηλές, μα δεν υπήρχε αμφιβολία πως η Κοιλάδα των Θολωτών Τάφων τελείωνε. Ένα μακρόστενο φαράγγι βρισκόταν κάτωθέ τους. Πήγαινε στριφτά προς το Βοριά, μέχρι που έφτανε σ’ ένα άνοιγμα ανάμεσα σε δυο απόκρημνες πλαγιές. Πέρα από κει δε φαινόταν να υπάρχουν άλλοι λόφοι. Στο Βοριά μπορούσαν αμυδρά να διακρίνουν μια μακριά σκουρόχρωμη γραμμή.

— Είναι γραμμή από δέντρα, είπε ο Μέρι, και θα πρέπει να είναι σημάδι του Δρόμου. Γιατί σ’ όλο το μάκρος, για πολλές λεύγες μετά τη Γέφυρα, φυτρώνουν δέντρα. Μερικοί λένε πως τα είχαν φυτέψει τον παλιό καιρό.

— Υπέροχα! είπε ο Φρόντο. Αν πάμε τόσο καλά το απόγευμα, όπως πήγαμε και το πρωί, θα έχουμε βγει απ’ την Κοιλάδα με τους Θολωτούς Τάφους πριν δύσει ο Ήλιος και θα γυρεύουμε μέρος για να περάσουμε τη νύχτα.

Μα εκεί όπως μίλαγε ακόμα, γύρισε τα μάτια του στην Ανατολή κι είδε πως σ’ εκείνη τη μεριά οι λόφοι ήταν ψηλότεροι και τους κοίταζαν από πάνω· και πως όλοι τους ήταν στεφανωμένοι με πράσινους τύμβους και σε μερικούς είχε όρθιες πέτρες, που έδειχναν προς τα πάνω σαν σπασμένα δόντια που ξεπετάγονται μέσ’ από πρασινισμένα ούλα.

Το θέαμα ήταν κάπως ανησυχητικό· γι’ αυτό γύρισαν τα μάτια τους αλλού και κατηφόρισαν στο βαθουλωμένο κύκλο. Στη μέση του στεκόταν μια μοναδική πέτρα, ψηλή κάτω απ’ τον κατακόρυφο ήλιο. Εκείνη την ώρα δεν έριχνε σκιά. Δεν είχε ορισμένο σχήμα κι όμως είχε κάποια σημασία: σαν ορόσημο ή δάχτυλο που φρουρούσε, ή, ακόμα πιο πολύ, σαν προειδοποίηση. Τώρα όμως ήταν πεινασμένοι κι ο ήλιος ακόμα βρισκόταν στ’ ατρόμητο μεσημέρι· έτσι ακούμπησαν τις πλάτες τους στην ανατολική μεριά της πέτρας. Ήταν δροσερή, λες κι ο ήλιος δεν είχε τη δύναμη να τη ζεστάνει, μα εκείνη την ώρα αυτό τους φάνηκε ευχάριστο. Εκεί έφαγαν κι έκαναν ένα τόσο καλό μεσημεριανό υπαίθριο φαγοπότι όσο δε γινόταν καλύτερο να επιθυμήσει κανείς. Γιατί το φαγητό προερχόταν από «κάτω από το Λόφο». Ο Τομ τους είχε εφοδιάσει με άφθονα πράγματα για μια άνετη μέρα. Τα πόνυ τους ξαλαφρωμένα τριγύριζαν στο χορτάρι.


Το ταξίδι ανάμεσα στους λόφους, και το χορταστικό φαΐ, ο ζεστός ήλιος κι η μυρωδιά του χορταριού, το ότι ξάπλωσαν λιγάκι παραπάνω κι άπλωσαν τα πόδια τους κοιτάζοντας τον ουρανό πάνω από τη μύτη τους: είναι, ίσως, αρκετά για να δικαιολογήσουν αυτό που έγινε. Πάντως, ό,τι κι αν έφταιξε: αυτοί ξύπνησαν απότομα κι άσχημα από έναν ύπνο που ποτέ τους δε λογάριαζαν να πάρουν. Η όρθια πέτρα ήταν παγωμένη κι έριχνε μια μακριά χλωμή σκιά, που απλωνόταν κατά την Ανατολή πάνωθέ τους. Ο ήλιος, χλωμός και κίτρινος νερουλιασμένος, θαμπογυάλιζε μέσ’ απ’ την ομίχλη ακριβώς πάνω απ’ το δυτικό τοίχο του «πιάτου» που ήταν ξαπλωμένοι· στο Βοριά, Νοτιά και στην Ανατολή πέρα απ’ τον τοίχο, η ομίχλη ήταν πηχτή, άσπρη και παγωμένη. Ο αέρας ήταν σιωπηλός, βαρύς και κρύος. Τα πόνυ τους στέκονταν κοντά κοντά μαζεμένα με τη κεφάλια κάτω.

Οι χόμπιτ πετάχτηκαν όρθιοι με τρόμο κι έτρεξαν στη δυτική άκρη. Διαπίστωσαν πως βρίσκονταν σ’ ένα νησί μες στην ομίχλη. Την ώρα που κοίταζαν έξω με απόγνωση τον ήλιο που έπεφτε, αυτός βούλιαξε, μπροστά στα μάτια τους, σε μια άσπρη θάλασσα. Μια παγωμένη γκρίζα σκιά ξεπετάχτηκε απ’ την Ανατολή πίσω. Η ομίχλη κύλησε, ανέβηκε στους τοίχους, σηκώθηκε πάνω απ’ αυτούς και, όπως ανέβαινε, έγειρε πάνω απ’ τα κεφάλια τους μέχρι που έγινε σαν οροφή: αυτοί ήταν κλεισμένοι σε μια μεγάλη αίθουσα από ομίχλη, που κεντρική κολόνα είχε την όρθια πέτρα.

Ένιωσαν λες και μια παγίδα έκλεινε γύρω τους· αλλά δεν έχασαν τελείως το θάρρος τους. Ακόμα θυμόντουσαν την ελπιδοφόρα γραμμή του Δρόμου που είχαν δει μπροστά κι ήξεραν ακόμα σε ποια μεριά βρισκόταν. Και, τόσο πολύ δεν τους άρεσε εκείνο το βαθουλωμένο μέρος γύρω απ’ την πέτρα, που ούτε τους πέρασε απ’ το μυαλό να μείνουν εκεί. Μάζεψαν τα πράγματά τους όσο πιο γρήγορα τα παγωμένα τους δάχτυλα μπορούσαν να δουλέψουν.

Σε λίγο οδηγούσαν τα πόνυ τους, το ένα πίσω από τ’ άλλο, πάνω απ’ τον τοίχο και κατηφόρισαν στη βορινή πλαγιά του λόφου, μέσα σε μια ομιχλιασμένη θάλασσα. Όσο κατέβαιναν τόσο η ομίχλη γινόταν και πιο παγωμένη και υγρή και τα μαλλιά τους κρέμονταν άψυχα κι έσταζαν στα μέτωπά τους. Όταν έφτασαν κάτω, έκανε τόσο κρύο, που σταμάτησαν κι έβγαλαν έξω τους μανδύες με τις κουκούλες, που κι αυτοί σε λίγο γέμισαν γκρίζες σταγόνες. Έπειτα, ανεβαίνοντας στα πόνυ τους, ξαναπήραν το δρόμο αργά, μαντεύοντας το δρόμο απ’ τ’ ανεβοκατεβάσματα της γης. Τραβούσαν, όσο πιο καλά μπορούσαν να υπολογίσουν, για κείνο το άνοιγμα στην απένατι άκρη, που έμοιαζε με πύλη, στο τέλος του μακρόστενου φαραγγιού που είχαν δει το πρωί. Σα θα περνούσαν το άνοιγμα, δε θα χρειαζόταν να κάνουν τίποτα, παρά μόνο να κρατούν όσο μπορούσαν σ’ ευθεία γραμμή την πορεία τους κι ήταν σίγουροι πως θα ’βρισκαν στο τέλος το Δρόμο. Οι σκέψεις τους δεν προχωρούσαν πέρα απ’ αυτό, εκτός από μια ακαθόριστη ελπίδα πως, ίσως, μακριά, πέρα απ’ την Κοιλάδα δε θα είχε ομίχλη.

Προχωρούσαν πολύ αργά. Για να μη χωριστούν και χαθούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, πήγαιναν στη γραμμή, με το Φρόντο μπροστά. Ο Σαμ ήταν πίσω του, μετά ερχόταν ο Πίπιν κι ύστερα ο Μέρι. Το φαράγγι φαινόταν να προχωράει ατέλειωτα. Ξαφνικά ο Φρόντο είδε ένα ελπιδοφόρο σημάδι. Κι απ’ τις δυο πλευρές μια σκοτεινιά άρχισε να διακρίνεται μέσ’ απ’ την ομίχλη και υπόθεσε πως πλησίαζαν επιτέλους το άνοιγμα ανάμεσα στους λόφους, τη βορινή πύλη της Κοιλάδας των Θολωτών Τάφων. Αν μπορούσαν να την περάσουν, θα ήταν ελεύθεροι. — Εμπρός! Ακολουθήστε με! φώναξε πίσω πάνω απ’ τον ώμο του κι άνοιξε το βήμα.

Μα γρήγορα η ελπίδα έγινε σάστισμα και φόβος. Τα μαύρα σημάδια έγιναν σκουρότερα, αλλά μίκρυναν· και ξαφνικά είδε να υψώνονται μπροστά του απειλητικά, γέρνοντας ελαφρά η μια προς την άλλη σαν παραστάδες μιας ακέφαλης πόρτας, δυο τεράστιες στητές πέτρες. Δε θυμόταν να είχε δει κανένα σημάδι σαν κι αυτές στην κοιλάδα, όταν είχε κοιτάξει απ’ το λόφο το πρωί. Πέρασε ανάμεσά τους σχεδόν χωρίς να το καταλάβει: και τη στιγμή που το ’κανε μια σκοτεινιά φάνηκε να πέφτει γύρω του. Το πόνυ του πισωρθώθηκε και χλιμίντρισε κι αυτός έπεσε κάτω. Όταν κοίταξε πίσω, διαπίστωσε πως ήταν μόνος: οι άλλοι δεν τον είχαν ακολουθήσει.

— Σαμ! φώναξε. Πίπιν! Μέρι! Ελάτε! Γιατί μένετε πίσω;

Καμιά απάντηση. Φόβος τον έπιασε. Έτρεξε πίσω και πέρασε τις πέτρες φωνάζοντας αγριεμένα:

— Σαμ! Σαμ! Μέρι! Πίπιν!

Το πόνυ το ’βαλε στα πόδια και χάθηκε μες στην ομίχλη. Από κάπου μακριά, ή έτσι φαινόταν, νόμισε πως άκουσε μια φωνή: «Ε! Φρόντο! Ε!» Ακουγόταν από μακριά ανατολικά, στ’ αριστερά του όπως στεκόταν κάτω απ’ τις μεγάλες πέτρες, τεντώνοντας τα μάτια και προσπαθώντας να δει μες στη σκοτεινιά. Όρμησε κατά το μέρος της φωνής και βρέθηκε ν’ ανεβαίνει έναν απότομο ανήφορο.

Αγκομαχώντας, φώναξε πάλι κι εξακολούθησε να φωνάζει όλο και πιο απεγνωσμένα· μα δεν έπαιρνε απάντηση γι’ αρκετή ώρα κι έπειτα του φάνηκε λες κι άκουσε αμυδρά και πολύ μακριά μπροστά και ψηλά, από πάνω του: «Φρόντο! Ε!» έφταναν οι φωνές αδύναμες μέσ’ απ’ την ομίχλη: κι ύστερα μια κραυγή που ακούστηκε σαν βοήθεια, βοήθεια! που επαναλαμβανόταν συνέχεια και τέλειωσε μ’ ένα τελευταίο βοήθεια σαν μακρόσυρτος θρήνος, που κόπηκε απότομα. Έτρεξε σκοντάφτοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε κατά τις φωνές· μα το φως είχε τώρα φύγει κι η νύχτα τον είχε σκεπάσει από παντού, έτσι που ήταν αδύνατο να είναι βέβαιος για την κατεύθυνση. Φαινόταν συνέχεια να σκαρφαλώνει όλο και πιο ψηλά.

Μονάχα η αλλαγή της γης σ’ επίπεδη στα πόδια του τον ειδοποίησε πότε επιτέλους έφτασε στην κορυφή μιας πλαγιάς ή λόφου. Ήταν κουρασμένος, ιδρωμένος και, μ’ όλ’ αυτά, παγωμένος. Ήταν πίσσα σκοτάδι.

— Πού είσαστε; φώναξε απελπισμένα.

Καμιά απάντηση. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Απότομα ένιωσε πως το κρύο δυνάμωνε κι ότι ψηλά εδώ άρχιζε να φυσά αέρας, ένας αέρας παγωμένος. Ο καιρός άλλαζε. Η ομίχλη έτρεχε τώρα κομματιασμένη μικρά μικρά κουρέλια. Η ανάσα του κάπνιζε και η σκοτεινιά ήταν λιγότερο κοντινή και πυκνή, Κοίταξε ψηλά κι είδε μ’ έκπληξη πως ξέθωρα αστέρια έβγαιναν ψηλά ανάμεσα στις τούφες απ’ τα βιαστικά σύννεφα και την ομίχλη. Ο αέρας άρχισε να σφυρίζει πάνω στο χορτάρι.

Νόμισε ξαφνικά πως άκουσε μια πνιγμένη φωνή και πήγε προς τα κει. Κι όπως προχωρούσε μπροστά, η ομίχλη μαζεύτηκε, σπρώχτηκε πέρα κι ο ουρανός με τ’ αστέρια ξεσκεπάστηκε. Με μια ματιά είδε πως τώρα έβλεπε στο νοτιά και πως βρισκόταν σε μια στρογγυλή λοφοκορφή, που θα ’πρεπε να την ανέβηκε απ’ το βοριά. Απ’ την ανατολή φυσούσε ένας τσουχτερός αέρας. Στα δεξιά του υψωνόταν, με φόντο τ’ αστέρια που ταξίδευαν στη δύση, μια σκοτεινή μαύρη σιλουέτα. Ένας μεγάλος θολωτός τάφος στεκόταν εκεί.

— Πού είσαστε; ξαναφώναξε θυμωμένος και φοβισμένος.

— Εδώ! είπε μια φωνή βαθιά και παγωμένη, που φαινόταν να βγαίνει μέσ’ από τη γη. Σε περιμένω!

— Όχι! είπε ο Φρόντο· μα δεν μπόρεσε να το βάλει στα πόδια.

Τα γόνατα του υποχώρησαν κι έπεσε στη γη. Δεν έγινε τίποτα. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Τρέμοντας, μόλις που πρόλαβε να κοιτάξει ψηλά και να δει μια ψηλή σκοτεινή μορφή σαν σκιά με τ’ άστρα πίσω της. Έγειρε πάνω του. Αυτός νόμισε πως είδε δυο μάτια πολύ παγωμένα, μόλο που έφεγγαν μ’ ένα χλωμό φως που φαινόταν να έρχεται από κάποιο απόμακρο βάθος. Τότε ένα χέρι τον άρπαξε, πιο δυνατά και παγωμένα κι από σίδερο. Το παγερό άγγιγμα τον πάγωσε μέχρι το κόκαλο κι έπαψε να θυμάται πια.

Σα συνήλθε πάλι, για μια στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα εκτός από μια αίσθηση τρόμου. Έπειτα, ξαφνικά, κατάλαβε πως ήταν φυλακισμένος, αιχμάλωτος χωρίς ελπίδα· βρισκόταν μέσα σ’ ένα θολωτό τάφο. Ένας Βρικόλακας των Θολωτών Τάφων τον είχε πιάσει και το πιο πιθανό ήταν πως βρισκόταν κιόλας κάτω από τα απαίσια μάγια των Βρικολάκων των Θολωτών Τάφων, που γι’ αυτά μιλούσαν ψιθυριστές ιστορίες. Δεν τολμούσε να κουνηθεί, μα καθόταν όπως είχε βρεθεί: με την πλάτη, ανάσκελα, πάνω σε μια παγωμένη πέτρα με τα χέρια του στο στήθος.

Αλλά, αν κι ο φόβος του ήταν τόσο μεγάλος που έμοιαζε ένα κομμάτι απ’ την ίδια τη σκοτεινιά που βρισκόταν γύρω του, βρήκε τον εαυτό του, όπως ήταν ξαπλωμένος, να συλλογιέται τον Μπίλμπο Μπάγκινς και τις ιστορίες του, τους περίπατους που έκαναν μαζί στα δρομάκια του Σάιρ και τις συζητήσεις τους για δρόμους και περιπέτειες. Υπάρχει ένας σπόρος θάρρος κρυμμένος (συχνά βαθιά, αυτό είναι αλήθεια) στην καρδιά και του πιο χοντρού και δειλού χόμπιτ, που περιμένει κάποιον έσχατο κι απελπισμένο κίνδυνο για να φυτρώσει. Ο Φρόντο δεν ήταν ούτε πολύ χοντρός, ούτε πολύ δειλός· και η αλήθεια ήταν, αν και δεν το ’ξερε, πως ο Μπίλμπο (και ο Γκάνταλφ) τον θεωρούσαν τον καλύτερο χόμπιτ του Σάιρ. Σκέφτηκε πως είχε φτάσει στο τέλος της περιπέτειάς του, τέλος φοβερό, αλλά η σκέψη αυτή τον σκλήρυνε. Βρήκε τον εαυτό του να σφίγγεται, λες και για το τελευταίο πήδημα· δεν ένιωθε πια άτονος σαν ανήμπορη λεία.

Όπως βρισκόταν εκεί και σκεφτόταν και γινόταν κύριος του εαυτού του, πρόσεξε πως, εντελώς ξαφνικά, το σκοτάδι άρχισε να υποχωρεί αργά: ένα χλωμό πράσινο φως δυνάμωνε γύρω του. Στην αρχή δεν του φανέρωνε σε τι είδους μέρος μέσα βρισκόταν, γιατί το φως φαινόταν να βγαίνει μέσ’ απ’ αυτόν τον ίδιο κι απ’ το πάτωμα δίπλα του και δεν είχε ακόμα φτάσει την οροφή ή τον τοίχο. Γύρισε το κεφάλι κι εκεί, στην παγωμένη φεγγοβολιά, είδε ξαπλωμένους δίπλα του το Σαμ, τον Πίπιν και το Μέρι. Ήταν ανάσκελα και τα πρόσωπά τους ήταν χλωμά σαν πεθαμένα: κι ήταν ντυμένοι στ’ άσπρα. Γύρω τους βρίσκονταν πολλοί θησαυροί, ίσως από χρυσάφι, αν και μ’ εκείνο το φως έδειχναν παγωμένοι κι αντιπαθητικοί. Στο κεφάλι τους ήταν περασμένα στεφάνια, χρυσές αλυσίδες γύρω απ’ τη μέση τους και στα δάχτυλά τους πολλά δαχτυλίδια. Σπαθιά βρίσκονταν στο πλευρό τους κι ασπίδες στα πόδια τους. Αλλά απ’ τη μια άκρη στην άλλη πάνω στους τρεις λαιμούς τους ήταν απλωμένο ένα μακρύ γυμνό σπαθί.


Ξαφνικά ένα τραγούδι άρχισε: ένα παγωμένο μουρμουρητό που υψωνόταν και χαμήλωνε. Η φωνή έμοιαζε μακρινή κι αμέτρητα λυπητερή. Πότε ανέβαινε λεπτή ψηλά στον αέρα και πότε έβγαινε σαν χαμηλό βογκητό μέσ’ από το χώμα. Μέσ’ από το ασχημάτιστο ρεύμα των λυπητερών μα φοβερών ήχων, σειρές από λέξεις πότε πότε σχηματίζονταν: άγριες, σκληρές, παγωμένες λέξεις, άκαρδες κι άθλιες. Η νύχτα παραπονιόταν για το πρωί, που το είχε στερηθεί και το κρύο καταριόταν τη ζέστη, που γι’ αυτή πεινούσε. Ο Φρόντο πάγωσε ως το κόκαλο. Έπειτα από λίγο το τραγούδι έγινε πιο καθαρό και με τρόμο στην καρδιά του κατάλαβε πως είχε γίνει μαγικό ξόρκι:

Πεθαμένα και κρύα ας μείνουν για πάντα κορμί και καρδιά.

Αξύπνητος κάτω απ’ την πλάκα ας είναι ο ύπνος

Στο κρεβάτι το πέτρινο δίχως φως, ζωή, ζεστασιά

Ώσπου μέρα να ’ρθει να σβηστούν το Φεγγάρι κι ο Ήλιος.

Στον κατάμαυρο αγέρα και τ’ αστέρια νεκρά ας χαθούν.

Κάθ’ ελπίδα ας σβήσει πως το φως θα ξανάρθει κι η μέρα.

Και τότε του μαύρου αφέντη τα χέρια μακριά θ’ απλωθούν

Και θα κάνουν δική τους τη θάλασσα και τη γη πέρα ως πέρα.

Άκουσε πίσω απ’ το κεφάλι του ένα τρίξιμο και κάτι σαν ξύσιμο. Ανασηκώθηκε στο ένα χέρι και κοίταξε. Τώρα, στο χλωμό φως, είδε πως όλοι βρίσκονταν σ’ ένα είδος διαδρόμου, που πίσω τους έστριβε σε μια γωνιά. Πίσω απ’ τη γωνία ένα μακρύ χέρι πήγαινε ψαχουλευτά, περπατώντας στα δάχτυλα, προς το Σαμ, που ήταν ξαπλωμένος πιο κοντά και προς τη λαβή του σπαθιού που ήταν ακουμπισμένο πάνω του.

Στην αρχή ο Φρόντο ένιωσε λες και στ’ αλήθεια είχε γίνει πέτρα με το μαγικό ξόρκι. Έπειτα μια τρελή σκέψη να δραπετεύσει του πέρασε απ’ το μυαλό. Αναρωτήθηκε μήπως, βάζοντας το Δαχτυλίδι, ο βρικόλακας δεν τον έβλεπε και μπορούσε να βρει κάποια διέξοδο. Φαντάστηκε τον εαυτό του να τρέχει ελεύθερος στο χορτάρι, κλαίγοντας το Μέρι, το Σαμ και τον Πίπιν, αυτός όμως ελεύθερος και ζωντανός. Κι ο Γκάνταλφ θα παραδεχόταν πως δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο που να μπορούσε να κάνει.

Αλλά το θάρρος μέσα του ήταν τώρα πολύ δυνατό: δεν μπορούσε ν’ αφήσει τους φίλους του έτσι εύκολα. Δίγνωμος, έψαχνε στην τσέπη του κι ύστερα πολέμησε ξανά τον εαυτό του. Κι όσο πάλευε μέσα του, το χέρι σερνόταν όλο και πιο κοντά. Ξαφνικά η απόφαση σκλήρυνε μέσα του κι άρπαξε ένα κοντό σπαθί που βρισκόταν πλάι του και γονατίζοντας έσκυψε πάνω απ’ τα κορμιά των συντρόφων του. Με όση δύναμη είχε, κάρφωσε κοντά στον καρπό το χέρι που σερνόταν και το χέρι κόπηκε· αλλά, την ίδια στιγμή- το σπαθί κομματιάστηκε ως τη λαβή. Μια στριγκλιά ακούστηκε και το φως εξαφανίστηκε. Μες στο σκοτάδι αντήχησε ένα εξαγριωμένο ουρλιαχτό.

Ο Φρόντο έπεσε μπροστά πάνω στο Μέρι κι ένιωσε το πρόσωπο του Μέρι παγωμένο. Εντελώς απότομα ξανάρθε στο μυαλό του, του είχε φύγει με την πρώτη εμφάνιση της ομίχλης, η θύμηση του σπιτιού κάτω από το Λόφο κι ο Τομ να τραγουδά. Θυμήθηκε τους στίχους που του είχε μάθει ο Τομ. Με φωνή μικρή κι απεγνωσμένη άρχισε: Έλα! Τομ Μπομπαντίλ! και λέγοντας αυτό το όνομα η φωνή του φάνηκε να δυναμώνει: είχε ήχο ζωηρό και γεμάτο κι ο σκοτεινός θάλαμος αντήχησε λες και χτυπούσε τύμπανο και τρουμπέτα.

Έλα, Τομ Μπομπαντίλ! Έλα, Μπομπαντίλο!

Μα το δάσος, το νερό, το καλάμι, την ιτιά!

Μα τον ήλιο και το λόφο, το φεγγάρι, τη φωτιά!

Τομ, χανόμαστε, βοήθεια! Τρέξε, Μπομπαντίλο!

Μια απότομη βαθιά σιωπή έπεσε κι ο Φρόντο μπορούσε ν’ ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του. Μετά από μια μακριά κι αργή στιγμή, άκουσε καθαρά, αλλά μακρινά, λες κι ερχόταν μέσ’ απ’ το χώμα, κάτω ή μέσα από χοντρούς τοίχους, μια φωνή που απαντούσε τραγουδώντας:

Ο γερο-Τομ είν’ ζωηρός, τρίλα λι λαλάκι,

Κίτρινες οι μπότες τον, γαλάζιο το σακάκι.

Ο Τομ δεν πιάστηκε ποτέ, γιατί είναι πάντα ο κύριος,

Έχει φτερά στα πόδια του και στο τραγούδι ανίκητος.

Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος, από πέτρες που κυλάνε και πέφτουν και, ξαφνικά, μπήκε φως μέσα, φως αληθινό, το απλό φως της μέρας. Ένα χαμηλό άνοιγμα σαν πόρτα φάνηκε στο βάθος του θαλάμου, πέρα απ’ τα πόδια του Φρόντο· και να σου και παρουσιάστηκε το κεφάλι του Τομ (καπέλο, φτερό κι όλα) στο φως του ήλιου που έβγαινε κόκκινος πίσω του. Το φως έπεσε χάμω πάνω στα πρόσωπα των τριών χόμπιτ που ήταν ξαπλωμένοι δίπλα στο Φρόντο. Δε σάλεψαν, αλλά το αρρωστημένο χρώμα τους είχε σβήσει. Τώρα φαίνονταν λες και κοιμόντουσαν βαθιά μόνο.

Ο Τομ έσκυψε, έβγαλε το καπέλο του και μπήκε στο σκοτεινό θάλαμο τραγουδώντας:

Έξω γερο-Βρικόλακα! Στο φως του ήλιου χάσου!

Λιώσε στο φως σαν καταχνιά, κλαίγε σαν καταιγίδα

Ψηλά στα άγρια βουνά, στης Ερημιάς τις χώρες!

Εδώ να μην ξαναφανείς! Τον τάφο σου ν’ αδειάσεις!

Σβήσε βαθιά στη λησμονιά, στ’ ανήλιαγα σκοτάδια

Πίσω από πόρτες σφαλιχτές, ώσπου να φτιάξει ο κόσμος.

Σ’ αυτά τα λόγια ακούστηκε ένα ουρλιαχτό κι ένα κομμάτι του θαλάμου στο βάθος γκρεμίστηκε με θόρυβο. Ύστερα ακούστηκε μια μακρόσυρτη φωνή, που έσβησε σ’ αμάντευτο βάθος, κι ύστερα σιωπή.

— Έλα, φίλε Φρόντο! είπε ο Τομ. Ας βγούμε έξω στο καθαρό χορτάρι! Πρέπει να με βοηθήσεις να τους κουβαλήσω.

Μαζί έβγαλαν έξω το Μέρι, τον Πίπιν και το Σαμ. Όπως ο Φρόντο άφηνε το θολωτό τάφο για τελευταία φορά, του φάνηκε πως είδε ένα κομμένο χέρι να σφαδάζει ακόμα, σαν πληγωμένη αράχνη, πάνω σ’ ένα σωρό πεσμένο χώμα. Ο Τομ ξαναμπήκε μέσα κι ακούστηκε πολύς θόρυβος από χτυπήματα και ποδοβολητά. Όταν βγήκε έξω κουβαλούσε στα χέρια του ένα μεγάλο μέρος απ’ το θησαυρό: πράγματα χρυσά, ασημένια, χάλκινα και μπρούντζινα· πολλές χάντρες, αλυσίδες και στολίδια με πετράδια. Ανέβηκε στον πράσινο τύμβο απάνω και τα άπλωσε όλα στο φως του ήλιου.

Εκεί στάθηκε με το καπέλο του στο χέρι και τ’ αγέρι στα μαλλιά και κοίταξε τους τρεις χόμπιτ κάτω, που τους είχαν ξαπλώσει ανάσκελα στη δυτική πλευρά του τύμβου. Σηκώνοντας το δεξί του χέρι είπε με καθαρή προστακτική φωνή:

Ξυπνήστε, φίλοι μου μικροί! Ακούστε τη φωνή μου!

Σώμα, καρδιά ζεστάθηκαν! Στο χώμα η κρύα πλάκα!

Η μαύρη πόρτα έπεσε. Νεκρό τ’ άσαρκο χέρι.

Η Νύχτα έσβησε κι αυτή. Ορθάνοιχτη είν’ η Πύλη!

Για μεγάλη χαρά του Φρόντο, οι χόμπιτ αναδεύτηκαν, τέντωσαν τα χέρια τους, έτριψαν τα μάτια τους και μετά, απότομα, πήδηξαν όρθιοι. Κοίταξαν γύρω απορημένοι, πρώτα το Φρόντο κι ύστερα τον Τομ, που στεκόταν εκεί, αυτοπροσώπως, στην κορφή του θολωτού τάφου πάνωθέ τους· κι έπειτα τους εαυτούς τους ντυμένους με λεπτά άσπρα κουρέλια, με στεφάνια και ζώνες από χλωμό χρυσάφι και χρυσαφικά που κουδούνιζαν σε κάθε τους κίνηση.

— Τι στο καλό; άρχισε ο Μέρι, αγγίζοντας το χρυσό στεφάνι, που του είχε πέσει πάνω στο ένα του μάτι.

Μετά σταμάτησε και μια σκιά απλώθηκε στο πρόσωπο του κι έκλεισε τα μάτια του.

— Βέβαια, θυμάμαι! είπε. Οι άνθρωποι του Καρν Ντουμ μας επιτέθηκαν τη νύχτα και νικηθήκαμε. Αχ! το δόρυ στην καρδιά μου!

Έπιασε το στήθος του.

— Όχι! Όχι! είπε, ανοίγοντας τα μάτια. Τι λέω; Ονειρευόμουνα. Πού πήγες, Φρόντο;

— Νόμισα πως ήμουν χαμένος, είπε ο Φρόντο· αλλά δε θέλω να μιλάω γι’ αυτό. Ας σκεφτούμε τι θα κάνουμε τώρα! Πάμε να φύγουμε!

— Ντυμένοι έτσι, κύριε; είπε ο Σαμ. Πού είναι τα ρούχα μου; Πέταξε το στεφάνι του, τη ζώνη και τα δαχτυλίδια στο χορτάρι και κοίταξε γύρω του αμήχανα, λες και περίμενε να βρει το μανδύα, το σακάκι, το παντελόνι και τ’ άλλα χομπιτόρουχα αφημένα κάπου εκεί κοντά.

— Δε θα τα ξαναβρείτε τα ρούχα σας, είπε ο Τομ, κατεβαίνοντας μ’ έναν πήδο απ’ το θολωτό τάφο, γελώντας και χορεύοντας γύρω τους στο φως του ήλιου.

Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως τίποτα επικίνδυνο ή φοβερό δεν είχε συμβεί· κι αλήθεια, ο τρόμος έσβησε απ’ τις καρδιές τους όπως τον κοίταξαν κι είδαν το χαρούμενο σπίθισμα των ματιών του.

— Τι θες να πεις; ρώτησε ο Πίπιν, κοιτάζοντάς τον, μισοαπορημένος και μισογελαστός. Γιατί όχι;

Μα ο Τομ κούνησε το κεφάλι του λέγοντας:

— Βρήκατε τους εαυτούς σας πάλι, μέσ’ απ’ τα βαθιά νερά. Τα ρούχα είναι μικρό χάσιμο, σαν γλιτώσατε το πνίξιμο. Να είσαστε χαρούμενοι, φίλοι μου, κι αφήστε τώρα το φως του ήλιου να ζεστάνει καρδιά και κορμί. Πετάξτε από πάνω σας αυτά τα παγωμένα κουρέλια! Τρέξτε γυμνοί στο χορτάρι. Ο Τομ θα πάει κυνήγι.

Τινάχτηκε μακριά και κατηφόρισε το λόφο με σφυρίγματα και φωνές. Κοιτάζοντας κάτω, πίσω του, ο Φρόντο τον είδε να τρέχει μακριά κατά το νοτιά, ακολουθώντας την πράσινη μικρή κοιλάδα ανάμεσα στο λόφο τους και στο διπλανό· κι ακόμα σφύριζε και φώναζε:

Ε! Τώρα! Για ελάτε! Πείτε μου πού τριγυρνάτε;

Πάνω, κάτω ή κοντά; Μακριά, εδώ, κει πέρα;

Μακραυτιά και Μαυρομύτη, Μακρονούρη, Μπάμκιν,

Ασπροπόδη μου μικρούλη και πιστέ μου χοντρο-Λάμκιν;

Έτσι τραγουδούσε, τρέχοντας γρήγορα, πετώντας το καπέλο του ψηλά και ξαναπιάνοντάς το, μέχρι που τον έκρυψε ένα υψωματάκι: αλλά για αρκετή ώρα το Ε! Τώρα! Για ελάτε! ερχόταν πίσω με τον άνεμο, που είχε γυρίσει νοτιάς.

Ο αέρας όσο πήγαινε και ξαναγινόταν ζεστός. Οι χόμπιτ έτρεξαν πέρα δώθε για λίγο στο χορτάρι, όπως τους είχε πει ο Τομ. Ύστερα ξάπλωσαν και λιάζονταν και το απολάμβαναν, σαν εκείνους που βρέθηκαν ξαφνικά από βαρύ χειμώνα σε μαλακό κλίμα, ή εκείνους που, αφού ήταν για πολύ καιρό άρρωστοι και κατάκοιτοι, ξυπνούν μια μέρα και βρίσκουν πως έχουν γίνει απρόσμενα καλά κι η μέρα είναι πάλι γεμάτη υποσχέσεις.

Όταν γύρισε ο Τομ ένιωθαν δυνατοί (και πεινασμένοι). Ξαναφάνηκε το καπέλο πρώτα, πάνω απ’ τη γραμμή του λόφου και πίσω του έρχονταν υπάκουα έξι πόνυ: τα πέντε τα δικά τους κι ένα ακόμα. Το τελευταίο ήταν σίγουρα ο χοντρο-Λάμκιν: αυτός ήταν μεγαλύτερος, δυνατότερος, χοντρότερος (και γεροντότερος) απ’ τα δικά τους πόνυ. Ο Μέρι, που ήταν δικά του, δεν τους είχε, στ’ αλήθεια, δώσει τέτοια ονόματα. Αλλά αυτά άκουγαν στα καινούρια ονόματα που τους είχε δώσει ο Τομ, σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Ο Τομ τα φώναξε ένα ένα κι αυτά σκαρφάλωσαν στην κορυφή και στάθηκαν στη σειρά. Τότε ο Τομ υποκλίθηκε στους χόμπιτ.

— Εδώ είναι τα πόνυ σας, τώρα! είπε. Έχουν πιο πολύ μυαλό (σε μερικές περιπτώσεις) απ’ ό,τι έχετε εσείς οι περιπλανώμενοι χόμπιτ — πιο πολύ μυαλό στη μύτη τους. Γιατί μυρίζονται τον κίνδυνο που υπάρχει μπροστά, ενώ εσείς πέφτετε μέσα· κι αν το βάλουν στα πόδια για να σωθούν, τρέχουν προς τη σωστή μεριά. Πρέπει να τα συγχωρέσετε όλα· γιατί αν κι οι καρδιές τους είναι πιστές, δεν είναι φτιαγμένα για ν’ αντιμετωπίζουν τον τρόμο των Βρικολάκων των Θολωτών Τάφων. Δείτε, να που ξανάρχονται φέρνοντας όλα τους τα φορτία.

Ο Μέρι, ο Σαμ κι ο Πίπιν τώρα ντύθηκαν με άλλα ρούχα, που είχαν στα μπαγκάζια τους· πολύ γρήγορα άρχισαν να σκάνε από τη ζέστη, γιατί υποχρεώθηκαν να φορέσουν από τα πιο χοντρά και ζεστά ρούχα, που είχαν φέρει για το χειμώνα που πλησίαζε.

— Από πού έρχεται αυτό το άλλο το γέρικο ζώο, αυτός ο χοντρο-Λάμκιν; ρώτησε ο Φρόντο.

— Είναι δικός μου, είπε ο Τομ. Ο τετράποδος φίλος μου· αν και σπάνια τον κάνω καβάλα και συχνά τριγυρίζει μακριά ελεύθερος στις λοφοπλαγιές. Όταν τα πόνυ σας έμειναν σπίτι μου, γνωρίστηκαν με το Λάμκιν· και τον μυρίστηκαν μες στη νύχτα κι έτρεξαν γρήγορα να τον συναντήσουν. Το είχα σκεφτεί πως θα ’ψαχνε να τα βρει και με τις σοφές κουβέντες του θα έδιωχνε το φόβο τους. Τώρα όμως, καλέ μου Λάμκιν, ο γερο-Τομ θα πάει καβάλα. Έι! Έρχεται μαζί σας μόνο και μόνο για να σας βάλει στο δρόμο· γι’ αυτό χρειάζεται ένα πόνυ. Γιατί δεν μπορείς να μιλάς σε χόμπιτ που πάν’ καβάλα, όταν εσύ πηγαίνεις με τα πόδια και λαχανιάζεις δίπλα τους.

Οι χόμπιτ καταχάρηκαν όταν τ’ άκουσαν κι ευχαρίστησαν τον Τομ πολλές φορές· μα αυτός γέλασε κι είπε πως τα κατάφερναν τόσο καλά στο να χάνουν το δρόμο τους, που δε θα ησύχαζε αν δεν τους έβλεπε να φτάνουν ασφαλισμένοι στα σύνορα της περιοχής του.

— Έχω δουλειές να κάνω, είπε: να φτιάχνω και να τραγουδώ, να μιλώ και να περπατώ και να προσέχω την περιοχή. Ο Τομ δεν μπορεί πάντα να βρίσκεται κοντά για ν’ ανοίγει πόρτες και χαραματιές στις ιτιές. Ο Τομ έχει σπίτι να νοιαστεί κι η Χρυσομουριά περιμένει.

Ήταν ακόμα αρκετά νωρίς, σύμφωνα με τον ήλιο, κάπου εννιά με δέκα το πρωί κι οι χόμπιτ θυμήθηκαν το φαΐ. Το τελευταίο τους γεύμα ήταν χτες το μεσημέρι κοντά στην όρθια πέτρα. Τώρα έφαγαν το πρωινό τους απ’ τα υπόλοιπα που τους είχε δώσει ο Τομ, που ήταν για το βραδινό τους, προσθέτοντας ό,τι είχε φέρει μαζί του ο Τομ. Δεν ήταν πολλά (αν λάβουμε υπόψη μας τους χόμπιτ και τις περιστάσεις), αλλά ένιωσαν καλύτερα. Την ώρα που έτρωγαν ο Τομ πήγε στο θολωτό τάφο κι έριξε μια ματιά στους θησαυρούς. Τους πιο πολλούς τους έκανε ένα σωρό που γυάλιζε και σπίθιζε πάνω στο χορτάρι. Και τους παράγγειλε να μείνουν εκεί «για όποιον τους βρει, πουλιά, ζώα, Ξωτικά ή Άνθρωποι κι όλα τα καλόγνωμα πλάσματα». Γιατί έτσι θα λύνονταν τα μάγια του θολωτού τάφου και θα διασκορπίζονταν και κανένας Βρικόλακας δε θα γύριζε ποτέ πίσω σ’ αυτόν. Διάλεξε για τον εαυτό του απ’ το σωρό μια καρφίτσα δεμένη με γαλάζιες πέτρες, σε πολλές αποχρώσεις σαν τα λουλούδια του λιναριού ή τα φτερά που έχουν οι γαλάζιες πεταλούδες. Την κοίταζε για πολλή ώρα, λες κι είχε συγκινηθεί από κάποια θύμηση. Τίναξε το κεφάλι του τέλος λέγοντας:

— Να ένα ωραίο παιγνίδι για τον Τομ και την κυρά του! Ήταν ωραία αυτή, που, πολύ παλιά, τη φορούσε στον ώμο της. Τώρα θα τη φοράει η Χρυσομουριά και δε θα την ξεχάσουμε ποτέ!

Για τον καθένα απ’ τους χόμπιτ διάλεξε ένα σπαθάκι μακρύ, σε σχήμα φύλλου και κοφτερό. Ήταν θαυμάσια φτιαγμένα και ψιλοδουλεμένα με σχέδια φιδιών κόκκινα και χρυσά. Λαμπύρισαν σαν τα τράβηξε απ’ τα μαύρα θηκάρια τους, που ήταν φτιαγμένα από κάποιο παράξενο μέταλλο, ελαφρό και δυνατό κι ήταν στολισμένα με πολλά φλόγινα πετράδια. Είτε από κάτι που είχαν τα θηκάρια είτε απ’ τα μάγια που ήταν ριγμένα στο θολωτό τάφο, οι λάμες έδειχναν απείραχτες απ’ τον καιρό, χωρίς σκουριές, κοφτερές και γυαλιστερές στον ήλιο.

— Τα αρχαία αυτά μαχαίρια έχουν αρκετό μάκρος για να γίνουν σπαθιά για χόμπιτ, είπε. Οι κοφτερές λάμες είναι καλή συντροφιά για τους χόμπιτ του Σάιρ, σα βγουν να πάνε στην Ανατολή, στο Νοτιά ή μακριά στο σκοτάδι και στον κίνδυνο.

Ύστερα τους είπε πως εκείνες οι λάμες φτιάχτηκαν, πάρα πολλά χρόνια πριν, απ’ τους Ανθρώπους της Δύσης: αυτοί ήταν εχθροί του Σκοτεινού Άρχοντα, αλλά νικήθηκαν απ’ το μοχθηρό βασιλιά του Καρν Ντουμ στη Γη της Άνγκμαρ.

— Πολλοί λίγοι τους θυμούνται τώρα, μουρμούρισε ο Τομ, κι όμως μερικοί πλανιόνται ακόμα, γιοι ξεχασμένων βασιλιάδων, και περπατούν στη μοναξιά, φρουρώντας απ’ το κακό λαούς που δεν είναι προσεκτικοί.

Οι χόμπιτ δεν κατάλαβαν τα λόγια του, αλλά, εκεί όπως μιλούσε, είδαν ένα όραμα, λες και υπήρχε μια μεγάλη έκταση από χρόνια πίσω τους, σαν μια τεράστια σκιερή πεδιάδα, που τη δρασκέλιζαν μορφές Ανθρώπων. Ήταν ψηλοί και βλοσυροί, μ’ αστραφτερά σπαθιά και τελευταίος ερχόταν ένας μ’ ένα αστέρι στο μέτωπό του. Ύστερα το όραμα ξεθώριασε και βρέθηκαν πάλι στον ηλιόλουστο κόσμο. Ήταν ώρα να ξεκινήσουν πάλι. Ετοιμάστηκαν, μάζεψαν τα μπαγκάζια τους και τα φόρτωσαν στα πόνυ. Τα καινούρια όπλα τους τα κρέμασαν στις δερμάτινες ζώνες τους κάτω απ’ τα σακάκια τους. Δεν ένιωθαν άνετα κι αναρωτιόντουσαν αν θα τους χρησίμευαν σε τίποτα. Το να χρειαστεί να πολεμήσουν δεν είχε περάσει, μέχρι τώρα, απ’ το μυαλό κανενός πως θα μπορούσε να είναι μια απ’ τις περιπέτειες, που θα τους έριχνε η φυγή τους.

