ΜΕΡΟΣ V

Ι ΜΙΝΑΣ ΤΙΡΙΘ

Ο Πίπιν έβγαλε το κεφάλι του από το καταφύγιο της κάπας του Γκάνταλφ και κοίταξε έξω. Αναρωτήθηκε αν ήταν ξυπνητός ή κοιμόταν ακόμα και εξακολουθούσε να βρίσκεται στο γοργοκίνητο όνειρο που ήταν τυλιγμένος από τότε που άρχισε η μεγάλη πορεία. Ο σκοτεινός κόσμος έφευγε τρέχοντας κι ο αέρας τραγουδούσε δυνατά στ’ αυτιά του. Δεν μπορούσε να δει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τ’ αστέρια που έτρεχαν και μακριά δεξιά του τεράστιους ίσκιους με φόντο τον ουρανό εκεί που τα βουνά του Νοτιά έτρεχαν προσπερνώντας. Νυσταγμένα προσπάθησε να υπολογίσει την ώρα και τις φάσεις του ταξιδιού τους, αλλά η μνήμη του ήταν αβέβαιη και μισοκοιμισμένη.

Ήταν εκείνη η πρώτη πορεία με τρομακτική ταχύτητα δίχως σταθμό, και ύστερα την αυγή είχε δει μια χλωμή χρυσαφένια λάμψη και είχαν φτάσει στη σιωπηλή πόλη και στο μεγάλο άδειο οίκημα στο λόφο. Και πριν καλά καλά φτάσουν στο καταφύγιο που τους προσέφερε, η φτερωτή σκιά πέρασε από πάνω γι’ άλλη μια φορά και οι άντρες παρέλυσαν από το φόβο. Ο Γκάνταλφ όμως του είχε μιλήσει απαλά κι αυτός είχε αποκοιμηθεί σε μια γωνιά, κουρασμένος αλλά ανήσυχος,, νιώθοντας αμυδρά κόσμο να πηγαινοέρχεται, άντρες να κουβεντιάζουν και τον Γκάνταλφ να δίνει διαταγές. Κι ύστερα πάλι να καλπάζουν, να καλπάζουν μέσα στη νύχτα. Αυτή ήταν η δεύτερη, όχι, η τρίτη νύχτα από τότε που είχε κοιτάξει στη Σφαίρα. Και μ’ αυτή την ανατριχιαστική ανάμνηση ξύπνησε εντελώς και ανατρίχιασε και το βουητό του ανέμου γέμισε με απειλητικές φωνές.

Ένα φως άναψε στον ουρανό, μια κίτρινη φωτιά πίσω απο σκοτεινά εμπόδια. Ο Πίπιν ζάρωσε, φοβισμένος για μια στιγμή, κι αναρωτήθηκε σε ποια φοβερή χώρα να τον πήγαινε ο Γκάνταλφ. Έτριψε τα μάτια του κι ύστερα είδε πως ήταν το φεγγάρι που ανέτειλε πάνω από τις σκιές της Ανατολής, τώρα σχεδόν πανσέληνος. Αναδεύτηκε και μίλησε: του Βοριά και τέλος έχασε τη ζωή του υπερασπίζοντάς με από πολλούς εχθρούς.

– Ησυχία! είπε ο Γκάνταλφ. Τα νέα γι’ αυτό το θλιβερό γεγονός έπρεπε πρώτα να τα μάθει ο πατέρας.

– Το είχαμε κιόλας μαντέψει, είπε ο Ίνγκολντ· γιατί έχουν εμφανιστεί παράξενοι οιωνοί εδώ τώρα τελευταία. Τώρα όμως περάστε γρήγορα! Γιατί ο Άρχοντας της Μίνας Τίριθ θα ανυπομονεί να μάθει τα τελευταία νέα για το γιο του, είτε τα φέρνει άνθρωπος είτε...

– Χόμπιτ, είπε ο Πίπιν. Πολύ μικρή υπηρεσία μπορώ να προσφέρω στον άρχοντά σας, αλλά ό,τι μπορώ να κάνω, θα το κάνω, στη θύμηση του Μπορομίρ του γενναίου.

– Έχετε γεια! είπε ο Ίνγκολντ· και οι άντρες άνοιξαν δρόμο για τον Ίσκιο κι αυτός πέρασε από μια στενή πύλη στον τοίχο. Μακάρι να φέρνεις καλές συμβουλές στον Ντένεθορ τώρα που έχει ανάγκη, και σ’ εμάς όλους, Μιθραντίρ! φώναξε ο Ίνγκολντ. Αλλά έρχεσαι με νέα για λύπες και κινδύνους, όπως το συνηθίζεις, λένε.

– Γιατί έρχομαι σπάνια και μόνο όταν χρειάζεται η βοήθειά μου, απάντησε ο Γκάνταλφ. Όσο για συμβουλές, σε σένα θα έλεγα πως άρχισες πολύ αργά να επισκευάζεις το τείχος του Πέλενορ. Τώρα το θάρρος θα είναι η καλύτερή σου προστασία ενάντια στην καταιγίδα που έρχεται... αυτό και ό,τι ελπίδες φέρνω. Γιατί δεν είναι άσχημα όλα τα νέα που φέρνω. Αλλά αφήστε τα μυστριά σας και ακονίστε τα σπαθιά σας!

– Η δουλειά θα ’ναι τελειωμένη πριν βραδιάσει, είπε ο Ίνγκολντ. Αυτό είναι το τελευταίο τμήμα του τείχους που προετοιμάζουμε για την άμυνα: το λιγότερο εκτεθειμένο σε επίθεση, γιατί βλέπει προς τους φίλους μας του Ρόαν. Έχεις κανένα νέο απ’ αυτούς; Νομίζεις πως θ’ απαντήσουν στο κάλεσμα;

– Ναι, θα έρθουν. Αλλά έχουν πολεμήσει σε πολλές μάχες στα νώτα σας. Κι αυτός, αλλά και κανένας άλλος δρόμος δε βλέπει πια σε μέρος ασφαλισμένο. Αγρυπνείτε! Αν δεν ήταν ο Γκάνταλφ το Κοράκι της Συμφοράς, θα βλέπατε μια στρατιά εχθρούς να έρχεται απ’ το Ανόριεν κι όχι τους Καβαλάρηδες του Ρόαν. Και μπορεί και τώρα να δείτε. Έχετε γεια και αγρυπνείτε!


Ο Γκάνταλφ μπήκε τώρα στον πλατύ κάμπο μέσα από το Ράμας Έχορ. Έτσι ονόμαζαν οι άνθρωποι της Γκόντορ το εξωτερικό τείχος που είχαν ανεγείρει με μεγάλο κόπο, όταν το Ιθίλιεν έπεσε κάτω από τη σκιά του Εχθρού. Για δέκα λεύγες ή και περισσότερο περικύκλωνε τους πρόποδες των βουνών, περιλαμβάνοντας τους κάμπους του Πέλενορ: όμορφα και εύφορα χωράφια της πόλης στις πλαγιές και στις πεζούλες που χαμήλωναν ως τον Άντουιν. Στο σημείο που απείχε περισσότερο από τη Μεγάλη Πύλη της Πόλεως, βορειοανατολικά, το τείχος βρισκόταν σε απόσταση τεσσάρων λευγών κι εκεί από μια αγριωπή όχθη κοίταζε από ψηλά τα ισιώματα πλάι στο ποτάμι και οι άνθρωποι το είχαν φτιάξει ψηλό και ισχυρό· γιατί σ’ εκείνο το σημείο, πάνω σε έναν υπερυψωμένο δρόμο με τείχος κι απ’ τις δυο πλευρές, ο δρόμος ερχόταν από τα περάσματα και τις γέφυρες της Οσγκίλιαθ και περνούσε από μια φρουρούμενη πύλη ανάμεσα από οχυρωμένους πύργους. Στο πλησιέστερό του σημείο το τείχος απείχε λίγο περισσότερο από μια λεύγα από την Πόλη στα νοτιοανατολικά. Εκεί ο Άντουιν, που κυλούσε σχηματίζοντας μια φαρδιά καμπύλη γύρω από τους λόφους του Έμιν Άρνεν στο Νότιο Ιθίλιεν, έστριβε απότομα δυτικά, και το εξωτερικό τείχος υψωνόταν ακριβώς στην άκρη του· και από κάτω βρίσκονταν οι αποβάθρες και οι μόλοι του Χάρλοντ για τα σκάφη που έρχονταν από τα νότια φέουδα.

Η γη γύρω από την πόλη ήταν πλούσια και καλοοργωμένη, με πολλούς κήπους, και αγροικίες εδώ κι εκεί, με ξηραντήρια και σιταποθήκες, με στάνες και στάβλους με γελάδια και πολλά ποταμάκια κελάρυζαν μες στις πρασινάδες απ’ τα υψώματα ως κάτω στον Άντουιν. Όμως οι βοσκοί και οι γεωργοί που κατοικούσαν εκεί δεν ήταν πολλοί και το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων της Γκόντορ ζούσε στους επτά κύκλους της Πόλης, ή στις ψηλές κοιλάδες στα όρια των βουνών, στο Λόσαρναχ, ή πιο νότια στο όμορφο Λέμπενιν με τα πέντε γοργοκύλιστα ποτάμια του. Εκεί κατοικούσε ένας σκληραγωγημένος λαός. ανάμεσα στα βουνά και στη θάλασσα. Τους θεωρούσαν ανθρώπους της Γκόντορ, όμως το αίμα τους δεν ήταν αμιγές κι ανάμεσά τους υπήρχαν άνθρωποι κοντοί και μελαψοί, που οι πρόγονοι τους κατάγονταν κυρίως απ’ το λησμονημένο λαό που κατοικούσε στη σκιά των λόφων τα Σκοτεινά Χρόνια, πριν τον ερχομό των βασιλιάδων. Αλλά πιο πέρα, στο μεγάλο φέουδο του Μπέλφαλας, κατοικούσε ο Πρίγκιπας Ιμραχίλ στο κάστρο του το Ντολ Άμροθ κοντά στη θάλασσα. Αυτός καταγόταν από αίμα ευγενικό, το ίδιο κι ο λαός του, άντρες ψηλοί και περήφανοι με θαλασσόγκριζα μάτια.

Τώρα. αφού ο Γκάνταλφ είχε προχωρήσει αρκετή ώρα, το φως της μέρας δυνάμωσε στον ουρανό κι ο Πίπιν ξύπνησε και κοίταξε ψηλά. Στ’ αριστερά του απλωνόταν μια θάλασσα ομίχλη:;, που ανέβαινε σαν θλιβερή σκιά στην Λνατολή· αλλά στα δεξιά του μεγάλα βουνά όρθωναν τα κεφάλια τους κι απλώνονταν από τη Δύση ως ένα απότομο καϊ ξαφνικό τέλος, λες κι όταν γινόταν η γη, ο Ποταμός να είχε σπάσει ένα μεγάλο εμπόδιο, λαξεύοντας μία τεράστια κοιλάδα που έγινε τόπος μαχών και αμφισβητήσεων σε χρόνια μελλοντικά. Κι εκεί που τα Άσπρα Βουνά, τα Έρεντ Νίμρες, τελείωναν, είδε, όπως του είχε υποσχεθεί ο Γκάνταλφ, το σκοτεινό όγκο του Βουνού Μιντολούιν, τις σκούρες πορφυρές σκιές στα ψηλά φαράγγια του και την ψηλή του όψη που άσπριζε στον ερχομό της μέρας. Και πάνω στο ξεπεταγμένο του γόνατο η Φρουρούμενη Πόλη, με τα επτά πέτρινα τείχη της, τόσο ισχυρή και παλιά, που έμοιαζε να μην την έχουν χτίσει, αλλά να την έχουν λαξέψει γίγαντες απ’ τα κόκαλα της γης.

Εκεί που ο Πίπιν κοίταζε όλος θαυμασμό, τα τείχη έγιναν από γκρίζα άσπρα, ροδίζοντας ελαφρά στο φως της αυγής· και ξαφνικά ο ήλιος βγήκε πάνω απ’ τις ανατολικές σκιές κι έστειλε μια δέσμη ακτίνες που έπεσαν ίσια πάνω στο πρόσωπο της Πόλης. Τότε ο Πίπιν έβγαλε μια φωνή, γιατί ο Πύργος του Εκτέλιον, που στεκόταν ψηλός καταμεσής στο ψηλότερο τείχος, άστραψε στον ουρανό, λαμπυρίζοντας σαν μια σφήνα μαργαριταρένια κι ασημιά, ψηλός, όμορφος και καλλίγραμμος και η κορφή του γυάλιζε σαν από κρύσταλλο· και κάτασπρα λάβαρα άνοιξαν και κυμάτισαν απ’ τις επάλξεις στην πρωινή αύρα και πάνω μακριά άκουσε ένα καθάριο κουδούνισμα, λες κι από ασημένιες σάλπιγγες.


Έτσι ο Γκάνταλφ και ο Πέρεγκριν έφτασαν καβάλα στη Μεγάλη Πύλη των Ανθρώπων της Γκόντορ με την ανατολή του ήλιου και οι σιδερένιες της πόρτες άνοιξαν μπροστά τους.

– Μιθραντίρ! Μιθραντίρ! φώναξαν οι άντρες. Τώρα ξέρουμε πως η καταιγίδα είναι στ’ αλήθεια κοντά!

— Σας έφτασε, είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ ταξίδεψα στα φτερά της. Αφήστε με να περάσω! Πρέπει να πάω στον Ντένεθορ τον Άρχοντά σας, όσο υπάρχει ακόμα η εξουσία του. Ό,τι κι αν συμβεί, έχετε φτάσει στο τέλος της Γκόντορ που γνωρίζατε. Παραμερίστε.

Τότε οι άντρες υποχώρησαν στην προσταγή της φωνής του και δεν του έκαναν άλλες ερωτήσεις, αν και κοίταζαν με απορία το χόμπιτ που καθόταν μπροστά του και το άλογο που τον μετέφερε. Γιατί οι άνθρωποι της Πόλης ελάχιστα χρησιμοποιούσαν άλογα και σπάνια τα έβλεπαν στους δρόμους τους, εκτός από εκείνα που ίππευαν οι αγγελιαφόροι του άρχοντά τους. Και έλεγαν: Δεν είναι αυτό ένα απ’ τα μεγάλα άτια του Βασιλιά του Ρόαν; Μπορεί οι Ροχίριμ να έρθουν γρήγορα να μας ενισχύσουν.

Ο Ίσκιος όμως ανηφόριζε περήφανα το μακρύ στριφογυριστό δρόμο.


Γιατί το σχέδιο της Μίνας Τίριθ ήταν τέτοιο, ώστε ήταν χτισμένη σε επτά επίπεδα, το καθένα σκαμμένο στο λόφο, και γύρω απ’ το καθένα υπήρχε ένα τείχος και σε κάθε τείχος μία πύλη. Οι πύλες όμως δεν ήταν στη σειρά: η Μεγάλη Πύλη στο Τείχος της Πόλεως βρισκόταν στο ανατολικό σημείο του κύκλου, η επόμενη όμως έβλεπε προς το νοτιά και η τρίτη βορινά και ούτω καθεξής ανεβαίνοντας· γι’ αυτό ο πλακόστρωτος δρόμος που ανέβαινε στο Κάστρο έστριβε πότε έτσι και πότε αλλιώς, διασχίζοντας την πλαγιά του λόφου. Και κάθε φορά που περνούσε το σημείο της Μεγάλης Πύλης, περνούσε από μια τοξωτή στοά, τρυπώντας έναν τεράστιο βράχο, που η θεόρατη ξεπεταγμένη καμπούρα του χώριζε στα δυο όλους τους κύκλους της Πόλης εκτός από τον πρώτο. Γιατί και από τον αρχέγονο σχηματισμό του λόφου και από την άφθαστη τέχνη και τους μόχθους των αρχαίων, ξεπεταγόταν, από το πίσω μέρος της ευρύχωρης αυλής πίσω από την Πύλη, ένας πέτρινος πυργωτός προμαχώνας, μυτερός σαν καρίνα πλοίου, που έβλεπε ανατολικά. Ανέβαινε ψηλά, ως το επίπεδο του πιο ψηλού κύκλου κι εκεί ήταν στεφανωμένος με μία έπαλξη· έτσι, ώστε αυτοί που βρίσκονταν μέσα στο Κάστρο να μπορούν, σαν τους ναύτες ενός τεράστιου πλοίου, να βλέπουν από την κορυφή του κατακόρυφα κάτω στην Πύλη εφτακόσια πόδια χαμηλότερα. Η είσοδος του Κάστρου έβλεπε επίσης ανατολικά, αλλά ήταν λαξεμένη στην καρδιά του βράχου· από εκεί ένας ανήφορος φωτισμένος με φανάρια ανέβαζε στην έβδομη πύλη. Έτσι οι άνθρωποι έφταναν τέλος στην Υψηλή Αυλή και στον Τόπο του Σιντριβανιού μπροστά στα πόδια του Λευκού Πύργου, που ήταν ψηλός και καλλίγραμμος, τριακόσια πόδια από τη βάση ως την πιο ψηλή κορφή του, όπου το λάβαρο των Επιτρόπων κυμάτιζε χίλια πόδια πάνω από την πεδιάδα.

Ήταν στ’ αλήθεια ισχυρό κάστρο, που δεν το πατούσαν εύκολα στρατιές εχθρών, αν είχε μέσα άντρες που μπορούσαν να κρατήσουν όπλα· εκτός κι αν κάποιος εχθρός κατάφερνε να έρθει από πίσω και να αναρριχηθούν στους πρόποδες του Μιντολούιν και να φτάσουν έτσι στη στενή ράχη που ένωνε το Λόφο της Φρουράς με τον κυρίως όγκο του βουνού. Αλλά αυτή η ράχη, που υψωνόταν ως το πέμπτο τείχος, ήταν φραγμένη με μεγάλα αναχώματα ως τον κατακόρυφο βράχο, που υψωνόταν στη δυτική της άκρη· και σ’ αυτόν το χώρο υπήρχαν οι κατοικίες και οι τρουλωτοί τάφοι περασμένων βασιλιάδων και αρχόντων, αιώνια σιωπηλοί ανάμεσα στο βουνό και στον πύργο.


Ο Πίπιν κοίταζε με αυξανόμενο θαυμασμό τη μεγάλη πέτρινη πολιτεία, που ήταν πιο μεγάλη και πιο θαυμαστή απ’ ό,τι είχε ονειρευτεί· μεγαλύτερη και ισχυρότερη απ’ το Ίσενγκαρντ και πολύ πιο ωραία. Στην πραγματικότητα, όμως, χρόνο με το χρόνο έπεφτε σε παρακμή και ήδη της έλειπαν οι μισοί άνθρωποι απ’ όσους θα μπορούσαν άνετα να ζήσουν εκεί. Σε κάθε δρόμο περνούσαν κάποιο μεγάλο σπίτι ή αυλή, που πάνω από τις πόρτες τους και τις τοξωτές εξώπορτες ήταν σκαλισμένα πολλά όμορφα γράμματα που είχαν παράξενα και αρχαία σχήματα: ονόματα, φανταζόταν ο Πίπιν, μεγάλων αντρών και οικογενειών που έμεναν κάποτε εκεί· κι όμως τώρα ήταν σιωπηλά και δεν ακουγόταν πάτημα στα πλατιά πεζοδρόμια, ούτε φωνή στις κάμαρές τους ούτε κανένα πρόσωπο δεν αγνάντευε έξω απ’ τις πόρτες και τ’ αδειανά παράθυρα.

Τέλος βγήκαν από τη σκιά στην έβδομη πύλη και ο ζεστός ήλιος που φώτιζε τον τόπο πέρα απ’ το ποτάμι, καθώς ο Φρόντο βάδιζε στα ξέφωτα του Ιθίλιεν, έλαμπε κι εδώ στους λείους τοίχους και στις ριζωμένες κολόνες και στη μεγάλη καμάρα με την κατάκορφη πέτρα της σκαλισμένη, ώστε να μοιάζει με το κεφάλι κάποιου Βασιλιά με την κορόνα. Ο Γκάνταλφ ξεπέζεψε, γιατί απαγορεύονταν τα άλογα στο Κάστρο, και ο Ίσκιος δέχτηκε να τον απομακρύνουν, υπακούοντας στα απαλά λόγια του κυρίου του.

Οι Φύλακες της πύλης ήταν ντυμένοι στα μαύρα και τα κράνη τους είχαν παράξενο σχήμα, με ψηλό λόφο, μακριές παραγναθίδες που εφάρμοζαν κολλητά στο πρόσωπο και πάνω απ’ τις παραγναθίδες ήταν τοποθετημένα τα άσπρα φτερά των θαλασσοπουλιών τα κράνη όμως φεγγοβολούσαν με ασημένια φλόγα, γιατί ήταν στ’ αλήθεια φτιαγμένα από μίθριλ, κειμήλια της δόξας των παλιών ημερών. Στους μαύρους τους μανδύες ήταν κεντημένο με άσπρη κλωστή ένα λευκό δέντρο ανθισμένο, σαν το χιόνι κάτω από μια ασημένια κορόνα και αστέρια με πολλές μύτες. Αυτή ήταν η λιβρέα των κληρονόμων του Έλεντιλ και κανείς δεν τη φορούσε τώρα σ’ όλη την Γκόντορ, εκτός από τους Φρουρούς του Κάστρου μπροστά στην Αυλή του Σιντριβανιού, όπου κάποτε φύτρωνε το Λευκό Δέντρο.

Φαινόταν πως τα νέα για τον ερχομό τους είχαν κιόλας φτάσει πριν απ’ αυτούς· και αμέσως τους άνοιξαν, σιωπηλά και δίχως ερωτήσεις. Γρήγορα ο Γκάνταλφ διέσχισε την πλακοστρωμένη αυλή. Ένα όμορφο σιντριβάνι παιγνίδιζε εκεί στον πρωινό ήλιο και καταπράσινο γρασίδι φύτρωνε ολόγυρα· αλλά στη μέση. γερμένο πάνω απ’ τη λιμνούλα, στεκόταν ένα νεκρό δέντρο και οι σταγόνες πέφτοντας στάλαζαν θλιβερά στα γυμνά και σπασμένα κλωνάρια του και ξανάπεφταν στο καθάριο νερό.

Εφτά αστέρια κι εφτά πέτρες κι ίνα λευκό δεντρί.

Τα λόγια που είχε μουρμουρίσει ο Γκάνταλφ του ήρθαν στο μυαλό. Κα ύστερα βρέθηκε στις πόρτες της μεγάλης αίθουσας κάτω απ’ το γυαλιστερό πύργο· κι ακολουθώντας το μάγο πέρασε τους ψηλούς αμίλητους φύλακες της πόρτας και μπήκε στις δροσερές σκιές του πέτρινου σπιτιού.

Βάδιζαν σ’ έναν πλακοστρωμένο διάδρομο, μακρύ και άδειο, και καθώς προχωρούσαν, ο Γκάνταλφ μίλησε χαμηλόφωνα στον Πίπιν:

– Να προσέχεις τα λόγια σου, μαστρο-Πέρεγκριν! Τώρα δεν είναι ώρα για χομπιτοεξυπνάδες. Ο Θέοντεν είναι ένας καλοκάγαθος γέροντας. Ο Ντένεθορ όμως είναι διαφορετικός, υπερήφανος και πανούργος, που βαστάει από μεγαλύτερη γενιά κι έχει περισσότερη δύναμη, μόλο που δεν τον αποκαλούν βασιλιά. Θα μιλήσει όμως κυρίως σ’ εσένα και θα σου κάνει πολλές ερωτήσεις, μιας και μπορείς να του μιλήσεις για το γιο του τον Μπορομίρ. Τον αγαπούσε πάρα πολύ: παραπάνω απ’ όσο έπρεπε ίσως· και η αγάπη του ήταν τόσο μεγάλη γιατί ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες. Αλλά με το πρόσχημα της αγάπης του Θα το Θεωρήσει ευκολότερο να μάθει ό,τι επιθυμεί από σένα, παρά από μένα. Μην του πεις τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται και άσε κατά μέρος το θέμα της αποστολής του Φρόντο. Αυτό θα το αναλάβω εγώ, όταν πρέπει. Και ούτε να πεις τίποτα για τον Άραγκορν, εκτός κι αν αναγκαστείς.

– Γιατί όχι; Τι κακό έχει ο Γοργοπόδαρος; ψιθύρισε ο Πίπιν. Σκόπευε νά ’ρθει εδώ, έτσι δεν είναι; Κι οπωσδήποτε πολύ γρήγορα θα έρθει κι ο ίδιος αυτοπροσώπως.

– Ίσως, ίσως, είπε ο Γκάνταλφ. Όμως αν έρθει, το πιο πιθανό είναι πως αυτό θα γίνει με τέτοιον τρόπο, που κανείς δεν το περιμένει, ούτε κι ο ίδιος ο Ντένεθορ. Έτσι θα είναι καλύτερα. Τουλάχιστον πρέπει να έρθει χωρίς να το έχουμε αναγγείλει εμείς.

Ο Γκάνταλφ σταμάτησε μπροστά σε μια ψηλή πόρτα από γυαλιστερό μέταλλο.

– Κοίτα δω, μαστρο-Πίπιν, δεν είναι ώρα τώρα να σου κάνω μάθημα την ιστορία της Γκόντορ· αν κι ίσως να ήταν καλύτερα, αν ήξερες και κάτι απ’ αυτήν. τότε που ακόμα κυνηγούσες φωλιές πουλιών κι έκανες σκασιαρχείο στα δάση του Σάιρ. Κάνε αυτό που σου λέω! Δεν είναι και πολύ συνετό, όταν κανείς φέρνει νέα για το θάνατο του διαδόχου του σε κάποιον πανίσχυρο άρχοντα, να πολυμιλάει για τον ερχομό κάποιου, που αν έρθει, θα αξιώσει το θρόνο. Σου φτάνει αυτό;

– Το θρόνο; είπε ο Πίπιν κατάπληκτος.

– Ναι, είπε ο Γκάνταλφ. Αν περπατούσες όλες αυτές τις μέρες με τ’ αυτιά κλεισμένα και το μυαλό κοιμισμένο, ξύπνα τώρα! Χτύπησε την πόρτα.


Η πόρτα άνοιξε, αλλά κανείς δε φαινόταν να την έχει ανοίξει. Ο Πίπιν είδε μια μεγάλη αίθουσα. Φως έμπαινε από βαθιά παράθυρα στους φαρδείς διαδρόμους κι απ’ τις δύο πλευρές, πέρα απ’ τις ψηλές κολόνες στη σειρά που κρατούσαν την οροφή. Μονόλιθοι από μαύρο μάρμαρο, κατέληγαν σε μεγάλα κιονόκρανα σκαλισμένα στο σχήμα πολλών παράξενων ζώων και φύλλων και πολύ ψηλά στη σκιά ο μεγάλος θόλος έλαμπε από θαμπό χρυσάφι, με ένθετα σχέδια σε διάφορα χρώματα. Δε φαίνονταν πουθενά στη μακριά επίσημη αίθουσα, ούτε παραπετάσματα ούτε ιστορημένα κεντήματα ούτε τίποτα πλεγμένο ή ξύλινο· αλλά ανάμεσα στις κολόνες στέκονταν σε σιωπηλή συντροφιά πανύψηλες μορφές σκαλισμένες στην κρύα πέτρα.

Ξαφνικά ο Πίπιν θυμήθηκε τους πελεκημένους βράχους του Άργκοναθ και δέος τον κυρίεψε, καθώς κοίταζε το διάδρομο των από τα χρόνια τα παλιά νεκρών βασιλέων. Τέλος, στο βάθος, πάνω σ’ ένα βάθρο με πολλά σκαλοπάτια στεκόταν ένας ψηλός θρόνος κάτω από έναν ουρανό μαρμάρινο σε σχήμα περικεφαλαίας με στέμμα· πίσω του ήταν σκαλισμένο πάνω στον τοίχο ένα ανθισμένο δέντρο με ένθετα πετράδια. Ο θρόνος όμως ήταν άδειος. Στα πόδια του βάθρου, στο χαμηλότερο σκαλοπάτι, που ήταν φαρδύ και βαθύ, υπήρχε ένα πέτρινο κάθισμα, μαύρο κι αστόλιστο, και εκεί καθόταν ένας γέροντας, κοιτάζοντας τα γόνατά του. Στο χέρι του είχε ένα άσπρο ραβδί με χρυσαφένιο κεφάλι. Δε σήκωσε το κεφάλι. Τελετουργικά βάδισαν προς το μέρος του, ώσπου στάθηκαν τρία βήματα από το σκαμνάκι που είχε για τα πόδια του. Τότε ο Γκάνταλφ μίλησε:

– Χαίρε, Άρχοντα και Επίτροπε της Μίνας Τίριθ, Ντένεθορ γιε του Εκτέλιον! Σ’ αυτή τη σκοτεινή ώρα έχω έρθει με συμβουλές και νέα.

Τότε ο γέροντας σήκωσε το κεφάλι. Ο Πίπιν είδε το ανάγλυφο πρόσωπό του με τα υπερήφανα κόκαλα, τη σαν ελεφαντόδοντο επιδερμίδα και τη μακριά κυρτή μύτη ανάμεσα στα σκούρα βαθουλωτά μάτια· και του ήρθε στο νου όχι τόσο πολύ ο Μπορομίρ, όσο ο Άραγκορν.

– Σκοτεινή, πραγματικά, είναι η ώρα, είπε ο γέροντας, και το συνηθίζεις να έρχεσαι σε τέτοιες ώρες, Μιθραντίρ. Αλλά μόλο που όλα τα σημάδια προοιωνίζουν πως πλησιάζει το μοιραίο για την Γκόντορ, για μένα τώρα αυτό το σκοτάδι είναι λιγότερο από το δικό μου το σκοτάδι. Μου είπαν ότι φέρνεις μαζί σου κάποιον που είδε το γιο μου να πεθαίνει. Αυτός είναι;

– Αυτός είναι, είπε ο Γκάνταλφ. Ο ένας από τους δύο. Ο άλλος είναι με το Θέοντεν του Ρόαν και μπορεί να έρθει αργότερα. Είναι μικρούληδες καθώς βλέπεις, αυτός όμως δεν είναι εκείνος για τον οποίο μίλησαν οι οιωνοί.

– Πάντως είναι μικρούλης, είπε αγριωπά ο Ντένεθορ, και δεν αγαπώ αυτή τη λέξη, από τότε που εκείνα τα καταραμένα λόγια ήρθαν και σκότισαν τις σκέψεις μας και τράβηξαν μακριά το γιο μου στην απερίσκεπτη αποστολή και στο θάνατο. Μπορομίρ μου! Τώρα σε χρειαζόμαστε. Ο Φαραμίρ θα ’πρεπε να ’χε πάει στη θέση του.

– Ευχαρίστως θα πήγαινε, είπε ο Γκάνταλφ. Μη γίνεσαι άδικος από τη λύπη σου! Ο Μπορομίρ απαίτησε να πάει στην αποστολή και δεν άφηνε να πάει κανείς άλλος. Ήταν άνθρωπος με ισχυρή θέληση και αποκτούσε αυτό που επιθυμούσε. Ταξίδεψα πολύ μαζί του κι έμαθα πολλά για το χαρακτήρα του. Μιλάς όμως για το θάνατό του. Είχες νέα γι’ αυτόν πριν να έρθουμε εμείς;

– Έλαβα αυτό, είπε ο Ντένεθορ, και αφήνοντας το σκήπτρο του σήκωσε από τα πόδια του αυτό που κοίταζε.

Σε κάθε χέρι του κρατούσε το μισό απ’ το μεγάλο βούκινο που ήταν κομμένο στη μέση: ένα Βούκινο από κέρατο αγριοβουβάλου δεμένο με ασήμι.

– Αυτό είναι το βούκινο που είχε πάντα μαζί του ο Μπορομίρ! φώναξε ο Πίπιν.

– Σωστά, είπε ο Ντένεθορ. Και όταν ήταν η σειρά μου το κρατούσα εγώ, όπως και ο κάθε πρωτότοκος γιος της οικογένειάς μας, από χρόνια αμνημόνευτα, πριν λείψουν οι βασιλιάδες, από τότε που ο Βοροντΐλ, ο πατέρας του Μάρντιλ, σκότωσε το άγριο βουβάλι του Αρό στα μακρινά λιβάδια του Ρουν. Το άκουσα να σαλπίζει αχνά στα βορινά σύνορα πριν δεκατρείς μέρες και ο Ποταμός μού το έφερε κομματιασμένο: δε θα σαλπίσει πια.

Σταμάτησε κι έπεσε βαριά σιωπή. Ξαφνικά γύρισε τη μαύρη ματιά του στον Πίπιν.

– Κι εσύ τι λες γι’ αυτό, Ανθρωπάκι;

– Δεκατρείς, δεκατρείς μέρες, κόμπιασε ο Πίπιν. Ναι, τόσες θα ’ναι νομίζω. Ναι, στεκόμουν πλάι του, καθώς φυσούσε το βούκινο. Αλλά δεν ήρθε βοήθεια. Μόνο κι άλλοι ορκ.

– Λοιπόν, είπε ο Ντένεθορ, κοιτάζοντας διαπεραστικά τον Πίπιν στο πρόσωπο. Ήσουν εκεί; Πες μου κι άλλα! Γιατί δεν ήρθε βοήθεια; Και πώς γλίτωσες εσύ, ενώ αυτός όχι, μόλο που ήταν τέτοιο μεγαλόσωμο παλικάρι και μόνο ορκ τον πολεμούσαν;

Ο Πίπιν κοκκίνισε και ξέχασε το φόβο του.

– Κι ο πιο δυνατός άντρας μπορεί να σκοτωθεί μ’ ένα βέλος, είπε· και ο Μπορομίρ τρυπήθηκε από πολλά. Την τελευταία φορά που τον είδα είχε πέσει πλάι σ’ ένα δέντρο κι έβγαζε ένα μαυρόφτερο βέλος απ’ το πλευρό του. Ύστερα λιποθύμησα και μ’ έπιασαν αιχμάλωτο. Δεν τον είδα πια και δεν ξέρω τίποτ’ άλλο. Όμως τιμώ τη μνήμη του, γιατί ήταν πολύ γενναίος. Πέθανε για να μας σώσει, το συγγενή μου το Μέριαντοκ κι εμένα, που πέσαμε σε ενέδρα στα δάση απ’ τους στρατιώτες του Μαύρου Άρχοντα· και μόλο που έπεσε κι απέτυχε, η ευγνωμοσύνη μου δεν είναι λιγότερη.

Ύστερα ο Πίπιν κοίταξε το γέροντα κατάματα, γιατί η περηφάνια του είχε παράξενα θιγεί, κι εξακολουθούσε να τον τσούζει η περιφρόνηση και η υποψία εκείνης της παγωμένης φωνής.

– Το δίχως άλλο μικρή υπηρεσία, ένας τόσο μεγάλος άρχοντας των Ανθρώπων θα φανταστεί πως μπορεί να του προσφέρει ένας χόμπιτ, ένας μικρούλης απ’ το βορινό Σάιρ· πάντως, ό,τι κι αν είναι, θα την προσφέρω, για να ξεπληρώσω το χρέος μου.

Παραμερίζοντας· τον γκρίζο του μανδύα ο Πίπιν τράβηξε το μικρό του σπαθί και το έβαλε στα πόδια του Ντένεθορ.

Ένα χλωμό χαμόγελο, σαν κρύα ηλιαχτίδα χειμωνιάτικου δειλινού, φάνηκε φευγαλέα στο πρόσωπο του γέροντα· αλλά έσκυψε το κεφάλι του κι άπλωσε το χέρι του αφήνοντας κατά μέρος τα κομμάτια του Βούκινου.

– Δώσε μου το όπλο! είπε.

Ο Πίπιν το σήκωσε και του το πρότεινε με τη λαβή μπροστά.

– Από πού προέρχεται αυτό; είπε ο Ντένεθορ. Πολλά, πολλά χρόνια το βαραίνουν. Αυτή η λεπίδα έχει σφυρηλατηθεί από ανθρώπους της γενιάς μας στο Βοριά, πολύ παλιά, έτσι δεν είναι;

– Προέρχεται από τους θολωτούς τάφους που βρίσκονται στα σύνορα της πατρίδας μου, είπε ο Πίπιν. Αλλά τώρα μόνο απαίσιοι βρικόλακες κατοικούν εκεί και δε θα ’λεγα μ’ ευχαρίστηση περισσότερα γι’ αυτούς.

– Βλέπω πως παράξενες ιστορίες πλέκονται γύρω απ’ το άτομό σου, είπε ο Ντένεθορ, κι έτσι γι’ άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως η εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου – ή του μικρούλη – μπορεί να απατά. Δέχομαι τις υπηρεσίες σου. Γιατί δε σε πτοούν τα λόγια· και μιλάς ευγενικά, μόλο που η προφορά σου ακούγεται παράξενα σ’ εμάς τους νότιους. Και θα χρειαστούμε όλους όσους έχουν ευγενικούς τρόπους, μεγάλους ή μικρούς, στις μέρες που έρχονται. Δώσε μου τον όρκο τώρα!

– Πάρε τη λαβή του σπαθιού, είπε ο Γκάνταλφ, και να επανυλαμβάνεις αυτά που θα λέει ο Άρχοντας, αν το έχεις αποφασίσει.

– Το έχω, είπε ο Πίπιν.

Ο γέροντας έβαλε το σπαθί στα γόνατά του κι ο Πίπιν ακούμπησε το χέρι του στη λαβή και επαναλάμβανε αργά μετά τον Ντένεθορ.

– Εδώ δίνω όρκο πίστεως και υποταγής στην Γκόντορ και στον Άρχοντα και Επίτροπο της επικράτειας, να μιλώ και να σιωπώ, να εργάζομαι και να αργώ, να πηγαίνω και να έρχομαι, σε καιρό φτώχειας ή αφθονίας, ειρήνης ή πολέμου, ζωντανός ή ξεψυχώντας από την ώρα αυτή και στο εξής, ωσότου ή να με απαλλάξει ο κύριός μου, ή να με πάρει ο θάνατος ή να έλθει η συντέλεια του κόσμου. Έτσι δίνω το λύγο μου εγώ. ο Πέρεγκριν γιος του Πάλαντιν από το Σάιρ, τη χώρα των Μικρούληδων.

»Και αυτά τα ακούω, Ντένεθορ γιε του Εκτέλιον. Άρχοντα της Γκόντορ, Επίτροπε του Υψηλού Βασιλέα, και δε θα τα λησμονήσω, ούτε θα παραλείψω να ανταποδώσω αυτό το οποίο δίδεται: υποταγή με αγάπη, ανδρεία με τιμή. επιορκία με εκδίκηση.

Ύστερα δόθηκε πίσω στον Πίπιν το σπαθί του και το έβαλε στο θηκάρι του.

– Και τώρα, είπε ο Ντένεθορ, να η πρώτη μου διαταγή· μίλα και μη σιωπάς! Πες μου όλη την ιστορία και κοίταξε να θυμηθείς όσα μπορείς για τον Μπορομίρ, το γιο μου. Κάθισε τώρα κι άρχισε!

Ενώ μιλούσε, χτύπησε ένα μικρό ασημένιο γκονγκ που υπήρχε πλάι στο σκαμνάκι που είχε τα πόδια του και αμέσως πλησίασαν υπηρέτες.

– Φέρτε κρασί και φαγητό και καθίσματα για τους ξένους, είπε ο Ντένεθορ, και φροντίστε να μη μας ενοχλήσει κανείς για μία ώρα.

»Μόνο τόση ώρα μπορώ να διαθέσω, γιατί υπάρχουν πάρα πολλά άλλα που πρέπει να φροντίσω, είπε στον Γκάνταλφ. Πολλά πολύ πιο σπουδαία, ίσως θεωρηθεί όμως, λιγότερο επείγοντα για μένα. Αλλά πιθανόν να μπορέσουμε να τα ξαναπούμε όταν τελειώσει η μέρα.

– Και νωρίτερα, ελπίζω, είπε ο Γκάνταλφ. Γιατί δεν ήρθα εδώ καλπάζοντας από το Ίσενγκαρντ, εκατόν πενήντα λεύγες, με την ταχύτητα του ανέμου, για να σου φέρω ένα μικρό πολεμιστή, όσο ευγενικός κι αν είναι. Δε μετράει ότι ο Θέοντεν έδωσε μεγάλη μάχη και πως το Ίσενγκαρντ έπεσε και ότι εγώ έσπασα το ραβδί του Σάρουμαν;

– Μετράει και πολύ μάλιστα. Αλλά ξέρω κιόλας αρκετά από αυτά τα γεγονότα, ώστε να ξέρω τι θα κάνω ενάντια στην απειλή της Ανατολής.

Έστρεψε τα σκοτεινά του μάτια πάνω στον Γκάνταλφ και τώρα ο Πίπιν διαπίστωσε μια ομοιότητα ανάμεσά τους κι ένιωσε την ένταση ανάμεσά τους, σχεδόν λες κι έβλεπε μια γραμμή φωτιάς να σιγοκαίει, από μάτι σε μάτι, που ξαφνικά μπορεί να γινόταν πυρκαγιά.

Ο Ντένεθορ μάλιστα έμοιαζε πιο πολύ με μεγάλο μάγο από τον Γκάνταλφ, πιο βασιλικός, όμορφος και ισχυρός· και πιο ηλικιωμένος. Αλλά με κάποια άλλη αίσθηση, πέρα από την όραση, ο Πίπιν κατάλαβε ότι ο Γκάνταλφ είχε τη μεγαλύτερη δύναμη, τη βαθύτερη σοφία και ένα μεγαλείο που ήταν καλυμμένο. Και ήταν γεροντότερος, πολύ πιο γεροντότερος. «Πόσο πιο ηλικιωμένος;» αναρωτήθηκε κι ύστερα του φάνηκε παράξενο πως ποτέ πριν δεν το είχε ξανασκεφτεί. Ο Δεντρογένης είχε πει κάτι για μάγους, τότε όμως δεν είχε σκεφτεί πως κι ο Γκάνταλφ ήταν ένας απ’ αυτούς. Τι ήταν ο Γκάνταλφ; Ποια μακρινή εποχή και από ποιο μέρος είχε έρθει στον κόσμο και πότε θα τον άφηνε; Και ύστερα οι συλλογισμοί του κόπηκαν και είδε πως ο Ντένεθορ κι ο Γκάνταλφ εξακολουθούσαν να κοιτάζονται στα μάτια, λες κι ο ένας να διάβαζε τη σκέψη του άλλου. Αλλά ήταν πρώτος ο Ντένεθορ που αποτράβηξε το βλέμμα του.

– Ναι, είπε· γιατί αν κι είναι χαμένες οι Σφαίρες, λένε, οι άρχοντες της Γκόντορ εξακολουθούν να βλέπουν περισσότερα από κοινούς ανθρώπους και λαβαίνουν πολλά μηνύματα. Αλλά, καθίστε τώρα!

Τότε ήρθαν άνθρωποι κι έφεραν μια καρέκλα κι ένα χαμηλό σκαμνί κι ένας έφερε ένα δίσκο με μια ασημένια καράφα, φλιτζάνια και άσπρα κέικ. Ο Πίπιν κάθισε, αλλά δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από το γερο-άρχοντα. Έτσι ήταν ή το είχε φανταστεί μονάχα, πως, όταν μίλησε για τις Σφαίρες, είχε κοιτάξει με μια ξαφνική γυαλάδα στα μάτια του τον Πίπιν καταπρόσωπο;

– Τώρα πες μου την ιστορία σου, υποτακτικέ μου, είπε ο Ντένεθορ, μισοκαλοσυνάτα, μισοκοροϊδευτικά. Γιατί τα λόγια κάποιου που είχε κάνει φίλο ο γιος μου θα είναι στ’ αλήθεια καλοδεχούμενα.

Ο Πίπιν ποτέ δεν ξέχασε εκείνη την ώρα στη μεγάλη αίθουσα κάτω απ’ τα διαπεραστικά μάτια του Άρχοντα της Γκόντορ, που δεν έπαυε να τον τρυπά με τις κοφτερές ερωτήσεις του, ενώ όλη την ώρα ένιωθε τον Γκάνταλφ στο πλευρό του να παρακολουθεί και ν’ ακούει και (έτσι ένιωθε ο Πίπιν) να συγκρατεί την ανυπομονησία του και το θυμό του που όλο και φούντωναν. Όταν τελείωσε η ώρα και ο Ντένεθορ ξαναχτύπησε το γκονγκ, ο Πίπιν ένιωθε κατάκοπος.

«Δεν μπορεί να ’ναι πάνω από εννέα η ώρα, σκέφτηκε. Θα μπορούσα τώρα να φάω τρία πρωινά στη σειρά.»

– Οδηγήστε τον Άρχοντα Μιθραντίρ στο κατάλυμα που του έχει ετοιμαστεί, είπε ο Ντένεθορ, και ο σύντροφός του μπορεί να μείνει μαζί του προς το παρόν, αν θέλει. Αλλά να γίνει γνωστό πως τον όρκισα τώρα στην υπηρεσία μου και θα είναι γνωστός ως Πέρεγκριν γιος του Πάλαντιν και να του μάθετε τα μικρότερης σημασίας συνθήματα. Ειδοποιήστε τους Καπεταναίους να παρουσιαστούν εδώ, όσο το δυνατό συντομότερα μετά το χτύπημα της τρίτης ώρας.

»Κι εσύ, Άρχοντα Μιθραντίρ, να έρθεις επίσης, όπως και όταν θελήσεις. Κανείς δε θα σε εμποδίσει να έρθεις να με βρεις οποιαδήποτε ώρα, εκτός από τις λίγες ώρες που κοιμάμαι. Άφησε το θυμό σου για την επιπολαιότητα ενός γέροντα να ξεθυμάνει κι έπειτα έλα να με παρηγορήσεις!

– Επιπολαιότητα; είπε ο Γκάνταλφ. Όχι, άρχοντά μου, όταν ξεμωραθείς, θα πεθάνεις. Μπορείς ακόμα και τη λύπη σου να χρησιμοποιείς σαν προπέτασμα. Νόμισες πως δεν καταλαβαίνω το σκοπό σου όταν για μία ώρα κάθεσαι και κάνεις ερωτήσεις σ’ αυτόν που ξέρει τα λιγότερα, ενώ εγώ παραμερίζομαι;

– Αν το καταλαβαίνεις, τότε αρκέσου σ’ αυτό, αντιγύρισε ο Ντένεθορ. Είναι ανόητη η περηφάνια που περιφρονεί τη βοήθεια και τις συμβουλές σε ώρα ανάγκης· εσύ όμως μοιράζεις τέτοιου είδους δώρα σύμφωνα με τα σχέδιά σου. Ο Άρχοντας όμως της Γκόντορ δεν είναι από αυτούς που εξυπηρετούν τους σκοπούς των άλλων, οσοδήποτε κι αν αξίζουν. Και γι’ αυτόν δεν υπάρχει υψηλότερος σκοπός στον κόσμο αυτό τώρα από το καλό της Γκόντορ· και η διακυβέρνηση της Γκόντορ, άρχοντά μου, ανήκει σ’ εμένα και σε κανέναν άλλον, εκτός κι αν ξανάρθει ο βασιλιάς.

– Εκτός κι αν ξανάρθει ο βασιλιάς; είπε ο Γκάνταλφ. Λοιπόν, άρχοντα Επίτροπε, το έργο σου είναι να διατηρήσεις ακόμα κανένα κομμάτι βασίλειο μην τυχόν και συμβεί κάτι τέτοιο ακριβώς, μόλο που ελάχιστοι τώρα περιμένουν να το δουν. Και σ’ αυτό το έργο θα έχεις όση βοήθεια ευαρεστηθείς να ζητήσεις. Αλλά έχω να πω αυτό: καμιάς επικράτειας η διακυβέρνηση δεν είναι δική μου, ούτε της Γκόντορ ούτε άλλης καμιάς, μεγάλης ή μικρής. Αλλά όσα πράγματα αξίζουν και βρίσκονται σε κίνδυνο, έτσι όπως βρίσκεται τώρα ο κόσμος, αυτά αποτελούν δική μου φροντίδα. Κι όσο για μένα, εγώ δε θα αποτύχω τελείως στο έργο μου, ακόμα κι αν αφανιστεί η Γκόντορ, αν υπάρξει οτιδήποτε που να περάσει αυτή τη νύχτα και που να μπορεί ακόμα να γίνει καλό ή να λουλουδιάσει και να καρπίσει ξανά σε μέρες που θά ’ρθουν. Γιατί είμαι κι εγώ επίτροπος. Δεν το ήξερες; και μ’ αυτά τα λόγια γύρισε κι έφυγε με μεγάλα βήματα από την αίθουσα με τον Πίπιν να τρέχει πλάι του.

Ο Γκάνταλφ δεν κοίταξε τον Πίπιν ούτε του είπε λέξη καθώς προχωρούσαν. Ο οδηγός τους τούς πήγε από την πόρτα της αίθουσας, τους πέρασε ύστερα από την Αυλή του Σιντριβανιού και τους έφερε σ’ ένα δρομάκι ανάμεσα σε ψηλά πέτρινα κτίρια. Μετά από μερικές στροφές έφτασαν σε ένα σπίτι κοντά στο τείχος του κάστρου στη βορινή πλευρά, όχι μακριά από τη ράχη που ένωνε το λόφο με το βουνό. Μέσα, στον πρώτο όροφο ψηλότερα από το δρόμο, αφού ανέβηκαν μια φαρδιά σκαλιστή σκάλα, τους έδειξε ένα ωραίο δωμάτιο, φωτεινό και αεράτο, με ωραία παραπετάσματα ανιστόρητα, που γυάλιζαν θαμπόχρυσα. Ήταν απέριττα επιπλωμένο με ένα μικρό τραπέζι, δύο καρέκλες και έναν πάγκο’ αλλά δεξιά κι αριστερά πίσω από κουρτίνες είχε μικρά δωματιάκια με καλοστρωμένα κρεβάτια και κανάτια με λεκάνες για πλύσιμο. Είχε τρία ψηλά παράθυρα στενά που έβλεπαν βορινά στη μεγάλη καμπύλη του Άντουιν, που ήταν ακόμα τυλιγμένος στην ομίχλη, προς το Έμιν Μιούιλ και τον Ράουρος μακριά. Ο Πίπιν χρειάστηκε να ανεβεί στον πάγκο για να κοιτάξει έξω, πάνω απ’ το βαθύ πέτρινο περβάζι.

– Είσαι θυμωμένος μαζί μου, Γκάνταλφ; είπε, καθώς ο οδηγός τους βγήκε έξω κι έκλεισε την πόρτα. Έκανα ό,τι μπορούσα.

– Και βέβαια το ’κανες! είπε ο Γκάνταλφ, βάζοντας ξαφνικά τα γέλια.

Και ήρθε και στάθηκε πλάι στον Πίπιν, βάζοντας το χέρι του γύρω από τους ώμους του χόμπιτ και κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Ο Πίπιν έριξε μια κάπως απορημένη ματιά στο πρόσωπο που ήταν τώρα κοντά πλάι στο δικό του, γιατί ο ήχος του γέλιου ήταν εύθυμος και χαρούμενος. Όμως στο πρόσωπο του μάγου είδε πρώτα μόνο ρυτίδες από έννοιες και λύπες· όμως, όπως το κοίταξε με μεγαλύτερη προσοχή, μπόρεσε να διακρίνει πως κάτω απ’ όλα υπήρχε μια μεγάλη χαρά: μια πηγή ευθυμίας ικανή να κάνει ένα ολόκληρο βασίλειο να βάλει τα γέλια, αν την άφηνε να ξεχειλίσει.

– Και βέβαια έκανες ό,τι μπορούσες, είπε ο μάγος· κι ελπίζω να περάσει καιρός πριν ξαναβρεθείς έτσι. στριμωγμένος ανάμεσα σε δυο τέτοιους τρομερούς γέρους. Μ’ όλα αυτά όμως ο Άρχοντας της Γκόντορ έμαθε περισσότερα από σένα απ’ ό,τι φαντάζεσαι, Πίπιν. Δεν μπορούσες να κρύψεις το γεγονός πως ο Μπορομίρ δεν ήταν ο αρχηγός της Ομάδας που σας έβγαλε από τη Μόρια και πως ήταν κάποιος ανάμεσα σας που τον είχατε σε μεγάλη τιμή που ερχόταν στη Μίνας Τίριθ· και πως είχε ένα ξακουστό σπαθί. Οι άνθρωποι λαμβάνουν πολύ υπόψη τους τις ιστορίες για τις παλιές μέρες της Γκόντορ· και τον Ντένεθορ τον έχει πολύ απασχολήσει το ποίημα και οι λέξεις ο χαμός τον Ισίλντουρ, από τότε που έφυγε ο Μπορομίρ.

– Δεν είναι όπως οι άλλοι άνθρωποι αυτής της εποχής, Πίπιν, και όποια κι αν είναι η καταγωγή του από πατέρα σε γιο, από κάποια συγκυρία, το αίμα της Δύσης κυλάει σχεδόν αναλλοίωτο στις φλέβες του· όπως και στον άλλο γιο του, το Φαραμίρ, κι όμως όχι στον Μπορομίρ που τον αγαπούσε περισσότερο. Μπορεί και βλέπει μακριά. Μπορεί να διακρίνει, αν στρέψει τη θέληση του εκεί, πολλά απ’ αυτά που περνούν απ’ το νου των ανθρώπων, ακόμα κι αυτών που ζουν μακριά. Είναι δύσκολο να τον εξαπατήσει κανείς κι επικίνδυνο να το προσπαθήσει.

»Κι αυτό να το θυμάσαι! Γιατί τώρα ορκίστηκες στην υπηρεσία του. Δεν ξέρω πώς σου μπήκε στο μυαλό ή στην καρδιά να το κάνεις. Αλλά ήταν καλοκαμωμένο. Δεν το εμπόδισα, γιατί κάθε γενναιόδωρη πράξη δεν πρέπει να εμποδίζεται από ψυχρές συμβουλές. Του άγγιξε την καρδιά, καθώς επίσης (μπορώ να πω) και την καλή του διάθεση. Τουλάχιστον είσαι ελεύθερος τώρα να περιφέρεσαι όπως θέλεις στη Μίνας Τίριθ – όταν δεν έχεις υπηρεσία. Γιατί υπάρχει και η άλλη όψη. Βρίσκεσαι κάτω απ’ τις διαταγές του· και δε θα το ξεχάσει. Μην πάψεις να έχεις το νου σου!

Σώπασε κι αναστέναξε.

– Ε, δεν υπάρχει ανάγκη να πολυσκεπτόμαστε τι μπορεί να φέρει το αύριο. Γιατί το αύριο σίγουρα θα φέρει χειρότερα από το σήμερα, για πολλές μέρες ακόμα. Και δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να μπορώ να κάνω για να βοηθήσω την κατάσταση. Η σκακιέρα είναι έτοιμη και τα πιόνια κινούνται. Ένα πιόνι, που πολύ επιθυμώ να βρω, είναι ο Φαραμίρ, ο διάδοχος τώρα του Ντένεθορ. Δε νομίζω πως βρίσκεται στην Πόλη· αλλά δεν είχα καιρό να συγκεντρώσω πληροφορίες. Πρέπει να φύγω, Πίπιν. Πρέπει να πάω στο συμβούλιο των αρχόντων του και να μάθω ό,τι μπορώ. Αλλά η κίνηση είναι του Εχθρού και ετοιμάζεται ν’ ανοίξει το παιγνίδι για τα καλά. Και τα μικρά πιόνια έχουν πιθανότητες να δουν τόσα, όσα και τα μεγάλα, Πέρεγκριν γιε του Πάλαντιν, στρατιώτη της Γκόντορ. Ακόνισε τη λεπίδα σου! Ο Γκάνταλφ πήγε στην πόρτα κι εκεί στράφηκε.

– Βιάζομαι, Πίπιν, είπε. Κάνε μου μια χάρη, όταν θα βγεις έξω. Ακόμα και πριν ξεκουραστείς, αν δεν είσαι πολύ κουρασμένος. Πήγαινε και βρες τον Ίσκιο και δες πού τον έχουν βάλει. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα ζώα, γιατί είναι καλός και σοφός λαός, αλλά, από άλλους, έχουν λιγότερες γνώσεις γύρω από τα άλογα.


Μ’ αυτά τα λόγια ο Γκάνταλφ βγήκε· και την ώρα που έβγαινε, ακούστηκε μία καθαρή γλυκιά καμπάνα να χτυπάει σ’ έναν πυργίσκο του κάστρου. Χτύπησε τρεις φορές, με ήχο ασημένιο, και σταμάτησε: ήταν η τρίτη ώρα απ’ την ανατολή του ήλιου.

Ύστερα από ένα λεπτό ο Πίπιν βγήκε στην πόρτα, κατέβηκε τη σκάλα και κοίταξε έξω στο δρόμο. Ο ήλιος τώρα έλαμπε ζωηρός και ζεστός και οι πύργοι και τα ψηλά σπίτια έριχναν μακρουλούς έντονους ίσκιους δυτικά. Ψηλά στο γαλανό αέρα το Βουνό Μιντολούιν σήκωνε την άσπρη περικεφαλαία του και το χιονισμένο μανδύα του. Οπλισμένοι άντρες πηγαινοέρχονταν στους δρόμους της Πόλης, λες και με το χτύπημα της ώρας να πήγαιναν ν’ αλλάξουν φρουρά.

– Εννέα η ώρα θα λέγαμε στο Σάιρ, μονολόγησε φωναχτά ο Πίπιν. Ώρα ακριβώς για ένα ωραίο πρωινό πλάι στο ανοιχτό παράθυρο μ’ ανοιξιάτικη λιακάδα. Και πώς θα ’θελα πρωινό! Τρώνε ποτέ πρωινό τούτοι οι άνθρωποι ή τελείωσαν; Και πότε γευματίζουν και πού;

Σε λίγο πρόσεξε έναν άντρα, ντυμένο στα μαυρόασπρα, να προχωράει στο στενό δρομάκι προς το μέρος του από το κέντρο του κάστρου. Ο Πίπιν ένιωθε μοναξιά και αποφάσισε να του μιλήσει καθώς θα περνούσε· αλλά δε χρειάστηκε. Ο άνθρωπος ήρθε ίσια πάνω του.

– Είσαι ο Πέρεγκριν το Ανθρωπάκι; είπε. Μου είπαν ότι ορκίστηκες στην υπηρεσία του Άρχοντα της Πόλης. Καλώς ήρθες! – άπλωσε το χέρι του κι ο Πίπιν του το ’σφιξε. Με λένε Μπέρεγκοντ γιο του Μπάρανορ. Δεν είμαι υπηρεσία σήμερα το πρωί και μ’ έστειλαν να σε μάθω τα συνθήματα και να σου πω μερικά από τα πολλά, που σίγουρα θα θέλεις να μάθεις. Αλλά κι εγώ θα ήθελα να μάθω για σένα. Γιατί ποτέ ως τώρα δεν έχουμε δει ανθρωπάκι σ’ αυτόν τον τόπο και, αν και τα ’χουμε ακουστά, λίγα αναφέρονται γι’ αυτά σ’ όλες τις γνωστές ιστορίες. Κι επιπλέον είσαι φίλος του Μιθραντίρ. Τον ξέρεις καλά;

– Λοιπον, είπε ο Πίπιν, ξέρω σχετικά μ’ αυτόν σ’ όλη μου τη σύντομη ζωή, μπορεί να πει κανείς· και τώρα τελευταία έχω ταξιδέψει μακριά μαζί του. Όμως, υπάρχουν πολλά για διάβασμα σ’ αυτό το βιβλίο κι εγώ δεν μπορώ να πω πως έχω δει παραπάνω από μια δυο σελίδες. Μπορεί όμως και να τον ξέρω τόσο καλά, όσο ο καθένας εκτός από ελάχιστους. Ο Άραγκορν ήταν ο μόνος της Ομάδας μας, νομίζω, που τον ήξερε πραγματικά.

– Ο Άραγκορν; είπε ο Μπέρεγκοντ, Ποιος είναι αυτός;

– Οχ, κόμπιασε ο Πίπιν, ήταν ένας άνθρωπος που ταξίδευε μαζί μας. Νομίζω πως είναι στο Ρόαν τώρα.

– Μαθαίνω πως ήσουνα στο Ρόαν. Πολλά θα ’θελα να σε ρωτήσω και γι’ αυτή τη χώρα· γιατί τις περισσότερες από τις λιγοστές ελπίδες που έχουμε τις στηρίζουμε στο λαό της. Ξεχνώ όμως τις υποχρεώσεις μου, ότι εγώ οφείλω πρώτα να δώσω απάντηση σε ό,τι με ρωτήσεις. Τι θα ’θελες να μάθεις, κύριε Πέρεγκριν;

– Εε, να, λοιπόν, είπε ο Πίπιν, αν τολμώ να το πω, η ερώτηση που με καίει για την ώρα είναι, να, τι γίνεται με το πρωινό φαγητό και τα σχετικά; Θέλω να πω, ποιες είναι οι ώρες των γευμάτων, αν με καταλαβαίνεις και πού είναι η τραπεζαρία, αν υπάρχει; Και τα πανδοχεία; Κοίταξα, αλλά δεν μπόρεσα να δω ούτε ένα καθώς ανεβαίναμε, αν και με στύλωνε η ελπίδα μιας γουλιάς μπίρας σα θα φτάναμε στα σπίτια των σοφών κι ευγενικών ανθρώπων.

Ο Μπέρεγκοντ τον κοίταξε σοβαρά.

– Βλέπω, είσαι παλιός πολεμιστής, είπε. Λένε πως όσοι πάνε μακριά στον πόλεμο πάντα σκέφτονται μ’ ελπίδα το επόμενο φαγοπότι· αν κι εγώ δεν είμαι ταξιδεμένος. Δηλαδή δεν έχεις ακόμα φάει σήμερα;

– Λοιπόν, ναι, για να λέω την αλήθεια, ναι, είπε ο Πίπιν. Αλλά μόνο μια κούπα κρασί κι ένα δυο άσπρα κέικ που μας πρόσφερε η ευγένεια του άρχοντά σας· αλλά ύστερα με τρέλανε μία ώρα στις ερωτήσεις κι αυτό είναι δουλειά που φέρνει πείνα.

Ο Μπέρεγκοντ γέλασε.

– Στο τραπέζι οι μικρόσωμοι άντρες μπορεί να καταφέρουν περισσότερα, λένε. Όμως τάισες την πείνα σου όσο κι ο κάθε άντρας στο κάστρο, και με μεγαλύτερες τιμές. Αυτό εδώ είναι φρούριο και πύργος φρουράς και τώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Σηκω-νόμαστε πριν βγει ο Ήλιος και τρώμε μια μπουκιά στο γκρίζο φως και πάμε στις υπηρεσίες μας την πρώτη ώρα. Μην απελπίζεσαι όμως! -γέλασε ξανά, βλέποντας την απογοήτευση στο πρόσωπο του Πίπιν. Όσοι έχουν βαριά υπηρεσία τρώνε κάτι για να στυλωθούν κατά τις δέκα. Ύστερα τρώμε ελαφρά το μεσημέρι, ή αργότερα, ανάλογα με τις υπηρεσίες μας· και οι άντρες συγκεντρώνονται για το κυρίως γεύμα της μέρας, με όσο κέφι υπάρχει ακόμα, κατά την ώρα του ηλιοβασιλέματος.

»Έλα! Θα περπατήσουμε λιγάκι και ύστερα θα πάμε να βρούμε τίποτα για κολατσιό και θα το φάμε στην έπαλξη, επιθεωρώντας το όμορφο πρωινό.

– Μια στιγμή, είπε ο Πίπιν κοκκινίζοντας. Η λαιμαργία ή η πείνα μου, με την άδειά σου, μ’ έκαναν να το ξεχάσω. Αλλά ο Γκάνταλφ, ο Μιθραντίρ όπως τον λες, μου ζήτησε να φροντίσω το άλογό του — τον Ίσκιο, ένα σπουδαίο άτι του Ρόαν, το πιο αγαπημένο του βασιλιά, μου έχουν πει, αν και το έχει δώσει στο Μιθραντίρ για τις υπηρεσίες του. Νομίζω πως ο καινούριος αφέντης του το αγαπάει αυτό το ζώο περισσότερο από πολλούς ανθρώπους και, αν η καλή του διάθεση είναι κάτι που εκτιμάτε σ’ αυτή την πόλη, θα πρέπει να φέρνεστε στον Ίσκιο με κάθε τιμή: με μεγαλύτερη καλοσύνη απ’ ό,τι έχετε φερθεί σε τούτον εδώ το χόμπιτ, αν είναι δυνατό.

– Χόμπιτ; είπε ο Μπέρεγκοντ.

– Έτσι ονομάζουμε τους εαυτούς μας, είπε ο Πίπιν.

– Χαίρομαι που το μαθαίνω, είπε ο Μπέρεγκοντ, γιατί τώρα μπορώ να πω πως η διαφορετική προφορά δε χαλάει τα ευγενικά λόγια και οι χόμπιτ είναι γλυκομίλητος λαός. Έλα, όμως! Πάμε να με γνωρίσεις σ’ αυτό το καλό άλογο. Αγαπώ τα ζώα και σπάνια τα βλέπουμε σ’ αυτή την πέτρινη πόλη· γιατί η οικογένειά μου προερχόταν από τις βουνοκοιλάδες και πιο μπροστά από το Ιθίλιεν. Αλλά μη φοβάσαι! Η επίσκεψη θα είναι σύντομη, επίσκεψη αβροφροσύνης μόνο και ύστερα θα κάμε στην τραπεζαρία.

Ο Πίπιν Βρήκε τον Ίσκιο καλοσταβλισμένο και περιποιημένο. Για-[ί στον έκτο κύκλο, έξω από τα τείχη του κάστρου, είχε κάτι καλούς στάβλους που στάβλιζαν λίγα γρήγορα άλογα, πολύ κοντά στα καταλύματα των αγγελιαφόρων του Άρχοντα: αγγελιαφόρων πάντα έτοιμων να ξεκινήσουν με τις επείγουσες διαταγές του Ντένεθορ και των ανώτερων αξιωματικών του. Τώρα όμως όλα τα άλογα και οι καβαλάρηδες βρίσκονταν έξω μακριά.

Ο Ίσκιος χρεμέτισε μόλις μπήκε ο Πίπιν στο στάβλο και γύρισε το κεφάλι του.

– Καλημέρα! είπε ο Πίπιν. Ο Γκάνταλφ θα έρθει όσο πιο γρήγορα μπορέσει. Είναι απασχολημένος, αλλά σου στέλνει χαιρετίσματα και στέλνει εμένα να δω αν όλα είναι εντάξει· κι ελπίζω να ξεκουράζεσαι, ύστερα από τους μεγάλους κόπους σου.

Ο Ίσκιος τίναξε το κεφάλι του και χτύπησε τα πόδια του. Αλλά άφησε τον Μπέρεγκοντ να του πιάσει μαλακά το κεφάλι και να του χαϊδέψει τα μεγάλα του λαγόνια.

– Φαίνεται λες κι είναι έτοιμος για αγώνα δρόμου κι όχι πως μόλις κόρα έχει έρθει από μεγάλο ταξίδι, είπε ο Μπέρεγκοντ. Πόσο δυνατός και περήφανος είναι! Πού είναι τα χάμουρα του; Θα πρέπει να είναι πλούσια κι όμορφα.

– Κανένα δεν είναι αρκετά πλούσιο και ωραίο γι’ αυτόν, είπε ο Πίπιν. Δε δέχεται τίποτα. Αν συγκατατεθεί να σε πάρει πάνω του, θα σε πάρει· κι αν όχι, τότε, ούτε γκέμι ούτε χαλινάρι ούτε μαστίγιο ούτε λουρί δεν τον ημερεύουν. Γεια σου, Ίσκιε! Κάνε υπομονή. Η μάχη πλησιάζει.

Ο Ίσκιος σήκωσε ψηλά το κεφάλι του κι άφησε ένα τέτοιο χλιμίντρισμα, που σείστηκε ο στάβλος κι εκείνοι έκλεισαν τ’ αυτιά τους. Ύστερα έφυγαν, βλέποντας πως το παχνί του ήταν καλά γεμάτο.

– Και τώρα για το δικό μας το παχνί, είπε ο Μπέρεγκοντ.

Και οδήγησε τον Πίπιν πίσω στο κάστρο κι από εκεί σε μια πόρτα στη βορινή πλευρά του μεγάλου πύργου. Εκεί κατέβηκαν μια δροσερή σκάλα και βρέθηκαν σε ένα φαρδύ διάδρομο φωτισμένο με λάμπες. Είχε παραθυράκια στους τοίχους κι ένα από αυτά ήταν ανοιχτό.

– Εδώ είναι το κελάρι και η τραπεζαρία της μονάδας μου της Φρουράς, είπε ο Μπέρεγκοντ. Γεια σου, Τάργκον! φώναξε απ’ το παραθυράκι. Είναι νωρίς ακόμα, αλλά έχω εδώ ένα νεοφερμένο που πήρε στην υπηρεσία του ο Άρχοντας. Έχει ταξιδέψει πολύ και μακριά με το ζωνάρι του σφιγμένο και είχε σκληρή δουλειά το πρωί και είναι πεινασμένος. Δώσ’ μας ό,τι έχεις!

Από εκεί πήραν ψωμί, βούτυρο, τυρί και μήλα, τα τελευταία από πέρυσι, ζαρωμένα αλλά γερά και γλυκά· και ένα δερμάτινο φλασκί φρέσκια μπίρα και ξύλινα πιάτα και κούπες. Τα έβαλαν όλα σε ένα καλάθι και ξαναβγήκαν στον ήλιο· και ο Μπέρεγκοντ πήγε τον Πίπιν σε ένα μέρος στην ανατολική άκρη των μεγάλων προτεταμένων επάλξεων, όπου είχε μια εσοχή στα τείχη, με ένα πέτρινο παγκάκι κάτω από το περβάζι. Από εκεί μπορούσαν ν’ αγναντεύουν το πρωινό στον κόσμο.

Έφαγαν και ήπιαν και πότε μιλούσαν για την Γκόντορ και τα ήθη και έθιμά της και πότε για το Σάιρ και τις παράξενες χώρες που ο Πίπιν είχε δει. Κι όσο κουβέντιαζαν, τόσο ο Μπέρεγκοντ θαύμαζε και κοίταζε με μεγαλύτερη κατάπληξη το χόμπιτ, που κουνούσε πέρα δώθε τα κοντά του πόδια, όπως καθόταν στο παγκάκι, ή στεκόταν στα νύχια πάνω του για να μπορέσει να δει απ’ το περβάζι την περιοχή κάτω.

– Δε σου το κρύβω, κύριε Πέρεγκριν, είπε ο Μπέρεγκοντ, πως στα μάτια μας φαίνεσαι σαν ένα από τα παιδιά μας, ένας πιτσιρίκος εννιά περίπου χρονών κι όμως, έχεις περάσει κινδύνους κι έχεις δει πράγματα θαυμαστά που ελάχιστοι απ’ τους δικούς μας ασπρομάλληδες μπορούν να τα παινευτούν. Νόμιζα πως ήταν παραξενιά του Άρχοντά μας να αποκτήσει ένα νεαρό ακόλουθο, όπως, λέει, έκαναν οι βασιλιάδες παλιά. Αλλά βλέπω πως δεν είναι έτσι και θα πρέπει να μου συγχωρέσεις την ανοησία μου.

– Σε συγχωρώ, είπε ο Πίπιν. Αν και δεν πέφτεις και πολύ έξω. Για το λαό μου δεν είμαι ακόμα τίποτα περισσότερο από παιδί και θέλω ακόμα τέσσερα χρόνια για να «ενηλικιωθώ», όπως λέμε στο Σάιρ. Αλλά μη νοιάζεσαι για μένα. Έλα να δεις και να μου πεις τι είναι αυτά που βλέπω.


Ο ήλιος ψήλωνε τώρα και οι ομίχλες στην κοιλάδα κάτω είχαν διαλυθεί. Τα τελευταία απομεινάρια έφευγαν φτερωτά, ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους, σαν μικρά άσπρα συννεφάκια, που τα έπαιρνε η αύρα που όλο και δυνάμωνε από την Ανατολή και τώρα αναδίπλωνε και τραβούσε τις σημαίες και τα άσπρα λάβαρα του κάστρου. Κάτω μακριά, στο βάθος της κοιλάδας, κάπου πέντε λεύγες με το μάτι, φαινόταν τώρα ο Μεγάλος Ποταμός γκρίζος και γυαλιστερός, να έρχεται από βορειοδυτικά και να στρίβει μεγαλόπρεπα νότια και δυτικά ξανά, μέχρι που έσβηνε σε μια θαμπή γυαλάδα, που μετά απ’ αυτή βρισκόταν η θάλασσα πενήντα λεύγες μακριά.

Ο Πίπιν μπορούσε να δει όλο το Πέλενορ απλωμένο μπροστά του, με υποστατικά και μικρά τοιχάκια, αχυρώνες και στάβλους, αλλά πουθενά δεν έβλεπε αγελάδες ή άλλα ζώα. Πολλοί δρόμοι και δρομάκια διασχίζανε τα πράσινα χωράφια και πολύς κόσμος πηγαινοερχόταν: σειρές κάρα έρχονταν κατά τη Μεγάλη Πύλη κι άλλα έβγαιναν έξω. Πότε πότε κάποιος καβαλάρης έφτανε, πηδούσε από τη σέλα και έμπαινε στην Πόλη βιαστικά. Αλλά η περισσότερη κίνηση ήταν προς τα έξω, στην κεντρική λεωφόρο, που έστριβε νότια και ύστερα έστριβε γρηγορότερα απ’ τον Ποταμό, περιέτρεχε τους λόφους και σύντομα χανόταν από τα μάτια. Ήταν πλατιά και καλοστρωμένη και κατά μήκος της ανατολικής της πλευράς είχε ένα φαρδύ δρόμο γι’ άλογα και πλάι του έναν τοίχο. Στο μονοπάτι για τα άλογα ιππείς πηγαινοέρχονταν καλπάζοντας, αλλά όλη η λεωφόρος έμοιαζε να είναι πνιγμένη από μεγάλα σκεπαστά αμάξια που έφευγαν νότια. Γρήγορα όμως ο Πίπιν είδε πως όλα είχαν στην πραγματικότητα μεγάλη τάξη. Τα αμάξια κυκλοφορούσαν σε τρεις λωρίδες: η μία πιο γρήγορη για τα αμάξια που έσερναν άλογα· μία άλλη πιο αργή, από μεγάλες άμαξες σκεπασμένες με όμορφες, πολύχρωμες τέντες, που τις έσερναν βόδια· και στη δυτική άκρη του δρόμου πολλά μικρότερα κάρα που τα έσερναν αργά άνθρωποι.

— Αυτός είναι ο δρόμος που πηγαίνει στις κοιλάδες του Τουμλάντεν και του Λόσαρναχ και στα ορεινά χωριά και φτάνει ως το Λέμπενιν, είπε ο Μπέρεγκοντ. Εκεί πάνε τα τελευταία αμάξια που μεταφέρουν σε ασφάλεια τους ηλικιωμένους, τα παιδιά και τις γυναίκες που πρέπει να κάνε μαζί τους. Πρέπει όλοι να έχουν απομακρυνθεί από την Πύλη και να έχουν αδειάσει το δρόμο σε απόσταση μιας λεύγας πριν το μεσημέρι: αυτή ήταν η διαταγή. Θλιβερή ανάγκη – αναστέναξε. Ελάχιστοι, ίσως, απ’ αυτούς που χωρίζουν τώρα θα ανταμώσουν ξανά. Και πάντα είχε πολύ λίγα παιδιά σ’ αυτή την πόλη· αλλά τώρα δεν έχει καθόλου – εκτός από μερικούς νεαρούς που δεν ήθελαν να φύγουν και μπορεί να βρουν να κάνουν κάτι; ο γιος μου είναι ένας απ’ αυτούς.

Έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Ο Πίπιν κοίταξε ανήσυχος ανατολικά, λες κι από στιγμή σε στιγμή περίμενε να δει χιλιάδες ορκ να ξεχύνονται στα χωράφια.

– Τι βλέπω εκεί; ρώτησε, δείχνοντας κάτω στη μέση της μεγάλης καμπύλης του Άντουιν. Είναι καμιά άλλη πόλη ή τίποτ’ άλλο;

– Ήταν μία πόλη, είπε ο Μπέρεγκοντ, η κυριότερη πόλη της Γκόντορ κι αυτή εδώ ήταν απλώς φρούριο. Γιατί εκείνα είναι τα ερείπια της Οσγκίλιαθ κι απ’ τις δυο όχθες του Άντουιν, που οι εχθροί μας την πήραν και την έκαψαν πολύ παλιά. Την ξανακερδίσαμε όμως τότε που ο Ντένεθορ ήταν νέος: όχι για να εγκατασταθούμε, αλλά για να την κρατούμε σαν προφυλακή και να ξαναφτιάξουμε τη γέφυρα για να περνά ο στρατός μας. Και τότε ήρθαν οι Απαίσιοι Καβαλάρηδες από τη Μίνας Μόργκουλ.

– Οι Μαύροι Καβαλάρηδες; είπε ο Πίπιν, ανοίγοντας τα μάτια του διάπλατα και σκοτεινά από το ξύπνημα του παλιού του φόβου.

– Ναι, ήταν μαύροι, είπε ο Μπέρεγκοντ, και βλέπω πως κάτι ξέρεις γι’ αυτούς, αν και δεν τους ανέφερες σε καμιά από τις διηγήσεις σου.

– Ξέρω γι’ αυτούς, είπε σιγανά ο Πίπιν, αλλά δε θα μιλήσω γι’ αυτούς τώρα που είναι τόσο κοντά, τόσο κοντά.

Σταμάτησε απότομα και σήκωσε τα μάτια του πάνω απ’ τον Ποταμό και του φάνηκε πως το μόνο που μπορούσε να δει ήταν μια απέραντη απειλητική σκιά. Μπορεί να ήταν τα βουνά που υψώνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι, οι κοφτερές τους μύτες μαλακωμένες από κάπου είκοσι λεύγες θολής ατμόσφαιρας· μπορεί και να μην ήταν παρά ένα τείχος από σύννεφα και πιο πέρα απ’ αυτό μια ακόμα πιο βαθιά σκοτεινιά ξανά. Αλλά την ώρα που κοιτούσε, του φάνηκε πως η σκοτεινιά αυξανόταν και μαζευόταν πολύ αργά, πως αργά ανέβαινε για να πνίξει τις ηλιόλουστες περιοχές.

– Τόσο κοντά στη Μόρντορ; είπε ο Μπέρεγκοντ σιγανά. Ναι, εκεί πέρα βρίσκεται. Σπάνια την ονομάζουμε· αλλά εμείς έχουμε ανέκαθεν ζήσει βλέποντας εκείνη τη σκιά: άλλοτε φαίνεται πιο ξέθωρη και μακρινή κι άλλοτε πλησιέστερη και σκοτεινότερη. Αυξάνει και σκοτεινιάζει τώρα· και γι’ αυτό κι ο φόβος κι η ανησυχία μας αυξάνονται κι αυτοί. Και οι Απαίσιοι Καβαλάρηδες, δεν έχει περάσει χρόνος που πήραν ξανά τα περάσματα και πολλά απ’ τα καλύτερά μας παλικάρια έχασαν τη ζωή τους. Ο Μπορομίρ ήταν που στο τέλος απώθησε τον εχθρό από τη δυτική όχθη κι ακόμα κατέχουμε την από δω πλευρά της Οσγκίλιαθ. Για λίγο ακόμα. Αλλά περιμένουμε τώρα καινούρια επίθεση εκεί. Ίσως την κύρια επίθεση στον πόλεμο που έρχεται.

– Πότε; είπε ο Πίπιν. Μπορείς να υπολογίσεις; Γιατί είδα τις συνθηματικές φωτιές χθες το βράδυ και τους αγγελιαφόρους· κι ο Γκάνταλφ είπε πως αυτό ήταν σημάδι πως ο πόλεμος είχε αρχίσει. Έδειχνε να βιάζεται απελπιστικά. Τώρα όμως όλα φαίνονται να έχουν ξαναπάρει αργό ρυθμό.

– Μόνο γιατί όλα τώρα είναι έτοιμα, είπε ο Μπέρεγκοντ. Τώρα παίρνουμε τη βαθιά ανάσα πριν τη βουτιά.

– Γιατί όμως ήταν αναμμένες οι φωτιές χθες το βράδυ;

– Είναι πολύ αργά να ζητάς βοήθεια, όταν είσαι κιόλας πολιορκημένος, απάντησε ο Μπέρεγκοντ. Όμως δεν ξέρω τις αποφάσεις του Άρχοντα και των αξιωματικών του. Έχουν πολλούς τρόπους για να συγκεντρώνουν νέα. Και ο Άρχοντας Ντένεθορ δε μοιάζει με τους άλλους ανθρώπους: βλέπει μακριά. Μερικοί λένε πως εκεί που κάθεται στο δωμάτιο ψηλά στον Πύργο τη νύχτα και στρέφει τη σκέψη του εδώ κι εκεί, μπορεί να διαβάσει κάπως το μέλλον κι ότι μερικές φορές ερευνά ακόμα και το νου του Εχθρού, παλεύοντας μαζί του. Γι’ αυτό είναι γέρος, τσακισμένος πριν της ώρας του. Αλλά, όπως κι αν είναι, ο άρχοντας Φαραμίρ είναι έξω, πέρα από τον Ποταμό, σε κάποια επικίνδυνη αποστολή, και μπορεί να έχει στείλει νέα.

»Αλλά αν θέλεις να ξέρεις τι νομίζω εγώ πως άναψε τις φωτιές, είναι τα νέα που ήρθαν χθες βράδυ από το Λέμπενιν. Ένας μεγάλος στόλος πλησιάζει τις εκβολές του Άντουιν, επανδρωμένος με κουρσάρους του Ούμπαρ απ’ το Νοτιά. Εδώ και πολύν καιρό έχουν πάψει να φοβούνται τη δύναμη της Γκόντορ κι έχουν συμμαχήσει με τον Εχθρό, και τώρα καταφέρνουν ένα μεγάλο χτύπημα για λογαριασμό του. Γιατί αυτή η επίθεση θα απασχολήσει πολλές από τις ενισχύσεις που περιμέναμε να μας έρθουν από το Λέμπενιν και το Μπέλφαλας, που έχουν ανθρώπους πολλούς και σκληραγωγημένους. Γι’ αυτό όλο και περισσότερο πηγαίνει η σκέψη μας βορινά στο Ρόαν και γι’ αυτό χαρήκαμε τόσο για τα νέα της νίκης που φέρατε.

»Όμως – έπαψε και σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε ένα γύρο, βόρεια, ανατολικά και νότια -, τα γεγονότα του Ίσενγκαρντ πρέπει να μας προειδοποιήσουν πως τώρα είμαστε πιασμένοι σε κάποιο μεγάλο δίχτυ και στρατηγικό σχέδιο. Αυτό δεν είναι πια αψιμαχίες στα περάσματα και επιδρομές από το Ιθίλιεν και το Ανόριεν, ενέδρες και πλιάτσικο. Λυτό είναι μεγάλος πόλεμος, σχεδιασμένος από καιρό κι εμείς δεν ι;ίμαστε παρά ένα κομμάτι του, ό,τι κι αν λέει η περηφάνια μας. Έχουμε πληροφορίες πως γίνονται κινητοποιήσεις στη μακρινή Ανατολή πέρα απ’ την Κλειστή Θάλασσα· και βορινά στο Δάσος της Σκοτεινιάς και πιο πέρα· και νότια στο Χάραντ. Και τώρα όλα τα βασίλεια θα δοκιμαστούν, θα σταθούν ή θα πέσουν – κάτω από τη Σκιά.

