Παράρτημα Α ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΩΝ

Το Παράρτημα Α αποτελείται από δύο μέρη.

Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει: α) τους βασιλείς του Νούμενορ[15] και μια σύντομη ιστορία τους, β) τα εν εξορία βασίλεια, γ) τη σύντομη ιστορία του Έριαντορ, της Άρνορ και των κληρονόμων του Ισίλντουρ, δ) την ιστορία της Γκόντορ και των κληρονόμων του Ανάριον, ε) την ιστορία του Αραγκορν και της Αργουεν.

Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει την ιστορία του Οίκου του Έορλ (Ροχίριμ) και το τρίτο μέρος την ιστορία του λαού του Ντούριν (Νάνοι).

Από αυτά εμείς θα παραθέσουμε μόνο την ιστορία του Αραγκορν και της Άργουεν, που έχει άμεση σχέση με την ιστορία μας, αφού μάλιστα είναι και η μόνη που περιλαμβάνεται στη μονότομη αγγλική έκδοση του βιβλίου.

(Ε) ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΑΓΚΟΡΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΓΟΥΕΝ

«Ο Άραντορ ήταν παππούς του Βασιλιά. Ο γιος του ο Άραθορν ζήτησε να παντρευτεί την Γκιλράεν την Ωραία, την κόρη του Ντίρχαελ, ο οποίος ήταν απόγονος του Άραναθ. Ο Ντίρχαελ όμως ήταν αντίθετος με αυτόν το γάμο· γιατί η Γκιλράεν ήταν νεαρή και δεν είχε την ηλικία που οι γυναίκες των Ντούνεντεν συνήθιζαν να παντρεύονται.

»– Και επιπλέον, είπε, ο Άραθορν είναι άντρας αυστηρός και ώριμος και θα γίνει αρχηγός γρηγορότερα απ’ ό,τι υπολογίζουν οι άνθρωποι· η καρδιά μου όμως προβλέπει ότι η ζωή του θα είναι σύντομη.

»Αλλά η Ιβόργουεν, η γυναίκα του, που είχε κι εκείνη το χάρισμα της προοράσεως, απάντησε:

»– Τότε ένας λόγος παραπάνω να βιαστούμε! Οι μέρες σκοτεινιάζουν και έρχεται καταιγίδα και μεγάλα πράγματα πρόκειται να επέλθουν. Αν αυτοί οι δύο παντρευτούν τώρα, μπορεί να γεννηθεί ελπίδα για το λαό μας· αν όμως καθυστερήσουν, η ελπίδα δε θά ’ρθει όσο διαρκεί αυτή η εποχή.

»Κι έτσι συνέβηκε, όταν ο Άραθορν και η Γκιλράεν ήταν ένα μόνο χρόνο παντρεμένοι, να πιάσουν τον Άραντορ οι γίγαντες των λόφων στα Κόλντφελς, βόρεια του Σκιστού Λαγκαδιού, και να τον σκοτώσουν και ο Άραθορν έγινε αρχηγός των Ντούνεντεν. Την επόμενη χρονιά η Γκιλράεν του έκανε ένα γιο που τον ονόμασαν Άραγκορν. Αλλά ο Άραγκορν ήταν μόλις δύο χρονών όταν ο Άραθορν έλαβε μέρος σε μία επιδρομή εναντίον των Ορκ μαζί με τους γιους τού Έλροντ και σκοτώθηκε από ένα βέλος-ορκ, που του διαπέρασε το μάτι· κι έτσι αποδείχτηκε πραγματικά σύντομη η ζωή του για κάποιον του λαού του, αφού ήταν μόνο εξήντα χρονών όταν έπεσε.

»Ο Άραγκορν τότε, όντας τώρα ο Κληρονόμος του Ισίλντουρ, πήγε με τη μητέρα του να ζήσει στο σπίτι του Έλροντ· και ο Έλροντ πήρε τη θέση του πατέρα του και τον αγάπησε, λες και ήταν δικός του γιος. Τον έλεγαν όμως Εστέλ, δηλαδή «Ελπίδα» και το πραγματικό του όνομα και η καταγωγή του κρατήθηκαν κρυφά σύμφωνα με εντολή του Έλροντ· γιατί οι Σοφοί τότε ήξεραν ότι ο Εχθρός ζητούσε ν’ ανακαλύψει τον Κληρονόμο του Ισίλντουρ, αν είχε απομείνει κανένας στη γη.

»Αλλά όταν ο Εστέλ ήταν μόνο είκοσι χρονών, έτυχε να γυρίσει στο Σκιστό Λαγκάδι ύστερα από μεγάλα κατορθώματα μαζί με τους γιους του Έλροντ· κι ο Έλροντ τον κοίταξε και ήταν ευχαριστημένος, γιατί είδε πως ήταν όμορφος και ευγενής και είχε ανδρωθεί γρήγορα, αν και θα μεγάλωνε ακόμα και στο μυαλό και στο σώμα. Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, ο Έλροντ τον προσφώνησε με το αληθινό του όνομα και του είπε ποιος ήταν και τίνος ήταν γιος· και του παρέδωσε τα κειμήλια του οίκου του.

