— Λοιπόν, κύριε, τώρα σίγουρα μπλέξαμε για τα καλά, είπε ο Σαμ Γκάμγκη.
Στάθηκε αποθαρρημένος, με τους ώμους σκυφτούς πλάι στο Φρόντο και κοίταζε στη σκοτεινιά ζαρώνοντας τα μάτια.
Ήταν το τρίτο βράδυ από τότε που το ’χαν σκάσει από την Ομάδα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους — γιατί είχαν σχεδόν χάσει το μέτρημα των ωρών που στο πέρασμά τους είχαν σκαρφαλώσει και είχαν ξεθεωθεί στις γυμνές πλαγιές και στα κατσάβραχα του Έμιν Μιούιλ, άλλοτε γυρίζοντας πίσω, γιατί δεν μπορούσαν να βρουν δρόμο προς τα εμπρός, κι άλλοτε ανακαλύπτοντας πως είχαν χαθεί κάνοντας κύκλο κι είχαν επιστρέψει εκεί απ’ όπου είχαν ξεκινήσει ώρες πριν. Γενικά, όμως, είχαν προχωρήσει σταθερά με κατεύθυνση ανατολικά, ακολουθώντας, όσο πιο κοντά μπορούσαν να βρουν πέρασμα, την εξωτερική πλευρά αυτής της παράξενης και μπερδεμένης συστάδας λόφων. Πάντα, όμως, έβρισκαν τις εξωτερικές πλευρές απόκρημνες, ψηλές και αδιάβατες, να αγριοκοιτάζουν την πεδιάδα κάτω· εκεί που τέλειωναν οι κακοτράχαλοι πρόποδές τους απλώνονταν μαυροκίτρινοι κακοφορμισμένοι βάλτοι, όπου τίποτα δεν κουνιόταν και δε φαινόταν ούτε πουλί.
Οι χόμπιτ τώρα στέκονταν στην άκρη ενός ψηλού γκρεμού, γυμνού και πένθιμου, με τα πόδια του τυλιγμένα στην ομίχλη· και πίσω τους ανέβαιναν κακοτράχαλα υψώματα στεφανωμένα με περαστικά σύννεφα. Ένας ψυχρός άνεμος φυσούσε απ’ την Ανατολή. Η νύχτα πύκνωνε πάνω απ’ τις άμορφες περιοχές μπροστά τους· το αρρωστημένο τους πράσινο χρώμα έσβηνε και γινόταν σκυθρωπό καφέ. Δεξιά πέρα μακριά, ο Άντουιν που γυάλιζε πότε πότε σαν έσκαζε λίγος ήλιος τη μέρα, τώρα ήταν κρυμμένος στη σκιά. Αλλά τα μάτια τους δεν κοιτούσαν πέρα από τον Ποταμό, πίσω στην Γκόντορ, στους φίλους τους και στις χώρες των Ανθρώπων. Κοιτούσαν νότια κι ανατολικά, εκεί όπου, στην άκρη άκρη της νύχτας που ερχόταν, κρεμόταν μια σκοτεινή γραμμή, σαν μακρινά βουνά ασάλευτου καπνού. Και πότε πότε μια μικροσκοπική κόκκινη λάμψη αναβόσβηνε προς τα πάνω στην άκρη της γης και τ’ ουρανού.
— Μωρέ, μπλέξιμο! είπε ο Σαμ. Να ο μόνος τόπος, απ’ όσους έχουμε ακουστά, που δε θέλουμε να τον δούμε από πιο κοντά· κι αυτός είναι ο μόνος τόπος που προσπαθούμε να φτάσουμε! Κι εκεί ακριβώς είναι που δεν μπορούμε να πάμε, ό,τι κι αν κάνουμε. Καταπώς φαίνεται, έχουμε πάρει τελείως λάθος δρόμο. Δεν μπορούμε να κατεβούμε κάτω· μα κι αν τα καταφέρναμε, πάω στοίχημα πως θ’ ανακαλύψουμε πως όλος αυτός ο πράσινος τόπος δεν είναι παρά ένας απαίσιος Βάλτος. Πουφ! Σου μυρίζει;
Οσμίστηκε προς τη μεριά του αέρα.
— Ναι, μου μυρίζει, είπε ο Φρόντο — αλλά δεν κουνήθηκε και τα μάτια του έμειναν ακίνητα, κοιτάζοντας με προσοχή πέρα τη σκοτεινή γραμμή και τη φλόγα που αναβόσβηνε. Η Μόρντορ! μουρμούρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του. Αν πρέπει να πάω εκεί, θα ’θελα να μπορούσα να πάω γρήγορα και να τελείωνα!
Αναρρίγησε. Ο άνεμος ήταν ψυχρός κι όμως βαρύς με μια οσμή παγωμένης σαπίλας.
— Λοιπόν, είπε τέλος, αποτραβώντας τη ματιά του, δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ όλη τη νύχτα, μπλέξιμο ξεμπλέξιμο. Πρέπει να βρούμε κάποιο μέρος πιο απάγκιο και να βολευτούμε γι’ άλλη μια φορά· κι ίσως μια άλλη μέρα να μας δείξει κάποιο μονοπάτι.
— Ή άλλη, ή παράλλη, μουρμούρισε ο Σαμ. Ή και καμιά. Πήραμε λάθος δρόμο.
— Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρος, είπε ο Φρόντο. Είναι γραφτό μου, νομίζω, να πάω σ’ εκείνη τη Σκιά εκεί πέρα, γι’ αυτό θα βρεθεί κάποιος δρόμος. Αλλά θα ’ναι καλό ή κακό αυτό που θα μου τον δείξει; Όλες μας οι ελπίδες στηρίζονταν στην ταχύτητα. Η καθυστέρηση ευνοεί τον Εχθρό — και να ’μαι εγώ: αργοπορημένος. Μας κατευθύνει η θέληση του Μαύρου Πύργου; Ό,τι κι αν διάλεξα βγήκε σε κακό. Θα έπρεπε να είχα εγκαταλείψει την Ομάδα πολύ πιο πριν και να κατέβαινα από το Βοριά, ανατολικά του Ποταμού και του Έμιν Μιούιλ, απ’ το δύσβατο Κάμπο της Μάχης ως τα περάσματα της Μόρντορ. Αλλά τώρα δεν μπορούμε, εσύ κι εγώ, μοναχοί μας να βρούμε το δρόμο του γυρισμού και οι Ορκ παραμονεύουν στην ανατολική όχθη. Κάθε μέρα που περνάει είναι και μια πολύτιμη μέρα χαμένη. Είμαι κουρασμένος, Σαμ. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουμε. Πόσα τρόφιμα μας έχουν μείνει;
— Μονάχα αυτά, τα, πώς τα λένε, λέμπας, κύριε Φρόντο. Αρκετά. Είναι πάντως καλύτερα απ’ το τίποτα, οπωσδήποτε. Αν και ποτέ δε σκέφτηκα, όταν τα πρωτοδοκίμασα, πως θα έφτανα ποτέ μου να γυρέψω κάτι άλλο. Τώρα, όμως, ναι: ένα κομμάτι σκέτο ψωμί κι ένα κύπελλο — μωρέ, μισό κύπελλο — μπίρα θα κατέβαιναν μια χαρά. Κουβαλάω τα κατσαρολικά μου όλο το δρόμο από τότε που κατασκηνώσαμε για τελευταία φορά και μήπως μου χρησίμεψαν σε τίποτα; Και πρώτα πρώτα δεν έχει τίποτα για ν’ ανάψω φωτιά· και τίποτα να μαγειρέψω, ούτε καν χορτάρι!
Έστριψαν και κατέβηκαν σ’ ένα πέτρινο κοίλωμα. Ο ήλιος που κατέβαινε στη δύση μπερδεύτηκε στα σύννεφα και η νύχτα ήρθε γρήγορα. Κοιμήθηκαν όπως μπορούσαν, γιατί έκανε κρύο, στριφογυρίζοντας σε μια γωνιά ανάμεσα σε κάτι μεγάλες σπασμένες μύτες κάποιου πολυκαιρισμένου βράχου· τουλάχιστον ήταν προφυλαγμένοι απ’ τον ανατολικό άνεμο.
— Τα ξανάδες, κύριε Φρόντο; ρώτησε ο Σαμ, όπως κάθισαν, μουδιασμένοι και ξεπαγιασμένοι, μασουλώντας κομμάτια λέμπας, στο κρύο γκρίζο φως της αυγής.
— Όχι, είπε ο Φρόντο. Δεν άκουσα και δεν είδα τίποτα δυο νύχτες τώρα.
— Ούτ’ εγώ, είπε ο Σαμ. Μπρρρ! Εκείνα τα μάτια μου ’κοψαν τη χολή! Μπορεί όμως και να του ξεφύγαμε επιτέλους, του άθλιου λαθρόβιου. Το Γκόλουμ! Θα το ’κανα εγώ να βελάξει γκόλουμ, αν έβαζα ποτέ τα χέρια μου στο λαιμό του.
— Ελπίζω πως ποτέ δε θα χρειαστεί να το κάνεις, είπε ο Φρόντο. Δεν ξέρω πώς μας ακολούθησε· αλλά ίσως να μας έχασε ξανά, όπως λες. Σ’ αυτή τη στεγνή και θλιβερή γη δεν μπορεί ν’ αφήνουμε και πολλά χνάρια, ούτε πολλή μυρωδιά, ακόμα και για τη μύτη του που όλο ρουθουνίζει.
— Ελπίζω να είναι έτσι, είπε ο Σαμ. Μακάρι να μπορούσαμε να το ξεφορτωθούμε μια για πάντα!
— Μακάρι, είπε ο Φρόντο, αλλά δεν είναι αυτό το κυριότερο πρόβλημά μου. Θα ’θελα να μπορούσαμε να φύγουμε απ’ αυτούς τους λόφους! Τους μισώ. Νιώθω γυμνός στην ανατολική πλευρά, κολλημένος εδώ χωρίς τίποτα εκτός από ερημωμένους κάμπους ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνη τη Σκιά εκεί πέρα. Μέσα της υπάρχει ένα Μάτι. Έλα! Πρέπει να βρούμε τρόπο να κατεβούμε κάτω σήμερα.
Αλλά η μέρα προχώρησε κι όταν το απόγευμα χλώμιασε πλησιάζοντας δειλινό, αυτά ακόμα σκαρφάλωναν ακολουθώντας την κορυφογραμμή και δεν είχαν βρει δρόμο να ξεφύγουν.
Μερικές φορές στην ησυχία εκείνης της γυμνής χώρας φαντάζονταν πως άκουγαν αμυδρούς θορύβους πίσω τους, το πέσιμο κάποιας πέτρας ή το βήμα από πλατιά πόδια στο βράχο. Αν όμως σταματούσαν κι έμεναν ακίνητοι με στημένο αυτί, δεν άκουγαν πια τίποτα, τίποτα εκτός απ’ τον αγέρα ν’ αναστενάζει στις κόψεις των βράχων — όμως κι αυτό ακόμα τους θύμιζε ανάσα να σιγοσφυρίζει μέσ’ από κοφτερά δόντια.
Όλη εκείνη την ημέρα η εξωτερική κορυφογραμμή του Έμιν Μιούιλ έστριβε λίγο λίγο βορινά, όπως προχωρούσαν με κόπο. Στην άκρη του τώρα απλωνόταν ένα πλατύ κακοτράχαλο ίσωμα, όλο χαρακωμένα και πολυκαιρισμένα βράχια, που τόπους τόπους το έκοβαν νεροσυρμές σαν τάφροι που κατηφόριζαν απότομα κι έπεφταν από βαθιές πτυχές στον γκρεμό. Για να βρουν δρόμο ανάμεσα σ’ αυτές τις πτυχές, που γίνονταν όλο και πιο βαθιές και συχνές, ο Φρόντο κι ο Σαμ αναγκάστηκαν να πάνε πολλά μίλια αριστερά, πολύ μακριά απ’ την άκρη του γκρεμού, και δεν πρόσεξαν πως γι’ αρκετά μίλια τώρα κατηφόριζαν αργά, αλλά σταθερά — η λοφοκορφή κατέβαινε προς τα χαμηλώματα.
Τέλος, αναγκάστηκαν να σταματήσουν. Η κορυφογραμμή έστριψε πιο απότομα βορινά και την έκοψε ένα βαθύτερο φαράγγι. Στην απέναντι πλευρά ορθωνόταν πάλι απότομα πολύ ψηλά, έτσι ώστε ένας τεράστιος γκρίζος γκρεμός υψωνόταν μπροστά τους, κομμένος ολόισια κάτω, σαν από μαχαίρι. Δεν μπορούσαν να πάνε άλλο μπροστά κι έπρεπε τώρα να στρίψουν είτε δυτικά είτε ανατολικά. Αλλά δυτικά θα είχαν μονάχα περισσότερο κόπο και καθυστέρηση, πηγαίνοντας πίσω προς την καρδιά των λόφων ανατολικά θα έβγαιναν στον εξωτερικό γκρεμό.
— Δε γίνεται τίποτ’ άλλο παρά να κατεβούμε αυτή τη ρεματιά, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Έλα να δούμε πού βγάζει!
— Σε κανέναν απαίσιο γκρεμό, πάω στοίχημα, είπε ο Σαμ.
Η ρεματιά ήταν μακρύτερη και βαθύτερη απ’ όσο έδειχνε. Αρκετά πιο κάτω βρήκαν μερικά ροζιασμένα και κολοβωμένα δέντρα, τα πρώτα που είχαν δει εδώ και μέρες — παραμορφωμένες σημύδες κυρίως και, πού και πού, κανένα έλατο. Πολλά ήταν νεκρά και κάτισχνα, φαγωμένα ως την καρδιά απ’ τους ανατολικούς ανέμους. Κάποτε, σε μέρες καλύτερες, θα έπρεπε να υπήρχε ένα όμορφο δασάκι στο φαράγγι, αλλά τώρα, ύστερα από πενήντα γιάρδες περίπου, τα δέντρα σταματούσαν, αν και παλιοί σπασμένοι κορμοί έφταναν αραιοί ως την άκρη σχεδόν του γκρεμού. Η κοίτη της ρεματιάς, που ακολουθούσε παράλληλα το χείλος μιας βαθιάς σχισμής του βράχου, ήταν ανώμαλη, γεμάτη κατσάβραχα και κατηφόριζε πολύ. Όταν, τέλος, έφτασαν στην άκρη της, ο Φρόντο έσκυψε και κοίταξε κάτω.
— Κοίτα! είπε. Ή θα πρέπει να έχουμε κατέβει πολύ, ή ο βράχος να έχει βουλιάξει. Εδώ είναι πολύ πιο χαμηλά απ’ ό,τι ήταν και φαίνεται ευκολότερο.
Ο Σαμ γονάτισε πλάι του και κοίταξε απρόθυμα κάτω από την άκρη. Ύστερα κοίταξε προς τα πάνω το μεγάλο γκρεμό, που σηκωνόταν ψηλά, πέρα αριστερά.
— Ευκολότερο! γρύλισε. Λοιπόν, φαντάζομαι πως είναι πάντα πιο εύκολο να κατεβαίνεις παρά ν’ ανεβαίνεις. Κι όσοι δεν πετάνε, μπορούν και πηδάνε!
— Πάντως δεν παύει να ’ναι μεγάλο πήδημα, είπε ο Φρόντο. Κάπου... — στάθηκε μια στιγμή μετρώντας την απόσταση με το μάτι —, κάπου εκατό πόδια, θα ’λεγα. Όχι παραπάνω.
— Κι αυτό φτάνει και περισσεύει! είπε ο Σαμ. Ουχ! Ούτε που θέλω να κοιτάζω κάτω από ψηλά! Αλλά καλύτερα να κοιτάζω παρά να κατεβαίνω!
— Όμως, είπε ο Φρόντο, νομίζω πως μπορούμε να κατεβούμε εδώ· και νομίζω πως θα πρέπει να προσπαθήσουμε. Δες — ο βράχος είναι εντελώς διαφορετικός απ’ ό,τι ήταν λίγα μίλια πιο πίσω. Έχει καθίσει κι έχει ραγίσει.
Η εξωτερική πλευρά πραγματικά δεν ήταν πια κατακόρυφη, αλλά έβγαινε προς τα έξω λιγάκι. Έμοιαζε σαν μεγάλη έπαλξη ή θαλάσσιος τοίχος, που τα θεμέλια του είχαν σαλέψει και η λιθοδομή του είχε μετακινηθεί, χάνοντας την ισορροπία της και αφήνοντας μεγάλες σχισμές και μακρουλές λοξές κόχες, που σε ορισμένα σημεία ήταν φαρδιές σαν σκαλοπάτια σχεδόν.
— Και αν πρόκειται να προσπαθήσουμε να κατεβούμε κάτω, καλά θα κάνουμε να προσπαθήσουμε αμέσως. Σκοτεινιάζει γρήγορα. Νομίζω πως έρχεται καταιγίδα.
Η καπνοθολούρα των βουνών στην Ανατολή είχε χαθεί σε μια βαθύτερη μαυρίλα που άπλωνε κιόλας μακριά χέρια προς τα δυτικά. Ακουγόταν ένα μακρινό μουρμουρητό από βροντές που ερχόταν με τον αέρα που σηκώθηκε. Ο Φρόντο οσμίστηκε τον αέρα και κοίταξε με αμφιβολία τον ουρανό ψηλά. Έδεσε τη ζώνη του πάνω από το μανδύα του και την έσφιξε, και τακτοποίησε το ελαφρύ του σακίδιο στην πλάτη του· ύστερα προχώρησε στην άκρη.
— Θα το προσπαθήσω, είπε.
— Πολύ καλά! είπε ο Σαμ πένθιμα. Αλλά εγώ θα πάω πρώτος.
— Εσύ; είπε ο Φρόντο. Τι σ’ έκανε ν’ αλλάξεις γνώμη για το κατέβασμα;
— Δεν άλλαξα γνώμη. Αλλά είναι λογικό να μπει χαμηλότερα αυτός που έχει τις πιο πολλές πιθανότητες να γλιστρήσει. Δε θέλω να πέσω από πάνω σου και να σε ρίξω κάτω — δεν υπάρχει λόγος να σκοτωθούν δύο μ’ ένα πέσιμο.
Πριν προλάβει να τον σταματήσει ο Φρόντο, κάθισε κάτω, κρέμασε τα πόδια του στην άκρη κι έστριψε, ψάχνοντας με τ’ ακροδάχτυλά του να βρει πάτημα. Είναι αμφίβολο αν έκανε ποτέ του κάτι πιο γενναίο έτσι εν ψυχρώ ή πιο απερίσκεπτο.
— Όχι, όχι! Σαμ, ανόητε! είπε ο Φρόντο. Σίγουρα θα σκοτωθείς κατεβαίνοντας έτσι, χωρίς να ρίξεις ούτε μια ματιά να δεις προς τα πού πας. Έλα πίσω! — έπιασε το Σαμ απ’ τις μασχάλες και τον τράβηξε πίσω πάλι. Τώρα, περίμενε λιγάκι κι έχε υπομονή! είπε.
Ύστερα ξάπλωσε στη γη, γέρνοντας και κοιτάζοντας κάτω· αλλά το φως φαινόταν να σβήνει γρήγορα, αν κι ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμα.
— Νομίζω πως μπορούμε να το καταφέρουμε, είπε σε λίγο. Εγώ θα μπορούσα τουλάχιστον, κι εσύ το ίδιο, αν δεν τα χάσεις και μ’ ακολουθήσεις προσεκτικά.
— Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος, είπε ο Σαμ. Αφού δεν μπορείς ούτε να δεις ως κάτω μ’ αυτό το φως. Τι γίνεται αν φτάσεις κάπου, που δε θα έχεις πουθενά να βάλεις τα πόδια σου ή τα χέρια σου;
— Θα σκαρφαλώσω πίσω, φαντάζομαι, είπε ο Φρόντο.
— Εύκολο να το πεις, είχε αντίρρηση ο Σαμ. Καλύτερα να περιμένουμε ως το πρωί που θα έχει περισσότερο φως.
— Όχι! Εκτός και δεν μπορέσω να κάνω διαφορετικά, είπε ο Φρόντο, με μια ξαφνική παράξενη Βιαιότητα. Δε θέλω να χάνω ούτε ώρα ούτε λεπτό. Πάω κάτω να δοκιμάσω. Μη με ακολουθήσεις ώσπου να γυρίσω πίσω ή να σε φωνάξω!
Πιάνοντας σφιχτά το πέτρινο χείλος του γκρεμού με τα δάχτυλα του, άφησε τον εαυτό του να χαμηλώσει μαλακά ώσπου, όταν τα χέρια του ήταν σχεδόν τελείως τεντωμένα, τα δάχτυλα των ποδιών του βρήκαν μια προεξοχή.
— Ένα σκαλοπάτι πιο κάτω! είπε. Κι αυτή εδώ η προεξοχή πλαταίνει προς τα δεξιά. Θα μπορούσα να σταθώ εκεί δίχως να κρατιέμαι. Θα..., τα λόγια του κόπηκαν απότομα.
Το βιαστικό σκοτάδι, αυξάνοντας τώρα την ταχύτητά του, όρμησε απ’ την Ανατολή και κατάπιε τον ουρανό. Ακούστηκε το ξερό και διαπεραστικό κρακ ενός κεραυνού ακριβώς πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Μια εκτυφλωτική αστραπή έπεσε πάνω στους λόφους. Ύστερα ακολούθησε μια ριπή άγριου άνεμου και μαζί της, ανακατεμένο στο βρυχηθμό της, ακούστηκε ένα οξύ διαπεραστικό ουρλιαχτό. Οι χόμπιτ είχαν ακούσει ένα ακριβώς παρόμοιο ξεφωνητό πέρα μακριά, στο Μάρις, τότε που έφευγαν απ’ το Χόμπιτον, κι ακόμα εκεί στα δάση του Σάιρ είχε κάνει το αίμα τους να παγώσει. Αλλά εδώ, στην ερημιά, η φρίκη που προκαλούσε ήταν πολύ πιο μεγάλη — τους διαπέρασε με παγωμένες μαχαιριές τρόμου κι απελπισίας, κόβοντάς τους την ανάσα και την καρδιά. Ο Σαμ έπεσε μπρούμυτα κάτω. Άθελά του ο Φρόντο άφησε το κράτημά του κι έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι και στ’ αυτιά του. Ταλαντεύτηκε, γλίστρησε και κύλησε προς τα κάτω βγάζοντας μια θρηνητική φωνή. Ο Σαμ τον άκουσε και σύρθηκε με κόπο ως την άκρη.
— Κύριε, κύριε! φώναξε. Κύριε!
Δεν άκουσε απάντηση. Κατάλαβε πως έτρεμε ολόκληρος, αλλά πήρε βαθιά αναπνοή και φώναξε γι’ άλλη μια φορά: «Κύριε!» Ο αέρας φαινόταν σαν να φυσούσε τη φωνή του πίσω στο λαρύγγι του, αλλά καθώς πέρασε μουγκρίζοντας κι ανηφορίζοντας μέσ’ απ’ τη ρεματιά κατά τους λόφους, μια ξέψυχη απάντηση έφτασε στ’ αυτιά του:
— Εντάξει, εντάξει! Εδώ είμαι. Αλλά δεν μπορώ να δω.
Ο Φρόντο φώναζε μ’ αδύναμη φωνή. Στην πραγματικότητα δεν ήταν πολύ μακριά. Είχε γλιστρήσει δίχως να πέσει κι είχε βρεθεί μ’ ένα τράνταγμα όρθιος σε μια φαρδύτερη προεξοχή όχι πολλές γιάρδες πιο κάτω. Ευτυχώς η όψη του βράχου σ’ εκείνο το σημείο έγερνε αρκετά προς τα μέσα κι ο αέρας τον είχε σπρώξει πάνω της έτσι, ώστε δεν είχε πέσει από την άλλη μεριά. Βρήκε την ισορροπία του καλύτερα, ακουμπώντας το πρόσωπό του πάνω στην παγωμένη πέτρα, νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Αλλά, ή το σκοτάδι είχε γίνει πίσσα ή τα μάτια του είχαν χάσει το φως τους. Όλα ήταν μαύρα γύρω του. Αναρωτήθηκε μήπως είχε τυφλωθεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
— Έλα πίσω! Έλα πίσω! άκουσε τη φωνή του Σαμ κάπου ψηλότερα μες στο σκοτάδι.
— Δεν μπορώ, είπε. Δε βλέπω. Δεν μπορώ να πιαστώ από πουθενά. Ούτε να κουνηθώ δεν μπορώ ακόμα.
— Τι μπορώ να κάνω εγώ, κύριε Φρόντο; Τι να κάνω; ξεφώνισε ο Σαμ, γέρνοντας επικίνδυνα προς τα έξω.
Γιατί δεν μπορούσε να δει ο κύριός του; Ήταν θαμπά, βέβαια, αλλά όχι και τόσο σκοτεινά. Μπόρεσε να δει το Φρόντο χαμηλότερα, μια γκρίζα έρημη μορφή κολλημένη απλωτά στο βράχο. Αλλά ήταν πολύ πιο μακριά από οποιοδήποτε χέρι βοηθείας.
Ακούστηκε κι άλλος κεραυνός· κι ύστερα ήρθε η βροχή. Εκτυφλωτική, ανακατεμένη με χαλάζι, έπεφτε ορμητικά πάνω στο βράχο, παγωμένη.
— Έρχομαι κάτω, φώναξε ο Σαμ, αν και πώς έλπιζε να βοηθήσει μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν ήξερε ούτε ο ίδιος.
— Όχι, όχι! Περίμενε! φώναξε ο Φρόντο πιο δυνατά τώρα. Σε λίγο θα ’μαι καλύτερα. Νιώθω κιόλας καλύτερα. Περίμενε! Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα δίχως σκοινί.
— Σκοινί! ξεφώνισε ο Σαμ, παραμιλώντας ξέφρενα απ’ την ταραχή και την ανακούφισή του. Μωρέ, μου αξίζει να με κρεμάσουν απ’ την άκρη του για μάθημα σ’ όλους τους αφηρημένους! Δεν είσαι τίποτ’ άλλο παρά βλάκας με περικεφαλαία, Σαμ Γκάμγκη: αυτό μου το ’λεγε ο Γέρος μου συχνά πυκνά, ήταν η κουβέντα του. Σκοινί!
— Σταμάτα την πολυλογία! φώναξε ο Φρόντο, που τώρα είχε συνέλθει αρκετά, ώστε να νιώθει ταυτόχρονα ενοχλημένος κι έτοιμος να βάλει τα γέλια. Άσε τώρα το Γέρο σου! Προσπαθείς να πεις στον εαυτό σου πως έχεις σκοινί στην τσέπη σου; Αν ναι, βγάλ’ το έξω!
— Ναι, κύριε Φρόντο, στο σακίδιό μου μαζί μ’ όλα τ’ άλλα. Το κουβαλάω μίλια και μίλια και το ’χα εντελώς ξεχασμένο!
— Τότε κουνήσου και ρίξε τη μια άκρη κάτω!
Γρήγορα ο Σαμ ξεφορτώθηκε το σακίδιο του και το έψαξε. Και πραγματικά, κάτω κάτω είχε μια κουλούρα απ’ το γκριζομέταξο σκοινί, που είχαν φτιάξει τα Ξωτικά του Λόριεν. Έριξε τη μια του άκρη στον αφέντη του. Το σκοτάδι φάνηκε να ξανοίγει στα μάτια του Φρόντο, ή αλλιώς γύριζε πίσω το φως του. Μπορούσε να δει το γκρίζο σκοινί όπως κρεμόταν κατεβαίνοντας και είχε την εντύπωση πως είχε μια αμυδρή ασημένια γυαλάδα. Τώρα που είχε κάποιο σημείο στο σκοτάδι να καρφώσει τα μάτια του, ένιωθε λιγότερο ίλιγγο. Γέρνοντας το βάρος του μπροστά, έδεσε την άκρη γύρω από τη μέση του κι ύστερα έπιασε σφιχτά το σκοινί και με τα δυο του χέρια.
Ο Σαμ πισωπάτησε και στερέωσε τα πόδια του σ’ ένα κουτσουρεμένο κορμό μια δυο γιάρδες πιο πίσω απ’ την άκρη. Με τη βοήθεια του Σαμ και μισοσκαρφαλώνοντας, ο Φρόντο ανέβηκε πάνω και σωριάστηκε καταγής.
Πιο μακριά βροντές μούγκριζαν και αντηχούσαν υπόκωφα κι εξακολουθούσε να ρίχνει βροχή με το τσουβάλι. Οι χόμπιτ σύρθηκαν πίσω στη ρεματιά· αλλά δε βρήκαν και σπουδαίο καταφύγιο εκεί. Ρυάκια νερό άρχισαν να κατεβαίνουν γρήγορα φούσκωσαν κι έτρεχαν ορμητικά αφρίζοντας στα βράχια και χύνονταν στον γκρεμό σαν υδρορρόες κάποιας τεράστιας στέγης.
— Θα είχα μισοπνιγεί εκεί κάτω ή θα είχα παρασυρθεί εντελώς, είπε ο Φρόντο. Ήμασταν τυχεροί που είχες εκείνο το σκοινί!
— Θα ’μασταν πιο τυχεροί ακόμα αν το ’χα σκεφτεί γρηγορότερα, είπε ο Σαμ. Μπορεί και να θυμάσαι που μας έβαλαν σκοινιά στις βάρκες, σαν ξεκινούσαμε από τη χώρα των Ξωτικών. Μου έκαναν εντύπωση και φύλαξα μια κουλούρα στο σακίδιό μου. Μου φαίνεται λες και το ’κανα χρόνια πριν. «Μπορεί να βοηθήσει σε πολλές ανάγκες», είπε ο Χάλντιρ ή κάποιος απ’ αυτούς. Κι είχε μεγάλο δίκιο.
— Κρίμα που δε σκέφτηκα να φέρω κι εγώ ένα κομμάτι, είπε ο Φρόντο· αλλά εγκατέλειψα την Ομάδα με μεγάλη βιασύνη και σύγχυση. Αν είχαμε αρκετό, θα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε για να κατεβούμε. Πόσο μακρύ είναι το σκοινί σου, άραγε;
Ο Σαμ το ξετύλιξε αργά μετρώντας το με το μάκρος των χεριών του:
— Πέντε, δέκα, είκοσι, τριάντα, τριάντα εφτά γιάρδες, πάνω κάτω, είπε.
— Ποιος να το ’λεγε! θαύμασε ο Φρόντο.
— Ναι! Ποιος; είπε ο Σαμ. Τα Ξωτικά είναι θαυμάσια πλάσματα. Δείχνει λεπτό, αλλά είναι γερό· και μαλακό σαν μετάξι στο χέρι. Τυλιγμένο πιάνει λίγο χώρο κι είναι ελαφρό σαν πούπουλο. Θαυμάσια πλάσματα, μα την αλήθεια!
— Τριάντα εφτά γιάρδες! είπε ο Φρόντο υπολογίζοντας. Πιστεύω πως θα ’ναι αρκετό. Αν η καταιγίδα περάσει πριν νυχτώσει, θα δοκιμάσω.
— Η βροχή έχει σχεδόν κιόλας σταματήσει, είπε ο Σαμ· αλλά μην πας να κάνεις τίποτα επικίνδυνο στο μισοσκόταδο ξανά, κύριε Φρόντο! Κι αν εσύ έχεις συνέρθει από κείνο το ουρλιαχτό στον αέρα, εγώ δεν έχω ακόμα: Έμοιαζε Μαύρος Καβαλάρης — αλλά στον αέρα ψηλά, αν μπορούν να πετούν. Εγώ νομίζω πως το πιο καλό που έχουμε να κάνουμε είναι να βολευτούμε σ’ αυτή την κόχη, ώσπου να περάσει η νύχτα.
— Κι εγώ νομίζω πως δε θα περάσω στιγμή παραπάνω απ’ ό,τι χρειάζομαι, ακινητοποιημένος σ’ αυτή την άκρη με τα μάτια της Μαύρης Χώρας να κοιτάνε πάνω απ’ τους βάλτους, είπε ο Φρόντο.
Και μ’ αυτά τα λόγια σηκώθηκε και κατέβηκε ξανά στο βάθος της ρεματιάς. Κοίταξε προς τα έξω. Ο ουρανός ξάνοιγε στην Ανατολή γι’ άλλη μια φορά. Οι άκρες της καταιγίδας σηκώνονταν, κουρελιασμένες και βρεγμένες και η κυρίως κακοκαιρία είχε περάσει για ν’ απλώσει τα μεγάλα φτερά της πάνω απ’ το Έμιν Μιούιλ, που πάνω του η σκοτεινή σκέψη του Σόρον φώλιασε για λίγο. Από κει έστριψε και χτύπησε την Κοιλάδα του Άντουιν με χαλάζι κι αστραπές κι έριξε τη σκιά της πάνω στη Μίνας Τίριθ απειλώντας πόλεμο. Ύστερα, χαμηλώνοντας στα βουνά και συμμαζεύοντας τους μεγάλους της τρούλους, κύλησε οργά πάνω απ’ την Γκόντορ και τα σύνορα του Ρόαν, ώσπου μακριά οι Καβαλάρηδες στην πεδιάδα είδαν τους μαύρους πύργους της να τρέχουν πίσω απ’ τον ήλιο, όπως κάλπαζαν κατά τη Δύση. Αλλά εδώ, κάνω απ’ την έρημο και τα δύσοσμα έλη, ο βαθύς γαλάζιος ουρανός του δειλινού καθάρισε ξανά και λίγα χλωμά αστέρια φάνηκαν, σαν μικρές άσπρες τρύπες στο θόλο πάνω απ’ το μισοφέγγαρο.
— Είναι ωραίο να μπορεί να βλέπει ξανά κανείς, είπε ο Φρόντο, ανασαίνοντας βαθιά. Ξέρεις, για λίγο νόμισα πως είχα χάσει το φως μου απ’ την αστραπή ή από τίποτα άλλο χειρότερο. Δεν μπορούσα να δω τίποτα, απολύτως τίποτα, ώσπου κατέβηκε το γκρίζο σκοινί. Φαινόταν σαν να φεγγίζει κάπως.
— Ναι, δείχνει σαν ασημί στο σκοτάδι, είπε ο Σαμ. Ούτε που το ’χα προσέξει πριν, αν και δε θυμάμαι να το ’βγαλα κι έξω από τότε που το πρωτοφύλαξα. Αλλά αν το θέλεις τόσο πολύ να κατεβούμε, κύριε Φρόντο, πώς θα το χρησιμοποιήσεις; Τριάντα εφτά γιάρδες δεν είναι περισσότερο απ’ ό,τι υπολογίζεις το βάθος του γκρεμού. Ο Φρόντο σκέφτηκε για λίγο.
— Δέσ’ το σ’ εκείνο τον κουτσουρεμένο κορμό, Σαμ! είπε. Ύστερα νομίζω πως θα γίνει η επιθυμία σου αυτή τη φορά και θα κατεβείς πρώτος. Θα σε κατεβάζω εγώ κι εσύ δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα παραπάνω απ’ το να βάζεις τα χέρια σου και τα πόδια σου για να μη χτυπάς στο βράχο. Βέβαια, αν ρίχνεις το βάρος σου σε καμιά προεξοχή και με ξεκουράζεις, θα βοηθάει κι αυτό. Όταν κατεβείς, θα σ’ ακολουθήσω. Έχω συνέλθει εντελώς τώρα.
— Πολύ καλά, είπε ο Σαμ βαριά. Αφού έτσι πρέπει, έλα να τελειώνουμε.
Σήκωσε το σκοινί και το ’δεσε στον κορμό που ήταν πιο κοντά στον γκρεμό· ύστερα την άλλη άκρη την έδεσε γύρω από τη μέση του. Απρόθυμα έστριψε κι ετοιμάστηκε να κατεβεί στον γκρεμό για δεύτερη φορά.
Όμως, δεν ήταν και τόσο φοβερό όσο το περίμενε. Το σκοινί λες και του ’δινε αυτοπεποίθηση, αν κι έκλεισε αρκετές φορές τα μάτια του όταν κοίταζε κάτω ανάμεσα απ’ τα πόδια του. Είχε ένα δύσκολο σημείο, που δεν είχε προεξοχές κι ο βράχος ήταν κάθετος και τραβιόταν προς τα μέσα μάλιστα για λίγο· εκεί γλίστρησε και κρεμάστηκε απ’ τ’ ασημένιο σκοινί. Αλλά ο Φρόντο τον κατέβαζε αργά και σταθερά και έφτασε τέλος. Ο κυριότερος φόβος του ήταν πως το σκοινί θα τελείωνε, όσο που αυτός βρισκόταν ψηλά ακόμα, αλλά είχε ακόμα αρκετό στα χέρια του ο Φρόντο, όταν ο Σαμ έφτασε κάτω και φώναξε: «Είμαι κάτω!» Η φωνή του ανέβηκε καθαρά από κάτω, αλλά ο Φρόντο δεν μπορούσε να τον δει· ο γκρίζος ξωτικομανδύας του είχε σβήσει στο σούρουπο.
Ο Φρόντο χρειάστηκε περισσότερη ώρα για να τον ακολουθήσει. Είχε το σκοινί γύρω απ’ τη μέση του και ήταν δεμένο από ψηλά και το είχε κοντύνει έτσι, ώστε να τον κρατήσει ψηλότερα προτού φτάσει εντελώς κάτω· όμως, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να πέσει και δεν εμπιστευόταν απόλυτα, όπως ο Σαμ αυτό το λεπτό γκρίζο σκοινί. Μ’ όλα αυτά, όμως, βρήκε δύο σημεία που χρειάστηκε να εμπιστευτεί μονάχα σ’ αυτό: λείες επιφάνειες που δεν είχε να πιάσουν ούτε τα δυνατά του χομπιτοδάχτυλα και οι προεξοχές ήταν μακριά η μία από την άλλη. Αλλά, τέλος, βρέθηκε κι αυτός κάτω.
— Εντάξει! φώναξε. Τα καταφέραμε! Ξεφύγαμε από το Έμιν Μιούιλ! Και τώρα τι να κάνουμε; αναρωτιέμαι. Δεν αποκλείεται γρήγορα ν’ αναστενάζουμε, γυρεύοντας ξανά καλό σκληρό βράχο κάτω από τα πόδια μας. Αλλά ο Σαμ δεν απάντησε: κοίταξε πίσω στον γκρεμό ψηλά.
— Βλάκες! είπε. Χαζοί! Το ωραίο μου το σκοινί! Να το δεμένο σ’ ένα κούτσουρο κι εμείς κάτω. Δε θα μπορούσαμε ν’ αφήσουμε ωραιότερη σκάλα για κείνο το λαθρόβιο τον Γκόλουμ. Καλά θα κάνουμε να βάλουμε και μια πινακίδα να δείχνει κατά πού θα πάμε! Καλά μου φάνηκε εμένα πως παραήταν εύκολο!
— Αν μπορείς να σκεφτείς κάποιον τρόπο που να μπορούσαμε και να χρησιμοποιούσαμε το σκοινί και να το φέρναμε κάτω μαζί μας, τότε μπορείς να κολλήσεις σ’ εμένα το «βλάκας» ή ό,τι άλλο σου ’λεγε ο Γέρος σου, είπε ο Φρόντο. Ανέβα και λύσε το και ξανακατέβα, αν θέλεις!
Ο Σαμ έξυσε το κεφάλι του.
— Όχι, δεν μπορώ, να με συμπαθάς, είπε. Αλλά δε μ’ αρέσει να τ’ αφήσω, αυτό το λέω — χάιδεψε την άκρη του σκοινιού και το τίναξε ελαφρά. Μου είναι σκληρό να χωριστώ με ό,τι κι αν έφερα απ’ την Ξωτικοχώρα. Μπορεί να το ’φτιαξε και η ίδια η Γκαλάντριελ, μουρμούρισε κουνώντας το κεφάλι του λυπητερά.
Κοίταξε ψηλά και τράβηξε μια τελευταία φορά το σκοινί σαν αποχαιρετισμό.
Για μεγάλη έκπληξη και των δύο χόμπιτ λύθηκε. Ο Σαμ έπεσε κάτω και οι μακριές γκρίζες κουλούρες γλίστρησαν σιωπηλά πέφτοντας από πάνω του. Ο Φρόντο γέλασε.
— Ποιος έδεσε το σκοινί; είπε. Πάλι καλά που κράτησε όσο κράτησε! Και να σκεφτείς πως εμπιστεύτηκα όλο μου το βάρος στον κόμπο σου!
Ο Σαμ δε γέλασε.
— Μπορεί να μην είμαι πολύ καλός στην ορειβασία, κύριε Φρόντο, είπε σε πληγωμένο τόνο, αλλά όλο και κάτι ξέρω κι εγώ από σκοινιά και κόμπους. Το ’χουμε στην οικογένεια, μπορείς να πεις. Να, ο προπάππος μου κι ο θείος μου ο Άντι, αυτός που ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του Γέρου, είχε σκοινάδικο στον Κανναβότοπο για πολλά χρόνια. Κι έδεσα τέτοιο γερό κόμπο στο κούτσουρο, όσο ο καθένας, στο Σάιρ ή κι έξω απ’ αυτό.
— Τότε, το σκοινί θα ’σπασε — θα τρίφτηκε στην κόψη του βράχου, φαντάζομαι, είπε ο Φρόντο.
— Πάω στοίχημα πως όχι! είπε ο Σαμ σε ακόμα πιο πληγωμένο τόνο. Έσκυψε κι εξέτασε τις άκρες. Όχι, ούτε έτσι έγινε. Ούτε μια κλωστίτσα!
— Τότε φοβάμαι πως έφταιγε ο κόμπος, είπε ο Φρόντο.
Ο Σαμ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και δεν απάντησε. Περνούσε το σκοινί ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα του συλλογισμένος.
— Λέγε ό,τι θέλεις, κύριε Φρόντο, είπε τέλος, αλλά εγώ νομίζω πως το σκοινί λύθηκε μοναχό του — όταν το κάλεσα.
Το τύλιξε και το φύλαξε με αγάπη στο σακίδιό του.
— Το σίγουρο είναι πως λύθηκε, είπε ο Φρόντο, κι αυτό είναι το κυρίοτερο. Αλλά τώρα πρέπει να σκεφτώ την επόμενη κίνησή μας. Γρήγορα μας φτάνει η νύχτα. Πόσο ωραία είναι τ’ αστέρια και το Φεγγάρι!
— Σου ζεσταίνουν την καρδιά, δεν είν’ έτσι; είπε ο Σαμ κοιτάζοντας ψηλά. Μοιάζουν κάπως ξωτικά. Και το Φεγγάρι γεμίζει. Δεν το ’δαμε κάνα δυο βραδιές μ’ αυτόν το συννεφιασμένο καιρό. Αρχίζει να δίνει αρκετό φως.
— Ναι, είπε ο Φρόντο, αλλά θέλει κάμποσες μέρες ως την πανσέληνο. Δε νομίζω πως θα δοκιμάσουμε να μπούμε στους βάλτους με το φως του μισοφέγγαρου.
Με τις πρώτες σκιές της νύχτας ξεκίνησαν για την επόμενη φάση του ταξιδιού τους. Ύστερα από λίγο ο Σαμ έστριψε και κοίταξε πίσω εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Η εκβολή της ρεματιάς ήταν ένα μαύρο βούλιαγμα στο μισοσκότεινο γκρεμό.
— Χαίρομαι που έχουμε το σκοινί, είπε. Σίγουρα αφήσαμε ένα αινιγματάκι για κείνον τον κλεφταράκο. Άσ’ το να δοκιμάσει τα θρομοπλατσοπόδαρά του σ’ εκείνες τις προεξοχές.
Προχωρούσαν προσεκτικά ξεμακραίνοντας απ’ τη βάση του γκρεμού, ανάμεσα σε μια ζούγκλα από κοτρόνια και κατσάβραχα, βρεγμένα και γλιστερά απ’ τη δυνατή βροχή. Η γη εξακολουθούσε να κατηφορίζει απότομα. Δεν είχαν πάει μακριά, όταν έφτασαν σε μια μεγάλη σχισμή που βρέθηκε ξαφνικά να χάσκει μαύρη μπροστά στα πόδια τους. Δεν ήταν πολύ φαρδιά, ήταν όμως υπερβολικά φαρδιά για να την περάσουν πηδώντας στο θαμπό φως. Νόμισαν πως μπορούσαν ν’ ακούσουν νερό να ροχθίζει στα βάθη της. Έστριβε βορινά στ’ αριστερά τους, πίσω κατά τους λόφους, κι έτσι τους έκοβε το δρόμο σ’ εκείνη την κατεύθυνση, τουλάχιστον όσο κρατούσε το σκοτάδι.
— Καλύτερα να δοκιμάσουμε να πάμε πίσω, νότια, παράλληλα με τον γκρεμό, νομίζω, είπε ο Σαμ. Μπορεί να βρούμε καμιά γωνιά ή και καμιά σπηλιά ή κάτι τέτοιο.
— Μάλλον έτσι πρέπει, είπε ο Φρόντο. Είμαι κουρασμένος και δε νομίζω πως μπορώ να σκαρφαλώνω στα βράχια για πολλή ώρα ακόμα, απόψε — αν και δεν τη θέλω την καθυστέρηση. Μακάρι να υπήρχε ένα ξεκάθαρο μονοπάτι μπροστά μας — τότε θα προχωρούσα ώσπου να μ’ εγκατέλειπαν τα πόδια μου.
Δεν ήταν καλύτερη η πορεία στα κακοτράχαλα ριζά του Έμιν Μιούιλ. Ούτε ο Σαμ βρήκε καμιά γωνιά ή τρύπα για να απαγκιάσουν: μονάχα τις γυμνές πέτρινες πλαγιές του συνοφρυωμένου γκρεμού που τώρα υψωνόταν πάλι, ψηλότερος και πιο απόκρημνος καθώς γύριζαν πίσω. Τέλος, κατάκοποι, έπεσαν έτσι κάτω στη γη στο απάνεμο μέρος ενός μεγάλου βράχου, που ήταν πεσμένος όχι μακριά απ’ τα πόδια του γκρεμού. Εκεί κάθισαν για αρκετή ώρα στιμωγμένοι θλιβερά, κοντά κοντά, στην κρύα πέτρινη νύχτα, ενώ ο ύπνος σύρθηκε πάνω τους παρ’ όλα όσα έκαναν να τον κρατήσουν μακριά. Το φεγγάρι τώρα ταξίδευε ψηλά και λαμπερά. Το λεπτό άσπρο φως του φώτιζε τις όψεις των βράχων και έλουζε τους παγωμένους και συνοφρυωμένους τοίχους του γκρεμού, μετατρέποντας όλη την πλατιά ορθωμένη σκοτεινιά μ’ ένα παγωμένο γκρίζο χρώμα σημαδεμένο με μαύρες σκιές.
— Λοιπόν! είπε ο Φρόντο και σηκώθηκε όρθιος, τραβώντας το μανδύα του πιο σφιχτά πάνω του. Κοιμήσου λίγο, Σαμ, και πάρε την κουβέρτα μου. Θα περπατήσω πάνω κάτω φρουρώντας για λίγο.
Ξαφνικά κοκάλωσε και σκύβοντας άρπαξε το Σαμ από το μπράτσο.
— Τι είναι αυτό; ψιθύρισε. Κοίταξε εκεί πέρα στον γκρεμό!
Ο Σαμ κοίταξε και ρούφηξε την ανάσα του ανάμεσα απ’ τα δόντια του.
— Σσσς! είπε. Να τι είναι. Είναι εκείνο το Γκόλουμ! Οχιές κι αστρίτες! Και να σκεφτείς πως νόμιζα ότι θα το μπερδέψουμε με την ορειβασία μας! Να το! Σαν απαίσια αράχνη που σέρνεται στον τοίχο.
Στην όψη του γκρεμού, που ήταν κάθετος και σχεδόν έδειχνε λείος στο χλωμό φεγγαρόφωτο, μία μικρή μαύρη μορφή προχωρούσε με τα ισχνά της άκρα απλωτά. Μπορεί τα μαλακά και σαν βεντούζες δάχτυλά της να έβρισκαν σχισμές και πιασίματα που κανένας χόμπιτ δε θα μπορούσε ποτέ να δει ούτε να χρησιμοποιήσει, πάντως φαινόταν σαν να κατέβαινε σερνάμενη πάνω σε πατούσες με κόλλα, σαν κάποιο μεγάλο έντομο που είχε βγει αναζητώντας λεία. Και κατέβαινε με το κεφάλι μπροστά, λες και μυριζόταν το δρόμο του. Πότε πότε σήκωνε το κεφάλι του αργά και το έστριβε πίσω εντελώς πάνω στο μακρύ κοκαλιάρικο λαιμό του και οι χόμπιτ είδαν μια στιγμή δυο μικρά χλωμά γυαλιστερά φωτάκια, τα μάτια του, που ανοιγόκλεισαν στο φεγγάρι για μια στιγμή κι ύστερα τα ’κρυψαν γρήγορα τα βλέφαρά τους πάλι.
— Νομίζεις πως μπορεί να μας δει; είπε ο Σαμ.
— Δεν ξέρω, είπε ο Φρόντο σιγανά, δε νομίζω όμως. Είναι δύσκολο ακόμα και για μάτια φίλων να δουν τους ξωτικομανδύες — εγώ και δεν μπορώ να σε δω στη σκιά λίγα βήματα πιο πέρα. Κι έχω ακουστά πως δεν του αρέσουν ούτε ο Ήλιος ούτε το Φεγγάρι.
— Τότε, γιατί κατεβαίνει εδώ ακριβώς; ρώτησε ο Σαμ.
— Ήσυχα, Σαμ! είπε ο Φρόντο. Μας μυρίζεται, ίσως. Και μπορεί κι ακούει τόσο καλά, όσο και τα Ξωτικά, πιστεύω. Νομίζω πως άκουσε κάτι τώρα — τις φωνές μας πιθανότατα. Φωνάζαμε πολύ εκεί πίσω· και ακόμα και τώρα πριν ένα λεπτό κουβεντιάζαμε πολύ δυνατά.
— Πάντως, το ’χω σιχαθεί, είπε ο Σαμ. Κατά τη γνώμη μου, πολύ μας έρχεται κοντά και, αν μπορέσω, θα του πω δυο σταράτες κουβεντούλες. Δε φαντάζομαι να μπορούμε να του ξεφύγουμε τώρα, έτσι κι αλλιώς.
Τραβώντας την γκρίζα κουκούλα του χαμηλά στο πρόσωπό του, ο Σαμ σύρθηκε προσεκτικά κατά τον γκρεμό!
— Πρόσεχε! ψιθύρισε ο Φρόντο πίσω του. Μην το τρομάξεις! Είναι πολύ πιο επικίνδυνο απ’ ό,τι φαίνεται.
Η μαύρη σερνάμενη σιλουέτα ήταν τώρα κατά τα τρία τέταρτα κατεβασμένη σε απόσταση κάπου πενήντα πόδια ή και λιγότερο απ’ τη βάση του γκρεμού. Συσπειρωμένοι κι ακίνητοι σαν αγάλματα στη σκιά ενός μεγάλου βράχου οι χόμπιτ το παρακολουθούσαν. Έδειχνε ή πως είχε φτάσει σε κάποιο δύσκολο σημείο ή πως το απασχολούσε κάτι. Το άκουγαν να ρουθουνίζει και πότε πότε ακουγόταν ένα άγριο σφύριγμα της ανάσας του που έμοιαζε με βρισιά. Σήκωσε το κεφάλι του και τους φάνηκε πως τ’ άκουσαν να φτύνει. Προχώρησε ξανά. Τώρα μπορούσαν ν’ ακούν τη φωνή του να τρίζει και να σφυρίζει.
«Αχ, σσς! Πρόσεχε, πολύτιμό μου! Πολλή βιάση, λίγη γρηγοράδα. Δεν πρέπει να διακινδυνέψουμε τη ζωή μαςς, ναι, πολύτιμό μου; Όχι, πολύτιμο — γκόλουμ!» Σήκωσε το κεφάλι του ξανά, ανοιγόκλεισε τα μάτια του στο φεγγάρι και τα ’κλεισε γρήγορα. «Το μισσσούμε», σφύριξε. «Απαίσσιο, απαίσσιο, ανατριχιασστικό φωςς είναι — σσς — μαςς κατασσκοπεύει, πολύτιμο — μαςς πονάει τα μάτια.»
Χαμήλωνε τώρα και τα σφυρίγματα του γίνονταν οξύτερα και πιο ξεκάθαρα. «Πού είναι; Πού είναι: το Πολύτιμο μου, το Πολύτιμό μου; Είναι δικό μαςς, είναι, και το θέλουμε. Οι κλέφτεςς, οι κλέφτεςς, οι βρομεροί κλέφταροι. Πού να ’ναι με το Πολύτιμο μου; Καταραμένοι να ’ναι! Τουςς μισσούμε!»
— Δε φαίνεται να ξέρει πως είμαστε εδώ, τι λες; ψιθύρισε ο Σαμ. Και ποιο είναι το Πολύτιμό του; Μήπως το...
— Σουτ! ανάσανε ο Φρόντο. Πλησιάζει τώρα κοντά, τόσο κοντά που ν’ ακούει και ψίθυρο.
Πραγματικά το Γκόλουμ είχε πάλι ξαφνικά σταματήσει και το μεγάλο κεφάλι στον ισχνό λαιμό του πήγαινε πέρα δώθε, λες κι αφουγκραζόταν. Τα χλωμά μάτια του ήταν μισάνοιχτα. Ο Σαμ συγκρατήθηκε, αν και πήγε να σηκώσει χέρι. Τα μάτια του, γεμάτα θυμό κι αηδία, ήταν καρφωμένα στο άθλιο πλάσμα που άρχισε τώρα να προχωρεί ξανά, συνεχίζοντας να ψιθυρίζει και να σφυρίζει μοναχό του.
Τέλος, δεν απείχε πάνω από καμιά δωδεκαριά πόδια απ’ τη γη, ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους. Από εκείνο το σημείο έπεφτες κατακόρυφα, γιατί ο γκρεμός υποχωρούσε ελαφρά προς τα μέσα, που ακόμα και το Γκόλουμ δεν μπορούσε να βρει από πουθενά να πιαστεί. Έδειχνε να προσπαθεί να στρίψει, ώστε να πέσει με τα πόδια, όταν ξαφνικά, με μια σφυριχτή τσιριξιά, έπεσε. Την ώρα που έπεφτε, κουλούρια-σε τα χέρια και τα πόδια του γύρω του, σαν την αράχνη που της κόβεται η κλωστή που κατέβαινε.
Ο Σαμ βγήκε απ’ την κρυψώνα του σαν αστραπή και διέσχισε την απόσταση, ανάμεσα σ’ αυτόν και στη βάση του γκρεμού, με δυο πήδους. Πριν προλάβει να σηκωθεί το Γκόλουμ, αυτός βρισκόταν από πάνω του. Αλλά διαπίστωσε πως το Γκόλουμ ήταν πιο δυνατό απ’ ό,τι υπολόγιζε, ακόμα κι έτσι, ξαφνικά και δίχως να το περιμένει μετά το πέσιμο. Πριν το καλοπιάσει ο Σαμ, μακριά χέρια και πόδια τυλίχτηκαν γύρω του ακινητοποιώντας τα χέρια του με μια ασφυκτική λαβή, μαλακή, αλλά φοβερά δυνατή, που τον συμπίεζε σαν σκοινιά που τα σφίγγουν αργά αργά· γλινερά δάχτυλα έψαχναν για το λαιμό του. Ύστερα δόντια κοφτερά δάγκωσαν τον ώμο του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να χτυπάει το σκληρό στρογγυλό του κεφάλι με το πλάι στο πρόσωπο του Γκόλουμ. Το Γκόλουμ σφύριξε κι έφτυσε, αλλά δεν τον άφησε.
Τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί άσχημα για το Σαμ, αν ήταν μοναχός του. Αλλά ο Φρόντο τινάχτηκε πάνω και τράβηξε το Κεντρί απ’ το θηκάρι του. Με τ’ αριστερό του χέρι τράβηξε πίσω το κεφάλι του Γκόλουμ απ’ τα λιγοστά λιγδιασμένα μαλλιά του, τεντώνοντάς του το μακρύ του λαιμό κι αναγκάζοντας τα χλωμά, όλο δηλητήριο, μάτια του να κοιτάξουν τον ουρανό.
— Άφησέ τον, Γκόλουμ! είπε. Τούτο είναι το Κεντρί. Το έχεις ξαναδεί μια φορά παλιά. Άφησέ τον, ειδαλλιώς αυτή τη φορά θα το δοκιμάσεις! Θα σου κόψω το λαιμό.
Το Γκόλουμ κατέρρευσε και χαλάρωσε σαν βρεγμένο κορδόνι. Ο Σαμ σηκώθηκε, ψηλαφώντας τον ώμο του. Τα μάτια του σιγόκαιγαν απ’ το θυμό, αλλά δεν μπορούσε να πάρει εκδίκηση — ο αξιοθρήνητος εχθρός του κυλιόταν στις πέτρες και ψευτόκλαιγε.
— Μη μας κάνεις κακό! Μην τους αφήσεις να μας κάνουν κακό, πολύτιμο! Δε θα μας πειράξουν, έτσι, οι καλοί μικροί μας χομπιτούληδες; Δε θέλαμε να κάνουμε κανένα κακό, αλλά μας ορμήξανε σαν τις γάτες στα κακόμοιρα τα ποντίκια, ναι, σου λέω, πολύτιμο. Κι εμείς είμαστε τόσο μόνοι, γκόλουμ. Θα τους φερθούμε καλά. πολύ καλά, αν είναι καλοί μ’ εμάς, έτσι δεν είναι, μάλισστα, μάλισστα.
— Λοιπόν, τι να το κάνουμε; είπε ο Σαμ. Να το δέσουμε, για να μην μπορεί να ης κρυφοπαίρνει από πίσω πια, λέω εγώ.
— Αυτό όμως θα ’ναι ο θάνατός μας, ο θάνατός μας, μυξόκλαιγε το Γκόλουμ. Σκληροί χομπιτούληδες. Να μας δέσουν στους κρύους και άγριους τόπους και να μας αφήσουν, γκόλουμ, γκόλουμ.
Λυγμοί ανάβλυσαν απ’ το γλουγλουκιστό λαιμό του.
— Όχι, είπε ο Φρόντο. Αν το σκοτώσουμε, πρέπει να το κάνουμε αμέσως. Αλλά δεν μπορούμε, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα τώρα. Το κακόμοιρο! Δε μας έχει κάνει κανένα κακό.
— Εμένα μου λες! είπε ο Σαμ τρίβοντας τον ώμο του. Πάντως το είχε σκοπό, και το έχει σκοπό, πάω στοίχημα. Να μας καρυδώσει στον ύπνο μας, αυτό είναι το σχέδιό του.
— Μπορεί να ’ναι κι έτσι, είπε ο Φρόντο. Αλλά το τι σκοπεύει να κάνει είναι άλλη υπόθεση.
Σταμάτησε για λίγο συλλογισμένος. Το Γκόλουμ καθόταν ακίνητο, αλλά σταμάτησε να κλαψουρίζει. Ο Σαμ στεκόταν από πάνω του αγριωπά.
Του φάνηκε του Φρόντο πως άκουγε, πολύ καθαρά, αλλά μακρινά, φωνές από το παρελθόν:
Τι κρίμα που ο Μπίλμπο δεν το μαχαίρωσε το απαίσιο πλάσμα, τότε που είχε την ευκαιρία!
Κρίμα; Ήταν Λύπηση που συγκράτησε το χέρι τον. Λύπηση και Έλεος — να μη χτυπήσει δίχως να είναι ανάγκη.
Δε νιώθω την παραμικρή λύπηση για το Γκόλουμ. Του αξίζει ο θάνατος.
Του αξίζει ο θάνατος! Βέβαια, του αξίζει. Πολλοί που ζουν αξίζουν το θάνατο. Και μερικοί πεθαίνουν που αξίζουν τη ζωή. Μπορείς να τους τη δώσεις; Τότε μην είσαι πολύ πρόθυμος να δώσεις το θάνατο, εν ονόματι της δικαιοσύνης, επειδή φοβάσαι για τη δική σου ασφάλεια. Ακόμα και οι σοφοί δεν μπορούν να δουν όλες τις εξελίξεις.
— Πολύ καλά, απάντησε μεγαλόφωνα, κατεβάζοντας το σπαθί του. Πάντως εξακολουθώ να φοβάμαι. Κι όμως, καθώς βλέπεις, δε θα το αγγίξω αυτό το πλάσμα. Γιατί, τώρα που το βλέπω, το λυπάμαι πραγματικά.
Ο Σαμ κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τον κύριό του, που φαινόταν να κουβεντιάζει με κάποιον που δεν ήταν εκεί. Το Γκόλουμ ανασήκωσε το κεφάλι του.
— Μάλισστα, αξιοθρήνητοι, πολύτιμο, κλαψούρισε. Συφορά, συφορά! Οι χόμπιτ δε θα μας σκοτώσουν, οι καλοί χομπιτούληδες.
— Όχι, είπε ο Φρόντο. Αλλά ούτε και θα σ’ αφήσουμε να φύγεις. Είσαι κακό ως το κόκαλο κι όλο διάθεση να κάνεις κακό, Γκόλουμ. Θα πρέπει μόνο να ’ρθεις μαζί μας, για να σε προσέχουμε. Αλλά θα πρέπει να μας βοηθήσεις, αν μπορείς. Γιατί το καλό που σου κάνουν χρειάζεται ανταπόδοση.
— Μάλισστα, μάλισστα, θεθαíωςς, είπε το Γκόλουμ ανακαθίζοντας. Καλοί χόμπιτ! Θα πάμε μαζί τους. Να τους βρίσκουμε ασφαλισμένα μονοπάτια στο σκοτάδι, ναι, αυτό θα κάνουμε. Και πού πηγαίνουν σ’ αυτούς τους παγωμένους κι άγριους τόπους; Εμείς απορούμε, ναι, εμείς απορούμε.
Τους κοίταξε κι ένα αμυδρό, πονηρό φως όλο επιθυμία τρεμόσβησε για μια στιγμή στα χλωμά πεταριστά του μάτια.
Ο Σαμ το αγριοκοίταξε και ρούφηξε αέρα ανάμεσα απ’ τα δόντια του· αλλά φαινόταν να νιώθει πως υπήρχε κάτι παράξενο στη στάση του κυρίου του και πως η υπόθεση δε σήκωνε κουβέντα. Πάντως είχε μείνει κατάπληκτος απ’ την απάντηση του Φρόντο.
Ο Φρόντο κοίταξε το Γκόλουμ ίσια στα μάτια κι αυτό δείλιασε και αποτραβήχτηκε.
— Αυτό το ξέρεις ή το μαντεύεις αρκετά καλά, Σμήγκολ, είπε ήσυχα κι αυστηρά. Πηγαίνουμε στη Μόρντορ, φυσικά. Κι εσύ, πιστεύω, ξέρεις το δρόμο.
— Αχ! σσς! είπε το Γκόλουμ, κλείνοντας τ’ αυτιά του — λες και τέτοια ειλικρίνεια και η ανοιχτή αναφορά ονομάτων να το πλήγωνε. Μαντέψαμε, ναι, μαντέψαμε, ψιθύρισε· και δε θέλαμε να πάνε, θέλαμε; Οχι, πολύτιμο, όχι, οι καλοί οι χόμπιτ. Στάχτες, στάχτες και σκόνη και δίψα εκεί πέρα· και υπόγειες στοές, στοές, στοές και Ορκ, χιλιάδες Όρκιδες. Οι καλοί οι χόμπιτ δεν πρέπει να πάνε στ — σσς — σ’ εκείνα τα μέρη.
— Ώστε έχεις πάει εκεί; επέμενε ο Φρόντο. Και σε ξανατραβούν εκεί πίσω, ε;
— Μάλισστα. Μάλισστα. Όχι! στρίγκλισε το Γκόλουμ. Μια φορά, κατά λάθος, έτσι δεν ήταν, πολύτιμο; Ναι, κατά λάθος. Αλλά δε θα ξαναγυρίσουμε πίσω, όχι, όχι!
Ύστερα ξαφνικά η φωνή και η γλώσσα του άλλαξαν και έκλαιγε με λυγμούς βαθιά στο λαρύγγι του και δε μιλούσε σ’ αυτούς.
— Άστε τα ήσυχα, γκόλουμ! Με πονάς. Ω, τα καημένα μου τα χέρια, γκόλουμ! Εγώ, εμείς, εγώ δε θέλω να ξανάρθω. Δεν μπορώ να το βρω. Είμαι κουρασμένος. Εγώ, εμείς, δεν μπορούμε να το βρούμε, γκόλουμ, γκόλουμ, όχι, πουθενά. Είναι πάντα ξάγρυπνοι. Νάνοι, Άνθρωποι και Ξωτικά, τρομερά Ξωτικά με λαμπερά μάτια. Δεν μπορώ να το βρω. Αχ! — σηκώθηκε και έσφιξε το μακρύ του χέρι σε μια κοκαλιάρικη άσαρκη γροθιά, κουνώντας τη κατά την Ανατολή: Δε θα το βρούμε! φώναξε. Όχι για σένα. Ύστερα κατέρρευσε πάλι. Γκόλουμ, γκόλουμ, κλαψούρισε με το πρόσωπο καταγής. Μη μας κοιτάς! Φεύγα! Κοιμήσου!
Δε θα φύγει ούτε και θα κοιμηθεί με τις δικές σου διαταγές, Σμήγκολ, είπε ο Φρόντο. Αλλά αν στ’ αλήθεια θέλεις να ξελευτερωθείς πάλι απ’ αυτόν, τότε πρέπει να με βοηθήσεις. Κι αυτό φοβάμαι πως σημαίνει πως θα πρέπει να μας βρεις ένα μονοπάτι που να πηγαίνει σ’ αυτόν. Αλλά εσύ δε χρειάζεται να έρθεις όλο το δρόμο, όχι πιο πέρα απ’ τις πύλες της χώρας του.
Το Γκόλουμ ανακάθισε πάλι και τον κοίταξε κάτω από τα βλέφαρά του.
— Αυτός είναι εκεί πέρα, κακάρισε. Πάντα εκεί. Οι Ορκ θα σας πάνε όλον το δρόμο. Εύκολο να βρείτε Ορκ ανατολικά του Ποταμού. Μη ζητάτε απ’ το Σμήγκολ. Το φτωχό, το φτωχούλη το Σμήγκολ, έφυγε παλιά. Του πήραν το Πολύτιμο του κι είναι χαμένος τώρα.
— Μπορεί και να τον βρούμε ξανά, αν έρθεις μαζί μας, είπε ο Φρόντο.
— Όχι, όχι, ποτέ! Το ’χασε το Πολύτιμό του, είπε το Γκόλουμ.
— Σήκω πάνω! είπε ο Φρόντο.
Το Γκόλουμ σηκώθηκε και πισωπάτησε ως το βράχο.
— Λοιπόν! είπε ο Φρόντο. Μπορείς να βρεις ευκολότερο δρόμο νύχτα ή μέρα; Είμαστε κουρασμένοι· αλλά αν προτιμάς τη νύχτα, θα ξεκινήσουμε απόψε.
— Τα μεγάλα φώτα πονάνε τα μάτια μας, ναι, κλαψούρισε το Γκόλουμ. Όχι στο φως του Άσπρου Προσώπου, όχι ακόμα. Θα κρυφτεί πίσω απ’ τους λόφους γρήγορα, μάλισστα. Ξεκουραστείτε πρώτα λιγάκι, καλοί μου χόμπιτ!
— Τότε κάτσε κάτω, είπε ο Φρόντο, και μην κουνηθείς!
Οι χόμπιτ κάθισαν πλάι του, ένας από κάθε πλευρά, με την πλάτη στον πέτρινο τοίχο, ξεκουράζοντας τα πόδια τους. Δεν υπήρχε λόγος να συνεννοηθούν με λόγια — ήξεραν πως δεν έπρεπε να κοιμηθούν ούτε στιγμή. Αργά αργά το φεγγάρι προχωρούσε. Σκιές κατέβηκαν απ’ τους λόφους κι όλα σκοτείνιασαν μπροστά τους. Τ’ αστέρια έλαμψαν και πύκνωσαν στον ουρανό ψηλά. Κανείς δεν κουνιόταν. Το Γκόλουμ καθόταν με τα πόδια του μαζεμένα, τα γόνατα κάτω από το σαγόνι, οι πλατσουκωτές παλάμες και οι πατούσες του απλωμένες καταγής, τα μάτια του κλειστά — βρισκόταν όμως σε ένταση, σαν να συλλογιζόταν ή αφουγκραζόταν.
Ο Φρόντο κοίταξε το Σαμ. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και κατάλαβαν. Χαλάρωσαν, γέρνοντας πίσω τα κεφάλια τους και κλείνοντας τα μάτια τους, φαινομενικά. Σε λίγο ακούγονταν οι ελαφριές τους ανάσες. Τα χέρια του Γκόλουμ τρεμόπαιξαν λιγάκι. Πολύ ανεπαίσθητα το κεφάλι του κουνήθηκε δεξιά κι αριστερά και τα μάτια του, πρώτα το ένα μάτι κι ύστερα το άλλο, άνοιξαν μια χαραματιά. Οι χόμπιτ δεν έδωσαν σημεία ζωής.
Ξαφνικά, με καταπληκτική ευλυγισία και ταχύτητα, κατευθείαν από χάμω μ’ ένα πήδημα σαν ακρίδα ή βάτραχος, το Γκόλουμ όρμησε μπροστά στο σκοτάδι. Αλλά αυτό ήταν ακριβώς που περίμεναν ο Φρόντο και ο Σαμ. Ο Σαμ βρέθηκε πάνω του πριν προλάβει να κάνει δυο βήματα ύστερα απ’ το πήδημά του. Ο Φρόντο από πίσω το άρπαξε απ’ το πόδι και το ’ριξε χάμω.
— Το σκοινί σου θα μας φανεί πάλι χρήσιμο, Σαμ, είπε. Ο Σαμ έβγαλε το σκοινί του.
— Και για πού το ’βαλες σ’ αυτά τα παγωμένα αγριοτόπια, κυρ Γκόλουμ; γρύλισε. Εμείς αναρωτιόμαστε, ναι, αναρωτιόμαστε. Να βρεις τους φίλους σου τους Ορκ, πάω στοίχημα. Απαίσιο και προδοτικό κλάσμα. Αυτό το σκοινί έπρεπε να πάει γύρω απ’ το λαιμό σου και μάλιστα σε σφιχτή θηλιά.
Το Γκόλουμ ησύχασε και δε δοκίμασε άλλα κόλπα. Δεν απάντησε στο Σαμ, αλλά του έριξε μια γρήγορη φαρμακερή ματιά.
— Το μόνο που μας χρειάζεται είναι κάτι να το κρατάμε, είπε ο Φρόντο. Το θέλουμε να περπατάει, άρα δεν ωφελεί να δέσουμε τα πόδια του ή τα χέρια του, γιατί φαίνεται να τα χρησιμοποιεί εξίσου. Δέσε τη μία άκρη στον αστράγαλο του· και κράτα γερά εσύ την άλλη.
Στάθηκε πάνω απ’ το Γκόλουμ, όσο που ο Σαμ να δέσει τον κόμπο. Το αποτέλεσμα κατέπληξε και τους δυο. Το Γκόλουμ άρχισε να ουρλιάζει, ένα ψιλό, διαπεραστικό ουρλιαχτό, τρομερό να τ’ ακούς. Σφάδαζε και προσπαθούσε να φτάσει το στόμα του στον αστράγαλό του και να δαγκώσει το σκοινί. Και δε σταματούσε να ουρλιάζει.
Τέλος, ο Φρόντο πείστηκε πως πραγματικά πονούσε· αλλά δεν μπορεί να ήταν από τον κόμπο. Τον εξέτασε και βρήκε πως δεν ήταν πολύ σφιχτός, στην πραγματικότητα μόλις που έπιανε. Ο Σαμ ήταν πολύ πω μαλακός απ’ τα λόγια του.
Τι έχεις τέλος πάντων; είπε. Αφού προσπαθείς να το σκάσεις, πρέπει να σε δέσουμε· αλλά δε θέλουμε να σε πονέσουμε.
Μας πονάει, μας πονάει, σφύριξε το Γκόλουμ. Μας παγώνει, μας δαγκώνει! Το ’χουν πλέξει Ξωτικά, καταραμένα να ’ναι. Απαίσιοι, σκληροί χόμπιτ! Να γιατί προσπαθούμε να το σκάσουμε, να γιατί, πολύτιμο. Το μαντέψαμε πως ήταν σκληροί χόμπιτ. Κάνουν βίζιτες στα Ξωτικά, στ’ άγρια Ξωτικά με τα λαμπερά μάτια. Βγάλτε το από πάνω μας! Μας πονάει!
Όχι, δε σ’ το βγάζω, είπε ο Φρόντο, όχι εκτός — σταμάτησε μια στιγμή και συλλογίστηκε — όχι εκτός κι αν υπάρχει κάποια υπόσχεση που να μπορείς να μου δώσεις και να μπορώ να την εμπιστευτώ.
Θα ορκιστούμε να κάνουμε ό,τι θέλει, ναι, ναι, είπε το Γκόλουμ, εξακολουθώντας να στριφογυρίζει και και να πιάνει τον αστράγαλό του. Μαςς πονάει.
— Ορκίζεσαι; είπε ο Φρόντο.
— Ο Σμήγκολ, είπε το Γκόλουμ ξαφνικά και καθαρά, ανοίγοντας τα μάτια του διάπλατα και κοιτάζοντας το Φρόντο μ’ ένα παράξενο φως. Ο Σμήγκολ θα ορκιστεί στο Πολύτιμο.
Ο Φρόντο τεντώθηκε και ο Σαμ ξαφνιάστηκε απ’ τα λόγια του και την αυστηρή του φωνή.
— Στο Πολύτιμο; Πώς τολμάς; είπε. Σκέψου!
Ένα, να τους μαζεύει όλους μαζί, με μαύρα μάγια, Ένα.
Θα δεσμεύσεις την υπόσχεσή σου μ’ αυτό, Σμήγκολ; Θα σε κρατήσει. Αλλά είναι πιο προδοτικό απ’ ό,τι είσαι εσύ. Μπορεί να διαστρέψει τα λόγια σου. Πρόσεχε! Το Γκόλουμ ζάρωσε.
— Στο Πολύτιμο, στο Πολύτιμο! ξανάπε.
— Και τι θα ορκιστείς; ρώτησε ο Φρόντο.
— Να είμαι πολύ καλός, είπε το Γκόλουμ.
Ύστερα σύρθηκε στα πόδια του Φρόντο και ταπεινώθηκε μπροστά του, ψιθυρίζοντας βραχνά· ένα τρεμούλιασμα το συντάραξε, λες και τα λόγια να έκαναν τα κόκαλά του να τρίζουν απ’ το φόβο.
— Ο Σμήγκολ θα ορκιστεί ποτέ, ποτέ να μην Τον αφήσει να το πάρει. Ποτέ! Ο Σμήγκολ θα το σώσει. Πρέπει όμως να ορκιστεί πάνω στο Πολύτιμο.
— Όχι! Όχι πάνω σ’ αυτό, είπε ο Φρόντο, κοιτάζοντας το από ψηλά με αυστηρό οίκτο. Όλο κι όλο που επιθυμείς είναι να το δεις και να το αγγίξεις, αν και ξέρεις ότι θα σε τρελάνει. Όχι, πάνω του. Ορκίσου στ’ όνομά του, αν θέλεις. Γιατί ξέρεις πού βρίσκεται. Ναι, το ξέρεις, Σμήγκολ. Βρίσκεται μπροστά σου.
Για μια στιγμή φάνηκε στο Σαμ πως ο κύριός του είχε μεγαλώσει και το Γκόλουμ είχε μαζέψει: μια ψηλή αυστηρή σκιά, ένας πανίσχυρος άρχοντας που έκρυβε τη λαμπρότητά του σ’ ένα γκρίζο σύννεφο και στα πόδια του ένας μικρός κλαψιάρης σκύλος. Κι όμως, και οι δυο τους ήταν κάπως όμοιοι κι όχι άσχετοι — μπορούσαν ο ένας να φτάσει τη σκέψη του άλλου. Το Γκόλουμ ανασηκώθηκε κι άρχισε να ψηλαφίζει το Φρόντο, γλείφοντας τα γόνατά του.
— Κάτω! κάτω! είπε ο Φρόντο. Πες τώρα την υπόσχεσή σου!