»Όμως, κύριε Πέρεγκριν, σ’ εμάς πέφτει η μεγάλη τιμή: πάντα εμείς αντιμετωπίζουμε πρώτοι το κυρίως μίσος του Μαύρου Άρχοντα, γιατί αυτό το μίσος έρχεται από τα βάθη των αιώνων και μέσα από τα βάθη της Θάλασσας. Εδώ το σφυροκόπημα θα πέσει σκληρότερο. Και γι’ αυτόν το λόγο ήρθε εδώ ο Μιθραντίρ με τόση βιασύνη. Γιατί, αν πέσουμε εμείς, ποιος θα σταθεί; Και, κύριε Πέρεγκριν, βλέπεις να έχουμε ελπίδες να σταθούμε;

Ο Πίπιν δεν απάντησε. Κοίταξε τα θεόρατα τείχη και τους πύργους και λαμπρά λάβαρα, τον ήλιο ψηλά στον ουρανό κι ύστερα τη σκοτεινιά που μαζευόταν στην Ανατολή κι αναλογίστηκε τα μακριά δάχτυλα εκείνης της Σκιάς: τους ορκ στα δάση και στα βουνά, την προδοσία του Ίσενγκαρντ, τα πουλιά με το κακό μάτι, τους Μαύρους Καβαλάρηδες ακόμα και στα δρομάκια του Σάιρ – και το φτερωτό τρόμο, τους Νάζγκουλ. Ανατρίχιασε και η ελπίδα φάνηκε να μαραίνεται. Κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο ήλιος για ένα δευτερόλεπτο δίστασε και σκοτείνιασε, λες κι ένα μαύρο πουλί να ’χε περάσει μπροστά του. Κι απόμακρα νόμισε πως μόλις άκουσε, ψηλά και πολύ μακριά στα ουράνια ένα κράξιμο· ξέθωρο, αλλά που έκοβε τη χολή, σκληρό και παγωμένο. Πάνιασε και μαζεύτηκε κοντά στον τοίχο.

– Τι ήταν αυτό; ρώτησε ο Μπέρεγκοντ. Ένιωσες κι εσύ κάτι;

– Ναι, μουρμούρισε ο Πίπιν. Είναι το σημάδι της πτώσης μας και η σκιά του πεπρωμένου, ένας Απαίσιος Καβαλάρης στον αέρα.

– Ναι, η σκιά του πεπρωμένου, είπε ο Μπέρεγκοντ. Φοβάμαι πως η Μίνας Τίριθ θα πέσει. Έρχεται νύχτα. Μου φαίνεται πως έχουν κλέψει την ίδια τη ζεστασιά από το αίμα μου.

Για λίγη ώρα κάθισαν μαζί με σκυμμένα τα κεφάλια δίχως να μιλούν. Ύστερα απότομα ο Πίπιν κοίταξε ψηλά και είδε πως ο ήλιος έλαμπε ακόμα και οι σημαίες εξακολουθούσαν να κυματίζουν στ’ αεράκι. Τινάχτηκε.

– Πέρασε, είπε. Όχι, η καρδιά μου δεν απελπίζεται ακόμα. Ο Γκάνταλφ έπεσε, αλλά έχει γυρίσει και βρίσκεται μαζί μας. Μπορεί να σταθούμε, έστω και στο ένα πόδι, ή τουλάχιστο να μείνουμε στα γόνατα ακόμα.

– Σωστά μίλησες! φώναξε ο Μπέρεγκοντ και σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαινοέρχεται. Όχι, αν κι όλα πρέπει να φτάσουν στο τέλος τους με τον καιρό, η Γκόντορ δε θα χαθεί ακόμα. Όχι, ακόμα κι αν τα τείχη τα πάρει απόκοτος εχθρός που θα φτιάξει λόφο τα πτώματα μπροστά τους. Υπάρχουν ακόμα κι άλλα λημέρια, και μυστικά περάσματα για να ξεφύγουμε στα βουνά. Η ελπίδα και οι αναμνήσεις θα εξακολουθήσουν να ζουν σε κάποια κρυφή κοιλάδα που το χορτάρι είναι πράσινο.

– Πάντως, εγώ θα ’θελα να είχαν όλα τελειώσει καλά ή άσχημα, είπε ο Πίπιν. Δεν είμαι καθόλου πολεμιστής και δε μ’ αρέσει να σκέπτομαι μάχες· αλλά το χειρότερο απ’ όλα είναι η αναμονή πριν από μία που δεν μπορώ ν’ αποφύγω. Πόσο ατέλειωτη φαίνεται κιόλας η μέρα! Θα ήμουν πιο ευχαριστημένος, αν δεν ήμαστε υποχρεωμένοι να καθόμαστε και να παρακολουθούμε, δίχως να χτυπάμε πουθενά πρώτοι. Σπαθιά δε θα ’χε πέσει στο Ρόαν, νομίζω, αν δεν ήταν ο Γκάνταλφ.

– Α, εδώ βάζεις το δάχτυλό σου στην πληγή που πολλοί νιώθουν! είπε ο Μπέρεγκοντ. Αλλά τα πράγματα μπορεί ν’ αλλάξουν, όταν γυρίσει ο Φαραμίρ. Είναι τολμηρός, πιο τολμηρός απ’ ό,τι νομίζουν πολλοί· γιατί στις μέρες μας οι άνθρωποι δυσκολεύονται να πιστέψουν πως ένας καπετάνιος μπορεί να είναι σοφός και διαβασμένος στις παραδόσεις και στα τραγούδια, όπως είναι αυτός, κι όμως να είναι σκληραγωγημένος άντρας, με γρήγορη κρίση την ώρα της μάχης. Τέτοιος, όμως, είναι ο Φαραμίρ. Λιγότερο απόκοτος και ανυπόμονος από τον Μπορομίρ, όχι όμως λιγότερο αποφασιστικός. Όμως, τι μπορεί στ’ αλήθεια να κάνει; Δεν μπορούμε να επιτεθούμε στα βουνά της... της χώρας εκεί πέρα. Το χέρι μας έχει κοντύνει και δεν μπορούμε να χτυπήσουμε, εκτός κι αν ο εχθρός πλησιάσει. Τότε όμως το χέρι μας πρέπει να ’ναι βαρύ! – χτύπησε τη λαβή του σπαθιού του.

Ο Πίπιν τον κοίταξε: ψηλός, περήφανος και αρχοντικός, όπως όλοι οι άντρες που είχε δει ως τώρα σ’ αυτή τη χώρα· και τα μάτια του άστραφταν καθώς σκεφτόταν τη μάχη.

«Αλίμονο! το δικό μου χέρι είναι ελαφρό σαν το πούπουλο», σκέφτηκε, αλλά δεν είπε τίποτα. «Πιόνι, είπε ο Γκάνταλφ; Μπορεί· αλλά σε λάθος σκακιέρα.»

Έτσι κουβέντιασαν ώσπου ο ήλιος μεσουράνησε και ξαφνικά χτύπησαν τα καμπανάκια του μεσημεριού και το κάστρο ζωντάνεψε· γιατί όλοι, εκτός από τους φρουρούς, πήγαιναν για φαγητό.

– Θέλεις να έρθεις μαζί μου; είπε ο Μπέρεγκοντ. Μπορείς να έρθεις μαζί μου για συσσίτιο σήμερα. Δεν ξέρω σε ποιο λόχο θα σε βάλουν ή μπορεί ο άρχοντας να σε κρατήσει κάτω απ’ τις διαταγές του. Πάντως θα είσαι ευπρόσδεκτος. Και καλό θα ’ναι να συναντήσεις όσο πιο πολλούς άντρες μπορείς, όσο υπάρχει ακόμα καιρός.

– Πολύ θα χαρώ να έρθω, είπε ο Πίπιν. Για να πούμε την αλήθεια, έχω μοναξιές. Άφησα τον καλύτερό μου φίλο στο Ρόαν και δεν έχω κανέναν να κουβεντιάσω και να αστειευτώ. Μήπως θα μπορούσα στ’ αλήθεια να καταταγώ στο λόχο σας; Είσαι ο λοχαγός; Αν είσαι, γίνεται να με πάρεις ή να μιλήσεις για μένα;

– Όχι, όχι, γέλασε ο Μπέρεγκοντ. Δεν είμαι λοχαγός. Ούτε έχω κανένα αξίωμα ή τίτλο. Δεν είμαι παρά ένας απλός στρατιώτης του Τρίτου Λόχου του Κάστρου. Όμως, κύριε Πέρεγκριν, και μόνο να είσαι απλός στρατιώτης της Φρουράς του Κάστρου της Γκόντορ θεωρείται πολύ σπουδαίο στην Πόλη και τέτοιοι άντρες είναι τιμημένοι στη χώρα.

– Τότε δεν είναι για κάτι σαν του λόγου μου, είπε ο Πίπιν. Πήγαινέ με πίσω στο δωμάτιό μας, κι αν ο Γκάνταλφ δεν είναι εκεί, θα έρθω μαζί σου, όπου θέλεις... σαν καλεσμένος σου.

Ο Γκάνταλφ δεν ήταν στο σπίτι ούτε είχε στείλει κανένα μήνυμα· έτσι ο Πίπιν πήγε με τον Μπέρεγκοντ, που τον σύστησε στους άντρες του Τρίτου Λόχου. Και κατά τα φαινόμενα ο Μπέρεγκοντ αποκόμισε τόση τιμή απ’ αυτό, όσο και ο καλεσμένος του, γιατί ο Πίπιν ήταν πολύ καλόδεχτος. Είχαν κιόλας γίνει πολλές κουβέντες στο κάστρο για το σύντροφο του Μιθραντίρ, που ήταν κλεισμένος τόση ώρα με τον Άρχοντα· και οι φήμες έλεγαν πως ένας Πρίγκιπας των Μικρούληδων είχε έρθει από το Βοριά να προσφέρει πίστη στην Γκόντορ και πέντε χιλιάδες σπαθιά. Και μερικοί έλεγαν πως, όταν οι Καβαλάρηδες έρχονταν από το Ρόαν, ο καθένας θα έφερνε πισωκάπουλα ένα ανθρωπάκι πολεμιστή, που μπορεί να ήταν μικρόσωμος, αλλά παλικάρι.

Αν και ο Πίπιν με λύπη του χρειάστηκε να διαψεύσει αυτή την ελπιδοφόρα διάδοση, δεν μπόρεσε ν’ απαλλαγεί απ’ το καινούριο του αξίωμα, που σίγουρα του ταίριαζε, πίστευαν οι άντρες, αφού ήταν φίλος του Μπορομίρ και τον είχε τιμήσει ο Άρχοντας Ντένεθορ· και τον ευχαρίστησαν που ήρθε κοντά τους και κρεμάστηκαν από τα λόγια και τις ιστορίες που έλεγε για χώρες μακρινές και του έδωσαν όσο φαγητό και μπίρα τραβούσε η καρδιά του. Στην πραγματικότητα, η μόνη του δυσκολία ήταν να είναι «προσεκτικός» σύμφωνα με τη συμβουλή του Γκάνταλφ και να μην αφήνει τη γλώσσα του να αλέθει ελεύθερα, όπως συνηθίζουν οι χόμπιτ όταν βρεθούν ανάμεσα σε φίλους.

Τέλος ο Μπέρεγκοντ σηκώθηκε.

– Σε αποχαιρετώ για την ώρα! είπε. Έχω υπηρεσία τώρα ως το ηλιοβασίλεμα, όπως κι όλοι οι άλλοι εδώ, νομίζω. Αλλά, αν έχεις μοναξιές, όπως λες, ίσως να ήθελες ένα χαρούμενο ξεναγό να σε γυρίσει στην Πόλη. Ο γιος μου ευχαρίστως θα ερχόταν μαζί σου. Είναι καλό παιδί, μπορώ να πω. Αν θέλεις, πήγαινε κάτω στο χαμηλότερο κύκλο και ζήτησε να σου δείξουν τον Παλιό Ξενώνα στο Ραθ Κελέρντεν, το Δρόμο των Φανοποιών. Θα τον βρεις εκεί μαζί με τ’ άλλα παιδιά που θα μείνουν στην Πόλη. Έχει πολλά πράγματα, που αξίζει να δει κανείς κάτω στη Μεγάλη Πύλη πριν κλείσει.

Βγήκε έξω και σε λίγο όλοι οι άλλοι ακολούθησαν. Η μέρα εξακολουθούσε να είναι καλή, αν και μάζευε πούσι κι έκανε ζέστη για Μάρτη μήνα, ακόμα και τόσο νότια. Ο Πίπιν ένιωσε νύστα, αλλά το δωμάτιό του φαινόταν άχαρο κι αποφάσισε να κατεβεί και να εξερευνήσει την Πόλη. Πήρε μερικές μπουκιές, που είχε φυλάξει για τον Ίσκιο, και που το άλογο δέχτηκε μ’ ευγένεια μόλο που δε φαινόταν να του λείπουν. Ύστερα κατηφόρισε από πολλούς στριφογυριστούς δρόμους.

Οι άνθρωποι τον χάζευαν καθώς περνούσε. Κατά πρόσωπο οι άνθρωποι ήταν σοβαροί κι ευγενικοί μαζί του και τον χαιρετούσαν με τον τρόπο της Γκόντορ, σκύβοντας το κεφάλι με τα χέρια στο στήθος· αλλά πίσω του άκουγε φωνές, καθώς όσοι ήταν έξω φώναζαν σε άλλους μέσα να έρθουν να δουν τον Πρίγκιπα των Μικρούληδων, το σύντροφο του Μιθραντίρ. Πολλοί χρησιμοποιούσαν μια άλλη γλώσσα, όχι την Κοινή, αλλά δεν άργησε να μάθει τουλάχιστον τι πήγαινε να πει η φράση Ernil i Pheriannath και ήξερε πως ο τίτλος του είχε κατέβει πριν απ’ αυτόν στην Πόλη.

Έφτασε, τέλος, περνώντας από πολλούς δρόμους με καμάρες και όμορφα δρομάκια και πεζοδρόμια στο χαμηλότερο και φαρδύτερο κύκλο κι εκεί του έδειξαν το δρόμο για την Οδό Φανοποιών, ένα φαρδύ δρόμο με κατεύθυνση τη Μεγάλη Πύλη. Εκεί βρήκε τον Παλιό Ξενώνα, ένα μεγάλο κτίριο από γκρίζα πολυκαιρινή πέτρα με δύο πτέρυγες που προχωρούσαν σε βάθος κι ανάμεσά τους ένα στενό παρτέρι πρασινάδα, που πίσω του βρισκόταν το σπίτι με τα πολλά παράθυρα που σε όλη του την πρόσοψη είχε μια βεράντα με κολόνες και μια σκάλα που κατέβαζε στο γρασίδι. Μερικά αγόρια έπαιζαν ανάμεσα στις κολόνες, τα μόνα παιδιά που είχε δει ο Πίπιν στη Μίνας Τίριθ και σταμάτησε για να τα δει. Σε λίγο ένα από αυτά τον πήρε είδηση και, με μια φωνή, πήδησε στην πρασινάδα κι έτρεξε στο δρόμο, με αρκετά άλλα πίσω του. Εκεί στάθηκε μπροστά στον Πίπιν και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.

– Χαιρετώ! είπε το αγόρι. Από πού έρχεσαι; Είσαι ξένος στην Πόλη.

– Ήμουν, είπε ο Πίπιν, αλλά λένε πως έχω γίνει άντρας της Γκόντορ.

– Έλα, τώρα, καημένε! είπε το αγόρι. Τότε όλοι εδώ είμαστε άντρες. Αλλά πόσο χρονών είσαι και πώς σε λένε; Είμαι κιόλας δέκα χρονών και γρήγορα θα φτάσω τα πέντε πόδια ύψος. Είμαι ψηλότερός σου. Όμως, βέβαια, ο πατέρας μου είναι Φρουρός απ’ τους πιο ψηλούς. Ο πατέρας σου τι είναι;

Ποια ερώτηση να απαντήσω πρώτη; είπε ο Πίπιν. Ο πατέρας μου καλλιεργεί τα χωράφια του στο Ασπροπήγαδο. κοντά στο Τούκμπορο στο Σάιρ. Είμαι σχεδόν είκοσι εννιά χρονών, άρα εδώ σε περνάω· μόλο που δεν είμαι παρά τέσσερα πόδια ύψος και δεν έχω πιθανότητες να ψηλώσω περισσότερο, εκτός σε φάρδος.

– Είκοσι εννιά! είπε το αγόρι και σφύριξε. Μωρέ, εσύ κοντεύεις γέρος! Όσο ο θείος μου ο Ιόρλας. Όμως, πρόσθεσε μ’ ελπίδα, πάω στοίχημα πως μπορώ να σε στήσω με το κεφάλι κάτω ή να σε ρίξω καταγής.

– Μπορεί, αν σ’ αφήσω, είπε ο Πίπιν γελώντας. Και μπορεί να κάνω κι εγώ τα ίδια σ’ εσένα: ξέρουμε κι εμείς κάτι κόλπα στο πάλεμα στη μικρή μου πατρίδα. Εκεί, μάλιστα, με θεωρούν πολύ μεγαλόσωμο και δυνατό· και δεν έχω αφήσει ποτέ κανένα να με στήσει με το κεφάλι κάτω. Γι’ αυτό, αν παλεύαμε και δε γινόταν τίποτε άλλο, μπορεί και να σε σκότωνα. Γιατί όταν μεγαλώσεις περισσότερο, θα μάθεις πως ο κόσμος δεν είναι πάντα αυτός που φαίνεται· και, αν κι εσύ μπορεί να με πέρασες για κανένα ξένο βουτυρόπαιδο, εύκολη λεία, σε προειδοποιώ πως δεν είμαι: είμαι ένας ανθρωπάκος, σκληρός, γενναίος και κακός!

Ο Πίπιν έκανε μια τέτοια άγρια γκριμάτσα, που το αγόρι έκανε ένα βήμα πίσω, αμέσως όμως ξαναγύρισε με σφιγμένες τις γροθιές και έτοιμος για μάχη.

– Όχι! γέλασε ο Πίπιν. Ούτε να πιστεύεις όσα λένε άγνωστοι για τον εαυτό τους. Δεν είμαι πολεμιστής. Αλλά θα ήταν οπωσδήποτε πιο ευγενικό αυτός που επιτίθεται να πει ποιος είναι.

Το αγόρι τεντώθηκε περήφανο.

– Είμαι ο Μπέργκιλ γιος του Μπέρεγκοντ της Φρουράς, είπε.

– Το φαντάστηκα, είπε ο Πίπιν, γιατί μοιάζεις του πατέρα σου. Γνωριζόμαστε και μ’ έστειλε να σε βρω.

– Τότε, γιατί δεν το ’πες αμέσως; είπε ο Μπέργκιλ και ξαφνικά μια έκφραση απελπισίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. Μη μου πεις πως άλλαξε γνώμη και θα με διώξει με τα κορίτσια! Αλλά όχι, και τα τελευταία αμάξια έχουν φύγει.

– Η παραγγελία του είναι λιγότερο δυσάρεστη απ’ αυτό, αν όχι ευχάριστη, είπε ο Πίπιν. Λέει πως, αν το προτιμάς, αντί να με στήσεις με το κεφάλι κάτω, να με ξεναγήσεις ένα γύρο στην Πόλη για λίγο, για να ξαλαφρώσεις τη μοναξιά μου. Κι εγώ γι’ αντάλλαγμα μπορώ να σου πω μερικές ιστορίες για χώρες μακρινές.

Ο Μπέργκιλ χτύπησε τα χέρια και γέλασε ανακουφισμένος.

– Εντάξει, φώναξε. Έλα, λοιπόν! Ετοιμαζόμαστε να πάμε στην Πύλη να χαζέψουμε. Θα πάμε τώρα.

– Τι γίνεται εκεί;

– Οι Καπεταναίοι από τις Επαρχίες πρόκειται να έρθουν από το Νότιο Δρόμο πριν πέσει ο Ήλιος. Έλα μαζί μας και θα δεις.

Ο Μπέργκιλ αποδείχτηκε καλός σύντροφος, η καλύτερη συντροφιά που είχε ο Πίπιν από τότε που χώρισε με το Μέρι και δεν άργησαν να γελούν και να κουβεντιάζουν εύθυμα καθώς προχωρούσαν στους δρόμους, αδιαφορώντας για τις ματιές που τους έριχνε ο κόσμος. Σε λίγο βρέθηκαν μέσα σ’ ένα πλήθος κόσμου που πήγαινε κατά τη Μεγάλη ΙΙύλη. Εκεί ο Πίπιν ανέβηκε πολύ στην εκτίμηση του Μπέργκιλ, γιατί, όταν είπε το όνομά του και το σύνθημα, ο φρουρός τον χαιρέτησε και τον άφησε να περάσει· και το κυριότερο, τον άφησε να πάρει και το σύντροφό του μαζί.

– Αυτό ήταν σπουδαίο! είπε ο Μπέργκιλ. Εμάς τα παιδιά δε μας αφήνουν πια να περνάμε την Πύλη χωρίς κάποιον μεγάλο μαζί. Τώρα θα βλέπουμε καλύτερα.

Έξω από την Πύλη ήταν μαζεμένο ένα πλήθος από άντρες στην άκρη του δρόμου και του μεγάλου πλακόστρωτου χώρου που αντάμωναν όλοι οι δρόμοι για τη Μίνας Τίριθ. Όλων τα μάτια κοίταζαν νότια και δεν άργησε ν’ ακουστεί ένα μουρμουρητό: «Να, σκόνη εκεί κάτω! Έρχονται!»

Ο Πίπιν κι ο Μπέργκιλ κατάφεραν και βγήκαν μπροστά μπροστά και περίμεναν. Ακούστηκαν βούκινα από μακριά κι ο θόρυβος απ’ τις ζητωκραυγές κύλησε να τα προϋπαντήσει σαν τον άνεμο που δυναμώνει. Ύστερα αντήχησε ένα δυνατό σάλπισμα και παντού ο κόσμος γύρω τους φώναζε:

– Φόρλονγκ! Φόρλονγκ!

Τους άκουσε ο Πίπιν να φωνάζουν.

– Τι λένε; ρώτησε.

Ήρθε ο Φόρλονγκ, απάντησε ο Μπέργκιλ· ο γερο-Φόρλονγκ ο Παχύς, ο Αρχοντας του Λόσαρναχ. Εκεί μένει ο παππούς μου. Ζήτω! Να τος. Ο καλός ο γερο-Φόρλονγκ!

Επικεφαλής της γραμμής έφτασε βαδίζοντας ένα μεγάλο γεροδεμένο άλογο και πάνω του καθόταν ένας άντρας με φαρδιούς ώμους και τεράστια περιφέρεια· ήταν γέρος, με γκρίζα γενειάδα, φορούσε όμως πανοπλία και μαύρο κράνος και κρατούσε ένα μακρύ, βαρϋ κοντάρι. Πίσω του προχωρούσε περήφανα μια σκονισμένη σειρά από άντρες, καλά οπλισμένοι και κρατώντας μεγάλα πολεμικά τσεκούρια· είχαν όψη αγριωπή κι ήταν πιο κοντοί και κάπως πιο μελαχρινοί από τους άντρες που είχε ως τώρα δει ο Πίπιν στην Γκόντορ.

– Φόρλονγκ! φώναζαν οι άντρες. Πιστή καρδιά, πραγματικέ φίλε! Φόρλονγκ!

Αλλά όταν οι άντρες του Λόσαρναχ πέρασαν, μουρμούριζαν: – Τόσο λίγοι! Τι είναι διακόσιοι; Περιμέναμε δέκα φορές περισσότερους. Φταίνε τα νέα για το μαύρο στόλο. Δε στέλνουν παρά το δέκατο από τη δύναμή τους. Πάντως και το λίγο κέρδος είναι.

Κι έτσι έρχονταν οι λόχοι και τους χαιρετούσαν και τους ζητωκραύγαζαν και περνούσαν από την Πύλη, άντρες από τις Επαρχίες που έφταναν για να υπερασπιστούν την Πόλη της Γκόντορ σε ώρα σκοτεινή· πάντα όμως πολύ λίγοι, πάντοτε λιγότεροι απ’ όσο περίμενε η ελπίδα ή ζητούσε η ανάγκη. Οι άντρες της Κοιλάδας του Ρίνγκλο πίσω από το γιο του άρχοντά τους, τον Ντεβόριν, πεζή: τριακόσιοι. Από τα οροπέδια του Μόρθοντ, τη Μεγάλη κοιλάδα του Μαυρόπηγου, ο ψηλός Ντουίνχιρ με τους γιους του, Ντουίλιν και Ντερούφιν, και πεντακόσιους τοξότες. Από το Άνφαλας, το Λάνγκστραντ μακριά, μια μεγάλη σειρά άντρες όλων των ειδών, κυνηγοί και Βοσκοί και άντρες από μικρά χωριά, όχι καλά οπλισμένοι εκτός από τη συνοδεία του Γκολάσγκιλ του άρχοντά τους. Από το Λάμεντον, λίγοι αγριωποί βουνίσιοι χωρίς αρχηγό. Ψαράδες από το Έθιρ, καμιά εκατοστή περίπου που μπορούσαν να τους διαθέσουν από τα πλοία. Ο Χιρλούιν ο Ωραίος από τους Πράσινους Λόφους του Πίναθ Γκέλιν με τριακόσια πρασινοντυμένα παλικάρια. Και τελευταίος και πιο περήφανος, ο Ιμραχίλ, ο Πρίγκιπας του Ντολ Άμροθ, συγγενής του Άρχοντα, με χρυσοκέντητες σημαίες που είχαν το θυρεό του, το Πλοίο και τον Ασημένιο Κύκνο, με ένα λόχο ιππότες με πλήρη εξάρτυση καβάλα σε γκρίζα άλογα· και πίσω τους εφτακόσιοι πολεμιστές, ψηλοί σαν άρχοντες, με γκρίζα μάτια και μαύρα μαλλιά, που τραγουδούσαν καθώς έρχονταν.

Κι αυτό ήταν όλο, λιγότερο από τρεις χιλιάδες όλοι κι όλοι. Δε θα έρχονταν άλλοι. Οι φωνές τους και το ρυθμικό χτύπημα των ποδιών τους πέρασαν στην Πόλη και έσβησαν. Ο κόσμος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Ο αέρας ήταν γεμάτος σκόνη, γιατί είχε πέσει ο άνεμος και το δειλινό ήταν βαρύ. Πλησίαζε κιόλας η ώρα που έκλειναν και ο κόκκινος ήλιος είχε χαθεί πίσω από το Μιντολούιν. Σκιά απλώθηκε στην Πόλη.

Ο Πίπιν κοίταξε ψηλά και του φάνηκε πως ο ουρανός είχε γίνει σταχτής, λες κι από πάνω τους να κρεμόταν πολλή σκόνη και καπνός και το φως περνούσε θαμπά από μέσα τους. Αλλά στη Δύση ο ήλιος που ξεψυχούσε είχε βάλει φωτιά σ’ όλους τους καπνούς και τώρα το Μιντολούιν υψωνόταν μαύρο, με φόντο μια φωτιά που σιγόκαιγε πιτσιλισμένη με στάχτες.

– Κι έτσι τελειώνει μια ωραία μέρα με θυμό! είπε, ξεχνώντας το αγόρι πλάι του.

– Σίγουρα, αν δεν έχω επιστρέψει πριν χτυπήσουν τα καμπανάκια της δύσης του ήλιου, είπε ο Μπέργκιλ. Έλα! Άκου τη σάλπιγγα για το κλείσιμο της Πύλης.

Χέρι χέρι γύρισαν πίσω στην Πόλη, οι τελευταίοι που πέρασαν την Πύλη πριν κλείσει· και την ώρα που έφταναν στην Οδό Φανοποιών όλες οι καμπάνες στους πύργους χτύπησαν επίσημα. Φώτα ξεπετάχτηκαν σε πολλά παράθυρα και από τα σπίτια και τα καταλύματα των στρατιωτών κατά μήκος των τειχών ακούστηκαν τραγούδια.

– Γεια σου, για την ώρα, είπε ο Μπέργκιλ. Δώσε χαιρετίσματα στον πατέρα μου κι ευχαρίστησέ τον για την παρέα που μου έστειλε. Και μην αργήσεις να ξανάρθεις, σε παρακαλώ. Σχεδόν εύχομαι να μην είχαμε πόλεμο τώρα, γιατί θα περνούσαμε πολύ όμορφα. Μπορεί και να πηγαίναμε στο Λόσαρναχ, στο σπίτι του παππού μου· είναι όμορφα εκεί την Άνοιξη, τα χωράφια και τα δάση είναι γεμάτα λουλούδια. Αλλά μπορεί να πάμε εκεί κάποτε. Ποτέ δε θα νικήσουν τον Άρχοντά μας κι ο πατέρας μου είναι πολύ γενναίος. Γεια σου και να ξανάρθεις!

Χώρισαν κι ο Πίπιν βιάστηκε να γυρίσει στο κάστρο. Του φάνηκε πολύς δρόμος και άναψε και πείνασε πολύ· και η νύχτα έπεσε γρήγορη και σκοτεινή. Ούτε ένα αστέρι δεν τρυπούσε τον ουρανό. Έφτασε αργά για το δείπνο στην τραπεζαρία κι ο Μπέρεγκοντ τον καλωσόρισε όλος χαρά και τον έβαλε να καθίσει πλάι του για να μάθει τα νέα του γιου του. Μετά το δείπνο ο Πίπιν έμεινε λίγο και ύστερα έφυγε, γιατί τον είχε κυριέψει μια παράξενη κακοκεφιά και τώρα ήθελε πάρα πολύ να ξαναδεί τον Γκάνταλφ.

– Μπορείς να βρεις το δρόμο σου; είπε ο Μπέρεγκοντ στην πόρτα της μικρής αίθουσας, στη βορινή πλευρά του κάστρου, που είχαν καθίσει. Η νύχτα είναι σκοτεινή κι ακόμα πιο μαύρη από τότε που πήραμε διαταγές να χαμηλώσουμε όλα τα φώτα μέσα στην Πόλη και να μη φαίνεται κανένα έξω από τα τείχη. Κι έχω να σου πω τα νέα από μια άλλη διαταγή: θα σε καλέσουν να παρουσιαστείς στον Άρχοντα Ντέρεθορ αύριο νωρίς. Φοβάμαι πως δε σε προορίζουν για τον Τρίτο Λόχο. Πάντως μπορούμε να ελπίζουμε πως θα ξανανταμώσουμε. Άντε, γεια και όνειρα γλυκά!

Το σπίτι ήταν σκοτεινό, εκτός από μια μικρή λάμπα στο τραπέζι. Ο Γκάνταλφ δεν ήταν εκεί. Η κακοκεφιά του Πίπιν μεγάλωσε. Σκαρφάλωσε στον πάγκο και προσπάθησε να δει έξω απ’ το παράθυρο, αλλά ήταν λες και κοίταζε σε μια λίμνη από μελάνι. Κατέβηκε, έκλεισε το παντζούρι κι έπεσε στο κρεβάτι. Για λίγη ώρα αφουγκραζόταν ν’ ακούσει τον Γκάνταλφ να γυρίζει κι ύστερα βυθίστηκε σ’ έναν ανήσυχο ύπνο.

Τη νύχτα ξύπνησε από ένα φως και είδε πως ο Γκάνταλφ είχε έρθει και πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο πέρα απ’ την κουρτίνα της μικρής κάμαρας. Στο τραπέζι ήταν κεριά και κάτι ρολά περγαμηνές. Άκουσε το μάγο ν’ αναστενάζει και να μουρμουρίζει: «Πότε θα γυρίσει ο Φαραμίρ;»

– Γεια σου! είπε ο Πίπιν, ξετρυπώνοντας το κεφάλι του πίσω απ’ την κουρτίνα. Νόμιζα πως με είχες ξεχάσει εντελώς. Χαίρομαι που γύρισες. Η μέρα ήταν ατέλειωτη.

– Η νύχτα όμως θα είναι πολύ μικρή, είπε ο Γκάνταλφ. Γύρισα εδώ, γιατί πρέπει να βρω λίγη ησυχία, μοναχός μου. Εσύ κοιμήσου στο κρεβάτι σου, όσο ακόμα μπορείς. Όταν βγει ο ήλιος, θα σε πάω στον Άρχοντα Ντένεθορ ξανά. Όχι όταν οτείλουν και σε φωνάξουν, κι όχι όταν βγει ο ήλιος. Η Σκοτεινιά έχει αρχίσει. Δε θα έχουμε αυγή.

II ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΓΚΡΙΖΟΥ ΛΟΧΟΥ

Ο Γκάνταλφ είχε φύγει και το ποδοβολητό του Ίσκιου είχε χαθεί στη νύχτα, όταν ο Μέρι γύρισε στον Αραγκορν. Είχε μονάχα ένα ελαφρύ μπογαλάκι, γιατί είχε χάσει το σακίδιό του στο Παρθ Γκάλεν και ό,τι είχε ήταν κάτι λιγοστά χρήσιμα πράγματα, που είχε περιμαζέψει ανάμεσα στα χαλάσματα του Ίσενγκαρντ. Ο Χάσουφελ ήταν κιόλας σελωμένος. Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι με το άλογό τους στέκονταν δίπλα.

— Έτσι απομένουν ακόμα τέσσερις από την Ομάδα, είπε. ο Άραγκορν. Θα συνεχίσουμε μαζί. Αλλά δε θα είμαστε μονάχοι, όπως νόμιζα. Ο βασιλιάς είναι τώρα αποφασισμένος να ξεκινήσει αμέσως. Από τότε που φάνηκε ο φτερωτός ίσκιος, θέλει να επιστρέψει στους λόφους, κρυμμένος στο σκοτάδι της νύχτας.

— Κι από κει; ρώτησε ο Λέγκολας.

– Δεν μπορώ ακόμα να πω, απάντησε ο Άραγκορν. Ο βασιλιάς θα πάει στη συγκέντρωση του στρατού που είχε διατάξει στο Έντορας, ύστερα από τέσσερις νύχτες από απόψε. Κι εκεί, νομίζω, θα πάρει πληροφορίες για τον πόλεμο, και οι Καβαλάρηδες του Ρόαν θα κατεβούν στη Μίνας Τίριθ. Εκτός από μένα και όποιον θα έρθει μαζί μου.

– Ένας θα ’μαι εγώ! φώναξε ο Λέγκολας.

– Κι ο Γκίμλι μαζί του! είπε ο Νάνος.

– Λοιπόν, όσον αφορά εμένα, είπε ο Άραγκορν, είναι σκοτάδι μπροστά μου. Πρέπει κι εγώ να πάω στη Μίνας Τίριθ, αλλά δε βλέπω ακόμα το δρόμο. Πλησιάζει μια ώρα από καιρό ετοιμασμένη.

– Μη μ’ αφήσετε πίσω! είπε ο Μέρι. Δεν έχω φανεί και πολύ χρήσιμος ως τώρα· αλλά δε θέλω να με αφήσετε κατά μέρος, σαν αποσκευή, που θα παραλάβετε όταν τελειώσουν όλα. Δε νομίζω πως οι Καβαλάρηδες θα θελήσουν να ασχοληθούν μαζί μου τώρα. Αν και, φυσικά, ο βασιλιάς είπε πως θα με βάλει να καθίσω πλάι του, όταν φτάσει στο σπίτι του, για να του πω για το Σάιρ.

– Ναι, είπε ο Άραγκορν, κι ο δρόμος σου βρίσκεται κοντά του, νομίζω, Μέρι. Αλλά μην περιμένεις χαρές και γέλια στο τέλος του. Θα περάσει πολύς καιρός, φοβάμαι, πριν να καθίσει ο Θέοντεν ξένοιαστος στο Μέντουσελντ. Πολλές ελπίδες θα μαραθούν τούτη την πικρή Άνοιξη.

Γρήγορα ήταν όλοι έτοιμοι να ξεκινήσουν είκοσι τέσσερα άλογα με τον Γκίμλι πίσω από το Λέγκολας και το Μέρι μπροστά από τον Άραγκορν. Σε λίγο κάλπαζαν γοργά μέσα στη νύχτα. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα που είχαν περάσει τους τύμβους στα Περάσματα του Ίσεν, όταν ήρθε ένας Καβαλάρης καλπάζοντας από την οπισθοφυλακή.

– Άρχοντα μου, είπε στο βασιλιά, πίσω μας έρχονται καβαλάρηδες. Την ώρα που διασχίζαμε τα περάσματα μου φάνηκε πως τους άκουσα. Τώρα είμαστε βέβαιοι. Καλπάζουν γρήγορα και θα μας προλάβουν.

Ο Θέοντεν αμέσως φώναξε να σταματήσουν. Οι Καβαλάρηδες έκαναν μεταβολή κι άρπαξαν τα κοντάρια τους. Ο Άραγκορν ξεπέζεψε και κατέβασε το Μέρι κάτω, τραβώντας το σπαθί του στάθηκε πλάι στον αναβατήρα του βασιλιά. Ο Έομερ και ο ακόλουθός του πήγαν πίσω. Ο Μέρι, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ένιωσε σαν αχρείαστη αποσκευή κι αναρωτήθηκε τι θα ’πρεπε να κάνει, αν γινόταν μάχη. Αν η μικρή συνοδεία του βασιλιά έπεφτε σε παγίδα και τους νικούσαν, αλλά αυτός ξέφευγε στο σκοτάδι – μοναχός στα έρημα λιβάδια του Ρόαν, δίχως να έχει ιδέα πού βρίσκεται σ’ όλη εκείνη την απεραντοσύνη;

«Δεν κερδίζω τίποτα!» σκέφτηκε. Τράβηξε το σπαθί του κι έσφιξε τη ζώνη του.

Ένα μεγάλο ταξιδιάρικο σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι που έδυε, αλλά ξαφνικά φάνηκε πάλι. Τότε όλοι άκουσαν το ποδοβολητό και ταυτόχρονα είδαν μαύρες μορφές να έρχονται γρήγορα απ’ το μονοπάτι μετά τα περάσματα. Το σεληνόφως γυάλιζε εδώ κι εκεί στις μύτες των κονταριών. Δεν μπορούσαν να υπολογίσουν τον αριθμό των διωκτών, αλλά δε φαίνονταν λιγότεροι από τη συνοδεία του βασιλιά τουλάχιστον.

Όταν βρέθηκαν σε απόσταση πενήντα βημάτων περίπου, ο Έομερ φώναξε δυνατά:

– Αλτ! Αλτ! Ποιοι ταξιδεύουν στο Ρόαν;

Οι διώκτες ακινητοποίησαν απότομα τ’ άλογά τους. Ακολούθησε σιωπή· και ύστερα, στο φως του φεγγαριού, είδαν έναν ιππέα να ξεπεζεύει και να προχωρεί αργά. Το χέρι του φαινόταν άσπρο, όπως το κρατούσε ψηλά, με την παλάμη προς τα έξω, δείγμα ειρήνης· οι άντρες όμως του βασιλιά έσφιξαν τα όπλα τους. Στα δέκα βήματα ο άνθρωπος σταμάτησε. Ήταν ψηλός, μια σκοτεινή όρθια σκιά. Ύστερα η καθαρή φωνή του αντήχησε:

– Ρόαν; Ρόαν είπατε; Αυτή η λέξη μας δίνει χαρά. Γυρεύουμε αυτή τη χώρα όλο βιασύνη από πολύ μακριά.

– Τη βρήκατε, είπε ο Έομερ. Όταν διασχίσατε τα περάσματα εκεί πέρα, μπήκατε σ’ αυτή. Αλλά είναι το βασίλειο του Βασιλιά Θέοντεν. Κανείς δεν μπορεί να περάσει χωρίς την άδειά του. Ποιοι είστε; Και γιατί βιάζεστε;

– Εγώ είμαι ο Χάλμπαραντ ο Ντούνανταν, Περιφερόμενος Φύλακας απ’ το Βοριά, φώναξε ο άντρας. Γυρεύουμε κάποιον Άραγκορν γιο του Άραθορν, κι ακούσαμε πως βρίσκεται στο Ρόαν.

– Και τον βρήκατε κιόλας! φώναξε ο Άραγκορν ~ και, δίνοντας τα γκέμια στο Μέρι, έτρεξε κι αγκάλιασε το νεοφερμένο. Χάλμπαραντ! είπε. Μου δίνεις χαρά που δεν την περίμενα.

Ο Μέρι αναστέναξε ανακουφισμένος. Είχε νομίσει πως αυτό ήταν κάποιο τελευταίο κόλπο του Σάρουμαν, για να παγιδέψει το βασιλιά όσο που είχε μόνο λίγους άντρες γύρω του· αλλά, κατά τα φαινόμενα, δε θα χρειαζόταν να πεθάνει υπερασπίζοντας το Θέοντεν, τουλάχιστον όχι ακόμα. Θήκιασε το σπαθί του.

– Όλα εντάξει, είπε ο Άραγκορν, γυρίζοντας πίσω. Αυτοί εδώ είναι μερικοί από τους δικούς μου από τη μακρινή χώρα που κατοικούσα. Αλλά γιατί ήρθαν και πόσοι είναι, θα μας πει ο Χάλμπαραντ.

– Έχω τριάντα μαζί μου, είπε ο Χάλμπαραντ. Μόνο αυτοί από τους δικούς μας μπόρεσαν να συγκεντρωθούν βιαστικά· αλλά οι αδελφοί Ελάνταν κι ο Ελρόχιρ ήρθαν μαζί μας, γιατί ήθελαν να πάνε στον πόλεμο. Καλπάσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, όταν έφτασε το κάλεσμά σου.

– Μα δε σας κάλεσα εγώ, είπε ο Άραγκορν, παρά μόνο το ευχόμουν. Οι σκέψεις μου συχνά στρέφονταν σ’ εσάς, και σπάνια περισσότερο απ’ ό,τι απόψε· όμως δεν έστειλα μήνυμα. Ελάτε όμως! Όλ’ αυτά μπορούν να περιμένουν. Μας βρίσκετε σε ώρα που καλπάζουμε βιαστικά και με κίνδυνο. Ελάτε μαζί μας τώρα, αν μας δίνει την άδειά του ο βασιλιάς.

Ο Θέοντεν ήταν στ’ αλήθεια πολύ χαρούμενος με τα νέα.

– Και βέβαια! είπε. Αν αυτοί οι δικοί σου μοιάζουν καθόλου μ’ εσένα, άρχοντα Άραγκορν, τριάντα τέτοιοι ιππότες είναι δύναμη που δε μετριέται με κεφάλια.

Ύστερα οι Καβαλάρηδες ξεκίνησαν ξανά και ο Άραγκορν για λίγο πήγε με τους Ντούνεντεν κι αφού κουβέντιασαν για τα νέα του Βοριά και του Νοτιά, του λέει ο Ελρόχιρ:

– Σου φέρνω μήνυμα από τον πατέρα μου: Οι μέρες είναι λιγοστές. Αν βιάζεσαι, θυμήσου τα Μονοπάτια των Νεκρών.

– Πάντοτε οι μέρες μου μού φαίνονταν πολύ λιγοστές για να πετύχω αυτό που επιθυμώ, απάντησε ο Άραγκορν. Αλλά θα πρέπει να ’ναι στ’ αλήθεια πολύ μεγάλη η βιασύνη μου για να πάρω αυτόν το δρόμο.

– Αυτό γρήγορα θα το δούμε, είπε ο Ελρόχιρ. Αλλά ας μη μιλήσουμε πια γι’ αυτά τα θέματα στον ανοιχτό δρόμο.

Κι ο Άραγκορν είπε στο Χάλμπαραντ:

– Τι είναι αυτό που κρατάς, πατριώτη; – γιατί είδε πως αντί για κοντάρι κρατούσε ένα μακρύ κονταρόξυλο, λες και ήταν σημαία, αλλά ήταν τυλιγμένο με μαύρο ύφασμα δεμένο με πολλά κορδόνια.

– Είναι ένα δώρο που σου φέρνω από την Κυρά του Σκιστού Λαγκαδιού, απάντησε ο Χάλμπαραντ. Το έφτιαξε κρυφά και της πήρε πολύν καιρό. Όμως, σου στέλνει κι αυτή ένα μήνυμα: Τώρα οι μέρες είναι λιγοστές. Ή θα πραγματοποιηθεί η ελπίδα μας ή όλες οι ελπίδες θα χαθούν. Γι’ αυτό σον στέλνω αυτό που έχω φτιάξει για σένα. Ώρα καλή σου, Λιθούχε!

Και ο Άραγκορν είπε:

– Τώρα ξέρω τι κρατάς. Κράτησε το μου για λίγο ακόμα!

Και στράφηκε και κοίταξε μακριά στο Βοριά κάτω απ’ τα μεγάλα αστέρια και ύστερα σώπασε και δε μίλησε πια όσο κράτησε το νυχτερινό ταξίδι.

Η νύχτα περνούσε και η Ανατολή ήταν γκρίζα, όταν ανηφόρισαν τέλος απ’ το Λαγκάδι του Λημεριού και ξαναγύρισαν στο Φρούριο της Σάλπιγγας. Εκεί θα έμεναν λίγο για να ξεκουραστούν και να αποφασίσουν τι θα κάνουν.

Ο Μέρι το ’ριξε στον ύπνο, ώσπου τον ξύπνησαν ο Λέγκολας και ο Γκίμλι.

– Ο Ήλιος είναι ψηλά, είπε ο Λέγκολας. Κι όλοι οι άλλοι έχουν σηκωθεί. Έλα, κυρ Τεμπελάκο, να ρίξεις μια ματιά σ’ αυτό το μέρος όσο που μπορείς!

– Έγινε μάχη εδώ πριν τρεις νύχτες, είπε ο Γκίμλι, κι εδώ ο Λέγκολας κι εγώ παίξαμε ένα παιγνίδι που το κέρδισα μόνο μ’ έναν ορκ παραπάνω. Έλα να δεις πώς έγινε! Κι έχει σπηλιές, Μέρι, σπηλιές θαυμαστές! Τι λες, πάμε να τις δούμε, Λέγκολας;

– Όχι! Δεν έχουμε καιρό, είπε το Ξωτικό. Μη χαλάς την ομορφιά με βιασύνη! Σου έχω δώσει το λόγο μου πως θα ξανάρθω εδώ μαζί σου, αν έρθουν πάλι μέρες ειρήνης κι ελευθερίας. Τώρα όμως πλησιάζει μεσημέρι και τότε θα φάμε και ύστερα θα ξεκινήσουμε πάλι, απ’ ό,τι ακούω.

Ο Μέρι σηκώθηκε και χασμουρήθηκε. Οι λιγοστές ώρες που κοιμήθηκε δεν του ήταν αρκετές· ήταν κουρασμένος και αρκετά κακόκεφος.

Του έλειπε ο Πίπιν και ένιωθε πως ήταν βάρος, ενώ όλοι έκαναν σχέδια για ταχύτητα σε μια υπόθεση που δεν την καλοκαταλάβαινε.

– Πού είναι ο Άραγκορν; ρώτησε.

– Σ’ ένα ψηλό δωμάτιο στο Φρούριο, είπε ο Λέγκολας. Νομίζω πως ούτε ξεκουράστηκε ούτε κοιμήθηκε. Πήγε εκεί πάνω αρκετές ώρες πριν, λέγοντας πως πρέπει να σκεφτεί, και μόνο ο πατριώτης του ο Χάλμπαραντ πήγε μαζί του· πάντως, κάποια σκοτεινή αμφιβολία ή έννοια τον βασανίζει.

– Παράξενη παρέα τούτοι οι νεοφερμένοι, είπε ο Γκίμλι. Είνάι άντρες γεροδεμένοι κι αρχοντικοί. Οι Καβαλάρηδες του Ρόαν μοιάζουν σχεδόν παιδιά μπροστά τους· γιατί έχουν όψη αγριωπή, φαγωμένη σαν πολυκαιρινή πέτρα γενικά, σαν τον Άραγκορν και είναι αμίλητοι.

– Αλλά, σαν τον Άραγκορν, είναι ευγενικοί όταν σπάσουν τη σιωπή τους, είπε ο Λέγκολας. Και προσέξατε τους αδελφούς Ελάνταν και Ελρόχιρ; Η εξάρτυσή τους είναι λιγότερο σκουρόχρωμη από των άλλων και είναι ωραίοι και γεμάτοι αρχοντιά σαν Ξωτικοάρχοντες· και δεν είναι ν’ απορείς βέβαια, αφού είναι οι γιοι του Έλροντ του Σκιστού Λαγκαδιού.

– Γιατί ήρθαν; Μάθατε; ρώτησε ο Μέρι.

Είχε ντυθεί τώρα κι έριξε τον γκρίζο του μανδύα πάνω στους ώμους του· και οι τρεις μαζί βγήκαν και τράβηξαν κατά την ερειπωμένη πύλη του Κάστρου.

– Απάντησαν στο κάλεσμα, όπως άκουσες, είπε ο Γκίμλι. Ήρθε, λέει, μήνυμα στο Σκιστό Λαγκάδι: Ο Άραγκορν χρειάζεται τους δικούς του. Ας τρέξουν κοντά τον οι Ντούνεντεν στο Ρόαν! Αλλά από πού ήρθε το μήνυμα τώρα αμφιβάλλουν. Εγώ θα ’λεγα πως το έστειλε ο Γκάνταλφ.

– Όχι, η Γκαλάντριελ ήταν, είπε ο Λέγκολας. Δε μίλησε με το στόμα του Γκάνταλφ για τον ερχομό του Γκρίζου Λόχου απ’ το Βοριά;

– Ναι, το βρήκες, είπε ο Γκίμλι. Η Κυρά του Δάσους! Διάβασε πολλές καρδιές κι επιθυμίες. Μωρέ, γιατί δεν επιθυμούσαμε κι εμείς μερικούς απ’ τους δικούς μας, Λέγκολας;

Ο Λέγκολας στάθηκε μπροστά στην πύλη και έστρεψε τα λαμπερά του μάτια μακριά βόρια κι ανατολικά και τ’ όμορφο πρόσωπό του ήταν ανήσυχο.

– Δε νομίζω πως θα ερχόταν κανένας, απάντησε. Δε χρειάζεται να κάνε στον πόλεμο· ο πόλεμος έρχεται κιόλας στις δικές τους χώρες.

Για λίγο οι τρεις σύντροφοι περπάτησαν μαζί, κουβεντιάζοντας για τις διάφορες φάσεις της μάχης, και κατηφόρισαν απ’ τη σπασμένη πύλη, πέρασαν τους τύμβους των πεσόντων στην πρασινάδα πλάι απ’ το δρόμο, ώσπου έφτασαν στο Χαντάκι του Χελμ και κοίταξαν στο Λαγκάδι. Ο Τύμβος των Νεκρών υψωνόταν κιόλας εκεί, μαύρος, πέτρινος και ψηλός και το τρομερό τσαλαπάτημα και οι χαρακιές της πρασινάδας από τους Χούορν φαινόταν ολοκάθαρα. Οι άντρες της Μαυροχώματης χώρας και πολλοί άντρες της φρουράς του Κάστρου δούλευαν στο Χαντάκι ή στα χωράφια και γύρω απ’ τα στραπατσαρισμένα τείχη στο βάθος’ όλα όμως έδειχναν παράξενα ήσυχα: μια κουρασμένη κοιλάδα που αναπαυόταν ύστερα από μια μεγάλη καταιγίδα. Σε λίγο γύρισαν πίσω και πήγαν για το μεσημεριανό τους γεύμα στην τραπεζαρία του Κάστρου.

Ο βασιλιάς ήταν κιόλας εκεί και μόλις μπήκαν φώναξε το Μέρι και είπε να βάλουν ένα κάθισμα δίπλα του.

– Εδώ δεν είναι όπως θα το ήθελα, είπε ο Θέοντεν, γιατί αυτό ελάχιστα μοιάζει με το ωραίο μου σπίτι στο Έντορας. Και ο φίλος σου, που θα ’πρεπε να είναι εδώ, λείπει. Αλλά μπορεί να περάσει πολύς καιρός πριν καθίσουμε, εσύ κι εγώ, στο ψηλό τραπέζι στο Μέντουσελντ· γιατί τώρα που θα πάω εκεί, δε θα έχουμε καιρό για τραπέζια. Αλλά. έλα τώρα! Φάγε και πιες κι έλα να κουβεντιάσουμε μαζί, όσο που μπορούμε. Και ύστερα θα έρθεις μαζί μου.

– Μπορώ; είπε ο Μέρι, έκπληκτος και καταχαρούμενος. Είναι υπέροχο! – ποτέ του δεν είχε νιώσει μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη για οποιαδήποτε χάρη. Φοβάμαι πως μπερδεύομαι μονάχα στα πόδια όλων σας, κόμπιασε, αλλά θα ήθελα να κάνω ό,τι μπορώ, καταλαβαίνετε.

– Δεν αμφιβάλλω, είπε ο βασιλιάς. Είπα να σου ετοιμάσουν ένα καλό βουνίσιο πόνυ. Θα σε μεταφέρει τόσο γρήγορα, όσο κι ένα άλογο από τους δρόμους που θα πάρουμε. Γιατί, φεύγοντας από το Κάστρο, θα πάρω τα μονοπάτια των βουνών και θα πάω στο Έντορας μέσον Ντάνχάροου, που με περιμένει η Αρχόντισσα Έογουιν. Εσύ θα είσαι ο υπασπιστής μου, αν θέλεις. Υπάρχουν τίποτα όπλα σ’ αυτό το μέρος, Έομερ, που να μπορεί να χρησιμοποιήσει ο υπασπιστής μου;

– Δεν έχει εδώ μεγάλα αποθέματα όπλων, άρχοντα, απάντησε ο Έομερ. Μπορεί να βρεθεί κανένα ελαφρό κράνος που να του κάνει· αλλά δεν έχουμε ούτε αλυσιδωτό θώρακα ούτε σπαθί για το μπόι του.

– Έχω σπαθί, είπε ο Μέρι, και σηκώθηκε από τη θέση του κι έβγαλε από το μαύρο της θηκάρι τη μικρή αστραφτερή του λεπίδα. (Πλημμυρισμένος ξαφνικά από αγάπη γι’ αυτόν το γέροντα, γονάτισε στο ένα γόνατο και του πήρε το χέρι και το φίλησε.) Μπορώ ν’ αποθέσω το σπαθί του Μέριαντοκ από το Σάιρ στα γόνατα σου, Βασιλιά Θέοντεν; φώναξε. Δέξου τις υπηρεσίες μου, αν θέλεις!

– Πολύ ευχαρίστως τις δέχομαι, είπε ο βασιλιάς· και. βάζοντας τα μακριά γέρικα χέρια του στα καστανά μαλλιά του χόμπιτ, τον ευλόγησε. Σήκω τώρα, Μέριαντοκ, βασιλικέ υπασπιστή του Ρόαν στην αυλή του Μέντουσελντ! είπε. Πάρε το σπαθί σου και ας είναι τυχερό όπου πας!

– Για μένα θα είσαι σαν τον πατέρα μου, είπε ο Μέρι.

– Για λίγο, είπε ο Θέοντεν,

Κουβέντιασαν μαζί ύστερα, καθώς έτρωγαν, ώσπου τέλος μίλησε ο Έομερ.

– Πλησιάζει η ώρα που έχουμε ορίσει την αναχώρησή μας, άρχοντα, είπε. Να πω στους άντρες να σαλπίσουν τα βούκινα; Πού είναι όμως ο Άραγκορν; Η θέση του είναι άδεια και δεν έχει φάει.

– Θα ετοιμαστούμε να ξεκινήσουμε, είπε ο Θέοντεν αλλά ειδοποιήστε τον Άρχοντα Άραγκορν πως η ώρα πλησιάζει.

Ο βασιλιάς με τη φρουρά του και το Μέρι στο πλευρό του βγήκαν από την πύλη του Φρουρίου εκεί που οι Καβαλάρηδες μαζεύονταν στην πλατεία. Πολλοί είχαν κιόλας ιππεύσει. Θα ήταν μεγάλος λόχος· γιατί ο βασιλιάς άφηνε μόνο μια μικρή φρουρά στο Φρούριο και όλοι οι υπόλοιποι θα πήγαιναν στο Έντορας για να παρουσιαστούν και να εξοπλιστούν. Χίλιες λόγχες είχαν κιόλας φύγει από τη νύχτα· αλλά θα ήταν κάπου πεντακόσιοι ακόμα, που θα πήγαιναν με το βασιλιά, κυρίως άντρες από τα λιβάδια και τις κοιλάδες του Γουέστφολντ.

Λίγο ξεχωριστά οι Περιφερόμενοι Φύλακες κάθονταν, σιωπηλοί, καλοσυνταγμένοι, οπλισμένοι με ακόντιο, τόξο και σπαθί. Ήταν ντυμένοι με σκούρους γκρίζους μανδύες και είχαν ριγμένες τις κουκούλες πάνω από τα κράνη και τα κεφάλια τους. Τα άλογά τους ήταν δυνατά και περήφανα, αλλά δασύτριχα· κι ένα στεκόταν εκεί δίχως αναβάτη, το άλογο του Άραγκορν που είχαν φέρει απ’ το Βοριά· το όνομά του ήταν Ροχέριν. Δε γυάλιζε ούτε πετράδι ούτε χρυσάφι ούτε τίποτα στολίδι σ’ όλα τους τα εφόδια και ιπποσκευή· ούτε οι κύριοι τους είχαν πάνω τους κάποιο σήμα ή ένδειξη, εκτός μόνον ότι ο μανδύας του καθενός ήταν πιασμένος στον αριστερό ώμο με μια ασημένια καρφίτσα στο σχήμα ακτινοβόλου άστρου.

Ο βασιλιάς ανέβηκε στο άλογό του, τον Ασπροχαίτη, και ο Μέρι στάθηκε δίπλα του πάνω στο πόνυ του, το Στίμπα. Σε λίγο βγήκε ο Έομερ από την πύλη και μαζί του ήταν ο Άραγκορν και ο Χάλμπαραντ κρατώντας το μεγάλο κοντάρι σφιχτοτυλιγμένο με μαύρο πανί, και δυο ψηλοί άντρες, ούτε νέοι ούτε γέροι. Τόσο πολύ έμοιαζαν μεταξύ τους οι γιοι του Έλροντ, που λίγοι μπορούσαν να τους ξεχωρίσουν: μαυρομάλλη δες, γκριζομάτηδες κι όμορφοι σαν ξωτικά, ντυμένοι ομοιόμορφα με γυαλιστερούς αλυσιδωτούς θώρακες κάτω από ασημόγκριζους μανδύες. Πίσω τους βάδιζαν ο Λέγκολας και ο Γκίμλι. Ο Μέρι όμως είχε μάτια μόνο για τον Άραγκορν, τόσο τρομακτική ήταν η αλλαγή που έβλεπε πάνω του, λες και σε μια νύχτα να είχαν περάσει πολλά χρόνια από πάνω του. Το πρόσωπό του ήταν αγριωπό, σταχτί και κουρασμένο.

– Είμαι ανήσυχος, άρχοντα, είπε, και στάθηκε πλάι στο άλογο του βασιλιά. Άκουσα παράξενα λόγια και είδα μακριά νέους κινδύνους. Μόχθησα πολύ με σκέψεις και τώρα φοβάμαι πως πρέπει ν’ αλλάξω αυτό που σκόπευα να κάνω. Πες μου, Θέοντεν, εσύ φεύγεις τώρα για το Ντάνχάροου, πόσο θα κάνεις για να φτάσεις;

– Είναι τώρα μία ώρα μετά το μεσημέρι, είπε ο Έομερ. Πριν το βράδυ της τρίτης μέρας από τώρα θα πρέπει να φτάσουμε στο Φρούριο. Το Φεγγάρι τότε θα είναι μια μέρα μετά την πανσέληνο και η συγκέντρωση του στρατού που έχει διατάξει ο βασιλιάς θα γίνει την επόμενη μέρα. Δεν μπορούμε να κάνουμε γρηγορότερα, αν είναι να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις του Ρόαν.

Ο Άραγκορν έμεινε σιωπηλός για ένα λεπτό.

«Τρεις μέρες, μουρμούρισε, και η επιστράτευση του Ρόαν μόλις θα έχει αρχίσει. Όμως βλέπω πως τώρα δεν μπορεί να γίνει γρηγορότερα.» Σήκωσε το κεφάλι και φάνηκε πως είχε πάρει κάποια απόφαση· το πρόσωπό του έδειχνε λιγότερο ανήσυχο.

– Τότε, με την άδειά σου, άρχοντα, πρέπει να πάρω καινούρια απόφαση για τον εαυτό μου και τους δικούς μου. Πρέπει ν’ ακολουθήσουμε το δρόμο μας, κι όχι πια στα κρυφά. Για μένα πέρασε ο καιρός που κρυβόμουν. Θα πάω ανατολικά από τον πιο γρήγορο δρόμο και θα πάρω τα Μονοπάτια των Νεκρών.

– Τα Μονοπάτια των Νεκρών! είπε ο Θέοντεν και τρεμούλιασε. Γιατί μιλάς γι’ αυτά;

Ο Έομερ γύρισε και κοίταξε τον Άραγκορν και στο Μέρι φάνηκε πως τα πρόσωπα των Καβαλάρηδων, που άκουσαν, χλώμιασαν σ’ αυτά τα λόγια.

– Αν στ’ αλήθεια υπάρχουν αυτά τα μονοπάτια, είπε ο Θέοντεν, η είσοδός τους βρίσκεται στο Ντάνχάροου· αλλά κανένας ζωντανός δεν μπορεί να την περάσει.

– Αλίμονο! φίλε μου Άραγκορν! είπε ο Έομερ. Έλπιζα πως θα πηγαίναμε στον πόλεμο μαζί· αλλά αν ζητάς τα Μονοπάτια των Νεκρών, τότε έφτασε η ώρα του χωρισμού μας, και είναι μικρή η πιθανότητα να ξανασυναντηθούμε στο φως του Ήλιου.

– Εγώ, όμως, αυτόν το δρόμο θα πάρω, είπε ο Άραγκορν. Αλλά, σου λέω, Έομερ, πως στη μάχη μπορεί να ξανασυναντηθούμε, μόλο που όλος ο στρατός της Μόρντορ μπορεί να βρίσκεται ανάμεσά μας.

– Θα πράξεις όπως επιθυμείς, άρχοντα Άραγκορν, είπε ο Θέοντεν. Ίσως να είναι το πεπρωμένο σου να περάσεις παράξενους δρόμους, που άλλοι δεν αποτολμούν. Αυτός ο χωρισμός με θλίβει και οι δυνάμεις μου ελαττώνονται απ’ αυτόν τώρα όμως πρέπει να πάρω τα μονοπάτια των βουνών και να μην καθυστερώ άλλο. Έχε γεια!

– Έχε γεια, άρχοντα! είπε ο Άραγκορν. Πήγαινε για τη μεγάλη δόξα! Έχε γεια, Μέρι! Σε αφήνω σε καλά χέρια, καλύτερα απ’ ό,τι ελπίζαμε, όταν καταδιώκαμε τους ορκ ως το Φάνγκορν. Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι θα εξακολουθήσουν την καταδίωξη μαζί μου, ελπίζω· αλλά δε θα σε ξεχάσουμε.

– Αντίο! είπε ο Μέρι.

Δεν έβρισκε τίποτ’ άλλο να πει. Ένιωθε πολύ μικρός και ήταν μπερδεμένος και στεναχωρημένος μ’ όλα αυτά τα θλιβερά λόγια. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά του έλειπε η ακαταμάχητη ευθυμία του Πίπιν. Οι Ιππείς ήταν έτοιμοι και τα άλογά τους αδημονούσαν ήθελαν να ξεκινήσουν και να ξεμπερδεύουν.

Ο Θέοντεν τώρα μίλησε στον Έομερ και, σηκώνοντας το χέρι του ψηλά, φώναξε δυνατά και μ’ αυτή τη φωνή οι Καβαλάρηδες ξεκίνησαν. Πέρασαν το Χαντάκι και κατηφόρισαν το Φαράγγι και ύστερα, στρίβοντας γρήγορα ανατολικά, πήραν το μονοπάτι που ακολουθούσε τους πρόποδες των λόφων για ένα μίλι περίπου, ώσπου, στρίβοντας νότια, περνούσε ανάμεσα απ’ τους λόφους και χανόταν. Ο Άραγκορν πήγε ως το Χαντάκι και αγνάντευε, ώσπου οι άντρες του βασιλιά ξεμάκρυναν στο Λαγκάδι. Ύστερα γύρισε στο Χάλμπαραντ.

– Πάνε τρεις που αγαπώ και τον μικρότερο όχι λιγότερο, είπε. Δεν ξέρει πού θα καταλήξει· αλλά κι αν ήξερε, πάλι θα προχωρούσε.

– Είναι μικρόσωμος λαός, αλλά αξίζουν πολλά ο κόσμος του Σάιρ, είπε ο Χάλμπαραντ. Πολύ λίγο ξέρουν τους μακρόχρονους κόπους μας για την ασφάλεια των συνόρων τους, αλλά χαλάλι τους.

– Και τώρα οι μοίρες μας είναι δεμένες μαζί, είπε ο Άραγκορν. Κι όμως, αλίμονο! εδώ έπρεπε να χωρίσουμε. Λοιπόν, πρέπει κάτι να φάω και ύστερα πρέπει κι εμείς να βιαστούμε. Ελάτε, Λέγκολας, Γκίμλι! Πρέπει να σας μιλήσω τώρα που θα τρώω.

Μαζί γύρισαν πίσω στο Φρούριο· για αρκετή ώρα όμως ο Άραγκορν καθόταν σιωπηλός στο τραπέζι της τραπεζαρίας και οι άλλοι τον περίμεναν να μιλήσει.

– Έλα! είπε ο Λέγκολας τέλος. Μίλησε να ξαλαφρώσεις και ν’ αποτινάξεις τη σκιά! Τι έχει συμβεί από τότε που ξανάρθαμε σ’ αυτό το άγριο μέρος τα χαράματα;

– Μια μάχη κάπως πιο σκληρή για μένα από τη μάχη του Φρουρίου της Σάλπιγγας, απάντησε ο Άραγκορν. Κοίταξα στη Σφαίρα του Όρθανκ, φίλοι μου.

– Κοίταξες σ’ αυτή την καταραμένη μαγική σφαίρα! ξεφώνισε ο Γκίμλι με φόβο κι έκπληξη. Είπες τίποτα σε... αυτόν; Ακόμα κι ο Γκάνταλφ φοβόταν αυτή τη συνάντηση.

– Ξέχασες σε ποιον μιλάς, είπε ο Άραγκορν αυστηρά και τα μάτια του γυάλισαν. Δε δήλωσα φανερά τον τίτλο μου μπροστά στις πύλες του Έντορας; Τι φοβάσαι πως θα μπορούσα να του πω; Όχι, Γκίμλι, είπε με μαλακότερη φωνή και η αγριάδα έφυγε απ’ το πρόσωπό του κι έμοιαζε σαν κάποιος που έχει υποφέρει πόνους νύχτες πολλές ξάγρυπνος. Όχι, φίλοι μου, εγώ είμαι ο νόμιμος κύριος της Σφαίρας και είχα και το δικαίωμα και τη δύναμη να τη χρησιμοποιήσω, ή έτσι έκρινα. Το δικαίωμα δεν αμφισβητείται. Η δύναμη ήταν αρκετή – μόλις.

Πήρε μια βαθιά αναπνοή;

– Ήταν σκληρός αγώνας και η κούραση αργεί να φύγει. Δεν του είπα ούτε λέξη και στο τέλος κατάφερα να αποσπάσω τη Σφαίρα στη δική μου θέληση. Και μόνον αυτό θα του στοιχίσει πολύ. Και με είδε. Ναι, κύριε Γκίμλι, με είδε, αλλά με διαφορετική όψη απ’ ό,τι με βλέπετε εσείς εδώ. Αν αυτό τον Βοηθήσει, τότε έκανα κακό. Αλλά δεν το νομίζω. Το να μάθει πως ζούσα και περπατούσα στη γη ήταν μεγάλο πλήγμα, έχω τη γνώμη’ γιατί δεν το ήξερε ως τώρα. Τα μάτια στο Όρθανκ δεν είδαν μέσα απ’ την πανοπλία του Θέοντεν ο Σόρον όμως δεν έχει ξεχάσει τον Ισίλντουρ και το σπαθί του Έλεντιλ. Τώρα πάνω στην ώρα των μεγάλων του σχεδίων ο κληρονόμος του Ισίλντουρ και το Σπαθί αποκαλύπτονται· γιατί του έδειξα την ξανασυγκολλημένη λάμα. Δεν είναι τόσο πανίσχυρος ακόμα, ώστε να μη φοβάται· όχι, η αμφιβολία συνέχεια τον τρώει.

– Έχει όμως μεγάλη εξουσία, παρ’ όλα αυτά, είπε ο Γκίμλι· και τώρα θα χτυπήσει γρηγορότερα.

– Το Βιαστικό χτύπημα συχνά αστοχεί, είπε ο Άραγκορν. Πρέπει να πιέσουμε τον Εχθρό μας, και να μην περιμένουμε πια απ’ αυτόν να κινηθεί. Βλέπετε, φίλοι μου. όταν έθεσα τη Σφαίρα κάτω από τον έλεγχό μου, έμαθα πολλά πράγματα. Είδα να έρχεται ένας σοβαρός κίνδυνος απρόβλεπτος εναντίον της Γκόντορ από το Νοτιά, που θα απορροφήσει μεγάλες δυνάμεις από την άμυνα της Μίνας Τίριθ. Αν δεν αντιμετωπιστεί γρήγορα, κρίνω πως η Πόλη θα χαθεί πριν περάσουν δέκα μέρες.

– Τότε θα πρέπει να χαθεί, είπε ο Γκίμλι. Γιατί, τι Βοήθεια μπορεί να σταλεί εκεί και πώς θα φτάσει εκεί εγκαίρως;

– Δεν έχω βοήθεια να στείλω, επομένως πρέπει να πάω εγώ ο ίδιος, είπε ο Άραγκορν. Αλλά υπάρχει ένας μόνο δρόμος μέσα από τα βουνά, που θα με φέρει στις ακτές πριν χαθούν όλα. Κι αυτός είναι τα Μονοπάτια των Νεκρών.

– Τα Μονοπάτια των Νεκρών! είπε ο Γκίμλι. Είναι απαίσια ονομασία· και δεν αρέσει καθόλου στους Άντρες του Ρόαν, απ’ ό,τι είδα. Μπορούν οι ζωντανοί να χρησιμοποιήσουν τέτοιο δρόμο δίχως να χαθούν; Και ακόμα κι αν περάσεις από εκείνον το δρόμο, τι θα προσφέρουν τόσο λίγοι για ν’ αντικρούσουν τα χτυπήματα της Μόρντορ;

– Οι ζωντανοί ποτέ δεν έχουν χρησιμοποιήσει αυτόν το δρόμο από τότε που ήρθαν οι Ροχίριμ, είπε ο Άραγκορν, γιατί είναι κλειστός γι’ αυτούς. Αλλά σ’ αυτή τη σκοτεινή ώρα ο κληρονόμος του Ισίλντουρ μπορεί να τον χρησιμοποιήσει, αν τολμά. Ακούστε! Αυτό το μήνυμα μου έφεραν οι γιοι του Έλροντ από τον πατέρα τους στο Σκιστό Λαγκάδι, που είναι ο πιο σοφός σε ό,τι αφορά τις παραδόσεις: Πείτε στον Άραγκορν να θυμηθεί τα λόγια του προφήτη και τα Μονοπάτια των Νεκρών.

– Και τι λένε τα λόγια του προφήτη; είπε ο Λέγκολας.

– Έτσι μίλησε ο Μάλμπεθ ο Προφήτης, στις μέρες του Άβέρντούι, τελευταίου βασιλιά στο Φόρνοστ, είπε ο Άραγκορν:

Πάνω απ’ τη χώρα απλώνεται μακριά σκιά,

σκοτάδια φτερωτά ξαπλώνονται ως τη Δύση.

Τρέμει ο Πύργος κι έρχεται η μοίρα σταθερά

στα μνήματα των βασιλιάδων. Οι Νεκροί ξυπνούν·

των επιόρκων γιατί έφτασε η ώρα.

Ξανά στο Βράχο του Έρεχ θα σταθούν

κι εκεί θ’ ακούσουν βούκινο στους λόφους ν’ αντηχεί.

Τίνος θα ’ναι το βούκινο και ποιος θα τους καλέσει

απ’ το σταχτί λυκόφωτα, τους ξεχασμένους άντρες.

Ο κληρονόμος αυτουνού που έδωσαν τον όρκο.

Απ’ το Βοριά θα κατεβεί, η ανάγκη θα τον φέρει.

Στα Μονοπάτια των Νεκρών την Πόρτα θα περάσει.

– Σκοτεινοί δρόμοι το δίχως άλλο, είπε ο Γκίμλι, αλλά όχι πιο σκοτεινοί απ’ ό,τι ετούτοι εδώ οι στίχοι για μένα.

– Αν θέλεις να τους καταλάβεις καλύτερα, τότε σου ζητώ να έρθεις μαζί μου, είπε ο Άραγκορν γιατί τώρα θα πάρω αυτόν το δρόμο. Αλλά δεν το κάνω ευχαρίστως· η ανάγκη μόνο με κάνει. Επομένως, μόνο αν το αποφασίσετε ελεύθερα θα ήθελα να έρθετε, γιατί θα αντιμετωπίσετε και κόπο και μεγάλο φόβο και ίσως και χειρότερα.

– Θα πάω μαζί σου ακόμα και στα Μονοπάτια των Νεκρών, σε όποιο μέρος κι αν βγάζουν, είπε ο Γκίμλι.

– Κι εγώ θα έρθω, είπε ο Λέγκολας, γιατί δε φοβάμαι τους Νεκρούς.

– Ελπίζω πως αυτοί οι ξεχασμένοι άνθρωποι δε θα ’χουν ξεχάσει πώς να πολεμούν, είπε ο Γκίμλι· γιατί αλλιώς δε βλέπω το λόγο γιατί να τους ενοχλήσουμε.

– Αυτό θα το μάθουμε, αν ποτέ φτάσουμε στο Έρεχ, είπε ο Άραγκορν. Αλλά ο όρκος που πάτησαν ήταν να πολεμήσουν εναντίον του Σόρον και επομένως πρέπει να πολεμήσουν για να τον εκπληρώσουν. Γιατί στο Έρεχ στέκεται ακόμα ένας βράχος μαύρος που λέγεται πως τον έφερε απ’ το Νούμενορ ο Ισίλντουρ· τον έστησε πάνω σ’ ένα λόφο και πάνω του ο Βασιλιάς των Βουνών ορκίστηκε πίστη σ’ αυτόν τότε που πρωτοϊδρύθηκε το βασίλειο της Γκόντορ. Όταν όμως ο Σόρον ξαναγύρισε και αυξήθηκε η δύναμή του πάλι, ο Ισίλντουρ κάλεσε τους Ανθρώπους των Βουνών να εκπληρώσουν τον όρκο τους και αυτοί δεν το έκαναν: γιατί είχαν λατρέψει το Σόρον τα Μαύρα Χρόνια.

»Τότε ο Ισίλντουρ είπε στο βασιλιά τους: «Εσύ θα είσαι ο τελευταίος βασιλιάς. Και αν η Δύση αποδειχτεί ισχυρότερη από το Μαύρο σου Κύριο, αυτή την κατάρα δίνω σε σένα και στο λαό σου: ποτέ να μη βρείτε ανάπαυση ώσπου να εκπληρωθεί ο όρκος σας. Διότι αυτός ο πόλεμος θα διαρκέσει χρόνια αμέτρητα και πριν το τέλος θα κληθείτε για άλλη μία φορά». Κι εκείνοι το ’βαλαν στα πόδια εμπρός στο θυμό του Ισίλντουρ και δεν τόλμησαν να βγουν να πολεμήσουν στο πλευρό του Σόρον και κρύφτηκαν σε τόπους μυστικούς στα βουνά και δεν είχαν δοσοληψίες με άλλους ανθρώπους, και σιγά σιγά έσβησαν στους άγονους λόφους. Και ο τρόμος των Ακοίμητων Νεκρών πλανιέται στο Λόφο του Έρεχ και σε όλα τα μέρη που έμενε αυτός ο λαός. Αλλά απ’ αυτόν το δρόμο πρέπει να πάω, μιας και δεν υπάρχουν ζωντανοί για να με βοηθήσουν.

Σηκώθηκε.

– Ελάτε! φώναξε και τράβηξε το σπαθί του, που άστραψε στη μισοφωτισμένη τραπεζαρία του Φρουρίου. Στο Βράχο του Έρεχ! Ζητώ τα Μονοπάτια των Νεκρών. Ας έρθουν μαζί μου όσοι θέλουν!

Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι δεν απάντησαν, αλλά σηκώθηκαν και ακολούθησαν τον Άραγκορν έξω. Στην πλατεία περίμεναν, ακίνητοι και σιωπηλοί, οι κουκουλωμένοι Περιφερόμενοι Φύλακες. Ο Λέγκολας και ο Γκίμλι ανέβηκαν στο άλογο. Ο Άραγκορν πήδηξε στο Ροχέριν. Ύστερα ο Χάλμπαραντ σήκωσε ένα μεγάλο βούκινο, που το σάλπισμά του αντήχησε στο Λημέρι του Χελμ· και μ’ αυτό όρμησαν καλπάζοντας κάτω στο Λαγκάδι σαν τον κεραυνό, ενώ όλοι οι άντρες που είχαν μείνει στο Χαντάκι ή στο Φρούριο κοίταζαν κατάπληκτοι.

Και ενώ ο Θέοντεν προχωρούσε αργά ακολουθώντας τα μονοπάτια των βουνών, ο Γκρίζος Λόχος διέσχισε γρήγορα τον κάμπο και την επόμενη μέρα το απομεσήμερο έφτασαν στο Έντορας· εκεί έκαναν ένα σύντομο σταθμό, πριν ανηφορίσουν στην κοιλάδα, κι έτσι έφτασαν στο Ντάνχάροου καθώς έπεφτε το σκοτάδι.

Η Αρχόντισσα Έογουιν τους υποδέχτηκε και χάρηκε για τον ερχομό τους· γιατί δεν είχε ποτέ της δει πιο δυνατούς άντρες απ’ τους Ντούνεντεν και τους όμορφους γιους του Έλροντ· αλλά πιο πολύ απ’ όλους τα μάτια της γύριζαν στον Άραγκορν. Και όταν κάθισαν για το δείπνο μαζί της, κουβέντιασαν όλοι μαζί και έμαθε όλα τα νέα από τότε που είχε φύγει ο Θέοντεν, γιατί γύρω από αυτά μόνο κάτι βιαστικές πληροφορίες είχαν φτάσει μέχρι αυτήν ως τώρα. Και όταν άκουσε για τη μάχη στο Λημέρι του Χελμ και τη μεγάλη σφαγή των εχθρών τους και για την επίθεση του Θέοντεν και των ιπποτών του, τότε τα μάτια της έλαμψαν. Τέλος όμως είπε:

– Άρχοντες, είσαστε κουρασμένοι. Να πάτε τώρα στα κρεβάτια σας, που τα κάναμε όσο πιο αναπαυτικά μπορέσαμε στο λίγο χρόνο που είχαμε στη διάθεση μας. Αύριο, όμως, θα σας τακτοποιήσουμε καλύτερα.

Όμως ο Άραγκορν είπε:

– Όχι, κυρία, μην μπαίνεις στον κόπο για μας! Αν μας επιτρέπεις να ξεκουραστούμε εδώ απόψε και να πάρουμε το πρωινό μας αύριο, θα είναι αρκετό. Γιατί έχω αναλάβει μία πολύ επείγουσα αποστολή και μόλις χαράξει πρέπει να φύγουμε.

Του χαμογέλασε και είπε:

– Τότε, ήταν πολύ ευγενικό, άρχοντα, να ταξιδέψεις τόσα μίλια έξω από το δρόμο σου για να φέρεις νέα στην Έογουιν και να κουβεντιάσεις μαζί της στην εξορία που βρίσκεται.

– Κανένας δε θα θεωρούσε ένα τέτοιο ταξίδι χαμένο, είπε ο Άραγκορν, όμως, κυρία, δε θα είχα έρθει από δω, αν ο δρόμος που πρέπει να πάρω δε με έφερνε στο Ντάνχάροου.

Κι εκείνη αποκρίθηκε, σαν κάποιος που δεν του αρέσουν τα λεγόμενα:

– Τότε, άρχοντα, πήρες λάθος δρόμο· γιατί από το Χάροουντέιλ δεν υπάρχει δρόμος που να πηγαίνει ούτε ανατολικά ούτε νότια· και το καλύτερο είναι να επιστρέψεις από εκεί που ήρθες.

– Όχι, κυρία, είπε, δεν έχω πάρει λάθος δρόμο· γιατί εγώ έχω ταξιδέψει σ’ αυτόν τον τόπο πριν γεννηθείς εσύ για να τον ομορφύνεις. Υπάρχει δρόμος που βγαίνει από αυτή την κοιλάδα και αυτόν το δρόμο θα πάρω. Αύριο θα πάρω τα Μονοπάτια των Νεκρών.

Τότε τον κοίταξε λες και την είχε χτυπήσει κάτι και το πρόσωπό της πάνιασε και για πολλή ώρα δε μίλησε, ενώ όλοι οι άλλοι κάθονταν σιωπηλοί.

– Αλλά, Άραγκορν, είπε τέλος, είναι λοιπόν η αποστολή σου να γυρέψεις το θάνατο; Γιατί μόνον αυτόν θα βρεις σ’ εκείνον το δρόμο. Δεν αφήνουν τους ζωντανούς να περάσουν.

– Εμένα μπορεί να με αφήσουν να περάσω, είπε ο Άραγκορν πάντως, εγώ τουλάχιστο θα το αποτολμήσω. Κανένας άλλος δρόμος δεν εξυπηρετεί.

– Μα αυτό είναι τρέλα, είπε. Εδώ πέρα έχεις άντρες φημισμένους κι επιδέξιους πολεμιστές, που δεν πρέπει να τους πας στα σκοτάδια, αλλά στον πόλεμο, που χρειάζονται άντρες. Σε παρακαλώ, μείνε να πας με τον αδελφό μου· γιατί τότε θα χαρούν οι καρδιές μας και θα ζωντανέψουν οι ελπίδες μας.

– Δεν είναι τρέλα, κυρία, απάντησε, γιατί ακολουθώ δρόμο που μου έχει οριστεί. Αλλά όσοι με ακολουθούν, το κάνουν ελεύθερα· κι αν θελήσουν τώρα να μείνουν και να πάνε με τους Ροχίριμ, μπορούν να το κάνουν. Εγώ όμως θα πάρω τα Μονοπάτια των Νεκρών, μονάχος στην ανάγκη.

Ύστερα δεν είπαν τίποτ’ άλλο κι έφαγαν σιωπηλοί· όμως τα μάτια της δεν έφευγαν από τον Άραγκορν και οι άλλοι είδαν πως βρισκόταν σε μεγάλη αγωνία. Τέλος σηκώθηκαν, αποχαιρέτισαν την κυρά, την ευχαρίστησαν για τις φροντίδες της και πήγαν να ξεκουραστούν.

Καθώς όμως ο Άραγκορν πήγε στο πρόχειρο κατάλυμα που θα έμενε με το Λέγκολας και τον Γκίμλι και οι σύντροφοι του είχαν μπει μέσα, ήρθε η Αρχόντισσα Έογουιν πίσω του και τον φώναξε. Στράφηκε και την είδε να θαμποφέγγει στο σκοτάδι, γιατί ήταν ντυμένη στ’ άσπρα· τα μάτια της όμως πετούσαν φλόγες.

