Αυτό το βιβλίο ασχολείται πολύ με τους Χόμπιτ και μέσ’ απ’ τις σελίδες του ο αναγνώστης μπορεί ν’ ανακαλύψει πολλά γύρο) απ’ το χαρακτήρα τους και λίγα γύρω απ’ την ιστορία τους. Περισσότερες πληροφορίες υπάρχουν στο απόσπασμα του Κόκκινου Βιβλίου του Γουέστμαρτς, που έχει κιόλας κυκλοφορίσει με τον τίτλο «Ο Χόμπιτ». Η ιστορία με τον τίτλο «Εκεί και πίσω πάλι», βγήκε απ’ τα πρώτα κεφάλαια του Κόκκινου Βιβλίου, που το έγραψε ο ίδιος ο Μπίλμπο, ο πρώτος Χόμπιτ, που έγινε παγκόσμια γνωστός· και μιλάει για το ταξίδι του στην Ανατολή και την επιστροφή του: μια περιπέτεια που, αργότερα, έμπλεξε όλους τους Χόμπιτ στα μεγάλα γεγονότα εκείνης της εποχής, που εξιστορούνται εδώ.
Πολλοί όμως ίσως θέλουν απ’ την αρχή να μάθουν περισσότερα γύρω απ’ αυτόν τον αξιόλογο λαό, ενώ μερικοί μπορεί και να μην έχουν το προηγούμενο βιβλίο, Γι’ αυτούς τους αναγνώστες, συγκεντρώνω εδώ μερικές πληροφορίες γύρο) απ’ τα πιο σπουδαία σημεία της Ιστορίας των Χόμπιτ και θυμίζω με συντομία την πρώτη περιπέτεια.
Οι Χόμπιτ είναι λαός λίγο γνωστός, μα πολύ αρχαίος, που παλιότερα ήταν περισσότεροι απ’ ό,τι είναι τώρα. Αγαπούν την ειρήνη, την ηρεμία και την καλοοργωμένη γη: μια καλοτακτοποιημένη και καλοκαλλιεργημένη περιοχή ήταν ο πιο αγαπημένος τους τόπος. Δε νιώθουν, δεν ένιωθαν κι ούτε τους άρεσαν μηχανές πιο πολύπλοκες απ’ το φυσερό, το νερόμυλο ή τον αργαλειό, αν κι ήταν επιδέξιοι στη χρήση των εργαλείων. Ακόμα και τα παλιά τα χρόνια ήταν γενικά ντροπαλοί μπροστά στους «Μεγάλους Ανθρώπους», όπως μας ονομάζουν, και τώρα μας αποφεύγουν με φόβο και είναι δύσκολο να τους βρει κανείς. Έχουν καλά αυτιά και μάτια και, αν κι έχουν την τάση να παχαίνουν και ποτέ δε βιάζονται χωρίς λόγο, είναι όμως ευκίνητοι κι επιδέξιοι στις κινήσεις τους. Απ’ την αρχή γνώριζαν την τέχνη να εξαφανίζονται γρήγορα κι αθόρυβα, όταν οι μεγάλοι άνθρωποι, που αυτοί δε θέλουν να συναντήσουν, πλησιάζουν αδέξια κάνοντας θόρυβο. Κι αυτή την τέχνη την έχουν τελειοποιήσει τόσο, που στους ανθρώπους φαίνεται μαγική. Στην πραγματικότητα όμως οι Χόμπιτ δεν είχαν ποτέ τους σχέσεις με οτιδήποτε μάγια, και την ευκολία που έχουν να εξαφανίζονται τη χρωστάνε αποκλειστικά σ’ επαγγελματική επιδεξιότητα, που η κληρονομικότητα και η εξάσκηση, καθώς και η στενή φιλία τους με τη γη, την έχουν κάνει αμίμητη για πιο μεγαλόσωμες κι αδέξιες φυλές.
Μικροσκοπικός λαός, είναι μικρότεροι κι απ’ τους νάνους, λιγότερο όμως γεροδεμένοι και χοντροί, ακόμα κι όταν δεν είναι πιο κοντοί. Το ύψος τους διαφέρει και φτάνει από δυο ως τέσσερα πόδια του δικού μας μέτρου. Τώρα σπάνια φτάνουν τα τρία πόδια κι οι ίδιοι λένε πως έχουν πάρει την κάτω βόλτα κι ότι ήταν ψηλότεροι τα παλιά τα χρόνια. Σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο, ο Μπάντομπρας Τουκ (ο Βροντόγλωσσος). γιος του Ίσενγκριμ του Δεύτερου, ήταν τέσσερα πόδια και πέντε ίντσες και μπορούσε να καβαλικέψει άλογο. Σ’ όλα τα παλιά Χομπιτο-αρχεία αναφέρεται, ότι δύο μόνο Χόμπιτ κατάφεραν να τον ξεπεράσουν στο ύψος. Αυτή την παράξενη περίπτωση όμως θα τη δούμε σ’ αυτό εδώ το βιβλίο.
Και για να μιλήσουμε για τους Χόμπιτ του Σάιρ, που ενδιαφέρουν την ιστορία μας. τον καιρό που είχαν ειρήνη και ευημερία, ήταν ένας αμέριμνος λαός. Ντύνονταν με φανταχτερά χρώματα δείχνοντας ιδιαίτερη συμπάθεια στα κίτρινα και στα πράσινα. Αλλά σπάνια φορούσαν παπούτσια, γιατί τα πόδια τους είχαν σκληρές δερμάτινες πατούσες και σκεπάζονταν με πυκνόσγουρο τρίχωμα, που έμοιαζε πολύ με τα συνήθως καστανά μαλλιά του κεφαλιού τους. Γι’ αυτό η μόνη τέχνη που ελάχιστα ήταν γνωστή ανάμεσά τους ήταν του παπουτσή. Είχαν όμως μακριά κι επιδέξια δάχτυλα και μπορούσαν να κατασκευάζουν άλλα πολλά, πολύ όμορφα και χρήσιμα πράγματα. Τα πρόσωπά τους, γενικά, ήταν περισσότερο καλόγνωμα παρά όμορφα: πλατιά, με ζωηρά μάτια, κόκκινα μάγουλα και στόμα που ήταν εύκολο στο γέλιο, στο φαΐ και στο πιοτό. Και στ’ αλήθεια γελούσαν κι έτρωγαν κι έπιναν, συχνά και με όρεξη, αφού τους άρεσαν όλες τις ώρες τα απλοϊκά αστεία και τα έξι γεύματα τη μέρα — όταν μπορούσαν να τα έχουν. Ήταν φιλόξενοι και τρελαίνονταν για πάρτι και δώρα, που απλόχερα χάριζαν και μ’ ευχαρίστηση δέχονταν.
Είναι ολοφάνερο πως οι Χόμπιτ συγγενεύουν μ’ εμάς πιο πολύ, όσο κι αν αποξενωθήκαμε μετά. Συγγενεύουν πιο πολύ μ’ εμάς παρά με τα Ξωτικά ή ακόμη και μ’ αυτούς τους ίδιους τους Νάνους. Από παλιά μιλούσαν τις γλώσσες των Ανθρώπων, με τον τρόπο τους βέβαια, και αγαπούσαν ή αντιπαθούσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα ίδια πράγματα όπως κι οι Άνθρωποι. Αλλά τώρα πια δεν μπορεί να βρεθεί ποια είναι ακριβώς η σχέση μας. Η καταγωγή των Χόμπιτ βρίσκεται πίσω μακριά στις Παλιές Μέρες που τώρα έχουν χαθεί και ξεχαστεί. Μόνο τα Ξωτικά ακόμη κρατάνε αρχεία αυτής της χαμένης εποχής και οι παραδόσεις τους ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη δική τους ιστορία, στην οποία Άνθρωποι σπάνια εμφανίζονται και οι Χόμπιτ δεν αναφέρονται καθόλου. Είναι όμως βέβαιο πως οι Χόμπιτ ζούσαν ήσυχα για πάρα πολλά χρόνια στη Μέση-Γη χωρίς άλλοι λαοί να τους πάρουν είδηση. Κι επειδή ο κόσμος βέβαια ήταν γεμάτος από αμέτρητα παράξενα πλάσματα, αυτός ο μικρός λαός δε φαινόταν να έχει και μεγάλη σημασία. Αλλά στις μέρες του Μπίλμπο και του κληρονόμου του Φρόντο, οι Χόμπιτ ξαφνικά έγιναν άθελά τους και μεγάλοι και σπουδαίοι και μπερδεύτηκαν στα σχέδια των Σοφών και των Μεγάλων.