Τέλος ξεκίνησαν. Κατέβασαν τα πόνυ τους απ’ το λόφο κι έπειτα, καβαλικεύοντας, τριπόδισαν γρήγορα μες στην κοιλάδα. Κοίταξαν πίσω κι είδαν την κορφή του αρχαίου θολωτού τάφου στο λόφο. Το φως του ήλιου πάνω στο χρυσάφι ανέβαινε σαν μια κίτρινη φλόγα. Ύστερα έστριψαν και την έχασαν απ’ τα μάτια τους.

Αν κι ο Φρόντο κοίταζε γύρω του παντού, δεν έβλεπε πουθενά κανένα σημάδι απ’ τις μεγάλες πέτρες, που στέκονταν σαν πύλη. Γρήγορα έφτασαν στο βορινό άνοιγμα και το πέρασαν γρήγορα. Η γη έφευγε κάτω απ’ τα πόδια τους. Ήταν ένα εύθυμο ταξίδι με τον Τομ Μπομπαντίλ να τριποδίζει με κέφι πλάι τους, πάνω στο χοντρο-Λάμκιν, που ήταν πολύ πιο ευκίνητος απ’ ό,τι έδειχναν οι διαστάσεις του. Την περισσότερη ώρα ο Τομ τραγουδούσε, κυρίως όμως ανοησίες ή ίσως κάποια παράξενη γλώσσα άγνωστη στους χόμπιτ· μια αρχαία γλώσσα, που οι λέξεις της ήταν βασικά λέξεις θαυμασμού κι απόλαυσης.

Προχωρούσαν μπροστά σταθερά, γρήγορα όμως είδαν πως ο Δρόμος ήταν πιο μακριά απ’ όσο είχαν φανταστεί. Ακόμα και χωρίς την ομίχλη, ο μεσημεριάτικος ύπνος τους θα τους είχε εμποδίσει να τον φτάσουν πριν πέσει η νύχτα την προηγούμενη μέρα. Η σκοτεινή γραμμή που είχαν δει δεν ήταν μια σειρά δέντρα, αλλά μια σειρά θάμνοι που φύτρωναν στην άκρη ενός υδατοφράχτη, που είχε έναν απόκρημνο τοίχο στην απέναντι πλευρά. Ο Τομ είπε πως κάποτε ήταν το σύνορο ενός κράτους, αλλά κάρα πολλά χρόνια πριν. Φάνηκε να θυμήθηκε κάτι λυπητερό, γι’ αυτό και δεν ήθελε να πει πολλά.

Κατέβηκαν μέσα, βγήκαν απ’ τ’ αυλάκι και πέρασαν ανάμεσα από ένα άνοιγμα στον τοίχο, και μετά ο Τομ γύρισε κατευθείαν προς το βοριά, γιατί πήγαιναν κάπως προς τη δύση. Η γη τώρα ήταν ανοιχτή και σχετικά πεδινή και τάχυναν το βήμα τους, αλλά ο ήλιος βασίλευε κιόλας όταν τέλος είδαν μια σειρά ψηλά δέντρα μπροστά και κατάλαβαν πως είχαν ξαναβρεί το Δρόμο ύστερα από πολλές απρόσμενες περιπέτειες. Κάλπασαν τα πόνυ τους στα τελευταία μέτρα και σταμάτησαν κάτω από τις μακρουλές σκιές των δέντρων. Βρίσκονταν στην κορφή μιας πλαγιάς κι ο Δρόμος, τώρα θαμπός όπως έπεφτε το βράδυ, φιδογύριζε μακριά κάτωθέ τους. Σ’ αυτό το σημείο πήγαινε σχεδόν από Νοτιοδυτικά Βορειοανατολικά και στα δεξιά τους χαμήλωνε γρήγορα μέσα σ’ ένα πλατύ κοίλωμα. Ήταν αυλακωμένος από ρόδες κι είχε πολλά σημάδια απ’ την πρόσφατη βροχή: λιμνούλες και λάκκους γεμάτους νερό.

Κατέβηκαν την πλαγιά και κοίταξαν πάνω και κάτω. Δε φαινόταν τίποτα.

— Λοιπόν, εδώ είμαστε πάλι, επιτέλους! είπε ο Φρόντο. Φαντάζομαι πως δε χάσαμε πάνω από δυο μέρες κόβοντας δρόμο μέσ’ απ’ το Δάσος. Αλλά ίσως η καθυστέρηση να μας βγει σε καλό — μπορεί να τους έκανε να χάσουν τα ίχνη μας.

Οι άλλοι τον κοίταξαν. Η σκιά του φόβου των Μαύρων Καβαλάρηδων έπεσε ξαφνικά πάλι απάνω τους. Απ’ τη στιγμή που είχαν μπει στο Δάσος σκέφτονταν κυρίως πώς να ξαναβγούν στο Δρόμο· μόνο τώρα, που βρισκόταν κάτω απ’ τα πόδια τους, θυμήθηκαν τον κίνδυνο που τους καταδίωκε και που ήταν πάρα πολύ πιθανό να τους είχε στήσει καρτέρι πάνω στον ίδιο το Δρόμο. Κοίταξαν ανήσυχα πίσω τον ήλιο που βασίλευε, μα ο Δρόμος ήταν καφετής και άδειος.

— Νομίζετε, ρώτησε ο Πίπιν διστακτικά, νομίζετε πως μπορεί να μας κυνηγήσουν απόψε;

— Όχι, ελπίζω όχι απόψε, απάντησε ο Τομ Μπομπαντίλ· ούτε ίσως αύριο. Αλλά δεν έχω εμπιστοσύνη στα προγνωστικά μου· γιατί δεν μπορώ να μιλήσω με σιγουριά. Για την Ανατολή οι γνώσεις μου είναι ελάχιστες. Ο Τομ δεν είναι κύριος των Καβαλάρηδων από τη Μαύρη Χώρα, που βρίσκεται πέρα, πολύ μακριά απ’ τη δική του.

Παρ’ όλ’ αυτά όμως, οι χόμπιτ θα ’θελαν να ερχόταν μαζί τους. Ένιωθαν πως. αν υπήρχε κάποιος, θα ήταν αυτός που θα ήξερε πώς ν’ αντιμετωπίσει τους Μαύρους Καβαλάρηδες. Τώρα σε λίγο θα έμπαιναν σε περιοχές τελείως άγνωστές τους, που βρίσκονταν πέρα απ’ όλους, εκτός απ’ τους πιο ξέθωρους κι απόμακρους θρύλους του Σάιρ. Καν, μες στο λυκόφως που έπεφτε, νοσταλγούσαν το σπίτι τους. Μια βαθιά μοναξιά και μια αίσθηση πως κάτι χάνουν τους είχε κυριέψει. Στέκονταν σιωπηλοί κι απρόθυμοι ν’ αρχίσουν τον τελευταίο αποχωρισμό και μόνο πολύ αργά κατάλαβαν πως ο Τομ τους αποχαιρετούσε και τους έλεγε να κάνουν κουράγιο και να συνεχίσουν ώσπου να πέσει το σκοτάδι χωρίς να σταματήσουν.

— Ο Τομ θα σας δώσει σωστές συμβουλές μέχρι που να περάσει αυτή η μέρα (μετά η δική σας τύχη πρέπει να έρθει μαζί σας και να σας οδηγεί): τέσσερα μίλια πιο κάτω στο Δρόμο θα βρείτε ένα χωριό, το Μπρι, κάτω από το Λόφο του Μπρι, με πόρτες που κοιτάνε προς τη Δύση. Εκεί θα βρείτε ένα παλιό πανδοχείο που το λένε Το Παιγνιδιάρικο Πόνυ. Ο Μπιρόχορτος ο Βουτυράτος είναι ο άξιός του κύριος. Εκεί μπορείτε να μείνετε τη νύχτα κι έπειτα το πρωινό θα σας δώσει κουράγιο για το δρόμο. Να έχετε θάρρος και να είσαστε προσεκτικοί! Βάλτε κουράγιο στην καρδιά κι εμπρός ν’ ανταμώσετε την τύχη σας!

Τον παρακάλεσαν να έρθει τουλάχιστο μέχρι το πανδοχείο και να πιει άλλη μια φορά μαζί τους· αλλ’ αυτός γέλασε κι αρνήθηκε λέγοντας:

Τον Τομ η χώρα εδώ τελειώνει· τα σύνορά της δεν περνά.

Ο Τομ στο σπίτι τον θα πάει· η Χρυσομουριά τον καρτερά.

Έπειτα γύρισε, πέταξε ψηλά το καπέλο του, πήδηξε στη ράχη του Λάμκιν, ανηφόρισε την πλαγιά κι έφυγε τραγουδώντας στο λυκόφως.

Οι χόμπιτ σκαρφάλωσαν στην πλαγιά και τον κοίταζαν μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους.

— Λυπάμαι που αποχωρίστηκα τον Κύριο Μπομπαντίλ, είπε ο Σαμ. Έχει μεγάλες πλάκες. Πάντως μου φαίνεται πως, ακόμα κι αν ταξιδέψουμε ως την άκρη της γης, δε θα βρούμε άλλον πιο καλό ή πιο παράξενο. Και δεν μπορώ να πω πως θα χαρώ να δω αυτό Το Παιγνιδιάρικο Πόνο που μας είπε. Ελπίζω να μοιάζει στον Πράσινο Δράκο της Πατρίδας εκεί μακριά! Τι σόι είναι ο κόσμος του Μπρι;

— Έχει χόμπιτ στο Μπρι, είπε ο Μέρι, μαζί με Μεγάλους Ανθρώπους. Θα ’λεγα πως μοιάζει με την πατρίδα αρκετά. Το Πόνο είναι, απ’ ό,τι λένε, καλό χάνι. Οι δικοί μου ταξιδεύουν εκεί πότε πότε.

— Μπορεί και να είναι ακριβώς όπως το θέλαμε, είπε ο Φρόντο, αλλά είναι οπωσδήποτε έξω από το Σάιρ. Μην πολυξανοιχτείτε σε κουβέντες! Παρακαλώ να θυμάστε — όλοι σας — πως το όνομα Μπάγκινς ΔΕΝ πρέπει να βγει απ’ το στόμα σας. Εγώ είμαι ο κύριος Κατωλοφίτης, αν χρειαστεί να δώσουμε όνομα.

Καβάλησαν τώρα τα πόνυ τους και προχώρησαν σιωπηλοί μες στο δειλινό. Το σκοτάδι έπεσε γρήγορα όπως προχωρούσαν αργά κατηφορίζοντας κι ανηφόριζοντας πάλι, μέχρι που τέλος είδαν φώτα να τρεμοσβήνουν σε κάποια απόσταση μπροστά.

Απέναντι τους υψώθηκε ο Λόφος του Μπρι φράζοντάς τους το δρόμο. Ένας σκοτεινός όγκος με φόντο τα ομιχλιασμένα αστέρια. Και κάτω απ’ τη δυτική πλευρά του φώλιαζε ένα μεγάλο χωριό. Τώρα βιάστηκαν κατά εκεί γυρεύοντας μονάχα να βρουν μια φωτιά και μια πόρτα ανάμεσα σ’ αυτούς και στη νύχτα.

Κεφάλαιο IX ΣΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑΡΙΚΟ ΠΟΝΥ

Το Μπρι ήταν το κεφαλοχώρι της περιοχής, μιας μικρής κατοικημένης περιφέρειας, σαν ένα νησί, με αδειανές εκτάσεις γύρω γύρω. Εκτός από το Μπρι, υπήρχαν το Σταντλ, στην άλλη μεριά του λόφου, το Κομπ, σε μια βαθιά κοιλάδα ανατολικά, και το Άρτσετ, στην άκρη του δάσους Τσέτγουντ. Απλωμένη γύρω απ’ το Λόφο του Μπρι και τα χωριά ήταν μια μικρή περιοχή με χωράφια κι εξημερωμένο δάσος, μόλις λιγοστά μίλια πλατιά.

Οι Άνθρωποι του Μπρι ήταν καστανοί, εύρωστοι και μάλλον κοντοί, εύθυμοι κι ανεξάρτητοι: δεν είχαν κανένα αφέντη πέρα απ’ τον εαυτό τους· ήταν πιο φίλοι και γνωστοί με τους Χόμπιτ, τους Νάνους, τα Ξωτικά και τους άλλους κάτοικους του κόσμου γύρω τους, απ’ ό,τι ήταν (ή είναι) οι συνηθισμένοι Μεγάλοι Άνθρωποι. Σύμφωνα με τις δικές τους ιστορίες κατοίκησαν πρώτοι εδώ κι ήταν απόγονοι των πρώτων Ανθρώπων που πλανήθηκαν ποτέ στη Δύση της Μέσης-Γης. Λίγοι είχαν επιζήσει μέσα απ’ τις αναταραχές των Αρχαίων Ημερών αλλά όταν οι Βασιλιάδες ξαναγύρισαν πάνω απ’ τη Μεγάλη Θάλασσα, βρήκαν τους κάτοικους του Μπρι ακόμα εκεί· κι ήταν ακόμα εκεί τώρα, που η ανάμνηση των παλιών βασιλιάδων είχε ξεθωριάσει στα χόρτα της γης.

Τον καιρό εκείνο δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι που να έχουν εγκατασταθεί τόσο μακριά προς τη Δύση, σε απόσταση εκατό λεύγες απ’ το Σάιρ. Στις άγριες όμως περιοχές πέρα απ’ το Μπρι ζούσαν κάτι παράξενοι νομάδες. Οι κάτοικοι του Μπρι τους έλεγαν Περιφερόμενους Φύλακες και δεν ήξεραν τίποτα για την καταγωγή τους. Ήταν ψηλότεροι και πιο μελαχρινοί απ’ τους ανθρώπους του Μπρι και λεγόταν πως έχουν παράξενες δυνάμεις στην όραση και στην ακοή και πως καταλαβαίνουν τις γλώσσες των ζώων και των πουλιών. Περιφερόντουσαν όπως ήθελαν στη Δύση και στην Ανατολή, σχεδόν ως πέρα στα Ομιχλιασμένα Βουνά· αλλά τώρα ήταν λιγοστοί και σπάνια εμφανίζονταν. Σαν έρχονταν, έφερναν νέα από μακριά κι έλεγαν παράξενες και λησμονημένες ιστορίες και τους άκουγαν πρόθυμα· αλλά οι κάτοικοι του Μπρι δεν έπιαναν φιλίες μαζί τους.

Ήταν επίσης και πολλές οικογένειες χόμπιτ στην περιοχή του Μπρι κι αυτοί ισχυρίζονταν πως ήταν η αρχαιότερη παροικία Χόμπιτ στον κόσμο, που ιδρύθηκε πολύ πριν περάσουν τον Μπράντιγουάιν και αποικίσουν το Σάιρ. Ζούσαν κυρίως στο Σταντλ αν και βρίσκονταν και μερικοί στο Μπρι, ιδιαίτερα στις ψηλότερες πλαγιές του λόφου, πάνω από τα σπίτια των Ανθρώπων. Οι Μεγάλοι Άνθρωποι κι οι Μικροί Άνθρωποι (όπως λεγόντουσαν μεταξύ τους) είχαν σχέσεις φιλικές και κοίταζαν ο καθένας τη δουλειά του με τον τρόπο του, αλλά κι οι δυο, πολύ σωστά, θεωρούσαν τους εαυτούς τους σαν απαραίτητα στοιχεία του Μπρι. Πουθενά αλλού στον κόσμο δε βρίσκεται αυτός ο παράξενος (αλλά εξαιρετικός) συνδυασμός.

Οι κάτοικοι του Μπρι, Μεγάλοι και Μικροί, δεν ταξίδευαν οι ίδιοι πολύ· και το κυριότερό τους ενδιαφέρον ήταν οι υποθέσεις των τεσσάρων χωριών. Πότε πότε οι χόμπιτ του Μπρι πήγαιναν ως το Μπάκλαντ ή την Ανατολική Μοίρα· αλλά, αν κι η μικρή τους χώρα δεν ήταν πιο μακριά από μιας μέρας δρόμο ανατολικά απ’ τη Γέφυρα του Μπράντιγουάιν, οι χόμπιτ του Σάιρ τώρα σπάνια επισκέφτονταν το Μπρι. Καμιά φορά κανένας απ’ το Μπάκλαντ ή κανένας ριψοκίνδυνος Τουκ ερχόταν στο πανδοχείο για μια δυο νύχτες, μα, ακόμα κι αυτό, συνηθιζόταν όλο και λιγότερο. Οι χόμπιτ του Σάιρ έλεγαν τους χόμπιτ του Μπρι, κι όποιους άλλους έμεναν πέρα απ’ τα σύνορα Ξενομερίτες, και λίγο νοιάζονταν γι’ αυτούς, γιατί τους θεωρούσαν βαρετούς κι άξεστους. Είναι πιθανό πως υπήρχαν πολύ περισσότεροι Ξενομερίτες σκορπισμένοι στα δυτικά του Κόσμου εκείνες τις μέρες, απ’ ό,τι φαντάζονταν οι κάτοικοι του Σάιρ. Μερικοί, χωρίς αμφιβολία, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από αλήτες, έτοιμοι να σκάψουν μια τρύπα σε μια οποιαδήποτε πλαγιά και να μείνουν εκεί μόνο όσο τους βόλευε. Αλλά στην περιοχή του Μπρι, οπωσδήποτε, οι χόμπιτ ήταν καθως πρέπει, ευκατάστατοι κι όχι περισσότερο χωριάτες απ’ τους μακρινούς τους συγγενείς που δεν ήταν Ξενομερίτες! Ακόμα δεν είχαν ξεχάσει πως ήταν ένας καιρός που το Σάιρ και το Μπρι είχαν πολλές δοσοληψίες. Κι όλοι ήξεραν πως στις φλέβες των Μπράντιμπακ έτρεχε αίμα απ’ το Μπρι.

Το χωριό του Μπρι είχε κάπου εκατό πέτρινα σπίτια τον Μεγάλων Ανθρώπων, κυρίως πάνω από το Δρόμο, που φώλιαζαν στη λοφοπλαγιά, με παράθυρα που έβλεπαν στη Δύση. Σ’ αυτή την πλευρά, κάνοντας πάνω από μισό κύκλο, ξεκινώντας απ’ το λόφο και γυρίζοντας πάλι πίσω σ’ αυτόν, υπήρχε ένας βαθύς υδατοφράχτης μ’ ένα χοντρό φράχτη στην εσωτερική πλευρά. Ο Δρόμος περνούσε από πάνω με μια υπερύψωση· αλλά στο σημείο που διαπερνούσε το φράχτη ήταν κλεισμένος με μια μεγάλη πύλη. Υπήρχε και μια άλλη πύλη στη νότια πλευρά εκεί που ο Δρόμος έβγαινε απ’ το χωριό. Οι πύλες έκλειναν μόλις έπεφτε η νύχτα· ακριβώς όμως από πίσω είχε μικρά σπιτάκια για τους φύλακες.

Κάτω στο Δρόμο, εκεί που έστριβε δεξιά για να πάει γύρω απ’ τους πρόποδες του λόφου, βρισκόταν ένα μεγάλο πανδοχείο. Είχε χτιστεί πολύ παλιά, τότε που η κίνηση στους δρόμους ήταν πολύ πιο μεγάλη. Γιατί το Μπρι στεκόταν σ’ ένα παλιό σταυροδρόμι· κι άλλος ένας αρχαίος δρόμος διασταυρωνόταν με τον Ανατολικό Δρόμο ακριβώς έξω απ’ τον υδατοφράχτη στη δυτική άκρη του χωριού· και στις παλιότερες μέρες Άνθρωποι κι άλλος κόσμος, κάθε λογής, ταξίδευαν πολύ σ’ αυτόν. Παράξενο σαν νέα απ’ το Μπρι ήταν μια φράση που λεγόταν ακόμα στην Ανατολική Μοίρα, που προερχόταν από εκείνες τις μέρες, τότε που νέα απ’ το Βοριά, το Νοτιά και την Ανατολή ακούγονταν στο πανδοχείο και τότε που οι χόμπιτ του Σάιρ συνήθιζαν να πηγαίνουν συχνότερα να τ’ ακούν. Αλλά οι Χώρες του Βοριά ήταν ερημωμένες εδώ και πολλά χρόνια και τώρα σπάνια χρησιμοποιούσαν το Βορινό Δρόμο: ήταν φυτρωμένος χορτάρια και οι κάτοικοι του Μπρι τον έλεγαν ο Πράσινος Δρόμος.

Το Πανδοχείο του Μπρι ήταν όμως ακόμα εκεί κι ο πανδοχέας ήταν ένα σπουδαίο πρόσωπο. Το χάνι του ήταν το στέκι που αντάμωναν όλοι οι αργόσχολοι, οι φλύαροι κι οι περίεργοι απ’ τους κατοίκους, μεγάλους και μικρούς, κι απ’ τα τέσσερα χωριά. Ήταν το καταφύγιο των Περιφερόμενων Φυλάκων κι άλλων σαν κι αυτούς κι όλων των περαστικών που ακόμα ταξίδευαν στον Ανατολικό Δρόμο πηγαίνοντας και γυρίζοντας απ’ τα Βουνά.

Ήταν σκοτεινά, κι άσπρα αστέρια έλαμπαν, όταν ο Φρόντο κι οι σύντροφοι του έφτασαν επιτέλους στο σταυροδρόμι του Πράσινου Δρόμου και πλησίασαν το χωριό. Έφτασαν στη Δυτική Πύλη και τη βρήκαν κλειστή, αλλά στην πόρτα του σπιτιού του φύλακα πίσω της, καθόταν ένας άνθρωπος. Πήδηξε όρθιος και πήγε κι έφερε ένα φανάρι και τους κοίταξε πάνω απ’ την πύλη μ’ έκπληξη.

— Τι θέλετε κι από πού ερχόσαστε; ρώτησε τραχιά.

— Ερχόμαστε για το χάνι εδώ, απάντησε ο Φρόντο. Ταξιδεύουμε για την Ανατολή και δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω απόψε.

— Χόμπιτ! Τέσσερις χόμπιτ! Και μάλιστα απ’ το Σάιρ καταπώς δείχνει η μιλιά τους, είπε ο φύλακας σιγανά, λες και μιλούσε στον εαυτό του. Τους κοίταξε σκοτεινά για μια στιγμή κι έπειτα, αργά, άνοιξε την πόρτα και τους άφησε να περάσουν.

— Δε βλέπουμε συχνά κόσμο απ’ το Σάιρ να ταξιδεύει στο Δρόμο τη νύχτα, συνέχισε, όπως σταμάτησαν για μια στιγμή στην πόρτα του. Με το συμπάθιο, αλλά τι σόι δουλειά σας φέρνει ανατολικά απ’ το Μπρι! Ποιο είναι τ’ όνομά σας, μπορώ να ρωτήσω;

— Τα ονόματά μας και η δουλειά μας είναι δικός μας λογαριασμός, κι αυτό το μέρος δε μου φαίνεται κατάλληλο για να τα συζητήσουμε, είπε ο Φρόντο, που δεν του άρεσαν ούτε το πρόσωπο του ανθρώπου ούτε ο τόνος της φωνής του.

— Η δουλειά σας είναι δικός σας λογαριασμός, το δίχως άλλο, είπε ο άνθρωπος· μα είναι δουλειά μου να κάνω ερωτήσεις μετά τον ερχομό της νύχτας.

— Είμαστε χόμπιτ απ’ το Μπάκλαντ, και μας πέρασε απ’ το νου να ταξιδέψουμε και να μείνουμε στο πανδοχείο εδώ, μπήκε στη μέση ο Μέρι. Εγώ είμαι ο κύριος Μπράντιμπακ. Σου φτάνει αυτό; Ο κόσμος του Μπρι συνήθιζε να μιλάει ευγενικά στους ταξιδιώτες, έτσι είχα ακουστά τουλάχιστο.

— Εντάξει, εντάξει, είπε ο άνθρωπος. Δεν ήθελα να σας προσβάλω. Αλλά θα δείτε και μόνοι σας ίσως πως κι άλλοι, εκτός απ’ το γερο-Χάρι στην πύλη, θα σας κάνουν ερωτήσεις. Τριγυρίζει παράξενος κόσμος. Αν πάτε στο Πόνο θα δείτε πως δεν είσαστε οι μόνοι ξένοι.

Τους ευχήθηκε καληνύχτα κι αυτοί δεν είπαν τίποτα περισσότερο· αλλά ο Φρόντο μπορούσε να δει στο φως του φαναριού πως ο άνθρωπος τους κοίταζε ακόμα με περιέργεια. Χάρηκε που άκουσε την πύλη να κλείνει με θόρυβο πίσω τους, την ώρα που προχωρούσαν μπροστά. Αναρωτήθηκε γιατί ο άνθρωπος ήταν τόσο καχύποπτος και μήπως κανένας ρωτούσε να μάθει νέα για μια παρέα χόμπιτ. Μήπως ήταν ο Γκάνταλφ; Μπορεί και να ’χε φτάσει, τότε που καθυστέρησαν στο Δάσος και στην Κοιλάδα των Θολωτών Τάφων. Μα υπήρχε κάτι στη φωνή και στην όψη του φύλακα που τον ανησυχούσε.

Ο άνθρωπος κοίταξε τους χόμπιτ για μια στιγμή κι ύστερα γύρισε πίσω σπίτι του. Μόλις η πλάτη του γύρισε, μια μαύρη σιλουέτα σκαρφάλωσε γρήγορα πάνω από την πύλη κι ενώθηκε με τις σκιές του δρόμου του χωριού.

Οι χόμπιτ ανέβηκαν μια ομαλή ανηφοριά, πέρασαν μερικά μοναχικά σπίτια και σταμάτησαν έξω από το πανδοχείο. Τα σπίτια τους φαίνονταν μεγάλα και παράξενα. Ο Σαμ κοίταξε ψηλά το πανδοχείο με τα τρία πατώματα και τα πολλά παράθυρα κι ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει. Είχε φανταστεί τον εαυτό του να συναντά γίγαντες ψηλότερους από δέντρα κι άλλα πλάσματα ακόμα πιο τρομακτικά, κάποτε στη διάρκεια του ταξιδιού του· αλλά τη στιγμή εκείνη έβρισκε πως η πρώτη του γνωριμία με τους Ανθρώπους και τα ψηλά τους σπίτια ήταν αρκετή και, για να λέμε την αλήθεια, παραπάνω από αρκετή για το σκοτεινιασμένο τέλος μιας κουραστικής μέρας. Του φαινόταν πως έβλεπε μαύρα άλογα να στέκονται σελωμένα στις σκιές της αυλής του πανδοχείου και Μαύρους Καβαλάρηδες να κρυφοκοιτάνε πίσω απ’ τα σκοτεινά παράθυρα ψηλά.

— Δε φαντάζομαι να μείνουμε εδώ τη νύχτα, έτσι, κύριε; φώναξε. Αν υπάρχει χομπιτόκοσμος σ’ αυτά τα μέρη, γιατί δεν ψάχνουμε να βρούμε κανένα που να θέλει να μας πάρει; Θα ’ναι περισσότερο σαν στο σπίτι μας.

— Και τι έχει το πανδοχείο; είπε ο Φρόντο. Ο Τομ Μπομπαντίλ μάς το σύστησε. Φαντάζομαι πως θα ’ναι αρκετά βολικό μέσα.

Ακόμα κι απέξω το πανδοχείο έδειχνε ευχάριστο, σαν το συνήθιζαν τα μάτια σου. Η πρόσοψή του ήταν στο Δρόμο και είχε δυο πτέρυγες πίσω σε οικόπεδο μισοσκαμμένο στις χαμηλότερες πλαγιές του λόφου, έτσι που τα πίσω παράθυρα του δεύτερου πατώματος ήταν στο ύψος της γης. Μια φαρδιά καμάρα οδηγούσε σε μια αυλή ανάμεσα στις δυο πτέρυγες κι αριστερά κάτω απ’ την καμάρα βρισκόταν μια μεγάλη είσοδος που την έφτανες ανεβαίνοντας μερικά φαρδιά σκαλοπάτια.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή και φως έβγαινε έξω. Πάνω απ’ την καμάρα είχε ένα φανάρι κι από κάτω κουνιόταν μια μεγάλη ταμπέλα: ένα καλοθρεμμένο άσπρο πόνυ που στεκόταν στα πίσω πόδια όρθιο. Πάνω από την πόρτα ήταν γραμμένο με άσπρα γράμματα: ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑΡΙΚΟ ΠΟΝΥ του ΜΠΙΡΟΧΟΡΤΟΥ του ΒΟΥΤΥΡΑΤΟΥ. Πολλά από τα κάτω παράθυρα είχαν φώτα πίσω από χοντρές κουρτίνες.

Εκεί που κοντοστέκονταν έξω στο μισοσκόταδο, κάποιος άρχισε να τραγουδά ένα ζωηρό τραγούδι μέσα και πολλές κεφάτες φωνές ακολούθησαν δυνατά λέγοντας το ρεφρέν. Στάθηκαν ακούγοντας αυτή την ενθαρρυντική φασαρία για λίγο κι έπειτα ξεπέζεψαν. Το τραγούδι τέλειωσε κι ακούστηκαν γέλια και παλαμάκια. Οδήγησαν τα πόνυ τους κάτω απ’ την καμάρα και, αφήνοντας τα να στέκουν στην αυλή, ανέβηκαν τα σκαλιά. Ο Φρόντο πήγε μπροστά και παραλίγο να τρακάριζε μ’ έναν κοντόχοντρο άνθρωπο καραφλό και κοκκινοπρόσωπο. Φορούσε μια άσπρη ποδιά κι έβγαινε βιαστικά από μια πόρτα για να μπει σε μια άλλη, κουβαλώντας ένα δίσκο φορτωμένο με ποτήρια γεμάτα μπίρα.

— Μπορούμε... άρχισε ο Φρόντο.

— Μισό λεπτό, παρακαλώ! φώναξε ο άνθρωπος πάνω από τον ώμο του και χάθηκε μες στη χάβρα απ’ τις φωνές και σ’ ένα σύννεφο καπνού.

Σ’ ένα λεπτό ήταν πάλι έξω και σκούπιζε τα χέρια του στην ποδιά του.

— Καλησπέρα, μικρέ κύριε! είπε σκύβοντας κάτω. Τι θέλετε;

— Κρεβάτια για τέσσερις και σταύλο για πέντε πόνυ, αν γίνεται. Είστε ο κύριος Βουτυράτος;

— Πολύ σωστά! Μπιρόχορτος είναι τ’ όνομά μου. Μπιρόχορτος Βουτυράτος, στις διαταγές σας! Είστε από το Σάιρ, ε; είπε κι έπειτα ξαφνικά έβαλε το χέρι στο μέτωπο του, λες και προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι.

— Χόμπιτ! φώναξε. Τώρα τι μου θυμίζει αυτό; Μπορώ να ρωτήσω τα ονόματά σας, κύριε;

— Ο κύριος Τουκ κι ο κύριος Μπράντιμπακ, είπε ο Φρόντο· κι αυτός είναι ο Σαμ Γκάμγκη. Εμένα με λένε Κατωλοφίτη.

— Έλα τώρα! είπε ο κύριος Βουτυράτος, χτυπώντας τα δάχτυλά του. Μου ’φυγε πάλι! Αλλά θα μου ξανάρθει, σα θα ’χω ώρα να σκεφτώ. Έχω λιώσει στα πόδια μου· αλλά θα δω τι μπορώ να κάνω για σας. Δεν έχουμε συχνά ξένους απ’ το Σάιρ αυτόν τον καιρό και θα λυπόμουνα αν δεν μπορούσα να σας καλωσορίσω. Μα είναι κιόλας τόσος κόσμος εδώ απόψε, που πολύ καιρό είχαμε να δούμε. Ή που θα ψιχαλίζει ή που θα ρίχνει καρεκλοπόδαρα, όπως λέμε εμείς στο Μπρι.

— Ε! Νομπ! φώναξε. Πού είσαι, αργοκίνητε μαλλιαροπόδη; Νομπ!

— Έρχομαι, κύριε! Έρχομαι.

Ένας γελαστός χόμπιτ πετάχτηκε από μια πόρτα και βλέποντας τους ταξιδιώτες, σταμάτησε απότομα και τους κοίταζε με μεγάλο ενδιαφέρον.

— Πού είναι ο Μπομπ; ρώτησε ο ξενοδόχος. Δεν ξέρεις; Λοιπόν, βρες τον! Και κάνε γρήγορα! Δεν έχω ούτε έξι πόδια ούτε έξι μάτια! Πες στον Μπομπ πως είναι πέντε πόνυ για το σταύλο. Πρέπει να τα βολέψει όπως μπορεί.

Ο Νομπ έφυγε τρέχοντας, χαμογελώντας και κλείνοντάς τους το μάτι.

— Λοιπόν, τώρα, τι θα ’λεγα; είπε ο κύριος Βουτυράτος, χτυπώντας το κεφάλι του. Το ένα με κάνει και ξεχνάω το άλλο, που λέτε. Είναι μια παρέα που ήρθαν από τον Πράσινο Δρόμο, πέρα κάτω απ’ το Νοτιά χτες βράδυ —κι αυτό, εδώ που τα λέμε, ήταν αρκετά παράξενο. Μετά απόψε ήρθαν μια παρέα νάνοι ταξιδιώτες για τη Δύση. Και τώρα του λόγου σας. Αν δεν ήσασταν χόμπιτ, δεν είμαι σίγουρος πώς θα μπορούσαμε να σας βολέψουμε. Αλλά έχουμε ένα δυο δωμάτια στη βορινή πτέρυγα ειδικά καμωμένα για χόμπιτ, σα χτίστηκε αυτό εδώ. Στο ισόγειο, όπως αυτοί προτιμάνε συνήθως, με στρογγυλά παράθυρα κι όλα όπως τους αρέσουν. Ελπίζω πως θα βολευτείτε. Και είμαι σίγουρος πως θα θέλετε το βραδινό σας φαγητό. Θα το φέρουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Απ’ εδώ τώρα!

Τους οδήγησε στο βάθος του διαδρόμου κι άνοιξε μια πόρτα.

— Εδώ είναι μια ωραία μικρή τραπεζαρία! είπε. Ελπίζω να σας κάνει. Συγχωρέστε με τώρα. Είμαι πολύ απασχολημένος. Δεν έχω καιρό για κουβέντα. Πρέπει να πάρω τα πόδια μου. Σκληρή δουλειά για δυο πόδια, μα δε λέω ν’ αδυνατίσω. Θα ξαναπεράσω αργότερα. Αν χρειαστείτε τίποτα, χτυπήστε το κουδούνι κι ο Νομπ θα ’ρθει. Αν δεν έρχεται, χτυπήστε και φωνάξτε.

Έφυγε επιτέλους και τους άφησε να νιώθουν κάπως λαχανιασμένοι. Φαινόταν ικανός να μιλάει ασταμάτητα, όσο απασχολημένος κι αν ήταν.

Βρίσκονταν τώρα σ’ ένα μικρό και βολεμένο δωμάτιο. Μια ζωηρή φωτιά έκαιγε στο τζάκι και μπροστά είχε μερικές χαμηλές κι αναπαυτικές καρέκλες. Ένα στρογγυλό τραπέζι ήταν κιόλας στρωμένο μ’ ένα άσπρο τραπεζομάντιλο και πάνω του βρισκόταν ένα μεγάλο κουδούνι. Ο Νομπ, όμως, ο υπηρέτης χόμπιτ, ήρθε πολύ πριν να σκεφτούν να το χτυπήσουν. Έφερε κεριά κι ένα δίσκο γεμάτο πιάτα.

— Θέλετε να πιείτε τίποτα, κύριοι; ρώτησε. Και να σας δείξω και τις κρεβατοκάμαρες σας τώρα που ετοιμάζεται το φαγητό σας.

Είχαν πλυθεί κι είχαν κατεβάσει στη μέση τα ποτήρια τους με την μπίρα, όταν ξαναφάνηκαν ο κύριος Βουτυράτος κι ο Νομπ. Ώσπου ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, το τραπέζι στρώθηκε. Είχε ζεστή σούπα, κρύα κρέατα, μια τάρτα από βατόμουρα, φρέσκο ψωμί, βούτυρο και μισό κεφάλι ωραίο τυρί: καλό κι απλό φαγητό, όσο και στο Σάιρ, κι αρκετά σπιτικό για να διώξει και τις τελευταίες αμφιβολίες του Σαμ (που ήταν κιόλας αρκετά μαλακωμένος ύστερα απ’ την υπέροχη μπίρα).

Ο ξενοδόχος τριγύρισε από πάνω τους για λίγο κι έπειτα είπε να τους αφήσει.

— Δεν ξέρω αν θα θέλατε να ’ρθείτε με τους άλλους σαν τελειώσετε το φαγητό σας, είπε απ’ την πόρτα. Μπορεί να θέλετε να πάτε για ύπνο. Πάντως η παρέα πολύ θα χαρεί να σας καλωσορίσει αν το αποφασίζατε. Δεν μας έρχονται Ξενομερίτες — ταξιδιώτες απ’ το Σάιρ, θα ’πρεπε να πω, με το συμπάθιο, συχνά και μας αρέσει να μαθαίνουμε κανένα νέο ή καμιά ιστορία ή τραγούδι που να ξέρετε. Αλλά κάντε ό,τι σας αρέσει! Χτυπήστε το κουδούνι αν σας λείπει τίποτα!

Τόσο φρέσκοι και δυναμωμένοι ένιωσαν στο τέλος του φαγητού τους (περίπου τρία τέταρτα γερό φαΐ χωρίς να μιλάνε δίχως λόγο) που ο Φρόντο, ο Πίπιν κι ο Σαμ αποφάσισαν να πάνε να βρούνε τους άλλους. Ο Μέρι είπε πως θα ήταν αποπνικτικά εκεί μέσα.

— Θα καθίσω ήσυχα εδώ κοντά στη φωτιά για λίγο κι ίσως να βγω έξω αργότερα να πάρω λίγο αέρα. Το νου σας πώς μιλάτε και μην ξεχνάτε πως υποτίθεται πως φύγαμε στα κρυφά και πως ακόμα βρισκόσαστε στο δρόμο κι όχι πολύ μακριά απ’ το Σάιρ!

— Εντάξει! είπε ο Πίπιν. Το νου σου κι εσύ! Μη χαθείς και μην ξεχνάς πως είναι πιο ασφαλισμένα μέσα!

Η παρέα βρισκόταν στη σάλα του πανδοχείου. Εκεί ήταν μαζεμένοι ανάκατα πολλοί, διαπίστωσε ο Φρόντο, όταν τα μάτια του συνήθισαν στο φως, που προερχόταν κυρίως από μια δυνατή φωτιά, γιατί οι λάμπες που κρέμονταν απ’ τα δοκάρια ήταν θαμπές και μίσοπνιγμένες στον καπνό. Ο Μπιρόχορτος ο Βουτυράτος στεκόταν κοντά στη φωτιά και μιλούσε με δυο νάνους κι ένα δυο ξενοντυμένους ανθρώπους. Στους πάγκους κάθονταν διάφοροι: άνθρωποι του Μπρι, μια παρέα ντόπιοι χόμπιτ (που κάθονταν μαζί και κουβέντιαζαν, λίγοι νάνοι ακόμα κι άλλες θαμπές σιλουέτες, όχι ξεκάθαρες στις σκιές και στις γωνιές.

Μόλις μπήκαν οι χόμπιτ απ’ το Σάιρ, ακούστηκαν χορωδία τα καλωσορίσματα απ’ τους ντόπιους. Οι ξένοι, ιδιαίτερα εκείνοι που είχαν έρθει απ’ τον Πράσινο Δρόμο, τους κοίταζαν με περιέργεια. Ο ξενοδόχος σύστησε τους νεοφερμένους στους ντόπιους, τόσο γρήγορα που, αν κι έπιασαν πολλά ονόματα, σπάνια ήταν σίγουροι σε ποιους ανήκαν. Οι Άνθρωποι του Μπρι φαίνονταν όλοι να έχουν ονόματα απ’ τη φυτολογία (και, για τους κατοίκους του Σάιρ, κάπως παράξενα), όπως: Σπαρτόφωτος, Κατσικόχορτος, Ρεικοπόδαρος, Μηλαράτος, Γαϊδουράγκαθος, Φτεριάς (για να μην αναφέρουμε το Βουτυράτο). Μερικοί απ’ τους χόμπιτ είχαν παρόμοια ονόματα. Οι Πικρόθαμνοι, π.χ., φαίνονταν να είναι ένα σωρό. Αλλά οι πιο πολλοί απ’ αυτούς είχαν ονόματα απ’ τη φύση, όπως: Πλεύρας, Ασβόσπιτος, Μακρότρυπος, Αμμοκουβαλητής και Τουνελάτος, που πολλά απ’ αυτά τα είχαν και στο Σάιρ. Υπήρχαν πολλοί Κατωλοφίτες από το Σταντλ κι επειδή δεν μπορούσαν να διανοηθούν πώς είχαν κοινό όνομα χωρίς να ’ναι συγγενείς, πήραν το Φρόντο κοντά τους λες κι ήταν ο χαμένος τους ξάδελφος.

Οι χόμπιτ του Μπρι ήταν στ’ αλήθεια φιλικοί και περίεργοι κι ο Φρόντο γρήγορα κατάλαβε πως θα χρειαζόταν να δώσει κάποια εξήγηση για το τι έκανε. Άφησε να του ξεφύγει πως τον ενδιέφερε η ιστορία και η γεωγραφία (πράγμα που το δέχτηκαν με πολλά κουνήματα του κεφαλιού, αν και καμιά απ’ αυτές τις λέξεις δεν πολυχρησιμοποιόταν στη διάλεκτο του Μπρι). Είπε πως σκεφτόταν να γράψει ένα βιβλίο (αυτό το ακολούθησε σιωπηλή έκπληξη) και πως οι φίλοι του ήθελαν να μαζέψουν πληροφορίες για χόμπιτ που ζούσαν έξω από το Σάιρ, ιδιαίτερα στις ανατολικές περιοχές.

Σ’ αυτό μια χορωδία από φωνές ξέσπασε. Αν ο Φρόντο ήθελε στ’ αλήθεια να γράψει ένα βιβλίο και, αν είχε πολλά αυτιά, θα είχε μάθει αρκετά για κάμποσα κεφάλαια μέσα σε λίγα λεπτά. Και, λες κι αυτό δεν ήταν αρκετό, του έδωσαν έναν ολόκληρο κατάλογο ονόματα που άρχιζε: «Ο γεροΜπιρόχορτος εδώ», στον οποίο μπορούσε να πάει για περισσότερες πληροφορίες. Αλλά μετά από λίγη ώρα κι όπως ο Φρόντο δεν έδειχνε κανένα σημάδι πως θα γράψει το βιβλίο επί τόπου, οι χόμπιτ ξανάρχισαν τις ερωτήσεις τους για το Σάιρ. Ο Φρόντο δεν αποδείχτηκε πολύ ομιλητικός και γρήγορα βρέθηκε να κάθεται μόνος σε μια γωνιά, ν’ ακούει και να περιεργάζεται.

Οι Άνθρωποι και οι Νάνοι μιλούσαν κυρίως για μακρινά γεγονότα κι έλεγαν νέα απ’ εκείνα που είχαν αρχίσει να γίνονται πολύ συνηθισμένα. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά στο Νοτιά και φαινόταν πως οι Άνθρωποι που είχαν έρθει απ’ τον Πράσινο Δρόμο μετανάστευαν και γύρευαν τόπους που να μπορέσουν να βρουν λίγη ησυχία. Οι κάτοικοι του Μπρι τους συμπονούσαν μα φαινόταν καθαρά πως δεν ήταν και πολύ πρόθυμοι να δεχτούν πολλούς ξένους στη μικρή τους γη. Ένας απ’ τους ταξιδιώτες, ένας άσχημος κι αλλήθωρος τύπος, έκανε προβλέψεις πως όλο και πιο πολλοί άνθρωποι θα έρχονταν στο Βοριά κι όχι στο μακρινό μέλλον.