»— Εδώ είναι το δαχτυλίδι του Μπαραχίρ, είπε, το σύμβολο της μακρινής μας συγγένειας· κι εδώ είναι επίσης τα κομμάτια του Νάρσιλ. Μ’ αυτά μπορείς στο μέλλον να κάνεις μεγάλα κατορθώματα· γιατί προβλέπω ότι η διάρκεια της ζωής σου θα είναι μεγαλύτερη από το μέτρο των Ανθρώπων, εκτός και σε βρει κακό ή αποτύχεις στη δοκιμασία. Η δοκιμασία όμως θα είναι σκληρή και μακρόχρονη. Το σκήπτρο της Ανούμινας θα το κρατήσω, γιατί θα πρέπει να το κερδίσεις.

»Την επόμενη μέρα. την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, ο Άραγκορν περπατούσε μοναχός στο δάσος κι η καρδιά του ήταν φουσκωμένη από χαρά’ και τραγουδούσε, γιατί ήταν γεμάτος ελπίδα κι ο κόσμος ήταν όμορφος. Και ξαφνικά, εκεί που τραγουδούσε, είδε μια κοπέλα να περπατά ανάμεσα στους άσπρους κορμούς των σημύδων αυτός σταμάτησε μαγεμένος, νομίζοντας πως είχε κατά λάθος μπει σε κάποιο όνειρο ή ότι είχε λάβει το χάρισμα των Εωτικο-ραψωδών, που μπορούν να κάνουν αυτά που τραγουδούν να εμφανίζονται μπροστά στα μάτια αυτών που ακούν.

»Γιατί ο Άραγκορν τραγουδούσε ένα κομμάτι της Ωδής της Λούθιεν, που μιλάει για τη συνάντηση της Λούθιεν και του Μπέρεν στο δάσος του Νέλντορεθ. Και να! η Λούθιεν περπατούσε μπροστά στα μάτια του στο Σκιστό Λαγκάδι, ντυμένη με μια φορεσιά ασημένια και γαλάζια, πανέμορφη σαν το δειλινό στην πατρίδα των Ξωτικών τα μαύρα της μαλλιά ανέμιζαν στο ξαφνικό αγέρι και στο μέτωπό της είχε πετράδια σαν αστέρια.

»Για μια στιγμή ο Άραγκορν την ατένιζε σιωπηλός, αλλά από το φόβο μη τυχόν φύγει και δεν την ξαναδεί, της φώναξε λέγοντας Τινουβιέλ, Τινουβιέλ! ακριβώς όπως είχε κάνει ο Μπέρεν τις Παλιές Μέρες, πολύ παλιά.

»Τότε η κοπέλα γύρισε προς το μέρος του και χαμογέλασε και είπε:

»– Ποιος είσαι; Και γιατί με φωνάζεις μ’ αυτό το όνομα;

»Κι αυτός απάντησε;

»— Γιατί πίστεψα πως ήσουν στ’ αλήθεια η Λούθιεν Τινουβιέλ, για την οποία τραγουδούσα. Αλλά αν δεν είσαι αυτή, τότε της μοιάζεις πάρα πολύ.

»– Πολλοί το έχουν πει αυτό, του απάντησε σοβαρά. Όμως, εγώ) δεν έχω το όνομά της. Αν και ίσως η μοίρα μου να μη διαφέρει από τη δική της. Αλλά εσύ ποιος είσαι;

»– Με είπαν Εστέλ, είπε· είμαι όμως ο Άραγκορν, ο γιος του Άραθορν, ο Κληρονόμος του Ισίλντουρ, Άρχοντας των Ντούνεντεν κι όμως καθώς μιλούσε ένιωσε ότι η ευγενική του καταγωγή, για την οποία είχε νιώσει τόση χαρά, τώρα δεν άξιζε και πολλά, και δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με την αξιοπρέπεια και την ομορφιά της.

»Αλλά εκείνη γέλασε χαρούμενα και είπε:

»— Τότε έχουμε μακρινή συγγένεια. Γιατί είμαι η Άργουεν, η κόρη του Έλροντ, και με φωνάζουν επίσης Αντόμιελ.