— Υποσχόμαστε, ναι, υπόσχομαι! είπε το Γκόλουμ. Θα υπηρετήσω τον αφέντη του Πολύτιμου. Καλός κύριος, καλός Σμήγκολ, γκόλουμ, γκόλουμ.
Ξαφνικά άρχισε να κλαίει και να δαγκώνει τον αστράγαλό του ξανά.
— Βγάλε το σκοινί, Σαμ! είπε ο Φρόντο.
Απρόθυμα ο Σαμ υπάκουσε. Αμέσως το Γκόλουμ σηκώθηκε κι άρχισε να χοροπηδάει εδώ κι εκεί, σαν το ξυλοδαρμένο παλιόσκυλο που ο αφέντης του το χάιδεψε. Από κείνη τη στιγμή μια αλλαγή, που κράτησε για αρκετόν καιρό, έγινε πάνω του. Μιλούσε με λιγότερα σφυρίγματα και μυξοκλάματα και απευθυνόταν στους συντρόφους του κατευθείαν, κι όχι στον πολύτιμο εαυτό του. Μαζευόταν και τραβιόταν, αν κ» πλησίαζαν ή έκαναν καμιά απότομη κίνηση κι απόφευγε το άγγιγμα απ’ τους ξωτικομανδύες τους· αλλά είχε φιλική διάθεση κι ήταν αξιολύπητα πρόθυμο να ευχαριστήσει. Κακάριζε απ’ τα γέλια και χοροπηδούσε, αν λεγόταν κανένα αστείο ή αν ο Φρόντο του μιλούσε καλοσυνάτα, κι έκλαιγε αν ο Φρόντο του έκανε κάποια παρατήρηση. Ο Σαμ λίγα του ’λεγε έτσι κι αλλιώς. Το υποψιαζόταν περισσότερο καρά ποτέ και, αν ήταν δυνατόν, του άρεσε το καινούριο Γκόλουμ, ο Σμήγκολ, λιγότερο απ’ το παλιό.
— Λοιπόν, Γκόλουμ, ή όποιο είναι τ’ όνομα που θα σε φωνάζουμε, είπε, εμπρός! Το Φεγγάρι κρύφτηκε και η νύχτα φεύγει. Καλά θα κάνουμε να ξεκινήσουμε.
— Ναι, ναι, συμφώνησε το Γκόλουμ, χοροπηδώντας. Φεύγουμε! Υπάρχει ένας μονάχα δρόμος ανάμεσα από τη Βορινή και τη Νότια άκρη. Εγώ τον βρήκα, εγώ. Οι Ορκ δεν τον χρησιμοποιούν, οι Ορκ δεν τον ξέρουν. Οι Ορκ δε διασχίζουν τους Βάλτους, πάνε γύρω γύρω, μίλια και μίλια. Πολύ τυχεροί που ήρθατε από δω. Πολύ τυχεροί που βρήκατε το Σμήγκολ, ναι. Ακολουθήστε το Σμήγκολ!
Έκανε μερικά βήματα και κοίταξε πίσω ερωτηματικά, σαν το σκύλο που τους καλεί να πάνε βόλτα.
— Περίμενε λιγάκι, Γκόλουμ! φώναξε ο Σαμ. Μην προχωράς και πολύ μπροστά! Εγώ θα ’μαι πίσω σου και θα ’χω και το σκοινί έτοιμο.
— Όχι, όχι! είπε το Γκόλουμ. Ο Σμήγκολ υποσχέθηκε.
Στα κατάβαθα της νύχτας, κάτω απ’ τα σκληρά λαμπερά αστέρια, ξεκίνησαν. Το Γκόλουμ τους οδήγησε πίσω βορινά για λίγο απ’ το δρόμο που είχαν έρθει· ύστερα λοξοδρόμησε δεξιά αφήνοντας την απόκρημνη άκρη του Έμιν Μιούιλ και άρχισε να κατεβαίνει τα κατσάβραχα της πλαγιάς, πηγαίνοντας κατά τους απέραντους βάλτους κάτω. Χάθηκαν γρήγορα και αθόρυβα μες στο σκοτάδι. Πάνω απ’ όλες ας λεύγες της ερημιάς ως τις Πύλες της Μόρντορ απλωνόταν μια μαύρη σιωπή.
Το Γκόλουμ προχωρούσε γρήγορα, με το κεφάλι και το λαιμό μπροστά, χρησιμοποιώντας συχνά τα χέρια μαζί με τα πόδια του. Ο Φρόντο κι ο Σαμ δυσκολεύονταν να το ακολουθούν αλλά δε φαινόταν να σκέπτεται πια να το σκάσει κι αν ξέμεναν πίσω, γύριζε και τους περίμενε. Ύστερα από ώρα τους έφερε στην άκρη του στενού ξεροπόταμου που είχαν συναντήσει πριν αλλά τώρα ήταν πιο μακριά από τους λόφους.
— Να το! φώναξε. Υπάρχει πέρασμα εκεί κάτω, ναι. Τώρα το ακολουθάμε — έξω, έξω εκεί πέρα.
Έδειξε νότια κι ανατολικά κατά τους βάλτους. Η δυσοσμία τους έφτανε στα ρουθούνια τους, βαριά και βρόμικη ακόμα και στη δροσερή νυχτερινή ατμόσφαιρα.
Το Γκόλουμ έψαξε πάνω κάτω πλάι στην άκρη και τέλος τους φώναξε:
— Εδώ! Μπορούμε να κατεβούμε εδώ. Ο Σμήγκολ κατέβηκε από δω κάποτε: πήγα από δω γιατί κρυβόμουνα απ’ τους Ορκ.
Πήγε μπροστά και ακολουθώντας το οι χόμπιτ κατέβηκαν στη σκοτεινιά. Δεν ήταν δύσκολο, γιατί το άνοιγμα σ’ αυτό το σημείο ήταν μόνον κάπου δεκαπέντε πόδια βαθύ και καμιά δωδεκαριά φαρδύ. Στο κάτω μέρος έτρεχε νερό — γιατί αυτό δεν ήταν τίποτ’ άλλο, παρά η κοίτη ενός από τους μικρούς ποταμούς που κατέβαζαν τα λιγοστά νερά από τους λόφους για να τροφοδοτήσουν τις βαλτολίμνες και τα τέλματα πέρα. Το Γκόλουμ έστριψε δεξιά με, λίγο ως πολύ, νότια κατεύθυνση και προχωρούσε τσαλαβουτώντας με τα πόδια του στο ρηχό πέτρινο ρυάκι. Έδειχνε ενθουσιασμένο να νιώθει το νερό και χαχάνιζε μοναχό του και μερικές φορές βραχνόλεγε και κάτι σαν τραγούδι:
Οι παγωμένοι τόποι,
σκληροί πέτρινοι λόφοι,
τα χέρια μάς παγώνουν,
τα πόδια μάς ματώνουν.
Τίποτα για φαΐ.
Μα λίμνες και ποτάμια
και δροσερά λιβάδια
τα πόδια δεν πονούν!
Κι εκεί τώρα ποθούμε...
— Χα! χα! Τι ποθούμε; είπε λοξοκοιτάζοντας τους χόμπιτ. Θα σας πούμε, κακάρισε. Το μάντεψε από πολύ παλιά, ο Μπάγκινς το μάντεψε.
Μια λάμψη φάνηκε στα μάτια του κι ο Σαμ βλέποντας τη γυαλάδα στο σκοτάδι σκέφτηκε πως δεν ήταν καθόλου ευχάριστη.
Χωρίς ανάσα ζωντανό·
παγωμένο σαν νεκρό·
δε διψάει κι όλο πίνει·
σιδερόφρακτο έχει γίνει.
Στη στεριά δε ζει,
το βουνό το λέει νησί·
και το σιντριβάνι λέει
άνεμο που πνέει.
Όμορφο, καλοφτιαγμένο,
χαίρομαι ν’ απαντυχαίνω!
Να το μόνο που ποθούμε,
ένα ψάρι να το βρούμε,
νόστιμο και ζουμερό!
Αυτά τα λόγια έκαναν ακόμα πιο πιεστικό στο νου του Σαμ ένα πρόβλημα που τον απασχολούσε από την ώρα που κατάλαβε πως ο κύριός του σκόπευε να υιοθετήσει το Γκόλουμ για οδηγό — το πρόβλημα του φαγητού. Δεν του πέρασε απ’ το μυαλό πως θα μπορούσε να το έχει σκεφτεί κι ο κύριός του, αλλά φανταζόταν πως το Γκόλουμ το είχε. Γιατί, βέβαια, πώς είχε θρέψει το Γκόλουμ τον εαυτό του σ’ όλες αυτές τις μοναχικές περιπλανήσεις; «Όχι και πολύ καλά», σκέφτηκε ο Σαμ. «Φαίνεται σχεδόν ξελιγωμένο της πείνας. Και δεν είναι τόσο λεπτεπίλεπτο, ώστε να μην προσπαθήσει να δοκιμάσει τι γεύση έχουν οι χόμπιτ, αν δεν έχει ψάρια, πάω στοίχημα — αν υποθέσουμε πως θα μας έπιανε στον ύπνο. Λοιπόν, δε θα μας πιάσει: τουλάχιστον όχι το Σαμ Γκάμγκη.»
Προχωρούσαν σκοντάφτοντας, ακολουθώντας το σκοτεινό στριφογυριστό ξεροπόταμο για πολλή ώρα ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν στα κουρασμένα πόδια του Φρόντο και του Σαμ. Το ξεροπόταμο έστριψε ανατολικά κι όπως προχωρούσαν φάρδαινε και γινόταν βαθμιαία πιο ρηχό. Τέλος, ο ουρανός χλώμιασε στο πρώτο γκρίζο φως του πρωινού. Το Γκόλουμ δεν είχε δείξει σημάδια να κουράζεται, αλλά τώρα κοίταξε ψηλά και σταμάτησε.
— Η Μέρα είναι κοντά, ψιθύρισε, λες κι η Μέρα να ήταν κάτι που θα μπορούσε να το ακούσει και να του επιτεθεί. Ο Σμήγκολ θα μείνει εδώ — θα μείνω εδώ και το Κίτρινο Πρόσωπο δε θα με δει.
— Εμείς θα χαιρόμασταν να δούμε τον Ήλιο, είπε ο Φρόντο, αλλά θα μείνουμε εδώ — είμαστε πολύ κουρασμένοι για να πάμε πιο κάτω προς το παρόν.
— Είσαστε ανόητοι να χαίρεστε για το Κίτρινο Πρόσωπο, είπε το Γκόλουμ. Αυτό σας ξεσκεπάζει. Οι καλοί και μυαλωμένοι χόμπιτ θα μείνουν με το Σμήγκολ. Εδώ τριγύρω έχει Ορκ κι άλλα απαίσια πλάσματα. Μπορούν και βλέπουν μακριά. Μείνετε και κρυφτείτε μαζί μου!
Οι τρεις τους τακτοποιήθηκαν για να ξεκουραστούν στη δάση της πέτρινης όχθης του ξεροπόταμου. Τώρα δεν ξεπερνούσε το μπόι ψηλού ανθρώπου και στη βάση της είχε πλατιές ίσιες εσοχές από στεγνή πέτρα· το νερό έτρεχε σ’ ένα αυλάκι στην άλλη πλευρά. Ο Φρόντο κι ο Σαμ κάθισαν σε μια επίπεδη πέτρα, ξεκουράζοντας τις ράχες τους. Το Γκόλουμ τσαλαβουτούσε και σκάλιζε στο νερό.
— Πρέπει να φάμε λιγάκι, είπε ο Φρόντο. Πεινάς, Σμήγκολ; Έχουμε πολύ λίγο να μοιραστούμε, αλλά θα σου δώσουμε ό,τι μπορούμε.
Στη λέξη πεινάς ένα πρασινωπό φως άναψε στα χλωμά μάτια του Γκόλουμ και φάνηκαν να ξεπετάγονται περισσότερο παρά ποτέ στο αρρωστιάρικο πρόσωπό του. Για μια στιγμή ξαναγύρισε στον παλιό του τρόπο συμπεριφοράς.
— Είμαστε ξελιγωμένοι, μάλισστα, ξελιγωμένοι είμαστε, πολύτιμο, είπε. Τι είναι αυτό που τρώνε; Έχουνε ωραία ψψάρια;
Η γλώσσα του βγήκε ανάμεσα απ’ τα κοφτερά κίτρινα δόντια του, γλείφοντας τ’ άχρωμα χείλια του.
— Όχι, δεν έχουμε ψάρια, είπε ο Φρόντο. Έχουμε μονάχα αυτό -σήκωσε ψηλά μια φέτα λέμπας — και νερό, αν το νερό εδώ πίνεται.
— Μάλισστα, μάλισστα, ωραίο νερό, είπε το Γκόλουμ. Πιείτε, πιείτε όσο μπορείτε! Αλλά τι είν’ αυτό που έχουν, πολύτιμο; Ροκανίζεται; Είναι νόστιμο;
Ο Φρόντο έκοψε ένα κομμάτι από τη φέτα και του το έδωσε στο περιτύλιγμά του με τα φύλλα. Το Γκόλουμ μυρίστηκε το φύλλο και το πρόσωπό του άλλαξε — ένας μορφασμός αηδίας απλώθηκε πάνω του και μια υποψία της παλιάς του κακίας.
— Ο Σμήγκολ το μυρίζεται! είπε. Φύλλα από την ξωτικοχώρα, φτου! Βρομοκοπάνε. Ανέβηκε σ’ εκείνα δέντρα και δεν μπορούσε να ξεπλύνει τη μυρωδιά απ’ τα χέρια του, τα ωραία μου τα χέρια.
Πέταξε το φύλλο και πήρε μια γωνίτσα από το λέμπας και τη δάγκωσε λιγάκι. Έφτυσε και ένας παροξυσμός βήχα τον τάραξε.
— Αχ! Όχι! είπε μισοπνιγμένα. Προσπαθείτε να πνίξετε τον κακομοίρη το Σμήγκολ. Σκόνη και στάχτες, αυτό δεν μπορεί να το φάει. Ι Τρέπει να πεθάνει της πείνας. Αλλά δεν τον πειράζει το Σμήγκολ. Καλοί χόμπιτ! Ο Σμήγκολ το υποσχέθηκε. Θα πεθάνει της πείνας. Δεν μπορεί να φάει το φαΐ των χόμπιτ. Θα πεθάνει της πείνας. Ο κακομοίρης, ο σκελετωμένος ο Σμήγκολ!
— Λυπάμαι, είπε ο Φρόντο· αλλά φοβάμαι πως δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Νομίζω πως αυτό το φαΐ θα σου κάνει καλό, αν το δοκίμαζες. Ίσως, όμως, να μην μπορείς ούτε και να το δοκιμάσεις, για την ώρα τουλάχιστον.
Οι χόμπιτ μασούλησαν το λέμπας τους σιωπηλά. Ο Σαμ σκέφτηκε πως ήταν πιο νόστιμο, κάπως, απ’ ό,τι ήταν για καιρό — η συμπεριφορά του Γκόλουμ τον είχε κάνει να προσέξει ξανά τη γεύση. Αλλά δεν ένιωθε άνετα. Το Γκόλουμ παρακολουθούσε κάθε μπουκιά απ’ το χέρι ως το στόμα, σαν σκύλος που περιμένει πλάι στην καρέκλα κάποιου που τρώει. Μονάχα σαν τελείωσαν κι ετοιμάζονταν να ξεκουραστούν, φάνηκε να πείθεται πως δεν είχαν κρυμμένες τίποτα λιχουδιές που θα μπορούσε να τις μοιραστεί μαζί τους. Ύστερα πήγε και κάθισε μοναχό του λίγα βήματα πιο κει και ψευτόκλαψε λιγάκι.
— Κοίτα εδώ! ψιθύρισε ο Σαμ στο Φρόντο, όχι και πολύ σιγανά -γιατί δεν τον ένοιαζε στ’ αλήθεια αν τον άκουγε το Γκόλουμ ή όχι. Πρέπει να κοιμηθούμε λιγάκι· αλλά όχι κι οι δυο μαζί τώρα που ’χουμε αυτό το πεινασμένο υποκείμενο κοντά, υπόσχεση ξεϋπόσχεση . Είτε Σμήγκολ είτε Γκόλουμ, δεν αλλάζει συνήθειες αμέσως, πάω στοίχημα. Κοιμήσου εσύ, κύριε Φρόντο, και θα σε φωνάξω, όταν δε θα μπορώ να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια μου. Ένας ένας, όπως και πριν, όσο είναι αμολητό.
— Ίσως να ’χεις δίκιο, Σαμ, είπε ο Φρόντο, μιλώντας ανοιχτά. Έχει δείξει κάποια αλλαγή, αλλά τι είδους αλλαγή και πόσο βαθιά έχει γίνει, δεν είμαι ακόμα σίγουρος. Στα σοβαρά όμως, δε νομίζω πως υπάρχει ανάγκη να φοβόμαστε — προς το παρόν. Πάντως φύλαξε, αν το θέλεις. Άσε με δυο ώρες, όχι παραπάνω, κι ύστερα ξύπνησε με.
Τόσο κουρασμένος ήταν ο Φρόντο, που το κεφάλι του έγειρε μπροστά στο στήθος του και αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως μετά τα λόγια του. Το Γκόλουμ δε φαινόταν να έχει φόβους πια. Κουλουριάστηκε και γρήγορα αποκοιμήθηκε εντελώς ξένοιαστα. Σε λίγο η ανάσα του έβγαινε σφυρίζοντας μαλακά ανάμεσα απ’ τα σφιγμένα του δόντια και κειτόταν ακίνητο σαν πέτρα. Ύστερα από λίγο, επειδή φοβόταν πως θα αποκοιμιόταν κι αυτός, αν καθόταν κι άκουγε τους δύο συντρόφους του ν’ ανασαίνουν, ο Σαμ σηκώθηκε και κούνησε ελαφρά το Γκόλουμ. Τα χέρια του ξεδιπλώθηκαν και κουνήθηκαν σπασμωδικά, αλλά δεν έκανε καμιά άλλη κίνηση. Ο Σαμ έσκυψε και είπε ψψάρι κοντά στ’ αυτί του, αλλά δεν πήρε απόκριση, ούτε καν άλλαξε ο ρυθμός της ανάσας του Γκόλουμ.
Ο Σαμ έξυσε το κεφάλι του.
— Θα πρέπει στ’ αλήθεια να κοιμάται, μουρμούρισε. Κι αν εγώ ήμουνα σαν το Γκόλουμ, δε θα ξαναξυπνούσα ποτέ πια.
Συγκράτησε τις σκέψεις του για το σπαθί του και το σκοινί, που ξεφύτρωσαν στο μυαλό του και πήγε και κάθισε πλάι στον κύριό του.
Όταν ξύπνησε ο ουρανός ψηλά ήταν θαμπός, όχι πιο φωτεινός, αλλά πιο σκοτεινός απ’ ό,τι ήταν όταν είχαν φάει το πρωινό τους. Ο Σαμ πήδηξε όρθιος. Απ’ το αίσθημα της αναζωογόνησης και της πείνας του, κατάλαβε ξαφνικά πως είχε κοιμηθεί ολόκληρη τη μέρα, εννιά ώρες το λιγότερο. Ο Φρόντο κοιμόταν ακόμα του καλού καιρού, ξαπλωμένος τώρα στο πλευρό του. Το Γκόλουμ δε φαινόταν πουθενά. Πολλά επιτιμητικά επίθετα για τον εαυτό του ήρθαν στο νου του Σαμ, παρμένα απ’ το πλούσιο πατρικό λεξιλογικό απόθεμα του Γέρου του· ύστερα όμως σκέφτηκε πως ο κύριός του είχε δίκιο: δεν υπήρχε προς το παρόν τίποτα για να φυλάγονται. Κι οπωσδήποτε ήταν κι οι δυο τους ζωντανοί κι άπνιχτοι.
— Το κακόμοιρο! είπε μισομετανοημένα. Πού να ’χει πάει τώρα άραγε;
— Όχι μακριά, όχι μακριά! είπε μια φωνή πάνωθέ του.
Κοίταξε ψηλά κι είδε το σχήμα του μεγάλου κεφαλιού και των αυτιών του Γκόλουμ στο φόντο του Βραδινού ουρανού.
— Ε, τι κάνεις; φώναξε ο Σαμ, που οι υποψίες του ξαναγύρισαν αμέσως μόλις είδε εκείνη τη σιλουέτα.
— Ο Σμήγκολ πεινάει, είπε το Γκόλουμ. Θα γυρίσει γρήγορα.
— Γύρισε τώρα! ξεφώνισε ο Σαμ. Ε! Έλα πίσω! Αλλά το Γκόλουμ είχε εξαφανιστεί.
Ο Φρόντο ξύπνησε απ’ το ξεφωνητό του Σαμ κι ανακάθισε, τρίβοντας τα μάτια του.
— Γεια σου! είπε. Συμβαίνει τίποτα; Τι ώρα είναι;
— Δεν ξέρω, είπε ο Σαμ, περασμένο ηλιοβασίλεμα, υπολογίζω. Κι έφυγε. Λέει πως πεινάει.
— Μη στενοχωριέσαι! είπε ο Φρόντο. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Αλλά θα γυρίσει, θα δεις. Η υπόσχεση θα κρατήσει για λίγο ακόμα. Και, οπωσδήποτε, δε θα εγκαταλείψει το Πολύτιμό του.
Ο Φρόντο δεν το θεώρησε και σπουδαίο όταν έμαθε πως κοιμήθηκαν του καλού καιρού για ώρες με το Γκόλουμ και μάλιστα μ’ ένα πολύ πεινασμένο Γκόλουμ, ελεύθερο πλάι τους.
— Μη σκέπτεσαι τα επίθετα που θα σε στόλιζε ο Γέρος σου, είπε. Ήσουν ψόφιος απ’ την κούραση, και μας βγήκε σε καλό — τώρα είμαστε και οι δυο ξεκούραστοι. Κι έχουμε δύσκολο δρόμο μπροστά μας, το χειρότερο απ’ όλους τους δρόμους.
— Και το φαΐ; είπε ο Σαμ. Πόσο θα μας πάρει να ξεμπερδέψουμε μ’ αυτή τη δουλειά; Κι όταν ξεμπερδέψουμε, ύστερα τι θα κάνουμε; Αυτό το-ψωμί-για-το-δρόμο σε κρατάει στα πόδια σου με τρόπο θαυμαστό, αν και δεν ευχαριστιούνται όπως πρέπει τα σωθικά σου, όπως θα ’λεγα — τουλάχιστον, όχι απ’ όσο το νιώθω εγώ, χωρίς να θέλω να προσβάλω αυτούς που τα ’φτιαξαν. Αλλά θα πρέπει να τρώμε από λίγο κάθε μέρα, και δεν πληθαίνει, βέβαια! Υπολογίζω πως φτάνει δε φτάνει για τρεις Βδομάδες πάνω κάτω και μόνον αν σφίξουμε τη ζώνη και δεν αφήσουμε το δόντι μας να δουλέψει, να ξέρεις. Γιατί ως τώρα το τρώγαμε δίχως να κάνουμε κράτει.
— Δεν ξέρω πόσο θα μας πάρει για... για να τελειώσουμε, είπε ο Φρόντο. Ταλαιπωρηθήκαμε και καθυστερήσαμε στους λόφους. Αλλά, Σάμγουαϊζ Γκάμγκη, αγαπητέ μου χόμπιτ — και στ’ αλήθεια, Σαμ, πολυαγαπημένε μου χόμπιτ, πιο φίλε απ’ όλους τους φίλους — δε νομίζω πως χρειάζεται να σκεπτόμαστε τι θ’ ακολουθήσει. Να ξεμπερδέψουμε μ’ αυτή τη δουλειά, όπως λες — τι ελπίδα υπάρχει πως θα το καταφέρουμε ποτέ; Κι αν το καταφέρουμε, ποιος ξέρει τι θα συμβεί ύστερα; Αν το Ένα πέσει στη Φωτιά, κι εμείς είμαστε κοντά; Σε ρωτάω, Σαμ, έχουμε πιθανότητες να χρειαστούμε ψωμί πια; Δε νομίζω. Αν μπορέσουμε να καταφέρουμε τα πόδια μας να μας φέρουν στο Βουνό του Χαμού, αυτό είναι όλο κι όλο που μπορούμε να κάνουμε. Κι ίσως και παραπάνω απ’ ό,τι μπορώ να κάνω, αρχίζω να νιώθω.
Ο Σαμ κούνησε το κεφάλι του σιωπηλά. Πήρε το χέρι του κυρίου του κι έγειρε πάνω του. Δεν το φίλησε, αν και τα δάκρυά του έπεφταν πάνω του. Ύστερα γύρισε απ’ την άλλη μεριά, σκούπισε τη μύτη του με το μανίκι του, σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαινοέρχεται, προσπαθώντας να σφυρίξει, και λέγοντας ανάμεσα απ’ τις προσπάθειες του:
— Πού είναι αυτό το συφοριασμένο το πλάσμα;
Πραγματικά, όμως, δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να γυρίσει το Γκόλουμ· αλλά ήρθε τόσο αθόρυβα, ώστε δεν το άκουσαν παρά μονάχα όταν στάθηκε μπροστά τους. Τα δάχτυλα και το πρόσωπο του ήταν λερωμένα με μαύρη λάσπη. Μασούσε ακόμα και ρουφούσε τα σάλια του. Το τι μασούσε, όμως, δε ρώτησαν ούτε ήθελαν να το σκέπτονται.
« Σκουλήκια ή σκαθάρια ή καμιά σκουληκαντέρα από τίποτα τρύπες, σκέφτηκε ο Σαμ. Μπρρρ! Το απαίσιο πλάσμα· το κακόμοιρο!»
Το Γκόλουμ δεν τους είπε τίποτα, ώσπου να πιει καλά και να πλυθεί στο ρέμα. Ύστερα τους πλησίασε, γλείφοντας τα χείλια του.
— Καλύτερα τώρα, είπε. Ξεκουραστήκαμε; Έτοιμοι να συνεχίσουμε; Καλοί χόμπιτ, κοιμούνται όμορφα. Εμπιστεύονται το Σμήγκολ τώρα; Πολύ, πολύ καλός.
Η επόμενη φάση του ταξιδιού τους έμοιαζε με την προηγούμενη. Όπως προχωρούσαν η ρεματιά έγινε ακόμα πιο ρηχή και η κατηφοριά της πιο ομαλή. Η κοίτη της είχε λιγότερα βράχια και πιο πολλή γη και σιγά σιγά οι πλευρές της χαμήλωσαν, ώσπου κατέληξαν σε χαμηλές όχθες. Άρχισε να κάνει στροφές και να απλώνει. Η νύχτα πλησίασε στο τέλος της, αλλά σύννεφα τώρα σκέπαζαν φεγγάρι κι άστρα και κατάλαβαν τον ερχομό της μέρας μονάχα απ’ το αδύναμο γκρίζο φως που άρχισε αργά να απλώνεται.
Μια παγωμένη ώρα έφτασαν στο τέλος της ρεματιάς. Οι όχθες έγιναν λοφάκια όλο βρύα. Στο τελευταίο σκαλοπάτι του σαπισμένου βράχου το νερό ρόχθιζε κι έπεφτε σ’ ένα καφετί τέλμα και χανόταν. Ξερά καλάμια σούριζαν και κροτάλιζαν, αν και δεν έβλεπαν να φυσάει.
Τώρα μπροστά τους, δεξιά κι αριστερά, απλώνονταν πλατιά βαλτοτόπια και βούρκοι που χάνονταν νότια κι ανατολικά στο θαμπό μισόφωτο. Ομίχλες κουλουριάζονταν και κάπνιζαν πάνω από σκοτεινές και βρομερές λιμνούλες. Η αποφορά τους απλωνόταν αποπνικτική στον ανίκητο αέρα. Πέρα, μακριά, τώρα σχεδόν ολόισια κατά το νοτιά, τα βουνά-τείχη της Μόρντορ υψώνονταν σαν μια μαύρη γραμμή από ανώμαλα σύννεφα που ταξιδεύουν πάνω από μια ομιχλοπνιγμένη θάλασσα.
Οι χόμπιτ τώρα βρίσκονταν ολότελα στα χέρια του Γκόλουμ. Λεν ήξεραν και δεν μπορούσαν να μαντέψουν σ’ αυτό το ομιχλιασμένο φως, πως στην πραγματικότητα ήταν μόλις στα βορινά σύνορα των βάλτων, που η κύρια έκτασή τους απλωνόταν νότια απ’ αυτούς. Θα μπορούσαν, αν ήξεραν τις περιοχές, με κάποια καθυστέρηση να προχωρήσουν λίγο προς τα πίσω κι ύστερα, στρίβοντας ανατολικά, να πήγαιναν ολόγυρα από δύσκολους δρόμους στη γυμνή κοιλάδα του Ντάγκορλαντ — το πεδίο της αρχαίας μάχης μπροστά απ’ τις πύλες της Μόρντορ. Όχι πως υπήρχαν πολλές ελπίδες σ’ αυτόν το δρόμο. Σ’ εκείνη την πέτρινη κοιλάδα δεν είχε κάλυμμα και τη διέσχιζαν οι δρόμοι των Ορκ και των στρατιωτών του Εχθρού. Εκεί δε θα μπορούσαν να τους κρύψουν ούτε οι μανδύες του Λόριεν.
— Πώς σχεδιάζουμε τώρα την πορεία μας, Σμήγκολ; ρώτησε ο Φρόντο. Πρέπει να διασχίσουμε αυτούς τους βάλτους που μυρίζουν τόσο απαίσια;
— Δε χρειάζεται, δε χρειάζεται καθόλου, είπε το Γκόλουμ, αν οι χόμπιτ θέλουν να φτάσουν στα μαύρα βουνά και να πάνε να Τον δουν πολύ γρήγορα. Αν κάνετε λίγο πίσω και στρίψετε λιγάκι — το κοκαλιάρικο χέρι του έδειξε βορινά κι ανατολικά — μπορείτε να βρεθείτε στους σκληρούς παγωμένους δρόμους που φτάνουν ως τις πύλες της χώρας Του. Πολλοί απ’ τους δικούς Του θα ’ναι εκεί γυρεύοντας καλεσμένους, πολύ θα χαρούν να τους πάνε ίσια σ’ Αυτόν. Ω, ναι. Το Μάτι Του παρακολουθεί εκείνο το δρόμο συνέχεια. Εκεί έπιασε το Σμήγκολ πολύ παλιά — το Γκόλουμ ανατρίχιασε σύγκορμο. Αλλά ο Σμήγκολ από τότε έχει χρησιμοποιήσει τα μάτια του, ναι, ναι: χρησιμοποίησα μάτια και πόδια και μύτη από τότε. Ξέρω άλλους δρόμους. Πιο δύσκολους, όχι τόσο γρήγορους· αλλά καλύτερους, αν δε θέλουμε να δει Λυτός. Ακολουθήστε το Σμήγκολ! Μπορεί να σας πάει ανάμεσ’ απ’ τους βάλτους, ανάμεσ’ απ’ τις ομίχλες, όμορφες πυκνές ομίχλες. Ακολουθήστε το Σμήγκολ πολύ προσεχτικά, και μπορεί να κάνετε πολύ δρόμο, πάρα πολύ δρόμο, πριν σας πιάσει Αυτός, ναι, μπορεί.
Ήταν κιόλας μέρα, ένα άπνοο και βαρύ πρωινό και η ομίχλη στους Βάλτους απλωνόταν πηχτή. Ο ήλιος δεν τρυπούσε τα χαμηλά σύννεφα στον ουρανό. Το Γκόλουμ έδειχνε ανήσυχο κι ήθελε να συνεχίσει αμέσως το ταξίδι. Έτσι, ύστερα από μια σύντομη στάση, πήραν το δρόμο πάλι και γρήγορα χάθηκαν σ’ έναν κόσμο όλο σκιές και σιωπή, αποκομμένοι και δίχως να βλέπουν τη γύρω περιοχή ούτε τους λόφους που είχαν αφήσει ούτε και τα βουνά που αναζητούσαν. Προχωρούσαν αργά, ο ένας πίσω από τον άλλο: το Γκόλουμ, ο Σαμ, ο Φρόντο.
Ο Φρόντο φαινόταν ο πιο κουρασμένος απ’ τους τρεις και, μόλο που προχωρούσαν αργά, συχνά έμενε πίσω. Οι χόμπιτ γρήγορα είδαν πως αυτό που τους είχε φανεί σαν ένας τεράστιος βάλτος ήταν στην πραγματικότητα ένα ατέλειωτο σύμπλεγμα από λιμνούλες και μαλακή λάσπη και φιδογυριστά μισοπνιγμένα ρυάκια. Ανάμεσά τους μόνο ένα κοφτερό μάτι και σίγουρο πόδι μπορούσε να βρει δρόμο. Το Γκόλουμ πάντως είχε αυτή την επιδεξιότητα και του χρειαζόταν ολόκληρη. Το κεφάλι του στο μακρύ λαιμό του συνέχεια έστριβε εδώ κι εκεί, ενώ οσφριζόταν και μουρμούριζε όλη την ώρα στον εαυτό του. Μερικές φορές σήκωνε το χέρι του και τους σταματούσε, ενώ πήγαινε λιγάκι μπροστά, σκυφτό, δοκιμάζοντας το έδαφος με τα δάχτυλα των χεριών ή των ποδιών του ή απλώς ακούγοντας με το ένα αυτί κολλημένο στη γη.
Ήταν μονότονο και κουραστικό. Παγωμένος και υγρός χειμώνας ακόμα επικρατούσε σ’ αυτόν τον έρημο τόπο. Το μόνο πράσινο ήταν ο αφρός από μολυβόχρωμες αγριάδες πάνω στις σκοτεινές γλιτσερές επιφάνειες των σκυθρωπών νερών. Άψυχα αγριόχορτα και σάπια καλάμια ξεπετάγονταν απ’ τις ομίχλες σαν κουρελιάρικες σκιές παλιών ξεχασμένων καλοκαιριών.
Καθώς η μέρα προχωρούσε το φως δυνάμωσε λιγάκι και οι ομίχλες σηκώθηκαν κι έγιναν πιο αραιές και διάφανες. Μακριά, πάνω απ’ τη σαπίλα και τις αναθυμιάσεις του κόσμου, ο Ήλιος ταξίδευε ψηλά χρυσαφένιος τώρα σε μια ειρηνική χώρα με εκτυφλωτικά συννεφένια δάπεδα, αλλά μονάχα το περαστικό του φάντασμα μπορούσαν να δουν κάτω: θολωμένο, χλωμό, χωρίς να δίνει χρώμα ούτε ζέστη. Αλλά, ακόμα και σ’ αυτή την αμυδρή υπενθύμιση της παρουσίας του, το Γκόλουμ συνοφρυώθηκε και αποτραθήχτηκε. Σταμάτησε το ταξίδι τους και ξεκουράστηκαν, καθισμένοι ανακούρκουδα σαν μικρά κυνηγημένα ζώα, στην άκρη ενός μεγάλου καφετιού καλαμοδάσους. Μια βαθιά σιωπή απλωνόταν, που την τάραζαν επιφανειακά ανεπαίσθητα τρεμουλιάσματα από αδειανούς σποροκάλυκες και κομματιασμένα φύλλα χορταριών, που έτρεμαν από ανεπαίσθητες κινήσεις του αέρα που αυτοί δεν μπορούσαν να νιώσουν.
— Ούτε ένα πουλί! είπε ο Σαμ πένθιμα.
— Όχι, δεν έχει πουλιά, είπε το Γκόλουμ. Ωραία πουλιά! έγλειψε τα χείλια του. Δεν έχει πουλιά εδώ. Έχει φίδια, σκουλήκια, πράματα στους βάλτους, πολλά απαίσια πράματα. Όχι πουλιά — τελείωσε λυπημένα.
Ο Σαμ το κοίταξε με αηδία.
Έτσι πέρασε η τρίτη μέρα του ταξιδιού τους με το Γκόλουμ. Πριν μακρύνουν οι σκιές του δειλινού σε χώρες πιο χαρούμενες, ξεκίνησαν πάλι πάντα μπροστά με πολύ σύντομες διακοπές. Κι αυτές δεν τις έκαν τόσο για ξεκούραση, όσο για να Βοηθήσουν το Γκόλουμ· γιατί τώρα κόμα κι αυτό χρειαζόταν να πηγαίνει με πολύ μεγάλη προσοχή και μερικές φορές μπερδευόταν για λίγη ώρα. Είχε φτάσει καταμεσής των Βάλτων των Νεκρών και ήταν σκοτεινά.
Προχωρούσαν αργά, σκυφτά, ο ένας πίσω από τον άλλο, ακολουθώντας προσεκτικά κάθε κίνηση που έκανε το Γκόλουμ. Τα βαλτοτόπια έγιναν ακόμα πιο υγρά και ξάνοιγαν σε πλατιές στάσιμες λίμνες, που ανάμεσά τους γινόταν όλο και πιο δύσκολο να βρεθούν σταθερά σημεία που τα πόδια να μπορούν να βαδίσουν χωρίς να βουλιάξουν στη λάσπη που γλουγλούκιζε. Οι ταξιδιώτες ήταν ελαφροί, ειδαλλιώς ίσως κανένας τους να μην είχε μπορέσει να βρει το δρόμο για να περάσει.
Σε λίγο σκοτείνιασε εντελώς — κι ο ίδιος ο αέρας έμοιαζε μαύρος και Βαρύς στην ανάσα. Όταν φάνηκαν φώτα, ο Σαμ έτριψε τα μάτια του — νόμισε πως του ’στριψε. Πρώτα είδε ένα με την άκρη του αριστερού του ματιού, ένας ατμός που γυάλιζε χλωμά και ξεθώριασε· αλλά κι άλλα φανερώθηκαν σε λίγο — μερικά σαν καπνός που έλαμπε αμυδρά, μερικά σαν θαμπές φλόγες που τρεμόσβηναν αργά πάνω από αόρατα κεριά· εδώ κι εκεί αναδιπλώνονταν σαν σεντόνια φαντασμάτων που τα ξεδίπλωναν κρυμμένα χέρια. Αλλά κανείς απ’ τους συντρόφους του δεν έλεγε λέξη.
Τέλος, ο Σαμ δεν άντεξε άλλο.
Τι ν’ όλ’ αυτά, Γκόλουμ; είπε ψιθυριστά. Αυτά τα φώτα; Είναι ολόγυρά μας τώρα. Είμαστε παγιδευμένοι; Ποιοι είναι;
Το Γκόλουμ σήκωσε το κεφάλι. Μια σκοτεινή λίμνη βρισκόταν μπροστά του και σερνόταν στη γη, εδώ κι εκεί, αμφιβάλλοντας για το δρόμο.
Ναι, είναι παντού γύρω μας, ψιθύρισε. Τα φώτα που σε ξεγελούν. Κεριά πεθαμένων, ναι, ναι. Μην τους δίνεις σημασία! Μην κοιτάς! Μην τ’ ακολουθάς! Πού είναι ο αφέντης;
Ο Σαμ κοίταξε πίσω και διαπίστωσε πως ο Φρόντο είχε πάλι μείνει πίσω. Δεν μπορούσε να τον δει. Έκανε μερικά βήματα πίσω στο σκοτάδι, μην τολμώντας να πάει μακριά ούτε να φωνάξει δυνατότερα από ένα βραχνό ψίθυρο. Ξαφνικά σκόνταψε πάνω στο Φρόντο, που στεκόταν βυθισμένος σε σκέψεις, κοιτάζοντας τα χλωμά φώτα. Τα χέρια του κρέμονταν ξερά στα πλευρά του· νερό και βούρκος έσταζαν από πάνω τους.
Έλα, κύριε Φρόντο! είπε ο Σαμ. Μην τα κοιτάς! Το Γκόλουμ λέει πως δεν πρέπει. Πάμε μαζί του για να βγούμε απ’ αυτό το καταραμένο μέρος, όσο πιο γρήγορα γίνεται — αν γίνεται!
— Εντάξει, είπε ο Φρόντο, λες και ξυπνούσε από όνειρο. Έρχομαι. Προχώρα!
Προχωρώντας βιαστικά πάλι, ο Σαμ σκόνταψε, μάγκωσε το πόδι του σε κάποια παλιά ρίζα ή κάποια τούφα αγριόχορτα. Έπεσε μ’ όλο το βάρος του στα χέρια, που βούλιαξαν βαθιά στο γλιτσερό βούρκο, έτσι που το πρόσωπό του ήρθε κοντά στην επιφάνεια της σκοτεινής λίμνης. Ακούστηκε ένα ξέψυχο σφύριγμα, μια απαίσια μυρωδιά σηκώθηκε, τα φώτα τρεμόσβησαν, χόρεψαν και στριφογύρισαν. Για μια στιγμή το νερό κάτωθέ του έγινε σαν παράθυρο με βρόμικο τζάμι, που από μέσα του έβλεπε. Βγάζοντας βίαια τα χέρια του απ’ το βάλτο, πήδησε πίσω μ’ ένα ξεφωνητό.
— Έχει πεθαμένους, νεκρά πρόσωπα στο νερό, είπε με φρίκη. Νεκρά πρόσωπα!
Το Γκόλουμ γέλασε.
— Οι Βάλτοι των Νεκρών, ναι, ναι — έτσι λέγονται, κακάρισε. Δεν πρέπει να κοιτάς μέσα όταν τα κεριά είναι αναμμένα.
— Ποιοι είναι; Τι είναι; ρώτησε ο Σαμ ανατριχιάζοντας, γυρίζοντας στο Φρόντο, που ήταν τώρα πίσω του.
— Δεν ξέρω, είπε ο Φρόντο με φωνή σαν σε όνειρο. Αλλά τα είδα κι εγώ. Στις λιμνούλες όταν άναψαν τα κεριά. Βρίσκονται σ’ όλες τις λιμνούλες, χλωμά πρόσωπα, βαθιά, βαθιά στο σκοτεινό νερό. Τα είδα: άγρια πρόσωπα και κακόβουλα, ευγενικά πρόσωπα και λυπημένα. Πολλά πρόσωπα περήφανα κι ωραία, με φύκια στα ασημένια τους μαλλιά. Όλα όμως βρομούν, όλα σαπίζουν, όλα νεκρά. Και βγάζουν ένα άγριο φως — ο Φρόντο σκέπασε τα μάτια του με τα χέρια του. Δεν ξέρω ποιοι είναι· αλλά νομίζω πως είδα εκεί Ανθρώπους, Ξωτικά και Ορκ στο πλάι τους.
— Ναι, ναι, είπε το Γκόλουμ. Όλοι νεκροί, όλοι σάπιοι. Ξωτικά και Άνθρωποι και Ορκ. Οι Βάλτοι των Νεκρών. Έγινε μεγάλη μάχη εδώ παλιά, ναι, έτσι του είπαν όταν ο Σμήγκολ ήταν μικρός, όταν ήμουν μικρός πριν έρθει το Πολύτιμο. Ήταν μεγάλη μάχη. Ψηλοί Άνθρωποι με μακριά σπαθιά και τρομερά Ξωτικά και Ορκ που ούρλιαζαν. Έδωσαν μάχη στην πεδιάδα για μέρες και μήνες, στις Μαύρες Πύλες. Αλλά οι Βάλτοι μεγάλωσαν από τότε και κατάπιαν τα μνήματα· πάντα απλώνονται και προχωρούν, προχωρούν.
— Αλλά αυτά έγιναν εδώ κι έναν αιώνα και παραπάνω, είπε ο Σαμ. Οι Νεκροί δεν μπορεί να ’ναι στ’ αλήθεια εκεί! Είναι μήπως κανένα κόλπο που σκαρφίστηκαν στη Μαύρη Χώρα;
— Ποιος ξέρει; Ο Σμήγκολ δεν ξέρει, απάντησε το Γκόλουμ. Δεν μπορείς να τους φτάσεις, δεν μπορείς να τους αγγίξεις. Προσπαθήσαμε μια φορά. ναι, πολύτιμο. Προσπάθησα μια φορά· αλλά δεν μπορείς να τους φτάσεις. Μόνο σχήματα για να τα βλέπεις, ίσως, όχι για να τα αγγίζεις. Όχι, πολύτιμο! Όλοι νεκροί.
Ο Σαμ το κοίταξε σκοτεινά κι ανατρίχιασε ξανά και σκέφτηκε πως μάντευε γιατί ο Σμήγκολ είχε προσπαθήσει να τους αγγίξει.
— Εγώ πάντως δε θέλω να τους βλέπω, είπε. Ποτέ πια! Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε το δρόμο μας και να φύγουμε;
— Ναι, ναι, είπε το Γκόλουμ. Αργά, όμως, πολύ αργά. Πολύ προσεχτικά! Ειδαλλιώς, οι χόμπιτ θα πάνε κάτω να κάνουν παρέα των Νεκρών και ν’ ανάβουν μικρά κεριά. Ακολουθήστε το Σμήγκολ! Μην κοιτάτε τα φώτα!
Προχώρησε σκυφτό προς τα δεξιά, αναζητώντας δρόμο γύρω από τη λίμνη. Αυτοί ακολουθούσαν από κοντά, καμπουριασμένοι, χρησιμοποιώντας συχνά τα χέρια τους, όπως κι αυτό.
«Τρία πολύτιμα μικρά Γκόλουμ στη σειρά θα καταντήσουμε, αν αυτό βαστήξει πολύ ακόμα, σκέφτηκε ο Σαμ.»
Τέλος, έφτασαν στην άκρη της μαύρης λίμνης και την πέρασαν, με πολλούς κινδύνους, σερνόμενοι ή πηδώντας απ’ το ένα επικίνδυνο σημείο στο άλλο. Συχνά έχαναν την ισορροπία τους και πατούσαν ή έπεφταν με τα χέρια μπροστά σε νερά βρόμικα σαν βόθρος, μέχρι που γλίτσιασαν και βρομίστηκαν σχεδόν ως το λαιμό και ο ένας μπορούσε να μυρίσει την αποφορά του άλλου.
Ήταν αργά τη νύχτα όταν, τέλος, έφτασαν σε πιο στέρεο έδαφος ξανά. Το Γκόλουμ σφύριζε και ψιθύριζε στον εαυτό του, αλλά έδειχνε ευχαριστημένο — κατά κάποιο μυστηριώδη τρόπο, με κάποια συνδυασμένη αίσθηση αφής και οσμής, και με μια υπερφυσική μνήμη να ξεχωρίζει σχήματα στο σκοτάδι, έδειχνε να ξέρει πάλι πού βρισκόταν ακριβώς και να είναι σίγουρο για το δρόμο μπροστά του.
— Τώρα συνεχίζουμε! είπε. Καλοί χόμπιτ! Γενναίοι χόμπιτ! Πολύ κουρασμένοι, φυσικά· το ίδιο κι εμείς, πολύτιμο μου, όλοι μας. Αλλά πρέπει να πάρουμε τον αφέντη μακριά απ’ τα απαίσια φώτα, ναι, ναι, πρέπει.
Μ’ αυτά τα λόγια ξεκίνησε πάλι, σχεδόν τριποδίζοντας, κατηφορίζοντας κάτι που έμοιαζε να είναι ένας μακρύς διάδρομος ανάμεσα από ψηλές καλαμιές κι αυτοί τον ακολουθούσαν τρεκλίζοντας, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αλλά σε λίγο σταμάτησε απότομα κι οσμίστηκε με αμφιβολία τον αέρα, σφυρίζοντας λες και κάτι να το ενοχλούσε ή να το δυσαρεστούσε ξανά.
— Τι είναι; γρύλισε ο Σαμ, παρεξηγώντας τα σημάδια. Ποιος ο λόγος που οσμίζεσαι; Εγώ κοντεύω να λιποθυμήσω από τη βρόμα κι έχω και τη μύτη μου κλειστή. Κι εσύ βρομοκράζεις κι ο κύριος βρομάει· όλος ο τόπος βρομάει και ζέχνει!
— Ναι, ναι, κι ο Σαμ βρομοκράζει! απάντησε το Γκόλουμ. Ο κακομοίρης ο Σμήγκολ το μυρίζεται, αλλά ο καλός ο Σμήγκολ το υπομένει. Βοηθάει τον καλό αφέντη. Άλλος όμως είναι ο λόγος. Ο αέρας κινείται, έρχεται αλλαγή. Ο Σμήγκολ αναρωτιέται· δεν του αρέσει.
Πήρε ξανά το δρόμο, αλλά η ανησυχία του μεγάλωνε και κάθε τόσο σηκωνόταν ολόρθο και τέντωνε το λαιμό του ανατολικά και νότια. Για αρκετή ώρα οι χόμπιτ δεν άκουγαν ούτε ένιωθαν τι το ανησυχούσε. Ύστερα ξαφνικά κι οι τρεις μαζί σταμάτησαν, κοκάλωσαν κι έστησαν αυτί. Στο Φρόντο και στο Σαμ φάνηκε πως άκουσαν, πολύ μακριά, ένα μακρόσυρτο πένθιμο ουρλιαχτό, διαπεραστικό, ψιλό και απάνθρωπο. Ανατρίχιασαν. Την ίδια στιγμή ένιωσαν και την κίνηση του αέρα· κι έγινε πολύ κρύο. Καθώς στέκονταν τεντώνοντας τ’ αυτιά τους, άκουσαν ένα θόρυβο σαν τον άνεμο που έρχεται από μκριά. Τα θολά φώτα τρεμούλιασαν, ξεθώριασαν κι έσβησαν.
Το Γκόλουμ δεν προχωρούσε με κανέναν τρόπο. Στεκόταν τρέμοντας και παραμιλώντας ακατανόητα, ώσπου ο αέρας τούς έφτασε ορμητικός, σφυρίζοντας κι ουρλιάζοντας πάνω απ’ τους βάλτους. Η νύχτα έγινε λιγότερο μαύρη, είχε αρκετό φως για να Βλέπουν ή να μισοβλέπουν, απροσδιόριστες κορδέλες ομίχλης, να τυλίγονται και να στριφογυρίζουν καθώς πέρασε από πάνω τους και προχώρησε πιο πέρα. Κοιτάζοντας ψηλά είδαν τα σύννεφα να ξανοίγουν και να κουρελιάζονται· κι ύστερα κέρα στο νοτιά αχνόφεξε το φεγγάρι, ταξιδεύοντας στα κομματιασμένα σύννεφα που έφευγαν πετώντας.
Για μια στιγμή το θέαμά του χαροποίησε τις καρδιές των χόμπιτ· αλλά το Γκόλουμ μαζεύτηκε, μουρμουρίζοντας κατάρες στο Άσπρο Πρόσωπο. Ύστερα ο Φρόντο κι ο Σαμ, που κοίταζαν τον ουρανό αναπνέοντας βαθιά τον καθαρότερο αέρα, το είδαν να ’ρχεται: ένα μικρό σύννεφο να έρχεται πετώντας απ’ τους καταραμένους λόφους· μια μαύρη σκιά ξαμολημένη από τη Μόρντορ· μια τεράστια μορφή φτερωτή κι απειλητική. Πέρασε ίσια μπροστά απ’ το φεγγάρι και με μια θανατερή κραυγή έφυγε δυτικά, ξεπερνώντας τον άνεμο στο άγριο τρέξιμό της.
Έπεσαν χάμω και κυλιόντουσαν, χωρίς να τους νοιάζει, στην παγωμένη γη. Αλλά η σκιά του τρόμου έστριψε και γύρισε πίσω, περνώντας χαμηλότερα τώρα, ακριβώς από πάνω τους, παρασέρνοντας την αποφορά των βάλτων με τα απαίσια φτερά της. Κι ύστερα έφυγε, πέταξε πίσω στη Μόρντορ με την ταχύτητα της οργής του Σόρον και πίσω της ο αέρας έφυγε βουίζοντας μακριά κι άφησε τους Βάλτους των Νεκρών γυμνούς και πένθιμους. Η γυμνή ερημιά, ως εκεί που έφτανε το μάτι, ακόμα κι ως τη μακρινή απειλή των βουνών, ήταν τόπους τόπους φωτισμένη με το άστατο φεγγαρόφωτο.
Ο Φρόντο και ο Σαμ σηκώθηκαν, τρίβοντας τα μάτια τους, σαν παιδιά που ξυπνούν από κάποιο κακό όνειρο και βρίσκουν τη νύχτα που ήξεραν να σκεπάζει ακόμα τον κόσμο. Αλλά το Γκόλουμ έμενε ξαπλωμένο στο χώμα, λες και είχε ξεραθεί. Το συνέφεραν με δυσκολία και για αρκετή ώρα δεν έλεγε να σηκώσει το πρόσωπό του, αλλά ήταν γονατισμένο μπροστά με τους αγκώνες, σκεπάζοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του με τα μεγάλα πλατσουκωτά χέρια του.
— Φαντάσματα! θρήνησε. Φτερωτά φαντάσματα! Το Πολύτιμο είναι ο κύριός τους. Τα βλέπουν όλα, όλα! Τίποτα δεν μπορεί να τους κρυφτεί. Κατάρα στο Άσπρο Πρόσωπο! Και Του τα λένε όλα. Αυτός βλέπει, Αυτός ξέρει. Αχ. γκόλουμ, γκόλουμ, γκόλουμ!
Μόνο σαν το φεγγάρι έγειρε, δύοντας πέρα μακριά στο Τολ Μπράντιρ, εδέησε να σηκωθεί ή να κάνει την παραμικρή κίνηση.
Από εκείνη τη στιγμή κι ύστερα ο Σαμ νόμισε πως ένιωσε μια αλλαγή στο Γκόλουμ ξανά. Ήταν πιο δουλοπρεπές και φιλικό· αλλά ο Σαμ το έπιανε να ρίχνει κάτι παράξενες ματιές ώρες ώρες, ιδιαίτερα στο Φρόντο· και όλο και περισσότερο ξαναγύριζε στον παλιό τρόπο της ομιλίας του. Κι ο Σαμ είχε κι άλλη μια ανησυχία που όλο μεγάλωνε. Ο Φρόντο έδειχνε κατάκοπος, κουρασμένος ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο. Δεν έλεγε τίποτα, δηλαδή σχεδόν ούτε μιλούσε καθόλου· και δεν παραπονιόταν, αλλά περπατούσε σαν κάποιος που κουβαλάει ένα φορτίο, που το βάρος του συνέχεια μεγαλώνει· κι έσερνε τα πόδια του, όλο και πιο αργά, έτσι που ο Σαμ χρειαζόταν συχνά να παρακαλεί το Γκόλουμ να περιμένει και να μην αφήνει τον κύριό τους πίσω.
Πραγματικά, με κάθε βήμα προς τις Πύλες της Μόρντορ, ο Φρόντο ένιωθε το Δαχτυλίδι στην αλυσίδα γύρω από το λαιμό του να γίνεται και πιο βαρύ. Είχε αρχίσει να νιώθει σαν ένα αληθινό Βαρίδι να τον τραβάει προς τη γη. Αλλά πολύ περισσότερο τον ενοχλούσε το Μάτι — έτσι το έλεγε μέσα του. Ήταν κάτι παραπάνω απ’ το βάρος του Δαχτυλιδιού που τον έκανε να μαζεύεται φοβισμένος και να καμπουριάζει όπως περπατούσε. Το Μάτι: εκείνη η φοβερή αίσθηση, που όλο και μεγάλωνε, μιας εχθρικής θέλησης που αγωνιζόταν με μεγάλη δύναμη να τρυπήσει όλες τις σκιές που έκαναν τα σύννεφα, η γη και η σάρκα και να σε δει — να σε καρφώσει με το θανατερό της βλέμμα, γυμνό κι ανίκανο να κουνηθείς. Τόσο λεπτά, τόσο εύθραυστα και λεπτά, είχαν γίνει τα παραπετάσματα που ακόμα την εμπόδιζαν. Ο Φρόντο ήξερε ακριβώς πού ήταν η τωρινή κατοικία και η καρδιά της θέλησης αυτής τώρα: με τόση βεβαιότητα, όση ένας άνθρωπος μπορεί να πει την κατεύθυνση του ήλιου με κλειστά τα μάτια. Την είχε απέναντι του και η δύναμή της τον χτυπούσε κατακούτελα.
Το Γκόλουμ, κατά πάσα πιθανότητα, ένιωθε κάτι παρόμοιο. Αλλά οι χόμπιτ δε μάντευαν τι γινόταν στην άθλια καρδιά του ανάμεσα στην πίεση του Ματιού και στον πόθο του Δαχτυλιδιού που ήταν τόσο κοντά και στη δουλική του υπόσχεση που την έδωσε, κατά ένα μέρος, από το φόβο του παγωμένου σιδερικού. Ο Φρόντο ούτε που το σκεπτόταν καθόλου. Το μυαλό του Σαμ το απασχολούσε ο κύριός του κι ούτε που πρόσεχε το μαύρο σύννεφο που πλάκωνε τη δική του καρδιά. Έβαλε το Φρόντο μπροστά του τώρα και πρόσεχε και την παραμικρή του κίνηση, στηρίζοντάς τον όταν σκόνταφτε και προσπαθώντας να του δίνει κουράγιο με αδέξια λόγια.
Όταν ήρθε η μέρα τέλος, οι χόμπιτ έμειναν κατάπληκτοι βλέποντας πόσο πολύ κοντά στ’ απειλητικά βουνά είχαν πλησιάσει. Ο αέρας τώρα ήταν πιο καθαρός και κρύος και, αν κι ακόμα μακριά, τα τείχη της Μόρντορ δεν ήταν πια μια συννεφιασμένη απειλή που μόλις και την έβλεπε το μάτι, αλλά σαν αγριωποί μαύροι πύργοι κοίταζαν συνοφρυωμένοι πάνω από μια θλιβερή ερημιά. Οι βάλτοι τώρα έδιναν τη θέση τους σε νεκρά σάπια χόρτα και πλατώματα ξερής κομματιασμένης λάσπης. Η γη τώρα ανηφόριζε σχηματίζοντας μακρουλές ρηχές πλαγιές, γυμνές κι ανελέητες, πηγαίνοντας προς την ερημιά που απλωνόταν στην πύλη του Σόρον.
Όσο κρατούσε το γκρίζο φως, ήταν μαζεμένοι όλο φόβο κάτω από ένα μαύρο βράχο σαν σκουλήκια, μαζεμένοι, μην τυχόν και περάσει ο φτερωτός τρόμος και τους εντοπίσει με τα σκληρά του μάτια. Το υπόλοιπο του ταξιδιού εκείνου ήταν μια σκιά φόβου, που όλο μεγάλωνε, που η μνήμη δεν μπορούσε να βρει τίποτα για ν’ αναπαυθεί. Για δυο ακόμα νύχτες εξακολούθησαν με κόπο να προχωρούν στην κουραστική και δίχως μονοπάτια περιοχή. Ο αέρας τούς φάνηκε πως έγινε τραχύς και γεμάτος με μια πικρή αποφορά που τους έκοβε την ανάσα και τους ξέραινε το στόμα.
Τέλος, το πέμπτο πρωινό από τότε που πήραν το δρόμο με το Γκόλουμ, σταμάτησαν γι’ άλλη μια φορά. Μπροστά τους, μαύρα στο φως της αυγής, τα μεγάλα βουνά έφταναν ως τη στέγη των καπνών και των σύννεφων. Στους πρόποδές τους απλώνονταν τεράστιοι βράχοι και κομματιασμένοι λόφοι που τώρα στο πιο κοντινό σημείο ήταν δεν ήταν δώδεκα μίλια μακριά. Ο Φρόντο κοίταξε γύρω του με φρίκη. Μόλο που οι Βάλτοι των Νεκρών ήταν τρομεροί και τα ξερά χερσοτόπια των Καστανών Χωμάτων, η περιοχή που η αργοπερπάτητη μέρα ξεσκέπαζε δίχως βιάση, ήταν πολύ πιο αηδιαστική μπροστά στα μάτια του που δεν ήθελαν να βλέπουν. Ακόμα και στη Λίμνη τών Νεκρών Προσώπων κάποιο κάτωχρο φάντασμα πράσινης άνοιξης θα ερχόταν αλλά εδώ ούτε άνοιξη ούτε καλοκαίρι δε θα ξαναρχόταν πια. Εδώ τίποτα δε ζούσε, ούτε ακόμα και τα λεπρά αγριόχορτα που τρέφονται στη σαπίλα. Οι λιμνούλες που αγωνίζονταν ν’ ανασάνουν πνίγονταν στη στάχτη και στις σερνάμες λάσπες, αρρωστιάρικες άσπρες και γκρίζες, λες και τα βουνά να είχαν ξεράσει τη βρομιά των σωθικών τους στη γη ολόγυρά τους. Ψηλοί σωροί κομματιασμένης και κονιορτοποιημένης πέτρας, μεγάλοι κώνοι γης, καμένης και δηλητηριασμένης, στέκονταν σαν ανόσιο νεκροταφείο· ατέλειωτες σειρές, που αργά τις ξεσκέπαζε το απρόθυμο φως.
Είχαν φτάσει στην ερημωμένη περιοχή που απλωνόταν μπροστά απ’ τη Μόρντορ: το αιώνιο μνημείο του σκοτεινού μόχθου των σκλάβων της, που θα διατηρείται όταν όλοι τους οι σκοποί θα έχουν καταλυθεί· ένας τόπος μολυσμένος, άρρωστος πέρα από κάθε γιατρειά — εκτός και τον σκεπάσει η Μεγάλη Θάλασσα και τον ξεπλύνει με λησμονιά.
— Μου ’ρχεται αναγούλα, είπε ο Σαμ.
Ο Φρόντο δε μίλησε.
Για λίγο στάθηκαν εκεί, σαν αυτούς που βρίσκονται στα πρόθυρα του ύπνου που παραμονεύει ο εφιάλτης, και διστάζουν, αν και ξέρουν πως στο πρωινό θα φτάσουν μόνο μέσα απ’ τις σκιές. Το φως δυνάμωσε και σκλήρυνε. Οι λάκκοι που έχασκαν και τα δηλητηριασμένα βου-ναλάκια έγιναν απαίσια ξεκάθαρα. Ο ήλιος ήταν ψηλά, διαβαίνοντας ανάμεσα σε σύννεφα και μακρόστενες καπνοσημαίες, αλλά ακόμα και το φως του ήλιου ήταν μολυσμένο. Οι χόμπιτ δεν το καλωσόρισαν φαινόταν εχθρικό, ξεσκεπάζοντας την αδυναμία τους — μικρά φαντάσματα που τσίριζαν και πλανιόντουσαν στους σταχτοσωρούς του Μαύρου Άρχοντα.
Πολύ κουρασμένοι για να προχωρήσουν πιο πέρα, αναζήτησαν κάποιο μέρος για να ξεκουραστούν. Για λίγο κάθισαν, χωρίς να μιλούν, κάτω απ’ τη σκιά ενός μικρού λόφου σκουριάς· αλλά βρόμικες αναθυμιάσεις ξέφευγαν από μέσα του και τους κάθονταν στο λαιμό και τους έπνιγαν. Το Γκόλουμ ήταν το πρώτο που σηκώθηκε. Πνιγμένο στα σάλια του σηκώθηκε βρίζοντας και, δίχως κουβέντα ή ματιά στους χόμπιτ, έφυγε μπουσουλώντας στα τέσσερα. Ο Φρόντο κι ο Σαμ σύρθηκαν πίσω του, ώσπου έφτασαν σ’ ένα φαρδύ, σχεδόν στρογγυλό λάκκο, που ήταν ανασηκωμένος από τα δυτικά. Ήταν παγωμένος και νεκρός και βρομερά κατακάθια πολύχρωμης λαδερής γλίτσας βρίσκονταν στον πάτο του. Σ’ αυτή την απαίσια τρύπα μαζεύτηκαν, ελπίζοντας πως στη σκιά της θα ξέφευγαν την προσοχή του Ματιού.
Η μέρα πέρασε αργά. Μεγάλη δίψα τούς βασάνιζε, αλλά έπιναν μόνο λίγες σταγόνες από τα παγούρια τους — που τα είχαν για τελευταία φορά γεμίσει στη ρεματιά, που αναπολώντας την τώρα τους φαινόταν τόπος ειρήνης κι ομορφιάς Οι χόμπιτ εναλλάσσονταν φυλάγοντας σκοπιά. Στην αρχή, μόλο που ήταν κουρασμένοι, κανείς τους δεν μπορούσε να κλείσει μάτι· αλλά καθώς ο ήλιος άρχισε να κατεβαίνει στα αργοκίνητα χαμηλά σύννεφα μακριά, ο Σαμ αποκοιμήθηκε. Ήταν η σειρά του Φρόντο να φυλάει. Ήταν ξαπλωμένος με την πλάτη στην πλαγιά του λάκκου, αλλά αυτό δεν του ξαλάφρωνε το αίσθημα του αβάσταχτου φορτίου που τον είχε κυριέψει. Κοίταξε ψηλά στον καπνισμένο ουρανό και είδε παράξενα φαντάσματα, σκοτεινές μορφές καβαλάρηδων και πρόσωπα από το παρελθόν. Έχασε την αίσθηση του χρόνου και ζυγιαζόταν ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, ώσπου η λησμονιά τον τύλιξε.
Ξαφνικά ο Σαμ ξύπνησε με την εντύπωση πως άκουσε τον κύριό του να φωνάζει. Ήταν βραδάκι. Ο Φρόντο δεν ήταν δυνατό να είχε φωνάξει, γιατί είχε αποκοιμηθεί κι είχε κυλίσει κάτω, σχεδόν στο πάτο του λάκκου. Το Γκόλουμ βρισκόταν στο πλευρό του. Για μια στιγμή ο Σαμ νόμισε πως προσπαθούσε να ξυπνήσει το Φρόντο· ύστερα είδε πως δεν ήταν έτσι. Το Γκόλουμ μιλούσε στον εαυτό του. Ο Σμήγκολ είχε μεγάλη συζήτηση με κάποια άλλη σκέψη που χρησιμοποιούσε την ίδια φωνή, αλλά την έκανε να τσιρίζει και να σφυρίζει. Ένα χλωμό κίτρινο φως κι ένα πράσινο φως εναλλάσσονταν στα μάτια του καθώς μιλούσε.
— Ο Σμήγκολ υποσχέθηκε, είπε η πρώτη σκέψη.
— Ναι, ναι, πολύτιμό μου, ήρθε η απάντηση, υποσχεθήκαμε: να σώσουμε το Πολύτιμό μας, να μην αφήσουμε Αυτόν να το πάρει — ποτέ. Αλλά πηγαίνει σ’ Αυτόν, ναι, πιο κοντά με κάθε βήμα. Τι θα κάνει μ’ αυτό ο χόμπιτ, αναρωτιόμαστε, ναι, αναρωτιόμαστε.
— Δεν ξέρω. Δε γίνεται διαφορετικά. Ο αφέντης το έχει. Ο Σμήγκολ υποσχέθηκε να βοηθήσει τον αφέντη.
— Ναι, ναι, να βοηθήσει τον αφέντη — τον αφέντη του Πολύτιμου. Αλλά αν εμείς είμαστε ο αφέντης, τότε θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας, ναι, και να κρατήσουμε τις υποσχέσεις μας.
— Αλλά ο Σμήγκολ είπε πως θα ’ναι πολύ καλός. Καλός χόμπιτ! Έβγαλε το σκληρό σκοινί απ’ το πόδι του Σμήγκολ. Μου μιλάει καλοσυνάτα.
— Πολύ πολύ καλά, ε, πολύτιμό μου; Ας είμαστε καλοί, καλοί σαν ψάρια, γλυκέ μου, αλλά στον εαυτό μας. Όχι να πειράξουμε τον καλό το χόμπιτ, φυσικά, όχι, όχι.
— Αλλά το Πολύτιμο κρατάει την υπόσχεση, η φωνή του Σμήγκολ είχε αντίρρηση.
— Τότε πάρ’ το, είπε η άλλη, κι ας το κρατάμε εμείς. Τότε θα ’μαστε ο αφέντης, γκόλουμ! Θα κάνουμε τον άλλο χόμπιτ, τον κακό και υποψιάρη χόμπιτ, θα τον κάνουμε να σέρνεται, ναι, γκόλουμ!
— Όχι όμως τον καλό το χόμπιτ;
— Ω, όχι, όχι, αν δε μας αρέσει. Πάντως είναι Μπάγκινς, πολύτιμό μου, ναι, ένας Μπάγκινς. Ένας Μπάγκινς το ’κλεψε. Το βρήκε και δεν είπε τίποτα, τίποτα. Τους μισούμε τους Μπάγκινς.
— Όχι, όχι αυτόν τον Μπάγκινς.
— Ναι, τον κάθε Μπάγκινς. Όλους όσους κρατάνε το Πολύτιμο. Πρέπει να το αποκτήσουμε!
— Μα Αυτός θα δει, Αυτός θα το μάθει. Αυτός θα μας το πάρει!
— Αυτός βλέπει. Αυτός ξέρει. Μας άκουσε να δίνουμε ανόητες υποσχέσεις — ενάντια στις διαταγές Του, ναι. Πρέπει να το πάρουμε. Τα Φαντάσματα ψάχνουν. Πρέπει να το πάρουμε.
— Όχι γι’ Αυτόν!
— Όχι, γλυκό μου. Δες, πολύτιμό μου: αν το πάρουμε, τότε μπορούμε να ξεφύγουμε, ακόμα κι απ’ Αυτόν, ε; Μπορεί να γίνουμε πολύ δυνατοί, πιο δυνατοί κι απ’ τα Φαντάσματα. Ο Άρχοντας Σμήγκολ;
Γκόλουμ ο Μέγας; Ο Γκόλουμ! Θα τρώμε ψάρι κάθε μέρα, τρεις φορές τη μέρα, φρέσκο απ’ τη θάλασσα. Ο Πολυτιμότατος Γκόλουμ! Πρέπει να το αποκτήσουμε. Το θέλουμε, το θέλουμε, το θέλουμε!
— Αλλά είναι δύο. Θα ξυπνήσουν γρήγορα και θα μας σκοτώσουν, κλαψούρισε ο Σμήγκολ, σε μια τελευταία προσπάθεια. Όχι τώρα. Όχι ακόμα.
— Το θέλουμε! Αλλά..., κι εδώ έγινε μεγάλη παύση, λες και κάποια καινούρια σκέψη να ’χε ξυπνήσει. Όχι ακόμα, ε; Ίσως όχι. Αυτή μπορεί να βοηθήσει. Μπορεί αυτή, ναι.
— Όχι, όχι! Όχι μ’ αυτόν τον τρόπο! θρήνησε ο Σμήγκολ.
— Ναι! Το θέλουμε! Το θέλουμε!
Κάθε φορά που μιλούσε η δεύτερη σκέψη, το μακρύ χέρι του Γκόλουμ απλωνόταν αργά, ψαχουλευτά στο Φρόντο, κι ύστερα μ’ ένα τίναγμα τραβιόταν πίσω όταν ξαναμιλούσε ο Σμήγκολ. Τελικά, και τα δύο χέρια, με τα μακριά δάχτυλα ν’ ανοιγοκλείνουν σπασμωδικά, απλώθηκαν γρατσουνιστά για το λαιμό του.
Ο Σαμ είχε μείνει ακίνητος, συνεπαρμένος απ’ αυτόν το διάλογο, παρακολουθώντας όμως την κάθε κίνηση που έκανε το Γκόλουμ κάτω απ’ τα μισόκλειστα βλέφαρά του. Στο απλοϊκό του μυαλό, η πείνα αυτή καθαυτή, η επιθυμία να φάει χόμπιτ, του είχαν φανεί πως ήταν ο κυριότερος κίνδυνος απ’ το Γκόλουμ. Τώρα κατάλαβε πως δεν ήταν έτσι: το Γκόλουμ ένιωθε το τρομερό κάλεσμα του Δαχτυλιδιού. Αυτός ήταν ο Μαύρος Άρχοντας, φυσικά· Αυτή όμως ποια να ’ταν, αναρωτιόταν ο Σαμ. Κάποια απ’ τους απαίσιους φίλους που το άθλιο πλάσμα θα είχε κάνει στις περιπλανήσεις του, υπέθεσε. Ύστερα το ξέχασε, γιατί φαινόταν καθαρά πως τα πράγμτα είχαν πολύ προχωρήσει κι άρχιζαν να γίνονται επικίνδυνα. Ένα μεγάλο βάρος του πλάκωνε όλα τα μέλη, αλλά ξύπνησε καταβάλλοντος προσπάθεια κι ανακάθισε. Κάτι τον προειδοποίησε να προσέξει να μη φανερώσει πως είχε κρυφακούσει το διάλογο. Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό κι ένα μεγαλόπρεπο χασμουρητό.
— Τι ώρα είναι; είπε νυσταγμένα.
Το Γκόλουμε έβγαλε ένα μακρόσυρτο σφύριγμα μέσ’ απ’ τα δόντια του. Σηκώθηκε για μια στιγμή, τεντωμένο κι απειλητικό· κι ύστερα έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να σέρνεται ανεβαίνοντας την πλευρά του λάκκου.
— Καλοί χόμπιτ! Καλός Σαμ! είπε. Υπναράδες, ναι, υπναράδες! Αφήνετε τον καλό το Σμήγκολ να φυλάει! Αλλά βράδιασε. Το σκοτάδι πέφτει. Ώρα να ξεκινήσουμε.
«Ώρα και κάτι παραπάνω! σκέφτηκε ο Σαμ. Κι ώρα να χωριστούμε, μάλιστα.»
Του πέρασε όμως απ’ το μυαλό κι αναρωτήθηκε αν πραγματικά το Γκόλουμ δεν ήταν τώρα το ίδιο επικίνδυνο ελεύθερο, όσο κι αν το κρατούσαν μαζί τους.
— Μπα, που να το πάρει! Μακάρι να το ’χα πνίξει! μουρμούρισε. Κατέβηκε σκοντάφτοντας την πλαγιά και ξύπνησε τον κύριό του. Κατά παράξενο τρόπο, ο Φρόντο ένιωσε αναζωογονημένος. Είχε δει όνειρα. Η σκοτεινή σκιά είχε περάσει κι ένα ωραίο όραμα τον είχε επισκεφτεί σ’ αυτόν τον αρρωστημένο τόπο. Τίποτα δεν του είχε μείνει στη μνήμη, κι όμως εξαιτίας του ένιωθε χαρούμενος και με την καρδιά ξαλαφρωμένη, Το φορτίο του έπεφτε λιγότερο βαρύ πάνω του. Το Γκόλουμ τον υποδέχτηκε κάνοντας χαρές σαν σκύλος. Γελούσε και πολυλογούσε κι έτριζε τα μακριά του δάχτυλα και ψηλαφούσε τα γόνατα του Φρόντο. Ο Φρόντο του χαμογέλασε.
— Έλα! είπε. Μας έχεις οδηγήσει καλά και πιστά. Αυτό είναι το τελευταίο κομμάτι. Πήγαινέ μας ως την Πύλη κι ύστερα δε θα σου ζητήσω να πας πιο πέρα. Πήγαινέ μας στην Πύλη και μπορείς να πας όπου θέλεις — εκτός απ’ τους εχθρούς μας.
— Στην Πύλη, ε; τσίριξε το Γκόλουμ, κάνοντας το έκπληκτο και τρομαγμένο. Στην Πύλη, λέει ο αφέντης! Ναι, έτσι λέει. Και ο καλός ο Σμήγκολ κάνει ό,τι του ζητήσει, ω, ναι. Αλλά σαν πάμε πιο κοντά, θα δούμε ίσως, θα δούμε τότε. Δεν είναι καθόλου ωραία. Ω, όχι! Ω, όχι!
— Άντε μπρος! είπε ο Σαμ. Πάμε να ξεμπερδεύουμε!
Με τον ερχομό του δειλινού σκαρφάλωσαν και βγήκαν απ’ το λάκκο και αργά έβρισκαν δρόμο στη νεκρή περιοχή. Δεν είχαν προχωρήσει πολύ, όταν ένιωσαν για άλλη μια φορά το φόβο που τους είχε κυριεύσει όταν η φτερωτή μορφή είχε πετάξει πάνω από τους βάλτους. Σταμάτησαν και μαζεύτηκαν φοβισμένοι στο χώμα που βρομούσε απαίσια· αλλά δεν είδαν τίποτα στον πένθιμο βραδινό ουρανό και γρήγορα η απειλή πέρασε, πολύ ψηλά, πηγαίνοντας ίσως για κάποιο βιαστικό θέλημα απ’ το Μπαράντ-ντουρ. Σε λίγο το Γκόλουμ σηκώθηκε και σύρθηκε πάλι μπροστά, μουρμουρίζοντας και τρέμοντας.