— Αν δε βρεθεί χώρος γι’ αυτούς, θα τον βρουν μόνοι τους. Έχουν δικαίωμα να ζήσουν, το ίδιο όπως κι ο άλλος κόσμος, είπε φωναχτά.

Οι ντόπιοι δεν έδειξαν να χαίρονται στη σκέψη αυτή.

Οι χόμπιτ δεν έδωσαν μεγάλη προσοχή σ’ όλ’ αυτά και, την ώρα εκείνη, δε φαίνονταν να έχουν σχέση με χόμπιτ. Οι Μεγάλοι Άνθρωποι δε θα γύρευαν να κατοικήσουν σε χομπιτότρυπες. Οι χόμπιτ έδειχναν περισσότερο ενδιαφέρον για το Σαμ και τον Πίπιν, που ένιωθαν τώρα εντελώς σαν στο σπίτι τους και κουβέντιαζαν ζωηρά γι’ αυτά που γίνονταν στο Σάιρ. Ο Πίπιν ξεσήκωνε ένα σωρό γέλια περιγράφοντας πώς κατάρρευσε το ταβάνι του Δημαρχείου του Μίσελ Ντέλβινγκ: ο Γουίλ ο Ασπροπόδης, ο Δήμαρχος, που ήταν κι ο πιο χοντρός χόμπιτ στη Δυτική Μοίρα, είχε θαφτεί μες στους σοβάδες κι είχε βγει έξω σαν αλευρωμένος λουκουμάς. Μα ήταν αρκετές ερωτήσεις που ανησυχούσαν λιγάκι το Φρόντο. Ένας απ’ τους ντόπιους, που φαινόταν πως είχε πάει στο Σάιρ αρκετές φορές, ήθελε να μάθει πώς ζούσαν οι Κατωλοφίτες και με ποιους συγγένευαν.

Ξαφνικά ο Φρόντο πρόσεξε έναν παράξενο ηλιοκαμένο άνθρωπο, που καθόταν στις σκιές κοντά στον τοίχο κι άκουγε κι αυτός με προσοχή τη χομπιτοκουβέντα. Είχε μια ψηλή κανάτα μπροστά του και κάπνιζε μια πίπα με μακρύ στέλεχος και παράξενο σκάλισμα. Είχε τα πόδια τεντωμένα μπροστά, δείχνοντας ψηλές μπότες από μαλακό δέρμα, που εφάρμοζαν καλά, αλλά που είχαν φορεθεί πολύ κι ήταν τώρα λασπωμένες. Ένας λεκιασμένος απ’ το ταξίδι μανδύας από σκούρο πράσινο ύφασμα ήταν τυλιγμένος καλά γύρω του και, παρ’ όλη τη ζέστη στο δωμάτιο, φορούσε μια κουκούλα που σκέπαζε το πρόσωπο του· αλλά η λάμψη των ματιών του φαινόταν, όπως παρακολουθούσε τους χόμπιτ.

— Ποιος είναι εκείνος; ρώτησε ο Φρόντο, όταν βρήκε ευκαιρία να ψιθυρίσει στον κύριο Βουτυράτο. Δε νομίζω πως τον σύστησες.

— Εκείνος; είπε ο ξενοδόχος, απαντώντας ψιθυριστά και ρίχνοντας ματιά χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. Δεν καλοξέρω. Είναι ένας απ’ αυτούς που περιπλανιούνται. Περιφερόμενους Φύλακες τους λέμε. Σπάνια να πει κουβέντα: όχι πως δεν μπορεί να πει καμιά παράξενη ιστορία σαν το θέλει. Χάνεται για κανένα μήνα ή χρόνο κι ύστερα ξαναπαρουσιάζεται. Μπαινόβγαινε εδώ πέρα πολύ συχνά πέρσι την άνοιξη· μα δεν τον πολυβλέπω να τριγυρίζει εδώ τώρα τελευταία. Ποιο είναι το σωστό του όνομα δεν έχω ποτέ ακούσει: μα εδώ γύρω τον ξέρουμε σαν Γοργοπόδαρο. Περπατάει με κάτι τόσες δρασκελιές μ’ αυτά τα μακριά του πόδια· αν και δε λέει σε κανένα τι έχει και βιάζεται. Μα δεν έχουν εξήγηση η Ανατολή κι η Δύση, όπως λέμε εμείς στο Μπρι, εννοώντας τους Περιφερόμενους Φύλακες και τους κάτοικους του Σάιρ, με το συμπάθιο. Περίεργο να με ρωτάτε γι’ αυτόν...

Αλλά εκείνη τη στιγμή φώναξαν τον κύριο Βουτυράτο, ζητώντας κι άλλη μπίρα και η τελευταία του κουβέντα έμεινε ανεξήγητη.

Ο Φρόντο βρήκε πως ο Γοργοπόδαρος τον κοίταζε τώρα, λες κι είχε ακούσει ή μαντέψει όλα όσα είχαν ειπωθεί. Σε λίγο, μ’ ένα κούνημα του χεριού και του κεφαλιού του, προσκάλεσε το Φρόντο να πάει και να καθίσει δίπλα του. Όπως ο Φρόντο πλησίαζε, έριξε πίσω την κουκούλα του φανερώνοντας ένα δασύ κεφάλι με μαύρα μαλλιά που είχαν και λίγο γκρίζο κι ένα ζευγάρι κοφτερά γκρίζα μάτια σ’ ένα χλωμό αυστηρό πρόσωπο.

— Με λένε Γοργοπόδαρο, είπε με χαμηλή φωνή. Χαίρομαι που σε συναντώ, κύριε Κατωλοφίτη, αν ο γερο-Βουτυράτος είπε σωστά τ’ όνομά σου.

— Το είπε, είπε ο Φρόντο ψυχρά. Δεν ένιωθε καθόλου άνετα κάτω απ’ το βλέμμα των διαπεραστικών εκείνων ματιών.

— Λοιπόν, κύριε Κατωλοφίτη, είπε ο Γοργοπόδαρος, αν ήμουν στη θέση σου θα σταματούσα τους νεαρούς σου φίλους απ’ το να μιλάνε τόσο πολύ. Το πιοτό, η φωτιά και το τυχαίο συναπάντημα είναι αρκετά ευχάριστα, μα να — εδώ δεν είναι το Σάιρ. Κυκλοφορούν αλλόκοτοι τύποι. Αν και δε μου πέφτει λόγος να μιλάω, μπορεί να σκεφτείς, πρόσθεσε μ’ ένα στραβό χαμόγελο, βλέποντας τα μάτια του Φρόντο. Και τώρα τελευταία έχουν περάσει ακόμα πιο παράξενοι ταξιδιώτες, συνέχισε, παρακολουθώντας το πρόσωπο του Φρόντο.

Ο Φρόντο του ανταπόδωσε τη ματιά, μα δεν είπε τίποτα· κι ο Γοργοπόδαρος δεν προχώρησε παρακάτω. Η προσοχή του φάνηκε ξαφνικά να καρφώνεται στον Πίπιν. Με τρόμο ο Φρόντο είδε πως ο μικρός ανόητος Τουκ, παίρνοντας θάρρος απ’ την επιτυχία του με το χοντρό-Δήμαρχο του Μίσελ Ντέλβινγκ, τώρα εξιστορούσε με αστείο τρόπο το αποχαιρετιστήριο πάρτι του Μπίλμπο. Εμιμείτο κιόλας το Λόγο και πλησίαζε στην εκπληκτική εξαφάνιση.

Ο Φρόντο ενοχλήθηκε. Η ιστορία ήταν αρκετά ακίνδυνη για τους περισσότερους ντόπιους χόμπιτ, το δίχως άλλο: μια αστεία ιστορία για κείνο τον αστείο κόσμο πέρα απ’ το Ποτάμι· αλλά μερικοί (ο γερο-Βουτυράτος παραδείγματος χάρη) ήξεραν κάτι παραπάνω και ήταν πολύ πιθανό να είχαν ακούσει από παλιά για την εξαφάνιση του Μπίλμπο. Θα έφερνε το όνομα Μπάγκινς στο νου τους, ιδιαίτερα αν είχαν ζητηθεί πληροφορίες στο Μπρι γι’ αυτό το όνομα.

Ο Φρόντο καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα κι αναρωτιόταν τι να κάνει. Ο Πίπιν ήταν φανερό πως πολύ χαιρόταν την προσοχή που του έδιναν και είχε τελείως ξεχάσει τον κίνδυνό τους. Ο Φρόντο φοβήθηκε ξαφνικά πως, στην τωρινή του διάθεση, θα μπορούσε ακόμα και να πει για το Δαχτυλίδι· κι αυτό θα ήταν σίγουρη καταστροφή.

— Θα ’κανες καλά να κάνεις κάτι γρήγορα! του ψιθύρισε ο Γοργοπόδαρος στ’ αυτί.

Ο Φρόντο πήδηξε όρθιος κι ανέβηκε σ’ ένα τραπέζι κι άρχισε να μιλάει. Η προσοχή του ακροατηρίου του Πίπιν έσπασε. Μερικοί απ’ τους χόμπιτ κοίταξαν το Φρόντο και γέλασαν και χτύπησαν παλαμάκια, νομίζοντας πως ο κύριος Κατωλοφίτης είχε πιει λίγη μπίρα παραπάνω.

Ο Φρόντο ξαφνικά ένιωσε πολύ γελοίος κι άρχισε (όπως το συνήθιζε σαν έβγαζε λόγο) να ψαχουλεύει τα πράγματα στην τσέπη του. Ψηλάφισε το Δαχτυλίδι στην αλυσίδα του και, εντελώς ανεξήγητα, του ήρθε η επιθυμία να το φορέσει και να εξαφανιστεί απ’ τη γελοία θέση που βρισκόταν. Του φάνηκε πως, κάπως, λες κι η ιδέα του είχε έρθει απέξω, από κάποιον ή κάτι μέσα στο δωμάτιο. Αντιστάθηκε σταθερά στον πειρασμό κι έσφιξε το Δαχτυλίδι στη χούφτα του, λες κι ήθελε να το κρατήσει και να το εμποδίσει να του ξεφύγει ή να του κάνει καμιά ζαβολιά. Οπωσδήποτε όμως αυτό δεν του έδινε καμιά έμπνευση. Είπε μερικές «κατάλληλες κουβέντες», όπως θα ’λεγαν στο Σάιρ: Είμαστε όλοι μας πολύ συγκινημένοι απ’ την ωραία σας υποδοχή και τολμώ να πω πως η σύντομή μου επίσκεψη θα βοηθήσει ν’ ανανεωθούν οι παλιοί δεσμοί φιλίας ανάμεσα στο Σάιρ και στο Μπρι· κι έπειτα σκόνταψε και ξερόβηξε.

Όλοι στο δωμάτιο τώρα τον κοιτούσαν.

— Ένα τραγούδι! φώναξε ένας απ’ τους χόμπιτ.

— Ένα τραγούδι! Ένα τραγούδι! φώναξαν όλοι οι άλλοι.

— Έλα τώρα, κύριε, τραγούδησε μας κάτι που να μην το ’χουμε ξανακούσει!

Για μια στιγμή ο Φρόντο στάθηκε με το στόμα ανοιχτό. Έπειτα, στην απελπισία του, άρχισε ένα ανόητο τραγούδι, που ο Μπίλμπο το αγαπούσε αρκετά (και ήταν, στ’ αλήθεια, αρκετά περήφανος γι’ αυτό, γιατί είχε φτιάξει τα λόγια μόνος του). Έλεγε για κάποιο πανδοχείο· κι αυτό είναι πιθανό να το έφερε στο νου του Φρόντο εκείνη την ώρα. Εδώ είναι όλο. Κατά κανόνα τώρα μόνο λίγες λέξεις απ’ αυτό δεν έχουν ξεχαστεί.

Είναι ένα χάνι, χαρούμενο χάνι,

Κάτω στο λόφο εκεί.

Τόσο καλή φτιάχνουν μπίρα ξανθή,

Που ο Φεγγαρσ-άνθρωπος μια νύχτα πήγε κει,

για να πιει, να μεθύσει απ’ αυτή.

Έχει εκεί κάτω τρελό ένα γάτο,

που παίζει ένα τρύπιο βιολί.

Το παίζει με κέφι και το γρατσουνά,

Τρίζει και παίζει τις νότες στραβά,

και του σπάει τις χορδές στη σειρά.

Έχει το χάνι μικρό μαύρο σκύλο,

που τ’ αστεία πολύ αγαπά.

Στήνει αυτί κάθε βράδυ αργά,

Όλα τ’ ακούει, τα χειροκροτά

και γελάει τράλα λι, τράλα λα.

Έχει αγελάδα με κέρατα ωραία,

που πάει κουνιστή λυγιστή.

Σαν κρασί η τρελή μουσική τη μεθά,

Κουνάει την ουρά της ψηλά, χαμηλά

και χορεύει τριγύρω τρελά!

Τα επίσημα πιάτα κι όλα τα μαχαίρια,

κουτάλια, πιρούνια, ασημιά,

Σαββάτο τα βγάζουν με κόπο πολύ,

Τα τριβογυαλίζουνε ώρα πολλή

και τα στήνουν μετά στη γραμμή.

Ο Φεγγαρο-άνθρωπος όλο και πίνει

κι ο γάτος τραγούδι αρχινά.

Πιρούνι και πιάτο χορεύουν μαζί,

Η γελάδα στον κήπο πηδάει κι αυτή,

την ουρά κυνηγάει το σκυλί.

Ο Φεγγαρο-άνθρωπος όλο και πίνει

και κάτω απ’ τον πάγκο κυλά.

Μπίρες ξανθιές βλέπει μες στο μυαλό,

Χλωμιάζουνε τ’ άστρα στον ουρανό

κι αυγή φέρνει αυγερινό.

Στο μαύρο το γάτο λέει ο ξενοδόχος:

τα άτια θυμώσαν πολύ.

Τα χάμουρα σπάνε, φρενιάζουν γοργά.

Μα ο αφέντης τους έχει τα μάτια κλειστά

κι ο ήλιος σε λίγο θα είναι ψηλά.

Να παίζει αρχίζει ο μαύρος ο γάτος

τρελά το βιολί, δυνατά.

Πριονίζει και τρίζει και παίζει κι αφρίζει.

Το Φεγγαρο-άνθρωπο πιάνει σφιχτά:

ξύπνα, λέει φωναχτά, κι είναι εφτά.

Το Φεγγαρο-άνθρωπο έξω τον βγάζουν

στο Φεγγάρι να διώξουνε πίσω ξανά.

Τ’ άλογα τρέχουν μ’ ορμή, βιαστικά

Πιρούνι και πιάτο κλεφτήκαν κρυφά

κι η γελάδα χορεύει, πηδάει ψηλά.

Ο γάτος βιολί ασταμάτητα παίζει.

ο σκύλος χορεύει με κέφι πολύ.

Γελάδα κι αλόγατα τρέχουν, πηδούν.

Όλοι οι ξένοι απ’ το χάνι θα βγουν,

να χορέψουν και να δροσιστούν.

Μπανγκ! Πάει σπάσαν’ όλες οι χορδές.

η αγελάδα πηδάει στο Φεγγάρι ψηλά,

Ο σκύλος γελάει χα-χα-χα, χι-χι-χι

Το πιάτο που βλέπει το ασημί

το πιρούνι πώς τρέχει να βρει!

Το άσπρο Φεγγάρι γελάει και πάει,

σα βλέπει τον Ήλιο στην ανατολή,

Που τρίβει τα μάτια τον τα φωτεινά

Γιατί όλοι γυρίζουν στο χάνι ξανά

στα κρεβάτια τους τα μαλακά!

Ακούστηκαν χειροκροτήματα δυνατά και για πολλή ώρα. Ο Φρόντο είχε καλή φωνή και το τραγούδι τούς άνοιξε την όρεξη.

— Πού είναι ο γερο-Μπιρόχορτος; φώναζαν. Έπρεπε να το ακούσει αυτό. Ο Μπομπ πρέπει να μάθει τη γάτα του βιολί κι ύστερα να κάνουμε χορό.

Παράγγειλαν κι άλλη μπίρα κι άρχιζαν να φωνάζουν:

— Πες το πάλι, κύριε! Εμπρός, τώρα! Άλλη μια φορά!

Έβαλαν το Φρόντο να πιει ένα ποτήρι ακόμα κι έπειτα ν’ αρχίσει το τραγούδι του ξανά. Πολλοί το έλεγαν μαζί· γιατί η μουσική ήταν πολύ γνωστή και γρήγορα έπαιρναν τα λόγια. Τώρα ήταν η σειρά του Φρόντο να νιώθει ευχαριστημένος. Χοροπηδούσε πέρα δώθε στο τραπέζι· και σαν έφτασε για δεύτερη φορά στο: η αγελάδα πηδάει στο Φεγγάρι, πήδηξε στον αέρα. Παραπήδηξε ζωηρά όμως· γιατί, μπαμ, πέφτει σ’ ένα δίσκο γεμάτο ποτήρια, γλιστράει και πέφτει απ’ το τραπέζι, κρατς, μαζί με τα ποτήρια. Όλοι άνοιξαν τα στόματά τους διάπλατα για να γελάσουν και κόπηκαν στη μέση χάσκοντας αμίλητοι· γιατί ο τραγουδιστής εξαφανίστηκε. Είχε χαθεί, λες και είχε περάσει μια και κάτω απ’ το πάτωμα χωρίς ν’ αφήσει τρύπα.

Οι ντόπιοι χόμπιτ γούρλωσαν τα μάτια σαστισμένοι κι ύστερα πετάχτηκαν όρθιοι και φώναζαν τον Μπιρόχορτο. Όλοι έφυγαν από κοντά απ’ τον Πίπιν και το Σαμ, που βρέθηκαν μόνοι σε μια γωνιά, και τους κοίταζαν σκοτεινά κι όλο αμφιβολία, από μακριά. Ήταν φανερό πως πολλοί τώρα τους θεωρούσαν σαν συντρόφους κάποιου περιοδεύοντα μάγου, που οι δυνάμεις κι ο σκοπός του ήταν άγνωστοι. Μα ένας μελαψός Άνθρωπος του Μπρι, που στεκόταν και τους κοίταζε, λες κι ήξερε, με μια έκφραση μισοκοροϊδευτική, ήταν που τους έκανε να μη νιώθουν καθόλου άνετα. Σε λίγο ξεγλίστρησε απ’ την πόρτα και τον ακολούθησε ο αλλήθωρος ξένος από το νοτιά: οι δυο τους σιγοκουβέντιαζαν πολύ μαζί όλο το βράδυ. Ο Χάρι, ο φύλακας της πύλης, βγήκε κι αυτός ξοπίσω τους.

Ο Φρόντο ένιωσε γελοίος. Μην ξέροντας τι να κάνει, απομακρύνθηκε μπουσουλώντας κάτω απ’ τα τραπέζια, στη σκοτεινή γωνιά δίπλα στο Γοργοπόδαρο, που καθόταν ατάραχος χωρίς να δείχνει τις σκέψεις του. Ο Φρόντο έγειρε πίσω στον τοίχο κι έβγαλε το Δαχτυλίδι. Πώς ήρθε και βρέθηκε στο δάχτυλό του, δεν μπορούσε να το πει. Το μόνο που μπορούσε να υποθέσει ήταν πως το στριφογύριζε στην τσέπη του όσο τραγουδούσε και πως αυτό κάπως γλίστρησε στο δάχτυλό του όταν έβγαλε το χέρι του απότομα για να γλιτώσει το πέσιμο. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως το ίδιο το Δαχτυλίδι του ’χε παίξει κάποιο παιγνίδι· ίσως να ’χε προσπαθήσει να φανεροιθεί απαντώντας σε κάποια επιθυμία ή διαταγή που βρισκόταν διάχυτη στο δωμάτιο. Δεν του άρεσαν οι φάτσες των ανθρώπων που είχαν βγει έξω.

— Λοιπόν; είπε ο Γοργοπόδαρος, σαν ξαναεμφανίστηκε. Γιατί το ’κανες αυτό; Χειρότερο απ’ ό,τι θα μπορούσαν να είχαν πει οι φίλοι σου! Τώρα το έβαλες το ποδαράκι σου! Ή θα ’πρεπε να πω το δαχτυλάκι σου;

— Δεν ξέρω τι θες να πεις, είπε ο Φρόντο, ενοχλημένος και τρομαγμένος. — Μα ναι, ξέρεις και παραξέρεις, απάντησε ο Γοργοπόδαρος· μα καλά θα κάνουμε να περιμένουμε να κοπάσει η φασαρία. Τότε, αν δε σας πειράζει, κύριε Μπάγκινς, θα ’θελα να πούμε δυο κουβέντες μαζί στα ήσυχα.

— Για τι πράγμα; ρώτησε ο Φρόντο, αγνοώντας την ξαφνική χρήση του επιθέτου του.

— Για κάτι που έχει κάποια σημασία — και για τους δυο μας, απάντησε ο Γοργοπόδαρος, κοιτάζοντας το Φρόντο κατάματα. Μπορεί ν’ ακούσεις κάτι για το καλό σου.

— Πολύ καλά, είπε ο Φρόντο, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος. Θα τα πούμε αργότερα.

Στο μεταξύ κοντά στο τζάκι γινόταν ολόκληρη κουβέντα. Ο κύριος Βουτυράτος είχε έρθει μέσα πηδηχτός και τώρα προσπαθούσε ν’ ακούσει αρκετές αντιφατικές διηγήσεις του γεγονότος μαζί.

— Τον είδα, κύριε Βουτυράτε, είπε ένας χόμπιτ· ή μάλλον δεν τον είδα, αν με παρακολουθείς. Αυτός έτσι εξαφανίστηκε στον καθαρό αέρα, σαν να πούμε.

— Τι μου λες, κύριε Πικρόθαμνε! είπε ο ξενοδόχος σαστισμένος.

— Και βέβαια σ’ το λέω! απάντησε ο Πικρόθαμνος. Και το πιστεύω αυτό που λέω, μάλιστα.

— Κάπου υπάρχει κάποιο λάθος, είπε ο Βουτυράτος, κουνώντας το κεφάλι του. Δεν ήταν δα και τόσο μικρός ο κύριος Κατωλοφίτης για να εξαφανιστεί στον καθαρό αέρα· και μάλιστα σ’ αυτό το δωμάτιο που ο αέρας έχει καπνό ντουμάνι.

— Λοιπόν, πού ’ν’ τος τώρα; φώναξαν αρκετές φωνές.

— Πού να το ξέρω εγώ; Από μένα έχει την άδεια να πάει όπου θέλει, φτάνει να με πληρώσει το πρωί. Να τώρα ο κύριος Τουκ: αυτός δεν εξαφανίστηκε.

— Λοιπόν, εγώ είδα αυτό που είδα κι αυτό που δεν είδα, είπε ο Πικρόθαμνος πεισματάρικα.

— Κι εγώ λέω πως έγινε κάποιο λάθος, ξανάπε ο Βουτυράτος, σηκώνοντας το δίσκο και μαζεύοντας τα σπασμένα.

— Και βέβαια έγινε λάθος! είπε ο Φρόντο. Δεν εξαφανίστηκα. Να με! Μόλις τώρα έλεγα μερικές κουβέντες με το Γοργοπόδαρο στη γωνιά.

Βγήκε μπροστά στο φως της φωτιάς· αλλά οι περισσότεροι πισωπάτησαν ακόμα πιο ταραγμένοι από πριν. Δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένοι με την εξήγησή του πως είχε μπουσουλήσει κι είχε φύγει γρήγορα κάτω απ’ τα τραπέζια μετά το πέσιμό του. Οι περισσότεροι απ’ τους χόμπιτ και τους Ανθρώπους του Μπρι έφυγαν την ίδια ώρα θυμωμένοι, χωρίς να έχουν άλλη όρεξη για διασκέδαση εκείνο το βράδυ, Κανένας δυο έριξαν μια σκοτεινή ματιά στο Φρόντο κι έφυγαν μουρμουρίζοντας αναμεταξύ τους. Οι Νάνοι και δυο τρεις ξένοι Άνθρωποι που έμειναν ακόμα, σηκώθηκαν και καληνύχτισαν τον ξενοδόχο, μα όχι το Φρόντο και τους φίλους του. Πριν περάσει πολλή ώρα δεν είχε μείνει κανένας εκτός απ’ το Γοργοπόδαρο, που εξακολουθούσε να κάθεται απαρατήρητος κοντά στον τοίχο.

Ο κύριος Βουτυράτος δεν έδειχνε πολύ συγχυσμένος. Υπολόγιζε, πολύ πιθανά, πως το πανδοχείο του θα ξαναγέμιζε για πολλές νύχτες στο μέλλον μέχρι που το μυστήριο να συζητηθεί απ’ όλες τις πλευρές.

— Τώρα πες μου, τι πήγες κι έκανες, κύριε Κατωλοφίτη; ρώτησε. Τρόμαξες τους πελάτες μου κι έσπασες τα γυαλικά μου με τ’ ακροβατικά σου!

— Λυπάμαι πολύ που έκανα τόση φασαρία, είπε ο Φρόντο. Δεν το έκανα επίτηδες, σε βεβαιώνω. Ήταν ατύχημα.

— Εντάξει, κύριε Κατωλοφίτη! Μα αν σκοπεύεις να ξαναπέσεις ή να κάνεις ταχυδακτυλουργίες, ή ό,τι κι αν ήταν αυτό, καλά θα κάνεις να το λες στον κόσμο από πριν — και να προειδοποιείς κι εμένα. Είμαστε λιγάκι καχύποπτοι εδώ γύρω για ό,τι είναι ασυνήθιστο — αφύσικο, αν με καταλαβαίνεις· και δεν το παίρνουμε με καλό μάτι, έτσι αμέσως.

— Δε θα ξανακάνω τίποτα παρόμοιο, κύριε Βουτυράτε, σ’ το υπόσχομαι. Και τώρα νομίζω πως θα πάω για ύπνο. Θα ξεκινήσουμε νωρίς. Θα κοιτάξεις να είναι έτοιμα τα πόνυ μας στις οκτώ;

— Πολύ καλά! Μα πριν φύγεις, θα ’θελα να σου πω μια κουβέντα ιδιαιτέρως, κύριε Κατωλοφίτη. Κάτι θυμήθηκα, που πρέπει να σου πω. Ελπίζω να μην το παραξηγήσεις. Μόλις ξεμπερδέψω με κάτι δουλειές εδώ, θα ’ρθω στο δωμάτιό σου, αν θέλεις.

— Βέβαια! είπε ο Φρόντο· η καρδιά του όμως βούλιαξε. Αναρωτήθηκε πόσες ιδιαίτερες κουβέντες θα είχε να κάνει πριν πέσει για ύπνο και τι θα του αποκάλυπταν. Συνωμοτούσε όλος αυτός ο κόσμος εναντίον του; Άρχισε να υποψιάζεται ακόμα και το χοντρό πρόσωπο του γερο-Βουτυράτου πως έκρυβε σκοτεινά σχέδια.

Κεφάλαιο Χ Ο ΓΟΡΓΟΠΟΔΑΡΟΣ

Ο Φρόντο, ο Πίπιν και ο Σαμ ξαναγύρισαν στη μικρή τραπεζαρία. Δεν είχε φως. Ο Μέρι δεν ήταν εκεί κι η φωτιά είχε χαμηλώσει. Μόνο σα φύσηξαν τη χόβολη ν’ ανάψει κι έριξαν ένα δυο δαδιά, ανακάλυψαν πως ο Γοργοπόδαρος είχε έρθει μαζί τους. Βρισκόταν εκεί καθισμένος ατάραχος σε μια καρέκλα πλάι στην πόρτα.

— Γεια σου! είπε ο Πίπιν. Ποιος είσαι και τι γυρεύεις;

— Με φωνάζουν Γοργοπόδαρο, απάντησε, και, αν και μπορεί να το έχει ξεχάσει, ο φίλος σας υποσχέθηκε να κουβεντιάσει στα ήσυχα μαζί μου.

— Είπες πως μπορεί ν’ ακούσω κάτι για το καλό μου, πιστεύω, είπε ο Φρόντο. Τι έχεις να πεις;

— Αρκετά πράγματα, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Αλλά, βέβαια, έχω και την τιμή μου.

— Τι θες να πεις; ρώτησε ο Φρόντο απότομα.

— Μη φοβάσαι! Θέλω απλά να πω αυτό: θα σου πω τι ξέρω και θα σου δώσω αρκετές καλές συμβουλές — αλλά θα θελήσω κάποια αμοιβή.

— Και τι αμοιβή θα ’ναι αυτή, παρακαλώ; είπε ο Φρόντο.

Τώρα υποψιαζόταν πως είχε μπλέξει με κάποιον παλιάνθρωπο και σκέφτηκε στενοχωρημένα πως είχε πολύ λίγα λεφτά μαζί του. Όλα του τα λεφτά δε θα ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν έναν παλιάνθρωπο και δεν του περίσσευαν και καθόλου.

— Όχι περισσότερα απ’ όσα μπορείς, απάντησε ο Γοργοπόδαρος μ’ ένα αργό χαμόγελο, λες και είχε μαντέψει τις σκέψεις του Φρόντο. Αυτό μονάχα: πρέπει να με πάρετε μαζί σας, μέχρι που να θελήσω να σας αφήσω.

— Αλήθεια! απάντησε ο Φρόντο έκπληκτος αλλά όχι κι ανακουφισμένος. Ακόμα κι αν ήθελα κι άλλο σύντροφο, δε θα συμφωνούσα κάτι τέτοιο, μέχρι που να μάθαινα πολύ περισσότερα για σένα και τις δουλειές σου.

— Θαυμάσια! φώναξε ο Γοργοπόδαρος, βάζοντας το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο και γέρνοντας πίσω αναπαυτικά. Φαίνεται πως συμμαζεύεις τα μυαλά σου ξανά κι αυτό είναι πάρα πολύ καλό. Μέχρι τώρα παραήσαστε απρόσεκτοι. Πολύ καλά. Θα σου πω τι ξέρω και θ’ αφήσω την αμοιβή σ’ εσένα. Ίσως μου τη δώσεις μετά χαράς, σα μ’ ακούσεις.

— Συνέχισε, λοιπόν! είπε ο Φρόντο. Τι ξέρεις;

— Πάρα πολλά· πάρα πολλά σκοτεινά πράγματα, είπε ο Γοργοπόδαρος σκυθρωπά. Μα όσο για τη δική σου δουλειά — σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα, την άνοιξε γρήγορα και κοίταξε έξω. Έπειτα την έκλεισε μαλακά και ξανακάθισε. — Έχω γερά αυτιά, συνέχισε χαμηλώνοντας τη φωνή, και, αν και δεν μπορώ να εξαφανιστώ, έχω κυνηγήσει πολλά άγρια και καχύποπτα πλάσματα και μπορώ συνήθως να μη φαίνομαι, σαν το θέλω. Λοιπόν, ήμουνα πίσω από το φράχτη απόψε στο Δρόμο δυτικά απ’ το Μπρι, όταν τέσσερις χόμπιτ ήρθαν απ’ την Κοιλάδα. Δε χρειάζεται να επαναλάβω όλα όσα είπαν στο γερο-Μπομπαντίλ ή μεταξύ τους, αλλά κάτι μού κίνησε το ενδιαφέρον. Παρακαλώ να θυμάστε, είπε ένας απ’ αυτούς, πως το όνομα Μπάγκινς δεν πρέπει ν’ αναφερθεί. Εγώ είμαι ο κύριος Κατωλοφίτης, αν χρειαστεί να δώσουμε όνομα. Αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον τόσο πολύ, που τους ακολούθησα ως εδώ. Ξεγλίστρησα πάνω απ’ την πύλη πίσω τους ακριβώς. Ίσως ο κύριος Μπάγκινς να έχει κάποιον πολύ καθώς πρέπει λόγο που αφήνει τ’ όνομά του πίσω· αλλά, αν είναι έτσι, θα τον συμβούλευα κι αυτόν και τους φίλους του να είναι πιο προσεκτικοί.

— Δε βλέπω τι μπορεί να ενδιαφέρει τ’ όνομά μου τον οποιονδήποτε στο Μπρι, είπε ο Φρόντο θυμωμένα, κι ακόμα δεν έμαθα τι σ’ ενδιαφέρει εσένα. Ο κύριος Γοργοπόδαρος μπορεί να έχει έναν καθώς πρέπει λόγο που κατασκοπεύει και κρυφακούει, αλλά, αν είναι έτσι, θα τον συμβούλευα να μας τον εξηγήσει.

— Πολύ ωραία απάντηση! είπε γελώντας ο Γοργοπόδαρος. Αλλά η εξήγηση είναι απλή: Έψαχνα για κάποιον χόμπιτ με τ’ όνομα Φρόντο Μπάγκινς. Ήθελα να τον βρω γρήγορα. Είχα μάθει πως έβγαζε έξω απ’ το Σάιρ, να, ένα μυστικό που αφορούσε εμένα και τους φίλους μου.

» Τώρα, μη με παρεξηγείτε! φώναξε, την ώρα που ο Φρόντο σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του κι ο Σαμ πήδηξε όρθιος συννεφιασμένος. Εγώ θα το προσέξω το μυστικό καλύτερα από σας. Και χρειάζεται πολλή προσοχή! Έγειρε μπροστά και τους κοίταξε. Να προσέχετε την κάθε σκιά! είπε με χαμηλή φωνή. Μαύροι Καβαλάρηδες πέρασαν απ’ το Μπρι. Τη Δευτέρα ένας κατέβηκε απ’ τον Πράσινο Δρόμο, λένε: κι ένας άλλος φάνηκε αργότερα ν’ ανεβαίνει τον Πράσινο Δρόμο απ’ το Νοτιά.

Έπεσε σιωπή. Τέλος ο Φρόντο μίλησε στον Πίπιν και στο Σαμ: - Έπρεπε να το είχα μαντέψει απ’ τον τρόπο που ο φρουρός μας χαιρέτισε, είπε. Κι ο ξενοδόχος φαίνεται πως κάτι έχει ακούσει. Γιατί μας πίεσε να πάμε με τους άλλους; Και γιατί, στο καλό, φερθήκαμε τόσο ανόητα; Έπρεπε να είχαμε καθίσει στ’ αυγά μας εδώ μέσα.

— Θα ήταν καλύτερα, είπε ο Γοργοπόδαρος. Θα σας είχα εμποδίσει να πάτε στη σάλα, αν μπορούσα· μα ο ξενοδόχος δεν ήθελε να μ’ αφήσει να σας δω ούτε να σας φέρει ένα σημείωμα.

— Νομίζεις πως αυτός..., άρχισε ο Φρόντο.

— Όχι, δε νομίζω τίποτα κακό για το γερο-Βουτυράτο. Μόνο που δεν του αρέσουνε καθόλου οι μυστηριώδεις αγύρτες του είδους μου — ο Φρόντο του έριξε μια απορημένη ματιά. Λοιπόν, έχω κάπως παλιανθρωπίστικη εμφάνιση, δεν έχω; είπε ο Γοργοπόδαρος στραβώνοντας τα χείλια του και με μια παράξενη λάμψη στα μάτια του. Αλλά ελπίζω να γνωριστούμε καλύτερα. Κι όταν γίνει αυτό, ελπίζω να μου εξηγήσεις τι έγινε στο τέλος του τραγουδιού σου. Γιατί εκείνο το μικρό αστείο...

— Έγινε εντελώς κατά λάθος, έκοψε ο Φρόντο.

— Αμφιβάλλω, είπε ο Γοργοπόδαρος. Κατά λάθος, λοιπόν, Εκείνο το λάθος όμως έχει κάνει τη θέση σου επικίνδυνη.

— Όχι περισσότερο απ’ ό,τι ήταν κιόλας, είπε ο Φρόντο. Ήξερα πως με είχαν πάρει το κατόπι οι Καβαλάρηδες: αλλά τώρα τουλάχιστο φαίνεται πως μ’ έχουν χαμένο κι έχουν φύγει μακριά.

— Αυτό να μην το υπολογίζεις! είπε ο Γοργοπόδαρος απότομα. Θα ξαναγυρίσουν. Κι έρχονται κι άλλοι, περισσότεροι. Κι είναι κι άλλοι ακόμα. Εγώ ξέρω πόσοι είναι. Τους ξέρω αυτούς τους Καβαλάρηδες. Σταμάτησε και τα μάτια του ήταν κρύα και σκληρά. Κι υπάρχουν μερικοί στο Μπρι, που δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι, συνέχισε. Για παράδειγμα, ο Μπιλ ο Φτεριάς. Έχει κακό όνομα στο Μπρι και παράξενος κόσμος επισκέπτεται το σπίτι του. Θα πρέπει να τον προσέξατε ανάμεσα στους άλλους: ένας τύπος μελαψός κι ειρωνικός. Καθόταν πολύ κοντά μ’ έναν απ’ εκείνους τους ξένους απ’ το Νοτιά και ξεγλίστρησαν έξω μαζί, αμέσως μετά το «ατύχημά» σου. Όλοι οι Νότιοι δεν είναι καλοπροαίρετοι κι όσο για τον Μπιλ το Φτεριά, αυτός πουλάει τα πάντα σ’ όποιον να ’ναι· ή κάνει το κακό για διασκέδαση.

— Τι θα πουλήσει ο Φτεριάς και τι σχέση έχει το ατύχημά μου μ’ αυτόν, είπε ο Φρόντο, που ήταν ακόμα αποφασισμένος να μην καταλαβαίνει τους υπαινιγμούς του Γοργοπόδαρου.

— Δικά σας νέα, φυσικά, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Η περιγραφή της παράστασης που έδωσες θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα για μερικούς. Μετά απ’ αυτή δε θα τους χρειάζεται σχεδόν καθόλου να τους πουν το αληθινό σου όνομα. Και μου φαίνεται πολύ πιθανό πως θα την ακούσουν πριν τελειώσει αυτή η νύχτα. Είναι αυτά αρκετά; Μπορείς να κάνεις όπως θέλεις για την αμοιβή μου: να με πάρεις για οδηγό ή όχι. Αλλά μπορώ να πω πως ξέρω όλες τις περιοχές ανάμεσα στο Σάιρ και στα Ομιχλιασμένα Βουνά, γιατί έχω πλανηθεί σ’ αυτές για πολλά χρόνια. Είμαι μεγαλύτερος απ’ ό,τι δείχνω. Μπορεί να σας φανώ χρήσιμος. Θα χρειαστεί ν’ αφήσετε τη δημοσιά μετά τη νύχτα αυτή· γιατί οι Καβαλάρηδες θα την παρακολουθούν μέρα νύχτα. Μπορεί να ξεφύγετε απ’ το Μπρι και να σας αφήσουν να προχωρήσετε, όσο που ο Ήλιος είναι ψηλά· μα δε θα πάτε μακριά. Θα πέσουν πάνω σας σε κάποιο σκοτεινό κι άγριο μέρος και δε θα υπάρχει βοήθεια. Θέλετε να σας βρουν; Είναι τρομεροί!

Οι χόμπιτ τον κοίταξαν κι είδαν μ’ έκπληξη πως το πρόσωπό του ήταν τραβηγμένο, λες από πόνο και τα χέρια του έσφιγγαν τα μπράτσα της πολυθρόνας του. Το δωμάτιο ήταν πολύ ήσυχο κι ακίνητο. Τα φώτα φαίνονταν να έχουν θαμπώσει. Για αρκετή ώρα αυτός κάθισε με μάτια που δεν έβλεπαν, λες και περπατούσε σε παλιές αναμνήσεις ή άκουγε τους θόρυβους της Νύχτας μακριά.

— Να, λοιπόν! φώναξε έπειτα από μια στιγμή, περνώντας το χέρι μπροστά απ’ το πρόσωπό του. Ίσως εγώ να ξέρω περισσότερα για τους διώκτες αυτούς από σας. Τους φοβόσαστε, αλλά δεν τους φοβόσαστε αρκετά ακόμα. Αύριο θα πρέπει να το σκάσετε, αν μπορείτε. Ο Γοργοπόδαρος μπορεί να σας πάει από μονοπάτια που σπάνια τα διαβαίνουν. Θα τον πάρετε μαζί σας;

Η σιωπή ήταν βαριά. Ο Φρόντο δεν έδινε απάντηση. Ο νους του ήταν μπερδεμένος από αμφιβολίες και φόβους. Ο Σαμ σούφρωσε τα φρύδια του και κοίταξε τον κύριό του· και τέλος, ξέσπασε:

— Με την άδειά σου, κύριε Φρόντο, εγώ θα ’λεγα όχι! Αυτός εδώ ο Γοργοπόδαρος μας προειδοποιεί και μας λέει να προσέχουμε· κι εγώ λέω ναι σ’ αυτό. Ας κάνουμε αρχή απ’ αυτόν. Έρχεται πέρα απ’ την Ερημιά κι εγώ ποτέ μου δεν άκουσα να λένε καλό για κάτι τέτοιους σαν κι αυτόν. Πως κάτι ξέρει, είναι φως φανάρι και μάλιστα πιο πολύ απ’ όσο θα μ’ άρεσε. Μα δε βλέπω το λόγο γιατί να τον αφήσουμε να μας πάει σε κάποιο σκοτεινό μέρος μακριά από κάθε βοήθεια, καταπώς λέει.

Ο Πίπιν κουνήθηκε νευρικά και φαινόταν πως δεν ένιωθε άνετα. Ο Γοργοπόδαρος δεν απάντησε στο Σαμ, μα γύρισε τα διαπεραστικά του μάτια στο Φρόντο. Ο Φρόντο είδε τη ματιά του και κοίταξε αλλού.

— Όχι, είπε αργά. Δε συμφωνώ. Νομίζω, νομίζω πως στ’ αλήθεια δεν είσαι έτσι όπως έχεις διαλέξει να δείχνεις. Άρχισες να μου μιλάς σαν τους ντόπιους, μα η φωνή σου άλλαξε. Όμως ο Σαμ φαίνεται να ’χει δίκιο σ’ αυτό: Δε βλέπω γιατί, απ’ τη μια μας προειδοποιείς να ’χουμε το νου μας κι απ’ την άλλη μεριά μας ζητάς να σ’ εμπιστευτούμε. Γιατί αυτή η μεταμφίεση; Ποιος είσαι; Τι ξέρεις πραγματικά για — για τη δουλειά μου· και πώς το ξέρεις;

— Το μάθημα να προσέχετε το μάθατε καλά, είπε ο Γοργοπόδαρος μ’ ένα σκυθρωπό χαμόγελο. Αλλά άλλο πράγμα είναι η προσοχή κι άλλο η αποφασιστικότητα. Δε θα φτάσετε ποτέ στο Σκιστό Λαγκάδι τώρα μόνοι σας και το μόνο που σας μένει είναι να μ’ εμπιστευθείτε. Πρέπει ν’ αποφασίσετε. Θ’ απαντήσω σε μερικές απ’ τις ερωτήσεις σας, αν αυτό θα σας βοηθήσει. Αλλά γιατί να πιστέψετε την ιστορία μου, αν δε μ’ εμπιστεύεστε κιόλας; Όμως ακούστε τη...

Εκείνη τη στιγμή άκουσαν ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο κύριος Βουτυράτος είχε φτάσει με τα κεριά και πίσω του ο Νομπ με κουβάδες ζεστό νερό. Ο Γοργοπόδαρος τραβήχτηκε σε μια σκοτεινή γωνιά.

— Ήρθα να σας πω καληνύχτα, είπε ο ξενοδόχος, ακουμπώντας τα κεριά στο τραπέζι. Νομπ! Πήγαινε το νερό στα δωμάτια!

Μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα.