– Άραγκορν, είπε, γιατί θέλεις να πάρεις αυτόν το δρόμο του θανάτου;

– Γιατί πρέπει, είπε. Μόνον έτσι βλέπω πως υπάρχει ελπίδα να εκτελέσω το ρόλο μου στον πόλεμο εναντίον του Σόρον. Δε διαλέγω εγώ τα επικίνδυνα μονοπάτια, Έογουιν. Αν πήγαινα εκεί που είναι η καρδιά μου, θα βρισκόμουν τώρα πέρα μακριά στο Βοριά, στην όμορφη κοιλάδα του Σκιστού Λαγκαδιού.

Για λίγο έμεινε σιωπηλή, λες και αναλογιζόταν τη σημασία των λόγων του. Ύστερα ξαφνικά ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του.

– Είσαι άρχοντας αυστηρός κι αποφασιστικός, είπε· κι έτσι μόνον οι άντρες κερδίζουν φήμη – σταμάτησε. Άρχοντα, είπε, αν πρέπει να φύγεις, τότε άφησέ με να σ’ ακολουθήσω. Γιατί έχω κουραστεί να κρύβομαι σαν δειλή στα βουνά, και θέλω ν’ αντιμετωπίσω κινδύνους και μάχες.

– Το καθήκον σου είναι στο λαό σου, απάντησε.

– Έχω βαρεθεί ν’ ακούω για καθήκοντα, φώναξε. Δεν είμαι κι εγώ απ’ τη Γενιά του Έορλ, πολεμίστρια κι όχι παραμάνα; Αρκετά υπηρέτησα τα πόδια που έτρεμαν. Αφού όμως φαίνεται πως δεν τρέμουν πια, δεν μπορώ κι εγώ τώρα να ζήσω τη ζωή μου όπως θέλω;

– Ελάχιστοι μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο και να είναι τιμημένοι, απάντησε. Όσο για σένα όμως, αρχόντισσα, δε δέχτηκες την ευθύνη να κυβερνήσεις το λαό ως την επιστροφή του άρχοντά τους; Αν δεν είχαν διαλέξει εσένα, τότε κάποιος στρατηγός ή λοχαγός θα έμπαινε σ’ αυτή τη θέση και δε θα μπορούσε να φύγει και ν’ αφήσει τις υποχρεώσεις του είτε τις βαριόταν είτε όχι.

– Πάντα εμένα Θα διαλέγουν; είπε με πίκρα. Πάντα εγώ θα μένω πίσω, όταν φεύγουν οι Καβαλάρηδες, για να φροντίζω το σπίτι ενώ εκείνοι θα γίνονται ξακουστοί; Για να βρίσκουν φαΐ και κρεβάτια, όταν επιστρέφουν;

– Μπορεί γρήγορα να έρθει η ώρα, είπε ο Άραγκορν, που κανείς δε θα επιστρέψει. Τότε θα χρειαστεί παλικαριά χωρίς φήμη, γιατί κανείς δε θα θυμάται τα κατορθώματα στην τελευταία απελπισμένη άμυνα των σπιτιών σας. Τα κατορθώματα όμως δε θα είναι λιγότερο παλικαρίσια, επειδή δε θα πάρουν έπαινο.

Κι εκείνη απάντησε:

– Όλα σου τα λόγια ένα πράγμα λένε: είσαι γυναίκα και ο ρόλος σου είναι στο σπίτι. Όταν όμως οι άντρες θα ’χουν πεθάνει στη μάχη τιμημένα, σου επιτρέπουμε να καείς στο σπίτι, γιατί οι άντρες δε θα το χρειαστούν πια. Όμως εγώ κρατάω απ’ τη γενιά του Έορλ και δεν είμαι υπηρέτρια. Μπορώ να ιππεύω και να κρατώ σπαθί και δε φοβάμαι ούτε τον πόνο ούτε το θάνατο.

– Τι φοβάσαι, αρχόντισσα; ρώτησε.

– Το κλουβί, είπε. Να μένω πίσω από τα σίδερα, ώσπου να τα συνηθίσω και να γεράσω και όλες οι ευκαιρίες να ανδραγαθήσω φύγουν χωρίς επιστροφή ή να μη με ενδιαφέρουν πια.

– Κι όμως, εσύ δε με συμβούλεψες να μην αποτολμήσω το δρόμο που έχω διαλέξει γιατί είναι επικύνδυνος;

– Έτσι συμβουλεύει κανείς τον άλλο, είπε. Όμως, δε σε συμβουλεύω να το βάλεις στα πόδια μπροστά στον κίνδυνο, αλλά να πας στη μάχη και με το σπαθί σου να κερδίσεις δόξα και νίκες. Ποτέ δε θα ήθελα να δω κάτι υψηλό και σπουδαίο να το πετάνε δίχως λόγο.

– Ούτε κι εγώ, είπε ο Άραγκορν. Γι’ αυτό σου λέω, αρχόντισσα: Μείνε! Γιατί δεν έχεις καμιά δουλειά στο Νοτιά.

– Ούτε κι αυτοί που έρχονται μαζί σου έχουν. Πηγαίνουν μόνο γιατί δε θέλουν να σ’ αποχωριστούν – γιατί σε αγαπούν.

Ύστερα γύρισε και χάθηκε στη νύχτα.

Όταν το φως της μέρας φάνηκε στον ουρανό, αλλά πριν ο ήλιος φανεί πάνω απ’ τις ψηλές κορφές στην Ανατολή, ο Άραγκορν ετοιμάστηκε για αναχώρηση. Όλοι του οι σύντροφοι ήταν πάνω στα άλογά τους και αυτός ήταν έτοιμος να πηδήξει στη σέλα, όταν η Αρχόντισσα Έογουιν ήρθε να τους αποχαιρετίσει. Ήταν ντυμένη σαν Καβαλάρης και ζωσμένη σπαθί. Στα χέρια της κρατούσε μια κούπα, που την έβαλε στο στομα της και ήπιε λίγο, και τους ευχήθηκε καλό δρόμο· και ύστερα έδωσε την κούπα στον Άραγκορν, που ήπιε και είπε:

– Έχε γεια, Αρχόντισσα του Ρόαν! Πίνω στην καλή τύχη της Γενιάς σου και τη δική σου και όλου του λαού σου. Να πεις στον αδελφό σου: πέρα απ’ τις σκιές μπορεί ν’ ανταμώσουμε πάλι!

Τότε φάνηκε στον Γκίμλι και στο Λέγκολας, που ήταν κοντά, πως εκείνη έκλαψε και, για κάποιον τόσο αυστηρό και περήφανο όπως αυτή, το κλάμα της τους φάνηκε αφάνταστα λυπητερό. Αλλά είπε:

– Άραγκορν, θα πας;

– Θα πάω, είπε εκείνος.

– Τότε, δε θα μ’ αφήσεις να έρθω μαζί σας, όπως σου ζήτησα;

– Όχι, κυρία, είπε. Γιατί αυτό δεν μπορώ να το κάνω χωρίς την άδεια του βασιλιά και του αδελφού σου· κι αυτοί δε θα έρθουν ως αύριο. Εγώ όμως τώρα μετρώ την κάθε ώρα, και το λεπτό ακόμα. Έχε γεια!

Τότε έπεσε στα γόνατα, λέγοντας:

– Σε ικετεύω!

– Όχι, κυρία, είπε, και πιάνοντας την από το χέρι τη σήκωσε. Ύστερα φίλησε το χέρι της, πήδησε στη σέλα κι έφυγε, δίχως να κοιτάξει πίσω· και μόνο όσοι τον ήξεραν καλά και ήταν κοντά του, είδαν πόσο πονούσε.

Η Έογουιν όμως έμεινε ακίνητη σαν μορφή σκαλισμένη στην πέτρα, με τα χέρια σφιγμένα στο πλάι και τους κοίταζε ώσπου χάθηκαν στις σκιές κάτω από το μαύρο Ντίμορμπεργκ, το Στοιχειωμένο Βουνό, που βρισκόταν η Πύλη των Νεκρών. Όταν χάθηκαν, γύρισε σκοντάφτοντας σαν τυφλή και μπήκε στο κατάλυμά της. Αλλά κανείς από τους δικούς της δεν είδε αυτόν τον αποχαιρετισμό, γιατί είχαν κρυφτεί φοβισμένοι και δεν έβγαιναν ώσπου να ξημερώσει καλά και να έχουν φύγει οι παράτολμοι ξένοι.

Και μερικοί έλεγαν: «Είναι Ξωτικοφαντάσματα. Άσ’ τους να πάνε εκεί που ανήκουν, στα σκοτάδια, και ποτέ να μη γυρίσουν. Αρκετά κακές είναι οι μέρες αυτές».

Το φως ήταν ακόμα γκρίζο καθώς προχωρούσαν, γιατί ο ήλιος δεν είχε βγει πάνω από τις κορυφογραμμές των Στοιχειωμένων Βουνών μπροστά τους. Ένας φόβος τους κυρίεψε καθώς πέρασαν ανάμεσα από τις σειρές με αρχαίες πέτρες κι έτσι έφτασαν στο Ντίμχολτ. Εκεί, κάτω από τη σκοτεινιά των μαύρων δέντρων που ούτε ο Λέγολας δεν άντεχε για πολύ, βρήκαν μια μικρή κοιλάδα να ξανοίγεται στη ρίζα του βουνού και ακριβώς στο πέρασμα τους υψωνόταν μια ολομόναχη τεράστια πέτρα σαν το δάχτυλο της μοίρας.

– Το αίμα μου κυλάει παγωμένο, είπε ο Γκίμλι.

Οι άλλοι όμως ήταν αμίλητοι και η φωνή του έπεσε άψυχη στις νοτισμένες ελατοβελόνες στα πόδια του. Τα άλογα δεν ήθελαν να περάσουν από την απειλητική πέτρα, ώσπου οι ιππείς ξεπέζεψαν και τα τράβηξαν από τα γκέμια. Κι έτσι, τέλος, μπήκαν βαθιά στην κοιλάδακι εκεί υψωνόταν ένας ολόρθος πέτρινος τοίχος, και στον τοίχο η Μαύρη Πόρτα έχασκε μπροστά τους σαν το στόμα της νύχτας. Σημάδια και μορφές ήταν σκαλισμένα πάνω από την πλατιά καμάρα της, πολύ ξέθωρα για να διαβαστούν, κι ο φόβος έβγαινε από μέσα της σαν γκρίζος ατμός.

Η ομάδα σταμάτησε και δεν υπήρχε ούτε μια καρδιά ανάμεσά τους που να μη δειλιάσει, εκτός κι ήταν του Λέγκολας του Ξωτικού, που τα φαντάσματα των Ανθρώπων δεν τον φοβίζουν.

– Αυτή είναι πόρτα κακού, είπε ο Χάλμπαραντ, κι ο θάνατός μου βρίσκεται πέρα απ’ αυτή. Παρ’ όλα αυτά όμως, θα τολμήσω να την περάσω· όμως κανένα άλογο δε θα θελήσει να την περάσει.

– Εμείς όμως πρέπει να μπούμε κι επομένως και τ’ άλογα πρέπει να μπούνε, είπε ο Άραγκορν. Γιατί αν ποτέ περάσουμε αυτό το σκοτάδι, πολλές λεύγες απλώνονται ύστερα και κάθε ώρα που χάνεται θα ’φερνε πιο κοντά το θρίαμβο του Σόρον. Ακολουθήστε με!

Ύστερα ο Άραγκορν μπήκε πρώτος και τέτοια ήταν η δύναμη της θελήσεώς του την ώρα εκείνη, που όλοι οι Ντούνεντεν και τα άλογά τους τον ακολούθησαν. Και αληθινά η αγάπη που είχαν τα άλογα των Περιφερομένων Φυλάκων για τους ιππείς τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ήταν πρόθυμα να αντιμετωπίσουν ακόμα και τον τρόμο της Πόρτας, αν η καρδιά των κυρίων τους ήταν σταθερή καθώς προχωρούσαν πλάι τους. Αλλά ο Άροντ, το άλογο του Ρόαν, αρνήθηκε να προχωρήσει και στεκόταν ιδρωμένο και τρέμοντας από το φόβο του, που λυπόσουν να το βλέπεις. Τότε ο Λέγκολας έβαλε τα χέρια του στα μάτια του και τραγούδησε κάτι λόγια που ακούγονταν μαλακά στη σκοτεινιά, ώσπου στο τέλος ανέχθηκε να τον οδηγήσουν, και ο Λέγκολας πέρασε μέσα. Και να εκεί βρέθηκε να στέκεται ο Γκίμλι ο Νάνος ολομόναχος.

Τα γόνατά του έτρεμαν και τα είχε βάλει με τον εαυτό του.

– Αυτό δεν έχει ξανακουστεί! είπε. Ένα Ξωτικό να μπαίνει μέσα στη γη και ένας Νάνος να μην τολμάει.

Μ’ αυτά τα λόγια όρμησε μέσα. Του φαινόταν όμως πως έσερνε μολυβένια πόδια, περνώντας το κατώφλι· και αμέσως τον κυρίεψε το σκοτάδι, ακόμα κι αυτόν τον Γκίμλι το γιο του Γκλόιν, που είχε πάει άφοβα σε πολλά βαθιά μέρη του κόσμου.

Ο Άραγκορν είχε φέρει δαυλούς από το Ντάνχάροου, και τώρα προχωρούσε μπροστά κρατώντας έναν ψηλά· κι ο Ελάνταν με άλλον ένα προχωρούσε στο τέλος και ο Γκίμλι, σκοντάφτοντας από πίσω, προσπαθούσε να τον προλάβει. Δεν μπορούσε να δει τίποτα εκτός απ’ την αδύνατη φλόγα των δαυλών αλλά, αν σταματούσε η ομάδα, του φαινόταν λες κι ολόγυρα του ψιθύριζαν φωνές ασταμάτητα, μουρμουρίζοντας λέξεις σε κάποια γλώσσα που ποτέ του δεν είχε ξανακούσει.

Τίποτα δεν όρμησε εναντίον της ομάδας ούτε αντιστάθηκε στο πέρασμά της, και όμως σταθερά ο φόβος του Νάνου μεγάλωνε καθώς προχωρούσε: κυρίως γιατί ήξερε τώρα πως δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσουν πίσω· ολα τα μονοπάτια από πίσω ήταν πλημμυρισμένα από κάποτον αόρατο στρατό που ακολουθούσε στο σκοτάδι.

Έτσι πέρασε ώρα αμέτρητη, ώσπου ο Γκίμλι είδε κάτι που ποτέ του αργότερα δεν ήθελε να ξαναθυμάται. Ο δρόμος ήταν φαρδύς, απ’ όσο μπορούσε να κρίνει, αλλά :ώρα η ομάδα έφτασε ξαφνικά σ’ ένα μεγάλο άδειο χώρο και δεν είχε πια τοίχους δεξιά κι αριστερά. Ο φόβος του τώρα ήταν τόσο μεγάλος, ώστε μόλις μπορούσε να περπατάει. Πέρα, αριστερά, κάτι γυάλισε στο σκοτάδι καβώς πλησίασε ο δαυλός του Άραγκορν. Τότε ο Άραγκορν σταμάτησε και πήγε να δει τι είναι.

– Δε νιώθει φόβο; μουρμούρισε ο Νάνος.

Σε οποιαδήποτε άλλη σπηλιά ο Γκίμλι ο γιος του Γκλόιν θα ήταν ο πρώτος που θα έτρεχε στη λάμψη του χρυσού. Αλλά όχι εδώ! Άσ’ το να βρίσκεται!

Πάντως πλησίασε και είδε τον Άραγκορν γονατισμένο, ενώ ο Ελάνταν κρατούσε ψηλά και τους δύο δαυλούς. Μπροστά του υπήρχαν τα κόκαλα κάποιου μεγαλόσωμου άντρα. Ήταν ντυμένος με πανοπλία που ακόμα βρισκόταν απείραχτη· γιατί η ατμόσφαιρα της σπηλιάς ήταν εντελώς στεγνή και ο μακρύς αλυσιδωτός του θώρακας ήταν επίχρυσος. Η ζώνη του ήταν χρυσή με κόκκινα πετράδια και πλούσιο σε χρυσάφι ήταν το κράνος στο σκελετωμένο του κεφάλι με το πρόσωπο καταγής. Είχε πέσει κοντά στον πέρα τοίχο της σπηλιάς, όπως μπορούσαν τώρα να δουν, και μπροστά του στεκόταν μια πέτρινη πόρτα ερμητικά κλεισμένη: τα κόκαλα των δαχτύλων του ακόμα έξυναν τις χαραματιές. Ένα στομωμένο σπαθί, σπασμένο, βρισκόταν στο πλευρό του, λες και είχε προσπαθήσει να κομματιάσει το βράχο μες στην απελπισία του στο τέλος.

Ο Άραγκορν δεν τον άγγιξε, αλλά αφού κοίταξε σιωπηλά για λίγο, σηκώθηκε κι αναστέναξε.

— Εδώ τα λουλούδια simbelmynë δε θα έρθουν ποτέ, ως τη συντέλεια του κόσμου, μουρμούρισε. Εννιά τύμβοι και επτά είναι τώρα καταπράσινοι απ’ τη χλόη, και όλα αυτά τα ατέλειωτα χρόνια αυτός κείται στην πόρτα που δεν μπόρεσε να ξεκλειδωσεί. Πού οδηγεί; Γιατί ήθελε να περάσει; Κανείς δε θα μάθει ποτέ.

»Γιατί δεν είναι αυτή η αποστολή μου! φώναξε, γυρίζοντας πίσω σαν να απευθυνόταν στο ψιθυριστό σκοτάδι. Κρατήστε τους θησαυρούς σας και τα μυστικά σας κρυμμένα στα Καταραμένα Χρόνια! Το μόνο που ζητάμε είναι ταχύτητα. Αφήστε μας να περάσουμε και ύστερα ελάτε! Σας καλώ στο Βράχο του Έρεχ!

Καμιά απάντηση, μόνο μια απόλυτη σιωπή, πιο φοβερή απ’ τους προηγούμενους ψίθυρουσ και ύστερα ήρθε ένα ψυχρό ρεύμα αέρα και οι δάδες τρεμόπαιξαν κι έσβησαν και δεν μπόρεσαν να τις ανάψουν πάλι. Η ώρα που ακολούθησε, μία ή πολλές, ο Γκίμλι θυμοταν ελάχιστα. Οι άλλοι άνοιξαν το βήμα, αυτός όμως ήταν πάντα τελευταίος και τον καταδίωκε ένας ψαχουλευτός τρόμος, που φαινόταν λες και ήταν πάντα έτοιμος να τον αρπάξει· και τον ακολουθούσε μια οχλούοή σαν τον ίσκισ-θόρυβο από πολλά πόδια. Προχωρούσε σκοντάφτοντας, ώσπου βρέθηκε να σέρνεται σαν το ζώο καταγής κι έντωσε πως δεν άντεχε άλλοι έκρυνε ή να βρει μια ακρη και να ξεφύγει ή να τρέξει πίσω σαν τρελός ν’ ανταμώσει τον τρόμο που τον ακολουβούσε.

Ξαφνικά άκουσε το κελάρυσμα ωερού, έναν ήχο σκληρό και ξεκάβαρο σαν μια πέτρα που πέφτει σ’ ένα άωερο με μαύρους ίσκιους. Το φως δυνάμωυε και να η ομάδα πέρασε από μια άλλη πύλη, καμαροτή και φαρδιά, και ένα ρυάτα κυλούσε βγαίνονιας *λά, τους και πιο πέρα, κατηφορίζοντας απότομα, υπήρχε ένας δρόμος ανάμεσε από κάθετους βράχους, με κορφες ποφτερές σαν μαχαίρια στο φόντο του συρανού πολύ ψηλά. Τόσο βαθύ και στενό ήταν εκείνο το άνοιγμα, που ο ουρανός φαινόταν σκοτεινός και πάναι του έλαμπαν μικρά αστέρια. Όμως, όπως έραθε αργότερα ο Γκίμλι, ήταν ακόμα δύο ώρες πριν το ηλιοβασίλεμα της ίδιας μέρας που είχαν ξεκινήσει από το Ντάνχάροου· μόλυ που για εκείνον θα μπορύσε να είναν το λυκόφως κάποιου χρόνου στο μέλλου, ή σε κάποιον άλλοω κόσμο.


Η ομάδα τώρα ίππευστεν πάλι και ο Γκίμλι ξαναγύρισε στο Λέγκολας. Προχωπούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο, και το δειλινό προχώρησε κα ένα σκούρο γελάξιο λυκόφως επεσε· και ο φόβος εξακολουθούσε να τους καταδιώκει. Ο Λέγκολας, γορίζοντας για ωα μιλήσει στον Γκίμλι, κοίταξε πίσω και ο Νάνος είδε παταπρόσωπο τη λάμψη στα ζαηρά μάτια του Ξωτικού. Πίσω τους ερχότα· ο Ελάνταν, ο τελευταίος του Λόχου, αλλά όχι ο τελευταίος από εκείνους που πήραν τον κατήφορικό δρόμο.

― Οι Νεκροί ακολουθούν, είπε ο Λέγκολας. Βλέπω μορφές Ανθρώτων και αλόγων και χλωμές σημαίες σαν συννεφοκούρελα και κοντάρια σαν χειμονιάτικα σύδεντρα καταχνιασμένης νύχτας. Οι Νεκροί ακολουθούν.

― Ναι, οι Νεκροί ακολουθούω. Έχουν κληθεί, είπε ο Ελάνταν.


Ο Λόχος τελικά βγήκαν από τη χαράδρα, τόσο απότομα, λες και είχαν ξεπεταχτεί από μια χαραματία στον τοίχο· και μπροστά τους απλώθηκαν τα υψώματα μιας μεγάλης κοιλάδας και το ρυάκι δίπλα τους κατηφόριζε με παγωμένη φωνή πάνω από πολλούς καταρράκτες.

– Πού βρισκόμαστε στη Μέση-γη; είπε ο Γκίμλι. Και ο Ελάνταν απάντησε:

– Έχουμε κατεβεί απ’ τα ψηλώματα του Μόρθοντ, του μακρινού, παγωμένου ποταμού που εκβάλλει στη θάλασσα που βρέχει τα τείχη του Ντολ Άμροθ. Από δω και πέρα δε θα χρειαστείς να ρωτήσεις πώς πήρε το όνομά του: Μαυρόπηγο τον λένε οι άνθρωποι.

Η Κοιλάδα του Μόρθοντ σχημάτιζε ένα μεγάλο κόλπο που έφτανε ως τις απόκρημνες νότιες πλευρές των βουνών. Οι απότομες πλαγιές της ήταν καταπράσινες· αλλά όλα ήταν γκρίζα εκείνη την ώρα, γιατί ο ήλιος είχε φύγει και, κάτω μακριά, φώτα τρεμόπαιζαν στα σπίτια των Ανθρώπων. Η κοιλάδα ήταν πλούσια και πολύς κόσμος ζούσε εκεί.

Τότε, χωρίς να στραφεί ο Άραγκορν, φώναξε δυνατά για να μπορέσουν να τον ακούσουν όλοι:

– Φίλοι, ξεχάστε την κούραση σας! Καλπάστε τώρα, καλπάστε! Πρέπει να φτάσουμε στο Βράχο του Έρεχ πριν τελειώσει αυτή η μέρα κι ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς.

Έτσι, δίχως να κοιτάζουν πίσω, πέρασαν τα ορεινά χωράφια, ώσπου έφτασαν σε μία γέφυρα πάνω απ’ το χείμαρρο που μεγάλωνε, και βρήκαν ένα δρόμο που κατηφόριζε στην κοιλάδα.

Τα φώτα έσβηναν σε σπίτια και χωριουδάκια στον ερχομό τους και οι πόρτες έκλειναν κι όσοι βρίσκονταν έξω στα χωράφια έβαζαν τις φωνές απ’ το φόβο κι έτρεχαν σαν ελάφια που τα κυνηγούν. Και παντού ακουγόταν η ίδια φωνή καθώς έπεφτε το σκοτάδι:

– Ο Βασιλιάς των Νεκρών! Ο Βασιλιάς των Νεκρών έρχεται! Καμπάνες χτυπούσαν κάτω μακριά κι όλοι οι άνθρωποι το έβαζαν στα πόδια στο αντίκρισμα του Άραγκορν αλλά ο Γκρίζος Λόχος στη βιασύνη τους έτρεχαν σαν κυνηγοί, ώσπου τα άλογά τους παραπατούσαν από την κούραση. Κι έτσι, λίγο πριν τα μεσάνυχτα και με σκοτάδι τόσο μαύρο, όσο στις σπηλιές των βουνών, έφτασαν τέλος στο Λόφο του Έρεχ.

Χρόνια αμέτρητα ο τρόμος των Νεκρών πλανιόταν πάνω σ’ αυτόν το λόφο και στ’ άδεια χωράφια γύρω του. Γιατί στην κορφή του στεκόταν ένας μαύρος βράχος, στρογγυλός σαν μεγάλη σφαίρα, στο ύψος ανθρώπου, αν κι ο μισός ήταν χωμένος στη γη. Έμοιαζε εξωγήινος, λες και είχε πέσει από τον ουρανό, όπως πίστευαν μερικοί· αλλά όσοι θυμόντουσαν ακόμα τις παραδόσεις της Μακρινής Δύσης έλεγαν πως είχε περισωθεί από την καταστροφή του Νούμενορ και πως τον είχε τοποθετήσει εκεί ο Ισίλντουρ, όταν βγήκε στη στεριά. Κανείς απ’ τους ανθρώπους της κοιλάδας δεν τολμούσε να τον πλησιάσει, ούτε να κατοικήσει εκεί κοντά· γιατί έλεγαν πως ήταν ο τόπος που αντάμωναν οι Άνθρωποι-Σκιές κι εκεί μαζεύονταν σε καιρούς φόβου, πλήθη γύρω από το Βράχο και ψιθύριζαν.

Σ’ αυτόν το βράχο έφτασε ο Λόχος και σταμάτησε στη μέση της νύχτας. Τότε ο Ελρόχιρ έδωσε στον Άραγκορν ένα ασημένιο βούκινο κι εκείνος σάλπισε· όλοι όσοι στέκονταν κοντά νόμισαν πως άκουσαν άλλα βούκινα ν’ απαντούν, σαν αντίλαλος σε βαθιές σπηλιές μακριά. Δεν άκουσαν κανέναν άλλο θόρυβο, όμως ένιωθαν πως, γύρω από το λόφο που βρίσκονταν, είχε συγκεντρωθεί ένας μεγάλος στρατός· κι ένας κρύος άνεμος σαν την ανάσα φαντασμάτων κατέβαινε από τα βουνά. Ο Άραγκορν όμως ξεπέζεψε και, αφού στάθηκε πλάι στην Πέτρα, φώναξε με φωνή μεγάλη:

– Επίορκοι, γιατί ήρθατε;

Και μια φωνή ακούστηκε στη νύχτα να του απαντάει, λες κι από μακριά:

– Για να εκπληρώσουμε τον όρκο μας και να βρούμε ανάπαυση. Τότε ο Άραγκορν είπε:

– Η ώρα έφτασε επιτέλους. Τώρα πηγαίνω στο Πελάργκιρ στον Άντουιν κι εσείς θα με ακολουθήσετε. Και όταν όλη αυτή η περιοχή καθαριστεί από τους υπηρέτες του Σόρον, θα θεωρήσω τον όρκο εκπληρωμένο κι εσείς θα βρείτε ανάπαυση και θα φύγετε για πάντα. Γιατί εγώ είμαι ο Ελέσαρ, ο κληρονόμος του Ισίλντουρ της Γκόντορ.

Και μ’ αυτά τα λόγια είπε στο Χάλμπαραντ να ξεδιπλώσει τη μεγάλη σημαία που είχε φέρει· και να! ήταν μαύρη, και αν είχε κάποιο σχέδιο πάνω της, το έκρυβε το σκοτάδι. Ύστερα έγινε ησυχία και όλη την ατέλειωτη νύχτα δεν ξανακούστηκε ο παραμικρός θόρυβος. Ο Λόχος στρατοπέδευσαν πλάι στο Βράχο, αλλά ελάχιστα κοιμήθηκαν, εξαιτίας του τρόμου των Σκιών που τους περικύκλωναν.

Αλλά όταν έφτασε η αυγή, χλωμή και κρύα, ο Άραγκορν σηκώθηκε βιαστικά και οδήγησε το Λόχο σ’ ένα ταξίδι με τόση βιασύνη και κούραση, που κανείς ανάμεσά τους δεν είχε ξανακάνει, εκτός απ’ αυτόν τον ίδιο, και μόνο η θέλησή του τους κρατούσε και προχωρούσαν. Κανένας άλλος θνητός Άνθρωπος δε θα το είχε αντέξει, κανείς εκτός από τους Ντούνεντεν του Βοριά και μαζί τους ο Γκίμλι ο Νάνος και ο Λέγκολας το Ξωτικό.

Πέρασαν το Καταράχι του Τάρλανγκ κι έφτασαν στο Λάμεντον και η Στρατιά των Ίσκιων πίσω τους, και ο φόβος προχωρούσε μπροστά απ’ αυτούς, ώσπου έφτασαν στο Κάλεμπελ στον ποταμό Κίριλ και ο ήλιος έδυσε ματωμένος πίσω από το Πίναθ Γκέλιν, μακριά στη Δύση πίσω τους. Η πόλη και τα περάσματα του Κίριλ βρέθηκαν έρημα, γιατί πολλοί άντρες είχαν πάει στον πόλεμο και όλοι όσοι είχαν μείνει το ’σκασαν στους λόφους όταν άκουσαν για τον ερχομό του Βασιλιά των Νεκρών. Αλλά την άλλη μέρα δε χάραξε η αυγή και ο Γκρίζος Λόχος προχώρησε μέσα στο σκοτάδι της Καταιγίδας της Μόρντορ και χάθηκε από τα μάτια των θνητών οι Νεκροί όμως τους ακολουθούσαν.

III Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΡΟΑΝ

Τώρα όλοι οι δρόμοι έτρεχαν μαζί στην Ανατολή να συναντήσουν τον πόλεμο που ερχόταν καν την έφοδο της Σκιάς. Και την ώρα που ο Πίπιν βρισκόταν στη Μεγάλη Πύλη της Πόλης κι έβλεπε τον Πρίγκιπα του Ντολ Άμροθ να περνάει με τα λάβαρα του, ο Βασιλιάς του Ρόαν κατηφόρισε από τους λόφους.

Η μέρα έφευγε. Στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου οι Καβαλάρηδες έριχναν μακρόστενες σκιές που έτρεχαν μπροστά τους. Το σκοτάδι είχε κιόλας απλωθεί κάτω απ’ το ελατοδάσος που μουρμούριζε και έντυνε τις απόκρημνες βουνοπλαγιές. Ο Βασιλιάς, τώρα που τελείωνε η μέρα, προχωρούσε αργά. Σε λίγο το μονοπάτι γυρόφερε μια γυμνή λοφοπλαγιά και μπήκε στη σκοτεινιά των δέντρων που σιγοαναστέναζαν. Όλο και κατέβαιναν τώρα σχηματίζοντας μια μακριά στριφογυριστή γραμμή. Όταν, τέλος, έφτασαν στο κάτω μέρος του φαραγγιού, το σούρουπο είχε απλωθεί στα πιο σκιερά μέρη. Ο ήλιος είχε χαθεί. Λυκόφως απλωνόταν στους καταρράκτες.

Όλη την ημέρα χαμηλότερα απ’ αυτούς ένα πηδηχτό ρυάκι κατηφόριζε απ’ το ψηλό πέρασμα πίσω, ανοίγοντας το στενό του δρόμο ανάμεσα από πευκοντυμένους τοίχους· και τώρα από μια πέτρινη πύλη κυλούσε κι έβγαινε σε μια πλατύτερη κοιλάδα. Οι Καβαλάρηδες το ακολούθησαν και ξαφνικά το Χάροουντέηλ απλώθηκε μπροστά τους, να βουίζει από το κελάρυσμα των νερών το βράδυ. Εκεί το άσπρο Χιονόρεμα, ανταμώνοντας ένα μικρότερο ποταμάκι, έτρεχε ορμητικό, αφρίζοντας στις πέτρες, κάτω στο Έντορας και στους πράσινους λόφους και στους κάμπους. Πέρα δεξιά, στην αρχή της μεγάλης κοιλάδας, το μεγάλο Οξύκορφο υψωνόταν πάνω απ’ τις τεράστιες πλαγιές του που ήταν τυλιγμένες στα σύννεφα· αλλά η κοφτερή κορυφή του, ντυμένη στα αιώνια χιόνια, γυάλιζε πολύ ψηλότερα απ’ τον κόσμο, με γαλάζιες φωτοσκιάσεις στην Ανατολή και κοκκινιές απ’ το ηλιοβασίλεμα στη Δύση.

Ο Μέρι κοίταζε με θαυμασμό τον παράξενο αυτόν τόπο, που γι’ αυτόν είχε ακούσει πολλές ιστορίες στη διάρκεια της πορείας τους. Ήταν ένας κόσμος δίχως ουρανό, που το μάτι του, μέσα από θαμπά ανοίγματα στο σκιερό αέρα, έβλεπε μόνο πλαγιές ν’ ανεβαίνουν ατέλειωτα, μεγάλους πέτρινους τοίχους πίσω από άλλους μεγάλους τοίχους και αγριωπούς γκρεμούς στεφανωμένους με ομίχλη. Στάθηκε μια στιγμή και μισοονειρευόταν, ακούγοντας το θόρυβο του νερού, τον ψίθυρο των σκοτεινών δέντρων, το τρίξιμο της πέτρας και την απέραντη σιωπή που βρισκόταν πίσω από κάθε ήχο. Αγαπούσε τα βουνά ή μάλλον αγαπούσε να τα σκέπτεται πανταχού παρόντα σε ιστορίες φερμένες από μακριά· αλλά τώρα ένιωθε να τον πλακώνει το αβάσταχτο βάρος της Μέσης-γης. Επιθυμούσε να κλείσει έξω την απεραντοσύνη και να βρεθεί σ’ ένα δωμάτιο ήσυχο, πλάι στη φωτιά.

Ήταν πολύ κουρασμένος, μόλο που είχαν ταξιδέψει αργά, είχαν προχωρήσει με πολύ λίγη ανάπαυση. Ώρες ατέλειωτες για σχεδόν τρεις ξεθεωτικές μέρες είχε ανέβει και κατέβει περάσματα και μακριά λαγκάδια κι είχε διασχίσει πολλά ποταμάκια. Μερικές φορές που ο δρόμος ήταν φαρδύτερος είχε ταξιδέψει στο πλευρό του βασιλιά, χωρίς να πάρει είδηση πως πολλοί Καβαλάρηδες χαμογελούσαν Βλέποντας τους δύο μαζί: το χόμπιτ στο μικρό δασύμαλλό του πόνυ και τον Άρχοντα του Ρόαν στο μεγάλο του άσπρο άλογο. Σ’ εκείνες τις περιπτώσεις είχε κουβεντιάσει με το Θέοντεν, λέγοντάς του για την πατρίδα του και τις καθημερινές ασχολίες του κόσμου στο Σάιρ, ή ακούγοντας με τη σειρά του ιστορίες για το Μαρκ και τα παλικάρια που είχε παλιά. Αλλά τις περισσότερες φορές, ιδιαίτερα αυτή την τελευταία μέρα, ο Μέρι πήγαινε μοναχός του πίσω από το βασιλιά, αμίλητος, προσπαθώντας να καταλάβει την αργή μελωδική ομιλία του Ρόαν που άκουγε τους άντρες πίσω του να χρησιμοποιούν. Ήταν γλώσσα που φαίνεται πως είχε πολλές λέξεις που ήξερε, αν και τις πρόφεραν πιο γεμάτες και έντονες απ’ ό,τι στο Σάιρ, όμως δεν κατάφερνε να βρει ειρμό. Μερικές φορές κάποιος Καβαλάρης ύψωνε την καθαρή φωνή του σε κάποιο συγκινητικό τραγούδι κι ο Μέρι ένιωθε την καρδιά του να αναπηδάει, μόλο που δεν καταλάβαινε τη σημασία του.

Γενικά, όμως, ένιωθε μοναξιά και τώρα μάλιστα στο τέλειωμα της μέρας ακόμη περισσότερη. Πού άραγε, μέσα σ’ όλον αυτόν τον παράξενο κόσμο, να βρισκόταν ο Πίπιν και τι θα απογίνονταν ο Άραγκορν, ο Λέγκολας και ο Γκίμλι; Τότε ξαφνικά, σαν παγωμένο άγγιγμα στην καρδιά του, θυμήθηκε το Φρόντο και το Σαμ. «Τους ξεχνώ!» είπε στον εαυτό του επιτιμητικά. «Κι όμως, αυτοί μετράνε περισσότερο από όλους εμάς τους άλλους. Κι εγώ ήρθα για να τους βοηθήσω· αλλά τώρα αυτοί θα πρέπει να βρίσκονται εκατοντάδες μίλια μακριά, αν ζουν ακόμα.» Αναρρίγησε.

– Το Χάροουντέηλ επιτέλους! είπε ο Έομερ. Το ταξίδι μας κοντεύει να τελειώσει.

Έκαναν διακοπή. Τα μονοπάτια που έβγαζαν απ’ το στενό φαράγγι κατηφόριζαν απότομα. Μόνο μια ματιά, λες κι από ψηλό παράθυρο, φαινόταν από τη μεγάλη κοιλάδα μες στο σούρουπο. Ένα μοναδικό φως φαινόταν να τρεμοπαίζει πλάι στο ποτάμι.

– Αυτό το ταξίδι μπορεί να τελείωσε, είπε ο Θέοντεν, εγώ όμως έχω πολύ δρόμο ακόμα. Χθες βράδυ ήταν πανσέληνος και το πρωί θα πάω στο Έντορας για την επιστράτευση του Μαρκ.

– Αλλά, αν θέλεις να ακούσεις τη συμβουλή μου, είπε ο Έομερ χαμηλόφωνα, να επιστρέψεις ύστερα εδώ, ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος, κερδισμένος ή χαμένος.

Ο Θέοντεν χαμογέλασε.

– Όχι, γιε μου, γιατί έτσι θα σε φωνάζω, μη μου μιλάς με τα σιγανά λόγια του Φιδόγλωσσου στ’ αυτιά μου! – τεντώθηκε και κοίταξε πίσω τη μακριά γραμμή των αντρών του που χάνονταν στο μισοσκόταδο. Μου φαίνεται πως έχουν περάσει χρόνια μέσα σε λίγες μέρες, από τότε που ταξίδεψα δυτικά· αλλά δε θα ξαναγείρω σε μπαστούνι πάλι. Αν χαθεί ο πόλεμος, τι έχω να κερδίσω με το να κρύβομαι στα βουνά; Και αν νικήσουμε, ποια θα είναι η λύπη, ακόμα κι αν πέσω, εξαντλώντας και τις τελευταίες μου δυνάμεις; Αλλά ας το αφήσουμε αυτό τώρα. Απόψε θα ξεκουραστώ στο καταφύγιο του Ντάνχάροου. Τουλάχιστο μας απομένει ένα ήσυχο βράδυ. Ας προχωρήσουμε.

Καθώς σκοτείνιαζε κατέβηκαν στην κοιλάδα. Εδώ το Χιονόρεμα κυλούσε κοντά στη δυτική πλευρά της κοιλάδας και γρήγορα το μονοπάτι τούς έφερε σε ένα πέρασμα που τα ρηχά νερά μουρμούριζαν δυνατά στα τρόχαλα. Το πέρασμα είχε φρουρούς. Καθώς ο βασιλιάς πλησίασε, πολλοί άντρες πετάχτηκαν απ’ τις σκιές των βράχων και όταν είδαν το βασιλιά φώναξαν με χαρούμενες φωνές:

– Ο Βασιλιάς Θέοντεν! Ο Βασιλιάς Θέοντεν! Ο Βασιλιάς του Μαρκ επιστρέφει!

Τότε, κάποιος έβγαλε ένα μακρύ σάλπισμα με το βούκινο. Αντήχησε στην κοιλάδα. Άλλα βούκινα απάντησαν και φώτα φάνηκαν στην αντίπερα όχθη.

Και ξαφνικά ακούστηκαν πολλές σάλπιγγες από ψηλά, να αντηχούν από κάποιο κοίλο μέρος, όπως φαινόταν, που συγκέντρωνε τις νότες τους σε μια φωνή και την έστελνε κάτω αντηχώντας στους πέτρινους τοίχους.

Έτσι ο Βασιλιάς του Μαρκ επέστρεψε από τη Δύση νικητής στο Ντάνχάροου, στους πρόποδες των Λευκών Βουνών. Εκεί βρήκε τις υπόλοιπες δυνάμεις του λαού του να έχουν κιόλας συγκεντρωθεί· γιατί μόλις μαθεύτηκε ο ερχομός του οι καπεταναίοι έσπευσαν να τον συναντήσουν στο πέρασμα, φέρνοντας μηνύματα από τον Γκάνταλφ. Ο Ντάνχιρ, ο αρχηγός αυτών που ζούσαν στο Χάροουντέηλ, βρισκόταν επικεφαλής τους.

– Την αυγή πριν τρεις μέρες, άρχοντα, είπε, ήρθε ο Ίσκιος απ’ τη Δύση, πηγαίνοντας στο Έντορας, και ο Γκάνταλφ μας έφερε τα νέα της νίκης σου κι αναγάλλιασε η καρδιά μας. Αλλά μας έφερε επίσης την παραγγελία σου να επισπεύσουμε την επιστράτευση των Καβαλάρηδων. Και ύστερα ήρθε η φτερωτή Σκιά.

– Η φτερωτή Σκιά; είπε ο Θέοντεν. Την είδαμε κι εμείς, αλλά ήταν αργά τη νύχτα πριν μας αφήσει ο Γκάνταλφ.

– Μπορεί, άρχοντα, είπε ο Ντάνχιρ. Όμως η ίδια ή κάποια άλλη σαν κι αυτή, μια ιπτάμενη σκοτεινιά με σχήμα πουλιού τέρατος, πέρασε πάνω από το Έντορας εκείνο το πρωί και όλοι οι άντρες συγκλονίστηκαν από το φόβο. Γιατί έσκυψε πάνω από το Μέντουσελντ κι όπως χαμήλωσε, σχεδόν ως τα αετώματα, ακούστηκε ένα κρώξιμο που σταμάτησε η καρδιά μας. Τότε ήταν που ο Γκάνταλφ μιας συμβούλεψε να μη συγκεντρωθούμε στους αγρούς, αλλά να σε συναντήσουμε εδώ στην κοιλάδα κάτω από τα βουνά. Και μας είπε να μην ανάψουμε άλλα φώτα ή φωτιές εκτός απ’ τις απολύτως απαραίτητες. Κι έτσι και κάναμε. Ο Γκάνταλφ μας μίλησε με μεγάλο κύρος. Ελπίζουμε πως κάναμε όπως θα ’θελες. Εδώ στο Χάροουντέηλ δεν έχουν φανεί καθόλου αυτά τα απαίσια όντα.

– Καλά κάνατε, είπε ο Θέοντεν. Θα πάω τώρα στο Φρούριο κι εκεί, πριν ξεκουραστώ, θα συναντηθώ με τους στρατηγούς και τους καπεταναίους. Πες τους να έρθουν όσο πιο γρήγορα γίνεται!


Ο δρόμος τώρα τραβούσε ανατολικά, διασχίζοντας την κοιλάδα, που σ’ εκείνο το σημείο δεν είχε παραπάνω από ένα μίλι φάρδος. Ισιώματα και λιβάδια όλο χορτάρι, γκρίζα τώρα που νύχτωνε, απλώνονταν παντού, αλλά μπροστά στην άλλη άκρη του λαγκαδιού ο Μέρι είδε ένα συνοφρυωμένο τοίχο, ένα τελευταίο κομμάτι απ’ τα μεγάλα ριζώματα του Οξύκορφου, σκισμένο καταμεσής από το ποτάμι σε χρόνια παλιά.

Οπουδήποτε υπήρχε ίσιωμα ήταν συναθροισμένοι άντρες. Μερικοί είχαν μαζευτεί στην άκρη του δρόμου, καλωσορίζοντας το Βασιλιά και τους ιππείς από τη Δύση με χαρούμενες φωνές· αλλά ως εκεί που έβλεπε το μάτι από πίσω είχε σειρές αντίσκηνα και παράγκες και σειρές δεμένα άλογα και μεγάλη συγκέντρωση όπλων και σωρούς ακόντια μυτερά σαν συστάδες νεοφυτεμένα δέντρα. Τώρα όλη η μεγάλη συνάθροιση χανόταν στο σκοτάδι, κι όμως, μόλο που η βραδινή παγωνιά κατέβαινε φυσώντας παγωμένη από ψηλά, κανένα φανάρι δεν έφεγγε, ούτε άναψαν φωτιές. Κουκουλωμένοι φρουροί πήγαιναν πάνω κάτω.

Ο Μέρι αναρωτήθηκε πόσοι Καβαλάρηδες να ήταν. Δεν μπορούσε να υπολογίσει τον αριθμό τους στο σκοτάδι που έπεφτρε, αλλά του φαινόταν μεγάλος στρατός, πολλές χιλιάδες. Όση ώρα κοιτούσε απ’ τη μια πλευρά και την άλλη, η ομάδα του βασιλιά πλησίασε τον κατακόρυφο γκρεμό στην ανατολική πλευρά της κοιλάδας· κι εκεί ξαφνικά το μονοπάτι άρχισε ν’ ανηφορίζει και ο Μέρι κοίταξε ψηλά κατάπληκτος. Βρισκόταν σ’ ένα δρόμο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί, ένα μεγάλο έργο των ανθρώπινων χεριών πέρα κι απ’ τη θύμηση των τραγουδιών. Ανέβαινε και κουλουριαζόταν σαν φίδι, ανοίγοντας δρόμο στην απόκρημνη πλαγιά της πέτρας. Απότομος σαν σκάλα, έστριβε μπρος πίσω κι όλο ανέβαινε. Άλογα μπορούσαν να τον ανέβουν και κάρα μπορούσαν να συρθούν αργά· αλλά κανένας εχθρός δεν μπορούσε να ανεβεί από κει, εκτός απ’ τον αέρα, αν ήταν φυλαγμένος από ψηλά. Σε κάθε στροφή του δρόμου είχε μεγάλους όρθιους σμιλεμένους βράχους που έμοιαζαν με ανθρώπους, τεράστιους και κακόσχημους, καθισμένους σταυροπόδι με τα κοντόχοντρα χέρια τους διπλωμένα στις χοντρές κοιλιές τους. Μερικοί, με τη φθορά των χρόνων, είχαν χάσει όλα τους τα χαρακτηριστικά, εκτός απ’ τις σκοτεινές τρύπες των ματιών τους που εξακολουθούσαν να κοιτάζουν λυπημένα τους περαστικούς. Οι Καβαλάρηδες ούτε που τους κοίταζαν. Τους ονόμαζαν Púkel-men, και δεν τους έδιναν σημασία· ο Μέρι όμως τους κοίταζε με απορία και μ’ ένα αίσθημα σχεδόν οίκτου, καθώς ξεπρόβαλλαν πένθιμα στο μισοσκόταδο.

Έπειτα από λίγο κοίταξε πίσω και διαπίστωσε πως είχε κιόλας ανεβεί μερικές εκατοντάδες πόδια πάνω από την κοιλάδα, όμως κάτω μακριά μπορούσε ακόμη να δει μια στριφογυριστή γραμμή Καβαλάρηδες να διασχίζει το πέρασμα του ποταμού και να κατευθύνεται στον καταυλισμό που τους είχαν ετοιμάσει. Μόνο ο βασιλιάς και η φρουρά του ανέβαιναν στο Φρούριο.

Τέλος, η ομάδα του βασιλιά έφτασε σε μια κοφτερή άκρη και ο ανηφορικός δρόμος μπήκε σε μια στενοποριά ανάμεσα στους τοίχους του βράχου κι έτσι ανηφόρισε μια μικρή πλαγιά και βγήκε σ’ ένα ευρύχωρο πλάτωμα. Φίριενφελντ το ονόμαζαν οι άνθρωποι, ένα πράσινο βουνίσιο πλάτωμα όλο γρασίδι και ρείκια, ψηλότερα απ’ τη βαθυσκαμμένη κοίτη του Χιονορέματος, απλωμένο στην ποδιά των μεγάλων βουνών από πίσω: του Οξύκορφου κατά το νοτιά και του πριονόδοντου όγκου του Σιδεροπρίονου στο βοριά, που ανάμεσά τους έβλεπε τους καβαλάρηδες, ο θλιβερός μαύρος τοίχος του Ντίμορμπεργκ, του Στοιχειωμένου Βουνού, που υψωνόταν πάνω από απόκρημνες πλαγιές σκοτεινόχρωμών κωνοφόρων. Το πλάτωμα το χώριζαν στα δύο μια διπλή σειρά όρθιες ακατέργαστες πέτρες που έσβηναν στο μισοσκόταδο και χάνονταν στα δέντρα. Όσοι τολμούσαν ν’ ακολουθήσουν εκείνον το δρόμο γρήγορα έφταναν στο σκοτεινό Ντίμχολντ, στη σκιά του Ντίμορμπεργκ, στην απειλή της πέτρινης κολόνας και στη σκιά της απαγορευμένης πόρτας που έχασκε.

Έτσι ήταν το σκοτεινό Ντάνχάροου, το έργο λησμονημένων ανθρώπων. Το όνομά τους είχε χαθεί και κανένα τραγούδι ή θρύλος δεν το θυμόταν. Για ποιο σκοπό είχαν φτιάξει αυτό το μέρος, για πόλη ή κρυφό ναό ή τάφο βασιλιάδων, κανείς δεν ήξερε. Εδώ είχαν κοπιάσει στη διάρκεια των Μαύρων Χρόνων, πριν ποτέ να φανεί πλοίο στις δυτικές ακτές ή να χτιστεί η Γκόντορ των Ντούνεντεν και τώρα είχαν χαθεί και μόνο οι παλιοί Púkel-men είχαν απομείνει και εξακολουθούσαν να κάθονται στις στροφές του δρόμου.

Ο Μέρι κοίταζε τις πέτρινες σειρές. Οι πέτρες ήταν φθαρμένες και μαύρες· μερικές έγερναν, άλλες ήταν πεσμένες και άλλες ραγισμένες ή σπασμένες· έμοιαζαν σαν σειρές γέρικα πεινασμένα δόντια. Αναρωτήθηκε τι μπορεί να ήταν και ευχήθηκε να μην τις ακολουθήσει ο βασιλιάς στο σκοτάδι πέρα. Ύστερα είδε καταυλισμούς με αντίσκηνα και παραπήγματα κι απ’ τις δύο πλευρές του πέτρινου δρόμου· μόνο που αυτά δεν ήταν στημένα κοντά στα δέντρα, κι έμοιαζαν μάλλον να μαζεύονται μακριά από τα δέντρα προς την άκρη του γκρεμού. Τα περισσότερα ήταν δεξιά, που το Φίριενφελντ ήταν πλατύτερο· και στα αριστερά είχε ένα μικρότερο καταυλισμό που στη μέση του στεκόταν μια ψηλή σκηνή. Απ’ αυτή την πλευρά τώρα ένας καβαλάρης βγήκε να τους προϋπαντήσει κι εκείνοι έστριψαν και βγήκαν από το δρόμο.

Καθώς πλησίαζαν, ο Μέρι είδε πως ο καβαλάρης ήταν γυναίκα με μακριές πλεξίδες που έλαμπαν στο λυκόφως, φορούσε όμως κράνος και ήταν ντυμένη ως τη μέση σαν πολεμιστής και ζωσμένη σπαθί.

– Χαίρε, Άρχοντα του Μαρκ! φώναξε. Η καρδιά μου χαίρεται την επιστροφή σου.

– Κι εσύ, Έογουιν, είπε ο Θέοντεν, όλα καλά;

– Όλα καλά, απάντησε· – όμως φάνηκε στο Μέρι πως η φωνή της διέψευδε τα λόγια της κι αυτός θα ’λεγε πως είχε κλάψει, αν μπορούσε να πιστέψει κάτι τέτοιο για κάποια με τόσο αυστηρό πρόσωπο. Όλα είναι καλά. Ήταν κοπιαστική πορεία για τον κόσμο, έτσι απότομα που ξεσπιτώθηκαν. Υπήρξαν λογομαχίες, γιατί έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που πόλεμος μας έχει διώξει απ’ τα πράσινα λιβάδια μας· αλλά δεν είχαμε επεισόδια. Τώρα όλα είναι εντάξει, καθώς βλέπεις. Και το κατάλυμά σου είναι έτοιμο· γιατί είχα καλές πληροφορίες και ήξερα την ώρα του ερχομού σας.

– Δηλαδή ήρθε ο Άραγκορν, είπε ο Έομερ. Είναι ακόμα εδώ;

– Όχι, έφυγε, είπε η Έογουιν γυρίζοντας απ’ την άλλη μεριά και κοιτάζοντας τα σκοτεινά βουνά στην Ανατολή και στο Νοτιά.

– Προς τα πού πήγε; ρώτησε ο Έομερ.

– Δεν ξέρω, απάντησε. Ήρθε το βράδυ κι έφυγε χθες το πρωί, πριν ν’ ανέβει ο Ήλιος πάνω απ’ τις βουνοκορφές. Έφυγε.

– Είσαι λυπημένη, θυγατέρα, είπε ο Θέοντεν. Τι έγινε; Πες μου, μίλησε για κείνο το δρόμο; – έδειξε μακριά στις σκοτεινιασμένες σειρές με τις πέτρες κατά το Ντίμορμπεργκ. Για τα Μονοπάτια των Νεκρών;

– Ναι, άρχοντα, είπε η Έογουιν. Και μπήκε στις σκιές απ’ όπου κανένας δεν έχει γυρίσει. Δεν μπορούσα να του αλλάξω γνώμη. Έφυγε.

– Επομένως οι δρόμοι μας χώρισαν, είπε ο Έομερ. Είναι χαμένος. Εμείς πρέπει να φύγουμε χωρίς αυτόν και οι ελπίδες μας λιγοστεύουν.

Αργά διασχίσανε τα ρείκια και το Βουνίσιο γρασίδι, δίχως να μιλούν, ώσπου έφτασαν στο αντίσκηνο του βασιλιά. Εκεί ο Μέρι βρήκε πως όλα ήταν έτοιμα και πως δεν είχαν ξεχάσει ούτε κι αυτόν. Ένα μικρό αντίσκηνο ήταν στημένο γι’ αυτόν πλάι απ’ το κατάλυμα του βασιλιά· κι εκεί κάθισε μονάχος, ενώ οι άντρες πηγαινοέρχονταν, πηγαίνοντας στο κατάλυμα του βασιλιά για να πάρουν αποφάσεις. Η νύχτα έφτασε και οι θαμπές κορφές των βουνών δυτικά στεφανώθηκαν με αστέρια, η Ανατολή όμως ήταν μαύρη κι άδεια. Οι σειρές με τις πέτρες έσβησαν αργά στο βάθος, αλλά ακόμα πιο πέρα, πιο μαύρη απ’ το σκοτάδι, καθόταν πένθιμα η τεράστια σκυφτή σκιά του Ντίμορμπεργκ.

«Τα Μονοπάτια των Νεκρών, μουρμούρισε. Τα Μονοπάτια των Νεκρών; Τι σημαίνουν όλα αυτά; Όλοι με άφησαν τώρα. Όλοι έχουν πάει σε κάποιο πεπρωμένο: ο Γκάνταλφ κι ο Πίπιν στον πόλεμο στην Ανατολή· κι ο Σαμ κι ο Φρόντο στη Μόρντορ· κι ο Λέγκολας με τον Γκίμλι στα Μονοπάτια των Νεκρών. Η σειρά μου όμως δε θ’ αργήσει νά ’ρθει, φαντάζομαι. Αναρωτιέμαι τι να κουβεντιάζουν και τι να σκοπεύει να κάνει ο βασιλιάς. Γιατί τώρα πρέπει να πάω όπου πάει.»

Εκεί που έκανε αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις, ξαφνικά θυμήθηκε πως ήταν πολύ πεινασμένος και σηκώθηκε να πάει να δει αν κανένας άλλος σ’ αυτόν τον παράξενο καταυλισμό ένιωθε το ίδιο. Αλλά τη στιγμή εκείνη ακριβώς αντήχησε ένα σάλπισμα κι ένας άνθρωπος ήρθε να τον φωνάξει, τον υπασπιστή του βασιλιά, να τον περιποιηθεί στο βασιλικό τραπέζι.


Στο εσωτερικό του αντίσκηνου υπήρχε ένας μικρός χώρος, χωρισμένος με κεντημένες κουρτίνες και στρωμένος με προβιές· κι εκεί, σ’ ένα μικρό τραπέζι, καθόταν ο Θέοντεν με τον Έομερ, την Έογουιν και τον Ντάνχιρ, τον άρχοντα του Χάροουντέηλ. Ο Μέρι στάθηκε πλάι στο σκαμνί του βασιλιά και τον περιποιόταν, ώσπου τέλος ο γέροντας βγαίνοντας από σκέψη βαθιά, γύρισε προς το μέρος του και χαμογέλασε.

— Έλα, μαστρο-Μέριαντοκ! ειπε. Μη στέκεσαι όρθιος. Θα κάθεσαι στο πλευρό μευ, όσον καιρό θα βρίσκομαι στη χώρα μου και θα μου ξαλαφρώνεις την καρδιά με ιστορίες.

Έκαναν χώρο για το χόμπιτ στα αριστερά του βασιλιά αλλά κανείς δε ζήτησε ιστορία. Και, στ’ αλήθεια, πολύ λίγο μιλούσαν κι έτρωγαν κι έπιναν σ**ηλά, ώσπου τέλος, μαζεύοντας το κουράγιο του, ο Μέρι έκανε την ερώτηση που τον βασάωιζε:.

— Δύο φορές τώρα, άρχοντα, έχω ακούσει για τα Μονοπάτια των Νεκράν, είπε. Τι είναι; Και πού ο Γοργοπόδαρος, θέλω να πω ο Άρχοντας Άραγκορν, πού έχει πάει;

Ο βασιλιάς αωαστέναξε, αλλά κανείς δεν απάντησε, ώσπου τέλος μίλησε ο Έομερ:

— Δεν ξέρουμε και οι καρδιές μας είναι βαριες, είπε. Αλλά, όσον αφορά τα Μονοπάτια των Νεκρών, έχεις κι εσύ ο ίδιος βαδίσει τα πρώτα τους βήματα. Όχι, δε λέω δυσοίωνα λόγια! Ο δρόμος που έχοθμε ανεβεί είναι η πρόσβαση στην Πόρτα, εκεί πέρα στο Ντίμχολτ. Αλλά κανείς δεν ξέρει τι υπάρχει πιο πέρα.

— Κανένας δεν ξέρει, είπε ο Θέοντεν: όμως οι αρχαίες παραδόσεις, που τώρα σπάνια λέγονται, έχουν κάτι να πουν. Αν αυτές οι ιστερίες οι παλιές λένε αλήθεια που έχουν φτάσει ως εμάς από πατέρα σε γιο στον Οίκο του Έορλ, τότε η Πόρτα κάτω από το Ντίμορμπεργκ οδηνεί σ’ ένα κρύφό πέρασμα, που περνάει κάτω από το βουνό και βγύζει σε κάποιο λησμονημένο μέρος. Αλλά καωείς ποτέ δεν έχει τολμήσει να ψάξει το μυστικά της, από τότε που ο Μπάλντορ, ο γιας του Μπρέγκο, πέρασε την Πόρτα και δεν τον ξανσείδαν πια. Έδωσε έναν απερίσκεπτε όρκοι καθώς άδεταζε το κύπελλο σ’ εκείνο το συμπόσιο που είχε οργανώσει ο Μερέγκο για να εγκαινιάσει το καινουρτυχτισμένο Μέντουσελντ, και ποτέ δεν κάθισε στο θρόνο που ήταν κληρονόμος.

»Λένε πως οι Νεκροί από τα Χρόνια της Σκοτειωιάς φρουρούν το πέρασμα και δεν ανέχονται καωέωα ζωντανο άνθρωπο να έρθει στα κρυφά τους παλάτ** αλλά καμιά φορά μπορεί να τους δευν να βγαύνουν σπό την πόρτα σαν σκιές και να κατηφορίζουν τον πέτρινο δρόμο. Τότε ο κόσμος του Χάροουντέηλ κλειδαμπαρώνουν τις πόρτες τους και τραβούν τις κουρτίνες στα παράθυρά τούς και φοβούνται. Αλλά οι Νεκροί σπάνια βγαίνουν και μόνο σε καιρούς μεγάλων αναταχών και επερχόμενου θανάτου.

— Πάντως λένε στο Χάροουντέηλ, είπε η Έογουιν χαμηλόφωνα, πως τις ασέληνες νύχτες λίγο πριν ένας μεγάλος στρατός με παράξενες στολές πέρασε από δω. Απώ πού ήρθαν κανείς δεν ήξερε, αλλά αωηφόρισαν τον πέτρινο δρόμο και χάθηκαν μέσα στο λόφο, λες και πήγαιναν σε κάποια συνάντηση.

— Τότε, γιατέ ο Άραγκορν πήγε απ’ αυτόν το δρόμο; ρώτησε ο Μέρι. Δεν ξέρετε τίποτα που να το εξηγεί;

—ˆ Εκτός και σου έχει τει πράγματα σαν φίλος σου που εμείς δεω τα έχουμε ακούσει, είπε ο Έομερ, κανείς τώρα στη γη των ζωντανών δεω ξέρει το σκοπό του.

— Πολύ αλλαγμένος μου φάνηκε από τότε που τοω είχα δετ για πρώτη φορά στο σπίτι του βασιλιά, είπε η Έογουιν: πιο αγριωπός, γερασμένος. Σημαδεμένος μου φάνηκε, σαω κάποτος που οι Νεκροί καλούν.

— Ίσως να τον κάλεσαν, είπε ο Θέοντεν· και μέσα μου νιώθω πως δε θα τον δω ξανά. Όμως, είναι άντρας σαν βασιλιάς, με μοίρα για μεγάλα πράγματα. Και παρηγορήσου μ’ αυτό, θυγατέρα, αφού φαίνεται να χρειάζεσαι παρηγοριά στη λύπη σου γι’ αυτόν τον ξένο. Λένε πως όταν οι Εορλίγκας ήρθαν απ’ το Βοριά και πέρασαν τέλος το Χιονόρεμα, αωαζητώντας οχυρά καταφύγια για ώρες δύσκολες, ο Μπρέγκο και ογιος του ο Μπάλντορ ανέβηκαν τη Σκάλα τοι Καταφυγίου κι έφτασαν μπροστά στην Πόρτα. Στο κατώφλι καθόταν ένας γέρος, άνθρωπος, πόσο γέρος δεν μπορούσε να μαντέψει καωείς· κάποτε, ήταν ψηλός με βασιλική κορμοστασιά, τώρα όμως ήταν αποστεωμένος σαν γέρικος βράχος. Και μάλιστα για πέτρα τον είχαν πάρει, γιατί δεν κουνιόταν και δεν έλεγε λέξη, ώσπου δοκίμασαν να τον περάσουν και να μπουν. Και τότε μια φωνή βγήκε από μεσα του, λες κι ερχόιαν μέσα από τη γη, και για μεγάλη τους έκπληξη μίλησε στη γλώσσα που μιλούσαν στη δυδη: Ο δρόμος είναι κλειστός.

»Τότε σταμάτησαν και τον κοίταξαν και είδαν πως ήταν ακόμη ζωντανός· αλλά δεν τους κοίταζε. Ο δρόμος είναι κλειστός, είπε ξανα η φωνή. Τον έφτιαξαν εκείνοι που είναι Νεκροί, και οι Νεκροί τον κρατούν, ώσπου να έρθει η ώρα. Ο δρόμος είναι κλειστός.

»Και πότε θα έρθει αυτή η ώρα; είπε ο Μπάλντορ. Αλλά δεν κήρε ποτέ απάντηση. Γιατί ο γέρπντας πέθανε εκείνη την ώρα κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής· και καμιά άλλη πληροφορία για τους αρχαίους κατοίκους των βουνών δεν έχει μάθει ο λαός μας. Όμως, μπορεί επιτέλους η ώρα της προφητείας να έχει φτάσει και ο Άραγκορν να μπορέσει να περάσει.

— Αλλά πώς μπορεί καωείς να ανακαλύψει αν έχει έρθει εκείνη η ώρα ή όχι, αν δεν τολμήσει να περάσει την Πόρτα; είπε ο Έομερ. Και αυτόν το δρόμο εγώ δε θα τοω έπαιρνα ακόμα κι αν όλες οι στρατιές της Μόρντορ βρίσκονταν μπροστά μου κι εγώ ήμουν μονάχος δίχως άλλο καταφύγιο. Αλίμονο που τέτοια θανατερή διάθεση σημάδεψε έναν τόσο λεοντόκαρδο άνθρωπο σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα! Δεν θπάρχουν αρκετά επικίνδυνα πράγματα πάνω στη γη χωρίς να τα ψάχνουμε κάτω απ’ αυτήν; Ο πόλεμος έφτασε.

Σταμάτησε, και για μια στιγμή ακούστηκε θόρυβος απέξω, η φωνή ενός άντρα να φωνάζει το όνομα του Θέοντεν και το «αλτ!» του φρουρού.

Σε λίγο ο αρχηγός της Φρουράς παραμέρισε την κουρτίνα.

– Ένας άντρας είναι εδώ, άρχοντα, είπε, αγγελιαφόρος της Γκόντορ. Επιθυμεί να παρουσιαστεί μπροστά σου αμέσως.

– Να περάσει! είπε ο Θέοντεν.

Ένας ψηλός άντρας μπήκε και ο Μέρι έπνιξε ένα ξεφωνητό· για μια στιγμή του φάνηκε πως ο Μπορομίρ ήταν πάλι ζωντανός και είχε επιστρέψει. Ύστερα είδε πως δεν ήταν έτσι· ο άντρας ήταν άγνωστος, όμως τόσο όμοιος με τον Μπορομίρ, λες και ήταν συγγενής του, ψηλός, γκριζομάτης και περήφανος. Ήταν ντυμένος σαν ιππέας, με σκούρο πράσινο μανδύα πάνω από έναν καλοδουλεμένο αλυσιδωτό θώρακα· στο μπροστινό μέρος του κράνους του ήταν σκαλισμένο ένα μικρό ασημένιο αστέρι. Στο χέρι του κρατούσε ένα βέλος μαυρόφτερο και με μύτη ατσάλινη, που η άκρη της ήταν βαμμένη κόκκινη.

Γονάτισε στο ένα πόδι και παρουσίασε το βέλος στο Θέοντεν.

– Χαίρε, Άρχοντα των Ροχίριμ, φίλε της Γκόντορ! είπε. Είμαι ο Χίργκον, αγγελιαφόρος του Ντένεθορ, και σου φέρνω αυτό το σύμβολο του πολέμου. Η Γκόντορ βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη. Οι Ροχίριμ μας έχουν συχνά βοηθήσει, αλλά τώρα ο Άρχοντας Ντένεθορ ζητά όλες σου τις δυνάμεις το γρηγορότερο δυνατό, για να μην πέσει τέλος η Γκόντορ.

– Το Κόκκινο Βέλος! είπε ο Θέοντεν, παίρνοντάς το, σαν κάποιος που λαβαίνει μια πρόσκληση που περίμενε καιρό, που όμως είναι τρομερή όταν έρθει — το χέρι του τρεμούλιασε. Το Κόκκινο Βέλος δεν το έχουμε δει στο Μαρκ σε όλα μου τα χρόνια! Φτάσαμε στ’ αλήθεια ως εδώ; Και πόση υπολογίζει ο Άρχοντας Ντένεθορ πως είναι όλη μου η δύναμη και η ταχύτητα;

– Αυτό το ξέρεις εσύ καλύτερα, άρχοντα, είπε ο Χίργκον. Αλλά πολύ σύντομα μπορεί η Μίνας Τίριθ να βρεθεί περικυκλωμένη, και, εκτός κι αν έχεις τη δύναμη να διασπάσεις την πολιορκία πολλών δυνάμεων, ο Άρχοντας Ντένεθορ μου είπε να σου πω πως κρίνει ότι τα ισχυρά όπλα των Ροχίριμ θα είναι καλύτερα μέσα στα τείχη του παρά απέξω.

– Αλλά αυτός ξέρει πως είμαστε λαός που προτιμούμε να πολεμούμε έφιπποι και έξω καν πως επίσης είμαστε λαός σκορπισμένος και χρειαζόμαστε χρόνο για να συγκεντρώσουμε τους Ιππείς μας. Δεν είναι αλήθεια, Χίργκον, πως ο Άρχοντας της Μίνας Τίριθ ξέρει περισσότερα από όσα βάζει στο μήνυμά του; Γιατί βρισκόμαστε ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση, όπως μπορεί να είδες, και δε μας βρίσκεις όλους μας απροετοίμαστους. Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος ήταν μαζί μας και τώρα που μιλάμε κάνουμε στρατολογία για τη μάχη στην Ανατολή.

– Τι μπορεί ο Άρχοντας Ντένεθορ να ξέρει ή να μαντεύει απ’ όλα αυτά εγώ δεν είμαι σε θέση να πω, απάντησε ο Χίργκον. Όμως στ’ αλήθεια η κατάστασή μας είναι απελπιστική. Ο άρχοντας μου δε σου στέλνει καμιά διαταγή, σε παρακαλεί μόνο να θυμηθείς την παλιά φιλία και τους όρκους που έχουν δοθεί από παλιά και για το δικό σας καλό να κάνετε ό,τι μπορείτε. Έχουμε πληροφορίες πως πολλοί βασιλιάδες έχουν εκστρατεύσει από την Ανατολή στην υπηρεσία της Μόρντορ. Από το Βοριά ως το πεδίο της μάχης του Ντάγκορλαντ γίνονται αψιμαχίες και κυκλοφορούν φήμες πολέμου. Στο Νοτιά οι Χαράντριμ κινητοποιούνται και φόβος έχει κυριέψει όλα μας τα παράλια, επομένως λίγη βοήθεια θα μας έρθει από εκεί. Κάνετε γρήγορα! Γιατί μπροστά στα τείχη της Μίνας Τίριθ είναι που θα κριθεί η μοίρα των καιρών μας και, αν δεν αναχαιτίσουμε την παλίρροια εκεί, τότε θα πλημμυρίσει όλους τους όμορφους κάμπους του Ρόαν και ακόμα και σ’ αυτό το Κρησφύγετο ανάμεσα στα βουνά δε θα υπάρξει καταφύγιο.

– Άσχημα νέα, είπε ο Θέοντεν, όμως δεν ήταν όλα απροσδόκητα. Αλλά να πεις στον Ντένεθορ πως, ακόμα κι αν το ίδιο το Ρόαν δεν ένιωθε τον κίνδυνο, θα ερχόταν οπωσδήποτε να τον Βοηθήσει. Αλλά έχουμε υποστεί πολλές απώλειες στις μάχες μας με τον προδότη Σάρουμαν και πρέπει ακόμα να λάβουμε υπόψη μας τα βορινά κι ανατολικά μας σύνορα, όπως φαίνεται καθαρά από το μήνυμά του. Τόσο μεγάλη δύναμη, όσο αυτή που φαίνεται πως ο Μαύρος Άρχοντας εξαπολύει τώρα, μπορεί άνετα να απασχολεί εμάς στη μάχη μπροστά στην Πόλη και όμως να χτυπήσει με μεγάλη δύναμη, περνώντας τον Ποταμό μακριά από την Πύλη των Βασιλέων.

»Αλλά δε θα μιλήσουμε πια για συνετές αποφάσεις. Θα έρθουμε. Η παραλαβή των όπλων ορίστηκε για αύριο. Όταν τακτοποιηθούν όλα, θα ξεκινήσουμε. Δέκα χιλιάδες λόγχες θα μπορούσα να είχα στείλει από τον κάμπο για λύπη των εχθρών σας. Θα είναι λιγότερες τώρα, φοβάμαι· γιατί δε θα αφήσω τα φρούριά μου όλα αφύλακτα. Όμως, έξι χιλιάδες τουλάχιστο θα με ακολουθήσουν. Γιατί να πεις στον Ντένεθορ πως σ’ αυτή την ώρα ο ίδιος ο βασιλιάς του Μαρκ θα κατεβεί στη χώρα της Γκόντορ, αν και μπορεί να μη γυρίσει πίσω. Αλλά ο δρόμος είναι μακρύς και οι άντρες και τα ζώα πρέπει να φτάσουν στο τέρμα του με δυνάμεις για να πολεμήσουν. Μπορεί να περάσει μια εβδομάδα από το αυριανό πρωί, πριν ακούσετε την ιαχή των Γιων του Έορλ να έρχεται απ’ το Βοριά.

– Μια εβδομάδα! είπε ο Χίργκον. Αν τόσο χρειάζεται, τόσο. Αλλά έχετε πιθανότητα να βρείτε μόνο ερειπωμένα τείχη ύστερα από εφτά μέρες, εκτός κι αν έρθει άλλη απρόσμενη βοήθεια. Πάντως, μπορεί τουλάχιστο να ενοχλήσετε τους Ορκ και τους Μελαψούς Ανθρώπους στο συμπόσιό τους στο Λευκό Πύργο.

– Αυτό τουλάχιστο θα το κάνουμε, είπε ο Θέοντεν. Όμως, εγώ μόλις τώρα γύρισα από μάχη και μακρύ ταξίδι και τώρα θα πάω να ξεκουραστώ. Μείνε απόψε εδώ. Τότε θα παρακολουθήσεις τη στρατολογία του Ρόαν και θα φύγεις πιο χαρούμενος από το θέαμα και πιο ταχύς από την ξεκούραση. Το πρωί οι αποφάσεις είναι καλύτερες και η νύχτα αλλάζει πολλές σκέψεις.

Με αυτά ο βασιλιάς σηκώθηκε και όλοι σηκώθηκαν.

– Πηγαίνετε τώρα ο καθένας ν’ αναπαυθεί, είπε, και καλό ύπνο. Κι εσύ, μαστρο-Μέριαντοκ, δε χρειάζομαι τίποτ’ άλλο απόψε. Αλλά να είσαι έτοιμος να σε φωνάξω μόλις ο Ήλιος βγει.

– Θα είμαι έτοιμος, είπε ο Μέρι, ακόμα κι αν με διατάξεις να σε ακολουθήσω στα Μονοπάτια των Νεκρών.

– Μην ξεστομίζεις λόγια δυσοίωνα! είπε ο βασιλιάς. Γιατί μπορεί να υπάρχουν περισσότεροι από ένας δρόμοι μ’ αυτό το όνομα. Αλλά εγώ δεν είπα ότι θα σε διατάξω να με ακολουθήσεις σε κανένα δρόμο. Καληνύχτα!

– Δε θα μείνω πίσω, για να με παραλάβουν στην επιστροφή! είπε ο Μέρι. Δε θα μείνω, δεν... – και επαναλαμβάνοντας αυτά τα λόγια συνεχώς αποκοιμήθηκε τέλος στη σκηνή του.

Τον ξύπνησε ένας άντρας κουνώντας τον.

– Ξύπνα, ξύπνα, κύριε Χόμπιτλα! φώναξε.

Και, τέλος, ο Μέρι βγήκε απ’ τα βαθιά όνειρά του κι ανακάθισε μ’ ένα τίναγμα. «Όλα ακόμη είναι σκοτεινά», συλλογίστηκε.

– Τι συμβαίνει; ρώτησε.

– Ο βασιλιάς σε φωνάζει.

– Μα ο Ήλιος δεν έχει βγει ακόμη, είπε ο Μέρι.

– Όχι, κι ούτε θα βγει σήμερα, κύριε Χόμπιτλα. Ούτε ποτέ πια, θα ’λεγε κανείς μέσα απ’ αυτό το σύννεφο. Η ώρα όμως δε σταματά, ακόμα κι αν χαθεί ο Ήλιος. Βιάσου!

Φορώντας στα γρήγορα μερικά ρούχα, ο Μέρι κοίταξε έξω. Ο κόσμος ήταν σκοτεινός. Ο ίδιος ο αέρας έμοιαζε καφετής κι όλα τα πράγματα γύρω ήταν μαύρα και γκρίζα και δίχως σκιά· επικρατούσε μεγάλη ακινησία. Δε φαινόταν το σχήμα κανενός σύννεφου, εκτός από πέρα μακριά δυτικά, όπου τα ψαχουλευτά δάχτυλα της μεγάλης σκοτεινιάς εξακολουθούσαν να σέρνονται και λιγοστό φως ξέφευγε ανάμεσά τους. Από πάνω κρεμόταν μια βαριά σκεπή, σκοτεινή και απροσδιόριστη, και το φως φαινόταν μάλλον να λιγοστεύει παρά να αυξάνει. Ο Μέρι είδε πολλούς να στέκονται, να κοιτούν ψηλά και να μουρμουρίζουν τα πρόσωπα όλων ήταν γκρίζα και λυπημένα και μερικοί ήταν φοβισμένοι. Με βαριά καρδιά πήγε στο βασιλιά. Ο Χίργκον, ο ιππέας της Γκόντορ, βρισκόταν εκεί μπροστά του και πλάι του τώρα στεκόταν ένας άλλος άντρας, σαν κι αυτόν και ντυμένος όμοια, αλλά κοντύτερος και πιο φαρδύς. Την ώρα που μπήκε ο Μέρι μιλούσε στο βασιλιά.

– Έρχεται από τη Μόρντορ, άρχοντα, είπε. Άρχισε χθες βράδυ με το ηλιοβασίλεμα. Από τους λόφους στο Ίστφολντ της επικράτειάς σου το είδα να σηκώνεται και ν’ απλώνεται στον ουρανό και όλη τη νύχτα, καθώς κάλπαζα, ερχόταν πίσω μου εξαφανίζοντας τα αστέρια. Τώρα το τεράστιο σύννεφο σκεπάζει τα πάντα από δω ως τα Βουνά της Σκιάς· κι όλο και πυκνώνει. Ο πόλεμος έχει ήδη αρχίσει.

Για λίγο ο βασιλιάς κάθισε σιωπηλός. Τέλος, μίλησε:

– Έτσι φτάσαμε τέλος και σ’ αυτόν, είπε, η μεγάλη μάχη των καιρών μας, κατά την οποία πολλά πράγματα θα χαθούν. Αλλά τουλάχιστο δεν υπάρχει ανάγκη πια να κρυβόμαστε. Θα ξεκινήσουμε αμέσως απ’ τον ανοιχτό δρόμο με όλη μας την ταχύτητα. Η στρατολογία θα αρχίσει αμέσως και δε θα περιμένουμε κανέναν αργοπορημένο. Έχετε αποθέματα τροφίμων στη Μίνας Τίριθ; Γιατί, αν πρέπει να ξεκινήσουμε τώρα βιαστικά, πρέπει να προχωρήσουμε ελαφρά, με τροφή και νερό αρκετό για να φτάσουμε στη μάχη.

– Έχουμε μεγάλα αποθέματα, έτοιμα από καιρό, απάντησε ο Χίργκον. Ξεκινήστε τώρα όσο ελαφρά και γρήγορα μπορείτε!

– Τότε, φώναξε τους κήρυκες, Έομερ, είπε ο Θέοντεν. Να συγκεντρωθούν οι Καβαλάρηδες!

Ο Έομερ βγήκε έξω και σε λίγο οι τρομπέτες αντήχησαν στο Οχυρό και πήραν απάντηση από πολλές άλλες κάτω· αλλά οι φωνές τους δεν αντηχούσαν πια καθαρές και γενναίες, όπως είχαν φανεί του Μέρι το προηγούμενο βράδυ. Μουντές του φάνηκαν και στριγκές στη βαριά ατμόσφαιρα, να γκαρίζουν δυσοίωνα.

Ο βασιλιάς στράφηκε στο Μέρι.

– Πηγαίνω στον πόλεμο, μαστρο-Μέριαντοκ, είπε. Σε λίγο θα πάρω το δρόμο. Σε απαλλάσσω από την υπηρεσία μου, όχι όμως κι απ’ τη φιλία μου. Εσύ θα μείνεις εδώ και, αν θέλεις, θα υπηρετείς την Αρχόντισσα Έογουιν, που θα κυβερνά το λαό στη θέση μου.

– Μα, μα, άρχοντα, κόμπιασε ο Μέρι. Σου πρόσφερα το σπαθί μου, δε θέλω να σε αποχωριστώ έτσι, Βασιλιά Θέοντεν. Κι αφού όλοι μου οι φίλοι έχουν πάει στη μάχη, είναι ντροπή να μείνω πίσω.

– Μα εμείς θα πάμε με άλογα ψηλά και γρήγορα, είπε ο Θέοντεν, και μόλο που η καρδιά σου είναι μεγάλη, δεν μπορείς να καβαλήσεις τέτοια ζώα.

– Τότε δέσε με στην πλάτη ενός ή άφησέ με να κρεμαστώ στους αναβατήρες ή κάτι τέλος πάντων, είπε ο Μέρι. Είναι πολύς δρόμος για να τον πάω τρέχοντας· αλλά θα τρέξω, αν δεν μπορώ να ιππεύσω, ακόμα κι αν λιώσουν τα πόδια μου κι αν φτάσω εβδομάδες καθυστερημένος.

Ο Θέοντεν χαμογέλασε.

– Αντί γι’ αυτό θα σ’ έπαιρνα μαζί μου στον Ασπροχαίτη, είπε. Αλλά τουλάχιστο θα έρθεις μαζί μου στο Έντορας να δεις το Μέντουσελντ· γιατί εκεί θα πάω. Ο Στίμπα μπορεί να σε φέρει ως εκεί: η μεγάλη τρεχάλα δε θ’ αρχίσει παρά μόνο όταν φτάσουμε τους κάμπους.

Τότε η Έογουιν σηκώθηκε.

– Έλα, τώρα, Μέριαντοκ! είπε. Θα σου δείξω τον εξοπλισμό που σου έχω ετοιμάσει. (Βγήκαν έξω μαζί.) Μόνο αυτό μου ζήτησε ο Άραγκορν, είπε η Έογουιν, καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στα αντίσκηνα, να σε εξοπλίσω για μάχη. Και το έχω κάνει, όπως μπορούσα. Γιατί κάτι μου λέει πως θα χρειαστείς τέτοιον εξοπλισμό πριν το τέλος.

Τώρα οδήγησε το Μέρι σ’ ένα παράπηγμα ανάμεσα στα καταλύματα της φρουράς του βασιλιά· κι εκεί ο υπεύθυνος για τη φύλαξη των όπλων της έφερε ένα μικρό κράνος, μια στρογγυλή ασπίδα και διάφορα άλλα.

– Δεν έχουμε αλυσιδωτό θώρακα στα μέτρα σου, είπε η Έογουιν, ούτε χρόνο να φτιάξουμε κάτι τέτοιο· αλλά να κι ένα γερό δερμάτινο γιλέκο, μια ζώνη και ένα μαχαίρι. Σπαθί έχεις.

Ο Μέρι υποκλίθηκε και η αρχόντισσα του έδειξε την ασπίδα που ήταν σαν την ασπίδα που είχαν δώσει στον Γκίμλι και πάνω της είχε το σήμα ενός άσπρου αλόγου.

– Πάρε όλα αυτά τα πράγματα, είπε, και καλότυχα να ’ναι. Έχε γεια τώρα, κύριε Μέριαντοκ! Αν και μπορεί να ξανανταμώσουμε, εγώ κι εσύ.

Κι έτσι, μέσα στη σκοτεινιά, που όλο και πύκνωνε, ο Βασιλιάς του Μαρκ ετοιμάστηκε να μπει επικεφαλής όλων των Ιππέων του στον ανατολικό δρόμο. Οι καρδιές ήταν βαριές και πολλοί λιποψυχούσαν στη σκοτεινιά. Αλλά ήταν λαός αυστηρός, πιστοί στον άρχοντά τους και ελάχιστα κλάματα και δυσαρεστημένα μουρμουρητά ακούστηκαν, ακόμα και στον καταυλισμό του Κρησφύγετου, που ήταν εγκαταστημένοι οι εξόριστοι από το Έντορας, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Κακοτυχιά τους πλάκωνε, την αντιμετώπιζαν όμως σιωπηλά.