Περίπου μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα ο φόβος τούς κυρίευσε πάλι, για τρίτη φορά, αλλά τώρα ήταν πιο μακρινός, λες και περνούσε πολύ ψηλά, πάνω από τα σύννεφα, τρέχοντας με τρομερή ταχύτητα στη Δύση. Το Γκόλουμ όμως είχε αχρηστευτεί απ’ την τρομάρα του κι ήταν σίγουρο πως τους κυνηγούσαν κι ότι ήξεραν τον ερχομό τους.
— Τρεις φορές! κλαψούρισε. Τρεις φορές είναι απειλή. Μας νιώθουν πως είμαστε εδώ, νιώθουν το Πολύτιμο. Το Πολύτιμο είναι ο αφέντης τους. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα απ’ αυτόν το δρόμο, όχι. Είναι μάταιο, μάταιο!
Τα παρακάλια και τα όμορφα λόγια δεν ωφελούσαν σε τίποτα πια. Μόνον όταν ο Φρόντο το διέταξε θυμωμένος κι έβαλε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του, τότε μονάχα σηκώθηκε πάλι το Γκόλουμ. Ύστερα, τελικά, μ’ ένα απειλητικό γρύλισμα σηκώθηκε και προχώρησε μπροστά σαν δαρμένο σκυλί.
Έτσι προχώρησαν σκοντάφτοντας κουρασμένα, ώσπου τελείωσε η νύχτα κι ως τον ερχομό μιας ακόμα μέρας τρόμου περπατούσαν σιωπηλά με σκυμμένα κεφάλια, δίχως να βλέπουν και ν’ ακούν τίποτα, έξω απ’ το σφύριγμα του ανέμου στ’ αυτιά τους.
Πριν φέξει η άλλη μέρα, το ταξίδι τους για τη Μόρντορ τελείωσε. Οι βάλτοι και η έρημος ήταν πίσω τους. Μπροστά τους, σκοτεινά με φόντο ένα χλωμό αρρωστιάρικο ουρανό, τα μεγάλα βουνά σήκωναν τ’ απειλητικά τους κεφάλια.
Στα δυτικά της Μόρντορ απλωνόταν η πένθιμη οροσειρά των Έφελ Ντούαθ, των Βουνών της Σκιάς, και στα βορινά οι οδοντωτές κορφές και τα γυμνά διάσελα των Έρεντ Λίθουι, γκρίζες σαν στάχτη. Αλλά καθώς αυτές οι οροσειρές πλησίαζαν η μία την άλλη, αποτελώντας στ’ αλήθεια τμήματα μόνον ενός μεγάλου τείχους γύρω από τις πένθιμες πεδιάδες του Λίθλαντ και του Γκόργκοροθ και της πικρής κλειστής θάλασσας του Νούρνεν καταμεσής, άπλωναν μακριές προεκτάσεις κατά το βοριά· κι ανάμεσα σ’ αυτές τις προεκτάσεις υπήρχε ένα βαθύ στενό πέρασμα. Αυτό ήταν το Κίριθ Γκόργκορ, το Στοιχειωμένο Πέρασμα, η είσοδος στη γη του Εχθρού. Ψηλοί λόφοι χαμήλωναν κι απ’ τις δυο πλευρές και δυο απόκρημνοι λόφοι ξεπετάγονταν μπροστά στο στόμιο του, μαυροκόκαλοι και γυμνοί. Πάνω τους στέκονταν τα Δόντια της Μόρντορ, δυο πύργοι ψηλοί και δυνατοί. Σε μέρες πολύ παλιές τούς είχαν χτίσει οι Ανθρωποι της Γκόντορ, τότε που ήταν περήφανοι και δυνατοί, ύστερα από την ήττα του Σόρον και τη φυγή του, μην τυχόν και γυρέψει πάλι να επιστρέψει στο παλιό του βασίλειο. Αλλά η δύναμη της Γκόντορ εξασθένισε και οι άνθρωποι αποκοιμήθηκαν και για πολλά χρόνια οι πύργοι στέκονταν άδειοι. Ύστερα ο Σόρον επέστρεψε. Τώρα οι πύργοι της φρουράς, που είχαν ερειπωθεί, επισκευάστηκαν και τους γέμισαν με όπλα και τοποθέτησαν ακοίμητη φρουρά. Η όψη τους ήταν πέτρινη, με σκοτεινές τρύπες για παράθυρα, που ξάνοιγαν από βοριά, ανατολή και δύση και κάθε παράθυρο ήταν γεμάτο ακοίμητα μάτια.
Πάνω απ’ το στόμιο του περάσματος, από λόφο σε λόφο, ο Μαύρος Άρχοντας είχε φτιάξει πέτρινες επάλξεις. Κι εκεί είχε μια μοναδική σιδερένια πύλη που στις πολεμίστρες της περνοδιάβαιναν ασταμάτητα φρουροί. Στα σπλάχνα των λόφων κι απ’ τις δυο πλευρές ο βράχος είχε τρυπηθεί σε χιλιάδες σπηλιές και σκουληκότρυπες: εκεί ένα πλήθος ορκ βρίσκονταν σ’ επιφυλακή, έτοιμοι με το πρώτο παράγγελμα να ξεχυθούν σαν μαύρα μυρμήγκια που πάνε στον πόλεμο. Κανείς δεν μπορούσε να περάσει τα δόντια της Μόρντορ δίχως να νιώσει το δάγκωμά τους, εκτός και ήταν καλεσμένος του Σόρον ή ήξερε τα μυστικά συνθήματα που θα άνοιγαν τη Μοράνον, τη μαύρη πύλη της χώρας του.
Οι δυο χόμπιτ κοίταζαν τους πύργους και το τείχος με απελπισία. Ακόμα κι από μακριά μπορούσαν να δουν στο θαμπό φως τις κινήσεις των μαύρων φρουρών πάνω στο τείχος και τις περιπόλους μπροστά στην πύλη. Ήταν πεσμένοι χάμω τώρα και κρυφοκοίταζαν πάνω απ’ την άκρη μιας πέτρινης λακκούβας, κάτω απ’ τη μακρουλή σκιά της πιο βορινής προεξοχής των Έφελ Ντούαθ. Πετώντας στη βαριά ατμόσφαιρα σε ίσια γραμμή ένα κοράκι θα έκανε κάπου διακόσιες γιάρδες απ’ την κρυψώνα τους ως τη μαύρη κορυφή του πιο κοντινού πύργου. Πάνωθέ του ανέβαινε, σχηματίζοντας δαχτυλίδια, λιγοστός καπνός, λες και κάποια φωτιά να σιγόκαιγε στα βάθη του λόφου.
Ξημέρωσε και ο χλωμοκίτρινος ήλιος τρεμόπαιζε στ’ άψυχα διάσελα των Έρεντ Λίθουι. Ύστερα ξαφνικά ακούστηκε το σάλπισμα από χαλκόφωνες σάλπιγγες. Αντηχούσαν απ’ τους πύργους της φρουράς και, μακριά, από κρυμμένα φρούρια και φυλάκια στους λόφους, ακούστηκαν να σαλπίζουν απαντήσεις· κι ακόμα μακρύτερα, απόμακρα αλλά βαθιά κι απειλητικά, αντήχησαν στην κοιλάδα πίσω τα πανίσχυρα βούκινα και τύμπανα του Μπαράντ-ντουρ. Ακόμα μια τρομερή μέρα φόβου και μόχθου είχε ξημερώσει στη Μόρντορ· και οι νυχτοφρουροί έπαιρναν το προσκλητήριο να επιστρέψουν στα μπουντρούμια τους και στις βαθιές τους αίθουσες, ενώ οι φρουροί της μέρας, άγριοι και βλοσυροί, πήγαιναν στις θέσεις τους. Ατσάλι γυάλιζε θαμπά στις επάλξεις.
— Λοιπόν, να ’μαστε! είπε ο Σαμ. Να τη κι η Πύλη, κι εμένα μου φαίνεται πως πιο πέρα δεν πρόκειται να πάμε. Μωρέ, αν μ’ έβλεπε τώρα ο Γέρος μου, θα ’χε να μου πει κάνα δυο κουβέντες στρογγυλές! Συχνά μου το ’λεγε πως δε θα ’χω καλά στερνά, αν δεν προσέχω πού πάω, το ’λεγε και το ξανάλεγε. Τώρα όμως δε φαντάζομαι πως θα τον ξαναδώ το γέρο πάλι. Θα χάσει την ευκαιρία να μου πει «σ’ τα ’λεγα εγώ, Σαμ»· κρίμα. Μακάρι να με κατσάδιαζε ώσπου να του κοβόταν η ανάσα, αν ήταν μπορετό να δω ξανά το γέρικο του πρόσωπο. Αλλά θα πρέπει να πλυθώ πρώτα, ειδαλλιώς δε θα με γνώριζε.
»Φαντάζομαι πως δε βγαίνει τίποτα αν ρωτήσω “από πού πάμε τώρα;”. Δεν μπορούμε να πάμε πιο πέρα — εκτός και θέλουμε να παρακαλέσουμε τους Ορκ να μας εξυπηρετήσουν.
— Όχι, όχι! είπε το Γκόλουμ. Δε βγαίνει τίποτα. Δεν μπορούμε να πάμε πιο πέρα. Ο Σμήγκολ το ’χε πει. Είπε: Θα πάμε στην Πύλη κι ύστερα θα δούμε. Και να που βλέπουμε. Ω, ναι, πολύτιμό μου, να που βλέπουμε. Ο Σμήγκολ το ’ξερε πως οι χόμπιτ δε θα μπορούσαν να πάνε από δω. Ω, ναι, ο Σμήγκολ το ’ξερε.
— Τότε, τι στην οργή μας έφερες εδώ; είπε ο Σαμ, που δε βρισκόταν σε ψυχική διάθεση να φερθεί δίκαια ή λογικά.
— Ο αφέντης το ’πε. Ο αφέντης λέει: Πήγαινέ μας στην Πύλη. Έτσι ο καλός ο Σμήγκολ το κάνει. Έτσι είπε ο αφέντης, σοφός αφέντης.
— Έτσι είπα, είπε ο Φρόντο.
Το πρόσωπό του ήταν αγριωπό κι ακίνητο, αλλά αποφασισμένο. Ήταν βρόμικος, κατάχλωμος και ρουφηγμένος απ’ την κούραση, αλλά δε ζάρωνε απ’ το φόβο και η ματιά του ήταν καθαρή.
— Έτσι είπα, γιατί σκοπεύω να μπω στη Μόρντορ και δεν ξέρω άλλο δρόμο. Επομένως θα πάω απ’ αυτόν το δρόμο. Δε ζητώ σε κανέναν νά ’ρθει μαζί μου.
— Όχι, όχι, αφέντη! θρήνησε το Γκόλουμ, ψηλαφώντας τον και δείχνοντας πως το είχε κυριέψει μεγάλη απελπισία. Δε βγαίνει τίποτα από δω! Τίποτα! Μην πας το Πολύτιμο σ’ Αυτόν. Θα μας καταβροχθίσει όλους. Αυτός, αν το πάρει, θα καταβροχθίσει όλον τον κόσμο. Κράτησέ το, καλέ αφέντη, και δείξου καλός στο Σμήγκολ. Αυτόν μην Τον αφήσεις να το πάρει. Ή φύγε, πήγαινε σε ωραίους τόπους και δώσ’ το πίσω στο μικρούλη Σμήγκολ. Ναι, ναι, αφέντη: δώσ’ το πίσω, ε; Ο Σμήγκολ θα το φυλάξει· θα κάνει ένα σωρό καλά, ιδιαίτερα στους καλούς χόμπιτ. Οι χόμπιτ θα πάνε σπίτια τους. Μην πας στην Πύλη!
— Έχω διαταγή να πάω στη γη της Μόρντορ, επομένως θα πάω, είπε ο Φρόντο. Αν υπάρχει ένας μονάχα δρόμος, τότε πρέπει να τον πάρω. Κι ό,τι γίνει ύστερα, ας γίνει.
Ο Σαμ δεν έλεγε τίποτα. Η έκφραση στο πρόσωπο του Φρόντο του ήταν αρκετή. Ήξερε πως χα. λόγια του θα πήγαιναν χαμένα. Κι οπωσδήποτε ποτέ του δεν είχε αληθινή ελπίδα στην υπόθεση απ’ την αρχή· αλλά όντας αισιόδοξος χόμπιτ, δεν είχε χρειαστεί την ελπίδα, όσο μπορούσε να αναβάλλει την απελπισία. Τώρα ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Αυτός όμως δεν είχε εγκαταλείψει τον κύριό του σ’ όλον το δρόμο· αυτός ήταν κυρίως ο λόγος που είχε έρθει και δε θα τον εγκατέλειπε τώρα. Ο κύριός του δε θα πήγαινε στη Μόρντορ μονάχος.
Ο Σαμ θα πήγαινε μαζί του — κι οπωσδήποτε θα ξεφορτώνονταν το Γκόλουμ.
Το Γκόλουμ όμως δε σκόπευε να το ξεφορτωθούν ακόμα. Γονάτισε στα πόδια του Φρόντο, τρίβοντας τα χέρια του απελπισμένα και τσιρίζοντας.
— Όχι, απ’ αυτόν το δρόμο, αφέντη! ικέτευε. Υπάρχει κι άλλος δρόμος. Ω, ναι, στ’ αλήθεια υπάρχει. Κι άλλος δρόμος, πιο σκοτεινός, πιο δύσκολος να βρεθεί, πιο μυστικός. Ο Σμήγκολ όμως τον ξέρει. Άσε το Σμήγκολ να σου δείξει!
— Άλλος δρόμος! είπε ο Φρόντο με αμφιβολία, κοιτάζοντας το Γκόλουμ με μάτια ερευνητικά.
— Μάλισστα! Μάλισστα, βέβαια! Υπήρχε κάποιος άλλος δρόμος. Ο Σμήγκολ τον βρήκε. Πάμε να δούμε αν είναι ακόμα εκεί!
— Αυτό δε μας το ’χεις ξαναπεί.
— Όχι. Ο αφέντης δε ρώτησε. Ο αφέντης δεν είπε τι σκόπευε να κάνει. Δε λέει στο φτωχό Σμήγκολ. Λέει: «Σμήγκολ, πήγαινέ με στην Πύλη» — κι ύστερα «αντίο». Ο Σμήγκολ μπορεί να φύγει και να ’ναι καλό παιδί. Τώρα όμως λέει: «Σκοπεύω να μπω στη Μόρντορ απ’ αυτόν το δρόμο». Κι έτσι ο Σμήγκολ τρομάζει πολύ. Δε θέλει να χάσει τον καλό αφέντη. Και υποσχέθηκε, ο αφέντης τον έβαλε να υποσχεθεί, να σώσει το Πολύτιμο. Αλλά ο αφέντης πάει να το δώσει σ’ Αυτόν, ίσια στο Μαύρο Χέρι, αν ο αφέντης πάει από δω. Γι’ αυτό ο Σμήγκολ πρέπει να σώσει και τους δύο και θυμάται κάποιον άλλο δρόμο που υπήρχε, μια φορά. Καλός αφέντης. Ο Σμήγκολ πολύ καλός, πάντα βοηθάει.
Ο Σαμ ζάρωσε τα φρύδια του. Αν μπορούσε ν’ ανοίξει τρύπες στο Γκόλουμ με τα μάτια του, θα το είχε κάνει. Ο νους του ήταν γεμάτος αμφιβολίες. Κατά τα φαινόμενα, το Γκόλουμ έδειχνε στ’ αλήθεια καταστεναχωρημένο και πρόθυμο να βοηθήσει το Φρόντο. Αλλά ο Σαμ, μη ξεχνώντας το διάλογο που είχε κρυφακούσει, δυσκολευόταν να πιστέψει πως η προσωπικότητα του Σμήγκολ, τόσον καιρό καταπιεσμένη, είχε επικρατήσει: η φωνή εκείνη, έτσι κι αλλιώς, δεν είχε την τελευταία λέξη στο διάλογο. Η άποψη του Σαμ ήταν πως τα δυο κομμάτια Σμήγκολ και Γκόλουμ (ή, όπως τα ’λεγε μέσα του, ο Μουλωχτός κι ο Βρομερός) είχαν κάνει ανακωχή και προσωρινή συμμαχία: κανείς τους δεν ήθελε να πάρει το Δαχτυλίδι ο Εχθρός: κι οι δύο ήθελαν να προφυλάξουν το Φρόντο να μην τον πιάσουν και να τον έχουν κάτω από το βλέμμα τους, όσο το δυνατόν περισσότερο — τουλάχιστο για όσο καιρό ο Βρομερός είχε την πιθανότητα να βάλει χέρι στο «Πολύτιμό» του, Ο Σαμ είχε αμφιβολίες αν υπήρχε στ’ αλήθεια άλλος δρόμος για τη Μόρντορ.
«Κι ευτυχώς που ούτε το ένα μισό ούτε το άλλο αυτού του γερο-μπαγαπόντη δεν ξέρουν τι σκοπεύει να κάνει ο κύριος, σκέφτηκε. Αν ήξερε πως ο κύριος Φρόντο προσπαθεί να ξεκάνει το Πολύτιμο του μια για πάντα, θα ’χαμε φασαρίες ώσπου να πεις αλεύρι, πάω στοίχημα. Πάντως ο γερο-Βρομερός φοβάται τόσο πολύ τον Εχθρό — κι έχει πάρει διαταγές απ’ Αυτόν ή είχε -, που θα προτιμήσει να μας προδώσει παρά να τον τσακώσουν να μας βοηθάει· και παρά ν’ αφήσει να του λιώσουν το Πολύτιμό του, ίσως. Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Κι ελπίζω ο κύριος να το σκεφτεί προσεχτικά. Είναι μυαλωμένος, απ’ τους πιο μυαλωμένους μάλιστα, αλλά είναι και καλόκαρδος. Κανένας Γκάμγκη δε θα μπορούσε να μαντέψει τι θα κάνει τώρα.»
Ο Φρόντο δεν απάντησε αμέσως στο Γκόλουμ. Όση ώρα αυτές οι αμφιβολίες περνούσαν απ’ το αργό αλλά έξυπνο μυαλό του Σαμ, αυτός στεκόταν και κοίταζε πέρα στο σκοτεινό βράχο του Κίριθ Γκόργκορ. Η τρύπα που είχαν καταφύγει ήταν ανοιγμένη στην πλαγιά ενός χαμηλού λόφου, λίγο ψηλότερα από μια κοιλάδα που έμοιαζε με χαράκωμα και βρισκόταν ανάμεσα στο λόφο και στα εξωτερικά αντερείσματα των Βουνών. Καταμεσής στην κοιλάδα ξεκινούσαν τα μαύρα θεμέλια του δυτικού πύργου της φρουράς. Στο πρωινό φως οι δρόμοι που πήγαιναν στην Πύλη της Μόρντορ φαίνονταν τώρα καθαρά, χλωμοί και σκονισμένοι· ο ένας προχωρούσε φιδογυριστός κατά το βοριά· ένας άλλος χανόταν ανατολικά στις ομίχλες που ήταν καθισμένες στα πόδια των Έρεντ Λίθουι· κι ένας τρίτος που ερχόταν προς το μέρος του. Καθώς έστριβε απότομα γύρω από τον πύργο, έμπαινε σ’ ένα στενό φαράγγι και περνούσε όχι πολύ μακριά κάτω από το κοίλωμα που στεκόταν. Δυτικά, στα δεξιά του, έστριβε, παρακάμπτοντας τις ράχες των βουνών και τραβούσε νότια στις βαθιές σκιές που κάλυπταν όλες τις δυτικές πλαγιές των Έφελ Ντούαθ· πέρα από κει που έφτανε η ματιά του, συνέχιζε να ταξιδεύει στη στενή λωρίδα γης ανάμεσα στα βουνά και στο Μεγάλο Ποταμό.
Καθώς κοίταζε ο Φρόντο πήρε είδηση πως είχε μεγάλη κίνηση κι αναταραχή στην πεδιάδα. Φαινόταν λες κι ολόκληρες στρατιές ξεκινούσαν, αν και τις έκρυβαν αρκετά οι αναθυμιάσεις και οι καπνοί που έρχονταν απ’ τους βάλτους και τις ερημιές πέρα. Αλλά εδώ κι εκεί έπιανε τη λάμψη από κοντάρια και περικεφαλαίες· και στα ισώματα πλάι απ’ τους δρόμους φαίνονταν πολλά τμήματα ιππικού. Θυμήθηκε το μακρινό του όραμα στο Άμον Χεν, πριν τόσο λίγες μέρες, αν και τώρα του φαινόταν χρόνια πριν. Ύστερα κατάλαβε πως η ελπίδα που είχε για μια τρελή στιγμή φουντώσει στην καρδιά του ήταν μάταιη. Οι σάλπιγγες δεν είχαν σαλπίσει πρόκληση αλλά χαιρετισμό. Δε γινόταν επίθεση στο Μαύρο Άρχοντα από τους άντρες της Γκόντορ, αναστημένους σαν φαντάσματα εκδίκησης απ’ τα μνήματα της αντρειοσύνης που είχε εδώ και χρόνια αμέτρητα χαθεί. Αυτοί ήταν Άντρες άλλης φυλής, απ’ τις απέραντες Ανατολικές περιοχές, που συγκεντρώνονταν στις διαταγές του Αυθέντη τους· στρατιές που είχαν στρατοπεδεύσει μπροστά στην Πύλη του τη νύχτα και τώρα έμπαιναν μέσα για ν’ αυξήσουν τη δύναμή του, που όλο και μεγάλωνε. Συνειδητοποιώντας ξαφνικά το θανάσιμο κίνδυνο της θέσης τους, μονάχοι στο αυξανόμενο φως της μέρας, τόσο κοντά σ’ αυτή την τεράστια απειλή, ο Φρόντο τράβηξε γρήγορα την ανίσχυρη γκρίζα κουκούλα του πάνω στο κεφάλι του και χώθηκε στη μικρή κοιλότητα. Ύστερα στράφηκε στο Γκόλουμ.
— Σμήγκολ, είπε. Θα σ’ εμπιστευτώ γι’ άλλη μια φορά. Γιατί έτσι φαίνεται πως πρέπει να κάνω και είναι η μοίρα μου να δέχομαι βοήθεια από σένα, από κει που ελάχιστα το περίμενα, και η μοίρα σου να βοηθάς εμένα που για πολύν καιρό με κυνηγούσες με κακό σκοπό. Ως τώρα έδειξες πως αξίζεις να σου φέρομαι καλά κι έχεις κρατήσει αληθινά την υπόσχεσή σου. Αληθινά, το λέω και το εννοώ, πρόσθεσε, ρίχνοντας μια ματιά στο Σαμ, γιατί δύο φορές τώρα βρεθήκαμε στην εξουσία σου και εσύ δε μας έκανες κανένα κακό. Ούτε προσπάθησες να μου πάρεις αυτό που κάποτε αναζητούσες. Μακάρι η τρίτη φορά ν’ αποδειχτεί η καλύτερη! Αλλά σε προειδοποιώ, Σμήγκολ, διατρέχεις κίνδυνο.
— Ναι, ναι, αφέντη! είπε το Γκόλουμ. Τρομερό κίνδυνο. Τρέμουν τα κόκαλα του Σμήγκολ σαν τον σκέφτεται, αλλά δεν το βάζει στα πόδια. Πρέπει να βοηθήσει τον καλό αφέντη.
— Δεν εννοώ τον κίνδυνο που όλοι μας μοιραζόμαστε, είπε ο Φρόντο. Εννοώ έναν κίνδυνο που απειλεί εσένα μόνο. Έδωσες μια υπόσχεση κι ορκίστηκες σ’ αυτό που αποκαλείς Πολύτιμο, Αυτό να το θυμάσαι! Απαιτώ να την κρατήσεις· αλλά αυτό θα γυρέψει να βρει τρόπο να τη διαστρέψει για το δικό σου το κακό. Έχει αρχίσει κιόλας να σε διαστρέφει. Μου ξεσκέπασες τον εαυτό σου τώρα δα, ανόητα. Δώσ’ το πίσω στο Σμήγκολ, είπες. Αυτό να μην το ξαναπείς! Μην αφήσεις αυτή τη σκέψη να ριζώσει μέσα σου! Ποτέ δε θα το πάρεις πίσω. Αλλά η επιθυμία σου γι’ αυτό μπορεί να σε προδώσει και να ’χεις κακό τέλος. Ποτέ δε θα το πάρεις πίσω. Στην έσχατη ανάγκη, Σμήγκολ, εγώ θα φορέσω το Πολύτιμο· και το Πολύτιμο σε είχε υποδουλώσει παλιά. Αν εγώ, φορώντας το, σε διατάξω, θα υπακούσεις, ακόμα κι αν είναι να πηδήξεις στον γκρεμό ή να πέσεις στη φωτιά. Και τέτοια θα ’ναι η διαταγή μου. Γι’ αυτό πρόσεχε, Σμήγκολ!
Ο Σαμ κοίταξε τον κύριό του επιδοκιμαστικά, αλλά και έκπληκτα: το πρόσωπό του είχε τέτοια έκφραση και η φωνή του τέτοιον τόνο, που δεν τα ’χε δει ξανά. Ανέκαθεν είχε την εντύπωση πως η καλοσύνη του καλού κυρίου Φρόντο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε σίγουρα έκρυβε και μια δόση αφέλειας. Βέβαια, είχε επίσης και την παράλογη πίστη ότι ο κύριος Φρόντο ήταν το πιο σοφό πρόσωπο στον κόσμο (με την πιθανή εξαίρεση του Γερο-κύριου Μπίλμπο και του Γκάνταλφ). Το Γκόλουμ με το δικό του τρόπο και πολύ πιο δικαιολογημένα, αφού η γνωριμία του ήταν πολύ πιο σύντομη, μπορεί να είχε κάνει παρόμοιο λάθος, μπερδεύοντας την καλοσύνη με την αφέλεια. Πάντως, αυτά τα λόγια το έκαναν να τα χάσει και να τρομάξει. Έπεσε και κυλιόταν στο χώμα και δεν ξεκαθάριζε κουβέντα απ’ όσα έλεγε, εκτός απ’ το καλός αφέντης.
Ο Φρόντο περίμενε υπομονετικά για λίγο κι ύστερα μίλησε ξανά λιγότερο αυστηρά.
— Έλα τώρα, Γκόλουμ ή Σμήγκολ αν θέλεις, πες μου γι’ αυτόν τον άλλο δρόμο, και δείξε μου, αν μπορείς, τι ελπίδες υπάρχουν σ’ αυτόν, κι αν είναι αρκετές για να δικαιολογούν ν’ αφήσω το φανερό μου δρόμο. Βιάζομαι.
Αλλά το Γκόλουμ ήταν σε αξιολύπητη κατάσταση και η απειλή του Φρόντο το ’χε εντελώς παραλύσει. Δεν ήταν εύκολο να διηγηθεί τίποτα ξεκάθαρα ανάμεσα στα ψελλίσματα και στις τσιριξιές του και στις συχνές διακοπές του, που σερνόταν χάμω και παρακαλούσε και τους δυο να φανούν καλοί στο «φτωχό μικρούλη Σμήγκολ». Αργότερα ηρέμησε περισσότερο και ο Φρόντο κατάφερε σιγά σιγά να καταλάβει πως, αν ένας ταξιδιώτης ακολουθούσε το δρόμο που έστριβε δυτικά στα Έφελ Ντούαθ, θα έφτανε κάποτε σ’ ένα σταυροδρόμι που το κύκλωναν σκοτεινά δέντρα. Στα δεξιά ένας δρόμος κατηφόριζε στην Οσκίλιαθ και στις γέφυρες του Άντουιν ο μεσαίος δρόμος συνέχιζε νότια.
— Πάει και πάει και πάει, είπε το Γκόλουμ. Ποτέ δεν πήγαμε από κει, αλλά λένε πως πάει εκατό λεύγες, ώσπου μπορείς να δεις το Μεγάλο Νερό που ποτέ δεν ησυχάζει. Έχει πολλά ψάρια εκεί, και μεγάλα πουλιά τρώνε ψάρια: ωραία πουλιά: αλλά εμείς δεν πήγαμε ποτέ εκεί, κρίμα! Ποτέ δεν είχαμε την ευκαιρία. Κι ακόμα πιο κάτω, λέει, υπάρχουν κι άλλοι τόποι, αλλά το Κίτρινο Πρόσωπο είναι πολύ ζεστό εκεί κι έχει σπάνια σύννεφα κι οι άνθρωποι είναι άγριοι κι έχουν σκούρα πρόσωπα. Εμείς δε θέλουμε να δούμε αυτόν τον τόπο.
— Όχι, είπε ο Φρόντο. Αλλά μη βγαίνεις απ’ την πορεία σου. Και η τρίτη στροφή;
— Ω, ναι, ναι, υπάρχει κι ένας τρίτος δρόμος, είπε το Γκόλουμ. Ο δρόμος αριστερά. Αυτός αμέσως αρχίζει ν’ ανηφορίζει ψηλά ψηλά, στριφογυρίζει κι ανεβαίνει και γυρίζει πίσω στις ψηλές σκιές. Κι όταν στρίψει γύρω απ’ το μαύρο βράχο θα το δείτε, θα το δείτε ξαφνικά από πάνω σας και θα θέλετε να κρυφτείτε.
— Θα το δούμε, θα το δούμε; Τι θα δεις;
— Το παλιό φρούριο, πολύ παλιό, πολύ φοβερό τώρα. Ακούγαμε ιστορίες από το Νοτιά, όταν ο Σμήγκολ ήταν νέος, πολύ παλιά. Ω, ναι, συνηθίζαμε να λέμε ένα σωρό ιστορίες το βράδυ, καθισμένοι στις όχθες του Μεγάλου Ποταμού, στους τόπους με τις ιτιές, τότε που κι ο Ποταμός ήταν πιο νέος, γκόλουμ, γκόλουμ.
Άρχισε να κλαίει και να μουρμουρίζει. Οι χόμπιτ περίμεναν υπομονετικά.
— Ιστορίες απ’ το Νοτιά, συνέχισε πάλι το Γκόλουμ, για τους ψηλούς Ανθρώπους με τ’ αστραφτερά μάτια, με τα σπίτια σαν πέτρινους λόφους και την ασημένια κορόνα του Βασιλιά τους και το Άσπρο του το Δέντρο: ιστορίες θαυμαστές. Έφτιαξαν πολύ ψηλούς πύργους κι ο ένας που έφτιαξαν ήταν άσπρος σαν ασήμι κι είχε μια σφαίρα σαν το Φεγγάρι κι ολόγυρά του είχε μεγάλα άσπρα τείχη. Ω, ναι, λέγονταν πολλές ιστορίες για τον Πύργο της Σελήνης.
— Αυτός θα ’ναι η Μίνας Ίθιλ που έχτισε ο Ισίλντουρ ο γιος του Έλεντιλ, είπε ο Φρόντο. Ο Ισίλντουρ ήταν που έκοψε το δάχτυλο του Εχθρού.
— Ναι, Αυτός έχει μόνο τέσσερα στο Μαύρο Χέρι, αλλά είναι αρκετά, είπε το Γκόλουμ ανατριχιάζοντας. Κι Αυτός μισούσε την πόλη του Ισίλντουρ.
— Και τι δε μισεί; είπε ο Φρόντο. Αλλά τι σχέση έχει ο Πύργος της Σελήνης μ’ εμάς;
— Λοιπόν, αφέντη, εκεί ήταν κι εκεί είναι ο ψηλός πύργος και τ’ άσπρα σπίτια και το τείχος· αλλά δεν είναι καλά τώρα, δεν είναι ωραία. Τον πήρε εδώ και πολύ παλιά. Είναι πολύ φοβερός τόπος τώρα. Οι ταξιδιώτες τρέμουν σαν τον δουν, σέρνονται και φεύγουν να μην τον βλέπουν, αποφεύγουν τη σκιά του. Ο αφέντης όμως θα πρέπει να πάει από κει. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος. Γιατί τα βουνά εκεί είναι πιο χαμηλά κι ο παλιός δρόμος όλο κι ανεβαίνει, ώσπου φτάνει ένα σκοτεινό πέρασμα στην κορφή κι ύστερα πηγαίνει κάτω, κάτω, ξανά — στο Γκόργκοροθ.
Η φωνή του έγινε ψίθυρος κι ανατρίχιασε.
— Μα αυτό σε τι θα μας βοηθήσει; ρώτησε ο Σαμ. Μη μου πεις πως ο Εχθρός δεν ξέρει τα πάντα για τα βουνά του κι εκείνο το δρόμο δεν τον φυλάνε τόσο καλά, όσο κι αυτόν; Ο πύργος δεν είναι άδειος, δεν είν’ έτσι;
— Ω, όχι, όχι άδειος! ψιθύρισε το Γκόλουμ. Φαίνεται άδειος, μα δεν είναι, ω, όχι! Πολύ τρομερά όντα ζουν εκεί. Ορκ, ναι, πάντα Ορκ· αλλά και χειρότερα όντα ζουν εκεί, χειρότερα. Ο δρόμος ανεβαίνει ακριβώς κάτω απ’ τη σκιά του τείχους και περνάει την πύλη. Τίποτα δεν κινείται στο δρόμο που να μην το ξέρουν. Τα όντα μέσα ξέρουν: οι Σιωπηλοί Σκοποί.
— Ώστε αυτή λοιπόν είναι η συμβουλή σου, είπε ο Σαμ, να κάνουμε άλλη μια μεγάλη πορεία στο νοτιά, για να βρεθούμε στο ίδιο αδιέξοδο ή και χειρότερο, όταν φτάσουμε εκεί, αν ποτέ φτάσουμε;
— Όχι, όχι βέβαια, είπε το Γκόλουμ. Οι χόμπιτ πρέπει να δουν, πρέπει να προσπαθήσουν να καταλάβουν. Αυτός δεν περιμένει επίθεση από κει. Το Μάτι Του γυρίζει παντού, αλλά προσέχει μερικά σημεία περισσότερο από άλλα. Δεν μπορεί να τα βλέπει όλα ταυτόχρονα, όχι ακόμα. Βλέπετε, έχει κατακτήσει όλη την περιοχή δυτικά απ’ τα Βουνά της Σκιάς ως τον Ποταμό κάτω και κρατάει τις γέφυρες τώρα. Νομίζει πως κανείς δεν μπορεί να έρθει στον Πύργο της Σελήνης χωρίς να δώσει μεγάλη μάχη στα γεφύρια, ή να φέρει πολλές βάρκες που δεν μπορούν να κρυφτούν κι Αυτός θα το μάθει.
— Φαίνεται να ξέρεις πολλά για το τι κάνει Αυτός και τι σκέφτεται, είπε ο Σαμ. Είχατε καμιά κουβέντα τώρα τελευταία; Ή έκανες παρέα με κάποιους Ορκ;
— Όχι καλός χόμπιτ, όχι μυαλωμένος, είπε το Γκόλουμ ρίχνοντας στο Σαμ μια θυμωμένη ματιά και γυρίζοντας στο Φρόντο: Ο Σμήγκολ έχει κουβεντιάσει με Ορκ, ναι, φυσικά, πριν ν’ ανταμώσει τον αφέντη, και σε πολύν κόσμο: έχει περπατήσει πολύ μακριά. Κι αυτά που λέει τώρα τα λέει πολύς κόσμος. Είναι εδώ στο Βοριά που γι’ Αυτόν είναι ο μεγάλος κίνδυνος, και για μας. Θα βγει απ’ τη Μαύρη Πύλη μια μέρα, μια μέρα σύντομα. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος που μπορούν να έρθουν μεγάλες στρατιές. Αλλά πέρα, κάτω δυτικά, Αυτός δε φοβάται και υπάρχουν και οι Σιωπηλοί Σκοποί.
— Ακριβώς! είπε ο Σαμ, που δεν το ’βαζε κάτω. Κι έτσι μπορούμε να πάμε και να χτυπήσουμε στην πόρτα τους και να ρωτήσουμε αν είναι ο σωστός δρόμος για τη Μόρντορ; Ή παραείναι σιωπηλοί και δεν απαντούν; Δεν είναι λογικό. Ας κάνουμε ό,τι κάνουμε εδώ, να γλιτώσουμε και το ξεποδάριασμα.
— Μην αστειεύεσαι, σφύριξε το Γκόλουμ. Δεν είναι αστείο. Ω, όχι! Ούτε διασκεδαστικό. Δεν είναι λογικό να προσπαθείς να μπεις στη Μόρντορ έτσι κι αλλιώς. Αλλά, αν ο αφέντης λέει Πρέπει να πάω ή Θα πάω, τότε πρέπει να δοκιμάσει κάποιον τρόπο. Αλλά δεν πρέπει να πάει στην τρομερή πόλη. Ω, όχι, και βέβαια όχι. Κι εδώ είναι που βοηθάει ο Σμήγκολ, ο καλός ο Σμήγκολ, αν και κανένας δεν του εξηγεί γιατί γίνονται όλα αυτά. Ο Σμήγκολ βοηθάει ξανά. Αυτός το βρήκε. Αυτός το ξέρει.
— Τι βρήκες; ρώτησε ο Φρόντο.
Το Γκόλουμ ζάρωσε χάμω κι η φωνή του χαμήλωσε κι έγινε ψίθυρος ξανά.
— Ένα μικρό μονοπάτι που ανεβαίνει στα βουνά· κι ύστερα μια σκάλα, μια στενή σκάλα. Ω, ναι, ατέλειωτη και στενή. Κι ύστερα κι άλλα σκαλοπάτια. Κι ύστερα — η φωνή του χαμήλωσε ακόμα περισσότερο — μια στοά, μια σκοτεινή στοά· και τέλος μια μικρή σχισμή κι ένα μονοπάτι ψηλότερα απ’ το κυρίως πέρασμα. Από κείνο το δρόμο βγήκε ο Σμήγκολ απ’ το σκοτάδι. Αλλά ήταν χρόνια πριν. Το μονοπάτι μπορεί να ’χει εξαφανιστεί τώρα· μπορεί όμως κι όχι, μπορεί όχι.
— Δε μ’ αρέσει καθόλου αυτή η ιστορία, είπε ο Σαμ. Μου παραφαίνεται εύκολη, τουλάχιστον έτσι όπως τη λες. Αν το μονοπάτι υπάρχει ακόμα, θα το φυλάνε κι αυτό. Δεν το φύλαγαν, Γκόλουμ;
Καθώς το ’πε αυτό, έπιασε ή του φάνηκε πως έπιασε μια πράσινη λάμψη στη ματιά του Γκόλουμ. Το Γκόλουμ μουρμούρισε αλλά δεν απάντησε.
— Δεν το φρουρούν; ρώτησε ο Φρόντο αυστηρά. Και τα κατάφερες να ξεφύγεις απ’ το σκοτάδι, Σμήγκολ; Δε σ’ άφησαν μάλλον να φύγεις, με κάποια αποστολή; Τουλάχιστον αυτό πιστεύει ο Άραγκορν, που σε βρήκε κοντά στους Βάλτους των Νεκρών μερικά χρόνια πριν.
— Είναι ψέμα! σφύριξε το Γκόλουμ, και μια απαίσια λάμψη φάνηκε στα μάτια του ακούγοντας το όνομα του Άραγκορν. Είπε ψέματα για μένα, ναι! Εγώ το ’σκασα, εντελώς μόνος μου ο καημένος. Και βέβαια μου ’παν να ψάξω για το Πολύτιμο· κι έχω ψάξει, ψάξει, βεβαίως έχω. Όχι, όμως, για λογαριασμό του Μαύρου Άρχοντα. Το Πολύτιμο ήταν δικό μας, ήταν δικό μου, σας λέω. Μόνος μου το ’σκασα.
Ο Φρόντο ένιωσε μια παράξενη βεβαιότητα πως σ’ αυτή την υπόθεση το Γκόλουμ για μια φορά δε βρισκόταν τόσο μακριά απ’ την αλήθεια, όσο θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς· πως είχε δηλαδή κάπως βρει δρόμο να βγάζει απ’ τη Μόρντορ και πως τουλάχιστον πίστευε πως τον είχε ανακαλύψει με τη δική του πονηριά, Γιατί πρόσεξε πως το Γκόλουμ είπε εγώ, κι αυτό συνήθως φαινόταν να είναι το σημάδι, όταν σπάνια παρουσιαζόταν, πως κάποια απομεινάρια της παλιάς αλήθειας και ειλικρίνειας ήταν προς στιγμή στην επιφάνεια. Αλλά ακόμα κι αν μπορούσε να εμπιστευτεί το Γκόλουμ σ’ αυτό το σημείο, ο Φρόντο δεν ξεχνούσε τους δόλους του Εχθρού. Η «απόδραση» μπορεί να είχε επιτραπεί ή να ήταν φτιαχτή και πολύ γνωστή στο Σκοτεινό Πύργο. Κι οπωσδήποτε ήταν φανερό πως κρατούσε πάρα πολλά για τον εαυτό του.
— Σε ρωτάω πάλι, είπε, δε φρουρούν τον κρυφό το δρόμο;
Αλλά το όνομα του Άραγκορν είχε κάνει το Γκόλουμ να μουτρώσει. Είχε όλη την πληγωμένη στάση του ψεύτη, που τον υποψιάζονται όταν, για πρώτη φορά, έχει πει την αλήθεια ή μέρος της. Δεν απάντησε.
— Δεν τον φρουρούν; επανέλαβε ο Φρόντο.
— Ναι, ναι, μπορεί. Δεν έχει ασφαλισμένα μέρη σ’ αυτή τη χώρα, είπε το Γκόλουμ μουτρωμένο. Δεν έχει ασφαλισμένα μέρη. Ο αφέντης όμως πρέπει να δοκιμάσει ή να γυρίσει σπίτι του. Δεν έχει άλλο δρόμο.
Εκείνοι δεν κατάφεραν να το κάνουν να πει περισσότερα. Το όνομα του επικίνδυνου τόπου και του ψηλού περάσματος δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να το πει.
Το όνομά του ήταν Κίριθ Ούνγκολ, ένα όνομα με φήμη τρομερή. Ο Άραγκορν θα μπορούσε να του είχε πει ίσως αυτό το όνομα και τη σημασία του· ο Γκάνταλφ θα τους είχε προειδοποιήσει. Αλλά ήταν ολομόναχοι, κι ο Άραγκορν βρισκόταν πολύ μακριά κι ο Γκάνταλφ στεκόταν ανάμεσα στα συντρίμμια του Ίσενγκαρντ κι αγωνιζόταν με το Σάρουμαν, αργοπορημένος εξαιτίας της προδοσίας. Όμως, ακόμα και την ώρα που έλεγε τα τελευταία του λόγια στο Σάρουμαν, και το παλαντίρ έπεσε όλο φωτιά στα σκαλοπάτια του Όρθανκ, η σκέψη του βρισκόταν πάντα στο Φρόντο και στο Σάμγουάιζ και μέσ’ απ’ τις ατέλειωτες λεύγες ο νους του τους αναζητούσε με συμπόνια κι ελπίδα.
Μπορεί ο Φρόντο να την ένιωσε, δίχως να το ξέρει, όπως την είχε νιώσει πάνω στο Άμον Χεν, μόλο που πίστευε πως ο Γκάνταλφ είχε φύγει, είχε χαθεί για πάντα στα σκοτάδια της Μόρια μακριά. Κάθισε καταγής για ώρα πολλή, σιωπηλός, με το κεφάλι σκυμμένο, προσπαθώντας να φέρει στο νου του όλα όσα του είχε πει ο Γκάνταλφ. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορούσε να θυμηθεί καμιά συμβουλή. Γιατί στ’ αλήθεια η καθοδήγηση του Γκάνταλφ τους είχε αφαιρεθεί πολύ γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα, τότε που η Σκοτεινή Χώρα ήταν ακόμα πάρα πολύ μακριά. Πώς θα έμπαιναν εκεί στο τέλος ο Γκάνταλφ δεν είχε πει. Ίσως και να μην μπορούσε να πει. Στο λημέρι του Εχθρού στο Βοριά, στο Ντόλ Γκούλντουρ, είχε αποτολμήσει να μπει μια φορά. Αλλά στη Μόρντορ, στο Βουνό της Φωτιάς και στο Μπαράντ-ντουρ, από τότε που ο Μαύρος Άρχοντας ξαναπήρε δύναμη, είχε ποτέ του ταξιδέψει εκεί; Ο Φρόντο δεν το πίστευε. Και να τος τώρα αυτός, ένας μικρούλης απ’ το Σάιρ, ένας απλός χόμπιτ που ζούσε στην ήσυχη εξοχή· να περιμένουν απ’ αυτόν να βρει δρόμο εκεί που οι πιο μεγάλοι δεν μπορούσαν ή δεν τολμούσαν να πάνε. Ήταν μαύρη μοίρα. Αλλά την είχε διαλέξει μοναχός του, στο σαλόνι του, κάποια άνοιξη μακρινή άλλης χρονιάς, τόσο μακρινής τώρα, που έμοιαζε σαν κάποιο κεφάλαιο σε κάποια ιστορία τότε που ο κόσμος ήταν νέος και το Χρυσό και το Ασημένιο Δέντρο άνθιζαν ακόμα. Ήταν μια φοβερή εκλογή. Ποιο δρόμο να διάλεγε; Κι αν και οι δυο έφερναν στον τρόμο και στο θάνατο, ποιο το όφελος της εκλογής;
Η μέρα προχώρησε. Μια βαθιά σιωπή έπεφτε πάνω στη μικρή γκρίζα τρύπα που βρισκόντουσαν, τόσο κοντά στα σύνορα της γης του φόβου: μια σιωπή που την ένιωθες, σαν πυκνό πέπλο που τους απομόνωνε απ’ όλον τον κόσμο ολόγυρα τους. Πάνω τους ο θόλος του χλωμού ουρανού ήταν γεμάτος γραμμές φευγαλέου καπνού, που έδειχναν όμως ψηλά και μακριά, λες κι έβλεπες από μεγάλα βάθη μιας ατμόσφαιρας βαριάς από σκέψεις βαθυστόχαστες.
Ούτε κι αετός ζυγιασμένος αντίκρυ στον ήλιο δε θα μπορούσε να διακρίνει τους χόμπιτ καθισμένους εκεί, κάτω απ’ το βάρος του πεπρωμένου, σιωπηλούς, ακίνητους, τυλιγμένους στους λεπτούς γκρίζους μανδύες τους. Για μια στιγμή θα μπορούσε ίσως να σταματήσει για να ρίξει και δεύτερη ματιά στο Γκόλουμ, μια μικροσκοπική μορφή ξαπλωμένη στο χώμα: εκεί ίσως κείτονταν το σκελεθρωμένο κορμί κάποιου παιδιού Ανθρώπων, με τα κουρελιασμένα ρούχα του ακόμα να το σκεπάζουν, τα μακριά χέρια και πόδια του σχεδόν άσπρα σαν κόκαλα και ισχνά σαν κόκαλα: δεν άξιζε ούτε για μεζέ.
Το κεφάλι του Φρόντο ήταν σκυφτό πάνω στα γόνατά του, ο Σαμ όμως έγειρε πίσω, με τα χέρια κάτω απ’ το κεφάλι, κοιτάζοντας μέσ’ απ’ την κουκούλα του τον άδειο ουρανό. Τουλάχιστον ήταν άδειος για ώρα πολλή. Ύστερα ο Σαμ νόμισε πως είδε κάτι σαν μαύρο πουλί με την άκρη του ματιού του, να ζυγιάζεται κι ύστερα να στρίβει και να φεύγει ξανά. Το ακολούθησαν δυο ακόμα κι ύστερα ένα τέταρτο. Έδειχναν πολύ μικρά, όμως αυτός ήξερε, κάπως, πως ήταν θεόρατα, με φτερά που απλώνονταν πελώρια και πετούσαν σε πολύ μεγάλο ύψος. Σκέπασε τα μάτια του κι έσκυψε μπροστά τρομαγμένος. Τον είχε κυριέψει ο ίδιος προειδοποιητικός φόβος που είχε νιώσει στην παρουσία των Μαύρων Καβαλάρηδων, ο αμήχανος τρόμος που είχε έρθει με το ουρλιαχτό στον αέρα και τον ίσκιο στο φεγγάρι, αν και τώρα δεν ήταν τόσο συντριπτικός ή επιτακτικός: η απειλή ήταν πιο απόμακρη. Πάντως, απειλή ήταν. Το ’νιωσε κι ο Φρόντο. Κόπηκε ο συλλογισμός του. Αναδεύτηκε και ρίγησε, αλλά δεν κοίταξε ψηλά. Το Γκόλουμ κουλουριάστηκε σαν στριμωγμένη αράχνη. Οι φτερωτές μορφές έκαναν κύκλο, χαμήλωσαν γρήγορα, γυρίζοντας βιαστικά πίσω στη Μόρντορ.
Ο Σαμ πήρε μια βαθιά ανάσα.
— Οι Καβαλάρηδες άρχισαν να τριγυρίζουν πάλι, ψηλά στον ουρανό, είπε μ’ ένα βραχνό ψίθυρο. Τους είδα. Νομίζεις πως μπορούσαν να μας δουν; Ήταν πολύ ψηλά. Κι αν είναι οι Μαύροι Καβαλάρηδες, οι ίδιοι όπως πριν, τότε δεν μπορούν να δουν πολλά στο φως της μέρας, έτσι δεν είναι;
— Όχι, ίσως όχι, είπε ο Φρόντο. Τα άτια τους όμως μπορούσαν. Κι αυτά τα φτερωτά πλάσματα που ιππεύουν τώρα είναι πολύ πιθανό να βλέπουν περισσότερα από κάθε άλλο πλάσμα. Είναι σαν μεγάλα όρνεα. Κάτι γυρεύουν ο Εχθρός, πολύ φοβάμαι, στέκει άγρυπνος.
Το αίσθημα του τρόμου πέρασε, αλλά η σιωπή που τους τύλιγε κόπηκε. Για λίγη ώρα είχαν αποκοπεί από τον κόσμο, λες και βρίσκονταν σ’ ένα αόρατο νησί’ τώρα είχαν απογυμνωθεί πάλι, ο κίνδυνος είχε ξαναγυρίσει. Ο Φρόντο όμως ακόμα δε μιλούσε στο Γκόλουμ ούτε αποφάσιζε. Τα μάτια του ήταν κλειστά, λες κι ονειρευόταν, ή κοίταζε μέσα στην καρδιά του και στη θύμησή του. Τέλος, αναδεύτηκε και σηκώθηκε όρθιος κι έδειχνε έτοιμος να μιλήσει και ν’ αποφασίσει. Αλλά «ακούστε!» είπε. «Τι είν’ αυτό;»
Καινούριος τρόμος τους βρήκε. Άκουσαν τραγούδια και βραχνά ξεφωνητά. Στην αρχή έμοιαζαν πολύ μακρινά, αλλά πλησίαζαν: έρχονταν προς το μέρος τους. Στη σκέψη όλων πέρασε πως οι Μαύροι Φτερωτοί τούς είχαν εντοπίσει κι είχαν στείλει οπλισμένους στρατιώτες να τους πιάσουν — γιατί τίποτα δεν ήταν πιο γρήγορο απ’ αυτούς τους τρομερούς υπηρέτες του Σόρον. Μαζεύτηκαν κι έστησαν αυτί. Οι φωνές και η κλαγγή των όπλων και ιπποσκευών ήταν πολύ κοντά. Ο Φρόντο και ο Σαμ ξεθηλύκωσαν τα μικρά σπαθιά στις θήκες τους. Η φυγή ήταν αδύνατη, Το Γκόλουμ σηκώθηκε αργά και σύρθηκε σαν έντομο ως τα χείλια του κοιλώματος. Πολύ προσεχτικά σηκώθηκε λίγο λίγο, ώσπου μπόρεσε να δει ανάμεσα από μια εγκοπή στο βράχο. Έμεινε εκεί δίχως να κουνιέται για κάμποση ώρα, χωρίς να βγάζει άχνα. Σε λίγο οι φωνές άρχισαν να υποχωρούν ξανά κι ύστερα αργά έσβησαν. Μακριά ένα βούκινο αντήχησε στις επάλξεις της Μοράνον. Ύστερα ήσυχα το Γκόλουμ αποτραβήχτηκε και γλίστρησε κάτω στο κοίλωμα.
— Κι άλλοι Άνθρωποι που πηγαίνουν στη Μόρντορ, είπε χαμηλόφωνα. Μαύρα πρόσωπα. Δεν έχουμε ξαναδεί Ανθρώπους σαν κι αυτούς, όχι, ο Σμήγκολ δεν έχει. Είναι άγριοι. Έχουν μαύρα μάτια, μακριά μαύρα μαλλιά και χρυσούς κρίκους στ’ αυτιά τους· ναι, ένα σωρό ωραίο χρυσάφι. Και μερικοί έχουν κόκκινη μπογιά στα μάγουλά τους και κόκκινες μπέρτες· κόκκινες είναι και οι σημαίες τους κι οι άκρες από τα δόρατά τους· κι έχουν στρογγυλές ασπίδες, κίτρινες και μαύρες με μεγάλες ακίδες. Όχι καλοί· πολύ σκληροί και κακοί Άνθρωποι φαίνονται. Κακοί σχεδόν όσο κι οι Ορκ και πολύ πιο μεγάλο. Ο Σμήγκολ νομίζει πως έχουν έρθει απ’ το Νοτιά, πέρα απ’ τις εκβολές του Μεγάλου Ποταμού· ανέβηκαν από κείνο το δρόμο. Πέρασαν απ’ τη Μεγάλη Πύλη· αλλά μπορεί ν’ ακολουθήσουν κι άλλοι. Πάντα έρχονται κι άλλοι στη Μόρντορ. Κάποια μέρα όλοι οι λαοί θα βρεθούν μέσα.
— Είχε καθόλου ολίφαντες; ρώτησε ο Σαμ, ξεχνώντας το φόβο του απ’ την περιέργειά του να μάθει νέα από ξένους τόπους.
— Όχι, όχι ολίφαντες. Τι είναι ολίφαντες; ρώτησε το Γκόλουμ.
Ο Σαμ σηκώθηκε όρθιος, βάζοντας τα χέρια πίσω (όπως έκανε πάντα όταν «έλεγε ποιήματα»), κι άρχισε:
Σαν ποντίκι σταχτερός
Και σαν σπίτι ’μαι ψηλός.
Μύτη σαν το φίδι έχω,
Η γη τρέμει όταν τρέχω,
Και στη χλόη σαν πατώ.
Δέντρα σπάζουν σαν περνώ.
Έχω κέρατα στο στόμα,
Του Νοτιά πατώ το χώμα,
Ανεμίζοντας τ’ αυτιά.
Χρόνια αμέτρητα πολλά
Περπατώ, μα δεν ξαπλώνω
Και στο χώμα πέφτω μόνο
Σαν το θάνατο θα βρω.
Ο Ολίφαντας εγώ,
Είμ’ απ’ όλους πιο ψηλός
Γέρος, θεόρατος, τρανός.
Αν ποτέ με συναντήσεις,
Δύσκολα Θα λησμονήσεις.
Αν ποτέ σου δε με δεις,
Παραμύθι θα με πεις·
Μα ’μαι Ολίφαντας εγώ
Ποτέ ψέμα δε θα πω.
— Αυτό, είπε ο Σαμ, σαν τελείωσε την απαγγελία, είναι μια ρίμα που λέμε στο Σάιρ. Ίσως ανόητη, ίσως κι όχι. Αλλά έχουμε κι εμείς τις ιστορίες μας, ξέρεις, και τα νέα μας απ’ το Νοτιά. Όχι πως γύρισαν πίσω πολλοί ποτέ, κι όχι πως πιστέψαμε κι όλα όσα μας είπαν: νέα απ’ το Μπρι κι όχι σίγουρα σαν τις κουβέντες του Σάιρ, όπως λέει κι ο λόγος. Εγώ όμως έχω ακούσει ιστορίες για μεγαλόσωμους λαούς πέρα μακριά στις Ηλιοχώρες. Τους λέμε Αραπάδες στις ιστορίες μας· και καβαλικεύουν ολίφαντες, λέει, όταν πολεμάνε. Βάζουνε σπίτια και πύργους στις ράχες των ολιφάντιδων κι οι ολίφαντες ρίχνουν βράχους και δέντρα ο ένας στον άλλο. Γι’ αυτό τώρα που είπες «Άνθρωποι απ’ το Νοτιά, όλοι στα κόκκινα και στα χρυσά», εγώ είπα «έχει καθόλου ολίφαντες;» Γιατί, αν είχε, θα ’ριχνα κι εγώ μια ματιά, κίνδυνος ξεκίνδυνος. Τώρα όμως δε φαντάζομαι πως θα δω ποτέ μου ολίφαντα. Μπορεί και να μην υπάρχει τέτοιο ζώο, αναστέναξε.
— Όχι, όχι ολίφαντες, είπε το Γκόλουμ ξανά. Ο Σμήγκολ δεν τους έχει ακουστά. Δε θέλει να τους δει. Δε θέλει να υπάρχουν. Ο Σμήγκολ θέλει να φύγει από δω και να κρυφτεί κάπου πιο σίγουρα. Ο Σμήγκολ θέλει να φύγει ο αφέντης. Ο καλός αφέντης, δε θα ’ρθει με το Σμήγκολ;
Ο Φρόντο σηκώθηκε όρθιος. Τον είχαν πιάσει τα γέλια, παρ’ όλες του τις σκοτούρες, όταν ο Σαμ πήρε φόρα κι έλεγε την παλιά ρίμα του Ολίφαντα, που την έλεγαν στο παραγώνι και τα γέλια τού έλυσαν το δισταγμό.
— Μακάρι να είχαμε χίλιους ολίφαντες με τον Γκάνταλφ σ’ έναν άσπρο επικεφαλής, είπε. Τότε θ’ ανοίγαμε, ίσως, δρόμο σ’ αυτή την απαίσια χώρα. Δεν έχουμε όμως παρά μόνο τα κουρασμένα μας πόδια όλο κι όλο. Λοιπόν, Σμήγκολ, ο τρίτος δρόμος μπορεί να μας βγει σε καλό. Θα ’ρθω μαζί σου.
— Καλέ αφέντη, σοφέ αφέντη, χρυσέ αφέντη! ξεφώνισε το Γκόλουμ ενθουσιασμένο, χτυπώντας χαϊδευτικά τα γόνατα του Φρόντο. Καλέ αφέντη! Λοιπόν, τώρα ξεκουραστείτε, καλοί χόμπιτ, στη σκιά των βράχων, κάτω από τα βράχια κοντά! Ξεκουραστείτε και καθίστε ήσυχοι, ώσπου να φύγει το Κίτρινο Πρόσωπο, Ύστερα μπορούμε να φύγουμε γρήγορα. Πρέπει να γίνουμε αθόρυβοι και γρήγοροι σαν ίσκιοι!
Στις λίγες ώρες της μέρας που είχαν απομείνει ξεκουράστηκαν, αλλάζοντας θέση για σκιά καθώς προχωρούσε ο ήλιος, ώσπου τέλος ο ίσκιος της δυτικής πλευράς της κοιλάδας μάκρυνε και σκοτάδι γέμισε το κοίλωμα. Τότε έφαγαν λιγάκι και ήπιαν με οικονομία. Το Γκόλουμ δεν έφαγε τίποτα, αλλά δέχτηκε να πιει νερό μ’ ευχαρίστηση.
— Γρήγορα θα βρούμε κι άλλο τώρα, είπε, γλείφοντας τα χείλια του. Στα ποταμάκια που χύνονται στο Μεγάλο Ποταμό τρέχει καλό νερό, καλό νερό στους τόπους που πηγαίνουμε. Ο Σμήγκολ θα βρει φαΐ εκεί, ίσως. Είναι πολύ πεινασμένος, ναι, γκόλουμ!
Ακούμπησε τα δυο μεγάλα πλατιά του χέρια στη βαθουλωμένη κοιλιά του κι ένα χλωμό πράσινο φως φάνηκε στα μάτια του.
Είχε σκοτεινιάσει για καλά, όταν τέλος ξεκίνησαν. Σύρθηκαν και βγήκαν απ’ τη δυτική πλευρά της κοιλάδας κι έσβησαν σαν φαντάσματα στην κακοτράχαλη περιοχή στα σύνορα του δρόμου. Το φεγγάρι τώρα ήθελε τρεις νύχτες ως την πανσέληνο, αλλά δε βγήκε πίσω απ’ τα βουνά ως τα μεσάνυχτα σχεδόν και το πρώτο μέρος της νύχτας ήταν πολύ σκοτεινό. Ένα μοναδικό κόκκινο φως έκαιγε πάνω ψηλά στους Πύργους των Δοντιών, αλλά κατά τα άλλα ούτε φαινόταν ούτε ακουγόταν το παραμικρό απ’ την ακοίμητη φρουρά της Μοράνον.
Για πολλά μίλια το κόκκινο μάτι έδειχνε να τους κοιτάζει καθώς έφευγαν, σκοντάφτοντας στη γυμνή κι όλο βράχια περιοχή. Δεν τολμούσαν να πάρουν το δρόμο, αλλά τον είχαν στ’ αριστερά τους, ακολουθώντας τον όσο πιο καλά μπορούσαν από κάποια απόσταση. Τέλος, όταν η νύχτα περνούσε κι αυτοί ήταν κιόλας κατάκοποι, γιατί είχαν σταματήσει για να ξεκουραστούν, μόνο για μια φορά λίγο, το μάτι έγινε ένα μικρό φλόγινο σημαδάκι κι ύστερα χάθηκε. Είχαν στρίψει τη σκοτεινή βόρεια παρυφή των πιο χαμηλών βουνών και τραβούσαν κατά το νοτιά.
Με τις καρδιές τώρα παράξενα ξαλαφρωμένες ξεκουράστηκαν πάλι, όχι για πολύ όμως. Δεν πήγαιναν αρκετά γρήγορα για το Γκόλουμ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, ήταν κάπου τριάντα λεύγες απ’ τη Μοράνον ως το σταυροδρόμι πάνω απ’ την Οσγκίλιαθ κι έλπιζε να καλύψει την απόσταση σε τέσσερις πορείες. Γι’ αυτό σε λίγο ξεκίνησαν πάλι με κόπο, ώσπου η αυγή άρχισε ν’ απλώνεται αργά στην πλατιά γκρίζα ερημιά. Είχαν βαδίσει κάπου οκτώ λεύγες και οι χόμπιτ δε θα μπορούσαν να προχωρήσουν πιο κάτω, ακόμα κι αν τολμούσαν.
Το φως που δυνάμωνε τους αποκάλυψε έναν τόπο που ήταν κιόλας λιγότερο γυμνός και καταστραμμένος. Τα βουνά εξακολουθούσαν να υψώνονται απειλητικά στ’ αριστερά τους, αλλά πολύ κοντά μπορούσαν να δουν το νότιο δρόμο, που τώρα ξεμάκραινε απ’ τα μαύρα ριζώματα των λόφων και λοξοδρομούσε δυτικά. Απ’ το δρόμο και πέρα υπήρχαν πλαγιές σκεπασμένες με σκουρόχρωμα δέντρα σαν μαύρα σύννεφα, αλλά παντού γύρω τους απλωνόταν ένας άγριος θαμνότοπος όλο ρείκια, σπάρτα και κρανιές, κι άλλα θαμνόδεντρα που δεν τα ήξεραν. Εδώ κι εκεί έβλεπαν συστάδες από ψηλά πεύκα.
Οι καρδιές των χόμπιτ αναθάρρεψαν λιγάκι παρ’ όλη τους την κούραση — η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και μυρωδάτη και τους θύμιζε τα ψηλώματα της Βόρειας Μοίρας πολύ μακριά. Ήταν καλό να παίρνουν αναστολή, να βαδίζουν σ’ έναν τόπο που ήταν για λίγα μόνο χρόνια κάτω από την κυριαρχία του Μαύρου Άρχοντα και δεν είχε χαλάσει εντελώς. Δεν ξεχνούσαν όμως τον κίνδυνο που διέτρεχαν, ούτε την Μαύρη Πύλη που δεν έπαυε να βρίσκεται πολύ κοντά, μόλο που ήταν κρυμμένη πίσω απ’ τα σκοτεινά βουνά. Κοίταξαν ολόγυρα για κάποια κρυψώνα από κακά μάτια όσο διαρκούσε η μέρα.
Η μέρα πέρασε ανήσυχα. Χώθηκαν βαθιά στα ρείκια και μετρούσαν τις αργοκίνητες ώρες, που κυλούσαν απαράλλαχτες· γιατί βρίσκονταν ακόμα κάτω απ’ τις σκιές των Έφελ Ντούαθ και ο ήλιος ήταν κρυμμένος. Ο Φρόντο κοιμόταν πότε πότε, βαθιά κι ειρηνικά, είτε γιατί εμπιστευόταν το Γκόλουμ είτε γιατί ήταν πολύ κουρασμένος για να τον νοιάζει· αλλά ο Σαμ είχε δυσκολία ακόμα και να λαγοκοιμηθεί, ακόμα κι όταν το Γκόλουμ φανερά κοιμόταν του καλού καιρού, με λαχανιάσματα και τινάγματα στα κρυφά όνειρά του. Ίσως η πείνα, περισσότερο από την έλλειψη εμπιστοσύνης, να τον κρατούσε ξυπνητό: είχε αρχίσει να λαχταράει ένα καλό σπιτικό φαγητό, «κάτι ζεστό απ’ την κατσαρόλα».
Μόλις η γη ξεθώριασε και πήρε ένα απροσδιόριστο γκρίζο χρώμα απ’ τον ερχομό της νύχτας, ξεκίνησαν πάλι. Σε λίγο το Γκόλουμ τους οδήγησε στο νότιο δρόμο· κι ύστερα απ’ αυτό προχωρούσαν πιο γρήγορα, αν κι ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος. Είχαν τ’ αυτιά τους τεντωμένα μην τυχόν κι ακούσουν οπλή ή πόδι στο δρόμο μπροστά ή πίσω τους· αλλά η νύχτα πέρασε και δεν άκουσαν θόρυβο, ούτε από διαβάτη ούτε από καβαλάρη.
Ο δρόμος είχε κατασκευαστεί κάποια παλιά ξεχασμένη εποχή και για τριάντα περίπου μίλια κάτω απ’ τη Μοράνον είχε πρόσφατα επισκευαστεί, αλλά όσο προχωρούσε νότια η άγρια φύση τον είχε κατακλύσει. Η δουλειά των Ανθρώπων του παλιού καιρού φαινόταν ακόμη στην ίσια και σίγουρη γραμμή του και στην επίπεδη πορεία του· πότε πότε έκοβε δρόμο ανάμεσα από λοφοπλαγιές ή περνούσε πηδώντας κάποιο ποταμάκι με μια πλατιά καλοχτισμένη καμπυλωτή γέφυρα· αλλά, τέλος, όλα τα σημάδια απ’ το πλακόστρωτο χάθηκαν, εκτός από καμιά κολόνα, εδώ κι εκεί, να κρυφοκοιτάζει ανάμεσα απ’ τους θάμνους στην άκρη, ή καμιά παλιά πλάκα να παραφυλάει ανάμεσα στ’ αγριόχορτα και στα βουνά. Ρείκια, δέντρα και φτέρες απλώνονταν ως κάτω και σκέπαζαν τ’ αναχώματα ή απλώνονταν στην επιφάνειά του. Τέλος, καταντούσε εξοχικός καρόδρομος που ελάχιστα τον χρησιμοποιούσαν αλλά δεν έστριβε: κρατούσε τη σταθερή πορεία του και τους οδηγούσε απ’ το συντομότερο δρόμο.
Έτσι μπήκαν στις βορινές περιοχές εκείνης της γης που οι Άνθρωποι έλεγαν κάποτε Ιθίλιεν, ενός όμορφου τόπου με δάση και γοργοκύλιστα ποτάμια. Η νύχτα ομόρφυνε κάτω απ’ τ’ αστέρια και το ολοστρόγγυλο φεγγάρι και οι χόμπιτ είχαν την εντύπωση πως η ευωδιά της ατμόσφαιρας δυνάμωνε όσο προχωρούσαν κι απ’ τα ξεφυσήματα και τα μουρμουρητά του Γκόλουμ φαινόταν πως το ’χε προσέξει κι αυτό και δεν του άρεσε. Με τα πρώτα σημάδια της μέρας σταμάτησαν πάλι. Είχαν φτάσει στο τέλος ενός ορύγματος μεγάλου μήκους και βάθους με κατακόρυφες πλευρές, με το οποίο ο δρόμος διαπερνούσε μια πέτρινη ράχη. Τώρα σκαρφάλωσαν τη δυτική πλευρά και κοίταξαν μακριά.
Η μέρα ξανοιγόταν στον ουρανό και είδαν πως τα βουνά ήταν τώρα πολύ πιο ξέμακρα και απομακρύνονταν ανατολικά, σχηματίζοντας μια μακριά καμπύλη που χανόταν στο βάθος. Μπροστά τους, καθώς γύρισαν δυτικά, ομαλές πλαγιές κατηφόριζαν κι έσβηναν στην καταχνιά μακριά. Παντού γύρω τους υπήρχαν μικρά δασάκια, από κωνοφόρα, έλατα, κέδρους, κυπαρίσσια και άλλα είδη άγνωστα στο Σάιρ, με μεγάλα ξέφωτα ανάμεσά τους· και παντού υπήρχαν άφθονα αρωματικά χορταρικά και θάμνοι. Το μακρύ τους ταξίδι από το Σκιστό Λαγκάδι τούς είχε φέρει μακριά, πολύ νοτιότερα απ’ τη δική τους χώρα, αλλά μέχρι τώρα σ’ αυτήν εδώ την πιο προφυλαγμένη περιοχή οι χόμπιτ δεν είχαν νιώσει την αλλαγή του κλίματος. Εδώ η Άνοιξη δούλευε γύρω τους· φτέρες τρυπούσαν τα βρύα και τα σαπιόφυλλα, τα πεύκα είχαν πράσινα ακροδάχτυλα, μικρά λουλούδια άνθιζαν στη χλόη, πουλιά κελαηδούσαν. Το Ιθίλιεν, ο κήπος της Γκόντορ, ερημωμένο τώρα, διατηρούσε ακόμα την ομορφιά μιας ατημέλητης δρυάδας.
Νότια και δυτικά έβλεπε προς τις ζεστές χαμηλότερες κοιλάδες του Άντουιν, απ’ τ’ ανατολικά ήταν προφυλαγμένο από τα Έφελ Ντούαθ δίχως να βρίσκεται όμως κάτω απ’ τη σκιά τους, απ’ το βοριά προφυλαγμένο απ’ το Έμιν Μιούιλ κι ήταν ανοιχτό στα νότια ρεύματα και στους υγρούς ανέμους που έρχονταν απ’ τη μακρινή θάλασσα. Εκεί φύτρωναν πολλά μεγάλα δέντρα, φυτεμένα από πολύ παλιά, που γερνούσαν απεριποίητα μέσα σε μια ζούγκλα από αδιάφορους απογόνους· υπήρχαν αρμυρίκια, αψιές, φιστικιές, ελιές, δάφνες· και είχε και αγριοκυπάρισσα και μυρτιές· και ολόκληρους θάμνους θυμάρι, που με τα ξυλένια αναρριχητικά κοτσάνια τους σκέπαζαν με κεντήματα τις κρυμμένες πέτρες· διάφορα είδη αλιφασκιάς που έβγαζαν γαλάζια λουλουδάκια ή κόκκινα ή χλωμά πράσινα· και μαντζουράνες και φρεσκοφυτρωμένος μαϊντανός και πολλά αρωματικά φυτά με όψη κι άρωμα πέρα απ’ τις κηπουρικές γνώσεις του Σαμ. Οι σπηλιές και οι πέτρινοι τοίχοι ήταν κιόλας αστροστολισμένοι με μαλλόχορτα και πετρόχορτα. Πριμούλες και ανεμώνες είχαν ξυπνήσει κάτω απ’ τις φουντουκιές· κι ασφόδελοι και πολλά κρινάκια έγερναν τα μισανοιγμένα κεφαλάκια τους στο παχύ πράσινο χορτάρι, πλάι στις λιμνούλες, όπου τα γρήγορα ποταμάκια ξεκουράζονταν σε δροσάτα κοιλώματα πριν συνεχίσουν το κατηφορικό τους ταξίδι για τον Άντουιν.
Οι ταξιδιώτες γύρισαν την πλάτη στο δρόμο και πήραν την κατηφόρα. Καθώς προχωρούσαν, παραμερίζοντας στο πέρασμά τους θάμνους κι αρωματικά φυτά, ευωδιαστά αρώματα ξεχύνονταν γύρω τους. Το Γκόλουμ έβηχε και αναγούλιαζε· αλλά οι χόμπιτ ανάσαιναν βαθιά και ξαφνικά ο Σαμ γέλασε, όχι από κάποιο αστείο, αλλά απ’ την αλαφράδα της καρδιάς του. Ακολούθησαν ένα ρυάκι που κατηφόριζε γοργά μπροστά τους. Σε λίγο τους έφερε σε μια μικρή καθάρια λίμνη σε μια ρηχή κοιλάδα· απλωνόταν στα κομματιασμένα ερείπια κάποιας πανάρχαιας πέτρινης λεκάνης, που τα σκαλιστά της χείλη ήταν σχεδόν εντελώς σκεπασμένα με βρύα κι αγριοτριανταφυλλιές· ίριδες ήταν παραταγμένες ολόγυρα και φύλλα από νούφαρα έπλεαν στη σκοτεινή κι ελαφρά ρυτιδωμένη της επιφάνεια· ήταν όμως βαθιά και ολόδροση και ξεχείλιζε πολύ μαλακά από μια πέτρινη εγκοπή στην άλλη άκρη.
Εδώ πλύθηκαν και ήπιαν, ώσπου χόρτασαν, απ’ το σημείο που το ρυάκι χυνόταν μέσα. Έπειτα αναζήτησαν τόπο για ν’ αναπαυθούν και να κρυφτούν γιατί αυτός ο τόπος, μόλο που ακόμα έδειχνε όμορφος, δεν έπαυε ν’ αποτελεί τώρα περιοχή του Εχθρού. Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ από το δρόμο, κι όμως ακόμα και σε τόσο σύντομο διάστημα είχαν δει ουλές από παλιούς πολέμους και νεότερες πληγές ανοιγμένες από τους Ορκ και άλλους βρομερούς υπηρέτες του Μαύρου Άρχοντα — ένα λάκκο ξεσκέπαστο, γεμάτο βρομιές και σκουπίδια· δέντρα πελεκημένα χωρίς λόγο και αφημένα να πεθάνουν, με απαίσια ρουνικά ή το άγριο σημάδι του Ματιού χαραγμένα με άτεχνες μαχαιριές στη φλούδα τους.
Ο Σαμ, που κατηφόρισε απ’ το σημείο που έφευγε το νερό της λίμνης, μυρίζοντας κι αγγίζοντας τ’ άγνωστα φυτά και δέντρα, λησμονώντας για μια στιγμή τη Μόρντορ, αναγκάστηκε ξαφνικά να θυμηθεί τον πανταχού παρόντα κίνδυνο που διέτρεχαν. Σκόνταψε σ’ ένα άνοιγμα ακόμα καψαλισμένο απ’ τη φωτιά και στη μέση του βρήκε ένα σωρό καρβουνιασμένα και κομματιασμένα κόκαλα και νεκροκεφαλές. Τ’ αγριόχορτα, που φύτρωναν γρήγορα με βάτα και αγριοτριανταφυλλιές και αγράμπελη άπλωναν κιόλας το πέπλο τους πάνω απ’ αυτόν τον τόπο του φοβερού συμπόσιου και της σφαγής· που όμως δεν ήταν παλιά. Βιάστηκε να γυρίσει στους συντρόφους του, αλλά δεν είπε τίποτα: τα κόκαλα ήταν πολύ καλύτερα να μείνουν στην ησυχία τους, παρά να τους βάλει χέρι και να τ’ ανακατέψει το Γκόλουμ.
— Ελάτε να βρούμε κάπου να ξαπλώσουμε, είπε. Όχι χαμηλότερα. Κάπου ψηλότερα θα ’λεγα.