»– Συχνά βλέπουμε, είπε ο Άραγκορν, ότι σε μέρες πονηρές οι άνθρωποι κρύβουν το μεγαλύτερό τους θησαυρό. Θαυμάζω όμως τον Έλροντ και τους αδελφούς σου· γιατί, μόλο που ζω σ’ αυτό το σπίτι από παιδάκι, δεν άκουσα ποτέ ούτε κουβέντα για σένα. Πώς και δεν ξαναέχουμε συναντηθεί; Μη μου πεις πως ο πατέρας σου σε είχε κλειδωμένη στο θησαυροφυλάκιο του;

»— Όχι, απάντησε και κοίταξε ψηλά, κατά τα ψηλά βουνά της Ανατολής. Ζούσα για αρκετό καιρό στη χώρα των συγγενών της μητέρας μου, στο μακρινό Λοθλόριεν. Τώρα τελευταία έχω επιστρέψει να επισκεφθώ τον πατέρα μου πάλι. Έχω πολλά χρόνια να περπατήσω στο Ίμλαντρις.

»Τότε ο Άραγκορν απόρησε, γιατί δεν του είχε φανεί να έχει ηλικία μεγαλύτερη απ’ τη δική του, που δεν είχε τότε ζήσει πάνω από είκοσι χρόνια στη Μέση-γη. Η Άργουεν όμως τον κοίταξε στα μάτια και είπε:

»— Μην απορείς! Γιατί τα παιδιά του Έλροντ έχουν τη ζωή των Έλνταρ[16].

»Τότε ο Άραγκορν έχασε την αυτοπεποίθησή του, γιατί είδε το ξωτικο-φως στα μάτια της και τη σοφία πολλών ημερών από κείνη όμως την ώρα αγάπησε την Άργουεν Αντόμιελ την κόρη του Έλροντ.

»Τις μέρες που ακολούθησαν ο Άραγκορν έμεινε αμίλητος και η μητέρα του κατάλαβε πως κάτι παράξενο του είχε συμβεί· και, τέλος, υποχωρώντας στις ερωτήσεις της, της είπε για τη συνάντηση στα δέντρα το δειλινό.

»– Γιε μου, είπε η Γκιλράεν, στοχεύεις ψηλά, κι ας είσαι απόγονος πολλών βασιλέων. Γιατί αυτή η κυρά είναι η πιο ευγενική και ωραία που τώρα υπάρχει στη γη. Και δεν ταιριάζει ένας θνητός να παντρευτεί απ’ τη γενιά των Ξωτικών.

»– Όμως, έχουμε κάποια μακρινή συγγένεια, είπε ο Άραγκορν, αν η ιστορία των προγόνων μου που έχω μάθει είναι αληθινή.

»— Είναι αληθινή, είπε η Γκιλράεν, αλλά ήταν πολύ παλιά και σε άλλη εποχή αυτού του κόσμου, πριν μειωθεί η γενιά μας. Γι’ αυτό φοβάμαι· γιατί χωρίς την εύνοια του Άρχοντα Έλροντ, οι Κληρονόμοι του Ισίλντουρ γρήγορα θα χάνονταν. Δε νομίζω όμως πως σ’ αυτή την υπόθεση θα έχεις την εύνοια του Έλροντ,

»– Τότε οι μέρες μου θα ’ναι πικρές και μόνος θα διαβαίνω στις ερημιές, είπε ο Άραγκορν.

»– Αυτή στ’ αλήθεια θα ’ναι η μοίρα σου, είπε η Γκιλράεν αλλά μόλο που είχε ως ένα βαθμό το προορατικό του λαού της, δεν του είπε τίποτ’ άλλο για τα προαισθήματά της, ούτε είπε σε κανέναν τι της είχε πει ο γιος της.

»Ο Έλροντ όμως έβλεπε πολλά πράγματα και διάβαζε πολλές καρδιές. Μια μέρα, λοιπόν, πριν να έρθει το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, φώναξε τον Άραγκορν στο δωμάτιό του και του είπε:

»– Άραγκορν, γιε του Άραθορν, Άρχοντα των Ντούνεντεν, άκουσε με! Μεγάλα πράγματα σου επιφυλάσσει η μοίρα σου ή θα υψωθείς πάνω απ’ όλους τους προγόνους σου, από τον Έλεντιλ και μετά, ή θα πέσεις στο σκοτάδι μαζί με όλους όσους έχουν απομείνει απ’ τη γενιά σου. Πολλά χρόνια δοκιμασιών σε περιμένουν. Ούτε γυναίκα θα πάρεις ούτε θα δεσμεύσεις καμιά με λόγο, ώσπου να έρθει η ώρα σου και να φανείς άξιος.