Εκείνες οι μέρες, η Τρίτη Εποχή της Μέσης-Γης, έχουν περάσει πια κι η όψη των τόπων έχει αλλάξει· αλλά τα μέρη που τότε ζούσαν οι Χόμπιτ ήταν. χωρίς αμφιβολία, τα ίδια μ’ αυτά που ακόμη κατέχουν, δηλαδή τα βορειοδυτικά του Παλιού Κόσμου, ανατολικά απ’ τη θάλασσα. Οι Χόμπιτ, στον καιρό του Μπίλμπο, δε θυμόνταν πια από πού είχαν ξεκινήσει. Ανάμεσά τους δεν ξεχώριζε καμιά ιδιαίτερη αγάπη για την ιστορία (εκτός απ’ τα γενεαλογικά δέντρα) αλλ’ ακόμα βρίσκονταν αρκετοί στις παλιότερες οικογένειες, που μελετούσαν τα βιβλία τους και συγκέντρωναν ιστορίες, για τον παλιό καιρό και για μακρινές χώρες, από τα Ξωτικά, τους Νάνους και τους Ανθρώπους. Τα δικά τους χρονικά άρχιζαν μόνο μετά την εγκατάστασή τους στο Σάιρ και οι πιο παλιοί τους θρύλοι δεν έφταναν πιο πίσω από τις Μέρες των Περιπλανήσεών τους. Μολαταύτα φαίνεται καθαρά μέσα απ’ αυτούς τους θρύλους και απ’ ό,τι φανερώνουν οι παράξενες λέξεις και τα έθιμά τους ότι, όμοια με πολλούς άλλους λαούς, οι Χόμπιτ είχαν στα πολύ παλιά χρόνια μεταναστεύσει δυτικά. Οι αρχαιότεροι τους μύθοι φανερώνουν πως κάποτε ζούσαν στις πιο ψηλές κοιλάδες του Άντουιν, ανάμεσα στα όρια του Μεγάλου Πράσινου Δάσους και των Ομιχλιασμένων Βουνών. Το γιατί τώρα αργότερα αποφάσισαν με τόσες δυσκολίες και κινδύνους να διασχίσουν τα βουνά και να μπουν στο Έριαντορ, δεν το ξέρει με βεβαιότητα κανείς πια. Τα δικά τους χρονικά αναφέρουν πως οι Άνθρωποι έγιναν πολλοί στη χώρα και πως μια σκιά έπεσε στο δάσος και το σκοτείνιασε τόσο, που του άλλαξαν τ’ όνομα και το ’παν Δάσος της Σκοτεινιάς.
Πριν ακόμη να διασχίσουν τα βουνά, οι Χόμπιτ είχαν κιόλας χωριστεί σε τρεις κάπως διαφορετικές ράτσες: στους Τριχοπόδαρους, Χονδροκόκαλους και Λευκόδερμους. Οι Τριχοπόδαροι ήταν πιο μελαψοί, πιο μικροί και πιο κοντοί, δεν είχαν γένια ούτε φορούσαν παπούτσια. Τα χέρια και τα πόδια τους ήταν κομψά κι ευκίνητα και προτιμούσαν τα ορεινά μέρη και τις λοφοπλαγιές. Οι Χονδροκόκαλοι ήταν φαρδύτεροι και πιο γεροδεμένοι, είχαν μεγαλύτερα χέρια και πόδια και προτιμούσαν τις πεδιάδες και τις όχθες των ποταμών. Οι Λευκόδερμοι είχαν ανοιχτότερη επιδερμίδα και μαλλιά, ήταν ψηλότεροι και πιο λεπτοί απ’ τους άλλους κι αγαπούσαν τα δέντρα και τις δασωμένες περιοχές.
Οι Τριχοπόδαροι είχαν πολλές σχέσεις με τους Νάνους τα παλιά χρόνια, και για πολύ καιρό έζησαν στα ριζώματα των βουνών. Μετανάστευσαν στη δύση νωρίς» περιπλανήθηκαν στο Έριαντορ κι έφτασαν στην Κορυφή των Καιρών, ενώ οι άλλοι ήταν ακόμη στη Χώρα της Ερημιάς. Ήταν ο πιο συνηθισμένος κι αντιπροσωπευτικός τύπος Χόμπιτ και οι πιο πολυάριθμοι. Αγαπούσαν να πιάνουν ρίζες σ’ ένα μέρος και διατήρησαν περισσότερο απ’ όλους την προγονική τους συνήθεια να ζουν σε υπόγειες στοές και τρύπες.
Οι Χονδροκόκαλοι έζησαν πολύ στις όχθες του Μεγάλου Ποταμού Άντουιν κι απόφευγαν λιγότερο τους Ανθρώπους. Πήραν το δρόμο για τη δύση μετά τους Τριχοπόδαρους κι ακολούθησαν το Θορυβόνερο ποταμό προς το νοτιά. Κι εκεί πολλοί απ’ αυτούς έζησαν για καιρό ανάμεσα απ’ το Θάρμπαντ και τα σύνορα της Μαυροχώματης Χώρας πριν κινήσουν πάλι για το βοριά.
Οι Λευκόδερμοι, που ήταν και οι λιγότεροι, ζούσαν στα βορινά. Αυτοί τα είχαν πιο καλά με τα Ξωτικά απ’ τους άλλους Χόμπιτ και ήταν πιο επιτήδειοι στα λόγια και στα τραγούδια παρά στα έργα των χεριών. Από παλιά προτιμούσαν να κυνηγούν παρά να οργώνουν. Διασχίσαν τα βουνά βορινά του Σκιστού Λαγκαδιού και κατεβήκαν ακολουθώντας τον ποταμό Ασημόπηγο. Φτάνοντας στο Έριαντορ γρήγορα έγιναν ένα με τις άλλες φυλές που είχαν φτάσει πριν απ’ αυτούς, αλλά επειδή ήταν κάπως πιο τολμηροί και ριψοκίνδυνοι συχνά γίνονταν αρχηγοί ή οπλαρχηγοί στις διάφορες ομάδες των Τριχοπόδαρων και των Χονδροκόκαλων. Ακόμη και στον καιρό του Μπίλμπο, το αίμα των Λευκόδερμων φαινόταν ανάμεσα στις σημαντικότερες οικογένειες, όπως των Τουκ και των Αφεντάδων του Μπάκλαντ.
Στις δυτικές περιοχές του Έριαντορ, ανάμεσα στα Ομιχλιασμένα Βουνά και στα Βουνά Λουν, οι Χόμπιτ βρήκαν και Ανθρώπους και Ξωτικά. Γιατί εκεί στ’ αλήθεια ζούσαν ακόμα τ’ απομεινάρια των Ντούνεντεν, των βασιλιάδων δηλαδή των Ανθρώπων, που είχαν έρθει απ’ τη θάλασσα πέρα απ’ τη Μακρινή Δύση. Αλλ’ αυτοί έσβηναν με γοργό ρυθμό και οι διάφορες περιοχές του Βόρειου Βασίλειου ερημώνονταν. Υπήρχε και με το παραπάνω χώρος ελεύθερος για μετανάστες και πολύ γρήγορα οι Χόμπιτ άρχισαν να φτιάχνουν οργανωμένες κοινότητες. Οι περισσότερες απ’ τις παλιές τους εγκαταστάσεις είχαν από χρόνια εξαφανιστεί και τον καιρό του Μπίλμπο είχαν ξεχαστεί. Αλλά μια απ’ αυτές, που απ’ τις πρώτες είχε γίνει ξακουστή, βαστούσε ακόμα μόλο που ’χε ξεπέσει. Αυτή ήταν στο Μπρι και στο Δάσος Τσετ, που απλωνόταν γύρω, περίπου 40 μίλια στ’ ανατολικά του Σάιρ.
Χωρίς αμφιβολία, τότε θα ήταν που οι χόμπιτ έμαθαν γράμματα κι άρχισαν να γράφουν με τον τρόπο των Ντούνεντεν, που με τη σειρά τους, πολύ παλιά, είχαν μάθει την τέχνη απ’ τα Ξωτικά. Επίσης εκείνη την εποχή ξέχασαν ό,τι γλώσσες χρησιμοποιούσαν πριν και μίλησαν την Κοινή Γλώσσα, την Γουέστρον όπως λεγόταν, που ήταν κοινή σ’ όλες τις χώρες των βασιλιάδων από την Άρνορ ως τη Γκόντορ και σ’ όλες τις ακτές απ’ το Μπέλφαλας ως το Λουν. Κράτησαν όμως μερικές λέξεις δικές τους, όπως και τα ονόματα των μηνών, των ημερών και μια μεγάλη κληρονομιά . από ονόματα του παρελθόντος.
Αυτή την εποχή περίπου οι θρύλοι των Χόμπιτ γίνονται για πρώτη φορά ιστορία. Γιατί το 1600, την πρώτη χρονιά της Τρίτης Εποχής, οι Λευκόδερμοι αδελφοί, Μάρκο και Μπλάνκο, έφυγαν απ’ το Μπρι και, αφού πήραν άδεια απ’ το μεγάλο βασιλιά στο Φόρνοστ[1], διαβήκανε τον καφετί ποταμό Μπαράντουϊν με μεγάλη δύναμη χόμπιτ. Πέρασαν τη Γέφυρα με τις πέτρινες Καμάρες που είχε στηθεί στις μέρες της ακμής της Βόρειας Βασιλείας και πήραν όλη τη γη πέρα απ’ τη γέφυρα για να εγκατασταθούν, ανάμεσα στον ποταμό και στους Μακρινούς Κάμπους. Το μόνο που τους ζητήθηκε ήταν να διατηρούν τη Μεγάλη Γέφυρα σε καλή κατάσταση καθώς κι όλες τις άλλες γέφυρες και τους δρόμους, να διευκολύνουν τους αγγελιοφόρους του βασιλιά και να δέχονται την υψηλή κυριαρχία του.
Έτσι άρχισε το Μέτρημα του Σάιρ, γιατί η χρονιά που διάσχισαν τον Μπράντιγουάιν (όπως οι χόμπιτ του άλλαξαν τ’ όνομα) έγινε ο πρώτος χρόνος στο ημερολόγιο του Σάιρ και όλες οι κατοπινές ημερομηνίες υπολογίζονταν από εκεί[2].