Λίγο πίσω και ψηλότερα από τη λίμνη βρήκαν ένα καφέ σκούρο παχύ στρώμα από περσινές φτέρες. Πιο πέρα είχε μια πυκνή συστάδα από σκουρόφυλλες δάφνες που σκαρφάλωναν μια απόκρημνη ανηφοριά κι ήταν στεφανωμένες με γέρικους κέδρους. Εκεί αποφάσισαν να ξεκουραστούν και να περάσουν τη μέρα, που υποσχόταν κιόλας να είναι ηλιόλουστη και ζεστή. Ήταν όμορφη μέρα για να περπατήσουν στα σύδεντρα και στα ξέφωτα του Ιθίλιεν αλλά μόλο που οι Ορκ αποφεύγουν το φως του ήλιου, υπήρχαν πάρα πολλά σημεία εδώ που θα μπορούσαν να κρυφτούν και να παραμονεύουν κι οπωσδήποτε κυκλοφορούσαν κι άλλα κακόβουλα μάτια: ο Σόρον είχε πολλούς υπηρέτες. Το Γκόλουμ, πάντως, δε σκόπευε να κουνηθεί κάτω απ’ το Κίτρινο Πρόσωπο. Σε λίγο θα ’βγαινε πίσω απ’ τις σκοτεινές κορυφογραμμές των Έφελ Ντούαθ κι αυτό θα λιποψυχούσε και θα ζάρωνε φοβισμένο στο φως και στη ζέστη.
Ο Σαμ σκεφτόταν πολύ σοβαρά το φαγητό καθώς προχωρούσαν. Τώρα που η απελπισία της απροσπέλαστης Πύλης βρισκόταν στο παρελθόν, δεν ακολουθούσε το παράδειγμα του κυρίου του, να μη σκέπτεται το πώς θα επιζήσουν μετά το τέλος της αποστολής τους· κι οπωσδήποτε του φαινόταν πιο συνετό να φυλάει το ψωμί-για-το-δρόμο των Ξωτικών για χειρότερες μέρες. Έξι μέρες ή και περισσότερες είχαν περάσει από τότε που είχε υπολογίσει πως είχαν μόλις και μετά βίας αρκετό για τρεις εβδομάδες.
«Αν φτάσουμε στη Φωτιά ως τότε, θα είμαστε τυχεροί, έτσι όπως πάμε! σκέφτηκε. Και μπορεί να θέλουμε να γυρίσουμε πίσω. Μπορεί!»
Κι επιπλέον, στο τέλος μιας ολονύκτιας πορείας κι ύστερα απ’ το μπάνιο και το νερό που ήπιε, ένιωθε πολύ πιο πεινασμένος απ’ όσο συνήθως. Αυτό που ήθελε πραγματικά ήταν ένα δείπνο ή ένα πρωινό, πλάι στη φωτιά στην παλιά κουζίνα του Μπάγκσοτ Ρόου. Του ’ρθε μια ιδέα και στράφηκε στο Γκόλουμ. Το Γκόλουμ μόλις κι ετοιμαζόταν να ξεγλιστρήσει μόνο του και σερνόταν με τα τέσσερα ανάμεσα στις φτέρες.
— Ε! Γκόλουμ! είπε ο Σαμ. Για πού το ’βαλες; Κυνήγι; Λοιπόν, κοίτα δω, γερο-μακρομύτη, εσένα δε σ’ αρέσει το φαΐ μας κι εγώ προσωπικά δε θα λυπηθώ με κάποια αλλαγή. Το καινούριο σου σύνθημα είναι: πάντα έτοιμος να βοηθήσω. Θα μπορούσες να βρεις τίποτα της προκοπής για έναν πεινασμένο χόμπιτ;
— Ναι, ίσως, ναι, είπε το Γκόλουμ. Ο Σμήγκολ πάντα βοηθάει, αν του το ζητήσουν — αν του το ζητήσουν όμορφα.
— Σωστά, είπε ο Σαμ. Εγώ σ’ το ζητώ. Κι αν αυτό δε σου φαίνεται αρκετά όμορφα, σε παρακαλώ.
Το Γκόλουμ εξαφανίστηκε. Έλειψε αρκετή ώρα κι ο Φρόντο, αφού έφαγε λίγες μπουκιές λέμπας, βολεύτηκε βαθιά στις καφετιές φτέρες κι αποκοιμήθηκε. Ο Σαμ τον κοίταξε. Το πρώτο πρωινό φως μόλις τώρα σερνόταν στις σκιές κάτω από τα δέντρα, αλλά είδε το πρόσωπο του κυρίου του πολύ καθαρά, το ίδιο και τα χέρια του, απλωμένα χαλαρά στη γη πλάι του. Αυτό του θύμισε το Φρόντο όπως ήταν ξαπλωμένος, κοιμισμένος στο σπίτι τού Έλροντ, τότε με τη θανατερή πληγή του. Τότε, καθώς τον παρατηρούσε, ο Σαμ είχε προσέξει πως μερικές φορές ένα φως λες κι έβγαινε αμυδρά από μέσα του· τώρα όμως το φως ήταν ακόμα πιο έντονο και δυνατό. Το πρόσωπο του Φρόντο ήταν ειρηνικό και τα σημάδια του φόβου και της φροντίδας είχαν φύγει· έδειχνε όμως γερασμένο, γερασμένο και πανέμορφο, λες και το πελέκημα των χρόνων που το σχημάτισαν να φανερωνόταν τώρα σε πολλές λεπτότατες γραμμές που ήταν κρυμμένες προηγουμένως, αν και το πρόσωπο αυτό καθεαυτό δεν είχε αλλάξει. Όχι πως ο Σαμ Γκάμγκη το είπε έτσι στον εαυτό του. Αυτός τίναξε το κεφάλι του, λες κι έβρισκε τις λέξεις άχρηστες και μουρμούρισε: «Τον αγαπώ. Είναι έτσι και πότε πότε λάμπει κι απέξω, κάπως. Όμως εγώ τον αγαπώ, είτε έτσι είτε αλλιώς».
Το Γκόλουμ γύρισε αθόρυβα και κοίταξε πάνω από τον ώμο του Σαμ. Βλέποντας το Φρόντο έκλεισε τα μάτια του κι απομακρύνθηκε στα τέσσερα δίχως θόρυβο. Ο Σαμ το πλησίασε μια στιγμή αργότερα και το βρήκε να μασουλάει κάτι και να μουρμουρίζει μοναχό του. Στη γη δίπλα του βρίσκονταν δυο μικρά κουνέλια, που είχε αρχίσει να τα κοιτάζει λαίμαργα.
— Ο Σμήγκολ πάντα βοηθάει, είπε. Έφερε κουνέλια, νόστιμα κουνέλια. Αλλά ο αφέντης κοιμήθηκε και μπορεί κι ο Σαμ να θέλει να κοιμηθεί. Μήπως δεν τα θέλει τώρα τα κουνέλια; Ο Σμήγκολ προσπαθεί να βοηθήσει, αλλά δεν μπορεί να τα πιάνει όλα στη στιγμή.
Ο Σαμ όμως δεν είχε καμιά αντίρρηση για το κουνέλι και το ’πε. Τουλάχιστον όχι για μαγειρεμένο κουνέλι. Όλοι οι χόμπιτ, φυσικά, ξέρουν να μαγειρεύουν, γιατί αρχίζουν να μαθαίνουν την τέχνη πριν τα γράμματα (που πολλοί ποτέ τους δε μαθαίνουν)· ο Σαμ όμως ήταν καλός μάγειρας, ακόμα και σύμφωνα με τα χομπιτο-κριτήρια και είχε εξασκηθεί καλά στο υπαίθριο μαγείρεμα στα ταξίδια τους, όταν είχε την ευκαιρία. Εξακολουθούσε ακόμα να κουβαλάει μ’ ελπίδα αρκετά απ’ τα σύνεργά του στο σακίδιο του: ένα μικρό κουτί με ίσκα, δυο μικρές ρηχές κατσαρόλες, την πιο μικρή μέσα στην πιο μεγάλη· μέσα τους είχε φυλάξει ένα ξύλινο κουτάλι, ένα κοντό πιρούνι με δύο μύτες και μερικές μικρές σούβλες· και κρυμμένο στον πάτο του σάκου του, σ’ ένα πλακέ ξύλινο κουτί, είχε ένα θησαυρό που όλο και λιγόστευε, λίγο αλάτι. Χρειαζόταν όμως φωτιά και μερικά πράγματα ακόμα. Σκέφτηκε λιγάκι, ενώ έβγαλε το μαχαίρι του, το καθάρισε και το ακόνισε κι άρχισε να ετοιμάζει τα κουνέλια. Δε σκόπευε ν’ αφήσει το Φρόντο μοναχό του κοιμισμένο ούτε για λίγα λεπτά.
— Τώρα, Γκόλουμ, είπε, έχω και μια άλλη δουλειά για σένα. Πήγαινε και γέμισε αυτές τις κατσαρόλες με νερό και φέρ’ τες πίσω!
— Ο Σμήγκολ θα φέρει νερό, ναι, είπε το Γκόλουμ. Αλλά τι θέλει ο χόμπιτ όλο αυτό το νερό; Αυτός ήπιε και πλύθηκε.
— Μη σε νοιάζει, είπε ο Σαμ. Αν δεν μπορείς να μαντέψεις, γρήγορα θα το μάθεις. Κι όσο πιο γρήγορα φέρεις το νερό, τόσο πιο γρήγορα θα μάθεις. Και μη μου χαλάσεις καμιά απ’ τις κατσαρόλες μου, γιατί θα σε κάνω κιμά.
Όσο το Γκόλουμ έλειπε, ο Σαμ έριξε άλλη μια ματιά στο Φρόντο. Εξακολουθούσε να κοιμάται ήσυχα, αλλά του Σαμ τώρα του χτύπησε στο μάτι πόσο αδύνατα ήταν το πρόσωπό του και τα χέρια του.
«Παραείναι αδύνατος και ρουφηγμένος, μουρμούρισε. Δεν είναι σωστό για χόμπιτ. Αν καταφέρω να μαγειρέψω αυτά τα κουνέλια, θα τον ξυπνήσω.»
Ο Σαμ μάζεψε ένα σωρό από τις πιο ξερές φτέρες και σκαρφάλωσε στην πλαγιά μαζεύοντας ένα δεμάτι κλαράκια και σπασμένα ξύλα· το πεσμένο κλαδί ενός κέδρου στην κορφή τον προμήθεψε καλά. Ξερίζωσε μερικές τούφες χορτάρι στα ριζά της πλαγιάς, εκεί ακριβώς που τελείωναν οι φτέρες, κι έκανε ένα μικρό λάκκο και τοποθέτησε τα καυσόξυλά του. Όντας επιδέξιος με τσακμάκι και ίσκα, γρήγορα άναψε μια μικρή φωτιά. Έβγαζε ελάχιστο ή καθόλου καπνό κι ανάδινε μια αρωματική μυρωδιά. Εκεί που έσκυβε πάνω απ’ τη φωτιά του, προφυλάγοντάς την και δυναμώνοντάς τη με πιο χοντρά ξύλα, ήρθε και το Γκόλουμ, κουβαλώντας προσεχτικά τις κατσαρόλες και μουρμουρίζοντας.
Ακούμπησε κάτω τις κατσαρόλες και τότε ξαφνικά είδε τι έκανε ο Σαμ. Έβγαλε ένα λεπτό σφυριχτό ξεφωνητό κι έδειχνε τρομαγμένο και θυμωμένο.
— Αχ! Σσς — όχι! ξεφώνισε. Όχι! Ανόητοι χόμπιτ, χαζοί, ναι, χαζοί! Δεν πρέπει να το κάνουν.
— Δεν πρέπει να κάνουν τι; ρώτησε ο Σαμ έκπληκτος.
— Να κάνουν απαίσιες κόκκινες γλώσσες, σφύριξε το Γκόλουμ. Φωτιά, φωτιά! Είναι επικίνδυνο, ναι, είναι. Καίει, σκοτώνει. Και θα φέρει εχθρούς, ναι, θα φέρει.
— Δε νομίζω, είπε ο Σαμ. Και δε βλέπω το λόγο γιατί, αν δεν της βάλεις βρεγμένα ξύλα για να καπνίζει. Αλλά ακόμα κι αν καπνίζει, ας καπνίζει. Εγώ πάντως θα το διακινδυνεύσω. Τα κουνέλια θα τα μαγειρέψω.
— Θα μαγειρέψεις τα κουνέλια! στρίγκλιζε το Γκόλουμ απελπισμένα. Θα χαλάσεις το όμορφο κρέας που σου φύλαξε ο Σμήγκολ, ο καημένος, ο πεινασμένος ο Σμήγκολ! Για ποιο λόγο; Για ποιο λόγο, ανόητε χόμπιτ; Είναι μικρά, είναι τρυφερά, είναι νόστιμα. Φά’ τα, φά’ τα!
Άπλωσε τα χέρια του στο πιο κοντινό κουνέλι, που ήταν κιόλας γδαρμένο, ακουμπισμένο πλάι στη φωτιά.
— Έλα, έλα! είπε ο Σαμ. Ο καθένας με τον τρόπο του. Το ψωμί μας σε αηδιάζει και το ωμό κουνέλι αηδιάζει εμένα. Αν μου δώσεις κουνέλι, το κουνέλι είναι δικό μου, κατάλαβες, να το μαγειρέψω, αν θέλω. Δε χρειάζεται να με κοιτάς. Πήγαινε και πιάσε άλλο και φά’ το όπως σ’ αρέσει — κάπου ξεχωριστά, για να μη σε βλέπω. Τότε, εσύ δε θα βλέπεις τη φωτιά κι εγώ δε θα βλέπω εσένα και θα ’μαστε κι οι δυο μας πιο ευχαριστημένοι. Εγώ θα φροντίσω να μην καπνίσει η φωτιά, αν αυτό σε παρηγορεί.
Το Γκόλουμ αποτραβήχτηκε μουρμουρίζοντας και σύρθηκε στις φτέρες. Ο Σαμ ασχολήθηκε με τις κατσαρόλες του.
— Αυτό που ένας χόμπιτ χρειάζεται μαζί με το κουνέλι, μονολόγησε, είναι αρωματικά φυτά και ρίζες, ιδιαίτερα πατάτες — για να μην πω και ψωμί. Όσο για τα χορταρικά, θα τα βολέψουμε, κατά τα φαινόμενα.
— Γκόλουμ! φώναξε σιγανά. Έλα, τρίτη και τελευταία. Χρειάζομαι μερικά αρωματικά χόρτα.
Το κεφάλι του Γκόλουμ ξεπρόβαλε ανάμεσα απ’ τις φτέρες, αλλά η όψη του δεν ήταν ούτε εξυπηρετική ούτε φιλική.
— Μερικά δαφνόφυλλα, λίγο θυμάρι και αλισφακιά φτάνουν — πριν βράσει το νερό, είπε ο Σαμ.
Όχι! είπε το Γκόλουμ. Ο Σμήγκολ δεν είναι ευχαριστημένος. Και στο Σμήγκολ δεν αρέσουν τα φύλλα που βρομάνε. Κι ούτε τρώει χορτάρια ή ρίζες, όχι, πολύτιμο, όχι, εκτός και πεθαίνει της πείνας ή είναι πολύ άρρωστος, ο κακομοίρης ο Σμήγκολ.
— Ο Σμήγκολ θα βρεθεί στο καυτό νερό, όταν αυτό το νερό βράσει, αν δεν κάνει αυτό που του λένε, αγρίεψε ο Σαμ. Ο Σαμ θα του χώσει το κεφάλι μέσα, ναι, πολύτιμο. Και θα τον κάνω να πάει να βρει γογγύλια, καρότα και ’τάτες, αν ήταν η κατάλληλη εποχή του χρόνου. Πάω στοίχημα πως υπάρχουν όλων των λογιών καλά πράγματα να φυτρώνουν άγρια σ’ αυτόν τον τόπο. Θα ’δινα όσα κι όσα για μισή ντουζίνα ’τάτες.
— Ο Σμήγκολ δεν πάει, ω, όχι, πολύτιμο, όχι τούτη τη φορά, σφύριξε το Γκόλουμ. Φοβάται και είναι πολύ κουρασμένος κι αυτός ο χόμπιτ δεν είναι καλός, καθόλου καλός. Ο Σμήγκολ δεν πάει να ψάξει για ρίζες και καρότα και — ’τάτες. Τι είναι ’τάτες, πολύτιμο, ε, τι είναι ’τάτες;
— Πα-τά-τες, είπε ο Σαμ. Η καλύτερη λιχουδιά του Γέρου, και πολύ καλή σαβούρα γι’ άδεια κοιλιά. Αλλά δεν πρόκειται να βρεις, γι’ αυτό δε χρειάζεται να ψάξεις. Αλλά, άντε σαν καλό παιδί, Σμήγκολ, και φέρε μου τα χορταρικά και θ’ αλλάξω γνώμη για σένα. Κι ακόμα, αν αλλάξεις και γίνεις καλός, θα σου μαγειρέψω μερικές ’τάτες καμιά μέρα. Σ’ το υπόσχομαι: τηγανητό ψάρι με πατατάκια σερβιρισμένο από το Σ. Γκάμγκη. Δε θα πεις όχι γι’ αυτό.
— Ναι, ναι, θα πούμε. Θα χαλάσεις το όμορφο ψάρι, θα το τηγανίσεις. Δώσ’ μου ψάρι τώρα και κράτα τις παλιοπατάτες σου!
— Οχ, είσαι αδιόρθωτος, είπε ο Σαμ. Άντε για ύπνο!
Στο τέλος αναγκάστηκε να βρει ό,τι ήθελε μοναχός του· αλλά δε χρειάστηκε να πάει μακριά, ούτε να χάσει από τα μάτια του το μέρος που ήταν ξαπλωμένος ο κύριός του, κοιμισμένος ακόμα. Για λίγο ο Σαμ κάθισε συλλογισμένος και φρόντιζε τη φωτιά, ώσπου έβρασε το νερό. Η μέρα προχώρησε και η ατμόσφαιρα ζέστανε· η υγρασία εξατμίστηκε απ’ τη χλόη και τις φυλλωσιές. Σε λίγο τα κουνέλια τεμαχισμένα σιγόβραζαν στις κατσαρόλες τους με δεματάκια αρωματικά χορταρικά. Ο Σαμ σχεδόν αποκοιμήθηκε, όσο περνούσε η ώρα. Τ’ άφησε να βράσουν κάπου μία ώρα, τρυπώντας τα πότε πότε με το πιρούνι του και δοκιμάζοντας το ζουμί.
Όταν νόμισε πως ήταν όλα έτοιμα, έβγαλε τις κατσαρόλες απ’ τη φωτιά και σύρθηκε ως το Φρόντο. Ο Φρόντο μισάνοιξε τα μάτια του, όπως ο Σαμ στεκόταν πάνωθέ του, κι ύστερα ξύπνησε απ’ τα όνειρα του — κάποιο ακόμα ήρεμο, αλλά σχεδόν λησμονημένο ειρηνικό όνειρο.
— Γεια σου, Σαμ! είπε. Δεν ξεκουράζεσαι; Συμβαίνει τίποτα; Τι ώρα είναι;
— Περίπου δυο ώρες μετά το ξημέρωμα, είπε ο Σαμ, και θα πρέπει να πλησιάζει οχτώμισι με τα ρολόγια του Σάιρ. Αλλά τίποτα δε συμβαίνει. Αν και δεν είναι και ακριβώς εντάξει: δεν έχει κρεατοζωμό ούτε κρεμμύδια ούτε πατάτες. Σου έφτιαξα λίγο στιφάδο νερόβραστο, κύριε Φρόντο. Θα σου κάνει καλό. Μόνο που θα πρέπει να το φας στο κύπελλο σου· ή κατευθείαν από την κατσαρόλα, όταν κρυώσει λιγάκι. Δεν έφερα γαβάθες ούτε τίποτα κατάλληλο.
Ο Φρόντο χασμουρήθηκε και τεντώθηκε.
— Θα ’πρεπε να ξεκουράζεσαι, Σαμ, είπε. Και που άναψες φωτιά ήταν επικίνδυνο σ’ αυτά τα μέρη. Πάντως, πεινάω για τα καλά. Χμ! Το μυρίζομαι από δω. Τι μαγείρεψες;
— Ένα δώρο απ’ το Σμήγκολ, είπε ο Σαμ: δυο μικρά κουνελάκια· αν και φαντάζομαι πως το Γκόλουμ το ’χει μετανιώσει τώρα. Αλλά δεν έχει τίποτα να τα συνοδέψουμε, εκτός από κάτι λίγα χορταρικά.
Ο Σαμ κι ο κύριός του κάθισαν στις φτέρες κι έφαγαν το στιφάδο τους απ’ τις κατσαρόλες, χρησιμοποιώντας πότε ο ένας και πότε ο άλλος το παλιό πιρούνι και το κουτάλι. Επέτρεψαν στον εαυτό τους από μισό κομμάτι από το ψωμί-για-το-δρόμο των Ξωτικών. Τους φάνηκε συμπόσιο.
— Ε, Γκόλουμ! φώναξε ο Σαμ και σφύριξε απαλά. Έλα! Είναι καιρός ακόμα ν’ αλλάξεις γνώμη. Έμεινε λιγάκι, θες να δοκιμάσεις μαγειρεμένο κουνέλι;
Καμιά απάντηση.
— Ε, λοιπόν, φαντάζομαι πως θα ’φυγε να πάει να βρει τίποτα για τον εαυτό του. Ας το αποτελειώσουμε, είπε ο Σαμ.
— Κι ύστερα πρέπει να κοιμηθείς λιγάκι, είπε ο Φρόντο.
— Μην πά· και κοιμηθείς όσο που θα κοιμάμαι εγώ, κύριε Φρόντο. Δεν το εμπιστεύομαι και πολύ. Ένα μεγάλο ποσοστό του Βρομερού -του κακού Γκόλουμ, αν με καταλαβαίνεις — είναι μέσα του ακόμα, κι έχει αρχίσει πάλι να δυναμώνει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά νομίζω πως θα προσπαθήσει να με καρυδώσει πρώτον τώρα. Δεν τα συμφωνούμε και δεν είναι ευχαριστημένο με το Σαμ, ω, όχι, πολύτιμο, καθόλου ευχαριστημένο.
Τελείωσαν κι ο Σαμ πήγε στο ποταμάκι να ξεπλύνει τα σύνεργά του. Καθώς ανασηκώθηκε για να επιστρέψει, κοίταξε πίσω ψηλά στην πλαγιά. Εκείνη τη στιγμή είδε τον ήλιο να βγαίνει απ’ τις αναθυμιάμεις, ή τη θολούρα ή τη σκοτεινή σκιά ή οτιδήποτε τέλος πάντων ήταν αυτό που απλωνόταν στην ανατολή, κι έριξε τις χρυσές του ακτίνα, κάτω στα δέντρα και στα ξέφωτα γύρω του. Τότε πρόσεξε ένα λεπτό συννεφάκι γκριζογάλανου καπνού, που φαινόταν ολοκάθαρα στο φως του ήλιου, ν’ ανεβαίνει μέσα από ένα σύδεντρο λίγο πιο πάνω. Ταράχτηκε, όταν κατάλαβε πως αυτός ήταν ο καπνός απ’ τη μικρή φωτιά του που μαγείρεψε και που αμέλησε να σβήσει.
Αυτό δεν πρέπει! Ποτέ δε φαντάστηκα πως θα ’δειχνε έτσι! μουρμούρισε κι άρχισε να τρέχει πίσω βιαστικά.
Ξαφνικά σταμάτησε και τέντωσε τ’ αυτιά του. Σφύριγμα ήταν αυτό που είχε ακούσει ή όχι; Ή ήταν το κελάηδημα κάποιου άγνωστου πουλιού; Αν ήταν σφύριγμα, δεν ερχόταν απ’ τη μεριά του Φρόντο. Να το πάλι απ’ άλλο σημείο! Ο Σαμ άρχισε να τρέχει όπως όπως στην ανηφοριά.
Ανακάλυψε πως ένα μικρό ξύλο, που καιγόταν προς τα έξω, είχε ανάψει κάτι φτέρες στην άκρη της φωτιάς και η φτέρη ανάβοντας είχε κάνει τα πράσινα χορτάρια να καπνίζουν. Βιαστικά πάτησε κι έσβησε ό,τι απόμενε απ’ τη φωτιά, σκόρπισε τις στάχτες κι έβαλε τούφες χορτάρι στην τρύπα. Ύστερα σύρθηκε με προσοχή κοντά στο Φρόντο.
— Άκουσες ένα σφύριγμα κι άλλο ένα, που έμοιαζε σαν απάντηση; ρώτησε. Πριν λίγα λεπτά. Μακάρι να ήταν μόνο κάποιο πουλί, αλλά δε μου φάνηκε: πιο πολύ έμοιαζε σαν κάποιος να μιμείται το κελάηδημα πουλιού, έτσι νόμισα. Και φοβάμαι πως η μικρή φωτιά μου κάπνισε. Τώρα, αν το κατάφερα και μας έβαλα σε μπελάδες, δε Θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Και μπορεί να μην έχω ούτε και την ευκαιρία!
— Σουτ! ψιθύρισε ο Φρόντο. Μου φαίνεται πως άκουσα φωνές.
Οι δύο χόμπιτ έδεσαν τα μικρά τους σακίδια και τα φορτώθηκαν έτοιμοι για να το βάλουν στα πόδια κι ύστερα χώθηκαν πιο βαθιά στις φτέρες. Εκεί ζάρωσαν με τεντωμένα τ’ αυτιά.
Δεν υπήρχε αμφιβολία για τις φωνές. Μιλούσαν χαμηλόφωνα και με προφύλαξη, αλλά ήταν κοντά κι όλο πλησίαζαν. Έπειτα, εντελώς ξαφνικά, η μια φωνή ακούστηκε καθαρά από πολύ κοντά.
— Εδώ! Από δω βγήκε ο καπνός! είπε. Θα ’ναι κάπου εδώ κοντά. Στις φτέρες το δίχως άλλο. Θα το πιάσουμε σαν κουνέλι στην παγίδα. Και τότε θα μάθουμε τι σόι πράγμα είναι.
— Ναι, και τι ξέρει! είπε μια δεύτερη φωνή.
Αμέσως τέσσερις άντρες μπήκαν στις φτέρες από διαφορετικά σημεία. Εφόσον δεν ήταν πια δυνατό ούτε να φύγουν ούτε να κρυφτούν, ο Φρόντο και ο Σαμ πετάχτηκαν όρθιοι, πλάτη με πλάτη, τραβώντας τα μικρά σπαθιά τους.
Αν έμειναν κατάπληκτοι απ’ αυτό που είδαν, οι κυνηγοί τους έμειναν ακόμα πιο πολύ. Τέσσερις ψηλοί Άνθρωποι στέκονταν εκεί. Δύο κρατούσαν ακόντια στα χέρια τους με πλατιές γυαλιστερές αιχμές. Δύο είχαν μεγάλα τόξα, σχεδόν όσο το ύψος τους, και μεγάλες φαρέτρες με μακρουλά πρασινόφτερα βέλη. Όλοι είχαν σπαθιά στο πλευρό τους και ήταν ντυμένοι στα πράσινα και στα καφετιά σε διάφορες αποχρώσεις, για να βαδίζουν καλύτερα, δίχως να φαίνονται στα ξέφωτα του Ιθίλιεν. Πράσινα γάντια σκέπαζαν τα χέρια τους και τα πρόσωπά τους ήταν κουκουλωμένα μασκοφορεμένα στα πράσινα, εκτός από τα μάτια τους, που ήταν πολύ διαπεραστικά και λαμπερά. Αμέσως ο Φρόντο θυμήθηκε τον Μπορομίρ, γιατί αυτοί οι Άνθρωποι του έμοιαζαν στην κορμοστασιά, στον αέρα και στον τρόπο της ομιλίας τους.
— Δε βρήκαμε αυτό που γυρεύαμε, είπε ένας. Αλλά τι βρήκαμε;
— Όχι Ορκ, είπε ένας άλλος, αφήνοντας τη λαβή του σπαθιού του, που την είχε αρπάξει όταν είδε το Κεντρί να γυαλίζει στο χέρι του Φρόντο.
— Ξωτικά; είπε ένας τρίτος, αμφιβάλλοντας.
— Όχι! Δεν είναι Ξωτικά, είπε ο τέταρτος, ο πιο ψηλός, που έδειχνε να είναι ο αρχηγός ανάμεσά τους. Τα Ξωτικά δεν τριγυρνούν στο Ιθίλιεν τούτες τις μέρες. Και τα Ξωτικά είναι πανέμορφα στην όψη ή έτσι τουλάχιστο λένε.
— Και θες να πεις πως εμείς δεν είμαστε, αν σε κατάλαβα, είπε ο Σαμ. Σας ευχαριστούμε πολύ. Κι όταν ξεμπερδέψετε την κουβέντα σας για μας, ίσως να μας πείτε εσείς ποιοι είσαστε και γιατί δεν αφήνετε δυο κουρασμένους ταξιδιώτες να ξεκουραστούν.
Ο ψηλός πράσινος άντρας γέλασε αγριωπά.
— Είμαι ο Φαραμίρ, Λοχαγός της Γκόντορ, είπε. Δεν υπάρχουν ταξιδιώτες όμως στον τόπο αυτόν, υπηρέτες μονάχα του Μαύρου Πύργου ή του Άσπρου.
— Εμείς όμως δεν είμαστε ούτε το ένα ούτε το άλλο, είπε ο Φρόντο. Και είμαστε ταξιδιώτες, ό,τι κι αν λέει ο καπετάν Φαραμίρ.
— Τότε, κάντε γρήγορα και δηλώστε ποιοι είσαστε και ποιος ο σκοπός του ταξιδιού σας, είπε ο Φαραμίρ. Έχουμε δουλειά να κάνουμε κι αυτή δεν είναι ούτε η ώρα ούτε ο τόπος για αινίγματα ή διαπραγματεύσεις. Εμπρός! Πού είναι ο τρίτος της παρέας σας;
— Ο τρίτος;
— Ναι, εκείνος ο κρυφοπερπάτητος τύπος που είδαμε με τη μύτη χωμένη στη λιμνούλα εκεί κάτω. Εκείνος ο κακοσουλούπωτος. Τίποτα μννημα αυτών των κατασκόπων των Ορκ, φαντάζομαι, ή δικό τους πλάσμα. Αλλά μας την έσκασε με κάποιο αλεπουδίσιο κόλπο.
Λεν ξέρω πού είναι, είπε ο Φρόντο. Είναι σύντροφος κατά τύχη μονό, που τον ανταμώσαμε στο δρόμο μας και δεν είμαι υπεύθυνος γι’ αυτόν. Αν τον βρείτε, χαρίστε του τη ζωή. Φέρτε τον ή στείλτε τον σε μας. Είναι ένα άθλιο περιπλανώμενο πλάσμα, αλλά το έχω κάτω από την προστασία μου για λίγο. Όσο για μας, είμαστε Χόμπιτ του Σάιρ, μακριά στο Βοριά και Δυτικά, πέρα από πολλά ποτάμια. Φρόντο γιος του Ντρόγκο είναι τ’ όνομά μου, και μαζί μου είναι ο Σάμγουάιζ γιος του Χάμφαστ, ένας άξιος χόμπιτ στην υπηρεσία μου. Έχουμε έρθει από δρόμους μακρινούς — απ’ το Σκιστό Λαγκάδι, ή το Ίμλαντρις, όπως το λένε μερικοί — εδώ ο Φαραμίρ τινάχτηκε κι έδωσε μεγαλύτερη προσοχή. Είχαμε εφτά συντρόφους: ένα χάσαμε στη Μόρια, τους άλλους τους αφήσαμε στο Παρθ Γκάλεν πάνω απ’ το Ράουρος — δυο σαν κι εμένα· ένας Νάνος κι ένα Ξωτικό και δύο Άνθρωποι. Ο Άραγκορν κι ο Μπορομίρ, που είπε πως ερχόταν από τη Μίνας Τίριθ, μια πολιτεία του Νοτιά.
— Ο Μπορομίρ! αναφώνησαν και οι τέσσερις άντρες.
Ο Μπορομίρ ο γιος του Άρχοντα Ντένεθορ; είπε ο Φαραμίρ και μια παράξενη αυστηρή έκφραση σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Ήρθατε μαζί του; Αυτά, μάλιστα, είναι νέα, αν είναι αληθινά. Μάθετε, μικροί ξένοι, πως ο Μπορομίρ ο γιος του Ντένεθορ ήταν ο Αρχιφύλακας του Λευκού Πύργου και Στρατηγός μας: πολύ μας λείπει. Ποιοι είσαστε σεις λοιπόν, και τι δουλειά είχατε μαζί του; Και κάντε γρήγορα, γιατί ο Ήλιος ανεβαίνει!
— Σου είναι γνωστά τα λόγια του αινίγματος που έφερε στο Σκιστό Λαγκάδι ο Μπορομίρ; απάντησε ο Φρόντο.
Γύρεψε το Σπαθί που ήταν σπασμένο.
Στο Ίμλαντρις μακριά.
— Και βέβαια είναι γνωστά, είπε ο Φαραμίρ κατάπληκτος. Κι αυτό είναι κάποιο σημάδι πως λέτε αλήθεια, αν τα ξέρετε κι εσείς.
— Ο Άραγκορν, που κατονόμασα, έχει το Σπαθί που ήταν Σπασμένο, είπε ο Φρόντο. Κι εμείς είμαστε τ’ Ανθρωπάκια που λέει ο στίχος.
— Αυτό το βλέπω, είπε ο Φαραμίρ σκεπτικά. Ή μάλλον βλέπω πως μπορεί να ’ναι κι έτσι. Και τι είναι ο Χαμός του Ισίλντουρ;
— Αυτό είναι κρυμμένο, απάντησε ο Φρόντο. Δίχως αμφιβολία θά ’ρθει η ώρα που θα ξεκαθαριστεί.
— Πρέπει να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτή την υπόθεση, είπε ο Φαραμίρ, και να μάθουμε τι σας φέρνει τόσο μακριά ανατολικά κάτω απ’ τη σκιά αυτού εκεί πέρα — έδειξε με το χέρι του δίχως να ονομάσει. Όχι τώρα όμως. Έχουμε δουλειά τώρα. Βρισκόσαστε σε μεγάλο κίνδυνο και δε θα είχατε πάει μακριά σήμερα ούτε απ’ τα χωράφια ούτε απ’ το δρόμο. Θα πέσει λεπίδι σε λίγο, πριν μεσημεριάσει. Κι ύστερα θάνατος ή γρήγορη φυγή πίσω στον Άντουιν. Θ’ αφήσω δύο να σας φυλάνε και για το δικό σας και για το δικό μου καλό. Ο συνετός άνθρωπος δεν εμπιστεύεται τυχαία συναπαντήματα στο δρόμο σ’ αυτόν εδώ τον τόπο. Αν επιστρέψω, θα κουβεντιάσουμε περισσότερο.
— Έχε γεια! είπε ο Φρόντο, κάνοντας βαθιά υπόκλιση. Ό,τι κι αν σκέπτεσαι, εγώ είμαι φίλος όλων των εχθρών του Ενός Εχθρού. Θα ερχόμασταν μαζί σας, αν εμείς τ’ ανθρωπάκια είχαμε κάποια ελπίδα να σας βοηθήσουμε, μόλο που είσαστε τόσο γεροδεμένοι και δυνατοί, αν μου το επέτρεπε η αποστολή μου. Είθε το φως να λάμψει στα σπαθιά σας!
— Τα Ανθρωπάκια είναι ευγενικός λαός, ό,τι άλλο κι αν είναι, είπε ο Φαραμίρ. Έχετε γεια!
Οι χόμπιτ κάθισαν χάμω πάλι, αλλά δεν είπαν τίποτα ο ένας στον άλλο από τις σκέψεις και τις αμφιβολίες τους. Εκεί κοντά, κάτω απ’ τη δαντελωτή σκιά των σκούρων δαφνόδεντρων, δυο άντρες έμειναν φρουροί. Έβγαζαν τις μάσκες τους πότε πότε για να δροσιστούν, καθώς δυνάμωνε η ζέστη της μέρας, κι ο Φρόντο είδε πως ήταν ομορφοφτιαγμένοι άντρες, με λευκή επιδερμίδα, σκούρα μαλλιά, γκρίζα μάτια και πρόσωπα λυπημένα και περήφανα. Μιλούσαν αναμεταξύ τους χαμηλόφωνα, χρησιμοποιώντας στην αρχή την Κοινή Γλώσσα, αλλά με τρόπο αρχαϊκό, κι ύστερα γύρισαν σ’ άλλη γλώσσα δική τους. Μ’ έκπληξη, καθώς άκουγε ο Φρόντο, κατάλαβε πως μιλούσαν την Ξωτικογλώσσα ή κάποια παραλλαγή της· και τους κοίταξε με θαυμασμό, γιατί κατάλαβε τότε πως αυτοί θα ’πρεπε να ήταν Ντούνεντεν του Νότου, άντρες της γενιάς των Αρχόντων της Μακρινής Δύσης.
Ύστερα από λίγη ώρα τους μίλησε· αλλά ήταν αργοί και προσεχτικοί στις απαντήσεις. Είπαν πως τους έλεγαν Μπάμπλουνγκ και Ντάμροντ, στρατιώτες της Γκόντορ, και πως ήταν Περιφερόμενοι Φύλακες του Ιθίλιεν γιατί κατάγονταν από οικογένειες που κατοικούσαν στο Ιθίλιεν κάποτε, πριν να κατακλυσθεί από τους εχθρούς. Από τέτοιους άντρες ο Άρχοντας Ντένεθορ διάλεγε τα σώματα των επιδρομέων του, που περνούσαν τον Άντουιν μυστικά (πώς ή από πού δεν έλεγαν) για να παρενοχλούν τους Ορκ κι άλλους εχθρούς που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα Έφελ Ντούαθ και στον Ποταμό.
— Είναι σχεδόν δέκα λεύγες από δω ως την ανατολική όχθη του Άντουιν, είπε ο Μάμπλουνγκ, και σπάνια ερχόμαστε τόσο βαθιά. Αλλά έχουμε καινούρια αποστολή σ’ αυτό το ταξίδι, έχουμε έρθει να στήσουμε ενέδρα στους Ανθρώπους του Χάραντ. Καταραμένοι να ’ναι!
— Ναι, κατάρα στους Νότιους! είπε ο Ντάμροντ. Λέγεται πως παλιά η Γκόντορ είχε δοσοληψίες με τα βασίλεια του Χάραντ στο Μακρινό Νοτιά· αν και ποτέ δεν υπήρξε φιλία. Εκείνες τις μέρες τα σύνορά μας έφταναν μακριά στο νοτιά, πέρα απ’ τις εκβολές του Άντουιν, και το Ούμπαρ, το πλησιέστερο απ’ τα βασίλειά τους, αναγνώριζε την εξουσία μας. Αλλά αυτά γίνονταν πολύ παλιά. Έχουν περάσει πολλές γενιές Ανθρώπων ,από τότε που είχαμε τις τελευταίες μας δοσοληψίες. Τώρα τελευταία μάθαμε πως ο Εχθρός πήγε ανάμεσά τους κι έχουν προσχωρήσει σ’ Αυτόν — γιατί ήταν πάντα πρόθυμοι στο θέλημά Του -όπως και πολλοί άλλοι στην Ανατολή. Δεν αμφιβάλλω πως οι μέρες της Γκόντορ είναι μετρημένες και τα τείχη της Μίνας Τίριθ καταδικασμένα στην καταστροφή, τόσο μεγάλη είναι η δύναμη και η κακία Του.
— Αλλ’ όμως δε θα καθίσουμε με τα χέρια σταυρωμένα να Τον αφήσουμε να κάνει ό,τι θέλει Αυτός, είπε ο Μάμπλουνγκ. Αυτοί οι καταραμένοι οι Νότιοι έρχονται τώρα απ’ τους αρχαίους δρόμους για να προστεθούν στις στρατιές του Σκοτεινού Πύργου. Ναι, απ’ αυτούς τους ίδιους δρόμους που έφτιαξε η τέχνη της Γκόντορ. Και περνούν με όλο και λιγότερες προφυλάξεις, μαθαίνουμε, νομίζοντας πως η δύναμη του καινούριου τους αφέντη είναι αρκετά μεγάλη, ώστε και η σκιά μονάχα των λόφων Του να τους προστατεύει. Ήρθαμε να τους δώσουμε κι άλλο ένα μάθημα. Μάθαμε πριν λίγες μέρες πως μεγάλες δυνάμεις τους βαδίζουν προς Βορρά. Ένα από τα τάγματά τους υπολογίζουμε πως θα περάσει από δω, πριν το μεσημέρι — απ’ το δρόμο ψηλότερα, εκεί που διασχίζει το όρυγμα. Ο δρόμος μπορεί να περάσει, όχι όμως κι αυτοί! Όχι, όσο ο Φαραμίρ είναι αρχηγός. Αυτός βρίσκεται επικεφαλής τώρα όλων των επικίνδυνων επιχειρήσεων. Αλλά έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας ή η μοίρα τον φυλάει για κάποιον άλλο σκοπό.
Η κουβέντα όμως έσβησε κι έγινε σιωπηλό αφούγκρασμα. Όλα έμοιαζαν ακίνητα και ξάγρυπνα. Ο Σαμ μαζεμένος εκεί που τελείωναν οι φτέρες, κοίταξε με προσοχή έξω. Με τα κοφτερά χομπιτομάτια του είδε πως υπήρχαν πολλοί περισσότεροι Άνθρωποι εκεί γύρω. Μπορούσε να τους δει ν’ ανεβαίνουν κρυφά τις πλαγιές, ένας ένας ή πολλοί στη σειρά, πηγαίνοντας πάντα απ’ τις σκιές που σχημάτιζαν τα δασάκια ή τα σύδεντρα, ή να προχωρούν στα τέσσερα, σχεδόν αόρατοι με τα καφέ και πράσινα ρούχα τους, ανάμεσα απ’ τα χορτάρια και τις φτέρες. Όλοι ήταν κουκουλωμένοι και μασκοφορεμένοι και φορούσαν γάντια στα χέρια τους κι ήταν οπλισμένοι σαν το Φαραμίρ με τους συντρόφους του. Σε λίγο είχαν όλοι περάσει και είχαν εξαφανιστεί. Ο ήλιος ανέβηκε ώσπου πλησίασε το Νοτιά. Οι σκιές μίκρυναν.
«Πού να ’ναι άραγε εκείνο το σκασμένο το Γκόλουμ; συλλογίστηκε ο Σαμ καθώς σύρθηκε πίσω πιο βαθιά στη σκιά. Έχει πολλές πιθανότητες να το σουβλίσουν για Ορκ ή να ψηθεί απ’ το Κίτρινο Πρόσωπο. Φαντάζομαι πως θα φροντίσει τον εαυτό του.»
Ξάπλωσε πλάι στο Φρόντο κι άρχισε να λαγοκοιμάται.
Ξύπνησε, νομίζοντας πως είχε ακούσει σάλπιγγες. Ανασηκώθηκε. Ήταν καταμεσήμερο τώρα. Οι φρουροί στέκονταν πανέτοιμοι και τεντωμένοι στη σκιά των δέντρων. Ξαφνικά τα βούκινα αντήχησαν δυνατότερα, καθαρά από ψηλά, πάνω απ’ την κορφή της πλαγιάς. Ο Σαμ νόμισε πως άκουσε φωνές κι άγριες κραυγές, αλλά ο θόρυβος ήταν αμυδρός, λες κι ερχόταν από κάποια μακρινή σπηλιά. Ύστερα, σε λίγο, ο θόρυβος της μάχης ξέσπασε κοντά, ακριβώς πάνω απ’ την κρυψώνα τους. Μπορούσε ν’ ακούσει καθαρά το κουδούνισμα και το γρατσούνισμα του ατσαλιού πάνω στο ατσάλι, την κλαγγή του σπαθιού στο σιδερένιο κράνος, τον υπόκωφο θόρυβο της λάμας στην ασπίδα· άνθρωποι ξεφώνιζαν κι έσκουζαν και μια καθάρια δυνατή φωνή να φωνάζει: Γκόντορ! Γκόντορ!
— Ακούγεται λες κι εκατό σιδεράδες δουλεύουν μαζί, είπε ο Σαμ στο Φρόντο. Δε θα τους ήθελα πιο κοντά τώρα.
Αλλά η χλαλοή πλησίασε κι άλλο.
— Έρχονται! φώναξε ο Ντάμροντ. Δείτε! Μερικοί Νότιοι ξέφυγαν απ’ την παγίδα και φεύγουν απ’ το δρόμο. Να, πάνε από κει! Οι άντρες μας τους έχουν πάρει κατά πόδας κι ο Αρχηγός μπροστά.
Ο Σαμ, όλος περιέργεια να δει κι άλλα, πήγε τώρα κοντά στους φρουρούς. Σκαρφάλωσε λιγάκι σε μια απ’ τις μεγαλύτερες δάφνες. Για μια στιγμή πήρε το μάτι του κάτι μελαψούς άντρες στα κόκκινα να κατηφορίζουν τρέχοντας την πλαγιά λίγο πιο πέρα και πρασινοντυμένους πολεμιστές να πηδούν στο κατόπι τους και να τους πετσοκόβουν όπως έφευγαν. Ο ουρανός ήταν πηγμένος στα βέλη. Τότε ξαφνικά, ακριβώς πάνω από την άκρη της πλαγιάς που τους προφύλαγε, έπεσε ένας άντρας, τσακίζοντας τα λεπτά δεντράκια, σχεδόν από πάνω τους. Σταμάτησε στις φτέρες κοντά τους, με το πρόσωπο στο χώμα. Πράσινα φτερά από βέλη ξεπετάγονταν απ’ το λαιμό του κάτω από ένα χρυσαφένιο κολάρο. Τα κόκκινα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα, ο μπρούντζινος φολιδωτός του θώρακας σκισμένος και κομματιασμένος, οι μαύρες χρυσοπλεγμένες κοτσίδες του βουτηγμένες στο αίμα. Το μελαψό του χέρι ακόμα έσφιγγε τη λαβή ενός σπασμένου σπαθιού.
Αυτή ήταν η πρώτη γεύση που είχε ο Σαμ της μάχης Ανθρώπων εναντίον Ανθρώπων, και δεν του άρεσε και πολύ. Ήταν ευχαριστημένος που δεν μπορούσε να δει το νεκρό πρόσωπο. Αναρωτήθηκε ποιο να ’ταν άραγε το όνομα του ανθρώπου κι από πού να καταγόταν κι αν ήταν στ’ αλήθεια κακός ή με τι ψέματα κι απειλές να τον είχαν οδηγήσει σ’ αυτή τη μεγάλη πορεία μακριά από το σπίτι του· κι αν ίσως δε θα προτιμούσε στ’ αλήθεια να είχε μείνει εκεί ήσυχος — όλα αυτά πέρασαν σαν αστραπή απ’ το μυαλό του και γρήγορα διώχτηκαν. Γιατί μόλις έκανε ο Μάμπλουνγκ να πάει κατά το πεσμένο σώμα, καινούριος σαματάς ακούστηκε. Μεγάλες κραυγές και ξεφωνητά. Κι ανάμεσά τους ο Σαμ άκουσε διαπεραστικά μουγκρητά ή σαλπίσματα. Κι ύστερα ακούστηκαν υπόκωφοι κρότοι και τραντάγματα, λες και τεράστιοι κριοί να χτυπούν τη γη.
— Πρόσεχε! Πρόσεχε! φώναξε ο Ντάμροντ στο σύντροφό του. Οι Βάλαρ ας τον κάνουν ν’ αλλάξει πορεία! Mûmak! Mûmak!
Προς μεγάλη έκπληξη και φόβο και παντοτινή χαρά του, ο Σαμ είδε μια θεόρατη μορφή να τσακίζει τα δέντρα και να κατεβαίνει ορμητικά την πλαγιά. Μεγάλη σαν σπίτι του φάνηκε, πολύ μεγαλύτερη από σπίτι, ένας γκριζοντυμένος κινούμενος λόφος. Ο φόβος κι ο θαυμασμός μπορεί να τον μεγάλωσαν στα μάτια του χόμπιτ, αλλά ο Mûmak του Χάραντ ήταν στ’ αλήθεια ζώο τεραστίων διαστάσεων και όμοιό του δεν υπάρχει τώρα στη Μέση-γη· οι απόγονοι του, που ακόμα ζουν τις επόμενες μέρες, δεν είναι παρά αναμνήσεις του μεγέθους και της μεγαλοπρέπειάς του. Ερχόταν καταπάνω τους ακάθεκτος κι ύστερα άλλαξε πορεία την τελευταία στιγμή, περνώντας λίγες μόνο γιάρδες μακρύτερα, κάνοντας τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια του — τα τεράστια σαν δέντρα πόδια του, απλωμένα σαν παντιέρες θεόρατα αυτιά του τη μακριά προβοσκίδα του ανασηκωμένη σαν πελώριο φίδι έτοιμο να χτυπήσει, τα μικρά κόκκινα μάτια του όλο θυμό. Οι γυριστοί προς τα πάνω χαυλιόδοντές του, που έμοιαζαν με κέρατα, ήταν ντυμένοι με χρυσά βραχιόλια κι έσταζαν αίμα. Τα χρυσοκόκκινα στολίδια του ανέμιζαν άγρια, κουρελιασμένα. Κάτι συντρίμμια, που έμοιαζαν να προέρχονται από έναν αληθινό πολεμικό πυργίσκο, ήταν σωριασμένα στη λαχανιασμένη ράχη του, κομματιασμένα απ’ το έξαλλο πέρασμά του μέσα από το δάσος· και ψηλά πάνω στο σβέρκο του εξακολουθούσε να ’ναι απελπισμένα κολλημένη μια μικροσκοπική μορφή — το κορμί ενός πανίσχυρου πολεμιστή, ενός γίγαντα ανάμεσα στους Αραπάδες.
Το τεράστιο θηρίο εξακολουθούσε να χτυπιέται τυφλωμένο από το θυμό του, περνώντας λιμνούλες και σύδεντρα. Βέλη αναπηδούσαν κι έσπαζαν δίχως να προξενούν βλάβη πάνω στο τριπλό πετσί στα καπούλια του. Άντρες και των δύο παρατάξεων έτρεχαν να φύγουν απ’ το πέρασμά του, αλλά πρόλαβε πολλούς και τους ποδοπάτησε. Γρήγορα χάθηκε από τα μάτια τους εξακολουθώντας να σαλπίζει και να ποδοπατάει μακριά. Ο Σαμ ποτέ δεν έμαθε τι απόγινε: αν ξέφυγε και τριγύριζε ελεύθερος για καιρό, ώσπου χάθηκε μακριά απ’ την πατρίδα του, ή αν παγιδεύτηκε σε κάποιο βαθύ χαντάκι· ή αν συνέχισε τη λυσσασμένη πορεία του, ώσπου έπεσε στο Μεγάλο Ποταμό που τον κατάπιε.
Ο Σαμ πήρε μια βαθιά ανάσα.
— Ήταν Ολίφαντας! είπε. Άρα υπάρχουν Ολίφαντες κι εγώ είδα έναν. Τι σου είναι η ζωή! Αλλά κανείς δεν πρόκειται να με πιστέψει στην πατρίδα. Λοιπόν, αν ξεμπερδέψαμε, θα κοιμηθώ λιγάκι.
— Κοιμήσου τώρα που μπορείς, είπε ο Μάμπλουνγκ. Αλλά ο Καπετάνιος θα γυρίσει, αν δεν έχει χτυπηθεί· και όταν έρθει θα φύγουμε γρήγορα. Θα μας κυνηγήσουν αμέσως μόλις οι πληροφορίες για το κατόρθωμά μας φτάσουν στον Εχθρό, κι αυτό δε θ’ αργήσει να γίνει.
— Αν χρειαστεί να φύγετε, μην κάνετε θόρυβο! είπε ο Σαμ. Δε χρειάζεται να μου χαλάσετε τον ύπνο. Όλη τη νύχτα περπάταγα.
Ο Μάμπλουνγκ γέλασε.
— Δε νομίζω πως ο Καπετάνιος θα σ’ αφήσει εδώ, κυρ Σάμγουάιζ, είπε. Θα δεις όμως.
Του Σαμ του φάνηκε πως μόλις κι είχε ξεκλέψει έναν υπνάκο για λίγα λεπτά σαν ξύπνησε και είδε πως ήταν απόγευμα κι ο Φαραμίρ είχε γυρίσει. Είχε φέρει πολλούς άντρες μαζί του· δηλαδή, όλοι όσοι είχαν επιζήσει από την επίθεση ήταν τώρα συγκεντρωμένοι στην πλαγιά παραπέρα, κάπου διακόσιοι ή τριακόσιοι. Κάθονταν σχηματίζοντας ένα μεγάλο ημικύκλιο και στη μέση καθόταν καταγής ο Φαραμίρ, ενώ ο Φρόντο στεκόταν μπροστά του. Η σκηνή είχε παράξενη όψη, λες και γινόταν δίκη αιχμαλώτου.
Ο Σαμ σύρθηκε και βγήκε από τις φτέρες, αλλά κανείς δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία, και πήγε και κάθισε άκρη άκρη εκεί που τελείωναν οι σειρές των αντρών, απ’ όπου μπορούσε να δει και ν’ ακούσει όλα όσα συνέβαιναν. Παρακολουθούσε και άκουγε με μεγάλη προσοχή, έτοιμος να τρέξει να Βοηθήσει τον κύριό του, αν χρειαζόταν. Μπορούσε να δει το πρόσωπο του Φαραμίρ, που ήταν τώρα ακάλυπτο: ήταν αυστηρό κι επιβλητικό, και πίσω από την ερευνητική του ματιά κρυβόταν νους κοφτερός. Αμφιβολία καθρεφτιζόταν στα γκρίζα του μάτια, που κοίταζαν σταθερά το Φρόντο.
Ο Σαμ γρήγορα κατάλαβε πως ο Καπετάνιος δεν ήταν ικανοποιημένος με τη διήγηση του Φρόντο σε πολλά σημεία — τι ρόλο είχε να παίξει στην Ομάδα που ξεκίνησε απ’ το Σκιστό Λαγκάδι· γιατί είχε αφήσει τον Μπορομίρ· και πού πήγαινε τώρα. Ιδιαίτερα όλο και ξαναγύριζε στο Χαμό του Ισίλντουρ. Ήταν φανερό πως έβλεπε ότι ο Φρόντο του κρατούσε κρυφή κάποια πολύ σπουδαία υπόθεση.
— Μα ήταν με τον ερχομό του Ανθρωπάκου που θα ξυπνούσε ο Χαμός του Ισίλντουρ, ή τουλάχιστον έτσι πρέπει να εξηγηθούν τα λόγια, επέμεινε. Αν, λοιπόν, εσύ είσαι το Ανθρωπάκι που λέει, σίγουρα εσύ το έφερες αυτό το πράγμα, ό,τι κι αν είναι, στο Συμβούλιο που λες, κι εκεί το είδε ο Μπορομίρ. Το αρνείσαι;
Ο Φρόντο δεν απάντησε.
— Βλέπεις! είπε ο Φαραμίρ, Θέλω, λοιπόν, να μάθω από σένα περισσότερα γι’ αυτό· γιατί ό,τι αφορά τον Μπορομίρ, αφορά κι εμένα. Ένα βέλος Ορκ σκότωσε τον Ισίλντουρ, απ’ ό,τι λένε οι παλιές ιστορίες. Αλλά βέλη των Ορκ υπάρχουν με το σωρό και με το να δει ένα ο Μπορομίρ της Γκόντορ δε θα το ’παιρνε για σημάδι του Μοιραίου. Είχες εσύ στη φύλαξή σου το πράγμα αυτό; Είναι κρυμμένο, λες· μήπως όμως συμβαίνει αυτό, γιατί εσύ διαλέγεις να το κρύβεις;
— Όχι, όχι γιατί εγώ διαλέγω, απάντησε ο Φρόντο. Δε μου ανήκει. Δεν ανήκει σε κανένα θνητό, μεγάλο ή μικρό· μόλο που αν κάποιος θα μπορούσε να το διεκδικήσει, αυτός θα ήταν ο Άραγκορν ο γιος του Άραθορν, που είπα το όνομά του, ο αρχηγός της Ομάδας μας απ’ τη Μόρια ως τον Ράουρος.
— Γιατί αυτός κι όχι ο Μπορομίρ, ο πρίγκιπας της Πόλης, που ίδρυσαν οι γιοι του Έλεντιλ;
— Γιατί ο Άραγκορν κατάγεται κατευθείαν, από πατέρα σε γιο, απ’ τον Ισίλντουρ το γιο του ίδιου του Έλεντιλ. Και το σπαθί που κρατά είναι το σπαθί του Έλεντιλ.
Ψίθυροι έκπληξης διέτρεξαν όλον τον κύκλο των αντρών. Μερικοί φώναξαν δυνατά: «Το σπαθί του Έλεντιλ! Το σπαθί του Έλεντιλ έρχεται στη Μίνας Τίριθ! Σπουδαία νέα!» Αλλά το πρόσωπο του Φαραμίρ έμενε ασυγκίνητο.
— Μπορεί, είπε. Αλλά μια τόσο μεγάλη διεκδίκηση θα χρειαστεί να επιβεβαιωθεί, και θ’ απαιτηθούν ατράνταχτες αποδείξεις, αν ποτέ αυτός ο Άραγκορν έρθει στη Μίνας Τίριθ. Πάντως, δεν είχε έρθει, ούτε αυτός ούτε κανένας απ’ την Ομάδα σου, όταν έφυγα πριν έξι μέρες.
— Ο Μπορομίρ είχε πειστεί για τη διεκδίκηση, είπε ο Φρόντο. Μάλιστα, αν ο Μπορομίρ ήταν εδώ, θ’ απαντούσε σ’ όλες σου τις απορίες. Και μιας και ήταν στον Ράουρος εδώ και πολλές μέρες, και σκόπευε τότε να πάει ίσια στην πόλη σας, όταν επιστρέψεις, μπορεί γρήγορα να μάθεις εκεί τις απαντήσεις. Ο ρόλος μου στην Ομάδα τού ήταν γνωστός, όπως και σ’ όλους τους άλλους, γιατί μου ανατέθηκε από τον ίδιο τον Έλροντ του Ίμλαντρις μπροστά σε ολόκληρο το Συμβούλιο. Γι’ αυτή την αποστολή ήρθα σ’ αυτή τη χώρα, αλλά δεν μπορώ να την αποκαλύψω σε κάποιον έξω από την Ομάδα. Πάντως, όσοι ισχυρίζονται πως είναι αντίπαλοι του Εχθρού καλά θα κάνουν να μην την εμποδίζουν.
Ο τόνος του Φρόντο ήταν περήφανος, ό,τι κι αν ένιωθε, και ο Σαμ τον επιδοκίμαζε· αλλά αυτό δεν εξευμένισε το Φαραμίρ.
— Ώστε έτσι! είπε. Μου λες να κοιτάζω τις δουλειές μου και να γυρίσω σπίτι μου και να σ’ αφήσω ήσυχο. Ο Μπορομίρ θα τα πει όλα, όταν έρθει. Όταν έρθει, λες εσύ! Ήσουν φίλος του Μπορομίρ;
Απ’ το μυαλό του Φρόντο πέρασε ολοζώντανη η ανάμνηση της επίθεσης του Μπορομίρ εναντίον του και για μια στιγμή δίστασε. Τα μάτια του Φαραμίρ που τον παρακολουθούσε σκλήρυναν.
— Ο Μπορομίρ ήταν γενναίο μέλος της Ομάδας μας, είπε τέλος ο Φρόντο. Ναι, εγώ, απ’ την πλευρά μου, ήμουν φίλος του.
Ο Φαραμίρ χαμογέλασε αγριωπά.
— Τότε, θα σε λυπούσε να μάθεις πως ο Μπορομίρ είναι νεκρός; — Και βέβαια θα με λυπούσε, είπε ο Φρόντο.
Ύστερα, βλέποντας τα μάτια του Φαραμίρ δίστασε.
— Νεκρός; είπε. Θέλεις να πεις πως είναι κι εσύ το ’ξερες; Προσπαθούσες να με παγιδεύσεις με λόγια κι έπαιζες μαζί μου; Ή προσπαθείς τώρα να με παγιδεύσεις μ’ ένα ψέμα;
— Δε θα καταδεχόμουν ούτε Ορκ να παγιδεύσω με ψέματα, είπε ο Φαραμίρ.
— Τότε, πώς πέθανε και πώς το ξέρεις; Αφού λες πως κανείς απ’ την Ομάδα δεν είχε φτάσει στην πόλη όταν έφυγες.
— Όσο για τον τρόπο που πέθανε, έλπιζα πως σαν φίλος του και σύντροφος θα μου τον έλεγες εσύ.
— Μα ζούσε κι ήταν μια χαρά όταν χωρίσαμε. Και ζει ακόμα απ’ όσο μπορώ να ξέρω. Αν και σίγουρα υπάρχουν πολλοί θανάσιμοι κίνδυνοι στον κόσμο.
— Και βέβαια υπάρχουν, είπε ο Φαραμίρ, και η προδοσία πρώτη πρώτη.
Ο Σαμ όλο και περισσότερο έχανε την υπομονή του και θύμωνε μ’ αυτή την κουβέντα. Αυτά όμως τα τελευταία λόγια δεν μπόρεσε να τ’ αντέξει και, ορμώντας στη μέση, πήγε και στάθηκε στο πλευρό του κυρίου του.
— Με το συμπάθιο, κύριε Φρόντο, είπε, αλλά τούτη εδώ η υπόθεση παρατράβηξε. Δεν έχει το δικαίωμα να σου μιλάει έτσι. Ύστερα από όσα έχεις τραβήξει, τόσο για το καλό του και το καλό όλων αυτών των μεγάλων Ανθρώπων, όσο και για τον οποιονδήποτε άλλον. Για κοίτα δω, Καπετάνιο!
Στάθηκε ίσια μπροστά στο Φαραμίρ, με τα χέρια στη μέση και με μια έκφραση στο πρόσωπό του λες κι απευθυνόταν σε κάποιο χομπιτοπιτσιρίκι που του ’χε «βγάλει γλώσσα», όπως έλεγε, όταν το ρωτούσε τι γύρευε στον κήπο. Ακούστηκαν μουρμουρητά, αλλά φάνηκαν και μερικά χαμόγελα στα πρόσωπα των αντρών που παρακολουθούσαν -το θέαμα του Καπετάνιου τους να είναι καθισμένος καταγής και να κοιτάζονται στα μάτια μ’ ένα νεαρό χόμπιτ, με τα πόδια ανοιχτά, αγριεμένο, ήταν κάτι πρωτοφανές γι’ αυτούς.
— Για κοίτα δω! είπε. Πού το πας; Πες το πριν μας πλακώσουν όλοι οι Ορκ της Μόρντορ! Αν νομίζεις πως ο κύριος μου δολοφόνησε αυτόν τον Μπορομίρ κι ύστερα το ’σκασε, τότε δεν έχεις μυαλό· αλλά πες το και τέλειωνε! Κι ύστερα πες μας τι σκοπεύεις να κάνεις. Μόνο που είναι κρίμα που, εσείς που λέτε πως πολεμάτε τον Εχθρό, δεν αφήνετε τους άλλους να κάνουν κι αυτοί το δικό τους με τον τρόπο τους, δίχως ν’ ανακατευόσαστε. Πολύ θα το χαρεί Αυτός, αν μπορούσε να σε δει τώρα. Θα ’λεγε πως απέκτησε καινούριο φίλο, σίγουρα.
— Ηρέμησε! είπε ο Φαραμίρ χωρίς θυμό. Μη μιλάς πριν από τον κύριό σου, που η εξυπνάδα του είναι μεγαλύτερη από τη δική σου. Και δε χρειάζομαι κανένα να μου μάθει πως κινδυνεύουμε. Παρ’ όλα αυτά όμως, θυσιάζω λίγο χρόνο για να κρίνω δίκαια μια δύσκολη υπόθεση. Αν ήμουν βιαστικός σαν κι εσένα, θα μπορούσα να σας είχα σκοτώσει προ πολλού. Γιατί έχω διαταγή να σκοτώνω όλους όσους βρίσκω σ’ αυτόν τον τόπο χωρίς την άδεια του Άρχοντα της Γκόντορ. Αλλά δε σκοτώνω δίχως λόγο ούτε άνθρωπο ούτε ζώο και ποτέ δεν το κάνω μ’ ευχαρίστηση, ακόμα κι όταν πρέπει. Ούτε μιλώ επιπόλαια. Άρα, παρηγορήσου. Κάθισε πλάι στον κύριό σου και μη μιλάς!
Ο Σαμ κάθισε κάτω βαριά, κόκκινος σαν παπαρούνα. Ο Φαραμίρ στράφηκε στο Φρόντο ξανά:
— Με ρώτησες πώς ξέρω πως ο γιος του Ντένεθορ είναι νεκρός. Τα νέα του θανάτου έχουν πολλές φτερούγες. Η νύχτα συχνά φέρνει νέα στους στενούς συγγενείς, λένε. Ο Μπορομίρ ήταν αδελφός μου.
Μια σκιά λύπης πέρασε απ’ το πρόσωπό του.
— Θυμάσαι τίποτα ιδιαίτερο, που να είχε μαζί του ο Άρχοντας Μπορομίρ ανάμεσα στα πράγματά του;
Ο Φρόντο σκέφτηκε για μια στιγμή, φοβούμενος κάποια άλλη παγίδα, κι αναρωτιόταν πώς θα τελείωνε τούτος ο διάλογος. Μόλις κι είχε καταφέρει να γλιτώσει το Δαχτυλίδι απ’ τα περήφανα χέρια του Μπορομίρ και πώς θα το περνούσε τώρα μέσα από τόσους άντρες, εμπειροπόλεμους και δυνατούς, δεν ήξερε. Ένιωθε όμως μέσα του πως ο Φαραμίρ, αν κι έμοιαζε πολύ του αδελφού του στην όψη, ήταν άνθρωπος λιγότερο εγωκεντρικός, και ήταν και αυστηρότερος και σοφότερος.
— Θυμάμαι πως ο Μπορομίρ είχε ένα βούκινο, είπε τέλος.
— Θυμάσαι καλά, σαν κάποιος που τον έχει δει στην πραγματικότητα, είπε ο Φαραμίρ. Τότε, ίσως μπορείς να το δεις με τα μάτια της φαντασίας σου: ένα μεγάλο βούκινο από κέρατο αγριοβοδιού της Ανατολής, δεμένο με ασήμι και χαραγμένο μ’ αρχαία γράμματα. Αυτό το βούκινο το είχε ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειάς μας, εδώ και πολλές γενιές· και λέγεται πως αν το φυσήξεις σε ώρα ανάγκης οπουδήποτε μέσα στην Γκόντορ, όπως ήταν το Βασίλειο παλιά, η φωνή του δε θα περνούσε απαρατήρητη.
»Πέντε μέρες πριν ξεκινήσω γι’ αυτήν εδώ την αποστολή, έντεκα μέρες πριν, τέτοια ώρα περίπου, άκουσα το βούκινο αυτό να σαλπίζει: απ’ το βοριά φαινόταν, αλλά ξέψυχα, λες και δεν ήταν παρά αντίλαλος στο μυαλό μου. Ο πατέρας μου κι εγώ το θεωρήσαμε κακόν οιωνό, γιατί δεν είχαμε κανένα νέο από τον Μπορομίρ από τότε που έφυγε και κανένας φρουρός δεν τον είχε δει να περνάει τα σύνορά μας. Και ύστερα από τρεις νύχτες, ένα ακόμα πιο παράξενο πράγμα μου συνέβηκε.
»Καθόμουν τη νύχτα στις όχθες του Άντουιν, στο γκρίζο σκοτάδι κάτω απ’ το φως της νέας χλωμής σελήνης, και κοίταζα το ασταμάτητο κύλισμα του νερού· και οι θλιμμένες καλαμιές έτριζαν. Γιατί έτσι πάντα φυλάμε τις όχθες κοντά στην Οσγκίλιαθ, που τώρα τη μισή την κρατούν οι εχθροί μας και εξορμούν από κει και λεηλατούν τους τόπους μας. Εκείνη όμως τη νύχτα όλος ο κόσμος κοιμόταν τα μεσάνυχτα. Τότε είδα, ή μου φάνηκε πως είδα, μια βάρκα να γλιστράει στο νερό, γκριζολάμποντας, μια μικρή βάρκα με παράξενο σχήμα και ψηλή πλώρη, που δεν είχε κανέναν, ούτε στο κουπί ούτε στο τιμόνι.
»Και μ’ έπιασε φόβος, γιατί την περικύκλωνε ένα χλωμό φως. Αλλά σηκώθηκα και πήγα στην όχθη κι άρχισα να περπατώ μέσα στο νερό, γιατί κάτι με τραβούσε κοντά της. Τότε η βάρκα γύρισε προς το μέρος μου κι έκοψε την ταχύτητά της και γλίστρησε αργά αργά σε απόσταση που να τη φτάνω, όμως εγώ δεν τόλμησα να την αγγίξω. Έπλεε καθισμένη βαθιά, λες κι ήταν βαρυφορτωμένη, κι εμένα μου φάνηκε καθώς περνούσε μπροστά· από τα μάτια μου πως ήταν σχεδόν γεμάτη με διάφανο νερό, απ’ όπου έβγαινε το φως· και στην αγκαλιά του νερού κοιμόταν ένας πολεμιστής.
»Ένα σπασμένο σπαθί στα γόνατα του. Είδα πολλές λαβωματιές στο κορμί του. Ήταν ο Μπορομίρ, ο αδελφός μου, νεκρός. Γνώρισα την εξάρτυσή του, το σπαθί του, τ’ αγαπημένο του πρόσωπο. Ένα όμως πράγμα δεν είδα: το βούκινό του. Κι ένα μόνο πράγμα δε γνώρισα: μια ωραιότατη ζώνη, που έδειχνε λες και ήταν φύλλα χρυσά δεμένα, γύρω από τη μέση του. Μπορομίρ! φώναξα. Πού είναι το βούκινό σον; Πού πηγαίνεις; Ω Μπορομίρ! Αλλά έφυγε. Η βάρκα έστριψε με το ρεύμα κι απομακρύνθηκε, λαμπυρίζοντας μέσα στη νύχτα. Έμοιαζε μ’ όνειρο, αλλά δεν ήταν, γιατί δεν είχε ξύπνημα. Και δεν έχω αμφιβολία πως είναι νεκρός κι έχει κατεβεί τον Ποταμό ως τη Θάλασσα.
— Αλίμονο! είπε ο Φρόντο. Αυτός ήταν στ’ αλήθεια ο Μπορομίρ όπως τον ήξερα. Γιατί τη χρυσή τη ζώνη τού την έδωσε στο Λοθλόριεν η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ. Αυτή ήταν που μας έντυσε όπως μας βλέπεις, στα ξωτικο-γκρίζα. Αυτή η καρφίτσα είναι φτιαγμένη με την ίδια τέχνη, κι άγγιξε το πράσινο κι ασημένιο φύλλο που έπιανε το μανδύα του κάτω από το λαιμό του.
Ο Φαραμίρ την κοίταξε από κοντά.
— Είναι υπέροχη, είπε. Ναι, είναι έργο της ίδιας τέχνης. Περάσατε, λοιπόν, και μέσα από το Λόριεν; Λορελιντόρεναν το έλεγαν παλιά, αλλά χρόνια αμέτρητα τώρα βρίσκεται πέρα απ’ τη γνώση των Ανθρώπων, πρόσθεσε σιγανά, παρατηρώντας το Φρόντο με έναν καινούριο θαυμασμό κι απορία στα μάτια του. Αρχίζω τώρα να καταλαβαίνω πολλά παράξενα πάνω σου. Δε θα μου πεις περισσότερα; Γιατί είναι πικρή η σκέψη πως ο Μπορομίρ πέθανε, ενώ έβλεπε τη γη της πατρίδας του.
— Δεν ξέρω να πω τίποτα παραπάνω απ’ όσα έχω πει, απάντησε ο Φρόντο. Αν και η ιστορία σου με γεμίζει κακά προαισθήματα. Όραμα ήταν αυτό που είδες, νομίζω, και τίποτα παραπάνω, κάποια σκιά κακοτυχιάς που έγινε ή θα γίνει. Εκτός κι είναι κάποια απατηλή ψευτιά του Εχθρού. Εγώ είδα τα όμορφα πρόσωπα των αρχαίων πολεμιστών να κοιμούνται κάτω από απ’ τα νερά στους Βάλτους των Νεκρών, ή να φαίνονται έτσι με τα βρομερά του τεχνάσματα.
— Όχι, δεν ήταν έτσι, είπε ο Φαραμίρ. Γιατί τα έργα του γεμίζουν την καρδιά με αηδία· η δική μου όμως καρδιά γέμισε πένθος και οίκτο.
— Πώς όμως μπορεί να συνέβη στ’ αλήθεια κάτι τέτοιο; ρώτησε ο Φρόντο. Γιατί κανένα πλεούμενο δε θα μπορούσε να περάσει πάνω απ’ τους πέτρινους λόφους από το Τολ Μπράντιρ· και ο Μπορομίρ σκόπευε να περάσει τον Έντγουος και τα λιβάδια του Ρόαν για να γυρίσει στην πατρίδα του. Κι ακόμα, πώς θα μπορούσε το οποιοδήποτε πλεούμενο να περάσει τους αφρούς του μεγάλου καταρράκτη και να μην αναποδογυρίσει στα αναταραγμένα νερά, όταν μάλιστα είναι γεμάτο νερό;
— Δεν ξέρω, είπε ο Φαραμίρ. Αλλά από πού ερχόταν η βάρκα;
— Από το Λόριεν, είπε ο Φρόντο. Με τρεις τέτοιες βάρκες κατεβήκαμε τον Άντουιν ως τους Καταρράκτες. Ήταν κι αυτές ξωτικοφτιαγμένες.
— Πέρασες μέσα απ’ την Κρυμμένη Χώρα, είπε ο Φαραμίρ, αλλά φαίνεται πως πολύ λίγο κατάλαβες τη δύναμή της. Αν οι Άνθρωποι έχουν δοσοληψίες με την Αρχόντισσα της Μαγείας, που κατοικεί στο Χρυσαφένιο Δάσος, θα πρέπει να το περιμένουν πως θα συμβούν παράξενα πράγματα στη συνέχεια. Γιατί είναι επικίνδυνο, λένε, για τους θνητούς να βγουν έξω από τον κόσμο αυτόν, που έχει αυτόν τον Ήλιο, κι ελάχιστοι είναι αυτοί από παλιά που βγήκαν από κει δίχως ν’ αλλάξουν.
» Μπορομίρ, Ω Μπορομίρ! φώναξε. Τι σου είπε η Κυρά που δεν πεθαίνει; Τι είδε; Τι ξύπνησε μες στην καρδιά σου τότε; Γιατί πήγες στο Λορελιντόρεναν και δε γύρισες πίσω απ’ το δικό σου δρόμο, καβάλα στ’ άλογα του Ρόαν, καλπάζοντας στο πρωινό;
Ύστερα στράφηκε στο Φρόντο πάλι και μίλησε με ήρεμη φωνή γι’ άλλη μια φορά:
Σ’ αυτές τις ερωτήσεις θα μπορούσες, φαντάζομαι, να δώσεις κάποια απάντηση, Φρόντο γιε του Ντρόγκο. Αλλά όχι εδώ ή τώρα, ίσως. Όμως, για να μη νομίζεις πως η ιστορία μου ήταν όραμα, θα σου πω τούτο. Το βούκινο του Μπορομίρ τουλάχιστον επέστρεψε στ’ αλήθεια οι όχι φαινομενικά. Το βούκινο ήρθε, ήταν όμως κομμένο στα δύο, λες από κάποιο πελέκι ή σπαθί. Τα κομμάτια ήρθαν ξεχωριστά στην ακροποταμιά: το ένα βρέθηκε στις καλαμιές, εκεί που κρύβονται οι σκοποί της Γκόντορ, βορινά κάτω από τις εκβολές του Έντγουός και το άλλο βρέθηκε στη δίνη του νερού από κάποιον που είχε δουλειά στο ποτάμι Παράξενες συμπτώσεις, αλλά το φονικό δεν κρύβεται, που λένε.
»Και τώρα το βούκινο του πρωτότοκου γιου σε δυο κομμάτια βρίσκεται ακουμπισμένο στην ποδιά του Ντένεθορ, που κάθεται στο ψηλο θρονί του και περιμένει νέα. Δεν μπορείς να μου πεις τίποτα για το πώς έγινε κομμάτια;
Όχι, δεν το ήξερα αυτό, είπε ο Φρόντο. Αλλά η μέρα που το ακουσες, αν οι υπολογισμοί σου είναι σωστοί, ήταν η μέρα που χωριστήκαμε, τότε που εγώ κι ο υπηρέτης μου αφήσαμε την Ομάδα. Και τώρα η ιστορία σου με γεμίζει τρόμο. Γιατί, αν ο Μπορομίρ κινδύνεψε τότε και σκοτώθηκε, θα πρέπει να φοβάμαι πως κι όλοι μου οι σύντροφοι αφανίστηκαν. Κι ήταν συγγενείς και φίλοι μου.