»Τότε ο Άραγκορν ανησύχησε και είπε:

»– Μήπως η μητέρα μου μίλησε γι’ αυτό;

»— Όχι, βέβαια, είπε ο Έλροντ. Τα μάτια σου σε πρόδωσαν. Δε μιλώ όμως μόνο για την κόρη μου. Δε θα λογοδώσεις με κανενός τη θυγατέρα ακόμη. Όσον αφορά τώρα την Άργουεν την Ωραία, την Κυρά του Ίμλαντρις και του Λόριεν, το Αστέρι του Δειλινού του λαού της, προέρχεται από γενιά μεγαλύτερη απ’ τη δική σου κι έχει ήδη ζήσει στον κόσμο τόσο πολύ, που εσύ μπροστά της είσαι σαν φιντανάκι ενός έτους πλάι σε μια νεαρή σημύδα που έχει ζήσει πολλά καλοκαίρια. Στέκεται πάρα πολύ ψηλότερα από σένα. Κι έτσι νομίζω ότι θα της φανεί. Αλλά ακόμη κι αν δεν είναι έτσι και η καρδιά της γυρίσει σε σένα, εγώ θα εξακολουθούσα να λυπάμαι βαθιά εξαιτίας της μοίρας μας.

»– Και ποια είναι αυτή η μοίρα; είπε ο Άραγκορν.

»— Ότι όσον καιρό εγώ μένω εδώ, αυτή θα ζει με τη νεότητα των Ξωτικών, απάντησε ο Έλροντ, κι όταν φύγω εγώ, θα έρθει μαζί μου, αν θα ’ναι αυτή η επιλογή της.

»– Βλέπω, είπε ο Αραγκορν, πως τα μάτια μου έπεσαν σ’ ένα θησαυρό όχι λιγότερο αγαπητό από το θησαυρό του Θίνγκολ, που κάποτε πόθησε ο Μπέρεν. Αυτή είναι η μοίρα μου.

»Τότε, ξαφνικά, το προορατικό της γενιάς του τον έκανε να πει:

»— Αλλά, κοίτα! Άρχοντα Έλροντ, τα χρόνια της αναμονής σου λιγοστεύουν επιτέλους και γρήγορα θα χρειαστεί να διαλέξουν τα παιδιά σου, είτε να χωριστούν από σένα είτε από τη Μέση-γη.

»– Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Έλροντ. Γρήγορα, με το δικό μας μέτρημα, αν και πολλά χρόνια των Ανθρώπων πρέπει να περάσουν ακόμη. Αλλά δε θα υπάρξει εκλογή για την αγαπημένη μου Άργουεν, εκτός κι εσύ, Άραγκορν, γιε του Άραθορν, μπεις ανάμεσά μας και μας τη φέρεις, εσένα ή εμένα, σε ένα πικρό αποχωρισμό πέρα από το τέλος του κόσμου. Δεν ξέρεις ακόμα τι ζητάς από μένα.

»Αναστέναξε κι ύστερα από λίγο, κοιτάζοντας σοβαρά το νεαρό άντρα, είπε ξανά:

»– Τα χρόνια θα φέρουν τα μελλούμενα. Δε θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό πριν περάσουν πολλά χρόνια. Οι μέρες σκοτεινιάζουν και πολύ κακό έρχεται.

»Τότε ο Άραγκορν με αγάπη αποχαιρέτισε τον Έλροντ· και την άλλη μέρα είπε αντίο στη μητέρα του, σε όλο το σπιτικό του Έλροντ και στην Άργουεν και βγήκε στις ερημιές. Για τριάντα χρόνια σχεδόν κοπίασε στον αγώνα εναντίον του Σόρον κι έγινε φίλος του Γκάνταλφ του Σοφού, απ’ τον οποίο πήρε πολλή σοφία. Μαζί του έκανε πολλά επικίνδυνα ταξίδια, αλλά καθώς τα χρόνια προχωρούσαν ταξίδευε πιο συχνά μοναχός. Ακολούθησε δύσκολους δρόμους και μακρινούς και η όψη του αγρίεψε, εκτός κι αν τύχαινε να χαμογελάσει· στους Ανθρώπους όμως φαινόταν πως άξιζε να τον τιμούν, σαν βασιλιά στην εξορία, όταν δεν έκρυβε τον πραγματικό εαυτό του. Γιατί κυκλοφορούσε με πολλές μεταμφιέσεις κι είχε αποκτήσει φήμη με διάφορα ψευδώνυμα. Είχε συμπορευτεί με τις ίλες των Ροχίριμ και είχε πολεμήσει για τον Άρχοντα της Γκόντορ και στη στεριά και στη θάλασσα· και ύστερα την ώρα της νίκης έφευγε και οι Άνθρωποι της Δύσης δεν ήξεραν πού πήγαινε. Πήγε μονάχος στα βάθη της Ανατολής και μακριά στο Νοτιά, εξερευνώντας τις καρδιές των Ανθρώπων, καλών και κακών, και αποκαλύπτοντας τις δολοπλοκίες και τα σχέδια των υπηρετών του Σόρον.