Αμέσως, οι Χόμπιτ απ’ τη δύση, αγάπησαν την καινούρια τους χώρα, εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί και, γι’ άλλη μια φορά, γρήγορα ξεχάστηκαν έξω απ’ τις ιστορίες των Ανθρώπων και των Ξωτικών. Για όσο καιρό υπήρχε ακόμα βασιλιάς, αυτοί τυπικά ήταν υπήκοοι του, στην πραγματικότητα όμως, είχαν δικούς τους κυβερνήτες και δεν ανακατεύονταν καθόλου στα γεγονότα που συνέβαιναν στον έξω κόσμο. Στην τελευταία μάχη στο Φόρνοστ εναντίον του Μάγου-Άρχοντα της Άνγκμαρ έστειλαν μερικούς τοξότες για να βοηθήσουν το βασιλιά, τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται, αν κι αυτό δεν είναι πουθενά γραμμένο στις ιστορίες των Ανθρώπων. Αλλά με τον πόλεμο εκείνο, το Βόρειο Βασίλειο έσβησε κι οι Χόμπιτ πήραν τη γη δική τους και διάλεξαν ανάμεσα απ’ τους δικούς τους αρχηγούς ένα Θέην για να ’χει τις εξουσίες του βασιλιά που ’χε χαθεί. Σ’ εκείνο το μέρος λοιπόν για χίλια χρόνια έζησαν ανενόχλητοι και πρόκοψαν και πολλαπλασιάστηκαν μετά τη Μαύρη Πανούκλα (Μ. τ. Σ.[3] 37) ως την καταστροφή του Ατέλειωτου Χειμώνα και της πείνας που τον ακολούθησε. Τότε πολλές χιλιάδες αφανίστηκαν. Αλλά οι Μέρες της Πείνας (1158-60) είχαν περάσει εδώ και πολύ καιρό τώρα που λέμε αυτή την ιστορία και οι Χόμπιτ είχαν πάλι συνηθίσει την αφθονία. Η γη ήταν καλή κι εύφορη και, αν και ήταν από πολύ καιρό εγκαταλειμμένη όταν την πρωτοπήραν, παλιά ήταν καλοοργωμένη κι εκεί κάποτε ο βασιλιάς είχε πολλές φόρμες, χωράφια με καλαμπόκια, αμπέλια και δάση.
Σαράντα λεύγες απλώνονται απ’ τους Μακρινούς Κάμπους μέχρι τη γέφυρα του Μπράντιγουάιν και πενήντα από τα έλη στο βοριά μέχρι τους βάλτους στο νότο. Την περιοχή αυτή οι χόμπιτ ονόμασαν «το Σάιρ». Εκεί περνούσε η δύναμη του Θέην τους και ήταν ένας τόπος καλοοργανωμένης δουλειάς. Σ’ εκείνη λοιπόν την όμορφη γωνιά του κόσμου καταγίνονταν με τάξη στις δουλειές τους κι έβγαζαν το ψωμί τους. Και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο και λιγότερο ενδιαφέρονταν για τον έξω κόσμο, όπου ζούσαν σκοτεινά όντα κι έφτασαν να. πιστεύουν πως η ειρήνη κι η αφθονία ήταν κανόνας στη Μέση-Γη καν το δικαίωμα όλου του μυαλωμένου κόσμου. Ξέχασαν ή αγνόησαν κι αυτά τα λίγα που ήξεραν για τους Προστάτες και τους κόπους εκείνων που έκαναν δυνατή τη μακροχρόνια ειρήνη του Σάιρ. Η αλήθεια είναι πως τους προστάτευαν, μα αυτοί είχαν πάψει να το θυμούνται πια.
Σε καμιά εποχή, κανένα είδος χόμπιτ δεν υπήρξε πολεμόχαρο και ποτέ τους δεν είχαν εμφύλιους πολέμους. Φυσικά τον παλιό καιρό χρειάστηκε να πολεμήσουν για να ζήσουν στο σκληρό αυτό κόσμο, αλλ’ αυτά τα γεγονότα, τον καιρό του Μπίλμπο, είχαν γίνει ιστορία. Την τελευταία μάχη πριν την αρχή της ιστορίας μας, που ήταν και η μοναδική που έγινε μέσα στο Σάιρ, κανείς, ούτε κι ο πιο γέρος, δεν τη θυμόταν. Αυτή ήταν η Μάχη των Πράσινων Λιβαδιών, Μ.τ.Σ. 1147, όταν ο Μπάντομπρας Τουκ σκόρπισε επίθεση των Ορκ. Ακόμα και οι καιρικές συνθήκες είχαν γίνει καλύτερες και οι λύκοι που κατέβαιναν απ’ το Βοριά και κατασπάραζαν τα πάντα, όταν ο χειμώνας ήταν βαρύς, τώρα υπήρχαν μόνο στις ιστορίες των παππούδων. Γι’ αυτό. αν και υπήρχαν ακόμα αρκετά όπλα στο Σάιρ. τα χρησιμοποιούσαν σαν τρόπαια και τα κρεμούσαν πάνω απ’ τα τζάκια ή στους τοίχους που βρίσκονταν στο μουσείο του Μίσελ-Ντέλβινγκ. Αυτό το έλεγαν Μάθομ-χάουζ· γιατί ό,τι πράγμα οι Χόμπιτ δεν ήξεραν πού να το χρησιμοποιήσουν, αλλά δεν ήθελαν και να το πετάξουν, το έλεγαν μάθομ. Τα σπίτια τους συχνά ήταν παραγεμισμένα από μάθομ και πολλά απ’ τα δώρα που άλλαζαν χέρια, ήταν αυτού του είδους.
Κι όμως, η άνεση και η ειρήνη είχαν πολύ περίεργα αφήσει το λαό αυτό ακόμα σκληρό. Αν υπήρχε ανάγκη πραγματική τότε πολύ δύσκολα τους τρόμαζε ή τους σκότωνε κανείς. Και μπορούσαν στην ανάγκη ν’ αντέξουν την κακομεταχείριση είτε από πόνο, είτε από εχθρό, είτε από κακοκαιρία τόσο, που έκανε ν’ απορούν εκείνοι που δεν τους ήξεραν καλά και δεν έβλεπαν πιο πέρα απ’ τις κοιλίτσες τους και τα καλοθρεμμένα τους πρόσωπα. Δύσκολα καβγάδιζαν, και το κυνήγι δεν το αγαπούσαν, αν τους στρίμωχνες όμως ήταν γεροί και στην ανάγκη μπορούσαν ακόμα και να μεταχειριστούν όπλα. Σημάδευαν καλά με το τόξο γιατί είχαν γερά μάτια και σταθερό χέρι. Και δεν ήταν καλοί στο σημάδι μόνο με τα τόξα και τα βέλη. Αλλά αν κάποιος Χόμπιτ έσκυβε να πιάσει πέτρα, καλό ήταν γρήγορα να κρυφτείς κι αυτό το ήξεραν καλά όλα τα ζώα, αν τύχαινε να μπουν σε κανένα χωράφι για να κλέψουν.
Αρχικά όλοι οι Χόμπιτ ζούσαν σε τρύπες μέσα στη γη, αυτό τουλάχιστον πίστευαν, και σε τέτοιου είδους κατοικίες ένιωθαν άνετα ακόμα και τώρα. Καθώς περνούσε ο καιρός όμως αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν άλλα είδη κατοικίας. Και τον καιρό του Μπίλμπο στο Σάιρ, κατά κανόνα, μόνο οι πλουσιότεροι και οι φτωχότεροι Χόμπιτ διατηρούσαν αυτή τη συνήθεια. Οι πιο φτωχοί εξακολουθούσαν να ζουν σε τρώγλες πρωτόγονες, σκέτες τρύπες, που είχαν μόνο ένα παράθυρο ή κανένα, Οι ευκατάστατοι όμως έφτιαχναν πολυτελέστερες παραλλαγές των απλών πρωτόγονων εγκαταστάσεων. Αλλά κατάλληλες τοποθεσίες γι’ αυτές τις ευρύχωρες και πολύκλαδες στοές (ή σμάιαλς όπως τις ονόμαζαν), δε βρίσκονταν παντού. Γι’ αυτό, στις πεδιάδες και στις χαμηλές περιοχές, οι Χόμπιτ, καθώς πολλαπλασιάζονταν, άρχισαν να χτίζουν πάνω απ’ τη γη. Κι έτσι ακόμα και σε περιοχές με λόφους, και στα αρχαιότερα χωριά όπως το Χόμπιτον, ή το Τούκμπορο ή και στην κύρια πόλη του Σάιρ, το Μίσελ Ντέλβινγκ στους Άσπρους Κάμπους, υπήρχαν τώρα πολλά σπίτια ξύλινα, τούβλινα ή πέτρινα. Αυτά τα προτιμούσαν ιδιαίτερα οι μυλωνάδες, οι σιδεράδες, οι σχοινοποιοί, οι αμαξοποιοί κι άλλοι Χόμπιτ αυτού του είδους, Γιατί ακόμα κι όταν είχαν τρύπες για να ζουν, οι Χόμπιτ συνήθιζαν να χτίζουν αποθήκες κι εργαστήρια.