— Το πράγμα έχει έτσι, άρχισε, διστάζοντας ανήσυχα. Αν έχω κάνει τίποτα κακό, λυπάμαι στ’ αλήθεια. Μα το ένα σε κάνει και ξεχνάς τ’ άλλο, πρέπει να το παραδεχτείτε· κι εγώ έχω ένα σωρό πράγματα στο κεφάλι μου. Μα πρώτα ένα κι ύστερα άλλο ένα τούτη τη βδομάδα μου σκούντησαν το μνημονικό, όπως λένε, και φαντάζομαι να μην είναι πολύ αργά. Βλέπετε, μου ’παν να ’χω το νου μου για χόμπιτ απ’ το Σάιρ κι ιδιαίτερα για κάποιον με τ’ όνομα Μπάγκινς.

— Και τι σχέση έχει αυτό μ’ εμένα; ρώτησε ο Φρόντο.

— Α! αυτό το ξέρεις του λόγου σου καλύτερα, είπε ο ξενοδόχος με νόημα. Εγώ δε θα σε προδώσω· μα μου είπαν πως αυτός ο Μπάγκινς θα ταξίδευε με τ’ όνομα Κατωλοφίτης και μου κάνανε και μια περιγραφή, που σου ταιριάζει μια χαρά, θα ’λεγα.

— Αλήθεια! Ας την ακούσουμε, λοιπόν! είπε ο Φρόντο, διακόπτοντας ασυλλόγιστα.

Ένας χοντρούλης μικρός τύπος με κόκκινα μάγουλα, είπε ο Βουτυράτος πολύ σοβαρά.

Ο Πίπιν χαχάνισε, αλλά ο Σαμ φάνηκε ν’ αγανακτεί.

Μ’ αυτό δε θα σε βοηθήσει πολύ γιατί μπορείς να το πεις για τους περισσότερους χόμπιτ, Μπιρόχορτε, μου λέει αυτός, συνέχισε ο κύριος Βουτυράτος, ρίχνοντας μια ματιά στον Πίπιν. Αυτός όμως είναι ψηλότερος από πολλούς και πιο ξανθός απ’ τους περισσότερους κι έχει ένα λακκάκι στο πηγούνι του: πεταχτούλης, με μάτια ζωηρά. Με το συμπάθιο, μα εκείνος το ’πε, όχι εγώ.

Εκείνος το ’πε; Και ποιος ήταν αυτός; ρώτησε ο Φρόντο ανυπόμονα.

— Α! Εκείνος ήταν ο Γκάνταλφ, αν ξέρεις ποιον λέω. Λένε πως είναι μάγος, μα εμένα μου είναι καλός φίλος, έτσι κι αλλιώς. Μα τώρα δεν ξέρω τι θα μου πει, σαν τον ξαναδώ: θα κάνει την μπίρα μου να ξινίσει ή θα με κάνει κούτσουρο και δε θα ’ναι ν’ απορείς. Παίρνει εύκολα φωτιά. Τώρα όμως ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται.

— Λοιπόν, τι έκανες; είπε ο Φρόντο, που είχε αρχίσει ν’ ανυπομονεί με το αργό ξετύλιγμα που έκαναν οι σκέψεις του Βουτυράτου.

— Πού ήμουνα; έκανε ο ξενοδόχος, σταματώντας και χτυπώντας τα δάχτυλά του. Α, ναι! Ο γερο-Γκάνταλφ. Πάνε τρεις μήνες τώρα που μπήκε στην κάμαρά μου μέσα δίχως να χτυπήσει. Μπιρόχορτε, μου λέει, φεύγω το πρωί. Θα μου κάνεις μια χάρη; Δεν έχεις παρά να μου την πεις, είπα. Βιάζομαι, είπε, και δεν έχω καιρό, μα θέλω να πάει ένα μήνυμα στο Σάιρ. Έχεις κανένα που να μπορείς να τον στείλεις και να είσαι σίγουρος πως θα πάει; Μπορώ να βρω κάποιον, είπα, αύριο, μπορεί και μεθαύριο. Κάνε το αύριο, λέει, κι ύστερα μου ’δωσε ένα γράμμα.

— Η διεύθυνση είναι πολύ καθαρή, είπε ο κύριος Βουτυράτος, παρουσιάζοντας ένα γράμμα, μέσ’ από την τσέπη του και διαβάζοντας τη διεύθυνση αργά και περήφανα (πολύ εκτιμούσε τη φήμη του σαν ανθρώπου των γραμμάτων):

Κο ΦΡΟΝΤΟ ΜΠΑΓΚΙΝΣ, ΜΠΑΓΚ ΕΝΤ, ΧΟΜΠΙΤΟΝ στο ΣΑΪΡ.

Ένα γράμμα για μένα απ’ τον Γκάνταλφ! φώναξε ο Φρόντο.

— Α! είπε ο κύριος Βουτυράτος. Το σωστό σου όνομα δηλαδή είναι Μπάγκινς;

— Είναι, είπε ο Φρόντο, και καλά θα κάνεις να μου δώσεις το γράμμα αμέσως και να μου εξηγήσεις γιατί δεν το ’στειλες. Αυτό ήρθες να μου πεις, φαντάζομαι, αν κι άργησες να μπεις στο θέμα.

Ο καημένος ο κυρ Βουτυράτος φάνηκε στενοχωρημένος.

— Έχεις δίκιο, κύριε, είπε, και ζητάω συχώρεση. Μου κόβεται το αίμα σα σκέφτομαι τι θα πει ο Γκάνταλφ, αν γίνει κανένα κακό εξαιτίας μου. Μα δεν το βάστηξα από σκοπού. Το ’βαλα στο χρηματοκιβώτιό μου. Μετά δεν έβρισκα κανένα που να θέλει να πάει στο Σάιρ την άλλη μέρα, ούτε την παράλλη και δε μου περίσσευε να στείλω κανέναν από τους δικούς μου· κι ύστερα, με το ’να και με τ’ άλλο, μου ’φυγε απ’ το μυαλό. Είμαι, βλέπεις, πνιγμένος στη δουλειά. Θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου για να διορθώσω τα πράγματα και, αν είναι τίποτα που να μπορώ να βοηθήσω, δεν έχετε παρά να μου το πείτε.

» Γιατί, χώρια από το γράμμα, δεν υποσχέθηκα και λιγότερα στον Γκάνταλφ, Μπιρόχορτε, μου λέει, αυτός ο φίλος μου από το Σάιρ μπορεί σύντομα να περάσει από εδώ, αυτός κι άλλος ένας. Θα λέει πως τον λένε Κατωλοφίτη. Το νου σου! Μα δε χρειάζεται να κάνεις ερωτήσεις. Κι αν δεν είμαι μαζί του, μπορεί να βρεθεί σε δυσκολίες και να χρειάζεται βοήθεια. Κάνε ό,τι μπορείς γι’ αυτόν και θα σου χρωστάω ευγνωμοσύνη, μου λέει. Και να σας τώρα εδώ κι οι δυσκολίες δε φαίνονται να ’ναι μακριά.

— Τι θες να πεις; ρώτησε ο Φρόντο.

— Αυτοί οι μαύροι άνθρωποι, είπε ο ξενοδόχος, χαμηλώνοντας τη φωνή. Γυρεύουνε τον Μπάγκινς κι όσο αυτοί θέλουν το καλό σου, άλλο τόσο είμαι εγώ χόμπιτ. Ήταν τη Δευτέρα κι όλοι οι σκύλοι άρχισαν να γαβγίζουν κι οι χήνες να ξεφωνίζουν. Αφύσικο, εγώ το ’πα. Ο Νομπ ήρθε και μου είπε πως δυο μαύροι άνθρωποι ήταν στην πόρτα και γύρευαν κάποιον χόμπιτ με τ’ όνομα Μπάγκινς. Οι τρίχες του Νομπ είχαν σηκωθεί όρθιες. Είπα στους μαύρους να φύγουν και τους έκλεισα την πόρτα κατάμουτρα- μα μαθαίνω πως ρωτάνε τα ίδια παντού μέχρι το Άρτσετ. Κι αυτός ο Περιφερόμενος Φύλακας, ο Γοργοπόδαρος, ρωτάει κι αυτός. Προσπάθησε να μπει εδώ και να σας δει, πριν να φάτε ακόμα μπουκιά, ναι, σας λέω.

— Και βέβαια! είπε ο Γοργοπόδαρος ξαφνικά, βγαίνοντας μπροστά στο Φως. Και πολλά δε θα είχαν γίνει, αν τον άφηνες να μπει μέσα, Μπιρόχορτε.

Ο ξενοδόχος πήδηξε απ’ την έκπληξη.

— Εσύ! φώναξε. Εσύ πάντα ξεφυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν. Τι θες τώρα;

— Είναι εδώ με την άδενά μου, είπε ο Φρόντο. Ήρθε να μου προσφέρει τη βοήθειά του.

— Λοιπόν, εσύ μπορεί και να ξέρεις τι κάνεις, είπε ο κύριος Βουτυράτος, κοιτάζοντας καχύποπτα το Γοργοπόδαρο. Μα αν ήμουνα στη θέση σου, δε θα ’πιανα φιλία μ’ έναν Περιφερόμενο Φύλακα.

— Τότε με ποιον θα ’πιανε φιλία; ρώτησε ο Γοργοπόδαρος. Μ’ ένα χοντρό ξενοδόχο που δεν ξεχνάει τ’ όνομά του μόνο και μόνο γιατί ο κόσμος του το φωνάζει όλη μέρα; Δεν μπορούν να μείνουν στο Πόνυ για πάντα και δεν μπορούν να πάνε σπίτι τους. Έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους. Μήπως θα πας εσύ μαζί τους, να βαστήξεις μακριά τους μαύρους ανθρώπους;

— Εγώ; Ν’ αφήσω το Μπρι! Ούτε για όλο το χρυσάφι του κόσμου, είπε ο κύριος Βουτυράτος, που φάνηκε στ’ αλήθεια να τρομάζει. Μα γιατί δεν μπορείς να καθίσεις εδώ ήσυχα για λίγο, κύριε Κατωλοφίτη; Τι είναι όλα τούτα τα παράξενα που γίνονται; Τι γυρεύουν αυτοί οι μαύροι άνθρωποι κι από πού έρχονται, θα ’θελα να ξέρω.

— Λυπάμαι που δεν μπορώ να τα εξηγήσω όλα, απάντησε ο Φρόντο. Είμαι κουρασμένος και πολύ ταραγμένος κι είναι μεγάλη ιστορία. Μα αν σκοπεύεις να με βοηθήσεις, πρέπει να σε προειδοποιήσω πως θα βρίσκεσαι σε κίνδυνο όσο εγώ θα είμαι σπίτι σου. Αυτοί οι Μαύροι Καβαλάρηδες: δεν είμαι σίγουρος, μα νομίζω, φοβάμαι πως έρχονται από ...

— Έρχονται από τη Μόρντορ, είπε ο Γοργοπόδαρος με χαμηλή φωνή. Απ’ τη Μόρντορ, Μπιρόχορτε, αν αυτό σου λέει κάτι.

— Αμάν τι πάθαμε! φώναξε ο κύριος Βουτυράτος χλωμιάζοντας. Το όνομα ήταν φανερό πως του ήταν γνωστό. Αυτά είναι τα χειρότερα νέα, που έχουν φτάσει στο Μπρι, απ’ όσα έχω ποτέ μου ακούσει.

— Ναι, είπε ο Φρόντο. Είσαι ακόμα πρόθυμος να με βοηθήσεις;

— Είμαι, είπε ο κύριος Βουτυράτος. Περισσότερο παρά ποτέ. Αν κι εγώ δεν ξέρω τι μπορούν να κάνουν μερικοί σαν κι εμένα ενάντια, ενάντια — τραύλίσε.

— Ενάντια στη Σκιά απ’ την Ανατολή, είπε ήσυχα ο Γοργοπόδαρος. Όχι και πολλά, Μπιρόχορτε, αλλά και το λίγο βοηθά. Μπορείς ν’ αφήσεις τον κύριο Κατωλοφίτη να μείνει εδώ απόψε, ως κύριος Κατωλοφίτης, και μπορείς να ξεχάσεις τ’ όνομα Μπάγκινς, μέχρι που να βρίσκεται μακριά.

— Αυτό θα κάνω, είπε ο Βουτυράτος. Μα θα το βρούνε πως είναι δω χωρίς τη βοήθειά μου, φοβάμαι. Είναι κρίμα που ο κύριος Μπάγκινς τράβηξε την προσοχή απάνω του απόψε, για να μην πω τίποτα παραπάνω. Η ιστορία της αναχώρησης του Μπίλμπο είχε ξανακουστεί και παλιότερα στο Μπρι. Ακόμα κι ο Νομπ κάτι μαντεύει με τ’ αργόστροφό του κεφάλι· κι είναι άλλοι στο Μπρι που τα παίρνουν πιο γρήγορα απ’ αυτόν.

— Λοιπόν, το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι πως οι Καβαλάρηδες δε θα επιστρέψουν ακόμα, είπε ο Φρόντο.

— Κι εγώ το ίδιο, μακάρι! είπε ο Βουτυράτος. Αλλά, φαντάσματα - ξεφαντάσματα, δε θα μπουν στο Πόνο έτσι εύκολα, Μη στενοχωριέσαι ως το πρωί. Ο Νομπ δε θα βγάλει άχνα. Κανένας μαύρος άνθρωπος δε θα περάσει απ’ την πόρτα μου, όσο εγώ μπορώ να σταθώ στα πόδια μου. Εγώ κι οι δικοί μου θα φυλάξουμε απόψε· μα εσείς, καλά θα κάνετε να κοιμηθείτε λιγάκι, αν μπορείτε.

— Πάντως, οπωσδήποτε, πρέπει να μας φωνάξεις τα χαράματα, είπε ο Φρόντο. Πρέπει να φύγουμε όσο πιο νωρίς γίνεται. Πρωινό στις εξήμισι, παρακαλώ.

— Εντάξει! Θα το φροντίσω εγώ, είπε ο ξενοδόχος. Καληνύχτα, κύριε Μπάγκινς-Κατωλοφίτη, θα ’πρεπε να πω! Καληνύχτα — τώρα, μα τι στην ευχή! Πού είναι ο κύριος Μπράντιμπακ;

— Δεν ξέρω, είπε ο Φρόντο με ξαφνική ανησυχία. Τον είχαν εντελώς ξεχάσει το Μέρι κι η ώρα ήταν περασμένη. Φοβάμαι πως είναι έξω. Είπε κάτι πως θα ’βγαινε να πάρει καθαρό αέρα.

— Λοιπόν, σίγουρα σας χρειάζεται να σας προσέχουν: η παρέα σου κάνει λες και βρίσκονται σε διακοπές! είπε ο Βουτυράτος. Πρέπει να πάω και ν’ αμπαρώσω γρήγορα τις πόρτες, μα θα φροντίσω ν’ αφήσουν το φίλο σου να μπει, σαν έρθει. Και καλύτερα να στείλω το Νομπ να πάει να τον γυρέψει. Καληνύχτα σ’ όλους σας!

Τέλος, ο κυρ Βουτυράτος βγήκε έξω, ρίχνοντας μια ματιά όλο αμφιβολία στο Γοργοπόδαρο και κουνώντας το κεφάλι του. Τα βήματά του χάθηκαν στο βάθος του διαδρόμου.

— Λοιπόν; είπε ο Γοργοπόδαρος. Πότε θ’ ανοίξεις εκείνο το γράμμα;

Ο Φρόντο κοίταξε με προσοχή τη σφραγίδα πριν τη σπάσει. Φαινόταν σίγουρα πως είναι του Γκάνταλφ. Μέσα, γραμμένο με το δυνατό, μα κομψό χαρακτήρα του μάγου, βρισκόταν το παρακάτω μήνυμα:

ΠΑΙΓΝΙΔΙΑΡΙΚΟ ΠΟΝΥ, ΜΠΡΙ. Μεσοκαλόκαιρο, Έτος Σάιρ 1418.

Αγαπητέ Φρόντο,

Άσχημα νέα με βρήκαν εδώ. Πρέπει να φύγω αμέσως. Καλά θα κάνεις ν’ αφήσεις το Μπαγκ Εντ γρήγορα και να εγκαταλείψεις το Σάιρ ηριν το τέλος Ιουλίου το αργότερο. Θα επιστρέψω όσο πιο γρήγορα μπορώ· και θα σε ακολουθήσω, αν βρω πως έχεις φύγει. Άφησέ μου μήνυμα εδώ, αν περάσεις απ’ το Μπρι. Μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη στον ξενοδόχο (Βουτυράτο). Μπορεί να συναντήσεις ένα φίλο μου στο Δρόμο: έναν Άνθρωπο, αδύνατο, μελαχρινό, ψηλό, που μερικοί τον φωνάζουν Γοργοπόδαρο. Ξέρει τη δουλειά μας και θα σε βοηθήσει. Να πας στο Σκιστό Λαγκάδι. Εκεί ελπίζω να ξανασυναντηθούμε. Αν δεν έρθω, ο Έλροντ θα σε συμβουλέψει.

Δικός σου βιαστικά,

ΓΚΑΝΤΑΛΦ.

Υ.Γ. 1. ΜΗΝ ΤΟ χρησιμοποιήσεις ξανά για κανένα, μα κανένα λόγο! Μην ταξιδεύεις τη νύχτα!

Υ.Γ. 2. Βεβαιώσου πως είναι ο αληθινός Γοργοπόδαρος. Υπάρχουν πολλοί παράξενοι άνθρωποι στους δρόμους. Το αληθινό του όνομα είναι Άραγκορν.

Το χρυσάφι, αν είναι κρυφό, δε γυαλίζει.

Ούτε όσοι πλανιόνται στη γη είν’ χαμένοι.

Το γερό το δεντρί η βροχή δε σαπίζει.

Ούτε καίει τις ρίζες χιονιά παγωμένη.

Απ’ τις άψυχες στάχτες φωτιά θα σπιθίσει

Φως λαμπρό στα σκοτάδια θα βγει.

Το σπασμένο σπαθί ξανά θα κολλήσει

Κι ο δίχως κορόνα βασιλιάς θα γενεί.

Υ.Γ. 3. Ελπίζω ο Βουτυράτος να το στείλει εγκαίρως. Άξιος άνθρωπος, μα το μνημονικό του είναι σαν αποθήκη: το πράγμα που θέλεις βρίσκεται πάντα κάτω κάτω. Αν ξεχάσει θα τον κάνω ψητό.

Αντίο!

Ο Φρόντο διάβασε το γράμμα από μέσα του και μετά το έδωσε στον Πίπιν και στο Σαμ.

— Αλήθεια, ο γερο-Βουτυράτος τα ’χει κάνει θάλασσα! είπε. Του χρειάζεται ψήσιμο. Αν το είχα λάβει αμέσως, μπορεί τώρα όλοι μας να βρισκόμαστε ασφαλισμένοι στο Σχιστό Λαγκάδι. Αλλά τι να ’τυχε στον Γκάνταλφ; Γράφει λες και πάει σε μεγάλο κίνδυνο.

— Αυτό το κάνει εδώ και πολλά χρόνια τώρα, είπε ο Γοργοπόδαρος. Ο Φρόντο γύρισε και τον κοίταξε σκεφτικά κι αναλογιζόταν το δεύτερο υστερόγραφο του Γκάνταλφ.

— Γιατί δε μου είπες πως ήσουν φίλος του Γκάνταλφ αμέσως; Θα γλιτώναμε πόση ώρα.

— Θα γλιτώναμε; Θα με είχε κανείς σας πιστέψει ως τώρα; είπε ο Γοργοπόδαρος. Δεν ήξερα τίποτα για το γράμμα. Το μόνο που ήξερα ήταν πως έπρεπε να σας πείσω να μ’ εμπιστευτείτε χωρίς αποδείξεις, αν ήταν να σας βοηθήσω. Και, βέβαια, δε σκόπευα να σας πω τα πάντα για μένα αμέσως. Έπρεπε να σας μελετήσω πρώτα και να βεβαιωθώ. Ο Εχθρός μού έχει στήσει παγίδες κι άλλη φορά. Μόλις θα σιγουρευόμουν, ήμουν έτοιμος να σας πω ό,τι κι αν με ρωτούσατε. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ πως έλπιζα πως θα δείχνατε εμπιστοσύνη σ’ εμένα τον ίδιο. Σαν κάποιον που τον κυνηγούν, είναι φορές που κουράζεται να μην τον εμπιστεύονται και αποζητά τη φιλία. Αλλά εδώ, πιστεύω, πως η εμφάνιση μου είναι εναντίον μου.

— Είναι — στην πρώτη ματιά τουλάχιστο, γέλασε ο Πίπιν, που ανακουφίστηκε αμέσως μόλις διάβασε το γράμμα του Γκάνταλφ. Μα όμορφος είναι εκείνος που φέρνεται όμορφα, όπως λέμε εμείς στο Σάιρ· και θα ’λεγα πως όλοι μας θα φαινόμαστε κάπως σαν κι εσένα αν κοιμόμαστε για μέρες σε φράχτες και χαντάκια.

— Θα χρειαζόταν περισσότερο από μερικές μέρες, βδομάδες ή χρόνια να περιπλανιέσαι στην Ερημιά για να σε κάνουν να μοιάσεις του Γοργοπόδαρου, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Και πρώτα θα πέθαινες, εκτός κι αν είσαι φτιαγμένος από σκληρότερο υλικό απ’ ό,τι δείχνεις.

Ο Πίπιν καταλάγιασε· ο Σαμ όμως δεν το ’βαλε κάτω και κοίταζε ακόμα το Γοργοπόδαρο μ’ αμφιβολία.

— Και πώς το ξέρουμε πως είσαι ο Γοργοπόδαρος που λέει ο Γκάνταλφ; επέμεινε. Δεν είχες πει τίποτα για τον Γκάνταλφ, μέχρι που παρουσιάστηκε το γράμμα. Μπορεί και να ’σαι κατάσκοπος και να παίζεις θέατρο — πού να το ξέρω; — και να προσπαθείς να μας καταφέρεις να ’ρθούμε μαζί σου. Μπορεί να τον καθάρισες τον αληθινό Γοργοπόδαρο και να πήρες τα ρούχα του. Τι λες τώρα;

— Λέω πως το λέει η καρδιά σου, απάντησε ο Γοργοπόδαρος· μα φοβάμαι πως η μοναδική μου απάντηση σ’ εσένα, Σαμ Γκάμγκη, είναι τούτη: Αν είχα σκοτώσει τον πραγματικό Γοργοπόδαρο, θα μπορούσα να ’χω σκοτώσει κι εσένα. Και θα σε είχα κιόλας σκοτώσει χωρίς πολλές κουβέντες. Αν ήθελα το Δαχτυλίδι, μπορούσα να το πάρω — ΤΩΡΑ!

Σηκώθηκε όρθιος και φάνηκε ξαφνικά να ψηλώνει. Στα μάτια του έλαμπε ένα φως, κοφτερό και προστακτικό. Ρίχνοντας πίσω το μανδύα του, έβαλε το χέρι του στη λαβή ενός σπαθιού που κρεμόταν κρυμμένο στο πλευρό του. Αυτοί δεν τολμούσαν να κουνηθούν. Ο Σαμ είχε γουρλώσει τα μάτια και τον κοίταζε άφωνος με το στόμα ανοιχτό. — Αλλά εγώ είμαι ο πραγματικός Γοργοπόδαρος, ευτυχώς, είπε κοιτάζοντάς τους από ψηλά με το πρόσωπο μαλακωμένο από ένα αναπάντεχο χαμόγελο. Εγώ είμαι ο Άραγκορν, ο γιος του Άραθορν· κι αν μπορώ με ζωή ή με θάνατο να σας σώσω, θα το κάνω.

Έγινε σιωπή για ώρα πολλή. Τέλος, ο Φρόντο μίλησε διστάζοντας.

— Σε πίστεψα πως ήσουν φίλος πριν να ’ρθει το γράμμα, είπε, ή, τουλάχιστο, ήθελα να σε πιστέψω. Με τρόμαξες αρκετές φορές απόψε, μα ποτέ όπως οι υπηρέτες του Εχθρού θα με τρόμαζαν, ή έτσι φαντάζομαι. Νομίζω πως ένας δικός του κατάσκοπος θα — να, θα φαινόταν ωραιότερος, μα θα τον ένιωθα πιο απαίσιο, αν καταλαβαίνεις.

— Καταλαβαίνω, γέλασε ο Γοργοπόδαρος. Εγώ φαίνομαι απαίσιος, μα με νιώθετε ωραίο. «Το χρυσάφι, αν είναι κρυφό, δε γυαλίζει. Ούτε όσοι πλανιόνται στη γη είν’ χαμένοι».

Οι στίχοι ήταν για σένα, λοιπόν; ρώτησε ο Φρόντο. Δεν μπορούσα να καταλάβω το νόημά τους. Μα πώς ήξερες πως ήταν στο γράμμα του Γκάνταλφ, αφού δεν το ’χεις δει;

— Δεν το ήξερα, απάντησε. Μα εγώ είμαι ο Άραγκορν κι οι στίχοι πάνε με τ’ όνομα.

Τράβηξε το σπαθί του κι είδαν πως η λάμα του ήταν στ’ αλήθεια σπασμένη ένα πόδι κάτω απ’ τη λαβή.

— Δεν κάνει για τίποτα, έτσι, Σαμ; είπε ο Γοργοπόδαρος. Μα ο καιρός πλησιάζει που θα ξανακολληθεί.

Ο Σαμ δεν είπε τίποτα.

— Λοιπόν, είπε ο Γοργοπόδαρος, με την άδεια του Σαμ, θα πούμε πως η υπόθεση τακτοποιήθηκε. Ο Γοργοπόδαρος θα γίνει οδηγός σας. Θα έχουμε άσχημο δρόμο αύριο. Ακόμα κι αν μας αφήσουν να φύγουμε απ’ το Μπρι ανεμπόδιστοι, τώρα δεν μπορούμε διόλου να ελπίζουμε πως θα φύγουμε απαρατήρητοι. Αλλά θα προσπαθήσω να χαθούμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ξέρω ένα δυο δρόμους, που βγάζουν πέρα απ’ την περιοχή του Μπρι, εκτός απ’ τον κύριο δρόμο. Και μόλις ξεφύγουμε την καταδίωξη, θα τραβήξουμε για την Κορυφή των Καιρών.

— Την Κορυφή των Καιρών; είπε ο Σαμ. Τι είναι αυτό;

— Είναι ένας λόφος ακριβώς στα βορινά του Δρόμου, περίπου στη μέση Γης διαδρομής από δω ως το Σκιστό Λαγκάδι. Δεσπόζει σ’ όλη την περιοχή κι απ’ εκεί θα έχουμε την ευκαιρία να κοιτάξουμε γύρω μας. Ο Γκάνταλφ για εκεί Θα το βάλει, αν μας ακολουθεί. Μετά την Κορυφή των Καιρών το ταξίδι μας θα γίνει πιο δύσκολο και θα χρειάζεται να διαλέγουμε ανάμεσα σε διάφορους κινδύνους.

— Πότε είδες για τελευταία φορά τον Γκάνταλφ; ρώτησε ο Φρόντο. Ξέρεις πού βρίσκεται και τι κάνει;

Η όψη του Γοργοπόδαρου έγινε σοβαρή.

— Δεν ξέρω, είπε. Ήρθα δυτικά μαζί του την άνοιξη. Έχω συχνά φυλάξει τα σύνορα του Σάιρ τα τελευταία χρόνια, όταν εκείνος είχε δουλειές αλλού. Σπάνια το άφηνε αφρούρητο. Τελευταία συναντηθήκαμε την πρώτη του Μάη: στο Σαρν Φορντ χαμηλά στο Μπράντιγουάιν. Μου είπε πως η δουλειά του με σένα είχε πάει καλά και πως θα ξεκινούσες για το Σκιστό Λαγκάδι την τελευταία βδομάδα του Σεπτέμβρη. Επειδή ήξερα πως βρισκόταν στο πλευρό σου, έφυγα σ’ ένα δικό μου ταξίδι. Κι αυτό δε βγήκε σε καλό· γιατί είναι φανερό πως έμαθε νέα κι εγώ δεν ήμουν κοντά να βοηθήσω.

» Ανησυχώ, για πρώτη φορά απ’ τον καιρό που τον γνωρίζω. Θα ’πρεπε να είχε στείλει μηνύματα ακόμα κι αν δεν μπορούσε να ’ρθει ο ίδιος. Όταν γύρισα, εδώ και πολλές μέρες, έμαθα τα άσχημα νέα. Παντού είχαν απλωθεί τα νέα πως ο Γκάνταλφ δε βρισκόταν πουθενά και πως οι Καβαλάρηδες είχαν κάνει την εμφάνιση τους. Αυτά μου τα είπαν τα Ξωτικά του Γκίλντορ· κι αργότερα μου είπαν πως είχατε ξεκινήσει· μα δεν είχα νέα πως φύγατε απ’ το Μπάκλαντ. Φύλαγα τον Ανατολικό Δρόμο όλος ανησυ— Νομίζεις πως οι Μαύροι Καβαλάρηδες έχουν σχέση με — με την απουσία του Γκάνταλφ, θέλω να πω; ρώτησε ο Φρόντο.

— Δε γνωρίζω τίποτ’ άλλο, που θα μπορούσε να τον εμποδίσει, εκτός απ’ τον ίδιο τον Εχθρό, είπε ο Γοργοπόδαρος. Μα μη χάνετε τις ελπίδες σας! Ο Γκάνταλφ είναι πιο μεγάλος απ’ ό,τι ξέρετε εσείς στο Σάιρ — κατά κανόνα εσείς μπορείτε μόνο να δείτε τ’ αστεία και τα παιγνίδια του. Μα αυτή εδώ η δική μας υπόθεση θα είναι το πιο μεγάλο του έργο.

Ο Πίπιν χασμουρήθηκε.

— Συγνώμη, είπε, μα είμαι ψόφιος απ’ την κούραση. Μ’ όλο τον κίνδυνο και την ανησυχία, πρέπει να πάω για ύπνο, αλλιώς θα κοιμηθώ εδώ που κάθομαι. Πού ’ν’ τος αυτός ο ανόητος ο Μέρι; Αυτό μας έλειπε τώρα να πρέπει να βγούμε στο σκοτάδι και να τον γυρεύουμε.

Εκείνη τη στιγμή άκουσαν μια πόρτα να χτυπά· ύστερα ακούστηκαν πόδια να τρέχουν στο διάδρομο. Ο Μέρι μπήκε μέσα ορμητικά με το Νομπ στο κατόπι του. Έκλεισε την πόρτα βιαστικά κι έγειρε πάνω της. Του ’χε κοπεί η ανάσα. Τον κοίταζαν φοβισμένοι με γουρλωμένα μάτια για μια στιγμή· κι ύστερα αυτός τους είπε λαχανιασμένα:

— Τους είδα, Φρόντο! Τους είδα! Μαύροι Καβαλάρηδες!

— Μαύροι Καβαλάρηδες! φώναξε ο Φρόντο. Πού;

— Εδώ. Στο χωριό. Έμεινα μέσα για καμιά ώρα. Μετά, επειδή δε γυρνούσατε, βγήκα για μια βόλτα. Είχα μόλις ξαναγυρίσει και στεκόμουνα ακριβώς έξω απ’ τον κύκλο που φώτιζε το φανάρι και κοίταζα τ’ αστέρια. Ξαφνικά ανατρίχιασα κι ένιωσα πως κάτι απαίσιο σερνόταν κοντά: ήταν μια κάπως πιο σκοτεινή σκιά ανάμεσα στους ίσκιους, στο δρόμο απέναντι, ακριβώς εκεί που τελείωνε το φως του φαναριού. Ξεγλίστρησε μακριά αμέσως στο σκοτάδι χωρίς θόρυβο. Άλογο δεν είχε.

— Προς τα πού πήγε; ρώτησε ο Γοργοπόδαρος, άξαφνα κι απότομα. Ο Μέρι τινάχτηκε, βλέποντας τον ξένο για πρώτη φορά.

— Συνέχισε! είπε ο Φρόντο. Είναι ένας φίλος του Γκάνταλφ. Θα σου εξηγήσω αργότερα.

— Φάνηκε να πηγαίνει κατά το Δρόμο, ανατολικά, συνέχισε ο Μέρι. Προσπάθησα ν’ ακολουθήσω. Φυσικά, εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως· μα εγώ έστριψα τη γωνία και πήγα μέχρι το τελευταίο σπίτι στο Δρόμο.

Ο Γοργοπόδαρος κοίταξε το Μέρι με θαυμασμό.

— Έχεις γενναία καρδιά, είπε· αλλ’ αυτό που έκανες ήταν ανόητο.

— Δεν ξέρω, είπε ο Μέρι. Δεν ήταν ούτε γενναίο ούτε ανόητο, νομίζω. Δεν μπορούσα σχεδόν να κάνω αλλιώς. Μου φαινόταν κάπως πως με τραβούσαν. Όπως και να ’ναι, εγώ πήγα και, ξαφνικά, άκουσα φωνές κοντά στο φράχτη. Η μια μουρμούριζε κι η άλλη ψιθύριζε, ή μάλλον σφύριζε. Δεν μπορούσα να πιάσω κουβέντα απ’ ό,τι λεγόταν. Δε γλίστρησα πιο κοντά γιατί άρχισα να τρέμω ολόκληρος. Ύστερα ένιωσα τέτοια τρομάρα, που γύρισα πίσω κι ήμουνα έτοιμος να το βάλω στα πόδια, όταν κάτι ήρθε πίσω μου κι εγώ... εγώ έπεσα κάτω.

— Εγώ τον βρήκα, κύριε, μπήκε στη μέση ο Νομπ. Ο κυρ Βουτυράτος μ’ έστειλε έξω μ’ ένα φανάρι. Κατέβηκα στη Δυτική πύλη κι ύστερα γύρισα προς τη Νότια πύλη. Ακριβώς στο σπίτι του Μπιλ του Φτεριά κοντά, νόμισα πως είδα κάτι στο Δρόμο. Δεν παίρνω όρκο, μα μου φαινόταν λες και δυο άνθρωποι έσκυβαν πάνω σε κάτι για να το σηκώσουν. Έβαλα μια φωνή, μα σαν έφτασα κοντά αυτοί δεν φαίνονταν πουθενά και μόνο ο κύριος Μπράντιμπακ ήταν πεσμένος στην άκρη στο Δρόμο. Έμοιαζε να κοιμάται. «Νόμισα πως είχα πέσει σε βαθιά νερά», μου λέει σαν τον σκούντησα. Ήταν πολύ παράξενος και μόλις τον ξύπνησα, σηκώθηκε κι ήρθε δω τρέχοντας σαν το λαγό.

— Φοβάμαι πως αυτή ’ναι η αλήθεια, είπε ο Μέρι, αν και δε θυμάμαι τι είπα. Είδα ένα απαίσιο όνειρο, που δεν μπορώ να το θυμηθώ. Έχασα την αυτοκυριαρχία μου. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε.

— Εγώ ξέρω, είπε ο Γοργοπόδαρος. Η Μαύρη Ανάσα. Οι Καβαλάρηδες θα πρέπει ν’ άφησαν τ’ άλογά τους απέξω και να πέρασαν κρυφά τη Νότια πύλη. Τώρα θα τα ξέρουν όλα τα νέα μιας κι επισκέφτηκαν τον Μπιλ το Φτεριά· κι είναι πιθανό πως κι εκείνος ο Νότιος ήταν κατάσκοπος. Κάτι μπορεί να γίνει τη νύχτα, πριν φύγουμε απ’ το Μπρι.

— Τι θα γίνει; είπε ο Μέρι. Θα επιτεθούνε στο πανδοχείο;

— Οχι, δε νομίζω, είπε ο Γοργοπόδαρος. Δεν είναι όλοι εδώ ακόμα. Και, οπωσδήποτε, δεν είναι αυτός ο τρόπος τους. Είναι πιο δυνατοί στο σκοτάδι και στη μοναξιά· δε θα επιτεθούν ανοιχτά σ’ ένα σπίτι, που υπάρχουν φώτα και κόσμος πολύς — όχι, εκτός κι απελπιστούν, πράγμα που δε συμβαίνει όμως όσο οι αμέτρητες λεύγες του Έριαντορ βρίσκονται ακόμα μπροστά μας. Αλλά η δύναμη τους βρίσκεται στο φόβο· και μερικούς στο Μπρι τους έχουν κιόλας βάλει στο χέρι. Θ’ αναγκάσουν αυτούς τους άθλιους να κάνουν κάτι κακό: το Φτεριά και μερικούς απ’ τους ξένους κι ίσως και το φύλακα της πύλης. Κουβέντιαζαν με το Χάρι στη Δυτική πύλη τη Δευτέρα. Τους παρακολουθούσα. Σαν τον άφησαν, αυτός είχε πανιάσει κι έτρεμε.

— Φαίνεται πως έχουμε εχθρούς παντού γύρω μας, είπε ο Φρόντο. Τι θα κάνουμε;

— Θα μείνετε εδώ και δε θα πάτε στα δωμάτιά σας! Είναι βέβαιο πως αυτοί θα έχουν μάθει ποια είναι. Τα δωμάτια για χόμπιτ έχουν παράθυρα που βλέπουν στο βοριά κι είναι στο ισόγειο. Θα μείνουμε όλοι μαζί και θ’ αμπαρώσουμε το παράθυρο και την πόρτα. Μα πρώτα ο Νομπ κι εγώ θα φέρουμε εδώ τα πράγματά σας.

Την ώρα που έλειπε ο Γοργοπόδαρος, ο Φρόντο είπε γρήγορα στο Μέρι όλα όσα είχαν γίνει απ’ την ώρα του φαγητού και μετά. Ο Μέρι διάβαζε ακόμα και ζύγιζε το γράμμα του Γκάνταλφ, όταν ο Γοργοπόδαρος κι ο Νομπ γύρισαν.

— Λοιπόν, κύριοι, είπε ο Νομπ, ανακάτεψα τα στρωσίδια κι έβαλα οτη μέση κάθε κρεβατιού από μια μαξιλάρα. Κι έκανα μια ωραία απομίμηση του κεφαλιού σου μ’ ένα καφετί μάλλινο χαλάκι, κύριε Μπάγκ — Κατωλοφίτη, κύριε, προσθεσε χαμογελώντας πλατιά.

Ο Πίπιν γέλασε.

— Πολύ πετυχημένο! είπε. Μα τι θα γίνει σαν καταλάβουν τη μεταμφίεση;

— Θα δούμε! είπε ο Γοργοπόδαρος. Ας ελπίσουμε πως θα βαστήξουμε το φρούριο ως το πρωί.

— Καλή σας νύχτα, είπε ο Νομπ κι έφυγε για να πάει να φυλάξει τη βάρδια του στις πόρτες.

Σώριασαν τους σάκους τους και τα πράγματά τους στο πάτωμα της τραπεζαρίας. Έσπρωξαν μια χαμηλή καρέκλα πίσω απ’ την πόρτα κι έκλεισαν το παράθυρο. Κρυφοκοιτάζοντας έξω, ο Φρόντο είδε πως η νύχτα ήταν ακόμα ξάστερη. Το Δρεπάνι[8] κουνιόταν λαμπερό πάνω απ’ τις ράχες του Λόφου του Μπρι. Ύστερα έκλεισε κι αμπάρωσε τα βαριά εσωτερικά παντζούρια και τράβηξε τις κουρτίνες. Ο Γοργοπόδαρος έριξε ξύλα στη φωτιά κι έσβησε όλα τα κεριά.

Οι χόμπιτ τυλίχτηκαν στις κουβέρτες τους με τα πόδια προς το τζάκι· μα ο Γοργοπόδαρος βολεύτηκε στην καρέκλα πίσω απ’ την πόρτα. Κουβέντιασαν λιγάκι, γιατί ο Μέρι είχε ακόμα να κάνει μερικές ερωτήσεις.

— «Πηδάει στο Φεγγάρι!» χαχάνισε ο Μέρι και τυλίχτηκε στην κουβέρτα του. Πολύ γελοίο από μέρους σου, Φρόντο! Αλλά θα ’θελα να ήμουνα εκεί και να το ’βλεπα. Οι αξιότιμοι κύριοι του Μπρι θα το κουβέντιαζαν για εκατό χρόνια.

— Το ελπίζω, είπε ο Γοργοπόδαρος.

Μετά όλοι σώπασαν κι ένας ένας οι χόμπιτ αποκοιμήθηκαν.

Κεφάλαιο XI ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Την ώρα που ετοιμάζονταν για ύπνο στο πανδοχείο του Μπρι, το σκοτάδι απλωνόταν στο Μπάκλαντ. Μια ψιλή ομίχλη πλανιόταν στις μικρές κοιλάδες και στην ακροποταμιά. Το σπίτι στο Κρικχόλοου στεκόταν σιωπηλό. Ο χοντρός Μπόλγκερ άνοιξε την πόρτα προσεκτικά και κρυφοκοίταξε έξω. Ένα αίσθημα φόβου μεγάλωνε μέσα του όλη τη μέρα και του ήταν αδύνατο να ησυχάσει ή να πάει για ύπνο: ο άπνοος αέρας της νύχτας έκρυβε κάποια απειλή. Εκεί που κοίταζε έξω στη σκοτεινιά, μια μαύρη σκιά κουνήθηκε κάτω απ’ τα δέντρα· η εξώπορτα φάνηκε ν’ ανοίγει από μόνη της και να ξανακλείνει δίχως τον παραμικρό θόρυβο. Τον έπιασε τρομάρα. Μαζεύτηκε πίσω και για μια στιγμή στάθηκε τρέμοντας στο χολ. Έπειτα έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα.

Η νύχτα προχώρησε, Ακούστηκε ο μαλακός θόρυβος αλόγων, που τα οδηγούν κρυφά στο δρομάκι. Έξω απ’ την εξώπορτα σταμάτησαν, και τρεις μαύρες σιλουέτες μπήκαν μέσα, σαν ίσκιοι της νύχτας, σέρνοντας στο χώμα. Ένας πήγε στην πόρτα κι οι άλλοι δυο πιάσαν τις γωνιές του σπιτιού· κι εκεί στάθηκαν ακίνητοι σαν τους ίσκιους από πέτρες, ενώ η νύχτα προχωρούσε αργά. Το σπίτι και τα ήσυχα δέντρα φαίνονταν να περιμένουν με κομμένη την ανάσα.

Τα φύλλα αναταράχτηκαν ανεπαίσθητα κι ένας κόκορας λάλησε μακριά. Η παγωμένη ώρα πριν το χάραμα περνούσε. Η σιλουέτα στην πόρτα κουνήθηκε. Στο σκοτάδι, το δίχως αστέρια και φεγγάρι, μια γυμνή λάμα άστραψε λες κι ένα κρυφό φως είχε ξεσκεπαστεί. Ακούστηκε ένα χτύπημα μαλακό μα βαρύ, κι η πόρτα σείστηκε. — Ανοίξτε, εν ονόματι της Μόρντορ! είπε μια φωνή λεπτή κι απειλητική.

Σ’ ένα δεύτερο χτύπημα η πόρτα υποχώρησε κι έπεσε πίσω, με σπασμένα ξύλα και κλειδαριά. Οι μαύρες σιλουέτες μπήκαν γρήγορα μέσα.

Τη στιγμή εκείνη, ανάμεσα στα δέντρα εκεί κοντά, αντήχησε ένα βούκινο. Έσκισε τη νύχτα σαν φωτιά σε λοφοκορφή.

ΞΥΠΝΑΤΕ! ΦΟΒΟΣ! ΦΩΤΙΑ! ΕΧΘΡΟΙ! ΞΥΠΝΑΤΕ!

Ο χοντρός Μπόγκερ δεν είχε κάτσει με τα χέρια δεμένα. Μόλις είδε τις μαύρες σκιές να σέρνονται στον κήπο, ήξερε πως έπρεπε να το βάλει στα πόδια γιατί αλλιώς ήταν χαμένος. Και το ’βαλε στα πόδια. Βγήκε απ’ την πίσω πόρτα, πέρασε τον κήπο και τα χωράφια. Σαν έφτασε το πιο κοντινό σπίτι, πάνω από ’να μίλι μακριά, σωριάστηκε στο κατώφλι. — Όχι, όχι, όχι! φώναζε. Όχι, όχι εμένα! Δεν το ’χω!