Πέρασαν δυο γρήγορες ώρες και τώρα ο βασιλιάς βρισκόταν πάνω στο άσπρο του άλογο, που φέγγιζε στο μισόφωτο. Έδειχνε ψηλός και περήφανος, μόλο που τα μαλλιά που ξεχύνονταν μέσα απ’ την ψηλή του περικεφαλαία ήταν σαν το χιόνι· και πολλοί τον θαύμαζαν κι έκαναν καρδιά βλέποντάς τον αλύγιστο και ατρόμητο.

Εκεί τα πλατιά λιβάδια, πλάι απ’ τον πολύβουο ποταμό, συγκεντρώθηκαν σε πολλούς λόχους κάπου πεντέμισι χιλιάδες Καβαλάρηδες πλήρως εξοπλισμένοι και πολλές εκατοντάδες άλλοι άντρες με επιπλέον άλογα ελαφρά φορτωμένα. Αντήχησε μια σάλπιγγα. Ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι του και ύστερα σιωπηλά ο στρατός του Μαρκ άρχισε να κινείται. Πρώτοι πρώτοι πήγαιναν δώδεκα παλατιανοί, φημισμένοι ιππείς. Ύστερα ο βασιλιάς ακολουθούσε με τον Έομερ δεξιά του. Είχε αποχαιρετίσει την Έογουιν ψηλά στο Κρησφύγετο και η θύμηση ήταν λυπητερή· τώρα όμως ο νους του στράφηκε στο δρόμο μπροστά τους. Πίσω του πήγαινε ο Μέρι καβάλα στο Στίμπα μαζί με τους αγγελιαφόρους της Γκόντορ και πίσω τους πάλι άλλοι δώδεκα παλατιανοί. Πέρασαν τις μακριές σειρές των αντρών που περίμεναν με αυστηρά και ασυγκίνητα πρόσωπα. Αλλά όταν είχαν φτάσει σχεδόν στο τέλος της σειράς ένας τους ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε διαπεραστικά το χόμπιτ. Ένας νέος άντρας, σκέφτηκε ο Μέρι καθώς αντιγύρισε τη ματιά, κοντύτερος και πιο λεπτός από τους άλλους. Έπιασε τη γυαλάδα καθάριων γκρίζων ματιών και τότε αναρρίγησε, γιατί ξαφνικά ένιωσε πως ήταν το πρόσωπο κάποιου που, χωρίς ελπίδα, πάει γυρεύοντας το θάνατο.

Συνέχισαν να κατεβαίνουν το δρόμο πλάι στο Χιονόρεμα που κυλούσε πάνω στα βράχια του· πέρασαν τα χωριουδάκια του Άντερχάροου και Άπμπουρν, όπου πολλά λυπημένα γυναικεία πρόσωπα κοίταζαν από σκοτεινά κατώφλιά· κι έτσι χωρίς βούκινα ή όργανα ή μουσική από τις φωνές των αντρών το μεγάλο ταξίδι για την Ανατολή άρχισε, με το οποίο τα τραγούδια του Ρόαν ασχολήθηκαν για πολλές γενιές.

Απ’ το μαύρο Ντάνχάροου το θαμπό πρωινό

καβάλα κινάει τον Θένγκελ ο γιος μ’ αρχόντους και καπεταναίους.

Στ’ αρχαία παλάτια στο Έντορας φτάνει -

σκοτάδι τυλίγει τα πάντα.

Χαιρετά το λαό τον τον αντρειωμένο

κι όλα τα σπίτια φτωχών και αρχόντων, τους τόπους τους ιερούς,

που το. χαιρόταν προτού σκοτεινιά να φανεί.

Με το φόβο ξοπίσω κινά ο βασιλιάς,

μα η μοίρα μπροστά προχωρεί. Το λόγο που έδωσε.

τους όρκους του όλους κρατούσε και προχωρούσε.

Μερόνυχτα πέντε στην ανατολή καλπάζουν οι Εορλίγκας

περνώντας το Φολντ, το Φίριενγουντ και το Φένμαρτς

στο Σανλέντινγκ[1] πηγαίνουν έξι χιλιάδες κοντάρια’

στην πανίσχυρη Μούντμπουργκ στα πόδια του Μιντολούιν,

στο Νότιο Βασίλειο, στην Πόλη των Βασιλιάδων της Θάλασσας της μακρινής,

π’ ολόγυρα ήταν κλεισμένη απ’ εχθρούς και φωτιές.

Αρχηγός τους η μοίρα. Και μαύρο σκοτάδι τους καταπίνει

αλόγατα και αναβάτες· κι ο σάλαγος όλος

βουλιάζει μακριά στη σιωπή· έτσι μας λεν τα τραγούδια.

Και στ’ αλήθεια το σκοτάδι πύκνωνε όταν έφτασε ο βασιλιάς στο Έντορας, μόλο που τότε δεν ήταν παρά μεσημέρι ακόμα. Εκεί σταμάτησε μόνο για λίγο και ενίσχυσε το στρατό του με κάπου εξήντα Καβαλάρηδες, που έφτασαν αργοπορημένοι στην επιστράτευση. Τώρα, αφού έφαγε, ετοιμάστηκε να ξεκινήσει πάλι και αποχαιρέτισε καλόγνωμα τον υπασπιστή του. Αλλά ο Μέρι παρακάλεσε για τελευταία φορά να μη χωριστούν.

– Αυτό το ταξίδι δεν είναι για αλογάκια σαν το Στίμπα, όπως σου είπα, είπε ο Θέοντεν. Και σε μια τέτοια μάχη, σαν κι αυτή που λέμε να δώσουμε στα λιβάδια της Γκόντορ, τι θα μπορούσες να κάνεις, κύριε Μέριαντοκ, μόλο που είσαι υπασπιστής, με καρδιά μεγαλύτερη απ’ το μπόι σου;

– Αυτό ποιος μπορεί να το ξέρει; απάντησε ο Μέρι. Αλλά γιατί, άρχοντα, δέχτηκες τις υπηρεσίες του σπαθιού μου, αν δε μείνω στο πλευρό σου; Και δε θα ήθελα να λένε για μένα τα τραγούδια πως με άφηναν πάντα πίσω!

– Σε δέχτηκα για τη δική σου ασφάλεια, απάντησε ο Θέοντεν κι επίσης για να κάνεις ό,τι σου πω. Κανείς απ’ τους Καβαλάρηδες μου δεν μπορεί να σε κουβαλήσει. Αν η μάχη ήταν μπροστά στις δικές μου πύλες, ίσως τα κατορθώματά σου να τα θυμόταν οι τροβαδούροι· αλλά είναι εκατόν δύο λεύγες ως το Μούντμπουργκ που είναι άρχοντας ο Ντένεθορ. Δε θα πω τίποτ’ άλλο.

Ο Μέρι υποκλίθηκε κι έφυγε λυπημένα και κοίταζε τις σειρές των καβαλαραίων. Ήδη οι λόχοι ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν: οι άντρες έσφιγγαν τα λουριά της κοιλιάς, έκαναν έλεγχο στις σέλες, χάιδευαν τ’ άλογά τους· μερικοί κοιτούσαν ανήσυχα το χαμηλωμένο ουρανό Χωρίς να τον προσέξει ένας Καβαλάρης πλησίασε και μίλησε σιγανά στο αυτί του χόμπιτ.

Όπου δε λείπει η θέληση, ανοίγει δρόμος, έτσι λέμε, ψιθύρισε· κι αυτό το ανακάλυψα κι εγώ. (Ο Μέρι κοίταξε πάνω και είδε πως ήταν ο νεαρός Καβαλάρης που είχε προσέξει το πρωί.) Θέλεις να πας εκεί που πηγαίνει ο Άρχοντας του Μαρκ: το βλέπω στο πρόσωπό σου.

– Θέλω, είπε ο Μέρι.

– Τότε θά ’ρθεις μαζί μου, είπε ο Καβαλάρης. Θα σε πάρω μπροστά μου, κάτω από το μανδύα μου, ώσπου να βρεθούμε μακριά και αυτή η σκοτεινιά να γίνει σκοτεινότερη. Τέτοια καλή διάθεση δεν πρέπει να μένει πίσω. Μη λες τίποτα σε κανέναν, αλλά έλα!

― Πολύ σ’ ευχαριστώ! είπε ο Μέρι. Σ’ ευχαριστώ, κύριε, αν και δεν ξέρω τ’ όνομά σου.

– Δεν το ξέρεις; είπε ο Καβαλάρης σιγανά. Τότε λέγε με Ντέρνχελμ.

Κι έτσι, όταν ο Βασιλιάς ξεκίνησε, μπροστά στον Ντέρνχελμ καθόταν ο Μέριαντικ ο χόμπιτ, και το μεγάλο γκρίζο άτι ο Γουϊντφόλα ούτε που ενοχλήθηκε από το βάρος· γιατί ο Ντέρνχελμ ζύγιζε λιγότερο από πολλούς άλλους άντρες, αν και ήταν ευκίνητος και γεροδεμένος.

Συνέχισαν να προχωρούν στη σκιά. Στις συστάδες με τις ιτιές, εκεί που το Χιονόρεμα χυνόταν στον Έντγουός, δώδεκα λεύγες ανατολικά του Έντορας, στρατοπέδευσαν εκείνο το βράδυ. Και ύστερα συνέχισαν διασχίζοντας το Φολντ· και πέρασαν τα Βαλτοσύνορα, όπου στα δεξιά τους μεγάλα δρύινα δάση ανηφόριζαν τους πρόποδες των λόφων κάτω από τη σκιά του σκοτεινού Χαλιφίριεν στα βόρεια σύνορα της Γκόντορ· αλλά μακριά στ’ αριστερά τους οι ομίχλες απλώνονταν στους βάλτους που τους τροφοδοτούσαν οι εκβολές του Έντγουός. Και καθώς προχωρούσαν, τους έφταναν φήμες από τον πόλεμο στο Βοριά. Μεμονωμένοι άνθρωποι, που κάλπαζαν στα τυφλά, έφερναν πληροφορίες για εχθρούς που είχαν επιτεθεί στ’ ανατολικά τους σύνορα και για στρατιές ορκ που είχαν μπει στον Κάμπο του Ρόαν.

– Προχωρείτε! Προχωρείτε! φώναξε ο Έομερ. Είναι πολύ αργά τώρα να αλλάξουμε πορεία. Τα βαλτοτόπια του Έντγουός πρέπει να φυλάξουν τα πλευρά μας. Τώρα χρειαζόμαστε ταχύτητα. Προχωρείτε!

Κι έτσι ο Βασιλιάς Θέοντεν άφησε την επικράτειά του και μίλι με το μίλι ο μακρύς δρόμος προχωρούσε στριφογυρίζοντας και παρήλασαν οι λόφοι με τις συνθηματικές φωτιές: Κάλενχαντ, Μιν-Ρίμον, Ερέλας, Νάρντολ. Οι φωτιές τους όμως ήταν σβηστές. Όλοι οι τόποι ήταν γκρίζοι και ακίνητοι· και συνεχώς η σκιά πύκνωνε μπροστά τους και οι ελπίδες λιγόστευαν σε κάθε καρδιά.

IV Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΓΚΟΝΤΟΡ

Ο Γκάνταλφ ξύπνησε τον Πίπιν. Είχε αναμμένα κεριά στο δωμάτιό τους, αλλά μόνο ένα θαμπό μισόφωτο ερχόταν από τα παράθυρα· η ατμόσφαιρα ήταν βαριά λες και πλησίαζε καταιγίδα.

– Τι ώρα είναι; είπε ο Πίπιν και χασμουρήθηκε.

– Περασμένες δύο, είπε ο Γκάνταλφ. Ώρα να σηκωθείς και να φτιαχτείς. Σε καλούν να παρουσιαστείς στον Αρχοντα της Πόλεως και να μάθεις τα καινούρια σου καθήκοντα.

– Και θα μου δώσει πρωινό;

– Όχι! Εγώ θα σου το δώσω: όλο όσο θα έχεις ως το μεσημέρι. Τα τρόφιμα τώρα μοιράζονται με διαταγή.

Ο Πίπιν κοίταξε θλιμμένα το μικρό καρβέλι και – έτσι νόμισε – το μικρούτσικο κομμάτι βούτυρο που ήταν σερβιρισμένα μπροστά του, πλάι από ένα φλιτζάνι αραιό γάλα.

– Γιατί με έφερες εδώ; είπε.

– Ξέρεις πολύ καλά, είπε ο Γκάνταλφ. Για να σε κρατήσω μακριά απ’ τις παλιοδουλειές που σκαρώνεις· και αν δε σου αρέσει να είσαι εδώ, θυμήσου πως μόνος σου το προκάλεσες.

Ο Πίπιν δεν είπε τίποτε άλλο.

Πριν περάσει πολλή ώρα βάδιζε με τον Γκάνταλφ γι’ άλλη μια φορά τον παγωμένο διάδρομο ως την πόρτα της Αίθουσας του Φρουρίου. Εκεί ο Ντένεθορ καθόταν στην γκρίζα σκοτεινιά, σαν γέρικη υπομονετική αράχνη, σκέφτηκε ο Πίπιν έμοιαζε λες και δεν είχε κουνηθεί από την προηγούμενη μέρα. Έκανε νόημα στον Γκάνταλφ να καθίσει, αλλά τον Πίπιν τον άφησε για λίγο να στέκεται δίχως να του δίνει σημασία. Σε λίγο ο γέροντας στράφηκε προς το μέρος του:

– Λοιπόν, μαστρο-Πέρεγκριν, ελπίζω να χρησιμοποίησες τη χθεσινή μέρα προς όφελός σου και όπως σου άρεσε; Αν και φοβάμαι πως το τραπέζι είναι φτωχότερο σ’ αυτή την πόλη απ’ ό,τι θα ήθελες.

Ο Πίπιν είχε το δυσάρεστο συναίσθημα πως τα περισσότερα απ’ όσα είχε πει ή κάνει είχαν κάπως γίνει γνωστά στον Άρχοντα της Πόλεως και ακόμα μάντευε και τι σκεπτόταν.

– Τι θέλεις να κάνεις στην υπηρεσία μου;

– Νόμιζα, κύριε, πως εσείς θα μου λέγατε τα καθήκοντά μου.

– Θα σου τα πω, όταν μάθω για τι είσαι κατάλληλος, είπε ο Ντένεθορ. Αυτό όμως θα το μάθω γρηγορότερα, ίσως, αν σε κρατήσω κοντά μου. Ο θαλαμηπόλος μου ζήτησε άδεια να πάει στην εξωτερική φρουρά, επομένως πάρε εσύ τη θέση του για λίγο. Θα με υπηρετείς, θα κάνεις θελήματα και θα μου κουβεντιάζεις, αν ο πόλεμος και τα συμβούλια μου αφήνουν καθόλου ελεύθερο χρόνο. Μπορείς να τραγουδάς;

– Ναι, είπε ο Πίπιν. Δηλαδή, ναι, αρκετά καλά για το λαό μου. Αλλά δεν έχουμε τραγούδια κατάλληλα για μεγάλα παλάτια και καιρούς πονηρούς, άρχοντα. Και σπάνια τραγουδούμε για τίποτα πιο φοβερό απ’ τον αέρα ή τη βροχή. Και τα περισσότερα τραγούδια μας είναι για πράγματα που μας κάνουν και γελάμε’ ή για φαΐ ή πιοτό, φυσικά.

– Και γιατί τέτοια τραγούδια να είναι ακατάλληλα για τα παλάτια μου ή για τέτοιες ώρες; Εμείς που έχουμε ζήσει πολύν καιρό κάτω απ’ τη Σκιά δεν μπορούμε ν’ ακούσουμε αντίλαλους από μια χώρα που δεν την απειλεί; Τότε μπορεί να νιώσουμε πως η επαγρύπνησή μας δεν ήταν άκαρπη, αν και άχαρη.

Η καρδιά του Πίπιν βάρυνε. Δεν του άρεσε η ιδέα να τραγουδήσει κάποιο τραγούδι του Σάιρ στον Άρχοντα της Μίνας Τίριθ και οπωσδήποτε όχι τα κωμικά που τα ήξερε και καλύτερα· και ήταν και, να, χωριάτικα για τέτοια περίπτωση. Προς το παρόν πάντως γλίτωσε τη δοκιμασία. Δεν πήρε διαταγή να τραγουδήσει. Ο Ντένεθορ στράφηκε στον Γκάνταλφ, κάνοντας ερωτήσεις για τους Ροχίριμ και την πολιτική τους και τη θέση του Έομερ, του ανιψιού του βασιλιά. Ο Πίπιν θαύμασε τα πράγματα που ο Άρχοντας φαινόταν να ξέρει για ένα λαό που ζούσε μακριά, μόλο που θα ’πρεπε, σκέφτηκε, να είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο Ντένεθορ θα είχε ταξιδέψει έξω.

Σε λίγο ο Ντένεθορ έκανε νόημα στον Πίπιν και του είπε να φύγει για λίγο πάλι.

– Πήγαινε στην οπλαποθήκη του Φρουρίου, είπε, και παράλαβε τη στολή και τον οπλισμό της φρουράς του Πύργου. Θα είναι έτοιμα. Τα παρήγγειλα χθες. Να επιστρέψεις, όταν θα έχεις ντυθεί!

Έτσι ακριβώς ήταν και ο Πίπιν πολύ σύντομα βρέθηκε να ’ναι ντυμένος με παράξενα ρούχα, όλα μαύρα κι ασημιά. Είχε ένα μικρό αλυσιδωτό πουκάμισο, με κρίκους από δουλεμένο ατσάλι, ίσως, όμως κατάμαυρους· και ένα ψηλό κράνος με μικρά κορακόφτερα δεξιά κι αριστερά, με ένα ασημένιο αστέρι ένθετο στο κέντρο. Πάνω από το θώρακα φόρεσε ένα κοντό μαύρο γιλέκο με κεντημένο στο στήθος ασημένιο το σύμβολο του Δέντρου. Τα παλιά του ρούχα του τα δίπλωσαν και τα φύλαξαν, αλλά του επέτρεψαν να κρατήσει τον γκρίζο μανδύα του Λόριεν, όμως να μην τον φοράει την ώρα της υπηρεσίας. Έμοιαζε τώρα, αν και δεν το ήξερε, πραγματικά Ernil i Pheriannath, πρίγκιπας των Μικρούληδων, όπως τον έλεγε ο κόσμος· αυτός όμως δεν ένιωθε άνετα. Και η σκοτεινιά άρχισε να επηρεάζει τη διάθεσή του...

Όλη την ημέρα ήταν σκοτεινά και θαμπά. Από την ανήλιαγη αυγή ως το βράδυ η βαριά σκιά πύκνωνε και όλες οι καρδιές στην Πόλη ένιωθαν πλακωμένες. Πάνω ψηλά ένα μεγάλο σύννεφο ταξίδευε αργά δυτικά από τη Μαύρη Χώρα, καταβροχθίζοντας το φως, προχωρώντας μ’ έναν άνεμο πολέμου· από κάτω όμως ο αέρας ήταν ακίνητος και πνιγηρός, λες και όλη η Κοιλάδα του Άντουιν να περίμενε το ξέσπασμα φοβερής καταιγίδας.

Γύρω στις έντεκα, απαλλαγμένος τέλος για λίγο απ’ τα καθήκοντα του, ο Πίπιν βγήκε έξω αναζητώντας τροφή και πιοτό για να ζεστάνει τη βαριά του καρδιά και να κάνει την αναμονή του πιο υποφερτή. Στις τραπεζαρίες συνάντησε πάλι τον Μπέρεγκοντ, που μόλις είχε έρθει από μια δουλειά στο Πέλενορ, πέρα στους Πύργους της Φρουράς στον Υπερυψωμένο δρόμο. Βγήκαν μαζί στα τείχη· γιατί ο Πίπιν ένιωθε σαν φυλακισμένος μέσα και να πνίγεται ακόμα και στο πανύψηλο φρούριο. Τώρα κάθισαν πάλι πλάι πλάι στην πολεμίστρα, βλέποντας ανατολικά, εκεί που είχαν φάει και είχαν κουβεντιάσει την προηγούμενη μέρα.

Ήταν η ώρα του ηλιοβασιλέματος, αλλά το μεγάλο σύννεφο είχε τώρα απλωθεί μακριά στη Δύση, και μόνο καθώς έπεφτε τέλος στη θάλασσα μπόρεσε να ξεφύγει ο Ήλιος και να στείλει μια σύντομη αποχαιρετιστήρια ακτίνα πριν νυχτώσει, έτσι όπως την είδε ο Φρόντο στο Σταυροδρόμι να αγγίζει το κεφάλι του πεσμένου βασιλιά. Αλλά στα χωράφια του Πέλενορ, κάτω από τη σκιά του Μιντολούιν, δεν έφτασε ακτίνα: αυτά ήταν καφετιά και θλιβερά.

Στον Πίπιν φαινόταν κιόλας λες κι είχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε καθίσει εκεί προηγουμένως, κάποια μισοξεχασμένη ώρα, όταν ήταν ακόμα χόμπιτ, ένας χαρούμενος ταξιδευτής που ελάχιστα τον άγγιζαν οι μεγάλοι κίνδυνοι που περνούσε. Τώρα ήταν ένας μικρός στρατιώτης σε μια πόλη που ετοιμαζόταν να δεχτεί μεγάλη επίθεση, ντυμένος με την υπερήφανη αλλά πένθιμη στολή του Πύργου της Φρουράς.

Αν ο τόπος και τα πράγματα ήταν διαφορετικά, ο Πίπιν μπορεί να ήταν ευχαριστημένος μ’ αυτή την καινούρια του στολή, αλλά τώρα ήξερε πως δεν έπαιρνε μέρος σε κανένα παιγνίδι· ήταν για τα καλά ο υπηρέτης ενός αυστηρού κυρίου στο μεγαλύτερο θανάσιμο κίνδυνο. Το αλυσιδωτό πουκάμισο ήταν βαρύ και το κράνος τού βάραινε το κεφάλι. Το μανδύα του τον είχε ρίξει πλάι του στο παγκάκι. Έστρεψε το κουρασμένο του βλέμμα μακριά απ’ τα σκοτεινιασμένα χωράφια κάτω και χασμουρήθηκε και ύστερα αναστέναξε.

– Σε κούρασε αυτή η μέρα; είπε ο Μπέρεγκοντ.

– Ναι, είπε ο Πίπιν, πολύ: κουράστηκα από την απραξία και την αναμονή. Ξεροστάλιασα στην πόρτα των ιδιαιτέρων διαμερισμάτων του κυρίου μου για ατέλειωτες ώρες, ενώ αυτός έκανε συμβούλιο με τον Γκάνταλφ και τον Πρίγκιπα και άλλα εξέχοντα πρόσωπα. Και δεν έχω συνηθίσει, κύριε Μπέρεγκοντ, να εξυπηρετώ άλλους πεινασμένος, ενώ εκείνοι τρώνε. Αυτό είναι σκληρή δοκιμασία για ένα χόμπιτ. Χωρίς αμφιβολία θα σκέπτεσαι πως θα έπρεπε να νιώθω την τιμή περισσότερο. Αλλά και τι βγαίνει από τέτοια τιμή; Κι εδώ που τα λέμε, τι βγαίνει ακόμα και από το φαγητό και το ποτό κάτω από αυτή τη σκιά που όλο και προχωράει; Τι σημαίνει; Ο ίδιος ο αέρας φαίνεται πηχτός και καφετής! Έχετε συχνά τέτοιες θολούρες, όταν έρχεται ο αέρας απ’ την Ανατολή;

– Όχι, είπε ο Μπέρεγκοντ, αυτός δεν είναι φυσιολογικός καιρός. Αυτό είναι κάποια επινόηση της κακίας του· κάποιες καυτές αναθυμιάσεις απ’ το Βουνό της Φωτιάς που μας το στέλνει για να μαυρίσει τις καρδιές και τη σκέψη μας. Και το καταφέρνει. Μακάρι να γύριζε ο άρχοντας Φαραμίρ. Αυτός δε θα απελπιζόταν. Αλλά τώρα, ποιος ξέρει αν θα ξαναγυρίσει περνώντας το Ποτάμι μέσ’ απ’ τη Σκοτεινιά;

– Ναι, είπε ο Πίπιν, κι ο Γκάνταλφ είναι ανήσυχος. Απογοητεύτηκε, νομίζω, που δε βρήκε το Φαραμίρ εδώ. Και πού έχει πάει τώρα κι αυτός; Έφυγε από το συμβούλιο του Αρχοντα πριν το μεσημεριανό γεύμα, και δεν είχε καθόλου τα κέφια του, μου φάνηκε. Μπορεί και να έχει κάποιο κακό προαίσθημα.

Ξαφνικά, καθώς κουβέντιαζαν, τους κόπηκε η φωνή, πάγωσαν λες και ήταν πέτρες που άκουγαν. Ο Πίπιν μαζεύτηκε κάτω με τα χέρια κολλημένα στ’ αυτιά του’ αλλά ο Μπέρεγκοντ, που ήταν σκυμμένος πάνω στην έπαλξη καθώς μιλούσε για το Φαραμίρ, έμεινε εκεί, κοκαλωμένος, να κοιτάζει πέρα με μάτια γουρλωμένα. Ο Πίπιν την ήξερε την ανατριχιαστική κραυγή που άκουσε: ήταν η ίδια που είχε ακούσει παλιά στο Βάλτο του Σάιρ, αλλά τώρα η δύναμη και η κακία της είχαν μεγαλώσει, τρυπώντας την καρδιά με δηλητηριασμένη απελπισία.

Τέλος ο Μπέρεγκοντ μίλησε με δυσκολία.

– Ήρθαν! είπε. Πάρε θάρρος και κοίτα! Υπάρχουν φοβερά πράγματα κάτω.

Απρόθυμα ο Πίπιν σκαρφάλωσε στο παγκάκι και κοίταξε πάνω από το τείχος. Το Πέλενορ απλωνόταν θαμπό κάτω κι έσβηνε μακριά στη, μόλις που μαντευόταν, γραμμή του Μεγάλου Ποταμού. Αλλά τώρα στριφογυρίζοντας γοργά, σαν ίσκιοι πρόωρης νύχτας, είδε στον αέρα πιο χαμηλά πέντε μορφές σαν πουλιά, απαίσιες σαν γυπαετοί, μεγαλύτερες όμως από αετοί, ανελέητες σαν το θάνατο. Τώρα βούτηξαν κοντά, τολμώντας να πλησιάσουν σχεδόν σε απόσταση βολής από τα τείχη και τώρα έκαναν κύκλο και απομακρύνθηκαν.

– Μαύροι Καβαλάρηδες! μουρμούρισε ο Πίπιν. Μαύροι Καβαλάρηδες στον αέρα. Μα κοίτα, Μπέρεγκοντ! φώναξε. Κάτι γυρεύουν, σίγουρα; Κοίταξε πώς κάνουν κύκλο και ορμούν, πάντα κάτω σ’ εκείνο το σημείο εκεί πέρα! Και μπορείς να δεις κάτι να κουνιέται στη γη; Κάτι μαύρα πραγματάκια. Ναι, άντρες πάνω σ’ άλογα: τέσσερις ή πέντε. Αχ! Δεν αντέχω! Γκάνταλφ! Γκάνταλφ, σώσε μας!

Ένα άλλο μακρόσυρτο ουρλιαχτό δυνάμωσε και έσβησε κι ο Πίπιν πήδηξε πίσω, κάτω απ’ το τείχος, λαχανιάζοντας σαν κυνηγημένο ζώο. Αμυδρά και φαινομενικά απόμακρα ταυτόχρονα με το ανατριχιαστικό ουρλιαχτό άκουσε ν’ ανεβαίνει από κάτω το σάλπισμα μιας τρομπέτας που τέλειωσε σε μια μακρόσυρτη ψιλή νότα.

– Φαραμίρ! Ο Άρχοντας Φαραμίρ! Το κάλεσμά του! φώναξε ο Μπέρεγκοντ. Γενναία καρδιά! Αλλά πώς θα φτάσει στην Πύλη, αν αυτά τα βρομερά κοράκια της κόλασης έχουν κι άλλα όπλα εκτός από το φόβο; Αλλά, κοίτα! Κρατούν. Θα τα καταφέρουν ως την Πύλη. Όχι! τα άλογα αφηνίασαν. Κοίτα! έριξαν χάμω τους άντρες· τρέχουν πεζή. Όχι, ένας ιππεύει ακόμα, αλλά γυρίζει πίσω στους άλλους. Αυτός θα ’ναι ο Καπετάνιος: μπορεί να καταφέρει και τα ζώα και τους ανθρώπους. Αχ! ένα απ’ αυτά τα βρομερά πλάσματα του ορμάει. Βοήθεια! βοήθεια! Δεν πάει κανείς; Φαραμίρ!

Μ’ αυτά τα λόγια ο Μπέρεγκοντ τινάχτηκε κι όρμησε στη σκοτεινιά. Ντροπιασμένος για τον τρόμο του, ενώ ο Μπέρεγκοντ της Φρουράς σκέφτηκε πρώτα τον καπετάνιο που αγαπούσε, ο Πίπιν σηκώθηκε και κοίταξε πέρα. Εκείνη τη στιγμή έπιασε το μάτι του μια αστραπή άσπρη κι ασημένια να κατεβαίνει απ’ το Βοριά, σαν ένα μικρό άστρο στα σκονισμένα χωράφια. Προχωρούσε με την ταχύτητα βέλους και μεγάλωνε όπως ερχόταν, πλησιάζοντας γρήγορα τους τέσσερις άντρες που έτρεχαν κατά την Πύλη. Του Πίπιν του φάνηκε πως ένα χλωμό φως απλωνόταν ολόγυρά του και οι πυκνές σκιές υποχωρούσαν μπροστά του· και τότε, καθώς πλησίαζε, του φάνηκε πως άκουσε σαν αντίλαλο στα τείχη μια μεγάλη φωνή να καλεί.

– Γκάνταλφ! φώναξε. Γκάνταλφ! Πάντοτε παρουσιάζεται όταν τα πράγματα είναι μαύρα. Προχώρα! Προχώρα, Λευκέ Καβαλάρη! Γκάνταλφ, Γκάνταλφ! ξεφώνισε ξέφρενα, σαν το θεατή σε κάποιον αγώνα δρόμου που φωνάζει σε κάποιον δρομέα που βρίσκεται μακριά πέρα από κάθε ενθάρρυνση.

Τώρα όμως οι μαύρες σκιές που εφορμούσαν πήραν είδηση το νεοφερμένο. Η μια έστριψε καταπάνω του· αλλά φάνηκε στον Πίπιν πως εκείνος σήκωσε το χέρι του και απ’ αυτό μια δέσμη άσπρο φως τρύπησε προς τα πάνω. Ο Νάζγκουλ έβγαλε μια μακρόσυρτη θρηνητική κραυγή και άλλαξε πορεία· και μ’ αυτό οι τέσσερις άλλοι δίστασαν και ύστερα ανυψώθηκαν με γρήγορους κύκλους κι απομακρύνθηκαν ανατολικά και χάθηκαν στο χαμηλωμένο σύννεφο από πάνω· και κάτω στο Πέλενορ φάνηκε για λίγο λιγότερο σκοτεινά.

Ο Πίπιν κοίταζε και είδε τον καβαλάρη και τον Άσπρο Καβαλάρη να ανταμώνουν και να σταματούν, περιμένοντας τους άλλους που έρχονταν με τα πόδια. Από την Πόλη τώρα άντρες έτρεχαν βιαστικά κοντά τους· και σε λίγο όλοι κρύφτηκαν κάτω από τα εξωτερικά τείχη κι ο Πίπιν κατάλαβε ότι έμπαιναν από την Πύλη. Μαντεύοντας πως θα έρχονταν αμέσως στον Πύργο και στον Επίτροπο, βιάστηκε να πάει στην είσοδο του κάστρου. Εκεί ήρθαν κι άλλοι πολλοί, που είχαν παρακολουθήσει τον αγώνα δρόμου και τη διάσωση από τα ψηλά τείχη.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και ακούστηκε οχλοβοή στους δρόμους που έβγαζαν απάνω από τους εξωτερικούς κύκλους και ακούγονταν πολλές ζητωκραυγές και φωνές με τα ονόματα του Φαραμίρ και του Μιθραντίρ. Σε λίγο ο Πίπιν είδε δάδες και, ακολουθούμενοι από κόσμο πολύ, δύο καβαλάρηδες ήρθαν, προχωρώντας αργά: ο ένας ήταν λευκός, αλλά δεν έλαμπε πια, χλωμός στο λυκόφως λες και η φωτιά του να ήταν τελειωμένη ή κρυμμένη· ο άλλος ήταν μελαχρινός και το κεφάλι του ήταν σκυμμένο. Ξεπέζεψαν, και καθώς ιπποκόμοι πήραν τον Ίσκιο και το άλλο άλογο, προχώρησαν κατά το φρουρό στην πύλη: ο Γκάνταλφ σταθερά, με τον γκρίζο του μανδύα ριγμένο πίσω και μια φωτιά ακόμα να σιγοκαίει στα μάτια του· ο άλλος, ντυμένος στα ολοπράσινα, αργά, ταλαντευόμενος λιγάκι σαν κουρασμένος ή πληγωμένος.

Ο Πίπιν στριμώχτηκε και βγήκε μπροστά την ώρα που περνούσαν κάτω από τη λάμπα στην καμάρα της πύλης και όταν είδε το χλωμό πρόσωπο του Φαραμίρ του κόπηκε η ανάσα. Ήταν το πρόσωπο κάποιου που είχε δεχτεί την επίθεση μεγάλου φόβου ή αγωνίας, αλλά τα είχε υπερνικήσει και τώρα ήταν ήρεμος. Περήφανος και σοβαρός στάθηκε μια στιγμή και μίλησε στο φρουρό και ο Πίπιν κοιτάζοντάς τον είδε πόσο πολύ έμοιαζε στον αδερφό του τον Μπορομίρ – που ο Πίπιν είχε συμπαθήσει από την αρχή, θαυμάζοντας την αρχοντική, αλλά και καλοπροαίρετη συμπεριφορά του μεγάλου άντρα. Όμως, ξαφνικά, η καρδιά του συγκινήθηκε παράξενα για το Φαραμίρ. Μπροστά του βρισκόταν κάποιος με τον αέρα μεγάλης αρχοντιάς όμοιας με εκείνης που ο Άραγκορν κατά καιρούς άφηνε να φανεί, λιγότερο υψηλής ίσως, όμως λιγότερο απρόσιτης και δύσκολης: ένας από τους Βασιλιάδες των Ανθρώπων γεννημένος σε κατοπινή εποχή, αλλά με τη σοφία και τη θλίψη της Αρχαίας Φυλής. Τώρα κατάλαβε γιατί ο Μπέρεγκοντ έλεγε το όνομά του με αγάπη. Ήταν ένας αρχηγός που οι άντρες θα ακολουθούσαν, που ο ίδιος θα ακολουθούσε, ακόμα και κάτω από τη σκιά των μαύρων φτερών.

– Φαραμίρ! φώναξε δυνατά με τους άλλους. Φαραμίρ!

Και ο Φαραμίρ, ακούγοντας την παράξενη φωνή του ανάμεσα στην οχλοβοή των αντρών της Πόλεως, στράφηκε και τον κοίταξε απορημένος.

– Από πού έρχεσαι; είπε. Ένα ανθρωπάκι με τη στολή του Πύργου! Από πού...;

Αλλά με αυτά τα λόγια ο Γκάνταλφ ήρθε κοντά του και μίλησε.

– Ήρθε μαζί μου από τη χώρα των Μικρούληδων, είπε. Ήρθε μαζί μου. Αλλά ας μην καθυστερούμε εδώ. Έχουμε πολλά να πούμε και να κάνουμε και είσαι κατάκοπος. Θα έρθει μαζί μας. Πρέπει να έρθει, γιατί αν δεν είχε ξεχάσει τα καινούρια του καθήκοντα ευκολότερα από εμένα, πρέπει να παρουσιαστεί για υπηρεσία στον άρχοντά του εντός της ώρας. Έλα, Πίπιν, ακολούθησέ μας!

Έτσι, τέλος, έφτασαν στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Άρχοντα της Πόλεως. Εκεί είχε βαθιά καθίσματα γύρω από ένα μαγκάλι· έφεραν κρασί· κι εκεί ο Πίπιν, σχεδόν απαρατήρητος, στάθηκε πίσω από το κάθισμα του Ντένεθορ και λίγο ένιωθε την κούρασή του, τόσο αχόρταγα άκουγε όλα όσα έλεγαν.

Όταν ο Φαραμίρ πήρε λίγο άσπρο ψωμί και ήπιε μια γουλιά κρασί, κάθισε σε μια χαμηλή καρέκλα στ’ αριστερά του πατέρα του. Λίγο πιο αποτραβηγμένος στην άλλη πλευρά καθόταν ο Γκάνταλφ σε ένα σκαλισμένο ξύλινο κάθισμα· και στην αρχή φαινόταν κοιμισμένος. Γιατί στην αρχή ο Φαραμίρ μιλούσε μόνο για την αποστολή που τον είχαν στείλει πριν δέκα μέρες, κι έφερνε νέα από το Ιθίλιεν και τις κινήσεις του Εχθρού και των συμμάχων του· και διηγήθηκε τη μάχη στο δρόμο, όταν οι άντρες του Χάραντ και το μεγάλο τους ζώο ηττήθηκαν: ένας αξιωματικός που δίνει αναφορά στον ανώτερο του σε τέτοιες υποθέσεις, όπως είχε ξαναδώσει, μικροπράγματα για τις αψιμαχίες στα σύνορα που τώρα φαίνονταν άχρηστα και μικρά, δίχως δόξα.

Ύστερα ξαφνικά ο Φαραμίρ κοίταξε τον Πίπιν.

– Τώρα όμως ερχόμαστε σε παράξενες υποθέσεις, είπε. Γιατί αυτό δεν είναι το πρώτο ανθρωπάκι που έχω δει να έχει βγει από τους θρύλους του Βοριά και να κυκλοφορεί στις χώρες του Νοτιά.

Σ’ αυτά τα λόγια ο Γκάνταλφ ανακάθισε κι έσφιξε τα μπράτσα της πολυθρόνας του· αλλά δεν είπε τίποτα και με ένα του βλέμμα έκοψε το επιφώνημα στα χείλη του Πίπιν. Ο Ντένεθορ κοίταξε τα πρόσωπά τους και κούνησε το κεφάλι του, λες και με το νόημα να είχε καταλάβει πολλά, πριν ακόμα ειπωθούν. Αργά, ενώ οι άλλοι κάθονταν σιωπηλοί και ακίνητοι, ο Φαραμίρ είπε την ιστορία του, με τα μάτια του κυρίως στον Γκάνταλφ, αν και πότε πότε η ματιά του ξεστράτιζε στον Πίπιν, λες και για να ξαναφρεσκάρει τη μνήμη του για τους άλλους που είχε δει.

Καθώς η διήγησή του ξεδιπλωνόταν κι έλεγε για τη συνάντησή του με το Φρόντο και τον υπηρέτη του και τα γεγονότα στο Χένεθ Άνουν, ο Πίπιν πήρε είδηση πως τα χέρια του Γκάνταλφ έτρεμαν καθώς έσφιγγαν το σκαλισμένο ξύλο. Άσπρα έδειχναν τώρα και πολύ γέρικα, και καθώς τα κοίταζε, ξαφνικά με ένα ρίγος φόβου ο Πίπιν κατάλαβε πως ο Γκάνταλφ, ο Γκάνταλφ ο ίδιος, ήταν ανήσυχος, φοβισμένος. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν αποπνικτική και ακίνητη. Τέλος, ο Φαραμίρ μίλησε για τον αποχωρισμό του με τους ταξιδιώτες και την απόφασή τους να πάνε στην Κίριθ Ούνγκολ, η φωνή του χαμήλωσε, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και αναστέναξε. Τότε ο Γκάνταλφ πετάχτηκε όρθιος.

– Κίριθ Ούνγκολ; Κοιλάδα Μόργκουλ; είπε. Την ώρα, Φαραμίρ, την ώρα. Πότε χωρίσατε; Πότε θα έφταναν εκείνη την καταραμένη κοιλάδα;

– Χωρίσαμε το πρωί πριν δύο μέρες, είπε ο Φαραμίρ. Είναι δεκαπέντε λεύγες από εκεί ως την κοιλάδα του Μοργούλντουιν, αν πήγαν κατευθείαν νότια· και έπειτα είναι ακόμη πέντε λεύγες δυτικά του καταραμένου Πύργου. Το γρηγορότερο δε θα μπορούσαν να φτάσουν εκεί πριν από σήμερα, και ίσως και να μην έχουν φτάσει ακόμα εκεί. Βλέπω καλά τι φοβάσαι. Αλλά το σκοτάδι δεν οφείλεται στο τόλμημά τους. Άρχισε χθες το βράδυ και ολόκληρο το Ιθίλιεν βρισκόταν κάτω από τη σκιά χθες βράδυ. Εμένα μου φαίνεται καθαρά πως ο Εχθρός έχει σχεδιάσει από καιρό την επίθεση εναντίον μας, και η ώρα της είχε κιόλας αποφασιστεί πριν καν οι ταξιδιώτες να φύγουν από κοντά μου.

Ο Γκάνταλφ βημάτιζε.

– Το πρωί, πριν δυο μέρες... κοντά τρεις μέρες ταξίδι! Πόσο μακριά είναι το μέρος που χωρίσατε;

– Κάπου είκοσι πέντε λεύγες με το πέταγμα πουλιού, απάντησε ο Φαραμίρ. Αλλά δεν μπορούσα να έρθω γρηγορότερα. Χθες βράδυ έμεινα στο Καΐρ Άντρος, το μακρουλό νησί στον Ποταμό βορινά, που το κρατούμε για άμυνα· και στην από δω όχθη έχουμε τα άλογα. Καθώς η σκοτεινιά προχωρούσε, κατάλαβα πως χρειαζόταν βιάση κι έτσι ήρθα καλπάζοντας εδώ με άλλους τρεις που μπορούσαν να πάρουν άλογα. Τους υπόλοιπους του λόχου μου τους έστειλα νότια να ενισχύσουν τη φρουρά στα περάσματα της Οσγκίλιαθ. Ελπίζω να μην έκανα άσχημα; – κοίταξε τον πατέρα του.

– Άσχημα; φώναξε ο Ντένεθορ, και η ματιά του άστραψε ξαφνικά. Γιατί ρωτάς; Οι άντρες βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές σου. Ή μήπως έτσι ρωτάς τη γνώμη μου σε όλα σου τα έργα; Η συμπεριφορά σου είναι ταπεινή μπροστά μου, όμως είναι καιρός τώρα που έχεις αλλάξει την πορεία σου από τις συμβουλές μου. Βλέπεις, έχεις μιλήσει επιδέξια, όπως πάντα· αλλά εγώ, εγώ δεν είδα τη ματιά σου καρφωμένη στο Μιθραντίρ, να ζητά να μάθει αν μίλησες καλά ή πάρα πολύ; Έχει εδώ και πολύ καιρό κερδίσει την καρδιά σου.

»Γιε μου, ο πατέρας σου είναι γέρος, αλλά όχι ακόμα ξεκούτης. Μπορώ και να Βλέπω και να ακούω, όπως πάντα· κι ελάχιστα από όσα μισοείπες ή δεν είπες καθόλου είναι τώρα κρυφά από μένα. Ξέρω την απάντηση σε πολλά αινίγματα. Αλίμονο, αλίμονο στον Μπορομίρ!

– Αν αυτό που έχω κάνει σε δυσαρεστεί, πατέρα μου, είπε ο Φαραμίρ ήσυχα, θα ήθελα να ήξερα τη γνώμη σου πριν το φορτίο μιας τόσο βαριάς απόφασης να πέσει πάνω μου.

– Και θα έφτανε αυτό για ν’ αλλάξεις γνώμη; είπε ο Ντένεθορ. Θα είχες κάνει ακριβώς τα ίδια, νομίζω. Σε ξέρω καλά. Η επιθυμία σου είναι πάντα να εμφανίζεσαι αρχοντικός και γενναιόδωρος σαν αρχαίος βασιλιάς, ευπρεπής και ευγενικός. Αυτό μπορεί πολύ ωραία να ταιριάζει σε κάποιον που κατάγεται από μεγάλη γενιά, αν είναι ισχυρός και βρίσκεται σε περίοδο ειρήνης. Αλλά σε ώρες δύσκολες την ευγένεια μπορεί να την πληρώσεις με θάνατο.

– Ας γίνει κι έτσι, είπε ο Φαραμίρ,

– Ας γίνει κι έτσι! φώναξε ο Ντένεθορ. Μα δε θα είναι μόνο ο θάνατός σου, Άρχοντα Φαραμίρ: θα είναι και ο θάνατος του πατέρα σου επίσης και όλου του λαού σου, που είναι ο ρόλος σου να προστατεύεις τώρα που έφυγε ο Μπορομίρ.

– Θα ήθελες λοιπόν, είπε ο Φαραμίρ, να είχαμε ανταλλάξει θέσεις;

– Ναι, πολύ θα το ’θελα, είπε ο Ντένεθορ. Γιατί ο Μπορομίρ ήταν πιστός σ’ εμένα κι όχι μαθητής μάγου. Θα είχε θυμηθεί την ανάγκη του πατέρα του και δε θα είχε σκορπίσει στους πέντε ανέμους το δώρο της τύχης. Θα μου είχε φέρει ένα σπουδαίο δώρο.

Για μια στιγμή η αυτοκυριαρχία του Φαραμίρ έσπασε.

– Θα ήθελα να σου ζητήσω, πατέρα μου, να θυμηθείς γιατί ήμουν εγώ κι όχι αυτός στο Ιθίλιεν. Σε μία περίπτωση τουλάχιστον η συμβουλή σου υπερίσχυσε, όχι και τόσο παλιά. Ο Άρχοντας της Πόλεως ήταν αυτός που ανέθεσε την αποστολή σ’ εκείνον.

– Μην ανακατεύεις την πίκρα στο κύπελλο που μόνος μου ετοίμασα, είπε ο Ντένεθορ. Δεν το δοκιμάζω τώρα πολλές νύχτες με τη γλώσσα μου, και φοβάμαι πως ακόμα χειρότερα κρύβονται στα κατακάθια; Όπως στ’ αλήθεια βρίσκω τώρα. Μακάρι να μην ήταν έτσι! Μακάρι το κακό να έβρισκε εμένα!

– Παρηγορήσου! είπε ο Γκάνταλφ. Σε καμιά περίπτωση ο Μπορομίρ δε θα σου το έφερνε. Είναι νεκρός και πέθανε καλά· ας αναπαύεται εν ειρήνη! Εσύ όμως απατάς τον εαυτό σου. Αν θα είχε απλώσει το χέρι του σ’ εκείνο το πράγμα, παίρνοντάς το, θα είχε πέσει. Θα το είχε κρατήσει για τον εαυτό του και όταν γύριζε πίσω σ’ εσένα, δε θα είχες αναγνωρίσει το γιο σου.

Το πρόσωπο του Ντένεθορ πάγωσε και σκλήρυνε.

– Βρήκες τον Μπορομίρ λιγότερο του χεριού σου, έτσι δεν είναι; είπε σιγανά. Όμως εγώ, που ήμουν πατέρας του, σου λέω πως θα το είχε φέρει σ’ εμένα. Είσαι σοφός, ίσως, Μιθραντίρ, όμως, παρ’ όλη σου την οξυδέρκεια, δεν έχεις αποκλειστικότητα στη σοφία. Μπορεί να βρεθούν τρόποι που να μην είναι ούτε δίχτυα μάγων ούτε βιάση ανοήτων. Σ’ αυτή την υπόθεση έχω γνώση και σοφία περισσότερη απ’ ό,τι κρίνεις.

– Ποια είναι, λοιπόν, η σοφία σου; είπε ο Γκάνταλφ.

– Αρκετή για να κρίνει πως πρέπει να αποφύγουμε δύο ανοησίες. Το να χρησιμοποιηθεί αυτό το πράγμα είναι πολύ επικίνδυνο. Την ώρα αυτή, να το στείλουμε στα χέρια ενός χαζού μικρούλη στη χώρα του ίδιου του Εχθρού, όπως έχεις κάνει εσύ κι αυτός εδώ ο γιος μου, αυτό είναι τρέλα.

– Και ο Άρχοντας Ντένεθορ τι θα είχε κάνει;

– Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αλλά οπωσδήποτε σε καμιά περίπτωση δε θα είχα στείλει αυτό το πράγμα να διακινδυνεύσει εκεί που ούτε τρελός δεν ελπίζει, να διακινδυνεύσω την τέλεια καταστροφή μας, αν τύχει και ο Εχθρός ξαναβρεί ό,τι έχει χάσει. Όχι, έπρεπε να το κρατήσουμε, κρυμμένο, κρυμμένο σκοτεινά και βαθιά. Όχι να το χρησιμοποιήσουμε, λέω, εκτός και φτάσουμε στην έσχατη ανάγκη, αλλά να το βάλουμε εκεί που να μην το φτάνει, εκτός από μια νίκη τόσο ολοκληρωτική, ώστε, ό,τι συμβεί τότε, να μη μας πειράζει γιατί θα είμαστε νεκροί.

– Σκέπτεσαι, όπως είναι η συνήθειά σου, άρχοντά μου, μόνο για την Γκόντορ, είπε ο Γκάνταλφ. Υπάρχουν όμως κι άλλοι άνθρωποι κι άλλες ζωές και το μέλλον που θά ’ρθει. Όσο για μένα, λυπάμαι ακόμη και τους σκλάβους του.

– Και πού θα γυρέψουν οι άλλοι άνθρωποι Βοήθεια, αν πέσει η Γκόντορ; απάντησε ο Ντένεθορ. Αν είχα αυτό το πράγμα τώρα στις βαθιές κρύπτες αυτού του κάστρου, δε θα τρέμαμε απ’ το φόβο μας σε τούτη τη σκοτεινιά, ούτε θα φοβόμαστε το χειρότερο, και θα αποφασίζαμε ανενόχλητοι. Αν δε με εμπιστεύεσαι πως θα αντέξω αυτή τη δοκιμασία, τότε δε με ξέρεις καλά.

– Πάντως εγώ δε σε εμπιστεύομαι, είπε ο Γκάνταλφ. Αν σε εμπιστευόμουν, θα μπορούσα να είχα στείλει αυτό το πράγμα στη φύλαξή σου και να γλίτωνα κι εγώ και άλλοι πολλή αγωνία. Και τώρα που σε ακούω να μιλάς, σε εμπιστεύομαι λιγότερο, όχι περισσότερο από τον Μπορομίρ. Όχι, κράτησε το θυμό σου! Ούτε τον εαυτό μου δεν εμπιστεύομαι σ’ αυτό, και το αρνήθηκα αυτό το πράγμα, ακόμα κι όταν μου το πρόσφεραν ελεύθερα σαν δώρο. Είσαι δυνατός και μπορείς ακόμα να κυβερνήσεις τον εαυτό σου σε ορισμένα πράγματα, Ντένεθορ· όμως αν είχες παραλάβει αυτό το πράγμα, θα σε είχε ανατρέψει. Ακόμα κι αν ήταν θαμμένο στα έγκατα του Μιντολούιν, θα σου έκαιγε το νου καθώς μεγαλώνει η σκοτεινιά και τα ακόμα χειρότερα πράγματα που ακολουθούν και σε λίγο θα πέσουν πάνω μας.

Για μια στιγμή τα μάτια του Ντένεθορ άναψαν πάλι καθώς κοίταζε καταπρόσωπο τον Γκάνταλφ, και ο Πίπιν ένιωσε γι’ άλλη μια φορά την ένταση ανάμεσα στις θελήσεις τους· αλλά τώρα σχεδόν φαινόταν λες και οι ματιές τους να ήταν σαν λεπίδες από μάτι σε μάτι, που τρεμόσβηναν καθώς αψιμαχούσαν. Ο Πίπιν άρχισε να τρέμει, γιατί φοβόταν κάποιο τρομερό χτύπημα. Αλλά ξαφνικά ο Ντένεθορ χαλάρωσε κι έγινε πάλι ψυχρός. Ανασήκωσε τους ώμους.

– Αν είχα εγώ! Αν είχες εσύ! είπε. Τέτοια λόγια και «αν» είναι μάταια. Αυτό έχει πάει στη Σκιά και μόνο ο χρόνος θα δείξει τι μοίρα περιμένει αυτό κι εμάς. Ο χρόνος δε θ’ αργήσει. Σε όσον έχει απομείνει, όλοι όσοι πολεμούν τον Εχθρό με τον τρόπο τους, ας μονοιάσουν και ας κρατήσουν τις ελπίδες τους όσο μπορούν και μετά τις ελπίδες ας έχουν την τόλμη να πεθάνουν ελεύθεροι – στράφηκε στο Φαραμίρ: Ποια είναι η γνώμη σου για τη φρουρά της Οσγκίλιαθ;

– Δεν είναι ισχυρή, είπε ο Φαραμίρ. Έχω στείλει το λόχο του Ιθίλιεν να την ενισχύσει, όπως είπα.

– Δεν αρκεί, πιστεύω, είπε ο Ντένεθορ. Εκεί είναι που θα πέσει το πρώτο χτύπημα. Θα χρειαστούν κάποιο γενναίο αξιωματικό εκεί.

– Εκεί και αλλού σε πολλά σημεία, είπε ο Φαραμίρ και αναστέναξε. Αλίμονο ο αδελφός μου, που κι εγώ αγαπούσα! – σηκώθηκε. Έχω την άδειά σου, πατέρα;

Και τότε ταλαντεύτηκε κι έγειρε πάνω στο κάθισμα του πατέρα του.

– Είσαι κατάκοπος, βλέπω, είπε ο Ντένεθορ. Έχεις ταξιδέψει γρήγορα και μακριά, και κάτω απ’ τις σκιές του κακού στον αέρα, μαθαίνω.

– Ας μη μιλήσουμε γι’ αυτό! είπε ο Φαραμίρ.

– Τότε δε θα μιλήσουμε, είπε ο Ντένεθορ. Πήγαινε τώρα και αναπαύσου όσο μπορείς. Οι αυριανές ανάγκες θα ’ναι μεγαλύτερες.

Όλοι τώρα, με την άδεια του Άρχοντα της Πόλεως, πήγαν να ξεκουραστούν, όσο που ακόμη μπορούσαν. Έξω είχε μια άναστρη μαυρίλα καθώς ο Γκάνταλφ, με τον Πίπιν πλάι του, να κρατάει μια μικρή δάδα, πήγαινε στο κατάλυμά τους. Δε μίλησαν, ώσπου βρέθηκαν πίσω από κλεισμένες πόρτες. Τότε, τέλος, ο Πίπιν έπιασε το χέρι του Γκάνταλφ.

– Πες μου, είπε, υπάρχει ελπίδα; Για το Φρόντο, θέλω να πω· ή τουλάχιστον κυρίως για το Φρόντο.

Ο Γκάνταλφ έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του Πίπιν.

– Ποτέ δεν υπήρχε μεγάλη ελπίδα, απάντησε. Μόνο τρελή ελπίδα, όπως μου είπαν. Και όταν άκουσα για την Κίριθ Ούνγκολ – σταμάτησε και πήγε στο παράθυρο, λες και τα μάτια του να μπορούσαν να τρυπήσουν τη νύχτα στην Ανατολή. Κίριθ Ούνγκολ! μουρμούρισε. Γιατί απ’ αυτόν το δρόμο άραγε; – γύρισε. Τώρα δα, Πίπιν, η καρδιά μου σχεδόν σταμάτησε, στο άκουσμα αυτού του ονόματος. Και όμως, στ’ αλήθεια πιστεύω πως τα νέα που φέρνει ο Φαραμίρ είναι ελπιδοφόρα. Γιατί φαίνεται καθαρά ότι ο Εχθρός μας άρχισε επιτέλους τον πόλεμό του και έκανε την πρώτη κίνηση, ενώ ο Φρόντο ήταν ακόμα ελεύθερος. Έτσι, τώρα, για πολλές ημέρες θα έχει το μάτι του στραμμένο εδώ κι εκεί, μακριά από τη χώρα του. Και παρ’ όλ’ αυτά, Πίπιν, νιώθω από μακριά τη βιασύνη και το φόβο του. Έχει αρχίσει νωρίτερα απ’ όσο θα ήθελε. Έχει συμβεί κάτι που τον κινητοποίησε.

Ο Γκάνταλφ στάθηκε μια στιγμή συλλογισμένος.

– Μπορεί, μουρμούρισε. Μπορεί ακόμα και η ανοησία σου να βοήθησε, νεαρέ μου. Για να δω: κάπου πέντε μέρες πριν θα ανακάλυψε πως ανατρέψαμε το Σάρουμαν και πήραμε τη Σφαίρα. Όμως, και τι μ’ αυτό; Δε θα μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε αποτελεσματικά ή χωρίς να το ξέρει αυτός. Α! Αναρωτιέμαι. Ο Άραγκορν; Η ώρα του πλησιάζει. Και είναι δυνατός και αυστηρός κάτω από την επιφάνεια, Πίπιν θαρραλέος, αποφασισμένος, ικανός να αποφασίσει μόνος του και να τολμήσει πράγματα επικίνδυνα στην ανάγκη. Αυτό μπορεί να είναι. Μπορεί να έχει χρησιμοποιήσει τη Σφαίρα και να εμφανίστηκε στον Εχθρό, προκαλώντας τον, γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Αναρωτιέμαι. Λοιπόν, την απάντηση δε θα τη μάθουμε, ώσπου να έρθουν οι Καβαλάρηδες του Ρόαν, αν δεν έρθουν πολύ αργά. Μας περιμένουν κακές μέρες. Πάμε για ύπνο όσο που μπορούμε!

– Αλλά..., είπε ο Πίπιν.

– Αλλά τι; είπε ο Γκάνταλφ. Απόψε θα επιτρέψω ένα μόνο αλλά.

– Το Γκόλουμ, είπε ο Πίπιν. Πώς στο καλό μπορεί να πηγαίνουν μαζί του, να το ακολουθούν; Και είδα πως του Φαραμίρ δεν του άρεσε το μέρος που τους πήγαινε περισσότερο απ’ όσο άρεσε σ’ εσένα. Τι συμβαίνει;

– Δεν μπορώ να απαντήσω σ’ αυτό τώρα, είπε ο Γκάνταλφ. Όμως η καρδιά μου είχε μαντέψει πως ο Φρόντο και το Γκόλουμ θα αντάμωναν πριν το τέλος. Για καλό ή για κακό. Αλλά για την Κίριθ Ούνγκολ δε θα μιλήσω απόψε. Προδοσία, φοβάμαι προδοσία· την προδοσία αυτού του άθλιου πλάσματος. Αλλά έτσι πρέπει να γίνει. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο προδότης μπορεί να προδώσει τον εαυτό του και να κάνει καλό εκεί που δεν το περιμένει. Γίνεται κι έτσι, μερικές φορές. Καληνύχτα!

Η επόμενη μέρα ήρθε μ’ ένα πρωινό σαν καφετί λυκόφως και οι καρδιές των ανθρώπων, που είχαν αναθαρρήσει με την επιστροφή του Φαραμίρ, βούλιαξαν πάλι. Οι φτερωτοί ίσκιοι δε φάνηκαν ξανά εκείνη την ημέρα, όμως συχνά πυκνά, πολύ ψηλότερα από την πόλη, ένα αδύνατο κρώξιμο θα ερχόταν, και πολλοί που το άκουγαν θα στέκονταν ξεροί από έναν περαστικό τρόμο, ενώ μερικοί πιο λιπόψυχοι δείλιαζαν κι έκλαιγαν.

Και τώρα ο Φαραμίρ έφυγε πάλι.

«Δεν τον αφήνουν να ξεκουραστεί», μουρμούρισαν μερικοί. «Ο Άρχοντας πιέζει πολύ το γιο του, και τώρα πρέπει να δουλεύει για δύο, για τον εαυτό του και γι’ αυτόν που δε θα γυρίσει.» Και συνέχεια οι άντρες κοιτούσαν βορινά και ρωτούσαν: «Πού είναι οι Καβαλάρηδες του Ρόαν;»

Για να πούμε την αλήθεια ο Φαραμίρ δεν πήγε, γιατί το διάλεξε εκείνος. Αλλά ο Άρχοντας της Πόλης ήταν αφέντης στο Συμβούλιό του και δεν είχε διάθεση εκείνη την ημέρα να υποχωρήσει σε άλλους. Νωρίς το πρωί είχε συγκληθεί το Συμβούλιο. Εκεί όλοι οι αξιωματικοί έκριναν ότι εξαιτίας της απειλής στο Νότο η δύναμή τους ήταν πολύ αδύνατη, για να πάρουν την οποιαδήποτε πρωτοβουλία, εκτός και κατά τύχη προλάβουν κι έρθουν οι Καβαλάρηδες του Ρόαν. Στο μεταξύ έπρεπε να επανδρώσουν τα τείχη και να περιμένουν.

– Όμως, είπε ο Ντένεθορ. δεν πρέπει έτσι αψήφιστα να εγκαταλείψουμε τα εξωτερικά μας οχυρά, το Ράμας που φτιάχτηκε με τόσο μεγάλο κόπο. Ο Εχθρός πρέπει να πληρώσει ακριβά το πέρασμα του Ποταμού. Κι αυτό δεν μπορεί να το κάνει, για να επιτεθεί με δύναμή στην Πόλη, ούτε από τα βορινά του Καΐρ Άντρος, επειδή έχει έλη, ούτε νότια προς το Λέμπενιν, γιατί πλαταίνει ο Ποταμός, ώστε να χρειάζεται πολλές βάρκες. Στην Οσγκίλιαθ, λοιπόν, θα ρίξει το βάρος του, όπως και προηγουμένως, τότε που ο Μπορομίρ δεν τον άφησε να περάσει.

– Εκείνο δεν ήταν παρά δοκιμή, είπε ο Φαραμίρ. Σήμερα μπορεί να κάνουμε τον Εχθρό να πληρώσει δεκαπλάσια για να πάρει το πέρασμα κι όμως να μετανιώσουμε για την ανταλλαγή. Γιατί αυτός μπορεί άνετα να χάσει ολόκληρη στρατιά, παρά εμείς να χάσουμε ένα λόχο. Και η υποχώρηση αυτών που θα στείλουμε τόσο μακριά, θα είναι επικίνδυνη, αν ο εχθρός περάσει με μεγάλες δυνάμεις.

– Και τι θα γίνει με το Καΐρ Άντρος; είπε ο Πρίγκιπας. Κι αυτό επίσης πρέπει να το κρατήσουμε, αν προβάλλουμε άμυνα στην Οσγκίλιαθ. Ας μην ξεχνούμε τον κίνδυνο στα αριστερά μας. Οι Ροχίριμ μπορεί να έρθουν, μπορεί και όχι. Αλλά ο Φαραμίρ μας είπε πως μεγάλες δυνάμεις πλησιάζουν τη Μαύρη Πύλη. Περισσότερες από μια στρατιές μπορεί να ξεχυθούν από μέσα της και να χτυπήσουν περισσότερα από ένα περάσματα.

– Πολλά πρέπει να διακινδυνεύσουν στον πόλεμο, είπε ο Ντένεθορ. Το Καΐρ Άντρος είναι επανδρωμένο και δεν μπορούμε τώρα να στείλουμε άλλους. Αλλά δε θα παραδώσω το Ποτάμι και το Πέλενορ δίχως μάχη – όχι, αν υπάρχει ακόμα ένας καπετάνιος εδώ που να έχει την τόλμη να κάνει το θέλημα του άρχοντά του.

Τότε όλοι σώπασαν. Αλλά, τέλος, ο Φαραμίρ είπε:

– Δεν εναντιώνομαι στο θέλημα σου, πατέρα. Αφού έχασες τον Μπορομίρ, θα πάω εγώ και θα κάνω ό,τι μπορώ στη θέση του... αν το διατάξεις.

– Το διατάζω, είπε ο Ντένεθορ.

– Τότε, σε χαιρετώ! είπε ο Φαραμίρ. Κι αν τύχει και γυρίσω, έχε καλύτερη γνώμη για μένα!

– Αυτό εξαρτάται από τον τρόπο της επιστροφής σου, είπε ο Ντένεθορ.

Ο Γκάνταλφ ήταν αυτός που μίλησε τελευταίος στο Φαραμίρ, πριν φύγει ανατολικά.

– Μην πετάξεις τη ζωή σου απερίσκεπτα ή από πίκρα, είπε. Θα σε χρειαστούν εδώ για άλλα πράγματα, εκτός από τον πόλεμο. Ο πατέρας σου σε αγαπά, Φαραμίρ, και θα το θυμηθεί πριν το τέλος. Έχε γεια!

Έτσι τώρα ο Άρχοντας Φαραμίρ είχε φύγει ξανά και είχε πάρει μαζί του τόση δύναμη αντρών, όσοι ήταν πρόθυμοι να πάνε ή περίσσευαν. Στα τείχη μερικοί κοιτούσαν μες στη σκοτεινιά κατά την ερειπωμένη πόλη, και αναρωτιόντουσαν τι να γινόταν εκεί, γιατί τίποτα δε φαινόταν. Και άλλοι, όπως πάντα, κοίταζαν βορινά και μετρούσαν τις λεύγες ως το Θέοντεν στο Ρόαν.

– Θα έρθει; Θα θυμηθεί την παλιά μας συμμαχία; έλεγαν.

– Ναι, θα έρθει, έλεγε ο Γκάνταλφ, ακόμα κι αν έρθει πολύ αργά. Σκεφθείτε όμως! Στην καλύτερη περίπτωση το Κόκκινο Βέλος δεν μπορεί να τον έχει φτάσει πάνω από δύο μέρες πριν και είναι πολλά τα μίλια από το Έντορας.

Είχε νυχτώσει πάλι πριν να έρθουν νέα. Ένας άντρας ήρθε βιαστικά από τα περάσματα, λέγοντας πως ένας στρατός είχε βγει από τη Μίνας Μόργκουλ και πλησίαζε κιόλας την Οσγκίλιαθ, και στη δύναμή του είχαν προστεθεί τάγματα από το Νοτιά, Χαράντριμ, σκληροί και ψηλοί.

– Και έχουμε μάθει, είπε ο αγγελιαφόρος, ότι ο Μαύρος Καπετάνιος βρίσκεται επικεφαλής τους γι’ άλλη μία φορά και ο φόβος του έχει περάσει πριν απ’ αυτόν τον Ποταμό.

Με αυτά τα δυσοίωνα λόγια έκλεισε η τρίτη μέρα αφότου ο Πίπιν έφτασε στη Μίνας Τίριθ. Λιγοστοί πήγαν για ανάπαυση, γιατί ελάχιστες ελπίδες υπήρχαν πως ακόμη κι ο Φαραμίρ θα μπορούσε να κρατήσει τα περάσματα για πολύ.

Την επόμενη μέρα, αν και η σκοτεινιά είχε φτάσει στο μεγαλύτερο βαθμό της και δεν πύκνωσε άλλο, πλάκωσε βαρύτερα τις καρδιές των ανθρώπων και ένας μεγάλος φόβος τους είχε κυριέψει. Γρήγορα ξαναήρθαν άσχημα νέα. Τα περάσματα του Άντουιν είχαν παρθεί από τον Εχθρό. Ο Φαραμίρ υποχωρούσε στο τείχος του Πέλενορ, ανασυντάσσοντας τους άντρες του στα Φρούρια του Υπερυψωμένου Δρόμου· αλλά οι αντίπαλοι ήταν δέκα φορές περισσότεροι.

– Αν τα καταφέρει και υποχωρήσει στο Πέλενορ, οι εχθροί θα τον έχουν καταπόδι, είπε ο αγγελιαφόρος. Πλήρωσαν ακριβά το πέρασμά τους, αλλά λιγότερο από όσο ελπίζαμε. Το είχαν σχεδιάσει καλά. Φαίνεται τώρα ότι κρυφά έφτιαχναν πλήθος σχεδίες και μαούνες στην Ανατολική Οσγκίλιαθ. Όρμησαν να περάσουν σαν μυρμήγκια. Αλλά αυτός που μας κατατροπώνει είναι ο Μαύρος Καπετάνιος. Ελάχιστοι μπορούν να σταθούν και ν’ αντέξουν ακόμα και το άκουσμα του ερχομού του. Οι δικοί του τον τρέμουν και σφάζονται στο πρόσταγμά του.

– Τότε με χρειάζονται περισσότερο εκεί παρά εδώ, είπε ο Γκάνταλφ, κι έφυγε αμέσως και η φεγγοβολιά του γρήγορα έσβησε από τα μάτια.

Και όλη εκείνη τη νύχτα ο Πίπιν μοναχός και άυπνος στεκόταν στα τείχη και κοίταζε ανατολικά.

Οι καμπάνες της ημέρας μόλις και είχαν χτυπήσει πάλι, παρωδία στο αφώτιστο σκοτάδι, όταν μακριά είδε φωτιές να ξεπετάγονται, πέρα στα θαμπά σημεία που στέκονταν τα τείχη του Πέλενορ. Οι φρουροί έβαλαν δυνατές φωνές και όλοι οι άντρες στην Πόλη πήραν τα όπλα. Τώρα όλο και πιο συχνά φαίνονταν κόκκινες λάμψεις και αργά μες στη βαριά ατμόσφαιρα ακούγονταν υπόκωφα μπουμπουνητά.

– Πήραν το τείχος! φώναζαν οι άντρες. Του ανατίναξαν ανοίγματα. Έρχονται!

– Πού είναι ο Φαραμίρ; φώναξε ο Μπέρεγκοντ απελπισμένα. Μη μου πείτε πως έπεσε!

Ο Γκάνταλφ ήταν που έφερε τα πρώτα νέα. Με μια χούφτα καβαλάρηδες ήρθε στη μέση του πρωινού ιππεύοντας σαν ακολουθία μιας σειράς κάρων. Ήταν γεμάτα τραυματισμένους άντρες, και όλους όσους μπορούσαν να διασωθούν απ’ την πανωλεθρία των Φρουρίων του Υπερυψωμένου Δρόμου. Αμέσως πήγε στον Ντένεθορ. Ο Άρχοντας της Πόλεως καθόταν τώρα σε ένα ψηλό διαμέρισμα πάνω από τη Μεγάλη Αίθουσα του Λευκού Πύργου με τον Πίπιν στο πλευρό του· και απ’ τα μισοφωτισμένα παράθυρα, βόρεια, νότια κι ανατολικά, έστρεφε τα σκοτεινά του μάτια, λες να τρυπήσει τις σκιές της μοίρας που τον περικύκλωναν. Περισσότερο κοιτούσε στο Βοριά και πότε πότε σταματούσε κι αφουγκραζόταν, λες και με κάποια αρχαία τέχνη τα αυτιά του να μπορούσαν να ακούσουν ποδοβολητά στους κάμπους μακριά.

– Ήρθε ο Φαραμίρ; ρώτησε.

– Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά ζούσε ακόμη όταν τον άφησα. Όμως αποφάσισε να μείνει με την οπισθοφυλακή, ώστε να μη γίνει η υποχώρηση στο Πέλενορ πανωλεθρία. Μπορεί, ίσως, να συγκρατήσει τους άντρες αρκετά, αν και πολύ αμφιβάλλω. Βρίσκεται αντιμέτωπος με πολύ μεγάλο εχθρό. Γιατί ένας που φοβόμουν ήρθε.

– Όχι, όχι ο Μαύρος Άρχοντας; ξεφώνισε ο Πίπιν, ξεχνώντας τη θέση του από το φόβο του.

Ο Ντένεθορ γέλασε πικρά.

– Όχι, όχι ακόμα, μαστρο-Πέρεγκριν! Δε θα έρθει παρά μόνο θριαμβευτής μπροστά μου, όταν θα τα έχει κερδίσει όλα. Χρησιμοποιεί άλλους για όπλα του. Έτσι κάνουν όλοι οι μεγάλοι άρχοντες, αν είναι σοφοί, κύριε Ανθρωπάκο. Ειδαλλιώς, γιατί κάθομαι εγώ εδώ και σκέπτομαι και ξαγρυπνώ και περιμένω, θυσιάζοντας και τους γιους μου ακόμα; Γιατί ακόμα μπορώ να κρατήσω σπαθί.

Σηκώθηκε όρθιος και άνοιξε το μακρύ μαύρο μανδύα του, και να! φορούσε πανοπλία από μέσα κι ήταν ζωσμένος μ’ ένα μακρύ σπαθί, με μεγάλη λαβή σ’ ένα θηκάρι μαύρο κι ασημένιο.

― Έτσι περπατώ κι έτσι τώρα για πολλά χρόνια κοιμάμαι, είπε, μην τυχόν με τα χρόνια το σώμα μου γίνει μαλθακό και δειλό.

– Όμως τώρα κάτω από τον Άρχοντα του Μπαράντ-ντουρ, ο πιο φοβερός απ’ όλους του τους καπεταναίους, είναι κιόλας κυρίαρχος του εξωτερικού σου τείχους, είπε ο Γκάνταλφ. Ο βασιλιάς της Άνγκμαρ πολύ παλιά, Μάγος, Δαχτυλιδοφάντασμα, Άρχοντας των Νάζγκουλ, ένα δόρυ τρόμου στο χέρι του Σόρον, σκιά απελπισίας.

– Επομένως, Μιθραντίρ, έχεις εχθρό αντάξιό σου, είπε ο Ντένεθορ. Όσο για μένα, ξέρω από πολύν καιρό πως είναι ο αρχηγός των στρατιών του Μαύρου Πύργου. Αυτό είναι όλο κι όλο που γύρισες να πεις; Ή μήπως έφυγες, γιατί βρήκες το δάσκαλό σου;

Ο Πίπιν έτρεμε, γιατί φοβήθηκε πως ο θυμός του Γκάνταλφ θα ξεσπούσε απότομα, αλλά φοβήθηκε άδικα.

– Μπορεί και να ’ναι έτσι, απάντησε μαλακά ο Γκάνταλφ. Αλλά δεν έφτασε η ώρα να δοκιμάσουμε τη δύναμή μας. Και αν αυτά που έχουν ειπωθεί παλιά είναι αληθινά, αυτός δε θα πέσει από χέρι άντρα και είναι κρυμμένη απ’ τους Σοφούς η μοίρα που τον περιμένει. Αλλά, όπως και να ’χει το πράγμα, ο Καπετάνιος της Απελπισίας δε βγαίνει μπροστά, ακόμα. Κυβερνά μάλλον σύμφωνα με τη σοφία που τώρα δα μίλησες, από, τα μετόπισθεν, εξωθώντας τους σκλάβους του σαν τρελούς μπροστά του.

»Όχι, ήρθα μάλλον να φυλάξω τους τραυματίες που μπορούν να γιατρευτούν γιατί το Ράμας έχει ρήγματα παντού και σύντομα ο στρατός της Μόργκουλ θα μπει από πολλά σημεία. Και ήρθα κυρίως να πω αυτό: Γρήγορα θα έχουμε μάχη στα λιβάδια. Πρέπει να ετοιμαστεί έξοδος. Να είναι έφιπποι άντρες. Σε αυτούς βρίσκεται η μικρή μας ελπίδα, γιατί σε ένα πράγμα είναι ακόμη ο εχθρός μας φτωχά προετοιμασμένος: έχει λίγους καβαλάρηδες.

– Κι εμείς επίσης λίγους έχουμε. Τώρα θα ήταν ο ερχομός του Ρόαν πάνω στην ώρα, είπε ο Ντένεθορ.

– Έχουμε περισσότερες πιθανότητες να δούμε άλλους νεοφερμένους πρώτα, είπε ο Γκάνταλφ. Φυγάδες απ’ το Καΐρ Άντρος έχουν κιόλας φτάσει. Το νησί έχει πέσει. Μια άλλη στρατιά έχει έρθει από τη Μαύρη Πύλη, περνώντας το Ποτάμι βορειοανατολικά.

– Μερικοί σ’ έχουν κατηγορήσει, Μιθραντίρ, πως χαίρεσαι να φέρνεις άσχημα νέα, είπε ο Ντένεθορ, αλλά για μένα αυτά δεν είναι πια νέα: τα ήξερα πριν πέσει το βράδυ χθες. Όσο για την έξοδο, έχω κιόλας φροντίσει γι’ αυτή. Πάμε κάτω.

Η ώρα περνούσε. Τέλος, οι φρουροί στα τείχη μπορούσαν να δουν την υποχώρηση των προκεχωρημένων μονάδων. Μικρές ομάδες κατάκοπων και συχνά πληγωμένων αντρών έφτασαν πρώτες με ελάχιστη τάξη· μερικοί έτρεχαν τρελά, λες και τους κυνηγούσαν. Μακριά ανατολικά οι απόμακρες φωτιές τρεμόσβηναν και τώρα φαινόταν πως εδώ κι εκεί σέρνονταν στο πλάτος του κάμπου. Σπίτια και στάβλοι καίγονταν. Ύστερα, από πολλά σημεία μικροί ποταμοί κόκκινης φλόγας πλησίαζαν βιαστικά, φιδογυρίζοντας στη σκοτεινιά, πηγαίνοντας προς τον πλατύ δρόμο που οδηγούσε από την πύλη της Πόλης στην Οσγκίλιαθ.

– Ο εχθρός, μουρμούριζαν οι άντρες. Το ανάχωμα έπεσε. Να τοι, ξεχύνονται από τα ρήγματα! Και φαίνεται πως κρατούν δάδες. Πού είναι οι δικοί μας;

Τώρα πλησίαζε το δειλινό, σύμφωνα με την ώρα, και το φως ήταν τόσο θαμπό, ώστε ακόμη κι αυτοί που έβλεπαν μακριά πάνω στο Κάστρο ελάχιστα μπορούσαν να διακρίνουν καθαρά στα χωράφια, εκτός από τους εμπρησμούς, που συνεχώς πολλαπλασιάζονταν, και τις γραμμές της φωτιάς που μεγάλωναν σε μήκος και ταχύτητα. Τέλος, λιγότερο από ένα μίλι από την Πόλη, μια περισσότερο τακτική ομάδα αντρών φάνηκε να προχωρούν δίχως να τρέχουν και να κρατούν ακόμη το σχηματισμό τους. Οι φρουροί κράτησαν την ανάσα τους.

— Ο Φαραμίρ πρέπει να είναι εκεί, είπαν. Αυτός μπορεί να κυβερνήσει και άντρες και ζώα. Θα τα καταφέρει.

Τώρα η κυρίως υποχώρηση ήταν μόλις τετρακόσιες πενήντα γιάρδες απόσταση. Μέσα από τη σκοτεινιά, πίσω από μια μικρή ίλη ιππικού, κάλπαζε ό,τι είχε απομείνει από την οπισθοφυλακή. Γι’ άλλη μια φορά αναγκασμένοι να δώσουν μάχη, αντιμετωπίζοντας τις επερχόμενες γραμμές της φωτιάς. Ύστερα, ξαφνικά, έγινε φασαρία από άγριες φωνές. Καβαλάρηδες του εχθρού όρμησαν. Οι γραμμές της φωτιάς έγιναν ορμητικοί χείμαρροι, σειρές ατέλειωτες Ορκ κρατώντας φωτιές και άγριοι Νότιοι με κόκκινες σημαίες, ξεφωνίζοντας στριγκά, όρμησαν και πρόλαβαν την υποχώρηση; Και με μια διαπεραστική κραυγή απ’ το σκοτεινό ουρανό έπεσαν οι φτερωτοί ίσκιοι, οι Νάζγκουλ που κατέβαιναν για να σκοτώσουν.

Η υποχώρηση έγινε πανωλεθρία. Οι άντρες κιόλας σκόρπιζαν, τρέχοντας ξέφρενα και άτακτα εδώ κι εκεί, πετώντας τα όπλα τους, ξεφωνίζοντας απ’ το φόβο, πέφτοντας καταγής.

Και τότε η σάλπιγγα αντήχησε από το Κάστρο και ο Ντένεθορ τέλος διέταξε να γίνει η έξοδος. Συγκεντρωμένοι στη σκιά της Πύλης και κάτω, έξω από τα τείχη, περίμεναν το παράγγελμά του: όλοι οι έφιπποι, όσοι είχαν μείνει στην Πόλη. Τώρα τινάχτηκαν μπροστά συνταγμένοι, άρχισαν να καλπάζουν και έκαναν επίθεση με μεγάλη κραυγή. Και από τα τείχη υψώθηκε άλλη κραυγή σε ανταπόκριση· γιατί πρώτοι πρώτοι στο λιβάδι πήγαιναν οι ιππότες του κύκνου του Ντολ Άμροθ με τον Πρίγκιπά τους και το γαλάζιο του λάβαρο μπροστά τους.

– Άμροθ, για την Γκόντορ! φώναξαν. Άμροθ, για το Φαραμίρ!

Σαν την αστραπή ξεχύθηκαν πάνω στον εχθρό κι απ’ τις δυο πλευρές της υποχώρησης· αλλά ένας καβαλάρης τους πέρασε όλους, γρήγορος σαν τον άνεμο στο γρασίδι: ο Ίσκιος τον μετέφερε, φωτεινό, ξεσκέπαστο γι’ άλλη μια φορά, ένα φως να ξεπετάγεται απ’ το σηκωμένο του χέρι.

Οι Νάζγκουλ τσίριξαν κι απομακρύνθηκαν, γιατί ο Αρχηγός τους δεν είχε ακόμα έρθει να προκαλέσει την άσπρη φωτιά του εχθρού του. Οι δυνάμεις της Μόργκουλ αφοσιωμένοι στη λεία τους, ανύποπτοι εκεί που έτρεχαν ξέφρενα, έσπασαν, σκορπίζοντας σαν σπίθες στη θύελλα. Οι προκεχωρημένες μονάδες με πολλές ζητωκραυγές γύρισαν και χτύπησαν τους διώκτες τους. Οι κυνηγοί έγιναν κυνηγημένοι. Η υποχώρηση έγινε σφοδρή επίθεση. Ο τόπος στρώθηκε σκοτωμένους ορκ και άντρες και μια αποφορά σηκώθηκε από πεταγμένες δάδες, που έσβηναν όλο καπνούς. Το ιππικό προχωρούσε.

Αλλά ο Ντένεθορ δεν τους άφησε να πάνε μακριά. Αν και ο εχθρός αναχαιτίσθηκε και για την ώρα απωθήθηκε, μεγάλες δυνάμεις έμπαιναν μέσα από την Ανατολή. Ξανά αντήχησε η σάλπιγγα, σαλπίζοντας υποχώρηση. Το ιππικό της Γκόντορ σταμάτησε. Πίσω από την κάλυψή τους οι προκεχωρημένες μονάδες ανασυντάχθηκαν. Τώρα επέστρεφαν προχωρώντας σταθερά. Έφτασαν στην Πύλη της Πόλεως και μπήκαν μέσα, με περήφανο βήμα· και με περηφάνια οι άνθρωποι της Πόλης τους κοιτούσαν και τους επαινούσαν, χωρίς να παύουν να έχουν βαριά καρδιά. Γιατί οι μονάδες είχαν αποδεκατιστεί οικτρά. Ο Φαραμίρ είχε χάσει το ένα τρίτο των αντρών του. Κι αυτός πού ήταν;

Τελευταίος απ’ όλους ήρθε. Οι άντρες του πέρασαν μέσα. Οι έφιπποι ιππότες γύρισαν και πίσω τους το λάβαρο του Ντολ Άμροθ και ο Πρίγκιπας. Και στα χέρια του μπροστά στο άλογό του έφερνε το σώμα του συγγενή του, του Φαραμίρ γιου του Ντένεθορ, που τον βρήκε χτυπημένο στο πεδίο της μάχης.