Η συνήθεια να χτίζουν υποστατικά και σταύλους λέγεται ότι ξεκίνησε απ’ τους κατοίκους του Μάρις πλάι στον Μπράντιγουάιν. Οι Χόμπιτ αυτού του μέρους, της Ανατολικής Μοίρας, ήταν μάλλον μεγαλόσωμοι και δυσκίνητοι και, όταν ο καιρός ήταν βροχερός, φορούσαν μπότες νάνων. Ήταν όμως γνωστό πως είχαν αίμα Χονδροκόκαλων στις φλέβες τους. Αυτό φαινόταν καθαρά κι απ’ το χνούδι που φύτρωνε στα μάγουλα μερικών. Κανείς απ’ τους Λευκόδερμους ή τους Τριχοπόδαρους δεν είχε ποτέ ούτε ίχνος από γένια. Στην πραγματικότητα, οι κάτοικοι του Βάλτου και του Μπάκλαντ, ανατολικά του Ποταμού, που αργότερα κατέλαβαν, είχαν κυρίως έρθει αργότερα στο Σάιρ απ’ το Νοτιά και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν ακόμη πολλά ιδιόρρυθμα ονόματα και παράξενες λέξεις που δεν τις άκουγες πουθενά αλλού στο Σάιρ.
Είναι πιθανό την τέχνη να χτίζουν, καθώς και άλλες πολλές, να τις έμαθαν απ’ τους Ντούνεντεν. Αλλά οι Χόμπιτ ίσως και να την έμαθαν κατευθείαν από τα Ξωτικά, που ήταν οι δάσκαλοι των Ανθρώπων, όταν αυτοί πρωτοφάνηκαν. Γιατί τα Ξωτικά της Ανώτερης Γενιάς δεν είχαν ακόμα εγκαταλείψει τη Μέση-Γη κι εκείνο τον καιρό κατοικούσαν ακόμα στα Γκρίζα Λιμάνια μακριά στη δύση και σ’ άλλα μέρη κοντά στο Σάιρ. Τρεις πανάρχαιοι πύργοι τους ακόμα φαίνονταν στους Λόφους των Πύργων πέρα απ’ τους βάλτους στα δυτικά. Έλαμπαν από μακριά στο φως του φεγγαριού. Ο πιο ψηλός ήταν και πιο μακριά και στεκόταν μόνος πάνω σ’ ένα πράσινο ύψωμα. Οι Χόμπιτ της Δυτικής Μοίρας έλεγαν ότι μπορούσες να δεις τη θάλασσα απ’ την κορφή εκείνου του πύργου. Κανείς όμως Χόμπιτ δεν είχε ποτέ ακουστεί να ’χε ανεβεί εκεί πάνω. Η αλήθεια είναι πως ελάχιστοι Χόμπιτ είχαν ποτέ τους δει τη θάλασσα ή ανεβεί σε πλεούμενο· κι ακόμα λιγότεροι είχαν ποτέ τους γυρίσει πίσω για να το πουν. Οι πιο πολλοί απ’ τους Χόμπιτ έβλεπαν, ακόμα και τα ποτάμια και τις μικρές βαρκούλες. με πολλά κακά προαισθήματα κι ελάχιστοι μπορούσαν να κολυμπήσουν. Κι όσο οι μέρες του Σάιρ πλήθαιναν, τόσο λιγόστευαν οι σχέσεις τους με τα Ξωτικά, που άρχισαν να τα φοβούνται και να δείχνουν δυσπιστία σ’ όσους είχαν πάρε δώσε μαζί τους. Και η Θάλασσα έγινε μια λέξη φόβου ανάμεσα τους, σημείο θανάτου κι απόστρεφαν τα πρόσωπά τους απ’ τους λόφους στη δύση.
Μπορεί την τέχνη να χτίζουν να την πήραν απ’ τα Ξωτικά ή τους Ανθρώπους, οι Χόμπιτ όμως την εφάρμοζαν με δικό τους τρόπο. Δεν έχτιζαν πύργους. Τα σπίτια τους συνήθως ήταν μακρόστενα, χαμηλά κι άνετα. Τα πιο παλιά μάλιστα δεν ήταν παρά απομιμήσεις των σμάιαλς, σκεπασμένα με ξερά χόρτα ή άχυρα ή χορτόλασπη και είχαν τοίχους κάμπως καμπυλωτούς. Αυτός ο τύπος όμως ανήκε στην πρώιμη εποχή του Σάιρ και εδώ και πολύ καιρό, ο τρόπος που έχτιζαν οι Χόμπιτ είχε αλλάξει, είχε καλυτερέψει με διάφορους τρόπους, που είχαν μάθει απ’ τους Νάνους, ή τους είχαν βρει μόνοι τους. Η κυριότερη ιδιοτροπία που ακόμα παράμενε στη χομπιτο-αρχιτεκτονική ήταν η προτίμησή τους στις στρογγυλές πόρτες και στα στρογγυλά παράθυρα.
Τα σπίτια κι οι τρύπες των Χόμπιτ του Σάιρ ήταν συχνά μεγάλα και μέσα κατοικούσαν μεγάλες οικογένειες. (Ο Μπίλμπο και ο Φρόντο Μπάγκινς ήταν με πολλούς τρόπους εξαίρεση και σαν εργένηδες και σαν φίλοι των Ξωτικών). Μερικές φορές, όπως π.χ. στην περίπτωση των Τουκ των Μεγάλων Σμάιαλς ή των Μπράντιμπακ του Μπράντι Χολ, πολλές γενιές συγγενών ζούσαν με (σχετική) αρμονία μαζί σ’ ένα προγονικό αρχοντικό με πολλές στοές. Γιατί πάντοτε όλοι οι Χόμπιτ υπήρξαν δεμένοι με τις οικογένειες τους και με πολλή προσοχή λογάριαζαν τις συγγένειές τους. Σχεδίαζαν ατέλειωτα και πολύπλοκα οικογενειακά δέντρα μ’ αμέτρητα παρακλάδια, Όταν κανείς σχετίζεται με Χόμπιτ, είναι βασικό να γνωρίζει το ποιος έχει συγγένεια με ποιον και σε τι βαθμό. Θα ήταν αδύνατο σ’ αυτό το βιβλίο να σχεδιάσουμε ένα οικογενειακό δέντρο που να έχει μόνο τα κυριότερα μέλη των κυριότερων οικογενειών της εποχής της ιστορίας μας. Τα γενεαλογικά δέντρα στο τέλος του Κόκκινου Βιβλίου του Γουέστμαρτς αποτελούν ένα ξεχωριστό βιβλίο που όλοι, εκτός απ’ τους Χόμπιτ, θα το έβρισκαν υπερβολικά ανιαρό. Οι Χόμπιτ όμως απολάμβαναν τέτοια πράγματα, σαν είχαν ακρίβεια: τους άρεσε να γεμίζουν βιβλία και βιβλία με πράγματα που τα ήξεραν κιόλας, γραμμένα καθαρά και ξάστερα και δίχως αντιφάσεις.
Υπάρχει και κάτι άλλο γύρω απ’ τους Χόμπιτ του παλιού καιρού που πρέπει ν’ αναφερθεί, μια εκπληκτική συνήθεια: αυτοί έπιναν ή ανάπνεαν, από πίπες πήλινες ή ξύλινες, τον καπνό οπό τα αναμμένα φύλλα ενός φυτού, που το έλεγαν πιπόχορτο ή φύλλο, πιθανότατα ένα είδος νικοτιάνας. Μεγάλο μυστήριο σκεπάζει τις αρχές της παράξενης αυτής συνήθειας, ή «τέχνης», όπως οι Χόμπιτ προτιμούσαν να τη λένε, Ό,τι μπορούσε ν’ ανακαλύψει γι’ αυτό απ’ την αρχαιότητα, το είχε καταγράψει ο Μέριαντοκ Μπράντιμπακ (αργότερα Αφέντης του Μπάκλαντ) κι επειδή αυτός και ο ταμπάκος της Νότιας Μοίρας παίζουν κάποιο ρόλο στην ιστορία που ακολουθεί, σας μεταφέρω εδώ τα σχόλιά του απ’ την εισαγωγή του βιβλίου του: «Ιστορία του Φύλλου του Σάιρ».
«Αυτή, λέει, είναι η μοναδική τέχνη που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι είναι δική μας εφεύρεση. Δεν είναι γνωστό πότε οι Χόμπιτ άρχισαν να καπνίζουν, όλες οι παραδόσεις και οι οικογενειακές ιστορίες το παίρνουν σαν δεδομένο. Γι’ αμέτρητα χρόνια οι κάτοικοι του Σάιρ κάπνιζαν διάφορα φυτά, άλλα περισσότερο κι άλλα λιγότερο αρωματικά. Όλοι όμως συμφωνούν πως ο Τόμπολντ, από τη Βαθιά Κοιλάδα της Νότιας Μοίρας, ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε το πιπόχορτο στους κήπους του στις μέρες του Ίσενγκριμ του Δεύτερου, το 1070, με το Μέτρημα του Σάιρ. Και τώρα ακόμα το καλύτερο σπιτίσιο πιπόχορτο προέρχεται απ’ αυτή την περιοχή, ιδιαίτερα οι ποικιλίες οι γνωστές σαν το Φύλλο της Βαθιάς Κοιλάδας, ο Γερο-Τόμπι και το Άστρο του Νοτιά.