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι που να καταλάβει κανείς τι έλεγε. Στο τέλος κατάλαβαν πως εχθροί βρίσκονταν στο Μπάκλαντ, κάποια παράξενη εισβολή απ’ το Παλιό το Δάσος. Και τότε δεν έχασαν περισσότερη ώρα.

ΦΟΒΟΣ! ΦΩΤΙΑ! ΕΧΘΡΟΙ!

Οι Μπράντιμπακ φυσούσαν το Βούκινο του Συναγερμού του Μπάκλαντ, που είχε ν’ ακουστεί εδώ κι εκατό χρόνια, από τότε που οι άσπροι λύκοι είχαν έρθει τον Κακό Χειμώνα, τότε που ο Ποταμός Μπράντιγουάιν είχε παγώσει.

ΞΥΠΝΑΤΕ! ΞΥΠΝΑΤΕ!

Μακριά ακούστηκαν βούκινα που απαντούσαν. Ο συναγερμός απλωνόταν.

Οι μαύρες σιλουέτες έτρεξαν να φύγουν απ’ το σπίτι. Η μια απ’ αυτές άφησε να πέσει ένας χομπιτο-μανδύας στο σκαλί, όπως έτρεχε. Στο δρομάκι ακούστηκαν πέταλα που έγιναν ποδοβολητό κι έφυγαν βροντοκοπώντας στο σκοτάδι. Παντού γύρω στο Κρικχόλοου ακούγονταν βούκινα, φωνές και τρεχαλητά. Αλλά οι Μαύροι Καβαλάρηδες έτρεξαν σαν τον άνεμο στη Βορινή πύλη. Άσε τους μικρούληδες να φυσάνε! Ο Σόρον θα τους τακτοποιούσε αργότερα. Στο μεταξύ είχαν άλλη αποστολή: ήξεραν τώρα πως το σπίτι ήταν άδειο και το Δαχτυλίδι φευγάτο. Κυνήγησαν τους φύλακες στην πύλη κι εξαφανίστηκαν απ’ το Σάιρ.


Νωρίς τη νύχτα ο Φρόντο ξύπνησε από ύπνο βαθύ, απότομα, λες και κάποιος θόρυβος ή παρουσία να τον είχε ενοχλήσει. Είδε πως ο Γοργοπόδαρος καθόταν ξάγρυπνος στην καρέκλα του: τα μάτια του γυάλιζαν στο φως της φωτιάς, που την είχε περιποιηθεί κι έκαιγε ζωηρά· μα δεν του έκανε νόημα ούτε κουνήθηκε.

Ο Φρόντο γρήγορα αποκοιμήθηκε πάλι· μα τα όνειρά του ξαναήταν ταραγμένα απ’ το θόρυβο του ανέμου και το ποδοβολητό αλόγων. Ο άνεμος λες και τυλιγόταν γύρω από το σπίτι και το τράνταζε· και πολύ μακριά άκουσε ένα βούκινο ν’ αντηχεί άγρια. Άνοιξε τα μάτια του κι άκουσε έναν κόκορα να λαλεί μ’ όλη του τη δύναμη στην αυλή του πανδοχείου. Ο Γοργοπόδαρος είχε τραβήξει τις κουρτίνες κι έσπρωξε τα παντζούρια με θόρυβο. Το πρώτο γκρίζο φως της μέρας μπήκε στο δωμάτιο κι ένας παγωμένος αέρας ερχόταν απ’ το ανοιχτό παράθυρο.

Μόλις ο Γοργοπόδαρος τους ξύπνησε όλους, τους πήγε στα δωμάτιά τους. Όταν τα είδαν χάρηκαν που είχαν ακολουθήσει τις συμβουλές του: τα παράθυρα παραβιασμένα ανοιγόκλειναν και οι κουρτίνες ανέμιζαν· τα κρεβάτια ήταν άνω κάτω και οι μαξιλάρες ξεκοιλιασμένες στο πάτωμα· το καφετί χαλάκι ήταν σκισμένο κουρέλι.

Ο Γοργοπόδαρος αμέσως πήγε κι έφερε τον ξενοδόχο. Ο φτωχός κυρ Βουτυράτος φαινόταν νυσταγμένος και τρομαγμένος. Ούτε που ’χε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα (έτσι έλεγε), μα δεν είχε ακούσει τον παραμικρό θόρυβο.

— Ποτέ, σ’ όλη μου τη ζωή, δε μου ξανάτυχε τέτοιο πράγμα! φώναξε, σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά, συγχυσμένος. Οι ξένοι μου να μην μπορούν να κοιμηθούν στα κρεβάτια τους και οι καλές μου οι μαξιλάρες για πέταμα κι όλα τούτα δω! Πού θα καταλήξουμε έτσι;

— Σε μαύρες μέρες, είπε ο Γοργοπόδαρος. Αλλά, για την ώρα, μπορείς να ησυχάσεις, σα μας ξεφορτωθείς. Πρέπει να φύγουμε αμέσως. Μη σε νοιάζει για το πρωινό: κάτι να πιούμε και μια μπουκιά στο πόδι θα ’ναι ό,τι πρέπει. Θα είμαστε έτοιμοι σε λίγα λεπτά.

Ο κυρ Βουτυράτος έφυγε βιαστικός για να κοιτάξει να ετοιμάσουν τα πόνυ τους και να τους φέρει μια «μπουκιά». Μα πολύ γρήγορα γύρισε πίσω καταστενοχωρημένος. Τα πόνυ είχαν εξαφανιστεί! Όλες οι πόρτες του σταύλου είχαν ανοιχτεί τη νύχτα, κι είχαν φύγει, όχι μονάχα τα πόνυ του Μέρι, μα κι όλα τ’ άλλα άλογα και τα ζωντανά του σταύλου.

Ο Φρόντο απελπίστηκε απ’ τα νέα. Πώς μπορούσαν να ελπίζουν πως θα φτάσουν στο Σκιστό Λαγκάδι με τα πόδια, τη στιγμή που τους κυνηγούσαν εχθροί καβάλα; Ήταν σαν να θέλανε να πάνε στο Φεγγάρι. Ο Γοργοπόδαρος κάθισε σιωπηλός για λίγο κοιτάζοντας τους χόμπιτ, λες και ζύγιζε τη δύναμη και το κουράγιο τους.

— Τα πόνυ δε θα μας βοηθήσουν να ξεφύγουμε τους Καβαλάρηδες, είπε τέλος σκεφτικά, λες κι είχε μαντέψει τη σκέψη του Φρόντο. Δε θα προχωρούμε και πολύ πιο αργά με τα πόδια, στους δρόμους που σκοπεύω να πάρουμε. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, θα περπατούσα. Εκείνο που με απασχολεί είναι τα τρόφιμα και οι αποσκευές. Δεν μπορούμε να υπολογίζουμε πως θα βρούμε τίποτα να φάμε στο δρόμο, από δω ως το Σκιστό Λαγκάδι, εκτός ό,τι πάρουμε μαζί μας· και πρέπει να πάρουμε τόσα ώστε να μας περισσεύουν- γιατί μπορεί να καθυστερήσουμε ή ν’ αναγκαστούμε να πάμε γύρω γύρω, πολύ έξω απ’ τον κατευθείαν δρόμο. Πόσα είσαστε σε θέση να κουβαλήσετε στις πλάτες σας;

— Όσα χρειαστεί, είπε ο Πίπιν κι η καρδιά του βούλιαξε, αν και προσπαθούσε να δείξει πως ήταν πιο σκληρός απ’ ό,τι έδειχνε (ή ένιωθε).

— Εγώ μπορώ να κουβαλήσω όσα δυο μαζί, είπε ο Χαμ πολεμικά.

— Δεν μπορεί να γίνει τίποτα, κύριε Βουτυράτε; ρώτησε ο Φρόντο. Δεν μπορούμε να βρούμε κανά δυο πόνυ στο χωριό, ή κι ένα μόνο για τα μπαγκάζια; Δεν πιστεύω πως μπορούμε να τα νοικιάσουμε, μα ίσως μπορέσουμε να τ’ αγοράσουμε, πρόσθεσε μ’ αμφιβολία· και μέσα του αναρωτιόταν αν θα του έφταναν τα λεφτά.

— Πολύ αμφιβάλλω, είπε ο ξενοδόχος λυπημένος. Τα δυο τρία πόνυ που είναι για καβάλα στο Μπρι, σταβλίζονταν στην αυλή μου και είναι φευγάτα. Τώρα, για άλλα ζώα, άλογα ή πόνυ που να τα ’χουν για υποζύγια και τέτοιες δουλειές, υπάρχουν ελάχιστα στο Μπρι και δε θα ’ναι για πούλημα. Μα θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου. Πάω να ξετρυπώσω τον Μπομπ και να τον στείλω ένα γύρο, όσο πιο γρήγορα γίνεται.

— Ναι, είπε ο Γοργοπόδαρος απρόθυμα, καλά θα κάνεις. Φοβάμαι πως θα πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε ένα πόνυ τουλάχιστο. Έτσι όμως πάνε οι ελπίδες μας να ξεκινήσουμε νωρίς και να ξεγλιστρήσουμε χωρίς θόρυβο! Τώρα είναι λες και βάλαμε ντελάλη να διαλαλήσει την αναχώρησή μας. Αυτό θα ’ταν και μέρος του σχεδίου τους, χωρίς αμφιβολία.

— Υπάρχει όμως ένα ψιχουλάκι παρηγοριάς, είπε ο Μέρι, και κάτι παραπάνω από ψιχουλάκι, ελπίζω: θα μπορέσουμε να πάρουμε το πρωινό μας όσο περιμένουμε — και μάλιστα όχι στο πόδι. Για να βρούμε το Νομπ!

Στο τέλος είχαν πάνω από τρεις ώρες καθυστέρηση. Ο Μπομπ γύρισε πίσω και είπε πως δε βρισκόταν άλογο ή πόνυ για όλα τα λεφτά του κόσμου στη γειτονιά — εκτός από ένα: Ο Μπιλ Φτεριάς είχε ένα που μπορεί και να το πουλούσε.

— Κι αυτό είναι ένα κακομοιριασμένο ζωντανό, γέρικο, πετσί και κόκαλο, είπε ο Μπομπ, μ’ αυτός δεν τ’ αποχωρίζεται με λιγότερα από το τριπλάσιο της αξίας του, επειδή βλέπει την ανάγκη σας. Δε θα σας το δώσει για λιγότερα. Τον ξέρω καλά τον Μπιλ το Φτεριά εγώ!

— Ο Μπιλ ο Φτεριάς; είπε ο Φρόντο. Μήπως είναι κόλπο; Μήπως το ζωντανό μας το σκάσει και γυρίσει σ’ αυτόν μ’ όλα μας τα πράγματα, ή μήπως βοηθήσει να μας βρουν ή κάτι τέτοιο;

— Κι εγώ, αναρωτιέμαι, είπε ο Γοργοπόδαρος. Μα δεν μπορώ να φανταστώ κανένα ζώο να γυρίζει τρέχοντας πίσω, μιας και ξέφυγε. Φαντάζομαι πως αυτό είναι μόνο κατοπινή σκέψη, σαν κι αυτές που κάνει ο κυρ Φτεριάς: απλώς ένας τρόπος να μεγαλώσει τα κέρδη του απ’ αυτή την υπόθεση. Ο κυριότερος κίνδυνος είναι πως το φτωχό το ζωντανό θα ’ναι, κατά πάσα πιθανότητα, ετοιμοθάνατο. Μα δε φαίνεται να υπάρχει τίποτ’ άλλο. Πόσα γυρεύει;

Η τιμή του Μπιλ του Φτεριά ήταν δώδεκα ασημένιες πένες· κι αυτό, στ’ αλήθεια, ήταν τουλάχιστον τρεις φορές η αξία ενός πόνυ σ’ εκείνα τα μέρη. Το πόνυ αποδείχτηκε ένα σκελετωμένο ζώο, υποσιτισμένο και χωρίς καμιά ζωντάνια· μα δεν έδειχνε πως θα πέθαινε ακόμα. Ο κύριος Βουτυράτος το πλήρωσε ο ίδιος και πρόσφερε στο Μέρι δεκαοχτώ πένες ακόμα σαν αποζημίωση για τα χαμένα ζώα. Ήταν τίμιος άνθρωπος κι ευκατάστατος για το Μπρι· αλλά τριάντα ασημένιες πένες ήταν μεγάλο χτύπημα γι’ αυτόν· και το ότι τον κορόιδεψε ο Μπιλ ο Φτεριάς το έκανε ακόμα πιο αβάσταχτο.

Στ’ αλήθεια όμως του βγήκε σε καλό στο τέλος. Βρήκαν αργότερα πως μόνο ένα άλογο είχαν κλέψει πραγματικά. Τα άλλα τα είχαν διώξει ή το είχαν βάλει στα πόδια απ’ το φόβο τους και βρέθηκαν να τριγυρνάνε σε διάφορα μέρη του Μπρι. Τα πόνυ του Μέρι το ’χαν σκάσει τελείως και τελικά (επειδή είχανε μυαλό) πήγαν στην Κοιλάδα γυρεύοντας το Χοντρο-Λάμκιν. Έτσι βρέθηκαν κάτω απ’ την προστασία του Τομ Μπομπαντίλ για κάμποσο καιρό κι ήταν μια χαρά. Μα όταν τα νέα για τα γεγονότα στο Μπρι έφτασαν στ’ αυτιά του Τομ, αυτός τα ’στειλε στον κύριο Βουτυράτο. Έτσι αυτός πήρε πέντε καλά ζώα σε πολύ καλή τιμή. Βέβαια, έπρεπε να δουλεύουν σκληρά στο Μπρι, μα ο Μπομπ τους φερνόταν καλά· έτσι, γενικά, ήταν τυχερά: γλίτωσαν ένα σκοτεινό κι επικίνδυνο ταξίδι. Μα δεν πήγαν ποτέ στο Σκιστό Λαγκάδι.

Στο μεταξύ όμως, για τον κύριο Βουτυράτο, τα λεφτά του είχαν κάνει φτερά καλώς ή κακώς. Κι είχε κι άλλους μπελάδες. Γιατί έγινε μεγάλη φασαρία μόλις ξύπνησαν οι υπόλοιποι ξένοι κι έμαθαν τα νέα για την επίθεση στο πανδοχείο. Οι ταξιδιώτες απ’ το Νοτιά είχαν χάσει αρκετά άλογα και κατηγορούσαν τον ξενοδόχο με φωνές, μέχρι που μαθεύτηκε πως ένας απ’ αυτούς είχε επίσης εξαφανιστεί τη νύχτα. Όχι κανένας άλλος, ο αλλήθωρος σύντροφος του Μπιλ του Φτεριά. Οι υποψίες έπεσαν αμέσως απάνω του.

— Αν μαζέψατε έναν αλογοκλέφτη και μου τον κουβαλήσατε στο σπίτι μου, είπε ο Βουτυράτος θυμωμένα, θα πρέπει εσείς να πληρώσετε για όλες τις ζημιές κι όχι να μου ’ρχεστε και να μου βάζετε τις φωνές. Να πάτε να ρωτήσετε το Φτεριά πού είναι ο ωραίος σας φίλος.

Αλλά βρέθηκε πως δεν ήταν φίλος κανενός και κανείς δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε μπει στην παρέα τους.

Μετά το πρωινό τους οι χόμπιτ χρειάστηκε να ξαναφτιάξουν τα πράγματά τους και να συγκεντρώσουν κι άλλες προμήθειες για το μακρύτερο ταξίδι που τώρα υπολόγιζαν πως θα κάνουν. Πλησίαζε δέκα η ώρα μέχρι που να ξεκινήσουν επιτέλους. Τώρα όμως ολόκληρο το Μπρι βούιζε πια. Το κόλπο που εξαφανίστηκε ο Φρόντο· η εμφάνιση των μαύρων με τ’ άλογα· το κλέψιμο του σταύλου· και πάνω απ’ όλα, τα νέα πως ο Γοργοπόδαρος, ο Περιφερόμενος Φύλακας, πήγαινε μαζί με τους μυστηριώδεις χόμπιτ, έφτιαξαν τέτοια ιστορία που θα βάσταγε για πολλά ήσυχα χρόνια. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Μπρι και του Σταντλ και πολλοί ακόμα κι απ’ το Κομπ και το Άρτσετ, είχαν μαζευτεί στο δρόμο να δουν τους ταξιδιώτες να ξεκινάνε. Οι άλλοι ξένοι του πανδοχείου στέκονταν στις πόρτες ή κρέμονταν απ’ τα παράθυρα.

Ο Γοργοπόδαρος είχε αλλάξει γνώμη κι αποφάσισε να φύγουν απ’ το Μπρί από τον κεντρικό δρόμο. Γιατί οποιαδήποτε προσπάθεια να κόψουν μέσ’ απ’ τα χωράφια αμέσως, θα χειροτέρευε μονάχα τα πράγματα: ο μισός κόσμος θα τους ακολουθούσε για να δούνε πού πάνε και να μην τους αφήσουν να περάσουν μέσ’ απ’ τα χωράφια τους.

Είπαν αντίο στο Νομπ και στον Μπομπ κι αποχαιρέτισαν τον κύριο Βουτυράτο με πολλά ευχαριστώ.

— Ελπίζω να ξανανταμώσουμε κάποια μέρα, όταν τα πράγματα θα ’ναι καλά για άλλη μια φορά, είπε ο Φρόντο. Τίποτα δε θα μ’ άρεσε καλύτερα απ’ το να μείνω στο πανδοχείο σου ήσυχος για κάμποσο καιρό.

Ξεκίνησαν πηγαίνοντας ανήσυχα και με βαριά καρδιά κάτω απ’ τα βλέμματα του κόσμου. Δεν ήταν όλα τα πρόσωπα φιλικά, ούτε κι όλα τα λόγια που τους φώναζαν. Μα το Γοργοπόδαρο φαινόταν να τον έχουν από φόβο οι πιο πολλοί στο Μπρι κι όσους κοίταζε στα μάτια, έκλειναν το στόμα τους κι απομακρύνονταν. Αυτός πήγαινε μπροστά με το Φρόντο· έπειτα ερχόταν ο Μέρι κι ο Πίπιν· και τελευταίος ακολουθούσε ο Σαμ, οδηγώντας το πόνυ, που ήταν φορτωμένο μ’ όσα περισσότερα μπαγκάζια τους πήγαινε η καρδιά να το φορτώσουν μ’ αυτό κιόλας έδειχνε πολύ λιγότερο απελπισμένο, λες και του άρεσε η αλλαγή της τύχης του. Ο Σαμ μασουλούσε ένα μήλο σκεφτικά. Είχε την τσέπη γεμάτη απ’ αυτά: αποχαιρετιστήριο δώρο του Νομπ και του Μπομπ.

— Μήλα για το δρόμο και πίπα για το καθισιό, είπε. Μα φαντάζομαι πως θα μου λείψουν και τα δυο πριν περάσει πολύς καιρός.

Οι χόμπιτ αδιαφόρησαν για τα περίεργα κεφάλια που κρυφοκοίταζαν μέσ’ από πόρτες, ή ξεπετάγονταν πάνω από τοίχους και φράχτες, όπως περνούσαν. Μα όπως πλησίασαν την πέρα πύλη, ο Φρόντο είδε ένα μαυρισμένο κι απεριποίητο σπίτι πίσω από ένα πυκνό φράχτη: το τελευταίο σπίτι του χωριού. Σ’ ένα απ’ τα παράθυρα είδε μια στιγμή ένα χλωμό αρρωστιάρικο πρόσωπο με πονηρά λοξά μάτια· μα εξαφανίστηκε αμέσως.

«Λοιπόν, εδώ κρύβεται ο Νότιος! σκέφτηκε. Μοιάζει παραπάνω απ’ το μισό σαν καλικάντζαρος.»

Πάνω απ’ το φράχτη ένας άλλος άνθρωπος κοίταζε με θράσος. Είχε χοντρά μαύρα φρύδια και σκοτεινά περιφρονητικά μάτια· το μεγάλο του στόμα σούρωνε κοροϊδευτικά. Κάπνιζε μια κοντή μαύρη πίπα. Σαν πλησίασαν, την έβγαλε απ’ το στόμα του κι έφτυσε.

— ... μέρα, Μακροπόδαρε! είπε. Τόσο νωρίς; Βρήκες φίλους επιτέλους; Ο Γοργοπόδαρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι, μα δεν απάντησε.

— ... μέρα, μικροί μου φίλοι! είπε στους άλλους. Φαντάζομαι να ξέρετε με ποιον πιάσατε φιλίες; Αυτός είναι ο Γοργοπόδαρος, που δε διστάζει μπροστά σε τίποτα, αυτός! Αν κι έχω ακούσει να τον λένε και μ’ άλλα ονόματα όχι και τόσο όμορφα. Να ’χετε τα μάτια σας δεκατέσσερα απόψε! Κι εσύ, Σάμι, να μη μου κακομεταχειρίζεσαι το φτωχό μου το γέρικο πόνυ! Μπα!

Έφτυσε ξανά.

Ο Σαμ έστριψε γρήγορα.

— Κι εσύ, Φτεριά, είπε, πάρ’ την κακομούτσουνη φάτσα σου πέρα, αλλιώς θα πάθει κακό.

Και μ’ ένα απότομο τίναγμα, γρήγορο σαν αστραπή, ένα μήλο άφησε το χέρι του και χτύπησε τον Μπιλ κατάμουτρα στη μύτη. Έσκυψε πολύ καθυστερημένα και βρισιές ακούστηκαν πίσω από το φράχτη.

— Κρίμας το ωραίο μήλο, είπε ο Σαμ με λύπη και προχώρησε παρακάτω.


Τήλος, άφησαν το χωριό πίσω τους. Τα παιδιά που ’χαν κάνει συνοδεία και μερικοί που τους είχαν πάρει από κοντά, βαρέθηκαν στη Νότια πύλη και γύρισαν πίσω. Πέρασαν την πύλη κι ακολούθησαν το Δρόμο για κάμποσα μίλια. Ο Δρόμος πήγαινε αριστερά και ξαναγύριζε πίσω στην ανατολική του γραμμή μόλις περνούσε τους πρόποδες του Λόφου του Μπρι. Ύστερα άρχιζε να κατηφορίζει γρήγορα σε μια δασωμένη περιοχή. Στ’ αριστερά τους μπορούσαν να δουν μερικά σπίτια και χομπιτότρυπες του Σταντλ, που βρισκόταν στις νοτιοανατολικές πλαγιές του λόφου, που ήταν και πιο ομαλές. Πέρα κάτω, σε μια βαθιά κοιλάδα μακριά απ’ το Δρόμο, φαινόταν ν’ ανεβαίνει καπνός που έδειχνε τη μεριά που βρισκόταν το Κομπ· το Άρτσετ ήταν κρυμμένο πίσω από τα δέντρα.

Αφού κατηφόρισαν το Δρόμο αρκετά κι άφησαν το Λόφο του Μπρι να στέκεται, ψηλός και καφετής, πίσω τους, συνάντησαν ένα στενό μονοπάτι, που οδηγούσε προς το Βοριά.

— Εδώ θ’ αφήσουμε τ’ ανοιχτά και θα κρυφτούμε, είπε ο Γοργοπόδαρος.

— Ελπίζω πως δε θα «κόψουμε δρόμο», είπε ο Πίπιν. Την τελευταία φορά που κόψαμε δρόμο μέσ’ απ’ το δάσος, παραλίγο να την πάθουμε για τα καλά.

— Α. μα τότε δε με είχατε μαζί σας, γέλασε ο Γοργοπόδαρος. Εγώ όταν κόβω δρόμο, μικρό ή μεγάλο, δεν την παθαίνω.

Κοίταξε το Δρόμο πάνω και κάτω. Δε φαινόταν ψυχή. Κατηφόρισε το μονοπάτι γρήγορα οδηγώντας τους στη δασωμένη κοιλάδα.

Το σχέδιό του. όσο μπορούσαν να το καταλάβουν χωρίς να γνωρίζουν την περιοχή, ήταν να πάνε προς το Άρτσετ στην αρχή, αλλά να τραβήξουν δεξιά και να το προσπεράσουν απ’ τ’ ανατολικά κι ύστερα να προχωρήσουν όσο πιο ίσια γινόταν, μέσα απ’ τις ερημιές, για το Λόφο της Κορυφής των Καιρών. Μ’ αυτό τον τρόπο, αν όλα πήγαιναν καλά, θα γλίτωναν μια πολύ μεγάλη καμπύλη του Δρόμου, που λίγο πιο κάτω έστριβε νότια για ν’ αποφύγει τους Βάλτους των Κουνουπιών. Αλλά, βέβαια, θα χρειαζόταν να διασχίσουν οι ίδιοι τους βάλτους κι η περιγραφή που τους έκανε ο Γοργοπόδαρος δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική.

Στο μεταξύ όμως η πεζοπορία δεν ήταν δυσάρεστη. Και, στ’ αλήθεια. αν δεν είχαν γίνει τ’ ανησυχητικά γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, θα είχαν απολαύσει το κομμάτι αυτό του ταξιδιού καλύτερα απ’ όλα μέχρι τώρα. Ο ήλιος έλαμπε ασυννέφιαστος, αλλά όχι και πολύ ζεστός. Τα δέντρα στην κοιλάδα είχαν ακόμα φύλλα γεμάτα χρώματα κι όλα φαίνονταν ειρηνικά κι όμορφα. Ο Γοργοπόδαρος τους οδηγούσε με σιγουριά ανάμεσα στα διάφορα μονοπάτια που διασταυρώνονταν. Γιατί αν είχαν μείνει μόνοι τους. γρήγορα θα είχαν μπερδευτεί. Ο Γοργοπόδαρος ακολουθούσε μπερδεμένη πορεία όλο στροφές και διπλογυρίσματα για να μπερδέψει όποιον θα τους έπαιρνε από πίσω.

— Ο Μπιλ ο Φτεριάς θα έχει παραφυλάξει πού αφήσαμε το Δρόμο, σίγουρα, είπε, αν και δε νομίζω πως θα μας ακολουθήσει αυτός ο ίδιος. Ξέρει την περιοχή εδώ γύρω αρκετά καλά, μα ξέρει πως δεν μπορεί να μου παραβγεί σε δάσος μέσα. Εκείνο που φοβάμαι είναι το τι θα πει σ’ άλλους. Δε νομίζω πως είναι μακριά. Αν νομίσουν πως πάμε για το Άρτσετ, τόσο το καλύτερο.


Είτε εξαιτίας της δεξιοσύνης του Γοργοπόδαρου ή από κάποιαν άλλη αιτία, δεν είδαν ούτε άκουσαν τίποτα από κανένα ζωντανό πλάσμα όλη εκείνη τη μέρα: ούτε δίποδα, εκτός από πουλιά· ούτε τετράποδα, εκτός από μια αλεπού και μερικά σκιουράκια. Την άλλη μέρα άρχισαν να πηγαίνουν σταθερά προς την Ανατολή· κι ακόμα όλα ήταν ήσυχα κι ειρηνικά. Την τρίτη μέρα αφότου είχαν ξεκινήσει απ’ το Μπρι, βγήκαν απ’ το δάσος Τσέτγουντ. Η γη κατηφόριζε σταθερά από τότε που είχαν αφήσει το Δρόμο και τώρα μπήκαν σ’ ένα μεγάλο ίσιο πλάτωμα, πολύ πιο δύσκολο να το περάσουν. Βρίσκονταν μακριά, πέρα από τα σύνορα του Μπρι, σε απάτητες ερημιές και πλησίαζαν τους Κουνουπόβαλτούς.

Η γη τώρα έγινε υγρή και σε μερικά μέρη σωστός βάλτος και πέρα δώθε συναντούσαν νερόλακκους και μεγάλες εκτάσεις με καλαμιές και βούρλα γεμάτα απ’ τα τιτιβίσματα μικρών κρυμμένων πουλιών. Έπρεπε να διαλέγουν το δρόμο τους προσεκτικά για να μη βρέχουν ούτε τα πόδια τους ούτε να χάνουν το σωστό δρόμο. Στην αρχή πήγαιναν αρκετά καλά, μα όσο προχωρούσαν το πέρασμα τους γινόταν πιο αργό και πιο επικίνδυνο. Οι βάλτοι σε μπέρδευαν κι ήταν επικίνδυνοι και δεν είχε σταθερό μονοπάτι για να το βρίσκουν, ούτε κι οι Περιφερόμενοι Φύλακες, ανάμεσα στην κινούμενη λάσπη. Οι μύγες άρχισαν να τους βασανίζουν κι ο αέρας ήταν γεμάτος από μικροσκοπικά κουνουπάκια σύννεφο, που χώνονταν στα μανίκια τους, στα παντελόνια τους, στα μαλλιά τους.

— Με τρώνε ζωντανό! φώναξε ο Πίπιν. Τι Κουνουπουνέρι μου λες εμένα! Εδώ έχει πιο πολλά κουνούπια παρά νερό!

— Με τι ζούνε σα δεν μπορούν να βρουν χόμπιτ; ρώτησε ο Σαμ, ξύνοντας το σβέρκο του.

Πέρασαν μια άθλια μέρα σ’ εκείνη την έρημη κι απαίσια περιοχή. Το μέρος που κατασκήνωσαν ήταν υγρό, κρύο κι άβολο. Τα κουνούπια δεν τους άφησαν να κλείσουν μάτι απ’ τα τσιμπήματα. Είχε μάλιστα και κάτι σιχαμερά έντομα που φώλιαζαν στις καλαμιές και στα χορτάρια. Απ’ το σκούξιμό τους έμοιαζαν με διαβολικά ξαδέλφια των γρύλων. Ήταν χιλιάδες και τσίριζαν παντού: νικ-μπρικ, νικ-μπρικ, ασταμάτητα όλη τη νύχτα, μέχρι που, των χόμπιτ, γύρεψε να τους στρίψει.

Η άλλη μέρα, η τέταρτη, δεν ήταν καλύτερη κι η νύχτα το ίδιο χωρίς ανάπαυση. Αν και τα νίκι-μπρίκι (όπως τα ’λεγε ο Σαμ) είχαν μείνει πίσω, τα κουνούπια τούς κυνηγούσαν ακόμα.

Εκεί που ο Φρόντο βρισκόταν ξαπλωμένος, κουρασμένος, μ’ ανίκανος να κλείσει τα μάτια του, του φάνηκε πως μακριά φαινόταν ένα φως στον ουρανό απ’ τη μεριά της Ανατολής: άστραφτε κι έσβηνε πολλές φορές. Λεν ήταν το χάραμα, αυτό ήθελε αρκετές ώρες ακόμα.

— Τι είναι αυτό το φως; είπε στο Γοργοπόδαρο, που είχε σηκωθεί και κοίταζε πέρα μες στη νύχτα.

— Δεν ξέρω, απάντησε ο Γοργοπόδαρος, παραείναι μακριά για να διακρίνω. Μοιάζει μ’ αστραπές που ξεπηδάνε απ’ τις λοφοκορφές.

Ο Φρόντο ξάπλωσε κάτω πάλι, μα για πολλή ώρα ακόμα μπορούσε να βλέπει τις άσπρες αστραπές και μπροστά τη σκοτεινή σιλουέτα του Γοργοπόδαρου να στέκεται σιωπηλή κι άγρυπνη, Τέλος έπεσε σ’ έναν ανήσυχο ύπνο.


Δεν είχαν προχωρήσει πολύ την πέμπτη μέρα, όταν άφησαν και τους τελευταίους νερόλακκους και τις καλαμιές των βάλτων πίσω τους. Η γη μπροστά τους άρχισε ν’ ανηφορίζει πάλι σταθερά. Πέρα μακριά στην Ανατολή μπορούσαν τώρα να δουν μια σειρά λόφους. Ο πιο ψηλός ήταν στα δεξιά της σειράς και λίγο ξεχωριστά από τους άλλους. Η κορφή του ήταν κωνική κι ελαφρά επίπεδη στο πάνω μέρος.

— Να η Κορυφή των Καιρών, είπε ο Γοργοπόδαρος. Ο Παλιός Δρόμος, που τον αφήσαμε μακριά δεξιά μας, βρίσκεται στη νότια πλευρά του και δεν περνάει μακριά απ’ τα πόδια του. Μπορεί και να τον φτάσουμε ως αύριο το μεσημέρι, αν πάμε κατευθείαν εκεί. Και φαντάζομαι πως καλά θα κάνουμε να πάμε.

— Τι θες να πεις; ρώτησε ο Φρόντο.

— Θέλω να πιο πως σα φτάσουμε εκεί, δεν ξέρουμε τι θα βρούμε. Είναι κοντά στο Δρόμο.

— Μα δεν ελπίζουμε να βρούμε τον Γκάνταλφ εκεί;

— Ναι, μα είναι πολύ αμυδρή η ελπίδα. Αν τύχει και ’ρθει απ’ αυτή τη μεριά, μπορεί και να μην περάσει απ’ το Μπρι κι έτσι να μη μάθει τι κάνουμε. Και, όπως και να ’χει το πράγμα, εκτός και κατά τύχη φτάσουμε σχεδόν μαζί, δε θα συναντηθούμε· δεν είναι ασφαλισμένο ούτε γι’ αυτόν, ούτε για μας να περιμένουμε εκεί για πολύ. Αν οι Καβαλάρηδες δεν καταφέρουν να μας βρουν στην ερημιά, είναι πολύ πιθανό να έρθουν στην Κορυφή των Καιρών. Δεσπόζει σ’ όλη τη γύρω περιοχή. Και είναι σίγουρο πως υπάρχουν πολλά πουλιά και ζώα εκεί, που θα μπορούσαν να μας δουν, εδώ που στεκόμαστε τώρα, από εκείνη τη λοφοκορφή. Δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη σ’ όλα τα πουλιά κι υπάρχουν κι άλλοι χειρότεροι κατάσκοποι απ’ αυτά.

Οι χόμπιτ κοίταξαν ανήσυχα τους μακρινούς λόφους. Ο Σαμ κοίταξε ψηλά στο χλωμό ουρανό με φόβο μήπως δει γεράκια ή αετούς να ζυγιάζονται από πάνω τους με μάτια εχθρικά και λαμπερά.

— Μωρέ Γοργοπόδαρε, είχες δεν είχες, τα κατάφερες να με κάνεις να νιώθω άσχημα και ξεμοναχιασμένα! είπε.

— Τι μας συμβουλεύεις να κάνουμε; ρώτησε ο Φρόντο.

— Νομίζω, είπε ο Γοργοπόδαρος αργά, λες και δεν ήταν εντελώς σίγουρος, νομίζω πως το καλύτερο είναι να πάμε όσο πιο ίσια μπορούμε από δω ανατολικά, να τραβήξουμε για τη λοφοσειρά κι όχι για την Κορυφή των Καιρών. Από κει μπορούμε να πάρουμε ένα μονοπάτι που ξέρω, που περνά στα πόδια τους· αυτό θα μας φέρει στην Κορυφή των Καιρών απ’ το βοριά, λιγότερο φανερά. Έπειτα θα δούμε τι θα δούμε.


Όλη τη μέρα εκείνη περπάτησαν, μέχρι που έπεσε παγωμένο το σούρουπο νωρίς. Η γη έγινε πιο στεγνή και άγονη· αλλά οι ομίχλες κι αναθυμιάσεις βρίσκονταν τώρα πίσω τους, στους βάλτους. Μερικά πουλιά σφύριζαν μελαγχολικά και θρηνούσαν, μέχρι που ο ήλιος βούλιαξε αργά στις σκιές της Δύσης· ύστερα μια άδεια σιωπή απλώθηκε. Οι χόμπιτ θυμήθηκαν το μαλακό φως του δειλινού που κρυφοκοίταζε μέσ’ απ’ τα χαρούμενα παράθυρα μακριά στο Μπαγκ Εντ.

Τελειώνοντας η μέρα έφτασαν σ’ ένα ρυάκι που κατέβαινε απ’ τους λόφους και χανόταν μες στά στάσιμα νερά του βάλτου. Ακολούθησαν ανηφορίζοντας τις όχθες του όσο που είχε φως. Ήταν κιόλας νύχτα όταν τέλος σταμάτησαν και κατασκήνωσαν κάτω από κάτι κολοβωμένες σκλήθρες δίπλα στην ακροποταμιά. Μπροστά τους υψώνονταν στο φόντο του μισοσκότεινου ουρανού οι άχαρες κι άδεντρες ράχες των λόφων. Εκείνη τη νύχτα έβαλαν σκοπό κι ο Γοργοπόδαρος, κατά τα φαινόμενα, δεν κοιμήθηκε καθόλου. Το φεγγάρι βρισκόταν στη γέμιση του και τις πρώτες νυχτερινές ώρες ένα παγωμένο γκρίζο φως απλωνόταν στη γη.

Το άλλο πρωί κίνησαν πάλι λίγο μετά την ανατολή του ήλιου. Είχε παγωνιά στον αέρα κι ο ουρανός ήταν χλωμός γαλανός. Οι χόμπιτ ένιωσαν φρέσκοι φρέσκοι, λες κι είχαν περάσει μια νύχτα δίχως καθόλου ενδιάμεσα ξυπνήματα. Είχαν κιόλας αρχίσει να συνηθίζουν στο πολύ περπάτημα και στο λίγο συσσίτιο — πιο λίγο δηλαδή απ’ ό,τι θα θεωρούσαν μετά βίας αρκετό για να σταθούν στα πόδια τους στο Σάιρ. Ο Πίπιν δήλωσε πως ο Φρόντο έδειχνε δυο φορές χόμπιτ απ’ ό,τι έδειχνε παλιά.

— Πολύ παράξενο, είπε ο Φρόντο, σφίγγοντας τη ζώνη του, αν λάβουμε υπόψη μας πως έχω αδυνατίσει πολύ αισθητά. Ελπίζω το αδυνάτισμα να μη συνεχίσει ασταμάτητα, γιατί αλλιώς θα γίνω φάντασμα.

— Μην πιάνεις στο στόμα σου τέτοια πράγματα! είπε ο Γοργοπόδαρος γρήγορα και με σοβαρότητα που τους έκανε έκπληξη.

Οι λόφοι όλο και πλησίαζαν. Σχημάτιζαν μια κυματιστή ράχη, που συχνά υψωνόταν στα χίλια πόδια σχεδόν, και πού και πού έπεφτε ξανά μέσα σε χαμηλά φαράγγια ή κλεισούρες που οδηγούσαν πέρα στην αντολική μεριά. Κατά μήκος της κορφής της ράχης οι χόμπιτ μπορούσαν να δουν κάτι που ’μοιαζαν μ’ απομεινάρια από πρασινισμένα τείχη και προχώματα και στα φαράγγια στέκονταν ακόμα παλιές λιθοδομές. Σαν έπεσε η νύχτα είχαν φτάσει στα ριζά των δυτικών πλευρών κι εκεί κατασκήνωσαν. Ήταν η νύχτα της πέμπτης μέρας του Οκτώβρη. Τώρα βρίσκονταν έξι μέρες μακριά απ’ το Μπρι.

Το πρωί βρήκαν, για πρώτη φορά από τότε που ’χαν αφήσει το Τσέτγσυντ, ένα ξεκάθαρο μονοπάτι. Έστριψαν δεξιά και το ακολούθησαν κατά το νοτιά. Προχωρούσε επιδέξια, ακολουθώντας μια γραμμή που έδειχνε πως ήταν έτσι διαλεγμένη ώστε να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κρυμμένο απ’ τις λοφοκορφές ψηλά και απ’ τις πεδιάδες δυτικά. Κατηφόριζε μικρές κοιλάδες κι αγκάλιαζε απόκρημνες πλαγιές· κι όπου περνούσε από πιο επίπεδη κι ανοιχτή γη, είχε και στις δυο πλευρές του σειρές από μεγάλα κοτρόνια και βράχους πελεκημένους που προφύλαγαν τους ταξιδιώτες σχεδόν σαν φράχτης.

— Ποιος να ’κανε τάχα αυτό το μονοπάτι και με ποιο σκοπό; είπε ο Μέρι εκεί που ακολουθούσαν έναν απ’ αυτούς τους δρόμους, που οι πέτρες ήταν ασυνήθιστα μεγάλες καν βαλμένες κοντά κοντά. Δεν είμαι και πολύ σίγουρος πως μ’ αρέσει: έχει — να, έχει όψη σαν τους θολωτούς τάφους. Έχει μήπως κανένα θολωτό τάφο στην Κορυφή των Καιρών;

— Όχι. Δεν υπάρχει κανένας θολωτός τάφος στην Κορυφή των Καιρών, ούτε και σε κανέναν απ’ αυτούς τους λόφους, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Οι Άνθρωποι της Δύσης δε ζούσαν εδώ· αν και στα τελευταία τους υπερασπίστηκαν τους λόφους για κάμποσο καιρό ενάντια στο κακό που ξεχύθηκε απ’ την Άνγκμαρ. Αυτό το μονοπάτι φτιάχτηκε για να εξυπηρετεί τα φρούρια στο μάκρος του τείχους. Αλλά πολύ νωρίτερα, στις πρώτες μέρες του Βασιλείου του Βοριά, είχαν χτίσει ένα μεγάλο φρούριο στην Κορυφή των Καιρών. Το έλεγαν Άμον Σουλ. Μα κάηκε και γκρεμίστηκε και τίποτα δε μένει απ’ αυτό τώρα, εξόν από κάτι χαλάσματα, σαν μια άτεχνη κορόνα στο κεφάλι του γέρικου λόφου. Όμως κάποτε ήταν ψηλό κι όμορφο. Λένε πως ο Έλεντιλ στάθηκε εκεί και κοίταζε περιμένοντας να ’ρθει ο Γκιλ-Γκάλαντ πέρα από τη Δύση, τις μέρες της Τελευταίας Συμμαχίας.

Οι χόμπιτ κοίταξαν το Γοργοπόδαρο. Φαινόταν πως ήξερε καλά τις παλιές παραδόσεις, τόσο καλά όσο και τα μυστικά της ερημιάς.

— Ποιος ήταν ο Γκιλ-Γκάλαντ; ρώτησε ο Μέρι.

Μα ο Γοργοπόδαρος δεν απάντησε και φάνηκε να βυθίζεται σε σκέψεις.

Ξαφνικά, μια χαμηλόφωνη φωνή μουρμούρισε:

Ο Γκιλ-Γκάλαντ ήταν Ξωτικοβασιλιάς τρανός

Ανάμεσα στη Θάλασσα και στα Βουνά.

Τον κλαιν με λύπη οι λυράρηδες και λένε πως

Η χώρα του καλή ’ταν κι όμορφη ως τα στερνά.

Μακριά η λόγχη του και το σπαθί του αγέρας.

Κι η περικεφαλαία του άστραφτε από μακριά.

Και στην ασπίδα τον, που ’λαμπε σαν το φως της μέρας,

Τ’ άστρα καθρεφτιζόντουσαν τα φωτερά.

Μα πάει καιρός που έφυγε κι εχάθη.

Και πού ’ναι τώρα, ποιος θα μας το πει;

Γιατί τ’ αστέρι του έπεσε μακριά μέσα στα βάθη,

Στης Μόρντορ τις σκιές, στη μαύρη γη.

Οι άλλοι γύρισαν έκπληκτοι, γιατί η φωνή ήταν του Σαμ.

— Μη σταματάς! είπε ο Μέρι.

— Αυτό ξέρω όλο κι όλο, τραύλισε ο Σαμ κοκκινίζοντας. Το ’μαθα απ’ τον κύριο Μπίλμπο όταν ήμουν μικρός. Συνήθιζε να μου λέει τέτοιες ιστορίες, γιατί ήξερε πως πάντα μ’ άρεσε ν’ ακούω για Ξωτικά. Ο κύριος Μπίλμπο ήταν που μ’ έμαθε γράμματα. Εκείνος ήταν πολυδιαβασμένος, ο καλός ο κύριος Μπίλμπο! Κι έγραφε και ποιήματα. Αυτός το ’γραψε αυτό που είπα τώρα.