»Δε θέλεις να βάλεις κατά μέρος τις αμφιβολίες σου και να με αφήσεις να φύγω; Είμαι κατάκοπος, καταλυπημένος και φοβισμένος. Αλλά έχω αναλάβει κάτι να κάνω ή να το προσπαθήσω, πριν με σκοτώσουν κι εμένα. Κι ένας λόγος παραπάνω για να βιάζομαι, αν εμείς οι δυο μικρούληδες είμαστε ό,τι απόμεινε από τη συντροφιά μας.
»Γύρισε πίσω, Φαραμίρ, γενναίε Καπετάνιε της Γκόντορ, και υπερασπίσου την πόλη σου όσο μπορείς, κι άσε με να πάω εκεί που με πηγαίνει η μοίρα μου.
— Για μένα η κουβέντα μας δεν έχει παρηγοριά, είπε ο Φαραμίρ· αλλά εσύ σίγουρα τρομάζεις περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται. Εκτός κι αν ήρθαν τα ίδια τα Ξωτικά του Λόριεν, ποιοι νεκροστόλισαν τον Μπορομίρ; Όχι πάντως Ορκ ή υπηρέτες του Ακατονόμαστου. Μερικοί από την Ομάδα σας, υποθέτω, ζουν ακόμα.
»Αλλά, ό,τι κι αν έγινε στα Βόρεια Σύνορα, για σένα, Φρόντο, δεν αμφιβάλλω πια. Αν οι δύσκολες μέρες μ’ έχουν κάνει να μπορώ να κρίνω κάπως τα λόγια και τα πρόσωπα των Ανθρώπων, τότε μπορώ να υποθέσω κάτι και για τ’ Ανθρωπάκια! Αν — και τώρα χαμογέλασε — και έχεις κάτι παράξενο πάνω σου, Φρόντο, έναν αέρα ξωτικό, ίσως. Αλλά υπάρχουν κι άλλα στην κουβέντα που κάναμε μαζί, απ’ ό,τι νόμισα στην αρχή. Θα ’πρεπε τώρα να σε πάρω πίσω στη Μίνας Τίριθ κι εκεί να δώσεις λόγο στον Ντένεθορ και η ζωή μου δίκαια θα κινδυνέψει, αν τώρα διαλέξω κάτι που θα βγει κακό για την πόλη μου. Γι’ αυτό δε θ’ αποφασίσω βιαστικά τι πρέπει να γίνει. Πρέπει όμως να φύγουμε από δω δίχως άλλη καθυστέρηση.
Πετάχτηκε όρθιος κι έδωσε μερικές διαταγές. Αμέσως οι άντρες που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω του χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες κι έφυγαν, άλλοι από δω κι άλλοι από κει, και χάθηκαν γρήγορα στις σκιές των βράχων και των δέντρων. Σε λίγο μόνο ο Μάμπλουνγκ και ο Ντάμροντ απέμειναν.
— Τώρα εσείς, Φρόντο και Σάμγουάιζ, θα ’ρθείτε μαζί μ’ εμένα και τους σωματοφύλακες μου, είπε ο Φαραμίρ. Δεν μπορείτε να πάρετε το δρόμο για το νοτιά, αν αυτό σκοπεύατε. Γιατί για μερικές μέρες δε θα είναι ασφαλής και πάντα θα τον παρακολουθούν περισσότερο από πριν, ύστερα από αυτή τη συμπλοκή. Και δεν μπορείτε, νομίζω, να πάτε μακριά σήμερα οπωσδήποτε, γιατί είσαστε κατάκοποι. Το ίδιο κι εμείς. Τώρα πάμε σ’ ένα κρυφό μέρος που έχουμε, λιγότερο από δέκα μίλια από δω. Οι Ορκ και οι κατάσκοποι του Εχθρού δεν το έχουν βρει ακόμα, αλλά ακόμα κι αν το ’βρισκαν, μπορούμε να το κρατήσουμε για πολύν καιρό ακόμα κι ενάντια σε πολλούς. Εκεί μπορούμε να κρυφτούμε και να ξεκουραστούμε για λίγο, κι εσείς μαζί μας. Το πρωί θ’ αποφασίσω τι είναι το καλύτερο να κάνω για μένα και για σας.
Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει ο Φρόντο, παρά να συμφωνήσει μ’ αυτή την παράκληση ή διαταγή. Κι οπωσδήποτε, για την ώρα, φαινόταν σοφή κίνηση, αφού αυτή η επιδρομή των αντρών της Γκόντορ είχε κάνει το ταξίδι στο Ιθίλιεν πιο επικίνδυνο παρά ποτέ.
Ξεκίνησαν αμέσως: ο Μάμπλουνγκ και ο Ντάμροντ λίγο μπροστά και ο Φαραμίρ με το Φρόντο και το Σαμ από πίσω. Παρακάμπτοντας την από δω πλευρά της λιμνούλας όπου οι χόμπιτ είχαν λουστεί, πέρασαν το ποταμάκι, σκαρφάλωσαν μια ψηλή όχθη και μπήκαν σε πρασινοσκιασμένους δασότοπους, που όλο και κατηφόριζαν δυτικά. Όπως περπατούσαν, όσο γρήγορα μπορούσαν να πάνε οι χόμπιτ, κουβέντιαζαν με χαμηλωμένες φωνές.
— Έκοψα την κουβέντα μας, είπε ο Φαραμίρ, όχι μόνο γιατί η ώρα μάς βίαζε, όπως μου υπενθύμισε ο κυρ Σάμγουάιζ, αλλά και γιατί πλησιάζαμε σε υποθέσεις που ήταν καλύτερα να μην τις κουβεντιάσουμε μπροστά σε πολλούς. Γι’ αυτόν το λόγο ήταν που στράφηκα περισσότερο στην υπόθεση του αδελφού μου κι άφησα κατά μέρος το Χαμό του Ισίλντουρ. Δεν ήσουν εντελώς ειλικρινής μαζί μου, Φρόντο.
— Δεν είπα ψέματα κι από την αλήθεια είπα όση μπορούσα, είπε ο Φρόντο.
Δε σε κατηγορώ, είπε ο Φαραμίρ. Βρέθηκες σε δύσκολη θέση και μου φάνηκε πως μίλησες με δεξιοσύνη και σοφία. Αλλά έμαθα ή μάντεψα περισσότερα απ’ όσα είπαν τα λόγια σου. Δεν ήσουν φίλος του Μπορομίρ ή δε χωρίσατε φιλικά. Εσύ, κι ο κυρ Σάμγουάιζ, επίσης, μαντεύω πως έχετε κάποιο παράπονο. Τώρα εγώ τον αγαπούσα πάρα πολύ και ευχαρίστως θα ’παιρνα εκδίκηση για το θάνατό του, τον ήξερα όμως και πολύ καλά. Ο Χαμός του Ισίλντουρ — θα τολμούσα να πω παις ο Χαμός τον Ισίλντουρ μπήκε ανάμεσά σας και ήταν αιτία διαφωνιών στην Ομάδα σας. Είναι φανερό πως είναι κάποιο σπουδαίο κειμήλιο και τέτοια πράγματα δε δημιουργούν ειρηνικές σχέσεις ανάμεσα σε συμμάχους, τουλάχιστον έτσι μας διδάσκουν οι αρχαίες ιστορίες. Δεν πλησιάζω την αλήθεια;
Την πλησιάζεις, είπε ο Φρόντο, αλλά δεν ήταν χρυσάφι. Δεν υπήρχε διχόνοια στην Ομάδα μας, αν και υπήρχε αμφιβολία — αμφιβολία για το ποιο δρόμο θα έπρεπε να πάρουμε από το Έμιν Μιούιλ. Αλλά, όπως κι αν είναι, οι αρχαίες ιστορίες μάς διδάσκουν ακόμα και για τον κίνδυνο που περικλείουν κουβέντες απερίσκεπτες γύρω από τέτοια πράγματα, όπως τα κειμήλια.
— Α, τότε είναι όπως το φαντάστηκα: το πρόβλημά σου είχε σχέση μόνο με τον Μπορομίρ. Ήθελε να φέρει αυτό το πράγμα στη Μίνας Τίριθ. Αλίμονο! τι ανάποδη μοίρα είναι αυτή που σφραγίζει τα χείλια σου, εσένα που τον είδες τελευταίος, και κρατάει κρυφό από μένα αυτό που ποθώ να μάθω: τι είχε στην καρδιά και στη σκέψη του τις τελευταίες του ώρες. Μα είτε έσφαλε είτε όχι, για ένα είμαι σίγουρος: πέθανε καλά, κατορθώνοντας κάτι καλό. Η όψη του ήταν ωραιότερη ακόμα κι απ’ ό,τι ήταν τότε που ζούσε.
»Όμως, Φρόντο, στην αρχή σε πίεσα πολύ για το Χαμό του Ισίλντουρ. Συγχώρεσέ με! Ήταν απερίσκεπτο τέτοια ώρα και σε τέτοιον τόπο. Δεν είχα χρόνο για να σκεφτώ. Είχαμε πολεμήσει σκληρά και είχα ένα σωρό πράγματα στο κεφάλι μου. Αλλά όσο κουβέντιαζα μαζί σου, πλησίασα πολύ κοντά στην αλήθεια, γι’ αυτό επίτηδες άλλαξα κουβέντα. Γιατί θα πρέπει να ξέρεις ότι πολλά από τις αρχαίες παραδόσεις διατηρούνται ακόμα ζωντανά ανάμεσα στους Κυβερνήτες της πόλης, που δε διαδίδονται έξω. Εμείς της γενιάς μου δεν κρατάμε απ’ τον Έλεντιλ, αν και στις φλέβες μας τρέχει το αίμα του Νούμενορ. Γιατί η γενιά μας κρατάει από το Μάρντιλ, τον καλό Επίτροπο, που κυβέρνησε στη θέση του βασιλιά όταν έφυγε στον πόλεμο, κι εκείνος ήταν ο Βασιλιάς Εάρνουρ, ο τελευταίος της γενιάς του Ανάριον, άτεκνος, και ποτέ δε γύρισε πίσω. Και οι Επίτροποι κυβερνούν την πόλη από τη μέρα εκείνη, αν κι αυτό έγινε πολλές γενιές Ανθρώπων πριν.
»Και αυτό θυμάμαι από το μικρό Μπορομίρ, όταν μαζί μαθαίναμε την ιστορία των προγόνων μας και την ιστορία της πόλης μας, πως πάντα του κακοφαινόταν που ο πατέρας του δεν ήταν βασιλιάς. “Πόσες εκατοντάδες χρόνια χρειάζονται για να κάνουν τον Επίτροπο Βασιλιά, αν ο βασιλιάς δε γυρίζει πίσω;” ρώτησε. “Λίγα χρόνια, ίσως, σ’ άλλους τόπους με χαμηλότερο βασιλικό φρόνημα”, απάντησε ο πατέρας μου. “Στην Γκόντορ όμως δέκα χιλιάδες χρόνια δε θα ήταν αρκετά.” Αλίμονο! καημένε Μπορομίρ. Αυτό δε σου λέει κάτι για το χαρακτήρα του;
— Και βέβαια μου λέει, είπε ο Φρόντο. Όμως, πάντα τιμούσε τον Άραγκορν.
— Δεν αμφιβάλλω, είπε ο Φαραμίρ. Αν έμεινε ικανοποιημένος από τις αποδείξεις του Άραγκορν, όπως λες, θα τον τιμούσε πάρα πολύ. Αλλά ο κόμπος δεν είχε φτάσει ακόμα στο χτένι. Δεν είχαν φτάσει ακόμα στη Μίνας Τίριθ, ούτε είχαν βρεθεί ανταγωνιστές στους πολέμους της.
»Αλλά ξεφεύγω από το θέμα μου. Εμείς στο παλάτι του Ντένεθορ ξέρουμε πολλές αρχαίες ιστορίες από μακριά παράδοση και υπάρχουν επίσης στα θησαυροφυλάκιά μας πολλά πράγματα φυλαγμένα: βιβλία και κώδικες σε παμπάλαιες περγαμηνές, ναι, και σε πλάκες και σε φύλλα χρυσού ή αργύρου, σε διάφορες γραφές. Μερικά κανείς δεν μπορεί να τα διαβάσει τώρα· και τα υπόλοιπα ελάχιστοι τα ξεκλειδώνουν καμιά φορά. Εγώ μπορώ να τα διαβάσω λίγο, γιατί έχω διδαχτεί. Αυτά τα αρχεία είναι που μας έφεραν τον Γκρίζο Οδοιπόρο. Για πρώτη φορά τον είδα όταν ήμουν παιδί, και έχει έρθει δυο ή τρεις φορές ακόμα.
— Ο Γκρίζος Οδοιπόρος; είπε ο Φρόντο. Είχε όνομα;
— Μιθραντίρ τον λέγαμε στη γλώσσα των Ξωτικών, είπε ο Φαραμίρ, και του αρκούσε. Πολλά είναι τα ονόματά μου σε πολλές χώρες, έλεγε. Μιθραντίρ ανάμεσα στα Ξωτικά. Θαρκούν για τους Νάνους· Ολόριν ήμουν στα νιάτα μου στη Δύση που έχει λησμονηθεί, στο Νοτιά Ινκάνονς, στο Βοριά Γκάνταλφ· στην Ανατολή δεν πηγαίνω.
— Ο Γκάνταλφ! είπε ο Φρόντο. Αυτό πίστεψα κι εγώ. Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος, ο πιο αγαπημένος σύμβουλος. Ο Αρχηγός της Ομάδας μας. Χάθηκε στη Μόρια!
— Χάθηκε ο Μιθραντίρ! είπε ο Φαραμίρ. Κακιά μοίρα φαίνεται πως κυνηγούσε τη συντροφιά σας. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να πιστέψω πως κάποιος με τόσο μεγάλη σοφία και δύναμη — γιατί σ’ εμάς έκανε πολλά θαυμαστά πράγματα — θα μπορούσε να χαθεί και να στερηθεί ο κόσμος τόσες γνώσεις. Είσαι Βέβαιος πως χάθηκε και δε σας άφησε απλώς για να πάει όπου ήθελε;
— Αλίμονο! ναι, είπε ο Φρόντο. Τον είδα να πέφτει στην άβυσσο.
— Βλέπω πως σ’ όλα αυτά από πίσω υπάρχει κάποια μεγάλη και τρομακτική ιστορία, είπε ο Φαραμίρ, που ίσως μου την πεις το βράδυ.
Δοτός ο Μιθραντίρ ήταν, μαντεύω τώρα, κάτι παραπάνω από σοφός: ήταν ένας από τους μεγάλους που κινούν τα νήματα της εποχής μας. Αν βρισκόταν κοντά μας να τον συμβουλευτούμε σχετικά με τα δυσκολονόητα λόγια του ονείρου, θα μας τα είχε εξηγήσει χωρίς να χρειαστούμε αγγελιαφόρο. Όμως, ίσως, και να μην το έκανε και το ταξίδι του Μπορομίρ να ήταν μοιραίο. Ο Μιθραντίρ ποτέ δε μας μιλούσε για τα μελλούμενα, ούτε αποκάλυπτε τους σκοπούς του. Πήρε την άδεια του Ντένεθορ, δεν ξέρω πώς, να ψάξει τα μυστικά του θησαυροφυλακίου μας και έμαθα αρκετά απ’ αυτόν, όταν είχε τη διάθεση να διδάξει (σπάνια και πού). Πάντα ερευνούσε και ρωτούσε πάνω απ’ όλα τα σχετικά με τη Μεγάλη Μάχη στο Ντάγκορλαντ στις απαρχές της Γκόντορ, τότε που Αυτός, που δεν ονομάζουμε, έπεσε. Και πολύ ενδιαφερόταν για ιστορίες σχετικά με τον Ισίλντουρ, αν και γι’ αυτόν είχαμε λιγότερα να πούμε· γιατί τίποτα σίγουρο δεν έγινε ποτέ γνωστό σ’ εμάς για το τέλος του.
Τώρα η φωνή του Φαραμίρ χαμήλωσε κι έγινε ψίθυρος.
— Αλλά αυτό έμαθα ή μάντεψα και το ’χω κρατήσει πάντα κρυφό στην καρδιά μου από τότε: πως ο Ισίλντουρ πήρε κάτι από το χέρι του Ανώνυμου, πριν να φύγει μακριά απ’ την Γκόντορ και ποτέ να μην τον ξαναδούν ανάμεσα στους θνητούς ανθρώπους. Εδώ σκέφτηκα πως βρισκόταν η απάντηση στις ερωτήσεις του Μιθραντίρ. Αλλά τότε έμοιαζε υπόθεση που αφορούσε μόνον όσους αναζητούσαν ν’ αποκτήσουν αρχαίες γνώσεις. Ούτε όταν συζητούσαμε μεταξύ μας τα αινιγματικά λόγια του ονείρου μας, μου πέρασε από το μυαλό πως ο Χαμός του Ισίλντουρ ήταν αυτό το πράγμα. Γιατί ο Ισίλντουρ έπεσε σε ενέδρα και σκοτώθηκε από βέλη Ορκ, σύμφωνα με τη μοναδική παράδοση που ξέραμε, και ο Μιθραντίρ ποτέ δε μου είπε περισσότερα.
»Τι είναι στ’ αλήθεια αυτό το Πράγμα, δεν μπορώ ακόμα να μαντέψω· αλλά θα πρέπει να είναι κάποιο κειμήλιο που να έχει δύναμη και να είναι επικίνδυνο ταυτόχρονα. Κάποιο απαίσιο όπλο, ίσως, επινόηση του Μαύρου Άρχοντα. Και αν ήταν κάποιο πράγμα που να δίνει υπεροχή στη μάχη, μπορώ πολύ καλά να πιστέψω πως ο Μπορομίρ, ο περήφανος κι ατρόμητος, ο συχνά απερίσκεπτα βιαστικός, ο πάντα ανήσυχος για τη νίκη της Μίνας Τίριθ (και της δικής του δόξας κατά συνέπεια), μπορεί να μαγεύτηκε απ’ αυτό και να το πόθησε. Μαύρη η ώρα που ξεκίνησε γι’ αυτή την αποστολή! Εμένα θα είχαν διαλέξει, ο πατέρας μου και οι δημογέροντες, αλλά μπήκε στη μέση λέγοντας πως είναι μεγαλύτερος και πιο γερός (και τα δυο αληθινά), και δεν τον κρατούσε τίποτα.
»Αλλά, μη φοβάσαι πια! Εγώ δε θα το ’παιρνα αυτό το πράγμα, ακόμα κι αν βρισκόταν πεταμένο στο δρόμο. Ούτε κι αν η Μίνας Τίριθ είχε ερειπωθεί και μόνο εγώ θα μπορούσα να τη σώσω, έτσι, χρησιμοποιώντας το όπλο του Μαύρου Άρχοντα για το καλό της και για τη δική μου δόξα. Όχι, εγώ δε θέλω τέτοιους θριάμβους, Φρόντο γιε του Ντρόγκο.
— Ούτε και το Συμβούλιο, είπε ο Φρόντο. Ούτε κι εγώ. Εγώ δεν ήθελα να έχω καμιά σχέση μετέτοιες υποθέσεις.
— Εγώ για τον εαυτό μου, είπε ο Φαραμίρ, θα ήθελα να δω το Λευκό Δέντρο ν’ ανθίζει πάλι στις αυλές των βασιλιάδων και την επιστροφή του Ασημένιου Στέμματος και ειρήνη στη Μίνας Τίριθ· να τη λένε πάλι Μίνας Άνορ, όπως παλιά, γεμάτη φως, ψηλή κι ωραία, πεντάμορφη σαν βασίλισσα ανάμεσα σε βασίλισσες, όχι αφέντρα σε πολλούς σκλάβους, όχι, ούτε ακόμα καλή αφέντρα με πρόθυμους σκλάβους. Ο πόλεμος πρέπει να γίνει, εφόσον υπερασπιζόμαστε τη ζωή μας ενάντια σ’ έναν καταστροφέα που θα καταβροχθίσει τα πάντα· δεν αγαπώ όμως το λαμπερό σπαθί για την κόψη του ούτε το βέλος για την ταχύτητά του ούτε τον πολεμιστή για τη δόξα του. Αγαπώ μονάχα αυτά που υπερασπίζονται: την πόλη των Ανθρώπων του Νούμενορ· και θα ’θελα να την αγαπούν για τις μνήμες της, την αρχαιότητά της, την ομορφιά της και την τωρινή της σοφία. Όχι να τη φοβούνται, εκτός όπως οι άνθρωποι μπορεί να φοβούνται τη μεγαλόπρεπη αρχοντιά ενός ανθρώπου, γέροντα και σοφού.
»Έτσι μη με φοβάσαι! Δε σου ζητώ να μου πεις περισσότερα. Δε σου ζητώ καν να μου πεις αν τώρα πλησιάζω στην αλήθεια. Αν όμως θελήσεις να μου δείξεις εμπιστοσύνη, ίσως μπορέσω να σου δώσω κάποια συμβουλή για την αποστολή σου, όποιαν κι αν είναι — και, ακόμα και να σε βοηθήσω.
Ο Φρόντο δεν απάντησε. Σχεδόν υποχώρησε στην επιθυμία για βοήθεια και συμβουλή, να πει σ’ αυτόν το σοβαρό νέο, που τα λόγια του έμοιαζαν τόσο σοφά και ωραία, όλα όσα είχε στο μυαλό του. Αλλά κάτι τον συγκράτησε. Η καρδιά του ήταν βαριά από φόβο και λύπη· αν αυτός κι ο Σαμ ήταν στην πραγματικότητα, όπως φαινόταν και το πιθανότερο, ό,τι απόμεινε από τους Εννέα Πεζούς, τότε αυτός είχε τον απόλυτο έλεγχο του μυστικού της αποστολής τους. Καλύτερα να δυσπιστεί άδικα, παρά να μιλήσει απερίσκεπτα. Και η θύμηση του Μπορομίρ, της τρομερής αλλαγής που του είχε επιφέρει η γοητεία του Δαχτυλιδιού, ήταν πολύ έντονη στη μνήμη του, όταν κοίταζε το Φαραμίρ και άκουγε τη φωνή του: δεν έμοιαζαν, κι όμως έμοιαζαν πολύ.
Συνέχισαν να βαδίζουν σιωπηλά για λίγο, περνώντας σαν γκρίζες και πράσινες σκιές κάτω από τα γέρικα δέντρα, με αθόρυβα πόδια· πολλά πουλιά τιτίβιζαν πάνωθέ τους κι ο ήλιος άστραφτε στη γυαλιστερή επιφάνεια των σκούρων φυλλωμάτων, που είχαν τα αειθαλή δάση του Ιθίλιεν.
Ο Σαμ δεν είχε πάρει μέρος στη συζήτηση, αν και την είχε παρακολουθήσει· και ταυτόχρονα παρακολουθούσε με τα γερά χομπιτο-αυτιά του όλους τους απαλούς δασοθορύβους ολόγυρά τους. Είχε προσέξει ένα πράγμα, πως σε όλη την κουβέντα το όνομα του Γκόλουμ δεν είχε αναφερθεί ούτε μια φορά. Ήταν ευχαριστημένος, αν κι ένιωθε πως ήταν υπερβολικό να ελπίζει πως δε θα το ξανάκουγε ποτέ πια. Πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι, αν και προχωρούσαν μονάχοι, υπήρχαν πολλοί άντρες κοντά — όχι μόνον ο Ντάμροντ και ο Μαμπλούνγκ, που γλιστρούσαν μπαινοβγαίνοντας στους ίσκιους μπροστά, αλλά κι άλλοι κι από τις δυο πλευρές, όλοι πηγαίνοντας γοργά και μυστικά σε κάποιο καθορισμένο μέρος.
Μια φορά, κοιτάζοντας ξαφνικά πίσω, λες και κάποια ανατριχίλα στο δέρμα του να τον ειδοποίησε πως τον παρακολουθούν από πίσω, νόμισε πως έπιασε φευγαλέα το μάτι του μια μικρή σκοτεινή σιλουέτα να ξεγλιστρά πίσω απ’ τον κορμό ενός δέντρου. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά το ’κλεισε ξανά.
«Δεν είμαι σίγουρος, μονολόγησε, και γιατί να τους ξαναθυμίσω το γερο-κατεργάρη, αν αυτοί προτιμούν να τον ξεχνούν; Μακάρι να μπορούσα κι εγώ!»
Έτσι συνέχισαν να προχωρούν, ώσπου το δάσος αραίωσε και το έδαφος άρχισε να γίνεται πιο κατηφορικό. Ύστερα έστριψαν πάλι δεξιά κι έφτασαν γρήγορα σ’ ένα μικρό ποταμάκι σε μια στενοποριά: ήταν το ίδιο ρυάκι που ξεκινούσε απ’ τη στρογγυλή λιμνούλα, που τώρα είχε μεγαλώσει και είχε γίνει ένας ορμητικός χείμαρρος και κατρακυλούσε πάνω από πολλά βράχια σε μια βαθυσκαμμένη κοίτη, μισοκρυμμένος από πουρνάρια και πύξους με σκούρο φύλλωμα. Κοιτάζοντας δυτικά μπορούσαν να δουν, κάτω χαμηλά σε μια φωτεινή θολούρα, κάμπους και απλωτά λιβάδια και, πολύ μακριά, εκεί που έδυε ο ήλιος, τα πλατιά νερά του Άντουιν.
— Εδώ, αλίμονο! Είμαι υποχρεωμένος να φερθώ με αγένεια, είπε ο Φαραμίρ. Ελπίζω πως θα το συγχωρέσετε σ’ αυτόν που ως τώρα παράβλεψε από ευγένεια τις διαταγές που του έχουν δώσει και ούτε σας σκότωσε ούτε σας έδεσε. Αλλά είναι διαταγή, κανένας ξένος, ούτε ακόμα κι απ’ το Ρόαν που πολεμάει στο πλευρό μας, να μη δει το μονοπάτι που θα πάρουμε τώρα. Πρέπει να σας δέσω τα μάτια.
— Όπως θέλεις, είπε ο Φρόντο. Ακόμα και τα Ξωτικά κάνουν το ίδιο στην ανάγκη και διασχίσαμε τα σύνορα του ωραίου Λοθλόριεν με τα μάτια δεμένα. Του Γκίμλι του νάνου του κακοφάνηκε, αλλά οι χόμπιτ το ανέχτηκαν.
— Εγώ δε θα σας οδηγήσω σε τόσο όμορφο μέρος, είπε ο Φαραμίρ, αλλά χαίρομαι που δέχεστε με τη θέληση σας κι όχι με τη βία.
Φώναξε σιγανά και αμέσως ο Μαμπλούνγκ και ο Ντάμροντ ξέκοψαν από τα δέντρα και τον πλησίασαν.
— Δέστε τα μάτια των ξένων, είπε ο Φαραμίρ. Προσεκτικά, αλλά χωρίς να τους πονέσετε. Μην τους δέσετε τα χέρια. Θα δώσουν το λόγο τους πως δε θα μπροσπαθήσουν να δουν. Θα τους είχα εμπιστοσύνη να κλείσουν τα μάτια τους από μόνοι τους, αλλά τα μάτια ανοιγοκλείνουν άθελα, αν τα πόδια σκοντάψουν. Να τους οδηγείτε για να μην παραπατήσουν.
Με πράσινα μαντίλια τώρα οι δυο φρουροί έδεσαν τα μάτια των χόμπιτ και τράβηξαν τις κουκούλες τους κάτω σχεδόν ως το στόμα τους· ύστερα γρήγορα πήρε ο καθένας τους έναν από το χέρι και συνέχισαν το δρόμο τους. Όλα όσα ο Φρόντο κι ο Σαμ κατάλαβαν απ’ αυτό το τελευταίο μίλι του δρόμου, το κατάλαβαν μαντεύοντας στο σκοτάδι. Σε λιγάκι ένιωσαν πως ακολουθούσαν ένα μονοπάτι που κατηφόριζε πολύ απότομα· γρήγορα έγινε τόσο στενό, ώστε προχωρούσαν ένας ένας σκουντώντας κι απ’ τις δύο πλευρές έναν πέτρινο τοίχο· οι φρουροί τους τούς καθοδηγούσαν από πίσω με σταθερό χέρι στους ώμους τους. Πότε πότε έφταναν σε ανώμαλα σημεία και τότε τους σήκωναν για λίγο και ύστερα τους ακουμπούσαν κάτω πάλι. Ο θόρυβος του νερού που κυλούσε ήταν πάντα στο δεξί τους χέρι κι όλο πλησίαζε και δυνάμωνε. Τέλος, τους σταμάτησαν. Γρήγορα ο Μαμπλούνγκ κι ο Ντάμροντ τους γύρισαν γύρω γύρω αρκετές φορές, ώστε έχασαν κάθε αίσθηση προσανατολισμού. Ανηφόρισαν λιγάκι: έκανε κρύο και ο θόρυβος του χειμάρρου είχε ξεθωριάσει. Ύστερα τους σήκωσαν στα χέρια και τους κουβάλησαν κάτω, πολλά σκαλοπάτια κάτω, και έστριψαν μια γωνία. Απότομα άκουσαν το νερό ξανά, δυνατά τώρα, να τρέχει και να παφλάζει. Έμοιαζε λες και βρισκόταν παντού γύρω τους κι ένιωσαν μια ψιλή βροχή στα χέρια και στα μάγουλα τους. Τέλος, τους έστησαν στα πόδια τους γι’ άλλη μια φορά. Για μια στιγμή στάθηκαν έτσι, μισοφοβισμένοι, τυφλοί, δίχως να ξέρουν πού βρίσκονται· και κανένας δε μιλούσε.
Έπειτα ακούστηκε κοντά πίσω τους η φωνή του Φαραμίρ.
— Αφήστε τους να δουν! είπε.
Τους έβγαλαν τα μαντίλια και τράβηξαν πίσω τις κουκούλες τους κι αυτοί ανοιγόκλεισαν τα μάτια κι έμειναν με το στόμα ανοιχτό.
Στέκονταν σ’ ένα βρεγμένο γυαλιστερό πέτρινο δάπεδο, στο κατώφλι, θα ’λεγες, μιας χοντροκομμένης πέτρινης πύλης που ανοιγόταν σκοτεινή πίσω τους. Αλλά μπροστά τους κρεμόταν ένα λεπτό πέπλο από νερό, τόσο κοντά, που ο Φρόντο θα μπορούσε ν’ απλώσει και να βάλει το χέρι του μέσα. Έβλεπε δυτικά. Οι οριζόντιες δέσμες των ακτίνων του ήλιου που έπεφτε πίσω του χτυπούσαν πάνω του και το κόκκινο φως τους χωριζόταν σε πολλές ακτίνες που τρεμόπαιζαν αλλάζοντας συνεχώς χρώμα. Έμοιαζε λες και είχαν σταθεί στο παράθυρο κάποιου ξωτικόπυργου, κλεισμένο με κουρτίνες όλο πετράδια, ασήμι και χρυσάφι, ρουμπίνια, ζαφείρια κι αμέθυστους, όλα αναμμένα δίχως να καίγονται.
— Τουλάχιστο, για καλή μας τύχη, ήρθαμε την κατάλληλη ώρα για να σας ανταμείψουμε για την υπομονή σας, είπε ο Φαραμίρ. Αυτό είναι το Παράθυρο του Ηλιοβασιλέματος, το Χένεθ Ανούν, ο ωραιότερος καταρράκτης σ’ όλο το Ιθίλιεν, που είναι η γη με τις πολλές πηγές. Ελάχιστοι ξένοι το έχουν ποτέ δει. Αλλά πίσω του δεν υπάρχει Βασιλική αίθουσα που να του ταιριάζει. Μπείτε τώρα να δείτε!
Όσο μιλούσε ο ήλιος έδυσε και η φωτιά ξεθώριασε στο νερό που κυλούσε. Στράφηκαν και πέρασαν κάτω απ’ τη χαμηλή απειλητική καμάρα. Αμέσως βρέθηκαν σε μια πέτρινη αίθουσα, ανώμαλη κι ευρύχωρη με ανισόπεδη κυρτή οροφή. Μερικές δάδες ήταν αναμμένες κι έριχναν ένα αδύνατο φως στους γυαλιστερούς τοίχους. Πολλοί άντρες ήταν κιόλας εκεί. Άλλοι έρχονταν ακόμα δυο δυο ή τρεις μαζί από μια στενή πόρτα στη μια πλευρά. Καθώς τα μάτια τους συνήθιζαν στο μισοσκόταδο οι χόμπιτ είδαν πως η σπηλιά ήταν πολύ πιο ευρύχωρη απ’ όσο είχαν υποθέσει και ήταν γεμάτη με μεγάλα αποθέματα όπλων και τροφίμων.
— Λοιπόν, να το καταφύγιό μας, είπε ο Φαραμίρ. Δεν είναι τόπος με μεγάλες ανέσεις, αλλά εδώ μπορείτε να περάσετε τη νύχτα σας ήσυχοι. Είναι τουλάχιστο στεγνό και υπάρχει φαγητό, όχι όμως και φωτιά. Κάποτε το νερό περνούσε μέσα από αυτή τη σπηλιά κι έβγαινε απ’ την καμάρα, αλλά εργάτες τον παλιό καιρό άλλαξαν την πορεία του ψηλότερα στη στενοποριά κι έστειλαν το νερό να πέφτει από έναν καταρράκτη σε διπλάσιο ύψος πάνω από βράχους ψηλά πάνωθέ μας. Όλα τα περάσματα σ’ αυτή τη σπηλιά τότε σφραγίστηκαν, ώστε να μην μπαίνει νερό ή οτιδήποτε άλλο, όλα εκτός από ένα. Τώρα υπάρχουν μόνο δύο διέξοδοι: εκείνο το πέρασμα εκεί πέρα, απ’ όπου μπήκατε με δεμένα τα μάτια, και μέσα απ’ την κουρτίνα του Παράθυρου που βγάζει σ’ ένα βαθύ κοίλωμα γεμάτο κοφτερές πέτρες. Τώρα ξεκουραστείτε λιγάκι, ώσπου να στρωθεί το βραδινό τραπέζι.
Πήγαν τους δύο χόμπιτ σε μια γωνιά και τους έδωσαν ένα χαμηλό κρεβάτι να ξαπλώσουν, αν ήθελαν. Στο μεταξύ οι άντρες ασχολήθηκαν ο καθένας με τη δουλειά του στη σπηλιά, ήσυχα, τακτικά και γρήγορα. Πήραν ελαφριά τραπέζια απ’ τον τοίχο και τα έβαλαν σε τρίποδα και τα γέμισαν με τα απαραίτητα πιατικά. Αυτά ήταν απλά και κατά το μεγαλύτερο μέρος αστόλιστα, αλλά όλα ήταν καλά κι ομορφοφτιαγμένα — στρογγυλά πιάτα, γαβάθες και πιατέλες από βερνικωμένο καφετί πηλό ή πύξινα τορνεμένα, λεία και καθαρά. Πέρα δώθε είχε και καμιά κούπα ή λεκάνη από γυαλισμένο μπρούντζο· κι ένα κύπελλο από απλό ασήμι στεκόταν στη θέση του Καπετάνιου καταμεσής στο πιο μέσα τραπέζι.
Ο Φαραμίρ κυκλοφορούσε ανάμεσα στους άντρες, ρωτώντας με σιγανή φωνή τον καθένα καθώς έμπαινε. Μερικοί γύριζαν από την καταδίωξη των Νότιων άλλοι, που τους είχαν αφήσει πίσω ν’ ανιχνεύσουν, γύρισαν πιο τελευταίοι. Για όλους τους Νότιους δόθηκε αναφορά, εκτός απ’ το μεγάλο mûmak: κανείς δεν ήξερε τι απέγινε. Καμιά κίνηση δε φαινόταν από μέρους του εχθρού· δεν κυκλοφορούσε έξω ούτε ένας κατάσκοπος Ορκ.
— Δεν είδες ούτε άκουσες τίποτα, Άνμπορν; ρώτησε ο Φαραμίρ τον τελευταίο που ήρθε.
— Να, όχι, άρχοντα, είπε ο άντρας. Τουλάχιστον, όχι Ορκ. Αλλά είδα, ή νόμισα πως είδα, κάτι λίγο παράξενο. Είχε σκοτεινιάσει για καλά, τότε που τα μάτια κάνουν τα πράγματα πιο μεγάλα απ’ ό,τι πρέπει. Γι’ αυτό μπορεί και να μην ήταν τίποτα παραπάνω από σκίουρος.
Ο Σαμ τέντωσε τ’ αυτιά του.
— Πάντως, αν ήταν, ήταν μαύρος σκίουρος, και δεν είδα ουρά. Ήταν σαν σκιά στο χώμα κι εξαφανίστηκε πίσω από έναν κορμό δέντρου όταν πλησίασα και σκαρφάλωσε ψηλά τόσο γρήγορα, όσο κι ένας σκίουρος. Μας έχεις πει να μη σκοτώνουμε αγρίμια δίχως λόγο, και δε φάνηκε πια, γι’ αυτό δε δοκίμασα να ρίξω βέλος. Κι οπωσδήποτε ήταν πολύ σκοτεινά για να ρίξω στα σίγουρα και το πλάσμα κρύφτηκε μες στης φυλλωσιάς τη σκοτεινιά, ώσπου ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Αλλά έμεινα για λίγο, γιατί φαινόταν παράξενο, κι ύστερα βιάστηκα να γυρίσω πίσω. Νομίζω πως το άκουσα να σφυρίζει εναντίον μου από ψηλά, καθώς έφευγα. Μπορεί να ήταν ένας μεγάλος σκίουρος. Μπορεί κάτω απ’ τη σκιά του Ακατονόμαστου μερικά απ’ τ’ αγρίμια του Δάσους της Σκοτεινιάς να πλανιούνται στα δάση μας. Έχουν, λέει, μαύρους σκίουρους εκεί.
— Μπορεί, είπε ο Φαραμίρ. Θα ήταν όμως κακός οιωνός αν πραγματικά συμβαίνει. Δε θέλουμε τους δραπέτες του Δάσους της Σκοτεινιάς στο Ιθίλιεν.
Στο Σαμ φάνηκε πως έριξε μια γρήγορη ματιά κατά τους χόμπιτ καθώς μιλούσε· αλλά ο Σαμ δεν είπε τίποτα. Για λίγη ώρα αυτός και ο Φρόντο έμειναν ξαπλωμένοι και κοίταζαν το φως των δαυλών και τους άντρες που πηγαινοέρχονταν κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα. Ύστερα απότομα ο Φρόντο αποικοιμήθηκε.
Ο Σαμ αγωνιζόταν, φέρνοντας διάφορα επιχειρήματα στον εαυτό του.
«Μπορεί να είναι εντάξει, σκεφτόταν, μπορεί όμως κι όχι. Τα όμορφα λόγια μπορεί να κρύβουν βρόμικη καρδιά.» Χασμουρήθηκε. «Θα μπορούσα να κοιμηθώ μια βδομάδα ολόκληρη, δε θα μ’ έβλαφτε. Και τι μπορώ να κάνω εγώ, αν μείνω ξύπνιος, εγώ ολομόναχος μ’ όλους αυτούς τους μεγάλους Ανθρώπους τριγύρω; Τίποτα, Σαμ Γκάμγκη· μ’ όλα τούτα όμως πρέπει να μείνεις ξύπνιος.» Και κάπως τα κατάφερε. Το φως έσβησε στην είσοδο της σπηλιάς και το γκρίζο πέπλο του νερού που έπεφτε θάμπωσε και χάθηκε στις σκιές που πύκνωναν. Ο θόρυβος του νερού συνεχιζόταν ασταμάτητα, δίχως ν’ αλλάζει τόνο, πρωί, μεσημέρι ή βράδυ. Μουρμούριζε και ψιθύριζε για ύπνο. Ο Σαμ έχωσε τις γροθιές του στα μάτια του.
Τώρα άναβαν περισσότερους δαυλούς. Άνοιξαν ένα βαρέλι κρασί. Άνοιξαν βαρέλια με παστά τρόφιμα. Μερικοί άντρες πήγαιναν κι έφερναν νερό από τον καταρράκτη. Μερικοί έπλεναν τα χέρια τους σε λεκάνες. Έφεραν στο Φαραμίρ ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο και μια λευκή πετσέτα και πλύθηκε.
— Ξυπνήστε τους φιλοξενουμένους μας, είπε, και φέρτε τους νερό. Είναι ώρα για φαγητό.
Ο Φρόντο ανακάθισε, χασμουρήθηκε και τεντώθηκε. Ο Σαμ, που δεν ήταν συνηθισμένος να τον υπηρετούν, κοίταξε με αρκετή έκπληξη τον ψηλό άντρα που υποκλίθηκε, κρατώντας μια λεκάνη με νερό στα χέρια του.
— Βάλ’ τη χάμω, κύριε, σε παρακαλώ! είπε. Πιο εύκολο και για μένα και για σένα.
Ύστερα, προς μεγάλη έκπληξη και διασκέδαση των Αντρών, βούτηξε το κεφάλι του στο κύρο νερό κι έπλυνε το λαιμό και τ’ αυτιά του.
— Είναι συνήθεια του τόπου σας να πλένετε το κεφάλι σας πριν το δείπνο; ρώτησε ο άντρας που εξυπηρετούσε τους χόμπιτ.
— Όχι, πριν το πρωινό, είπε ο Σαμ. Αλλά όταν σου λείπει ύπνος, το κρύο νερό στο σβέρκο είναι σαν τη βροχή στο μαραμένο μαρούλι. Εντάξει! Τώρα μπορώ να μείνω ξυπνητός ώσπου να φάω κάτι.
Τους οδήγησαν ύστερα σε καθίσματα πλάι στο Φαραμίρ: βαρέλια σκεπασμένα με προβιές και αρκετά ψηλότερα από τους πάγκους των Ανθρώπων για να βολεύονται. Πριν αρχίσουν το φαγητό, ο Φαραμίρ και όλοι του οι άντρες γύρισαν και κοίταξαν τη δύση για μια στιγμή σιωπηλά. Ο Φαραμίρ έκανε νόημα στο Φρόντο και στο Σαμ να κάνουν το ίδιο.
— Έτσι κάνουμε πάντα, είπε, καθώς κάθονταν: κοιτάζουμε προς το Νούμενορ, που ήταν, και πέρα στην Ξωτικοχώρα, που είναι, και σ’ εκείνο που βρίσκεται πέρα από την Ξωτικοχώρα και θα είναι για πάντα. Εσείς δεν έχετε τέτοια συνήθεια στο φαγητό;
— Όχι, είπε ο Φρόντο, νιώθοντας παράξενα χωριάτης και αμόρφωτος. Αλλά όταν είμαστε καλεσμένοι, υποκλινόμαστε στον οικοδεσπότη μας κι όταν τελειώσουμε σηκωνόμαστε και τον ευχαριστούμε.
— Αυτό το κάνουμε κι εμείς, είπε ο Φαραμίρ.
Ύστερα από τόσον καιρό ταξίδι και παραμονή στο ύπαιθρο και τόσες μέρες στις άγριες ερημιές, το βραδινό φαγητό φάνηκε συμπόσιο στους χόμπιτ: να πίνουν χλωμό κίτρινο κρασί, δροσερό κι αρωματικό, και να τρώνε ψωμί και βούτυρο και κρέας παστό, ξηρούς καρπούς και καλό κόκκινο τυρί, με χέρια καθαρά και καθαρά μαχαίρια και πιάτα. Ούτε ο Φρόντο ούτε ο Σαμ αρνήθηκαν τίποτε από ό,τι τους προσφέρθηκε, ούτε δεύτερη ή και τρίτη ακόμα μερίδα. Το κρασί κυλούσε στις φλέβες τους και στα κουρασμένα μέλη τους κι ένιωθαν τόσο χαρούμενοι και ξένοιαστοι, όσο πριν φύγουν απ’ τη γη του Λόριεν.
Όταν όλα τελείωσαν, ο Φαραμίρ τους οδήγησε σ’ ένα βαθούλωμα στο βάθος της σπηλιάς, που ήταν μισοκλεισμένο με κουρτίνες· εκεί έφεραν μία καρέκλα και δύο σκαμνιά. Μια μικρή πήλινη λάμπα έκαιγε σε μια γωνιά.
— Μπορεί σύντομα να θελήσετε να κοιμηθείτε, είπε, και πιο πολύ ο καλός Σάμγουάιζ, που δεν ήθελε να κλείσει τα μάτια του πριν φάει -τώρα από φόβο ήταν μην του κοπεί η μεγάλη του όρεξη ή από φόβο για μένα, δεν ξέρω. Αλλά δεν είναι καλό να κοιμηθεί κανείς πολύ γρήγορα ύστερα απ’ το φαγητό και μάλιστα όταν έχει προηγηθεί νηστεία. Ας κουβεντιάσουμε για λίγο. Θα πρέπει να έχετε πολλά να πείτε για το ταξίδι σας απ’ το Σκιστό Λαγκάδι. Κι ίσως κι εσείς να θέλετε να μάθετε κάτι για μας και για τον τόπο που βρίσκεστε τώρα. Πείτε μου για τον Μπορομίρ τον αδελφό και για το γερο-Μιθραντίρ και για τον όμορφο λαό του Λοθλόριεν.
Ο Φρόντο δεν ένιωθε νυσταγμένος πια και ήταν πρόθυμος για κουβέντα. Αλλά μόλο που το φαΐ και το κρασί τον έκαναν να νιώθει άνετα, δεν είχε ξεχάσει να είναι προσεκτικός. Ο Σαμ χαμογελούσε και σιγοτραγουδούσε μόνος του, αλλά όταν ο Φρόντο άρχισε να μιλάει, στην αρχή τού ήταν αρκετό να ακούει και πότε πότε μονάχα αποτολμούσε να βγάλει κάποιο επιφώνημα συμφωνίας.
Ο Φρόντο είπε πολλές ιστορίες, όμως πάντοτε απόφευγε να πλησιάσει το λόγο της αποστολής της Ομάδας και του Δαχτυλιδιού, προτιμώντας να μιλάει περισσότερο για το γενναίο ρόλο που είχε παίξει ο Μπορομίρ σ’ όλες τους τις περιπέτειες, με τους λύκους στην ερημιά, στα χιόνια του Καράντρας και στα ορυχεία της Μόρια που έπεσε ο Γκάνταλφ. Πιο πολύ ο Φαραμίρ συγκινήθηκε με την ιστορία της μονομαχίας στη γέφυρα.
— Θα πρέπει να ενοχλούσε τον Μπορομίρ να τρέχει για να ξεφύγει από τους Ορκ, είπε, ή κι απ’ αυτό ακόμα το απαίσιο ον που λες, τον Μπάρλονγκ — ακόμα κι αν ήταν ο τελευταίος που έφυγε.
Ήταν ο τελευταίος, είπε ο Φρόντο, αλλά ο Άραγκορν αναγκάστηκε να μπει επικεφαλής μας. Μόνο αυτός ήξερε το δρόμο μετά την πτώση του Γκάνταλφ. Αλλά αν δεν είχε εμάς τους μικρότερους να φροντίσει, νομίζω πως ούτε αυτός ούτε ο Μπορομίρ θα είχαν φύγει.
Ίσως να ήταν καλύτερα να είχε πέσει ο Μπορομίρ εκεί με τον Μιθραντίρ, είπε ο Φαραμίρ, και να μην είχε πάει να βρει τη μοίρα που τον περίμενε στους καταρράκτες του Ράουρος.
— Ίσως. Αλλά πες μου τώρα για τις δικές σας περιπέτειες, είπε ο Φρόντο, παραμερίζοντας ξανά την υπόθεση. Γιατί θα ήθελα να μάθω περισσότερα για τη Μίνας Ίθιλ και την Οσγκίλιαθ και τη Μίνας Τίριθ που τόσα χρόνια κρατά. Τι ελπίδες έχετε γι’ αυτή την πόλη στο μακρόχρονό σας πόλεμο;
— Τι ελπίδες να ’χουμε; είπε ο Φαραμίρ. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έσβησε κι η τελευταία μας ελπίδα. Το σπαθί του Έλεντιλ, αν γυρίσει πραγματικά, μπορεί να την ξαναζωντανέψει, αλλά δε νομίζω πως θα καταφέρει τίποτα περισσότερο εκτός από το να αναβάλει την κακιά μέρα, εκτός κι αν έρθει άλλη βοήθεια απρόσμενη, απ’ τα Ξωτικά ή τους Ανθρώπους. Γιατί ο Εχθρός αυξάνεται κι εμείς ελαττωνόμαστε. Είμαστε ένας λαός που φθίνει, φθινόπωρο δίχως άνοιξη.
»Οι Άνθρωποι του Νούμενορ εγκαταστάθηκαν σε μεγάλη έκταση στις ακτές και στις παραθαλάσσιες περιοχές των Μεγάλων Εκτάσεων[8], αλλά μάλλον ξέπεσαν στο κακό και στην αφροσύνη. Πολλοί αγάπησαν το Σκοτάδι και τη μαύρη μαγεία· άλλοι παραδόθηκαν ολόψυχα στην αδράνεια και στην καλοπέραση κι άλλοι άρχισαν τους εμφύλιους πολέμους, ώσπου αποδυναμώθηκαν και άγριες φυλές τούς κατάκτησαν.
»Δεν αναφέρεται πουθενά πως ασκήθηκε στην Γκόντορ η μαύρη μαγεία, ούτε πως ο Ακατονόμαστος τιμήθηκε ποτέ εκεί· και η αρχαία σοφία και η ομορφιά που είχαν έρθει από τη Δύση έμειναν για πολύν καιρό στο βασίλειο των γιων του Έλεντιλ του Ωραίου, και παραμένουν ακόμα. Παρ’ όλα αυτά όμως, η ίδια η Γκόντορ έφθειρε τον εαυτό της και ξεμωραινόταν σιγά σιγά, νομίζοντας πως ο Εχθρός κοιμόταν, ενώ απλώς είχε εξοριστεί χωρίς να αφανιστεί.
»Ο θάνατος ήταν πανταχού παρών, γιατί οι Νουμενόριαν εξακολουθούσαν ακόμα, όπως και στο παλιό τους βασίλειο, κι έτσι το ’χασαν, να ποθούν την αιώνια ζωή, απαράλλακτη. Οι βασιλιάδες κατασκεύαζαν μαυσωλεία πιο μεγαλόπρεπα από τα σπίτια των ζωντανών και θεωρούσαν τα αρχαία ονόματα στους καταλόγους των προγόνων τους σπουδαιότερα απ’ τα ονόματα των γιων τους. Άτεκνοι άρχοντες κάθονταν σε παλιά αρχοντικά και αναπολούσαν τη γενεαλογία τους· σε μυστικά διαμερίσματα καταζαρωμένοι γέροντες έφτιαχναν δυνατά ελιξίρια ή σε ψηλούς παγωμένους πύργους γύρευαν απαντήσεις απ’ τ’ αστέρια. Και ο τελευταίος βασιλιάς της γενιάς του Ανάριον δεν είχε διάδοχο.
»Οι Επίτροποι όμως ήταν σοφότεροι και πιο τυχεροί. Σοφότεροι, γιατί στρατολογούσαν τη δύναμη του λαού μας απ’ τους γεροδεμένους κατοίκους των ακτών και από τους σκληραγωγημένους βουνίσιους των Έρεντ Νίμρες. Κι έκαναν ανακωχή με τους περήφανους λαούς του Βορρά, που συχνά μας είχαν επιτεθεί, άντρες άγριοι και γενναίοι, που όμως ήταν της ίδιας γενιάς μ’ εμάς, έστω και μακρινής, αντίθετα από τους άγριους Ανατολίτες ή τους σκληρούς Χαράντριμ.
»Έτσι συνέβη, στον καιρό του Κίριον του Δωδέκατου Επιτρόπου (κι ο πατέρας μου είναι ο εικοστός έκτος), αυτοί να στείλουν ιππικό να μας βοηθήσουν και στο μεγάλο Πεδίο του Σέλεμπραντ αφάνισαν τους εχθρούς μας που είχαν καταλάβει τις βορινές μας επαρχίες. Αυτοί είναι οι Ροχίριμ, όπως τους ονομάζουμε, που έχουν άλογα, κι εμείς τους παραχωρήσαμε τις πεδιάδες του Καλενάρντον, που από τότε λέγονται Ρόαν γιατί εκείνη η επαρχία ήταν για πολύν καιρό αραιοκατοικημένη. Κι έγιναν σύμμαχοι μας και πάντοτε αποδείχτηκαν αληθινοί σε μας, βοηθώντας μας στην ανάγκη και φρουρώντας τις βόρειες παραμεθόριες περιοχές μας και το Άνοιγμα του Ρόαν.
» Έχουν μάθει αρκετά από τις συνήθειες και τις παραδόσεις μας και οι άρχοντές τους μιλάνε τη γλώσσα μας όταν χρειαστεί· βασικά όμως κρατούν τις συνήθειες των προγόνων τους και τις δικές τους παραδόσεις και μεταξύ τους μιλούν τη δική τους Βορινή διάλεκτο. Και εμείς τους αγαπούμε — ψηλόκορμοι άντρες και όμορφες γυναίκες, κι οι δυο το ίδιοι γενναίοι, χρυσόμαλλοι, με μάτια αστραφτερά και δυνατοί· μας θυμίζουν τη νιότη των Ανθρώπων, όπως ήταν τις Μέρες τις Παλιές. Και λέγεται μάλιστα από τους σοφούς μας, πως έχουν από παλιά αυτή τη σι γένεια με μας κι ότι κατάγονται από τους ίδιους Τρεις Οίκους των Ανθρώπων όπως οι Νουμενόριαν στις αρχές τους· ίσως όχι από το Χάντο τον Χρυσόμαλλο, τον Φίλο των Ξωτικών, αλλά από τους γιους και τους ανθρώπους τους που δεν πήγαν στη Δύση πάνω απ’ τη θάλασσα, που απαρνήθηκαν το κάλεσμα.
«Γιατί έτσι χωρίζουμε τους Ανθρώπους σύμφωνα με τις παραδόσεις μας και τους ονομάζουμε Υψηλούς ή Ανθρώπους της Δύσης, που ήταν οι Νουμενόριαν και τους Μεσαίους Λαούς, τους Ανθρώπους του Λυκόφωτος, όπως οι Ροχίριμ και οι όμοιοι τους που ακόμα κατοικούν μακριά στο Βοριά· και τους Αγρίους, τους Ανθρώπους της Σκοτεινιάς.
»Τώρα όμως, αν οι Ροχίριμ έχουν μοιάσει σε ορισμένα σημεία περισσότερο μ’ εμάς, έχοντας καλλιεργηθεί στις τέχνες και στην ευγένεια, το ίδιο κι εμείς έχουμε μοιάσει περισσότερο σ’ αυτούς και μετά βίας μπορούμε να διεκδικήσουμε πια τον τίτλο Υψηλοί. Έχουμε μετατραπεί σε Μεσαίους Ανθρώπους, του Λυκόφωτος, με προγονικές μνήμες όμως άλλων πραγμάτων. Γιατί, όπως και οι Ροχίριμ, τώρα αγαπούμε τον πόλεμο και την παλικαριά σαν πράγματα καλά από μόνα τους, μαζί σαν άθλημα και σκοπό· αν και ακόμα υποστηρίζουμε πως ένας πολεμιστής πρέπει να έχει περισσότερες ικανότητες και γνώσεις πέρα από την τέχνη των όπλων και του θανάτου, εκτιμούμε όμως τον πολεμιστή περισσότερο από τους ανθρώπους που κατέχουν άλλες τέχνες. Τέτοια είναι η χρεία της εποχής μας. Έτσι ήταν ακόμα κι ο αδερφός μου ο Μπορομίρ: γενναίο παλικάρι, και γι’ αυτό τον θεωρούσαν τον καλύτερο άντρα στην Γκόντορ. Κι ήταν στ’ αλήθεια πολύ γενναίος: κανένας κληρονόμος της Μίνας Τίριθ δεν ήταν τόσο σκληραγωγημένος στους κόπους, τόσο πρώτος στον πόλεμο, ούτε φυσούσε πιο δυνατά το Μεγάλο Βούκινο.
Ο Φαραμίρ αναστέναξε κι έμεινε σιωπηλός για λίγο.
— Δε λες πολλά, σ’ όλες σου τις ιστορίες, για τα Ξωτικά, κύριε, είπε ο Σαμ, βρίσκοντας ξαφνικά το θάρρος.
Είχε προσέξει πως ο Φαραμίρ έδειχνε ν’ αναφέρεται στα Ξωτικά με σεβασμό κι αυτό πολύ περισσότερο από την ευγένειά του, και το φαγητό και το ποτό, είχαν κερδίσει το σεβασμό του Σαμ και είχε καθησυχάσει τις υποψίες του.
— Και βέβαια όχι, κύριε Σάμγουάιζ, είπε ο Φαραμίρ, γιατί δεν έχω μελετήσει την ιστορία και τις παραδόσεις των Ξωτικών. Αλλά εκεί αγγίζεις κι ένα άλλο σημείο στο οποίο έχουμε αλλάξει, φθίνοντας από το Νούμενορ στη Μέση-Γη. Γιατί, όπως μπορεί να ξέρεις, αν ο Μιθραντίρ ήταν σύντροφός σας κι έχεις κουβεντιάσει με τον Έλροντ, οι Εντέν, οι Προπάτορες των Νουμενόριαν, πολέμησαν στο πλευρό των Ξωτικών στους πρώτους πολέμους και γι’ ανταμοιβή πήραν για δώρο το βασίλειο στη μέση της Θάλασσας, σε απόσταση που να είναι ορατή η Πατρίδα των Ξωτικών. Αλλά στη Μέση-γη οι Άνθρωποι και τα Ξωτικά αποξενώθηκαν την εποχή της σκοτεινιάς, με τα τεχνάσματα του Εχθρού και με τις αργόσυρτες αλλαγές του χρόνου, καθώς ο κάθε λαός ακολούθησε πιο κάτω τους χωρισμένους δρόμους τους. Οι Άνθρωποι τώρα φοβούνται και δυσπιστούν στα Ξωτικά, κι όμως ξέρουν ελάχιστα γι’ αυτά. Κι εμείς στην Γκόντορ όλο και περισσότερο εξομοιωνόμαστε με τους άλλους Ανθρώπους, όπως οι άνθρωποι του Ρόαν γιατί ακόμα κι αυτοί που είναι εχθροί του Μαύρου Άρχοντα αποφεύγουν τα Ξωτικά και μιλούν με φόβο για το Χρυσαφένιο Δάσος.
»Όμως υπάρχουν ακόμα ανάμεσά μας μερικοί που έχουν δοσοληψίες με τα Ξωτικά όταν μπορούν, και πότε πότε κάποιος θα πάει κρυφά στο Λόριεν, αλλά σπάνια ξαναγυρίζει. Όχι εγώ. Γιατί το θεωρώ επικίνδυνο τώρα για ένα θνητό άνθρωπο ν’ αναζητήσει με τη θέληση του τον Αρχαιότερο Λαό. Σας ζηλεύω, όμως, που μιλήσατε με τη Λευκή Κυρία.
— Η Κυρία του Λόριεν! Η Γκαλάντριελ! φώναξε ο Σαμ. Θα ’πρεπε να τη δεις, στ’ αλήθεια θα ’πρεπε, κύριε. Εγώ είμαι ένας χόμπιτ μονάχα και στην πατρίδα μου η δουλειά μου είναι η κηπουρική, κύριε, αν με καταλαβαίνεις, και δεν είμαι καλός στα ποιήματα — δεν ξέρω να φτιάχνω: εκτός από κανένα κωμικό στιχάκι, ίσως, πότε πότε, ξέρεις, αλλά όχι πραγματικά ποιήματα — κι έτσι δεν μπορώ να σου πω τι εννοώ. Πρέπει να το κάνουν τραγούδι. Θα πρέπει να βρεις το Γοργοπόδαρο, δηλαδή τον Άραγκορν, ή το γερο-κύριο Μπίλμπο, γι’ αυτό. Μα πολύ θα το ’θελα να μπορούσα να φτιάξω ένα τραγούδι γι’ αυτήν. Πεντάμορφη είναι, κύριε! Όμορφη! Μερικές φορές σαν μεγάλο ανθισμένο δέντρο, μερικές φορές σαν άσπρο ασφοδέλι, μικρή και βεργολυγερή. Σκληρή σαν το διαμάντι κι απαλή σαν το φως του φεγγαριού. Ζεστή σαν ηλιαχτίδα, παγωμένη σαν την πάχνη στ’ άστρα. Περήφανη κι απόμακρη σαν χιονισμένο βουνό και γελαστή σαν κοριτσόπουλο με μαργαρίτες στα μαλλιά την άνοιξη. Μα όλ’ αυτά είναι ανοησίες και δε φτάνουν να την περιγράψουν.
— Τότε, θα πρέπει να ’ναι στ’ αλήθεια όμορφη, είπε ο Φαραμίρ. Επικίνδυνα όμορφη.
— Δεν ξέρω για το επικίνδυνα, είπε ο Σαμ. Μου φαίνεται πως ο καθένας παίρνει τον κίνδυνό του μαζί στο Λόριεν και τον βρίσκει εκεί, γιατί τον έχει ο ίδιος φέρει. Αλλά ίσως μπορεί να την πεις επικίνδυνη, γιατί είναι δυνατή από μόνη της. Μπορεί να τσακιστείς πάνω της σαν καράβι στα βράχια ή να πνιγείς σαν χόμπιτ στο ποτάμι. Αλλά ούτε τα βράχια ούτε το ποτάμι θα φταίνε. Τώρα ο Μπορο...
Σταμάτησε κι έγινε κατακόκκινος.
— Ναι; Τώρα ο Μπορομίρ θα ’λεγες; είπε ο Φαραμίρ. Τι θα ’λεγες; Έφερε τον κίνδυνο μαζί του;
— Μάλιστα, κύριε, με το συμπάθιο, κι ο αδερφός σου ήταν σπουδαίος άνθρωπος, αν επιτρέπεται να το πω. Αλλά το είχες μισοκαταλάβει απ’ την αρχή. Εγώ τώρα παρακολουθούσα τον Μπορομίρ και τον άκουγα, απ’ το Σκιστό Λαγκάδι σ’ όλον το δρόμο — εγώ φρόντιζα τον κύριό μου, όπως καταλαβαίνεις, και δεν ήθελα το κακό του Μπορομίρ — και είναι η γνώμη μου πως για πρώτη φορά στο Λόριεν είδε καθαρά αυτό που εγώ είχα μαντέψει νωρίτερα: τι ήθελε. Απ’ την πρώτη στιγμή που το είδε, το ήθελε το Δαχτυλίδι του Εχθρού!
— Σαμ! ξεφώνισε ο Φρόντο κεραυνόπλητκος. Είχε απορροφηθεί στις σκέψεις του για λίγο και βγήκε απ’ αυτές απότομα και πολύ αργά.
— Τρομάρα μου! είπε ο Σαμ πανιάζοντας κι ύστερα κοκκινίζοντας. Να ’μαι πάλι! Όποτε ανοίγεις το μεγάλο σου το στόμα πάντα θάλασσα τα κάνεις, μου έλεγε ο Γέρος, και με το δίκιο του. Αχ, τι έκανα!
»Τώρα για κοίτα δω, κύριε!
Στράφηκε και αντιμετώπισε το Φαραμίρ μ’ όσο θάρρος μπόρεσε να μαζέψει.
Μην πας να εκμεταλλευτείς τον κύριό μου, επειδή ο υπηρέτης του είναι χειρότερος κι από χαζό. Μίλησες πολύ όμορφα απ’ την αρχή, μ’ έκανες να ξεχαστώ, μιλώντας για Ξωτικά και τα παρόμοια. Αλλά καλός αυτός που μ’ έργα τ’ αποδείχνει, όπως λέμε. Τώρα είναι η ευκαιρία ν’ αποδείξεις την αξία σου.
— Έτσι φαίνεται, είπε ο Φαραμίρ, αργά και πολύ σιγανά, μ’ ένα παράξενο χαμόγελο. Ώστε, αυτή είναι η λύση όλων των γρίφων. Το Ένα Δαχτυλίδι, που πιστεύαμε πως είχε χαθεί απ’ τον κόσμο. Κι ο Μπορομίρ προσπάθησε να το πάρει με τη βία; Κι εσείς ξεφύγατε; Και ήρθατε τρέχοντας όλον το δρόμο — σ’ εμένα! Κι εδώ στην ερημιά σάς έχω στο χέρι: δυο μικρούληδες κι ένα σωρό άντρες στις διαταγές μου, και το Δαχτυλίδι των Δαχτυλιδιών. Τύχη βουνό! Ευκαιρία για το Φαραμίρ, τον Καπετάνιο της Γκόντορ, να δείξει την αξία του! Χα!
Σηκώθηκε όρθιος, πανύψηλος και αυστηρός, με γκρίζα μάτια αστραφτερά.
Ο Φρόντο κι ο Σαμ πετάχτηκαν απ’ τα σκαμνιά τους και στάθηκαν πλάι πλάι με την πλάτη στον τοίχο, ψάχνοντας για τη λαβή του σπαθιού τους. Έπεσε σιωπή. Όλοι οι άντρες στη σπηλιά έπαψαν να μιλούν και κοίταξαν προς το μέρος τους απορημένοι. Αλλά ο Φαραμίρ κάθισε πάλι στην καρέκλα του κι άρχισε να γελάει σιγανά κι ύστερα απότομα σοβαρεύτηκε πάλι.
— Αλίμονο για τον Μπορομίρ! Παραήταν σκληρή η δοκιμασία! είπε. Πόσο μου μεγαλώσατε τον πόνο, εσείς οι δυο ξένοι στρατοκόποι απ’ τη μακρινή χώρα, που κουβαλάτε το θανάσιμο κίνδυνο των Ανθρώπων! Αλλά μπορείτε λιγότερο να κρίνετε τους Ανθρώπους απ’ ό,τι εγώ τ’ Ανθρωπάκια. Εμείς, οι άντρες της Γκόντορ, λέμε πάντα την αλήθεια. Σπάνια περηφανευόμαστε για κάτι, μα ύστερα το κάνουμε έστω κι αν πεθάνουμε προσπαθώντας. Εγώ δε θα το ’παιρνα, ακόμα κι αν το ’βρισκα πεταμένο στο δρόμο, είπα. Ακόμα κι αν ήμουν τέτοιος άνθρωπος που να το επιθυμούσα αυτό το πράγμα, και ακόμα κι αν δεν ήξερα καθαρά τι ήταν αυτό το πράγμα όταν μίλησα, όμως θα θεωρούσα εκείνα τα λόγια όρκο και θα δεσμευόμουν απ’ αυτά.
»Αλλά εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Ή είμαι αρκετά συνετός, ώστε να ξέρω πως υπάρχουν μερικοί κίνδυνοι που μπροστά τους ο άνθρωπος πρέπει να το βάζει στα πόδια. Ησυχάστε! Και παρηγορήσου, Σάμγουάιζ. Αν σου φαίνεται πως σκόνταψες, σκέψου πως ήταν μοιραίο να γίνει έτσι. Η καρδιά σου είναι έξυπνη και πιστή, και είδε πιο καθαρά απ’ τα μάτια σου. Γιατί, όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, ήταν ασφαλές να μου το πεις αυτό. Μπορεί ακόμα να βοηθήσει τον κύριο που αγαπάς. Θα του βγει σε καλό, αν εξαρτάται από μένα. Γι’ αυτό παρηγορήσου. Όμως, μην το ξαναπείς με τ’ όνομά του αυτό δυνατά. Μια φορά φτάνει.
Οι χόμπιτ ξαναγύρισαν στις θέσεις τους και κάθισαν πολύ ήσυχοι. Οι άντρες ξαναγύρισαν στο πιοτό και στις κουβέντες τους, βλέποντας πως ο καπετάνιος τους έκανε κάποιο αστείο με τους μικρούς ξένους, που τώρα τελείωσε.
— Λοιπόν, Φρόντο, τώρα επιτέλους καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο, είπε ο Φαραμίρ. Αν ανέλαβες εσύ αυτό το πράγμα, δίχως να το θέλεις, επειδή σου το ζήτησαν άλλοι, τότε έχεις τη λύπηση μου και την εκτίμησή μου. Και σε θαυμάζω: να το κρατάς κρυμμένο και να μην το χρησιμοποιείς. Είσαστε καινούριος λαός και νέος κόσμος για μένα. Είναι όλοι οι δικοί σας έτσι, σαν κι εσάς; Η χώρα σας θα πρέπει να είναι τόπος ειρήνης και αυτάρκειας και εκεί οι κηπουροί θα πρέπει να χαίρουν μεγάλης εκτιμήσεως.
— Δεν είναι όλα καθώς πρέπει εκεί, είπε ο Φρόντο, αλλά οπωσδήποτε τους κηπουρούς τους τιμούμε.
— Αλλά κι ο κόσμος θα πρέπει να Βαριέται εκεί, ακόμα και στους κήπους τους, όπως όλα τα πλάσματα κάτω από τον Ήλιο τούτου του κόσμου. Και εσείς βρίσκεστε μακριά απ’ την πατρίδα σας, κατάκοποι απ’ τους δρόμους. Φτάνει γι’ απόψε. Κοιμηθείτε, και οι δυο σας -ειρηνικά, αν μπορείτε. Μη φοβάστε! Δε θέλω να το δω, ούτε να το αγγίξω, ούτε να μάθω περισσότερα γι’ αυτό απ’ όσα ξέρω (που είναι αρκετά), μην τυχόν κι ο κίνδυνος με παραφυλάξει και πέσω πιο χαμηλά στη δοκιμασία απ’ ό,τι ο Φρόντο ο γιος του Ντρόγκο. Πηγαίνετε τώρα να ξεκουραστείτε — αλλά πρώτα πείτε μου μονάχα, αν θέλετε, προς τα πού θέλετε να πάτε και τι να κάνετε. Γιατί εγώ πρέπει να μείνω ξάγρυπνος και να περιμένω και να σκεφτώ. Η ώρα περνάει. Το πρωί πρέπει να πάμε γρήγορα ο καθένας μας στο δικό του ορισμένο δρόμο.
Ο Φρόντο ένιωσε να τρέμει καθώς το πρώτο σοκ του τρόμου πέρασε. Τώρα μια απέραντη κούραση τον τύλιξε σαν σύννεφο. Δεν μπορούσε πια ούτε να υποκριθεί ούτε να αντισταθεί.
— Έψαχνα να βρω δρόμο να μπω στη Μόρντορ, είπε ξέψυχα. Πήγαινα στο Γκόργκοροθ. Πρέπει να βρω το Βουνό της Φωτιάς και να το ρίξω στο βάραθρο του Χαμού. Έτσι είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ δε νομίζω πως θα φτάσω ποτέ εκεί.
Ο Φαραμίρ τον κοίταξε για μια στιγμή σοβαρά με βλέμμα κατάπληκτο. Ύστερα ξαφνικά τον έπιασε καθώς ταλαντευόταν και, σηκώνοντάς τον απαλά, τον πήγε στο κρεβάτι, τον ξάπλωσε και τον σκέπασε ζεστά. Αυτός αμέσως αποκοιμήθηκε βαθιά.
Έβαλαν ένα άλλο κρεβάτι δίπλα για τον υπηρέτη του. Ο Σαμ δίστασε για μια στιγμή κι ύστερα, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση:
— Καληνύχτα, Καπετάνιε, κύριέ μου, είπε. Το ριψοκινδύνευσες, κύριε.
— Αλήθεια; είπε ο Φαραμίρ.
— Ναι, κύριε, κι έδειξες την αξία σου: από τις πιο μεγάλες. Ο Φαραμίρ χαμογέλασε:
— Είσαι λίγο θρασύς υπηρέτης, κύριε Σάμγουάιζ. Όμως, όχι: ο έπαινος από μέρους των αξιέπαινων είναι πάνω απ’ όλες τις αμοιβές. Όμως, δεν υπάρχει τίποτα για να το παινέψεις. Δεν μπήκα ούτε στον πειρασμό ούτε στην επιθυμία να πράξω διαφορετικά απ’ ό,τι έπραξα.
— Και, λοιπόν, κύριε, είπε ο Σαμ, είπες πως ο κύριός μου έχει αέρα ξωτικό· κι αυτό ήταν καλό κι αληθινό. Αλλά μπορώ κι εγώ να πω αυτό: έχεις κι εσύ έναν αέρα, κύριε, που μου θυμίζει τον, τον... τον Γκάνταλφ, τους μάγους.
— Μπορεί, είπε ο Φαραμίρ. Μπορεί να διακρίνεις από μακριά τον αέρα του Νούμενορ. Καληνύχτα!
Ο Φρόντο ξύπνησε και βρήκε το Φαραμίρ σκυμμένο από πάνω του. Για μια στιγμή τον έπιασαν οι παλιοί του φόβοι, ανασηκώθηκε και μαζεύτηκε φοβισμένος.
— Δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθείς, είπε ο Φαραμίρ.
— Ξημέρωσε κιόλας; είπε ο Φρόντο και χασμουρήθηκε.
— Όχι ακόμα, αλλά η νύχτα πλησιάζει στο τέλος της και η πανσέληνος πάει να δύσει. Θέλεις νά ’ρθεις να τη δεις; Υπάρχει ακόμα και κάτι άλλο, που θα ’θελα τη συμβουλή σου. Λυπάμαι που σε σηκώνω από τον ύπνο σου, αλλά θά ’ρθεις;
— Θά ’ρθω, είπε ο Φρόντο, και σηκώθηκε, αναρριγώντας λιγάκι καθώς άφησε τη ζεστή κουβέρτα και τις γούνες.
Ήταν παγωνιά στη σπηλιά με δίχως φωτιά. Ο θόρυβος του νερού ήταν δυνατός στη σιγαλιά. Φόρεσε το μανδύα του κι ακολούθησε το Φαραμίρ.
Ο Σαμ, ξυπνώντας ξαφνικά λες κι από κάποιο ένστικτο, είδε πρώτα το άδειο κρεβάτι του κυρίου του και πετάχτηκε όρθιος. Ύστερα είδε δυο σκοτεινές μορφές, το Φρόντο κι έναν άνθρωπο, στο πλαίσιο της καμάρας, που τώρα ήταν γεμάτη μ’ ένα χλωμό άσπρο φως. Τους ακολούθησε βιαστικά, περνώντας τις σειρές των αντρών που κοιμόνταν σε στρώματα δίπλα στον τοίχο. Καθώς πέρασε την είσοδο της σπηλιάς είδε πως η Κουρτίνα τώρα είχε γίνει ένα εκθαμβωτικό πέπλο από μετάξι, μαργαριτάρια κι ασημένια κλωστή: φεγγαροσταλακτίτες που έλιωναν. Δε στάθηκε όμως να τη θαυμάσει, αλλά στρίβοντας ακολούθησε τον κύριό του απ’ τη στενή πόρτα στον τοίχο της σπηλιάς.
Στην αρχή πέρασαν ένα σκοτεινό διάδρομο, ύστερα ανέβηκαν πολλά υγρά σκαλοπάτια κι έτσι έφτασαν σ’ ένα μικρό πλατύσκαλο σκαμμένο στο βράχο και φωτισμένο απ’ το χλωμό ουρανό, που θαμπόφεγγε ψηλά μέσα από ένα μακρύ και ψηλό φωταγωγό. Από κει ξεκινούσαν δυο σκάλες· η μία συνέχιζε, όπως φαίνεται, προς τα πάνω στην ψηλή όχθη του ποταμιού· και η άλλη έστριβε αριστερά. Αυτή και ακολούθησαν. Ανέβαινε περιστροφικά σαν σκάλα πυργίσκου.
Τέλος, βγήκαν απ’ το πέτρινο σκοτάδι και κοίταξαν ολόγυρα. Βρίσκονταν σ’ έναν πλατύ επίπεδο βράχο χωρίς κάγκελα ή στηθαίο. Στα δεξιά τους, ανατολικά, κατρακυλούσε το νερό, παφλάζοντας, πέφτοντας πάνω από πολλά μεγάλα σκαλοπάτια κι ύστερα έπεφτε κατακόρυφα, γέμιζε ένα καλοπελεκημένο αυλάκι με τη σκοτεινή δύναμη του νερού που άφριζε και στριφογύριζε ορμητικά σχεδόν ως τα πόδια τους, βουτώντας κατακόρυφα στο κενό που έχασκε αριστερά τους. Εκεί στεκόταν ένας άντρας, κοντά στην άκρη, σιωπηλός, κοιτάζοντας κάτω.