»Δεν υπάρχει πουθενά γραμμένο το πώς ο Γερο-Τόμπι βρήκε το φυτό, γιατί μέχρι που πέθανε δεν το ’πε σε κανένα. Ήξερε πολλά γύρω απ’ τα βότανα και συχνά πήγαινε στο Μπρι, αν και είναι βέβαιο πως έξω απ’ το Σάιρ δεν ταξίδεψε παρά μονάχα ως το Μπρι. Έτσι είναι πολύ πιθανό πως έμαθε στο Μπρι για το φυτό που, τώρα τουλάχιστον, ευδοκιμεί στις νότιες πλαγιές του λόφου. Οι Χόμπιτ του Μπρι ισχυρίζονται πως αυτοί ήταν οι πρώτοι που πραγματικά κάπνισαν το πιπόχορτο. Αυτοί, φυσικά, ισχυρίζονται πως έκαναν τα πάντα πριν απ’ τους κατοίκους του Σάιρ, που τους αποκαλούν «αποίκους», αλλά σ’ αυτή την περίπτωση, νομίζω πως ο ισχυρισμός τους είναι, κατά πάσα πιθανότητα, αληθινός, Είναι βέβαιο ότι απο το Μπρι ξεκίνησε η τέχνη του καπνίσματος του πραγματικού φυτού, που ξαπλώθηκε τους τελευταίους αιώνες στους Νάνους και σ’ άλλους, όπως στους Περιφερόμενους Φύλακες, στους μάγους και στους ταξιδιώτες που ακόμα πηγαινοέρχονται στο Μπρι, αυτόν τον αρχαίο τόπο που ανταμώνουν πολλοί δρόμοι. Έτσι, η πατρίδα και το κέντρο της τέχνης αυτής βρίσκεται σ’ ένα παλιό πανδοχείο του Μπρι, Το Παιγνιδιάρικο Πόνυ, που το ’χει η οικογένεια Βουτυράτου από χρόνια αμνημόνευτα.
»Παρ’ όλ’ αυτά όμως, οι παρατηρήσεις που έχω κάνει εγώ ο ίδιος στα πολλά μου ταξίδια προς το νοτιά, με έχουν πείσει πως αυτό καθαυτό το φυτά δε φυτρώνει από μόνο του στον τόπο μας, αλλά ταξίδεψε στο βοριά απ’ τον κάτω Άντουιν, όπου υποψιάζομαι πως αρχικά το έφεραν πέρα απ’ τη Θάλασσα οι Άνθρωποι της Μακρινής Δύσης. Φυτρώνει άφθονο στην Γκόντορ κι εκεί είναι αρωματικότερο και μεγαλύτερο απ’ αυτό του βοριά, που ποτέ δεν το βρίσκεις σε άγρια κατάσταση και ευδοκιμεί μόνο σε ζεστές και προφυλαγμένες περιοχές όπως η Βαθιά Κοιλάδα. Οι άνθρωποι της Γκόντορ το λένε μυρωδάτο galenas, και το εκτιμούν μόνο για το άρωμα των λουλουδιών του. Απ’ αυτή τη χώρα θα πρέπει να μεταφέρθηκε απ’ τον Πράσινο Δρόμο στη διάρκεια των μακρινών αιώνων που χωρίζουν τις μέρες μας απ’ τον καιρό του Έλεντιλ. Αλλά κι αυτοί ακόμα οι Ντούνεντεν της Γκόντορ, παραδέχονται πως πρώτοι οι Χόμπιτ το έβαλαν σε πίπες. Αν κι ένας Μάγος που γνώριζα, έμαθε την τέχνη παλιά κι έγινε πολύ επιδέξιος σ’ αυτήν, όπως και μ’ ό,τι κι αν καταπιανόταν.»
Το Σάιρ ήταν χωρισμένο σε τέσσερα κομμάτια, τις Μοίρες, που τις έχουμε κιόλας αναφέρει, τη Βόρεια, Νότια, Ανατολική και Δυτική, κι αυτές με τη σειρά τους ήταν χωρισμένες σε περιοχές, που ακόμα είχαν τα ονόματα μερικών απ’ τις μεγάλες οικογένειες, αν και τον καιρό της ιστορίας μας τα ονόματα αυτά δεν τα έβρισκες μόνο στις ιδιαίτερες περιοχές τους. Σχεδόν όλοι οι Τουκ ζούσαν ακόμα στην περιοχή των Τουκ, αλλ’ αυτό δε συνέβαινε σε πολλές άλλες οικογένειες όπως οι Μπάγκινς ή οι Μπόφιν. Πέρα απ’ τις Μοίρες υπήρχαν οι Ανατολικές και οι Δυτικές Παραμεθόριες περιοχές: το Μπάκλαντ και το Γουέστμαρτς που προστέθηκαν στο Σάιρ το Μ.τ.Σ. 1462.
Το Σάιρ εκείνη την εποχή δεν είχε «κυβέρνηση», Κάθε οικογένεια γενικά κανόνιζε μόνη τις υποθέσεις της. Η κυριότερη ασχολία τους ήταν να παράγουν τροφή και να την τρώνε. Όσο για τ’ άλλα, ήταν βασικά γενναιόδωροι και καθόλου άπληστοι αλλά ικανοποιημένοι και μετριοπαθείς, έτσι που τα υποστατικά, οι φάρμες. τα εργαστήρια και οι βιοτεχνίες είχαν την τάση να παραμένουν απαράλλαχτες για ολόκληρες γενιές.
Παράμενε, βέβαια, η παλιά παράδοση γύρω απ’ το μεγάλο βασιλιά στο Φόρνοστ ή Νόρμπουρι, όπως το έλεγαν, μακριά στα βόρεια του Σάιρ. Αλλά εδώ και χίλια χρόνια δεν υπήρχε βασιλιάς και ακόμα και τα ερείπια του βασιλικού Νόρμπουρι τα είχε σκεπάσει το χορτάρι. Όμως οι Χόμπιτ ακόμα μιλούσαν για άγριους λαούς και κακοποιό πλάσματα (όπως οι γίγαντες), πως δεν είχαν ακούσει για το βασιλιά. Γιατί απόδιδαν στο βασιλιά του παλιού καιρού όλους τους βασικούς νόμους τους. Γενικά τηρούσαν τους νόμους με τη θέλησή τους γιατί ήταν Οι Νόμοι (όπως έλεγαν) και αρχαίοι και δίκαιοι.
Είναι αλήθεια ότι η οικογένεια Τουκ ήταν εδώ και πολύ καιρό σπουδαία γιατί το λειτούργημα του Θέην είχε περάσει σ’ αυτούς {απ’ τους Όλντμπακ) μερικούς αιώνες πριν και ο πρώτος Τουκ έφερνε από τότε τον τίτλο αυτό. Ο Θέην ήταν αρχηγός του Συμβουλίου του Σάιρ, της Στρατολογίας και των Χομπιτο-Ενόπλων Δυνάμεων. Αλλά επειδή συμβούλια και στρατολογίες γίνονταν μόνο σε περιπτώσεις άμεσης ανάγκης, πράγμα που δε συνέβαινε πια, το αξίωμα του Θέην δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια εξουσία τυπική. Όμως ακόμα έδειχναν στην οικογένεια Τουκ ιδιαίτερο σεβασμό, γιατί εξακολουθούσε να είναι και πολύ μεγάλη και πολύ πλούσια. Αυτή σε κάθε γενιά έβγαζε δυνατούς χαρακτήρες με ιδιόρρυθμες συνήθειες που αγαπούσαν τις περιπέτειες. Αυτές όμως οι δυο τελευταίες ιδιότητες τώρα γενικά γίνονταν μάλλον ανεκτές (στους πλούσιους) παρά παραδεκτές. Η συνήθεια όμως ακόμα βαστούσε ν’ αποκαλούν τον αρχηγό της οικογένειας «Ο Τουκ» και να προσθέτουν στ’ όνομά του, αν χρειαζόταν, έναν αριθμό, π.χ. Ίσενγκριμ ο Δεύτερος.
Δήμαρχος του Μίσελ Ντέλβινγκ (ή του Σάιρ), που εκλεγόταν κάθε εφτά χρόνια στο Μεγάλο Πανηγύρι στους Άσπρους Κάμπους, στο Ληθ, που γίνεται στο Μεσοκαλόκαιρο. Σαν Δήμαρχος, σχεδόν το μόνο του καθήκον είναι να προεδρεύει στα συμπόσια και στις γιορτές του Σάιρ. που γίνονταν σε συχνά διαστήματα. Αλλά και οι υπηρεσίες του Διευθυντή του Ταχυδρομείου και του Αρχηγού της Αστυνομίας ήταν δεμένες με το Δήμαρχο έτσι που αυτός ήταν αρχηγός και του Ταχυδρομείου και της Αστυνομίας. Αυτές ήταν οι μόνες υπηρεσίες του Σάιρ, και οι Ταχυδρόμοι ήταν περισσότεροι και είχαν και πιο πολλή δουλειά απ’ τους άντρες της Αστυνομίας. Βέβαια δεν ήταν όλοι οι Χόμπιτ γραμματιζούμενοι, αλλά εκείνοι που ήταν, έγραφαν συνέχεια σ’ όλους τους φίλους τους (και σε μερικούς διαλεγμένους συγγενείς τους) που ζούσαν πιο μακριά απ’ το δρόμο μιας απογευματινής βόλτας.