«Φαραμίρ! Φαραμίρ!» φώναζαν οι άντρες, κλαίγοντας στους δρόμους. Αλλά αυτός δεν απαντούσε και τον ανέβασαν ανηφορίζοντας το φιδογυριστό δρόμο ψηλά στο Κάστρο στον πατέρα του. Την ώρα που οι Νάζγκουλ έστριψαν κι απομακρύνθηκαν από την επίθεση του Άσπρου Καβαλάρη, ήρθε πετώντας ένα θανατερό βέλος, και ο Φαραμίρ, καθώς είχε στριμώξει έναν έφιππο παλικαρά του Χαράντ, έπεσε καταγής. Μόνο η επίθεση του Ντολ Άμροθ τον έσωσε από τα κόκκινα σπαθιά των Νοτίων, που θα τον είχαν κατακάψει εκεί όπως ήταν πεσμένος.

Ο Πρίγκιπας Ιμραχίλ έφερε το Φαραμίρ στο Λευκό Πύργο και είπε: «Ο γιος σου επέστρεψε, άρχοντα, ύστερα από μεγάλα κατορθώματα», και είπε όλα όσα είχε δει. Αλλά ο Ντένεθορ σηκώθηκε και κοίταξε το πρόσωπο του γιου του και έμεινε σιωπηλός. Ύστερα έδωσε διαταγή να ετοιμάσουν ένα κρεβάτι στο δωμάτιο, να βάλουν το Φαραμίρ πάνω και να φύγουν, Αλλά αυτός ανέβηκε μόνος του στο μυστικό δωμάτιο κατάκορφα στον Πύργο· και πολλοί που κοίταξαν ψηλά, εκεί τότε είδαν ένα χλωμό φως που έφεγγε και τρεμόπαιζε στα στενά παράθυρα για λίγο κι ύστερα άστραψε κι έσβησε. Και όταν ο Ντένεθορ κατέβηκε πάλι, πήγε στο Φαραμίρ και κάθισε πλάι του αμίλητος, αλλά το πρόσωπο του Άρχοντα ήταν σταχτί, πιο νεκρικό απ’ του γιου του.

Έτσι τώρα, επιτέλους, η Πόλη ήταν πολιορκημένη, περικυκλωμένη από έναν κλοιό εχθρών. Το Ράμας είχε πέσει και όλο το Πέλενορ είχε εγκαταλειφθεί στον Εχθρό. Τα τελευταία νέα που ήρθαν έξω από τα τείχη τα έφεραν κάτι άντρες που ήρθαν τρέχοντας από το βορινό δρόμο πριν κλείσει η Πύλη. Ήταν τα απομεινάρια της φρουράς που διατηρούσαν σε εκείνο το σημείο, όπου ο δρόμος από το Ανόριεν και το Ρόαν έμπαιναν σε κατοικημένες περιοχές. Επικεφαλής είχαν τον Ίνγκολντ, αυτόν που είχε αφήσει να περάσουν ο Γκάνταλφ και ο Πίπιν λιγότερο από πέντε μέρες πριν, τότε που ο ήλιος έβγαινε ακόμα και το πρωινό έφερνε ελπίδες.

– Δεν υπάρχουν νέα από τους Ροχίριμ, είπε. Το Ρόαν δε θα έρθει τώρα. Ή κι αν έρθουν, δε θα μας ωφελήσουν. Ο καινούριος στρατός, που είχαμε πληροφορίες, ήρθε πρώτος, περνώντας τον Ποταμό από το Άντρος, λένε. Είναι ισχυρός: τάγματα Ορκ του Ματιού και αμέτρητοι λόχοι Ανθρώπων άλλου είδους, που δεν έχουμε συναντήσει άλλη φορά. Όχι ψηλοί, αλλά γεροδεμένοι κι άγριοι, γενειοφόροι σαν νάνοι, που δουλεύουν μεγάλα τσεκούρια. Υποθέτουμε πως προέρχονται από κάποια άγρια χώρα της απέραντης Ανατολής. Ελέγχουν το βορινό δρόμο· και πολλοί έχουν εισδύσει στο Ανόριεν. Οι Ροχίριμ δεν μπορούν να έρθουν.

Η Πύλη κλείστηκε. Όλη τη νύχτα οι φρουροί στα τείχη άκουγαν την οχλοβοή των εχθρών που περνοδιάβαιναν έξω καίγοντας χωράφια και δέντρα και πετσόκοβαν τον καθένα που έβρισκαν έξω, ζωντανό ή νεκρό. Ο αριθμός που είχε κιόλας περάσει το Ποτάμι δεν μπορούσε να υπολογιστεί στο σκοτάδι, αλλά όταν το πρωί, ή μάλλον η θαμπή σκιά του, ξεγλίστρησε πάνω στον κάμπο, είδαν πως ακόμα κι ο φόβος της νύχτας δεν τους είχε υπερβάλει. Ο κάμπος μαύριζε από τους λόχους τους και ως εκεί που έφτανε με δυσκολία το μάτι στη θολούρα ξεφύτρωναν, σαν δηλητηριώδη μανιτάρια, παντού ολόγυρα στην πολιορκημένη πόλη στρατόπεδα με αντίσκηνα, μαύρα ή σκούρα κόκκινα.

Ορκ πολυάσχολοι σαν μυρμήγκια έσκαβαν, έσκαβαν μακριά χαρακώματα σχηματίζοντας έναν τεράστιο κλοιό, ακριβώς στο σημείο που δεν τους έφταναν βέλη από τα τείχη· και μόλις τελείωνε το κάθε χαράκωμα το γέμιζαν φωτιά, αν και το πώς την άναβαν ή την τροφοδοτούσαν, από κάποιο τέχνασμα ή διαβολιά, κανείς δεν μπορούσε να δει. Όλη την ημέρα το έργο συνεχιζόταν, ενώ οι άνθρωποι της Μίνας Τίριθ παρακολουθούσαν, ανίκανοι να το εμποδίσουν. Και καθώς κάθε χαντάκι τελείωνε, μπορούσαν να δουν μεγάλα κάρα να πλησιάζουν και σύντομα κι άλλοι λόχοι του εχθρού έστηναν στο άψε σβήσε, ο καθένας πίσω απ’ το προκάλυμμα κάποιου χαρακώματος, μεγάλες μηχανές για να εκσφενδονίζουν βλήματα. Και δεν υπήρχαν καθόλου πάνω στα τείχη της Πόλης μηχανές αρκετά μεγάλες, που να φτάνουν τόσο μακριά ή να μπορούν να σταματήσουν τα έργα.

Στην αρχή οι άντρες γελούσαν και δεν πολυφοβόντουσαν τέτοια πράγματα. Γιατί το κυρίως τείχος της Πόλης είχε τεράστιο ύψος και θαυμαστό πάχος, κατασκευασμένο πριν η δύναμη και η τέχνη του Νούμενορ μικρύνει στην εξορία· και η εξωτερική του όψη ήταν σαν τον Πύργο του Όρθανκ, σκληρή και σκοτεινή και λεία, ακατάβλητη από ατσάλι ή φωτιά, άθραυστη, εκτός κι από κάποια σύσπαση που θα έσκιζε την ίδια τη γη που ήταν θεμελιωμένο.

«Όχι, έλεγαν, ούτε κι αν ερχόταν ο ίδιος ο Ακατανόμαστος, ούτε κι αυτός δε θα μπορούσε να μπει εδώ, όσο που εμείς ακόμα ζούμε.» Μερικοί όμως απαντούσαν: «Όσο εμείς ακόμα ζούμε; Για πόσο ακόμα;» Έχει ένα όπλο που έχει ρίξει πολλά ισχυρά οχυρά απ’ την αρχή του κόσμου: την πείνα. Οι δρόμοι είναι αποκομμένοι. Το Ρόαν δε θα έρθει.

Αλλά οι μηχανές δε χαράμιζαν βολές στο απόρθητο τείχος, Δεν ήταν ληστής ή αρχηγίσκος ορκ αυτός που είχε διατάξει την επίθεση στο μεγαλύτερο εχθρό του Άρχοντα της Μόρντορ. Την καθοδηγούσε μια δύναμη κι ένας νους πονηρός. Μόλις οι τεράστιοι καταπέλτες στήθηκαν, με πολλές κραυγές και τριξίματα σκοινιών και βιντσιών, άρχισαν να ρίχνουν βλήματα τόσο ψηλό., που περνούσαν πάνω από τις επάλξεις κι έπεφταν μ’ ένα βρόντο μέσα στον πρώτο κύκλο της Πόλης· και πολλά απ’ αυτά με κάποια μυστική τέχνη έσκαγαν όλο φλόγες μόλις έπεφταν κάτω.

Πολύ γρήγορα υπήρχε μεγάλος κίνδυνος πυρκαγιάς πίσω από το τείχος και όλοι, όσοι μπορούσαν, ήταν απασχολημένοι να σβήνουν τις φλόγες που ξεπηδούσαν σε πολλά σημεία. Τότε ανάμεσα στις μεγαλύτερες βολές έπεσε διαφορετικό χαλάζι, λιγότερο καταστρεπτικό, αλλά πια φοβερό. Παντού στους δρόμους και στα δρομάκια πίσω από την Πύλη κυλούσαν χάμω μικρά στρογγυλά βλήματα, που δεν έκαιγαν. Αλλά όταν οι άντρες έτρεξαν να δουν τι είναι, έβαλαν δυνατές φωνές και κλάματα. Γιατί οι εχθροί έριχναν στην Πόλη όλα τα κεφάλια όσων είχαν πέσει πολεμώντας στην Οσγκίλιαθ ή στο Ράμας ή στα χωράφια. Είχαν όψη φοβερή· γιατί αν και μερικά ήταν λιωμένα και αγνώριστα και μερικά άγρια κρεουργημένα, όμως πολλά είχαν χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμα και έδειχναν πως είχαν πεθάνει υποφέροντας· και όλα ήταν μαρκαρισμένα με το βρομερό σημάδι του Αβλέφαρου Ματιού. Αλλά κι έτσι κατακρεουργημένα κι ατιμασμένα, όπως ήταν, συχνά τύχαινε κάποιος και ξανάβλεπε το πρόσωπο κάποιου που ήξερε, που περπατούσε περήφανα αρματωμένος ή όργωνε τα χωράφια ή πήγαινε για κάποια γιορτή από τις πράσινες κοιλάδες στους λόφους.

Μάταια οι άντρες κουνούσαν τις γροθιές τους στους ανελέητους εχθρούς που συνωστίζονταν μπροστά στην Πύλη. Τις κατάρες δεν τις λογάριαζαν, ούτε καταλάβαιναν τη γλώσσα των δυτικών ανθρώπων, ξεφωνίζοντας με στριγκές φωνές σαν ζώα και όρνεα. Αλλά σε λίγο ελάχιστοι έμειναν στη Μίνας Τίριθ που είχαν καρδιά να σταθούν και να προκαλέσουν τις στρατιές της Μόρντορ. Γιατί ακόμα κι ένα άλλο όπλο, ταχύτερο από την πείνα, είχε ο Άρχοντας του Μαύρου Πύργου: το φόβο και την απελπισία.

Οι Νάζγκουλ ήρθαν πάλι και, όπως ο Σκοτεινός τους Άρχοντας τώρα μεγάλωνε και άπλωνε τη δύναμή του, έτσι και οι φωνές τους, που φανέρωναν μόνο τη θέλησή του και την κακία του, ήταν γεμάτες κακία και φρίκη. Συνεχώς έκαναν κύκλους γύρω από την Πόλη, σαν όρνεα που περιμένουν να χορτάσουν από τις σάρκες των καταδικασμένων ανθρώπων. Πετούσαν εκτός βολής, αόρατοι και όμως πάντα παρόντες, και οι θανατερές φωνές τους ξέσκιζαν τον αέρα. Όλο και περισσότερο ανυπόφορες γίνονταν, όχι λιγότερο, με κάθε καινούρια κραυγή. Τέλος, ακόμα κι οι πιο λεοντόκαρδοι έπεφταν καταγής, καθώς η κρυμμένη απειλή περνούσε από πάνω τους, ή θα στέκονταν, αφήνοντας τα όπλα τους να πέσουν από μουδιασμένα χέρια, ενώ κυρίευε το νου τους μια μαυρίλα και έπαυαν να σκέπτονται τον πόλεμο, αλλά σκέπτονταν μονάχα να συρθούν και να κρυφτούν και να πεθάνουν.

Όλη αυτή τη μαύρη μέρα ο Φαραμίρ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του στο δωμάτιο του Λευκού Πύργου, ψηνόταν στον πυρετό και παραληρούσε· «πεθαίνει» είπε κάποιος και σε λίγο «πεθαίνει» έλεγαν όλοι οι άντρες πάνω στα τείχη και στους δρόμους. Και στο πλευρό του καθόταν ο πατέρας του και δεν έλεγε τίποτα, μόνο τον παρακολουθούσε και δεν έδινε σημασία πια στην άμυνα.

Ο Πίπιν δεν είχε ξαναπεράσει πιο μαύρες ώρες, ούτε και στα νύχια των Ουρούκ-χάι. Ήταν στα καθήκοντά του να υπηρετεί τον Άρχοντα, κι εκεί περίμενε, ξεχασμένος κατά τα φαινόμενα, στημένος πλάι στην πόρτα του σκοτεινού δωματίου, καταπνίγοντας τους φόβους του, όσο πιο καλά μπορούσε. Και καθώς παρακολουθούσε, του φάνηκε πως ο Ντένεθορ γέρασε μπροστά στα μάτια του, λες και κάτι να είχε σπάσει στην περήφανη θέλησή του και ο αυστηρός νους του να είχε σαλέψει. Ίσως να ήταν δημιούργημα της λύπης του και τύψεις. Είδε δάκρυα σ’ εκείνο το κάποτε αδάκρυτο πρόσωπο, πιο οδυνηρά από θυμό.

– Μην κλαις, άρχοντα, κόμπιασε. Μπορεί να γίνει καλά. Ρώτησες τον Γκάνταλφ;

– Μη με παρηγορείς με μάγους! είπε ο Ντένεθορ. Η τρελή ελπίδα απέτυχε. Ο Εχθρός το βρήκε και τώρα η δύναμή του αυξάνεται· Βλέπει και τις ενδόμυχες σκέψεις μας κι ό,τι κι αν κάνουμε είναι ολέθριο.

»Έδιωξα το γιο μου, δίχως ευχαριστώ, δίχως την ευλογία μου, σε περιττό κίνδυνο κι εδώ κείται με δηλητήριο στις φλέβες του. Όχι, όχι, ό,τι κι αν γίνει τώρα στον πόλεμο, και η δική μου γενιά τελειώνει, ακόμα και ο Οίκος των Επιτρόπων απέτυχε. Ποταποί άνθρωποι θα κυβερνήσουν τα τελευταία υπολείμματα των Βασιλέων των Ανθρώπων, που θα κρύβονται στα βουνά ώσπου να τους ξεκάνουν όλους.

Ήρθαν άντρες στην πόρτα ζητώντας τον Άρχοντα της Πόλεως.

– Όχι, δε θα κατέβω, είπε. Πρέπει να μείνω πλάι στο γιο μου. Μπορεί να μιλήσει ακόμα πριν το τέλος. Αλλά κι αυτό πλησιάζει. Ακολουθήστε όποιον θέλετε, ακόμα και τον Γκρίζο Τρελό, αν κι ελπίδες του χάθηκαν. Εγώ θα μείνω εδώ.

Κι έτσι έγινε κι ο Γκάνταλφ ανέλαβε την τελευταία άμυνα της Πόλεως της Γκόντορ. Όπου πήγαινε οι καρδιές των ανθρώπων αναθαρρούσαν και ξεχνούσαν τις φτερωτές σκιές. Ακούραστα πήγαινε από το Κάστρο στην Πύλη, απ’ το βοριά στο νότο, παντού στα τείχη· και μαζί του πήγαινε ο Πρίγκιπας του Ντολ Άμροθ με τη γυαλιστερή πανοπλία του. Γιατί αυτός και οι ιππότες του ακόμα στέκονταν σαν άρχοντες, που μέσα τους το αίμα της φυλής του Νούμενορ έτρεχε καθαρό στις φλέβες τους. Οι άντρες που τους έβλεπαν ψιθύριζαν λέγοντας: «Οι αρχαίες παραδόσεις μάλλον μιλούν αληθινά· υπάρχει αίμα Ξωτικό στις φλέβες τούτων των ανθρώπων, γιατί ο λαός της Νίμροντελ έμενε σ’ εκείνον τον τόπο κάποτε πολύ παλιά». Και τότε κάποιος θα τραγουδούσε μες στη σκοτεινιά μερικές στροφές απ’ το Έπος της Νίμροντελ, ή άλλα τραγούδια της Κοιλάδας του Άντουιν από χρόνια χαμένα.

Κι όμως – όταν έφευγαν, οι σκιές πλάκωναν πάλι τους άντρες και οι καρδιές τους πάγωναν και η αντρειοσύνη της Γκόντορ γινόταν στάχτη. Κι έτσι αργά αργά πέρασαν μια θαμπή μέρα γεμάτη φόβους και μπήκαν στο σκοτάδι μιας απελπισμένης νύχτας. Πυρκαγιές τώρα λυσσομανούσαν χωρίς έλεγχο στον πρώτο κύκλο της Πόλης και η φρουρά πάνω στο εξωτερικό τείχος ήταν κιόλας σε πολλά σημεία αποκομμένη από κάθε υποχώρηση. Αλλά οι πιστοί που έμεναν εκεί στα πόστα τους ήταν λιγοστοί· οι περισσότεροι το είχαν σκάσει πίσω από τη δεύτερη πύλη.

Μακριά, πίσω από τη μάχη, είχαν γρήγορα γεφυρώσει τον Ποταμό και ολόκληρη την ημέρα περισσότερες δυνάμεις και πολεμικός εξοπλισμός είχαν περάσει απέναντι. Και τώρα, τέλος, τα μεσάνυχτα εξαπολύθηκε η επίθεση, Η εμπροσθοφυλακή πέρασε μέσα από τα φλεγόμενα χαρακώματα από πολλά πλάγια μονοπάτια που είχαν αφήσει ανάμεσά τους. Συνεχώς προχωρούσαν, αδιαφορώντας για τις απώλειές τους καθώς πλησίαζαν, εξακολουθώντας να είναι μαζεμένοι σαν κοπάδια, εντός βολής των τοξοτών στα τείχη. Αλλά στην πραγματικότητα είχαν απομείνει πάρα πολύ λίγοι τώρα για να τους προξενήσουν μεγάλη ζημιά, αν και το φως από τις φωτιές έδειχνε πολλούς στόχους για τοξότες τόσο επιδέξιους, όσο η Γκόντορ κάποτε καυχιόταν πως είχε. Τότε βλέποντας πως η ανδρεία της Πόλης είχε κιόλας καμφθεί, ο κρυμμένος Καπετάνιος ανέπτυξε τις δυνάμεις του. Αργά οι μεγάλοι εκπολιορκητικοί πύργοι, που είχαν κατασκευαστεί στην Οσγκίλιαθ, πλησίασαν κυλώντας στο σκοτάδι.

Αγγελιαφόροι ήρθαν ξανά στο δωμάτιο του Λευκού Πύργου και ο Πίπιν τους άφησε να περάσουν, γιατί είχαν πολλά επείγοντα μηνύματα. Ο Ντένεθορ γύρισε το κεφάλι του αργά απ’ το πρόσωπο του Φαραμίρ και τους κοίταξε σιωπηλά.

– Ο πρώτος κύκλος της Πόλης καίγεται, άρχοντα, είπαν. Ποιες είναι οι διαταγές σου; Εσύ είσαι ακόμα ο Άρχοντας κι ο Επίτροπος. Δεν υπακούουν όλοι στο Μιθραντίρ. Οι άντρες το βάζουν στα πόδια από τα τείχη και τα αφήνουν ανυπεράσπιστα.

– Γιατί; Γιατί το βάζουν στα πόδια οι ανόητοι; είπε ο Ντένεθορ. Καλύτερα να καούμε γρηγορότερα παρά αργότερα, γιατί θα καούμε έτσι κι αλλιώς. Γυρίστε πίσω στη φωτιά σας! Κι εγώ; Εγώ τώρα θα πάω στην πυρά μου. Στην πυρά μου! Όχι μαυσωλείο για τον Ντένεθορ και το Φαραμίρ. Όχι μνημείο! Όχι ο μακρύς αργός ύπνος του βαλσαμωμένου θανάτου. Θα καούμε σαν τους βαρβάρους βασιλιάδες τότε, που δεν είχε ακόμα φτάσει πλοίο από τη Δύση. Η Δύση έχει ξοφλήσει. Γυρίστε πίσω να καείτε!

Οι αγγελιαφόροι χωρίς υπόκλιση ή απάντηση γύρισαν και το ’βαλαν στα πόδια,

– Έχε γεια! είπε. Έχε γεια, Πέρεγκριν γιε του Πάλαντιν! Ήταν σύντομη η υπηρεσία σου και τώρα πλησιάζει στο τέλος. Σε απαλλάσσω γι’ αυτό το λίγο που απομένει. Πήγαινε τώρα να πεθάνεις μ’ όποιον τρόπο σου αρέσει καλύτερα. Και με όποιον θέλεις, ακόμα και μ’ εκείνον το φίλο που η ανοησία του σε έφερε σ’ αυτόν το θάνατο. Στείλε μου τους υπηρέτες μου και ύστερα φύγε. Έχε γεια!

– Εγώ δε θα πω έχε γεια, άρχοντά μου, είπε ο Πίπιν γονατίζοντας, και ύστερα ξαφνικά σαν χόμπιτ γι’ άλλη μια φορά, σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε το γέροντα κατάματα: Θα πάρω την άδεια που μου δίνεις, κύριε, είπε· γιατί θέλω να δω τον Γκάνταλφ, πάρα πολύ μάλιστα. Αλλά δεν είναι ανόητος· κι εγώ δε θα σκεφτώ να πεθάνω, αν εκείνος δεν απελπιστεί πως θα ζήσουμε. Αλλά από το λόγο που σου έδωσα και την υπηρεσία σου δε θέλω να με απαλλάξεις όσο ζεις. Και αν έρθουν τέλος στο Κάστρο, ελπίζω να είμαι εδώ και να σταθώ πλάι σου και να κερδίσω ίσως τα όπλα που μου έχεις δώσει.

– Κάνε όπως θέλεις, μαστρο-Ανθρωπάκι, είπε ο Ντένεθορ. Αλλά η ζωή μου είναι κομμάτια. Στείλε μου τους υπηρέτες μου! Ξαναγύρισε στο Φαραμίρ.

Ο Πίπιν τον άφησε και φώναξε τους υπηρέτες και ήρθαν: έξι άντρες παλατιανοί, δυνατοί κι ωραίοι· όμως έτρεμαν όταν τους κάλεσε. Αλλά με ήρεμη φωνή ο Ντένεθορ τους είπε να βάλουν ζεστά σκεπάσματα στο κρεβάτι του Φαραμίρ και να το σηκώσουν. Αυτοί υπάκουσαν και σηκώνοντας το κρεβάτι το έβγαλαν από το δωμάτιο. Προχωρούσαν αργά για να ενοχλούν τον άντρα με τον πυρετό όσο λιγότερο ήταν δυνατό και ο Ντένεθορ, γέρνοντας τώρα σε ένα μπαστούνι, τους ακολουθούσε· και τελευταίος ερχόταν ο Πίπιν.

Βγήκαν από το Λευκό Πύργο και προχώρησαν, λες σε κηδεία, έξω στο σκοτάδι, όπου το σύννεφο που κρεμόταν πάνω απ’ τα κεφάλια τους άναβε από κάτω με αναλαμπές κόκκινες μουντές. Σιγά πέρασαν τη μεγάλη αυλή και σ’ ένα λόγο του Ντένεθορ σταμάτησαν πλάι στο Ξεραμένο Δέντρο.

Όλα ήταν σιωπηλά, εκτός απ’ τον αχό του πολέμου στην Πόλη κάτω, και άκουγαν το νερό να σταλάζει λυπητερά από τα νεκρά κλαδιά στη σκοτεινή λιμνούλα. Ύστερα πέρασαν την πύλη του Κάστρου, όπου ο φρουρός τους κοίταζε με απορία κι απελπισία καθώς προσπέρασαν. Στρίβοντας δυτικά έφτασαν τέλος σε μία πόρτα στο πίσω μέρος του τείχους του έκτου κύκλου. Φεν Χόλεν την έλεγαν, γιατί ήταν πάντα κλειστή, εκτός όταν γίνονταν κηδείες, και μόνο ο Άρχοντας της Πόλεως επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει αυτόν το δρόμο, ή εκείνοι που είχαν τα διάσημα των τάφων και φρόντιζαν τους οίκους των νεκρών. Πίσω της πήγαινε ένας ελικωτός δρόμος που κατέβαινε με πολλές στροφές σ’ ένα στενό κομμάτι γης, κάτω από τη σκιά του κατακόρυφου γκρεμού του Μιντολούιν, όπου στέκονταν τα μαυσωλεία των νεκρών Βασιλέων και των Επιτρόπων τους.

Ένας θυρωρός καθόταν σ’ ένα μικρό σπιτάκι δίπλα και με φόβο στα μάτια βγήκε κρατώντας ένα φανάρι στο χέρι. Στη διαταγή του Άρχοντα ξεκλείδωσε την πόρτα κι αυτή άνοιξε προς τα πίσω αθόρυβα· κι αυτοί πέρασαν παίρνοντας το φανάρι από το χέρι του. Ήταν σκοτεινά στον κατηφορικό δρόμο που περνούσε ανάμεσα από αρχαία τείχη και σειρές κάγκελα που ξεπετάγονταν στο λικνιστό φως του φαναριού. Το αργό τους βήμα αντηχούσε καθώς κατηφόριζαν όλο και πιο κάτω, ώσπου τέλος έφτασαν στην Οδό της Σιωπής, στη Ραθ Ντίνεν, ανάμεσα στους χλωμούς τρούλους και στα άδεια παλάτια και στα ομοιώματα αντρών από καιρούς νεκρών και μπήκαν στον Οίκο των Επιτρόπων κι ακούμπησαν κάτω το φορτίο τους.

Εκεί ο Πίπιν, κοιτάζοντας ανήσυχα γύρω του, είδε πως βρισκόταν σε έναν ευρύχωρο θάλαμο με τρούλο, που ήταν ντυμένος λες με τις μεγάλες σκιές που το μικρό φανάρι έριχνε στους κρυμμένους τοίχους. Και αμυδρά διακρίνονταν πολλές σειρές τραπέζια, μαρμαροσκάλιστα· και πάνω σε κάθε τραπέζι κειτόταν μια κοιμισμένη μορφή, με τα χέρια διπλωμένα, και το κεφάλι σε μαρμάρινο προσκέφαλο. Αλλά ένα τραπέζι κοντά στεκόταν φαρδύ και γυμνό. Πάνω του, σ’ ένα νεύμα του Ντένεθορ, έβαλαν το Φαραμίρ και τον πατέρα του πλάι πλάι και τους σκέπασαν με ένα κάλυμμα και ύστερα στάθηκαν με σκυμμένα τα κεφάλια, όπως αυτοί που πενθούν πλάι σ’ ένα νεκροκρέβατο. Ύστερα ο Ντένεθορ μίλησε με χαμηλή φωνή:

~ Εδώ θα περιμένουμε, είπε. Αλλά μη φωνάξετε τους βαλσαμωτές. Φέρτε μας ξύλα εύκολα να καούν και βάλτε τα ολόγυρά μας και από κάτω· και βρέξτε τα με πετρέλαιο. Κι όταν σας πω, θα βάλετε φωτιά. Κάνετε αυτό και μη μου μιλάτε άλλο. Έχετε γεια!

– Με την άδειά σου, άρχοντα! είπε ο Πίπιν και γύρισε και το ’βαλε στα πόδια κατατρομαγμένος από το νεκρικό οίκο.

«Καημένε Φαραμίρ!» συλλογίστηκε. «Πρέπει να βρω τον Γκάνταλφ. Καημένε Φαραμίρ. Κατά πάσα πιθανότητα χρειάζεται περισσότερο φάρμακα παρά δάκρυα. Αχ, πού μπορώ να βρω τον Γκάνταλφ; Όπου τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, φαντάζομαι· και δε θα έχει καιρό να διαθέσει για ετοιμοθάνατους ή για τρελούς.»

Στην πόρτα στράφηκε σ’ έναν από τους υπηρέτες που είχε μείνει φρουρός εκεί.

– Ο κύριός σου δεν είναι στα καλά του, είπε. Αργά αργά! Μη φέρετε φωτιά σ’ αυτό το μέρος όσο ζει ο Φαραμίρ! Μην κάνετε τίποτα, ώσπου να έρθει ο Γκάνταλφ!

– Ποιος είναι ο αφέντης της Μίνας Τίριθ; απάντησε ο άντρας. Ο Άρχοντας Ντένεθορ ή ο Γκρίζος Ταξιδευτής;

– Ο Γκρίζος Ταξιδευτής ή κανείς, κατά τα φαινόμενα, είπε ο Πίπιν, κι έτρεξε πίσω ανηφορίζοντας το στριφογυριστό δρόμο όσο πιο γρήγορα τον πήγαιναν τα πόδια του.

Πέρασε τον έκπληκτο θυρωρό, βγήκε από την πόρτα και συνέχισε, ώσπου έφτασε στην πύλη του Κάστρου. Ο φρουρός τον χαιρέτησε καθώς περνούσε και αναγνώρισε τη φωνή του Μπέρεγκοντ.

– Για πού πας τρέχοντας, κύριε Πέρεγκριν; φώναξε.

– Να βρω το Μιθραντίρ, απάντησε ο Πίπιν.

– Τα θελήματα του άρχοντα είναι επείγοντα και δεν πρέπει να καθυστερούνται από μένα, είπε ο Μπέρεγκοντ· αλλά πες μου γρήγορα, αν μπορείς: τι τρέχει; Πού πήγε ο Άρχοντάς μου; Μόλις τώρα ανέλαβα υπηρεσία, αλλά άκουσα πως πέρασε κατά την Κλεισμένη Πόρτα και άντρες μετέφεραν το Φαραμίρ μπροστά του.

– Ναι, είπε ο Πίπιν, στην Οδό της Σιωπής.

Ο Μπέρεγκοντ έσκυψε το κεφάλι του για να κρύψει τα δάκρυά του.

– Είπαν πως ξεψυχούσε, αναστέναξε, και τώρα πέθανε.

– Όχι, είπε ο Πίπιν, όχι ακόμα. Και ακόμα και τώρα μπορούμε να εμποδίσουμε το θάνατο του, νομίζω. Αλλά ο Άρχοντας της Πόλεως, Μπέρεγκοντ, έχει πέσει πριν πάρουν την πόλη. Τον έχει κυριέψει επιθυμία θανάτου και είναι επικίνδυνος. (Γρήγορα του είπε τα παράξενα λόγια και έργα του Ντένεθορ.) Πρέπει να βρω τον Γκάνταλφ αμέσως.

– Τότε πρέπει να πας κάτω στη μάχη.

– Ξέρω. Ο Άρχοντας μου έχει δώσει άδεια. Αλλά, Μπέρεγκοντ, αν μπορείς, κάνε κάτι να μην αφήσεις να γίνει τίποτα τρομερό.

– Ο Άρχοντας δεν επιτρέπει αυτούς που φορούν τα ασημομαύρα να αφήνουν το πόστο τους για κανένα λόγο, εκτός από δική του διαταγή.

– Λοιπόν, πρέπει να διαλέξεις ή τις διαταγές ή τη ζωή του Φαραμίρ, είπε ο Πίπιν. Κι όσο για τους άλλους, νομίζω πως έχετε να κάνετε μ’ έναν τρελό, όχι άρχοντα. Πρέπει να τρέξω. Αν μπορέσω, θα επιστρέψω.

Συνέχισε να τρέχει, κάτω, όλο και πιο κάτω, κατά την εξωτερική πόλη. Άντρες που έτρεχαν, φεύγοντας απ’ τις φωτιές, τον περνούσαν και μερικοί, βλέποντας τη στολή του, γύριζαν και του φώναζαν, αλλά δεν έδινε σημασία. Τέλος, πέρασε τη Δεύτερη Πύλη, που πίσω της τεράστιες φωτιές πετάγονταν ανάμεσα στα τείχη. Κι όμως όλα του φάνηκαν παράξενα σιωπηλά. Κανένας θόρυβος ούτε κραυγές μάχης ούτε κλαγγή όπλων δεν ακουγόταν. Τότε ξαφνικά ακούστηκε μια τρομερή κραυγή και μια μεγάλη δόνηση και ένα βαθύ αντιβούισμα. Πιέζοντας τον εαυτό του ενάντια σ’ ένα ρεύμα φόβου και τρόμου, που τον συγκλόνισε και παραλίγο να τον ρίξει στα γόνατα, ο Πίπιν έστριψε μια γωνία που έβγαζε σε ένα πλάτωμα πίσω από την Πύλη της Πόλεως. Κοκάλωσε. Είχε βρει τον Γκάνταλφ· αλλά μαζεύτηκε πίσω, ζαρώνοντας στη σκιά.

Από τα μεσάνυχτα η μεγάλη επίθεση εξακολουθούσε. Τα τύμπανα χτυπούσαν. Από τα βορινά και τα νότια, ο ένας λόχος ύστερα από τον άλλο, ο εχθρός έπεφτε στα τείχη. Έρχονταν μεγάλα ζώα, σαν κινούμενα σπίτια στο κόκκινο τρεμουλιαστό φως, οι mûmakil του Χαράντ, τραβώντας από τα δρομάκια ανάμεσα από τις φωτιές τεράστιους πύργους και μηχανές. Όμως ο Καπετάνιος τους δε νοιαζόταν και πολύ για το τι έκαναν ή πόσοι χάνονταν: ο σκοπός τους ήταν μόνο να δοκιμάσουν τη δύναμη της άμυνας και να απασχολούν τους άντρες της Γκόντορ σε πολλά σημεία. Ήταν ενάντια στην Πύλη που θα έριχνε το μεγαλύτερό του βάρος. Μπορεί να ήταν πολύ ισχυρή, από ατσάλι και σίδερο, όμως ήταν το κλειδί, το πιο αδύνατο σημείο σε όλο αυτό το ψηλό και αδιαπέραστο τείχος.

Τα τύμπανα χτύπησαν δυνατότερα. Φωτιές ξεπετάχτηκαν. Μεγάλες μηχανές προχωρούσαν αργά στα χωράφια· και ανάμεσά τους ήταν ένας τεράστιος εκπολιορκητικός κριός, μεγάλος σαν δέντρο του δάσους, εκατό πόδια μήκος, αιωρούμενος σε τεράστιες αλυσίδες. Για πολύν καιρό τον σφυρηλατούσαν στα σκοτεινά σιδηρουργεία της Μόρντορ, και στο φοβερό του κεφάλι, χυμένο από μαύρο ατσάλι, είχε δοθεί η όψη μαινόμενου λύκου· πάνω του ήταν γραμμένα μάγια καταστροφής. Τον έλεγαν Γκροντ, σε ανάμνηση του Σφυριού του Κάτω Κόσμου παλιά. Τεράστια ζώα τον έσερναν, ορκ τον περιέβαλλαν και πίσω του βάδιζαν γίγαντες των βουνών για να τον χειριστούν.

Αλλά γύρω στην Πύλη η αντίσταση ήταν ακόμα σθεναρή, κι εκεί οι ιππότες του Ντολ Άμροθ και οι πιο γενναίοι της φρουράς βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Βλήματα και βέλη έπεφταν βροχή· πολιορκητικοί πύργοι έσπαζαν ή φλέγονταν ξαφνικά σαν δαδιά. Παντού μπροστά στα τείχη και από τις δύο πλευρές της Πύλης η γη ήταν πνιγμένη με χαλάσματα και με τα κορμιά των σκοτωμένων κι όμως εξακολουθούσαν σαν τρελοί όλο και περισσότεροι να ορμούν.

Ο Γκροντ προχωρούσε. Φωτιά δεν έπιανε το κάλυμμά του· και μόλο που πότε πότε κάποιο μεγάλο ζώο απ’ αυτά που τον τραβούσαν αφηνίαζε και προξενούσε μεγάλες καταστροφές, ποδοπατώντας τους αμέτρητους ορκ που τον φύλαγαν, παραμέριζαν τα πτώματά τους από το δρόμο του και άλλοι έπαιρναν τη θέση τους.

Ο Γκροντ προχωρούσε. Τα τύμπανα χτυπούσαν ξέφρενα. Πάνω απ’ τους σωρούς των σκοτωμένων μια φοβερή μορφή παρουσιάστηκε: ένας καβαλάρης, ψηλός, κουκουλωμένος, τυλιγμένος με μαύρο μανδύα. Αργά, ποδοπατώντας αυτούς που είχαν πέσει, προχωρούσε, χωρίς να δίνει σημασία στα βέλη. Σταμάτησε και σήκωσε ψηλά μια μακριά χλωμή σπάθα. Και καθώς το έκανε αυτό, ένας μεγάλος φόβος τους κυρίεψε όλους, αμυνόμενους και επιτιθέμενους το ίδιο· και τα χέρια των αντρών έπεσαν κάτω και κανένα τόξο δεν τραγουδούσε. Για μια στιγμή όλα ήταν ακίνητα.

Τα τύμπανα ηχούσαν και βροντούσαν. Με τεράστια ορμή ο Γκροντ εκσφενδονίστηκε μπροστά από τεράστια χέρια. Έφτασε την Πύλη. Αιωρήθηκε. Ένα βαθύ βουητό συντάραξε την Πόλη σαν βροντή που τρέχει στα σύννεφα. Αλλά οι σιδερένιες πόρτες και οι ατσάλινες παραστάδες άντεξαν το χτύπημα.

Τότε ο Μαύρος Καπετάνιος σηκώθηκε στους αναβατήρες του και φώναξε δυνατά με φωνή τρομερή, μιλώντας σε κάποια ξεχασμένη γλώσσα λόγια δύναμης και τρόμου που έσκιζαν και καρδιές και πέτρες.

Τρεις φορές φώναξε. Τρεις φορές ο τεράστιος κριός βούιξε. Και ξαφνικά στο τελευταίο χτύπημα η Πύλη της Γκόντορ έσπασε. Λες και είχε χτυπηθεί από κάποια συντριπτικά μάγια σκίστηκε: ένα εκτυφλωτικό φως άστραψε και οι πόρτες σωριάστηκαν κομμάτια στη γη.

Μέσα προχώρησε ο Άρχοντας των Νάζγκουλ. Μια θεόρατη μαύρη μορφή στο φως από τις φωτιές πίσω υψώθηκε, μεγαλωμένη σε τεράστια απελπιστική απειλή. Μέσα προχώρησε ο Άρχοντας των Νάζγκουλ, κάτω από την αψίδα που κανένας εχθρός δεν είχε ακόμα περάσει κι όλοι τράπηκαν σε φυγή μπροστά του.

Όλοι, εκτός από έναν. Εκεί περιμένοντας, σιωπηλός και ακίνητος στο πλάτωμα μπροστά στην Πύλη, καθόταν ο Γκάνταλφ πάνω στον Ίσκιο: τον Ίσκιο που μόνος αυτός από τα ελεύθερα άλογα της γης άντεξε τον τρόμο, ακίνητος, σταθερός σαν άγαλμα της Ραθ Ντίνεν.

– Δεν μπορείς να μπεις εδώ, είπε ο Γκάνταλφ και η θεόρατη σκιά σταμάτησε. Πήγαινε πίσω στην άθυσσο που είναι ετοιμασμένη για σένα! Πήγαινε πίσω! Πέσε στην ανυπαρξία που περιμένει εσένα και τον Κύριό σου. Πήγαινε!

Ο Μαύρος Καβαλάρης έριξε πίσω την κουκούλα του και να! φορούσε βασιλική κορόνα· όμως δεν ακουμπούσε σε ορατό κεφάλι. Οι κόκκινες φωτιές έλαμπαν ανάμεσα σ’ αυτήν και στους τεράστιους μαύρους ώμους που κάλυπτε ο μανδύας. Από ένα αόρατο στόμα βγήκε ένα θανατερό γέλιο.

– Γερο-ανόητε! είπε. Γερο-ανόητε! Αυτή είναι η ώρα μου. Δε γνωρίζεις το Θάνατο, όταν τον βλέπεις; Πέθανε τώρα και βρίζε μάταια!

Και μ’ αυτό σήκωσε ψηλά το σπαθί του και φλόγες κύλησαν στη λάμα.

Ο Γκάνταλφ δεν κουνήθηκε. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πίσω μακριά σε κάποια αυλή της Πόλης, λάλησε ένας κόκορας. Λάλησε διαπεραστικά και καθαρά, μην υπολογίζοντας μάγια ή πόλεμο, καλωσορίζοντας μόνο το πρωινό, που, στον ουρανό ψηλότερα από τους ίσκιους του θανάτου, ερχόταν με την αυγή.

Και σαν απάντηση ήρθε από μακριά μια άλλη νότα. Βούκινα, βούκινα, βούκινα. Αντηχούσαν αχνά στις πλαγιές του σκοτεινού Μιντολούιν. Τα μεγάλα βούκινα του Βορρά σάλπιζαν. Το Ρόαν είχε επιτέλους έρθει.

V Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΡΟΧΙΡΙΜ

Ήταν σκοτάδι και ο Μέρι δεν μπορούσε τίποτα να δει, καθώς ήταν ξαπλωμένος καταγής, τυλιγμένος σε μια κουβέρτα· όμως μόλο που η νύχτα ήταν πνιγηρή και δε φυσούσε καθόλου, παντού ολόγυρά του κρυμμένα δέντρα αναστέναζαν σιγανά. Ανασήκωσε το κεφάλι του. Τότε το ξανάκουσε: έναν ήχο σαν ξέψυχισμένα τύμπανα στους δασωμένους λόφους και στους πρόποδες των βουνών. Ο χτύπος σταματούσε απότομα κι ύστερα άρχιζε ξανά σε κάποιο άλλο σημείο, τώρα κοντύτερα, τώρα μακρύτερα. Αναρωτήθηκε αν τον είχαν ακούσει οι σκοποί.

Δεν μπορούσε να τους δει, αλλά ήξερε πως παντού ολόγυρά του ήταν οι λόχοι των Ροχίριμ. Μπορούσε να μυρίσει τα άλογα στα σκοτεινά και μπορούσε να ακούσει τα κουνήματά τους και το σιγανό χτύπημα των ποδιών τους στο στρωμένο με πευκοβελόνες χώμα. Ο στρατός ήταν πρόχειρα στρατοπεδευμένος στα πευκοδάση που ήταν μαζεμένα γύρω από τη Συνθηματική Φωτιά του Έιλεναχ, έναν ψηλό λόφο που ξεπεταγόταν από τις ράχες του Δάσους Ντρούανταν που απλωνόταν πλάι από το μεγάλο δρόμο στο Ανατολικό Ανόριεν.

Παρ’ όλο που ήταν κουρασμένος ο Μέρι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Είχε τέσσερις ολόκληρες μέρες τώρα που ταξίδευε, και η σκοτεινιά, που όλο βάθαινε, είχε σιγά σιγά βαρύνει την καρδιά του. Αρχισε ν’αναρωτιέται γιατί είχε τόση όρεξη να έρθει, ενώ του είχαν δώσει κάθε δικαιολογία, ακόμα και τη διαταγή του άρχοντά του να μείνει. Αναρωτήθηκε, επίσης, αν ο γερο-βασιλιάς ήξερε πως τον είχε παρακούσει και ήταν θυμωμένος. Μπορεί κι όχι. Υπήρχε κατά τα φαινόμενα κάποια συνεννόηση ανάμεσα στον Ντέρνχελμ και στον Έλφχελμ, το στρατάρχη που διοικούσε την éored που ακολουθούσαν. Αυτός και όλοι οι άντρες του αγνοούσαν το Μέρι και έκαναν πως δεν άκουγαν, όταν μιλούσε. Ήταν σαν ένας σάκος ακόμα που κουβαλούσε ο Ντέρνχελμ. Ο Ντέρνχελμ δεν ήταν παρηγοριά· ποτέ δε μιλούσε σε κανέναν.

Ο Μέρι ένιωθε μικρός, άχρηστος και μόνος. Τώρα η ώρα ήταν δύσκολη και ο στρατός κινδύνευε. Βρίσκονταν σε απόσταση λιγότερη από μιας μέρας πορεία από τα εξωτερικά τείχη της Μίνας Τίριθ που προστάτευαν τις περιοχές γύρω από την πόλη. Είχαν στείλει μπροστά προσκόπους. Μερικοί δεν είχαν επιστρέψει. Άλλοι γυρίζοντας πίσω βιαστικά είχαν αναφέρει πως δυνάμεις κρατούσαν το δρόμο. Στρατός του εχθρού ήταν στρατοπεδευμένος εκεί, τρία μίλια δυτικά του Άμον-Ντιν, και μια δύναμη αντρών ανέβαινε κιόλας το δρόμο και δεν ήταν πάνω από τρεις λεύγες μακριά. Ορκ τριγύριζαν στους λόφους και στα δάση κατά μήκος του δρόμου. Ο βασιλιάς και ο Έομερ έκαναν συμβούλιο καταμεσής της νύχτας.

Ο Μέρι ήθελε κάποιον να κουβεντιάσει και άρχισε να σκέπτεται τον Πίπιν. Αλλά αυτό μόνο αύξησε την ανησυχία του. Ο καημένος ο Πίπιν, κλεισμένος στη μεγάλη πέτρινη πόλη, μόνος και φοβισμένος. Ο Μέρι ευχήθηκε να ήταν ένας ψηλός καβαλάρης σαν τον Έομερ και να μπορούσε να σαλπίσει ένα βούκινο, ή κάτι τέλος πάντων, και να τρέξει καλπάζοντας να τον σώσει. Ανακάθισε κι αφουγκράζονταν τα τύμπανα που χτυπούσαν ξανά, πιο κοντά τώρα. Σε λίγο άκουσε φωνές να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα και είδε θαμπά μισοσκεπασμένα φανάρια να περνούν ανάμεσα στα δέντρα. Κάτι άντρες εκεί κοντά άρχισαν να κινούνται αβέβαια στο σκοτάδι.

Μια ψηλή μορφή ορθώθηκε και σκόνταψε πάνω του, βρίζοντας τις ρίζες των δέντρων. Αναγνώρισε τη φωνή του στρατάρχη, του Έλφχελμ.

– Δεν είμαι ρίζα δέντρου, κύριε, είπε, ούτε μπόγος, παρά ένας μωλωπισμένος χόμπιτ. Το λιγότερο που μπορείτε να κάνετε για αποζημίωση είναι να μου πείτε τι τρέχει.

– Οτιδήποτε που μπορεί να τα καταφέρει σ’ αυτή τη διαβολοθολούρα, απάντησε ο Έλφχελμ. Αλλά ο άρχοντάς μου μας ειδοποιεί πως πρέπει να ετοιμαστούμε: μπορεί να έρθουν διαταγές να κινηθούμε ξαφνικά.

– Δηλαδή, έρχονται οι εχθροί; ρώτησε ο Μέρι ανήσυχα. Είναι αυτά τα τύμπανά τους; Άρχισα να νομίζω πως τα φανταζόμουν, γιατί κανένας άλλος δε φαινόταν να τους δίνει σημασία.

– Όχι, όχι, είπε ο Έλφχελμ, οι εχθροί βρίσκονται στο δρόμο, όχι στους λόφους. Ακούς τους Γόσες, τους Άγριους Ανθρώπους των Δασών: έτσι συνεννοούνται από μακριά. Τριγυρίζουν ακόμα στο Δάσος Ντρούανταν, λένε. Είναι υπολείμματα παλαιότερων εποχών, που ζουν λιγοστοί μυστικά, άγριοι και επιφυλακτικοί σαν ζώα. Δεν πηγαίνουν με την Γκόντορ στον πόλεμο ούτε με το Μαρκ· τώρα όμως ανησυχούν από το σκοτάδι και τον ερχομό των ορκ: φοβούνται μήπως και ξαναγυρίζουν τα Μαύρα Χρόνια, πράγμα που φαίνεται αρκετά πιθανό. Ας είμαστε ευχαριστημένοι που δεν κυνηγούν εμάς: γιατί χρησιμοποιούν δηλητηριασμένα βέλη, λένε, και δεν υπάρχει άλλος που να ξέρει τα δάση σαν κι αυτούς. Αλλά έχουν προσφέρει τις υπηρεσίες τους στο Θέοντεν. Αυτή τη στιγμή έναν από τους αρχηγούς τους τον πηγαίνουν στο βασιλιά. Από κει που πάνε τα φώτα. Αυτά έχω ακούσει και τίποτα παραπάνω. Και τώρα πρέπει να ασχοληθώ με τις διαταγές του άρχοντά μου. Μάζεψε κι εσύ τα πράγματά σου, κύριε Μπόγε!

Χάθηκε στις σκιές.

Του Μέρι δεν του άρεσαν όλες αυτές οι κουβέντες για αγριανθρώπους και δηλητηριασμένα βέλη, αλλά πέρα απ’ αυτά ένας τρόμος τον είχε κυριέψει. Η αναμονή ήταν ανυπόφορη. Επιθυμούσε να μάθει τι επρόκειτο να συμβεί. Σηκώθηκε και σύντομα προχωρούσε προσεκτικά ακολουθώντας το τελευταίο φανάρι πριν χαθεί ανάμεσα στα δέντρα.

Σε λίγο έφτασε σε ένα ξέφωτο που είχαν στήσει ένα μικρό αντίσκηνο για το βασιλιά κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Ένα μεγάλο φανάρι, σκεπασμένο από πάνω, κρεμόταν από ένα κλαδί κι έριχνε ένα χλωμό κύκλο φως από κάτω. Εκεί καθόταν ο Θέοντεν και ο Έομερ και μπροστά τους καταγής καθόταν ένας παράξενος κοντόχοντρος άνθρωπος, παραμορφωμένος σαν παλιός βράχος, και οι τρίχες της αραιής γενειάδας του απλώνονταν ακατάστατα στο χοντρό σαγόνι του σαν ξερά βρύα. Ήταν κοντοπόδαρος, με παχιά μπράτσα, χοντρός και κοντός, ντυμένος μονάχα με χόρτα γύρω από τη μέση του. Ο Μέρι είχε την εντύπωση πως τον είχε κάπου ξαναδεί και ξαφνικά θυμήθηκε τους Púkel-men του Ντάνχάροου. Εδώ ήταν ζωντανεμένο ένα από εκείνα τα αρχαία αγάλματα, ή μπορεί να ήταν κάποιο πλάσμα που να καταγόταν κατευθείαν μέσα από τα ατέλειωτα χρόνια από τα πρότυπα που είχαν χρησιμοποιήσει οι ξεχασμένοι τεχνίτες πολύ παλιά.

Ήταν σιωπή καθώς ο Μέρι σύρθηκε πιο κοντά και ύστερα ο Άγριος Άνθρωπος άρχισε να μιλάει, απαντώντας, κατά τα φαινόμενα, σε κάποια ερώτηση. Η φωνή του ήταν βαθιά και λαρυγγόφωνη, όμως, προς έκπληξη του Μέρι, μιλούσε την Κοινή Γλώσσα, αν και με τρόπο κομπιαστό, ανακατεύοντας κι άξεστες λέξεις.

– Όχι, πατέρα των αλογάδων, είπε, εμείς δεν πολεμάμε. Κυνηγάμε μόνο. Σκοτώνουμε gorgûn στα δάση, μισούμε τους ορκ. Κι εσείς μισείτε τους gorgûn. Εμείς βοηθάμε, όπως μπορούμε. Οι Άγριοι Άνθρωποι έχουν μακριά αυτιά και μάτια· ξέρουμε όλα τα μονοπάτια. Οι Άγριοι Άνθρωποι ζουν εδώ πριν από τα Πέτρινα Σπίτια· πριν να έρθουν από το Νερό οι Ψηλοί Άνθρωποι.

– Εμείς όμως έχουμε ανάγκη από βοήθεια στη μάχη, είπε ο Έομερ. Πώς μπορείς εσύ και οι δικοί σου να μας Βοηθήσετε;

– Εμείς φέρνουμε νέα, είπε ο Άγριος Άνθρωπος. Εμείς κατασκοπεύουμε από τους λόφους. Εμείς σκαρφαλώνουμε το μεγάλο βουνό και κοιτάζουμε κάτω. Η Πέτρινη-πολιτεία είναι κλειστή. Φωτιά καίει εκεί απέξω· τώρα καίει και μέσα. Θέλετε να πάτε εκεί; Πρέπει να βιαστείτε. Αλλά gorgûn και άντρες από πολύ μακριά – ανέμισε ένα κοντό παραμορφωμένο χέρι ανατολικά – κάθονται στον αλογόδρομο. Πάρα πολλοί, περισσότεροι από τους Αλογάνθρωπους.

– Πώς το ξέρετε αυτό; είπε ο Έομερ.

Το πλακουτσωτό πρόσωπο του γέρου και τα μαύρα του μάτια δεν έδειξαν τίποτα, αλλά η φωνή του έγινε βλοσυρή από τη δυσαρέσκεια.

– Οι Άγριοι Άνθρωποι είναι άγριοι, ελεύθεροι, αλλά όχι παιδιά, απάντησε. Εγώ είμαι ο μεγάλος φύλαρχος, Γκαν-μπούρι-Γκαν. Εγώ μετρώ πολλά πράγματα: άστρα στον ουρανό, φύλλα στα δέντρα, άντρες στο σκοτάδι. Εσύ έχεις είκοσι εικοσάδες μετρημένες δέκα φορές και πέντε. Εκείνοι έχουν περισσότερους. Μεγάλη μάχη και ποιος θα κερδίσει; Και πολλοί περισσότεροι κυκλοφορούν γύρω από τα τείχη των Πέτρινων Σπιτιών.

– Αλίμονο! μιλάει πάρα πολύ έξυπνα, είπε ο Θέοντεν. Και οι δικοί μας ανιχνευτές λένε πως έχουν σκάψει χαντάκια κι έχουν μπήξει παλούκια στο δρόμο. Δεν μπορούμε να τους σαρώσουμε με αιφνιδιασμό.

– Και μ’ όλα αυτά χρειάζεται να κάνουμε πολύ γρήγορα, είπε ο Έομερ. Το Μούντμπουργκ καίγεται!

– Αφήστε τον Γκαν-μπούρι-Γκαν να τελειώσει! είπε ο Άγριος. Αυτός ξέρει παραπάνω από ένα δρόμους. Θα σας πάει από ένα δρόμο που δεν έχει χαντάκια, ούτε gorgûn, μόνο Άγριους Ανθρώπους και ζώα. Πολλοί δρόμοι είχαν φτιαχτεί, όταν οι Άνθρωποι των Πέτρινων Σπιτιών ήταν πιο δυνατοί. Έκοβαν τα βουνά, όπως οι κυνηγοί κόβουν το κρέας των ζώων. Οι Άγριοι Άνθρωποι πιστεύουν πως έτρωγαν πέτρες για τροφή. Πήγαιναν από το Ντρούανταν στο Ρίμον με μεγάλα Βαγόνια. Δεν πηγαίνουν πια. Ο δρόμος ξεχάστηκε, όχι όμως και από τους Άγριους Ανθρώπους. Πάνω από το λόφο και πίσω από το λόφο βρίσκεται ακόμα κάτω από τα χόρτα και τα δέντρα, εκεί πίσω από το Ρίμον και κάτω στο Ντιν, και πίσω στο τέλος στο δρόμο των Αλογανθρώπων. Οι Άγριοι Άνθρωποι θα σας τον δείξουν εκείνον το δρόμο. Τότε θα σκοτώσετε gorgûn και θα διώξετε το κακό σκοτάδι με το λαμπερό σίδερο και οι Άγριοι Άνθρωποι μπορούν να πάνε πίσω να κοιμηθούν στα άγρια δάση.

Ο Έομερ και ο βασιλιάς κουβέντιασαν μεταξύ τους στη δική τους γλώσσα. Τέλος, ο Θέοντεν στράφηκε στον Άγριο Άνθρωπο.

– Δεχόμαστε την προσφορά σου, είπε. Γιατί αν και αφήνουμε δυνάμεις του εχθρού πίσω μας, τι μ’ αυτό; Αν η Πέτρινη-πολιτεία πέσει, τότε δε θα έχουμε επιστροφή. Αν σωθεί, τότε από μόνος του ο στρατός των ορκ θα αποκοπεί. Αν είσαι πιστός, Γκαν-μπούρι-Γκαν, τότε θα σε ανταμείψουμε πλούσια και θα έχεις τη φιλία του Μαρκ για πάντα.

– Οι πεθαμένοι δεν είναι φίλοι με τους ζωντανούς και δεν τους δίνουν δώρα, είπε ο Άγριος Άνθρωπος. Αλλά αν ζήσετε μετά το Σκοτάδι, τότε αφήστε ήσυχους τους Άγριους Ανθρώπους στα δάση και μην τους κυνηγάτε πια σαν άγρια θηρία. Ο Γκαν-μπούρι-Γκαν δε θα σας οδηγήσει σε παγίδα. Θα πάει ο ίδιος με τον πατέρα των Αλογανθρώπων και, αν σας οδηγήσει στραβά, σκοτώστε τον.

– Ας γίνει έτσι! είπε ο Θέοντεν.

– Πόσο θα μας πάρει να παρακάμψουμε τον εχθρό και να ξαναβγούμε στο δρόμο; ρώτησε ο Έομερ. Θα πρέπει να προχωρήσουμε με ταχύτητα πεζών, αν μας οδηγήσετε εσείς· και δεν αμφιβάλλω πως ο δρόμος είναι στενός.

– Οι Άγριοι Άνθρωποι είναι γρήγοροι στα πόδια, είπε ο Γκαν. Ο δρόμος είναι φαρδύς για τέσσερα άλογα πέρα στην Κοιλάδα των Αμαξιών-με-τις-πέτρες, ανέμισε τα χέρια του κατά το νοτιά· αλλά στενός στην αρχή και στο τέλος. Ένας Άγριος Άνθρωπος θα μπορούσε να περπατήσει από δω ως το Ντιν από την ανατολή του ήλιου ως το μεσουράνημα.

– Τότε πρέπει να υπολογίσουμε τουλάχιστον επτά ώρες για τους πρώτους, είπε ο Έομερ· αλλά πρέπει μάλλον να υπολογίσουμε κάπου δέκα ώρες για όλους. Μπορεί να μας καθυστερήσουν απρόβλεπτα πράγματα και αν ο στρατός μας είναι έτσι απλωμένος, θα χρειαστεί ώρα για να ανασυνταχθούμε, όταν βγούμε από τους λόφους. Τι ώρα είναι τώρα;

– Ποιος ξέρει, είπε ο Θέοντεν. Όλα είναι νύχτα τώρα.

– Όλα είναι σκοτεινά, αλλά δεν είναι όλα νύχτα, είπε ο Γκαν. Όταν ο Ήλιος βγαίνει, τον νιώθουμε, ακόμα κι όταν είναι κρυμμένος. Ανεβαίνει κιόλας πάνω απ’ τα Ανατολικά-βουνά. Η μέρα αρχίζει στους κάμπους του ουρανού.

– Τότε, πρέπει να ξεκινήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται, είπε ο Έομερ. Μόλο που δεν μπορούμε να ελπίζουμε πως θα φτάσουμε να βοηθήσουμε την Γκόντορ σήμερα.

Ο Μέρι δεν περίμενε ν’ ακούσει περισσότερα, αλλά ξεγλίστρησε για να είναι έτοιμος στο κάλεσμα για αναχώρηση. Αυτό ήταν το τελευταίο στάδιο πριν τη μάχη. Δεν του φαινόταν πιθανό πως θα επιζούσαν πολλοί. Αλλά αναλογίστηκε τον Πίπιν και τις φλόγες στη Μίνας Τίριθ και έπνιξε το δικό του φόβο.

Όλα πήγαν καλά εκείνη την ημέρα και δεν είδαν ούτε άκουσαν τους εχθρούς που περίμεναν να πέσουν στην ενέδρα τους. Οι Άγριοι Άνθρωποι είχαν απλώσει ένα προπέτασμα άγρυπνους κυνηγούς, έτσι που κανένας ορκ ή περιπλανώμενος κατάσκοπος να μη μάθει για τις κινήσεις στους λόφους. Το φως ήταν πιο θαμπό παρά ποτέ καθώς πλησίαζαν την πολιορκημένη πόλη και οι Καβαλάρηδες περνούσαν σε μακριές σειρές σαν σκοτεινές σκιές αντρών και αλόγων. Κάθε λόχος είχε οδηγό έναν άγριο άνθρωπο του δάσους· αλλά ο γερο-Γκαν βάδιζε πλάι στο βασιλιά. Το ξεκίνημα είχε αργήσει περισσότερο απ’ ό,τι είχαν υπολογίσει, γιατί οι Καβαλάρηδες έφαγαν ώρα, οδηγώντας πεζή τα άλογά τους για να βρουν μονοπάτια στις πυκνοδασωμένες ράχες πίσω από τον καταυλισμό τους και κάτω στην κρυμμένη Κοιλάδα των Αμαξιών-με-τις-πέτρες. Ήταν πολύ μετά το μεσημέρι, όταν οι πρώτοι έφτασαν στις μεγάλες γκρίζες συστάδες που απλώνονταν πέρα από την ανατολική πλευρά του Άμον Ντιν και έκρυβαν ένα μεγάλο φαράγγι στη γραμμή των λόφων που τραβούσαν από το Νάρντολ ως το Ντιν ανατολικά και δυτικά. Μέσα από αυτό το φαράγγι ο λησμονημένος καρόδρομος κατηφόριζε πολύ παλιά κι έβγαινε στον κυρίως δρόμο που περνούσαν τα άλογα από την Πόλη διασχίζοντας το Ανόριεν τώρα όμως, εδώ και πολλές γενιές των ανθρώπων, τα δέντρα έκαναν ό,τι ήθελαν και είχε χαθεί, χαλασμένος και θαμμένος κάτω από τα φύλλα αμέτρητων χρόνων. Αλλά οι συστάδες των δέντρων πρόσφεραν στους Καβαλάρηδες την τελευταία τους ελπίδα για κάλυψη πριν βγουν ανοιχτά στη μάχη’ γιατί πέρα απ’ αυτές βρίσκονταν ο δρόμος και οι πεδιάδες του Άντουιν, ενώ ανατολικά και νότια οι πλαγιές ήταν γυμνές και βραχώδεις, καθώς οι παραμορφωμένοι λόφοι μαζεύονταν κι ανέβαιναν, έπαλξη την έπαλξη, στο μεγάλο όγκο και στις ράχες του Μιντολούιν. Ο προπορευόμενος λόχος σταμάτησε και, όπως αυτοί που ακολουθούσαν έβγαιναν από την κοίτη της Κοιλάδας των Αμαξιών-με-τις-πέτρες, απλώνονταν και κατασκήνωναν κάτω από τα γκρίζα δέντρα. Ο βασιλιάς κάλεσε τους καπετάνιους σε συμβούλιο. Ο Έομερ έστειλε ανιχνευτές να ανιχνεύσουν το δρόμο· αλλά ο γερο-Γκαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

– Δε χρειάζεται να στείλεις Αλογανθρώπους, είπε. Οι Άγριοι Άνθρωποι έχουν κιόλας δει ό,τι μπορεί να ιδωθεί στη βρόμικη ατμόσφαιρα. Γρήγορα θα έρθουν να μου μιλήσουν εδώ.

Οι καπεταναίοι ήρθαν και ύστερα, μέσα από τα δέντρα ξεγλίστρησαν επιφυλακτικά κι άλλες σιλουέτες púkel, τόσο όμοιες με τον Γκαν, ώστε ο Μέρι μόλις και μετά βίας τους ξεχώριζε. Μίλησαν στον Γκαν σε μια παράξενη λαρυγγόφωνη γλώσσα.

Σε λίγο ο Γκαν στράφηκε στο βασιλιά.

– Οι Άγριοι Άνθρωποι λένε πολλά πράγματα, είπε. Πρώτα πρώτα, να προσέχετε! Ακόμα πολλοί άντρες στον καταυλισμό πέρα από το Ντιν, μια ώρα δρόμο προς τα κει – κούνησε το χέρι του δυτικά κατά τη σβηστή συνθηματική φωτιά. Αλλά κανένας δε φαίνεται ανάμεσα από δω ως τα καινούρια τείχη των Πετρανθρώπων. Εκεί είναι πολλοί.

Τα τείχη δε στέκονται όρθια πια· οι gorgûn τα ρίχνουν χάμω με τη βροντή της γης και με μαυροσίδερα ρόπαλα. Είναι απρόσεχτοι και δεν κοιτάζουν γύρω τους. Νομίζουν πως οι φίλοι τους ελέγχουν όλους τους δρόμους!

Σε αυτά τα λόγια ο γερο-Γκαν έβγαλε μια περίεργη γουργουριστή φωνή και φάνηκε λες και γελούσε.

– Ωραία νέα! φώναξε ο Έομερ. Ακόμα και σ’ αυτή τη σκοτεινιά φέγγει ξανά η ελπίδα Τα τεχνάσματα του Εχθρού μας συχνά εξυπηρετούν εμάς, πετυχαίνοντας το αντίθετο. Αυτή η ίδια η καταραμένη σκοτεινιά για μας υπήρξε κάλυψη. Και τώρα, διψώντας να καταστρέψει την Γκόντορ και να μην αφήσει όρθια πέτρα για πέτρα, οι ορκ του απομάκρυναν το μεγαλύτερό μου φόβο. Θα μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ το εξωτερικό τείχος εναντίον μας. Τώρα μπορούμε να το σαρώσουμε – έτσι και φτάσουμε ως εκεί.

– Γι’ άλλη μια φορά σ’ ευχαριστώ, Γκαν-μπούρι-Γκαν των δασών, είπε ο Θέοντεν. Η καλή τύχη ας είναι μαζί σου για τις πληροφορίες και την καθοδήγηση σου!

– Σκοτώστε τους gorgûn! Σκοτώστε τη φάρα των ορκ! Αυτά τα λόγια μόνο ευχαριστούν τους Άγριους Ανθρώπους, απάντησε ο Γκαν. Διώξτε τον κακό αέρα και το σκοτάδι με το αστραφτερό ατσάλι!

– Για να κάνουμε αυτά τα πράγματα έχουμε ταξιδέψει τόσο δρόμο, είπε ο βασιλιάς, και θα τα επιχειρήσουμε. Αλλά το τι θα καταφέρουμε μόνο η αυριανή μέρα θα δείξει.

Ο Γκαν-μπούρι-Γκαν μισοκάθισε κάτω κι ακούμπησε τη γη με το τραχύ μέτωπό του σε δείγμα αποχαιρετισμού. Ύστερα σηκώθηκε έτοιμος να φύγει. Ξαφνικά όμως στάθηκε κοιτάζοντας ψηλά σαν ξαφνιασμένο αγρίμι του δάσους, που μυρίζεται κάτι παράξενο. Τα μάτια του φώτισαν.

– Ο αέρας αλλάζει! φώναξε, και μ’ αυτό, ώσπου να πεις κύμινο, αυτός και οι σύντροφοί του χάθηκαν στα σκοτάδια και ποτέ δεν τους ξαναείδε κανένας Καβαλάρης του Ρόαν.

Όχι πολύ αργότερα πέρα μακριά, ανατολικά, τα μακρινά τύμπανα αντήχησαν ξανά. Όμως σε κανενός την καρδιά σ’ όλο το στράτευμα δεν πέρασε ο φόβος μήπως οι Άγριοι Άνθρωποι πάτησαν το λόγο τους, μόλο που η εμφάνισή τους ήταν αλλόκοτη και καθόλου ελκυστική.

– Δε χρειαζόμαστε άλλη καθοδήγηση, είπε ο Έλφχελμ· γιατί υπάρχουν καβαλάρηδες στο στράτευμα που έχουν κατέβει στο Μούντμπουργκ τον καιρό της ειρήνης. Κι εγώ ο ίδιος. Όταν βγούμε στο δρόμο, αυτός στρίβει νότια και τότε θα μας μένουν ακόμα επτά λεύγες, ώσπου να φτάσουμε το τείχος των περιχώρων της πόλης. Σε όλον σχεδόν το δρόμο υπάρχει πολύ χόρτο και από τις δύο πλευρές. Σε αυτό το κομμάτι υπολόγιζαν οι αγγελιαφόροι της Γκόντορ να αναπτύξουν τη μεγαλύτερή τους ταχύτητα. Εμείς μπορούμε να καλπάσουμε γρήγορα και χωρίς πολλή χλαλοή.

– Τότε, αφού θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για άγριες πράξεις και θα χρειαζόμαστε όλες μας τις δυνάμεις, είπε ο Έομερ, προτείνω να ξεκουραστούμε τώρα και να φύγουμε από δω με τη νύχτα και έτσι να κανονίσουμε το χρόνο της διαδρομής μας, ώστε να φτάσουμε στα χωράφια όταν το αύριο θα έχει όσο φως θα έχει, ή όταν ο άρχοντάς μας δώσει το παράγγελμα.

Σε αυτό ο Βασιλιάς συμφώνησε και οι καπεταναίοι έφυγαν. Σε λίγο όμως ο Έλφχελμ επέστρεψε.

– Οι ανιχνευτές δεν έχουν βρει τίποτε για ν’ αναφέρουν πέρα από το γκρίζο δάσος, άρχοντα, είπε, εκτός από δύο άντρες μόνον: δυο νεκρούς άντρες και δυο νεκρά άλογα.

– Λοιπόν; είπε ο Έομερ. Και τι μ’ αυτό;

– Αυτό, άρχοντα: ήταν αγγελιαφόροι της Γκόντορ· ο Χίργκον ήταν ο ένας ίσως. Τουλάχιστον το χέρι του ακόμα έσφιγγε το Κόκκινο Βέλος, αλλά το κεφάλι του ήταν κομμένο. Κι αυτό ακόμη: φαίνεται από τα σημάδια ότι έτρεχαν δοτικά, όταν έπεσαν. Σύμφωνα με τη δική μου εξήγηση, βρήκαν τον εχθρό κιόλας στο εξωτερικό τείχος ή στην επίθεση, όταν επέστρεψαν – κάπου δυο νύχτες πριν, αν χρησιμοποίησαν ξεκούραστα άλογα από τα φυλάκια, όπως συνηθίζουν. Δεν μπορούσαν να πλησιάσουν την Πόλη και γύρισαν πίσω.

– Αλίμονο! είπε ο Θέοντεν. Άρα ο Ντένεθορ δεν έχει μάθει πως ξεκινήσαμε και θα μας έχει ξεγράψει πως θα πάμε.

«Η ανάγκη δε σηκώνει αργοπορία, όμως κάλλιο αργά παρά ποτέ», είπε ο Έομερ. Και ίσως αυτή τη φορά η παλιά παροιμία να βγει περισσότερο αληθινή παρά ποτέ, από τότε που οι άνθρωποι έχουν λαλιά.

Ήταν νύχτα. Κι απ’ τις δυο πλευρές του δρόμου ο στρατός του Ρόαν προχωρούσε σιωπηλά. Τώρα ο δρόμος που περνούσε από τους πρόποδες του Μιντολούιν έστριβε νότια. Πέρα μακριά και σχεδόν κατευθείαν μπροστά φαινόταν μια κοκκινίλα κάτω από το μαύρο ουρανό και οι πλαγιές του μεγάλου βουνού υψώνονταν σκοτεινές στο φως της. Πλησίαζαν το Ράμας του Πέλενορ· η μέρα όμως δεν είχε ακόμα φανεί.

Ο βασιλιάς ίππευε στη μέση του προπορευόμενου λόχου, με τους παλατιανούς γύρω του. Ακολουθούσε η éored του Έλφχελμ’ και τώρα ο Μέρι πρόσεξε ότι ό Ντέρνχελμ είχε αφήσει τη θέση του και μες στο σκοτάδι προχωρούσε σταθερά μπροστά, ώσπου στο τέλος πήγαινε ακριβώς πίσω από τη φρουρά του βασιλιά. Σταμάτησαν για λίγο. Ο Μέρι άκουσε φωνές μπροστά να μιλούν σιγανά. Είχαν γυρίσει οι ανιχνευτές που είχαν αποτολμήσει να πλησιάσουν σχεδόν ως τα τείχη. Πήγαν στο βασιλιά.

– Έχει μεγάλες φωτιές, άρχοντα, είπε ένας. Η Πόλη είναι περικυκλωμένη από φλόγες και η πεδιάδα είναι γεμάτη εχθρούς. Αλλά φαίνεται πως τους έχουν προωθήσει όλους στην επίθεση. Από ό,τι μπορέσαμε να καταλάβουμε, λίγοι έχουν μείνει στο εξωτερικό τείχος, εντελώς απρόσεκτοι, απορροφημένοι στο έργο της καταστροφής.

– Θυμάσαι τα λόγια του Άγριου Ανθρώπου, άρχοντα; είπε κάποιος άλλος. Εγώ τον καιρό της ειρήνης κατοικώ στον ανοιχτό Κάμπο· με λένε Γουϊντφάρα και φέρνει και σ’ εμένα μηνύματα ο αέρας. Η κατεύθυνσή του αλλάζει κιόλας. Έρχεται μια πνοή απ’ το Νοτιά· μυρίζει θάλασσα, παρ’ όλο που είναι τόσο ανεπαίσθητη. Η αυγή θα φέρει καινούρια πράγματα. Πάνω απ’ τον πηχτό καπνό θα έχει χαράξει όταν περάσεις το τείχος.

– Αν είναι αληθινά αυτά που λες, Γουϊντφάρα, τότε είθε να ζήσεις μετά απ’ αυτή τη μέρα χρόνια πολλά κι ευλογημένα! είπε ο Θέοντεν.

Στράφηκε στους παλατιανούς που ήταν κοντά του και μίλησε τώρα με φωνή καθαρή, έτσι που τον άκουσαν και πολλοί καβαλάρηδες της πρώτης éored:

– Τώρα έφτασε η ώρα, Καβαλάρηδες του Μαρκ, γιοι του Έορλ! Εχθροί και φωτιές είναι μπροστά σας και πίσω μακριά τα σπίτια σας. Όμως, μόλο που θα πολεμήσετε σε ξένους τόπους, η δόξα που θα δρέψετε θα είναι για πάντα δική σας. Έχετε δώσει όρκους: τώρα κρατήστε τους όλους στον άρχοντα και στη γη σας και στη συμμαχία της φιλίας!

Οι άντρες χτύπησαν κοντάρια μ’ ασπίδες.

– Έομερ, γιε μου! Εσύ να μπεις επικεφαλής της πρώτης éored, είπε ο Θέοντεν που θα πηγαίνει ακριβώς πίσω από το βασιλικό λάβαρο στο κέντρο. Έλφχελμ, οδήγησε το λόχο σου δεξιά, όταν περάσουμε το τείχος. Και ο Γκρίμπολντ να οδηγήσει τους δικούς του αριστερά. Οι υπόλοιποι λόχοι ας ακολουθήσουν τους τρεις πρώτους, όπως τους τύχει. Να χτυπάτε όπου συγκεντρώνεται ο εχθρός. Δεν μπορούμε να κάνουμε άλλα σχέδια, γιατί δεν ξέρουμε ακόμα πώς έχουν τα πράγματα στο πεδίο της μάχης. Εμπρός τώρα και μη φοβάστε το σκοτάδι!

Ο πρώτος λόχος ξεκίνησε όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, γιατί ήταν ακόμα βαθύ σκοτάδι, παρ’ όλη την αλλαγή που πρόβλεψε ο Γουϊντφάρα. Ο Μέρι ίππευε πίσω από τον Ντέρνχελμ, πιασμένος γερά με το αριστερό του χέρι, ενώ με το άλλο προσπαθούσε να ξεσφίξει το σπαθί του στο θηκάρι. Ένιωθε τώρα πικρά την αλήθεια των λόγων του γερο-βασιλιά: σε μια τέτοια μάχη τι θα μπορούσες να κάνεις, Μέριαντοκ;

«Μονάχα αυτό, σκέφτηκε: να επιβαρύνω έναν καβαλάρη και να ελπίζω, στην καλύτερη περίπτωση, να μην πέσω από τη θέση μου και να μη με σκοτώσουν, ποδοπατώντας με, τα άλογα που καλπάζουν!»

Δεν ήταν πάνω από μία λεύγα ως εκεί που υψώνονταν κάποτε τα εξωτερικά τείχη. Έφτασαν γρήγορα· πάρα πολύ γρήγορα για το Μέρι. Για λίγη ώρα ξέσπασαν άγρια ξεφωνητά κι ακούστηκε για λίγο η κλαγγή των όπλων. Οι ορκ, απορροφημένοι να καταστρέφουν τα τείχη, ήταν λίγοι και τα ’χασαν και γρήγορα τους έκοψαν ή τους απώθησαν. Μπροστά στα ερείπια της βορινής πύλης των Ράμας ο βασιλιάς σταμάτησε ξανά. Η πρώτη éored παρατάχθηκε ολόγυρά του. Ο Ντέρνχελμ δεν απομακρυνόταν από το βασιλιά, μόλο που η ΐλη του Έλφχελμ βρισκόταν πέρα δεξιά. Οι άντρες του Γκρίμπολντ λοξοδρόμησαν και πέρασαν από ένα μεγάλο ρήγμα του τείχους πιο πέρα ανατολικά.

Ο Μέρι, πίσω από τον Ντέρνχελμ, τέντωσε τα μάτια του να δει. Μακριά, κάπου δέκα μίλια ή και περισσότερο, τα πάντα καίγονταν, αλλά ανάμεσα από εκεί ως τους Καβαλάρηδες λυσσομανούσαν φωτιές σχηματίζοντας ένα τεράστιο ημικύκλιο, που στο πλησιέστερο σημείο απείχε λιγότερο από μιας λεύγας απόσταση. Δεν μπορούσε σχεδόν τίποτε άλλο να διακρίνει στη σκοτεινή πεδιάδα κι ως τώρα ούτε έβλεπε να ξημερώνει, ούτε ένιωθε να φυσάει αέρας, αλλαγμένος ή όχι.

Τώρα σιωπηλά ο στρατός του Ρόαν προχώρησε μέσα στην πεδιάδα της Γκόντορ και ξεχύθηκε αργά αλλά σταθερά, σαν την παλίρροια που φουσκώνει και περνάει μέσα από τα ρήγματα κάποιου προχώματος που οι άνθρωποι το θεωρούσαν ασφαλές. Αλλά ο νους και η θέληση του Μαύρου Καπετάνιου ήταν αποκλειστικά στραμμένες στην πόλη που έπεφτε και, ως εκείνη την ώρα, δεν είχε καθόλου πληροφορίες πως τα σχέδιά του κάπου δεν πήγαιναν καλά.

Σε λίγο ο βασιλιάς οδήγησε τους άντρες του λίγο πιο ανατολικά, για να βρεθεί ανάμεσα στις φωτιές της πολιορκίας και στα εξωτερικά λιβάδια. Αυτοί εξακολουθούσαν να προχωρούν ανενόχλητοι και ο Θέοντεν εξακολουθούσε να μη δίνει το πρόσταγμα. Τέλος, σταμάτησε για άλλη μία φορά. Η Πόλη βρισκόταν τώρα πιο κοντά. Στον αέρα πλανιόταν τώρα η μυρωδιά της φωτιάς και η σκιά του θανάτου. Τα άλογα ήταν ανήσυχα. Ο βασιλιάς όμως καθόταν πάνω στον Ασπροχαίτη, ακίνητος, και κοίταζε την επιθανάτια αγωνία της Μίνας Τίριθ, λες και τον είχε κυριέψει ξαφνικά ψυχική ταραχή ή μεγάλος φόβος. Φάνηκε λες και ζάρωσε, νικημένος απ’ τα γηρατειά. Κι ο ίδιος ο Μέρι ένιωσε λες και τον είχαν πλακώσει αβάσταχτος τρόμος κι αμφιβολία. Η καρδιά του χτυπούσε αργά. Ο χρόνος έμοιαζε να ζυγιάζεται μ’ αμφιβολία. Είχαν φτάσει πολύ αργά! Και το πολύ αργά ήταν χειρότερο απ’ το ποτέ! Μπορεί ο Θέοντεν να λιποψυχούσε, να έσκυβε το γέρικο κεφάλι του και να γύριζε με την ουρά στα σκέλια να κρυφτεί στους λόφους.

Τότε, ξαφνικά, ο Μέρι την ένιωσε επιτέλους, πέρα από κάθε αμφιβολία: την αλλαγή. Ο αέρας τον φυσούσε καταπρόσωπο! Χάραξε φως. Πέρα, πέρα μακριά, στο Νοτιά μπορούσε να διακρίνει αμυδρά τα σύννεφα, σαν απόμακρα γκρίζα σχήματα, να κυλούν, να φεύγουν: το πρωινό βρισκόταν πίσω τους.

Την ίδια όμως στιγμή άστραψε, λες κι αστροπελέκι να ’χε ξεπηδήσει απ’ το χώμα κάτω από την Πόλη. Για μια στιγμή φάνηκε μακριά να διαγράφεται εκτυφλωτικά μαυρόασπρη, με τον πιο ψηλό της πύργο σαν αστραφτερή βελόνα· κι ύστερα, καθώς το σκοτάδι έπεσε πάλι, έφτασε κατρακυλώντας πάνω στα χωράφια μια μεγάλη βροντή.

Με αυτόν το θόρυβο η σκυφτή μορφή του Βασιλιά τινάχτηκε ξαφνικά ολόρθη. Ψηλός και περήφανος φάνηκε πάλι και, αφού σηκώθηκε στους αναβατήρες, φώναξε με φωνή δυνατή, πιο δυνατή από κάθε άλλη που είχαν ποτέ τους ακούσει να βγάζει άνθρωπος θνητός:

Στα όπλα, στα όπλα, του Θέοντεν Άντρες!

Άγρια σφαγή και φωτιά σηκωθείτε!

Θα τρίζει κοντάρι, κομμάτια η ασπίδα!

Μέρα σπαθιών είναι τούτη που κόκκινη μπαίνει πριν ήλιος φανεί!

Στην Γκόντορ! Στην Γκόντορ! Καλπάστε γοργά!

Και μ’ αυτό άρπαξε ένα μεγάλο βούκινο απ’ τον Γκούντλαφ το σημαιοφόρο του και σάλπισε τέτοιο σάλπισμα, που το βούκινο σκίστηκε στη μέση. Και αμέσως όλα τα βούκινα υψώθηκαν και τα σαλπίσματα από τα βούκινα του Ρόαν εκείνη την ώρα ήταν σαν την καταιγίδα στον κάμπο και σαν τον κεραυνό στα βουνά.

Στην Γκόντορ! Στην Γκόντορ! Καλπάστε γοργά!