»Έτσι έγινε ο πιο γενναίος από όλους τους Ανθρώπους, γνώστης της τέχνης και των παραδόσεων τους, ήταν όμως και κάτι περισσότερο· γιατί είχε τη σοφία των Ξωτικών και τα μάτια του είχαν ένα φως που, όταν άναβε, ελάχιστοι μπορούσαν να το αντέξουν. Η όψη του ήταν λυπημένη κι αυστηρή εξαιτίας της μοίρας του, κι όμως η ελπίδα δεν έφευγε απ’ τα βάθη της καρδιάς του, απ’ όπου γέλιο ξεπηδούσε πότε πότε σαν νερό μέσ’ απ’ το βράχο.

»Και ήρθε κάποτε καιρός, όταν ο Άραγκορν ήταν σαράντα εννέα χρόνων, που γύρισε απ’ τους θανάσιμους κινδύνους στη μαύρη ενδοχώρα της Μόρντορ, όπου ο Σόρον τώρα είχε ξαναεγκατασταθεί και ήταν απασχολημένος με τα πονηρά του έργα. Ήταν πολύ κουρασμένος κι επιθυμούσε να επιστρέψει στο Σκιστό Λαγκάδι και να ξεκουραστεί εκεί για λίγο, πριν ταξιδέψει πάλι στις μακρινές χώρες· και στο δρόμο του πέρασε από τα σύνορα του Λόριεν και τον δέχτηκε στην κρυμμένη χώρα η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ.

»Δεν το ήξερε, όμως η Άργουεν Αντόμιελ ήταν κι εκείνη εκεί, φιλοξενούμενη ξανά για λίγο από τους συγγενείς της μητέρας της. Πολύ λίγο είχε αλλάξει, γιατί τα χρόνια των θνητών την είχαν προσπεράσει· το πρόσωπό της όμως ήταν πιο σοβαρό και το γέλιο της τώρα σπάνια ακουγόταν. Ο Άραγκορν όμως είχε ολοκληρωθεί τώρα και στο σώμα και στο νου και η Γκαλάντριελ του είπε να πετάξει τα ταλαιπωρημένα απ’ τα ταξίδια ρούχα του και τον έντυσε στα λευκά και στ’ ασημένια μ’ ένα μανδύα στο γκρίζο των Ξωτικών κι ένα λαμπερό πετράδι στο μέτωπο του. Τότε φάνηκε λες και ξεπέρασε τους Ανθρώπους κι έμοιαζε περισσότερο σαν Ξωτικο-άρχοντας από τα Νησιά της Δύσης. Κι έτσι ήταν όταν τον είδε η Άργουεν ξανά, ύστερα απ’ το μακρόχρονο χωρισμό τους· και καθώς την πλησίασε προχωρώντας προς το μέρος της κάτω από τα δέντρα του Κάρας Γκαλάντον φορτωμένα με χρυσαφένια λουλούδια, έκανε την εκλογή της και διάλεξε τη μοίρα της.

»Έπειτα, για αρκετό καιρό, πλανήθηκαν μαζί στα ξέφωτα του Λοθλόριεν, ώσπου ήρθε η ώρα του να φύγει. Και το δειλινό του Μεσοκαλόκαιρου ο Άραγκορν, ο γιος του Άραθορν, και η Άργουεν η κόρη του Έλροντ πήγαν στον όμορφο λόφο του Κέριν Άμροθ, που βρισκόταν στη μέση της χώρας και βάδισαν ξιπόλητοι στο αθάνατο γρασίδι με τα έλανορ και τα νίφρεντιλ ολόγυρα στα πόδια τους, Κι εκεί πάνω σ’ εκείνο το λόφο κοίταξαν ανατολικά κατά τη Σκιά και δυτικά κατά το Λυκόφως και έδωσαν λόγο και ήταν χαρούμενοι.

»Και η Άργουεν είπε:

»– Σκοτεινή είναι η Σκιά, η καρδιά μου όμως γιορτάζει· γιατί εσύ, Εστέλ, θα είσαι ανάμεσα στους μεγάλους που η αντρειοσύνη τους θα την καταστρέψει.

»Ο Άραγκορν όμως απάντησε:

»— Αλίμονο! Εγώ δεν μπορώ να το προβλέψω και μένει κρυφό από μένα το πώς θα γίνει. Με την ελπίδα σου όμως θα ελπίζω κι εγώ. Και απορρίπτω εντελώς τη Σκιά. Αλλά δεν είναι, κυρά, ούτε και το Λυκόφως για μένα· γιατί εγώ είμαι θνητός και αν ενωθείς μαζί μου, Άστρο του Δειλινού, τότε πρέπει κι εσύ ν’ απαρνηθείς το Λυκόφως.

»Και στάθηκε τότε εκείνη ακίνητη σαν πάλλευκο δεντρί, κοιτάζοντας κατά τη Δύση και τέλος είπε:

»– Θα ενωθώ μαζί σου, Ντούνανταν, και θ’ απαρνηθώ το Λυκόφως. Όμως εκεί βρίσκεται η γη των δικών μου και η μακρινή πατρίδα όλης της γενιάς μου.