Σαϊρίφης ήταν το όνομα που έδιναν οι Χόμπιτ στους Αστυνομικούς τους ή στο πλησιέστερο αντίστοιχο που είχαν. Φυσικά δεν είχαν στολές (τέτοια πράγματα τους ήταν εντελώς άγνωστα), μόνο είχαν ένα φτερό στο κασκέτο τους και στην ουσία ήταν περισσότερο αγροφύλακες παρά αστυνομικοί, και τους απασχολούσαν περισσότερο τ’ αδέσποτα ζώα παρά οι άνθρωποι. Σ’ ολόκληρο το Σάιρ υπήρχαν μόνο δώδεκα, τρεις σε κάθε Μοίρα, για Εσωτερική Εργασία. Ένα μάλλον μεγαλύτερο σώμα, που ο αριθμός του ήταν κάθε φορά ανάλογος με τις ανάγκες, το χρησιμοποιούσαν για να προσέχει τα σύνορα και να φροντίζει οι κάθε είδους Ξένοι, μεγάλοι ή μικροί, να μη γίνονται ενοχλητικοί.
Την εποχή που αυτή η ιστορία αρχίζει, οι Οριοφύλακες, όπως τους έλεγαν, είχαν αυξηθεί πολύ. Υπήρχαν πολλές αναφορές και παράπονα ότι παράξενα πρόσωπα και πλάσματα γυρόφερναν τα σύνορα και μερικές φορές τα περνούσαν: το πρώτο σημάδι πως όλα δεν ήταν ακριβώς όπως θα ’πρεπε και όπως ήταν πάντα, έξω απ’ τις ιστορίες και τις παραδόσεις για τα παλιά. Λίγοι έδωσαν σημασία στο σημάδι αυτό και ούτε κι ο Μπίλμπο ακόμα δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι προμηνούσε. Εξήντα χρόνια είχαν περάσει από τότε που ξεκίνησε για το αξέχαστο ταξίδι του και ήταν γέρος ακόμα και για Χόμπιτ, που έφταναν τα εκατό αρκετά συχνά· αλλά ήταν φανερό πως του έμεναν πολλά ακόμα από τα πλούτη που είχε φέρει πίσω. Πόσα ακριβώς, πολλά ή λίγα, δεν έλεγε σε κανένα, ούτε και στο Φρόντο, τον αγαπημένο του «ανεψιό». Κι ακόμα κρατούσε κρυφό το δαχτυλίδι που είχε βρει.
Όπως έχω γράψει στο βιβλίο μου Ο Χόμπιτ, ήρθε κάποτε μια μέρα στην πόρτα του Μπίλμπο ο μεγάλος Μάγος, ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος και δεκατρείς νάνοι μαζί του: ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ίδιος ο Θόριν ο Δρύασπης, απόγονος βασιλιάδων, και οι δώδεκα σύντροφοι του στην εξορία. Μαζί μ’ αυτούς ξεκίνησε ο Μπίλμπο, και μέχρι τώρα ακόμα απορεί πώς, ένα απριλιάτικο πρωινό, το 1341 Μ.τ.Σ., αναζητώντας ένα μεγάλο θησαυρό, το θησαυρό των Νάνων Βασιλιάδων, στα έγκατα του Βουνού, στα έγκατα του Έρεμπορ. στην Πόλη της Κοιλάδας, μακριά πέρα στην Ανατολή. Η αναζήτηση πέτυχε κι ο Δράκος, που φύλαγε το θησαυρό, σκοτώθηκε. Όμως, αν και πρώτα απ’ όλα κέρδισαν στη Μάχη των Πέντε Στρατιών και ο Θόριν έπεσε και πολλά σπουδαία ανδραγαθήματα έγιναν, όμως όλ’ αυτά δε θα είχαν σχεδόν καμιά σχέση με την κατοπινή ιστορία και δε θα έπιαναν παρά μια μικρή παράγραφο στα χρονικά της Τρίτης Εποχής, αν δεν είχε συμβεί ένα «ατύχημα» στο δρόμο. Η ομάδα δέχτηκε επίθεση από Ορκ σ’ ένα ψηλό πέρασμα στα Ομιχλιασμένα Βουνά, στο δρόμο για τη Χώρα της Ερημιάς κι έτσι έτυχε και χάθηκε ο Μπίλμπο για λίγο στα σκοτεινά ορυχεία των ορκ, βαθιά μες στα βουνά κι εκεί, καθώς έψαχνε μάταια μες στο σκοτάδι, ακούμπησε το χέρι του σ’ ένα δαχτυλίδι, που ήταν πεσμένο στο χώμα μιας στοάς. Το έβαλε στην τσέπη του. Τότε αυτό φάνηκε σαν απλή τύχη.
Προσπαθώντας να βρει διέξοδο ο Μπίλμπο, κατέβηκε στα ριζά του βουνού, μέχρι που δεν μπορούσε να πάει παραπέρα. Στο κάτω μέρος του διαδρόμου υπήρχε μια παγωμένη λίμνη μακριά απ’ το φως. Σ’ ένα πέτρινο νησί στο νερό ζούσε το Γκόλουμ. Ήταν ένα αηδιαστικό μικρό πλάσμα: κυβερνούσε ένα μικρό βαρκάκι με τα μεγάλα πλατιά του πόδια και γούρλωνε τα χλωμά φωσφορικά μάτια του κι έπιανε τυφλά ψάρια με τα μακριά του δάχτυλα και τα ’τρωγε ωμά. Έτρωγε οτιδήποτε ζωντανό, ακόμη και Ορκ, αρκεί να το ’πιανε και να μπορούσε να το στραγγαλίσει χωρίς αντίσταση. Είχε ένα μυστικό θησαυρό που του είχε πέσει στα χέρια από πολύ παλιά, όταν ζούσε ακόμα στο φως: ένα χρυσό δαχτυλίδι που έκανε αόρατο αυτόν που το φορούσε. Ήταν το μοναδικό πράγμα που αγαπούσε, το «πολύτιμό» του, και του μιλούσε ακόμα κι όταν δεν το είχε μαζί του. Γιατί το είχε κρυμμένο κι ασφαλισμένο σε μια τρύπα στο νησί του, εκτός απ’ τις περιπτώσεις που κυνηγούσε ή κατασκόπευε τους Ορκ των ορυχείων.
Μπορεί και να ’χε επιτεθεί στον Μπίλμπο αμέσως, αν είχε το δαχτυλίδι απάνω του όταν συναντήθηκαν. Αλλά δεν το ’χε, κι ο Χόμπιτ κρατούσε στο χέρι του ένα ξωτικομαχαίρι, που το χρησιμοποιούσε σαν σπαθί. Έτσι, για να κερδίσει καιρό το Γκόλουμ, πρότεινε στον Μπίλμπο ένα Παιγνίδι με Αινίγματα, λέγοντας πως, αν ρωτούσε ένα αίνιγμα που ο Μπίλμπο δε θα μπορούσε να μαντέψει, τότε θα τον σκότωνε και θα τον έτρωγε, αλλά, αν ο Μπίλμπο το νικούσε, θα έκανε ό,τι ήθελε ο Μπίλμπο, δηλαδή θα τον οδηγούσε σε μια διέξοδο των στοών.
Μια κι ήτανε χαμένος στο σκοτάδι χωρίς ελπίδα, και δεν μπορούσε να πάει ούτε μπρος ούτε πίσω, ο Μπίλμπο δέχτηκε το διαγωνισμό. Έτσι είπαν ο ένας στον άλλο πολλά αινίγματα. Στο τέλος ο Μπίλμπο κέρδισε το παιγνίδι περισσότερο με την τύχη. όπως φάνηκε, παρά με το μυαλό. Γιατί στο τέλος τα είχε χαμένα μην μπορώντας να βρει αίνιγμα να ρωτήσει και φώναξε, καθώς το χέρι του έπιασε το δαχτυλίδι που είχε περιμαζέψει και λησμονήσει: Τι έχω στην τσέπη μου; Αυτό το Γκόλουμ δεν πέτυχε να το βρει, παρ’ όλο που ζήτησε να μαντέψει τρεις φορές.
Ο: γνώμες των ειδικών, είναι αλήθεια, διχάζονται μήπως αυτή η τελευταία ερώτηση ήταν μια απλή «ερώτηση» κι όχι «αίνιγμα» σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες του παιγνιδιού. Όλοι όμως συμφωνούν ότι, αφού το Γκόλουμ δέχτηκε και προσπάθησε να βρει την απάντηση, ήταν δεμένο με την υπόσχεση του. Κι ο Μπίλμπο το πίεσε να κρατήσει το λόγο του, γιατί του πέρασε απ’ το μυαλό ότι αυτό το γλοιώδες πλάσμα θα μπορούσε να τον ξεγελάσει, παρ’ όλο που μερικές υποσχέσεις θεωρούνται ιερές και από παλιά, όλα, εκτός από τα κακοποιά όντα, φοβόντουσαν να τις καταπατήσουν. Αλλά. μετά από τόσους αιώνες μόνο του στο σκοτάδι, η καρδιά του Γκόλουμ ήταν μαύρη και η προδοσία φώλιαζε μέσα της. Γλίστρησε το Γκόλουμ κι έφυγε κι επέστρεψε στο νησί του, που ο Μπίλμπο δεν το ήξερε, όχι μακριά μες στο σκοτεινό νερό. Εκεί, σκεπτόταν, βρισκόταν το δαχτυλίδι του. Τώρα πεινούσε και ήταν θυμωμένο. Μόλις θα ’παιρνε μαζί του το «πολύτιμο» του. δε θα φοβόταν καθόλου κανένα όπλο.