Ξαφνικά ο βασιλιάς φώναξε στον Ασπροχαίτη και το άλογο όρμησε μπροστά. Πίσω του το λάβαρό του κυμάτιζε στον αέρα· ένα άσπρο άλογο σε πράσινο λιβάδι, αυτός όμως το ξεπέρασε. Τον ακολουθούσαν καλπάζοντας βροντεροί οι ιππότες του οίκου του, αλλά εκείνος ήταν πάντοτε πρώτος. Κάλπαζε κι ο Έομερ εκεί, με το άσπρο λοφίο της περικεφαλαίας του ν’ ανεμίζει στο τρέξιμό του· και το μέτωπο της πρώτης éored βούιξε σαν το μεγάλο κύμα που αφρίζει στην ακτή, όμως κανείς δεν μπορούσε να φτάσει το Θέοντεν. Έμοιαζε να τρέχει ασυγκράτητος, λες και τον καλούσε ο θάνατος ή το πολεμικό μένος των προγόνων του να κυλούσε αναζωπυρωμένο στις φλέβες του και κάλπαζε πάνω στον Ασπροχαίτη σαν αρχαίος θεός, όπως ο Ορόμε ο Μέγας στη Μάχη των Βάλαρ τότε, που ο κόσμος ήταν νέος. Η χρυσή του ασπίδα ήταν ξέσκεπη, και να! άστραψε σαν τον Ήλιο και το χορτάρι έγινε πράσινη φλόγα γύρω από τ’ άσπρα πόδια του αλόγου του. Γιατί ήρθε η μέρα, το πρωινό, κι ένας αέρας από τη θάλασσα· και διώχτηκε το σκοτάδι και τα στίφη της Μόρντορ ούρλιαξαν και τρόμος τα κυρίεψε και το ’βαλαν στα πόδια και πέθαιναν και οι οπλές της οργής τα ποδοπατούσαν. Και τότε όλος ο στρατός του Ρόαν ξέσπασαν σε τραγούδι και τραγουδούσαν καθώς τους έκοβαν, γιατί το μεθύσι της μάχης τούς είχε κυριέψει κι ο αχός του τραγουδιού τους, που ήταν όμορφος και τρομερός, έφτανε ακόμα κι ως την Πόλη.

VI Η ΜΑΧΗ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΤΟΥ ΠΕΛΕΝΟΡ

Όμως αυτός που οδηγούσε την επίθεση εναντίον της Γκόντορ δεν ήταν κανένας αρχηγίσκος ορκ ούτε ληστής. Το σκοτάδι άρχισε να φεύγει πολύ γρήγορα, πριν την ημερομηνία που είχε καθορίσει ο Κύριός του· η τύχη τον είχε προδώσει για την ώρα κι ο κόσμος είχε στραφεί εναντίον του· η νίκη ξεγλιστρούσε μέσα από τα χέρια του την ώρα ακριβώς που τ’ άπλωνε για να την πάρει. Όμως το χέρι του ήταν μακρύ. Ήταν ακόμη αρχηγός, με τεράστιες δυνάμεις στη διάθεσή του. Ήταν Βασιλιάς, Δαχτυλιδοφάντασμα, Αρχοντας των Νάζγκουλ, είχε πολλά όπλα. Άφησε την Πύλη κι εξαφανίστηκε.

Ο Θέοντεν, ο Βασιλιάς του Μαρκ, είχε φτάσει στο δρόμο που οδηγούσε από την Πύλη στον Ποταμό και έστριψε κατά την Πόλη που απείχε τώρα λιγότερο από ένα μίλι. Ελάττωσε λίγο την ταχύτητά του αναζητώντας καινούριους εχθρούς και οι ιππότες του τον περικύκλωσαν. Ο Ντέρνχελμ ήταν ανάμεσά τους. Μπροστά, πιο κοντά στα τείχη, οι άντρες του Έλφχελμ βρίσκονταν ανάμεσα στις πολιορκητικές μηχανές, έκοβαν, έσφαζαν κι ανάγκαζαν τους εχθρούς να πέφτουν στους λάκκους με τις φωτιές. Σχεδόν όλο το βορινό τμήμα του Πέλενορ το είχαν κυριέψει και οι καταυλισμοί φλέγονταν και οι ορκ έτρεχαν για το Ποτάμι σαν κοπάδια που τα καταδιώκουν κυνηγοί· και οι Ροχίριμ πήγαιναν παντού, χωρίς να τους εμποδίζει κανείς. Δεν είχαν όμως σπάσει την πολιορκία ούτε είχαν φτάσει στην Πύλη. Πολλοί εχθροί στέκονταν μπροστά της και στην υπόλοιπη πεδιάδα υπήρχε κι άλλος στρατός που δεν είχε ακόμα λάβει μέρος στη μάχη. Νότια μετά από το δρόμο βρισκόταν η κυρίως δύναμη των Χαράντριμ κι εκεί είχε συγκεντρωθεί το ιππικό τους γύρω από το λάβαρο του αρχηγού τους. Κι εκείνος κοίταξε πέρα και, στο φως που όλο δυνάμωνε, είδε τη σημαία του βασιλιά και πως βρισκόταν πολύ μπροστά στη μάχη με ελάχιστους άντρες γύρω της. Τότε τον κυρίεψε ακράτητος θυμός και φώναξε δυνατά ξεδιπλώνοντας το λάβαρό του – ένα μαύρο φίδι σε κόκκινο φόντο – και όρμησε καταπάνω στο άσπρο άλογο στο πράσινο λιβάδι με πολλούς άντρες· και τα γιαταγάνια των Νοτίων άστραψαν σαν αστέρια.

Όταν ο Θέοντεν τον πήρε είδηση, δεν περίμενε την επίθεση του, αλλά, με μια φωνή στον Ασπροχαίτη, όρμησε μπροστά να τον προϋπαντήσει. Συναντήθηκαν με μεγάλη κλαγγή. Αλλά η πύρινη οργή των Βορείων έκαιγε περισσότερο και η πολεμική τους τέχνη με τα μακριά φοβερά κοντάρια τους ήταν ανώτερη. Λιγότεροι ήταν, αλλά χώρισαν στα δυο τους Νότιους σαν αστροπελέκι στο δάσος. Καταμεσής στη μάχη βρισκόταν ο Θέοντεν, ο γιος του Θένγκελ, και το κοντάρι του έγινε κομμάτια καθώς έριξε καταγής τον αρχηγό τους. Έβγαλε το σπαθί του και σπιρούνισε το άλογό του καταπάνω στο λάβαρο κι έκοψε μαζί κοντάρι και σημαιοφόρο· και το μαύρο φίδι καταποντίστηκε. Τότε όλοι όσοι από το ιππικό τους είχαν απομείνει γύρισαν και το ’βαλαν στα πόδια.

Αλλά, να! ξαφνικά στο απόγειο της δόξας του βασιλιά η χρυσαφένια του ασπίδα θάμπωσε. Το καινούριο πρωινό σβήστηκε απ’ τον ουρανό. Σκοτάδι έπεσε ολόγυρά του. Τ’ άλογα πισωπάτησαν χρεμετίζοντας αγριεμένα. Οι άντρες ριγμένοι απ’ τις σέλες τους κείτονταν όλο φόβο καταγής.

– Εδώ! Μαζί μου! φώναξε ο Θέοντεν. Εμπρός, Εορλίγκας! Μη φοβάστε το σκοτάδι!

Ο Ασπροχαίτης όμως τρελός από το φόβο ανασηκώθηκε ψηλά στα πισινά του πόδια, κλοτσώντας τον αέρα κι ύστερα μ’ ένα μεγάλο ουρλιαχτό έπεσε με το πλάι· ένα μαύρο βέλος τον είχε τρυπήσει. Ο βασιλιάς έπεσε από κάτω του.

Η τεράστια σκιά κατέβηκε σαν σύννεφο που πέφτει. Και, να! ήταν ένα πλάσμα φτερωτό. Αν ήταν πουλί, τότε ήταν μεγαλύτερο απ’ όλα τ’ άλλα τα πουλιά· κι ήταν γυμνό, δίχως φτερό ή πούπουλο και οι τεράστιες φτερούγες του έμοιαζαν με δερμάτινο ιστό ανάμεσα σε ροζιασμένα δάχτυλα και βρομούσε απαίσια. Μπορεί να ήταν πλάσμα κάποιας αρχαιότερης εποχής, που το είδος του, επιζώντας σε λησμονημένα παγωμένα βουνά κάτω απ’ το Φεγγάρι, είχε ξεμείνει πέρα απ’ τον καιρό του και σε κάποια απαίσια αετοφωλιά είχε κλωσήσει αυτά τα τελευταία παράκαιρα κλωσοπούλια, έτοιμα για κάθε κακό. Και ο Μαύρος Άρχοντας τα πήρε και τα ανάθρεψε με κρέατα σιχαμερά, ώσπου μεγάλωσαν και ξεπέρασαν όλα τα άλλα πλάσματα που πετούν και τα έδωσε στους υπηρέτες του για άτια. Τώρα όλο και κατέβαινε κι ύστερα, διπλώνοντας τα δερμάτινά του δάχτυλα, μ’ ένα βραχνό κρώξιμο, προσγειώθηκε στο κορμί του Ασπροχαίτη, μπήγοντας βαθιά τα νύχια του και χαμηλώνοντας το γυμνό λαιμό του.

Πάνω του καθόταν μια μορφή, μαυροντυμένη, τεράστια και απειλητική. Φορούσε ατσάλινη κορόνα, αλλά ανάμεσα σ’ αυτή και στο μανδύα του δεν υπήρχε τίποτα, εκτός απ’ τη θανατερή λάμψη των ματιών: ο Άρχοντας των Νάζγκουλ. Είχε επιστρέψει στον αέρα, καλώντας το άτι του πριν χαθεί τελείως το σκοτάδι και τώρα να τος πάλι, φέρνοντας τον όλεθρο, μετατρέποντας την ελπίδα σε απελπισία και τη νίκη σε θάνατο. Στο χέρι του κράδαινε ένα μεγάλο μαύρο τσεκούρι.

Όμως, ο Θέοντεν δεν ήταν εντελώς μόνος. Οι ιππότες του κείτονταν νεκροί ολόγυρά του ή νικημένοι απ’ την τρέλα των αλόγων τους έτρεχαν μακριά. Όμως, ένας στεκόταν ακόμα – ο νεαρός Ντέρνχελμ, πιστός υπερνικώντας το φόβο· κι έκλαιγε γιατί είχε αγαπήσει τον άρχοντα του σαν πατέρα. Σε όλη τη διάρκεια της επίθεσης ο Μέρι ήταν μαζί του άθικτος πισωκάπουλα, ως την ώρα που ήρθε η Σκιά· και τότε ο Γουϊντφόλα τους είχε ρίξει κάτω από το φόβο του κι έτρεχε τώρα ξέφρενα στον κάμπο. Ο Μέρι σύρθηκε με τα τέσσερα σαν ζαλισμένο ζώο και τέτοιος τρόμος τον είχε κυριέψει, που ήταν τυφλωμένος κι άρρωστος.

«Είσαι υπασπιστής του Βασιλιά! Υπασπιστής του βασιλιά! – του φώναζε η καρδιά του. Πρέπει να μείνεις στο πλευρό του. Του είχες πει πως θα τον έχεις σαν πατέρα.»

Η θέλησή του όμως δεν ανταποκρινόταν και το κορμί του έτρεμε. Δεν τολμούσε ούτε ν’ ανοίξει τα μάτια του ούτε να κοιτάξει ψηλά.

Τότε, μέσα στο σκοτάδι του μυαλού του, νόμισε πως άκουσε τον Ντέρνχελμ να μιλάει· όμως η φωνή του τώρα ακουγόταν παράξενα και του έφερνε στο νου κάποια άλλη φωνή που ήξερε.

– Χάσου, βρομερέ βρικόλακα, άρχοντα των ψοφιμιών! Άφησε τους νεκρούς ήσυχους!

Μια παγερή φωνή αποκρίθηκε:

– Μην μπαίνεις ανάμεσα στο Νάζγκουλ και στη λεία του! Ειδαλλιώς θα σε σκοτώσει σα θα ’ρθει η σειρά σου. Θα σε πάρει μαζί του στα σπίτια των θρήνων, πέρα απ’ όλα τα σκοτάδια, εκεί που θ’ αφανιστεί το κορμί σου και το απογυμνωμένο σου μυαλό θα απομείνει ακάλυπτο στο Αβλέφαρο Μάτι.

Ένα σπαθί αντήχησε καθώς βγήκε απ’ το θηκάρι.

– Κάνε ό,τι θέλεις· εγώ όμως θα το εμποδίσω, αν μπορώ.

– Να εμποδίσεις εμένα; Τρελέ! Κανένας άντρας ζωντανός δεν μπορεί να μ’ εμποδίσει!

Τότε ο Μέρι άκουσε τον πιο παράξενο απ’ όλους τους ήχους της ώρας εκείνης. Του φάνηκε πως ο Ντέρνχελμ έβαλε τα γέλια και η καθάρια φωνή του αντηχούσε σαν ατσάλι.

– Μα εγώ δεν είμαι άντρας ζωντανός! Μπροστά σου βλέπεις μια γυναίκα. Είμαι η Έογουιν, η κόρη του Έομουντ. Εσύ στέκεσαι ανάμεσα σ’ εμένα και στον άρχοντα συγγενή μου. Φύγε, αν δεν είσαι αθάνατος. Γιατί είτε είσαι ζωντανός είτε σκοτεινός νεκροζώντανος, εγώ θα σε χτυπήσω, αν τον αγγίξεις.

Το φτερωτό πλάσμα έκρωξε, αλλά το Δαχτυλιδοφάντασμα δεν απάντησε κι έμεινε σιωπηλό, σαν από ξαφνική αμφιβολία. Η μεγάλη του απορία για μια στιγμή νίκησε το φόβο του Μέρι. Άνοιξε τα μάτια του και η μαυρίλα χάθηκε. Εκεί, λίγα βήματα πιο πέρα, καθόταν το μεγάλο όρνιο κι όλα ήταν σκοτεινά ολόγυρά του κι από πάνω του ορθωνόταν απειλητικά ο Άρχοντας των Νάζγκουλ σαν σκιά απελπισίας. Λίγο πιο αριστερά αντιμέτωπή τους στεκόταν εκείνη που την έλεγε Ντέρνχελμ. Αλλά το κράνος που έκρυβε το μυστικό της είχε πέσει και τα φωτεινά μαλλιά της, ελευθερωμένα απ’ τα δεσμά τους, γυάλιζαν σαν χλωμό χρυσάφι στους ώμους της. Τα μάτια της γκρίζα σαν τη θάλασσα ήταν σκληρά και άγρια κι όμως δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Στο χέρι της κρατούσε σπαθί κι είχε την ασπίδα της σηκωμένη ενάντια στη φρίκη των ματιών του εχθρού της.

Ήταν η Έογουιν και ταυτόχρονα ο Ντέρνχελμ. Γιατί στη μνήμη του Μέρι πέρασε σαν αστραπή η ανάμνηση του προσώπου που είδε φεύγοντας από το Ντάνχάροου· το πρόσωπο κάποιου που πάει γυρεύοντας το θάνατο, γιατί δεν έχει ελπίδες. Οίκτος πλημμύρισε την καρδιά του και μεγάλος θαυμασμός και ξαφνικά το θάρρος της φυλής του, που δύσκολα ξυπνούσε, ξύπνησε. Έσφιξε το χέρι του. Λεν έπρεπε να πεθάνει τόσο ωραία, τόσο απελπισμένη! Τουλάχιστο δε θα πέθαινε μονάχη της, αβοήθητη.

Το πρόσωπο του εχθρού δεν ήταν στραμμένο προς το μέρος του, όμως αυτός μόλις που τολμούσε να κουνηθεί, τρέμοντας μην τυχόν και τα θανατερά μάτια πέσουν πάνω του. Αργά αργά άρχισε να σέρνεται στο πλάι· αλλά ο Μαύρος Καπετάνιος, γεμάτος αμφιβολία και κακία, απορροφημένος από τη γυναίκα μπροστά του, δεν του έδωσε περισσότερη σημασία από ό,τι θα έδινε σ’ ένα σκουλήκι στη λάσπη.

Ξαφνικά το τεράστιο πουλί χτύπησε τα απαίσια φτερά του κι ο αέρας που σήκωσαν ήταν βρόμικος. Τινάχτηκε πάλι στον αέρα και ύστερα γρήγορα έπεσε πάνω στην Έογουιν, ουρλιάζοντας διαπεραστικά, χτυπώντας με ράμφος και νύχια.

Αυτή όμως εξακολουθούσε να μη δειλιάζει· ήταν κόρη των Ροχίριμ, παιδί βασιλιάδων, λεπτή σαν ατσαλένια λεπίδα, όμορφη και φοβερή μαζί. Έδωσε ένα γρήγορο χτύπημα, επιδέξιο και θανατερό. Έκοψε πέρα ως πέρα τον τεντωμένο λαιμό και το κομμένο κεφάλι έπεσε σαν πέτρα. Τινάχτηκε πίσω καθώς το τεράστιο κορμί έπεσε με τα τεράστια φτερά του απλωμένα και σωριάστηκε στη γη· και με το πέσιμό του ο ίσκιος έφυγε. Ένα φως την τύλιξε και τα μαλλιά της έλαμψαν με την ανατολή του ήλιου.

Μέσ’ από τα συντρίμμια σηκώθηκε ο Μαύρος Καβαλάρης, ψηλός κι απειλητικός, σαν πύργος μπροστά της. Με μια κραυγή μίσους, που τρύπησε τ’ αυτιά της σαν δηλητήριο, άφησε το τσεκούρι του να πέσει. Η ασπίδα της έγινε χίλια κομμάτια και το χέρι της έσπασε· σκόνταψε κι έπεσε στα γόνατα. Αυτός έσκυψε πάνωθέ της σαν σύννεφο και τα μάτια του γυάλιζαν σήκωσε το τσεκούρι του για να σκοτώσει.

Ξαφνικά όμως σκόνταψε κι αυτός μπροστά με μια κραυγή μεγάλου πόνου και το χτύπημά του αστόχησε κι έπεσε στο χώμα. Το σπαθί του Μέρι τον είχε χτυπήσει από πίσω. Ξεσχίζοντας το μαύρο μανδύα και περνώντας κάτω από τον αλυσιδωτό θώρακα είχε τρυπήσει τον τένοντα πίσω από το πανίσχυρο γόνατό του.

– Έογουιν! Έογουιν! φώναξε ο Μέρι.

Τότε εκείνη, παραπατώντας, σηκώθηκε με κόπο όρθια και με όση δύναμη της είχε απομείνει έμπηξε το σπαθί της ανάμεσα στην κορόνα και στο μανδύα, καθώς οι τεράστιοι ώμοι έσκυβαν μπροστά της. Το σπαθί έσπασε σπιθίζοντας κι έγινε αμέτρητα κομμάτια. Η κορόνα κύλησε κι έπεσε με θόρυβο κάτω, Η Έογουιν έπεσε μπροστά πάνω στον πεσμένο της εχθρό. Αλλά, να! ο μανδύας κι ο αλυσιδωτός θώρακας ήταν άδειοι. Δίχως κανένα σχήμα ήταν πεσμένοι τώρα καταγής, σκισμένοι κι ανακατεμένοι· και μια κραυγή υψώθηκε στον αέρα που τρεμούλιασε κι έσβησε καταλήγοντας σ’ ένα στριγκό θρήνο, που τον πήρε ο άνεμος – μια ασώματη λεπτή φωνή που έσβησε και χάθηκε και δεν ακούστηκε ποτέ ξανά σ’ εκείνη την εποχή αυτού του κόσμου.

Και να τος εκεί ο Μέριαντοκ ο χόμπιτ να στέκεται ανάμεσα στους σκοτωμένους, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια σαν κουκουβάγια τη μέρα, γιατί τον τύφλωναν τα δάκρυα· και λες μέσα από ομίχλη έβλεπε το ξανθό κεφάλι της Έογουιν, όπως ήταν πεσμένη δίχως να κουνιέται· και κοίταξε το πρόσωπο του βασιλιά που ήταν πεσμένος μέσα στη δόξα του. Γιατί ο Ασπροχαίτης μέσα στην αγωνία του είχε κυλήσει πιο πέρα από το βασιλιά πάλι· αυτός όμως ήταν ο χαμός του κυρίου του.

Τότε ο Μέρι έσκυψε και πήρε το χέρι του να το φιλήσει, και να! Ο Θέοντεν άνοιξε τα μάτια του, που ήταν αθόλωτα, και είπε με ήσυχη φωνή, που έβγαινε όμως με δυσκολία:

– Έχε γεια, κύριε Χόμπιτλα! είπε. Το κορμί μου είναι κομμάτια. Πηγαίνω στους προγόνους μου. Και τώρα δε θα ντρέπομαι στην υψηλή συντροφιά τους. Έριξα το μαύρο φίδι. Άγριο πρωινό, χαρούμενη μέρα, χρυσαφένιο ηλιοβασίλεμα!

Ο Μέρι δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά ξανάβαλε τα κλάματα.

– Συγχώρεσέ με, άρχοντα – είπε τέλος -, αν παράκουσα τη διαταγή σου και τελικά δεν κατάφερα να κάνω τίποτα άλλο στην υπηρεσία σου παρά να κλαίω στο χωρισμό μας.

Ο γερο-βασιλιάς χαμογέλασε.

– Μη λυπάσαι! Είσαι συγχωρεμένος. Δεν μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί μια μεγάλη καρδιά. Ζήσε τώρα ευλογημένος· κι όταν κάθεσαι ήσυχος με την πίπα σου, να με θυμάσαι! Γιατί τώρα ποτέ δε θα καθίσω μαζί σου στο Μέντουσελντ, όπως σου είχα υποσχεθεί, ούτε θ’ ακούσω τις ιστορίες σου για τον καπνό.

Έκλεισε τα μάτια του κι ο Μέρι έσκυψε το κεφάλι δίπλα του. Σε λίγο μίλησε πάλι:

– Πού είναι ο Έομερ; Γιατί τα μάτια μου σκοτεινιάζουν και θα ήθελα να τον δω πριν φύγω. Πρέπει να με διαδεχθεί στο θρόνο. Και θα ήθελα να ειδοποιήσω και την Έογουιν. Αυτή, αυτή δεν ήθελε να την αφήσω και τώρα δε θα τη δω ξανά, που την αγαπούσα περισσότερο κι από κόρη μου.

– Άρχοντα, άρχοντα, άρχισε να λέει ο Μέρι σπασμένα, αυτή είναι...

Αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μεγάλη φασαρία και παντού γύρω τους βούκινα και σάλπιγγες αντηχούσαν. Ο Μέρι κοίταξε γύρω· είχε ξεχάσει τον πόλεμο κι όλον τον υπόλοιπο κόσμο και του φαινόταν λες και είχαν περάσει πολλές ώρες από τότε που έπεσε ο βασιλιάς, αν και στ’ αλήθεια ήταν πολύ λίγο. Τώρα όμως είδε πως κινδύνευαν να βρεθούν παγιδευμένοι στη μέση μιας μεγάλης μάχης που ήταν έτοιμη να αρχίσει.

Νέες δυνάμεις του εχθρού έρχονταν βιαστικά πάνω στο δρόμο από το Ποτάμι· και από κάτω από τα τείχη έρχονταν οι λεγεώνες της Μόργκουλ· και από το νότιο μέρος έρχονταν το πεζικό του Χάραντ με ■ ιππικό μπροστά τους και πίσω τους υψώνονταν οι θεόρατες ράχες των mûmakil με τους πολεμικούς πύργους τους. Αλλά από τα βόρεια το άσπρο λοφίο του Έομερ οδηγούσε το μεγάλο μέτωπο των Ροχίριμ, που είχε πάλι συγκεντρώσει και ανασυντάξει· και από την Πόλη θγήκε όλη η δύναμη των αντρών που ήταν μέσα και ο ασημένιος κύκνος του Ντολ Άμροθ ανέμιζε μπροστά διώχνοντας τον εχθρό από την Πύλη.

Για μια στιγμή πέρασε από το νου του Μέρι η σκέψη: «Πού είναι ο Γκάνταλφ; Δεν είναι εδώ; Δε θα μπορούσε να έχει σώσει το βασιλιά και την Έογουιν;»

Εκείνη όμως την ώρα ήρθε ο Έομερ βιαστικά και μαζί του οι ιππότες του παλατιού, που ήταν ακόμα ζωντανοί και είχαν τώρα υποτάξει τα άλογά τους. Κοίταξαν με απορία το κουφάρι του άγριου ζώου που ήταν πεσμένο εκεί’ και τα άλογά τους δεν το πλησίαζαν με τίποτα. Ο

Έομερ πήδηξε από τη σέλα και τον κυρίεψε λύπη κι απελπισία όταν πλησίασε στο πλευρό του βασιλιά και στάθηκε εκεί σιωπηλά.

Ύστερα ένας από τους ιππότες πήρε το λάβαρο του βασιλιά από το χέρι του Γκούτλαφ του σημαιοφόρου, που κείτονταν νεκρός, και το σήκωσε ψηλά. Αργά ο Θέοντεν άνοιξε τα μάτια του. Βλέποντας το λάβαρο έκανε νόημα πως έπρεπε να το δώσουν στον Έομερ.

– Χαίρε, Βασιλιά του Μαρκ! είπε. Πήγαινε τώρα για τη νίκη! Πες στην Έογουιν ότι την αποχαιρετώ!

Κι έτσι πέθανε και δεν έμαθε πως η Έογουιν ήταν πεσμένη κοντά του. Κι όσοι στέκονταν εκεί γύρω, έκλαψαν, φωνάζοντας:

– Βασιλιά Θέοντεν! Βασιλιά Θέοντεν! Όμως ο Έομερ τους είπε:

Μην πολυθρηνείτε! Μεγάλος ήταν αυτός που έπεσε

και το τέλος του αντάξιο. Σαν θα υψώσουμε τον τύμβο του

τότε θα κλάψουν οι γυναίκες. Τώρα μας καλεί ο πόλεμος.

Όμως κι αυτός ο ίδιος έκλαιγε καθώς μιλούσε.

– Ας μείνουν εδώ οι ιππότες του, είπε, για να μεταφέρουν το σώμα του με τιμές από το πεδίο της μάχης, μην τυχόν και το παρασύρει ο πόλεμος! Ναι, και όλους τους άλλους άντρες του βασιλιά που έχουν πέσει εδώ.

Κοίταξε τους νεκρούς κι αναθυμόταν τα ονόματά τους. Ύστερα ξαφνικά είδε πεσμένη την αδελφή του την Έογουιν και τη γνώρισε. Στάθηκε για μια στιγμή σαν τον άνθρωπο που τον διαπερνά, τη στιγμή ακριβώς που φωνάζει, ένα βέλος στην καρδιά· και ύστερα το πρόσωπό του άσπρισε σαν του νεκρού κι ένας παγωμένος θυμός φούντωσε μέσα του, ώστε για λίγο του κόπηκε η λαλιά. Μια θανατερή διάθεση τον κυρίεψε.

– Έογουιν, Έογουιν! φώναξε τέλος. Έογουιν, πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Τι τρέλα, τι διαβολικό πράγμα είν’ αυτό; Θάνατος, θάνατος, θάνατος! Όλους να μας πάρει ο θάνατος!

Ύστερα, δίχως να συμβουλευτεί κανέναν ούτε να περιμένει να πλησιάσουν οι άντρες από την Πόλη, σπιρούνισε το άλογά του πίσω κατά το μέτωπο του μεγάλου στρατεύματος και σάλπισε μ’ ένα βούκινο και φώναξε δυνατά ν’ αρχίσει η επίθεση. Παντού στον κάμπο αντήχησε το κάλεσμα της καθάριας φωνής του.

– Θάνατος! Καλπάστε, εμπρός, στον όλεθρο και στη συντέλεια του κόσμου!

Και με αυτά τα λόγια ο στρατός άρχισε να κινείται. Οι Ροχίριμ όμως δεν τραγουδούσαν πια. Θάνατος, φώναξαν με μια φωνή βροντερή και τρομερή και, παίρνοντας φόρα σαν μεγάλο παλιρροϊκό κύμα, προσπέρασαν τον πεσμένο βασιλιά τους και κάλπασαν βουίζοντας πέρα κατά το νοτιά.

Και ο Μέριαντοκ, ο χόμπιτ, στεκόταν ακόμα εκεί ανοιγοκλείνοντας τα δακρυσμένα του μάτια και κανείς δεν του μίλησε ούτε κανείς φάνηκε να του δίνει σημασία. Σκούπισε τα δάκρυά του κι έσκυψε να σηκώσει την πράσινη ασπίδα που του είχε δώσει η Έογουιν και την κρέμασε στην πλάτη του. Ύστερα αναζήτησε το σπαθί του, που το είχε αφήσει να του πέσει· γιατί από τη στιγμή που είχε δώσει τη σπαθιά του, το χέρι του μούδιασε και τώρα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μονάχα το αριστερό του χέρι. Και να! να το το όπλο του, η λάμα όμως κάπνιζε σαν ξερό κλαδί που το έβαλαν στη φωτιά· και όπως το κοίταζε, σπαρτάρισε, ζάρωσε και διαλύθηκε.

Έτσι χάθηκε το σπαθί της Κοιλάδας των Βρικολάκων, που ήταν έργο της Μακρινής Δύσης. Αλλά θα χαιρόταν να μάθαινε τη μοίρα του εκείνος που το αργοδούλεψε και το έφτιαξε πολύ παλιά στο Βόρειο-βασίλειο, τότε που οι Ντούνεντεν ήταν νέοι κι ο κυριότερος ανάμεσα στους εχθρούς τους ήταν ο μάγος βασιλιάς του τρομερού βασιλείου της Άνγκμαρ. Καμιά άλλη λάμα, ακόμα κι αν την κρατούσαν χέρια πιο δυνατά, δε θα είχε δώσει σ’ εκείνον τον εχθρό τόσο καίρια πληγή, σκίζοντας τη σάρκα που δεν πέθαινε, λύνοντας τα μάγια που έδεναν τους αόρατους τένοντες στη θέλησή του.

Οι άντρες τώρα σήκωσαν το βασιλιά και, απλώνοντας μανδύες πάνω σε κοντάρια, έφτιαξαν ένα πρόχειρο φορείο για να τον μεταφέρουν στην Πόλη· και άλλοι σήκωσαν προσεκτικά την Έογουιν και ακολούθησαν. Αλλά τους άντρες του παλατιού δεν μπορούσαν να τους απομακρύνουν ακόμα από το πεδίο της μάχης· γιατί εκεί είχαν πέσει επτά από τους ιππότες του βασιλιά και ο Ντέοργουάινι ο αρχηγός τους ήταν ανάμεσά τους. Έτσι τους έβαλαν ξέχωρα από τους εχθρούς τους και το άγριο όρνεο κι έμπηξαν κοντάρια ολόγυρά τους. Και αργότερα, όταν είχαν όλα τελειώσει, γύρισαν εκεί άντρες κι άναψαν φωτιά κι έκαψαν το κουφάρι του όρνεου· για τον Ασπροχαίτη όμως έσκαψαν ένα μνήμα και του έβαλαν μια πλάκα που πάνω της ήταν χαραγμένο στη γλώσσα της Γκόντορ και του Μαρκ:

Θάνατος τον αφέντη του, μα πιστός υπηρέτης.

Γιος της Αλαφροπόδαρης, ο γοργός Ασπροχαίτης.

Πλούσιο πράσινο χορτάρι φύτρωσε στο Μνημείο του Ασπροχαίτη, όμως εκεί που είχαν κάψει το όρνεο, το χώμα ήταν μαύρο και γυμνό.

Αργά τώρα και θλιμμένα προχωρούσε ο Μέρι στο πλευρό των μεταφορέων καν δεν έδωσε πια σημασία στη μάχη. Ήταν κατάκοπος, πολύ πονεμένος και το κορμί του έτρεμε λες και ήταν κρυωμένος. Βροχή καταρράκτης ήρθε από τη θάλασσα κι έμοιαζε λες κι όλα να έκλαιγαν για το Θέοντεν και την Έογουιν, σβήνοντας τις φωτιές στην Πόλη με γκρίζα δάκρυα. Σαν σε καταχνιά σε λίγο είδε την προφυλακή των αντρών της Γκόντορ να πλησιάζει. Ο Ιμραχίλ, ο Πρίγκιπας του Ντολ Άμροθ, πλησίασε και σταμάτησε το άλογό του μπροστά τους.

– Τι φορτίο μεταφέρετε, Άντρες του Ρόαν; φώναξε,

– Το Βασιλιά Θέοντεν, απάντησαν. Είναι νεκρός. Όμως ο Βασιλιάς Έομερ βρίσκεται τώρα στη μάχη – αυτός με το άσπρο λοφίο που ανεμίζει.

Τότε ο πρίγκιπας κατέβηκε από το άλογό του και γονάτισε πλάι στο νεκροκρέβατο για να τιμήσει το βασιλιά και τη μεγάλη του έφοδο· κι έκλαψε. Κι ύστερα όπως σηκώθηκε, είδε την Έογουιν και απόρησε.

– Γυναίκα είναι αυτή εδώ; είπε. Ήρθαν ακόμα και οι γυναίκες των Ροχίριμ να πολεμήσουν τώρα που έχουμε ανάγκη;

– Όχι! Μόνο μία, απάντησαν. Η Αρχόντισσα Έογουιν, η αδελφή του Έομερ· και δεν ξέραμε τίποτα ως αυτή την ώρα και πολύ μας έχει στοιχίσει.

Τότε ο πρίγκιπας βλέποντας την ομορφιά της, μόλο που το πρόσωπό της ήταν χλωμό και παγωμένο, άγγιξε το χέρι της καθώς έσκυψε να την κοιτάξει πιο κοντά.

– Άντρες του Ρόαν! φώναξε. Δεν έχετε γιατρούς μαζί σας; Είναι πληγωμένη, θανατηφόρα ίσως, όμως βλέπω πως ζει ακόμα.

Και έφερε τη γυαλιστερή ασπίδα που κρατούσε στο χέρι του μπροστά στα παγωμένα της χείλια, και να! λίγη άχνα, που μόλις διακρινόταν, απλώθηκε πάνω της.

– Κάνετε γρήγορα τώρα, είπε, κι έστειλε κάποιον να τρέξει γρήγορα πίσω στην Πόλη να φέρει βοήθεια.

Εκείνος όμως, κάνοντας βαθιά υπόκλιση στους πεσόντες, τους αποχαιρέτισε και καβαλικεύοντας πάλι έφυγε για τη μάχη.

Και τώρα η μάχη φούντωσε αγριεμένη στον κάμπο του Πέλενορ· και η κλαγγή των όπλων έφτασε ως τον ουρανό, μαζί με τις κραυγές των αντρών και τα χρεμετίσματα των αλόγων. Βούκινα αντηχούσαν και σάλπιγγες ακούγονταν βραχνές και οι mûmakil σάλπιζαν καθώς τους σπιρούνιζαν για τη μάχη. Κάτω από τα νότια τείχη της Πόλης το πεζικό της Γκόντορ τώρα συμπλεκόταν με τις λεγεώνες της Μόργκουλ, που είχαν ακόμα συγκεντρωμένες τις δυνάμεις τους εκεί. Το ιππικό όμως κάλπασε ανατολικά να βοηθήσει τον Έομερ: ο Χούριν ο Υψηλός, ο Φύλακας των Κλειδιών, κι ο Άρχοντας του Λόσαρναχ και ο Χιρλούιν των Πράσινων Λόφων μαζί με τον Πρίγκιπα Ιμραχίλ τον ωραίο και όλους τους ιππότες του.

Πάνω στην ώρα έφτασε η βοήθεια για τους Ροχίριμ· γιατί η τύχη είχε στραφεί ενάντια στον Έομερ και ο μεγάλος θυμός του τον είχε προδώσει. Η μεγάλη οργή της επίθεσής του είχε κατατροπώσει το μέτωπο των εχθρών του και μεγάλες σφήνες του ιππικού του είχαν χωρίσει στη μέση την παράταξη των Νοτίων, φέρνοντας σε δύσκολη θέση το ιππικό τους και σακατεύοντας το πεζικό. Αλλά όπου έρχονταν οι mûmakil τα άλογα δεν προχωρούσαν, αλλά οπισθοχωρούσαν και άλλαζαν πορεία· και τα θεόρατα τέρατα προχωρούσαν δίχως να τα πολεμάει κανείς και ορθώνονταν σαν πύργοι αμυντικοί, που οι Χαράντριμ ανασυντάχθηκαν γύρω τους. Και αν και οι Ροχίριμ κατά την επίθεσή τους ήταν ένας προς τρεις με τους Χαράντριμ μονάχα, η κατάστασή τους γρήγορα χειροτέρεψε· γιατί καινούριες δυνάμεις ξεχύθηκαν τώρα στο πεδίο της μάχης από την Οσγκίλιαθ. Ήταν συγκεντρωμένες εκεί για να λαφυραγωγήσουν την Πόλη και να λεηλατήσουν την Γκόντορ, περιμένοντας το κάλεσμα του Καπετάνιου τους. Αυτός όμως τώρα είχε αφανιστεί· ο Γκόθμογκ όμως, ο υπαρχηγός της Μόργκουλ, τους έριξε στη μάχη· Ανατολίτες με τσεκούρια και Βάριαγκς από το Καντ, Νότιους ντυμένους στα κόκκινα και από το Άπω Χαράντ μαύρους, που έμοιαζαν με γίγαντες με άσπρα μάτια και κόκκινες γλώσσες. Μερικοί έτρεχαν τώρα βιαστικά στα νώτα των Ροχίριμ, ενώ άλλοι τράβηξαν δυτικά για να συγκρατήσουν τις δυνάμεις της Γκόντορ και να τις εμποδίσουν να ενωθούν με το Ρόαν.

Και ήταν τότε που η μέρα άρχισε έτσι να γυρίζει σε βάρος της Γκόντορ και οι ελπίδες τους άρχισαν να ταλαντεύονται, όταν μια νέα φωνή ακούστηκε από την Πόλη, ήταν τότε μεσημέρι, και φυσούσε δυνατά και η βροχή έφευγε στο βοριά και ο ήλιος έλαμπε. Σ’ εκείνη την καθαρή ατμόσφαιρα οι σκοποί στα τείχη είδαν μακριά ένα καινούριο φοβερό θέαμα κι έχασαν και την τελευταία τους ελπίδα.

Γιατί ο Άντουιν, από τη στροφή που έπαιρνε στο Χάρλοντ, κυλούσε με τέτοιον τρόπο, ώστε οι άνθρωποι από την Πόλη μπορούσαν να τον παρακολουθούν για αρκετές λεύγες και όσοι έβλεπαν μακριά μπορούσαν να δουν όποιο πλοίο κι αν πλησίαζε. Και κοιτάζοντας κατά κει πέρα φώναξαν μ’ απελπισία· γιατί μαύρο στο βάθος του γυαλιστερού Ποταμού είδαν ένα στόλο να έρχεται με τη βοήθεια του ανέμου· δρόμωνες και μεγάλα πλοία με πολλά κουπιά και μαύρα πανιά που τα φούσκωνε η αύρα.

– Οι Κουρσάροι του Ούμπαρ! ξεφώνισαν οι άντρες.

– Οι Κουρσάροι του Ούμπαρ! Να! Οι Κουρσάροι του Ούμπαρ έρχονται. Πήραν, λοιπόν, το Μπέλφαλας και το Έθιρ, πάει το Λέμπενιν. Πλάκωσαν οι Κουρσάροι! Η χαριστική βολή της μοίρας.

Και μερικοί δίχως εντολή, γιατί δε βρισκόταν κανείς στην Πόλη να τους δώσει διαταγές, έτρεξαν στις καμπάνες και σήμαναν συναγερμό· και άλλοι σάλπισαν υποχώρηση με τις τρομπέτες.

— Πίσω στα τείχη! φώναζαν. Πίσω στα τείχη! Γυρίστε στην Πόλη πριν χαθούμε όλοι!

Ο αέρας όμως που έφερνε γρήγορα τα πλοία, έπαιρνε τη φωνή τους μακριά.

Πάντως οι Ροχίριμ δεν είχαν καμιά ανάγκη για νέα ή συναγερμό. Μπορούσαν πολύ καλά από μόνοι τους να δουν τα μαύρα πανιά. Γιατί ο Έομερ απείχε λιγότερο από ένα μίλι από το Χάρλοντ και ένα μεγάλο πλήθος των πρώτων του αντιπάλων βρισκόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και στο λιμάνι πέρα, ενώ καινούριοι εχθροί ορμούσαν στροβιλίζοντας στα νώτα του, αποκόπτοντάς τον από τον Πρίγκιπα. Κοίταξε τώρα στο Ποτάμι και η ελπίδα έσβησε στην καρδιά του και τον άνεμο που είχε θεωρήσει ευλογημένο τώρα τον έλεγε καταραμένο. Οι ορδές της Μόρντορ όμως αναθάρρησαν και, με καινούρια λαχτάρα και μένος, όρμησαν με κραυγές στην επίθεση.

Ήταν άγρια η διάθεση του Έομερ τώρα και ο νους του ξεκάθαρος πάλι. Είπε και σάλπισαν τα βούκινα για να ανασυνταχθούν όλοι οι άντρες, όσοι μπορούσαν να έρθουν εκεί, γύρω απ’ το λάβαρό του· γιατί σκέφθηκε να σχηματίσει ένα μεγάλο τείχος με ασπίδες στο τέλος και να πολεμήσει εκεί πεζός, ώσπου να πέσουν όλοι και να πράξουν ανδραγαθήματα άξια να υμνηθούν στον κάμπο του Πέλενορ, ακόμα κι αν δεν έμενε άνθρωπος στη Δύση να θυμάται τον τελευταίο Βασιλιά του Μαρκ. Έτσι κάλπασε σ’ ένα πράσινο λοφάκι κι έστησε εκεί το λάβαρο του και το Άσπρο Άλογο έτρεχε κυματίζοντας στον αέρα.

Ξεπερνώντας την αμφιβολία, στο ξημέρωμα ολόμαυρης μέρας,

Ήρθα στον ήλιο τραγουδώντας, με σπαθί γυμνωμένο.

Κάλπαζα δίχως ελπίδα, με καρδιά τσακισμένη:

Ν’ αφανίζω μ’ οργή, ώσπου νά ’ρθει το σούρουπο πνιγμένο στο αίμα.

Αυτούς τους στίχους απήγγειλε, γελούσε όμως όπως τους έλεγε. Γιατί για μια ακόμα φορά τον είχε κυριέψει ο οίστρος της μάχης· και ήταν ακόμα ανέγγιχτος κι ήταν νέος κι ήταν βασιλιάς· ο άρχοντας ενός άγριου λαού. Και να! ενώ περιγελούσε ακόμα την απελπισία, κοίταξε ξανά τα μαύρα καράβια και σήκωσε ψηλά το σπαθί του, αψηφώντας τα.

Και τότε τον κυρίεψε θαυμασμός και μεγάλη χαρά· και πέταξε το σπαθί του ψηλά στο φως του ήλιου και τραγουδούσε καθώς το έπιασε. Και όλα τα μάτια ακολούθησαν το βλέμμα του και να! στο πρώτο πρώτο καράβι υψώθηκε μια μεγάλη σημαία και ο άνεμος την ξεδίπλωσε καθώς έστριψε προς το Χάρλοντ. Πάνω της άνθιζε ένα Λευκό Δέντρο κι αυτό συμβόλιζε την Γκόντορ· αλλά γύρω του είχε Επτά Αστέρια και από πάνω του μια ψηλή κορόνα, τα εμβλήματα του Έλεντιλ, που κανένας άρχοντας δεν τα είχε χρησιμοποιήσει εδώ και αμέτρητα χρόνια. Και τα αστέρια άναψαν στο φως του ήλιου, γιατί ήταν κεντημένα με πετράδια από την Άργουεν, τη θυγατέρα του Έλροντ· και η κορόνα έλαμπε στο φως του πρωινού, γιατί ήταν κεντημένη με χρυσάφι και μίθριλ.

Κι έτσι έφτασε ο Άραγκορν ο γιος του Άραθορν, ο Ελέσαρ, ο κληρονόμος του Ισίλντουρ, αφού πέρασε τα Μονοπάτια των Νεκρών και τον έφερε ο άνεμος από τη θάλασσα στο βασίλειο της Γκόντορ· και η χαρά των Ροχίριμ ήταν ένας χείμαρρος γέλιου και οι αστραπές των σπαθιών τους· και η χαρά κι ο θαυμασμός της Πόλης ήταν οι τρομπέτες που σάλπιζαν και οι καμπάνες που χτυπούσαν. Αλλά τα στίφη της Μόρντορ σάστισαν και τους φάνηκε μεγάλη μαγεία τα δικά τους πλοία να είναι γεμάτα με τους εχθρούς τους· μαύρος τρόμος τους κυρίεψε, γιατί κατάλαβαν πως η τύχη είχε στραφεί εναντίον τους και το τέλος τους πλησίαζε.

Ανατολικά κάλπαζαν οι ιππότες του Ντολ Άμροθ κατατροπώνοντας τους εχθρούς μπροστά τους – τους γίγαντες, τους Βάριαγκ και τους ορκ που μισούσαν το φως του ήλιου. Νότια προχωρούσε ο Έομερ κι όλοι το ’βαζαν στα πόδια μπροστά του και έτσι παγιδεύτηκαν ανάμεσα στο σφυρί και στο αμόνι. Γιατί τώρα άντρες πήδηξαν από τα καράβια στις αποβάθρες του Χάρλοντ και σάρωναν τα πάντα σαν την καταιγίδα προχωρώντας Βορινά. Να κι ο Λέγκολας και ο Γκίμλι κραδαίνοντας το τσεκούρι του, ο Χάλμπαραντ με τη σημαία, ο Ελάνταν κι ο Ελρόχιρ με άστρα στα μέτωπα τους και οι Ντούνεντεν με το αποφασιστικό χέρι, οι Περιφερόμενοι Φύλακες του Βορρά, επικεφαλής όλων των αντρειωμένων παλικαριών του Λέμπενιν και του Λάμεντον και των τιμαρίων του Νότου. Αλλά πρώτος απ’ όλους πήγαινε ο Άραγκορν με τη Φλόγα της Δύσης, τον Αντούριλ, σαν φρεσκοαναμμένη φωτιά, που ήταν ο Νάρσιλ ξανά συγκολλημένος και το ίδιο θανατηφόρος όπως παλιά· και στο μέτωπό του είχε το Άστρο του Έλεντιλ.

Και έτσι, τέλος, ο Έομερ κι ο Άραγκορν αντάμωσαν στη μάχη κι έγειραν στα σπαθιά τους και κοίταξαν ο ένας τον άλλον όλο χαρά.

– Κι έτσι ανταμώνουμε ξανά, μόλο που όλα τα στίφη της Μόρντορ βρίσκονταν ανάμεσα μας, είπε ο Άραγκορν. Έτσι δεν είχα πει στο Φρούριο της Σάλπιγγας;

– Έτσι είχες πει, είπε ο Έομερ, αλλά συχνά οι ελπίδες απατούν και τότε δεν ήξερα πως ήσουν άνθρωπος με προορατικό χάρισμα. Πάντως, είναι διπλά ευλογημένη βοήθεια απρόσμενη και ποτέ δεν έγινε πιο χαρούμενη συνάντηση ανάμεσα σε φίλους.

Έδεσαν τα χέρια τους σφιχτά σε χειραψία.

– Και ούτε, βέβαια, σε καλύτερη ώρα, είπε ο Έομερ. Έρχεσαι ακριβώς πάνω στην ώρα, φίλε μου. Μεγάλες απώλειες και λύπη μάς έχει βρει.

– Τότε, ας πάρουμε εκδίκηση, πριν μιλήσουμε γι’ αυτά! είπε ο Άραγκορν και ξαναγύρισαν πίσω στη μάχη μαζί.

Είχαν ακόμα μπροστά τους σκληρή μάχη και πολύωρους κόπουςγιατί οι Νότιοι ήταν άντρες τολμηροί και άγριοι και εξαγριωμένοι στην απελπισία τους· και οι Ανατολίτες ήταν δυνατοί κι εμπειροπόλεμοι και δε χάριζαν κάστανα. Κι έτσι, πότε εδώ και πότε εκεί, στα καμένα υποστατικά ή στους αχυρώνες, στα λσφάκια ή στα υψώματα, κάτω από τα τείχη ή στα χωράφια, εξακολουθούσαν να μαζεύονται και ν’ ανασυντάσσονται και να πολεμούν, ώσπου τελείωσε η μέρα.

Τότε ο Ήλιος έγειρε τέλος πίσω από το Μιντολούιν και γέμισε τον ουρανό φωτιά, έτσι που όλοι οι λόφοι και τα βουνά βάφτηκαν κόκκινα σαν από αίμα· έλαμπε φωτιά στο Ποτάμι και το γρασίδι του Πέλενορ ήταν κόκκινο όπως έπεφτε η νύχτα. Και κείνη την ώρα η μεγάλη μάχη στον κάμπο της Γκόντορ τελείωσε· και ούτε ένας ζωντανός εχθρός δεν έμεινε στον περίγυρο των Ράμας. Όλους τους σκότωσαν, εκτός από εκείνους που ξέφυγαν για να πεθάνουν ή να πνιγούν στους κόκκινους αφρούς του Ποταμού. Ελάχιστοι κάποτε έφτασαν ανατολικά στη Μόργκουλ ή στη Μόρντορ· και στη χώρα των Χαράντριμ έφτασε μόνο μια ιστορία από μακριά – ένας θρύλος για την οργή και τον τρόμο της Γκόντορ.

Ο Άραγκορν και ο Έομερ και ο Ιμραχίλ γύρισαν πίσω κατά την Πύλη της Πόλεως· και τώρα ήταν πολύ κουρασμένοι είτε για χαρά είτε για λύπη. Αυτοί οι τρεις ήταν ανέγγιχτοι, γιατί τέτοια ήταν η τύχη τους και η δεξιοσύνη και δύναμη των όπλων τους, που λίγοι στ’ αλήθεια τόλμησαν να τους αντιμετωπίσουν ή να τους κοιτάξουν καταπρόσωπο την ώρα της οργής τους. Αλλά πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν ή ακρωτηριάστηκαν ή κείτονταν νεκροί στο πεδίο της μάχης. Τα τσεκούρια έκοψαν το Φόρλονγκ εκεί που πολεμούσε μοναχός δίχως άλογο· και ο Ντουίλιν του Μόρθοντ και ο αδελφός του ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου, όταν επετέθηκαν στους mûmakil, οδηγώντας τους τοξότες τους κοντά για να ρίξουν στα μάτια των θηρίων. Ούτε ο Χιρλούιν ο ωραίος θα ξαναγύριζε στο Πίναθ Γκέλιν, ούτε ο Γκρίμπολντ στο Γκρίμσλέιντ ούτε ο Χάλμπαραντ στις χώρες του Βορρά, ο Περιφερόμενος Φύλακας με το αποφασιστικό χέρι. Δεν είχαν πέσει λίγοι, φημισμένοι ή άσημοι, καπεταναίοι ή στρατιώτες’ γιατί ήταν μεγάλη μάχη και τον απολογισμό της ολόκληρο καμιά ιστορία δεν έχει εξιστορήσει. Έτσι πολύ αργότερα έψαλε ένας τροβαδούρος στο Ρόαν στο τραγούδι του για τους Τύμβους του Μούντμπουργκ:

Για τα βούκινα ακούσαμε π’ αντηχούσαν στους λόφους,

τα λαμπρά τα σπαθιά του Νότιου Βασίλειου.

Στη Στόνιγκλαντ[2] κάλπαζαν άτια

σαν τον άνεμο τον πρωινό. Κι ο πόλεμος άναψε.

Εκεί έπεσε ο Μέγας ο Θέοντεν Θένγκλινγκ

και δε θα γυρίσει ποτέ στον Βορρά τα λιβάδια,

στα χρυσά του παλάτια και στους πράσινους κάμπους

ο αρχηγός του στρατού. Ο Χάρντινγκ κι ο Γκούτλαφ,

ο Ντανχίρι κι ο Ντεοργουίνι κι ο Γκρίμπολντ ο αντρειωμένος,

ο Χερεφάρα κι ο Χέρουμπραντ, κι ο Χορν και ο Φάστρεντ

πολέμησαν κι έπεσαν σε χώρα μακριά ―

και κείτονται τώρα στου Μούντμπουργκ τους τύμβους

με της Γκόντορ τους άρχοντες, τους λαμπρούς τους συμμάχους.

Ούτε ο Χιρλούιν ο Ωραίος στους λόφους της θάλασσας πλάι

ούτε ο Φόρλονγκ ο γέρος στις λουλουδιασμένες κοιλάδες του Άρναχ

δε γύρισαν θριαμβευτές· ούτε οι γενναίοι τοξότες

ο Ντουίλιν και ο Ντερούφιν γύρισαν πάλι

στις λίμνες του Μόρθοντ, στη σκιά των βουνών.

Ο θάνατος το πρωινό και στο τέλος της μέρας

άρχοντες πήρε μαζί και λαό, Χρόνους τώρα κοιμούνται

στης Γκόντορ το χώμα στο Ποτάμι σιμά το Μεγάλο.

Γκρίζο είναι τώρα σαν δάκρυα κι ασημένιο γυαλίζει

όμως τότε κυλούσε και βούιζε κόκκινο·

στο ηλιοβασίλεμα γυάλιζε βαμμένο στο αίμα.

Όμοια με φάρους καίγονταν τα βουνά μες στο δείλι

και κόκκινη πάχνη απλωνόταν στο Ράμας Έχορ.

VII Η ΠΥΡΑ ΤΟΥ ΝΤΕΝΕΘΟΡ

Όταν η σκοτεινή σκιά στην Πύλη αποτραβήχτηκε, ο Γκάνταλφ εξακολούθησε να στέκεται ακίνητος. Ο Πίπιν όμως σηκώθηκε όρθιος, λες και του είχαν πάρει από πάνω του μεγάλο βάρος. Στάθηκε και άκουγε τα βούκινα και του φάνηκε πως θα έσπαζαν την καρδιά του από χαρά. Και ποτέ του στα μετέπειτα χρόνια δεν μπορούσε ν’ ακούσει βούκινο να σαλπίζει δίχως να του έρχονται δάκρυα στα μάτια. Αλλά ξαφνικά τώρα θυμήθηκε την αποστολή του και έτρεξε μπροστά. Εκείνη τη στιγμή ο Γκάνταλφ κουνήθηκε και μίλησε στον Ίσκιο, έτοιμος να περάσει την Πύλη.

– Γκάνταλφ, Γκάνταλφ! φώναξε ο Πίπιν και ο Ίσκιος σταμάτησε.

– Τι γυρεύεις εσύ εδώ; είπε ο Γκάνταλφ. Δεν είναι νόμος στην Πόλη που λέει ότι εκείνοι που φορούν τα μαύρα κι ασημένια πρέπει να μένουν στην Ακρόπολη, εκτός και πάρουν άδεια από τον άρχοντά τους;

– Μου έδωσε, είπε ο Πίπιν. Με έδιωξε. Αλλά εγώ φοβάμαι. Κάτι τρομερό πάει να γίνει εκεί πάνω. Ο Άρχοντας έχασε τα λογικά του, νομίζω. Φοβάμαι πως θα σκοτωθεί και θα σκοτώσει και το Φαραμίρ μαζί. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα;

Ο Γκάνταλφ κοίταξε απ’ την πεσμένη Πύλη και στον κάμπο ακουγόταν κιόλας ο θόρυβος της μάχης που όλο δυνάμωνε. Έσφιξε το χέρι του.

– Πρέπει να πάω. είπε. Ο Μαύρος Καβαλάρης είναι έξω και μπορεί ακόμα να μας φέρει τον όλεθρο. Δεν έχω καιρό.

– Μα ο Φαραμίρ! φώναξε ο Πίπιν. Δεν είναι πεθαμένος και θα τον κάψουν ζωντανό, αν δεν τους σταματήσει κάποιος.

– Θα τον κάψουν ζωντανό; είπε ο Γκάνταλφ. Τι ιστορία είναι αυτή; Κάνε γρήγορα!

– Ο Ντένεθορ έχει πάει στους Τάφους, είπε ο Πίπιν, κι έχει πάρει και το Φαραμίρ και λέει πως θα καούμε όλοι και δεν περιμένει· και πρέπει να του φτιάξουν πυρά και να τον κάψουν πάνω της· και το Φαραμίρ μαζί. Κι έχει στείλει ανθρώπους να πάνε να φέρουν ξύλα και πετρέλαιο. Κι εγώ το είπα στον Μπέρεγκοντ, αλλά φοβάμαι πως δε θα τολμήσει να αφήσει τη θέση του – είναι υπηρεσία. Και τι μπορεί να κάνει αυτός, εδώ που τα λέμε;

Κι έτσι ο Πίπιν διηγήθηκε την ιστορία του κι ύστερα πλησίασε και άγγιξε το γόνατο του Γκάνταλφ με τρεμάμενα χέρια.

– Δεν μπορείς να σώσεις το Φαραμίρ;

– Μπορεί και να μπορώ, είπε ο Γκάνταλφ· αλλά αν το κάνω, τότε φοβάμαι πως θα πεθάνουν άλλοι. Λοιπόν, πρέπει να έρθω, εφόσον καμιά άλλη βοήθεια δεν μπορεί να τον φτάσει. Αλλά λύπη και κακό θα βγει απ’ αυτό. Ακόμα και στην καρδιά του λημεριού μας έχει τη δύναμη να μας χτυπάει ο Εχθρός – γιατί είναι το δικό του θέλημα που δουλεύει τώρα.

Ύστερα, αφού είχε πάρει την απόφασή του, κινήθηκε γρήγορα· και, πιάνοντας τον Πίπιν, τον κάθισε μπροστά του και με ένα λόγο έστριψε τον Ίσκιο. Άρχισαν με θόρυβο ν’ ανεβαίνουν τους δρόμους της Μίνας Τίριθ, ενώ η χλαλοή του πολέμου ακουγόταν πίσω τους. Παντού οι άντρες ξεπερνούσαν την απελπισία και το φόβο τους, άρπαζαν τα όπλα τους και έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Ήρθε το Ρόαν!» Οι Καπεταναίοι φώναζαν, οι λόχοι ανασυντάσσονταν πολλοί κατηφόριζαν κιόλας για την Πύλη.

Συνάντησαν τον Πρίγκιπα Ιμραχίλ κι αυτός τους φώναξε:

– Πού πας τώρα, Μιθραντίρ; Οι Ροχίριμ πολεμούν στον κάμπο της Γκόντορ! Πρέπει να συγκεντρώσουμε όσες δυνάμεις μπορούμε να βρούμε.

– Θα χρειαστείς όλους τους άντρες κι άλλους ακόμα, είπε ο Γκάνταλφ. Κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Εγώ θα έρθω μόλις μπορέσω. Αλλά έχω μια δουλειά στον Άρχοντα Ντένεθορ, που δεν μπορεί να περιμένει. Ανάλαβε εσύ το γενικό πρόσταγμα, όσο απουσιάζει ο Άρχοντας!

Συνέχισαν να προχωρούν και όπως ανέβαιναν και πλησίαζαν την Ακρόπολη ένιωσαν τον αέρα να τους φυσάει στο πρόσωπο κι είδαν το πρώτο αντιφέγγισμα της αυγής μακριά, ένα φως που δυνάμωνε στον ουρανό κατά το Νοτιά. Αλλά τους έδωσε λίγες ελπίδες, γιατί δεν ήξεραν τι κακό τους περίμενε και είχαν το φόβο πως θα έφταναν πολύ αργά.

– Το σκοτάδι φεύγει, είπε ο Γκάνταλφ, αλλά εξακολουθεί να απλώνεται βαρύ πάνω σ’ αυτή την Πόλη.

Στην είσοδο της Ακρόπολης δε βρήκαν φρουρό.

– Άρα ο Μπέρεγκοντ πήγε, είπε ο Πίπιν με μεγαλύτερη ελπίδα. Έστριψαν και πήραν βιαστικά το δρόμο για την Κλεισμένη Πόρτα.

Στεκόταν ορθάνοιχτη και ο θυρωρός ήταν πεσμένος μπροστά της. Τον είχαν σκοτώσει και του είχαν πάρει το κλειδί.

– Έργο του Εχθρού! είπε ο Γκάνταλφ. Τέτοιες δουλειές του αρέσουν – ο φίλος να πολεμάει το φίλο· διχασμένη αφοσίωση και σύγχυση στις καρδιές.

Τώρα ξεπέζεψε και είπε στον Ίσκιο να γυρίσει στο στάβλο του.

– Γιατί, φίλε μου, είπε, εσύ κι εγώ θα έπρεπε να είχαμε πάει στον κάμπο εδώ και πολλή ώρα, αλλά με καθυστερούν άλλες υποθέσεις. Να έρθεις όμως γρήγορα, αν σε φωνάξω!

Πέρασαν την Πόρτα και πήραν τον περιστροφικό κατηφορικό δρόμο. Το φως δυνάμωνε και οι ψηλές κολόνες και τα αγάλματα πλάι στο δρόμο περνούσαν αργά σαν γκρίζα φαντάσματα.

Ξαφνικά η σιωπή διακόπηκε και άκουσαν κάτω φωνές και χτυπήματα σπαθιών τέτοιοι θόρυβοι δεν είχαν ακουστεί σ’ αυτούς τους ιερούς τόπους από τότε που χτίστηκε η Πόλη. Τέλος, έφτασαν στη Ραθ Ντίνεν κι έτρεξαν στον Οικογενειακό Τάφο των Επιτρόπων, που υψωνόταν με το μεγάλο του τρούλο στο πρωινό φως.

– Σταθείτε! Σταθείτε! φώναξε ο Γκάνταλφ κι όρμησε στην πέτρινη σκάλα μπροστά στην πόρτα. Σταματήστε αυτή την τρέλα!

Γιατί εκεί ήταν οι υπηρέτες του Ντένεθορ με σπαθιά και δάδες στα χέρια τους· αλλά μονάχος στη βεράντα πάνω στο ψηλότερο σκαλοπάτι στεκόταν ο Μπέρεγκοντ, ντυμένος στα μαύρα κι ασημιά της Φρουράς· και υπερασπιζόταν την είσοδο. Δύο είχαν κιόλας πέσει από το σπαθί του λεκιάζοντας τα ιερά με το αίμα τους· και οι υπόλοιποι τον έβριζαν και τον φώναζαν παράνομο και προδότη του αφέντη του.

Την ώρα που ο Γκάνταλφ κι ο Πίπιν ορμούσαν μπροστά, άκουσαν από μέσα από τον οίκο των νεκρών τη φωνή του Ντένεθορ να φωνάζει:

– Γρήγορα, γρήγορα! Κάνετε όπως σας είπα! Σκοτώστε τον αποστάτη! Ή μήπως πρέπει εγώ να το κάνω;

Οπότε η πόρτα που ο Μπέρεγκοντ κρατούσε κλειστή με το αριστερό του χέρι άνοιξε με βία κι εκεί από πίσω του στάθηκε ο Άρχοντας της Πόλεως, ψηλός και άγριος· μια φλόγα έφεγγε στα μάτια του και κρατούσε ένα γυμνό σπαθί.

Ο Γκάνταλφ όμως ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια και οι άντρες οπισθοχώρησαν και σκέπασαν τα μάτια τους· γιατί ο ερχομός του ήταν σαν να ερχόταν ένα άσπρο φως σε ένα σκοτεινό μέρος κι ερχόταν όλος θυμό. Σήκωσε το χέρι του και την ίδια στιγμή το σπαθί του Ντένεθορ τινάχτηκε ψηλά κι έφυγε από το χέρι του κι έπεσε πίσω του στις σκιές του τάφου· κι ο Ντένεθορ πισωπάτησε μπροστά στον Γκάνταλφ σαν κάποιος που έχει σαστίσει.

– Τι είναι αυτά, άρχοντά μου; είπε ο μάγος. Οι οίκοι των νεκρών δεν είναι τόπος για τους ζωντανούς. Και γιατί πολεμάνε εδώ οι άντρες στους Ιερούς Τόπους, ενώ έχει πόλεμο και με το παραπάνω μπροστά στην Πύλη; Ή έφτασε ο Εχθρός μας ακόμα και στη Ραθ Ντίνεν;

– Από πότε ο Άρχοντας της Γκόντορ είναι υπόλογος σ’ εσένα; είπε ο Ντένεθορ. Ή δεν μπορώ να διατάζω τους υπηρέτες μου;

– Μπορείς, είπε ο Γκάνταλφ. Άλλοι όμως μπορούν να αντιδρούν στην θέλησή σου, όταν μετατραπεί σε τρέλα ή σε κακό. Πού είναι ο γιος σου, ο Φαραμίρ;

– Είναι μέσα, είπε ο Ντένεθορ, καίγεται, καίγεται κιόλας. Μια φωτιά του έχουν βάλει στη σάρκα του. Σε λίγο όμως θα καούν όλα. Η Δύση απέτυχε. Όλα θα σβήσουν σε μια μεγάλη φωτιά κι όλα θα τελειώσουν. Στάχτες! Στάχτες και καπνός, που θα τα πάρει ο άνεμος!

Τότε ο Γκάνταλφ, βλέποντας την τρέλα που τον είχε κυριέψει, φοβήθηκε πως είχε κιόλας κάνει κάτι κακό. Τον έσπρωξε και μπήκε, με τον Μπέρεγκοντ και τον Πίπιν πίσω του, ενώ ο Ντένεθορ υποχώρησε ώσπου στάθηκε πλάι στο τραπέζι μέσα. Εκεί όμως βρήκαν το Φαραμίρ να ονειρεύεται ακόμα μες στον πυρετό του, ξαπλωμένο στο τραπέζι. Από κάτω ήταν τοποθετημένα ξύλα και παντού ολόγυρα ως πάνω και όλα ήταν μουσκεμένα με πετρέλαιο, ακόμα και τα ρούχα του Φαραμίρ και τα σκεπάσματα· αλλά ακόμα δεν τους είχαν βάλει φωτιά. Τότε ο Γκάνταλφ αποκάλυψε τη δύναμη που βρισκόταν κρυμμένη μέσα του, μόλο που το φως της δύναμής του ήταν κρυμμένο κάτω από τον γκρίζο του μανδύα. Πήδηξε πάνω στα καυσόξυλα και, σηκώνοντας ανάλαφρα τον άρρωστο, πήδηξε πάλι κάτω και τον πήγε κατά την πόρτα. Αλλά την ώρα που πήγαινε ο Φαραμίρ βόγκηξε και φώναξε τον πατέρα του στ’ όνειρό του.

Ο Ντένεθορ τινάχτηκε σαν κάποιος που συνέρχεται από έκσταση και η φλόγα έσβησε στη ματιά του κι άρχισε να κλαίει· και είπε:

– Μη μου παίρνεις το γιο μου! Με φωνάζει.

– Φωνάζει, είπε ο Γκάνταλφ, αλλά δεν μπορείς να τον πλησιάσεις ακόμα. Γιατί πρέπει ν’ αναζητήσει θεραπεία στο κατώφλι του θανάτου και μπορεί και να μην τη βρει. Ενώ ο δικός σου ρόλος είναι να βγεις έξω στη μάχη που δίνει η Πόλη σου, όπου μπορεί και να σε περιμένει ο θάνατος. Αυτό το ξέρεις μέσα στην καρδιά σου βαθιά.

– Δε θα ξυπνήσει πάλι, είπε ο Ντένεθορ. Η μάχη είναι μάταιη. Γιατί να θέλουμε να ζήσουμε περισσότερο; Γιατί να μην πάμε στο θάνατο πλάι πλάι;

– Δε σου έχει δοθεί εξουσία, Επίτροπε της Γκόντορ, να διατάζεις την ώρα του θανάτου σου, απάντησε ο Γκάνταλφ. Και μόνο οι βάρβαροι βασιλιάδες, κάτω από την κυριαρχία της Μαύρης Δυνάμεως, το έκαναν αυτό, αυτοκτονώντας από υπερηφάνεια και απελπισία, δολοφονώντας τους συγγενείς τους για να κάνουν το δικό τους θάνατο ευκολότερο.

Ύστερα, περνώντας την πόρτα, πήρε το Φαραμίρ από τον οίκο του θανάτου και τον έβαλε στο φορείο που τον είχαν φέρει και που βρισκόταν τώρα στη βεράντα. Ο Ντένεθορ τον ακολούθησε και στάθηκε τρέμοντας και κοίταζε με πόθο το πρόσωπο του γιου του. Και για μια στιγμή, ενώ όλοι ήταν σιωπηλοί και ακίνητοι, παρακολουθώντας την αγωνία του Άρχοντα, ταλαντεύτηκε.

– Έλα! είπε ο Γκάνταλφ. Μας χρειάζονται. Είναι πολλά εκείνα που μπορείς να κάνεις ακόμα.

Τότε ξαφνικά ο Ντένεθορ έβαλε τα γέλια. Ορθώθηκε ψηλός και υπερήφανος ξανά και, πηγαίνοντας γρήγορα πίσω στο τραπέζι, σήκωσε το μαξιλάρι που είχε ακουμπήσει το κεφάλι του. Ύστερα, βγαίνοντας στην είσοδο, τράβηξε το σκέπασμα και, να! ανάμεσα στα χέρια του κρατούσε ένα palantír. Και όπως το σήκωσε ψηλά, φάνηκε, σ’ εκείνους που παρακολουθούσαν, πως η σφαίρα άρχισε να φέγγει με μια εσωτερική φλόγα, έτσι που το λιπόσαρκο πρόσωπο του Άρχοντα φωτίστηκε λες κι από κόκκινη φωτιά και φάνηκε σαν σμιλεμένο από σκληρή πέτρα, καθαρογραμμένο με μαύρες φωτοσκιάσεις, ευγενικό, περήφανο και τρομερό. Τα μάτια του γυάλισαν.

– Υπερηφάνεια και απελπισία! φώναξε. Νόμισες ότι τα μάτια του Λευκού Πύργου ήταν τυφλά; Όχι, έχω δει περισσότερα από ό,τι γνωρίζεις, Γκρίζε Τρελέ. Διότι η ελπίδα σου δεν είναι παρά άγνοια. Πήγαινε, λοιπόν, να κοπιάζεις με θεραπείες! Πήγαινε να πολεμήσεις! Ματαιοδοξία. Για ένα μικρό διάστημα μπορεί να θριαμβεύσεις στο πεδίο της μάχης, για μία μέρα. Αλλά εναντίον της Δυνάμεως, η οποία τώρα σηκώνεται, δεν υπάρχει νίκη. Σε αυτή την Πόλη μόνο το πρώτο δάχτυλο του χεριού του έχει ως τώρα απλωθεί. Όλη η Ανατολή βρίσκεται στο πόδι. Ακόμα και τώρα ο άνεμος της ελπίδας σου σ’ έχει προδώσει και ανεβάζει από τον Άντουιν ένα στόλο με μαύρα πανιά. Η Λύση έχει αποτύχει. Ώρα να φύγουν όλοι όσοι δε θέλουν να γίνουν σκλάβοι.

– Τέτοιες συμβουλές σίγουρα θα κάνουν βέβαιη τη νίκη του Εχθρού, είπε ο Γκάνταλφ.

– Συνέχισε να ελπίζεις, λοιπόν! γέλασε ο Ντένεθορ. Μήπως δε σε ξέρω, Μιθραντίρ; Ελπίζεις να κυβερνήσεις στη θέση μου, να βρίσκεσαι πίσω από κάθε θρόνο, σε βοριά, νότο και δύση. Έχω διαβάσει το νου σου και τις δολοπλοκίες του. Νομίζεις δεν ξέρω πως διέταξες τούτο εδώ το ανθρωπάκι να σωπάσει; Πως το έφερες για να με κατασκοπεύει μέσα στην ίδια την κάμαρά μου; Παρ’ όλ’ αυτά όμως, όταν συνομιλήσαμε έμαθα τα ονόματα και το σκοπό όλων των συντρόφων σου. Ώστε, έτσι! Με το αριστερό χέρι σου θέλεις να με χρησιμοποιήσεις για λίγο σαν ασπίδα εναντίον της Μόρντορ και με το δεξί φέρνεις αυτόν τον Περιφερόμενο Φύλακα του Βορρά να με υποκαταστήσει.

»Όμως, εγώ σου λέγω, Γκάνταλφ Μιθραντίρ, πως δε γίνομαι όργανό σου! Είμαι ο Επίτροπος του Οίκου του Ανάριον. Δε θα παραιτηθώ για να γίνω ο γεροξεκούτης θαλαμηπόλος ενός τυχοδιώκτη. Ακόμα και αν ο ισχυρισμός του αποδειχθεί αληθινός, δεν παύει να κρατά από τη γενιά του Ισίλντουρ. Εγώ δε θα σκύψω το κεφάλι σε έναν σαν κι αυτόν, τον τελευταίο απόγονο ενός ξεπεσμένου οίκου, από καιρό απογυμνωμένου από κάθε αρχοντιά και αξιοπρέπεια.

– Τι, λοιπόν, τι θα προτιμούσες, είπε ο Γκάνταλφ, αν το θέλημά σου επικρατούσε;

– Θα άφηνα τα πράγματα ακριβώς όπως ήταν όλες τις μέρες της ζωής μου, απάντησε ο Ντένεθορ, και τις μέρες των προγόνων μου πριν από μένα – ως Άρχοντας αυτής της Πόλεως ειρηνικά· και θα άφηνα το θρόνο μου σε ένα γιο ύστερα από μένα, που θα ήταν κύριος του εαυτού του κι όχι μαθητής κάποιου μάγου. Αλλά, αν η μοίρα μου το αρνηθεί αυτό, τότε δε θέλω τίποτα: ούτε ζωή υποβαθμισμένη ούτε αγάπη μοιρασμένη ούτε τιμή μειωμένη.

– Εμένα μου φαίνεται πως ένας Επίτροπος που πιστά παραδίδει αυτό που είχε αναλάβει δε χάνει ούτε την αγάπη ούτε την τιμή, είπε ο Γκάνταλφ. Και, τουλάχιστο, δε θα στερήσεις από το γιο σου να διαλέξει αυτός, όσο είναι αμφίβολο αν θα πεθάνει.

Σ’ αυτά τα λόγια, τα μάτια του Ντένεθορ φλογίστηκαν πάλι και, βάζοντας τη Σφαίρα κάτω από τη μασχάλη του, έβγαλε ένα μαχαίρι και τράβηξε κατά το φορείο. Αλλά ο Μπέρεγκοντ όρμησε και στάθηκε μπροστά από το Φαραμίρ.

– Ώστε, έτσι, λοιπόν! ξεφώνισε ο Ντένεθορ. Εσύ έχεις κιόλας κλέψει τη μισή αγάπη του γιου μου. Και τώρα μου κλέβεις και τις καρδιές των ιπποτών μου, για να μου στερήσουν τελείως το γιο μου στο τέλος. Αλλά σ’ αυτό τουλάχιστο δε θα αψηφήσεις το θέλημά μου· δηλαδή να εξουσιάσω το τέλος μου.

– Ελάτε εδώ! φώναξε στους υπηρέτες του. Ελάτε, αν δεν είσαστε όλοι αποστάτες!

Τότε δύο απ’ αυτούς ανέβηκαν τρέχοντας τη σκάλα. Γρήγορα άρπαξε μια δάδα από το χέρι ενός και έτρεξε πίσω στον οίκο. Πριν προλάβει ο Γκάνταλφ να τον εμποδίσει, έβαλε το δαυλό ανάμεσα στα ξύλα κι αυτά αμέσως τριζοβόλησαν και πήραν φωτιά.

Ύστερα ο Ντένεθορ πήδηξε πάνω στο τραπέζι και στάθηκε εκεί στεφανωμένος με φωτιά και καπνό, πήρε το σκήπτρο του αξιώματος του που βρισκόταν στα πόδια του και το έσπασε στο γόνατό του. Πέταξε τα κομμάτια στη φωτιά, υποκλίθηκε και ξάπλωσε στο τραπέζι, κρατώντας το palantír με τα δυο του χέρια πάνω στο στήθος του. Και λέγεται πως από τότε, οποιοσδήποτε κι αν κοιτούσε σ’ αυτή τη Σφαίρα, εκτός κι αν είχε πολύ ισχυρή θέληση να τη στρέψει αλλού, έβλεπε μόνο δυο γέρικα χέρια να τα τρώνε οι φλόγες.

Ο Γκάνταλφ, όλος λύπη και φρίκη, αποτράβηξε το πρόσωπο του κι έκλεισε την πόρτα. Για λίγο στάθηκε συλλογισμένος, σιωπηλός στο κατώφλι, ενώ εκείνοι που ήταν έξω άκουγαν το αδηφάγο βουητό της φωτιάς μέσα. Και τότε ο Ντένεθορ έβγαλε μια μεγάλη φωνή κι έπειτα δε μίλησε πια, ούτε τον είδαν ποτέ ξανά οι θνητοί άνθρωποι.

– Κι έτσι τελειώνει ο Ντένεθορ, ο γιος του Εκτέλιον, είπε ο Γκάνταλφ.

Ύστερα στράφηκε στον Μπέρεγκοντ και στους υπηρέτες του Άρχοντα που στέκονταν εκεί αποσβολωμένοι.

– Κι έτσι έφυγαν και οι μέρες της Γκόντορ, που ξέρατε· καλώς ή κακώς τελείωσαν. Έγινε κακό εδώ· αλλά αφήστε κατά μέρος κάθε εχθρότητα που υπάρχει ανάμεσά σας, γιατί ήταν επινόημα του Εχθρού και εξυπηρετεί τη θέλησή του. Έχετε μπερδευτεί σε ένα δίχτυ από αντιφατικά καθήκοντα που δεν υφάνατε εσείς. Αλλά σκεφθείτε, εσείς υπηρέτες του Άρχοντα, τυφλοί στην υπακοή σας, ότι αν ο Μπέρεγκοντ δε φερόταν σαν προδότης, ο Φαραμίρ, ο Καπετάνιος του Λευκού Πύργου θα καιγόταν τώρα.

»Πάρτε από αυτόν το θλιβερό τόπο τους νεκρούς συντρόφους σας. Κι εμείς θα μεταφέρουμε το Φαραμίρ, τον Επίτροπο της Γκόντορ, σε ένα μέρος όπου θα μπορέσει να κοιμηθεί ειρηνικά ή να πεθάνει, αν αυτή είναι η μοίρα του.

Ύστερα ο Γκάνταλφ και ο Μπέρεγκοντ σήκωσαν το νεκροκρέβατο και το πήραν να το πάνε στα Σπίτια της Γιατρειάς, ενώ πίσω τους βάδιζε ο Πίπιν με σκυφτό κεφάλι. Αλλά οι υπηρέτες του Άρχοντα απέμειναν να κοιτάζουν σαν χαμένοι τον οίκο των νεκρών και την ώρα που ο Γκάνταλφ έφτανε στην άκρη της Ραθ Ντίνεν, ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος. Κοιτάζοντας πίσω είδαν τον τρούλο του οίκου να ραγίζει και να ξεπηδούν καπνοί· και ύστερα οι πέτρες, βουίζοντας ορμητικά, έπεσαν μέσα στη φουντωμένη φωτιά. Και οι φλόγες δίχως να χαμηλώσουν καθόλου συνέχισαν να χορεύουν και να αναβοσβήνουν μέσα στα ερείπια. Τότε κατατρομαγμένοι οι υπηρέτες το ’βαλαν στα πόδια και ακολούθησαν τον Γκάνταλφ.

Τέλος, έφτασαν στην Πύλη του Θυρωρού και ο Μπέρεγκοντ κοίταξε με λύπη το θυρωρό.

– Γι’ αυτή μου την πράξη θα λυπάμαι σε όλη μου τη ζωή, είπε· αλλά με είχε κυριέψει τρελή βιασύνη κι αυτός δεν ήθελε να μ’ ακούσει, αλλά τράβηξε το σπαθί του εναντίον μου.

Ύστερα, βγάζοντας το κλειδί που είχε με τη βία πάρει από το σκοτωμένο άντρα, έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε.

– Αυτό πρέπει τώρα να δοθεί στον Άρχοντα Φαραμίρ, είπε.

-. Ο Πρίγκιπας του Ντολ Άμροθ έχει αναλάβει την εξουσία κατά την απουσία του Άρχοντα, είπε ο Γκάνταλφ· αλλά αφού δεν είναι εδώ, θα αναλάβω εγώ αυτή την ευθύνη. Σε διατάσσω, λοιπόν, να κρατήσεις το κλειδί και να το φυλάξεις, ώσπου η Πόλη να μπει ξανά σε τάξη.

Τώρα, τέλος, πέρασαν στους ψηλούς κύκλους της Πόλης και στο πρωινό φως τράβηξαν κατά τα Σπίτια της Γιατρειάς. Αυτά ήταν όμορφα κτίρια τοποθετημένα ξεχωριστά για τη φροντίδα των σοβαρά αρρώστων, αλλά τώρα τα είχαν ετοιμάσει για να φροντίσουν τους τραυματίες της μάχης και τους ετοιμοθάνατους. Δε βρίσκονταν μακριά από την πύλη της Ακρόπολης, στον έκτο κύκλο, κοντά στη νότια πλευρά του τείχους και ολόγυρά τους είχαν έναν κήπο και πρασινάδα με δέντρα, μοναδικά στην Πόλη. Εκεί έμεναν μερικές γυναίκες, που είχαν πάρει άδεια να μείνουν στη Μίνας Τίριθ, επειδή ήταν έμπειρες θεραπεύτριες ή βοηθούσαν τους γιατρούς.

Αλλά την ώρα που ο Γκάνταλφ και οι σύντροφοι του έφτασαν μεταφέροντας το νεκροκρέβατο στην κυρία είσοδο των Σπιτιών, άκουσαν ένα δυνατό ουρλιαχτό που ανέβηκε από τον κάμπο μπροστά στην Πύλη και, ανεβαίνοντας στριγκό και διαπεραστικό ως τον ουρανό, πέρασε και έσβησε στον άνεμο. Τόσο τρομερό ήταν το ουρλιαχτό, ώστε για μια στιγμή τα πάντα ακινητοποιήθηκαν κι όμως όταν πέρασε, ξαφνικά οι καρδιές τους ξαλάφρωσαν και γέμισαν με τόσες ελπίδες, όσες είχαν να νιώσουν από τότε που ήρθε το σκοτάδι από την Ανατολή. Τους φάνηκε πως το φως ξεκαθάρισε και ο ήλιος φάνηκε πίσω από τα σύννεφα.

Αλλά το πρόσωπο του Γκάνταλφ ήταν βαρύ και λυπημένο και, λέγοντας στον Μπέρεγκοντ και στον Πίπιν να μεταφέρουν το Φαραμίρ στα Σπίτια της Γιατρειάς, ανέβηκε στα τείχη εκεί δίπλα· και εκεί σαν λευκή μαρμαρωμένη μορφή στάθηκε στο φως του καινούριου ήλιου και κοίταξε πέρα. Και είδε με την όραση που του είχε δοθεί όλα όσα είχαν συμβεί· και όταν ο Έομερ βγήκε μπροστά και στάθηκε πλάι σ’ εκείνους που κείτονταν στο πεδίο της μάχης, αναστέναξε και ξανατυλίχτηκε με το μανδύα του και κατέβηκε από τα τείχη. Και ο Μπέρεγκοντ και ο Πίπιν τον βρήκαν να στέκεται βυθισμένος σε σκέψεις μπροστά στην είσοδο των Σπιτιών, όταν βγήκαν έξω.

Τον κοίταξαν και για λίγο έμεινε σιωπηλός. Τέλος μίλησε.

— Φίλοι μου, είπε, κι όλοι εσείς οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη και στις χώρες της Δύσεως! Έχουν συμβεί πράγματα πολύ λυπητερά και ένδοξα. Να κλάψουμε ή να χαρούμε; Εντελώς ανέλπιστα αφανίστηκε ο Καπετάνιος των εχθρών μας κι ακούσατε τον αντίλαλο της τελευταίας του απελπισίας. Αλλά δεν έφυγε χωρίς θρήνο· και πικρή απώλεια. Και αυτό θα μπορούσα ίσως να το είχα αποτρέψει, αν δεν είχε τρελαθεί ο Ντένεθορ. Τόσο μακρύ έχει γίνει το χέρι του Εχθρού μας! Αλίμονο! αλλά τώρα καταλαβαίνω πώς μπόρεσε η θέλησή του και μπήκε στην καρδιά της Πόλεως.