»Αγαπούσε υπερβολικά τον πατέρα της.

»Όταν ο Έλροντ έμαθε την εκλογή της κόρης του, έμεινε σιωπηλός, μόλο που η καρδιά του ήταν περίλυπη και δε βρήκε τη μοίρα, που για πολύν καιρό φοβόταν, καθόλου ευκολότερη να την υπομείνει. Όταν όμως ο Άραγκορν πήγε πάλι στο Σκιστό Λαγκάδι τον κάλεσε και του είπε:

»— Γιε μου, έρχονται χρόνια που οι ελπίδες θα σβήσουν και, πέρα απ’ αυτά, πολύ λίγα μπορώ να δω καθαρά. Και τώρα μια σκιά απλώνεται ανάμεσά μας. Ίσως, να έχει έτσι οριστεί, οι Άνθρωποι να επανέλθουν με την απώλεια της δικής μου βασιλείας. Επομένως, αν και σ’ αγαπώ, σου λέω: η Άργουεν Αντόμιελ δε θα ελαττώσει τη χάρη τής ζωής της για μικρότερο σκοπό. Δε θα γίνει η νύφη κανενός Ανθρώπου πιο χαμηλά από το Βασιλιά της Γκόντορ και της Άρνορ μαζί. Τότε σ’ εμένα ακόμη και η νίκη μας μπορεί να φέρει λύπη και χωρισμό – αλλά σ’ εσένα χαρά για λίγο. Αλίμονο, γιε μου! Φοβάμαι πως για την Άργουεν η Μοίρα των Ανθρώπων θα φανεί βαριά στο τέλος.

»Έτσι είχαν τα πράγματα από τότε ανάμεσα στον Έλροντ και στον Άραγκορν και δεν ξαναμίλησαν πια γι’ αυτή την υπόθεση· ο Άραγκορν όμως βγήκε πάλι στους κινδύνους και στους μόχθους. Και όσο ο κόσμος σκοτείνιαζε και ο φόβος απλωνόταν στη Μέση-γη, καθώς η δύναμη του Σόρον μεγάλωνε και το Μπαράντ-ντουρ πυργωνόταν όλο πιο ψηλό και δυνατό, η Άργουεν έμενε στο Σκιστό Λαγκάδι και, όταν ο Άραγκορν ήταν έξω, τον παρακολουθούσε από μακριά με τη σκέψη της· και με ελπίδα τού κέντησε ένα μεγάλο και βασιλικό λάβαρο, τέτοιο που μόνο αυτός που θα διεκδικούσε την κυριαρχία των Νουμενόριαν και την κληρονομιά του Έλεντιλ να μπορεί να ξεδιπλώσει.

»Έπειτα από μερικά χρόνια η Γκιλράεν αποχαιρέτισε τον Έλροντ και ξαναγύρισε στους δικούς της στο Έριαντορ και ζούσε μόνη· και σπάνια ξανάβλεπε το γιο της, γιατί περνούσε πολλά χρόνια σε χώρες μακρινές. Αλλά μια φορά, που είχε γυρίσει ο Άραγκορν από το Βοριά, πήγε και τη βρήκε κι εκείνη του είπε πριν φύγει:

»— Αυτός είναι ο τελευταίος μας αποχαιρετισμός, Εστέλ, γιε μου. Με γέρασαν οι φροντίδες, λες και είμαι από μικρότερη γενιά· και, τώρα που πλησιάζει, δεν μπορώ ν’ αντιμετωπίσω τη σκοτεινιά των καιρών μας που μαζεύεται πάνω στη Μέση-γη. Γρήγορα θα την αφήσω.

»Ο Άραγκορν προσπάθησε να την παρηγορήσει, λέγοντας:

»— Μπορεί όμως να υπάρχει φως πίσω από τη σκοτεινιά· κι αν συμβαίνει αυτό, θα ήθελα να το δεις και να χαρείς.

»Εκείνη όμως απάντησε μόνο μ’ αυτό το linnod:

Onen i – Estel Edain, ú-chebin estel anim[17],

και ο Άραγκορν έφυγε με βαριά καρδιά. Η Γκιλράεν πέθανε πριν την επόμενη άνοιξη.