Ο Φρόντο γύρισε και κοίταξε τις γυαλιστερές στήλες των νερών καθώς καμπύλωναν και βουτούσαν. Ύστερα σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε μακριά. Ο κόσμος ήταν ήσυχος και παγωμένος, λες κι η αυγή να ήταν κοντά. Μακριά στη Δύση η πανσέληνος έδυε, άσπρη και στρογγυλή. Χλωμή ομίχλη λαμπύριζε στη μεγάλη κοιλάδα κάτω -ένας πλατύς κόλπος ασημένιας αχνάδας, που κάτωθέ της κυλούσαν τα δροσερά νυχτερινά νερά του Άντουιν. Πιο πέρα υψωνόταν μια μαύρη σκοτεινιά και μέσα της γυάλιζαν, εδώ κι εκεί, παγωμένες, μυτερές κι απόμακρες, λευκές σαν τα δόντια φαντασμάτων, οι κορφές των Έρεντ Νίμρες, των Άσπρων Βουνών του Βασιλείου της Γκόντορ, ακροστολισμένες μ’ άλιωτο χιόνι.
Για λίγη ώρα ο Φρόντο στάθηκε εκεί στον ψηλό βράχο κι ένα ρίγος τον διαπέρασε κι αναρωτήθηκε αν, κάπου στην απεραντοσύνη της νυχτωμένης γης, οι παλιοί του σύντροφοι βάδιζαν ή κοιμόνταν ή κείτονταν νεκροί σαβανωμένοι στην ομίχλη. Γιατί τον έφεραν εδώ, βγάζοντάς τον από τον ύπνο της λησμονιάς;
Ο Σαμ βιαζόταν να πάρει απάντηση στην ίδια ερώτηση και δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μη μουρμουρίσει, για τ’ αυτιά του κυρίου του μόνο, όπως νόμιζε.
— Η θέα είναι υπέροχη, το δίχως άλλο, κύριε Φρόντο, αλλά παγώνει την καρδιά, για να μην πω τα κόκαλα! Τι τρέχει;
Ο Φαραμίρ άκουσε κι απάντησε:
— Φεγγαροβασίλεμα πάνω από την Γκόντορ. Η ωραία Ίθιλ[9], καθώς φεύγει από τη Μέση-Γη, ρίχνει το βλέμμα της στις λευκές μπούκλες του γερο-Μιντολούιν. Αξίζει μερικές ανατριχίλες. Αλλά δεν είναι αυτό που σας έφερα να δείτε — αν κι εσένα, Σάμγουάιζ, δε σ’ έφερα, και τώρα πληρώνεις την υπερβολική σου αφοσίωση. Μια γουλιά κρασί θα σε συνεφέρει. Ελάτε, κοιτάξτε τώρα!
Πήγε δίπλα στο σιωπηλό φρουρό στη σκοτεινή άκρη κι ο Φρόντο ακολούθησε. Ο Σαμ έμεινε πίσω. Ένιωθε κιόλας αρκετά ανασφαλής σ’ αυτό το ψηλό βρεγμένο πλάτωμα. Ο Φαραμίρ κι ο Φρόντο κοίταξαν κάτω. Χαμηλά κάτωθέ τους είδαν τ’ άσπρα νερά να χύνονται σε μια αφρισμένη λεκάνη, και ύστερα να περιδινίζονται σκοτεινά σε μια βαθιά οβάλ λίμνη ανάμεσα στα βράχια, ώσπου να βρουν πάλι διέξοδο από μια στενή πύλη και να ξεχυθούν αφρίζοντας και φλυαρώντας, σε πιο ήρεμη κι επίπεδη κοίτη. Το φως του φεγγαριού έπεφτε ακόμα λοξά στο κάτω μέρος του καταρράκτη και γυάλιζε στα κυματάκια της λίμνης. Σε λίγο ο Φρόντο πήρε είδηση ένα μικρό μαύρο πλάσμα στην από δω όχθη, αλλά, ενώ το κοίταζε, αυτό βούτηξε και χάθηκε ακριβώς στην άκρη που έβραζε και φουσκάλιαζε ο καταρράκτης, σκίζοντας το μαύρο νερό τόσο εύστοχα, όσο ένα βέλος ή μια λοξοριγμένη πέτρα.
Ο Φαραμίρ στράφηκε στον άντρα στο πλευρό του:
— Τώρα, τι θα ’λεγες πως είναι αυτό, Άνμπορν; Σκίουρος ή ψαροπούλι; Υπάρχουν μαύρα ψαροπούλια στις νυχτο-λίμνες του Δάσους της Σκοτεινιάς;
— Ό,τι κι αν είναι, πάντως πουλί δεν είναι, απάντησε ο Άνμπορν. Έχει τέσσερα άκρα και βουτάει σαν άνθρωπος· και μάλιστα δείχνει μεγάλη δεξιοτεχνία. Τι γυρεύει; Ψάχνει να βρει τρόπο να περάσει πίσω απ’ την Κουρτίνα στην κρυψώνα μας; Μου φαίνεται πως μας έχουν ανακαλύψει πια. Έχω εδώ το τόξο μου κι έχω τοποθετήσει κι άλλους τοξότες, σχεδόν τόσο καλούς στο σημάδι, όσο κι εγώ, και στις δυο όχθες. Περιμένουμε μόνο το πρόσταγμά σου για να ρίξουμε, Καπετάνιε.
— Να ρίξουμε; είπε ο Φαραμίρ, γυρίζοντας γρήγορα στο Φρόντο. Ο Φρόντο δεν απάντησε για μια στιγμή. Ύστερα «Όχι!» είπε.
«Όχι! Μη, σας παρακαλώ.»
Ο Σαμ, αν τολμούσε, θα είχε πει «Ναι», γρηγορότερα και πιο δυνατά. Δεν μπορούσε να δει, αλλά μάντευε πολύ καλά από τα λόγια τους τι κοίταζαν.
— Ώστε, λοιπόν, ξέρεις τι είναι αυτό το πλάσμα; είπε ο Φαραμίρ. Έλα, τώρα που είδες, πες μου γιατί πρέπει να του χαρίσουμε τη ζωή. Σε όλες μας τις κουβέντες μαζί δε μου μίλησες ούτε μια φορά για τον περιπλανώμενο σύντροφό σου κι εγώ τον άφησα για την ώρα. Μπορούσε να περιμένει ώσπου να τον πιάσουν και να τον φέρουν μπροστά μου. Έστειλα τους πιο αετομάτηδες κυνηγούς μου να τον αναζητήσουν, αλλά τους ξέφυγε και δεν τον ξανάδαν μέχρι τώρα, εκτός από τον Άνμπορν εδώ, που τον είδε χτες το βράδυ. Αλλά τώρα έχει κάνει μεγαλύτερη παράβαση απ’ το να πιάνει λαγούς στα ψηλώματα: έχει τολμήσει να έρθει στο Χένεθ Άνουν με τίμημα το κεφάλι του. Απορώ μ’ αυτό το πλάσμα· τόσο κρυφό και παμπόνηρο που είναι, να έρθει να παίζει στη λίμνη μπροστά στο παράθυρό μας. Νομίζει πως οι άνθρωποι κοιμούνται δίχως φρουρούς τη νύχτα; Γιατί φέρνεται έτσι;
— Υπάρχουν δύο απαντήσεις, νομίζω, είπε ο Φρόντο. Πρώτα πρώτα ξέρει ελάχιστα για τους Ανθρώπους, και, μόλο που είναι παμπόνηρο, το καταφύγιο σας είναι τόσο καλά κρυμμένο, που μπορεί και να μην ξέρει πως υπάρχουν Άνθρωποι κρυμμένοι εδώ. Και κατά δεύτερο λόγο, νομίζω πως εκείνο που το τράβηξε εδώ ήταν μια πανίσχυρη επιθυμία, πιο δυνατή από τις επιφυλάξεις του.
— Το τράβηξε ως εδώ, λες; είπε ο Φαραμίρ χαμηλόφωνα. Μπορεί, ξέρει, λοιπόν, για το φορτίο σου;
— Μα, φυσικά, το ξέρει. Το κουβαλούσε κι αυτό για πολλά χρόνια.
— Το κουβαλούσε αυτό το πλάσμα; είπε ο Φαραμίρ, ανασαίνοντας απότομα από την έκπληξή του. Αυτή η υπόθεση όλο και μπερδεύεται με καινούριους γρίφους. Δηλαδή, το κυνηγάει;
— Ίσως. Του είναι πολύτιμο. Αλλά δεν εννοούσα αυτό.
— Τότε, τι γυρεύει το πλάσμα αυτό;
— Ψάρια, είπε ο Φρόντο. Κοίταξε!
Τέντωσαν τα μάτια τους και κοίταξαν κάτω στη σκοτεινή λίμνη. Ένα μικρό μαύρο κεφάλι φάνηκε στην πέρα άκρη της λίμνης, μόλις έξω απ’ τη βαθιά σκιά των βράχων. Φάνηκε μια γρήγορη ασημένια λάμψη κι ένα στροβίλισμα από μικρά κυματάκια. Κολύμπησε στην άκρη κι ύστερα με θαυμαστή ευκινησία μια βατραχίσια σιλουέτα βγήκε απ’ το νερό και σκαρφάλωσε στην όχθη. Αμέσως στρώθηκε χάμω κι άρχισε να μασουλάει ένα μικρό ασημένιο πράγμα που γυάλιζε καθώς γύριζε: οι τελευταίες ακτίνες του φεγγαριού έπεφταν τώρα πίσω απ’ τον πέτρινο τοίχο στην άκρη της λιμνούλας.
Ο Φαραμίρ γέλασε σιγανά.
— Ψάρια! είπε. Αυτή η πείνα είναι λιγότερο επικίνδυνη. Μπορεί όμως και όχι: τα ψάρια απ’ τη λίμνη του Χένεθ Άνουν μπορεί να του στοιχίσουν ό,τι έχει και δεν έχει.
— Το ’χω τώρα καλά σημαδεμένο, είπε ο Άνμπορν. Να μην του ρίξω, Καπετάνιε; Ο νόμος μας είναι θάνατος για όσους έρχονται απρόσκλητοι σ’ αυτό το μέρος.
— Περίμενε, Άνμπορν, είπε ο Φαραμίρ. Αυτή η υπόθεση είναι πιο δύσκολη απ’ ό,τι φαίνεται. Τι έχεις να πεις τώρα, Φρόντο; Γιατί πρέπει να χαριστούμε;
— Το πλάσμα αυτό είναι δύστυχο και πεινασμένο, είπε ο Φρόντο, και ανίδεο για τον κίνδυνο που διατρέχει. Και ο Γκάνταλφ, ο δικός σας Μιθραντίρ, θα σας είχε πει να μην το σκοτώσετε γι’ αυτόν το λόγο, και γι’ άλλους ακόμα. Απαγόρευσε στα Ξωτικά να το κάνουν. Δεν καλοξέρω το γιατί, και αυτά που μαντεύω δεν μπορώ να τα πω ξεκάθαρα εδώ. Αλλ’ αυτό το πλάσμα είναι με κάποιον τρόπο δεμένο με την αποστολή μου. Μέχρι που μας Βρήκες και μας πήρες ήταν ο οδηγός μου.
— Ο οδηγός σου! είπε ο Φαραμίρ. Η υπόθεση γίνεται όλο και πιο παράξενη. Πολλά θα ’κανα για σένα, Φρόντο, όχι όμως κι αυτό: ν’ αφήσω τούτο τον παμπόνηρο αλήτη να φύγει ελεύθερος όπως θέλει από δω, για να σε συναντήσει αργότερα, αν θέλει, ή να τον πιάσουν οι Ορκ και να πει όλα όσα ξέρει κάτω απ’ την απειλή Βασανιστηρίων. Πρέπει ή να το σκοτώσουμε ή να το πιάσουμε. Να το σκοτώσουμε, αν δεν το πιάσουμε πολύ γρήγορα. Αλλά πώς μπορούμε να πιάσουμε αυτό το γλιστερό πλάσμα με τα πολλά προσωπεία, αν δεν του ρίξουμε με το τόξο;
— Άσε με να πάω κάτω σιγά σιγά κοντά του, είπε ο Φρόντο. Εσείς μπορείτε να έχετε έτοιμα τα τόξα σας και να σκοτώσετε εμένα τουλάχιστον, αν αποτύχω. Εγώ δε θα το βάλω στα πόδια.
— Πήγαινε τότε και κάνε γρήγορα! είπε ο Φαραμίρ. Αν τη γλιτώσει ζωντανό, θα πρέπει να γίνει πιστός σου υπηρέτης ως το τέλος της δυστυχισμένης του ζωής. Οδήγησε το Φρόντο κάτω στην όχθη, Άνμπορν, και πήγαινε σιγανά. Το πλάσμα έχει μύτη κι αυτιά. Δώσ’ μου το τόξο σου.
Ο Άνμπορν γρύλισε και τον οδήγησε να κατεβεί την περιστροφική σκάλα ως το πλατύσκαλο κι ύστερα ανέβηκαν την άλλη σκάλα, ώσπου τέλος έφτασαν σ’ ένα στενό άνοιγμα κρυμμένο πίσω από πυκνούς θάμνους. Περνώντας το σιωπηλά ο Φρόντο βρέθηκε στη νότια όχθη της λίμνης. Τώρα ήταν σκοτάδι και οι καταρράκτες ήταν χλωμοί και γκρίζοι, αντανακλώντας μόνο το φεγγαρόφωτο που απόμενε στο δυτικό ουρανό. Δεν μπορούσε να δει το Γκόλουμ. Προχώρησε μπροστά για λίγο κι ο Άνμπορν ήρθε αθόρυβα πίσω του.
— Προχώρησε! ανάσανε στ’ αυτί του Φρόντο. Πρόσεχε δεξιά σου. Αν πέσεις στη λίμνη, κανένας, εκτός απ’ το φίλο σου τον ψαρά, δεν μπορ να σε βοηθήσει. Και μην ξεχνάς πως οι τοξότες είναι εδώ κοντά, ακόμα κι αν δεν τους βλέπεις.
Ο Φρόντο άρχισε να σέρνεται μπροστά, χρησιμοποιώντας τα χέρια του σαν το Γκόλουμ για να ψηλαφίζει το δρόμο του και να κρατά την ισορροπία του. Τα βράχια ήταν γενικώς επίπεδα και λεία, αλλά γλιστρούσαν. Σταμάτησε κι αφουγκράστηκε. Στην αρχή δεν μπορούσε ν’ ακούσει άλλο θόρυβο εκτός απ’ την ασταμάτητη ορμή του καταρράκτη πίσω του. Ύστερα σε λίγο άκουσε, όχι πολύ μακριά μπροστά του, ένα σφυριχτό μουρμουρητό.
— Ψψάρι, ωραίο ψψάρι. Το Άσπρο Πρόσωπο εξαφανίστηκε, πολύτιμό μου, επιτέλους, ναι. Τώρα μπορούμε να φάμε ψάρι με την ησυχία μας. Όχι, όχι με την ησυχία μας, πολύτιμο. Γιατί το Πολύτιμο χάθηκε· ναι, χάθηκε. Βρομο-χόμπιτ, παλιο-χόμπιτ. Έφυγαν και μας παράτησαν, γκόλουμ· και το Πολύτιμο πάει. Μόνο ο φτωχός ο Σμήγκολ ολομόναχος. Όχι, Πολύτιμο. Απαίσιοι Άνθρωποι θα το πάρουν, θα κλέψουν το Πολύτιμό μου. Κλέφτες. Τους μισούμε. Ψψάρι, ωραίο ψψάρι. Μας δυναμώνει. Ζωηρεύει τα μάτια μας, τα δάχτυλά μας, ναι. Θα τους πνίξουμε, πολύτιμο. Θα τους πνίξουμε όλους, ναι, αν βρούμε ευκαιρία. Ωραίο ψψάρι. Ωραίο ψψάρι!
Έτσι συνέχιζε, σχεδόν τόσο ασταμάτητα, όσο και ο καταρράκτης, με μόνη διακοπή ένα αμυδρό θόρυβο από σάλια και γουργουρητά. Ο Φρόντο ανατρίχιασε ακούγοντας με λύπηση και αηδία. Ευχόταν να σταματούσε και να μη χρειαζόταν ποτέ να ξανακούσει αυτή τη φωνή. Ο Άνμπορν δε βρισκόταν πολύ πιο πίσω. Μπορούσε να συρθεί πίσω και να του πει να βάλει τους τοξότες να ρίξουν. Ήταν σχεδόν σίγουρο πως θα μπορούσαν να πλησιάσουν αρκετά, όσο που το Γκόλουμ έτρωγε με τόση βουλιμία και δεν πρόσεχε πολύ. Έφτανε μόνο μια καίρια σαϊτιά και ο Φρόντο θα απαλλασσόταν απ’ αυτή την άθλια φωνή μια για πάντα. Όμως όχι, το Γκόλουμ είχε τώρα δικαιώματα. Ο υπηρέτης έχει δικαιώματα στον αφέντη του για τις υπηρεσίες του, ακόμα κι αν είναι υπηρεσίες που τις υπαγορεύει ο φόβος. Θα είχαν βουλιάξει στους Βάλτους των Νεκρών, αν δεν ήταν το Γκόλουμ. Κι ο Φρόντο επίσης, κάπως, ήξερε ολοκάθαρα πως ο Γκάνταλφ δε θα το ήθελε.
— Σμήγκολ! είπε μαλακά.
— Ψψάρι, ωραίο ψψάρι, είπε η φωνή.
— Σμήγκολ! είπε λίγο πιο δυνατά. Η φωνή σταμάτησε.
— Σμήγκολ ο Αφέντης ήρθε και σε γυρεύει. Ο Αφέντης είναι εδώ. Έλα, Σμήγκολ!
Καμιά απάντηση, εκτός από ένα σιγαλό σφύριγμα, λες και πήρε μια ανάσα και την κράτησε.
— Έλα, Σμήγκολ! είπε ο Φρόντο. Κινδυνεύουμε. Οι Άνθρωποι θα σε σκοτώσουν, αν σε βρουν εδώ. Έλα γρήγορα, αν θέλεις να γλιτώσεις το θάνατο. Έλα στον Αφέντη!
— Όχι! είπε η φωνή. Όχι καλός Αφέντης. Αφήνει τον κακομοίρη το Σμήγκολ και πάει με καινούριους φίλους. Ο Αφέντης να περιμένει. Ο Σμήγκολ δεν έχει τελειώσει.
— Δεν έχουμε καιρό, είπε ο Φρόντο. Πάρε μαζί σου τα ψάρια. Έλα!
— Όχι! Πρέπει να τελειώσω τα ψάρια.
— Σμήγκολ! είπε ο Φρόντο απελπισμένα. Το Πολύτιμο θα θυμώσει. Θα πάρω το Πολύτιμο και θα πω; κάνε τον να καταπιεί τα κόκαλα και να πνιγεί. Να μη βάλει ψάρι στο στόμα του ξανά. Έλα, το Πολύτιμο περιμένει!
Ακούστηκε ένα οξύ σφύριγμα. Σε λίγο μέσ’ απ’ το σκοτάδι ήρθε το Γκόλουμ στα τέσσερα, σαν φταίχτης σκύλος που του φωνάζουν να ησυχάσει. Είχε ένα μισοφαγωμένο ψάρι στο στόμα του κι άλλο ένα στο χέρι του. Ήρθε κοντά στο Φρόντο, μύτη με μύτη σχεδόν, και τον οσμίστηκε. Τα χλωμά μάτια του έλαμπαν. Ύστερα έβγαλε το ψάρι από το στόμα του και ορθώθηκε.
— Καλός Αφέντης! ψιθύρισε. Καλός χόμπιτ, γύρισε πίσω στο φτωχό το Σμήγκολ. Ο καλός ο Σμήγκολ έρχεται. Τώρα πάμε, πάμε γρήγορα, ναι. Μέσ’ από τα δέντρα, όσο που τα Πρόσωπα είναι σκοτεινά. Ναι, έλα, πάμε!
— Ναι, θα πάμε σε λίγο, είπε ο Φρόντο. Αλλά όχι αμέσως. Θά ’ρθω μαζί σου, όπως το υποσχέθηκα. Σ’ το υπόσχομαι ξανά. Αλλά όχι τώρα. Δεν είσαι ασφαλής ακόμα. Εγώ θα σε σώσω, αλλά εσύ πρέπει να μ’ εμπιστευτείς.
— Πρέπει να εμπιστευτούμε τον Αφέντη; είπε το Γκόλουμ με αμφιβολία. Γιατί; Γιατί να μη φύγουμε αμέσως; Πού είναι ο άλλος, ο γκρινιάρης, ο αγενής χόμπιτ; Πού είναι;
— Εκεί πέρα πάνω, είπε ο Φρόντο, δείχνοντας τον καταρράκτη— Δε φεύγω χωρίς αυτόν. Πρέπει να πάμε να τον βρούμε.
Η καρδιά του βάρυνε. Η πράξη του έμοιαζε πάρα πολύ με απάτη. Δε φοβόταν αληθινά πως ο Φαραμίρ θα άφηνε να σκοτώσουν το Γκόλουμ, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα το αιχμαλώτιζε και θα το έδενε· και σίγουρα αυτό που έκανε ο Φρόντο θα φαινόταν σαν προδοσία στο φτωχό και δολερό τούτο πλάσμα. Το πιο πιθανό ήταν πως θα ήταν αδύνατο να το κάνει ποτέ να καταλάβει ή να πιστέψει πως ο Φρόντο του είχε σώσει τη ζωή με το μόνο τρόπο που μπορούσε. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; — για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη, όσο πιο πολύ μπορούσε, και με τις δύο πλευρές.
— Έλα! είπε. Ειδαλλιώς το Πολύτιμο θα θυμώσει. Πάμε πίσω τώρα, πάνω. Προχώρησε, προχώρησε, εσύ πρώτος!
Το Γκόλουμ σύρθηκε μπροστά άκρη άκρη στην όχθη, ρουθουνίζοντας και υποψιασμένο. Γρήγορα σταμάτησε και σήκωσε το κεφάλι του.
— Κάτι είναι εκεί πέρα! είπε. Όχι χόμπιτ.
Ξαφνικά γύρισε πίσω. Ένα πράσινο φως τρεμόσβηνε στα πεταγμένα του μάτια.
— Αφέντηςς, αφέντηςς! σφύριξε. Κακόςς! Προδότηςς! Ψεύτηςς! Έφτυσε κι άπλωσε τα μακριά του χέρια με τα άσπρα κροταλιστά δάχτυλα.
Εκείνη τη στιγμή η μεγάλη μαύρη σιλουέτα του Άνμπορν ορθώθηκε από πίσω του και του όρμησε. Ένα μεγάλο δυνατό χέρι το άρπαξε από το σβέρκο και το ακινητοποίησε. Γύρισε σαν αστραπή, όπως ήταν όλο μούσκεμα και όλο γλίτσα, στριφογυρίζοντας σαν χέλι, δαγκώνοντας και γρατσουνώντας σαν γατί. Αλλά δυο ακόμα άντρες ήρθαν απ’ τις σκιές.
— Ήσυχα! είπε ένας. Ειδαλλιώς, θα σε καρφώσουμε με τόσες βελόνες, όσες έχει ο σκαντζόχοιρος. Κάτσε ήσυχα!
Το Γκόλουμ χαλάρωσε κι άρχισε να κλαψουρίζει και να κλαίει. Το έδεσαν, όχι και πολύ ευγενικά.
— Σιγά, σιγά! είπε ο Φρόντο. Δεν έχει τη δύναμή σας. Μην το πονάτε, αν μπορείτε να το αποφύγετε. Θα καθίσει πιο ήσυχα έτσι. Σμήγκολ! Δε θα σου κάνουν κακό. Εγώ θα έρθω μαζί σου και δε θα πάθεις τίποτα. Εκτός και σκοτώσουν κι εμένα. Εμπιστέψου τον Αφέντη!
Το Γκόλουμ γύρισε και τον έφτυσε. Οι άντρες το σήκωσαν, του φόρεσαν μια κουκούλα στα μάτια και το πήραν.
Ο Φρόντο τους ακολούθησε νιώθοντας πολύ άσχημα. Πέρασαν το άνοιγμα πίσω από τους θάμνους και γύρισαν, περνώντας απ’ τις σκάλες και τους διαδρόμους, στη σπηλιά. Δυο τρεις δάδες ήταν αναμμένες. Οι άντρες ξυπνούσαν. Ο Σαμ ήταν εκεί κι έριξε μια αλλόκοτη ματιά στον πλαδαρό μπόγο που κουβαλούσαν οι άντρες.
— Το ’πιασες; είπε στο Φρόντο.
— Ναι. Δηλαδή, όχι, δεν το ’πιασα εγώ. Ήρθε σε μένα, γιατί φοβάμαι πως μ’ εμπιστεύτηκε στην αρχή. Δεν ήθελα να το δέσουν έτσι. Ελπίζω πως όλα θα πάνε καλά· αλλά δε μου αρέσει καθόλου όλη αυτή η υπόθεση.
— Το ίδιο κι εμένα, είπε ο Σαμ. Και ποτέ τίποτα δε θα ’ναι εντάξει, όπου βρίσκεται αυτό το άθλιο υποκείμενο.
Ένας άντρας ήρθε κι έκανε νόημα στους χόμπιτ και τους οδήγησε στο βαθούλωμα στο πίσω μέρος της σπηλιάς. Ο Φαραμίρ καθόταν στην καρέκλα του και η λάμπα στην κόγχη πάνω απ’ το κεφάλι του ήταν πάλι αναμμένη. Τους έκανε νόημα να καθίσουν στα σκαμνιά δίπλα του.
— Φέρτε κρασί για τους ξένους, είπε. Και φέρτε μου τον αιχμάλωτο.
Το κρασί ήρθε κι ύστερα έφτασε ο Άνμπορν κουβαλώντας το Γκόλουμ. Έβγαλε την κουκούλα απ’ το κεφάλι του Γκόλουμ και το ’στησε στα πόδια του και στάθηκε πίσω του για να το υποστηρίξει. Το Γκόλουμ ανοιγόκλεισε τα μάτια του, σκεπάζοντας την κακία τους με τα χλωμά βαριά τους βλέφαρα. Είχε την όψη ενός πολύ άθλιου πλάσματος, έτσι που έσταζε μουσκεμένο, θρομώντας ψαρίλα (κρατούσε ακόμα ένα ψάρι στο χέρι του)· τα λιγοστά μαλλιά του κρέμονταν σαν μισοσαπισμένα βρομόχορτα πάνω στο σκελετωμένο μέτωπό του και η μύτη του έτρεχε.
— Λύστε μας! Λύστε μας! είπε. Το σκοινί μάς κόβει, ναι, μας κόβει, και δεν κάναμε τίποτα.
— Τίποτα; είπε ο Φαραμίρ, κοιτάζοντας το εξαθλιωμένο πλάσμα με ματιά κοφτερή, αλλά δίχως καμιά έκφραση στο πρόσωπο του, ούτε θυμού ούτε οίκτου ούτε απορίας. Τίποτα; Δεν έχεις ποτέ σου κάνει τίποτα που να του αξίζει δέσιμο ή χειρότερη τιμωρία; Όμως, ευτυχώς, δεν είναι δικό μου έργο να σε κρίνω. Αλλά απόψε ήρθες κάπου που πληρώνεται με θάνατο. Τα ψάρια της λίμνης κοστίζουν πανάκριβα. Το Γκόλουμ πέταξε το ψάρι από το χέρι του.
— Δε θέλω ψάρι, είπε.
— Η τιμή δεν είναι των ψαριών, είπε ο Φαραμίρ. Και μόνο να έρθεις εδώ και να κοιτάξεις τη λίμνη τιμωρείται με θάνατο. Ως τώρα σου έχω χαρίσει τη ζωή, γιατί με παρακάλεσε ο Φρόντο εδώ, που λέει πως απ’ αυτόν τουλάχιστο σου αξίζουν μερικές ευχαριστίες. Πρέπει όμως να ικανοποιήσεις κι εμένα. Πώς σε λένε; Από πού έρχεσαι; Πού πας; Τι δουλειά έχεις;
— Χαθήκαμε, είπε το Γκόλουμ. Όχι όνομα, όχι δουλειά, όχι Πολύτιμο, τίποτα. Άδειοι μονάχα. Μονάχα πεινασμένοι· ναι, είμαστε πεινασμένοι. Μερικά μικρά ψαράκια, παλιοκοκαλιάρικα μικρά ψαράκια, για ένα φτωχό πλάσμα κι αυτοί λένε θάνατος. Τόσο σοφοί είναι· τόσο δίκαιοι· τόσο πολύ δίκαιοι.
— Όχι πολύ σοφοί, είπε ο Φαραμίρ. Αλλά δίκαιοι: ναι, ίσως τόσο δίκαιοι, όσο μας επιτρέπει η μικρή μας σοφία. Λύσε το, Φρόντο!
Ο Φαραμίρ έβγαλε ένα μικρό μαχαιράκι για τα νύχια απ’ τη ζώνη του και το έδωσε στο Φρόντο. Το Γκόλουμ παρεξηγώντας την κίνηση, έβαλε τις στριγκλιές κι έπεσε χάμω.
— Έλα, Σμήγκολ! είπε ο Φρόντο. Πρέπει να μου δείξεις εμπιστοσύνη. Εγώ δε θα σ’ εγκαταλείψω. Λέγε την αλήθεια, αν μπορείς. Θα σου κάνει καλό, όχι κακό.
Έκοψε τα σκοινιά απ’ τους καρπούς και τους αστραγάλους του Γκόλουμ και το σήκωσε όρθιο.
— Έλα κοντά! είπε ο Φαραμίρ. Για κοίτα με στα μάτια! Ξέρεις το όνομα αυτού του τόπου; Έχεις έρθει ξανά εδώ;
Αργά το Γκόλουμ σήκωσε τα μάτια και κοίταξε, παρά τη θέλησή του, τα μάτια του Φαραμίρ. Κάθε φως έσβησε μέσα τους και βυθίστηκαν ζοφερά και χλωμά για μια στιγμή στα καθάρια σταθερά μάτια του ανθρώπου της Γκόντορ. Έπεσε άκρα σιωπή. Ύστερα το Γκόλουμ έριξε το κεφάλι και μαζεύτηκε, ώσπου βρέθηκε καθισμένο ανακούρκουδα στο πάτωμα, τρέμοντας.
— Δεν ξέρουμε και δε θέλουμε να ξέρουμε, κλαψούρισε. Ποτέ δεν ήρθαμε εδώ· ποτέ δε θα ξαναρθούμε.
— Υπάρχουν κλειδωμένες πόρτες και κλειστά παράθυρα στο μυαλό σου και σκοτεινά δωμάτια πίσω τους, είπε ο Φαραμίρ. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση κρίνω πως λες την αλήθεια. Κι αυτό είναι καλό για σένα. Τι όρκο θα δώσεις πως δε θα γυρίσεις ποτέ πίσω· κι ότι ποτέ δε θα οδηγήσεις πλάσμα ζωντανό εδώ, ούτε με λέξη ούτε με νόημα;
— Ο Αφέντης ξέρει — είπε το Γκόλουμ με μια λοξή ματιά στο Φρόντο. Ναι, ξέρει. Εμείς θα υποσχεθούμε στον Αφέντη, αν μας γλιτώσει. Θα υποσχεθούμε σ’ Αυτό, ναι.
Σύρθηκε στα πόδια του Φρόντο.
— Σώσε μας, καλέ Αφέντη! κλαψούρισε. Ο Σμήγκολ υπόσχεται στο Πολύτιμο, υπόσχεται πιστά. Ποτέ να μην ξανάρθει, ποτέ να μη μιλήσει, όχι ποτέ! Όχι, πολύτιμο, όχι!
— Είσαι ικανοποιημένος; είπε ο Φαραμίρ.
— Ναι, είπε ο Φρόντο. Δηλαδή, πρέπει ή να δεχτείς αυτή την υπόσχεση ή να εφαρμόσεις το νόμο σας. Δεν πρόκειται να πάρεις περισσότερο. Εγώ όμως υποσχέθηκα πως αν ερχόταν σ’ εμένα, δε θα πάθαινε κακό. Και δε θα ’θελα να βγω ψεύτης.
Ο Φαραμίρ έμεινε μια στιγμή σκεφτικός.
— Πολύ καλά, είπε τέλος. Σε παραδίνω στον αφέντη σου, στο Φρόντο γιο του Ντρόγκο. Ας αποφασίσει αυτός τι θα κάνει μ’ εσένα!
— Όμως, Άρχοντα Φαραμίρ, είπε ο Φρόντο κάνοντας υπόκλιση, ακόμα δεν έχεις ανακοινώσει την απόφασή σου σχετικά με τον ίδιο το Φρόντο και, ώσπου να γίνει αυτή γνωστή, ο Φρόντο δεν μπορεί να κάνει σχέδια ούτε για τον εαυτό του ούτε για τους συντρόφους του. Είχες αναβάλει την τελική κρίση σου ως το πρωί· αλλά τώρα το πρωί έφτασε.
— Τότε θα ανακοινώσω την απόφαση μου, είπε ο Φαραμίρ. Όσο για σένα, Φρόντο, όσο εξαρτάται από μένα που βρίσκομαι κάτω από μεγαλύτερη εξουσία, δηλώνω πως είσαι ελεύθερος στο βασίλειο της Γκόντορ απ’ άκρη σ’ άκρη των αρχαίων της συνόρων εκτός μόνον ότι ούτε εσύ ούτε κανείς απ’ τους συντρόφους σου έχει την άδεια να έρθει σ’ αυτό το μέρος απρόσκλητος. Αυτή η απόφαση ισχύει για ένα χρόνο και μια μέρα και ύστερα λήγει, εκτός και αν, πριν λήξει, έρθεις στη Μίνας Τίριθ και παρουσιαστείς στον Άρχοντα και Μέγα Επίτροπο της Πόλης. Τότε θα τον παρακαλέσω να επικυρώσει την πράξη μου και να την κάνει εφ’ όρου ζωής. Στο μεταξύ, οποιονδήποτε κι αν πάρεις κάτω από την προστασία σου, θα είναι και κάτω από την προστασία μου και κάτω από την αιγίδα της Γκόντορ. Πήρες την απάντηση σου;
Ο Φρόντο υποκλίθηκε βαθιά.
— Πήρα την απάντησή μου, είπε, και θέτω τον εαυτό μου στην υπηρεσία σου, αν αυτό αξίζει τίποτα σε κάποιον τόσο υψηλό και τιμημένο.
— Αξίζει πάρα πολύ, είπε ο Φαραμίρ. Και τώρα, παίρνεις αυτό το πλάσμα, αυτόν το Σμήγκολ, υπό την προστασία σου;
— Ναι, παίρνω το Σμήγκολ υπό την προστασία μου, είπε ο Φρόντο. Ο Σαμ αναστέναξε δυνατά· κι όχι για τις φιλοφρονήσεις που, όπως και κάθε χόμπιτ, τις επιδοκίμαζε απόλυτα. Πραγματικά στο Σάιρ μια τέτοια υπόθεση θα απαιτούσε ένα σωρό ακόμα λόγια και υποκλίσεις.
— Τότε, λέω σ’ εσένα, είπε ο Φαραμίρ γυρίζοντας στο Γκόλουμ, βρίσκεσαι με ποινή θανάτου· αλλά όσο πηγαίνεις με το Φρόντο θα είσαι εξασφαλισμένο από μας. Αν όμως βρεθείς ποτέ από άνθρωπο της Γκόντορ αδέσποτο, δίχως αυτόν, η ποινή θα εκτελεστεί. Και μακάρι ο θάνατος να σε βρει γρήγορα, μέσα στην Γκόντορ ή έξω απ’ αυτήν, αν δεν τον υπηρετήσεις καλά. Τώρα, απάντησέ μου: πού θα πας; Ήσουν ο οδηγός του, λέει. Πού τον οδηγούσες;
Το Γκόλουμ δεν απάντησε.
— Αυτό δε δέχομαι να μείνει μυστικό, είπε ο Φαραμίρ. Απάντησε μου, ειδαλλιώς θ’ αντιστρέψω την απόφασή μου!
Και πάλι το Γκόλουμ δεν έδωσε απάντηση.
— Θα απαντήσω εγώ στη θέση του, είπε ο Φρόντο. Με πήγε στη Μαύρη Πύλη, όπως ζήτησα· αλλά ήταν απροσπέλαστη.
— Δεν υπάρχει ανοιχτή πύλη στην Ακατονόμαστη Χώρα, είπε ο Φαραμίρ.
— Βλέποντας αυτό, αλλάξαμε πορεία και ήρθαμε από το Νότιο δρόμο, συνέχισε ο Φρόντο· γιατί είπε πως υπάρχει ή πως μπορεί να υπάρχει ένα μονοπάτι κοντά στη Μίνας Ίθιλ.
— Μίνας Μόργκουλ, είπε ο Φαραμίρ.
— Δεν ξέρω καλά, είπε ο Φρόντο· αλλά το μονοπάτι ανηφορίζει, νομίζω, στα βουνά στη βορινή πλευρά αυτής της κοιλάδας που βρίσκεται η παλιά πόλη. Ανεβαίνει σ’ ένα ψηλό διάσελο κι από κει κατεβαίνει στην... σ’ αυτό που βρίσκεται πέρα.
— Ξέρεις το όνομα αυτού του ψηλού περάσματος; είπε ο Φαραμίρ.
— Όχι, απάντησε ο Φρόντο.
— Λέγεται Κίριθ Ούνγκολ.
Το Γκόλουμ σφύριξε απότομα κι άρχισε να μουρμουρίζει μοναχό του.
— Αυτό δεν είναι το όνομά του; είπε ο Φαραμίρ, γυρίζοντας προς το μέρος του.
— Όχι! είπε το Γκόλουμ, κι ύστερα τσίριξε λες και το μαχαίρωσαν. Ναι, ναι, ακούσαμε το όνομα μια φορά. Αλλά τι μας νοιάζει τ’ όνομα; Ο Αφέντης λέει πως πρέπει να μπει μέσα. Γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε κάποιο δρόμο. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος να δοκιμάσουμε, όχι.
— Δεν υπάρχει άλλος δρόμος; είπε ο Φαραμίρ. Πώς το ξέρεις αυτό; Και ποιος έχει εξερευνήσει όλα τα όρια αυτού του σκοτεινού βασίλειου;
Κοίταξε πολλή ώρα σκεφτικά το Γκόλουμ. Σε λίγο μίλησε πάλι: — Πάρε από δω αυτό το πλάσμα, Άνμπορν. Να του φερθείς ευγενικά, αλλά να το προσέχεις. Κι εσύ, Σμήγκολ, μην προσπαθήσεις να βουτήξεις στους καταρράχτες. Οι βράχοι έχουν τέτοια δόντια, που θα σε κομματιάσουν πριν της ώρας σου. Άφησε μας τώρα και πάρε και το ψάρι σου!
Ο Άνμπορν βγήκε έξω και το Γκόλουμ βγήκε μπροστά του μαζεμένο από το φόβο. Η κουρτίνα τραβήχτηκε κι έκρυψε το κοίλωμα.
— Φρόντο, νομίζω πως κάνεις μεγάλη απερισκεψία, είπε ο Φαραμίρ. Δε νομίζω πως πρέπει να πας μ’ αυτό το πλάσμα. Είναι γεμάτο κακία.
— Όχι, δεν είναι πέρα ως πέρα γεμάτο κακία, είπε ο Φρόντο.
— Όχι ολοκληρωτικά, ίσως, είπε ο Φαραμίρ· αλλά η κακία το κατατρώει σαν καρκίνος και το κακό αυξάνεται. Δε θα σε οδηγήσει σε τίποτα καλό. Αν θέλεις να το αποχωριστείς, θα του εξασφαλίσω άδεια κυκλοφορίας και οδηγό για οποιοδήποτε σημείο των συνόρων της Γκόντορ κατονομάσει.
— Δε θα δεχτεί, είπε ο Φρόντο. Θα με ακολουθήσει όπως το κάνει εδώ και πολύν καιρό. Και του έχω υποσχεθεί πολλές φορές να το πάρω υπό την προστασία μου και να πάω όπου με οδηγήσει. Θα μου ζητούσες ν’ αθετήσω το λόγο μου;
— Όχι, είπε ο Φαραμίρ. Η καρδιά μου όμως το ζητάει. Γιατί φαίνεται λιγότερο κακό να συμβουλέψεις κάποιον άλλον ν’ αθετήσει το λόγο του παρά να το κάνεις εσύ ο ίδιος, ιδιαίτερα όταν βλέπεις ένα φίλο να δεσμεύεται, χωρίς να έχει επίγνωση για το κακό του. Αλλά όχι... αν έρχεται μαζί σου, πρέπει τώρα να τον υπομείνεις. Αλλά δε νομίζω πως είσαι υποχρεωμένος να πας στην Κίριθ Ούνγκολ, για την οποία σου έχει πει λιγότερα απ’ όσα ξέρει. Αυτό τουλάχιστον το διέκρινα καθαρά στο μυαλό του. Μην πας στην Κίριθ Ούνγκολ!
— Τότε, πού να πάω; είπε ο Φρόντο. Πίσω στη Μαύρη Πύλη και να παραδοθώ στη φρουρά; Τι κακό ξέρεις γι’ αυτόν τον τόπο που κάνει τ’ όνομά του τόσο φοβερό;
— Τίποτα σίγουρο, είπε ο Φαραμίρ. Εμείς από την Γκόντορ δεν περνάμε ποτέ ανατολικά από το Δρόμο τον καιρό αυτόν και κανένας από μας τους νεότερους δεν το έχει κάνει, ούτε έχει κανείς μας πατήσει το πόδι του στα Βουνά της Σκιάς. Γι’ αυτά ξέρουμε μόνο παλιές διηγήσεις και τις διαδόσεις παλιών ημερών. Αλλ’ όμως υπάρχει κάποιος μαύρος τρόμος που κατοικεί στα περάσματα πάνω από τη Μίνας Μόργκουλ. Αν ποτέ ειπωθεί το όνομα της Κίριθ Ούνγκολ, οι γέροντες και αυτοί που ξέρουν τις παραδόσεις πανιάζουν και σωπαίνουν.
»Η κοιλάδα της Μίνας Μόργκουλ έπεσε στα χέρια του κακού πάρα πολύ παλιά και ήταν απειλή και φόβος όσον καιρό ο εξόριστος Εχθρός κατοικούσε ακόμη πολύ μακριά και το Ιθίλιεν ήταν ακόμη, κατά το μεγαλύτερο μέρος, στην κατοχή μας. Καθώς ξέρεις, εκείνη η πόλη ήταν κάποτε ένας τόπος ισχυρός, περήφανη και ωραία, η Μίνας Ίθιλ, η δίδυμη αδελφή της δικής μας πόλης. Αλλά την πήραν βάρβαροι που ο Εχθρός, τότε που πρωτοήταν δυνατός, είχε υποτάξει, και που τριγυρνούσαν ξεσπιτωμένοι και ακέφαλοι σαν έπεσε αυτός. Λέγεται πως οι άρχοντες τους ήταν άνθρωποι του Νούμενορ που είχαν πέσει στο σκοτάδι της κακίας· σ’ αυτούς ο Εχθρός είχε δώσει δαχτυλίδια με δύναμη και τους είχε καταβροχθίσει· ζωντανά φαντάσματα είχαν καταντήσει, τρομερά και κακοποιά. Όταν έφυγε, πήραν τη Μίνας Ίθιλ και εγκαταστάθηκαν εκεί, και τη γέμισαν, μαζί μ’ όλη την κοιλάδα γύρω, με σαπίλα· έδειχνε άδεια και δεν ήταν, γιατί ένας ακαθόριστος φόβος ζούσε μέσα στα ερειπωμένα τείχη. Ήταν Εννέα Άρχοντες και, μετά την επιστροφή του Αφέντη τους που την υποβοήθησαν και προετοίμασαν κρυφά, έγιναν πάλι δυνατοί. Ύστερα οι Εννέα Καβαλάρηδες ξεχύθηκαν από τις πύλες του τρόμου κι εμείς δεν μπορούσαμε να τους αντισταθούμε. Μην πλησιάσεις το κάστρο τους. Θα σε δουν από μακριά. Μην πας από κείνο το δρόμο!
— Αλλά πού αλλού μπορείς να με κατευθύνεις; είπε ο Φρόντο. Δεν μπορείς εσύ ο ίδιος, λες, να με οδηγήσεις στα βουνά, ούτε πάνω από αυτά. Αλλά είμαι υποχρεωμένος να πάω πάνω απ’ τα βουνά, απ’ την ιερή υποχρέωση που ανέλαβα στο Συμβούλιο, να βρω κάποιο δρόμο ή να χαθώ προσπαθώντας. Κι αν γυρίσω πίσω, αν απαρνηθώ το δρόμο και το πικρό του τέλος, τότε πού θα βρω τόπο να σταθώ ανάμεσα στους Ανθρώπους και στα Ξωτικά; Εσύ θα μ’ έπαιρνες στην Γκόντορ μ’ αυτό το Πράγμα, το Πράγμα που τρέλανε τον αδελφό σου απ’ την επιθυμία; Τι μάγια θα ’πλεκε στη Μίνας Τίριθ; Να γίνουν δυο πόλεις σαν τη Μίνας Μόργκουλ, να χαμογελάει η μια στην άλλη πάνω απ’ τη νεκρή γη που θα ’χει γεμίσει σαπίλα;
— Δε θα το ’θελα έτσι, είπε ο Φαραμίρ.
— Τότε, τι θα ’θελες να κάνω;
— Δεν ξέρω. Μόνο δε θα ’θελα να πας στο θάνατο ή στα βασανιστήρια. Και δε νομίζω πως ο Μιθραντίρ θα είχε διαλέξει αυτόν το δρόμο.
— Αφού όμως έφυγε, εγώ πρέπει ν’ ακολουθήσω όποιους δρόμους μπορώ να βρω. Και δεν υπάρχει καιρός για μακρόχρονα ψαξίματα, είπε ο Φρόντο.
— Είναι σκληρή μοίρα και ανέλπιδη αποστολή, είπε ο Φαραμίρ. Αλλά τουλάχιστο θυμήσου την προειδοποίηση μου: πρόσεχε αυτόν τον οδηγό, το Σμήγκολ. Έχει κάνει φόνο πρωτύτερα. Το διαβάζω μέσα του.
Αναστέναξε.
— Λοιπόν, έτσι ανταμώνουμε και χωρίζουμε, Φρόντο γιε του Ντρόγκο. Δεν έχεις ανάγκη από ομορφοστολισμένα λόγια. Δεν ελπίζω να σε δω ξανά κάποια άλλη μέρα στο φως αυτού του Ήλιου. Αλλά θα φύγεις τώρα με την ευχή μου για σένα και για ολόκληρο το λαό σου. Ξεκουράσου λιγάκι, ώσπου να σου ετοιμάσουμε φαγητό.
»Πολύ ευχαρίστως θα ήθελα να μάθω πώς αυτός ο σερνόμενος ο Σμήγκολ απέκτησε αυτό το Πράγμα, για το οποίο μιλάμε, και πώς το έχασε, αλλά δε θα σε σκοτίσω τώρα. Αν ποτέ, ανέλπιστα, γυρίσεις στη γη των ζωντανών και ξαναλέμε τις ιστορίες μας, καθισμένοι πλάι στον τοίχο στον ήλιο, γελώντας με τις παλιές πίκρες, τότε θα μου πεις. Ως τότε, ή ως κάποια άλλη φορά πιο πέρα από κει που βλέπουν οι Ενορατικές Σφαίρες του Νούμενορ, έχε γεια!
Σηκώθηκε και υποκλίθηκε Βαθιά στο Φρόντο και τραβώντας την κουρτίνα πέρασε έξω στη σπηλιά.
Ο Φρόντο και ο Σαμ γύρισαν στα κρεβάτια τους και ξάπλωσαν σιωπηλοί να ξεκουραστούν για λίγο, ενώ οι άντρες ξυπνούσαν και οι δουλειές της μέρας άρχιζαν. Σε λίγο τους έφεραν νερό καν ύστερα τους οδήγησαν σ’ ένα τραπέζι που ήταν στρωμένο για τρεις. Ο Φαραμίρ πήρε πρωινό μαζί τους. Είχε να κοιμηθεί από τη μάχη χτες, όμως δεν έδειχνε κουρασμένος.
Όταν τελείωσαν σηκώθηκαν.
— Μακάρι να μη σας ταλαιπωρήσει πείνα στο δρόμο, είπε ο Φαραμίρ. Έχετε λίγες προμήθειες, αλλά έδωσα διαταγή να βάλουν στα σακίδιά σας κάτι λίγα τρόφιμα, κατάλληλα για ταξιδιώτες. Δε θα σας λείψει νερό καθώς θα διασχίζετε το Ιθίλιεν, αλλά μην πιείτε νερό από κανένα ρυάκι που να κατεβαίνει από την Ίμλαντ Μόργκουλ, την Κοιλάδα του Ζωντανού Θανάτου. Πρέπει ακόμα να σας πω κι αυτό: Οι ανιχνευτές και παρατηρητές μου έχουν όλοι γυρίσει, ακόμα και όσοι απ’ αυτούς σύρθηκαν ως τη Μοράνον. Και όλοι βρίσκουν ένα παράξενο φαινόμενο. Ο τόπος είναι άδειος. Δεν υπάρχει τίποτα στο δρόμο και πουθενά δεν ακούγεται ούτε βήμα ούτε σάλπισμα ούτε τόξεμα. Μια σιωπηλή αναμονή απλώνεται πάνω απ’ την Ακατανόμαστη Χώρα. Δεν ξέρω τι προοιωνίζει αυτό. Αλλά ο χρόνος κυλά και οδηγεί γοργά σε κάποια μεγάλη στιγμή. Έρχεται καταιγίδα. Βιαστείτε, όσο μπορείτε! Αν είστε έτοιμοι, πάμε. Ο Ήλιος σε λίγο θ’ ανέβει πάνω απ’ τη σκιά.
Έφεραν τα σακίδια των χόμπιτ (λίγο βαρύτερα απ’ ό,τι ήταν) κι επίσης δύο γερά μπαστούνια από λουστραρισμένο ξύλο με σιδεροντυμένη άκρη και σκαλιστά κεφάλια που από μέσα τους περνούσαν πλεγμένα δερμάτινα λουριά.
— Δεν έχω αντάξια δώρα να σας δώσω τώρα που χωρίζουμε, είπε ο Φαραμίρ· πάρτε όμως αυτά τα μπαστούνια. Μπορεί να φανούν χρήσιμα σε όσους περπατούν ή σκαρφαλώνουν στην ερημιά. Τα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι των Λευκών Βουνών αν κι αυτά εδώ τα κόψαμε στο μπόι σας και τα φρεσκοσιδεροντύσαμε. Είναι κατασκευασμένα απ’ το ωραίο δέντρο lebethron, που το αγαπούν οι ξυλουργοί της Γκόντορ και έχουν το χάρισμα να μη χάνουν το δρόμο τους. Μακάρι αυτό το χάρισμά τους να μη χαθεί τελείως κάτω απ’ τη Σκιά που τώρα πάτε να μπείτε! Οι χόμπιτ υποκλίθηκαν βαθιά.
— Πολύ ευγενικέ μας οικοδεσπότη, είπε ο Φρόντο, μου είχε πει ο Έλροντ ο Μισοξωτικός πως θα βρω φίλους στο δρόμο, κρυφούς και απρόσμενους. Οπωσδήποτε δεν περίμενα τέτοια φιλία σαν κι αυτή που έδειξες. Το ότι τη βρήκα μετατρέπει το κακό σε μεγάλο καλό.
Τώρα ετοιμάστηκαν να φύγουν. Έφεραν το Γκόλουμ από κάποια γωνιά ή κρυψώνα που το είχαν βάλει και έδειχνε πιο ευχαριστημένο με τον εαυτό του απ’ ό,τι ήταν προηγουμένως, αν και δεν άφηνε το Φρόντο από κοντά του κι απόφευγε το βλέμμα του Φαραμίρ.
— Πρέπει να δέσουμε τα μάτια του οδηγού σας, είπε ο Φαραμίρ, αλλά εσένα και τον υπηρέτη σου Σάμγουάιζ σας απαλλάσσω, αν θέλετε.
Το Γκόλουμ άρχισε να τσιρίζει και να στριφογυρίζει κι αρπάχτηκε απ’ το Φρόντο, όταν ήρθαν να του δέσουν τα μάτια· κι ο Φρόντο είπε:
— Δέστε τα μάτια και των τριών μας, πρώτα τα δικά μου, κι ίσως τότε δει πως δεν έχετε κακό σκοπό.
Έτσι κι έγινε και τους οδήγησαν έξω απ’ τη σπηλιά του Χένεθ Άνουν. Αφού πέρασαν τους διαδρόμους και τις σκάλες, ένιωσαν το δροσερό αεράκι του πρωινού, φρέσκο και μυρωδάτο, ολόγυρά τους. Τέλος, η Φωνή του Φαραμίρ έδωσε διαταγή να τους λύσουν τα μάτια.
Βρίσκονταν πάλι κάτω απ’ τα κλαδιά του δάσους. Δεν ακουγόταν καθόλου ο θόρυβος από τους καταρράκτες, γιατί μια μακριά πλαγιά που έγερνε κατά το νοτιά βρισκόταν τώρα ανάμεσα σ’ αυτούς και στη χαράδρα που κυλούσε ο χείμαρρος. Δυτικά μπορούσαν να δουν φως ανάμεσα από τα δέντρα, λες κι ο κόσμος τελείωνε εκεί απότομα, σ’ έναν γκρεμό που έβλεπε μονάχα στον ουρανό.
— Εδώ χωρίζουν για τελευταία φορά οι δρόμοι μας, είπε ο Φαραμίρ. Αν θέλετε τη συμβουλή μου, μη στρίψετε ανατολικά ακόμα. Προχωρήστε ίσια εμπρός, γιατί έτσι θα σας καλύπτει το δάσος για πολλά μίλια. Στα δυτικά σας υπάρχει ένας γκρεμός όπου η γη χαμηλώνει προς τις μεγάλες κοιλάδες, μερικές φορές ξαφνικά κι απότομα κι άλλες φορές σχηματίζοντας μακριές λοφοπλαγιές. Προχωρήστε κοντά στον γκρεμό και στις άκρες του δάσους. Στην αρχή του ταξιδιού σας μπορείτε να προχωρείτε με το φως της μέρας, νομίζω. Ο τόπος ονειρεύεται τυλιγμένος σε ψεύτικη ειρήνη και για λίγο καθετί κακό έχει αποτραβηχτεί. Καλό δρόμο, για όσο μπορείτε!
Αγκάλιασε τους χόμπιτ τότε, με τον τρόπο που συνήθιζε ο λαός του, σκύβοντας και βάζοντας τα χέρια του στους ώμους τους και φιλώντας τους στο μέτωπο.
— Πηγαίνετε με τις ευχές όλων των καλών ανθρώπων! είπε.
Εκείνοι υποκλίθηκαν ως κάτω. Ύστερα γύρισε και, δίχως να κοιτάξει πίσω, τους άφησε και πήγε στους δυο φρουρούς του που είχαν σταθεί λίγο μακρύτερα. Θαύμασαν βλέποντας την ταχύτητα με την οποία αυτοί οι πρασινοντυμένοι άνθρωποι κινήθηκαν τώρα, καθώς εξαφανίστηκαν ώσπου ν’ ανοιγοκλείσουν σχεδόν τα μάτια. Το δάσος που είχε σταθεί ο Φαραμίρ έδειχνε άδειο και πένθιμο, λες κι είχε περάσει ένα όνειρο.
Ο Φρόντο αναστέναξε και στράφηκε κατά το νοτιά. Λες και για να τονίσει την αδιαφορία του για όλες τις φιλοφρονήσεις το Γκόλουμ σκάλιζε το μαύρο χώμα από σαπισμένα φύλλα στις ρίζες ενός δέντρου.
«Μωρέ, πείνασε κιόλας; σκέφτηκε ο Σαμ. Λοιπόν, ξανά στο μαγκανοπήγαδο!»
— Έφυγαν επιτέλους; είπε το Γκόλουμ. Κακοί, απαίσιοι Άνθρωποι! Ο λαιμός του Σμήγκολ ακόμα τον πονάει, ναι. Πάμε να φύγουμε!
— Ναι, πάμε να φύγουμε, είπε ο Φρόντο. Αλλά αν μπορείς μονάχα να κακολογείς αυτούς που σε λυπήθηκαν, σώπασε!
— Καλός Αφέντης! είπε το Γκόλουμ. Ο Σμήγκολ αστειευόταν. Πάντα συγχωρεί, ναι, ναι, ακόμα και τις μικρές απάτες του καλού Αφέντη. Ω, ναι, καλός Αφέντης, καλός Σμήγκολ!
Ο Φρόντο κι ο Σαμ δεν απάντησαν. Φορτώθηκαν τα σακίδιά τους και κρατώντας τα μπαστούνια τους πήραν το δρόμο μέσ’ απ’ τα δάση του Ιθίλιεν.
Δυο φορές εκείνη τη μέρα ξεκουράστηκαν κι έφαγαν λιγάκι από τα τρόφιμα που τους είχε προμηθέψει ο Φαραμίρ — ξηρούς καρπούς και παστό κρέας, αρκετό για πολλές μέρες· κι αρκετό ψωμί να τους κρατήσει, όσο θα ήταν ακόμα φρέσκο. Το Γκόλουμ δεν έφαγε τίποτα.
Ο ήλιος ανέβηκε και πέρασε πάνωθέ τους δίχως να τον δουν και άρχισε να χαμηλώνει· το φως ανάμεσα απ’ τα δέντρα στη δύση έγινε χρυσαφένιο’ κι αυτοί πάντα προχωρούσαν στις δροσερές πράσινες σκιές και παντού ολόγυρά τους απλωνόταν σιωπή. Τα πουλιά λες κι όλα να είχαν πετάξει μακριά ή να είχαν βουβαθεί.
Το σκοτάδι ήρθε νωρίς στα σιωπηλά δάση και πριν πέσει η νύχτα σταμάτησαν, κουρασμένοι, γιατί είχαν περπατήσει εφτά λεύγες ή και περισσότερο από το Χένεθ Άνουν. Ο Φρόντο ξάπλωσε και κοιμήθηκε όλη τη νύχτα στα παχιά σάπια φύλλα κάτω από ένα πανάρχαιο δέντρο.
Ο Σαμ πλάι του ήταν πιο ανήσυχος: ξύπνησε πολλές φορές, αλλά δεν υπήρχε ίχνος απ’ το Γκόλουμ, που ξεγλίστρησε κι έφυγε αμέσως μόλις οι άλλοι ξάπλωσαν να ξεκουραστούν. Αν είχε κοιμηθεί μοναχό του σε καμιά τρύπα εκεί κοντά ή είχε περιπλανηθεί ανήσυχο, αναζητώντας λεία όλη τη νύχτα, δεν είπε· αλλά γύρισε με το πρώτο χάραμα και ξύπνησε τους συντρόφους του.
— Πρέπει να σηκωθούν, ναι, πρέπει! είπε. Πολλούς δρόμους να κάνουμε ακόμα, νότια κι ανατολικά. Οι χόμπιτ πρέπει να βιαστούν.
Εκείνη η μέρα πέρασε, λίγο ως πολύ, σαν την προηγούμενη, μόνο η σιωπή φαινόταν πιο βαθιά· η ατμόσφαιρα βάρυνε κι άρχισε να γίνεται πνιγερή κάτω από τα δέντρα. Είχαν την αίσθηση πως ετοιμαζόταν καταιγίδα.. Το Γκόλουμ συχνά σταματούσε κι οσμιζόταν τον αέρα κι ύστερα άρχιζε να μουρμουρίζει μοναχό του και να τους πιέζει να κάνουν γρηγορότερα.
Καθώς η τρίτη φάση της ημερήσιας πορείας τους προχωρούσε και έφτανε το απόγευμα, το δάσος ξάνοιξε και τα δέντρα έγιναν μεγαλύτερα και πιο αραιά. Μεγάλα πουρνάρια με χοντρούς κορμούς στέκονταν σκοτεινά και μεγαλόπρεπα σε ευρύχωρα ξέφωτα και πέρα δώθε ανάμεσά τους ασπρομάλλες φλαμουριές και γιγάντιες βελανιδιές που μόλις έβγαζαν τα καφεπράσινα μπουμπούκια τους. Τριγύρω τους απλώνονταν καταπράσινες πρασιές γρασίδι, στολισμένες με χελιδόνια και ανεμώνες, άσπρες και γαλάζιες, τώρα κλειστές για ύπνο· και υπήρχαν ολόκληρες εκτάσεις γεμάτες με φυλλαράκια υακίνθων του δάσους: τα γυαλιστερά κοτσανάκια τους που έβγαζαν τις καμπανούλες ξεμύτιζαν κιόλας απ’ τα σάπια φύλλα. Κανένα ζωντανό πλάσμα, ζώο ή πουλί, δε φαινόταν, αλλά σ’ αυτά τ’ ακάλυπτα μέρη το Γκόλουμ άρχισε να φοβάται και τώρα βάδιζαν με προσοχή, περνώντας γρήγορα απ’ τη μια σκιά στην άλλη.
Το φως έσβηνε γοργά, όταν έφτασαν στο τέλος του δάσους. Εκεί κάθισαν κάτω από μια γέρικη ροζιασμένη βελανιδιά που κατέβαζε τις ρίζες της στριφτές σαν φίδια σε μια απότομη ετοιμόρροπη πλαγιά. Μια βαθιά θαμπή κοιλάδα απλωνόταν μπροστά τους. Στην άλλη άκρη της τα δάση πύκνωναν πάλι, γαλάζια και γκρίζα στο φως του σκυθρωπού βραδινού και προχωρούσαν νότια. Δεξιά, τα Βουνά της Γκόντορ, απόμακρα στη Δύση, φέγγιζαν κάτω από τις φωτιές του ουρανού. Στ’ αριστερά τους απλωνόταν σκοτάδι, τα πυργωτά τείχη της Μόρντορ· και μέσ’ από κείνη τη σκοτεινιά ερχόταν η μακρόστενη κοιλάδα, κατηφορίζοντας απότομα όλο και πιο πλατιά προς τον Άντουιν. Στο βαθύτερο σημείο της έτρεχε ένα μικρό ποτάμι βιαστικά. Ο Φρόντο μπορούσε ν’ ακούσει την πέτρινη φωνή του ν’ ανεβαίνει μέσα απ’ τη σιωπή· και πλάι του, απ’ την από δω μεριά, περνούσε ένας κατηφορικός δρόμος στριφογυριστός σαν χλωμή κορδέλα, ως κάτω στις παγωμένες ομίχλες που δεν τις έφτανε ακτίνα απ’ το ηλιοβασίλεμα. Εκεί φάνηκε στο Φρόντο πως μπορούσε να διακρίνει πολύ μακριά, λες κι έπλεαν σε θάλασσα σκιερή, τις ψηλές θαμπές κορφές και τους γκρεμισμένους πυργίσκους παλιών πύργων έρημων και σκοτεινών. Στράφηκε στο Γκόλουμ.
— Ξέρεις πού είμαστε; είπε.
— Ναι, Αφεντικό. Επικίνδυνα μέρη. Αυτός είναι ο δρόμος που ξεκινάει απ’ τον Πύργο του Φεγγαριού, Αφέντη, και κατεβαίνει στην ερειπωμένη πόλη στις όχθες του Ποταμού. Η ερειπωμένη πόλη, ναι, πολύ απαίσιο μέρος, γεμάτο εχθρούς. Δεν έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε τη συμβουλή των Ανθρώπων. Οι χόμπιτ έχουν ξεμακρύνει πολύ απ’ το μονοπάτι. Πρέπει να πάμε ανατολικά τώρα, εκεί ψηλά, και κούνησε το λιπόσαρκο χέρι του δείχνοντας προς τα σκοτεινιασμένα βουνά. Και δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν το δρόμο. Ω, όχι! Ανελέητοι στρατιώτες έρχονται απ’ αυτόν το δρόμο, κατεβαίνουν απ’ τον Πύργο!
Ο Φρόντο κοίταξε κάτω στο δρόμο. Πάντως, τίποτα δεν κυκλοφορούσε πάνω του τώρα. Έδειχνε έρημος και εγκαταλειμμένος, όπως κατηφόριζε στα άδεια ερείπια μες στην ομίχλη. Αλλά μια αίσθηση κακού πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, λες και όντα να περνούσαν πραγματικά πάνω κάτω, που τα μάτια δεν μπορούσαν να τα δουν. Ο Φρόντο αναρρίγησε και κοίταξε πάλι τις μακρινές κορφές που έσβηναν στη νύχτα, κι ο θόρυβος του νερού φαινόταν κρύος και σκληρός — η φωνή του Μοργκούλντουιν, του μολυσμένου ποταμιού που κατέβαινε απ’ την Κοιλάδα των Φαντασμάτων.
— Τι θα κάνουμε; είπε. Έχουμε βαδίσει πολύ και μακριά. Να κοιτάξουμε να βρούμε κάπου στο δάσος πίσω μας να ξεκουραστούμε κρυμμένοι;
— Άδικα κρύβεστε στο σκοτάδι, είπε το Γκόλουμ. Τώρα οι χόμπιτ πρέπει να κρύβονται τη μέρα, ναι, τη μέρα.
— Έλα, τώρα! είπε ο Σαμ. Πρέπει να ξεκουραστούμε λιγάκι, ακόμα κι αν σηκωθούμε πάλι τα μεσάνυχτα. Θα ’χει ακόμα ώρες σκοτεινές τότε, αρκετές για να κάνουμε μεγάλη πορεία, αν ξέρεις το δρόμο.
Το Γκόλουμ συμφώνησε απρόθυμα και γύρισε πίσω κατά τα δέντρα, με κατεύθυνση ανατολικά για λίγο, ακολουθώντας τις αραιωμένες άκρες του δάσους. Με κανέναν τρόπο δε δεχόταν ν’ αναπαυθεί καταγής, τόσο κοντά στον κακό δρόμο, και ύστερα από αρκετή συζήτηση σκαρφάλωσαν στη διχάλα ενός μεγάλου πουρναριού, που τα χοντρά κλαδιά του, όπως ξεφύτρωναν όλα μαζί απ’ τον κορμό, σχημάτιζαν μια καλή κρυψώνα και ένα αρκετά αναπαυτικό καταφύγιο. Η νύχτα έπεσε κι έγινε πίσσα σκοτάδι κάτω απ’ τη σκεπή του δέντρου. Ο Φρόντο κι ο Σαμ ήπιαν λίγο νερό κι έφαγαν λίγο ψωμί και αποξεραμένα φρούτα, αλλά το Γκόλουμ κουλουριάστηκε αμέσως κι αποκοιμήθηκε. Οι χόμπιτ δεν έκλεισαν τα μάτια τους.
Θα πρέπει να ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όταν το Γκόλουμ ξύπνησε. Ξαφνικά πήραν είδηση τα χλωμά του μάτια ανοιχτά να γυαλίζουν προς το μέρος τους. Έστησε αυτί κι οσμίστηκε, πράγμα που έδειχνε, όπως είχαν προσέξει κι άλλοτε, πως είναι η συνηθισμένη του μέθοδος να βρίσκει την ώρα της νύχτας.
— Ξεκουραστήκαμε; Πήραμε έναν ωραίο ύπνο; είπε. Πάμε να φύγουμε!
— Δεν ξεκουραστήκαμε και δεν πήραμε τίποτα, γρύλισε ο Σαμ. Αλλά θα πάμε, αν πρέπει.
Το Γκόλουμ πήδηξε αμέσως κάτω απ’ τα κλαδιά του δέντρου με τα τέσσερα και οι χόμπιτ το ακολούθησαν πιο αργά.
Μόλις βρέθηκαν κάτω, ξεκίνησαν πάλι με το Γκόλουμ οδηγό, ανατολικά, παίρνοντας τη σκοτεινή ανηφόρα. Ελάχιστα μπορούσαν να δουν, γιατί η νύχτα ήταν τώρα τόσο σκοτεινή, που δεν έπαιρναν είδηση τους κορμούς των δέντρων, παρά μονάχα σα σκόνταφταν πάνω τους. Η γη έγινε πιο ανώμαλη και η πορεία τους πιο δύσκολη, αλλά το Γκόλουμ δεν έδειχνε να ενοχλείται. Τους οδηγούσε ανάμεσα από λόχμες κι αγκαθότοπους· μερικές φορές γύροι γύρω από την άκρη κάποιας βαθιάς χαράδρας ή σκοτεινού λάκκου, κι άλλες φορές τους κατέβαζε σε θαμνοντυμένα κοιλώματα και τους έβγαζε πάλι· αλλά όσες φορές κατηφόριζαν λιγάκι, πάντα η επόμενη ανηφοριά ήταν μεγαλύτερη και πιο απότομη. Ανηφόριζαν σταθερά. Στον πρώτο τους σταθμό κοίταξαν πίσω και μόλις μετά βίας μπορούσαν να διακρίνουν τις κορφές του δάσους που είχαν αφήσει πίσω τους, ν’ απλώνονται σαν μια τεράστια πυκνή σκιά, μια σκοτεινότερη νύχτα, κάτω απ’ το σκοτεινό άδειο ουρανό. Φαινόταν λες και μια μεγάλη μαυρίλα ν’ ανέβαινε σιγά σιγά απ’ την Ανατολή, καταβροχθίζοντας τα ξέθωρα θολά αστέρια. Αργότερα το φεγγάρι, που έδυε, ξέφυγε από το σύννεφο που το κυνηγούσε, αλλά ολόγυρά του είχε ένα αρρωστημένο κίτρινο δαχτυλίδι φως.
Τέλος το Γκόλουμ στράφηκε στους χόμπιτ.
— Μέρα γρήγορα, είπε. Οι χόμπιτ πρέπει να βιαστούν. Επικίνδυνο να μένουν ακάλυπτοι σ’ αυτά τα μέρη. Βιαστείτε!
Επιτάχυνε το βήμα του κι αυτοί το ακολούθησαν κουρασμένα. Σε λίγο άρχισαν να σκαρφαλώνουν μια μεγάλη απόκρημνη ράχη. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ήταν σκεπασμένη με πυκνά σπαλάθρια και μυρσίνες και χαμηλές αγριαγκαθιές, αν και εδώ κι εκεί άνοιγαν ξέφωτα, πληγές από πρόσφατες φωτιές. Τα σπαλάθρια έγιναν πιο πυκνά, όσο πλησίαζαν την κορφή· ήταν πολύ ψηλά και γέρικα, κάτισχνα και μακροπόδαρα από κάτω, αλλά πυκνόφυλλα στην κορφή, κι έβγαζαν κιόλας κίτρινα λουλούδια που θαμπόφεγγαν στη σκοτεινιά κι ανάδιναν μια λεπτή γλυκιά μυρωδιά. Τόσο ψηλές ήταν οι αγκαθωτές συστάδες, που οι χόμπιτ μπορούσαν να βαδίσουν όρθιοι κάτωθέ τους, περνώντας ανάμεσα από μακριούς στεγνούς διαδρόμους στρωμένους με ένα παχύ χαλί από σάπια αγκαθωτά φύλλα.
Στην άλλη άκρη αυτής της πλατιάς λοφοράχης έκοψαν την πορεία τους και σύρθηκαν για να κρυφτούν κάτω από μια μπερδεμένη συστάδα βάτων. Τα στριμμένα κλαδιά τους, που έγερναν ως κάτω, ήταν σκεπασμένα από ένα λαβύρινθο γέρικες αναρριχώμενες αγριοτριανταφυλλιές. Μέσα βαθιά είχε μια κουφάλα, που για ταβάνι είχε νεκρά κλαδιά κι αγκάθια και για στέγη τα πρώτα φύλλα και βλαστάρια της άνοιξης. Εκεί έμειναν για λίγο ξαπλωμένοι, πολύ κουρασμένοι ακόμα και για να στρωθούν στο φαΐ. Κρυφοκοίταζαν από τις τρύπες της κρυψώνας τους, περιμένοντας τον αργό ερχομό της μέρας.
Αλλά η μέρα δεν ήρθε, ένα άψυχο καφετί μισόφωτο μονάχα. Στην Ανατολή είχε μια μουντή κόκκινη λάμψη κάτω απ’ το χαμηλωμένο σύννεφο — δεν ήταν το κόκκινο της αυγής. Πέρα απ’ τις κακοτράχαλες περιοχές τα Έφελ Ντούαθ τους κοίταζαν συνοφρυωμένα· στο κάτω μέρος μαύρα κι άμορφα, εκεί που η νύχτα απλωνόταν πυκνή και δεν έφευγε· με κοφτερές κορφές και μύτες στο πάνω μέρος, που ξεχώριζαν σκληρές κι απειλητικές στο φως της αγριωπής λάμψης πίσω τους. Πέρα δεξιά τους υψωνόταν μια μεγάλη ράχη των βουνών, μαύρη και σκοτεινή ανάμεσα στους ίσκιους και προεκτεινόταν δυτικά.
— Ποιο δρόμο θα πάρουμε από δω; ρώτησε ο Φρόντο. Είναι εκείνο το άνοιγμα της — της Κοιλάδας Μόργκουλ, εκεί πέρα μακριά, πίσω από κείνη τη μαύρη ράχη;
— Χρειάζεται να το μελετάμε από τώρα; είπε ο Σαμ. Δε φαντάζομαι να πάμε πιο πέρα τούτη τη μέρα, αν είναι μέρα;
— Μπορεί όχι, μπορεί όχι, είπε το Γκόλουμ. Αλλά πρέπει να πάμε γρήγορα στο Σταυροδρόμι. Ναι, στο Σταυροδρόμι. Εκεί πέρα είναι ο δρόμος, ναι, Αφέντη.
Η θυμωμένη κοκκινίλα πάνω από τη Μόρντορ έσβησε. Το μισόφωτο έγινε πιο βαθύ καθώς πυκνές αναθυμιάσεις ανέβηκαν στην Ανατολή και σύρθηκαν από πάνω τους. Ο Φρόντο και ο Σαμ έφαγαν λιγάκι κι ύστερα ξάπλωσαν, το Γκόλουμ όμως ήταν ανήσυχο. Δεν ήθελε να φάει από το φαγητό τους, αλλά ήπιε λίγο νερό και ύστερα σύρθηκε εδώ κι εκεί κάτω από τους θάμνους, μυρίζοντας και μουρμουρίζοντας. Ύστερα, ξαφνικά, εξαφανίστηκε.
— Πάει κυνήγι, φαντάζομαι, είπε ο Σαμ και χασμουρήθηκε.
Ήταν η σειρά του να κοιμηθεί πρώτος και πολύ γρήγορα κοιμόταν βαθιά και ονειρευόταν. Του φάνηκε πως βρισκόταν πίσω στον κήπο του Μπαγκ Εντ γυρεύοντας κάτι· αλλά είχε ένα βαρύ σακίδιο στην πλάτη του που τον ανάγκαζε να σκύβει. Όλα φαίνονταν χορταριασμένα και αρρωστιάρικα· αγκάθια και βάτα είχαν εισβάλει στα παρτέρια κοντά στον κάτω κάτω φράχτη.
— Έχει σωρό δουλειά για μένα, βλέπω· αλλά είμαι τόσο κουρασμένος, έλεγε συνέχεια.
Σε λίγο θυμήθηκε τι έψαχνε να βρει.
— Την πίπα μου! είπε, και μ’ αυτό ξύπνησε.
«Ανόητε!» είπε στον εαυτό του, καθώς άνοιξε τα μάτια του κι αναρωτήθηκε γιατί βρισκόταν ξαπλωμένος κάτω απ’ τη βατουλιά. «Είναι στο σακίδιό σου όλη αυτή την ώρα!»
Ύστερα διαπίστωσε, πρώτον πως η πίπα μπορεί να ήταν στο σακίδιό του, αλλά δεν είχε καπνό, και δεύτερον πως βρισκόταν μίλια μακριά απ’ το Μπαγκ Εντ. Ανακάθισε. Φαινόταν να είναι σχεδόν σκοτάδι. Γιατί τον είχε αφήσει ο κύριος του να κοιμηθεί περισσότερο, ώσπου να βραδιάσει;
— Δεν κοιμήθηκες καθόλου, κύριε Φρόντο; είπε. Τι ώρα είναι; Φαίνεται πως έχει περάσει η ώρα!
— Όχι, είπε ο Φρόντο. Αλλά η μέρα γίνεται όλο και πιο σκοτεινή αντί να φωτίζει: σκοτεινότερη και σκοτεινότερη. Απ’ όσο μπορώ να υπολογίσω, δεν είναι μεσημέρι ακόμα, κι εσύ κοιμήθηκες μόνο κάπου τρεις ώρες.