»Αν και οι Επίτροποι νόμιζαν πως ήταν μυστικό που το ήξεραν μόνο αυτοί, εγώ από πολύ καιρό ήξερα πως εδώ στο Λευκό Πύργο, όπως και στο Όρθανκ, ήταν φυλαγμένη τουλάχιστο μία από τις Επτά Ενορατικές Πέτρες. Στις μέρες της σοφίας του ο Ντένεθορ δεν αποτολμούσε να τη χρησιμοποιήσει ούτε να προκαλέσει το Σόρον, γιατί ήξερε ως πού έφτανε η δύναμή του. Όμως η σοφία του ήταν ανεπαρκής και, φοβάμαι, καθώς ο κίνδυνος για την επικράτεια του μεγάλωνε, κοίταξε στη Σφαίρα και απατήθηκε. Και είχε κοιτάξει πάρα πολλές φορές, υποθέτω, από τότε που έφυγε ο Μπορομίρ. Ήταν πολύ μεγάλος για να μπορέσει να τον υποτάξει στη θέλησή της η Μαύρη Δύναμη, όμως έβλεπε μόνο εκείνα τα πράγματα που τον άφηνε να δει η Δύναμη εκείνη. Η γνώση που αποκτούσε, το δίχως άλλο, συχνά θα του ήταν χρήσιμη· όμως το όραμα μιας πανίσχυρης Μόρντορ που του έδειχνε μεγάλωνε την απελπισία της καρδιάς του, ώσπου του σάλεψε το λογικό.

– Τώρα καταλαβαίνω κάτι που μου είχε φανεί παράξενο! είπε ο Πίπιν, ανατριχιάζοντας στη θύμηση καθώς μιλούσε. Ο Άρχοντας έφυγε από το δωμάτιο που είχαν το Φαραμίρ· κι όταν γύρισε ήταν που πρωτοσκέφθηκα πως ήταν αλλαγμένος, γέρος και νικημένος.

– Την ώρα ακριβώς που έφεραν το Φαραμίρ στον Πύργο πολλοί από μας είδαν ένα παράξενο φως στο πιο ψηλό δωμάτιο, είπε ο Μπέρεγκοντ. Αλλά το είχαμε ξαναδεί αυτό το φως και εδώ και πολύν καιρό κυκλοφορεί η φήμη στην Πόλη ότι ο Άρχοντας μερικές φορές αγωνιζόταν ενάντια στον Εχθρό του με τη σκέψη του.

– Αλίμονο! έχω δηλαδή μαντέψει σωστά, είπε ο Γκάνταλφ. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπήκε η θέληση του Σόρον στη Μίνας Τίριθ., Κι έτσι με καθυστέρησαν εδώ. Κι εδώ θ’ αναγκαστώ να μείνω ακόμα, γιατί γρήγορα θα έχω κι άλλους ασθενείς, όχι μόνο το Φαραμίρ.

»Τώρα πρέπει να πάω κάτω να προϋπαντήσω αυτούς που έρχονται. Γιατί είδα κάτι στο πεδίο της μάχης που με λύπησε κατάκαρδα και μπορεί να γίνει ακόμα χειρότερο. Έλα μαζί μου, Πίπιν! Εσύ όμως, Μπέρεγκοντ, θα πρέπει να γυρίσεις πίσω στην Ακρόπολη και να διηγηθείς στον επικεφαλής της Φρουράς τα γεγονότα. Το καθήκον του θα είναι, φοβάμαι, να σε απομακρύνει από τη Φρουρά· πες του όμως, αν μπορώ να του δώσω κάποια συμβουλή, να σε στείλει στα Σπίτια της Γιατρειάς, να είσαι φρουρός και υπηρέτης του καπετάνιου σου, για να βρίσκεσαι στο πλευρό του όταν ξυπνήσει – αν ποτέ συμβεί αυτό πάλι. Πήγαινε τώρα! Θα επιστρέψω γρήγορα.

Και λέγοντας αυτά γύρισε και έφυγε με τον Πίπιν κατηφορίζοντας προς το κάτω μέρος της πόλης. Κι όπως προχωρούσαν βιαστικά, ο άνεμος έφερε μια γκρίζα βροχή κι όλες οι φωτιές χαμήλωσαν και σηκώθηκε μεγάλος καπνός μπροστά τους.

VIII ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΤΡΕΙΑΣ

Τα μάτια του Μέρι ήταν θολά από τα δάκρυα και την κούραση, όταν έφτασαν κοντά στην κατεστραμμένη Πύλη της Μίνας Τίριθ. Ελάχιστη σημασία έδωσε στο χαλασμό και στη σφαγή ολόγυρα. Φωτιά, καπνός και φοβερή αποφορά γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Γιατί είχαν καεί πολλές εκπολιορκητικές μηχανές ή τις είχαν ρίξει στους λάκκους με τις φωτιές, καθώς και πολλούς σκοτωμένους· ενώ εδώ κι εκεί κείτονταν πολλά κουφάρια των μεγάλων θηρίων των Νοτίων, μισοκαμένα ή ακινητοποιημένα από την εκσφενδόνιση βράχων ή τρυπημένα στα μάτια από τους γενναίους τοξότες του Μόρθοντ. Η μπόρα είχε σταματήσει για λίγο κι ο ήλιος έλαμπε ψηλά· αλλά όλη η κάτω πόλη εξακολουθούσε να είναι τυλιγμένη σε μισοσβησμένες αναθυμιάσεις.

Είχε κιόλας άντρες που αγωνίζονταν να ανοίξουν δρόμο μέσα από τα συντρίμμια της μάχης· και τώρα βγήκαν από την Πύλη μερικοί κρατώντας φορεία. Με προσοχή ακούμπησαν την Έογουιν σε μαλακά μαξιλάρια· το σώμα όμως του βασιλιά το σκέπασαν με ένα μεγάλο χρυσαφένιο ύφασμα και κρατούσαν δάδες ολόγυρά του, που τις φλόγες τους, χλωμές στο φως του ήλιου, τις κυμάτιζε ο αέρας.

Έτσι μπήκαν στην Πόλη της Γκόντορ ο Θέοντεν και η Έογουιν και όλοι όσοι τους είδαν ξεσκέπασαν τα κεφάλια τους κι έσκυψαν και πέρασαν από τους καπνούς και τις στάχτες του καμένου κύκλου και συνέχιζαν ν’ ανεβαίνουν στους πέτρινους δρόμους. Στο Μέρι η ανάβαση έμοιαζε ατέλεωτη, ένα ταξίδι χωρίς σημασία σε κάποιο μισητό όνειρο, που ολοένα προχωρούσε για να φτάσει σε κάποιο ακαθόριστο τέλος που η μνήμη δε φτάνει.

Σιγά σιγά τα φώτα από τις δάδες μπροστά του τρεμόπαιξαν κι έσβησαν κι αυτός προχωρούσε στο σκοτάδι· και σκέφτηκε: «Αυτό είναι ένα τούνελ που βγάζει σε κάποιον τάφο· εκεί θα μείνω για πάντα». Ξαφνικά όμως στ’ όνειρό του ακούστηκε μια ζωντανή φωνή.

– Λοιπόν, Μέρι! Δόξα σοι ο Θεός, που σε βρήκα!

Σήκωσε το κεφάλι του και η θολούρα στα μάτια του ξεκαθάρισε λιγάκι. Να ο Πίπιν! Βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο σ’ ένα στενό δρομάκι, άδειο, μόνοι τους. Έτριψε τα μάτια του.

– Πού είναι ο βασιλιάς; είπε. Και η Έογουιν;

Ύστερα σκόνταψε και κάθισε σ’ ένα πλατύσκαλο κι άρχισε να κλαίει ξανά.

– Ανέβηκαν στην Ακρόπολη, είπε ο Πίπιν. Νομίζω πως αποκοιμήθηκες όρθιος και πήρες λάθος δρόμο. Όταν ανακαλύψαμε πως δεν ήσουν μαζί τους, μ’ έστειλε ο Γκάνταλφ να σε γυρέψω. Καημένε μου Μέρι! Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! Αλλά είσαι κατάκοπος και γι’ αυτό δε θα σε κουράσω με κουβέντες. Πες μου όμως μήπως είσαι χτυπημένος ή πληγωμένος;

– Όχι, είπε ο Μέρι. Δηλαδή, όχι, δε νομίζω. Αλλά, Πίπιν, δεν μπορώ να κουνήσω το δεξί μου χέρι, από τότε που τον μαχαίρωσα. Και το σπαθί μου κάηκε, λες κι ήταν ένα κομμάτι ξύλο.

Το πρόσωπο του Πίπιν ήταν ανήσυχο.

– Λοιπόν, καλά θα κάνεις να έρθεις μαζί μου όσο πιο γρήγορα μπορείς, είπε. Μακάρι να μπορούσα να σε κουβαλήσω. Δεν είσαι σε κατάσταση να προχωρήσεις άλλο. Δεν έπρεπε να σ’ αφήσουν να περπατήσεις καθόλου· αλλά πρέπει να τους συγχωρέσεις. Έχουν γίνει τόσα τρομερά πράγματα στην Πόλη, Μέρι, που εύκολα μπορεί να παραβλέψουν ένα φτωχό χόμπιτ που γυρίζει από τη μάχη.

– Δεν είναι πάντα ατυχία να σε παραβλέπουν, είπε ο Μέρι. Εμένα μόλις τώρα δε με πρόσεξε ο... όχι, όχι, δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό. Βοήθησέ με, Πίπιν! Όλα σκοτεινιάζουν πάλι και το χέρι μου είναι τόσο παγωμένο!

– Στηρίξου σ’ εμένα, μικρέ μου Μέρι! είπε ο Πίπιν. Έλα τώρα! Το ένα πόδι ύστερα από τ’ άλλο! Δεν είναι μακριά.

– Πας να με θάψεις; είπε ο Μέρι.

– Όχι, βέβαια! είπε ο Πίπιν, προσπαθώντας να μιλάει εύθυμα, αν κι η καρδιά του έλιωνε από φόβο και λύπηση. Όχι, πάμε στα Σπίτια της Γιατρειάς!

Έστριψαν και βγήκαν από το δρομάκι που περνούσε ανάμεσα από ψηλά σπίτια και το εξωτερικό τείχος του τέταρτου κύκλου και ξαναβγήκαν στον κεντρικό δρόμο που ανηφόριζε ως την Ακρόπολη. Προχωρούσαν βήμα βήμα, ενώ ο Μέρι ταλαντευόταν και μουρμούριζε σαν να κοιμόταν.

«Ποτέ μου δε θα τον πάω εκεί, σκέφτηκε ο Πίπιν. Δεν υπάρχει κανείς να με βοηθήσει; Δεν μπορώ να τον αφήσω εδώ.»

Εκείνη τη στιγμή έκπληκτος είδε να πλησιάζει ένα αγόρι τρέχοντας από πίσω και καθώς προσπέρασε, αναγνώρισε τον Μπέργκιλ, το γιο του Μπέρεγκοντ.

– Γεια σου, Μπέργκιλ! φώναξε. Πού πας; Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω ζωντανό!

– Κάνω θελήματα για τους Θεραπευτές, είπε ο Μπέργκιλ. Δεν μπορώ να μείνω.

– Όχι! είπε ο Πίπιν. Αλλά πες τους εκεί πάνω πως έχω έναν άρρωστο χόμπιτ, έναν perian, κατάλαβες, που έχει έρθει από τη μάχη. Δε νομίζω πως θα μπορέσει να περπατήσει ως εκεί. Αν ο Μιθραντίρ είναι εκεί, θα χαρεί για το μήνυμα.

Ο Μπέργκιλ συνέχισε να τρέχει.

«Καλύτερα να περιμένω εδώ», σκέφτηκε ο Πίπιν.

Άφησε, λοιπόν, το Μέρι μαλακά να καθίσει στο πεζοδρόμιο σ’ ένα μέρος που είχε ήλιο και ύστερα κάθισε πλάι του, ακουμπώντας το κεφάλι του Μέρι στα πόδια του. Έψαξε απαλά το σώμα και τα μέλη του και πήρε τα χέρια του φίλου του στα δικά του. Το δεξί του χέρι ήταν παγωμένο, όταν το άγγιζε.

Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο ίδιος ο Γκάνταλφ ήρθε, γυρεύοντάς τους. Έσκυψε πάνω από το Μέρι και του χάιδεψε το μέτωπο· ύστερα τον σήκωσε με προσοχή.

– Έπρεπε να τον είχαν φέρει με τιμές στην πόλη, είπε. Έχει ξεπληρώσει και με το παραπάνω την εμπιστοσύνη μου· γιατί αν ο Έλροντ δεν είχε υποχωρήσει στη γνώμη μου, ούτε αυτός ούτε εσύ δε θα είχατε ξεκινήσει· και τότε τα κακά αυτής της μέρας θα ήταν πολύ χειρότερα.

Αναστέναξε.

– Όμως να κι άλλος ένας άρρωστος στα χέρια μου, ενώ όλη αυτή την ώρα η μάχη είναι αμφίρροπη.

Έτσι, τέλος, έβαλαν το Φαραμίρ, την Έογουιν και το Μέριαντοκ σε κρεβάτια στα Σπίτια της Γιατρειάς’ κι εκεί τους φρόντιζαν καλά. Γιατί μόλο που οι γνώσεις αυτών των ύστερων καιρών είχαν χάσει την παλιά τους πληρότητα, οι γιατροί της Γκόντορ ήταν ακόμη σοφοί κι επιδέξιοι να θεραπεύουν πληγές και πόνους κι όλες τις αρρώστιες που πάθαιναν οι θνητοί άνθρωποι ανατολικά της Θάλασσας. Εκτός από τα γηρατειά. Γι’ αυτά δεν είχαν βρει καμιά θεραπεία· και μάλιστα το μήκος της ζωής τους είχε μικρύνει και ήταν τώρα μόνο λίγο περισσότερο από το μήκος της ζωής των άλλων ανθρώπων κι εκείνοι από αυτούς που περνούσαν τα εκατό με ευρωστία είχαν λιγοστέψει, εκτός από μερικούς από οικογένειες πιο καθαρόαιμες. Τώρα όμως η τέχνη και η γνώση τους βρίσκονταν σε αδιέξοδο· γιατί ήταν πολλοί άρρωστοι από μια αρρώστια που δε θεραπευόταν και την ονόμασαν Μαύρη Σκιά, γιατί προερχόταν από τους Νάζγκουλ. Κι αυτοί που αρρώσταιναν έπεφταν αργά αργά όλο και πιο βαθιά σε κάποιο όνειρο και ύστερα έπεφταν σε σιωπή κι ένα νεκρικό πάγωμα κι έτσι πέθαιναν. Και φαινόταν σ’ εκείνους που φρόντιζαν τους αρρώστους πως στο Ανθρωπάκι και στην Αρχόντισσα του Ρόαν αυτή η αρρώστια ήταν πολύ βαριά. Πότε πότε ακόμα καθώς το πρωινό προχωρούσε παραμιλούσαν και μουρμούριζαν στα όνειρά τους· και όσοι τους παρακολουθούσαν, άκουγαν όλα όσα έλεγαν, ελπίζοντας μήπως μάθουν κάτι που θα τους βοηθούσε να καταλάβουν τους πόνους τους. Γρήγορα όμως άρχισαν να βυθίζονται στο σκοτάδι και καθώς ο ήλιος γύρισε κατά τη δύση μια γκρίζα σκιά απλώθηκε στα πρόσωπά τους. Ο Φαραμίρ όμως ψηνόταν στον πυρετό που δεν έλεγε να πέσει.

Ο Γκάνταλφ πήγαινε από τον ένα στον άλλο όλος φροντίδα και καθόταν κι άκουγε όλα όσα είχαν ακούσει αυτοί που κάθονταν στο πλευρό τους. Κι έτσι η μέρα πέρασε, ενώ η μεγάλη μάχη έξω εξακολουθούσε με εναλλασσόμενες ελπίδες και παράξενα νέα· κι ο Γκάνταλφ περίμενε ακόμα και παρακολουθούσε και δεν έβγαινε έξω, ώσπου στο τέλος το κόκκινο ηλιοβασίλεμα απλώθηκε στον ουρανό και το φως από τα παράθυρα έπεσε στα γκρίζα πρόσωπα των αρρώστων. Τότε φάνηκε, σε όσους στέκονταν εκεί δίπλα, ότι στο φως τα πρόσωπα κοκκίνισαν ελαφρά, λες και ξαναγύριζε η υγεία, ήταν όμως ψεύτικη ελπίδα.

Τότε μια γριά νοικοκυρά, η Γιόρεθ, η πιο ηλικιωμένη από τις γυναίκες που υπηρετούσαν σ’ εκείνο το σπίτι, κοίταξε το όμορφο πρόσωπο του Φαραμίρ και δάκρυσε, γιατί όλοι τον αγαπούσαν. Και είπε:

– Αλίμονο! αν πεθάνει. Μακάρι να είχαμε βασιλιάδες στην Γκόντορ, όπως είχαμε, λέει, πολύ παλιά! Γιατί λέει ένα παλιό γνωμικό: Του βασιλιά τα χέρια είναι θεραπευτή χέρια. Κι έτσι μπορούσαν πάντα ν’ αναγνωρίζουν τον πραγματικό βασιλιά.

Και ο Γκάνταλφ, που στεκόταν δίπλα, είπε:

– Είθε οι άνθρωποι να θυμούνται για πολύν καιρό τα λόγια σου, Γιόρεθ! Γιατί φέρνουν την ελπίδα. Μπορεί κάποιος βασιλιάς να ’χει στ’ αλήθεια γυρίσει στην Γκόντορ· ή δεν έχεις ακούσει τα παράξενα νέα που έχουν έρθει στην Πόλη;

– Με το ένα και με το άλλο δε μου έχει μείνει καθόλου καιρός για να δώσω σημασία σ’ όλες αυτές τις φωνές και στα ξεφωνητά, απάντησε. Το μόνο που ελπίζω είναι να μην έρθουν όλοι αυτοί οι φονιάδες σε τούτο το Σπίτι και ενοχλήσουν τους ασθενείς.

Τότε ο Γκάνταλφ βγήκε βιαστικά και η κοκκινίλα στον ουρανό έσβηνε πια και οι μισοφωτισμένοι λόφοι ξεθώριαζαν, ενώ ένα σταχτί δειλινό απλωνόταν στον κάμπο.

Την ώρα που ο ήλιος έπεφτε, ο Άραγκορν, ο Έομερ κι ο Ιμραχίλ πλησίασαν στην Πόλη με τους καπεταναίους και τους ιππότες τους· και όταν έφτασαν μπροστά στην Πύλη ο Άραγκορν είπε:

– Κοιτάξτε, ο Ήλιος δύει σαν σε πυρκαγιά! Είναι σημάδι του τέλους και της πτώσεως πολλών πραγμάτων και αλλαγής της πορείας του κόσμου. Αλλά αυτή η Πόλη και το βασίλειο έχει επαναπαυθεί στη φροντίδα των Επιτρόπων για πάρα πολλά χρόνια και φοβάμαι πως αν μπω απρόσκλητος, τότε μπορεί να δημιουργηθούν αμφιβολίες και διχογνωμίες, που δεν πρέπει να υπάρχουν όσο γίνεται πόλεμος. Δε θα μπω ούτε θα προβάλλω κάποια αξίωση, ώσπου να δούμε αν εμείς ή η Μόρντορ θα επικρατήσει. Οι άντρες θα στήσουν τις σκηνές μου στον κάμπο κι εδώ θα περιμένω το καλωσόρισμα του Άρχοντα της Πόλεως.

Αλλά ο Έομερ είπε:

– Έχεις κιόλας υψώσει τη σημαία των Βασιλέων κι έχεις επιδείξει το Θυρεό του Οίκου του Έλεντιλ. Θα δεχτείς να αμφισβητηθούν;

– Όχι, είπε ο Άραγκορν. Αλλά κρίνω πως ο καιρός δεν έχει ακόμη φτάσει· και δεν έχω διάθεση για αγώνες εκτός εναντίον του Εχθρού και των υπηρετών του.

Και ο Πρίγκιπας Ιμραχίλ είπε:

– Οι λόγοι σου, άρχοντα, είναι σοφοί, αν μπορεί κάποιος που είναι συγγενής του Άρχοντα Ντένεθορ να σε συμβουλέψει σ’ αυτή την υπόθεση. Είναι ισχυρογνώμων και υπερήφανος, αλλά ηλικιωμένος· και η διάθεσή του είναι παράξενη, αφότου χτυπήθηκε ο γιος του. Όμως, δε θα ήθελα να μένεις σαν ζητιάνος στην πόρτα.

– Όχι σαν ζητιάνος, είπε ο Άραγκορν. Πες καλύτερα ένας καπετάνιος των Περιφερομένων Φυλάκων, που δεν είναι συνηθισμένος σε πόλεις και πέτρινα σπίτια.

Και έδωσε διαταγή να κάνουν υποστολή της σημαίας του· και έβγαλε το Άστρο του Βορείου Βασιλείου και το έδωσε να το φυλάξουν οι γιοι του Έλροντ.

Ύστερα ο Πρίγκιπας Ιμραχίλ και ο Έομερ του Ρόαν τον άφησαν και πέρασαν στην Πόλη και στην αναταραχή του κόσμου και ανέβηκαν στην Ακρόπολη· και έφτασαν στη Μεγάλη Αίθουσα του Πύργου, αναζητώντας τον Επίτροπο. Βρήκαν όμως το θρόνο του άδειο και μπροστά στο βάθρο κειτόταν ο Θέοντεν ο Βασιλιάς του Μαρκ σε ένα επίσημο κρεβάτι· και δώδεκα δάδες ήταν τοποθετημένες γύρω του και δώδεκα φρουροί, ιππότες του Ρόαν και της Γκόντορ. Και τα παραπετάσματα του κρεβατιού ήταν λευκά και πράσινα, αλλά πάνω στο βασιλιά ήταν απλωμένο ένα χρυσό ύφασμα ως το στήθος του και από πάνω το γυμνό σπαθί του και στα πόδια του η ασπίδα του. Το φως από τις δάδες ιρίδιζε στα λευκά του μαλλιά σαν τον ήλιο στο νερό του σιντριβανιού, το πρόσωπό του όμως ήταν όμορφο και νεανικό, εκτός από την ειρηνική του έκφραση που δεν τη φτάνει η νιότη· κι έμοιαζε να κοιμάται.

Αφού στάθηκαν σιωπηλοί για λίγη ώρα πλάι στο βασιλιά, ο Ιμραχίλ είπε:

– Πού είναι ο Επίτροπος; Και πού είναι ο Μιθραντίρ; Και ένας από τους φρουρούς απάντησε:

– Ο Επίτροπος της Γκόντορ Βρίσκεται στα Σπίτια της Γιατρειάς. Ο Έομερ όμως είπε:

– Πού είναι η Αρχόντισσα Έογουιν, η αδελφή μου· δε θα ’πρεπε να την είχαν βάλει πλάι στο βασιλιά με τις ίδιες τιμές; Πού την έχουν βάλει;

Και ο Ιμραχίλ είπε:

– Μα η Αρχόντισσα Έογουιν ζούσε ακόμα όταν την έφεραν εδώ. Δεν το ήξερες;

Τότε απρόσμενη ελπίδα ήρθε ξαφνικά στην καρδιά του Έομερ και μαζί της η αγωνία της έγνοιας και η ανανέωση του φόβου, έτσι δεν είπε περισσότερα, αλλά γύρισε και βγήκε γρήγορα από την αίθουσα· και ο Πρίγκιπας τον ακολούθησε. Όταν βρέθηκαν έξω είχε νυχτώσει και πολλά αστέρια ήταν στον ουρανό. Κι εκεί, να και ο Γκάνταλφ ήρθε πεζός και μαζί του κάποιος κουκουλωμένος με γκρίζο μανδύα· και αντάμωσαν μπροστά στην είσοδο των Σπιτιών της Γιατρειάς. Χαιρέτησαν τον Γκάνταλφ και είπαν:

– Ζητούμε τον Επίτροπο και οι άντρες λένε πως βρίσκεται σ’ αυτό το Σπίτι. Τον βρήκε κανένα κακό; Και η Αρχόντισσα Έογουιν πού είναι;

Και ο Γκάνταλφ απάντησε:

– Είναι μέσα και δεν είναι νεκρή, αλλά βρίσκεται κοντά στο θάνατο. Όμως ο Άρχοντας Φαραμίρ τραυματίστηκε από ένα καταραμένο βέλος, όπως έχετε ακούσει, κι αυτός είναι τώρα ο Επίτροπος· γιατί ο Ντένεθορ έχει φύγει και το σπίτι του έχει γίνει στάχτη.

Κι εκείνοι πλημμύρισαν λύπη και θαυμασμό από την ιστορία που τους είπε.

Ο Ιμραχίλ όμως είπε:

– Κι έτσι η νίκη είναι δίχως χαρά κι ακριβοπληρωμένη, αν και η Γκόντορ και το Ρόαν έχασαν σε μια μέρα τους άρχοντές τους. Ο Έομερ κυβερνά τους Ροχίριμ. Ποιος όμως θα κυβερνήσει την Πόλη στο μεταξύ; Να μη στείλουμε τώρα να καλέσουμε τον Άρχοντα Άραγκορν.

Και ο άνθρωπος με το μανδύα μίλησε και είπε:

– Έχει έρθει.

Και είδαν, καθώς πλησίασε στο φως του φαναριού της πόρτας, πως ήταν ο Άραγκορν, τυλιγμένος με τον γκρίζο μανδύα του Λόριεν πάνω απ’ την πολεμική του εξάρτυση και δίχως άλλο στολίδι εκτός από το πράσινο πετράδι της Γκαλάντριελ.

– Ήρθα γιατί ο Γκάνταλφ με παρακαλεί να το κάνω, είπε. Αλλά, προς το παρόν, δεν είμαι παρά ο Καπετάνιος των Ντούνεντεν της Άρνορ· και ο Άρχοντας του Ντολ Άμροθ θα κυβερνά την Πόλη, ώσπου να ξυπνήσει ο Φαραμίρ. Αλλά η συμβουλή μου είναι να μας καθοδηγεί όλους τις μέρες που ακολουθούν και στις δοσοληψίες μας με τον Εχθρό.

Και συμφώνησαν σ’ αυτό. Τότε ο Γκάνταλφ είπε:

– Ας μη στεκόμαστε στην πόρτα, γιατί η ώρα περνά. Ας μπούμε μέσα! Γιατί μονάχα στον ερχομό του Άραγκορν απομένει κάποια ελπίδα για τους αρρώστους που βρίσκονται στο Σπίτι. Αυτά είπε η Γιόρεθ, η σοφή γυναίκα της Γκόντορ: Τον βασιλιά τα χέρια είναι θεραπευτή χέρια κι έτσι θ’ αναγνωρίσουν τον πραγματικό βασιλιά.

Τότε ο Άραγκορν μπήκε πρώτος και οι άλλοι ακολούθησαν. Κι εκεί στην πόρτα βρίσκονταν δύο φρουροί με τη στολή της Ακρόπολης: ο ένας ψηλός, αλλά ο άλλος μόλις που είχε το ύψος αγοριού· κι όταν τους είδε, φώναξε όλος χαρά κι έκπληξη:

– Γοργοπόδαρε! Τι καλά! Ξέρεις, το μάντεψα πως ήσουν εσύ στα μαύρα καράβια. Όλοι όμως φώναζαν κουρσάροι και δε με άκουγαν. Πώς τα κατάφερες;

Ο Άραγκορν γέλασε κι έπιασε το χόμπιτ από το χέρι.

– Χαίρομαι που ανταμώνουμε, είπε. Όμως, δεν έφτασε ακόμα η ώρα για ταξιδιωτικές εντυπώσεις.

Ο Ιμραχίλ όμως είπε στον Έομερ:

– Με αυτόν τον τρόπο προσφωνούμε τους βασιλείς μας; Μπορεί όμως να φορέσει την κορόνα του με κάποιο άλλο όνομα.

Και ο Άραγκορν, ακούγοντάς τον, γύρισε και είπε:

– Πολύ σωστά, γιατί στην αρχαία επίσημη γλώσσα είμαι ο Elessar, ο Λιθούχος και ο Envinyatar, ο Ανακαινιστής – και σήκωσε ψηλά το πράσινο πετράδι που κρεμόταν στο στήθος του. Όμως Γοργοπόδαρος θα είναι το όνομα του οίκου μου, αν ποτέ υπάρξει. Και στην αρχαία γλώσσα δε θα ακούγεται τόσο άσχημα· ο Telcontar θα είμαι εγώ και όλοι μου οι απόγονοι.

Και μ’ αυτά τα λόγια μπήκαν στο Σπίτι· και πηγαίνοντας για τα δωμάτια όπου φρόντιζαν τους αρρώστους ο Γκάνταλφ διηγήθηκε τα κατορθώματα της Έογουιν και του Μέριαντοκ.

– Γιατί, είπε, στάθηκα πολλές ώρες στο πλευρό τους, και στην αρχή παραμιλούσαν πολύ μέσα στα όνειρά τους, πριν βυθιστούν στο θανατερό σκοτάδι. Κι επιπλέον μου έχει δοθεί το χάρισμα να βλέπω πολλά πράγματα που συμβαίνουν μακριά.

Ο Άραγκορν πήγε πρώτα στο Φαραμίρ, ύστερα στην Αρχόντισσα Έογουιν και τέλος στο Μέρι. Αφού κοίταξε τα πρόσωπα των αρρώστων και είδε τα τραύματά τους αναστέναξε.

– Εδώ πρέπει να βάλω όλη τη δύναμη και τη δεξιοσύνη που μου έχει δοθεί, είπε. Μακάρι να ήταν ο Έλροντ εδώ, γιατί είναι ο αρχαιότερος της γενιάς μας κι έχει την περισσότερη δύναμη.

Και ο Έομερ, βλέποντας πως ήταν περίλυπος και πολύ κουρασμένος, είπε:

– Μήπως θα πρέπει πρώτα να ξεκουραστείς και να φας τουλάχιστον κάτι;

Ο Άραγκορν όμως απάντησε:

– Όχι, γιατί γι’ αυτούς τους τρεις, και ιδιαίτερα για το Φαραμίρ, δε μένει πολλή ώρα. Χρειάζεται να κάνουμε όσο το δυνατό γρηγορότερα.

Ύστερα φώναξε τη Γιόρεθ και είπε:

– Έχετε φυλαγμένα σ’ αυτό το Σπίτι θεραπευτικά βότανα;

– Μάλιστα, άρχοντα, απάντησε· όχι όμως αρκετά, νομίζω, για όλους όσους θα τα χρειαστούν. Σίγουρα όμως δεν ξέρω πού θα βρούμε περισσότερα· γιατί τίποτα δεν είναι σωστό τούτες εδώ τις φοβερές μέρες, πότε με τις φωτιές και πότε με τις πυρκαγιές και με τόσους λίγους μικρούς για τα θελήματα και τους δρόμους κλειστούς. Να φανταστείς πως ούτε εγώ δεν ξέρω πόσες μέρες έχουν περάσει από τότε που είδαμε έμπορο από το Λόσαρναχ στην αγορά! Κάνουμε όμως ό,τι μπορούμε σ’ αυτό το Σπίτι με αυτά που έχουμε και είμαι σίγουρη πως το ξέρει η αρχοντιά σου.

– Αυτό θα το κρίνω όταν δω, είπε ο Άραγκορν. Μας λείπει και κάτι άλλο ακόμα όμως, ώρα για κουβέντες. Έχετε athelas;

– Δεν το ξέρω, σίγουρα, άρχοντα – απάντησε -, τουλάχιστον όχι μ’ αυτό το όνομα. Θα πάω να ρωτήσω τον υπεύθυνο για τα βότανα· αυτός ξέρει όλες τις αρχαίες ονομασίες.

– Το λένε και βασιλόχορτο, είπε ο Άραγκορν, και μπορεί να το ξέρεις μ’ αυτό το όνομα, γιατί έτσι το λένε στα χωριά ο κόσμος τούτες τις μέρες.

– Α, αυτό! είπε η Γιόρεθ. Λοιπόν, αν η αρχοντιά σου μου το ’χε πει έτσι απ’ την αρχή, θα σου το ’λεγα. Όχι, δεν έχουμε καθόλου, είμαι σίγουρη. Αλλά ποτέ μου δεν άκουσα πως έχει καμιά σπουδαία ιδιότητα· και μάλιστα έλεγα συχνά στις αδερφές μου, όταν το βρίσκαμε στο δάσος: «Βασιλόχορτο», έλεγα, «παράξενο όνομα, γιατί άραγε να το λένε έτσι; Γιατί, αν ήμουν εγώ βασιλιάς, θα είχα πιο όμορφα φυτά στον κήπο μου». Πάντως μυρίζει ωραία, όταν το τρίψεις με τα δάχτυλά σου, έτσι δεν είναι; Κι αν «ωραία» είναι η σωστή λέξη, «υγιεινά» μπορεί να είναι καλύτερη.

– Πολύ σωστά: υγιεινά, είπε ο Άραγκορν. Και τώρα, κυρία, αν αγαπάς τον Άρχοντα Φαραμίρ, τρέξε γρήγορα σαν τη γλώσσα σου και βρες μου βασιλόχορτο, αν υπάρχει έστω κι ένα φύλλο στην Πόλη.

– Και αν δεν υπάρχει, είπε ο Γκάνταλφ, θα πάω στο Λόσαρναχ με τη Γιόρεθ πισωκάπουλα και θα με πάει στο δάσος, όχι όμως και στις αδερφές της. Και ο Ίσκιος θα της δείξει τι θα πει γρήγορα.

Όταν έφυγε η Γιόρεθ, ο Άραγκορν είπε στις άλλες γυναίκες να ζεστάνουν νερό. Ύστερα πήρε το χέρι του Φαραμίρ στο δικό του κι έβαλε το άλλο του χέρι στο μέτωπο του αρρώστου. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα· ο Φαραμίρ όμως δεν κινήθηκε ούτε έδωσε κανένα σημείο ζωής και φαινόταν μόλις που ανάσαινε.

– Οι δυνάμεις του τον έχουν σχεδόν εγκαταλείψει, είπε ο Άραγκορν, γυρίζοντας στον Γκάνταλφ. Όμως, η κατάστασή του δεν οφείλεται στο τραύμα. Κοίτα! αυτό επουλώνεται. Αν τον είχε χτυπήσει κάποιο βέλος των Νάζγκουλ, όπως νόμισες, θα είχε πεθάνει εκείνη τη νύχτα. Αυτό το τραύμα προέρχεται από κάποιο βέλος των Νοτίων, θα ’λεγα. Ποιος το έβγαλε; Μήπως το φύλαξαν;

– Εγώ το έβγαλα, είπε ο Ιμραχίλ, και σταμάτησα την αιμορραγία της πληγής. Όμως δε φύλαξα το βέλος, γιατί είχαμε πολλά να κάνουμε. Ήταν, όπως θυμάμαι, σαν όλα τα βέλη που χρησιμοποιούν οι Νότιοι. Όμως πίστευα ότι προερχόταν από τους Ίσκιους ψηλά, γιατί αλλιώς ο πυρετός και η αρρώστια ήταν ανεξήγητα· αφού η πληγή δεν ήταν ούτε βαθιά ούτε καίρια. Εσύ πώς το εξηγείς;

– Υπερκόπωση, βαθιά λύπη για τη στάση του πατέρα του, το τραύμα και, πάνω απ’ όλα, η Μαύρη Αναπνοή, είπε ο Άραγκορν. Είναι άντρας με ισχυρή θέληση, γιατί είχε ήδη αντιμετωπίσει από κοντά τη Σκιά πριν καν να πάει να πολεμήσει στα εξωτερικά τείχη. Το σκοτάδι θα πρέπει να τον κυρίεψε σιγά σιγά, ενώ ακόμα αγωνιζόταν και πολεμούσε να κρατήσει τις προχωρημένες θέσεις του. Μακάρι να είχα έρθει εδώ νωρίτερα!

Πάνω στην ώρα μπήκε και ο υπεύθυνος για τα βότανα.

– Η ευγένειά σου ζήτησε βασιλόχορτο, όπως το λένε οι επαρχιώτες, είπε· ή athelas στην καθαρεύουσα, ή για εκείνους που κάπως ξέρουν τη γλώσσα του Βάλινορ...

– Ξέρω, είπε ο Άραγκορν, και δε με απασχολεί αν λες τώρα asëa aranion ή βασιλόχορτο, αρκεί να έχεις λίγο.

– Συγγνώμη, άρχοντα! είπε ο άνθρωπος. Βλέπω πως είσαι διαβασμένος κι όχι μονάχα πολέμαρχος. Όμως, αλίμονο! κύριε, δεν το έχουμε αυτό το πράγμα στα Σπίτια της Γιατρειάς, όπου φροντίζουμε μόνο τους σοβαρά τραυματισμένους και αρρώστους. Γιατί δεν έχει καμιά γνωστή θεραπευτική ιδιότητα, εκτός ίσως από το να ευωδιάζει τη βρόμικη ατμόσφαιρα ή να διώχνει κάποια περαστική κακοδιαθεσία, Εκτός, βέβαια, κι αν δίνεις σημασία στα αρχαία στιχάκια, που γυναίκες σαν την καλή μας Γιόρεθ εξακολουθούν να επαναλαμβάνουν δίχως να καταλαβαίνουν.

Σαν η μαύρη ανάσα φυσά

και απλώνει θανάτου σκιά

και σαν όλα τα φώτα σβηστούν

«βασιλόχορτο, έλα!» καλούν.

Και ζωή στους ετοιμοθανάτους

μες στο χέρι του βασιλιά τους!

Δεν είναι παρά ένα ποιηματάκι, πολύ φοβάμαι, παραμορφωμένο, απ’ αυτά που θυμούνται οι γυναικούλες. Τη σημασία του την αφήνω στην κρίση σας, αν έχει καμία. Αλλά οι γεροντότεροι το χρησιμοποιούν για πονοκεφάλους.

– Τότε, στο όνομα του Βασιλιά, πήγαινε να βρεις κάποιο γέρο με λιγότερη γνώση και περισσότερη σοφία που να έχει λίγο σπίτι του! φώναξε ο Γκάνταλφ.

Τώρα ο Άραγκορν γονάτισε πλάι στο Φαραμίρ κι έβαλε το χέρι του στο μέτωπό του. Κι όσοι παρακολουθούσαν ένιωσαν πως κάποιος μεγάλος αγώνας γινόταν. Γιατί η όψη του Άραγκορν έγινε σταχτιά από την κούραση· και πότε πότε φώναζε το όνομα του Φαραμίρ, κάθε φορά όμως έφτανε πιο ξέπνοο στ’ αυτιά τους, λες κι ο ίδιος ο Άραγκορν να είχε φύγει από κοντά τους και να βάδιζε σε κάποια σκοτεινή κοιλάδα, φωνάζοντας κάποιον που είχε χαθεί.

Και, επιτέλους, ο Μπέργκιλ ήρθε τρέχοντας κι έφερε έξι φύλλα σ’ ένα πανί.

– Είναι βασιλόχορτο, κύριε, είπε· όμως φοβάμαι πως δεν είναι φρέσκο. Θα πρέπει να το μάζεψαν τουλάχιστον πριν δύο εβδομάδες. Ελπίζω να κάνει, κύριε;

Ύστερα, κοιτάζοντας το Φαραμίρ, ξέσπασε σε κλάματα. Ο Άραγκορν όμως χαμογέλασε.

– Κάνει, είπε. Το χειρότερο πέρασε τώρα. Μείνε να παρηγορηθείς! Ύστερα, παίρνοντας δυο φύλλα, τα έβαλε στα χέρια του κι ανάσανε πάνω τους και ύστερα τα έτριψε και αμέσως μια ζωντανή φρεσκάδα πλημμύρισε το δωμάτιο, λες κι ο ίδιος ο αέρας να ξύπνησε και να τρεμούλιασε, αστράφτοντας από χαρά. Και ύστερα έριξε τα φύλλα στις λεκάνες με το αχνιστό νερό που του είχαν φέρει κι αμέσως οι καρδιές όλων ξαλάφρωσαν. Γιατί η ευωδιά που έφτασε στον καθένα έμοιαζε ανάμνηση δροσάτων πρωινών μ’ ασυννέφιαστο ήλιο σε κάποιον τόπο που ο όμορφος κόσμος την Άνοιξη δεν είναι παρά μια φευγαλέα ανάμνηση. Αλλά ο Άραγκορν σηκώθηκε αναζωογονημένος και τα μάτια του χαμογελούσαν καθώς κράτησε μια λεκάνη μπροστά στο πρόσωπο του Φαραμίρ που ονειρευόταν.

– Ε, λοιπόν, ποιος θα το πίστευε; είπε η Γιόρεθ σε μια γυναίκα που στεκόταν δίπλα της. Αυτό το βότανο είναι καλύτερο απ’ ό,τι νόμιζα. Μου θυμίζει τα τριαντάφυλλα του Ίμλοθ Μέλουι, όταν ήμουν κοριτσόπουλο, και κανένας βασιλιάς δεν μπορεί να ζητήσει καλύτερο.

Ξαφνικά ο Φαραμίρ αναδεύτηκε και άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τον Άραγκορν, που έσκυβε πάνω του· κι ένα φως αναγνώρισης και αγάπης άναψε στα μάτια του και μίλησε σιγανά;

– Άρχοντα μου, με φώναξες. Έρχομαι. Τι διατάζει ο βασιλιάς;

– Μην περπατάς πια ανάμεσα στις σκιές, αλλά ξύπνα! είπε ο Άραγκορν. Είσαι κουρασμένος. Αναπαύσου για λίγο και πάρε τροφή και να είσαι έτοιμος όταν γυρίσω.

– Θα είμαι, άρχοντα, είπε ο Φαραμίρ. Γιατί ποιος κάθεται αργός όταν έχει γυρίσει ο βασιλιάς;

– Σε αποχαιρετώ, λοιπόν, για λίγο! είπε ο Άραγκορν. Πρέπει να πάω σε άλλους που με χρειάζονται.

Και έφυγε από το θάλαμο μαζί με τον Γκάνταλφ και τον Ιμραχίλ· αλλά ο Μπέρεγκοντ κι ο γιος του έμειναν, μην μπορώντας να συγκρατήσουν τη χαρά τους. Καθώς ακολούθησε τον Γκάνταλφ και έκλεισε την πόρτα ο Πίπιν άκουσε τη Γιόρεθ να λέει με θαυμασμό:

– Βασιλιάς! Το ακούσατε; Τι είπα; Τα χέρια θεραπευτή, είπα.

Και γρήγορα βγήκε η φήμη από το Σπίτι πως ο βασιλιάς είχε πραγματικά έρθει ανάμεσά τους και ύστερα από τον πόλεμο έφερνε γιατρειά· και τα νέα κυκλοφόρησαν στην Πόλη.

Ο Άραγκορν όμως πήγε στην Έογουιν και είπε:

– Εδώ έχουμε σοβαρό πόνο και βαρύ χτύπημα. Το χέρι που έσπασε το έχουν φροντίσει με την ανάλογη δεξιοσύνη και θα γίνει καλά με τον καιρό, αν έχει τη δύναμη να ζήσει. Το χέρι της ασπίδας είναι το σακατεμένο· αλλά το κυρίως κακό προέρχεται από το χέρι του σπαθιού. Σε αυτό τώρα φαίνεται πως δεν υπάρχει ζωή, μόλο που δεν είναι σπασμένο.

»Αλίμονο! Γιατί βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν εχθρό πολύ πιο ισχυρό από τη σωματική και ψυχική της αντοχή. Κι όσοι θελήσουν να σηκώσουν όπλο εναντίον τέτοιου εχθρού πρέπει να είναι σκληρότεροι από ατσάλι, για να μη συντριβούν από το ίδιο το χτύπημα. Κακή μοίρα την έβαλε στο δρόμο του. Γιατί είναι όμορφη κοπέλα, η πιο όμορφη κυρά μιας γενιάς που βγάζει βασίλισσες. Κι όμως, δεν ξέρω πώς να μιλήσω γι’ αυτή. Όταν την είδα για πρώτη φορά και κατάλαβα τη δυστυχία της, είχα την εντύπωση ότι είδα ένα άσπρο λουλούδι να στέκεται ολόρθο και περήφανο, όμορφο σαν κρίνος, κι όμως ήξερα πως ήταν σκληρό, λες και ήταν δουλεμένο σε ατσάλι από ξωτικοσιδεράδες. Ή ήταν, ίσως, μια παγωνιά που είχε κάνει πάγο τους χυμούς του κι έτσι στεκόταν, πικρόγλυκο, όμορφο ακόμα στην όψη, αλλά χτυπημένο, έτοιμο να πέσει και να πεθάνει; Η αρρώστια της αρχίζει πολύ πιο παλιά από τούτη τη μέρα, έτσι δεν είναι, Έομερ;

– Απορώ που με ρωτάς, άρχοντα, απάντησε. Γιατί εγώ σε Θεωρώ άψογο και σ’ αυτή την υπόθεση και σε όλα τα άλλα· όμως, δεν ήξερα πως η Έογουιν, η αδελφή μου, ήταν χτυπημένη από παγωνιά, ως τότε που σε είδε για πρώτη φορά. Έννοιες και φόβους είχε και τους μοιραζόταν μαζί μου, τον καιρό του Φιδόγλωσσου που είχε μαγέψει το βασιλιά· κι εκείνη φρόντιζε το Βασιλιά με φόβο που ολοένα μεγάλωνε. Αλλά δεν μπορεί εκείνη η κατάσταση να την έφερε εδώ!

– Φίλε μου, είπε ο Γκάνταλφ, εσύ είχες άλογα κι έργα πολεμικά και τους ελεύθερους κάμπους· αυτή όμως, γεννημένη σε γυναικείο κορμί, είχε καρδιά και θάρρος τουλάχιστο σαν το δικό σου. Όμως, ήταν αναγκασμένη να υπηρετεί ένα γέροντα, που τον αγαπούσε σαν πατέρα, και να τον βλέπει να καταντάει σε μικρόψυχα κι άτιμα γηρατειά· και ο ρόλος της τής φαινόταν πιο ποταπός κι από το ρόλο του μπαστουνιού που στηριζόταν ο βασιλιάς.

»Νομίζεις πως ο Φιδόγλωσσος έχυνε δηλητήριο στ’ αυτιά του Θέοντεν μονάχα; Γερο-ξεκούτη! Τι είναι ο οίκος τον Έορλ παρά ένας αχυροσκεπασμένος στάβλος που ληστές μπεκροπίνουν στη βρόμα και τα παλιόπαιδά τους κυλιούνται στο πάτωμα μαζί με τα σκυλιά τους; Δεν τα έχεις ξανακούσει αυτά τα λόγια; Τα είπε ο Σάρουμαν, ο δάσκαλος του Φιδόγλωσσου. Αν και δεν αμφιβάλλω πως ο Φιδόγλωσσος στο παλάτι κάλυψε τη σημασία τους με λόγια πιο ύπουλα. Άρχοντά μου, αν η αγάπη που είχε η αδελφή σου για σένα και η θέλησή της που εξακολουθούσε να σκύβει στο καθήκον της, δεν κρατούσαν το στόμα της κλειστό, μπορεί να είχες ακούσει ακόμα και τέτοια λόγια σαν κι αυτά που της ξεφεύγουν. Αλλά ποιος ξέρει τι να έλεγε στο σκοτάδι, μονάχη, στην πίκρα της ξάγρυπνης νύχτας, όταν ολόκληρή της η ζωή έμοιαζε να μαζεύει και οι τοίχοι της κάμαράς της να την πλακώνουν, να γίνονται κλουβί για να κλείσουν μέσα ένα ελεύθερο πουλί;

Τότε ο Έομερ έμεινε σιωπηλός και κοίταξε την αδελφή του, λες και αναλογιζόταν απ’ την αρχή όλες τις μέρες της προηγούμενης ζωής τους που είχαν περάσει μαζί.

Ο Αραγκορν όμως είπε:

– Είδα κι εγώ αυτά που είδες κι εσύ, Έομερ. Ελάχιστες θλίψεις, ανάμεσα στις κακοτυχίες του κόσμου, κλείνουν περισσότερη πίκρα και ντροπή για την καρδιά ενός άντρα από το να βλέπει την αγάπη μιας κυράς τόσο όμορφης και γενναίας και να μην μπορεί ν’ ανταποκριθεί. Θλίψη και λύπηση με ακολουθούν από τότε που την άφησα στο Ντάνχάροου και πήρα τα Μονοπάτια των Νεκρών και κανένας φόβος σε όλον το δρόμο μου δεν ήταν τόσο πολύ μαζί μου, όσο ο φόβος τού τι θα μπορούσε να της συμβεί. Και όμως, Έομερ, εγώ σου λέω πως αυτή σε αγαπάει πιο αληθινά απ’ ό,τι εμένα· γιατί εσένα σε ξέρει και σ’ αγαπάει· ενώ σ’ εμένα αγαπάει μόνο μια σκιά και μια σκέψη: μια ελπίδα δόξας και ηρωικών πράξεων και τόπων μακριά από τους κάμπους του Ρόαν.

»Έχω, ίσως, τη δύναμη να γιατρέψω το σώμα της και να τη φέρω πίσω από τη σκοτεινή κοιλάδα. Αλλά, τι την περιμένει σαν ξυπνήσει -ελπίδα, λησμονιά ή απελπισία; δεν ξέρω. Και αν ξυπνήσει σε απελπισία, τότε θα πεθάνει, εκτός και βρεθεί άλλη γιατρειά που εγώ δεν μπορώ να της τη δώσω. Αλίμονο! γιατί τα κατορθώματά της την έχουν κατατάξει ανάμεσα στις πιο φημισμένες βασίλισσες.

Ύστερα ο Άραγκορν έσκυψε και κοίταξε το πρόσωπο της, κι ήταν στ’ αλήθεια άσπρο σαν κρίνος, παγωμένο σαν την παγωνιά και σκληρό σαν σμιλεμένο μάρμαρο. Αλλά έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο και τη φώναξε απαλά, λέγοντας:

– Έογουιν, κόρη του Έομουντ, ξύπνα! Ο εχθρός σου πάει, έφυγε! Εκείνη δεν κουνήθηκε, τώρα όμως άρχισε πάλι να αναπνέει βαθιά, έτσι που το στήθος της άρχισε ν’ ανεβοκατεβαίνει κάτω από το άσπρο λινό σεντόνι. Γι’ άλλη μια φορά ο Άραγκορν έτριψε δυο φύλλα athelas και τα έριξε στο αχνιστό νερό· και μ’ αυτό έπλυνε το μέτωπό της και το δεξί της χέρι που ήταν ξαπλωμένο κρύο κι άψυχο πάνω στα σκεπάσματα.

Και τότε, είτε γιατί ο Άραγκορν είχε στ’ αλήθεια κάποια λησμονημένη δύναμη της Δύσης, ή κι αν ήταν μονάχα τα λόγια του στην Αρχόντισσα Έογουιν που το πέτυχαν, καθώς η γλυκιά επίδραση του βοτανιού απλώθηκε παντού στο δωμάτιο, φάνηκε σε όσους βρίσκονταν κοντά ότι ένας διαπεραστικός άνεμος μπήκε απ’ το παράθυρο, που δεν είχε καμιά μυρωδιά, αλλά ήταν αέρας εντελώς φρέσκος και καθαρός κι ολοκαίνουριος, λες και κανένα ζωντανό πλάσμα δεν τον είχε αναπνεύσει άλλη φορά κι ερχόταν πρωτόφερτος, απ’ τα χιονισμένα βουνά ψηλά, κάτω από το θόλο των αστεριών, ή από μακρινές ασημένιες ακρογιαλιές που τις ξεπλένουν οι αφροί της θάλασσας.

– Ξύπνα, Έογουιν, Αρχόντισσα του Ρόαν! είπε ο Άραγκορν ξανά και πήρε το δεξί της χέρι στο δικό του και το ένιωσε ζεστό από τη ζωή που ξαναγύριζε. Ξύπνα! Η σκιά έφυγε και όλο το σκοτάδι έχει ξεπλυθεί!

Ύστερα έβαλε το χέρι της στο χέρι του Έομερ κι απομακρύνθηκε.

– Φώναξέ την! είπε και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο.

– Έογουιν, Έογουιν! φώναξε ο Έομερ μέσ’ απ’ τα δάκρυά του. Αλλά εκείνη άνοιξε τα μάτια της και είπε:

– Έομερ! Τι χαρά είναι αυτή; Γιατί είπαν πως είχες σκοτωθεί. Όχι, εκείνες δεν ήταν παρά οι σκοτεινές φωνές του ονείρου μου μόνο. Πόσες ώρες ονειρεύομαι;

– Όχι πολλές, αδελφή μου, είπε ο Έομερ. Αλλά μην το συλλογίζεσαι πια!

– Νιώθω παράξενα κουρασμένη, είπε. Πρέπει να ξεκουραστώ λιγάκι. Πες μου όμως τι απέγινε ο Άρχοντας του Μαρκ; Αλίμονο! Μη μου πεις πως ήταν κι αυτό όνειρο· γιατί ξέρω πως δεν ήταν. Είναι νεκρός, όπως το είχε προβλέψει.

– Είναι νεκρός, είπε ο Έομερ, αλλά μου είπε να δώσω χαιρετίσματα στην Έογουιν, που την αγαπούσε περισσότερο κι από κόρη του. Τώρα κείται με μεγάλες τιμές στην Ακρόπολη της Γκόντορ.

– Είναι θλιβερό, είπε. Παρ’ όλ’ αυτά όμως είναι και καλό περισσότερο απ’ ό,τι τολμούσα να ελπίσω τις σκοτεινές μέρες, τότε που φαινόταν πως ο Οίκος του Έορλ είχε λιγότερη τιμή κι απ’ την καλύβα ενός τσοπάνη. Και τι κάνει ο ακόλουθος του βασιλιά, το Ανθρωπάκι; Έομερ, πρέπει να τον κάνεις ιππότη του Ρίντερμαρκ, γιατί είναι γενναίος!

– Βρίσκεται κάπου εδώ κοντά σ’ αυτό το Σπίτι και θα πάω να τον δω, είπε ο Γκάνταλφ. Ο Έομερ θα μείνει εδώ για λίγο. Όμως μη μιλάς ακόμα ούτε για πόλεμο ούτε για λύπες, ώσπου να γίνεις πάλι καλά. Είναι μεγάλη χαρά να σε βλέπουμε ξυπνητή ξανά με ελπίδες και υγεία, γιατί είσαι αρχόντισσα πολύ γενναία!

– Υγεία; είπε η Έογουιν. Μπορεί. Τουλάχιστον όσο υπάρχει η άδεια σέλα κάποιου νεκρού Καβαλάρη που να μπορώ να χρησιμοποιήσω και πόλεμος να πολεμήσω. Αλλά ελπίδες; Δεν ξέρω.

Ο Γκάνταλφ κι ο Πίπιν ήρθαν στο δωμάτιο του Μέρι κι εκεί βρήκαν τον Άραγκορν να στέκεται πλάι στο κρεβάτι.

– Καημένε μου Μέρι! φώναξε ο Πίπιν κι έτρεξε στο κρεβάτι, γιατί του φάνηκε πως ο φίλος του έδειχνε χειρότερα και η όψη του ήταν σταχτιά σαν να τον πλάκωνε βάρος πολλών χρόνων λύπης και ξαφνικά φόβος κυρίεψε τον Πίπιν πως ο Μέρι θα πέθαινε.

– Μη φοβάσαι, είπε ο Άραγκορν. Έφτασα εγκαίρως και τον κάλεσα να γυρίσει πίσω. Είναι κατάκοπος τώρα και λυπημένος κι έχει τα ίδια με την Αρχόντισσα Έογουιν, γιατί τόλμησε να χτυπήσει το θανατερό εκείνο πλάσμα. Αλλά τούτα τα κακά μπορεί να διορθωθούν, γιατί έχει πνεύμα δυνατό και χαρούμενο. Δε θα ξεχάσει τη λύπη του· αλλά δε θα του σκοτεινάσει την καρδιά, θα τον διδάξει όμως σοφία.

Έπειτα ο Άραγκορν ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του Μέρι και περνώντας το απαλά ανάμεσα από τις καστανές του μπούκλες, του άγγιξε τα βλέφαρα και τον φώναξε με τ’ όνομά του. Κι όταν το άρωμα του athelas απλώθηκε στο δωμάτιο, σαν τη μυρωδιά των κήπων και σαν τα ρείκια στον ήλιο γεμάτα μέλισσες, ο Μέρι ξύπνησε ξαφνικά και είπε:

– Πεινάω. Τι ώρα είναι;

– Έχει περάσει τώρα η ώρα του δείπνου, είπε ο Πίπιν αν και φαντάζομαι πως κάτι θα μπορέσω να σου φέρω, αν μου το επιτρέπουν.

– Και βέβαια το επιτρέπουν, είπε ο Γκάνταλφ. Κι οτιδήποτε άλλο επιθυμήσει τούτος ο Καβαλάρης του Ρόαν, αν μπορεί να βρεθεί στη Μίνας Τίριθ, που τ’ όνομά του είναι τιμημένο.

– Ωραιότατα! είπε ο Μέρι. Τότε θα ’θελα το δείπνο μου πρώτα κι ύστερα μια πίπα – το πρόσωπο του σκοτείνιασε. Όχι, όχι, πίπα. Δε νομίζω πως θα καπνίσω ξανά.

– Γιατί όχι; είπε ο Πίπιν.

– Να, απάντησε ο Μέρι αργά. Είναι νεκρός. Και η πίπα μου το ξαναθύμισε. Είπε ότι λυπόταν που δε βρήκε ποτέ την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε για την ιστορία του χόρτου. Ήταν σχεδόν το τελευταίο πράγμα που είπε. Ποτέ δε θα μπορέσω ξανά να καπνίσω χωρίς να σκεφτώ αυτόν ή εκείνη τη μέρα, Πίπιν, που έφτασε στο Ίσενγκαρντ και ήταν τόσο ευγενικός!

– Τότε να καπνίζεις και να τον θυμάσαι! είπε ο Άραγκορν. Γιατί ήταν καλή καρδιά και μεγάλος Βασιλιάς κι έμεινε πιστός στους όρκους του· κατάφερε και ξεπέρασε τις σκιές και βγήκε σ’ ένα τελευταίο ηλιόλουστο πρωινό. Μόλο που η υπηρεσία σου κοντά του ήταν σύντομη, θα πρέπει να τη θυμάσαι σαν μια ανάμνηση χαρούμενη και τιμημένη ως το τέλος της ζωής σου.

Ο Μέρι χαμογέλασε.

– Καλά, λοιπόν, είπε, αν ο Γοργοπόδαρος μου προμηθέψει τα απαραίτητα, θα καπνίσω και θα θυμάμαι. Είχα λίγο απ’ το καλύτερο του Σάρουμαν στο σακίδιό μου, αλλά τι απόγινε μες στη μάχη, σίγουρα δεν ξέρω.

– Κύριε Μέριαντοκ, είπε ο Άραγκορν, αν νομίζεις πως πέρασα τα βουνά και την Γκόντορ ολόκληρη με σπαθί και φωτιά για να φέρω χόρτα σ’ έναν απρόσεκτο στρατιώτη που χάνει τις αποσκευές του, κάνεις μεγάλο λάθος. Αν το σακίδιό σου δεν έχει βρεθεί, τότε στείλε να φωνάξουν τον υπεύθυνο για τα βότανα του Σπιτιού. Κι αυτός θα σου πει πως δεν ήξερε ότι το χόρτο που επιθυμείς είχε καμιά ιδιότητα, αλλά πως ονομάζεται westmansweed από τον κόσμο και galenas από τους ευγενείς, κι άλλα ονόματα σ’ άλλες επιστημονικότερες γλώσσες, κι αφού προσθέσει και μερικά μισοξεχασμένα στιχάκια που δεν καταλαβαίνει, θα σε πληροφορήσει με λύπη του πως δεν υπάρχει καθόλου στο Σπίτι και θα σ’ αφήσει να συλλογίζεσαι την ιστορία των γλωσσών. Και το ίδιο πρέπει να κάνω κι εγώ. Γιατί δεν έχω κοιμηθεί σε κρεβάτι σαν κι αυτό, από τότε που έφυγα απ’ το Ντάνχάροου, ούτε έχω βάλει τίποτα στο στόμα μου απ’ τη νύχτα πριν χαράξει. Ο Μέρι του άρπαξε το χέρι και το φίλησε.

– Ζητώ χίλια συγγνώμη, είπε. Φύγε αμέσως! Από εκείνη τη νύχτα στο Μπρι σού έχουμε γίνει κακός μπελάς. Αλλά είναι ο τρόπος μας να χρησιμοποιούμε ανάλαφρες κουβέντες σε τέτοιες ώρες και να λέμε λιγότερα από όσα θα θέλαμε να πούμε. Φοβόμαστε να πούμε πάρα πολλά. Κι αυτό μας στερεί τα σωστά λόγια, όταν το αστείο δεν έχει θέση.

– Αυτό το ξέρω καλά, ειδαλλιώς δε θα σου φερνόμουνα με τον ίδιο τρόπο, είπε ο Άραγκορν. Μακάρι το Σάιρ να ζει πάντοτε αμάραντο!

Και φιλώντας το Μέρι βγήκε έξω μαζί με τον Γκάνταλφ.

Ο Πίπιν έμεινε πίσω.

– Ήταν ποτέ κανένας σαν κι αυτόν; είπε. Εκτός από τον Γκάνταλφ, βέβαια. Νομίζω πως θα πρέπει να συγγενεύουν. Μικρέ μου ανόητε, το σακίδιό σου βρίσκεται πλάι στο κρεβάτι σου και το είχες στην πλάτη σου όταν σε βρήκα. Κι εκείνος, φυσικά, το έβλεπε όλη αυτή την ώρα. Πάντως έχω κι εγώ λίγο καπνό δικό μου. Έλα, τώρα! Είναι φύλλο του Λόνγκμπότομ. Γέμισε την πίπα σου ώσπου να τρέξω εγώ να δω για φαγητό! Και ύστερα ας ξεδώσουμε λιγάκι. Άι στο καλό. Εμείς οι Τουκ και οι Μπράντιμπακ δεν μπορούμε να ζήσουμε πολύ στα μεγάλα ύψη.

– Όχι, είπε ο Μέρι. Εγώ δεν μπορώ. Όχι ακόμα, οπωσδήποτε. Αλλά τουλάχιστον, Πίπιν, μπορούμε τώρα να τα δούμε και να τους αποδώσουμε τιμή. Το καλύτερο είναι να αγαπάς πρώτα ό,τι είναι στα μέτρά σου, φαντάζομαι. Πρέπει κάπου να αρχίζεις και να έχεις κάποιες ρίζες και το χώμα του Σάιρ είναι βαθύ. Πάντως υπάρχουν πράγματα βαθύτερα και ανώτερα· και κανένας δε θα μπορούσε να φροντίζει τον κήπο του με την ησυχία του, αν δεν ήταν αυτά, είτε το ξέρει είτε όχι. Κι εγώ χαίρομαι που ξέρω γι’ αυτά, λιγάκι. Αλλά δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και μιλάω έτσι. Πού ’ναι εκείνο το φύλλο; Και φέρε μου την πίπα μου απ’ το σακίδιό μου, αν δεν έχει σπάσει.

Ο Άραγκορν κι ο Γκάνταλφ πήγαν τώρα στον Προϊστάμενο των Σπιτιών της Γιατρειάς και του είπαν πως ο Φαραμίρ και η Έογουιν έπρεπε να μείνουν εκεί και να εξακολουθήσουν να τους περιποιούνται με προσοχή για πολλές μέρες.

– Η Αρχόντισσα Έογουιν, είπε ο Άραγκορν, γρήγορα θα θελήσει να σηκωθεί και να φύγει· όμως δεν πρέπει να της το επιτρέψετε, αν μπορέσετε με κάποιον τρόπο να την κρατήσετε, ώσπου να περάσουν τουλάχιστο δέκα μέρες.

– Όσο για το Φαραμίρ, είπε ο Γκάνταλφ, πρέπει γρήγορα να μάθει πως ο πατέρας του είναι νεκρός. Αλλά δεν πρέπει να μάθει ολόκληρη την ιστορία της τρέλας του Ντένεθορ, ώσπου να έχει τελείως θεραπευτεί και να έχει αναλάβει καθήκοντα. Φρόντισε ώστε ο Μπέρεγκοντ και ο perian, που ήταν παρόντες, να μην του πουν για τα όσα έγιναν ακόμα!

– Και ο άλλος perian, ο Μέριαντοκ, που βρίσκεται κάτω από την επίβλεψη μου, αυτόν τι να τον κάνω; είπε ο Προϊστάμενος.

– Είναι πιθανόν ότι θα νιώθει καλά για να σηκωθεί αύριο, για λίγη ώρα, είπε ο Άραγκορν. Άφησέ τον να σηκωθεί, αν το θελήσει. Μπορεί να περπατήσει λιγάκι, αν τον προσέχουν οι φίλοι του.

– Είναι αξιόλογος λαός, είπε ο Προϊστάμενος, κουνώντας το κεφάλι του. Σκληρά καρύδια.

Στην είσοδο των Σπιτιών είχαν κιόλας συγκεντρωθεί πολλοί για να δουν τον Άραγκορν και τον πήραν από πίσω· κι όταν τέλος έφαγε, ήρθαν άνθρωποι και τον παρακαλούσαν να θεραπεύσει τους συγγενείς ή φίλους τους, που η ζωή τους κινδύνευε από κάποιον πόνο ή πληγή ή που τους πλάκωνε η Μαύρη Σκιά. Και ο Άραγκορν σηκώθηκε και βγήκε κι έστειλε να φωνάξουν τους γιους του Έλροντ και μαζί δούλεψαν ως αργά τη νύχτα. Και στην Πόλη διαδόθηκε: «Ο βασιλιάς ξανάρθε πραγματικά». Και τον είπαν Λιθούχο, από το πράσινο πετράδι που φορούσε, κι έτσι το όνομα που είχαν προφητέψει, όταν γεννήθηκε, ότι θα έχει, του το διάλεξε ο λαός του.

Κι όταν δεν μπορούσε να δουλέψει άλλο, τυλίχτηκε στο μανδύα του και γλίστρησε έξω από την Πόλη και πήγε στη σκηνή του πριν χαράξει και κοιμήθηκε λίγο. Και το πρωί το λάβαρο του Ντολ Άμροθ, ένα άσπρο καράβι σαν κύκνος στα γαλανά νερά, ανέμισε στον Πύργο και ο κόσμος κοίταξε ψηλά και αναρωτήθηκαν μήπως ο ερχομός του Βασιλιά ήταν όνειρο.

IX ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Το πρωινό μετά τη μάχη ήρθε και ήταν όμορφο, με ανάλαφρα συννεφάκια και τον άνεμο να γυρίζει δυτικά. Ο Λέγκολας και ο Γκίμλι σηκώθηκαν και βγήκαν έξω νωρίς και ζήτησαν άδεια ν’ ανεβούν στην Πόλη, γιατί ήθελαν πολύ να δουν το Μέρι και τον Πίπιν.

– Τι καλά που μάθαμε πως είναι ακόμα ζωντανοί, είπε ο Γκίμλι· γιατί μας στοίχισαν πολλούς κόπους τότε που τρέχαμε να τους προλάβουμε απ’ τη μια άκρη του Ρόαν ως την άλλη και δε θα ήθελα οι κόποι μας να πήγαιναν χαμένοι.

Το Ξωτικό κι ο Νάνος μπήκαν μαζί στη Μίνας Τίριθ κι όσοι τους έβλεπαν να περνούν θαύμαζαν βλέποντας τέτοιους συντρόφους· γιατί ο Λέγκολας ήταν όμορφος πέρα από τα μέτρα των Ανθρώπων και τραγουδούσε ένα τραγούδι ξωτικό με καθάρια φωνή, καθώς προχωρούσε μες στο πρωινό· ο Γκίμλι όμως προχωρούσε περήφανα στο πλευρό του, χαϊδεύοντας τη γενειάδα του και παρατηρώντας τα πάντα γύρω του.

– Έχει αρκετά καλές λιθοδομές εδώ, είπε καθώς κοίταζε τα τείχη, αλλά αλλού δεν είναι τόσο καλή δουλειά και οι δρόμοι θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα. Όταν ο Αραγκορν πάρει το θρόνο του, θα του προσφέρω τις υπηρεσίες των λιθοδόμων του Βουνού και θα την κάνουμε να την καμαρώνουν όλοι.

– Χρειάζονται περισσότερους κήπους, είπε ο Λέγκολας. Τα σπίτια είναι νεκρά, και ελάχιστα φυτρώνουν εδώ και χαίρονται. Αν πάρει το θρόνο του ο Αραγκορν, ο λαός του Δάσους θα του φέρει πουλιά που κελαηδούν και δέντρα που δεν πεθαίνουν.

Τέλος, έφτασαν στον Πρίγκιπα Ιμραχίλ και ο Λέγκολας τον κοίταξε και υποκλίθηκε βαθιά· γιατί είδε πως εδώ πραγματικά βρισκόταν κάποιος με αίμα ξωτικό στις φλέβες του.

– Χαίρε, άρχοντα! είπε. Ο λαός της Νίμροντελ έχει φύγει εδώ και πολύν καιρό από τα δάση του Λόριεν, όμως μπορεί ακόμα κανείς να δει πως δεν άνοιξαν όλοι πανιά από το λιμάνι του Άμροθ να πάνε δυτικά ταξιδεύοντας στη θάλασσα.

– Έτσι αναφέρουν οι παραδόσεις του τόπου μου, είπε ο Πρίγκιπας· όμως, μέχρι τώρα, εδώ και αμέτρητα χρόνια, δεν έχουμε δει κανέναν από τον όμορφο λαό στα μέρη μας. Και είμαι γεμάτος θαυμασμό που βλέπω έναν εδώ τώρα μες στις λύπες και στον πόλεμο. Τι ζητάς;

– Είμαι ένας από τους Εννέα Συντρόφους που ξεκίνησαν από το Ίμλαντρις με το Μιθραντίρ, είπε ο Λέγκολας, και μαζί μ’ αυτόν το Νάνο, το φίλο μου, ήρθα με τον Άρχοντα Άραγκορν. Τώρα όμως θέλουμε να δούμε τους φίλους μας, το Μέριαντοκ και τον Πέρεγκριν, που μας είπαν πως βρίσκονται κάτω από την επίθλεψή σου.

– Θα τους βρείτε στα Σπίτια της Γιατρειάς. Θα σας πάω εγώ ως εκεί, είπε ο Ιμραχίλ.

– Θα είναι αρκετό αν στείλεις κάποιον να μας οδηγήσει, άρχοντα, είπε ο Λέγκολας. Γιατί ο Άραγκορν σου στέλνει αυτό το μήνυμα. Δε θέλει να μπει στην Πόλη ξανά τώρα. Είναι ανάγκη όμως οι αρχηγοί να κάνουν συμβούλιο αμέσως και παρακαλεί εσένα και τον Έομερ του Ρόαν να πάτε κάτω στον καταυλισμό του, όσο το δυνατό γρηγορότερα. Ο Μιθραντίρ βρίσκεται κιόλας εκεί.

– Θα πάμε, είπε ο Ιμραχίλ. Και χώρισαν με λόγια ευγενικά.

– Αυτός είναι άρχοντας ωραίος και μεγάλος στρατηγός των ανθρώπων, είπε ο Λέγκολας. Αν η Γκόντορ εξακολουθεί να έχει ακόμα τέτοιους άντρες στις μέρες της παρακμής της, τότε θα πρέπει να ήταν μεγάλη η δόξα της τις μέρες της ακμής της.

– Και το δίχως άλλο η καλή λιθοδομή είναι η αρχαιότερη και θα έγινε όταν πρωτοχτίστηκε η Πόλη, είπε ο Γκίμλι. Έτσι συμβαίνει πάντα με ό,τι αρχίζουν οι Άνθρωποι: πέφτει παγετός την Άνοιξη ή μαράζι το Καλοκαίρι και δεν εκπληρώνουν αυτό που υπόσχονται.

– Όμως, σπάνια χάνεται ο σπόρος τους, είπε ο Λέγκολας. Και πέφτει στο χώμα και σαπίζει για να ζωντανέψει ξανά σε τόπους και εποχές που δεν το περιμένει κανείς. Τα έργα των Ανθρώπων θα κρατήσουν περισσότερο από εμάς, Γκίμλι.

– Κι όμως, στο τέλος δεν καταλήγουν πουθενά, παρά σε απραγματοποίητες δυνατότητες, φαντάζομαι, είπε ο Νάνος.

– Σ’ αυτό τα Ξωτικά δε γνωρίζουν την απάντηση, είπε ο Λέγκολας.

Τότε ήρθε ο υπηρέτης του Πρίγκιπα και τους πήγε στα Σπίτια της Γιατρειάς· κι εκεί βρήκαν τους φίλους τους στον κήπο και η συνάντησή τους έγινε με γέλια και χαρές. Για αρκετή ώρα κουβέντιασαν περπατώντας και χάρηκαν για λίγο ειρηνικά και ξεκούραστα στο πρωινό πάνω ψηλά, στους ανεμοδαρμένους κύκλους της Πόλης. Ύστερα, όταν κουράστηκε ο Μέρι, πήγαν και κάθισαν στο τείχος, με την πρασινάδα των Σπιτιών της Γιατρειάς πίσω τους· και πέρα, κατά το νοτιά, μπροστά τους γυάλιζε στον ήλιο ο Άντουιν, όπως κυλούσε, πηγαίνοντας εκεί που ούτε κι ο Λέγκολας έφτανε να δει, στους πλατιούς κάμπους και στην πράσινη καταχνιά του Λέμπενιν και του Νοτίου Ιθίλιεν.

Και τώρα ο Λέγκολας έμεινε σιωπηλός, ενώ οι άλλοι κουβέντιαζαν, και κοίταζε κατά τον ήλιο και, όπως κοίταζε, είδε άσπρα θαλασσοπούλια να πετούν ανεβαίνοντας το ποτάμι.

– Κοιτάξτε! φώναξε. Γλάροι! Πετούν βαθιά στο εσωτερικό. Για μένα είναι κάτι θαυμαστό και προξενούν ανησυχία μέσα μου. Ποτέ σ’ όλη μου τη ζωή δεν τους είχα δει, ώσπου έφτασα στο Πελάργκιρ· κι εκεί τους άκουσα να κράζουν στον αέρα καθώς πηγαίναμε για τη μάχη των καραβιών. Τότε είχα σταθεί ακίνητος, λησμονώντας τον πόλεμο στη Μέση-γη· γιατί οι θρηνητικές φωνές τους μου μιλούσαν για τη Θάλασσα. Τη Θάλασσα! Αλίμονο! Δεν την έχω δει ακόμα. Αλλά βαθιά στις καρδιές όλων των δικών μου κοιμάται ο πόθος για τη θάλασσα, που είναι επικίνδυνο να τον ξυπνήσεις. Αλίμονο! εξαιτίας των γλάρων. Δε θα ξαναβρώ ειρήνη κάτω από οξιά ή φτελιά.

– Μη μιλάς έτσι! είπε ο Γκίμλι. Υπάρχουν ακόμα αμέτρητα πράγματα να δούμε στη Μέση-γη και μεγάλα έργα να κάνουμε. Αν όμως όλος ο όμορφος λαός φύγει στα Λιμάνια, ο κόσμος θα χάσει τη λάμψη του για κείνους που η μοίρα τους είναι να μείνουν.

– Θα χάσει τη λάμψη του και θα γίνει οπωσδήποτε θλιβερός! είπε ο Μέρι. Δεν πρέπει να πας στα Λιμάνια, Λέγκολας. Πάντα θα υπάρχουν και μερικοί, μικροί ή μεγάλοι, ακόμη και λίγοι σοφοί νάνοι σαν τον Γκίμλι, που θα σας χρειάζονται. Τουλάχιστον, έτσι ελπίζω. Αν και κάπως νιώθω πως το χειρότερο αυτού του πολέμου δεν έχει έρθει ακόμα. Πώς θα ’θελα να είχαν τελειώσει όλα και μάλιστα καλά!

– Μην είσαι τόσο απαισιόδοξος! φώναξε ο Πίπιν. Ο ήλιος λάμπει κι εμείς είμαστε μαζί εδώ για μια δυο μέρες τουλάχιστο. Θέλω να μάθω περισσότερα για όλους σας. Έλα, Γκίμλι! Εσύ κι ο Λέγκολας έχετε αναφέρει το παράξενο ταξίδι σας με το Γοργοπόδαρο καμιά δωδεκα-ριά φορές ως τώρα τούτο το πρωινό. Όμως, δε μου έχετε πει τίποτα γι’ αυτό.

– Ο Ήλιος μπορεί να λάμπει εδώ, είπε ο Γκίμλι, αλλά έχω αναμνήσεις από κείνον το δρόμο, που δε θέλω να τις βγάλω απ’ τα σκοτάδια. Αν ήξερα τι με περίμενε, νομίζω πως για καμιά φιλία δε θα περνούσα τα Μονοπάτια των Νεκρών.

– Τα Μονοπάτια των Νεκρών; είπε ο Πίπιν. Άκουσα τον Άραγκορν να το λέει κι αναρωτήθηκα τι ήθελε να πει. Δε θα μας πεις τίποτα περισσότερο;

– Όχι πρόθυμα, είπε ο Γκίμλι. Γιατί σ’ αυτόν το δρόμο ντροπιάστηκα – εγώ ο Γκίμλι ο γιος του Γκλόιν, που θεωρούσα τον εαυτό μου πιο σκληρό απ’ τους Ανθρώπους και πιο μεγάλης αντοχής μέσα στη γη από κάθε Ξωτικό. Αλλά δεν απέδειξα ούτε το ένα ούτε το άλλο· και κρατήθηκα στο δρόμο από τη θέληση του Άραγκορν μονάχα.

– Κι από αγάπη σ’ αυτόν επίσης, είπε ο Λέγκολας. Γιατί όλοι όσοι τον γνωρίζουν, τον αγαπούν, ο καθένας με τον τρόπο του, ακόμα και η ψυχρή κόρη των Ροχίριμ. Ήταν νωρίς το πρωί της μέρας πριν έρθετε εκεί, Μέρι, που φύγαμε από το Ντάνχάροου και τόσος φόβος είχε κυριέψει τον κόσμο, ώστε κανείς δε βγήκε να μας δει να φεύγουμε, εκτός από την Αρχόντισσα Έογουιν, που τώρα βρίσκεται πληγωμένη στο Σπίτι κάτω. Ήταν χωρισμός όλο λύπη κι εγώ λυπήθηκα πολύ που τον είδα.

– Αλίμονο! Εγώ έκανα καρδιά για τον εαυτό μου μόνο, είπε ο Γκίμλι. Όχι! δε θα μιλήσω για κείνο το ταξίδι.

Σώπασε· αλλά ο Πίπιν και ο Μέρι ήθελαν τόσο πολύ να μάθουν νέα, που στο τέλος ο Λέγκολας είπε:

– Θα σας πω αρκετά για να ικανοποιήσω την περιέργειά σας· γιατί εγώ δεν ένιωσα τον τρόμο και δε φοβήθηκα τις σκιές των Ανθρώπων, αδύναμες και ανίσχυρες όπως τις θεωρούσα.

Ύστερα τους είπε στα γρήγορα για το στοιχειωμένο δρόμο μέσα στα βουνά και τη σκοτεινή συνάντηση στο Έρεχ και το μεγάλο ταξίδι από εκεί ενενήντα λεύγες ως το Πελάργκιρ στον Άντουιν.

– Τέσσερα μερόνυχτα – και πήραμε και πέμπτο – ταξιδεύαμε από το Μαύρο Βράχο, είπε. Και, να! στο σκοτάδι της Μόρντορ οι ελπίδες μου πήραν φτερά· γιατί σ’ εκείνη τη σκοτεινιά ο Λόχος των Ίσκιων φάνηκε να δυναμώνει και να παίρνει ακόμα πιο τρομερή όψη. Είδα άλλους να πηγαίνουν καβάλα κι άλλους πεζούς, όμως όλοι προχωρούσαν με την ίδια μεγάλη ταχύτητα. Ήταν αμίλητοι, όμως τα μάτια τους γυάλιζαν. Στα υψώματα του Λάμεντον πρόφτασαν τα άλογά μας, βγήκαν στο πλάι μας και θα μας προσπερνούσαν, αν δεν τους το απαγόρευε ο Άραγκορν.

»Στο πρόσταγμά του πέρασαν πίσω. «Ακόμα και οι Σκιές των Ανθρώπων υπακούουν στη θέλησή του», σκέφτηκα. «Μπορεί και να του προσφέρουν βοήθεια τελικά!»

»Μια μέρα με φως ταξιδέψαμε και ύστερα έφτασε η μέρα χωρίς χαραυγή κι εμείς συνεχίζαμε να προχωρούμε και περάσαμε τους ποταμούς Κίριλ και Ρίνγκλο· και την τρίτη μέρα φτάσαμε στο Λίνχιρ, πάνω από τις εκβολές του Γκίλρεϊν. Κι εκεί οι άντρες του Λάμεντον υπερασπίζονταν τα περάσματα από τους άγριους ανθρώπους του Ούμπαρ και του Χαράντ, που είχαν ανέβει με τα καράβια τους το ποτάμι. Αλλά υπερασπιστές κι επιτιθέμενοι μαζί παράτησαν τη μάχη και το ’βαλαν στα πόδια όταν φτάσαμε, φωνάζοντας πως ο Βασιλιάς των Νεκρών τους είχε επιτεθεί. Μόνο ο Άνγκμπορ, ο Άρχοντας του Λάμεντον, είχε το κουράγιο να μας αντιμετωπίσει· και ο Άραγκορν του είπε να συγκεντρώσει τους άντρες του και να μας ακολουθήσουν, αν τολμούσαν, όταν ο Γκρίζος Λόχος θα είχε περάσει.

»– Στο Πελάργκιρ ο Κληρονόμος του Ισίλντουρ θα σε χρειαστεί, είπε.

»Έτσι περάσαμε τον Γκίλρεϊν, κατατροπώνοντας τους συμμάχους της Μόρντορ μπροστά μας· και ύστερα ξεκουραστήκαμε για λίγο. Γρήγορα όμως ο Άραγκορν σηκώθηκε, λέγοντας: «Να! η Μίνας Τίριθ δέχεται κιόλας επίθεση. Φοβάμαι πως θα πέσει πριν φτάσουμε να τη βοηθήσουμε». Έτσι καβαλήσαμε πάλι τ’ άλογα, πριν περάσει η νύχτα, και συνεχίσαμε με όση ταχύτητα άντεχαν τ’ άλογά μας, διασχίζοντας τους κάμπους του Λέμπενιν.

Ο Λέγκολας σταμάτησε κι αναστέναξε και γυρίζοντας το βλέμμα του κατά το νοτιά σιγοτραγούδησε:

Απ’ τον Κέλος στον Έρουι ασημένια κυλούν τα ρυάκια

Στους πράσινους κάμπους τον Λέμπενιν!

Ψηλό το χορτάρι φυτρώνει εκεί. Και τα κάτασπρα κρίνα

Λικνίζονται στ’ αγέρι το θαλασσινό!

Μα κι οι λουλουδιασμένες καμπάνες των mallos και των alfirin[3]

Λικνίζονται στ’ αγέρι το θαλασσινό

Στους πράσινους κάμπους του Λέμπενιν!

– Πράσινα είναι εκείνα τα λιβάδια στα τραγούδια του λαού μου· αλλά ήταν σκοτεινά τότε, γκρίζοι ερημότοποι στη μαυρίλα μπροστά μας. Και παντού στους κάμπους, ποδοπατώντας το χορτάρι και τα λουλούδια δίχως να προσέχουμε, καταδιώξαμε τους εχθρούς μας μια μέρα και μια νύχτα, ώσπου τους ξεπαστρέψαμε στο Μεγάλο Ποταμό επιτέλους.