»Έτσι τα χρόνια έφτασαν στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού· που γι’ αυτόν αλλού λέγονται περισσότερα: πώς με απρόβλεπτο τρόπο αποκαλύφθηκε ο τρόπος να ανατραπεί ο Σόρον και πώς η ελπίδα πέρα από κάθε ελπίδα εκπληρώθηκε. Κι έτσι έγινε, ώστε ο Άραγκορν την ώρα της ήττας ήρθε από τη θάλασσα και ξεδίπλωσε το λάβαρο της Άργουεν στη μάχη του Πεδίου του Πέλενορ κι εκείνη την ημέρα για πρώτη φορά τον χαιρέτησαν ως βασιλιά. Και, τέλος, όταν έγιναν όλα μπήκε στην κληρονομιά των πατέρων του και παρέλαβε το στέμμα της Γκόντορ και το σκήπτρο της Άρνορ· και το Μεσοκαλόκαιρο της χρονιάς της Πτώσεως του Σόρον πήρε το χέρι της Άργουεν και έγιναν οι γάμοι τους στην πόλη των Βασιλέων.

»Η Τρίτη Εποχή τελείωσε έτσι με νίκη κι ελπίδα· και όμως, η μεγαλύτερη θλίψη ανάμεσα στις λύπες εκείνης της Εποχής ήταν ο χωρισμός του Έλροντ και της Άργουεν, γιατί χωρίστηκαν από τη θάλασσα και από μια μοίρα πέρα από το τέλος του κόσμου. Και όταν το Μεγάλο Δαχτυλίδι καταστράφηκε και τα Τρία έχασαν τη δύναμή τους, τότε ο Έλροντ κουράστηκε πια κι εγκατέλειψε τη Μέση-γη, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Η Άργουεν όμως έγινε θνητή, και δεν ήταν γραφτό της να πεθάνει πριν χάσει όλα όσα είχε κερδίσει.

»Ως Βασίλισσα των Ξωτικών και των Ανθρώπων έζησε με τον Άραγκορν για εκατόν είκοσι χρόνια με μεγάλη δόξα, τρισευτυχισμένη. Τέλος, όμως, εκείνος ένιωσε να πλησιάζουν τα γηρατειά και κατάλαβε πως οι μέρες της ζωής του πλησίαζαν στο τέλος κι ας ήταν τόσο πολλές. Τότε ο Άραγκορν είπε στην Άργουεν:

»– Επιτέλους, Αρχόντισσα Άστρο του Δειλινού, πεντάμορφη του κόσμου και τρισαγαπημένη, ο κόσμος μου σβήνει. Κοίτα! μαζέψαμε και ξοδέψαμε και τώρα έφτασε η ώρα της πληρωμής.

»Η Άργουεν ήξερε καλά τι σκόπευε να κάνει, που το είχε προείδει από παλιά· παρ’ όλ’ αυτά όμως την έπνιξε η λύπη.

»— Θα φύγεις, λοιπόν, άρχοντα, πριν της ώρας σου και θα αφήσεις το λαό σου που ζει απ’ το λόγο σου; είπε.

»— Όχι πριν της ώρας μου, απάντησε. Γιατί αν δε φύγω τώρα, τότε σύντομα θα φύγω θέλοντας και μη. Και ο γιος μας ο Ελντάριον είναι άντρας ώριμος για τη βασιλεία.

»Ύστερα πηγαίνοντας στον Οίκο των Βασιλέων στην Οδό της Σιωπής, ο Άραγκορν ξάπλωσε στο μακρύ κρεβάτι που ήταν ετοιμασμένο γι’ αυτόν. Εκεί αποχαιρέτισε τον Ελντάριον και του παρέδωσε το φτερωτό στέμμα της Γκόντορ και το σκήπτρο της Άρνορ. Έπειτα έφυγαν όλοι, εκτός από την Άργουεν που στάθηκε μόνη πλάι στο κρεβάτι του. Και παρ’ όλη της τη σοφία και την καταγωγή δεν άντεξε να μην τον παρακαλέσει να μείνει λίγο ακόμα. Εκείνη δεν είχε κουραστεί ακόμα από τη ζωή της κι έτσι δοκίμασε την πίκρα του θνητού των ανθρώπων που είχε διαλέξει.

»– Αρχόντισσα Αντόμιελ, είπε ο Άραγκορν, η ώρα είναι στ’ αλήθεια σκληρή, όμως γεννήθηκε την ημέρα ακριβώς που ανταμώσαμε κάτω από τις λευκές σημύδες στον κήπο του Έλροντ, που τώρα κανείς δεν υπάρχει. Και στο λόφο του Κέριν Άμροθ, όταν απαρνηθήκαμε και τη Σκιά και το Λυκόφως, δεχτήκαμε αυτή τη μοίρα. Σκέψου καλά, αγαπημένη, και ρώτησε τον εαυτό σου αν στ’ αλήθεια θα ήθελες να περιμένω ώσπου να μαραθώ και να πέσω από το θρόνο μου δίχως αντρειοσύνη και μυαλό. Όχι, κυρά, είμαι ο τελευταίος των Νουμενόριαν και ο τελευταίος Βασιλιάς των Παλιών Ημερών και μου έχει δοθεί όχι μόνο διάρκεια ζωής τριπλή από αυτή των Ανθρώπων της Μέσης-γης, αλλά και η χάρη να φύγω με τη θέλησή μου και να δώσω πίσω το δώρο. Επομένως τώρα θα κοιμηθώ.