Το Δαχτυλίδι όμως δεν ήταν στο νησί· το είχε χάσει, είχε χαθεί. Η στριγκλιά που έβγαλε έκανε τον Μπίλμπο ν’ ανατριχιάσει, αν κι ακόμα δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Το Γκόλουμ είχε βρει τη λύση επιτέλους, ήταν πολύ αργά όμως. Τι έχει στιςς τσέπεςς του; έσκουξε. Το φως των ματιών του ήταν σαν μια πράσινη φλόγα, όπως έτρεξε πίσω για να δολοφονήσει το Χόμπιτ και να ξαναπάρει το «πολύτιμό» του. Ο Μπίλμπο πήρε εγκαίρως είδηση το μεγάλο κίνδυνο και το ’βαλε τυφλά στα πόδια, ανηφορίζοντας το διάδρομο φεύγοντας μακριά απ’ το νερό. Και γι’ άλλη μια φορά τον έσωσε η τύχη του. Γιατί εκεί που έτρεχε έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και το δαχτυλίδι γλίστρησε ήσυχα στο δάχτυλό του. Έτσι το Γκόλουμ τον προσπέρασε χωρίς να τον δει και προχώρησε για να φυλάξει την έξοδο, μην τυχόν και ξεφύγει ο «κλέφτης». Με πολλή προσοχή ο Μπίλμπο το ακολούθησε όπως αυτό πήγαινε βρίζοντας και μιλώντας στον εαυτό του για το «πολύτιμό» του. Απ’ τα λόγια του τέλος, ακόμα κι ο Μπίλμπο μάντεψε την αλήθεια και μες στο σκοτάδι βρήκε ελπίδα: αυτός ο ίδιος είχε βρει το θαυμαστό δαχτυλίδι κι έτσι του δινόταν η ευκαιρία να ξεφύγει και απ’ τους ορκ και απ’ το Γκόλουμ.
Τέλος σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα αόρατο άνοιγμα που οδηγούσε στις κατώτερες πύλες των ορυχείων στην ανατολική πλευρά των βουνών. Εκεί το Γκόλουμ ζάρωσε παραμονεύοντας απελπισμένο, έχοντας τεντωμένα μύτη κι αυτιά. Ο Μπίλμπο μπήκε στον πειρασμό να το σφάξει με το σπαθί του, αλλά ο οίκτος τον συγκράτησε και, αν και κράτησε το δαχτυλίδι, που επάνω του κρέμονταν όλες του οι ελπίδες, δεν το χρησιμοποίησε για να τον βοηθήσει να σκοτώσει το αξιοθρήνητο εκείνο πλάσμα στη μειονεκτική θέση που βρισκόταν. Τέλος, παίρνοντας κουράγιο, πήδηξε μες στο σκοτάδι πάνω απ’ το Γκόλουμ και το έβαλε στα πόδια κατηφορίζοντας το διάδρομο, κυνηγημένος απ’ τις γεμάτες μίσος και απελπισία φωνές του εχθρού του: Κλέφτη, κλέφτη! Μπάγκινςς! Εμείςς σε μισούμε για πάντα!
Τώρα όμως είναι παράξενο το γεγονός πως δεν ήταν αυτή η ιστορία που είπε ο Μπίλμπο στους συντρόφους του, όταν για πρώτη φορά τη διηγήθηκε. Σ’ αυτούς είπε πως το Γκόλουμ του είχε υποσχεθεί ένα δώρο, αν κέρδιζε το παιγνίδι: αλλά όταν το Γκόλουμ πήγε να το φέρει απ’ το νησί του τότε ανακάλυψε πως ο θησαυρός του ήταν φευγάτος: ένα μαγικό δαχτυλίδι, που του το είχαν δώσει πολύ παλιά στα γενέθλιά του. Ο Μπίλμπο μάντεψε ότι αυτό ακριβώς ήταν το δαχτυλίδι που είχε βρει, κι αφού είχε κερδίσει το παιγνίδι, ήταν κιόλας δικό του δικαιωματικά. Επειδή όμως βρισκόταν σε δύσκολη θέση, δεν είπε τίποτα κι ανάγκασε το Γκόλουμ να του δείξει την έξοδο, σαν αμοιβή (αντί για δώρο). Αυτή τη διήγηση ο Μπίλμπο την έγραψε στ’ απομνημονεύματά του και φαίνεται ότι ποτέ δεν την άλλαξε, ούτε και μετά απ’ το Συμβούλιο του Έλροντ. Κι είναι αλήθεια πως ακόμα βρισκόταν στο αρχικό Κόκκινο Βιβλίο, όπως επίσης και σε αρκετά άλλα αντίγραφα κι αποσπάσματα. Πολλά όμως αντίγραφα έχουν την αληθινή ιστορία (σαν δεύτερη παραλλαγή), που χωρίς αμφιβολία προέρχεται από σημειώσεις του Φρόντο ή του Σαμγουάιζ, γιατί κι οι δυο τους έμαθαν την αλήθεια αν και φαίνονται να δείχνουν απροθυμία να σβήσουν κάτι που ο ίδιος ο γερο-χόμπιτ είχε γραμμένο.
Ο Γκάνταλφ όμως, αμέσως μόλις άκουσε την ιστορία του Μπίλμπο, δεν την πίστεψε κι εξακολούθησε να ’ναι πολύ περίεργος για το δαχτυλίδι. Τελικά, έκανε τον Μπίλμπο να του πει την αληθινή ιστορία, αφού τον πίεσε πολύ, πράγμα που ψύχρανε τη φιλία τους για λίγο. Ο μάγος όμως φαινόταν να δίνει μεγάλη σημασία στην αλήθεια. Και, αν και δεν το είπε στον Μπίλμπο, έδινε επίσης μεγάλη σημασία κι ανησυχούσε στην ανακάλυψη πως ο καλός αυτός χόμπιτ δεν είχε πει απ’ την αρχή την αλήθεια: τελείως αντίθετα απ’ ό,τι συνήθιζε. Η ιδέα του «δώρου» όμως δεν ήταν απλή χομπιτο-εφεύρεση. Του την έβαλαν στο μυαλό, όπως ομολόγησε ο Μπίλμπο, τα λόγια του Γκόλουμ που άκουσε άθελά του· γιατί είναι αλήθεια πως το Γκόλουμ φώναζε το δαχτυλίδι «το δώρο των γενεθλίων του» πολλές φορές. Κι αυτό επίσης ο Γκάνταλφ το θεώρησε παράξενο και ύποπτο. Δεν ανακάλυψε όμως την αλήθεια γύρω απ’ το σημείο αυτό για πολλά χρόνια ακόμα, όπως θα δούμε σ’ αυτό το βιβλίο.
Λίγα ακόμα χρειάζεται να πούμε εδώ για τις κατοπινές περιπέτειες του Μπίλμπο. Με τη βοήθεια του Δαχτυλιδιού ξέφυγε απ’ τους φρουρούς ορκ στην πύλη και συναντήθηκε με τους συντρόφους του. Χρησιμοποίησε πολλές φορές το δαχτυλίδι στο δρόμο του, κυρίως για να βοηθήσει τους φίλους του. Κράτησε όμως το μυστικό του όσο πιο πολύ μπορούσε. Μετά το γυρισμό του στο σπίτι δεν ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτό σε κανέναν εκτός απ’ τον Γκάνταλφ και το Φρόντο. Και κανένας άλλος στο Σάιρ δεν ήξερε την ύπαρξή του, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε αυτός. Και μονάχα στο Φρόντο έδειξε την αφήγηση των γεγονότων του ταξιδιού του που έγραφε.
Το σπαθί του, το Κεντρί, το κρέμασε ο Μπίλμπο πάνω απ’ το τζάκι του και το θώρακά του με τη θαυμαστή αλυσίδα, το δώρο των Νάνων απ’ το θησαυρό του Δράκου, τον δάνεισε σ’ ένα μουσείο, δηλαδή στο Μάθομ-Χάουζ του Μίσελ Ντέλβινγκ. Αλλά κράτησε σ’ ένα συρτάρι στο Μπαγκ Εντ τον παλιό μανδύα που φορούσε στα ταξίδια του και το δαχτυλίδι που, περασμένο για ασφάλεια από μια λεπτή αλυσιδίτσα, το φύλαγε στην τσέπη του.
Γύρισε στο σπίτι του, στο Μπαγκ Εντ, στις 22 Ιουνίου και ήταν 52 χρόνων (Μ.τ.Σ. 1342) και από τότε τίποτα αξιοσημείωτο δεν έγινε στο Σάιρ μέχρι που ο κύριος Μπάγκινς άρχισε τις προετοιμασίες για να γιορτάσει τα γενέθλιά του· θα έκλεινε τα εκατόν έντεκα (Μ.τ.Σ. 1401). Και σ’ αυτό εδώ το σημείο η ιστορία αρχίζει.