— Τι να συμβαίνει άραγε; είπε ο Σαμ. Έρχεται καταιγίδα; Αν έρχεται, θα είναι χειρότερη από κάθε άλλη φορά. Θα ευχηθούμε να βρισκόμαστε σε καμιά βαθιά τρύπα κι όχι κάτω από μια βατουλιά μονάχα — έστησε αυτί. Τι είναι αυτό; είπε. Βροντή, τύμπανα ή τι άλλο;
— Δεν ξέρω, είπε ο Φρόντο. Έχει αρχίσει εδώ κι αρκετή ώρα τώρα. Μερικές φορές λες και τρέμει η γη, κι άλλες λες κι ο βαρύς αέρας να πάλλεται στ’ αυτιά σου.
Ο Σαμ κοίταξε τριγύρω.
— Πού είναι το Γκόλουμ; είπε. Δε γύρισε ακόμα;
— Όχι, είπε ο Φρόντο. Ούτε φάνηκε ούτε ακούστηκε.
— Λοιπόν, εγώ δεν το υποφέρω, είπε ο Σαμ. Για να λέμε την αλήθεια, ποτέ μου δεν πήρα κάτι μαζί μου σε ταξίδι που θα λυπόμουν λιγότερο να χάσω στο δρόμο. Δεν το ’χει σε τίποτα, ύστερα από τόσα μίλια, να πάει και να χαθεί τώρα, πάνω στην ώρα που θα το χρειαστούμε πιο πολύ — δηλαδή, αν θα μας χρησιμέψει σε τίποτα, που πολύ το αμφιβάλλω.
— Ξεχνάς τους Βάλτους, είπε ο Φρόντο. Ελπίζω να μην του ’τυχε τίποτα.
— Κι εγώ ελπίζω να μη μας ετοιμάζει κανένα κόλπο. Κι οπωσδήποτε ελπίζω να μην πέσει σε άλλα χέρια, όπως θα ’λεγες. Γιατί αν πέσει, δε θ’ αργήσουμε να έχουμε μπλεξίματα.
Εκείνη τη στιγμή μια Βουερή βροντή ακούστηκε πάλι, δυνατότερη και Βαθύτερη τώρα. Η γη λες κι έτρεμε κάτω από τα πόδια τους.
— Νομίζω πως δε γλιτώνουμε τα μπλεξίματα, είπε ο Φρόντο. Φοβάμαι πως το ταξίδι μας πλησιάζει στο τέλος.
— Μπορεί, είπε ο Σαμ, αλλά όσο ζω ελπίζω, όπως συνήθιζε να λέει ο Γέρος μου· και χρειάζομαι φαΐ, καταπώς συνήθιζε να προσθέτει τις περισσότερες φορές. Έλα να φας μια μπουκιά, κύριε Φρόντο, κι ύστερα πάρε έναν υπνάκο.
Το απόγευμα, όπως φανταζόταν ο Σαμ πως έπρεπε να το λένε, έφευγε. Κοιτάζοντας έξω απ’ την κρυψώνα μπορούσε μόνο να δει ένα σταχτί κόσμο, δίχως σκιές, που ξεθώριαζε σιγά σιγά και γινόταν μια ακαθόριστη, άχρωμη σκιά. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή, αλλά όχι ζεστή. Ο Φρόντο κοιμήθηκε ανήσυχα, στριφογυρίζοντας πέρα δώθε και μερικές φορές παραμιλούσε. Δυο φορές φάνηκε στο Σαμ πως τον άκουσε να λέει το όνομα του Γκάνταλφ. Η ώρα λες και δεν έλεγε να περάσει. Ξαφνικά ο Σαμ άκουσε ένα σφύριγμα πίσω του· ήταν το Γκόλουμ στα τέσσερα και τους κοίταζε με γυαλιστερά μάτια.
— Ξυπνάτε, ξυπνάτε! Ξυπνάτε, υπναράδες! ψιθύρισε. Ξυπνάτε! Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε, ναι, πρέπει να φύγουμε αμέσως. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο.
Ο Σαμ το κοίταξε με υποψία: έδειχνε τρομαγμένο ή αναστατωμένο.
— Να φύγουμε τώρα; Τι παιχνίδι παίζεις; Δεν είναι ακόμα ώρα. Δεν μπορεί να ’ναι ούτε η ώρα για το τσάι, τουλάχιστον όχι στους καθώς πρέπει τόπους, όπου υπάρχει ώρα για τσάι.
— Ανόητε! σφύριξε το Γκόλουμ. Δε βρισκόμαστε σε καθώς πρέπει τόπους. Ο χρόνος λιγοστεύει, ναι, φεύγει γρήγορα. Όχι καιρός για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε. Ξύπνα, Αφέντη, ξύπνα!
Άρχισε να τραβάει το Φρόντο· και ο Φρόντο, ξυπνώντας τρομαγμένος, ανακάθισε απότομα και το άρπαξε απ’ το μπράτσο. Το Γκόλουμ τραβήχτηκε απότομα και πισωπάτησε.
— Δεν πρέπει να είναι ανόητοι, σφύριξε. Πρέπει να φύγουμε. Δεν πρέπει να χάνουμε καιρό!
Δεν μπόρεσαν να του πάρουν άλλη κουβέντα. Πού είχε πάει και τι νόμιζε πως μαγειρευόταν για να το πιάσει τέτοια βιασύνη, δεν το ’λεγε με κανέναν τρόπο. Ο Σαμ ήταν γεμάτος υποψίες και δεν το ’κρυβε· ο Φρόντο όμως δεν έδειχνε τι περνούσε από το μυαλό του. Αναστέναξε, φορτώθηκε το σακίδιό του κι ετοιμάστηκε να βγει έξω στη σκοτεινιά που όλο και πύκνωνε.
Με μεγάλες προφυλάξεις το Γκόλουμ τους κατέβασε απ’ τη λοφοπλαγιά, προσπαθώντας όσο το δυνατό να είναι καλυμμένοι και τρέχοντας, σχεδόν διπλωμένοι ως κάτω, όπου ο χώρος ήταν ακάλυπτος· το φως όμως ήταν τώρα τόσο αδύνατο, που ακόμα και κάποιο αετομάτικο αγρίμι μόλις και μετά βίας θα μπορούσε να διακρίνει τους χόμπιτ, κουκουλωμένους, με τους σκούρους γκρίζους μανδύες τους, ούτε να τους ακούσει, όπως περπατούσαν με τόση προσοχή, όση μόνο τ’ ανθρωπάκια μπορούν. Πέρασαν και χάθηκαν δίχως ν’ ακουστεί φύλλο να θροΐζει ούτε κλαράκι να σπάζει.
Για μια ώρα περίπου συνέχισαν, σιωπηλά, ο ένας πίσω από τον άλλο, νιώθοντας κατάθλιψη απ’ τη σκοτεινιά και την απόλυτη ακινησία της περιοχής, που την τάραζε μόνο, πότε πότε, ένα μακρινό βουητό, λες από μπουμπουνητά ή τυμπανοκρουσίες σε κάποιο κοίλωμα των λόφων. Κατηφόρισαν από την κρυψώνα τους κι ύστερα, στρίβοντας νότια, χάραξαν ευθεία πορεία, όσο βέθαια ήταν δυνατό να βρίσκει το Γκόλουμ, διασχίζοντας μια μεγάλη ανώμαλη πλαγιά που έγερνε προς τα βουνά. Σε λίγο, όχι πολύ μακριά μπροστά, είδαν μια συστάδα δέντρων να υψώνεται σαν μαύρος τοίχος. Καθώς πλησίασαν, διαπίστωσαν πως ήταν τεράστια, κι έδειχναν πανάρχαια και πυργώνονταν στα ύψη, αν και οι κορφές τους ήταν γυμνές και σπασμένες, λες και τις είχαν χτυπήσει καταιγίδες κι αστροπελέκια, που όμως δεν είχαν καταφέρει ούτε να τα νεκρώσουν ούτε να κουνήσουν τις τρίσβαθες ρίζες τους.
— Το Σταυροδρόμι, ναι, ψιθύρισε το Γκόλουμ — οι πρώτες λέξεις που ειπώθηκαν από τότε που είχαν αφήσει την κρυψώνα τους. Πρέπει να πάμε από κει.
Στρίβοντας ανατολικά τώρα, τους οδήγησε στην ανηφοριά· κι ύστερα ξαφνικά να τος μπροστά τους: ο Νότιος Δρόμος, που πήγαινε φιδογυριστός στους πρόποδες των βουνών, ώσπου τέλος έπεφτε στο μεγάλο κύκλο που σχημάτιζαν τα δέντρα.
— Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος, ψιθύρισε το Γκόλουμ. Δεν υπάρχουν άλλα μονοπάτια. Πρέπει να πάμε στο Σταυροδρόμι. Βιαστείτε όμως! Και τσιμουδιά!
Κρυφά κρυφά σαν κατάσκοποι στον καταυλισμό του εχθρού, σύρθηκαν κάτω ως το δρόμο και στα κλεφτά ακολούθησαν τη δυτική του πλευρά κάτω απ’ την πέτρινη κατωφέρειά του, γκρίζοι κι αυτοί σαν τις πέτρες κι αλαφροπάτητοι σαν γάτοι στο κυνήγι. Τέλος, έφτασαν στα δέντρα και είδαν πως σχημάτιζαν ένα μεγάλο ξέσκεπο κύκλο, ανοιχτό στο σκοτεινό ουρανό· και τα διαστήματα ανάμεσα στους τεράστιους κορμούς τους ήταν σαν μεγάλες σκοτεινές αψίδες κάποιας ερειπωμένης αίθουσας. Στο κέντρο ακριβώς αντάμωναν τέσσερις δρόμοι. Πίσω τους ήταν ο δρόμος που πήγαινε στη Μοράνον εμπρός τους συνέχιζε ξανά το μακρινό του ταξίδι στο νοτιά· στα δεξιά τους ο δρόμος απ’ την αρχαία Οσγκίλιαθ ανηφόριζε και, περνώντας το σταυροδρόμι, συνέχιζε ανατολικά στο σκοτάδι — ο τέταρτος δρόμος, ο δρόμος που θα έπαιρναν.
Όπως στάθηκε εκεί για μια στιγμή γεμάτος φόβο ο Φρόντο πήρε είδηση πως ένα φως έλαμπε· το είδε να φωτίζει το πρόσωπο του Σαμ πλάι του. Στράφηκε προς το φως και είδε, πέρα απ’ την αψίδα των κλαδιών, το δρόμο που πήγαινε στην Οσγκίλιαθ ν’ απλώνεται σχεδόν ολόισιος σαν κορδέλα τεντωμένη όλο και πιο χαμηλά κάτω στη Δύση. Εκεί, πέρα μακριά, πέρα απ’ τη θλιμμένη Γκόντορ, πνιγμένη τώρα στη σκιά, ο Ήλιος έδυε, βρίσκοντας επιτέλους την άκρη του μεγάλου νέφους που απλωνόταν και σαβάνωνε τα πάντα κι έπεφτε με απειλητική φωτιά μες στην αμόλυντη ακόμα θάλασσα. Η σύντομη λάμψη έπεσε πάνω σε μια θεόρατη καθισμένη μορφή, ακίνητη και μεγαλόπρεπη σαν τους μεγάλους πέτρινους βασιλιάδες του Άργκοναθ. Τα χρόνια την είχαν καταφάει και βέβηλα χέρια την είχαν ακρωτηριάσει. Το κεφάλι της έλειπε και στη θέση του είχαν βάλει κοροϊδευτικά μια στρογγυλή χοντροπελεκημένη πέτρα, πρόστυχα χρωματισμένη από βάρβαρα χέρια, ώστε να μοιάζει μ’ ένα χαμογελαστό πρόσωπο μ’ ένα μεγάλο κόκκινο μάτι καταμεσής στο μέτωπο. Στα γόνατά της και στο μεγάλο θρόνο και παντού ολόγυρα στο βάθρο, υπήρχαν διάφορες άσχετες επιγραφές ανακατεμένες με τα απαίσια σύμβολα που χρησιμοποιούσαν τα σκουλήκια της Μόρντορ.
Ξαφνικά, φωτισμένο απ’ τις οριζόντιες ακτίνες, ο Φρόντο είδε το κεφάλι του αρχαίου βασιλιά — είχε κυλήσει και βρισκόταν στην άκρη του δρόμου.
— Κοίτα, Σαμ! φώναξε, μιλώντας απ’ την έκπληξή του. Κοίτα! Ο βασιλιάς έχει πάλι κορόνα!
Τα μάτια ήταν άδεια και η σκαλισμένη γενειάδα σπασμένη, αλλά γύρω απ’ το ψηλό αυστηρό μέτωπο υπήρχε μια κορόνα ασημένια και χρυσή. Κάποιο αναρριχητικό φυτό με άνθη σαν μικρά λευκά άστρα είχε τυλιχτεί γύρω απ’ το μέτωπο, λες για να τιμήσει τον πεσμένο βασιλιά, και στις σχισμές των πέτρινων μαλλιών του κίτρινο αμάραντο έλαμπε.
— Δεν μπορούν πάντα να νικούν! είπε ο Φρόντο.
Και τότε απότομα η σύντομη λάμψη χάθηκε. Ο Ήλιος βασίλεψε και χάθηκε και, λες κι έσβησε η λάμπα, έπεσε η μαύρη νύχτα.
Το Γκόλουμ τραβούσε το μανδύα του Φρόντο και σφύριζε απ’ το φόβο και την ανυπομονησία του.
— Πρέπει να φύγουμε, είπε. Δεν πρέπει να στεκόμαστε εδώ. Κάντε γρήγορα!
Απρόθυμα ο Φρόντο γύρισε την πλάτη του στη Δύση κι ακολούθησε τον οδηγό του στο σκοτάδι της Ανατολής. Άφησαν τον κύκλο των δέντρων και πήραν με προφύλαξη το δρόμο για τα βουνά. Κι αυτός ο δρόμος, επίσης, πήγαινε ολόισιος για λίγο, αλλά γρήγορα άρχισε να στρίβει νότια, ώσπου έφτασε ακριβώς κάτω από τη μεγάλη πέτρινη ράχη που είχαν δει από μακριά. Μαύρη κι αγριωπή υψωνόταν πάνωθέ τους, πιο σκοτεινή απ’ το σκοτεινό ουρανό πίσω. Ο δρόμος σερνόταν κάτω από τη σκιά της και προχωρούσε ώσπου, στρίβοντας, γύριζε πάλι ανατολικά κι άρχιζε ν’ ανηφορίζει απότομα.
Ο Φρόντο κι ο Σαμ προχωρούσαν κουρασμένοι με βαριά καρδιά, χωρίς να μπορούν πια να νοιαστούν και πολύ για τον κίνδυνό τους. Το κεφάλι του Φρόντο ήταν σκυφτό· το φορτίο του τον τραβούσε πάλι προς τα κάτω. Μόλις είχαν περάσει το Σταυροδρόμι, το βάρος του, λησμονημένο σχεδόν στο Ιθίλιεν, είχε αρχίσει ξανά να αυξάνεται. Τώρα, νιώθοντας το δρόμο ν’ ανηφορίζει όρθια κάτω από τα πόδια του, κοίταξε κουρασμένα ψηλά· και τότε την είδε, έτσι όπως ακριβώς είχε πει το Γκόλουμ: την πόλη των Δαχτυλιδοφαντασμάτων. Μαζεύτηκε φοβισμένος στην πέτρινη κατωφέρεια.
Μια κατηφορική κοιλάδα, ένας βαθύς κόλπος σκιάς, έφτανε ως πίσω στα βουνά. Στην πέρα πλευρά, αρκετά βαθιά στην αγκαλιά της κοιλάδας, ψηλά σε μια πέτρινη θέση πάνω στα μαύρα γόνατα των Έφελ Ντούαθ, υψώνονταν τα τείχη και ο πύργος της Μίνας Μόργκουλ. Τα πάντα γύρω του ήταν σκοτεινά, γη και ουρανός, αυτή όμως ήταν φωτισμένη. Όχι απ’ το φυλακισμένο φεγγαρόφωτο που ξεπηδούσε απ’ τα μαρμαρένια τείχη της Μίνας Ίθιλ παλιά, του Πύργου της Σελήνης, όμορφης κι ακτινοβόλας στην κοιλάδα των λόφων. Χλωμότερο απ’ το φως του φεγγαριού που είναι αρρωστημένο από κάποια αργόσυρτη έκλειψη ήταν το φως της τώρα, τρεμάμενο και παλλόμενο, σαν δύσοσμη εκπνοή σαπίλας, πτωματικό φως, ένα φως που δε φώτιζε τίποτα. Στους τοίχους του πύργου είχε παράθυρα, σαν αμέτρητες μαύρες τρύπες που κοιτούσαν προς τα μέσα στο κενό· αλλά το πιο ψηλό τμήμα του πύργου περιστρεφόταν αργά, πότε δω και πότε κει, ένα τεράστιο κεφάλι φαντάσματος που χαμογελούσε απαίσια στη νύχτα. Για μια στιγμή οι τρεις σύντροφοι στάθηκαν εκεί, μαζεμένοι, και κοίταζαν ψηλά μ’ απρόθυμα μάτια. Το Γκόλουμ ήταν το πρώτο που συνήλθε. Τράβηξε πάλι με βιάση τους μανδύες τους, δίχως όμως να πει κουβέντα. Σχεδόν τους τράβηξε διά της βίας. Κάθε βήμα ήταν απρόθυμο και η ώρα λες κι επιβράδυνε το βήμα της κι αυτή έτσι, ώστε από το σήκωμα του ενός ποδιού ως το κατέβασμά του να περνούν λεπτά ολόκληρα αποστροφής.
Έτσι έφτασαν αργά στην άσπρη γέφυρα. Εδώ ο δρόμος, γυαλίζοντας ελαφρά, περνούσε πάνω απ’ το ποτάμι που διέσχιζε την κοιλάδα, και συνέχιζε, στριφογυρίζοντας περίπλοκα ως την πύλη της πόλης -ένα μαύρο στόμα ανοιχτό στον εξωτερικό κύκλο των βορινών τειχών. Πλατιές πεζούλες υπήρχαν κι απ’ τις δυο όχθες, σκιερές κοιλάδες γεμάτες χλωμά άσπρα λουλούδια. Φωσφόριζαν κι αυτά, όμορφα κι όμως μ’ απαίσια σχήματα, σαν τις παράλογες μορφές κάποιου ανήσυχου όνειρου· κι ανάδιναν μια ανεπαίσθητη αηδιαστική νεκρική οσμή· μια μυρωδιά σαπίλας γέμιζε τον αέρα. Μορφές στέκονταν εκεί στην κορφή της, σκαλισμένες με πανουργία, να παριστάνουν ανθρώπους ή ζώα, όλες όμως αλλοιωμένες και αποκρουστικές. Το νερό που κυλούσε από κάτω ήταν σιωπηλό και άχνιζε, αλλά ο ατμός που ανέβαινε, στριφογυρίζοωτας και τυλίγοντας το γεφύρι, ήταν νεκρικά παγωμένος. Ο Φρόντο έχωσε τις αισθήσεις του να περιδινίζονται και το μυαλό του να σκοτεινιάζει. Ύστερα, ξαφνικά, λες και κάποια άλλη δύναμη να δούλευε ε τός από τη θέληση του, άρχισε να προχωρά βιαστικά, παραπατώντας, με τα χέρια απλωμένα μπροστά ψαχουλευτά, και το κεφάλι του να πέφτει απ’ τη μια μεριά στην άλλη. Ο Σαμ και το Γκόλουμ έτρεξαν ξοπίσω του. Ο Σαμ άρπαξε τον κύριό του στα χέρια του, καθώς σκόνταψε και σχεδόν έπεσε, ακριβώς στην αρχή της γέφυρας.
— Όχι από κει! Όχι, όχι από κει! ψιθύρισε το Γκόλουμ, αλλά ο ψίθυρός του φάνηκε σαν να έσκιζε τη βαριά ησυχία σαν σφυρίχτρα, και μαζεύτηκε καταγής τρομαγμένο.
— Σταμάτα, κύριε Φρόντο! μουρμούρισε ο Σαμ στ’ αυτί του Φρόντο. Έλα πίσω. Όχι από κει. Το Γκόλουμ λέει όχι και για μια φορά συμφωνώ μαζί του.
Ο Φρόντο έτριψε το μέτωπό του με το χέρι του και ξεκόλλησε τα μάτια του από την πόλη στο λόφο. Ο πύργος που φωσφόριζε τον συνάρπαζε και πάλεψε την επιθυμία που τον είχε καταλάβει να πάρει τρέχοντας το δρόμο που αχνόφεγγε για την πύλη. Τέλος, με μεγάλη προσπάθεια γύρισε πίσω κι αμέσως ένιωσε το Δαχτυλίδι να του αντιστέκεται, να τραβάει την αλυσίδα στο λαιμό του· και τα μάτια του επίσης, καθώς αποτράβηξε το βλέμμα του, φάνηκαν για μια στιγμή να έχουν τυφλωθεί. Το σκοτάδι μπροστά του ήταν αδιαπέραστο.
Το Γκόλουμ, έρποντας στο χώμα σαν φοβισμένο ζώο, χανόταν κιόλας στη σκοτεινιά. Ο Σαμ, βοηθώντας και οδηγώντας τον κύριό του που παραπατούσε, το ακολούθησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όχι μακριά, απ’ την από δω όχθη του ποταμιού, είχε μία τρύπα στον πέτρινο τοίχο πλάι στο δρόμο. Πέρασαν από κει κι ο Σαμ είδε πως βρισκόταν σ’ ένα στενό μονοπάτι που γυάλιζε αμυδρά στην αρχή, όπως ο μεγάλος δρόμος, ώσπου, ανεβαίνοντας πάνω απ’ τα λιβάδια με τα θανατερά λουλούδια, ξεθώριασε και σκοτείνιασε, παίρνοντας το στραβοδίβολο ανηφορικό δρόμο που στις βορινές πλαγιές της κοιλάδας.
Οι χόμπιτ με κόπο ακολουθούσαν το μονοπάτι, πλάι πλάι, δίχως να μπορούν να δουν το Γκόλουμ, εκτός όταν γύριζε πίσω να τους κάνει νόημα να προχωρήσουν. Τότε τα μάτια του έφεγγαν μ’ ένα ασπροπράσινο φως, αντικατοπτρίζοντας ίσως την αηδιαστική ανταύγεια της Μόργκουλ, ή αναζωπυρωμένα από κάποια ανάλογη διάθεση μέσα του. Αυτή τη θανατερή γυαλάδα και τις σκοτεινές ματότρυπες ο Φρόντο και ο Σαμ τις ένιωθαν συνέχεια, και δεν έπαυαν να ρίχνουν πάνω από τον ώμο τους φοβισμένες ματιές, ούτε να στρέφουν με το ζόρι τη ματιά τους μπροστά για να βρίσκουν το σκοτεινό μονοπάτι. Αργά προχωρούσαν με κόπο. Καθώς ανέβηκαν ψηλότερα από την αποφορά και τις αναθυμιάσεις του δηλητηριασμένου ποταμιού η αναπνοή τους έγινε ευκολότερη και το κεφάλι τους ξεθόλωσε· τώρα όμως τα κορμιά τους ήταν πεθαμένα από την κούραση, λες κι είχαν περπατήσει όλη τη νύχτα φορτωμένοι, ή λες και είχαν κολυμπήσει πολύ αντίθετα στο δυνατό ρεύμα του νερού. Τέλος, δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα δίχως στάση.
Ο Φρόντο σταμάτησε και κάθισε σε μια πέτρα. Είχαν τώρα σκαρφαλώσει στην καμπούρα ενός μεγάλου γυμνού βράχου. Μπροστά τους σχηματιζόταν ένα είδος εσοχής στην πλευρά της κοιλάδας και το μονοπάτι έστριβε απ’ την κορυφή του, όχι πλατύτερο από μια φαρδιά προεξοχή μ’ ένα χάσμα δεξιά· διέσχιζε την απόκρημνη νότια πλευρά του βουνού και σερνόταν ανηφορίζοντας, ώσπου χανόταν ψηλά στη μαυρίλα.
— Πρέπει να ξεκουραστώ λιγάκι, Σαμ, ψιθύρισε ο Φρόντο. Με βαραίνει, Σαμ νεαρέ μου, με βαραίνει πολύ. Πόσο άραγε θα μπορέσω να το μεταφέρω ακόμα; Πάντως, πρέπει να ξεκουραστώ πριν αποτολμήσουμε αυτό εκεί, κι έδειξε τη στενοποριά μπροστά.
— Σσστ! σσστ! σφύριξε το Γκόλουμ, γυρίζοντας κοντά τους βιαστικά.
Είχε τα δάχτυλά του στα χείλη και κουνούσε το κεφάλι του με βία. Τραβώντας το μανίκι του Φρόντο, έδειξε το μονοπάτι· αλλά ο Φρόντο δεν κουνιόταν.
— Όχι ακόμα, είπε, όχι ακόμα.
Κούραση και κάτι παραπάνω από κούραση τον πλάκωνε· ήταν σα\ και μάγια να είχαν βαρύνει το νου και το κορμί του.
— Πρέπει να ξεκουραστώ, μουρμούρισε.
Σ’ αυτά τα λόγια ο φόθος και η ταραχή του Γκόλουμ έγιναν τόσο μεγάλα, ώστε ξαναμίλησε, σφυρίζοντας πίσω από το χέρι του, λες για να συγκρατήσει τον ήχο από αόρατους ακροατές στον αέρα.
— Όχι εδώ, όχι. Όχι εδώ ξεκούραση. Τρελοί! Μπορεί να μας δουν μάτια. Όταν έρθουν στη γέφυρα, θα μας δουν. Πάμε να φύγουμε! Προχωράτε, ανεβαίνετε! Ελάτε!
— Έλα, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Έχει δίκιο πάλι. Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ.
— Εντάξει, είπε ο Φρόντο με μια απόμακρη φωνή, λες και μιλούσε μισοκοιμισμένος. Θα προσπαθήσω.
Κουρασμένα σηκώθηκε όρθιος.
Ήταν όμως πολύ αργά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο βράχος σπαρτάρησε και τρεμούλιασε κάτω από τα πόδια τους. Το μεγάλο μπουμπουνητό, δυνατότερο παρά ποτέ, κύλησε στη γη και αντήχησε στα βουνά. Ύστερα, εντελώς απρόσμενα, μια μεγάλη κόκκινη αστραπή έσκισε το σκοτάδι. Μακριά, πίσω απ’ τα ανατολικά βουνά, πετάχτηκε στον ουρανό κι έθαψε τα χαμηλωμένα σύννεφα ολοπόρφυρα. Σ’ εκείνη την κοιλάδα της σκιάς και του νεκρού παγωμένου φωτός φάνηκε ανυπόφορα βίαιη και άγρια. Πέτρινες κορυφές και ράχες σαν μαχαίρια με δόντια ξεπετάχτηκαν κατάμαυρες στο φόντο της φλόγας που πεταγόταν προς τα πάνω στο Γκόργοροθ. Ύστερα ακούστηκε ένας δυνατός κεραυνός.
Και η Μίνας Μόργκουλ απάντησε. Φούντωσαν γαλαζοκίτρινα φώτα· γλώσσες γαλάζιας φλόγας ξεπετάχτηκαν απότομα απ’ τον πύργο κι απ’ τους γύρω λόφους, ανεβαίνοντας στα σκυθρωπά σύννεφα. Η γη βόγκησε· κι από την πόλη βγήκε μια κραυγή. Ανάκατα με τις στριγκές διαπεραστικές κραυγές όπως των ορνέων, και το διαπεραστικό χλιμίντρισμα αλόγων εξαγριωμένων από θυμό και φόβο, ακούστηκε μια στριγκλιά που σου έσκιζε τ’ αυτιά, τρεμουλιαστή, που γρήγορα έγινε τόσο ψιλή, ώστε ξεπέρασε την κλίμακα της ακοής. Οι χόμπιτ στράφηκαν προς το μέρος της κι έπεσαν χάμω, με τα χέρια στ’ αυτιά.
Καθώς η τρομερή κραυγή τελείωσε, καταλήγοντας σ’ ένα μακρόσυρτο αρρωστημένο θρήνο και σιωπή, ο Φρόντο σήκωσε σιγά σιγά το κεφάλι του. Απέναντι απ’ τη στενή κοιλάδα, τώρα σχεδόν στο ύψος των ματιών του, υψώνονταν τα τείχη της απαίσιας πολιτείας, και η σπηλαιώδης πύλη της, στο σχήμα ανοιχτού στόματος με γυαλιστερά δόντια, έχασκε ορθάνοιχτη. Ένας στρατός βγήκε από την πύλη.
Και όλος αυτός ο στρατός ήταν ντυμένος στα μαύρα, σκοτεινός σαν τη νύχτα. Και στο θαμπό φέγγος των τειχών και του στρωμένου δρόμου που φωσφόριζε, ο Φρόντο μπορούσε να τους δει, μικρές μαύρες μορφές, σειρές ατέλειωτες, που προχωρούσαν γρήγορα κι αμίλητα, βγαίνοντας σαν ατέλειωτο ποτάμι. Μπροστά πήγαινε πολύ ιππικό σε κανονικούς σκιερούς σχηματισμούς κι επικεφαλής τους ήταν ένας καβαλάρης πιο μεγαλόσωμος απ’ όλους τους άλλους: ένας Καβαλάρης κατάμαυρος, εκτός απ’ το κουκουλοφορεμένο κεφάλι του που φορούσε ένα κράνος σαν κορόνα που τρεμόσβηνε μ’ ένα επικίνδυνο φως. Τώρα πλησίαζε τη γέφυρα κάτω, και τα γουρλωμένα μάτια του Φρόντο τον παρακολουθούσαν, ανίκανα ν’ ανοιγοκλείσουν ή ν’ αποτραβηχτούν. Αυτός εκεί πέρα δεν ήταν ο Επικεφαλής των Εννέα Καβαλάρηδων που είχε γυρίσει στη γη για να οδηγήσει το φρικτό του λόχο στη μάχη; Εδώ, ναι εδώ, βέβαια, ήταν ο ωχρός βασιλιάς που το παγερό του χέρι είχε τραυματίσει το Δαχτυλιδοκουβαλητή με το θανατερό μαχαίρι του. Η παλιά πληγή άρχισε να τον σουβλίζει πάλι και μια μεγάλη παγωνιά απλώθηκε προς την καρδιά του Φρόντο.
Την ώρα που αυτές οι σκέψεις τον τρυπούσαν με φόβο και τον κρατούσαν ακίνητο σαν μαγεμένο, ο Καβαλάρης σταμάτησε ξαφνικά, ακριβώς στο κατώφλι της γέφυρας, και πίσω του όλος ο στρατός έμεινε ακίνητος. Έγινε παύση, νεκρική σιγή. Μπορεί να ήταν το Δαχτυλίδι που καλούσε τον Άρχοντα των Φαντασμάτων και για μια στιγμή είχε ταραχτεί, νιώθοντας την ύπαρξη κάποιας άλλης δύναμης μέσα στην κοιλάδα του. Γύριζε εδώ κι εκεί το σκοτεινό κεφάλι με το κράνος και την κορόνα του φόβου, κοιτάζοντας παντού τις σκιές με τα αόρατά του μάτια. Ο Φρόντο περίμενε, σαν το πουλί το πλησίασμα του φιδιού, ανίκανος να κουνηθεί. Κι όπως περίμενε, ένιωσε, πιο έντονα παρά ποτέ, την εντολή να φορέσει το Δαχτυλίδι. Αλλά μόλο που η πίεση ήταν πολύ μεγάλη, δεν ένιωσε καμιά διάθεση τώρα να υποχωρήσει. Ήξερε πως το Δαχτυλίδι θα τον πρόδινε μονάχα και πως δεν είχε, ακόμα κι αν το φορούσε, τη δύναμη ν’ αντιμετωπίσει το βασιλιά της Μόργκουλ -όχι ακόμα. Δεν υπήρχε πια ανταπόκριση σ’ αυτή την εντολή από μέρους του, μόλο που ήταν κατατρομαγμένος, κι ένιωθε μόνο το σφυρο-κόπημα από κάποια εξωτερική μεγάλη δύναμη, που του πήρε το χέρι και, καθώς ο Φρόντο παρακολουθούσε νοερά, χωρίς να θέλει, αλλά με αγωνία (λες και παρακολουθούσε κάποια παλιά ιστορία από μακριά), μετακίνησε το χέρι του λίγο λίγο προς την αλυσίδα στο λαιμό του. Τότε η δική του θέληση ξύπνησε· αργά ανάγκασε το χέρι του να υποχωρήσει και το ’βαλε να βρει κάτι άλλο, κάτι κρυμμένο στο στήθος του. Παγωμένο και σκληρό φάνηκε στο χέρι του καθώς το ’σφιξε: το φιαλίδιο της Γκαλάντριελ, που το φύλαγε σαν θησαυρό τόσον καιρό και το ’χε σχεδόν ξεχάσει ως εκείνη την ώρα. Καθώς το άγγιξε, για λίγο κάθε σκέψη για το Δαχτυλίδι διώχτηκε από το μυαλό του. Αναστέναξε κι έσκυψε το κεφάλι.
Τη στιγμή εκείνη ο Βασιλιάς των Φαντασμάτων γύρισε, σπιρούνισε το άλογό του και πέρασε το γεφύρι κι όλος ο σκοτεινός στρατός του τον ακολούθησε. Ίσως οι ξωτικο-μανδύες να νίκησαν τα αόρατα μάτια του και ο νους του μικρόσωμου εχθρού του, δυναμώνοντας, είχε αποτρέψει τη σκέψη του. Αλλά βιαζόταν κιόλας. Είχε σημάνει η ώρα πια και, σύμφωνα με τις διαταγές του μεγάλου του Αφέντη, έπρεπε να προελάσει για πόλεμο στη Δύση.
Πολύ γρήγορα είχε περάσει, σαν ίσκιος στους ίσκιους, κατηφορίζοντας το στριφογυριστό δρόμο και πίσω του οι μαύρες φάλαγγες εξακολουθούσαν να περνούν το γεφύρι. Τέτοιος μεγάλος στρατός είχε να ξεχυθεί απ’ την κοιλάδα αυτή από τον καιρό της ακμής του Ισίλντουρ· ούτε είχε ποτέ ως τώρα επιτεθεί στα περάσματα του Άντουιν στρατός τόσο πάνοπλος και φοβερός· κι όμως δεν ήταν παρά ένας κι όχι ο μεγαλύτερος από τους στρατούς που η Μόρντορ τώρα εξαπέλυε.
Ο Φρόντο αναδεύτηκε. Και ξαφνικά η καρδιά του φτερούγισε στο Φαραμίρ.
«Η καταιγίδα ξέσπασε επιτέλους», σκέφτηκε. «Τούτα τ’ αμέτρητα σπαθιά και τα κοντάρια πηγαίνουν στην Οσγκίλιαθ. Θα προλάβει ο Φαραμίρ να περάσει έγκαιρα απέναντι; Το υποψιαζόταν, αλλά ήξερε την ώρα; Και ποιος μπορεί τώρα να κρατήσει τα περάσματα, όταν ο Βασιλιάς των Εννέα Καβαλάρηδων έρχεται; Και θά ’ρθουν κι άλλα φουσάτα. Έχω αργήσει πολύ. Χάθηκαν όλα. Καθυστέρησα στο δρόμο. Χάθηκαν όλα. Ακόμα κι αν εκτελέσω την αποστολή μου, κανείς δε θα το μάθει ποτέ. Δε θα υπάρχει κανένας για να του το πω. Όλα θα ’ναι μάταια.»
Νικημένος απ’ την αδυναμία έκλαψε. Και ο στρατός της Μόργκουλ περνούσε ακόμα το γεφύρι.
Ύστερα από πολύ μακριά, λες κι ερχόταν απ’ τις αναμνήσεις του Σάιρ, κάποιο ηλιόλουστο πρωινό, όταν η μέρα καλούσε κι άνοιγαν οι πόρτες, άκουσε τη φωνή του Σαμ να λέει: «Ξύπνα, κύριε Φρόντο! Ξύπνα!» Αν η φωνή είχε προσθέσει: «Το πρωινό σου είναι έτοιμο», δε θα του ’κανε καμιά κατάπληξη. Σΐγουρα ο Σαμ βιαζόταν.
— Ξύπνα, κύριε Φρόντο! Έφυγαν, είπε.
Ακούστηκε ένα πνιχτός χτύπος. Οι πύλες της Μίνας Μόργκουλ είχαν κλείσει. Η τελευταία σειρά κοντάρια είχε χαθεί στον κατήφορο. Ο πύργος εξακολουθούσε να χαμογελάει απαίσια στην κοιλάδα, αλλά το φως του έσβηνε. Η πόλη ολόκληρη ξανάπεφτε στη σκυθρωπή σκιά και σιωπή. Δεν έπαυε όμως να μένει ξάγρυπνη.
— Ξύπνα, κύριε Φρόντο! Έφυγαν και καλά θα κάνουμε να φύγουμε κι εμείς. Έχει κάτι ακόμα ζωντανό σ’ εκείνο το μέρος, κάτι με μάτια ή νου που βλέπει, αν με καταλαβαίνεις· κι όσο περισσότερο μένουμε σ’ ένα μέρος, τόσο πιο γρήγορα θα μας βρει. Έλα, εμπρός, κύριε Φρόντο!
Ο Φρόντο σήκωσε το κεφάλι του και ύστερα σηκώθηκε όρθιος. Η απελπισία δεν του είχε φύγει, αλλά η αδυναμία είχε περάσει. Έφτασε μάλιστα και να χαμογελάσει αγριωπά, νιώθοντας τώρα τόσο ξεκάθαρα, όσο ένα λεπτό πρωτύτερα ένιωθε το αντίθετο, πως αυτό που είχε να κάνει θα το έκανε, αν μπορούσε, και πως αν ο Φαραμίρ ή ο Άραγκορν ή ο Έλροντ ή η Γκαλάντριελ ή ο Γκάνταλφ ή ο οποιοσδήποτε άλλος δε μάθαινε ποτέ γι’ αυτό, δεν είχε σημασία. Έπιασε το ραβδί του με το ένα χέρι και κρατούσε το φιαλίδιο με το άλλο. Όταν είδε πως το καθάριο φως ξεχείλιζε κιόλας ανάμεσα από τα δάχτυλά του, το έχωσε στο στήθος του και το κράτησε πάνω στην καρδιά του. Ύστερα γυρίζοντας την πλάτη του στην πόλη της Μόργκουλ, που τώρα δεν ήταν παρά μια γκρίζα ανταύγεια στην απέναντι πλευρά του σκοτεινού κόλπου, ετοιμάστηκε να πάρει τον ανήφορο.
Το Γκόλουμ, κατά τα φαινόμενα, είχε προχωρήσει κατά μήκος της προεξοχής στο σκοτάδι πέρα, όταν άνοιξαν οι πύλες της Μίνας Μόργκουλ, εγκαταλείποντας τους χόμπιτ εκεί που βρισκόντουσαν. Τώρα ήρθε με τα τέσσερα πίσω. Τα δόντια του χτυπούσαν και τα δάχτυλα του κροτάλιζαν.
— Τρελοί! Ανόητοι! σφύριξε. Βιαστείτε! Μη νομίζετε πως πέρασε ο κίνδυνος. Δεν πέρασε. Βιαστείτε!
Δεν απάντησαν, αλλά το ακολούθησαν στην ανηφορική στενή προεξοχή. Δεν τους άρεσε καθόλου, παρ’ όλο που είχαν αντιμετωπίσει τόσους άλλους κινδύνους· αλλά δεν κράτησε πολύ. Σύντομα το μονοπάτι έφτασε σε μια στρογγυλεμένη γωνία που η βουνοπλαγιά φούσκωνε προς τα έξω πάλι, κι εκεί ξαφνικά μπήκε σ’ ένα στενό άνοιγμα στο βράχο. Είχαν φτάσει στην πρώτη σκάλα που τους είχε πει το Γκόλουμ. Το σκοτάδι ήταν σχεδόν απόλυτο και δεν μπορούσαν να δουν τίποτα πιο πέρα απ’ τ’ απλωμένα τους χέρια· αλλά τα μάτια του Γκόλουμ γυάλιζαν χλωμά, αρκετά πόδια ψηλότερα, καθώς γύρισε πίσω προς το μέρος τους.
— Προσέχετε! ψιθύρισε. Σκαλιά. Πολλά σκαλιά. Πρέπει να προσέχετε!
Προσοχή χρειαζόταν οπωσδήποτε. Ο Φρόντο κι ο Σαμ ένιωσαν στην αρχή να ξαλαφρώνουν, τώρα που είχαν τοίχο κι απ’ τις δύο πλευρές, η σκάλα όμως ήταν τόσο όρθια, όσο μια κινητή σκάλα, κι όσο ανέβαιναν όλο και ψηλότερα, ένιωθαν όλο και περισσότερο το μακρύ μαύρο χάσμα πίσω τους. Τα σκαλοπάτια ήταν στενά και άνισα και συχνά επικίνδυνα — ήταν φθαρμένα και λεία στις άκρες, και μερικά ήταν σπασμένα κι άλλα ράγιζαν μόλις τα πατούσε πόδι. Οι χόμπιτ προχωρούσαν με αγώνα, ώσπου στο τέλος αρπάζονταν μ’ απελπισμένα δάχτυλα στα σκαλοπάτια εμπρός τους κι ανάγκαζαν με το ζόρι τα πονεμένα τους γόνατα να λυγίζουν και να ισιώνουν και καθώς η σκάλα άνοιγε δρόμο όλο και πιο βαθιά στο απόκρημνο βουνό, οι πέτρινοι τοίχοι ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους.
Αργότερα, εκεί που έλεγαν πως δεν άντεχαν άλλο, είδαν τα μάτια του Γκόλουμ από ψηλά να προσπαθούν να τους δουν ξανά.
— Ανεβήκαμε, ψιθύρισε. Πάει η πρώτη σκάλα. Έξυπνοι χόμπιτ ν’ ανεβούν τόσο ψηλά, πολύ έξυπνοι χόμπιτ. Λίγα σκαλάκια ακόμα κι αυτό είν’ όλο, ναι.
Ζαλισμένοι και πολύ κουρασμένοι ο Σαμ κι ο Φρόντο πίσω του σκαρφάλωσαν και το τελευταίο σκαλοπάτι και κάθισαν κάτω τρίβοντας τα πόδια τους και τα γόνατά τους. Βρίσκονταν σ’ ένα βαθύ σκοτεινό διάδρομο που φαινόταν να εξακολουθεί ν’ ανεβαίνει μπροστά τους, αν κι όχι τόσο ανηφορικά, δίχως σκαλοπάτια. Το Γκόλουμ δεν τους άφησε να ξεκουραστούν πολλή ώρα.
— Έχει κι άλλη σκάλα, είπε. Πολύ πιο μεγάλη. Θα ξεκουραστούμε όταν φτάσουμε στην κορφή της άλλης σκάλας. Όχι ακόμα.
Ο Σαμ βόγκηξε.
— Πιο μεγάλη, είπες; ρώτησε.
— Μάλιστα, μάλισστα, πιο μεγάλη, είπε το Γκόλουμ. Όχι όμως τόσο δύσκολη. Οι χόμπιτ έχουν ανέβει την Ίσια Σκάλα. Ύστερα είναι η Στριφογυριστή Σκάλα.
— Κι ύστερα; είπε ο Σαμ.
— Θα δούμε, είπε το Γκόλουμ σιγανά. Ω, ναι, θα δούμε!
— Μου φάνηκε πως είχες πει πως είχε μια στοά, είπε ο Σαμ. Δεν έχει μια στοά ή κάτι τέτοιο να περάσουμε;
— Ω, ναι, έχει μια στοά, είπε το Γκόλουμ. Οι χόμπιτ όμως μπορούν να ξεκουραστούν πριν τη διασχίσουν. Αν τη διασχίσουν, θα βρεθούν στην κορφή σχεδόν. Πολύ κοντά, αν τη διασχίσουν. Ω, ναι!
Ο Φρόντο ανατρίχιασε. Η ανάβαση τον είχε ιδρώσει, τώρα όμως ένιωθε να κολλάνε τα ρούχα του και να κρυώνει, και είχε ένα ψυχρό ρεύμα στο σκοτεινό διάδρομο που κατέβαινε απ’ τα αόρατα ύψη πάνωθέ τους. Σηκώθηκε και τινάχτηκε. — Λοιπόν, ας συνεχίσουμε! είπε. Αυτός δεν είναι τόπος για καθισιό.
Ο διάδρομος φαινόταν να προχωρεί μίλια ολόκληρα, και πάντα το ψυχρό ρεύμα φυσούσε από πάνω τους κι όλο δυνάμωνε, ώσπου έγινε παγωμένος άνεμος. Λες και τα βουνά να προσπαθούσαν με τη θανατερή τους ανάσα να τους κάνουν να δειλιάσουν, να γυρίσουν πίσω και να μη φτάσουν στα μυστικά που έκρυβαν τα ύψη, λες και προσπαθούσαν να τους παρασύρουν πίσω στη σκοτεινιά. Τότε μόνο κατάλαβαν πως είχαν φτάσει στο τέρμα, όταν ξαφνικά έπαψαν να πιάνουν τοίχο με το δεξί τους χέρι. Ελάχιστα μπορούσαν να δουν. Τεράστιοι μαύροι απροσδιόριστοι όγκοι και βαθιές γκρίζες σκιές ορθώνονταν πάνωθε κι ολόγυρα τους, αλλά πότε πότε ένα μουντό κόκκινο φως τρεμόσβηνε ψηλά κάτω απ’ τα χαμηλωμένα σύννεφα, και για μια στιγμή ένιωσαν ψηλές κορφές, μπροστά και στα πλάγια, σαν κολόνες που συγκρατούσαν ένα τεράστιο βουλιαγμένο ταβάνι. Φαινόταν πως είχαν ανεβεί πολλές εκατοντάδες πόδια, ως ένα φαρδύ πλατύσκαλο. Απόκρημνος βράχος υψωνόταν στ’ αριστερά τους κι ένα χάσμα δεξιά τους.
Το Γκόλουμ τους οδήγησε κοντά κάτω από το βράχο. Προς το παρόν δεν ανέβαιναν άλλο, το έδαφος όμως τώρα ήταν πιο ανώμαλο κι επικίνδυνο στο σκοτάδι και είχε ένα σωρό βράχια πεσμένα στα πόδια τους. Προχωρούσαν αργά και με προσοχή. Πόσες ώρες είχαν περάσει από τότε που μπήκαν στην Κοιλάδα Μόργκουλ ούτε ο Σαμ ούτε ο Φρόντο μπορούσαν να υπολογίσουν πια. Η νύχτα φαινόταν ατελείωτη.
Τέλος, γι’ άλλη μια φορά ένιωσαν έναν τοίχο να υψώνεται και γι’ άλλη μια φορά μια σκάλα φάνηκε μπροστά τους. Πάλι σταμάτησαν και πάλι άρχισαν ν’ ανεβαίνουν. Η ανάβαση ήταν μεγάλη και κουραστική· αυτή όμως η σκάλα δεν έμπαινε μέσα στην πλευρά του βουνού. Εδώ η εξωτερική επιφάνεια του απόκρημνου βράχου έγερνε προς τα μέσα, και το μονοπάτι σαν φίδι στριφογύριζε πέρα δώθε πάνω της. Σ’ ένα σημείο σερνόταν με το πλάι ως την άκρη άκρη του σκοτεινού χάσματος, κι ο Φρόντο, κοιτάζοντας κάτω, είδε σαν ένα τεράστιο βαθύ χαντάκι το μεγάλο φαράγγι στην αρχή της Κοιλάδας Μόργκουλ. Κάτω στα βάθη του φωσφόριζε σαν γραμμή από πυγολαμπίδες ο δρόμος των φαντασμάτων, που ξεκινούσε απ’ τη νεκρή πόλη κι έφτανε ως το Ακατανόμαστο Πέρασμα. Κοίταξε βιαστικά από την άλλη μεριά.
Η σκάλα εξακολούθησε ν’ ανεβαίνει και να στρίβει και να σέρνεται, ώσπου στο τέλος με μια σειρά ολόισια σκαλοπάτια βγήκε πάλι σε κάποιο ψηλότερο επίπεδο. Το μονοπάτι είχε απομακρυνθεί από το κυρίως πέρασμα στο μεγάλο φαράγγι και τώρα ακολουθούσε τη δική του επικίνδυνη πορεία στο κάτω μέρος ενός μικρότερου φαραγγιού ανάμεσα στις ψηλότερες περιοχές των Έφελ Ντούαθ. Αμυδρά οι χόμπιτ μπορούσαν να ξεχωρίσουν ψηλές πέτρινες κορφές και ξεδοντιασμένες μύτες κι απ’ τις δυο πλευρές, που ανάμεσά τους υπήρχαν μεγάλα χάσματα και ρωγμές πιο μαύρες κι απ’ τη νύχτα, όπου ξεχασμένοι χειμώνες είχαν καταφάει και πελεκήσει τον ανήλιαγο βράχο. Και τώρα το κόκκινο φως στον ουρανό έδειχνε πιο δυνατό, αν και δεν μπορούσαν να πουν αν ερχόταν στ’ αλήθεια, σ’ αυτόν τον τόπο της σκιάς, κάποιο τρομερό πρωινό ή αν έβλεπαν μόνο τη φλόγα από κάποια φοβερή πράξη βίας του Σόρον από τα βασανιστήρια του Γκόργκοροθ εκεί πέρα. Πολύ μακριά και πολύ ψηλά ακόμα, ο Φρόντο, κοιτάζοντας ψηλά, είδε, όπως μάντεψε, το αποκορύφωμα του πικρού τούτου δρόμου. Στο φόντο της βλοσυρής κοκκινίλας του ανατολικού ουρανού μια διχάλα ξεχώριζε στην πιο ψηλή κορυφογραμμή, στενή, βαθιά σκαμμένη ανάμεσα σε δυο μαύρες ράχες· και η καθεμιά τους τελείωνε σε μια βραχοκορφή.
Κοντοστάθηκε και κοίταξε με μεγαλύτερη προσοχή. Η βραχοκορφή αριστερά ήταν ψηλή και λεπτή· και μέσα της έκαιγε ένα κόκκινο φως ή μπορεί το κόκκινο φως της περιοχής από πίσω να περνούσε από κάποια τρύπα. Τώρα είδε: ήταν ένας μαύρος πύργος που ζυγιαζόταν πάνω από το εξωτερικό πέρασμα. Άγγιξε το μπράτσο του Σαμ κι έδειξε.
— Δε μ’ αρέσει καθόλου η όψη του! είπε ο Σαμ. Άρα κι αυτό σου το κρυφό πέρασμα φυλάγεται, γρύλισε γυρίζοντας στο Γκόλουμ. Και θα το ’ξερες απ’ την αρχή φαντάζομαι, ε;
— Όλα τα περάσματα φυλάγονται, ναι, είπε το Γκόλουμ. Και βέβαια. Αλλά οι χόμπιτ πρέπει να προσπαθήσουν να βρουν κάποιο δρόμο που μπορεί να τον φυλάνε λιγότερο. Μπορεί να έχουν φύγει όλοι για τη μεγάλη μάχη, μπορεί!
— Μπορεί, έγρουξε ο Σαμ. Πάντως φαίνεται ακόμα πολύ μακριά και πολύ ψηλά, ώσπου να φτάσουμε εκεί. Κι έχουμε ακόμα τη στοά. Νομίζω πως πρέπει να ξεκουραστείς τώρα, κύριε Φρόντο. Δεν ξέρω τι ώρα της μέρας ή της νύχτας είναι, αλλά περπατήσαμε με τις ώρες.
— Ναι, πρέπει να ξεκουραστούμε, είπε ο Φρόντο. Ας βρούμε κάποια γωνιά προφυλαγμένη απ’ τον αέρα, για να πάρουμε δύναμη — για τον τελευταίο γύρο.
Γιατί έτσι το ένιωθε. Η φρίκη της περιοχής πίσω απ’ τα βουνά και η αποστολή που έπρεπε να εκτελέσει εκεί του φαίνονταν απόμακρες, πάρα πολύ μακριά ακόμα για να τον ανησυχούν. Όλο του το είναι ήταν απασχολημένο με το πώς να διασχίσει ή να παρακάμψει τον αδιαπέραστο αυτόν τοίχο και τη φρουρά. Μιας και κατάφερνε το αδύνατο αυτό εγχείρημα, τότε κάπως η αποστολή του θα έφτανε στο τέλος της, ή κάπως έτσι του φαινόταν εκείνη τη σκοτεινή ώρα της μεγάλης εξουθένωσης, που ακόμα παιδευόταν στις πέτρινες σκιές κάτω από την Κίριθ Ούνγκολ.
Σε μια σκοτεινή εσοχή ανάμεσα σε δύο πέτρινους παραστάτες κάθισαν — ο Φρόντο κι ο Σαμ λίγο πιο μέσα και το Γκόλουμ κουλουριασμένο καταγής, κοντά στην είσοδο. Οι χόμπιτ έφαγαν αυτό που νόμιζαν πως θα είναι το τελευταίο τους γεύμα, πριν κατεβούν στην Ακατονόμαστη Χώρα, ίσως και το τελευταίο γεύμα που θα έτρωγαν ποτέ μαζί. Έφαγαν λίγο από τα τρόφιμα της Γκόντορ και λίγο από το ψωμί-για-το-δρόμο των Ξωτικών και ήπιαν λιγάκι. Το νερό τους όμως το ήπιαν με πολλή οικονομία και ήπιαν μόνο τόσο, όσο να βρέξουν το στεγνό τους στόμα.
— Πού άραγε θα ξαναβρούμε νερό; είπε ο Σαμ. Φαντάζομαι όμως πως ακόμα κι εκεί πέρα θα πίνουν. Οι Ορκ πίνουν, δεν είναι έτσι;
— Ναι, πίνουν, είπε ο Φρόντο. Αλλά ας μη μιλάμε γι’ αυτό. Αυτό που πίνουν δεν είναι για μας.
— Να, λοιπόν, γιατί είναι μεγάλη ανάγκη να γεμίσουμε τα παγούρια μας, είπε ο Σαμ. Αλλά δεν υπάρχει νερό εδώ: ούτε θόρυβο νερού ούτε σταλαγματιά δεν άκουσα. Και οπωσδήποτε ο Φαραμίρ μας είπε να μην πιούμε καθόλου απ’ το νερό της Μόργκουλ.
— Νερό που να βγαίνει απ’ την Ίμλαντ Μόργκουλ, ήταν τα λόγια του, είπε ο Φρόντο. Εμείς δε βρισκόμαστε σ’ εκείνη την κοιλάδα τώρα κι αν βρίσκαμε καμιά πηγή, αυτή θα μπαίνει στην κοιλάδα, δε θα βγαίνει.
— Εγώ δε θα το εμπιστευόμουνα, είπε ο Σαμ, εκτός κι αν πέθαινα της δίψας. Αυτός ο τόπος μού δημιουργεί μια αίσθηση κακού — οσμίστηκε — και μια μυρωδιά, μου φαίνεται. Την πρόσεξες; Μια παράξενη μυρωδιά κλεισούρας. Δε μ’ αρέσει.
— Εμένα δε μου αρέσει τίποτα εδώ, είπε ο Φρόντο, ούτε σκαλί ούτε πέτρα ούτε ανάσα ούτε κόκαλο. Γη και αέρας και νερό όλα μοιάζουν καταραμένα. Αλλά αυτός είναι ο δρόμος μας.
— Ναι, σωστά, είπε ο Σαμ. Και ούτε κατά διάνοια δε θα βρισκόμαστε εδώ, αν ξέραμε περισσότερα πριν ξεκινήσουμε. Αλλά φαντάζομαι πως έτσι συμβαίνει συχνά. Οι παλικαριές στις παλιές ιστορίες και στα τραγούδια, κύριε Φρόντο, οι περιπέτειες, όπως τις έλεγα. Νόμιζα πως ήταν πράγματα που οι αντρειωμένοι ξεκινούσαν για να βρουν, γιατί τα ήθελαν, γιατί πρόσφεραν συγκινήσεις και η ζωή ήταν λιγάκι βαρετή, σαν είδος σπορ, θα ’λεγα. Αλλά δε συμβαίνει έτσι στις ιστορίες που ήταν πραγματικά σπουδαίες ή σ’ εκείνες που δεν ξεχνιούνται. Οι πρωταγωνιστές βρίσκονται σ’ αυτές άθελά τους, συνήθως... αυτός ήταν ο δρόμος τους, όπως είπες. Αλλά φαντάζομαι πως θα ’χαν ένα σωρό ευκαιρίες, σαν κι εμάς, να γυρίσουν πίσω, μόνο που δε γύρισαν. Κι αν γύρισαν, εμείς δεν το ξέρουμε, γιατί έχουν ξεχαστεί. Εμείς μαθαίνουμε γι’ αυτούς που συνέχισαν — και δε βρήκαν όλοι καλό τέλος, εδώ που τα λέμε· τουλάχιστον ό,τι αυτοί, που βρίσκονται μέσα στην ιστορία κι όχι απέξω, θεωρούν καλό τέλος. Ξέρεις δηλαδή να γυρίσουν σπίτι τους και να τα βρουν όλα εντάξει, αν κι όχι εντελώς απαράλλαχτα -σαν το γέρο κύριο Μπίλμπο. Αλλά εκείνες δεν είναι πάντα και οι καλύτερες ιστορίες που ακούει κανείς· αν και μπορεί να είναι οι καλύτερες να βρεθεί κανείς! Άραγε, σε τι ιστορία να βρισκόμαστε εμείς;
— Κι εγώ αναρωτιέμαι, είπε ο Φρόντο. Αλλά δεν ξέρω. Κι έτσι είναι οι αληθινές ιστορίες. Να, πάρε μία, οποιαδήποτε, που να σου αρέσει. Εσύ μπορεί να ξέρεις, ή να μαντεύεις τι είδους ιστορία είναι, με καλό ή με λυπητερό τέλος, αλλά οι ήρωες δεν το ξέρουν. Κι ούτε κι εσύ θέλεις να το ξέρουν.
— Όχι, κύριε, και βέβαια όχι. Να, πάρε τον Μπέρεν τώρα, ποτέ του δε φαντάστηκε πως θα ’παιρνε το Σίλμαριλ απ’ τη Σιδερένια Κορόνα στη Θανγκορόντριμ, κι όμως το πήρε, κι εκείνος ο τόπος ήταν χειρότερος κι ο κίνδυνος πιο φοβερός απ’ τον δικό μας. Αλλά εκείνη είναι μεγάλη ιστορία, φυσικά, και ξεπερνάει κάθε χαρά και λύπη και πάει πιο πέρα — και το Σίλμαριλ συνέχισε το δρόμο του κι έφτασε στον Εαρέντιλ. Και, μάλιστα, κύριε, και δεν το ’χα ξανασκεφτεί αυτό! Έχουμε — έχεις λίγο φως απ’ αυτό σ’ εκείνο το αστρογυάλι που σου έδωσε η Κυρά! Κι εδώ που τα λέμε, αν το καλοσκεφτείς, βρισκόμαστε κι εμείς στην ίδια ιστορία ακόμα! Δεν τελειώνουν ποτέ οι μεγάλες ιστορίες;
— Όχι, ποτέ δεν τελειώνουν σαν ιστορίες, είπε ο Φρόντο. Αλλά οι ήρωές τους έρχονται και φεύγουν, όταν τελειώσει ο ρόλος τους. Κι ο δικός μας ρόλος θα τελειώσει πιο αργά... ή γρήγορα.
Και τότε θα μπορέσουμε να ξεκουραστούμε λιγάκι και να κοιμηθούμε είπε ο Σαμ και γέλασε αγριωπά. Και αυτό ακριβώς θέλω να πω, κύριε Φρόντο. Θέλω να πω, απλή συνηθισμένη ξεκούραση και ύπνο και να ξυπνάω για να κάνω τις πρωινές μου δουλειές στον κήπο. Φοβάμαι πως αυτό είναι όλο κι όλο που ελπίζω όλον τούτο τον καιρό. Όλα τα μεγάλα και σπουδαία σχέδια δεν είναι για του λόγου μου. Πάντως, αναρωτιέμαι αν ποτέ θα μας βάλουν στα τραγούδια ή στις ιστορίες. Βρισκόμαστε μέσα σε μία, φυσικά· αλλά θέλω να πω: να βάλουν λόγια, καταλαβαίνεις, να τη λένε στο παραγώνι ή να τη διαβάζουν από ένα πολύ μεγάλο βιβλίο με μαύρα και κόκκινα γράμματα, ύστερα από πάρα πολλά χρόνια. Κι ο κόσμος να λέει: «Ας ακούσουμε για το Φρόντο και το Δαχτυλίδι!» Και να λένε: «Ναι, αυτή είναι μια απ’ τις αγαπημένες μου ιστορίες. Ο Φρόντο ήταν πολύ γενναίος, έτσι δεν είναι, μπαμπά;» «Ναι, παιδί μου, ο πιο ξακουστός απ’ όλους τους χόμπιτ, κι αυτό λέει πολλά.»
— Παραλέει πολλά, είπε ο Φρόντο και γέλασε μ’ ένα γέλιο μακρύ και καθαρό μέσ’ από την καρδιά του.
Τέτοιος ήχος είχε ν’ ακουστεί σ’ εκείνα τα μέρη από τότε που ο Σόρον ήρθε στη Μέση-Γη. Του Σαμ ξαφνικά του φάνηκε πως όλες οι πέτρες κι όλοι οι ψηλοί βράχοι που έγερναν από πάνω τους είχαν στήσει αυτί. Ο Φρόντο όμως δεν τους έδωσε σημασία· γέλασε πάλι.
— Λοιπόν, Σαμ, είπε, και μόνο που σ’ ακούω, νιώθω χαρούμενος, λες και η ιστορία να έχει κιόλας γραφτεί. Άφησες όμως έξω έναν από τους κυριότερους χαρακτήρες: το Σάμγουάιζ, το λεοντόκαρδο. «Θέλω ν’ ακούσω κι άλλα για το Σαμ, μπαμπά. Γιατί δεν έχει πιο πολλά απ’ τα λεγόμενά του, μπαμπά; Αυτά είναι που μου αρέσουν, με κάνουν και γελώ. Κι ο Φρόντο δε θα ’χε πάει μακριά χωρίς το Σαμ, έτσι δεν είναι μπαμπά;»
— Έλα τώρα, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ, μην κοροϊδεύεις. Εγώ μιλούσα σοβαρά.
— Κι εγώ το ίδιο, είπε ο Φρόντο, κι εγώ το ίδιο. Πήραμε μεγάλη φόρα. Εσύ κι εγώ, Σαμ, βρισκόμαστε ακόμα κολλημένοι στα χειρότερα σημεία της ιστορίας, και είναι πάρα πολύ πιθανό κάποιος να πει σ’ αυτό το σημείο: «Κλείσ’ το τώρα το βιβλίο, μπαμπά· δε θέλουμε να μας διαβάσεις άλλο».
— Μπορεί, είπε ο Σαμ, εγώ πάντως δε θα ’μουν απ’ αυτούς που θα το ’λεγαν. Αυτά που έχουν γίνει κι έχουν τελειώσει κι έχουν πάρει τη θέση τους στις μεγάλες ιστορίες είναι διαφορετικά. Να, ακόμα και το Γκόλουμ μπορεί να ’ναι καλό στην ιστορία, καλύτερο απ’ το να το ’χεις δίπλα σου, σίγουρα. Και κάποτε του άρεσαν κι αυτουνού οι ιστορίες, απ’ ό,τι λέει. Άραγε τι να νομίζει πως είναι: ο καλός ή ο κακός της ιστορίας;
«Γκόλουμ! φώναξε. Θα ’θελες να είσαι ο ήρωας — πού να πήγε πάλι τώρα;
Δεν υπήρχε ίχνος απ’ το Γκόλουμ ούτε στην είσοδο του καταφυγίου τους ούτε στις σκιές εκεί κοντά. Είχε αρνηθεί να πάρει απ’ την τροφή τους, αν και είχε, όπως συνήθως, δεχτεί μια γουλιά νερό· κι ύστερα φάνηκε πως κουλουριάστηκε για ύπνο. Είχαν φανταστεί πως ένας τουλάχιστο σκοπός της μεγάλης απουσίας του την προηγούμενη μέρα ήταν το κυνήγι τροφής της αρεσκείας του· και τώρα ήταν φανερό πως είχε ξεγλιστρήσει πάλι την ώρα που κουβέντιαζαν. Αλλά για ποιο σκοπό τούτη τη φορά;
— Δε μ’ αρέσουν τούτα τα ξεπορτίσματα και δίχως να λέει τίποτα μάλιστα, είπε ο Σαμ. Και τώρα λιγότερο από κάθε άλλη φορά. Δεν μπορεί να ψάχνει για φαΐ εδώ πάνω, εκτός κι έχει τίποτα βράχια που να του νοστιμίζουν. Μωρέ, εδώ δεν έχει ούτε βρύα!
— Άδικα στεναχωριόμαστε γι’ αυτό τώρα, είπε ο Φρόντο. Δε θα ’χαμε φτάσει ως εδώ, ούτε ως την αρχή του περάσματος, χωρίς αυτό, θα πρέπει, λοιπόν, να ανεχόμαστε τις ιδιοτροπίες του. Αν μας απατήσει, μας απάτησε.
— Πάντως, θα προτιμούσα να μην το ’χανα από τα μάτια μου, είπε ο Σαμ. Κι ακόμα περισσότερο, αν μας απατάει. Θυμάσαι που ποτέ δε θέλησε να μας πει αν αυτό το πέρασμα φρουρείται ή όχι; Και τώρα να κι ένας πύργος εκεί πέρα... που μπορεί να ’ναι έρημος, μπορεί όμως κι όχι. Νομίζεις πως πάει να τους φέρει, τους Ορκ ή ό,τι άλλο είναι;
— Όχι, δε νομίζω, απάντησε ο Φρόντο. Ακόμα κι αν κάτι μας μαγειρεύει, και δεν είναι καθόλου απίθανο, δε νομίζω πως είναι αυτό. Δεν πάει να φέρει τους Ορκ, ή τίποτ’ άλλους υπηρέτες του Εχθρού. Γιατί να περιμένει ως τώρα και να ξεθεωθεί να σκαρφαλώσει ως εδώ και να ’ρθει τόσο κοντά στον τόπο που τρέμει; Σίγουρα μπορούσε να μας παραδώσει στους Ορκ πάμπολλες φορές από τότε που ανταμώσαμε. Όχι, αν κάτι μαγειρεύει, θα ’ναι κάποιο δικό του κόλπο, που νομίζει πως είναι εντελώς κρυφό.
— Λοιπόν, μπορεί και να ’χεις δίκιο, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Όχι πως με παρηγορεί και πολύ. Δεν κάνω κανένα λάθος· δεν έχω καμιά αμφιβολία πως εμένα θα με παράδινε στους Ορκ με μεγάλη του ευχαρίστηση. Αλλά παραλίγο να ξεχάσω — το Πολύτιμό του. Όχι, φαντάζομαι πως πάντα ήταν Το Πολύτιμο για το φτωχούλη το Σμήγκολ. Αυτό κρύβεται πίσω απ’ όλα του τα κολπάκια, αν κάτι σκαρώνει. Αλλά πώς κουβαλώντας μας εδώ πάνω εξυπηρετεί τα σχέδιά του, είναι κάτι που δεν μπορώ να το καταλάβω.
— Το πιο πιθανό είναι πως ούτε κι αυτό το ίδιο δεν μπορεί να καταλάβει, είπε ο Φρόντο. Και δε νομίζω πως έχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο στο θολωμένο του κεφάλι. Νομίζω πως απ’ τη μια μεριά πραγματικά προσπαθεί να γλιτώσει το Πολύτιμο απ’ τον Εχθρό, όσο πιο πολύ μπορεί. Γιατί αυτό θα ’ναι και η τελική καταστροφή του, αν το πάρει ο Εχθρός. Κι απ’ την άλλη μεριά, ίσως, αφήνει τον καιρό να περνάει και περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία.
— Ναι, ο Μουλωχτός κι ο Βρομερός, όπως έχω ξαναπεί, είπε ο Σαμ. Αλλά όσο περισσότερο πλησιάζουμε στη χώρα του Εχθρού, τόσο περισσότερο ο Βρομερός βγαίνει πιο πάνω απ’ το Μουλωχτό. Και πρόσεξε αυτό που θα πω: αν ποτέ φτάσουμε στο πέρασμα, δε θα μας αφήσει στ’ αλήθεια να περάσουμε το Πολύτιμο πέρα από τα σύνορα δίχως να μας μαγειρέψει κάτι.
— Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί, είπε ο Φρόντο.
— Όχι, αλλά καλά θα κάνουμε να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα, ώσπου να φτάσουμε. Αν μας πιάσει στον ύπνο ο Βρομερός θα βγει από πάνω ώσπου να πεις αλεύρι. Πάντως θα ’σαι ασφαλισμένος να πάρεις έναν υπνάκο τώρα, κύριε. Ασφαλισμένος, αν ξαπλώσεις κοντά μου. Πολύ θα χαρώ να σε δω να τον παίρνεις. Εγώ θα σε φυλάξω· κι οπωσδήποτε αν ξαπλώσεις κοντά, με το χέρι μου γύρω σου, κανείς δε θα μπορούσε να ’ρθει να σε ψαχουλέψει χωρίς να το πάρει είδηση ο Σαμ.
— Ύπνος! είπε ο Φρόντο κι αναστέναξε, λες και καταμεσής στην έρημο να είχε δει την οφθαλμαπάτη μιας δροσερής όασης. Ναι, ακόμα κι εδώ θα μπορούσα να κοιμηθώ.
— Κοιμήσου, λοιπόν, κύριε! Βάλε το κεφάλι σου στην αγκαλιά μου.
Κι έτσι τους βρήκε το Γκόλουμ ώρες αργότερα, όταν γύρισε, κατηφορίζοντας, έρποντας το μονοπάτι που χανόταν πέρα στη σκοτεινιά. Ο Σαμ καθόταν με την πλάτη στο βράχο, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και την ανάσα βαριά. Είχε στην αγκαλιά του το κεφάλι του Φρόντο, που κοιμόταν βαθιά· πάνω στο άσπρο του μέτωπο ήταν απλωμένο το ένα από τα ηλιοκαμένα χέρια του Σαμ και το άλλο ακουμπούσε απαλά στο στήθος του κυρίου του. Τα πρόσωπα και των δυο τους ήταν ειρηνικά.
Το Γκόλουμ τους κοίταξε. Μια παράξενη έκφραση ζωγραφίστηκε στο λιπόσαρκο πεινασμένο του πρόσωπο. Η λάμψη έσβησε από τα μάτια του κι έγιναν γκρίζα και θαμπά, γέρικα και κουρασμένα. Ένας σπασμός πόνου φάνηκε να το συνταράζει κι αποτράβηξε το βλέμμα του και κοίταξε πίσω κατά το πέρασμα, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του, λες και είχε κάποια εσωτερική διαφωνία. Ύστερα γύρισε και αργά άπλωσε ένα τρεμάμενο χέρι και με πολλή προσοχή άγγιξε το γόνατο του Φόντο — αλλά το άγγιγμα ήταν σχεδόν σαν χάδι. Για μια φευγαλέα στιγμή, αν κάποιος απ’ τους δυο κοιμισμένους μπορούσε να το δει, θα νόμιζε πως είχε μπροστά του ένα γέρο κουρασμένο χόμπιτ, ζαρουκλιασμένο απ’ τα πολλά χρόνια που τον είχαν ταξιδέψει πέρα απ’ τον καιρό του, πέρα από φίλους και συγγενείς και τα λιβάδια και ποτάμια της νιότης του, ένα γέρικο, ξελιγωμένο, αξιοθρήνητο πλάσμα.
Αλλά μ’ εκείνο το άγγιγμα ο Φρόντο αναταράχτηκε κι έβγαλε μια μικρή φωνή στον ύπνο του κι αμέσως ο Σαμ ξύπνησε. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν το Γκόλουμ — «να ψαχουλεύει τον κύριο», όπως νόμισε.
— Ε, εσύ! είπε άγρια. Τι κάνεις αυτού;
— Τίποτα, τίποτα, είπε το Γκόλουμ σιγανά. Καλός Αφέντης!
— Μη μου το λες! είπε ο Σαμ. Αλλά, πού ήσουνα... πού πας κι έρχεσαι στα ύπουλα, παλιόμουτρο;
Το Γκόλουμ αποτραβήχτηκε και μια πράσινη λάμψη τρεμόπαιξε κάτω απ’ τα βαριά του βλέφαρα. Τώρα έμοιαζε σαν αράχνη, ζαρωμένο στα λυγισμένα του πόδια, με τα ξεπεταγμένα του μάτια. Η φευγαλέα στιγμή είχε φύγει μια για πάντα.
— Ύπουλα, ύπουλα! σφύριξε. Οι χόμπιτ πάντα τόσο ευγενικοί, ναι. Ω, καλοί χόμπιτ! Ο Σμήγκολ τους φέρνει από κρυφούς δρόμους που κανείς άλλος δε θα μπορούσε να βρει. Κουρασμένος είναι, διψασμένος είναι, ναι, διψασμένος· και τους οδηγεί και ψάχνει να βρει μονοπάτια, κι αυτοί λένε ύπουλα, ύπουλα. Πολύ καλοί φίλοι, ω, ναι, πολύτιμό μου, πολύ καλοί.
Ο Σαμ ένιωσε λίγο μετανιωμένος, αν κι όχι πιο σιγουρεμένος.
— Συγγνώμη, είπε. Λυπάμαι, αλλά με τρόμαξες στον ύπνο μου. Και δεν έπρεπε να είχα κοιμηθεί, κι αυτό μ’ έκανε λίγο απότομο. Αλλά να, ο κύριος Φρόντο είναι κουρασμένος και του είπα να πάρει έναν υπνάκο· και να, έτσι έγινε. Συγγνώμη. Αλλά εσύ πού ήσουνα;
— Τριγύριζα ύπουλα, είπε το Γκόλουμ και η πράσινη λάμψη δεν άφησε τα μάτια του.
— Εντάξει, εντάξει, είπε ο Σαμ, όπως θέλεις! Δε φαντάζομαι να απέχει και πολύ απ’ την αλήθεια. Και τώρα καλά θα κάνουμε να ξεκινήσουμε στα ύπουλα όλοι μαζί. Τι ώρα είναι; Είναι σήμερα ή αύριο;
— Αύριο, είπε το Γκόλουμ, δηλαδή ήταν αύριο όταν κοιμηθήκανε οι χόμπιτ. Πολύ ανόητο, πολύ επικίνδυνο... αν δεν ήταν ο φτωχούλης ο Σμήγκολ να τριγυρίζει ύπουλα και να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα.
— Μου φαίνεται πως γρήγορα θα τη βαρεθούμε αυτή τη λέξη, είπε ο Σαμ. Άσε όμως. Θα ξυπνήσω τον κύριο.
Μαλακά έδιωξε τα μαλλιά απ’ το μέτωπο του Φρόντο και σκύβοντας του σιγομίλησε:
— Ξύπνα, κύριε Φρόντο! Ξύπνα!
Ο Φρόντο κουνήθηκε, άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε, βλέποντας το πρόσωπο του Σαμ να σκύβει από πάνω του.
— Νωρίς δε σου φαίνεται πως με φωνάζεις, Σαμ; είπε. Είναι σκοτάδι ακόμα!
— Ναι, είναι πάντα σκοτάδι εδώ, είπε ο Σαμ. Αλλά το Γκόλουμ γύρισε, κύριε Φρόντο, και λέει πως είναι αύριο. Γι’ αυτό πρέπει να προχωρήσουμε. Τον τελευταίο γύρο.
Ο Φρόντο πήρε μια βαθιά αναπνοή κι ανακάθισε.
— Τον τελευταίο γύρο! είπε. Γεια σου, Σμήγκολ! Βρήκες τίποτα να φας; Ξεκουράστηκες καθόλου;
— Ούτε φαΐ ούτε ξεκούραση, τίποτα για το Σμήγκολ, είπε το Γκόλουμ. Είναι ύπουλος.
Ο Σαμ κροτάλισε τη γλώσσα του, αλλά συγκρατήθηκε.
— Μη δίνεις στον εαυτό σου παρατσούκλια, Σμήγκολ, είπε ο Φρόντο. Είναι ανόητο, είτε είναι αληθινά είτε ψεύτικα.