»— Δε σου λέω λόγια παρηγοριάς, γιατί δεν υπάρχει παρηγοριά για πόνο σαν κι αυτό μέσα στους κύκλους του κόσμου. Η έσχατη εκλογή βρίσκεται ενώπιόν σου: να μετανοήσεις και να πας στα Λιμάνια παίρνοντας μαζί σου στη Δύση την ανάμνηση των ημερών που περάσαμε μαζί, που εκεί θα είναι πάντα ολόφρεσκιες, αλλά ποτέ τίποτε περισσότερο από ανάμνηση· ειδαλλιώς να υπομείνεις τη Μοίρα των Ανθρώπων.

»– Όχι, αγαπημένε μου άρχοντα, είπε εκείνη, εκείνη η εκλογή έχει γίνει από πολύ παλιά. Δεν υπάρχει τώρα πλοίο να με πάει εκεί και πρέπει στ’ αλήθεια να υπομείνω τη Μοίρα των Ανθρώπων, είτε το θέλω είτε όχι: την απώλεια και τη σιωπή. Αλλά σου λέω, Βασιλιά των Νουμενόριαν, ότι μέχρι τώρα δεν είχα κατανοήσει την ιστορία του λαού σου και την πτώση τους. Τους περιφρονούσα σαν κακούς ανόητους, αλλά τώρα τους λυπάμαι. Γιατί αν αυτό είναι στ’ αλήθεια, όπως λένε οι Έλνταρ, το δώρο του Ενός στους Ανθρώπους, είναι πικρό να το παίρνεις.

»– Έτσι φαίνεται, είπε. Αλλά ας μην ηττηθούμε στην τελική δοκιμασία, εμείς που παλιά απαρνηθήκαμε και τη Σκιά και το Δαχτυλίδι. Πρέπει με λύπη να φύγουμε, όχι όμως μ’ απελπισία. Κοίτα! δεν είμαστε για πάντα δεμένοι στους κύκλους του κόσμου και, πέρα απ’ αυτούς, υπάρχει κάτι περισσότερο από αναμνήσεις. Έχε γεια!

»– Εστέλ, Εστέλ! φώναξε, και καθώς πήρε το χέρι του και το φίλησε, εκείνος αποκοιμήθηκε.

»Τότε φάνηκε πολύ όμορφος, τόσο ώστε όλοι όσοι ήρθαν αργότερα εκεί τον κοιτούσαν με θαυμασμό κι απορία· γιατί είδαν ότι η χάρη της νεότητας του και η ανδρεία της ώριμης ηλικίας του και η σοφία και η μεγαλοπρέπεια των γηρατειών του φανερώνονταν ταυτόχρονα πάνω του. Και για πολύν καιρό κειτόταν εκεί, η απεικόνιση του μεγαλείου των Βασιλέων των Ανθρώπων με δόξα ολόλαμπρη πριν να κομματιαστεί ο κόσμος.

»Η Άργουεν όμως βγήκε από τον Οίκο και το φως των ματιών της είχε σβήσει και φάνηκε στο λαό της πως είχε γίνει παγωμένη και γκρίζα, όπως η νύχτα το χειμώνα που έρχεται δίχως άστρο. Έπειτα αποχαιρέτισε τον Ελντάριον και τις κόρες της και όλους όσους είχε αγαπήσει· και έφυγε από την πόλη της Μίνας Τίριθ και πήγε στη γη του Λόριεν κι έμεινε εκεί μονάχη κάτω από τα δέντρα που κιτρίνιζαν, ώσπου ήρθε ο χειμώνας. Η Γκαλάντριελ είχε φύγει, το ίδιο και ο Σέλεμπορν και η γη ήταν σιωπηλή.

»Εκεί, τέλος, όταν τα φύλλα από τα μάλορν έπεφταν, αλλά δεν είχε έρθει ακόμα η άνοιξη, ξάπλωσε κι αναπαύτηκε στο Κέριν Άμροθ· κι εκεί είναι το πράσινο μνήμα της, ώσπου ν’ αλλάξει ο κόσμος κι όλες οι μέρες της ζωής της να λησμονηθούν απ’ τις επερχόμενες γενιές των ανθρώπων και τα ελάνορ και νίφρεντιλ πάψουν να ανθίζουν ανατολικά απ’ τη Θάλασσα πια.

»Εδώ τελειώνει αυτή η ιστορία, όπως μας έχει έρθει από το Νοτιά· και με την αναχώρηση του Άστρου του Δειλινού, τίποτε άλλο δεν αναφέρεται σ’ αυτό το βιβλίο για τις παλιές μέρες.

Загрузка...