— Δεν το έφτιαξε αυτός, είπε ο Γοργοπόδαρος. Αυτό είναι απόσπασμα απ’ την ωδή «Η Πτώση του Γκιλ-Γκάλαντ», που είναι γραμμένη σ’ αρχαία γλώσσα. Ο Μπίλμπο θα πρέπει να το μετάφρασε. Δεν το ’ξερα.

— Ήταν πολύ περισσότερο, είπε ο Σαμ, όλο για τη Μόρντορ. Δεν το ’μαθα εκείνο το κομμάτι, μ’ έκανε ν’ ανατριχιάζω. Ποτέ μου δε σκέφτηκα πως θα πήγαινα κι εγώ προς τα εκεί!

— Να πάμε στη Μόρντορ! φώναξε ο Πίπιν. Ελπίζω να μη φτάσουμε ως εκεί!

— Μη λες αυτό τ’ όνομα τόσο φωναχτά! είπε ο Γοργοπόδαρος.

Ήταν κιόλας μεσημέρι σαν πλησίασαν τη νότια άκρη του μονοπατιού κι είδαν μπροστά τους, στο χλωμό διάφανο φως του οκτωβριανού ήλιου, ένα γκριζοπράσινο ανάχωμα, που οδηγούσε ψηλά, σαν γεφύρι, στη βορινή πλαγιά του λόφου. Αποφάσισαν ν’ ανεβούν στην κορφή αμέσως, όσο που το φως ήταν καλό. Δεν ήταν δυνατόν πια να κρυφτούν, και το μόνο που μπορούσαν να ελπίζουν ήταν πως κανείς εχθρός ή κατάσκοπος δε Θα τους παρακολουθούσε. Τίποτα δε φαινόταν να κουνιέται πάνω στο λόφο. Αν ο Γκάνταλφ βρισκόταν πουθενά, δε φαινόταν κανένα σημάδι του.

Στη δυτική πλευρά της Κορυφής των Καιρών βρήκαν ένα προφυλαγμένο κοίλωμα, που στον πάτο του υπήρχε μια μικρή κοιλάδα σαν σουπιέρα με πράσινες πλαγιές. Εκεί άφησαν το Σαμ και τον Πίπιν με το πόνυ, τα σακίδια και τα μπαγκάζια τους. Οι άλλοι συνέχισαν. Έπειτα από μισής ώρας κοπιαστική ανάβαση, ο Γοργοπόδαρος έφτασε στην κορόνα του λόφου· ο Φρόντο κι ο Μέρι ακολούθησαν κουρασμένοι και φουσκωμένοι. Η τελευταία ανηφοριά ήταν απότομη κι όλο κατσάβραχα.

Στην κορφή βρήκαν, όπως είχε πει ο Γοργοπόδαρος, ένα μεγάλο κύκλο κάποιας αρχαίας λιθοδομής, που τώρα ήταν χτισμένη και σκεπασμένη με χόρτα εδώ κι αμέτρητα χρόνια. Και στη μέση ήταν στημένος ένας μικρός σωρός από κομματιασμένες πέτρες, που ήταν μαυρισμένες λες από φωτιά. Γύρω τους η πρασινάδα ήταν σύρριζα κομμένη και παντού μέσα ο κύκλος του γρασιδιού ήταν τσουρουφλισμένος και στριμμένος λες και φλόγες να ’χαν ζώσει τη λοφοκορφή· μα πουθενά δε φαινόταν ίχνος ζωής.

Σα στέκονταν στα χείλια του καταστραμμένου κύκλου, είχαν παντού κάτω γύρω τους πολύ πλατιά θέα, που ήταν κυρίως περιοχές άδειες και χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, εκτός από κανένα δάσος πού και πού πέρα μακριά στο νοτιά και πολύ πιο μακριά μπορούσαν σε μερικά σημεία να διακρίνουν τη γυαλάδα νερού. Από κάτω τους, στη νότια πλευρά, ο Παλιός Δρόμος ξετυλιγόταν σε κορδέλα, που ερχόταν απ’ τη Δύση και στριφογύριζε πάνω κάτω μέχρι που έσβηνε πίσω από ένα ύψωμα μαύρης γης στην ανατολή. Τίποτα δε σάλευε πάνω του. Ακολουθώντας με τα μάπα τη γραμμή του ανατολικά είδαν τα Βουνά: οι πιο κοντινοί λόφοι ήταν καφετιοί και καταθλιπτικοί· πίσω τους στέκονταν ψηλότερες γκρίζες σιλουέτες και πίσω πάλι απ’ αυτές βρίσκονταν άσπρες κορφές που μισοφαίνονταν ανάμεσα στη σύννεφα.

— Λοιπόν, να ’μαστε κι εδώ! είπε ο Μέρι. Μα φαίνεται πολύ σκυθρωπός κι αφιλόξενος τόπος! Δεν έχει ούτε νερό ούτε μέρος να φυλαχτείς. Κι ούτε σημάδι απ’ τον Γκάνταλφ. Αλλά δεν τον κατηγορώ που δεν περίμενε — αν πέρασε από δω, βέβαια.

— Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρος, είπε ο Γοργοπόδαρος, κοιτάζοντας γύρω σκεφτικά. Ακόμα κι αν βρισκόταν μια ή δυο μέρες πίσω μας στο Μπρι, μπορούσε να έχει φτάσει εδώ πρώτος. Μπορεί να ταξιδέψει καβάλα πολύ γρήγορα σαν τον πιέζει ανάγκη.

Ξαφνικά έσκυψε και κοίταξε μια πέτρα στην κορφή του σωρού. Ήταν πιο επίπεδη απ’ τις άλλες και πιο άσπρη, λες κι είχε γλιτώσει απ’ τη φωτιά. Τη μάζεψε και την εξέτασε, στριφογυρίζοντάς τη στα δάχτυλά του.

— Τούτη την πέτρα την έχουν πρόσφατα πιάσει χέρια, είπε. Τι λέτε για τούτα δω τα σημάδια;

Στο κάτω μέρος της πέτρας, που ήταν επίπεδο, ο Φρόντο είδε κάτι γρατσουνιές:

— Φαίνεται σαν μια γραμμή, μια κουκκίδα και τρεις ακόμα γραμμές, είπε.

— Η γραμμή αριστερά μπορεί να είναι ένα Γ ρουνικό με αμυδρά παρακλάδια, είπε ο Γοργοπόδαρος. Μπορεί να ’ναι σημάδι, που ν’ άφησε ο Γκάνταλφ, αν και δεν μπορεί κανείς να ’ναι σίγουρος. Οι γρατσουνιές είναι πολύ ψιλές κι οπωσδήποτε δείχνουν φρέσκιες. Αλλά τα σημάδια μπορεί να σημαίνουν και κάτι εντελώς διαφορετικό και να μην έχουν καμιά σχέση μ’ εμάς. Οι Περιφερόμενοι Φύλακες χρησιμοποιούν ρουνικά κι έρχονται μερικές φορές εδώ.

— Και τι μπορούν να σημαίνουν, αν τα ’κανε ο Γκάνταλφ; ρώτησε ο Μέρι.

— Θα ’λεγα, απάντησε ο Γοργοπόδαρος, πως είναι Γ3, σημάδι πως ο Γκάνταλφ ήταν εδώ στις τρεις του Οκτώβρη: δηλαδή εδώ και τρεις μέρες τώρα. Επίσης πως σημαίνουν πως ήταν βιαστικός και πως ο κίνδυνος ήταν κοντά, έτσι που δεν είχε καιρό ή δεν τολμούσε να γράψει κάτι περισσότερο ή πιο ευκολονόητο. Κι αν είναι έτσι, θα πρέπει να “χουμε τα μάτια μας τέσσερα.

— Θα “θελα να μπορούσαμε να είμαστε εντελώς σίγουροι πως αυτός έκανε τα σημάδια, ό,τι κι αν σημαίνουν, είπε ο Φρόντο. Θα ήταν μεγάλη ανακούφιση αν ξέραμε πως βρίσκεται στο δρόμο, μπροστά μας ή πίσω μας.

— Ίσως, είπε ο Γοργοπόδαρος. Πάντως εγώ πιστεύω πως ήταν εδώ και πως βρισκόταν σε κίνδυνο. Εδώ έπιασε μεγάλη φωτιά· και τώρα έρχεται στο νου μου το φως που είδαμε πριν τρεις νύχτες ανατολικά στον ουρανό. Υποθέτω πως του επιτέθηκαν σ’ αυτήν εδώ τη λοφοκορφή, αλλά δεν μπορώ να πω και ποιο ήταν το αποτέλεσμα. Ο Γκάνταλφ δεν είναι δω πια κι εμείς πρέπει τώρα να φυλαχτούμε μόνοι μας και να πάμε στο Σκιστό Λαγκάδι όπως μπορούμε.

— Πόσο μακριά είναι από δω το Σκιστό Λαγκάδι; ρώτησε ο Μέρι, κοιτάζοντας γύρω κουρασμένα. Ο κόσμος φαινόταν άγριος και απέραντος απ’ την Κορυφή των Καιρών.

— Δεν ξέρω αν ο Δρόμος έχει ποτέ μετρηθεί σε μίλια ύστερα απ’ το Πανδοχείο της Εγκατάλειψης, που ’ναι μιας μέρας ταξίδι ανατολικά απ’ το Μπρι, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Μερικοί λένε έτσι κι άλλοι αλλιώς. Ο δρόμος είναι παράξενος κι οι ταξιδιώτες είναι ευτυχισμένοι σα φτάσουν στο τέρμα του ταξιδιού τους, είτε ταξίδεψαν πολύ είτε λίγο. Αλλά ξέρω πόσο θα μου πάρει με τα δικά μου πόδια, με καλό καιρό και δίχως κακοτυχιά: δώδεκα μέρες από δω ως το Πέρασμα του Μπρούινεν, εκεί που ο Δρόμος περνάει το Θορυβόνερο, στο σημείο που κυλάει έξω απ’ το Σκιστό Λαγκάδι. Έχουμε μπροστά μας δεκατέσσερις μέρες ταξίδι, γιατί δε νομίζω πως θα μπορέσουμε να πάμε απ’ το δρόμο.

— Δεκατέσσερις μέρες! είπε ο Φρόντο. Πολλά μπορεί να συμβούν σ’ αυτό το διάστημα.

— Μπορεί, είπε ο Γοργοπόδαρος.

Στάθηκαν για λίγο σιωπηλά στη λοφοκορφή, κοντά στη νότια άκρη της. Σ’ εκείνο το έρημο μέρος ο Φρόντο για πρώτη φορά ένιωσε πέρα ως πέρα το ξεσπίτωμά του και τον κίνδυνό του. Με πίκρα ευχήθηκε να τον είχε αφήσει η τύχη του στο ήσυχο κι αγαπημένο Σάιρ. Κοίταξε κάτω το μισητό Δρόμο, που οδηγούσε πίσω δυτικά — σπίτι του. Ξαφνικά πήρε είδηση πως δυο μαύρα σημάδια κουνιόντουσαν αργά σ’ αυτόν, πηγαίνοντας δυτικά και. ξανακοιτάζοντας, είδε πως τρία άλλα έρχονταν ανατολικά να τα συναντήσουν. Έβγαλε μια φωνή κι άρπαξε το χέρι του Γοργοπόδαρου.

— Κοίταξε, είπε, δείχνοντας κάτω.

Αμέσως ο Γοργοπόδαρος έπεσε κάτω στη γη πίσω απ’ τα χαλάσματα, τραβώντας το Φρόντο δίπλα του. Ο Μέρι έπεσε στο πλάι τους.

— Τι είναι; ψιθύρισε.

— Δεν ξέρω, μα φοβάμαι το χειρότερο, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Σιγά σιγά σύρθηκαν ως την άκρη του κύκλου πάλι και κρυφοκοίταξαν από ένα σκίσιμο ανάμεσα σε δυο οδοντωτές πέτρες. Το φως δεν ήταν πια ζωηρό γιατί το ξεσυννέφιαστο πρωινό είχε θαμπώσει και σύννεφα είχαν ξεγλιστρήσει απ’ την Ανατολή κι είχαν τώρα προλάβει τον ήλιο όπως άρχιζε να κατεβαίνει. Κι οι τρεις μπορούσαν να δουν τα μαύρα σημάδια, μα ούτε ο Φρόντο ούτε ο Μέρι δεν μπορούσαν να διακρίνουν στα σίγουρα το σχήμα τους. Κάτι όμως τους έλεγε πως εκεί κάτω οι Μαύροι Καβαλάρηδες συγκεντρώνονταν στο Δρόμο πέρα απ’ τα ριζά του λόφου.

— Ναι, είπε ο Γοργοπόδαρος που τα πιο γερά του μάτια δεν του άφηναν καμιά αμφιβολία. Ο εχθρός είναι εδώ!

Απομακρύνθηκαν βιαστικά σερνάμενοι και γλίστρησαν κάτω απ’ τη βορινή πλευρά του λόφου, για να βρουν τους συντρόφους τους.

Ο Σαμ κι ο Πέρεγκριν δεν είχαν κάτσει με τα χέρια σταυρωμένα. Είχαν εξερευνήσει τη μικρή κοιλάδα και τις γύρω πλαγιές. Εκεί κοντά βρήκαν μια πηγή με γάργαρο νερό στη λοφοπλαγιά κι εκεί κοντά αποτυπώματα από πόδια όχι πάνω από μιας ή δυο ημερών. Μες στην κοιλάδα βρήκαν πρόσφατα ίχνη φωτιάς κι άλλα σημάδια βιαστικού καταυλισμού. Υπήρχαν και κάτι πεσμένες πέτρες στην άκρη της κοιλάδας κοντά στο λόφο. Από πίσω τους ο Σαμ βρήκε ένα μικρό απόθεμα καυσόξυλα σωριασμένα με τάξη.

— Αναρωτιέμαι μήπως ο γερο-Γκάνταλφ ήρθε εδώ, είπε στον Πίπιν. Όποιος έβαλε αυτά εδώ πέρα φαίνεται σίγουρα πως σκόπευε να ξανάρθει.

Ο Γοργοπόδαρος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτές τις ανακαλύψεις.

— Μακάρι να περίμεναν να εξέταζα την περιοχή εδώ κάτω μόνος μου, είπε, πηγαίνοντας βιαστικά στην πηγή να εξετάσει τα ίχνη.

— Έγινε ακριβώς αυτό που φοβόμουνα, είπε, σα γύρισε πίσω. Ο Σαμ κι ο Πίπιν έχουν πατήσει το μαλακό χώμα και τ’ αποτυπώματα είναι χαλασμένα ή μπερδεμένα. Πρόσφατα πέρασαν από δω Περιφερόμενοι Φύλακες. Αυτοί είναι που άφησαν τα καυσόξυλα. Μα υπάρχουν κι αρκετά φρεσκότερα αποτυπώματα που δεν τα ’καναν οι Περιφερόμενοι Φύλακες. Τουλάχιστο δυο απ’ αυτά έχουν γίνει μόνο μια δυο μέρες πριν από βαριές μπότες. Τουλάχιστο δύο. Δεν μπορώ τώρα να είμαι βέβαιος, μα νομίζω πως ήταν πολλά πόδια με μπότες.

Σταμάτησε και στάθηκε και σκεφτόταν ανήσυχα.

Ο καθένας απ’ τους χόμπιτ είδε με τη φαντασία του μια εικόνα των Καβαλάρηδων με τους μανδύες και τις μπότες. Αν οι Καβαλάρηδες είχαν κιόλας ανακαλύψει την κοιλάδα, όσο πιο γρήγορα ο Γοργοπόδαρος τους οδηγούσε κάπου αλλού, τόσο το καλύτερο. Ο Σαμ κοίταξε το κοίλωμα με μεγάλη δυσαρέσκεια, τώρα που είχε ακούσει τα νέα πως οι εχθροί βρίσκονταν στο δρόμο, λίγα μίλια μόνο μακριά.

— Δεν είναι καλύτερα να το στρίβουμε στα γρήγορα, κύριε Γοργοπόδαρε, ρώτησε ανυπόμονα. Η ώρα περνάει και δε μ’ αρέσει αυτή η τρύπα: κάπως κάνει την καρδιά μου να πλακώνεται.

— Ναι, σίγουρα εμείς πρέπει ν’ αποφασίσουμε τι θα κάνουμε αμέσως, απάντησε ο Γοργοπόδαρος και κοίταξε ψηλά υπολογίζοντας την ώρα και τον καιρό. Λοιπόν, Σαμ, είπε στο τέλος. Ούτε κι εμένα μ’ αρέσει αυτό το μέρος, μα δεν μπορώ να σκεφτώ πουθενά αλλού που θα μπορούσαμε να πάμε πριν πέσει το σκοτάδι. Τουλάχιστον τώρα δε φαινόμαστε και, αν μετακινηθούμε, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να μας δουν κατάσκοποι. Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να βγούμε τελείως απ’ το Δρόμο μας πίσω στο βοριά, απ’ αυτή τη μεριά των λόφων, που η γη είναι η ίδια όπως εδώ. Το Δρόμο τον παρακολουθούν, μα θα χρειαζόταν να τον διασχίζαμε, αν προσπαθούσαμε να κρυφτούμε στις λόχμες πέρα στο νοτιά. Στη βορινή μεριά του Δρόμου, πέρ’ απ’ τους λόφους, η περιοχή είναι γυμνή κι επίπεδη για μίλια.

— Μπορούν οι Καβαλάρηδες να βλέπουν; ρώτησε ο Μέρι. Θέλω να πω, αυτοί συνήθως φαίνονται να χρησιμοποιούν τη μύτη τους περισσότερο απ’ τα μάτια τους, μας μυρίζονται, αν το «μυρίζονται» είναι η σωστή λέξη, τουλάχιστον τη μέρα. Μα εσύ μας έκανες να πέσουμε χάμω, σαν τους είδες εκεί πέρα κάτω· και τώρα μιλάς πως θα μας δουν, αν μετακινηθούμε.

— Παραήμουν απρόσεχτος στην κορφή του λόφου, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Ήμουν πολύ ανήσυχος αναζητώντας κάποιο σημάδι του Γκάνταλφ· αλλά ήταν σφάλμα να πάμε οι τρεις μας εκεί πάνω και να σταθούμε τόση ώρα. Γιατί τα μαύρα άλογα μπορούν να δουν και οι Καβαλάρηδες μπορούν να χρησιμοποιούν ανθρώπους κι άλλα πλάσματα για κατασκόπους, όπως διαπιστώσαμε στο Μπρι. Αυτοί οι ίδιοι δε βλέπουν τον κόσμο της μέρας όπως εμείς, το σχήμα μας όμως αποτυπώνει σκιές στο μυαλό τους που μόνο ο ήλιος του καταμεσήμερου καταστρέφει· και στο σκοτάδι μπορούν ν’ αντιληφθούν πολλά σημάδια και σχήματα, που για μας είναι κρυμμένα: τότε πρέπει κανείς να φοβάται περισσότερο. Σ’ όλες τις περιπτώσεις όμως μπορούν να μυριστούν το αίμα των ζωντανών πλασμάτων, που το ποθούν και συνάμα το μισούν. Και, βέβαια, υπάρχουν περισσότερες αισθήσεις απ’ την όραση και την όσφρηση. Εμείς μπορούμε να νιώσουμε την παρουσία τους — τάραξε τις καρδιές μας μόλις ήρθαμε εδώ, πριν τους δούμε. Μ’ αυτοί μπορούν να νιώσουν τη δική μας πολύ πιο έντονα. Επίσης, πρόσθεσε κι η φωνή του έγινε ψίθυρος, το Δαχτυλίδι τους τραβάει.

— Δεν υπάρχει τρόπος να τους ξεφύγουμε; ρώτησε ο Φρόντο, κοιτάζοντας ένα γύρο αγριεμένος. Αν μετακινηθώ, θα με δουν και θα με κυνηγήσουν! Αν μείνω, θα τους τραβήξω πάνω μου σαν μαγνήτης!

Ο Γοργοπόδαρος έβαλε το χέρι στον ώμο του.

— Υπάρχει ακόμα ελπίδα, είπε. Δεν είσαι μόνος. Ας πάρουμε αυτά τα έτοιμα καυσόξυλα σαν σημάδι καλό. Εδώ έχουμε πολύ λίγη προφύλαξη ή δυνατότητα άμυνας, μα η φωτιά θα τα κάνει και τα δύο. Ο Σόρον μπορεί να χρησιμοποιεί τη φωτιά για τους σατανικούς σκοπούς του, όπως κι όλα τα πράγματα, μα αυτοί οι Καβαλάρηδες δεν την αγαπούν και φοβούνται εκείνους που τη μεταχειρίζονται. Η φωτιά είναι ο φίλος μας στην ερημιά. — Μπορεί και να ’ναι, μουρμούρισε ο Σαμ. Μα νομίζω πως είναι κι ο καλύτερος τρόπος για να διαλαλήσουμε πως «εδώ είμαστε», εκτός κι αν βάλουμε τις φωνές.

Στη χαμηλότερη και πιο προφυλαγμένη γωνιά της μικρής κοιλάδας άναψαν φωτιά κι ετοίμασαν το φαΐ. Οι σκιές του δειλινού άρχισαν να πέφτουν κι έπιασε να κάνει κρύο. Ξαφνικά κατάλαβαν πως πεινούσαν πολύ, γιατί δεν είχαν βάλει τίποτα στο στόμα τους απ’ το πρωί· μα δεν τόλμησαν να φάνε παρά ένα λιτό δείπνο. Τα μέρη καταπού πήγαιναν δεν είχαν τίποτα εκτός από πουλιά και ζώα. Ήταν αφιλόξενα μέρη που τα είχαν εγκαταλείψει οι κάθε λογής φυλές της γης. Οι Περιφερόμενοι Φύλακες μερικές φορές περνούσαν πέρα απ’ τους λόφους, μα ήταν λίγοι και δεν έμεναν. Αλλοι διαβάτες ήταν σπάνιοι κι όχι από τους καλούς; καμιά φορά ξέπεφτε κανένας γίγαντας απ’ τις βορινές κοιλάδες των Ομιχλιασμένων Βουνών. Μονάχα στο Δρόμο έβρισκες ταξιδιώτες, κυρίως νάνους, που πήγαιναν βιαστικά στις δουλειές τους και δεν είχαν καμιά διάθεση να βοηθήσουν ή να πιάσουν κουβέντα με ξένους.

— Δε βλέπω πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε τα τρόφιμα να μας φτάσουν, είπε ο Φρόντο. Προσέχουμε όσο γίνεται αυτές τις τελευταίες μέρες και το αποψινό δείπνο δεν ήταν δα και συμπόσιο· μα έχουμε ξοδέψει περισσότερο απ’ όσο θα ’πρεπε, αν έχουμε μπροστά μας δυο βδομάδες δρόμο ακόμα και βάλε.

— Στην ερημιά υπάρχει τροφή, είπε ο Γοργοπόδαρος: βατόμουρα, ρίζες και χόρτα· και στην ανάγκη κάπως τα καταφέρνω και σαν κυνηγός. Μη φοβάστε την πείνα όσο που δεν έχει πιάσει ο χειμώνας. Αλλά είναι κουραστική και πολύωρη δουλειά το κυνήγι της τροφής κι εμείς πρέπει να βιαστούμε. Γι’ αυτό σφίξτε τις ζώνες σας και να σκεφτόσαστε μ’ ελπίδα τα τραπέζια στο σπίτι του Έλροντ!

Όπως η νύχτα έπεφτε και το φως της φωτιάς άρχιζε να λάμπει ζωηρά, έπιασε να τους λέει ιστορίες για να τους κάνει να ξεχάσουν το φόβο τους. Ήξερε πολλές ιστορίες και θρύλους, για Ξωτικά κι Ανθρώπους, για τα καλά και τ’ άσχημα κατορθώματα των Παλιών Ημερών. Κι αυτοί αναρωτιόντουσαν πόσων χρονών να ’ταν και πού να τα ’χε μάθε όλ’ αυτά.

— Πες μας για τον Γκιλ-Γκάλαντ, είπε ο Μέρι ξαφνικά, εκεί που είχε σταματήσει τελειώνοντας μια ιστορία για τα Βασίλεια των Ξωτικών. Ξέρεις και παρακάτω απ’ αυτήν την παλιά ωδή, που μας μίλησες;

— Και βέβαια ξέρω, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Το ίδιο κι ο Φρόντο, γιατί μας αφορά ιδιαίτερα.

Ο Μέρι κι ο Πίπιν κοίταξαν το Φρόντο που είχε τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά.

— Ξέρω μόνο το λίγο που μου έχει πει ο Γκάνταλφ, είπε ο Φρόντο αργά. Ο Γκιλ-Γκάλαντ ήταν ο τελευταίος απ’ τους μεγάλους Ξωτικοβασιλιάδες της Μέσης-Γης. Γκιλ-Γκάλαντ θα πει Αστροφώς στη γλώσσα τους. Με τον Έλεντιλ, το φίλο των Ξωτικών, πήγε στη χώρα τους...

— Όχι! είπε ο Γοργοπόδαρος διακόπτοντας, δε νομίζω πως είναι ώρα γι’ αυτή την ιστορία τώρα, με τους υπηρέτες του Εχθρού τόσο κοντά. Αν τα καταφέρουμε και φτάσουμε στο σπίτι του Έλροντ, μπορεί να την ακούσετε να τη λένε ολόκληρη εκεί.

— Τότε πες μας καμιά άλλη ιστορία για τις μέρες τις παλιές, παρακάλεσε ο Σαμ· μια ιστορία για τα Ξωτικά πριν αρχίσουν να σβήνουν. Πολύ θα μ’ άρεσε ν’ ακούσω κι άλλα για τα Ξωτικά· το σκοτάδι μου φαίνεται λες και μας τυλίγει να μας πνίξει.

— Θα σας πω την ιστορία της Τινουβιέλ, είπε ο Γοργοπόδαρος, περιληπτικά — γιατί είναι πολύ μεγάλη και το τέλος της δεν το ξέρουμε· και δεν υπάρχει κανένας τώρα, εκτός απ’ τον Έλροντ, που να τη θυμάται σωστά, έτσι όπως την έλεγαν παλιά. Είναι όμορφη ιστορία, αν και λυπητερή, όπως είναι όλες οι ιστορίες της Μέσης-Γης· κι όμως μπορεί να ξαλαφρώσει τις καρδιές σας.

Έμεινε σιωπηλός για λίγη ώρα κι έπειτα άρχισε, όχι να μιλά, μα να σιγοτραγουδάει:

Πράσινο ήταν το χορτάρι, δροσιά γεμάτα τα φυλλώματα

Και τα λουλούδια όλα λιγνά και λυγερά

Και φώτα εφάνηκαν στο ξέφωτο όλο χρώματα,

Σαν άστρα στη σκιά να λαμπυρίζουν.

Η Τινουβιέλ η ξωτικιά χόρευε, όλο χαρά,

Σε μουσική αυλών παιγμένων με στόματα αόρατα.

Το φως των άστρων φώλιαζε μέσα στα μαύρα της μαλλιά

Και τα φορέματά της έκανε να στραφταλίζουν.

Ο νιος ο Μπέρεν το στρατί του γυρισμού τραβούσε

Απ’ τα βουνά και διάβαινε μέσα στις φυλλωσιές

Τις δροσερές, εκεί που ο Ξωτικός ο Ποταμός κυλούσε

Κι αυτός μονάχος κι έρημος περνούσε ξαποσταμένος.

Μα κοίταξε από τύχη ανάμεσα στις φυλλωσιές

Κι είδε τα χρυσολούλονδα και απορούσε,

Πάνω στη φορεσιά της, φωτεινές σκιές

Και το μετάξι των μαλλιών της θαύμαζε θαμπωμένος.

Μαγεύτηκε! Τα κουρασμένα πόδια του γίναν αγέρι

—Πόδια που η μοίρα καταράστηκε να τρέχουν ασταμάτητα

Γοργός και δυνατός ορμά μπροστά και χαίρει,

Μα πιάνει μοναχά φεγγαραχτίδες κυνηγώντας.

Μέσα στα ξωτικά τα μονοπάτια τα απάτητα

Του ξέφυγε η ξωθιά γιατί τα ξέρει.

Και μόνος έμεινε να τη φωνάζει αναπάντητα

Στο δάσος το αμίλητο την κόρη αναζητώντας.

Μα πότε πότε άκουγε να τρέχουν φτερωτά

Πόδια ανάλαφρα σαν φύλλα φλαμουριάς,

Η μουσική που έβγαινε μέσ’ απ’ τη γη κρυφά

Κι απλώνονταν τρεμουλιαστά μες στις σπηλιές.

Τώρα τα λούλουδα τα εμάραν’ ο βοριάς

Κι αναστενάζοντας βαθιά, πνιχτά

Πέσαν ψιθυριστά τα φύλλα της οξιάς

Στο κρύο δάσος του χειμώνα, το δίχως φυλλωσιές.

Μ’ αυτός τη γύρευε ασταμάτητα, πλανιόταν όλο πιο βαθιά

Σ’ όλα τα μέρη τ’ άγρια του δάσους του κρυφού,

Στο σεληνόφωτο κάθε νυχτιά στην παγωνιά,

Κατάκοπος κι απ’ το κρύο τρέμοντας.

Έλαμπε η φορεσιά της στο φως του φεγγαριού,

Τις νύχτες κει που χόρευε στο λόφο η ξωθιά

Και κάτω από τα πόδια της παιζογελούσε τ’ ουρανού

Η ομίχλη η ασημιά ανεμοφεύγοντας.

Σαν πέρασε ο χειμώνας η Τινουβιέλ κατέβηκε ξανά.

Με το τραγούδι της την άνοιξη ξελευτερώνει.

Ξυπνά ο σπουργίτης κι η βροχούλα αρχινά

Ξυπνάει το ρυάκι που ’τανε παγωμένο.

Βλέπει ο νιος κάθε λουλούδι να ’χει φουσκώσει

Γύρω στα πόδια της και παίρνει δύναμη, μεθά.

Στο πλάι της χορό να τον λυτρώσει

Θέλει να στήσει στο χορτάρι το φρεσκοπλυμένο.

Του ξεγλιστρά ξανά, μ’ αυτός την κυνηγά γοργά.

Τινουβιέλ! Κυρά! Τινουβιέλ!

Το ξωτικό της όνομα φωνάζει δυνατά

Και στέκει αυτή κι ακούει μαγεμένη:

Τινουβιέλ! Ξωθιά! Τινουβιέλ!

Τη φτάνει ο Μπέρεν και κοντά του την τραβά

Την Τινουβιέλ! Τ’ αηδόνι-Τινουβιέλ!

Που τώρα μες στην αγκαλιά του είναι κλεισμένη.

Βαθιά στα μάτια ο Μπέρεν την κοιτά,

Που είναι στον ίσκιο των μαλλιών κρυμμένα

Και βλέπει τ’ αστροφώς των ουρανών ψηλά

Να καθρεφτίζεται σ’ αυτά, να λαμηαδιάζει.

Τινουβιέλ, νεράιδα, ξωτικιά! Πάντα για μένα

Αθάνατη θε να ’σαι, πεντάμορφη κυρά!

Κι αυτή τον τύλιξε με τα μαλλιά της τ’ απλωμένα

Και με τα άσπρα μπράτσα της τον αγκαλιάζει.

Η μοίρα ύφανέ τους δύσκολο κι ατέλειωτο στρατί

Πάνω από πέτρινα βουνά, γκρίζα και παγερά.

Μέσ’ από κάστρα ατσάλινα και πόρτα σκοτεινή

Και δάση ανήλιαγα χωρίς ξημερωμό.

Οι Θάλασσες του Χωρισμού τούς χώρισαν σκληρά,

Μα νίκησε η αγάπη τους η δυνατή κι αγνή

Και πάνε τώρα χρόνοι που κι οι δυο έχουν διαβεί μακριά

Και ζουν σε δάση μακρινά χωρίς κατατρεγμό.

Ο Γοργοπόδαρος αναστέναξε και σώπασε πριν να ξαναμιλήσει. — Το τραγούδι αυτό αποδίδεται μ’ έναν τρόπο, που τα Ξωτικά τον λένε ann-thennath, μα είναι δύσκολο ν’ αποδοθεί στη δική μας Κοινή Γλώσσα· κι αυτό που σας είπα δεν είναι παρά ένας κακοδοσμένος απόηχος του πραγματικού. Μιλάει για τη συνάντηση του Μπέρεν, γιου του Μπαραχίρ, με τη Λούθιεν Τινουβιέλ. Ο Μπέρεν ήταν θνητός, αλλά η Λούθιεν ήταν κόρη του Θίνγκολ, ενός Ξωτικοβασιλιά στη Μέση-Γη, τότε που ο κόσμος ήταν νέος. Κι αυτή ήταν η ωραιότερη κόρη που γεννήθηκε ποτέ ανάμεσα σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου. Η ομορφιά της ήταν σαν τ’ άστρα πάνω απ’ τις ομίχλες στις χώρες του Βοριά και το πρόσωπο της ήταν φως που έλαμπε. Εκείνη την εποχή ο Μεγάλος Εχθρός, στον οποίο ο Σόρον της Μόρντορ δεν ήταν παρά υπηρέτης, κατοικούσε στην Άνγκμπαντ στο Βοριά, και τα Ξωτικά της Δύσης γύριζαν πίσω στη Μέση-Γη για να πολεμήσουν και να πάρουν πίσω τα Σίλμαριλ, που τα είχε κλέψει· κι οι πατέρες των Ανθρώπων βοήθησαν τα Ξωτικά. Αλλά ο Εχθρός νίκησε κι έσφαξε τον Μπαραχίρ κι ο Μπέρεν, ξεφεύγοντας μέσα από θανάσιμους κινδύνους, ήρθε. διασχίζοντας τα Βουνά του Τρόμου στο κρυμμένο Βασίλειο του Θίνγκολ. στο δάσος του Νέλντορεθ. Εκεί είδε τη Λούθιεν να τραγουδά και να χορεύει σ’ ένα ξέφωτο πλάι στο μαγεμένο ποταμό Εσγκάλντουϊν. Την είπε Τινουβιέλ, δηλαδή Αηδόνι στην αρχαία γλώσσα. Πολλές δυστυχίες τους βρήκαν μετά και χωρίστηκαν για πολύ καιρό. Η Τινουβιέλ έσωσε τον Μπέρεν απ’ τα μπουντρούμια του Σόρον και μαζί πέρασαν μεγάλους κινδύνους και κατάφεραν να ρίξουν ακόμα και το Μεγάλο Εχθρό απ’ το θρόνο του και να πάρουν απ’ τη σιδερένια κορόνα του ένα από τα τρία Σίλμαριλ, τα πιο λαμπρά απ’ όλα τα πετράδια, το νυφικό δώρο της Λούθιεν στον πατέρα της το Θίνγκολ. Στο τέλος όμως έσφαξε τον Μπέρεν ο Λύκος, που ήρθε απ’ τις πύλες της Άνγκμπαντ κι αυτός ξεψύχησε στην αγκαλιά της Τινουβιέλ. Κι εκείνη πάλι προτίμησε να γίνει θνητή και να πεθάνει στον κόσμο, για να τον ακολουθήσει. Και το τραγούδι λέει πως συναντήθηκαν ξανά πέρα απ’ τις Θάλασσες του Χωρισμού, κι αφού για λίγο καιρό περπάτησαν ζωντανοί γι’ άλλη μια φορά στα πράσινα δάση, πέρασαν μαζί, χρόνια και χρόνια τώρα, πέρα από τα σύνορα αυτού του κόσμου. Έτσι έγινε κι η Λούθιεν Τινουβιέλ, μόνη απ’ όλα τα Ξωτικά, πέθανε στ’ αλήθεια κι άφησε τον κόσμο και την έχασαν αυτοί που την αγαπούσαν τόσο πολύ. Αλλά απ’ αυτήν το αίμα των ξωτικο-αρχόντων του παλιού καιρού πέρασε στους Ανθρώπους. Και ζουν ακόμα εκείνοι, που έχουν τη Λούθιεν για προγιαγιά τους και λέγεται πως η γενιά της ποτέ δε θα σβήσει. Ο Έλροντ του Σκιστού Λαγκαδιού κρατάει από εκεί. Γιατί ο Μπέρεν και η Λούθιεν γέννησαν τον Ντιορ, τον κληρονόμο του Θίνγκολ. Απ’ αυτόν γεννήθηκε η Έλγουϊνγκ η Λευκή, που παντρεύτηκε ο Εαρέντιλ, αυτός που ταξίδεψε με το καράβι του πέρα απ’ τις ομίχλες του κόσμου κι έφτασε ως τις θάλασσες του ουρανού με το Σίλμαριλ στο μέτωπό του. Και απ’ τον Εαρέντιλ κατάγονται οι Βασιλιάδες του Νούμενορ, δηλαδή της Μακρινής Δύσης.

Όσο μιλούσε ο Γοργοπόδαρος, οι χόμπιτ παρακολουθούσαν το παράξενο ζωηρό του πρόσωπο, που το φώτιζε αμυδρά το κόκκινο φως της φωτιάς. Τα μάτια του έλαμπαν κι η φωνή του ήταν πλούσια και βαθιά. Πάνω του απλώνονταν ο μαύρος ουρανός με τ’ αστέρια. Ξαφνικά ένα χλωμό φως φάνηκε πάνω απ’ την κορόνα της Κορυφής των Καιρών πίσω του. Το φεγγάρι ήταν στη γέμισή του και ανέβαινε αργά πάνω απ’ το λόφο που τους σκίαζε, και τ’ αστέρια πάνω απ’ τη λοφοκορφή ξεθώριασαν.

Η ιστορία τελείωσε. Οι χόμπιτ αναδεύτηκαν και τεντώθηκαν.

— Κοιτάξτε! είπε ο Μέρι. Το Φεγγάρι βγαίνει: θα πρέπει να είναι αργά.

Οι άλλοι κοίταξαν ψηλά. Τη στιγμή που γύριζαν, είδαν στην κορφή του λόφου κάτι μικρό και σκοτεινό στο φως του φεγγαριού που έβγαινε. Ίσως να ήταν μονάχα κάποια μεγάλη πέτρα ή βράχος που να εξείχε και να τον φανέρωνε το χλωμό φως.

Ο Σαμ κι ο Μέρι σηκώθηκαν και ξεμάκρυναν απ’ τη φωτιά. Ο Φρόντο κι ο Πίπιν έμειναν καθισμένοι σιωπηλά. Ο Γοργοπόδαρος παρατηρούσε το φως του φεγγαριού στο λόφο με προσοχή. Όλα έδειχναν ήσυχα κι ακίνητα, αλλά ο Φρόντο ένιωσε έναν παγωμένο τρόμο να σέρνεται γύρω απ’ την καρδιά του, τώρα που ο Γοργοπόδαρος δε μιλούσε πια. Μαζεύτηκε πιο κοντά στη φωτιά. Εκείνη τη στιγμή ο Σαμ γύρισε πίσω απ’ την άκρη της κοιλάδας τρέχοντας.

— Δεν ξέρω τι είναι, είπε, μα ξαφνικά ένιωσα φόβο. Δεν τολμούσα να βγω έξω απ’ την κοιλάδα για όλα τα λεφτά του κόσμου. Ένιωσα λες και κάτι σέρνεται κι ανεβαίνει την πλαγιά.

Είδες τίποτα; ρώτησε ο Φρόντο πηδώντας όρθιος.

— Οχι, κύριε, δεν είδα τίποτα, μα δε στάθηκα για να κοιτάξω.

— Εγώ είδα κάτι, είπε ο Μέρι, ή νόμισα πως είδα — πέρα δυτικά που το φως του φεγγαριού έπεφτε στις πεδιάδες, έξω απ’ τη σκιά που ρίχνουν οι λοφοκορφές, νόμισα πως είδα δυο ή τρεις μαύρες σκιές. Φαίνονταν να ’ρχονταν προς τα δω.

— Σταθείτε κοντά στη φωτιά, με τα πρόσωπα προς τα έξω! φώναξε ο Γοργοπόδαρος. Πάρτε στα χέρια σας μερικά απ’ τα μακρύτερα ξύλα της φωτιάς!

Με κομμένη την ανάσα στάθηκαν εκεί, σιωπηλοί και πανέτοιμοι, με τις πλάτες τους γυρισμένες στη φωτιά, κοιτάζοντας τις σκιές που τους περικύκλωναν. Δεν έγινε τίποτα. Δεν ακουγόταν ούτε θόρυβος ούτε κίνηση μες στη νύχτα. Ο Φρόντο κουνήθηκε, νιώθοντας την ανάγκη να σπάσει τη σιωπή: ήθελε να ξεφωνίσει δυνατά.

— Σσς! ψιθύρισε ο Γοργοπόδαρος.

— Τι ’ναι εκείνο; είπε με κομμένη ανάσα ο Πίπιν την ίδια στιγμή. Στην άκρη της μικρής κοιλάδας, απ’ τη μεριά αντίθετα από το λόφο, ένιωσαν μάλλον παρά είδαν, μια σκιά να ορθώνεται ή και περισσότερες από μία. Γούρλωσαν τα μάτια τους κι οι σκιές φάνηκαν να μεγαλώνουν. Γρήγορα δεν υπήρχε αμφιβολία; τρεις ή τέσσερις μαύρες σιλουέτες στέκονταν στην πλαγιά και τους κοίταζαν από ψηλά. Τόσο μαύρες ήταν, που ’μοιαζαν μαύρες τρύπες στο βαθύ σκοτάδι. Ο Φρόντο νόμισε πως άκουσε ένα ανεπαίσθητο σφύριγμα από ανάσα φαρμακερή κι ένιωσε ένα ψιλό και διαπεραστικό ρίγος. Έπειτα οι σιλουέτες προχώρησαν αργά.

Ο τρόμος νίκησε τον Πίπιν και το Μέρι κι έπεσαν χάμω στη γη. Ο Σαμ ζάρωσε πλάι στο Φρόντο. Ο Φρόντο δεν ήταν λιγότερο τρομαγμένος απ’ τους συντρόφους του· έτρεμε λες κι έκανε αβάσταχτο κρύο, μα ο τρόμος του χάθηκε μέσα σε μια ξαφνική επιθυμία να φορέσει το Δαχτυλίδι. Τέτοια επιθυμία τον κυρίεψε, που δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτ’ άλλο. Δεν ξεχνούσε το Θολωτό Τάφο ούτε το μήνυμα του Γκάνταλφ· αλλά κάτι του φαινόταν πως τον αναγκάζει ν’ αδιαφορήσει για όλες τις προειδοποιήσεις· και ποθούσε να υποχωρήσει. Όχι με την ελπίδα της διαφυγής, ούτε για να κάνει τίποτα καλό ή κακό: απλώς ένιωθε πως έπρεπε να πάρει το Δαχτυλίδι και να το βάλει στο δάχτυλό του. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Ένιωσε το Σαμ να τον κοιτάζει, λες κι ήξερε πως ο κύριός του βρισκόταν σε μεγάλη δυσκολία, μα δεν μπορούσε να γυρίσει προς το μέρος του. Έκλεισε τα μάτια κι αντιστάθηκε για λίγο· μα η αντίσταση έγινε ανυπόφερτη και, τέλος, τράβηξε άξω την αλυσίδα αργά και πέρασε το Δαχτυλίδι στο δείκτη του αριστερού του χεριού.