Στο τέλος της Τρίτης Εποχής ο ρόλος που έπαιξαν οι Χόμπιτ στα μεγάλα γεγονότα, που οδήγησαν στο να συμπεριληφθεί το Σάιρ στο Ξαναενωμένο Βασίλειο, ξύπνησε μέσα τους ένα πιο πλατύ ενδιαφέρον για την ιστορία τους. Έτσι πολλές απ’ τις παραδόσεις τους, που μέχρι τότε ήταν κυρίως προφορικές, συγκεντρώθηκαν και γράφτηκαν, Ακόμα και οι μεγαλύτερες οικογένειες άρχισαν να ενδιαφέρονται για τα γεγονότα ολόκληρου γενικά του Βασιλείου και πολλά μέλη τους ασχολήθηκαν με τη μελέτη των αρχαίων ιστοριών και παραδόσεων. Με το τέλος του πρώτου αιώνα της Τέταρτης Εποχής βρίσκονταν κιόλας στο Σάιρ αρκετές βιβλιοθήκες που είχαν ιστορικά βιβλία και αρχεία.
Οι μεγαλύτερες απ’ αυτές τις συλλογές ήταν πιθανόν στους Κάτω Πύργους, στα μεγάλα Σμάιαλς και στο Μπράντι Χολ. Η ιστορία αυτή του τέλους της Τρίτης Εποχής προέρχεται κυρίως απ’ το Κόκκινο Βιβλίο του Γουέστμαρτς. Λυτή η τόσο σπουδαία πηγή της ιστορίας του Πολέμου του Δαχτυλιδιού, που λέγεται έτσι γιατί για πολύ καιρό ήταν φυλαγμένη στους Κάτω Πύργους, το σπίτι των Φέιρμπέρν, που ήταν Επίτροπος του Γουέστμαρτς[4]. Ήταν στην αρχή το προσωπικό ημερολόγιο του Μπίλμπο, που το πήρε μαζί του στο Σκιστό Λαγκάδι. Ο Φρόντο το ξανάφερε στο Σάιρ, μαζί με πολλά σκόρπια χαρτιά γεμάτα σημειώσεις, το (Μ.τ.Σ.) 1420, και γέμισε σχεδόν τις σελίδες του ημερολογίου με τη δική του εξιστόρηση του Πολέμου. Αλλά μαζί μ’ αυτό διατηρήθηκαν, όπως φαίνεται, σε μια κόκκινη θήκη, τρεις μεγάλοι τόμοι, δεμένοι με κόκκινο δέρμα, που ο Μπίλμπο του είχε δώσει σαν αποχαιρετιστήριο δώρο. Σ’ αυτούς τους τέσσερις τόμους είχε προστεθεί στο Γουέστμαρτς κι ένας πέμπτος με σχόλια, γενεαλογίες και διάφορα άλλα σχετικά με τους χόμπιτμέλη της Συντροφιάς.
Το πρωτότυπο Κόκκινο Βιβλίο δεν έχει σωθεί, αλλά έγιναν πολλά αντίγραφά του, ιδιαίτερα του πρώτου τόμου, για να το χρησιμοποιούν οι απόγονοι των παιδιών του Μάστερ Σαμγουάιζ. Το σπουδαιότερο αντίγραφο όμως είχε διαφορετική ιστορία. Το φύλαγαν στα Μεγάλα Σμάιαλς, αλλά είχε γραφτεί στην Γκόντορ, κατά πάσα πιθανότητα, επειδή το ζήτησε ο δισέγγονος του Πέρεγκριν, και τέλειωσε το 1592 Μ.τ.Σ. (4η Εποχή 172). Ο γραφιάς εκείνος του νότου πρόσθεσε αυτή την υποσημείωση: «Ο Φίντεγκιλ, ο Γραφιάς του Βασιλιά, τελείωσε αυτό το έργο το IV 172. Είναι πιστό αντίγραφο, σ’ όλες του τις λεπτομέρειες, του Βιβλίου του Θάην στη Μίνας Τίριθ. Εκείνο το βιβλίο ήταν αντίγραφο, που έγινε με διαταγή του βασιλιά Έλεσαρ, του Κόκκινου Βιβλίου των Περιάναθ και του το έφερε ο Θάην Πέρεγκριν όταν αποσύρθηκε στην Γκόντορ το IV 64».
Έτσι, το Βιβλίο του Θάην ήταν το πρώτο αντίγραφο του Κόκκινου Βιβλίου και περιείχε πολλά, που αργότερα εξαιρέθηκαν ή χάθηκαν. Στη Μίνας Τίριθ του πρόσθεσαν πολλές σημειώσεις και πολλά διορθώματα, ιδιαίτερα στα ονόματα, στις λέξεις και στ’ αποσπάσματα γραμμένα στις γλώσσες των ξωτικών. Του πρόσθεσαν επίσης μια συντομευμένη διήγηση από εκείνα τα κομμάτια του: «Ιστορία του Άραγκορν και της Άργουεν», που βρίσκονται έξω απ’ την εξιστόρηση του Πολέμου. Λέγεται ότι ολόκληρη η διήγηση γράφτηκε απ’ τον Μπαραχίρ, τον εγγονό του Επιτρόπου Φαραμίρ, λίγο καιρό μετά το θάνατο του Βασιλιά. Η μεγαλύτερη όμως σπουδαιότητα του αντιγράφου του Φίντεγκιλ είναι ότι μόνο αυτή περιέχει ολόκληρες τις «Μεταφράσεις απ’ τη Γλώσσα των Ξωτικών» του Μπίλμπο. Αυτοί οι τρεις τόμοι βρέθηκε πως ήταν έργο μεγάλης δεξιοσύνης και γνώσεων. Σ’ αυτούς ο Μπίλμπο, ανάμεσα στο 1403 και 1418, είχε χρησιμοποιήσει όλες τις πηγές που ήταν προσιτές σ’ αυτόν στο Σκιστό Λαγκάδι, προφορικές και γραπτές. Επειδή όμως ο Φρόντο λίγο τις χρησιμοποίησε — αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τις Αρχαίες Ημέρες — δε θα πούμε τίποτα περισσότερο γι’ αυτές εδώ.
Επειδή ο Μέριαντοκ κι ο Πέρεγκριν έγιναν αρχηγοί των μεγάλων οικογενειών τους και ταυτόχρονα διατήρησαν τις σχέσεις τους με το Ρόαν και την Γκόντορ, οι βιβλιοθήκες του Μπάκλμπερι και του Τούκμπορο περιείχαν πολλά που δεν είναι γραμμένα στο Κόκκινο Βιβλίο. Στο Μπράντι Χολ υπήρχαν πολλά έργα σχετικά με το Έριαντορ και την ιστορία του Ρόαν. Μερικά απ’ αυτά τα έγραψε ή τ’ άρχισε ο Μέριαντοκ ο ίδιος, αν και στο Σάιρ τον θυμόνταν κυρίως απ’ την Ιστορία τον Φύλλοο του Σάιρ και απ’ το Μέτρημα των Χρόνων, στο οποίο συζητούσε τη σχέση ανάμεσα στα ημερολόγια του Σάιρ και του Μπρι με τα ημερολόγια του Σκιστού Λαγκαδιού, της Γκόντορ και του Ρόαν. Έγραψε επίσης μια σύντομη διατριβή με τον τίτλο Αρχαίες Λέξεις και Ονόματα στο Σάιρ, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ανακάλυψη σχέσεων με τη γλώσσα των Ροχίριμ σε τέτοιες «λέξεις του Σάιρ», όπως μάθομ και παλιά στοιχεία σε τοπωνυμίες.
Τα βιβλία που υπήρχαν στα Μεγάλα Σμάιαλς είχαν λιγότερο ενδιαφέρον για το λαό του Σάιρ, αν και ήταν πιο σπουδαία για την πλατύτερη ιστορία. Κανένα απ’ αυτά δε γράφτηκε απ’ τον Πέρεγκριν, αλλ’ αυτός και οι απόγονοι του συγκέντρωσαν πολλά χειρόγραφα γραμμένα απ’ τους γραφιάδες της Γκόντορ: κυρίως αντίγραφα ή περιλήψεις ιστοριών ή θρύλων σχετικών με τον Έλεντιλ και τους διαδόχους του. Μόνο εδώ στο Σάιρ βρισκόταν λεπτομερειακό υλικό για την ιστορία του Νούμενορ και τον ξεσηκιομό του Σώρον. Ήταν πιθανό Η Ιστορία των Ετών[5] να γράφτηκε στα Μεγάλα Σμάιαλς, με τη βοήθεια του υλικού που είχε μαζέψει ο Μέριαντοκ. Αν και οι χρονολογίες που δίνονται είναι συχνά υποθετικές, ιδιαίτερα της Λεύτερης Εποχής, είναι όμως άξιες προσοχής. Είναι πολύ πιθανό ο Μέριαντοκ να είχε βοήθεια και πληροφορίες απ’ το Σκιστό Λαγκάδι που το επισκέφτηκε πολλές φορές. Εκεί, αν κι ο Έλροντ είχε φύγει, οι γιοι του έμειναν για πολύ, μαζί με μερικά Ανώτερα Ξωτικά. Λέγεται πως ο Σέλεμπορν πήγε να μείνει εκεί μετά την αναχώρηση της Γκαλάντριελ· δεν υπάρχει όμως πουθενά γραμμένο ποια μέρα τέλος αναζήτησε τα Γκρίζα Λιμάνια. Μαζί μ’ αυτόν έφυγε κι η τελευταία ζωντανή ανάμνηση των Αρχαίων Ημερών στη Μέση-Γη.