»Τότε νόμισα πως πλησιάσαμε στη Θάλασσα· γιατί ήταν πλατύ το νερό στο σκοτάδι και αμέτρητα θαλασσοπούλια τιτίβιζαν στις ακτές του. Αλίμονο, ο θρήνος των γλάρων! Δε μου είπε η Κυρά να φυλάγομαι απ’ αυτούς; Και τώρα δεν μπορώ να τους ξεχάσω.

— Όσο για μένα, ούτε που τους πρόσεξα, είπε ο Γκίμλι, γιατί τότε πιάσαμε στα σοβαρά τη μάχη. Εκεί στο Πελάργκιρ ήταν αγκυροβολημένος ο κυρίως στόλος του Ούμπαρ, πενήντα μεγάλα καράβια και αμέτρητα μικρότερα σκάφη. Πολλοί από αυτούς που καταδιώκαμε είχαν φτάσει στα λιμάνια πριν από μας και είχαν φέρει και το φόβο τους· και μερικά καράβια είχαν ξεκινήσει, γυρεύοντας να ξεφύγουν κατεβαίνοντας το Ποτάμι ή να φτάσουν στην απέναντι όχθη· και πολλά από τα μικρότερα σκάφη καίγονταν. Αλλά οι Χαράντριμ, στριμωγμένοι τώρα στην άκρη, γύρισαν να μας αντιμετωπίσουν, εξαγριωμένοι στην απελπισία τους– και γελούσαν όταν μας είδαν, γιατί ήταν ακόμα μεγάλος στρατός.

»Ο Άραγκορν όμως σταμάτησε και φώναξε με μεγάλη φωνή; «Ελάτε τώρα! Σας καλώ στο όνομα του Μαύρου Βράχου!» Και ξαφνικά ο Λόχος των Ίσκιων, που είχε κρατηθεί πίσω, ήρθε επιτέλους σαν γκρίζα παλίρροια, σαρώνοντας τα πάντα μπροστά του. Άκουσα ξεψυχες φωνές και ξέθωρα σαλπίσματα από βούκινα κι ένα μουρμουρητό από αμέτρητες μακρινές φωνές – έμοιαζε απόηχος κάποιας ξεχασμένης μάχης τα Μαύρα Χρόνια πολύ παλιά. Χλωμά σπαθιά βγήκαν απ’ τα θηκάρια· αλλά δεν ξέρω αν οι λεπίδες τους έκοβαν ακόμα, γιατί οι Νεκροί δε χρειάζονταν πια κανένα όπλο εκτός από το φόβο. Κανείς δεν μπορούσε να τους αντισταθεί.

»Πήγαν σε κάθε πλοίο που ήταν τραβηγμένο έξω στη στεριά και ύστερα πήγαν στο νερό σ’ εκείνα που ήταν αγκυροβολημένα· και όλοι οι ναυτικοί κυριεύτηκαν από τρελό φόβο και πήδηξαν έξω, εκτός από τους σκλάβους που ήταν αλυσοδεμένοι στα κουπιά. Αψηφώντας τον κίνδυνο ορμήσαμε ανάμεσα στους πανικόβλητους εχθρούς μας, σαρώνοντάς τους σαν τα φύλλα, ώσπου φτάσαμε στην παραλία. Και ύστερα στο καθένα από τα μεγάλα καράβια που είχαν απομείνει ο Άραγκορν έστειλε κι από έναν Ντούνεντεν κι εκείνοι καθησύχασαν τους αιχμαλώτους που βρίσκονταν μέσα και τους είπαν να παραμερίσουν το φόβο τους και να ελευθερωθούν.

»Πριν τελειώσει εκείνη η σκοτεινή μέρα δεν είχε απομείνει κανένας εχθρός να μας προβάλει αντίσταση· όλοι είχαν πνιγεί ή υποχωρούσαν άτακτα κατά το νοτιά, με την ελπίδα να βρουν τις χώρες τους πεζή. Εμένα μου φάνηκε παράξενο και θαυμαστό να ανατρέπονται τα σχέδια της Μόρντορ από τέτοια φαντάσματα φόβου και σκοτεινιάς. Την έπαθε με τα ίδια της τα όπλα!

– Πραγματικά παράξενο, είπε ο Λέγκολας. Εκείνη την ώρα κοίταξα τον Άραγκορν και σκέφθηκα πόσο μεγάλος και φοβερός Άρχοντας θα μπορούσε να είχε γίνει με την τόσο ισχυρή θέλησή του, αν είχε πάρει το Δαχτυλίδι για τον εαυτό του. Δεν έχει άδικο η Μόρντορ που τον φοβάται. Το πνεύμα του όμως είναι πολύ ανώτερο από την αντίληψη του Σόρον μήπως δεν κατάγεται από τα παιδιά της Λούθιεν; Αυτή η γενιά δε θα χαθεί όσα χρόνια κι αν περάσουν.

– Τέτοιες προβλέψεις δεν τις φτάνουν τα μάτια των Νάνων, είπε ο Γκίμλι. Όμως, στ’ αλήθεια, ήταν πανίσχυρος εκείνη την ημέρα ο Άραγκορν. Να! όλος ο μαύρος στόλος βρισκόταν στα χέρια του’ και για τον εαυτό του διάλεξε το μεγαλύτερο καράβι και ανέβηκε. Ύστερα είπε και σάλπισαν δυνατά πολλές τρομπέτες, λάφυρα του εχθρού· και ο Λόχος των Ίσκιων τραβήχτηκε στην παραλία. Εκεί στάθηκαν σιωπηλοί, σχεδόν αόρατοι, εκτός από μια κόκκινη γυαλάδα στα μάτια τους που αντανακλούσε την κοκκινίλα των πυρπολημένων καραβιών. Κι ο Άραγκορν απευθύνθηκε με φωνή μεγάλη στους Νεκρούς και είπε:

»Ακούστε τώρα τα λόγια του Κληρονόμου του Ισίλντουρ! Ο όρκος σας εκπληρώθηκε. Γυρίστε πίσω και ποτέ πια μην ενοχλήσετε τις κοιλάδες! Φύγετε και ας αναπαύεσθε εν ειρήνη!»

»Οπότε ο Βασιλιάς των Νεκρών βγήκε μπροστά από το λόχο, έσπασε το κοντάρι του και το πέταξε κάτω. Ύστερα υποκλίθηκε βαθιά και απομακρύνθηκε· και γρήγορα όλος ο γκρίζος λόχος αποτραβήχτηκε και χάθηκε σαν την ομίχλη που τη σπρώχνει πίσω ξαφνικός άνεμος· και σε μένα φάνηκε σαν να ξύπνησα από κάποιο όνειρο.

»Εκείνη τη νύχτα εμείς ξεκουραστήκαμε, ενώ άλλοι δούλευαν. Γιατί απελευθερώθηκαν πολλοί αιχμάλωτοι και πολλοί σκλάβοι, άνθρωποι της Γκόντορ, που τους είχαν πιάσει σε επιδρομές· και γρήγορα επίσης συγκεντρώθηκε στρατός πολύς με άντρες από το Λέμπενιν και το Έθιρ· και ήρθε και ο Άνγκμπορ του Λάμεντον με όσο ιππικό μπόρεσε να συγκεντρώσει. Τώρα που ο φόβος των Νεκρών είχε απομακρυνθεί, ήρθαν να μας βοηθήσουν και να δουν τον Κληρονόμο του Ισίλντουρ· γιατί η φήμη εκείνου του ονόματος είχε απλωθεί σαν φωτιά στο σκοτάδι.

»Κι αυτά έγιναν προς το τέλος της ιστορίας μας. Γιατί όλο εκείνο το απόβραδο και τη νύχτα ετοιμάστηκαν και επανδρώθηκαν πολλά πλοία· και το πρωί ο στόλος ξεκίνησε. Αν και τώρα φαίνεται σαν να ’χει περάσει πολύς καιρός, όμως δεν ήταν παρά προχθές το πρωί, την έκτη μέρα που φύγαμε απ’ το Ντάνχάροου. Όμως τον Άραγκορν δεν τον άφηνε να ησυχάσει ο φόβος πως είχαμε ελάχιστο χρόνο μπροστά μας.

»«Είναι σαράντα δύο λεύγες απ’ το Πελάργκιρ ως τις αποβάθρες του Χάρλοντ, είπε. Όμως πρέπει να φτάσουμε στο Χάρλοντ αύριο, ειδαλλιώς όλα θα πάνε χαμένα.»

»Τα κουπιά τώρα τα δούλευαν άντρες ελεύθεροι, που κόπιαζαν αντρίκεια· όμως ανεβαίναμε αργά το Μεγάλο Ποταμό, γιατί πλέαμε αντίθετα στο ρεύμα και, μόλο που δεν είναι ορμητικό κάτω στο Νοτιά, ο αέρας δε μας βοηθούσε. Η καρδιά μου θα ήταν βαριά, παρ’ όλη μας τη νίκη στα λιμάνια, αν δεν έβαζε ξαφνικά τα γέλια ο Λέγκολας.

»«Μην απελπίζεσαι, μακρυγένη γιε του Ντούριν! είπε. Γιατί έτσι λένε: Σαν τα πάντα η απόγνωση κάψει, η ελπίδα ξανά θε ν’ ανάψει.

»Όμως, δε μου έλεγε τι ελπίδα έβλεπε από μακριά. Όταν έφτασε η νύχτα, το σκοτάδι έγινε πυκνότερο και καίγονταν οι καρδιές μας, γιατί μακριά κατά το Βοριά βλέπαμε μια κοκκινίλα ν’ αντιφεγγίζει στα σύννεφα κι ο Άραγκορν είπε:

»«Η Μίνας Τίριθ καίγεται».

»Τα μεσάνυχτα όμως η ελπίδα στ’ αλήθεια ξαναγεννήθηκε. Άντρες από το Έθιρ που ήξεραν από θάλασσα κοιτάζοντας νότια είπαν πως ερχόταν αλλαγή καιρού και αέρας απ’ τη μεριά της Θάλασσας. Πολύ πριν ξημερώσει τα καράβια άνοιξαν πανιά και η ταχύτητά μας μεγάλωσε, ώσπου η αυγή άσπρισε τον αφρό στις πλώρες μας. Και έτσι, όπως ξέρετε, έγινε και φτάσαμε την τρίτη ώρα της μέρας με ούριο άνεμο και τον Ήλιο ασυννέφιαστο κι εμείς σηκώσαμε τη μεγάλη σημαία στη μάχη. Ήταν μεγάλη μέρα και μεγάλη ώρα, ό,τι κι αν ακολουθήσει.

– Ό,τι κι αν ακολουθήσει, τα μεγάλα κατορθώματα δε χάνουν την αξία τους, είπε ο Λέγκολας. Ήταν μεγάλο κατόρθωμα η πορεία στα Μονοπάτια των Νεκρών και θα μείνει μεγάλο, ακόμα κι αν δεν απομείνει κανένας στην Γκόντορ για να το κάνει τραγούδι στις μέρες που θά ’ρθουν.

– Κι αυτό δεν αποκλείεται να γίνει, είπε ο Γκίμλι. Γιατί η όψη του Άραγκορν και του Γκάνταλφ είναι βαριά. Πολύ θα ’θελα να ξέρω τι αποφάσεις παίρνουν εκεί κάτω στα αντίσκηνα. Από την πλευρά μου, σαν το Μέρι, θα ήθελα με τη νίκη μας να τελείωνε τώρα κι ο πόλεμος. Πάντως, ό,τι κι αν είναι να γίνει ακόμα, ελπίζω να έχω κι εγώ να παίξω κάποιο ρόλο, για την τιμή του λαού του Βουνού της Μοναξιάς.

– Κι εγώ για την τιμή του λαού του Μεγάλου Δάσους, είπε ο Λέγκολας, και για την αγάπη του Άρχοντα του Λευκού Δέντρου.

Ύστερα οι σύντροφοι σώπασαν, αλλά για λίγο έμειναν καθισμένοι εκεί ψηλά, απορροφημένος ο καθένας από τις σκέψεις του, ενώ οι Καπεταναίοι έκαναν συμβούλιο.

Όταν ο Πρίγκιπας Ιμραχίλ χώρισε απ’ το Λέγκολας και τον Γκίμλι, έστειλε αμέσως να φωνάξουν τον Έομερ· και μαζί κατέβηκαν από την Πόλη και πήγαν στις σκηνές του Άραγκορν που τις είχαν στήσει στο πεδίο της μάχης, όχι μακριά από το σημείο που είχε πέσει ο Βασιλιάς Θέοντεν. Κι εκεί έκαναν συμβούλιο μαζί με τον Γκάνταλφ, τον Άραγκορν και τους γιους τού Έλροντ.

– Άρχοντές μου, είπε ο Γκάνταλφ, ακούστε τα λόγια του Επιτρόπου της Γκόντορ πριν πεθάνει: Μπορεί να θριαμβεύσετε στην πεδιάδα του Πέλενορ για μια μέρα, αλλά ενάντια στη Δύναμη που έχει τώρα σηκωθεί δεν υπάρχει νίκη. Εγώ δε σας λέω να απελπιστείτε, όπως εκείνος, αλλά να αναλογιστείτε την αλήθεια που υπάρχει σ’ αυτά τα λόγια.

»Οι Ενορατικές Σφαίρες δε λένε ψέματα κι ούτε κι ο ίδιος ο Άρχοντας του Μπαράντ-ντουρ δεν μπορεί να τις κάνει να πουν. Μπορεί, ίσως, με τη θέλησή του να διαλέγει αυτά που θα δουν όσοι έχουν πιο αδύνατη θέληση, ή να τους κάνει να εξηγούν λάθος αυτά που βλέπουν. Πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όταν ο Ντένεθορ έβλεπε μεγάλες δυνάμεις να ετοιμάζονται εναντίον του στη Μόρντορ και να εξακολουθούν να συγκεντρώνονται κι άλλες, έβλεπε αυτό που πραγματικά συμβαίνει.

»Μόλις και μετά βίας έφτασαν οι δυνάμεις μας για να απωθήσουν την πρώτη μεγάλη επίθεση. Η επόμενη θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Αυτός ο πόλεμος, λοιπόν, είναι χωρίς ελπίδα, όπως το κατάλαβε ο Ντένεθορ. Η νίκη δε θά ’ρθει με τα όπλα, είτε μείνετε εδώ να αντιμετωπίσετε τη μια πολιορκία μετά την άλλη, είτε εκστρατεύσετε και κατασυντριβείτε πέρα από τον Ποταμό. Έχετε να διαλέξετε μόνο μεταξύ κακών και η σύνεση θα σας συμβούλευε να ενισχύσετε όσα οχυρά έχετε κι εκεί να περιμένετε την επίθεση· γιατί έτσι θα μακρύνει ο χρόνος πριν το τέλος σας.

– Δηλαδή, θέλεις να υποχωρήσουμε στη Μίνας Τίριθ ή στο Ντολ Άμροθ ή στο Ντάνχάροου και να καθίσουμε εκεί σαν τα παιδιά στους πύργους από άμμο, ενώ η παλίρροια έρχεται; είπε ο Ιμραχίλ.

– Αυτό δε θα ήταν καινούρια συμβουλή, είπε ο Γκάνταλφ. Αυτό δεν κάνατε και σχεδόν τίποτα περισσότερο σ’ όλες τις μέρες του Ντένεθορ; Όμως, όχι! Εγώ είπα πως αυτό θα ήταν συνετό. Δε συμβουλεύω σύνεση. Είπα πως η νίκη δε θά ’ρθει με τα όπλα. Εξακολουθώ να ελπίζω στη νίκη, αλλά όχι με τα όπλα. Γιατί ανάμεσα σ’ όλα αυτά υπάρχει και το Δαχτυλίδι της Δυνάμεως, το θεμέλιο του Μπαράντ-ντουρ και η ελπίδα του Σόρον.

»Σχετικά μ’ αυτό, άρχοντές μου, όλοι γνωρίζετε αρκετά για να κατανοήσετε τη δύσκολη θέση, τη δική μας και του Σόρον. Αν το ξαναπάρει, η αντρειοσύνη σας είναι μάταιη και η νίκη του θα είναι γρήγορη κι ολοκληρωτική – τόσο ολοκληρωτική, που κανένας δεν μπορεί να προβλέψει το τέλος της, όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος. Αν καταστραφεί, τότε θα πέσει· και θα πέσει τόσο χαμηλά, που κανένας δεν μπορεί να προβλέψει αν θα σηκωθεί ποτέ ξανά. Γιατί θα χάσει το καλύτερο μέρος της δύναμής του που υπήρχε μέσα του στο ξεκίνημά του και όλα, όσα έγιναν ή άρχισαν μ’ εκείνη τη δύναμη, θα σωριαστούν και αυτός θα σακατευτεί για πάντα και θα καταντήσει ένα απλό πνεύμα κακού που θα τρώγεται μοναχό του στα σκοτάδια, χωρίς να μπορεί να ξαναμεγαλώσει ή να πάρει μορφή. Κι έτσι ένα μεγάλο κακό του κόσμου τούτου θα φύγει από τη μέση.

»Υπάρχουν άλλα κακά που μπορεί να έρθουν γιατί κι ο Σόρον ο ίδιος δεν είναι παρά υπηρέτης ή απεσταλμένος. Ο ρόλος μας όμως δεν είναι να νικήσουμε όλες τις φουρτούνες του κόσμου, αλλά να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συντρέξουμε αυτές τις μέρες που βρεθήκαμε, ξεριζώνοντας το κακό από τα χωράφια που ξέρουμε έτσι, ώστε εκείνοι που θα ζήσουν μετά από εμάς να βρουν καθαρή γη να οργώσουν. Το τι καιρός θα τους βρει, δεν το κανονίζουμε εμείς.

»Ο Σόρον τώρα τα ξέρει όλα αυτά και ξέρει ότι το πολύτιμο αυτό πράγμα που έχασε, έχει βρεθεί πάλι· αλλά δεν ξέρει ακόμα πού είναι· έτσι ελπίζουμε τουλάχιστον. Βρίσκεται επομένως σε μεγάλη αμφιβολία. Διότι, αν το έχουμε βρει αυτό το πράγμα, υπάρχουν μερικοί ανάμεσά μας με αρκετή δύναμη για να το χρησιμοποιήσουν. Κι αυτό επίσης το ξέρει. Γιατί, σωστά υποθέτω, έτσι δεν είναι, Άραγκορν, ότι του παρουσίασες τον εαυτό σου στη Σφαίρα του Όρθανκ;

– Ναι, το έκανα πριν ξεκινήσω από το Φρούριο της Σάλπιγγας, απάντησε ο Άραγκορν. Έκρινα πως έφτασε η ώρα και πως η Σφαίρα είχε φτάσει στα χέρια μου γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Είχαν περάσει δέκα μέρες από τότε που ο Δαχτυλιδοκουβαλητής είχε περάσει ανατολικά του Ράουρος, και το Μάτι του Σόρον, σκέφτηκα, έπρεπε να το κάνω να αποτραβηχτεί από τη χώρα του. Πάρα πολύ σπάνια τον έχουν προκαλέσει, από τότε που έχει ξαναγυρίσει στον Πύργο του. Αν και, αν είχα προβλέψει πόσο γρήγορη θα ήταν η επίθεση με την οποία απάντησε, ίσως δε θα είχα τολμήσει να εμφανιστώ. Μόλις και μετά βίας μου δόθηκε χρόνος για να έρθω να σας βοηθήσω.

– Αλλά πώς γίνεται αυτό; ρώτησε ο Έομερ. Όλα είναι μάταια, λες, αν έχει το Δαχτυλίδι. Αυτός γιατί να μη σκεφτεί πως θα είναι μάταιο να μας επιτεθεί, αν το έχουμε εμείς;

– Δεν είναι ακόμη βέβαιος, είπε ο Γκάνταλφ, και δεν έχει αυξήσει τις δυνάμεις του, περιμένοντας ώσπου να εξασφαλιστούν οι εχθροί του, όπως έχουμε κάνει εμείς. Και, επιπλέον, δε θα μπορούσαμε να μάθουμε πώς να χρησιμοποιούμε όλη του τη δύναμη μέσα σε μια μέρα. Κι οποιαδήποτε ένας μονάχα αφέντης μπορεί να το χρησιμοποιήσει, όχι πολλοί· και θα περιμένει να περάσει και κάποιο διάστημα εσωτερικής διαμάχης, πριν κάποιος από μας να κυριαρχήσει και να υποτάξει τους υπόλοιπους. Και σ’ αυτό το διάστημα το Δαχτυλίδι θα μπορούσε να τον βοηθήσει, αν χτυπούσε αιφνιδιαστικά.

»Παρακολουθεί. Βλέπει πολλά και ακούει πολλά. Οι Νάζγκουλ του κυκλοφορούν ακόμα. Πέρασαν πάνω από εδώ πριν βγει ο ήλιος, μόλο που ελάχιστοι από τους κουρασμένους και κοιμισμένους τούς πήραν είδηση. Μελετά τα σημάδια – το Σπαθί, που του στέρησε το θησαυρό του και φτιάχτηκε πάλι’ τους ανέμους της τύχης που γύρισαν προς το μέρος μας· την απρόσμενη ήττα της πρώτης του εφόδου και την πτώση του μεγάλου του Καπετάνιου.

»Οι αμφιβολίες του όλο και θα μεγαλώνουν, ακόμα και τώρα που μιλάμε εμείς εδώ. Το Μάτι του τώρα είναι στραμμένο ίσια καταπάνω μας, σχεδόν τυφλό για το οτιδήποτε άλλο κινείται. Έτσι πρέπει να το κρατήσουμε. Να, λοιπόν, η συμβουλή μου. Δεν έχουμε το Δαχτυλίδι. Είτε από σοφία είτε από μεγάλη ανοησία το έχουμε στείλει μακριά για να καταστραφεί, μην τυχόν και μας καταστρέψει. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε δυναμικά να κατατροπώσουμε τις δυνάμεις του. Πρέπει όμως με κάθε θυσία να μην αφήσουμε το Μάτι του να δει τον αληθινό κίνδυνο που διατρέχει. Δεν μπορούμε να νικήσουμε με τα όπλα, αλλά με τα όπλα μπορούμε να δώσουμε στο Δαχτυλιδοκουβαλητή τη μοναδική του ευκαιρία, όσο εύθραυστη κι αν είναι.

»Όπως άρχισε ο Άραγκορν, έτσι πρέπει να συνεχίσουμε. Πρέπει να εξωθήσουμε το Σόρον να παίξει και την τελευταία του ζαριά. Πρέπει να προκαλέσουμε τις κρυμμένες του δυνάμεις, ώστε να αδειάσει τη χώρα του. Πρέπει να εκστρατεύσουμε για να τον αντιμετωπίσουμε αμέσως. Πρέπει να γίνουμε εμείς το δόλωμα, ακόμα κι αν πιαστούμε στα σαγόνια του. Αυτός θα καταπιεί το δόλωμα όλο ελπίδα κι απληστία, γιατί θα νομίσει ότι αυτή η βιασύνη οφείλεται στην περηφάνια του νέου Άρχοντα του Δαχτυλιδιού – και θα πει: «Ώστε, έτσι, ε! προχωρά πολύ πρόωρα και πολύ μακριά. Άσε να πλησιάσει και θα τον κλείσω εγώ στη φάκα έτσι, που δε θα μπορεί να βγει. Κι εκεί θα τον συντρίψω και ό,τι πήρε με την αλαζονεία του θα γίνει πάλι δικό μου για πάντα».

»Πρέπει να βαδίσουμε με τα μάτια ορθάνοιχτα στη φάκα, με θάρρος, αλλά με ελάχιστες ελπίδες για τους εαυτούς μας. Γιατί, άρχοντές μου, μπορεί κάλλιστα εμείς να χαθούμε εντελώς σε μια μαύρη μάχη μακριά απ’ τις χώρες που κατοικούνται· έτσι, ώστε ακόμα κι αν πέσει το Μπαράντ-ντουρ, να μη ζήσουμε να δούμε την καινούρια εποχή. Αυτό όμως κρίνω ότι είναι το καθήκον μας. Και καλύτερα μ’ αυτόν τον τρόπο, παρά να χαθούμε έτσι κι αλλιώς – όπως σίγουρα θα συμβεί, αν καθίσουμε εδώ – και να ξέρουμε πεθαίνοντας πως δε θα υπάρξει καινούρια εποχή.

Έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Τέλος, μίλησε ο Άραγκορν: – Όπως άρχισα, έτσι και θα συνεχίσω. Τώρα φτάνουμε στο χείλος του γκρεμού, όπου η ελπίδα και η απελπισία μοιάζουν. Αν ταλαντευτούμε, πέσαμε. Ας μην απορρίψει κανένας τώρα τις συμβουλές του Γκάνταλφ, που οι μακρόχρονοι μόχθοι του εναντίον του Σόρον έρχονται επιτέλους να δοκιμαστούν. Αν δεν ήταν αυτός, όλα θα είχαν χαθεί εδώ και πολύν καιρό. Όμως, εγώ ακόμα δεν έχω την αξίωση να διατάξω κανέναν. Οι άλλοι ας διαλέξουν όπως θέλουν. Τότε μίλησε ο Ελρόχιρ:

– Εμείς ήρθαμε από το Βοριά με αυτόν ακριβώς το σκοπό και από τον πατέρα μας τον Έλροντ φέραμε αυτή ακριβώς τη συμβουλή. Εμείς πίσω δε γυρίζουμε.

– Όσο για μένα, είπε ο Έομερ, έχω λίγες γνώσεις γύρω από αυτά τα περισπούδαστα πράγματα– αλλά δεν τις χρειάζομαι. Αυτό ξέρω εγώ και μου φτάνει: όπως ο Άραγκορν, σαν φίλος μου, βοήθησε εμένα και το λαό μου, έτσι θα τον βοηθήσω κι εγώ όταν με καλεί. Θα πάω.

– Όσο για μένα, είπε ο Ιμραχίλ, θεωρώ τον Άρχοντα Άραγκορν αυθέντη μου, είτε το αξιώνει είτε όχι. Η επιθυμία του για μένα είναι διαταγή. Κι εγώ θα πάω. Όμως, για λίγο βρίσκομαι στη θέση του Επιτρόπου της Γκόντορ και είναι καθήκον μου να σκεφτώ πρώτα τους κατοίκους της. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε τη σύνεση. Γιατί πρέπει να προετοιμαστούμε για όλες τις πιθανότητες, καλές ή κακές. Λοιπόν, μπορεί να το φέρει η τύχη να θριαμβεύσουμε, και όσο υπάρχει κάποια ελπίδα γι’ αυτό, η Γκόντορ πρέπει να προστατευτεί. Δε θα ήθελα να επιστρέφαμε νικητές σε μία Πόλη ερειπωμένη και μια γη λεηλατημένη πίσω από τις πλάτες μας. Και όμως οι Ροχίριμ μας πληροφορούν πως υπάρχει ένα στράτευμα που δεν το έχουμε πολεμήσει ακόμα στη βορινή μας πλευρά.

– Πολύ σωστά, είπε ο Γκάνταλφ. Δε σας συμβουλεύω να αφήσετε την Πόλη εντελώς απροστάτευτη. Στην πραγματικότητα η δύναμη που θα οδηγήσουμε ανατολικά δε χρειάζεται να είναι τόσο πολύ μεγάλη για σοβαρή επίθεση εναντίον της Μόρντορ, φτάνει να αποτελεί πρόκληση για μάχη. Και θα πρέπει να κινηθεί σύντομα. Γι’ αυτό ρωτώ τους Καπεταναίους: πόση δύναμη θα μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε και να κινητοποιήσουμε σε δύο μέρες το αργότερο; Και θα πρέπει να αποτελείται από άντρες σκληραγωγημένους που θα έρχονται πρόθυμα, γνωρίζοντας τους κινδύνους που διατρέχουν.

– Όλοι είναι κουρασμένοι και πάρα πολλοί έχουν ελαφρά ή σοβαρά τραύματα, είπε ο Έομερ, και έχουμε υποστεί μεγάλες απώλειες σε άλογα, πολύ δυσβάστακτες. Εάν πρέπει να εκστρατεύσουμε σύντομα, δεν μπορώ να ελπίζω πως θα βρεθώ επικεφαλής ούτε καλά καλά δύο χιλιάδων ιππέων και να αφήσω κι άλλους τόσους για την άμυνα της Πόλεως.

– Δεν έχουμε μόνο να υπολογίζουμε σ’ αυτούς που πολέμησαν εδώ, είπε ο Άραγκορν. Νέες δυνάμεις έρχονται από τα νότια τιμάρια τώρα που τα παράλια έχουν ξεκαθαριστεί. Έχω στείλει τέσσερις χιλιάδες πεζούς από το Πελάργκιρ μέσον του Λόσαρναχ πριν δυο μέρες· και επικεφαλής έχουν τον Άνγκμπορ τον ατρόμητο. Εάν ξεκινήσουμε σε δυο μέρες, θα βρίσκονται κοντά πριν φύγουμε. Επιπλέον, είπα σε πολλούς να με ακολουθήσουν, ανεβαίνοντας το Ποτάμι, με ό,τι πλεούμενο βρουν και μ’ αυτόν τον άνεμο γρήγορα θα φτάσουν. Μερικά πλοία, μάλιστα, έχουν κιόλας φτάσει στο Χάρλοντ. Υπολογίζω ότι μπορούμε να οδηγήσουμε εφτά χιλιάδες ιππείς και πεζούς και, παρ’ όλα αυτά, να αφήσουμε την Πόλη σε καλύτερη αμυντική κατάσταση από ό,τι βρισκόταν τότε που άρχισε η επίθεση.

– Η Πύλη έχει καταστραφεί, είπε ο Ιμραχίλ, και πού υπάρχει τώρα η τέχνη να την ξαναφτιάξουν και να την τοποθετήσουν πάλι;

– Στο Έρεμπορ, στο Βασίλειο του Ντάιν, υπάρχει τέτοια τέχνη, είπε ο Άραγκορν και αν δε χαθούν όλες μας οι ελπίδες, τότε, όταν θα υπάρχει καιρός, θα στείλω τον Γκίμλι το γιο του Γκλόιν να ζητήσει τους τεχνίτες του Βουνού. Οι άντρες όμως είναι καλύτεροι από τις πύλες και καμιά πύλη δε θα αντέξει ενάντια στον Εχθρό μας, αν την εγκαταλείψουν οι άντρες.

Αυτό λοιπόν ήταν το τέλος του συμβουλίου των αρχόντων, να εκστρατεύσουν δηλαδή το δεύτερο πρωί από εκείνη την ημέρα με επτά χιλιάδες, αν ήταν δυνατό να βρεθούν και το μεγαλύτερο μέρος αυτού του στρατού θα ήταν πεζικό, επειδή θα έπρεπε να διασχίσουν επικίνδυνες περιοχές. Ο Άραγκορν θα συγκέντρωνε κάπου δύο χιλιάδες από εκείνους που τον είχαν ακολουθήσει από το Νοτιά· ο Ιμραχίλ όμως θα έπρεπε να βρει τρεισήμισι χιλιάδες· και ο Έομερ πεντακόσιους από τους Ροχίριμ που είχαν χάσει τα άλογά τους, ήταν όμως ικανοί για τον πόλεμο, και αυτός ο ίδιος θα έμπαινε επικεφαλής πεντακοσίων από τους καλύτερους έφιππους Καβαλάρηδες· και Πα υπήρχε ακόμα μια ίλη πεντακοσίων ιππέων, που ανάμεσά τους θα ήταν οι γιοι του Έλροντ μαζί με τους Ντούνεντεν και τους ιππότες του Ντολ Άμροθ: έξι χιλιάδες πεζοί και χίλιοι ιππείς όλοι κι όλοι. Αλλά η κυρίως δύναμη των Ροχίριμ, που εξακολουθούσαν να έχουν τα άλογά τους και να είναι μάχιμοι, τρεις χιλιάδες περίπου κάτω από τις διαταγές του Έλφχελμ, θα ενέδρευαν στο Δυτικό Δρόμο εναντίον των εχθρών που βρίσκονταν στο Ανόριεν. Και αμέσως έστειλαν γρήγορους καβαλάρηδες να συγκεντρώσουν ό,τι νέα μπορούσαν από τα βορινά· και ανατολικά απ’ την Οσγκίλιαθ και το δρόμο της Μίνας Μόργκουλ.

Και όταν είχαν υπολογίσει όλες τους τις δυνάμεις και είχαν σχεδιάσει τις πορείες που θα έκαναν και τους δρόμους που θα διάλεγαν, ο Ιμραχίλ ξαφνικά γέλασε δυνατά.

– Σίγουρα, φώναξε, τούτη είναι η μεγαλύτερη φάρσα σε όλη την ιστορία της Γκόντορ· να εκστρατεύουμε με επτά χιλιάδες, ούτε όσοι η εμπροσθοφυλακή του στρατού της τις μέρες της ακμής της, για να επιτεθούμε στα βουνά και στην απόρθητη πύλη της Μαύρης Γης!

Τόσο θα μπορούσε ν’ απειλήσει ένα παιδάκι ένα σιδερόφρακτο ιππότη με σπάγκο στο τόξο και πράσινο κλαδί ιτιάς για βέλος! Αν ο Μαύρος Άρχοντας γνωρίζει τόσα όπως λες, Μιθραντίρ, δε νομίζεις πως αντί να φοβηθεί θα χαμογελάει και με το μικρό του δαχτυλάκι θα μας συνθλίψει σαν μύγα που πάει να τον τσιμπήσει;

– Όχι, θα προσπαθήσει να παγιδέψει τη μύγα και να της βγάλει το κεντρί, είπε ο Γκάνταλφ. Κι ανάμεσά μας υπάρχουν ονόματα που το καθένα τους μετράει πάνω από χίλιους σιδεροντυμένους ιππότες. Όχι, δε θα χαμογελάσει.

– Ούτε κι εμείς, είπε ο Άραγκορν. Αν αυτό είναι φάρσα, παραείναι πικρή για γέλιο. Όχι, είναι η τελευταία κίνηση σε ένα πολύ επικίνδυνο παιγνίδι και, για τη μία ή την άλλη πλευρά, θα σημάνει το τέλος του παιγνιδιού.

Ύστερα έβγαλε τον Αντούριλ από τη θήκη του και τον σήκωσε ψηλά αστραφτερό στον ήλιο.

– Δε θα ξαναμπείς στο θηκάρι, ώσπου να διεξαχθεί και η τελευταία μάχη, είπε.

Χ Η ΜΑΥΡΗ ΠΥΛΗ ΑΝΟΙΓΕΙ

Δύο μέρες αργότερα ο στρατός της Δύσης ήταν όλος συγκεντρωμένος στο Πέλενορ. Η δύναμη των Ορκ και οι Ανατολίτες είχαν γυρίσει πίσω να φύγουν από το Ανόριεν, αλλά οι Ροχίριμ, με συνεχείς παρενοχλήσεις, τους είχαν διασκορπίσει και είχαν διαλυθεί οπισθοχωρώντας χωρίς μεγάλη αντίσταση προς το Καΐρ Άντρος· και, με την καταστροφή αυτής της απειλής και τον ερχομό νέων δυνάμεων από το Νοτιά, η Πόλη ήταν όσο γινόταν καλύτερα επανδρωμένη. Οι ανιχνευτές ανέφεραν πως δεν υπήρχαν εχθροί στους δρόμους ανατολικά ως το Σταυροδρόμι του Πεσμένου Βασιλιά. Όλα τώρα ήταν έτοιμα για την τελευταία ζαριά.

Ο Λέγκολας και ο Γκίμλι θα πήγαιναν πάλι μαζί στο λόχο του Αραγκορν και του Γκάνταλφ, που πήγαιναν στην εμπροσθοφυλακή με τους Ντούνεντεν και τους γιους του Έλροντ. Ο Μέρι όμως, για μεγάλη του ντροπή, δε θα πήγαινε μαζί τους.

– Δεν είναι για σένα ένα τέτοιο ταξίδι, είπε ο Άραγκορν. Μην ντρέπεσαι όμως. Ακόμα κι αν δεν κάνεις τίποτ’ άλλο σ’ αυτόν τον πόλεμο, έχεις κιόλας κερδίσει μεγάλη τιμή. Θα πάει ο Πέρεγκριν και θα εκπροσωπήσει το λαό του Σάιρ· και να μη σου κακοφανεί αυτή η ευκαιρία που του δίνεται να κινδυνέψει, γιατί μόλο που τα πήγε καλά, όσο τον άφησε η τύχη του, το κατόρθωμά σου δεν το έχει φτάσει ακόμα. Αλλά η αλήθεια είναι πως όλοι τώρα κινδυνεύουμε το ίδιο. Μόλο που μπορεί να είναι η μοίρα μας να βρούμε κακό τέλος μπροστά στην Πύλη της Μόρντορ, αν γίνει έτσι, τότε κι εσείς θα πρέπει να προβάλλετε την τελευταία αντίσταση, είτε εδώ είτε όπου σας προλάβει η μαύρη παλίρροια. Έχε γεια!

Κι έτσι καταστεναχωρημένος ο Μέρι τώρα στεκόταν και κοίταζε τη συγκέντρωση του στρατού. Ο Μπέργκιλ ήταν μαζί του κι ήταν κι αυτός κακόκεφος, γιατί ο πατέρας του θα πήγαινε επικεφαλής ενός λόχου από Άντρες της Πόλεως – δεν μπορούσε να ξαναγυρίσει στη Φρουρά, ώσπου να εκδικαστεί η υπόθεσή του. Στον ίδιο λόχο θα ήταν και ο Πίπιν, με την ιδιότητα του στρατιώτη της Γκόντορ. Ο Μέρι μπορούσε να τον δει, όχι πολύ μακριά, μια μικρή αλλά στητή μορφή ανάμεσα στους ψηλούς άντρες της Μίνας Τίριθ.

Τέλος, οι σάλπιγγες ήχησαν και ο στρατός άρχισε να κινείται. Η μία ίλη μετά την άλλη, ο ένας λόχος ύστερα από τον άλλο, έστριβαν κι έφευγαν κατά την ανατολή. Και μόλο που είχε περάσει πολλή ώρα από την αναχώρησή τους και δε φαίνονταν πια στο μεγάλο δρόμο προς το Υπερυψωμένο πέρασμα, ο Μέρι στεκόταν εκεί. Η τελευταία αναλαμπή του πρωινού ήλιου στα κοντάρια και στα κράνη άστραψε και χάθηκε, μα αυτός εξακολουθούσε να στέκεται με το κεφάλι σκυμμένο και την καρδιά βαριά, νιώθοντας ξένος και μόνος. Όλοι, όσους αγαπούσε, είχαν φύγει μακριά στη σκοτεινιά που απλωνόταν βαριά πάνω στο μακρινό ανατολικό ουρανό· και ελάχιστες ελπίδες είχαν απομείνει στην καρδιά του ότι θα ξανάβλεπε κανέναν πια.

Ο πόνος στο χέρι του ξαναγύρισε, λες και τον είχε καλέσει η απελπισμένη του διάθεση κι ένιωσε αδύναμος και γερασμένος και το φως του ήλιου αδυνατισμένο. Τον έφερε στην πραγματικότητα το άγγιγμα του χεριού του Μπέργκιλ.

– Έλα, κύριε Περιάν! είπε ο μικρός. Βλέπω πως πονάς ακόμα. Θα σε βοηθήσω να επιστρέψεις στους Θεραπευτές. Αλλά μη φοβάσαι! Θα ξαναγυρίσουν. Οι Άντρες της Μίνας Τίριθ δε θα νικηθούν ποτέ. Και τώρα έχουν και τον Άρχοντα Λιθούχο και τον Μπέρεγκοντ της Φρουράς.

Πριν το μεσημέρι ο στρατός έφτασε στην Οσγκίλιαθ. Εκεί δούλευαν ασταμάτητα όλοι οι εργάτες και οι τεχνίτες που ήταν διαθέσιμοι. Μερικοί ενίσχυαν τα πορθμεία και τις πλοιο-γέφυρες που είχαν φτιάξει οι εχθροί και είχαν μισοκαταστρέψει στην άτακτη υποχώρηση τους· άλλοι συγκέντρωναν πολεμοφόδια και λάφυρα· και άλλοι στην ανατολική όχθη του Ποταμού έφτιαχναν Βιαστικά οχυρωματικά έργα.

Η εμπροσθοφυλακή πέρασε μέσα από τα ερείπια της Αρχαίας Γκόντορ, πέρασε πάνω από το πλατύ Ποτάμι και συνέχισε ανηφορίζοντας το μακρύ ίσιο δρόμο που στις μέρες της ακμής είχε κατασκευαστεί για να πηγαίνει από τον όμορφο Πύργο του Ηλίου στον ψηλό Πύργο της Σελήνης, που τώρα ήταν η Μίνας Μόργκουλ στην καταραμένη της κοιλάδα. Πέντε μίλια μετά την Οσγκίλιαθ σταμάτησαν, τελειώνοντας την πορεία της πρώτης τους μέρας.

Το ιππικό όμως συνέχισε και πριν βραδιάσει έφτασαν στο Σταυροδρόμι, στο μεγάλο κύκλο των δέντρων και όλα ήταν σιωπηλά. Δεν είχαν δει το παραμικρό ίχνος εχθρού, ούτε είχαν ακούσει φωνή ή κάλεσμα, ούτε βέλος δεν είχε πετάξει πίσω από βράχο ή σύδεντρο στο πέρασμά τους, όμως, όσο προχωρούσαν, ένιωθαν την επαγρύπνηση της περιοχής ν’ αυξάνεται. Δέντρα, πέτρες, χόρτα και φυλλωσιές είχαν τ’ αυτιά τεντωμένα. Η σκοτεινιά είχε διαλυθεί και μακριά, κατά τη δύση, το ηλιοβασίλεμα απλωνόταν στην Κοιλάδα του Άντουιν και οι άσπρες κορυφές των βουνών κοκκίνιζαν στη γαλάζια ατμόσφαιρα· όμως μια σκιά και μια μελαγχολία κάθονταν πάνω στα Έφελ Ντούαθ.

Τότε ο Άραγκορν έβαλε σαλπιγκτές στον καθένα από τους τέσσερις δρόμους που κατέληγαν στον κύκλο των δέντρων και σάλπισαν δυνατά και οι κήρυκες φώναξαν δυνατά: «Οι Άρχοντες της Γκόντορ ξαναγύρισαν και παίρνουν πίσω όλη αυτή τη γη που είναι δική τους».

Το απαίσιο κεφάλι ορκ που ήταν βαλμένο πάνω στο άγαλμα το έριξαν καταγής και το κομμάτιασαν το κεφάλι του αρχαίου βασιλιά το σήκωσαν και το τοποθέτησαν στη θέση του ξανά, στεφανωμένο ακόμα με άσπρα και κίτρινα λουλούδια· και δούλεψαν άντρες να καθαρίσουν και να ξύσουν όλα τα απαίσια ορνιθοσκαλίσματα που είχαν χαράξει οι ορκ πάνω στην πέτρα.

Στο συμβούλιό τους τώρα μερικοί είχαν προτείνει να επιτεθούν πρώτα στη Μίνας Μόργκουλ και, αν κατάφερναν να την πάρουν, να την καταστρέψουν εντελώς.

– Και μπορεί, είπε ο Ιμραχίλ, ο δρόμος που οδηγεί από κει στο πέρασμα ψηλά να αποδειχθεί ευκολότερος, για να επιτεθούμε στο Μαύρο Άρχοντα, παρά από τη βορινή του πύλη.

Ο Γκάνταλφ όμως είχε μιλήσει πολύ έντονα, εξαιτίας του κακού που υπήρχε σ’ εκείνη την κοιλάδα, όπου τα λογικά των ανθρώπων σάλευαν από τον τρόμο και εξαιτίας των πληροφοριών που είχε φέρει ο Φαραμίρ. Γιατί αν ο Δαχτυλιδοκουβαλητής είχε στ’ αλήθεια πάρει αυτό το δρόμο, τότε πάνω απ’ όλα δεν έπρεπε να προσελκύσουν το Μάτι της Μόρντορ προς τα κει. Έτσι την άλλη μέρα, όταν έφτασε το κυρίως σώμα του στρατού, άφησαν ισχυρή φρουρά στο Σταυροδρόμι για να υπάρχει κάποια άμυνα, αν η Μόρντορ έστελνε στρατό από το Πέρασμα της Μόργκουλ, ή έφερνε περισσότερους άντρες από το Νοτιά. Για να αποτελέσουν τη φρουρά διάλεξαν κυρίως τοξότες που ήξεραν καλά το Ιθίλιεν και θα φύλαγαν κρυμμένοι στα δάση και στις πλαγιές γύρω απ’ το σημείο που αντάμωναν οι δρόμοι. Ο Γκάνταλφ όμως και ο Άραγκορν πήγαν με την εμπροσθοφυλακή ως την είσοδο της Κοιλάδας Μόργκουλ κι έριξαν μια ματιά στην πόλη του κακού.

Ήταν σκοτεινή και άψυχη· γιατί οι Ορκ και τα κατώτερα πλάσματα της Μόρντορ που κατοικούσαν εκεί είχαν χαθεί στη μάχη και οι Νάζγκουλ έλειπαν. Ο αέρας όμως της κοιλάδας ήταν βαρύς από το φόβο και την εχθρότητα. Ύστερα γκρέμισαν την απαίσια γέφυρα κι έβαλαν κόκκινη φωτιά στα δύσοσμα λιβάδια κι έφυγαν.

Την επόμενη μέρα, την τρίτη από τότε που ξεκίνησαν από τη Μίνας Τίριθ, ο στρατός άρχισε την πορεία του βορινά, ακολουθώντας το δρόμο. Ήταν κάπου εκατό μίλια, απ’ αυτόν το δρόμο, από το Σταυροδρόμι ως τη Μοράνον και κανείς δεν ήξερε τι μπορεί να τους τύχαινε, ώσπου να φτάσουν εκεί. Προχωρούσαν δίχως να κρύβονται, αλλά με μεγάλη προσοχή, με έφιππους ανιχνευτές να προπορεύονται και άλλους πεζούς και από τις δύο πλευρές, ιδιαίτερα στην ανατολική πλευρά· γιατί εκεί υπήρχαν σκοτεινοί λόγκοι και η περιοχή ήταν κακοτράχαλη, όλο ξερές ρεματιές και απότομα βράχια, που πίσω τους ανηφόριζαν οι μακριές άγριες πλαγιές των Έφελ Ντούαθ. Ο καιρός του κόσμου εξακολουθούσε να είναι καλός και ο άνεμος κρατούσε δυτικός, τίποτα όμως δεν μπορούσε να διώξει τις σκιές και τις θλιβερές ομίχλες που ήταν κολλημένες στα Βουνά της Σκιάς· και από πίσω τους πότε πότε πυκνοί καπνοί ανέβαιναν και πλανιόνταν στα ψηλότερα ρεύματα των ανέμων.

Κάθε τόσο ο Γκάνταλφ έλεγε να σαλπίζουν τις τρομπέτες και οι κήρυκες να φωνάζουν: «Οι Άρχοντες της Γκόντορ ήρθαν! Να φύγουν όλοι από τους τόπους αυτούς ή να τους παραδώσουν!»

Ο Ιμραχίλ όμως είπε: «Να μη λέτε Οι Άρχοντες της Γκόντορ. Να λέτε Ο Βασιλιάς Ελέσαρ. Γιατί αυτό είναι η αλήθεια, αν και δεν έχει ακόμα καθίσει στο θρόνο· και αυτό θα βάλει τον Εχθρό σε περισσότερη σκέψη, αν οι κήρυκες χρησιμοποιούν αυτό το όνομα».

Και από τότε, τρεις φορές τη μέρα οι κήρυκες διαλαλούσαν τον ερχομό του Βασιλιά Ελέσαρ. Κανείς όμως δεν απάντησε στην πρόκληση.

Όμως, μόλο που προχωρούσαν με φαινομενική ειρήνη, οι καρδιές όλου του στρατού, απ’ τον ανώτερο ως τον κατώτερο, ήταν βαριές και με κάθε μίλι που έκαναν κατά το βοριά το προαίσθημα του κακού όλο μεγάλωνε και τους πλάκωνε. Ήταν προς το τέλος της δεύτερης μέρας της πορείας τους από το Σταυροδρόμι, που για πρώτη φορά συνάντησαν κάποια αντίσταση. Γιατί μια ισχυρή δύναμη Ορκ μαζί με Ανατολίτες δοκίμασαν να χτυπήσουν τα προπορευόμενα τμήματα στήνοντάς τους ενέδρα· και ήταν στο ίδιο ακριβώς σημείο που ο Φαραμίρ είχε στήσει καρτέρι στους άντρες από το Χαράντ· εκεί που ο δρόμος περνούσε από ένα στενό πέρασμα που έκοβε τους πρόποδες των ανατολικών λόφων. Αλλά οι Καπεταναίοι της Δύσης ήταν καλά ειδοποιημένοι από τους ανιχνευτές τους, που ήταν άντρες έμπειροι από το Χένεθ Ανούν με επικεφαλής το Μαμπλούνγκ· κι έτσι, αυτοί που έστησαν την ενέδρα βρέθηκαν οι ίδιοι παγιδευμένοι. Γιατί το ιππικό έκανε κυκλωτική κίνηση από τα δυτικά και έπεσαν από τα πλάγια και τα νώτα του εχθρού και τους πετσόκοψαν ή τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν ανατολικά στους λόφους.

Η νίκη όμως πολύ λίγο εμψύχωσε τους καπεταναίους.

– Δεν ήταν παρά παραπλανητική κίνηση, είπε ο Άραγκορν και ο κύριος σκοπός της, πιστεύω, ήταν μάλλον να μας δελεάσει δημιουργώντας μας μια ψεύτικη εντύπωση για την αδυναμία του Εχθρού μας, παρά να μας προξενήσει ζημιά, προς το παρόν.

Και από κείνο το βράδυ και στο εξής ήρθαν οι Νάζγκουλ και παρακολουθούσαν κάθε κίνηση του στρατού. Για την ώρα πετούσαν ψηλά και δεν τους έβλεπε κανείς εκτός από το Λέγκολας., η παρουσία τους όμως ήταν αισθητή, σαν μια σκιά που όλο μεγάλωνε και θάμπωνε τον ήλιο· και, μόλο που τα Φαντάσματα του Δαχτυλιδιού δεν κατέβαιναν χαμηλά πάνω από τους εχθρούς τους και ήταν σιωπηλά, δίχως να βγάζουν την παραμικρή κραυγή, τον τρόμο τους δεν μπορούσε κανείς να αποδιώξει.

Έτσι περνούσε ο καιρός και το δίχως ελπίδες ταξίδι. Την τέταρτη μέρα από το Σταυροδρόμι και την έκτη από τη Μίνας Τίριθ έφτασαν επιτέλους εκεί που τελείωναν οι τόποι των ζωντανών και άρχισαν να μπαίνουν στην ερημιά που υπήρχε μπροστά στις πύλες του Περάσματος της Κίριθ Γκόργκορ· και μπορούσαν να διακρίνουν από μακριά τους βάλτους και την έρημο που απλωνόταν βορινά και δυτικά ως τα Έμιν Μιούιλ. Τόσο ερημωμένοι ήταν εκείνοι οι τόποι και τόσο βαθιά η φρίκη που τους πλάκωνε, ώστε μερικοί άντρες έχασαν τον αυτοέλεγχό τους και δεν μπορούσαν ούτε να βαδίσουν ούτε να προχωρήσουν έφιπποι παραπέρα, κατά το βοριά.

Ο Άραγκορν τους κοίταζε και τα μάτια του ήταν γεμάτα οίκτο κι όχι θυμό· γιατί ήταν νέα παλικάρια από το Ρόαν, από το Γουέστφολντ μακριά ή γεωργοί από το Λόσαρναχ, που γι’ αυτούς η Μόρντορ ήταν από τα παιδικά τους χρόνια ένα όνομα κακού, που ήταν σαν ψέμα όμως, ένας θρύλος που δεν είχε καμία θέση στην απλή ζωή τους· και τώρα βάδιζαν, λες και βρίσκονταν σ’ ένα φοβερό όνειρο που είχε ζωντανέψει και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ούτε αυτόν τον πόλεμο ούτε γιατί η μοίρα τούς είχε ρίξει εδώ.

– Φύγετε! είπε ο Άραγκορν. Κρατήστε όμως όση τιμή μπορείτε και μην το βάλετε στα πόδια! Και υπάρχει κάποια δουλειά που μπορείτε να κάνετε, ώστε να μην ντροπιαστείτε ολότελα. Πηγαίνετε νοτιοδυτικά, ώσπου να φτάσετε στο Καΐρ Άντρος και, αν το κρατούν ακόμα οι εχθροί, όπως νομίζω, τότε πάρτε το πίσω, αν μπορείτε· και κρατήστε το ως το τέλος υπερασπίζοντας την Γκόντορ και το Ρόαν!

Τότε μερικοί ντράπηκαν τη μεγαλοψυχία του και, ξεπερνώντας το φόβο τους, συνέχισαν την πορεία· και οι υπόλοιποι ξαναπήραν ελπίδα, όταν άκουσαν για το αντρίκειο έργο που ήταν στα μέτρα τους και μπορούσαν να στραφούν σ’ εκείνο και έφυγαν. Και έτσι, επειδή είχαν ήδη αφήσει πολλούς άντρες στο Σταυροδρόμι, οι Καπεταναίοι της Δύσης βρέθηκαν τέλος με λιγότερους από έξι χιλιάδες για να προκαλέσουν τη Μαύρη Πύλη και τη δύναμη της Μόρντορ.

Τώρα προχωρούσαν αργά, περιμένοντας κάθε ώρα κάποια απάντηση στην πρόκλησή τους και συσπειρώθηκαν κοντά κοντά, μιας και ήταν ανώφελο πια να στέλνουν προσκόπους ή μικρές ομάδες απ’ το κυρίως σώμα του στρατού. Το σούρουπο της πέμπτης μέρας της πορείας από την Κοιλάδα Μόργκουλ στρατοπέδευσαν για τελευταία φορά και άναψαν φωτιές ολόγυρα με όσα ξερά ξύλα και ρείκια κατάφεραν να βρουν. Πέρασαν τις ώρες της νύχτας ξάγρυπνοι και έπαιρναν είδηση, αν και τα μισοδιέκριναν, πολλά όντα που περπατούσαν και γύρευαν λεία παντού ολόγυρά τους και άκουγαν τα ουρλιαχτά των λύκων. Ο άνεμος είχε πέσει και όλος ο αέρας έμοιαζε ακίνητος. Ελάχιστα μπορούσαν να δουν, γιατί αν κι είχε ξαστεριά και το καινούριο φεγγάρι ήταν τεσσάρων ημερών μονάχα, είχε καπνούς κι αναθυμιάσεις που έβγαιναν από τη γη και το άσπρο μισοφέγγαρο ήταν σαβανωμένο στις ομίχλες της Μόρντορ.

Έπεσε κρύο. Με τον ερχομό του πρωινού ο άνεμος άρχισε να φυσάει ξανά, τώρα όμως ερχόταν από το Βοριά και πολύ γρήγορα δυνάμωνε. Όλα όσα νυχτοπερπατούσαν είχαν φύγει και ο τόπος έμοιαζε άδειος. Βορινά, ανάμεσα στους βρομερούς τους λάκκους, βρίσκονταν οι πρώτοι απ’ τους μεγάλους σωρούς και λόφους από σκουριασμένα απόβλητα, κομματιασμένες πέτρες και ανατιναγμένα χώματα, τα ξεράσματα των σκουληκιών της Μόρντορ· αλλά νότια, και τώρα κοντά, υψωνόταν το μεγάλο οχυρό της Κίριθ Γκόργκορ, με τη Μαύρη Πύλη καταμεσής και τους Δύο Πύργους των Δοντιών, ψηλούς και σκοτεινούς, δεξιά και αριστερά. Γιατί κατά την τελευταία τους πορεία οι Καπεταναίοι είχαν αφήσει τον παλιό δρόμο που έστριβε ανατολικά και απέφυγαν τους κινδύνους των λόφων που έμοιαζαν λες και είχαν στήσει ενέδρα, κι έτσι τώρα πλησίαζαν τη Μοράνον απ’ τα βορειοδυτικά, έτσι όπως κι ο Φρόντο,

Οι τρεις τεράστιες σιδερένιες πόρτες της Μαύρης Πύλης κάτω απ’ πι συνοφρυωμένα τους τόξα ήταν ερμητικά κλεισμένες. Τίποτα δε φαινόταν στις επάλξεις. Όλα ήταν σιωπηλά και σε επιφυλακή. Είχαν φτάσει στο έσχατο τέλος της αφροσύνης τους και στέκονταν έρημοι και παγωμένοι στο γκρίζο φως της αυγής μπροστά σε πύργους και τείχη, που ο στρατός τους δεν μπορούσε να προσβάλει με ελπίδα, ούτε κι αν είχαν φέρει εκεί πανίσχυρες πολιορκητικές μηχανές, ακόμα κι αν ο Εχθρός δεν είχε περισσότερες δυνάμεις από όσες θα αρκούσαν για να επανδρωθεί η πύλη και τα τείχη μόνο. Αυτοί όμως ήξεραν πως όλοι οι λόφοι και οι βράχοι γύρω απ’ τη Μοράνον ήταν γεμάτοι κρυμμένους εχθρούς και πως το σκιερό φαράγγι από πίσω ήταν σκαμμένο και γεμάτο σήραγγες απ’ τις αμέτρητες φάρες κακοποιών όντων. Και καθώς στέκονταν είδαν όλους τους Νάζγκουλ συγκεντρωμένους μαζί, να ζυγιάζονται πάνω από τους Πύργους των Δοντιών σαν όρνεα· και ήξεραν πως τους παρακολουθούσαν. Ο Εχθρός όμως εξακολουθούσε να μη δίνει κάποιο σημάδι.

Κι έτσι δεν τους έμενε άλλη εκλογή παρά να παίξουν το ρόλο τους ως το τέλος. Γι’ αυτό τώρα ο Άραγκορν παρέταξε το στρατό, όσο γινόταν καλύτερα. Τραβήχτηκαν σε δύο μεγάλους λόφους από ανατιναγμένα χώματα και πέτρες, που είχαν σωριάσει οι ορκ έπειτα από μόχθους χρόνων. Μπροστά τους, προς το μέρος της Μόρντορ, απλωνόταν σαν τάφρος ένα μεγάλο τέλμα από βρομερές λάσπες και λιμνούλες με αποπνικτικές οσμές. Όταν τακτοποιήθηκαν όλα, οι Καπεταναίοι προχώρησαν έφιπποι προς τη Μαύρη Πύλη με μεγάλη φρουρά ιππέων, τη σημαία, κήρυκες και σαλπιγκτές. Εκεί ήταν ο Γκάνταλφ, ο κυριότερος κήρυκας, ο Άραγκορν με τους γιους του Έλροντ, ο Έομερ του Ρόαν, και ο Ιμραχίλ· ο Λέγκολας, ο Γκίμλι και ο Πέρεγκριν είχαν κι αυτοί κληθεί, ώστε όλοι οι εχθροί της Μόρντορ να αντιπροσωπεύονται από ένα μάρτυρα.

Έφτασαν σε απόσταση φωνής από τη Μοράνον, ύψωσαν τη σημαία και οι σάλπιγγες σάλπισαν και οι κήρυκες βγήκαν μπροστά κι ανέβασαν τις φωνές τους ως τις επάλξεις της Μόρντορ.

– Ελάτε έξω! φώναξαν. Ας Βγει έξω ο Άρχοντας της Μαύρης Γης! Για να δικαστεί. Γιατί άδικα κήρυξε πόλεμο εναντίον της Γκόντορ και της πήρε τα εδάφη της. Γι’ αυτό το λόγο ο Βασιλιάς της Γκόντορ απαιτεί να τιμωρηθεί για τα εγκλήματά του και ύστερα να φύγει για πάντα. Ελάτε έξω!

Ακολούθησε μακριά σιωπή και από τα τείχη και την πύλη δεν ακούστηκε να απαντάει ούτε φωνή ούτε θόρυβος. Ο Σόρον όμως είχε κιόλας καταστρώσει τα σχέδιά του και είχε τη διάθεση να παίξει σκληρά με τούτα τα ποντίκια, πριν χτυπήσει για να σκοτώσει. Κι έτσι, την ώρα που οι Καπεταναίοι ετοιμάζονταν να γυρίσουν πίσω, η σιωπή ξαφνικά διακόπηκε. Ακούστηκαν μεγάλα τύμπανα να ηχούν σαν βροντές στα βουνά και ύστερα σάλπισαν στριγκά τα Βούκινα που έκαναν και τους βράχους να τρέμουν και ξεκούφαναν τους άντρες. Και αμέσως η μεσαία πόρτα της Μαύρης Πύλης άνοιξε με μεγάλο θόρυβο και από μέσα της βγήκε μια πρεσβεία από το Μαύρο Πύργο.

Επικεφαλής ίππευε μια ψηλή απαίσια μορφή, καβάλα σ’ ένα μαύρο άλογο, αν ήταν άλογο· γιατί ήταν θεόρατο και απαίσιο και το πρόσωπό του ήταν μια φρικτή μάσκα, έμοιαζε περισσότερο με νεκροκεφαλή παρά με κεφάλι ζωντανό και από τις κόγχες των ματιών του και απ’ τα ρουθούνια του έβγαινε φωτιά. Ο καβαλάρης ήταν ντυμένος στα κατάμαυρα κι ολόμαυρη ήταν και η ψηλή του περικεφαλαία· αυτός όμως δεν ήταν Δαχτυλιδοφάντασμα, αλλά άνθρωπος ζωντανός. Ήταν ο Διοικητής του Πύργου του Μπαράντ-ντουρ και το όνομά του δεν το θυμάται καμιά, ιστορία· γιατί κι αυτός ο ίδιος το είχε ξεχάσει κι έλεγε: «Είμαι το Στόμα του Σόρον». Αλλά λένε πως ήταν αποστάτης, που καταγόταν απ’ τη γενιά εκείνων που έχουν ονομαστεί Μαύροι Νουμενόριαν γιατί είχαν εγκατασταθεί στη Μέση-γη τα χρόνια της κυριαρχίας του Σόρον και τον είχαν λατρέψει, μαγεμένοι απ’ την ανόσια γνώση. Και μπήκε στην υπηρεσία του Μαύρου Πύργου όταν ξανασήκωσε για πρώτη φορά κεφάλι και εξαιτίας της πονηρίας του κατάφερε ν’ ανεβεί ακόμα ψηλότερα στην εκτίμηση του Άρχοντα· κι έμαθε μεγάλα μάγια και ήξερε πολλές από τις σκέψεις του Σόρον· κι ήταν σκληρότερος απ’ τον οποιονδήποτε ορκ.

Κι ήταν αυτός τώρα που βγήκε έξω, και μαζί του ήρθε μόνο μια μικρή συνοδεία από μαυροντυμένους στρατιώτες κι ένα μικρό λάβαρο, μαύρο, που είχε μόνο πάνω του με κόκκινο χρώμα το Κακό Μάτι. Τώρα, σταματώντας λίγα βήματα μπροστά απ’ τους Καπεταναίους της Λύσης, τους κοίταξε από πάνω ως κάτω και γέλασε.

– Υπάρχει κανείς εδώ σ’ αυτόν το συρφετό με αξίωμα ανάλογο να διαπραγματευτεί μαζί μου; κορόιδεψε, απευθυνόμενος περιφρονητικά στον Άραγκορν.

»Χρειάζεται κάτι περισσότερο για να γίνει κανείς βασιλιάς από ένα κομμάτι ξωτικό γυαλί, ή ένας συρφετός σαν κι αυτόν. Μα, τι λέω; Ο οποιοσδήποτε ληστής στα βουνά μπορεί να παρουσιάσει ακολουθία «αν κι αυτή!

Ο Άραγκορν δεν έδωσε καμιά απάντηση, αλλά βρήκε τη ματιά του άλλου και την κράτησε και για μια στιγμή αγωνίστηκαν έτσι· αλλά πολύ γρήγορα, μόλο που ο Άραγκορν ούτε κουνήθηκε ούτε άπλωσε χέρι σε όπλο, ο άλλος δείλιασε και υποχώρησε, λες και τον απείλησε χτύπημα.

– Είμαι κήρυκας και πρεσβευτής και δεν επιτρέπεται να μου επιτεθούν! φώναξε.

– Εκεί που τέτοιοι νόμοι ισχύουν, είπε ο Γκάνταλφ, συνηθίζουν και οι πρεσβευτές να χρησιμοποιούν λιγότερη αναίδεια. Κανείς όμως δε σε έχει απειλήσει. Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς από εμάς, ώσπου να εκπληρώσεις την αποστολή σου. Αλλά, εκτός κι αν ο αφέντης σου έχει βάλει μυαλό, τότε μαζί μ’ όλους του τους υπηρέτες θα βρεθείς σε μεγάλο κίνδυνο.

– Ώστε, έτσι! είπε ο Αγγελιαφόρος. Τότε εσύ είσαι ο εκπρόσωπος, γερο-γκριζογένη; Έχουμε καιρό να ακούσουμε για σένα και τις περιπλανήσεις σου· εξακολουθείς να σκαρώνεις δολοπλοκίες και να σπέρνεις διχόνοια από απόσταση ασφαλείας; Τούτη τη φορά όμως έχωσες τη μύτη σου πολύ βαθιά, κύριε Γκάνταλφ· και θα δεις τι παθαίνει όποιος απλώνει τις ανόητες πλεκτάνες του μπροστά στα πόδια του Μεγάλου Σόρον. Έχω τεκμήρια με την εντολή να τα δείξω σ’ εσένα -ειδικά σ’ εσένα, στην περίπτωση που θα τολμούσες να έρθεις.

Έκανε νόημα σ’ έναν από τους φρουρούς του, που βγήκε μπροστά κρατώντας ένα μπογαλάκι τυλιγμένο με μαύρα πανιά.

Ο Αγγελιαφόρος τα παραμέρισε κι εκεί, προς μεγάλη απορία και απελπισία όλων των Καπεταναίων, σήκωσε ψηλά πρώτα το κοντό σπαθί του Σαμ και ύστερα έναν γκρίζο μανδύα με μια ξωτικο-καρφίτσα και τέλος τον αλυσιδωτό θώρακα από μίθριλ που φορούσε ο Φρόντο, τυλιγμένο στα κουρελιασμένα του ρούχα. Τα μάτια τους σκοτείνιασαν και τους φάνηκε, σε μια στιγμή σιωπής, ότι ο κόσμος σταμάτησε, οι καρδιές τους όμως ήταν νεκρές και η τελευταία τους ελπίδα χάθηκε. Ο Πίπιν, που στεκόταν πίσω από τον Πρίγκιπα Ιμραχίλ, όρμησε μπροστά με μια φωνή λύπης.

– Σιωπή! είπε ο Γκάνταλφ αυστηρά, σπρώχνοντάς τον πίσω. Ο Αγγελιαφόρος όμως γέλασε δυνατά.

– Ώστε, έχετε κι άλλον απ’ αυτούς τους δαίμονες μαζί σας! φώναξε. Δεν μπορώ να καταλάβω σε τι σου χρησιμεύουν αλλά να τους στείλεις για κατασκόπους στη Μόρντορ ξεπερνά και τη συνηθισμένη σου ανοησία. Πάντως, τον ευχαριστώ, γιατί είναι φανερό πως αυτό το πιτσιρίκι τουλάχιστον έχει ξαναδεί αυτά τα τεκμήρια και θα ήταν μάταιο να το αρνηθείς τώρα.

– Δεν έχω την παραμικρή επιθυμία να τα αρνηθώ, είπε ο Γκάνταλφ. Και βέβαια τα ξέρω και όλη τους την ιστορία και, παρ’ όλη σου την περιφρόνηση, βρομερό Στόμα του Σόρον, εσύ δεν μπορείς να ισχυριστείς το ίδιο. Αλλά γιατί τα φέρνεις εδώ;

– Θώρακας των Νάνων, μανδύας των Ξωτικών, λάμα της ηττημένης Δύσης και κατάσκοπος απ’ τη μικρή ποντικοχώρα του Σάιρ – όχι, μην ξαφνιάζεστε! Την ξέρουμε καλά – αυτά είναι τα τεκμήρια της συνωμοσίας. Τώρα, μπορεί αυτός που είχε αυτά τα πράγματα να ήταν κάποιο πλάσμα που δε θα λυπόσαστε να χάσετε και μπορεί και όχι – κάποιος που τον αγαπούσατε, ίσως; Αν είναι έτσι, σκεφτείτε στα γρήγορα με όσο λίγο μυαλό σας έχει απομείνει. Γιατί ο Σόρον δεν αγαπά τους κατασκόπους και η μοίρα του εξαρτάται τώρα από την εκλογή σας.

Κανείς δεν του απάντησε· αλλά είδε όμως τα πρόσωπά τους γκρίζα από το φόβο και τη φρίκη στα μάτια τους και γέλασε ξανά, γιατί του φάνηκε πως το παιγνίδι του πήγαινε καλά.

– Ωραία, ωραία! είπε. Σας ήταν αγαπητός, βλέπω. Ή μήπως η αποστολή του ήταν τέτοια, που δε θέλατε να αποτύχει; Έχει αποτύχει. Και τώρα θα υποστεί τα αργόσυρτα μαρτύρια χρόνων, τόσο αργόσυρτα και μακρόχρονα, όσο μπορούν να επινοήσουν οι τέχνες μας στο Μεγάλο Πύργο και ποτέ δε θα απελευθερωθεί, εκτός κι αν ίσως τότε που θα έχει αλλάξει και θα έχει κουρελιαστεί, έτσι που να μπορεί να έρθει να σας βρει κι εσείς να δείτε τι έχετε κάνει. Κι αυτό σίγουρα θα συμβεί – εκτός κι αν δεχτείτε τους όρους του Άρχοντά μου.

– Πες τους όρους, είπε ο Γκάνταλφ σταθερά.

Εκείνοι όμως που ήταν κοντά είδαν την αγωνία στο πρόσωπο του και τώρα φαινόταν γέρος και ζαρωμένος, καταβεβλημένος, νικημένος τέλος. Δεν αμφέβαλαν πως θα δεχόταν.

– Οι όροι είναι αυτοί, είπε ο Αγγελιαφόρος και χαμογέλασε καθώς τους κοιτούσε έναν έναν. Ο συρφετός της Γκόντορ και οι πλανεμένοι της σύμμαχοι να υποχωρήσουν αμέσως πέρα από τον Άντουιν, αφού πρώτα δώσουν όρκους ότι ποτέ πια δε θα πάρουν όπλα εναντίον του Σόρον, κρυφά ή φανερά. Όλες οι περιοχές ανατολικά του Άντουιν θα ανήκουν για πάντα στο Σόρον, αποκλειστικά. Οι περιοχές δυτικά του Άντουιν ως τα Ομιχλιασμένα Βουνά και το Άνοιγμα του Ρόαν θα είναι φόρου υποτελείς στη Μόρντορ και οι άντρες εκεί δε θα φέρουν όπλα, θα έχουν όμως το ελεύθερο να αυτοδιοικούνται. Θα βοηθήσουν όμως να ξαναχτιστεί το Ίσενγκαρντ, το οποίο τόσο αχαλίνωτα κατάστρεψαν και το οποίο θα περιέλθει στην κατοχή του Σόρον κι εκεί θα εγκατασταθεί ο υπαρχηγός του – όχι ο Σάρουμαν, αλλά κάποιος πιο άξιος εμπιστοσύνης.

Κοιτάζοντας τα μάτια του Αγγελιαφόρου διάβασαν τη σκέψη του. Αυτός θα ήταν εκείνος ο υπαρχηγός και θα συγκέντρωνε ό,τι απόμενε από τη Δύση κάτω από την εξουσία του· αυτός θα ήταν ο τύραννός τους κι εκείνοι οι σκλάβοι του.

Ο Γκάνταλφ όμως είπε:

– Είναι μεγάλες οι απαιτήσεις για την παράδοση ενός υπηρέτη – να πάρει δηλαδή ο Κύριός σου σαν αντάλλαγμα ό,τι θα πρέπει διαφορετικά να δώσει πολλές μάχες για να το κερδίσει! Ή μήπως η μάχη της Γκόντορ έχει καταστρέψει τις πολεμικές του ελπίδες κι έτσι καταντάει στα παζαρέματα; Κι αν στ’ αλήθεια θεωρούσαμε αυτόν τον κρατούμενο τόσο σπουδαίο, τι εγγύηση έχουμε ότι ο Σόρον, ο Ποταπός Κύριος της Προδοσίας, θα κρατήσει το λόγο του; Πού είναι αυτός ο κρατούμενος; Φέρτε τον εδώ και παραδώστε τόν μας και ύστερα θα λάβουμε υπόψη μας αυτές τις απαιτήσεις.

Τότε φάνηκε στον Γκάνταλφ, που τον παρακολουθούσε με πολύ μεγάλη προσοχή σαν μονομάχος που αντιμετωπίζει θανατερό αντίπαλο, ότι για μια στιγμή ο Αγγελιαφόρος τα έχασε· γρήγορα όμως γέλασε ξανά.

– Μη σε κάνει η αυθάδειά σου να αντιγυρίζεις λόγια με το Στόμα του Σόρον! φώναξε. Ζητάτε εγγυήσεις! Ο Σόρον δε δίνει καμιά. Αν ζητάτε την επιείκειά του, πρέπει πρώτα να κάνετε αυτά που ζητάει. Αυτοί είναι οι όροι του. Ή τους δέχεστε ή τους απορρίπτετε!

– Εμείς θα πάρουμε αυτά! είπε ο Γκάνταλφ ξαφνικά.

Πέταξε πέρα το μανδύα του κι ένα άσπρο φως άστραψε σαν σπαθί σ’ εκείνον το μαύρο τόπο. Μπροστά στο σηκωμένο του χέρι ο βρομερός Αγγελιαφόρος υποχώρησε και ο Γκάνταλφ προχωρώντας άπλωσε και του πήρε τα τεκμήρια: θώρακα, μανδύα και σπαθί.

– Αυτά θα τα πάρουμε στη μνήμη του φίλου μας, φώναξε. Όσο για τους όρους σας, τους απορρίπτουμε εντελώς. Άντε πήγαινε, γιατί η πρεσβεία σου έληξε και ο θάνατος σε πλησιάζει. Δεν ήρθαμε εδώ να χάνουμε τα λόγια μας σε διαπραγματεύσεις με το Σόρον, τον αναξιόπιστο και καταραμένο· κι ακόμη λιγότερο με κάποιον από τους σκλάβους του. Φύγε από δω!

Τότε ο Αγγελιαφόρος της Μόρντορ δεν ξαναγέλασε. Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από απορία και θυμό και έμοιαζε σαν κάποιου άγριου ζώου που, καθώς σκύβει πάνω από τη λεία του, τρώει μια κατάμουτρα από τσουχτερό ραβδί. Λύσσα τον κυρίεψε κι άρχισαν να τρέχουν σάλια από το στόμα του και άναρθρες οργισμένες κραυγές έβγαιναν πνιχτά απ’ το λαρύγγι του. Κοίταξε όμως τις άγριες όψεις των Καπεταναίων και τις θανατερές ματιές τους και ο φόβος νίκησε το θυμό του. Έβγαλε φωνή μεγάλη και, γυρίζοντας, πήδηξε πάνω στο άτι του και με τη συνοδεία του κάλπασαν ξέφρενα πίσω στην Κίριθ Γκόργκορ. Αλλά ενώ ακόμα προχωρούσαν οι στρατιώτες του σάλπισαν με τα βούκινά τους το προσχεδιασμένο κάλεσμα· και πριν ακόμα φτάσουν στην πύλη ο Σόρον αποκάλυψε την παγίδα του.

Τύμπανα βρόντησαν και φωτιές ξεπήδησαν. Οι μεγάλες πόρτες της Μαύρης Πύλης άνοιξαν διάπλατα. Κι από μέσα τους ξεχύθηκε μια μεγάλη στρατιά τόσο γρήγορα, όσο τα ορμητικά νερά όταν σηκωθεί ο υδροφράχτης.

Οι Καπεταναίοι ίππευσαν ξανά και γύρισαν πίσω κι από το στρατό της Μόρντορ ακούστηκε μια κοροϊδευτική ιαχή. Σηκώθηκε σκόνη αποπνικτική, καθώς από εκεί κοντά ξεκίνησε ένα τμήμα Ανατολίτες που περίμεναν το σύνθημα κρυμμένοι στις σκιές των Έρεντ Λίθουι πίσω από τον πιο μακρινό Πύργο. Από τους λόφους δεξιά κι αριστερά της Μοράνον ξεχύθηκαν αμέτρητοι Ορκ. Οι άντρες της Δύσης ήταν παγιδευμένοι και γρήγορα, ολόγυρα από τα γκρίζα υψώματα που στέκονταν, δυνάμεις δέκα φορές και περισσότερο ακόμα πιο δυνατές τους περικύκλωναν με μια θάλασσα εχθρούς. Ο Σόρον είχε πάρει το δόλωμα που του πρόσφεραν με ατσαλένια σαγόνια.

Ελάχιστος χρόνος έμεινε στον Άραγκορν να οργανώσει τη μάχη. Στεκόταν πάνω στον ένα λόφο μαζί με τον Γκάνταλφ κι εκεί όμορφο κι απελπισμένο ύψωσαν το φλάμπουρο με το Δέντρο και τα Αστέρια. Στον άλλο λόφο, όχι μακριά, ήταν στημένες οι σημαίες του Ρόαν και του Ντολ Άμροθ, το Άσπρο Άλογο και ο Ασημένιος Κύκνος. Κι ολόγυρα σε κάθε λόφο σχημάτισαν έναν κύκλο που έβλεπε προς όλες ας κατευθύνσεις, αγκαθωτό από τα δόρατα και τα σπαθιά. Αλλά στο μέτωπο που έβλεπε κατά τη Μόρντορ, εκεί που θα γινόταν η πρώτη άγρια επίθεση, στάθηκαν οι γιοι του Έλροντ αριστερά με τους Ντούνεντεν ολόγυρά τους και δεξιά ο Πρίγκιπας Ιμραχίλ με τους ψηλούς κι όμορφους άντρες του Ντολ Άμροθ και διαλεχτούς άντρες από τον Πύργο της Φρουράς.

Ο άνεμος φυσούσε και οι τρομπέτες αντηχούσαν και τα βέλη σφύριζαν αλλά ο ήλιος, που τώρα ανέβαινε να μεσουρανήσει στο Νότο, ήταν τυλιγμένος στις αναθυμιάσεις της Μόρντορ και μέσα από μια απειλητική θολούρα έλαμπε αμυδρά, απόμακρος, αγριωπά κόκκινος, λες και είχε φτάσει το τέλος της μέρας ή το τέλος ίσως όλου του κόσμου του φωτός. Και μέσα απ’ τη θολή σκοτεινιά που πύκνωνε βγήκαν οι Νάζγκουλ με τις παγερές φωνές τους, κραυγάζοντας λόγια θανάτου· και τότε κάθε ελπίδα έσβησε.

Ο Πίπιν είχε σκύψει συντριμμένος απ’ τη φρίκη, όταν άκουσε τον Γκάνταλφ να απορρίπτει τους όρους και να καταδικάζει το Φρόντο στα Βασανιστήρια του Πύργου· αλλά είχε επιβληθεί στον εαυτό του και τώρα στεκόταν πλάι στον Μπέρεγκοντ στην πρώτη γραμμή της Γκόντορ με τους άντρες του Ιμραχίλ. Γιατί του φαινόταν καλύτερο να πεθάνει γρήγορα και να αφήσει την πικρή ιστορία της ζωής του, αφού όλα ήταν χαμένα.

Μακάρι να ήταν εδώ ο Μέρι, έπιασε τον εαυτό του να μονολογεί και γρήγορες σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό του, ενώ κοιτούσε τον εχθρό ν

Τράβηξε το σπαθί του και το κοίταξε και είδε τα περίπλοκα σχέδια κόκκινα και χρυσά· και τα καλλιγραφικά γράμματα του Νούμενορ γυάλιζαν σαν φωτιά πάνω στη λεπίδα. «Αυτό έχει φτιαχτεί ακριβώς για μια τέτοια ώρα, σκέφτηκε. Αν μπορούσα να χτυπήσω εκείνον τον απαίσιο Αγγελιαφόρο, τότε θα έφτανα το Μέρι. Πάντως θα ξεκάνω μερικούς από τούτη εδώ την παλιοφάρα πριν τελειώσω. Πόσο θα ’θελα να μπορούσα να δω δροσερό ηλιόφωτο και πράσινο γρασίδι ξανά!»

Τότε, ενώ ακόμα σκεπτόταν αυτά τα πράγματα, η πρώτη επίθεση ξέσπασε πάνω τους. Οι ορκ εμποδισμένοι από τους βάλτους που βρίσκονταν μπροστά στους λόφους σταμάτησαν και έριξαν τα βέλη τους στις τάξεις των αμυνομένων. Αλλά ανάμεσα από τις γραμμές τους ήρθαν με μεγάλες δρασκελιές, ουρλιάζοντας σαν ζώα, ένας λόχος από γίγαντες των λόφων από το Γκόργκοροθ. Ήταν ψηλότεροι και με φαρδύτερες πλάτες από τους Ανθρώπους και ήταν ντυμένοι μονάχα μ’ ένα εφαρμοστό φολιδωτό δίχτυ από κεράτινα λέπια, ή μπορεί και να ήταν το απαίσιο πετσί τους· κρατούσαν τεράστιες στρογγυλές μαύρες ασπίδες και κράδαιναν βαριά σφυριά στα ροζιασμένα τους χέρια. Ακάθεκτοι πήδηξαν στα νερά και βγήκαν απέναντι περπατώντας, μουγκρίζοντας καθώς έρχονταν. Σαν καταιγίδα ξέσπασαν στις γραμμές των αντρών της Γκόντορ και χτυπούσαν κεφάλια και κράνη, χέρια κι ασπίδες, σαν σιδεράδες που χτυπούν να λυγίσουν το καυτό σίδερο. Δίπλα στον Πίπιν ο Μπέρεγκοντ έχασε τις αισθήσεις του χτυπημένος κι έπεσε· και ο μεγάλος γίγαντας-αρχηγός που τον έριξε κάτω, έσκυψε πάνω του, απλώνοντας νύχια αρπακτικά· γιατί εκείνα τα απαίσια πλάσματα συνήθιζαν να δαγκώνουν στο λαιμό όσους έριχναν κάτω.

Τότε ο Πίπιν σπάθισε προς τα πάνω και η γραμμένη λεπίδα της Μακρινής Δύσης διαπέρασε το πετσί και μπήκε βαθιά στα σωθικά τού γίγαντα και το μαύρο του αίμα χύθηκε ορμητικά έξω. Έγειρε μπροστά και σωριάστηκε χάμω σαν βράχος που πέφτει, θάβοντας όσους βρέθηκαν από κάτω του. Μαυρίλα και αποφορά και συντριπτικός πόνος πλάκωσαν τον Πίπιν και ο νους του έπεσε σε βαθύ σκοτάδι.

– Κα έτσι τελειώνει, όπως το φαντάστηκα, είπε η σκέψη του καθώς έφευγε φτερουγίζοντας· και γέλασε λίγο μέσα του πριν φύγει, έμοιαζε σχεδόν χαρούμενη που πετούσε επιτέλους όλες τις αμφιβολίες, τη φροντίδα και το φόβο.

Και την ώρα που έφευγε πετώντας στη λησμονιά, άκουσε φωνές, κι έμοιαζαν να φωνάζουν σε κάποιο λησμονημένο κόσμο ψηλά:

– Οι Αετοί έρχονται! Οι Αετοί έρχονται!

Για μια στιγμή ακόμα η σκέψη του Πίπιν ζυγιάστηκε.

– Μπίλμπο! είπε. Αλλά όχι! Αυτό ήταν στην ιστορία του που έχει τελειώσει τώρα. Αντίο!

Και η σκέψη του πέταξε μακριά και τα μάτια του δεν είδαν πια.

Загрузка...