Αμέσως, αν κι όλα τ’ άλλα έμειναν όπως πριν, αμυδρά και σκοτεινά, οι σιλουέτες έγιναν φοβερά καθαρές. Μπόρεσε να δει κάτω απ’ τους μαύρους μανδύες. Ήταν πέντε ψηλές μορφές: οι δυο στέκονταν στην άκρη της κοιλάδας, οι τρεις προχωρούσαν. Στα χλωμά τους πρόσωπα έκαιγαν κοφτερά κι ανελέητα μάτια· κάτω απ’ τους μανδύες φορούσαν μακριούς γκρίζους χιτώνες. Στα ψαρά τους μαλλιά είχαν ασημένια κράνη· στα σκελετωμένα χέρια τους κρατούσαν ατσαλένια σπαθιά. Η ματιά τους έπεσε πάνω στο Φρόντο και τον τρύπησε πέρα ως πέρα. Όρμησαν καταπάνω του. Στην απελπισιά του ο Φρόντο τράβηξε το σπαθί του και του φάνηκε πως τρεμόσβηνε κόκκινο, λες κι ήταν αναμμένο δαυλί. Δυο απ’ τις μορφές σταμάτησαν. Η τρίτη ήταν ψηλότερη απ’ τις άλλες: τα μαλλιά του ήταν μακριά και γυάλιζαν, και πάνω στο κράνος του βρισκόταν μια κορόνα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μακρύ σπαθί και στο άλλο ένα μαχαίρι· και το μαχαίρι και το χέρι που το κρατούσε φεγγοβολούσαν μ’ ένα χλωμό φως. Τινάχτηκε μπροστά κι όρμησε στο Φρόντο.

Ταυτόχρονα ο Φρόντο έπεσε καταγής κι άκουσε τον εαυτό του να φωνάζει δυνατά: Ω, Έλμπερεθ! Γκιλθόνιελ! Και χτύπησε τον εχθρό στα πόδια. Ένα στριγκό ουρλιαχτό έσκισε τη νύχτα κι αυτός ένιωσε έναν πόνο σαν σαϊτιά από φαρμακωμένο πάγο να τρυπάει τον αριστερό του ώμο. Την ώρα που λιποθυμούσε, είδε, λες και μέσα από ομίχλη που στριφογύριζε, το Γοργοπόδαρο να ορμάει μέσ’ απ’ το σκοτάδι μ’ ένα φλογισμένο δαυλί στο κάθε χέρι. Με μια τελευταία προσπάθεια, πέταξε το σπαθί του, έβγαλε το Δαχτυλίδι από το δάχτυλό του και το σφιχτόκλεισε στο δεξί του χέρι μέσα.

Κεφάλαιο XII Η ΦΕΥΓΑΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Όταν συνήλθε ο Φρόντο έσφιγγε ακόμα το Δαχτυλίδι απελπισμένα. Βρισκόταν ξαπλωμένος πλάι στη φωτιά, που τώρα της είχαν ρίξει ξύλα κι έκαιγε ζωηρά. Οι τρεις σύντροφοι του ήταν σκυμμένοι πάνω του.

— Τι έγινε; Πού είναι ο χλωμός βασιλιάς; ρώτησε αγριεμένος. Εκείνοι χάρηκαν τόσο πολύ που τον άκουσαν να μιλάει, που δεν του απαντούσαν για αρκετή ώρα· ούτε καταλάβαιναν την ερώτησή του. Τέλος μπόρεσε να καταλάβει απ’ το Σαμ, πως αυτοί δεν είχαν δει τίποτα εκτός από κάτι απροσδιόριστες σκιές να έρχονται καταπάνω τους. Ξαφνικά και με τρόμο μεγάλο, ο Σαμ ανακάλυψε πως ο κύριός του είχε εξαφανιστεί. Εκείνη τη στιγμή μια μαύρη σκιά όρμησε και τον προσπέρασε κι αυτός έπεσε κάτω. Άκουσε τη φωνή του Φρόντο, μ’ αυτή φαινόταν να έρχεται από μεγάλη απόσταση ή κάτω απ’ τη γη, που φώναζε παράξενες λέξεις. Δεν είδαν τίποτ’ άλλο, μέχρι που σκόνταψαν πάνω στο κορμί του Φρόντο, που ήταν πεσμένος σαν πεθαμένος, με το πρόσωπο στο χορτάρι και το σπαθί του από κάτω. Ο Γοργοπόδαρος τους διάταξε να τον σηκώσουν και να τον ξαπλώσουν κοντά στη φωτιά κι ύστερα εξαφανίστηκε εδώ κι αρκετή ώρα τώρα.

Ο Σαμ ήταν φανερό πως άρχιζε να έχει πάλι αμφιβολίες για το Γοργοπόδαρο· μα την ώρα που κουβέντιαζαν, αυτός γύρισε. Παρουσιάστηκε ξαφνικά μέσ’ απ’ τις σκιές. Τρόμαξαν κι ο Σαμ τράβηξε το σπαθί του και στάθηκε πάνω απ’ το Φρόντο. Ο Γοργοπόδαρος όμως γονάτισε γρήγορα δίπλα του.

— Δεν είμαι Μαύρος Καβαλάρης, Σαμ, είπε μαλακά, ούτε συνεργάζομαι μαζί τους. Προσπαθούσα ν’ ανακαλύψω κάτι απ’ τις κινήσεις τους· μα δε βρήκα τίποτα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έφυγαν και δεν ξανακάνουν επίθεση. Πουθενά όμως εδώ γύρω δεν υπάρχει το αίσθημα της παρουσίας τους.

Σαν άκουσε τι είχε να του πει ο Φρόντο, συνοφρυώθηκε και κούνησε το κεφάλι του αναστενάζοντας. Μετά είπε στον Πίπιν και στο Μέρι να ζεστάνουν όσο πιο πολύ νερό μπορούσαν στα μικρά τους κατσαρόλια και να πλύνουν την πληγή.

— Να κρατάτε τη φωτιά δυνατή και το Φρόντο ζεστό! είπε. Έπειτα σηκώθηκε να φύγει και φώναξε το Σαμ να πάει κοντά.

— Νομίζω πως καταλαβαίνω καλύτερα τα πράγματα τώρα, είπε χαμηλόφωνα. Δεν ξέρω γιατί δεν ήταν όλοι εδώ· μα δε νομίζω πως περίμεναν να βρουν αντίσταση. Έχουν απομακρυνθεί προς το παρόν. Μα όχι μακριά, φοβάμαι. Θα ξανάρθουν ένα άλλο βράδυ, αν δεν μπορέσουμε να ξεφύγουμε. Περιμένουν γιατί νομίζουν πως ο σκοπός τους είναι σχεδόν τελειωμένος και πως το Δαχτυλίδι δεν μπορεί να πάει πολύ πιο κάτω. Πολύ φοβάμαι, Σαμ, πως πιστεύουν ότι τ’ αφεντικό σου έχει θανάσιμη πληγή, που θα τον υποτάξει στη θέλησή τους. Θα δούμε!

Ο Σαμ πνιγόταν στα δάκρυα.

— Μην απελπίζεσαι! είπε ο Γοργοπόδαρος. Τώρα πρέπει να μ’ εμπιστευτείς. Ο Φρόντο σου είναι φτιαγμένος από πιο ανθεκτικό υλικό απ’ ό,τι είχα φανταστεί, αν κι ο Γκάνταλφ μου είχε πει πως έτσι μπορεί ν’ αποδειχτεί. Δεν τον σκότωσαν και νομίζω πως θ’ αντισταθεί στη σατανική δύναμη της πληγής περισσότερο απ’ όσο περιμένουν οι εχθροί του. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να τον βοηθήσω και να τον κάνω καλά. Πρόσεχε τον σαν τα μάτια που όσο θα λείπω.

Έφυγε βιαστικά και χάθηκε ξανά μες στο σκοτάδι.

Ο Φρόντο μισοκοιμόταν, αν κι ο πόνος της πληγής του δυνάμωνε σιγά σιγά και μια θανατερή παγωνιά απλωνόταν απ’ τον ώμο του στο χέρι και στο πλευρό του. Οι φίλοι του τον πρόσεχαν, τον ζέσταιναν κι έπλεναν ι ην πληγή του. Η νύχτα πέρασε αργά και κουραστικά. Σα γύρισε ο Γοργοπόδαρος, η αυγή απλωνόταν στον ουρανό κι η κοιλάδα γέμιζε γκρίζο φως.

Κοιτάξτε! φώναξε και σκύβοντας σήκωσε από κάτω ένα μαύρο μανδύα, που βρισκόταν πεσμένος εκεί, κρυμμένος απ’ το σκοτάδι.

Ένα πόδι πάνω απ’ το στρίφωμα είχε ένα σκίσιμο.

— Αυτό ήταν το χτύπημα απ’ το σπαθί του Φρόντο, είπε. Το μόνο κακό που έκανε στον εχθρό, φοβάμαι· γιατί το σπαθί δεν έχει πάθει τίποτα, ενώ όλες οι λάμες χάνονται αν τρυπήσουν το φοβερό Βασιλιά. Πιο θανατερό γι’ αυτόν ήταν τ’ όνομα Έλμπερεθ.

» Και πιο θανατερό για το Φρόντο ήταν αυτό!»

Έσκυψε πάλι και σήκωσε ένα μακρύ, λεπτό μαχαίρι, που έβγαζε μια παγερή φεγγοβολώ. Όπως ο Γοργοπόδαρος το σήκωσε, οι άλλοι είδαν πως κοντά στη μύτη η άκρη του είχε μια εγκοπή και η μύτη του ήταν σπασμένη. Μα εκεί όπως το κρατούσε ψηλά και το φως δυνάμωνε, έμειναν να κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό, γιατί η λάμα φάνηκε να λιώνει και χάθηκε σαν καπνός στον αέρα, αφήνοντας μόνο τη λαβή στο χέρι του Γοργοπόδαρου.

— Αλίμονο! φώναξε. Αυτό εδώ ήταν το καταραμένο μαχαίρι που έκανε την πληγή. Κι ελάχιστοι τώρα έχουν τη θεραπευτική δύναμη που χρειάζεται για να νικήσουν τέτοια κακοποιό όπλα σαν κι αυτό. Μα θα κάνω ό,τι μπορώ.

Κάθισε καταγής και, παίρνοντας τη λαβή του μαχαιριού, την ακούμπησε στα γόνατά του και τραγούδησε πάνω της ένα αργό τραγούδι σε μια γλώσσα παράξενη. Έπειτα την άφησε δίπλα, γύρισε στο Φρόντο και σε χαμηλό τόνο είπε λέξεις που οι άλλοι δεν μπόρεσαν ν’ ακούσουν. Από ένα σακουλάκι στη ζώνη του έβγαλε κάτι μακρόστενα φύλλα κάποιου φυτού.

— Αυτά τα φύλλα, είπε, περπάτησα μακριά για να τα βρω· γιατί αυτό το φυτό δε φυτρώνει στους γυμνούς λόφους, αλλά στα σύδεντρα πέρα, στα νότια του Δρόμου. Εκεί το βρήκα στο σκοτάδι απ’ τη μυρωδιά των φύλλων του.

Έτριψε ένα φύλλο στα δάχτυλά του κι αυτό έβγαλε μια γλυκιά και δυνατή μυρωδιά.

— Ήμουν πολύ τυχερός που μπόρεσα να το βρω, γιατί είναι ένα θεραπευτικό φυτό που οι Άνθρωποι της Δύσης έφεραν στη Μέση-Γη. Το είπαν Athelas και τώρα φυτρώνει πού και πού και μόνο κοντά στα μέρη που αυτοί έζησαν ή κατασκήνωσαν παλιά. Δεν είναι γνωστό στο Βοριά, παρά μόνο σε μερικούς που πλανώνται στην Ερημιά. Έχει σπουδαίες ιδιότητες, μα σε μια πληγή σαν κι αυτή, οι θεραπευτικές του ικανότητες μπορεί να ’ναι μικρές.

Έριξε τα φύλλα σε βραστό νερό κι έπλυνε τον ώμο του Φρόντο. Ο αρωματικός τους ατμός αναζωογονούσε κι όσοι δεν είχαν πληγωθεί ένιωσαν να ηρεμούν και να καθαρίζουν οι σκέψεις τους. Το βότανο είχε επίσης και κάποια επίδραση στην πληγή, γιατί ο Φρόντο ένιωσε τον πόνο και την αίσθηση της παγωνιάς να λιγοστεύουν στο πλευρό του· μα η ζωή δε γύρισε στο χέρι του και δεν μπορούσε ούτε να το σηκώσει ούτε να το χρησιμοποιήσει. Είχε μετανιώσει πικρά για την ανοησία του και τα ’βαζε με τον εαυτό του για την αδυναμία που έδειξε· γιατί είχε τώρα καταλάβει πως, φορώντας το Δαχτυλίδι, δεν είχε υπακούσει στη δική του επιθυμία, μα στις διαταγές κι επιθυμίες των εχθρών του. Αναρωτιόταν αν θα ’μενε σακατεμένος για όλη του τη ζωή και πώς θα κατάφερναν τώρα να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ένιωθε πολύ αδύνατος για να σταθεί στα πόδια του.

Και οι άλλοι συζητούσαν αυτό ακριβώς το θέμα. Δεν άργησαν ν’ αποφασίσουν πως έπρεπε ν’ αφήσουν την Κορυφή των Καιρών όσο γινόταν πιο γρήγορα.

— Τώρα νομίζω, είπε ο Γοργοπόδαρος, πως ο εχθρός παρακολουθούσε αυτό το μέρος εδώ και κάμποσες μέρες. Αν ο Γκάνταλφ ήρθε καθόλου εδώ, θα πρέπει να τον ανάγκασαν να φύγει και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει. Και. όπως και να ’χει το πράγμα, βρισκόμαστε σε μεγάλο κίνδυνο εδώ μόλις νυχτώσει, ύστερα από τη χτεσινοβραδινή επίθεση και δε θα συναντήσουμε πουθενά αλλού μεγαλύτερο κίνδυνο, όπου κι αν πάμε.

Μόλις ξημέρωσε καλά, έφαγαν κάτι βιαστικά και μάζεψαν τα πράγματα. Ο Φρόντο ήταν αδύνατο να περπατήσει, έτσι μοιράστηκαν οι τέσσερις το μεγαλύτερο μέρος απ’ τις αποσκευές τους κι έβαλαν το Φρόντο στο πόνυ. Τις τελευταίες μέρες το φτωχό ζωντανό είχε πολύ καλυτερέψει· φαινόταν κιόλας πιο παχύ και δυναμωμένο κι είχε αρχίσει να δείχνει αγάπη για τα καινούρια του αφεντικά, ιδιαίτερα στο Σαμ. Το φέρσιμο του Μπιλ του Φτεριά θα ’πρεπε να ήταν πολύ σκληρό, για να του φαίνεται το ταξίδι στην ερημιά τόσο καλύτερο απ’ την περασμένη ζωή του.

Ξεκίνησαν ακολουθώντας κατεύθυνση προς τα δυτικά. Μ’ άλλα λόγια, θα διασχίζανε το Δρόμο, μα αυτός ήταν ο γρηγορότερος τρόπος για να βγουν σε πιο δασωμένες περιοχές. Και χρειάζονταν και καυσόξυλα· γιατί ο Γοργοπόδαρος είπε πως πρέπει να έχουν το Φρόντο ζεστό, ιδιαίτερα τη νύχτα, που η φωτιά θα ήταν κάποια προφύλαξη για όλους. Ήταν επίσης και στο σχέδιό του να συντομέψει το ταξίδι κόβοντας κι άλλη μια μεγάλη καμπύλη του Δρόμου: γιατί ανατολικά, πέρα απ’ την Κορυφή των Καιρών, ο Δρόμος άλλαζε κατεύθυνση κι έκανε μια μεγάλη στροφή προς το βοριά.

Γυρόφεραν αργά και προσεχτικά τις νοτιοδυτικές πλαγιές του λόφου και σε λίγο έφτασαν στην άκρη του Δρόμου. Πουθενά δε φαινόταν ίχνος από Καβαλάρηδες. Αλλά την ώρα που τον περνούσαν βιαστικά απέναντι, άκουσαν δυο κραυγές πέρα μακριά: μια παγωμένη φωνή να καλεί και μια παγωμένη φωνή ν’ απαντά. Τρέμοντας όρμησαν μπροστά κατά τις συστάδες των δέντρων που βρίσκονταν μπροστά τους. Η γη στα πόδια τους κατηφόριζε δυτικά, μα ήταν άγρια, δίχως μονοπάτια: θάμνοι και κολοβωμένα δέντρα φύτρωναν πυκνά πέρα δώθε, αφήνοντας μεγάλα γυμνά διαστήματα ανάμεσά τους. Το χορτάρι ήταν λιγοστό, τραχύ και γκρίζο· και οι φυλλωσιές στα σύδεντρα ήταν κιτρινισμένες κι έπεφταν. Ο τόπος ήταν άχαρος και το ταξίδι τους αργό και μελαγχολικό. Μιλούσαν λίγο και περπατούσαν σέρνοντας τα πόδια. Η καρδιά του Φρόντο μάτωνε, που τους έβλεπε να περπατούν δίπλα του με σκυμμένο το κεφάλι και τις πλάτες σκυφτές απ’ το βάρος. Ακόμα κι ο Γοργοπόδαρος έδειχνε κουρασμένος και βαρύθυμος.

Πριν τελειώσει η πορεία της πρώτης μέρας, ο πόνος του Φρόντο άρχισε να δυναμώνει πάλι, αλλ’ αυτός δεν έλεγε τίποτα για πολλή ώρα. Τέσσερις μέρες πέρασαν χωρίς η γη ή το τοπίο ν’ αλλάξουν πολύ, εκτός απ’ την Κορυφή των Καιρών πίσω τους, που χαμήλωνε σιγά σιγά ενώ, μπροστά τους, τα μακρινά βουνά υψώνονταν όλο και πιο κοντά. Πάντως, μετά από εκείνη τη μακρινή κραυγή, δεν είχαν ούτε δει ούτε ακούσει κάτι που να φανερώνει πως ο εχθρός είχε εντοπίσει το φευγιό τους και τους ακολουθούσε. Τις νυχτερινές ώρες φοβόντουσαν και φύλαγαν σκοπιά δυο δυο, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να δουν μαύρες μορφές να τους παραμονεύουν μες στην γκρίζα νύχτα, μισοφωτισμένη απ’ το φεγγάρι που σκέπαζαν σύννεφα· αλλά δεν έβλεπαν τίποτα και δεν άκουγαν κανένα θόρυβο πέρα απ’ τον αναστεναγμό των μαραμένων φύλλων και των χόρτων. Ούτε μια φορά δεν ένιωσαν την αίσθηση της παρουσίας του κακού που είχαν νιώσει πριν την επίθεση στη μικρή κοιλάδα. Πάντως θα ήταν πολύ αισιόδοξο να ελπίζουν πως οι Καβαλάρηδες είχαν κιόλας χάσει τα ίχνη τους ξανά. Μήπως όμως τους είχαν στήσει καρτέρι σε κανένα στενό πέρασμα; Στο τέλος της πέμπτης μέρας η γη άρχισε σιγά σιγά ν’ ανηφορίζει ξανά βγαίνοντας απ’ τη ρηχή κοιλάδα που είχαν κατεβεί. Ο Γοργοπόδαρος τώρα ξαναπήρε το δρόμο βορειοανατολικά και, την έκτη μέρα, βγήκαν στην κορφή μιας όχι πολύ ανηφορικής πλαγιάς και είδαν μακριά μπροστά τους μερικούς δασωμένους λόφους μαζεμένους κοντά κοντά. Πέρα μακριά μπορούσαν να δουν το Δρόμο να περνάει στα ριζά των λόφων· και στα δεξιά τους ένας γκρίζος ποταμός λαμπύριζε χλωμός στο αδύνατο φως του ήλιου. Πιο μακριά ακόμα μπορούσαν να διακρίνουν κι άλλον έναν ποταμό, σε μια κοιλάδα όλο βράχους, μισοκρυμμένο στην ομίχλη.

— Φοβάμαι πως πρέπει να μπούμε στο Δρόμο πάλι για λίγο, είπε ο Γοργοπόδαρος. Τώρα έχουμε φτάσει στον ποταμό Ασημόπηγο, που τα Ξωτικά ονομάζουν Μίθεϊθελ. Αυτός κατεβαίνει απ’ τα Έτενμουρς[9], τους βάλτους των γιγάντων, που βρίσκονται βορινά του Σκιστού Λαγκαδιού και χύνεται στο Θορυβόνερο πέρα μακριά στο νοτιά. Μερικοί τον λένε Γκρέιφλοντ[10] από κει και κάτω. Γίνεται μεγάλος ποταμός μέχρι να φτάσει στη θάλασσα. Δεν υπάρχει μέρος να τον περάσουμε, μετά τις πηγές του στα Έτενμουρς, εκτός απ’ την Τελευταία Γέφυρα, που την περνάει κι ο Δρόμος.

— Ποιος είναι εκείνος ο άλλος ποταμός που βλέπουμε εκεί μακριά; ρώτησε ο Μέρι.

— Εκείνος είναι ο Θορυβόνερος, που τον λένε Μπρούινεν στο Σκιστό Λαγκάδι, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Ο Δρόμος ακολουθεί τα ριζά των λόφων για πολλά μίλια απ’ τη Γέφυρα ως το Πέρασμα του Μπρούινεν. Αλλά δεν έχω ακόμα σκεφτεί πώς θα τον περάσουμε. Ένας ένας οι ποταμοί! Θα είμαστε πολύ τυχεροί, μα την αλήθεια, αν δε μας έχουν στήσει καρτέρι στην Τελευταία Γέφυρα.

Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, ξανακατέβηκαν στην άκρη του Δρόμου. Ο Σαμ κι ο Γοργοπόδαρος πήγαν μπροστά μα δε βρήκαν ίχνος από ταξιδιώτες ή Καβαλάρηδες. Εδώ, κάτω απ’ τη σκιά των λόφων, είχε πέσει βροχή. Ο Γοργοπόδαρος υπολόγισε πως είχε πέσει δυο μέρες πριν και είχε σβήσει όλα τα χνάρια. Κανένας, απ’ όσο μπορούσε να δει, δεν είχε περάσει μ’ άλογο, απ’ τη βροχή κι εδώ.

Προχώρησαν βιαστικά, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν κι ύστερα από ένα δυο μίλια, είδαν την Τελευταία Γέφυρα μπροστά τους, στο τέλος μιας μικρής κι απότομης κατηφοριάς. Έτρεμαν μήπως δουν τίποτα μαύρες σιλουέτες να καρτερεύουν εκεί, μα δεν είδαν κανένα. Ο Γοργοπόδαρος τους έβαλε να κρυφτούνε σε μια λόχμη στην άκρη του Δρόμου κι αυτός πήγε μπροστά για να εξερευνήσει.

Πριν περάσει πολλή ώρα, γύρισε πίσω βιαστικά.

— Δε βλέπω κανένα σημάδι απ’ τον εχθρό, είπε, και δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει αυτό. Βρήκα όμως κάτι πολύ παράξενο.

Άπλωσε το χέρι του κι έδειξε ένα ανοιχτοπράσινο κόσμημα.

— Το βρήκα στη λάσπη, στη μέση της Γέφυρας, είπε. Είναι βηρύλλι, πετράδι των Ξωτικών. Δεν μπορώ να πω αν το έβαλαν εκεί επίτηδες ή έπεσε καταλάθος· αλλά μου δίνει ελπίδα. Θα το πάρω για σημάδι πως μπορούμε να περάσουμε τη Γέφυρα· αλλά, πέρα απ’ αυτήν, δεν τολμώ να μείνουμε στο Δρόμο χωρίς κάποιο καθαρό σημάδι.

Αμέσως πήραν το δρόμο πάλι. Πέρασαν τη Γέφυρα με ασφάλεια, χωρίς ν’ ακούσουν άλλο θόρυβο πέρα απ’ το νερό που στριφογύριζε κάτω απ’ τις τρεις μεγάλες καμάρες της. Ένα μίλι πιο κάτω, έφτασαν σ’ ένα στενό φαράγγι, που πήγαινε προς το Βοριά ανάμεσα από απόκρημνα μέρη, στ’ αριστερά του Δρόμου. Εδώ ο Γοργοπόδαρος άφησε τη δημοσιά και γρήγορα χάθηκαν σε μια καταθλιπτική περιοχή με σκοτεινά δέντρα, ακολουθώντας τα ριζά των σκυθρωπών λόφων.

Οι χόμπιτ χάρηκαν που άφησαν πίσω τους τις άχαρες περιοχές και τον επικίνδυνο Δρόμο· μα κι αυτός ο καινούριος τόπος έδειχνε απειλητικός κι εχθρικός. Όσο προχωρούσαν οι λόφοι γύρω τους υψώνονταν σταθερά. Πέρα δώθε πάνω στα ψηλώματα και στις ράχες έβλεπαν αρχαίους πέτρινους τοίχους κι ερείπια από φρούρια με όψη απειλητική. Ο Φρόντο, που δεν περπατούσε, είχε τον καιρό να κοιτάζει μπροστά και να σκέφτεται. Ξαναθυμήθηκε τα λεγόμενα του Μπίλμπο για το ταξίδι του και τους απειλητικούς πύργους στα βορινά του Δρόμου, στην περιοχή κοντά στο Δάσος των Γιγάντων, που τον είχε βρει η πρώτη του σοβαρή περιπέτεια. Ο Φρόντο μάντεψε πως βρισκόντουσαν τώρα στην ίδια περιοχή κι αναρωτιόταν μήπως κατά τύχη περνούσαν κοντά από εκείνο το μέρος.

— Ποιοι ζουν σ’ αυτόν τον τόπο; ρώτησε. Και ποιοι έχτισαν τα φρούρια; Εδώ είναι η χώρα των γιγάντων;

— Όχι! είπε ο Γοργοπόδαρος. Οι γίγαντες δε χτίζουν. Κανείς δε ζει στη γη αυτή. Κάποτε εδώ ζούσαν Άνθρωποι, αιώνες πριν· μα κανείς δεν απομένει τώρα. Έγιναν κακοί, όπως λένε οι παραδόσεις, και υποτάχτηκαν στη Σκιά της Άνγκμαρ. Όλα όμως καταστράφηκαν στον πόλεμο, που σήμανε και το τέλος του Βόρειου Βασίλειου. Αλλ’ αυτά γίνηκαν τώρα τόσο παλιά, που κι οι λόφοι τα ’χουν ξεχάσει, αν κι ένας ίσκιος ακόμα πλανιέται στη γη.

— Πού τις έμαθες όλες αυτές τις ιστορίες, αφού όλη η χώρα είναι άδεια και ξεχνάει; ρώτησε ο Πέρεγκριν. Τα πουλιά και τα ζώα δε λένε τέτοιες ιστορίες.

— Οι απόγονοι του Έλεντιλ δεν ξεχνούν όλα τα περασμένα, είπε ο Γοργοπόδαρος· και στο Σκιστό Λαγκάδι θυμούνται πολύ περισσότερα απ’ όσα λέω εγώ.

— Έχεις πάει πολλές φορές στο Σκιστό Λαγκάδι; είπε ο Φρόντο.

— Ναι, είπε ο Γοργοπόδαρος. Κάποτε ζούσα εκεί και τώρα ξαναπηγαίνω όποτε μπορώ. Εκεί βρίσκεται η καρδιά μου· μα μοίρα μου δεν είναι το καθισιό κι η γαλήνη στο ωραίο σπίτι του Έλροντ.

Οι λόφοι άρχισαν τώρα να τους περικυκλώνουν. Ο Δρόμος πίσω τους πήγαινε στον Ποταμό Μπρούινεν, αλλά κι ο Δρόμος κι ο Ποταμός ήταν κρυμμένοι και δε φαίνονταν. Οι ταξιδιώτες έφτασαν σε μια μακρόστενη κοιλάδα· στενή, κομμένη βαθιά, σκοτεινή και σιωπηλή. Δέντρα με γέρικες και στριφογυριστές ρίζες κρέμονταν απ’ τους γκρεμούς και μαζεύονταν κι έφτιαχναν πευκοδάση στις πλαγιές.

Οι χόμπιτ άρχισαν να νιώθουν πολύ κουρασμένοι. Προχωρούσαν αργά, γιατί έπρεπε να βρίσκουν δρόμο ανάμεσα σε μέρη δίχως μονοπάτια, γεμάτα εμπόδια από πεσμένα δέντρα και βράχια. Όσο πιο πολύ μπορούσαν, απόφευγαν να σκαρφαλώνουν και για χατίρι του Φρόντο και γιατί, στ’ αλήθεια, ήταν πολύ δύσκολο να βρουν δρόμο για να βγουν απ’ τις στενές κλεισούρες. Ταξίδευαν δυο μέρες σ’ εκείνα τα μέρη, όταν ο καιρός το γύρισε στη βροχή. Ο αέρας άρχισε σταθερά να φυσάει απ’ τη Δύση και να χύνει το νερό απ’ τις μακρινές θάλασσες πάνω στα μαύρα κεφάλια των λόφων με μια ψιλή διαπεραστική βροχή. Ως το βράδυ ήταν όλοι τους μουσκεμένοι ως το κόκαλο, και σαν κατασκήνωσαν τα πράγματα δεν καλυτέρεψαν μια και δεν μπόρεσαν με κανένα τρόπο ν’ ανάψουν φωτιά. Την άλλη μέρα οι λόφοι υψώθηκαν ακόμα πιο ψηλοί κι απόκρημνοι μπροστά τους κι αναγκάστηκαν να στρίψουν προς το Βοριά, βγαίνοντας απ’ την πορεία τους. Ο Γοργοπόδαρος άρχισε να δείχνει πως ανησυχούσε: βρίσκοντον σχεδόν δέκα μέρες δρόμο απ’ την Κορυφή των Καιρών και τ’ αποθέματα της τροφής τους άρχισαν να λιγοστεύουν. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει.

Εκείνη τη νύχτα κατασκήνωσαν πάνω σε μια πέτρινη προεξοχή, μ’ ένα βράχο πίσω τους, που σχημάτιζε μια ρηχή σπηλιά, ένα ψευτοβαθούλω-μα στο λόφο. Ο Φρόντο δεν μπορούσε να ησυχάσει. Το κρύο κι η υγρασία είχαν κάνει τόν πόνο της πληγής του μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά κι ο πόνος μαζί με το αίσθημα της νεκρικής παγωνιάς, του έδιωχναν όλο τον ύπνο. Ήταν ξαπλωμένος και στριφογύριζε κι άκουγε φοβισμένος τους κρυφούς θόρυβους της νύχτας: τον άνεμο στις χαραματιές του βράχου, νερό κάπου να στάζει, ένα κρακ, το απότομο κατρακύλισμα κάποιας πέτρας. Του φάνηκε πως μαύρες σιλουέτες έρχονταν να τον πνίξουν· μα, σαν ανασηκώθηκε, δεν είδε τίποτα, εκτός απ’ την πλάτη του Γοργοπόδαρου, που καθόταν μαζεμένος, κάπνιζε την πίπα του και φύλαγε σκοπός. Ξάπλωσε ξανά κι είδε ένα ταραγμένο όνειρο: πως περπατούσε, λέει, στο γρασίδι στον κήπο του στο Σάιρ· μα το χόρτο ήταν, λέει, χλωμό κι άχρωμο και λιγότερο ζωντανό απ’ τις ψηλές μαύρες σιλουέτες που στέκονταν και κοίταζαν πάνω από το φράχτη.

Το πρωί σαν ξύπνησε, είδε πως η βροχή είχε σταματήσει. Τα σύννεφα ήταν ακόμα πυκνά, αλλά ξάνοιγαν και χλωμά κομμάτια γαλάζιου ουρανού φαίνονταν ανάμεσά τους. Ο άνεμος άλλαζε ξανά. Δεν ξεκίνησαν νωρίς. Αμέσως μετά απ’ το παγωμένο και καθόλου ανακουφιστικό πρωινό τους, ο Γοργοπόδαρος έφυγε μονάχος, λέγοντας στους άλλους να μείνουν κάτω απ’ το καταφύγιο του βράχου ώσπου να γυρίσει. Θα σκαρφάλωνε στην κορφή, αν μπορούσε, για να ρίξει μια ματιά στη γύρω περιοχή.

Όταν γύρισε δεν τους καθησύχασε.

— Έχουμε έρθει πολύ προς το Βοριά, είπε, και πρέπει να βρούμε κάποιο τρόπο να γυρίσουμε προς το Νοτιά ξανά. Αν συνεχίσουμε έτσι όπως πάμε, θα βρεθούμε στα Έτεν-ντέιλς, πολύ στο βοριά, μακριά απ’ το Σκιστό Λαγκάδι. Εκεί πέρα είναι η περιοχή των γιγάντων και την ξέρω πολύ λίγο. Θα μπορούσαμε ίσιος να βρούμε δρόμο μέσα από εκεί και να μπούμε στο Σκιστό Λαγκάδι απ’ το βοριά· μα θα μας έπαιρνε πάρα πολύ χρόνο, γιατί δεν ξέρω το δρόμο και δε θα μας έφταναν τα τρόφιμά μας. Πρέπει κάπως να βρούμε το Πέρασμα του Μπρούινεν.

Την υπόλοιπη εκείνη μέρα την πέρασαν σκαρφαλώνοντας κατσάβραχα. Βρήκαν ένα πέρασμα ανάμεσα σε δύο λόφους, που τους έβγαλε σε μια κοιλάδα που πήγαινε νοτιοανατολικά, δηλαδή στην κατεύθυνση που ήθελαν να πάρουν αλλά προς το τέλος της μέρας ξαναβρήκαν το δρόμο τους κλεισμένο από μια ψηλή ράχη· η σκοτεινή της κορφή στον ουρανό ήταν σπασμένη σε πολλά γυμνά σημεία σαν τα δόντια στομωμένου πριονιού. Δεν τους έμενε παρά ή να γυρίσουν πίσω ή να τη σκαρφαλώσουν.

Αποφάσισαν να προσπαθήσουν την ανάβαση, αλλ’ αποδείχτηκε πολύ δύσκολη. Γρήγορα ο Φρόντο αναγκάστηκε να ξεπεζέψει και να πηγαίνει με τα πόδια όπως όπως. Αλλά κι έτσι, πολλές φορές απελπίστηκαν πως θα τα κατάφερναν ν’ ανεβάσουν το πόνυ, ή πως θα ’βρισκαν αυτοί οι ίδιοι μονοπάτι, έτσι που ήταν φορτωμένοι. Το φως είχε σχεδόν χαθεί κι ήταν όλοι τους ξεθεωμένοι όταν, επιτέλους, έφτασαν στην κορφή. Είχαν σκαρφαλώσει σ’ ένα στενό λαιμό ανάμεσα σε δυο ψηλότερες κορφές. Η γη κατηφόριζε πάλι απότομα λίγο πιο κάτω. Ο Φρόντο έπεσε χάμω και ξάπλωσε στο χώμα τρέμοντας. Το αριστερό του χέρι ήταν δίχως ζωή και το πλευρό κι ο ώμος του πονούσαν λες και τους είχαν μπήξει παγωμένα νύχια· τα δέντρα και τα βράχια γύρω του τού φαίνονταν θαμπά σαν σκιές.

— Δεν μπορούμε να πάμε παραπέρα, είπε ο Μέρι στο Γοργοπόδαρο. Φοβάμαι πως αυτό ήταν πάρα πολύ για το Φρόντο. Ανησυχώ τρομερά γι’ αυτόν. Τι θα κάνουμε; Νομίζεις πως θα μπορέσουν να τον κάνουν καλά στο Σκτιστό Λαγκάδι, αν φτάσουμε ποτέ εκεί;

— Θα δούμε, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να μπορώ να κάνω εδώ στην ερημιά· κι είναι κυρίως για την πληγή του που είμαι τόσο ανήσυχος και θέλω να προχωρήσουμε. Συμφωνώ όμως πως δεν μπορούμε να πάμε παραπέρα απόψε.

— Τι έχει τ’ αφεντικό μου; ρώτησε ο Σαμ χαμηλόφωνα, κοιτάζοντας παρακλητικά το Γοργοπόδαρο. Η πληγή του ήταν μικρή κι έχει κλείσει κιόλας. Δε φαίνεται τίποτα εκτός από ένα παγωμένο άσπρο σημάδι στον ώμο του.

— Το Φρόντο τον έχουν αγγίξει τα όπλα του Εχθρού, είπε ο Γοργοπόδαρος, και μέσα του δουλεύει κάποιο δηλητήριο ή κακό, που δε φτάνει η τέχνη μου για να το διώξει. Αλλά μη χάνεις την ελπίδα σου, Σαμ!

Η νύχτα ήταν παγερή πάνω στην ψηλή ράχη. Άναψαν μια μικρή φωτιά κάτω απ’ τις ροζιασμένες ρίζες ενός γέρικου πεύκου, που κρεμόταν πάνω από έναν ξέβαθο λάκκο: έδειχνε λες και κάποτε να είχαν λατομήσει πέτρες εκεί. Κάθισαν μαζεμένοι κοντά κοντά. Ο άνεμος φυσούσε παγωμένος, περνώντας το λαιμό, κι άκουγαν τις κορφές των δέντρων πιο κάτω να βογκούν και ν’ αναστενάζουν. Ο Φρόντο ήταν ξαπλωμένος σαν σε όνειρο κι έβλεπε πως ατέλειωτα μαύρα φτερά πετούσαν πάνωθέ του και πως τα φτερά αυτά ήταν οι διώκτες του, που τον αναζητούσαν σ’ όλες τις κουφάλες των λόφων.

Το πρωινό χάραξε φωτεινό κι ασυννέφιαστο· η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και το φως χλωμό και διάφανο σ’ έναν ουρανό ξεπλυμένο απ’ τη βροχή. Οι καρδιές τους αναθάρρεψαν κι αποζητούσαν τον ήλιο να ζεστάνει τα παγωμένα και μουδιασμένα τους μέλη. Μόλις έφεξε καλά, ο Γοργοπόδαρος πήρε το Μέρι μαζί και πήγαν να επιθεωρήσουν από ψηλά την περιοχή ανατολικά απ’ το πέρασμα. Ο ήλιος είχε βγει κι έλαμπε ζωηρά, λες και ξαναρχόταν με πιο ενθαρρυντικά νέα. Βρίσκονταν τώρα, λίγο ως πολύ, στη σωστή κατεύθυνση. Αν συνέχιζαν και κατέβαιναν την άλλη μεριά της ράχης, θα είχαν τα Βουνά στ’ αριστερά τους. Και μπροστά, πέρα μακριά, είχε πιάσει ξανά το μάτι του Γοργοπόδαρου το Θορυβόνερο κι ήξερε πως, αν και δε φαινόταν, ο Δρόμος για το Πέρασμα δε βρισκόταν μακριά απ’ τον Ποταμό και πως, ο Δρόμος, βρισκόταν στην από δω μεριά, κοντά σ’ αυτούς.

— Πρέπει να βγούμε στο Δρόμο πάλι, είπε. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε πως θα βρούμε μονοπάτι ανάμεσα σ’ αυτούς τους λόφους. Ό,τι κίνδυνος κι αν παραμονεύει, ο Δρόμος είναι ο μόνος που θα μας βγάλει στο Πέρασμα.

Μόλις έφαγαν ξεκίνησαν πάλι. Κατέβηκαν αργά τη νότια πλευρά της ράχης· αλλά ο δρόμος ήταν πολύ πιο εύκολος απ’ ό,τι περίμεναν, γιατί η πλαγιά ήταν λιγότερο απόκρημνη από τούτη τη μεριά και γρήγορα ο Φρόντο μπόρεσε να πάει καβάλα ξανά. Το φτωχό γέρικο πόνυ του Μπιλ Φτεριά παρουσίασε ένα απρόσμενο ταλέντο, να διαλέγει το μονοπάτι και να γλιτώνει τον καβαλάρη του απ’ όσο το δυνατόν περισσότερα τραντάγματα. Τα κέφια της παρέας έφτιαξαν πάλι. Ακόμα κι ο Φρόντο ένιωθε καλύτερα στο φως του πρωινού, αλλά, κάθε τόσο, μια ομίχλη φαινόταν να θαμπώνει το βλέμμα του κι έτριβε τα μάτια με τα χέρια του.

Ο Πίπιν πήγαινε λίγο πιο μπροστά απ’ τους άλλους. Ξαφνικά γύρισε πίσω και τους φώναξε: — Έχει ένα μονοπάτι εδώ!

Όταν τον έφτασαν, είδαν πως δεν είχε κάνει λάθος: βρίσκονταν ολοφάνερα στις αρχές ενός μονοπατιού, που, με πολλά στριφογυρίσματα, περνούσε κι έβγαινε έξω από τα δάση στα πόδια τους κι έσβηνε σε μια λοφοκορφή από πίσω. Σε μερικά σημεία τώρα δε διακρινόταν καλά κι ήταν φυτρωμένο ή πνιγμένο από πεσμένες πέτρες και δέντρα· αλλά έδειχνε πως κάποτε το χρησιμοποιούσαν πολύ. Ήταν ένα μονοπάτι καμωμένο από στιβαρά μπράτσα και βαριά πόδια. Πέρα δώθε γέρικα δέντρα ήταν κομμένα ή σπασμένα και μεγάλα βράχια ήταν σκισμένα ή σπρωγμένα πέρα για να κάνουν τόπο.

Ακολούθησαν το μονοπάτι για κάμποσο, γιατί τους πρόσφερνε τον ευκολότερο τρόπο για να κατεβούν κάτω, αλλά πήγαιναν προσεκτικά κι η ανησυχία τους μεγάλωσε σαν μπήκαν στα σκοτεινά δάση κι είδαν το μονοπάτι να γίνεται πιο φανερό και φαρδύ. Ξαφνικά, βγαίνοντας από μια ζώνη έλατα, κατηφόριζε απότομα μια πλαγιά κι έστριβε αριστερά γύρω απ’ τη γωνιά μιας πλευράς του λόφου όλο βράχους. Σαν έφτασαν στη γωνία, κοίταξαν κι είδαν πως το μονοπάτι προχωρούσε κι ένα κομμάτι του γινόταν επίπεδο στη βάση ενός χαμηλού γκρεμού, φυτρωμένου από πάνω με δέντρα. Στον πέτρινο τοίχο βρισκόταν μια πόρτα, που κρεμόταν στραβά μισάνοιχτη από ένα μεγάλο μεντεσέ.

Όλοι σταμάτησαν έξω από την πόρτα. Πίσω της βρισκόταν μια σπηλιά ή ένα πέτρινο δωμάτιο, αλλά τίποτα δε φαινόταν στο σκοτάδι. Ο Γοργοπόδαρος, ο Σαμ κι ο Μέρι έσπρωξαν μ’ όλη τους τη δύναμη και κατάφεραν ν’ ανοίξουν την πόρτα λίγο περισσότερο. Τότε ο Γοργοπόδαρος κι ο Μέρι μπήκαν μέσα. Δεν πήγαν μακριά, γιατί στο πάτωμα βρίσκονταν ένα σωρό κόκαλα και τίποτ’ άλλο δε φαινόταν κοντά στην είσοδο εκτός από κάτι μεγάλα βάζα κι άδειες γαβάθες.

— Τούτη είναι σίγουρα γιγαντο-σπηλιά και μη μου πείτε πως δεν είναι! είπε ο Πίπιν. Για ελάτε έξω εσείς οι δυο και πάμε να φύγουμε. Τώρα ξέρουμε ποιος έφτιαξε το μονοπάτι — και καλά θα κάνουμε να φύγουμε στα γρήγορα.

— Δεν υπάρχει λόγος, νομίζω, είπε ο Γοργοπόδαρος, βγαίνοντας έξω. Βέβαια, είναι σίγουρα γιγαντο-σπηλιά, μα φαίνεται πως την έχουν εγκαταλείψει από παλιά. Δε νομίζω πως χρειάζεται να φοβόμαστε. Αλλ’ όμως ας προχωρούμε με προσοχή και θα δούμε.

Το μονοπάτι συνέχιζε πάλι μετά την πόρτα και έστριβε δεξιά ξανά. διάσχιζε την απλωσιά και χωνόταν πάλι σε μια δασωμένη κατηφοριά. Ο Πίπιν, μη θέλοντας να δείξει στο Γοργοπόδαρο πως φοβόταν ακόμα, πήγαινε μπροστά με το Μέρι. Ο Σαμ κι ο Γοργοπόδαρος έρχονταν πίσω, δεξιά κι αριστερά στο πόνυ του Φρόντο, γιατί τώρα το μονοπάτι ήταν αρκετά φαρδύ για τέσσερις ή και πέντε χόμπιτ να πηγαίνουν δίπλα δίπλα. Δεν είχαν όμως προχωρήσει πολύ και να σου ο Πίπιν έρχεται τρέχοντας, με το Μέρι ξοπίσω του. Κι οι δυο φαίνονταν τρομαγμένοι.

Έχει γίγαντες! είπε ο Πίπιν λαχανιασμένος. Κάτω σ’ ένα ξέφωτο στο δάσος, όχι πολύ μακριά. Τους είδαμε ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων. Είναι πολύ μεγάλοι!

— Θα ’ρθούμε να τους ρίξουμε μια ματιά, είπε ο Γοργοπόδαρος και μάζεψε από κάτω ένα κλαδί.

Ο Φρόντο δεν είπε τίποτα, αλλά ο Σαμ φαινόταν τρομοκρατημένος.


Ο ήλιος τώρα βρισκόταν ψηλά κι έλαμπε ανάμεσα απ’ τα μισόγυμνα κλαδιά των δέντρων και φώτιζε το ξέφωτο με ζωηρά φωτεινά μπαλώματα. Σταμάτησαν απότομα στην άκρη και κρυφοκοίταξαν ανάμεσα απ’ τους κορμούς των δέντρων, κρατώντας την ανάσα τους. Εκεί στέκονταν τρεις γίγαντες: τρεις μεγάλοι γίγαντες. Ο ένας έσκυβε κι οι άλλοι δυο στέκονταν και τον κοίταζαν.

Ο Γοργοπόδαρος προχώρησε αμέριμνα εμπρός.

— Για σήκω πάνω, παλιοπέτρα! είπε κι έσπασε το μπαστούνι του πάνω στο σκυφτό γίγαντα.

Τίποτα δεν έγινε. Ακούστηκε μια κομμένη φωνή όλο έκπληξη απ’ τους τρεις χόμπιτ κι έπειτα ακόμα κι ο Φρόντο έβαλε τα γέλια.

— Λοιπόν! είπε. Ξεχνάμε την οικογενειακή μας ιστορία! Αυτοί εδώ πρέκει να είναι οι ίδιοι εκείνοι τρεις γίγαντες που βρήκε ο Γκάνταλφ να τσακώνονται για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να μαγειρέψουν δεκατρείς νάνους κι ένα χόμπιτ.

Εγώ δεν είχα ιδέα πως είμαστε κοντά σ’ αυτό το μέρος! είπε ο Πίπιν.

Ήξερε καλά την ιστορία. Ο Μπίλμπο κι ο Φρόντο την έλεγαν συχνάμα. για να πούμε την αλήθεια, δεν την είχε ποτέ του πολυπιστέψει. Ακόμα και τώρα κοίταζε τους πέτρινους γίγαντες με υποψία και φοβόταν μήπως τίποτα μάγια τούς ξαναζωντάνευαν ξαφνικά.

Δεν ξεχνάς μόνο την οικογενειακή σου ιστορία, μα κι όλα όσα έμαθες ποτέ σου για γίγαντες, είπε ο Γοργοπόδαρος. Είναι μέρα μεσημέρι, ο ήλιος λάμπει κι εσύ έρχεσαι και προσπαθείς να με τρομάξεις λέγοντάς μου παραμύθια για ζωντανούς γίγαντες που μας καρτερούν στο ξέφωτο! Μα θα ’πρεπε τουλάχιστο να είχες προσέξει πως ο ένας απ’ αυτούς έχει πίσω απ’ τ’ αυτί του μια φωλιά πουλιού. Αυτό θα ήταν το πιο αφύσικο στολίδι για ένα ζωντανό γίγαντα!

Όλοι γέλασαν. Ο Φρόντο ένιωσε τα κέφια του να φτιάχνουν: η θύμηση της πρώτης επιτυχημένης περιπέτειας του Μπίλμπο ήταν ενθαρρυντική. Κι ο ήλιος επίσης ήταν ζεστός κι ανακουφιστικός. Η ομίχλη των μαπών του φάνηκε να σηκώνεται λιγάκι. Ξεκουράστηκαν για λίγο στο ξέφωτο κι έφαγαν το μεσημεριανό τους ακριβώς κάτω απ’ τη σκιά των μεγάλων ποδιών των γιγάντων.

— Λεν έχει κάποιος να μας πει ένα τραγουδάκι, όσο που ο ήλιος είναι ψηλά; είπε ο Μέρι σαν τελείωσαν. Δεν είπαμε κανένα τραγούδι ή ιστορία μέρες τώρα.

— Ούτε ένα, απ’ την Κορυφή των Καιρών κι εδώ, είπε ο Φρόντο. Οι άλλοι τον κοίταξαν.

— Μη νοιάζεστε για μένα! πρόσθεσε. Νιώθω πολύ καλύτερα, δε νομίζω όμως πως θα μπορούσα να τραγουδήσω! Ίσως ο Σαμ να μπορούσε να θυμηθεί κάτι.

Έλα, Σαμ! είπε ο Μέρι. Έχεις περισσότερα μες στο κεφάλι σου απ’ όσα αφήνεις και φαίνονται.

— Αυτό δεν το ξέρω. είπε ο Σαμ. Μα σας κάνει αυτό; Δεν είναι, που λέμε, σωστό ποίημα, αν με καταλαβαίνετε: Είναι πολύ ανόητο. Αλλ’ αυτά τ’ αγάλματα μου το θύμισαν.

Σηκώθηκε όρθιος, με τα χέρια στην πλάτη, λες κι ήταν στο σχολείο, κι άρχισε να τραγουδά σε παλιά μουσική:

Γίγας κάθονταν μονάχος στο θρονί του που ’ταν βράχος,

Κριτσανούσε, τραγουδούσε, παλιοκόκαλο μασούσε.

Χρόνους τώρα επεινούσε κι όλο ψευτομασουλούσε,

Γιατί κρέας δε βρισκόταν,

Δεν πονλιόταν, δεν πιανόταν.

Στη σπηλιά του μοναχός ροκανίζει ο φτωχός,

Γιατί κρέας δε βρισκόταν.

Να κι ο Τομ και αξαντίξει και τις μαύρες μπότες τρίζει.

— Γίγαντα, τι είν’ αυτό; τον ρωτάει όλος θυμό.

Γιατί εμένανε μου εφάνη του παππού μου το καλάμι,

Π’ απ’ του τάφου του τα βάθη, έχω μάθει,

Πως πικράθη που εχάθη!

Χρόνια τώρα πεθαμένο τονε κλαίμε τον καημένο.

Μ’ απ’ τον τάφο του εχάθη, έχω μάθει.

— Φίλε μου, του λέει ο Γίγας, ενώ διώχνει κάτι μύγας,

Τσάμπα πάνε, άκου εμένα, κόκαλα που ’ναι θαμμένα.

Ο παππούς σου ο πεθαμένος χρεία δεν το ’χε, ο καημένος,

Σαν το βρήκα το καλάμι,

Το μαλάμι, το σαλάμι.

Τώρα το ’χει χαρισμένο, σ’ ένα γίγαντα δοσμένο,

Να το φάει σαν σαλάμι, το καλάμι.

Και ο Τομ φαρμακωμένος κι απ’ τη λύπη συγχυσμένος:

— Ποιος την άδεια σου δίνει και τα κόκαλα σ’ αφήνει,

Του παππού μου το καλάμι να μασάς σαν να ’ν’ σαλάμι;

Φέρ’ το κόκαλο, σου λέω!

Τι σου φταίω εγώ που κλαίω!

Πεθαμένος μπορεί να ’ναι, μα δικός μου είν’ και θα ’ναι.

Φέρ’ το κόκαλο, σου λέω! Τι με τυραννάς και κλαίω!

— Δε μου κάνει κόπο δα, λέει ο Γίγας, τώρα δα

Και του λόγου σου ν’ αρπάξω και στα γρήγορα να χάψω.

Φρέσκο κρέας να γευτώ και το κόκαλο πετώ.

Το στομάχι να γεμίσω! Φρέσκο κρέας να μυρίσω!

Να σουβλίσω! Να μασήσω!

Κόκαλ’ έχω βαρεθεί να μασώ όπου βρεθεί.

Θέλω κρέας να μασήσω, το στομάχι να γεμίσω!

Μα εκεί που ’χε θαρρέψει πως φαΐ είχε βολέψει,

Άδεια τον ’μειναν τα χέρια, απλωμένα σαν μαχαίρια.

Πίσω του ο Τομ πηδάει κι αγριεμένος τον ορμάει.

Και το πόδι του σηκώνει και την μπότα του τη χώνει.

Την απλώνει, την τεντώνει!

Μια κλοτσιά στον πισινό θέλει ο Τομ όλος θυμό

Μάθημα καλά και σώνει να του δώνει.

Μα σκληρό σαν το πετρί είν’ του γίγα το πετσί,

Στη σπηλιά που ζει μονάχος ωσάν βράχος.

Στα χαμένα τον χτυπάς και την μπότα σου χαλάς.

Κάθε γίγα ο πισινός σαν την πέτρα είναι σκληρός,

Τρομερός και φοβερός!

Ο γερο-Τίγαντας γελάει, σαν ο Τομ φωνή αμολάει,

Γιατί ήξερε καλώς: σαν την πέτρα είναι σκληρός!

Σπίτι του ο Τομ γυρίζει κι όλο λύπη μουρμουρίζει:

— Αχ, ποδάρι μου καημένο, έμεινες σακατεμένο!

Μα το Γίγα δεν τον νοιάζει ούτε έπιασε μαράζι.

Κι αφού κρέας δε βρισκόταν, με το κόκαλο πλανιόταν,

Βολευόταν, ξεγελιόταν!

Και στο βράχο καθιστός, ο σκληρός ο πισινός,

Την κλοτσιά ούτε θυμόταν!

— Λοιπόν, αυτό είναι προειδοποίηση για όλους μας! γέλασε ο Μέρι. Ευτυχώς που τον χτύπησες με το ξύλο κι όχι με το χέρι σου, Γοργοπόδαρε!

Πού το ’μαθες αυτό, Σαμ; ρώτησε ο Πίπιν. Δεν τα ’χω ξανακούσει αυτά τα λόγια.

Ο Σαμ μουρμούρισε κάτι που δεν ακούστηκε.

— Απ’ το κεφάλι του, βέβαια, είπε ο Φρόντο. Μαθαίνω ένα σωρό πράγματα για το Σαμ Γκάμγκη σ’ αυτό το ταξίδι. Πρώτα έκανε το συνωμότη, τώρα το γελωτοποιό! Στο τέλος θα καταλήξει ή μάγος — ή πολεμιστής!

— Ελπίζω όχι, είπε ο Σαμ. Δε θα ’θελα να γίνω ούτε το ένα ούτε το άλλο!

Το απόγευμα κατηφόρισαν στα δάση. Ήταν πολύ πιθανό πως ακολουθούσαν το ίδιο μονοπάτι που ο Γκάνταλφ, ο Μπίλμπο και οι νάνοι είχαν πάρει χρόνια πριν. Μετά από μερικά μίλια βγήκαν στην κορφή μιας ψηλής πλαγιάς πάνω απ’ το Δρόμο. Στο σημείο αυτό ο Δρόμος είχε αφήσει τον Λσημόπηγο πολύ πίσω στη στενή του κοιλάδα και τώρα ακολουθούσε τα ριζά των λόφων. Ανεβοκατέβαινε και στριφογύριζε ανατολικά, ανάμεσα σε δάση και πλαγιές όλο ρείκια, τραβώντας για το Πέρασμα και τα Βουνά. Όχι πολύ χαμηλά στην πλαγιά ο Γοργοπόδαρος τους έδειξε μια πέτρα μέσα στα χόρτα. Πάνω της, χοντροκομμένα και πολυκαιρισμένα τώρα, μπορούσαν ακόμα να φανούν τα ρουνικά των νάνων και τα μυστικά τους σημάδια.

— Εκεί! είπε ο Μέρι. Αυτή πρέπει να ’ναι η πέτρα που σημείωνε το μέρος που ήταν κρυμμένος ο θησαυρός των γιγάντων. Πόσο να μένει άραγε απ’ το μερίδιο του Μπίλμπο, Φρόντο;

Ο Φρόντο κοίταξε την πέτρα κι ευχήθηκε να μην είχε φέρει πίσω ο Μπίλμπο ένα Θησαυρό τόσο θανάσιμο και τόσο δύσκολο να τον αποχωριστείς.

— Τίποτα απολύτως, είπε. Ο Μπίλμπο τον μοίρασε εδώ κι εκεί. Μου είπε πως δεν τον ένιωθε αληθινά δικό του, γιατί προερχόταν από ληστές.

Ο Δρόμος απλωνόταν ήσυχος κάτω απ’ τους μακρόστενους ίσκιους του δειλινού. Πουθενά δε φαινόταν ίχνος από άλλους ταξιδιώτες. Μιας και τώρα δεν υπήρχε άλλος δρόμος που να ήταν δυνατό ν’ ακολουθήσουν, κατέβηκαν την πλαγιά και στρίβοντας αριστερά, πήραν δρόμο όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Σε λίγο η πλαγιά του λόφου έκρυψε το φως του ήλιου που πήγαινε βιαστικά στη δύση. Ένας παγερός αέρας κατέβαινε απ’ τα αντικρινά βουνά για να τους συναντήσει.

Είχαν αρχίσει να ψάχνουν για μέρος κοντά στο Δρόμο, να κατασκηνώσουν για τη νύχτα, όταν άκουσαν ένα θόρυβο, που ξανάφερε απότομα το φόβο στις καρδιές τους: το θόρυβο από πέταλα πίσω τους. Κοίταξαν πίσω, αλλά δεν μπορούσαν να δουν μακριά γιατί ο Δρόμος είχε πολλές στροφές κι ανεβοκατεβάσματα. Όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, βγήκαν απ’ τη δημοσιά και χώθηκαν στο πυκνό θαμνόδασο από ρείκια και βατομουριές πάνω στην πλαγιά, ώσπου έφτασαν σ’ ένα μικρό σύδεντρο από πυκνο-φυτρωμένες φουντουκιές. Κρυφοκοιτάζοντας ανάμεσα απ’ τους θάμνους, μπορούσαν να δουν το Δρόμο, αμυδρό και σταχτόχρωμο στο φως που έφευγε, κάπου τριάντα πόδια κάτωθέ τους. Ο θόρυβος απ’ τα πέταλα πλησίασε. Πήγαιναν γρήγορα, μ’ ένα ανάλαφρο κλίπι-κλιπ, κλίπι-κλιπ. Και ξέψυχα, λες κι ο άνεμος το ’παιρνε μακριά τους, τους φάνηκε πως άκουγαν ένα αδύναμο κουδούνισμα σαν να χτυπούσαν μικρές καμπανούλες.

— Αυτό δεν ακούγεται σαν Μαύρου Καβαλάρη άλογο! είπε ο Φρόντο, που άκουγε με προσοχή.

Οι υπόλοιποι χόμπιτ συμφώνησαν μ’ ελπίδα πως έτσι ήταν, μα όλοι έμειναν γεμάτοι υποψίες. Είχαν ζήσει με το φόβο του κυνηγητού τόσο πολύ καιρό που, κάθε θόρυβος πίσω τους, τους φαινόταν απειλητικός κι εχθρικός. Αλλά ο Γοργοπόδαρος έγερνε τώρα μπροστά, σκύβοντας στη γη, με το χέρι στ’ αυτί και με μια έκφραση χαράς στο πρόσωπό του.

Το φως της μέρας έσβηνε και τα φύλλα των θάμνων έτριζαν σιγανά. Τώρα πιο καθαρά τα καμπανάκια κουδούνιζαν και γρήγορα πόδια έρχονταν κλίπι-κλιπ, τριποδίζοντας. Ξαφνικά, φάνηκε ένα άσπρο άλογο τρεχάτο που αχνοφέγγιζε μέσα στους ίσκιους. Μες στο λυκόφως τα λουριά του αναβόσβηναν κι άστραφταν λες κι ήταν γεμάτα πετράδια, ζωντανά σαν αστέρια. Ο μανδύας του αναβάτη κυμάτιζε πίσω του και η κουκούλα του ήταν ριγμένη στην πλάτη· τα χρυσά του μαλλιά φεγγοβολούσαν κι ανέμιζαν στο τρέξιμό του. Στο Φρόντο φάνηκε λες κι ένα λευκό φως έβγαινε απ’ το κορμί και τα ρούχα του καβαλάρη, σαν μέσα από διάφανο πέπλο.

Ο Γοργοπόδαρος πετάχτηκε απ’ την κρυψώνα του και κατηφόρισε τρέχοντας κατά το Δρόμο, βγάζοντας μια φωνή και πηδώντας ανάμεσα στα ρείκια· αλλά πριν ακόμα να κουνηθεί ή να φωνάξει, ο καβαλάρης είχε τραβήξει τα γκέμια του αλόγου του κι είχε σταματήσει και κοίταζε ψηλά κατά το σύδεντρο που στεκόντουσαν. Μόλις είδε το Γοργοπόδαρο, ξεπέζεψε κι έτρεξε να τον συναντήσει φωνάζοντας: Ai na vedui Dúnadan! Mae govannen! Τα λόγια του και η καθάρια καμπανιστή φωνή του δεν άφηναν καμιά αμφιβολία στις καρδιές τους: ο καβαλάρης ήταν Ξωτικό. Κανείς άλλος απ’ όσους κατοικούσαν στο μεγάλο κόσμο δεν είχε λαλιά τόσο ωραία στο άκουσμα. Μα φαινόταν να υπάρχει ένας τόνος βιασύνης ή φόβου στο κάλεσμά του κι είδαν πως τώρα μιλούσε γρήγορα και με βιάση στο Γοργοπόδαρο.

Σε λίγο ο Γοργοπόδαρος τους έκανε νόημα κι οι χόμπιτ άφησαν τους θάμνους και βιάστηκαν να κατεβούν στο Δρόμο.

— Από δω ο Γκλορφίντελ, που ζει στο σπίτι του Έλροντ, είπε ο Γοργοπόδαρος.

— Χαίρε και καλώς σε βρίσκω επιτέλους! είπε ο Ξωτικο-άρχοντας στο Φρόντο. Με έστειλαν από το Σκιστό Λαγκάδι να σε γυρέψω. Φοβηθήκαμε πως βρισκόσασταν σε κίνδυνο πάνω στο Δρόμο.

— Έφτασε ο Γκάνταλφ στο Σκιστό Λαγκάδι, λοιπόν; φώναξε ο Φρόντο χαρούμενα.

— Όχι. Δεν είχε έρθει όταν έφυγα εγώ πριν εννιά μέρες, απάντησε ο Γκλορφίντελ. Ο Έλροντ έμαθε νέα που τον τάραξαν. Μερικοί απ’ τους δικούς μου. που ταξίδευαν στη χώρα σας πέρα απ’ τον Μπαράντουϊν[11], έμαθαν πως τα πράγματα δεν ήταν καλά κι έστειλαν μηνύματα όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Είπαν πως οι Εννέα βρίσκονταν έξω και πως εσύ ήσουν χαμένος, μεταφέροντας ένα μεγάλο φορτίο χωρίς καθοδήγηση, γιατί ο Γκάνταλφ δεν είχε επιστρέψει. Ελάχιστοι υπάρχουν, ακόμα και στο Σκιστό Λαγκάδι, που να μπορούν να ταξιδεύουν φανερά, ενάντια στους Εννέα· αλλά όσοι μπορούσαν, τους έστειλε ο Έλροντ κατά το βοριά, τη δύση και το νοτιά. Σκεφτήκαμε ότι μπορεί να λοξοδρομούσατε για ν’ αποφύγετε την καταδίωξη και χαθήκατε στην Ερημιά.

» Ο δικός μου ο κλήρος ήταν να πάρω το Δρόμο. Όταν έφτασα στη Γέφυρα του Μίθεϊθελ άφησα ένα σημάδι εκεί, εδώ κι εφτά μέρες περίπου. Τρεις από τους υπηρέτες του Σόρον ήταν στη Γέφυρα, αλλά αποτραβήχτηκαν κι εγώ τους καταδίωξα δυτικά. Συνάντησα δυο άλλους ακόμα, αλλά στράφηκαν κι απομακρύνθηκαν κατά το νοτιά. Από τότε ψάχνω να βρω τα ίχνη σας. Τα ανακάλυψα δυο μέρες πριν και τ’ ακολούθησα πάνω απ’ τη Γέφυρα· και σήμερα βρήκα το μέρος απ’ όπου κατεβήκατε από τους λόφους ξανά. Αλλά εμπρός! Δεν είναι ώρα για άλλα νέα. Μιας και βρίσκεστε εδώ πρέπει να διακινδυνέψουμε το Δρόμο και να προχωρήσουμε. Πίσω μάς ακολουθούν πέντε κι όταν βρουν τα ίχνη σας πάνω στο Δρόμο, θα τρέξουν πίσω μας σαν τον άνεμο. Και δεν είναι όλοι. Πού μπορεί να βρίσκονται οι άλλοι τέσσερις, δεν ξέρω. Φοβάμαι πως μπορεί να βρούμε το Πέρασμα πιασμένο και να μας έχουν στήσει ενέδρα.

Όση ώρα μιλούσε ο Γκλορφίντελ οι σκιές του βραδινού σκούραιναν. Ο Φρόντο ένιωσε μια μεγάλη κούραση να τον κυριεύει. Από τη στιγμή που ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει, η ομίχλη στα μάτια του είχε πυκνώσει και τώρα ένιωθε πως μια σκοτεινιά απλωνόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και στα πρόσωπα των φίλων του. Τώρα τον ξανάπιασε ο πόνος κι ένιωθε παγωμένος. Ταλαντεύτηκε και πιάστηκε απ’ το χέρι του Σαμ.

— Ο κύριός μου είναι άρρωστος και πληγωμένος, είπε ο Σαμ με θυμό. Δεν μπορεί να προχωρήσει τη νύχτα. Του χρειάζεται ξεκούραση.

Ο Γκλορφίντελ έπιασε το Φρόντο την ώρα που έπεφτε στη γη και, παίρνοντάς τον μαλακά στην αγκαλιά του, κοίταξε το πρόσωπό του με σοβαρή ανησυχία.

Στα γρήγορα ο Γοργοπόδαρος του είπε για την επίθεση στον καταυλισμό τους στην Κορυφή των Καιρών και για το θανατηφόρο μαχαίρι. Έβγαλε τη λαβή, που την είχε κρατήσει, και την έδωσε στο Ξωτικό. Ο Γκλορφίντελ ανατρίχιασε όπως την πήρε, μα την κοίταξε με πολλή προσοχή.

— Πάνω σ’ αυτή τη λαβή είναι γραμμένα φοβερά πράγματα, είπε· αν και ίσως τα μάτια σας δεν μπορούν να τα δουν. Φύλαξέ την, Άραγκορν, μέχρι που να φτάσουμε στο σπίτι του Έλροντ! Αλλά πρόσεχε! Να την πιάνεις στα χέρια σου όσο γίνεται λιγότερο! Αλίμονο. Τις πληγές αυτού του όπλου δε φτάνει η ικανότητά μου να τις θεραπεύσω. Θα κάνω ό,τι μπορώ —αλλά τώρα είναι που πρέπει να βιαστούμε και να συνεχίσουμε χωρίς ανάπαυση.

Ψηλάφισε την πληγή στον ώμο του Φρόντο και το πρόσωπό του σοβάρεψε ακόμα περισσότερο, λες κι αυτό που είχε βρει τον είχε ταράξει. Ο Φρόντο όμως ένιωσε την παγωνιά να λιγοστεύει στο πλευρό και στο μπράτσο του· λίγη ζεστασιά κατέβηκε απ’ τον ώμο του στο χέρι κι ο πόνος του. έγινε υποφερτός. Το σύθαμπο του βραδινού φάνηκε να ξανοίγει γύρω του, λες κι είχε φύγει ένα σύννεφο. Είδε τα πρόσωπα των φίλων του πιο ξεκάθαρα πάλι και πήρε νέα ελπίδα και δύναμη ξανά.

— Θα σε βάλω στ’ άλογό μου, είπε ο Γκλορφίντελ. Θα κοντύνω τους αναβατήρες μέχρι τη σέλα κι εσύ πρέπει να καθίσεις όσο πιο καλά μπορείς. Αλλά δε χρειάζεται να φοβάσαι: το άλογό μου δεν αφήνει κανένα καβαλάρη να του πέσει, όταν το διατάξω να τον κρατήσει στην πλάτη του. Το περπάτημά του είναι ανάλαφρο και στρωτό· και, αν ο κίνδυνος πλησιάσει πολύ κοντά, θα σε πάρει μακριά με τόση ταχύτητα, που ούτε τα μαύρα άλογα του Εχθρού δεν μπορούν να τη φτάσουν.

— Όχι! είπε ο Φρόντο. Δε θα το καβαλήσω αν είναι να με πάει στο Σκιστό Λαγκάδι ή κάπου αλλού, αφήνοντας τους φίλους μου πίσω στον κίνδυνο.

Ο Γκλορφίντελ χαμογέλασε.

— Πολύ αμφιβάλλω, είπε, αν οι φίλοι σου θα βρίσκονταν σε κίνδυνο, αν εσύ δεν ήσουν μαζί τους. Η καταδίωξη θ’ ακολουθήσει εσένα, κι εμάς θα μας αφήσει ήσυχους, νομίζω. Είσαι εσύ, Φρόντο, κι αυτό που έχεις, που μας βάζει όλους σε θανάσιμο κίνδυνο.


Σ’ αυτό ο Φρόντο δεν είχε ν’ απαντήσει τίποτα και πείστηκε ν’ ανεβεί στο άσπρο άλογο του Γκλορφίντελ. Φόρτωσαν στο πόνυ ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτά που κουβαλούσαν οι άλλοι κι έτσι τώρα βάδιζαν ελαφρότεροι και γι’ αρκετή ώρα προχωρούσαν με γοργό ρυθμό· οι χόμπιτ όμως άρχισαν να δυσκολεύονται ν’ ακολουθούν τα γρήγορα κι ακούραστα πόδια του Ξωτικού. Τους οδηγούσε ασταμάτητα μέσα στο σκοτάδι της συννεφιασμένης νύχτας. Δεν είχε ούτε αστέρια ούτε φεγγάρι. Και μόνο σα φάνηκε το γκρίζο χάραμα τους άφησε να σταματήσουν. Ο Πίπιν, ο Μέρι κι ο Σαμ μισοκοιμόντουσαν πια στα πόδια τους και παραπατούσαν· ακόμα κι ο Γοργοπόδαρος φαινόταν, απ’ το κύρτωμα των ώμων του, κουρασμένος. Ο Φρόντο καθόταν πάνω στ’ άλογο σαν σε σκοτεινό όνειρο.

Έπεσαν χάμω στα ρείκια, λίγο παραπέρα απ’ την άκρη του Δρόμου κι αποκοιμήθηκαν αμέσως. Τους φάνηκε πως δεν είχαν προλάβει ούτε τα μάπα τους να κλείσουν, όταν ο Γκλορφίντελ, που είχε καθίσει φρουρός όσο κοιμόνταν, τους ξύπνησε πάλι. Ο ήλιος τώρα είχε ανεβεί ψηλά και το πρωινό είχε προχωρήσει. Τα σύννεφα κι οι ομίχλες της νύχτας είχαν χαθεί. - Πιέστε αυτό! τους είπε ο Γκλορφίντελ, δίνοντας σ’ έναν ένα με τη σειρά λίγο ποτό απ’ το δερμάτινο ασημοστολισμένο φλασκί του.

Το ποτό ήταν διάφανο σαν το νερό της πηγής και δεν είχε γεύση. Δεν το ένιωσαν ούτε δροσερό ούτε ζεστό στο στόμα τους· αλλά δύναμη και ζωντάνια φάνηκε να κυλάει σ’ όλο τους το κορμί όπως το ’πιναν. Μετά απ’ αυτό, το μπαγιάτικο ψωμί και τα ξεραμένα φρούτα που έφαγαν (το μόνο που τους είχε μείνει τώρα) τους φάνηκαν να ικανοποιούν την πείνα τους καλύτερα από πολλά χορταστικά πρωινά στο Σάιρ.

Είχαν ξεκουραστεί λιγότερο από πέντε ώρες σαν πήραν το Δρόμο ξανά. Ο Γκλορφίντελ τους πίεζε να προχωρούν και τους άφησε δυο φορές μονάχοι να σταματήσουν εκείνη τη μέρα. Μ’ αυτό τον τρόπο έκαναν σχεδόν είκοσο μίλια πριν πέσει η νύχτα κι έφτασαν σ’ ένα μέρος που ο Δρόμος έστριβε δεξιά και κατηφόριζε προς το κάτω μέρος της κοιλάδας, πηγαίνοντας τώρα ίσια για τον Μπρούινεν. Μέχρι τώρα οι χόμπιτ δεν είχαν ούτε δει ούτε ακούσει κανένα σημάδι καταδίωξης· αλλά ο Γκλορφίντελ συχνά σταματούσε κι αφουγκραζόταν για μια στιγμή, αν ξέμεναν πίσω, και το πρόσωπό του συννέφιαζε η ανησυχία. Μια δυο φορές κάτι είπε στον Γοργοπόδαρο στη γλώσσα των Ξωτικών. Αλλά όσο ανήσυχοι κι αν ήταν οι οδηγοί τους, ήταν ολοφάνερο πως οι χόμπιτ δεν μπορούσαν να πάνε παρακάτω εκείνη τη νύχτα. Πήγαιναν παραπατώντας, ζαλισμένοι απ’ την κούραση κι ανίκανοι να σκεφτούν τίποτ’ άλλο πέρα απ’ τα πόδια τους. Ο πόνος του Φρόντο είχε διπλασιαστεί και, στη διάρκεια της μέρας, τα πράγματα γύρω του είχαν ξεθωριάσει σε σκιές, γκρίζα σαν φαντάσματα. Σχεδόν καλωσόρισε τον ερχομό της νύχτας, γιατί τότε ο κόσμος φαινόταν λιγότερο χλωμός κι αδειανός.

Οι χόμπιτ ήταν ακόμα κουρασμένοι, σαν ξεκίνησαν ξανά νωρίς το άλλο πρωί. Είχε πολλά μίλια ακόμα ανάμεσα σ’ αυτούς και στο Πέρασμα και πήγαιναν κουτσαίνοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. — Ο κίνδυνος μας θα είναι μεγαλύτερος ακριβώς πριν φτάσουμε στο ποτάμι, είπε ο Γκλορφίντελ· γιατί κάτι μέσα μου με προειδοποιεί πως πίσω μας η καταδίωξη πλησιάζει γρήγορα· και μπορεί να μας παραμονεύει κι άλλος κίνδυνος στο Πέρασμα.

Ο Δρόμος κατηφόριζε σταθερά κι είχε τώρα πολύ γρασίδι και στις δυο πλευρές. Οι χόμπιτ περπατούσαν πάνω του, όταν μπορούσαν, για ν’ ανακουφίσουν τα κουρασμένα τους πόδια. Νωρίς τ’ απόγευμα έφτασαν σ’ ένα μέρος που ο Δρόμος ξαφνικά περνούσε κάτω απ’ τη σκιά ψηλών πεύκων κι έπειτα έπεφτε σ’ ένα βαθύ φαράγγι με απότομους υγρούς τοίχους από κόκκινη πέτρα. Η ηχώ τούς ακολουθούσε όπως προχωρούσαν βιαστικά· και τους φαινόταν πως άκουγαν το θόρυβο από πολλά πόδια στο κατόπι τους. Εντελώς απότομα, λες και πέρασαν μια φωτεινή πύλη, το φαράγγι τέλειωσε. Κι εκεί, στο κάτω μέρος μιας κατηφοριάς, είδαν μπροστά τους μια επίπεδη έκταση ίσα μ’ ένα μίλι και, μετά απ’ αυτήν, το Πέρασμα του Σκιστού Λαγκαδιού. Στην πέρα μεριά βρισκόταν μια απόκρημνη καφετιά όχθη, που την ανέβαινε ένα στριφογυριστό μονοπάτι· και πίσω της τα ψηλά βουνά υψώνονταν, ράχη πάνω στη ράχη και κορφή στην κορφή, ως τον ουρανό που θάμπωνε.

Ακουγόταν ακόμα η ηχώ από πόδια που τους ακολουθούσαν στο φαράγγι πίσω τους· ένα ορμητικό βουητό, λες κι είχε σηκωθεί αέρας και ξεχυνόταν ανάμεσα απ’ τα κλαδιά των πεύκων. Για μια στιγμή ο Γκλορφίντελ γύρισε κι αφουγκράστηκε, κι έπειτα τινάχτηκε μπροστά βγάζοντας μια δυνατή φωνή.

— Τρέξτε! φώναξε. Τρέξτε! Ο εχθρός μάς έφτασε!

Το άσπρο άλογο πήδηξε μπροστά. Οι χόμπιτ πήραν την κατηφόρα τρέχοντας. Ο Γκλορφίντελ κι ο Γοργοπόδαρος ακολουθούσαν σαν οπισθοφυλακή. Βρίσκονταν στα μισά μόνο της επίπεδης έκτασης, όταν ξαφνικά ακούστηκε καλπασμός αλόγων. Απ’ την πύλη των δέντρων, που μόλις είχαν αφήσει, πέρασε ένας Μαύρος Καβαλάρης. Έσφιξε τα χαλινάρια του αλόγου του, σταμάτησε και ταλαντευόταν πάνω στη σέλα. Άλλος ένας τον ακολούθησε κι έπειτα κι άλλος· και μετά πάλι άλλοι δυο.

— Τρέξε μπροστά! Τρέξε! φώναξε ο Γκλορφίντελ στο Φρόντο.

Ο Φρόντο δεν υπάκουσε αμέσως. Μια παράξενη απροθυμία τον είχε κυριέψει. Κόβοντας τη φόρα του αλόγου του, γύρισε και κοίταξε πίσω. Οι Καβαλάρηδες φαίνονταν να κάθονται πάνω στα μεγάλα άτια τους σαν απειλητικά αγάλματα πάνω στο λόφο, σκοτεινά κι ατόφια, ενώ όλα τα δάση κι η γη γύρω τους υποχώρησαν σαν σε ομίχλη. Ξαφνικά ο Φρόντο κατάλαβε μέσα του πως αυτοί τον διατάζουν σιωπηλά να περιμένει. Τότε αμέσως φόβος και μίσος ξύπνησαν μέσα του. Το χέρι του άφησε το χαλινάρι κι άρπαξε τη λαβή του σπαθιού του, που άστραψε κόκκινο σαν το τράβηξε.

— Φύγε! Φύγε! φώναξε ο Γκλορφίντελ κι έπειτα, δυνατά και καθαρά φώναξε στο άλογο στη γλώσσα των Ξωτικών: noro lim, noro lim, Asfaloth!

Αμέσως το άσπρο άλογο όρμησε μπροστά, τρέχοντας σαν τον άνεμο στο τελευταίο κομμάτι του Δρόμου, Ταυτόχρονα τα μαύρα άλογα πήδηξαν μπροστά, κατηφορίζοντας το λόφο, στο κατόπι του. Οι Καβαλάρηδες έβγαλαν μια φοβερή κραυγή, σαν κι εκείνη που ο Φρόντο είχε ακούσει να πλημμυρίζει τα δάση με τρόμο τότε στην Ανατολική Μοίρα. Ακούστηκε απάντηση στην κραυγή, και μ’ απελπισία ο Φρόντο κι οι φίλοι του είδαν να βγαίνουν τρέχοντας, απ’ τα δέντρα και τους βράχους μακριά αριστερά, τέσσερις άλλοι Καβαλάρηδες. Δυο έτρεξαν προς το Φρόντο και δυο κάλπασαν τρελά προς το Πέρασμα για να του κόψουν το δρόμο. Στο Φρόντο φάνηκαν πως έτρεχαν σαν τον άνεμο και πως όλο και γίνονταν μεγαλύτεροι και πιο σκοτεινοί, καθώς η πορεία τους σύγκλινε με τη δική του.

Ο Φρόντο κοίταξε για μια στιγμή πίσω, πάνω απ’ τον ώμο του. Δεν μπορούσε πια να δει τους φίλους του. Οι Καβαλάρηδες που τον ακολουθούσαν έμεναν πίσω: ούτε και τα μεγάλα άτια τους δεν μπορούσαν να φτάσουν τη γρηγοράδα του άσπρου ξωτικο-αλόγου του Γκλορφίντελ. Κοίταξε πάλι μπροστά κι η ελπίδα του έσβησε. Δε φαινόταν να υπάρχει πιθανότητα να φτάσει το Πέρασμα πριν του κόψουν το δρόμο οι άλλοι που είχαν στήσει την ενέδρα. Μπορούσε να τους δει καθαρά τώρα: είχαν πετάξει τις κουκούλες και τους μανδύες τους κι ήταν ντυμένοι στα άσπρα και στα γκρι. Είχαν γυμνά σπαθιά στα χλωμά τους χέρια και περικεφαλαίες στα κεφάλια τους. Τα παγωμένα μάτια τους γυάλιζαν και τον φώναζαν με τις απαίσιες φωνές τους.

Το μυαλό του Φρόντο τώρα το πλημμύρισε φόβος. Δε σκεφτόταν πια το σπαθί του. Δεν έβγαινε φωνή απ’ το στόμα του. Έκλεισε τα μάτια του και πιάστηκε γερά απ’ τη χαίτη του αλόγου. Ο άνεμος σφύριζε στ’ αυτιά του και τα κουδουνάκια στα χαλινάρια αντηχούσαν άγρια και διαπεραστικά. Μια πνοή θανατερής παγωνιάς τον διαπέρασε σαν κοντάρι, καθώς με μια τελευταία εκτίναξη, σαν αστραπή άσπρης φωτιάς, το ξωτικο-άλογο, τρέχοντας σαν να ’χε φτερά, πέρασε μπρος απ’ το πρόσωπο του πιο κοντινού Καβαλάρη.

Ο Φρόντο άκουσε το πλατάγισμα του νερού και το ένιωσε ν’ αφρίζει γύρω στα πόδια του. Ένιωσε το γρήγορο ανεβοκατέβασμα και το κλυδώνισμα καθώς το άλογο βγήκε απ’ το ποτάμι κι ανέβηκε με δυσκολία στο κακοτράχαλο μονοπάτι. Σκαρφάλωνε την απόκρημνη όχθη. Είχε διαβεί το Πέρασμα.

Αλλά οι διώκτες πίσω του ήταν κοντά. Στην κορφή της όχθης το άλογο σταμάτησε και στράφηκε πίσω χρεμετίζοντας αγριεμένα. Ήταν Εννιά Καβαλάρηδες στην άκρη του νερού κάτω κι η καρδιά του Φρόντο δείλιασε μπροστά στις απειλές των υψωμένων τους προσώπων. Δεν ήξερε τίποτα που να μπορούσε να τους εμποδίσει να βγουν απέναντι τόσο εύκολα όσο κι αυτός κι ένιωθε πως ήταν χαμένος κόπος να προσπαθήσει να ξεφύγει, ακολουθώντας το μακρύ κι αβέβαιο μονοπάτι, απ’ το Πέρασμα ως το Σκιστό Λαγκάδι, αν έβγαιναν απέναντι οι Καβαλάρηδες. Και, όπως και να ’χε το πράγμα, ένιωσε πως τον διατάζανε επειγόντως να σταματήσει. Το μίσος ξαναξύπνησε μέσα του, μα δεν είχε πια τη δύναμη ν’ αρνηθεί.

Απότομα ο πρώτος απ’ τους Καβαλάρηδες σπιρούνισε τ’ άλογό του. Αυτό σταμάτησε στην άκρη του νερού και σηκώθηκε όρθιο. Με μεγάλη προσπάθεια ο Φρόντο κάθισε στητός κραδαίνοντας το σπαθί του. — Γυρίστε πίσω! φώναξε. Γυρίστε πίσω στη γη της Μόρντορ και μη μ’ ακολουθείτε πια!

Στ’ αυτιά του η φωνή του ακουγόταν ψιλή και διαπεραστική.

Οι Καβαλάρηδες σταμάτησαν. Ο Φρόντο όμως δεν είχε τη δύναμη του Μπομπαντίλ. Οι εχθροί του γέλασαν μαζί του μ’ ένα άγριο και παγερό γέλιο.

— Έλα πίσω! Έλα πίσω! φώναξαν. Θα σε πάρουμε στη Μόρντορ!

— Γυρίστε πίσω! ψιθύρισε.

— Το Δαχτυλίδι! Το Δαχτυλίδι! φώναξαν με φωνές θανατερές· κι αμέσως ο αρχηγός τους ενθάρρυνε το άλογό του να πάει μπροστά μες στο νερό, Δυο άλλοι τον ακολούθησαν.

— Μα την Έλμπερεθ και την Ωραία Λούθιεν, είπε ο Φρόντο σε μια τελευταία προσπάθεια, υψώνοντας το σπαθί του, ούτε εμένα, ούτε το Δαχτυλίδι θα πάρετε!

Τότε ο αρχηγός, που ήταν τώρα στα μισά του Περάσματος, ορθώθηκε στους αναβατήρες του απειλητικός και σήκωσε ψηλά το χέρι του. Ο Φρόντο βουβάθηκε. Ένιωσε τη γλώσσα του να κολλάει στο στόμα του και την καρδιά του να χτυπά με δυσκολία. Το σπαθί του έσπασε κι έπεσε απ’ το τρεμάμενο χέρι του. Το ξωτικο-άλογο σηκώθηκε στα πίσω του πόδια και ρουθούνισε. Το πρώτο απ’ τα μαύρα άλογα είχε σχεδόν πατήσει στην όχθη.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα βουητό, λες και κάτι ξεχυνόταν: ο δυνατός θόρυβος από νερά που παράσερναν πολλές πέτρες. Αμυδρά ο Φρόντο είδε το ποτάμι στα πόδια του να υψώνεται και κατεβαίνοντας να ’ρχεται ολόκληρη καβαλαρία από κύματα με λοφία. Άσπρες φλόγες φάνηκαν στο Φρόντο πως αναβόσβηναν στις κορφές τους και του μισοφάνηκε πως είδε ανάμεσα στα νερά άσπρους καβαλάρηδες, σ’ άσπρα άλογα με αφρισμένες χαίτες. Οι τρεις Καβαλάρηδες, που βρίσκονταν ακόμα στη μέση του περάσματος, κατακλύστηκαν: εξαφανίστηκαν, θαμμένοι απότομα κάτω από το θυμωμένο αφρό. Εκείνοι που είχαν μείνει πίσω τραβήχτηκαν απελπισμένοι.

Με τις αισθήσεις του μισοχαμένες ο Φρόντο άκουσε φωνές και του φάνηκε πως είδε, πέρα απ’ τους Καβαλάρηδες, που δίσταζαν στην όχθη, μια λαμπερή μορφή άσπρο φως γεμάτη. Πίσω της έτρεχαν μικρές σκοτεινές μορφές, ανεμίζοντας φλόγες, που άναβαν κόκκινες μες στη γκρίζα ομίχλη που σκέπαζε τον κόσμο.

Τα μαύρα άλογα φρένιασαν και, πηδώντας μπροστά μες στον τρόμο τους, πήραν τους αναβάτες τους μέσα στην ορμητική πλημμύρα. Οι διαπεραστικές κραυγές τους πνίγηκαν στο βουητό του ποταμού όπως τους παράσερνε μακριά. Τότε ο Φρόντο ένιωσε να πέφτει κάτω και το βουητό κι η σύγχυση του φάνηκαν να σηκώνονται και να τον καταπίνουν μαζί με τους εχθρούς του. Δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα πια.

Загрузка...