— Ο Σμήγκολ πρέπει να παίρνει ό,τι του δίνουν, απάντησε το Γκόλουμ. Αυτό το όνομα του το ’δωσε ο κυρ Σάμγουάιζ, ο χόμπιτ που τα ξέρει όλα. Ο Φρόντο κοίταξε το Σαμ.
— Μάλιστα, κύριε, είπε. Τη χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη, γιατί ξύπνησα ξαφνικά και μέσα σ’ όλα το είδα εδώ δίπλα. Του είπα πως λυπάμαι, αλλά σε λίγο δε θα λυπάμαι καθόλου.
— Ελάτε, λοιπόν, ξεχάστε το, είπε ο Φρόντο. Αλλά τώρα όμως μου φαίνεται πως έφτασε η ώρα για σένα και για μένα, Σμήγκολ. Πες μου. Μπορούμε να βρούμε τον υπόλοιπο δρόμο από μόνοι μας; Το πέρασμα το Βλέπουμε, τον τρόπο για να μπούμε μέσα, κι αν μπορούμε να τον βρούμε τώρα, φαντάζομαι πως μπορούμε να πούμε πως η συμφωνία μας λήγει. Έκανες αυτό που υποσχέθηκες κι είσαι ελεύθερος: ελεύθερος να επιστρέψεις στο φαΐ και στην ξεκούραση και να πας όπου θέλεις, εκτός απ’ τους υπηρέτες του Εχθρού. Και μια μέρα μπορεί να σε ανταμείψω εγώ ή εκείνοι που με θυμούνται.
— Όχι, όχι, όχι ακόμα, κλαψούρισε το Γκόλουμ. Ω, όχι! Δεν μπορούν να βρουν το δρόμο μονάχοι τους, μπορούν; Ω, όχι βέβαια! Έχουμε και τη στοά. Ο Σμήγκολ πρέπει να συνεχίσει. Όχι ξεκούραση. Όχι φαΐ. Όχι ακόμα.
Μπορεί στ’ αλήθεια να ήταν μέρα τώρα, όπως είπε το Γκόλουμ, αλλά οι χόμπιτ έβλεπαν μικρή διαφορά, εκτός κι αν, ίσως, ο βαρύς ουρανός ψηλά ήταν λιγότερο κατάμαυρος και περισσότερο σαν μια τεράστια οροφή καπνού· ενώ, αντί για το σκοτάδι της βαθιάς νύχτας, που αργοπορούσε ακόμα σε χαραματιές και τρύπες, μια γκρίζα θολή σκιά σαβάνωνε τον πέτρινο κόσμο γύρω τους. Προχωρούσαν, το Γκόλουμ μπροστά και οι χόμπιτ πλάι πλάι τώρα, ανηφορίζοντας το μακρύ φαράγγι ανάμεσα από τοίχους και κολόνες κομματιασμένων και φαγωμένων απ’ τον καιρό βράχων, που στέκονταν σαν τεράστια ασουλούπωτα αγάλματα κι απ’ τις δυο πλευρές. Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Αρκετά πιο μπροστά, ένα μίλι περίπου, υπήρχε ένας μεγάλος σταχτής τοίχος, ένας τελευταίος τεράστιος ανασηκωμένος όγκος βουνίσιας πέτρας. Υψωνόταν όλο και πιο σκοτεινός κι ανηφόριζε σταθερά όσο πλησίαζαν, ώσπου πυργώθηκε ψηλά πάνωθέ τους, κόβοντας όλη την ορατότητα από την πίσω μεριά του. Πυκνή σκιά απλωνόταν στα πόδια του. Ο Σαμ οσμίστηκε τον αέρα.
— Πουφ! Αυτή η μυρωδιά! είπε. Όλο και δυναμώνει.
Σε λίγο βρέθηκαν κάτω από τη σκιά κι εκεί στη μέση είδαν το άνοιγμα μιας σπηλιάς.
— Από δω μπαίνουν, είπε το Γκόλουμ σιγανά. Αυτή είναι η είσοδος της στοάς.
Δεν είπε τ’ όνομά της: Τόρεχ Ούνγκολ, Το Άντρο της Σέλομπ. Από μέσα έβγαινε μια αποφορά, όχι η αρρωστημένη μυρωδιά της σαπίλας των λιβαδιών της Μόργκουλ, αλλά μια απαίσια μυρωδιά, λες και βρόμα ακατανόμαστη να είχε μαζευτεί και να ήταν φυλαγμένη στο σκοτάδι μέσα.
— Είναι αυτός ο μοναδικός δρόμος, Σμήγκολ; είπε ο Φρόντο.
— Ναι, ναι, απάντησε. Ναι, πρέπει να πάμε από δω τώρα.
— Θες να πεις πως έχεις ξαναπεράσει απ’ αυτή την τρύπα; είπε ο Σαμ. Πουφ! Αλλά μπορεί να μη σε νοιάζουν οι απαίσιες μυρωδιές.
Τα μάτια του Γκόλουμ γυάλισαν.
— Δεν ξέρει τι μας νοιάζει, ε, πολύτιμο; Όχι, δεν ξέρει. Ο Σμήγκολ όμως μπορεί ν’ αντέξει μερικά πράγματα. Ναι. Έχει ξαναπεράσει. Ω, ναι, απ’ τη μια μεριά ως την άλλη. Είναι ο μοναδικός δρόμος.
— Και τι να ’ναι αυτή η μυρωδιά, άραγε; είπε ο Σαμ. Μοιάζει με -άσε, καλύτερα να μην το πω. Καμιά βρομερή τρύπα των Ορκ, πάω στοίχημα, με εκατό χρόνων βρομιές τους.
— Λοιπόν, είπε ο Φρόντο, Ορκ ξε-Ορκ, αν είναι ο μοναδικός δρόμος, πρέπει να τον πάρουμε.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα μπήκαν μέσα. Μετά από λίγα βήματα βρέθηκαν σε απόλυτο και αδιαπέραστο σκοτάδι. Ο Φρόντο και ο Σαμ είχαν να δουν τέτοιο σκοτάδι απ’ τις ανήλιαγες στοές της Μόρια και, αν ήταν δυνατό, εδώ το σκοτάδι ήταν βαθύτερο και πυκνότερο. Εκεί είχε ρεύματα αέρα που κυκλοφορούσαν και αντήχηση και αίσθηση χώρου. Εδώ ο αέρας ήταν ακίνητος, αποτελματωμένος, βαρύς και κάθε ήχος ξεψυχούσε. Βάδιζαν λες και βρίσκονταν σ’ ένα μαύρο σύννεφο, γεννημένο απ’ το ίδιο το σκοτάδι που, όπως το ανέπνεαν, τους τύφλωνε όχι μόνο τα μάτια, αλλά και το μυαλό, έτσι που ακόμα και η ανάμνηση των χρωμάτων και των σχημάτων και κάθε είδους φωτός είχε σβηστεί από τη σκέψη τους. Η νύχτα υπήρχε πάντα και θα υπήρχε πάντα και νύχτα ήταν τα πάντα.
Αλλά για ένα διάστημα μπορούσαν ακόμα να αισθάνονται και πραγματικά στην αρχή οι αισθήσεις των ποδιών και των δαχτύλων τους φάνηκαν να οξύνονται σχεδόν οδυνηρά. Οι τοίχοι, για μεγάλη τους έκπληξη, ήταν λείοι και το δάπεδο, εκτός από κανένα σκαλοπάτι πότε πότε, ήταν ίσιο και ομαλό και συνέχεια ανηφόριζε απότομα. Η στοά ήταν ψηλή και φαρδιά, τόσο φαρδιά που, αν και οι χόμπιτ περπατούσαν πλάι πλάι κι άγγιζαν μόνο τους πλαϊνούς τοίχους με τα τεντωμένα τους χέρια, ήταν χωρισμένοι, αποκομμένοι, ολομόναχοι στο σκοτάδι.
Το Γκόλουμ είχε μπει μέσα πρώτο και φαινόταν να είναι μόνο λίγα βήματα πιο μπροστά. Κι όσο μπορούσαν ακόμα να προσέχουν τέτοια πράγματα, άκουγαν την ανάσα του να σφυρίζει και να λαχανιάζει ακριβώς μπροστά τους. Αλλά σε λίγο οι αισθήσεις τους αμβλύνθηκαν, και η αφή και η ακοή τους λες και μούδιασαν, και συνέχισαν να προχωρούν ψαχουλευτά, να βαδίζουν συνεχώς με τη δύναμη της θέλησης, με την οποία είχαν μπει, της θέλησης να περάσουν και της επιθυμίας να φτάσουν τέλος στην ψηλή πύλη πέρα.
Πριν προχωρήσουν πολύ, ίσως, γιατί η ώρα και οι αποστάσεις γρήγορα μπερδεύτηκαν στους υπολογισμούς του, ο Σαμ δεξιά, ψηλαφώντας τον τοίχο, κατάλαβε πως είχε ένα άνοιγμα στα πλάγια: για μια στιγμή έπιασε ένα ρεύμα αέρα λιγότερο βαρύ, κι ύστερα το προσπέρασαν.
— Εδώ έχει παραπάνω από ένα πέρασμα, ψιθύρισε με κόπο — φαινόταν δύσκολο να κάνει την εκπνοή του, να βγάλει τον οποιοδήποτε ήχο. Τούτος εδώ ο τόπος φωνάζει από δω και πέρα πως είναι άντρο των Ορκ!
Ύστερα απ’ αυτό, πρώτα αυτός δεξιά και ύστερα ο Φρόντο αριστερά, πέρασαν τρία ή τέσσερα τέτοια ανοίγματα, μερικά μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα· αλλά μέχρι τώρα δεν υπήρχε αμφιβολία για το κυρίως πέρασμα, γιατί ήταν ίσιο, δίχως να στρίβει, κι εξακολουθούσε ν’ ανηφορίζει. Αλλά πόσο μακρύ ήταν, πόσο έπρεπε ακόμα ν’ αντέξουν ή μπορούσαν ν’ αντέξουν; Όσο ανέβαιναν ο αέρας γινόταν και πιο πηχτός· και τώρα τους φαινόταν συχνά στο τυφλό σκοτάδι να βρίσκουν κάποια αντίσταση πιο πηχτή απ’ το βρόμικο αέρα. Καθώς προχωρούσαν μπροστά ένιωθαν κάτι πράγματα ν’ αγγίζουν τα κεφάλια τους ή τα χέρια τους, μακριά πλοκάμια, ή τίποτα πράγματα που να φύτρωναν κρεμαστά: δεν μπορούσαν να πουν τι ήταν. Και η αποφορά γινόταν όλο και πιο έντονη. Είχε γίνει τόσο έντονη, ώστε είχαν την εντύπωση πως η όσφρηση ήταν η μόνη αίσθηση που τους είχε απομείνει, μόνο και μόνο για να βασανίζονται. Μία ώρα, δύο ώρες, τρεις ώρες· πόσες είχαν περάσει σ’ αυτή την ανήλιαγη τρύπα; Ώρες, μέρες ή μάλλον εβδομάδες. Ο Σαμ άφησε την πλευρά της στοάς και ζάρωσε κοντά στο Φρόντο, και τα χέρια τους αντάμωσαν και σφίχτηκαν κι έτσι μαζί συνέχισαν να προχωρούν.
Τέλος, ο Φρόντο, εκεί που ψηλαφούσε τον αριστερό τοίχο, έφτασε ξαφνικά σ’ ένα άδειο μέρος. Σχεδόν έπεσε με το πλάι στο κενό. Εδώ είχε κάποιο άνοιγμα στο βράχο πολύ πιο μεγάλο απ’ όσα είχαν περάσει ως τώρα· κι από κει έβγαινε μια τόσο απαίσια μπόχα, μια τόσο έντονη αίσθηση πως κάτι πολύ κακό παραφύλαγε, που ο Φρόντο τρέκλισε. Την ίδια στιγμή και ο Σαμ παραπάτησε κι έπεσε μπροστά.
Προσπαθώντας να καταπολεμήσει και τη ναυτία και το φόβο, ο Φρόντο άρπαξε το χέρι του Σαμ.
— Όρθιος! είπε με μια βραχνή ανάσα δίχως φωνή. Από δω έρχεται και η βρόμα και ο κίνδυνος. Εμπρός τώρα! Γρήγορα!
Επιστρατεύοντας όση δύναμη κι αποφασιστικότητα του είχε μείνει, τράβηξε το Σαμ να σηκωθεί κι ανάγκασε τα δικά του πόδια να κινηθούν. Ο Σαμ σκόνταφτε πλάι του. Ένα βήμα, δύο βήματα, τρία — τουλάχιστον έξι βήματα. Μπορεί να είχαν περάσει το τρομερό αόρατο άνοιγμα, αλλά, είτε αυτό ήταν είτε κάτι άλλο, ξαφνικά ήταν ευκολότερο να προχωρήσουν, λες και κάποια εχθρική θέληση να τους είχε ελευθερώσει προς το παρόν. Συνέχισαν με κόπο να προχωρούν, πιασμένοι ακόμα χέρι χέρι.
Αλλά σχεδόν αμέσως βρέθηκαν σε καινούρια δυσκολία. Η στοά διακλαδιζόταν ή έτσι έδειχνε και στο σκοτάδι δεν μπορούσαν να δουν ποιο πέρασμα ήταν το φαρδύτερο ή ποιο ήταν το πιο ίσιο. Ποιο ν’ ακολουθούσαν, το δεξί ή τ’ αριστερό; Δεν ήξεραν τίποτα για να τους οδηγήσει, όμως μια λαθεμένη εκλογή θα ήταν σχεδόν σίγουρα μοιραία.
— Προς τα πού πήγε το Γκόλουμ; είπε λαχανιαστά ο Σαμ. Και γιατί δεν περίμενε;
— Σμήγκολ! είπε ο Φρόντο, προσπαθώντας να φωνάξει. Σμήγκολ! Αλλά η φωνή του ήταν βραχνή και το όνομα έσβησε σχεδόν αμέσως μόλις βγήκε από τα χείλια του. Δεν ακούστηκε απάντηση ούτε αντίλαλος, ούτε καν τρεμούλιασε ο αέρας.
— Έφυγε στ’ αλήθεια τώρα, φαντάζομαι, μουρμούρισε ο Σαμ. Μου φαίνεται πως εδώ ακριβώς ήταν που ήθελε να μας φέρει. Γκόλουμ! Αν ποτέ πέσεις στα χέρια μου, θα το μετανιώσεις.
Σε λίγο, ψαχουλεύοντας και σκοντάφτοντας στο σκοτάδι, ανακάλυψαν πως το άνοιγμα αριστερά ήταν αποκλεισμένο: ή ήταν αδιέξοδο ή μπορεί να είχε πέσει κάποιος μεγάλος βράχος στο πέρασμα.
— Δεν μπορεί να ’ναι αυτός ο δρόμος, ψιθύρισε ο Φρόντο. Σωστό ή λάθος πρέπει να πάρουμε τον άλλο.
— Και γρήγορα! λαχάνιασε ο Σαμ. Υπάρχει κάτι χειρότερο απ’ το Γκόλουμ κάπου εδώ γύρω. Νιώθω κάτι να μας κοιτάζει.
Δεν είχαν προχωρήσει παρά μερικές γιάρδες, όταν ακούστηκε από πίσω τους ένας θόρυβος, τρομακτικός κι απαίσιος στη βαριά πνιγερή σιωπή· ένας γουργουριστός, χοχλακιστός θόρυβος κι ένα. μακρόσυρτο φαρμακερό σφύριγμα. Έστριψαν μεμιάς, αλλά τίποτα δε φαινόταν. Στάθηκαν ακίνητοι σαν πέτρες, με τα μάτια ορθάνοιχτα, περιμένοντας κι αυτοί δεν ήξεραν τι.
— Παγίδα! είπε ο Σαμ κι έβαλε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του· και όπως έκανε αυτή την κίνηση, θυμήθηκε το σκοτάδι του θολωτού τάφου απ’ όπου προερχόταν. «Μακάρι να ήταν ο γερο-Τομ κοντά μας τώρα!» σκέφτηκε.
Τότε, καθώς στεκόταν, με το σκοτάδι ολόγυρά του και μαύρη απελπισία και θυμό στην καρδιά του, του φάνηκε πως είδε ένα φως: ένα φως στο νου του, σχεδόν ανυπόφορα ζωηρό στην αρχή, όπως μια ηλιαχτίδα στα μάτια κάποιου για πολύν καιρό κρυμμένου σε κάποιο ανήλιαγο λάκκο. Ύστερα το φως έγινε χρώμα: πράσινο, χρυσό, ασημένιο, λευκό. Πολύ μακριά, λες και σε μικρή ζωγραφιά σχεδιασμένη από ξωτικοδάχτυλα, είδε την Αρχόντισσα Γκαλάντριελ να στέκεται στο γρασίδι του Λόριεν με τα χέρια γεμάτα δώρα. Και για σένα, Δίχτυλιδοκουβαλητή, την άκουσε να λέει, απόμακρα, αλλά καθαρά, για σένα έχω ετοιμάσει αυτό.
Το χοχλακιστό σφύριγμα πλησίασε κι ακουγόταν ένα τρίξιμο, λες και από κάποιο αρθρωτό πλάσμα που προχωρούσε με αργό σκοπό στο σκοτάδι. Μια αποφορά ερχόταν πριν απ’ αυτό.
— Κύριε, κύριε! ξεφώνισε ο Σαμ, και γύρισαν πίσω στη φωνή του η ζωή και η βιάση. Το δώρο της Κυράς! Το αστρογυάλι! Φως στα σκοτάδια, είχε πει πως θα ’ταν. Το αστρογυάλι!
— Το αστρογυάλι; μουρμούρισε ο Φρόντο, σαν ν’ απαντούσε μέσα από τον ύπνο του, δίχως να καταλαβαίνει. Ναι, βέβαια! Γιατί το ’χα ξεχάσει; Ένα φως όταν όλα τ’ άλλα φώτα σβήσουν! Και τώρα, σίγουρα, ένα φως μονάχα μπορεί να μας βοηθήσει.
Αργά το χέρι του πήγε στον κόρφο του και αργά σήκωσε ψηλά το Φιαλίδιο της Γκαλάντριελ. Για μια στιγμή τρεμόσβησε, θαμπό σαν άστρο που ανατέλλει και παλεύει μέσα σε πυκνές γήινες ομίχλες και ύστερα η δύναμή του αυξήθηκε και η ελπίδα μεγάλωσε στο νου του Φρόντο, άρχισε να καίει κι έγινε μια ασημένια φλόγα, μια μικροσκοπική καρδιά εκτυφλωτικού φωτός, λες κι ο ίδιος ο Εαρέντιλ να είχε κατεβεί αυτοπροσώπως απ’ τα ψηλά μονοπάτια του ηλιοβασιλέματος με το τελευταίο Σιλμαρίλ στο μέτωπό του. Το σκοτάδι υποχώρησε, ώσπου φάνηκε να λάμπει στη μέση μιας αέρινης κρυστάλλινης γυάλας και το χέρι που το κρατούσε άστραφτε μ’ άσπρη φωτιά.
Ο Φρόντο ατένιζε με θαυμασμό το υπέροχο αυτό δώρο που τόσον καιρό κουβαλούσε, δίχως να μαντεύει όλη του την αξία και τη δύναμη. Σπάνια το είχε θυμηθεί στο δρόμο, ώσπου έφτασαν στην Κοιλάδα Μόργκουλ, και ποτέ δεν το είχε χρησιμοποιήσει, γιατί φοβόταν το αποκαλυπτικό του φως. Aiya Eärendil Elenion Ancalima! φώναξε, και δεν ήξερε τι είχε πει· γιατί του φάνηκε πως μια άλλη φωνή είχε μιλήσει μέσα απ’ τη δική του, καθάρια, ανεπηρέαστη απ’ το βρομερό αέρα του λάκκου.
Αλλά υπάρχουν κι άλλες δυνάμεις στη Μέση-Γη, δυνάμεις του σκότους, και είναι παλιές και ισχυρές. Και Αυτή που περπατούσε στο σκοτάδι είχε ακούσει τα Ξωτικά να βγάζουν αυτή την ιαχή πολύ παλιά, στα βάθη των αιώνων, και δεν την είχε λάβει υπόψη της και δεν την πτόησε τώρα. Ενώ μιλούσε ακόμα, ο Φρόντο ένιωσε μια μεγάλη κακία στραμμένη καταπάνω του κι ένα θανατερό βλέμμα να τον επιθεωρεί. Όχι πολύ κάτω στη στοά, ανάμεσα σ’ αυτούς και στο άνοιγμα, όπου είχαν τρεκλίσει και σκοντάψει, ένιωσε κάποια μάτια να γίνονται ορατά, δυο μεγάλα συμπλέγματα ματιών με πολλά παράθυρα — η επερχόμενη απειλή ξεσκεπάστηκε επιτέλους. Η ακτινοβολία του αστρογυαλιού διασπάστηκε και αντανακλάστηκε στις χιλιάδες επιφάνειές τους, αλλά πίσω απ’ τη γυαλάδα, μια χλωμή θανατερή φωτιά άρχισε σταθερά να φέγγει από μέσα τους, μια φωτιά που άναψε σε κάποιο βαθύ λάκκο κακόβουλης σκέψης. Ήταν μάτια τερατώδη και σιχαμερά, κτηνώδη, κι όμως γεμάτα σκοπό κι απαίσια απόλαυση, καμάρωναν χαιρέκακα Βλέποντας τη λεία τους παγιδευμένη πέρα από κάθε ελπίδα διαφυγής.
Ο Φρόντο κι ο Σαμ, κατατρομαγμένοι, άρχισαν αργά να πισωπατούν, με το Βλέμμα τους ακινητοποιημένο από την απαίσια ματιά εκείνων των θανατερών ματιών αλλά όσο υποχωρούσαν, τόσο τα μάτια προχωρούσαν. Το χέρι του Φρόντο τρεμούλιασε και αργά το Φιαλίδιο έγειρε προς τα κάτω. Ύστερα ξαφνικά — λύθηκαν τα μάγια που τους κρατούσαν ώστε να μπορέσουν να τρέξουν λιγάκι μάταια πανικοβλημένοι για να διασκεδάσουν τα μάτια — γύρισαν και οι δύο και το ’βαλαν στα πόδια. Αλλά, ενώ έτρεχαν, ο Φρόντο κοίταξε πίσω και είδε με τρόμο πως αμέσως τα μάτια τούς πήραν πηδώντας από πίσω. Η απαίσια μυρωδιά του θανάτου απλωνόταν σαν σύννεφο ολόγυρα του.
— Στάσου! στάσου! ξεφώνισε απελπισμένα. Το τρέξιμο δεν ωφελεί. Αργά τα μάτια σύρθηκαν πιο κοντά.
— Γκαλάντριελ! φώναξε και μαζεύοντας το θάρρος του σήκωσε ψηλά το Φιαλίδιο για άλλη μια φορά.
Τα μάτια σταμάτησαν. Για μια στιγμή το έντονο κοίταγμά τους χαλάρωσε, λες και κάποια υποψία αμφιβολίας να τα ανησύχησε. Τότε η καρδιά του Φρόντο άναψε μέσα του και χωρίς να σκεφτεί τι έκανε, αν ήταν ανοησία ή απελπισία ή θάρρος, πήρε το Φιαλίδιο στο αριστερό του χέρι και με το δεξί τράβηξε το σπαθί του. Το Κεντρί βγήκε αστράφτοντας και η κοφτερή ξωτικο-λάμα έλαμψε στο ασημένιο φως, αλλά στις άκρες του παλλόταν μια γαλάζια φωτιά. Ύστερα κρατώντας το αστέρι ψηλά και το αστραφτερό σπαθί προχώρησε, ο Φρόντο, χόμπιτ του Σάιρ, βαδίζοντας σταθερά να συναντήσει τα μάτια.
Αμφιταλαντεύτηκαν. Αμφιβολία γεννήθηκε μέσα τους καθώς το φως πλησίαζε. Ένα ένα ξεθώριασαν και αργά τραβήχτηκαν πίσω. Ποτέ ως τώρα δεν τα είχε βασανίσει τέτοια θανατερή λαμπράδα. Απ’ τον ήλιο, το φεγγάρι και τ’ αστέρια ήταν εξασφαλισμένα μέσα στη γη, τώρα όμως ένα αστέρι είχε κατεβεί στα βάθη της. Συνεχώς πλησίαζε και τα μάτια άρχισαν να δειλιάζουν. Ένα ένα όλα σκοτείνιασαν γύρισαν να φύγουν, κι ένας μεγάλος όγκος, που δεν τον έφτανε το φως, έβαλε βαριά την τεράστια σκιά του ανάμεσα. Έφυγαν.
— Κύριε, κύριε! φώναξε ο Σαμ.
Ήταν πολύ κοντά από πίσω, με το σπαθί του τραβηγμένο κι έτοιμο.
— Δοξασμένο αστέρι! Τα Ξωτικά θα το ’καναν τραγούδι, αν ποτέ το μάθαιναν! Μακάρι να ζήσω να τους το πω και να τ’ ακούσω να το τραγουδάνε. Όμως, μην προχωράς, κύριε. Μην πας κάτω σ’ εκείνο το άντρο! Τώρα είναι η μοναδική μας ευκαιρία. Τώρα πάμε να βγούμε απ’ αυτή τη βρομερή τρύπα!
Κι έτσι γύρισαν, γι’ άλλη μια φορά, στην αρχή περπατώντας κι ύστερα τρέχοντας· γιατί όσο προχωρούσαν το δάπεδο της στοάς ανηφόριζε απότομα και με κάθε βήμα ανέβαιναν όλο και ψηλότερα, πάνω απ’ τις απαίσιες οσμές του αόρατου άντρου και η δύναμη ξαναγύρισε στο κορμί και στην καρδιά τους. Όμως, το μίσος Αυτής που τους παρακολουθούσε εξακολουθούσε να παραφυλάει πίσω τους, τυφλή για λίγο, ίσως, αλλά δίχως να έχει ηττηθεί, εξακολουθούσε να επιζητά το θάνατό τους. Και τώρα ήρθε ένα ρεύμα αέρα να τους προϋπαντήσει, κρύο και αραιό. Το άνοιγμα, το τέλος της στοάς, ήταν επιτέλους μπροστά τους. Λαχανιασμένοι, ποθώντας ακάλυπτο χώρο, όρμησαν μπροστά· και ύστερα κατάπληκτοι σκόνταψαν και κύλησαν πίσω. Η έξοδος ήταν αποκλεισμένη από κάποιο εμπόδιο, αλλά όχι πέτρινο: μαλακό κι έδειχνε να υποχωρεί λιγάκι, κι όμως δυνατό κι ανθεκτικό· ο αέρας το διαπερνούσε, αλλά ούτε μια ακτίνα φωτάς. Γι’ άλλη μια φορά όρμησαν και πάλι Βρέθηκαν πεταμένοι πίσω.
Κρατώντας ψηλά το Φιαλίδιο ο Φρόντο κοίταξε μπροστά του και είδε κάτι σταχτί που η ακτινοβολία του αστρογυαλιού δε διαπερνούσε ούτε φώτιζε, λες και ήταν κάποια σκιά που, επειδή ήταν φτιαγμένη δίχως φως, κανένα φως δεν μπορούσε να διαλύσει. Σε όλο το ύψος και το πλάτος της στοάς ήταν υφασμένος ένας πελώριος ιστός, συμμετρικός σαν τον ιστό κάποιας τεράστιας αράχνης, αλλά πολύ πιο πυκνοπλεγμένος και πάρα πολύ μεγάλος, που κάθε του κλωστή ήταν χοντρή σαν σκοινί.
Ο Σαμ γέλασε αγριεμένα.
— Αραχνοδίχτυα! είπε. Αυτό είν’ όλο; Αραχνοδίχτυα! Αλλά και τι αράχνη! Απάνω τους, ρίχ’ τα κάτω!
Όλος θυμό έπεσε πάνω τους με το σπαθί του, αλλά η κλωστή που χτύπησε δεν έσπασε. Υποχώρησε λιγάκι και ύστερα τινάχτηκε πίσω σαν τραβηγμένη χορδή τόξου, γυρίζοντας πίσω τη λάμα και τινάζοντας ψηλά και σπαθί και χέρι. Τρεις φορές ο Σαμ χτύπησε με όλη του τη δύναμη, και τέλος μια μοναδική χορδή ανάμεσα σ’ όλες τις αμέτρητες χορδές κόπηκε και συστράφηκε και κουλουριάστηκε μαστιγώνοντας τον αέρα. Η μια της άκρη χτύπησε το χέρι του Σαμ κι αυτός ξεφώνισε απ’ τον πόνο και τινάχτηκε πίσω βάζοντας το χέρι στο στόμα του.
— Θα μας πάρει μέρες να καθαρίσουμε έτσι το δρόμο, είπε. Τι κάνουμε τώρα; Μήπως ήρθαν ξανά εκείνα τα μάτια;
— Όχι, δε φαίνονται, είπε ο Φρόντο. Όμως, εξακολουθώ να αισθάνομαι πως με κοιτάζουν ή με σκέπτονται: κάνοντας κάποιο άλλο σχέδιο, κατά πάσα πιθανότητα. Αν όμως λιγοστέψει το φως ή σβήσει, δε θ’ αργήσουν να ξανάρθουν.
— Να παγιδευτούμε στο τέλος! είπε ο Σαμ όλο πίκρα κι ο θυμός του φούσκωσε πάλι πάνω από κούραση κι απελπισία. Σαν τα μυγάκια στο δίχτυ της αράχνης. Μακάρι η κατάρα του Φαραμίρ να πέσει πάνω στο Γκόλουμ και γρήγορα μάλιστα!
— Αυτό δε θα μας βοηθούσε τώρα, είπε ο Φρόντο. Έλα! Για να δούμε τι μπορεί να κάνει το Κεντρί. Είναι λάμα ξωτικιά. Υπήρχαν δίχτυα τρόμου στα σκοτεινά φαράγγια του Μπελέριαντ που κατασκευάστηκε. Αλλά εσύ πρέπει να σταθείς φρουρός και να κρατάς πίσω τα μάτια. Εδώ, πάρε το αστρογυάλι. Μη φοβάσαι. Κράτα το ψηλά και πρόσεχε!
Ύστερα ο Φρόντο πλησίασε το μεγάλο γκρίζο δίχτυ και το πελέκησε με μια μεγάλη καμπυλωτή κοψιά, περνώντας την κοφτερή λάμα γρήγορα πάνω σε μια σκάλα πυκνοϋφασμένες χορδές και πήδησε αμέσως πίσω. Η λάμα που έλαμπε γαλάζια πέρασε μέσα τους σαν το δρεπάνι στο χορτάρι, και αναπήδησαν και συστράφηκαν κι έπειτα κρεμάστηκαν χαλαρές. Δημιουργήθηκε ένα μεγάλο σκίσιμο.
Χτύπημα στο χτύπημα έδινε, ώσπου στο τέλος όλο το δίχτυ, όσο έφτανε, κομματιάστηκε και το πάνω μέρος του φυσούσε και λικνιζόταν σαν χαλαρό πέπλο καθώς έμπαινε ο αέρας μέσα. Η παγίδα ήταν κομμάτια.
— Έλα! φώναξε ο Φρόντο. Εμπρός! Εμπρός!
Τρελή χαρά, που ξέφυγαν απ’ το ίδιο το στόμα της απελπισίας, γέμισε ξαφνικά όλο του το νου. Το κεφάλι του στριφογύριζε λες κι είχε πιει δυνατό κρασί. Πήδησε έξω φωνάζοντας.
Του φάνηκε σαν φως σ’ αυτή τη σκοτεινή χώρα στα μάτια του που είχαν περάσει μέσα από το άντρο της νύχτας. Οι μεγάλοι καπνοί είχαν υψωθεί και αραιώσει και οι τελευταίες ώρες της σκοτεινής μέρας έφευγαν η αγριεμένη κοκκινίλα της Μόρντορ είχε ξεθωριάσει σε κακόκεφο μισοσκόταδο. Παρ’ όλα αυτά, όμως, στο Φρόντο φαινόταν πως έβλεπε το ξημέρωμα απρόσμενης ελπίδας. Είχε σχεδόν φτάσει στην κορυφή του τοίχου. Λιγάκι πιο ψηλά του ’μενε ακόμα. Το Φαράγγι, η Κίριθ Ούνγκολ, ήταν τώρα μπροστά του, μια αμυδρή εγκοπή στη μαύρη κορυφογραμμή και οι πέτρινες κορυφές σκοτεινές στον ουρανό δεξιά κι αριστερά. Λίγο τρέξιμο, τίποτα για ένα δρομέα, και θα ’βγαινε στην άλλη πλευρά!
— Το πέρασμα, Σαμ! φώναξε, αδιαφορώντας για τη διαπεραστική φωνή του, που απελευθερωμένη από την αποπνικτική ατμόσφαιρα της στοάς αντήχησε τώρα διαπεραστική και άγρια. Το πέρασμα! Τρέξε, τρέξε και θα περάσουμε — πριν μπορέσει κανείς να μας σταματήσει!
Ο Σαμ πλησίασε πίσω του όσο πιο γρήγορα μπορούσε να κάνει τα πόδια του να τρέξουν αλλά μόλο που ήταν χαρούμενος γιατί ήταν ελεύθερος, ήταν ανήσυχος, κι όπως έτρεχε, κοίταζε κάθε τόσο πίσω στη σκοτεινή καμάρα της στοάς, όλος φόβο μήπως δει μάτια ή κάποια άλλη μορφή, που δεν την έφτανε η φαντασία του, να ορμάει πίσω τους. Ελάχιστα ήταν αυτά που εκείνος ή ο κύριός του γνώριζαν για τα τεχνάσματα της Σέλομπ. Η φωλιά της είχε πολλές εξόδους.
Εκεί μέσα ζούσε χρόνια αμέτρητα ένα κακοποιό πλάσμα με μορφή αράχνης, σαν κι αυτές που ζούσαν κάποτε παλιά στη Χώρα των Ξωτικών στη Δύση, που είναι τώρα κάτω από τη Θάλασσα, σαν κι αυτές που πολέμησε ο Μπέρεν στα Βουνά του Τρόμου στο Ντόριαθ. Κι έτσι είχε συναντήσει τη Λούθιεν στο καταπράσινο γρασίδι ανάμεσα στα κώνεια με το φεγγαρόφωτο τα χρόνια τα παλιά. Πώς έφτασε εδώ η Σέλομπ, φεύγοντας για να γλιτώσει τον αφανισμό, δε μας το λέει καμιά ιστορία, γιατί ελάχιστες ιστορίες έχουν διασωθεί από τα Σκοτεινά χρόνια. Πάντως, αυτή ήταν εδώ και υπήρχε πριν από το Σόρον και πριν την πρώτη πέτρα του Μπαράντ-ντουρ· και δεν υπηρετούσε κανέναν έξω από τον εαυτό της, πίνοντας το αίμα Ξωτικών και Ανθρώπων, πρησμένη από το πάχος, συνεχώς αναθυμόταν τα φαγοπότια της, πλέκοντας τα σκιερά της δίχτυα· γιατί όλα τα ζωντανά πλάσματα αποτελούσαν τροφή της κι ό,τι ξερνούσε ήταν σκοτάδι. Στα πέρατα του κόσμου, οι πιο μικρόσωμοι απόγονοι της, μπαστάρδικα από αξιολύπητους αρσενικούς, δικούς της απογόνους που τους σκότωνε, απλώνονταν από δάσος σε δασάκι, απ’ τα Έφελ Ντούαθ ως τους ανατολικούς λόφους, το Ντολ Γκούλντουρ και τα βάθη του Δάσους της Σκοτεινιάς. Αλλά κανείς τους δεν μπορούσε να τη συναγωνιστεί, τη Σέλομπ τη Μεγάλη, το τελευταίο παιδί της Ουνγκόλιαντ που ταλαιπωρούσε το δυστυχισμένο κόσμο.
Χρόνια κιόλας πριν, την είχε συναντήσει το Γκόλουμ, ο Σμήγκολ που έχωνε τη μύτη του σ’ όλες τις σκοτεινές τρύπες, που σε μέρες περασμένες είχε σκύψει και την είχε λατρέψει, και το σκοτάδι της κακίας της βάδιζε στο πλευρό του σε όλους τους κουρασμένους δρόμους του, αποκόβοντάς τον τελείως από το φως και τη μετάνοια. Και της είχε υποσχεθεί πως θα της έφερνε τροφή. Αλλά δε διψούσαν για το ίδιο πράγμα. Ελάχιστα ήξερε ή την απασχολούσαν πύργοι ή δαχτυλίδια ή η οποιαδήποτε επινόηση του μυαλού ή του χεριού. Αυτή μονάχα επιθυμούσε το θάνατο για όλους τους άλλους, ολόψυχα, και για τον εαυτό της μια παραχορτασμένη ζωή, ολομόναχη, παραφουσκωμένη, ώσπου τα Βουνά να μην τη χωρούν πια και το σκοτάδι να μη φτάνει να τη σκεπάσει.
Αλλά η εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας της Βρισκόταν πολύ μακριά ακόμα και για πολύν καιρό τώρα ήταν πεινασμένη και παραμόνευε στη φωλιά της, ενώ η δύναμη του Σόρον μεγάλωνε και το φως και τα ζωντανά πλάσματα εγκατέλειπαν τα σύνορά του· και η πολιτεία στην κοιλάδα ήταν νεκρή και δεν πλησίαζε ούτε Ξωτικό ούτε Άνθρωπος, μονάχα οι δυστυχισμένοι Ορκ. Τροφή φτωχική και δυσκολόπιαστη. Αλλά έπρεπε να φάει και, όσο πιο πολύ έσκαβαν κι άλλους στριφτούς διαδρόμους από το πέρασμα και τον πύργο τους, τόσο κι αυτή έβρισκε κάποιον τρόπο να τους παγιδέψει. Αλλά ποθούσε νοστιμότερο κρέας. Και το Γκόλουμ της το είχε φέρει.
«Θα δούμε, θα δούμε, έλεγε συχνά στον εαυτό του, όταν το κυρίευε η κακία του, όσο βάδιζε τον επικίνδυνο δρόμο από το Έμιν Μιούιλ ως την Κοιλάδα Μόργκουλ, θα δούμε. Μπορεί, ω, ναι, μπορεί πολύ ωραία, όταν Αυτή πετάξει τα κόκαλα και τ’ αδειανά ρούχα, να το βρούμε, να το πάρουμε, το Πολύτιμο, αμοιβή για το φτωχούλη το Σμήγκολ, που φέρνει καλό φαΐ. Και θα το γλιτώσουμε το Πολύτιμο, όπως υποσχεθήκαμε. Ω, ναι! Κι όταν θα το έχουμε εξασφαλισμένο, τότε θα το μάθει κι αυτή. Ω, ναι, τότε θα Της το ξεπληρώσουμε, πολύτιμό μου. Τότε θα τους ξεπληρώσουμε όλους!»
Έτσι σκεπτόταν στα τρίσβαθα της πανουργίας του, που ακόμα έλπιζε πως βα ’κρυβε απ’ αυτή, ακόμα κι όταν είχε πάει να την ξαναβρεί κι είχε υποκλιθεί βαθιά μπροστά της, την ώρα που κοιμόντουσαν οι σύντροφοι του.
Όσο για το Σόρον: αυτός ήξερε πού κρυβόταν. Τον ευχαριστούσε που ζούσε εκεί πεινασμένη, αλλά με την κακία της καθόλου μειωμένη, ο πιο σίγουρος φρουρός σ’ εκείνο το αρχαίο μονοπάτι που έμπαινε στη χώρα του από οποιονδήποτε θα μπορούσε να επινοήσει η επιδεξιότητά του. Και οι Ορκ ήταν, βέβαια, χρήσιμοι σκλάβοι, αλλά είχε μπόλικους. Αν πότε πότε η Σέλομπ έπιανε κανέναν για να λιγοστέψει την πείνα της, χάρισμά της: δε Θα του ’λειπαν. Και μερικές φορές, όπως κάποιος ρίχνει μια λιχουδιά στη γάτα του (γιατί την ονομάζει γάτα του, αν κι εκείνη δεν το αναγνωρίζει), ο Σόρον της έριχνε φυλακισμένους που δεν είχε κάτι καλύτερο να τους κάνει: τους έστελνε στην τρύπα της και ύστερα του έφερναν νέα για το παιχνίδι που έκανε.
Έτσι ζούσαν και οι δύο και χαίρονταν τα τεχνάσματά τους και δε φοβόντουσαν ούτε επίθεση ούτε θυμό ούτε κάποιο τέλος στις κακίες τους. Ποτέ ως τώρα δεν είχε ξεφύγει ούτε μύγα από τα δίχτυα της Σέλομπ, γι’ αυτό και τώρα ήταν μεγαλύτερη η λύσσα και η πείνα της.
Αλλά τίποτα απ’ αυτό το κακό που είχαν ξεσηκώσει εναντίον τους δεν ήξερε ο φτωχός ο Σαμ, εκτός από ένα φόβο που μεγάλωνε μέσα του, μια απειλή που δεν μπορούσε να δει· και τέτοιο βάρος του είχε γίνει, που τον εμπόδιζε στο τρέξιμό του και τα πόδια του φαίνονταν ασήκωτα.
Τρόμος τον περικύκλωνε κι είχε εχθρούς στο πέρασμα μπροστά του και τον κύριό του τον είχε καταλάβει ένας αφύσικος ενθουσιασμός κι έτρεχε απερίσκεπτα να τους ανταμώσει. Παίρνοντας το βλέμμα του απ’ τη σκιά πίσω και τη βαθιά σκοτεινιά κάτω απ’ το βράχο αριστερά του, κοίταξε μπροστά και είδε δυο πράγματα που μεγάλωσαν το φόβο του. Είδε πως το σπαθί, που ο Φρόντο κρατούσε ακόμα γυμνό, έλαμπε με γαλάζια φλόγα· και είδε πως μόλο που ο ουρανός πίσω τους ήταν τώρα σκοτεινός, το παράθυρο στον πύργο εξακολουθούσε να φέγγει κόκκινο.
— Ορκ! μουρμούρισε. Ποτέ δε θα περάσουμε, τρέχοντας έτσι. Έχει Ορκ εδώ γύρω κι άλλα χειρότερα κι από Ορκ.
Ξαναγύρισε γρήγορα στην παλιά του συνήθεια για μυστικότητα κι έκλεισε στο χέρι του το πολύτιμο Φιαλίδιο που κρατούσε ακόμα. Κόκκινο με το δικό του ζωντανό αίμα έλαμψε για μια στιγμή το χέρι του κι ύστερα έχωσε το αποκαλυπτικό φως βαθιά σε μια τσέπη κοντά στο στήθος του και τράβηξε καλά τον ξωτικο-μανδύα του ολόγυρά του. Τώρα προσπάθησε να ταχύνει το βήμα του. Ο κύριός του όλο κι απομακρυνόταν ήταν κιόλας κάπου είκοσι βήματα πιο μπροστά, περνώντας ανάλαφρα σαν σκιά· σε λίγο θα τον έχανε από τα μάτια του σ’ αυτόν τον γκρίζο κόσμο.
Δεν είχε προλάβει καλά καλά να κρύψει το φως του αστρογυαλιού ο Σαμ, όταν παρουσιάστηκε αυτή. Λίγο πιο μπροστά κι αριστερά είδε ξαφνικά να ξεπετάγεται, από μια μαύρη σκιερή τρύπα κάτω από το βράχο, η πιο αηδιαστική μορφή που είχε ποτέ του δει, πιο απαίσια κι απ’ τη φρίκη ενός εφιάλτη. Περισσότερο έμοιαζε με αράχνη, αλλά πιο θεόρατη κι απ’ τα μεγάλα σαρκοβόρα θηρία και πιο τρομερή απ’ αυτά εξαιτίας του σατανικού σκοπού που καθρεφτιζόταν στα άσπλαχνα μάτια της. Εκείνα τα ίδια τα μάτια που είχε νομίσει πως είχαν δειλιάσει και νικηθεί, ήταν εκεί αναμμένα μ’ ένα άγριο φως ξανά, μαζεμένα όλα στο ξεπεταγμένο της κεφάλι. Είχε μεγάλα κέρατα και πίσω απ’ τον κοντό καλαμένιο της λαιμό βρισκόταν το τεράστιο πρησμένο της σώμα, ένα τεράστιο παραφουσκωμένο σακί, που λικνιζόταν και κρεμόταν πλαδαρό ανάμεσα στα πόδια της· ο μεγάλος όγκος του ήταν μαύρος, πιτσιλωτός με μαυροκίτρινα σημάδια, αλλά η κοιλιά από κάτω ήταν χλωμή και φωσφόριζε κι έβγαζε μια απαίσια μυρωδιά. Τα πόδια της ήταν λυγισμένα, με μεγάλες ροζιασμένες αρθρώσεις, ψηλότερα από τη ράχη της, και τρίχες που ξεπετάγονταν σαν ατσάλινες ακίδες, και στην άκρη κάθε ποδιού είχε ένα γαμψό νύχι.
Μόλις ζούλησε το μαλακό και λασπερό της κορμί και τα αναδιπλωμένα της πόδια και βγήκε από την πάνω έξοδο του άντρου της, κινήθηκε με τρομερή ταχύτητα, πότε τρέχοντας με τα πόδια της που έτριζαν και πότε κάνοντας απότομα πηδήματα. Βρισκόταν ανάμεσα στο Σαμ και στον κύριό του. Ή δεν είχε δει το Σαμ, ή τον απόφευγε για την ώρα επειδή είχε το φως, και αφοσιώθηκε τελείως στη μια της λεία, στο Φρόντο, που δεν είχε το Φιαλίδιο του κι έτρεχε απερίσκεπτα στο μονοπάτι, χωρίς να έχει πάρει είδηση ακόμη τον κίνδυνο. Έτρεχε γρήγορα, αλλά η Σέλομπ ήταν γρηγορότερη· με ελάχιστα πηδήματα θα τον είχε στο χέρι.
Ο Σαμ λαχάνιασε και μάζεψε όση δύναμη του απόμενε για να φωνάξει.
— Πρόσεχε από πίσω! ξεφώνισε. Πρόσεχε, κύριε! Εγώ — αλλά ξαφνικά το ξεφωνητό του πνίγηκε.
Ένα μακρύ γλιτσερό χέρι σκέπασε το στόμα του κι ένα άλλο τον άρπαξε από το λαιμό, ενώ κάτι τυλίχτηκε γύρω από το πόδι του. Απροετοίμαστος όπως ήταν, έπεσε πίσω στην αγκαλιά αυτού που του ρίχτηκε.
— Τον πιάσαμε! σφύριξε το Γκόλουμ στ’ αυτί του. Επιτέλους, πολύτιμο μου, τον πιάσαμε, ναι, τον κακό το χόμπιτ. Εμείς πιάνουμε αυτόν. Εκείνη θα πιάσει τον άλλο. Ω, ναι, η Σέλομπ θα τον πιάσει, όχι ο Σμήγκολ: το υποσχέθηκε· δε θα πειράξει καθόλου τον Αφέντη. Αλλά έπιασε εσένα, εσένα, απαίσιε, βρομερέ, ύπουλε χόμπιτ!
Έφτυσε στο λαιμό του Σαμ.
Άγρια μανία για την προδοσία και απελπισία για την καθυστέρηση τη στιγμή που ο κύριός του βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο, έδωσαν στο Σαμ μια ξαφνική βιαιότητα και δύναμη πολύ πιο μεγάλη απ’ ό,τι περίμενε το Γκόλουμ απ’ αυτόν τον αργοκίνητο κι ανόητο χόμπιτ, όπως τον νόμιζε. Ούτε το ίδιο το Γκόλουμ δε θα ’χε στρίψει πιο γρήγορα και πιο αγριεμένα. Το χέρι του στο στόμα του Σαμ γλίστρησε, κι ο Σαμ τραβήχτηκε και όρμησε πάλι μπροστά, προσπαθώντας ν’ απαλλαγεί απ’ τη λαβή στο λαιμό του. Το σπαθί του ήταν ακόμα στο χέρι του και στο αριστερό του χέρι, κρεμασμένο απ’ το λουρί του, ήταν το μπαστούνι του Φαραμίρ. Απελπισμένα προσπάθησε να γυρίσει και να καρφώσει τον εχθρό του. Το Γκόλουμ όμως ήταν ταχύτατο. Το μακρύ δεξί του χέρι πετάχτηκε κι άρπαξε τον καρπό του Σαμ: τα δάχτυλά του ήταν σαν τανάλιες· αργά και αμείλικτα λύγισε το χέρι προς τα κάτω και μπροστά, ώσπου με μια κραυγή πόνου ο Σαμ άφησε το σπαθί κι εκείνο έπεσε καταγής· και ταυτόχρονα το άλλο χέρι του Γκόλουμ έσφιγγε το λαιμό του Σαμ.
Τότε ο Σαμ έπαιξε το τελευταίο του κόλπο. Με όλη του τη δύναμη τραβήχτηκε και στερέωσε καλά τα πόδια του· ύστερα ξαφνικά πίεσε τα πόδια του στη γη και με όλη του τη δύναμη έπεσε πίσω.
Μην περιμένοντας ούτε κι αυτό το απλό κόλπο από το Σαμ, το Γκόλουμ έπεσε με το Σαμ από πάνω· και όλο το βάρος του γεροδεμένου χόμπιτ έπεσε στο στομάχι του. Ένα διαπεραστικό σφύριγμα βγήκε από μέσα του και για ένα δευτερόλεπτο το χέρι του στο λαιμό του Σαμ χαλάρωσε. Ο Σαμ αποτραβήχτηκε και σηκώθηκε όρθιος κι ύστερα γρήγορα έστριψε δεξιά κάνοντας περιστροφή στον καρπό του που κρατούσε το Γκόλουμ. Αρπάζοντας το μπαστούνι με τ’ αριστερό του χέρι, ο Σαμ το σήκωσε ψηλά και το κατέβασε μ’ ένα σφυριχτό κρακ στο τεντωμένο χέρι του Γκόλουμ, ακριβώς κάτω από τον αγκώνα.
Με μια τσιριξιά το Γκόλουμ τον άφησε. Τότε ο Σαμ όρμησε, χωρίς να περιμένει ν’ αλλάξει το ραβδί απ’ το αριστερό στο δεξί του χέρι, κι έριξε άλλο ένα άγριο χτύπημα. Γρήγορο σαν το φίδι το Γκόλουμ γλίστρησε πλάι και το χτύπημα που προοριζόταν για το κεφάλι του έπεσε στην πλάτη του. Το μπαστούνι ράγισε κι έσπασε. Αυτό του έφτανε. Το ν’ αρπάζει από πίσω ήταν παλιό του παιχνίδι και σπάνια είχε αποτυχία. Αλλά τούτη τη φορά, παρασυρμένο απ’ την κακία του, είχε κάνει το λάθος να μιλήσει και να περηφανευτεί πριν βάλει και τα δυο του χέρια στο λαιμό του θύματός του. Όλα πήγαν στραβά στο ωραίο του σχέδιο, από τότε που εκείνο το απαίσιο φως είχε τόσο απρόσμενα εμφανιστεί στο σκοτάδι. Και τώρα βρισκόταν αντιμέτωπο μ’ ένα μαινόμενο εχθρό, ελάχιστα μικρότερο του στο ύψος. Τέτοια μάχη δεν ήταν του γούστου του. Ο Σαμ άρπαξε το σπαθί του από κάτω και το σήκωσε. Το Γκόλουμ τσίριξε και, πηδώντας στο πλάι με τα τέσσερα, τινάχτηκε μ’ έναν πήδο σαν βατράχι κι έφυγε. Πριν προλάβει να το φτάσει ο Σαμ, το ’σκασε τρέχοντας με καταπληκτική ταχύτητα κατά τη στοά.
Με το σπαθί στο χέρι ο Σαμ το ακολούθησε. Για μια στιγμή είχε ξεχάσει όλα τ’ άλλα εκτός απ’ την πύρινη μανία μέσα του και την επιθυμία να σκοτώσει το Γκόλουμ. Αλλά πριν το προλάβει, το Γκόλουμ ήταν φευγάτο. Τότε, καθώς η μαύρη τρύπα ανοίχτηκε μπροστά του και τον πήρε η μπόχα, σαν αστροπελέκι η σκέψη του Φρόντο και του τέρατος χτύπησε το νου του Σαμ. Γύρισε κατά πίσω κι όρμησε τρελά στο μονοπάτι, φωνάζοντας και ξαναφωνάζοντας το όνομα του κυρίου του. Ήταν πολύ αργά. Ως εδώ το σχέδιο του Γκόλουμ είχε πετύχει.
Ο Φρόντο ήταν πεσμένος ανάσκελα και το τέρας έσκυβε από πάνω του, τόσο απορροφημένο από το θύμα του, που δεν έδωσε καμιά σημασία στο Σαμ και στις φωνές του, παρά μόνο όταν πλησίασε. Καθώς έφτασε τρέχοντας είδε πως ο Φρόντο ήταν κιόλας δεμένος με σκοινιά που ήταν τυλιγμένα γύρω του από τους αστραγάλους ως τους ώμους και το τέρας με τα μεγάλα μπροστινά του πόδια είχε αρχίσει, μισοσηκώνοντας και μισοσέρνοντας το κορμί του, να τον παίρνει.
Στην από δω μεριά ήταν πεσμένο και γυάλιζε καταγής το ξωτικο-σπαθί του, στο μέρος που είχε πέσει άχρηστο από το χέρι του. Ο Σαμ δεν περίμενε να συλλογιστεί τι έπρεπε να γίνει, ή αν ήταν γενναίος, ή πιστός ή έβραζε απ’ το θυμό. Όρμησε μπροστά με μια κραυγή κι άρπαξε το σπαθί του κυρίου του στ’ αριστερό του χέρι. Ύστερα επιτέθηκε. Καμιά επίθεση πιο άγρια δεν έχει ποτέ κανείς δει στον άγριο κόσμο των ζώων, παρά όταν κάποιο απελπισμένο μικρό πλάσμα, οπλισμένο μόνο με μικρά δοντάκια, επιτίθεται σ’ έναν πύργο κέρατα και χοντρό πετσί που στέκεται πάνω απ’ το νεκρό του ταίρι.
Ενοχλημένη, από κάποιο ίσως απολαυστικό όνειρο, από τη μικρή του κραυγή έστριψε αργά τη φοβερή κακία της ματιάς της καταπάνω του. Αλλά πριν καλά καλά συνειδητοποιήσει πως της είχε επιτεθεί, μια μανία μεγαλύτερη απ’ όσες είχε αντιμετωπίσει εδώ κι αμέτρητα χρόνια, το λαμπερό σπαθί δάγκωσε το πόδι της κι έκοψε πέρα πέρα το γαμψό της νύχι. Ο Σαμ πήδηξε ανάμεσα στις αψίδες των ποδιών της και μ’ ένα γρήγορο χτύπημα προς χα πάνω κάρφωσε τα σύνθετα μάτια της καθώς είχε χαμηλωμένο το κεφάλι της. Ένα μεγάλο μάτι σκοτείνιασε.
Τώρα το άθλιο πλάσμα βρισκόταν ακριβώς από κάτω της και, για την ώρα, εκτός βολής του κεντριού και των νυχιών της. Η τεράστια κοιλιά της βρισκόταν από πάνω του με το μολεμένο της φως και η βρόμα της κόντευε να τον σκάσει. Όμως, η μανία του κρατούσε για άλλο ένα χτύπημα ακόμα και, πριν μπορέσει να βουλιάξει πάνω του, πνίγοντας κι αυτόν κι όλο το μικρό προκλητικό του θάρρος, της τράβηξε μία πέρα ως πέρα με τη λαμπερή ξωτικο-λεπίδα με τη δύναμη της απελπισίας.
Αλλά η Σέλομπ δεν ήταν όπως οι δράκοι, δεν είχε πουθενά αδύνατο σημείο εκτός από τα μάτια της. Ροζιασμένο και βλογιοκομμένο από τη φθορά ήταν το γέρικο πετσί της, αλλά όλο και γινόταν παχύτερο από μέσα με αλλεπάλληλα στρώματα βρομερού λίπους. Η λεπίδα το έσκισε ανοίγοντας μια τρομερή πληγή, αλλά αυτές τις απαίσιες πτυχές δεν μπορούσε να τις διαπεράσει καμιά ανθρώπινη δύναμη, ακόμα κι αν το ατσάλι είναι δουλεμένο από Ξωτικό ή Νάνο, ακόμα κι αν το κρατάει το χέρι του Μπέρεν ή του Τούριν. Τραβήχτηκε πίσω με το χτύπημα κι ύστερα ανασήκωσε τον τεράστιο σάκο της κοιλιάς της ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του Σαμ. Δηλητήριο άφρισε και φουσκάλιασε απ’ την πληγή. Τώρα, απλώνοντας τα πόδια της, κατέβασε τον τεράστιο όγκο της πάνω του ξανά. Ήταν όμως πολύ νωρίς. Γιατί ο Σαμ στεκόταν ακόμη όρθιος και, ρίχνοντας κάτω το δικό του σπαθί, με τα δυο του χέρια μαζί κράτησε την ξωτικο-λεπίδα με τη μύτη προς τα πάνω, προσπαθώντας ν’ απωθήσει τη φρικτή οροφή· κι έτσι η Σέλομπ, με την ορμητική δύναμη της δικής της σκληρής θέλησης, με δύναμη μεγαλύτερη από το χέρι οποιουδήποτε πολεμιστή, έμπηξε μέσα της φοβερή ακίδα. Βαθιά, βαθιά τρυπούσε, καθώς ο Σαμ συνθλιβόταν αργά στη γη.
Η Σέλομπ δεν είχε νιώσει ποτέ της τέτοια αγωνία, ούτε είχε ονειρευτεί πως θα ’νιωθε, σ’ όλον το μακρόχρονο κόσμο της κακίας της. Ούτε ο πιο αντρειωμένος στρατιώτης της αρχαίας Γκόντορ ούτε ο πιο άγριος παγιδευμένος Ορκ δεν της είχε αντισταθεί τόσο, ούτε της είχε μπήξει σπαθί στην πολυαγαπημένη της σάρκα. Ένα τρεμούλιασμα τη συντάραξε. Τραβήχτηκε πάνω πάλι, ξεκαρφώνοντας το κορμί της από τον πόνο, λύγισε τα πόδια της που σφάδαζαν κάτωθέ της και πήδηξε πίσω μ’ ένα σπασμωδικό πήδημα.
Ο Σαμ ήταν πεσμένος στα γόνατα πλάι στο κεφάλι του Φρόντο, με τις αισθήσεις του παραζαλισμένες απ’ την απαίσια βρόμα, με τα δυο του χέρια ακόμα να σφίγγουν τη λαβή του σπαθιού. Μέσα από τη θολούρα που θάμπωνε τα μάτια του, έβλεπε το πρόσωπο του Φρόντο και πολεμούσε πεισματικά να κυριαρχήσει στον εαυτό του και να ξεπεράσει τη λιποθυμία που πήγαινε να τον κυριέψει. Αργά σήκωσε το κεφάλι του και την είδε, λίγα μόνο βήματα πιο πέρα, να τον κοιτάζει, το κεντρί της να σέρνεται στάζοντας δηλητηριασμένο σάλιο, και ένα πράσινο υγρό να στάζει κάτω από το πληγωμένο της μάτι. Ήταν συσπειρωμένη εκεί, με την κοιλιά της που αναρριγούσε ξαπλωμένη στη γη, με τα μεγάλα τόξα των ποδιών της να τρεμουλιάζουν, καθώς συγκεντρωνόταν για ένα πήδημα ακόμα — αυτή τη φορά για να συνθλίψει και να κεντρίσει θανατηφόρα: όχι ένα μικρό τσιμπηματάκι με δηλητήριο για ν’ ακινητοποιήσει την αντίσταση της τροφής της· αυτή τη φορά θα σκότωνε κι ύστερα θα ξέσκιζε.
Εκεί που κι ο ίδιος ο Σαμ μαζεύτηκε και την κοιτούσε, βλέποντας το θάνατό του στα μάτια της, του ήρθε μια σκέψη, λες και είχε μιλήσει κάποια απόμακρη φωνή, και ψαχούλεψε στον κόρφο του με τ’ αριστερό του χέρι και βρήκε αυτό που γύρευε· παγωμένο και σκληρό και στέρεο φάνηκε στο χέρι του στον κόσμο αυτό των φαντασμάτων και του τρόμου, το Φιαλίδιο της Γκαλάντριελ.
— Γκαλάντριελ! είπε ξέψυχα, και ύστερα άκουσε φωνές μακρινές αλλά καθαρές: τη φωνή των Ξωτικών καθώς περπατούσαν στην αστροφεγγιά στις πολυαγαπημένες σκιές του Σάιρ και τη μουσική των Ξωτικών, όπως έφτανε μες στον ύπνο του στην Αίθουσα της Φωτιάς στο σπίτι του Έλροντ.
Gilthoniel A Elbereth!
Και τότε η γλώσσα του λύθηκε και η φωνή του φώναξε σε μια γλώσσα που δεν την ήξερε:
A Elbereth Gilthoniel
o menel palan-diriel,
le nailon sí di’nguruthos!
A tiro nin, Fanuilos!
Και μ’ αυτά τα λόγια σηκώθηκε παραπατώντας κι έγινε ο Σάμγουάιζ ο χόμπιτ, ο γιος του Χάμφαστ, ξανά.
— Έλα τώρα, βρομερή! φώναξε. Χτύπησες τον κύριό μου, κτήνος, και θα το πληρώσεις. Εμείς θα προχωρήσουμε· αλλά πρώτα θα καθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας. Έλα, λοιπόν, να το ξαναδοκιμάσεις!
Λες και το ακατανίκητο πνεύμα του να είχε ενεργοποιήσει τη δύναμή του, το αστρογυάλι φεγγοβόλησε ξαφνικά στο χέρι του σαν άσπρη δάδα. Φλεγόταν σαν άστρο που πέφτει από τον ουρανό, σκίζοντας τη σκοτεινή ατμόσφαιρα με εκτυφλωτικό φως. Τέτοιος τρόμος απ’ τα ουράνια δεν είχε ποτέ πριν ανάψει καταπρόσωπο στη Σέλομπ. Οι ακτίνες του έμπαιναν στο πληγωμένο της κεφάλι και το έκαιγαν μ’ ανυπόφορο πόνο και η τρομερή αυτή φωτεινή επιδημία απλωνόταν από μάτι σε μάτι. Τραβήχτηκε πίσω χτυπώντας τον αέρα με τα μπροστινά της πόδια, η όρασή της καμένη από εσωτερικά αστροπελέκια, ο νους της σε φοβερή αγωνία. Ύστερα στρίβοντας το σακατεμένο της κεφάλι, κύλησε στο πλάι κι άρχισε να σέρνεται, το ένα γαμψό νύχι μετά το άλλο, κατά το άνοιγμα στο σκοτεινό βράχο πίσω.
Ο Σαμ ακολουθούσε. Παραπατούσε σαν μεθυσμένος, αλλά προχωρούσε. Και η Σέλομπ τρομοκρατημένη επιτέλους, ζαρωμένη, νικημένη, τιναζόταν κι έτρεμε καθώς προσπαθούσε γρήγορα ν’ απομακρυνθεί. Έφτασε στην τρύπα και ζορίστηκε να μπει μέσα, αφήνοντας μια γραμμή κιτρινοπράσινο γλοιώδες υγρό. Τέλος, ξεγλίστρησε μέσα την ώρα ακριβώς που ο Σαμ της κατάφερε ένα τελευταίο χτύπημα στα σερνάμενα πόδια της. Ύστερα έπεσε καταγής.
Η Σέλομπ έφυγε· και αν έμενε για πολύν καιρό στη φωλιά της ή όχι περιθάλποντας την κακία της και το χάλι της και αν, καθώς αργοπερνούσαν τα χρόνια στο σκοτάδι, θεραπεύτηκε μόνη της, ξαναφτιάχνοντας τα σύνθετα μάτια της, ώσπου πεινασμένη σαν το χάρο ξανάπλεξε τα τρομερά της δίχτυα στις στενές κοιλάδες των Βουνών της Σκιάς, αυτή εδώ η ιστορία δε μας το λέει.
Ο Σαμ απόμεινε μονάχος. Κατάκοπος, καθώς το σούρουπο της Ακατανόμαστης Χώρας έπεφτε στον τόπο της συμπλοκής, σύρθηκε ως τον κύριό του.
— Κύριε, καλέ μου κύριε! είπε ο Σαμ, αλλά ο Φρόντο δε μίλησε. Εκεί, όπως έτρεχε, όλος ανυπομονησία, καταχαρούμενος που ήταν ελεύθερος, η Σέλομπ με τρομακτική ταχύτητα είχε έρθει από πίσω του και μ’ ένα γρήγορο χτύπημα τον είχε κεντρίσει στο σβέρκο. Τώρα ήταν ξαπλωμένος, χλωμός και δεν άκουγε φωνή ούτε κουνιόταν.
— Κύριε, καλέ μου κύριε! είπε ο Σαμ κι έκανε πολλή ώρα ησυχία και περίμενε κι αφουγκραζόταν άδικα.
Ύστερα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έκοψε τα σκοινιά που τον έδεναν κι έβαλε το αυτί του στο στήθος του Φρόντο και στο στόμα του, αλλά δεν μπορούσε ν’ ανακαλύψει κανένα σκίρτημα ζωής ούτε να νιώσει το παραμικρό φτερούγισμα της καρδιάς. Κι όλο έτριβε και χτυπούσε τα χέρια και τα πόδια του κυρίου του κι άγγιζε το μέτωπό του, αλλά όλα ήταν παγωμένα.
— Φρόντο, κύριε Φρόντο! φώναζε. Μη μ’ αφήνεις μονάχο εδώ! Είμαι εγώ ο Σαμ σου που σε φωνάζει. Μην πας εκεί που εγώ δεν μπορώ ν’ ακολουθήσω! Ξύπνα, κύριε Φρόντο! Ω, ξύπνα, Φρόντο μου, καλέ μου, καλέ μου. Ξύπνα!
Ύστερα τον κυρίεψε θυμός κι άρχισε να τρέχει γύροι από το σώμα του κυρίου του μανιασμένα, σπαθίζοντας τον αέρα, χτυπώντας τους βράχους και ξεφωνίζοντας προκλήσεις. Σε λίγο γύρισε πίσω και σκύβοντας κοίταξε το πρόσωπο του Φρόντο, χλωμό στο σούρουπο. Και ξαφνικά κατάλαβε πως βρισκόταν στην εικόνα που του είχε αποκαλυφθεί στο Λόριεν, στον καθρέφτη της Γκαλάντριελ: ο Φρόντο με πρόσωπο χλωμό να κοιμάται βαθιά στη βάση ενός μεγάλου σκοτεινού βράχου. Ή, έτσι νόμιζε τότε, πως κοιμόταν βαθιά.
— Είναι νεκρός, είπε. Δεν κοιμάται, πέθανε!
Κι όπως το είπε, λες και τα λόγια του έκαναν το δηλητήριο να δουλέψει ξανά, του φάνηκε πως το χρώμα του προσώπου του έγινε μαυροπράσινο.
Και τότε τον κυρίεψε μαύρη απελπισία, κι ο Σαμ έσκυψε στη γη και τράβηξε την γκρίζα κουκούλα στο κεφάλι του και νύχτα απλώθηκε στην καρδιά του. Έχασε τις αισθήσεις του.
Όταν, τέλος, η μαυρίλα πέρασε, ο Σαμ σήκωσε το κεφάλι και οι σκιές τον κύκλωναν αλλά για πόσα λεπτά ή ώρες είχε χαθεί ο κόσμος, δεν μπορούσε να πει. Βρισκόταν ακόμα στο ίδιο σημείο κι ο κύριός του εξακολουθούσε να βρίσκεται δίπλα του νεκρός. Τα βουνά δεν είχαν γίνει θρύψαλα ούτε η γη είχε ερειπωθεί.
— Τι να κάνω, τι να κάνω; είπε.. Ήρθα ως εδώ μαζί του στα χαμένα; Κι ύστερα θυμήθηκε τη δική του φωνή να λέει λόγια που τότε δεν τα είχε καταλάβει ούτε αυτός ο ίδιος, στην αρχή του ταξιδιού: Έχω κάτι να κάνω πριν το τέλος. Πρέπει να το τελειώσω, κύριε, αν με καταλαβαίνεις.
— Αλλά τι μπορώ να κάνω; Όχι ν’ αφήσω τον κύριο Φρόντο πεθαμένο, άθαφτο στην κορφή των βουνών και να γυρίσω σπίτι; Ή να συνεχίσω; Να συνεχίσω; επανέλαβε, και για μια στιγμή αμφιβολίες και φόβοι τον συντάραξαν. Να συνεχίσω; Τούτο είναι που πρέπει να κάνω; Και να τον αφήσω;
Τότε, τέλος, άρχισε να κλαίει· και πηγαίνοντας στο Φρόντο τακτοποίησε το σώμα του. Δίπλωσε τα παγωμένα του χέρια στο στήθος του πάνω και τύλιξε το μανδύα του ολόγυρά του· κι ακούμπησε το δικό του σπαθί στο ένα του πλευρό και το μπαστούνι του Φαραμίρ στο άλλο.
— Αν είναι να συνεχίσω, είπε, τότε πρέπει να πάρω το σπαθί σου, με την άδειά σου, κύριε Φρόντο, αλλά θα βάλω τούτο στο πλευρό σου, όπως βρισκόταν στο πλευρό του γερο-βασιλιά στον τύμβο· κι έχεις και τον ωραίο σου θώρακα από μίθριλ του γέρου κύριου Μπίλμπο. Και τ’ αστρογυάλι σου, κύριε Φρόντο, εσύ μου το δάνεισες και θα το χρειαστώ, γιατί θα βρίσκομαι πάντα στο σκοτάδι τώρα. Βέβαια, δεν είναι για του λόγου μου, και η Κυρά το ’δωσε σε σένα, αλλά θα καταλάβει. Εσύ καταλαβαίνεις, κύριε Φρόντο; Πρέπει να προχωρήσω.
Αλλά δεν μπορούσε να προχωρήσει, όχι ακόμα. Γονάτισε κι έπιασε το χέρι του Φρόντο και δεν μπορούσε να το αφήσει. Και η ώρα περνούσε κι αυτός εξακολουθούσε να μένει γονατιστός, κρατώντας το χέρι του κυρίου του και μέσα του εξακολουθούσε να αμφιταλαντεύεται.
Τώρα προσπαθούσε να βρει τη δύναμη να ξεκολλήσει και να συνεχίσει ένα μοναχικό ταξίδι — για εκδίκηση. Μια και ξεκινούσε, ο θυμός του θα τον πήγαινε σ’ όλους τους δρόμους του κόσμου, κυνηγώντας, ώσπου να το πιάσει στο τέλος, το Γκόλουμ. Τότε θα το στρίμωχνε, το Γκόλουμ, και θα το σκότωνε. Αλλά δε θα ήταν αυτό που είχε στην αρχή ξεκινήσει να κάνει. Δεν άξιζε να εγκαταλείψει τον κύριό του γι’ αυτό. Τίποτα δε θα τον έφερνε πίσω. Καλύτερα να ’χαν πεθάνει και οι δυο μαζί. Κι εκείνο επίσης θα ήταν μοναχικό ταξίδι.
Κοίταξε τη λαμπερή μύτη του σπαθιού. Σκέφτηκε τους τόπους πίσω που υπήρχε το μαύρο χείλος του γκρεμού κι ένα αδειανό πέσιμο στην ανυπαρξία. Δεν ξέφευγε έτσι. Έτσι δε θα ’κανε τίποτα, ούτε καν θα πενθούσε. Δεν ήταν αυτό που είχε ξεκινήσει να κάνει.
— Τι να κάνω, λοιπόν, φώναξε ξανά, και τώρα του φάνηκε ξεκάθαρα πως ήξερε τη σκληρή απάντηση: τελείωσέ το.
Άλλο ένα μοναχικό ταξίδι κι ύστερα το χειρότερο.
— Τι; Εγώ, ολομόναχος, να πάω στις Σχισμές του Χαμού και τα τέτοια;
Εξακολουθούσε να δειλιάζει, αλλά η θέλησή του όλο και δυνάμωνε.
— Τι; Εγώ να πάρω το Δαχτυλίδι απ’ αυτόν; Το Συμβούλιο σ’ αυτόν το ’δωσε.
Η απάντηση όμως ήρθε αμέσως: Και το Συμβούλιο του έδωσε συντρόφους για να μην αποτύχει η αποστολή. Κι εσύ είσαι ο τελευταίος απ’ όλη την Ομάδα. Η αποστολή δεν πρέπει ν’ αποτύχει.
— Μακάρι να μην ήμουνα ο τελευταίος, βόγκηξε. Πόσο θα ’θελα να ήταν εδώ ο γερο-Γκάνταλφ ή κάποιος τέλος πάντων. Γιατί έχω απομείνει ολομόναχος για ν’ αποφασίσω; Σίγουρα θα τα κάνω θάλασσα. Και δεν είναι δουλειά μου να παίρνω το Δαχτυλίδι και να φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν.
— Μα δε φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν αναγκάζεσαι να το κάνεις. Κι όσο γι’ αυτά που λες πως δεν είσαι το κατάλληλο πρόσωπο, τι, μήπως ήταν ο κύριος Φρόντο ή ο κύριος Μπίλμπο; Δε διάλεξαν από μόνοι τους.
— Α, λοιπόν, πρέπει ν’ αποφασίσω μόνος μου. Και θα το κάνω. Αλλά σίγουρα θα τα θαλασσώσω· ειδαλλιώς δε θα ’μουνα κι ο Σαμ Γκάμγκη.
»Για να δω τώρα: αν μας βρούνε εδώ, ή βρουν τον κύριο Φρόντο κι αυτό το Πράγμα βρίσκεται πάνω του, τότε ο Εχθρός θα το πάρει. Κι αυτό θα ’ναι και το τέλος όλων μας, του Λόριεν, του Σκιστού Λαγκαδιού, του Σάιρ κι όλων. Και δεν έχω καιρό για χάσιμο, ειδαλλιώς θα έρθει το τέλος σίγουρα. Ο πόλεμος έχει αρχίσει και το πιο πιθανό είναι πως τα πράγματα πάνε κιόλας με το μέρος του Εχθρού. Δεν υπάρχει περίπτωση να πάω πίσω μ’ Αυτό και να ζητήσω συμβουλές ή άδεια. Όχι, είτε θα κάτσω εδώ και θά ’ρθουν και θα με σκοτώσουν πάνω στο κορμί του κυρίου μου και θα Το πάρουν ή Το παίρνω και φεύγω — πήρε μια βαθιά ανάσα. Τότε, Το παίρνω!
Έσκυψε. Πολύ απαλά ξεκούμπωσε την πόρπη στο λαιμό κι έβαλε το χέρι του μέσα απ’ το πουκάμισο του Φρόντο· ύστερα με το άλλο του χέρι, ανασηκώνοντας το κεφάλι, φίλησε το παγωμένο μέτωπο και μαλακά τράβηξε την αλυσίδα από πάνω του. Και ύστερα ακούμπησε το κεφάλι ήσυχα πίσω αναπαυμένο. Καμιά αλλαγή δεν παρουσιάστηκε στο ήρεμο πρόσωπο και απ’ αυτό, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα τα σημάδια, πείστηκε ο Σαμ επιτέλους πως ο Φρόντο είχε πεθάνει και είχε αφήσει κατά μέρος την Αποστολή.
— Αντίο, κύριε, καλέ μου! μουρμούρισε. Συγχώρεσε το Σαμ σου. Θα γυρίσει πίσω σ’ αυτό το σημείο όταν γίνει η δουλειά — αν τα καταφέρει. Και τότε δε θα σ’ αφήσει ξανά. Αναπαύσου ειρηνικά ώσπου νά ’ρθω· και είθε να μη σε πλησιάσει κανένα βρομερό πλάσμα! Και αν η Κυρία μπορούσε να με ακούσει και να μου εκπληρώσει μία επιθυμία, θα ήθελα να γυρίσω πίσω και να σε βρω ξανά. Αντίο!
Και ύστερα έσκυψε το δικό του λαιμό και του πέρασε την αλυσίδα και αμέσως το κεφάλι του λύγισε ως κάτω από το βάρος του Δαχτυλιδιού, λες και είχε κρεμάσει στο λαιμό του βράχο μεγάλο. Αλλά σιγά σιγά, λες και το βάρος λιγόστεψε, ή αυτός πήρε καινούρια δύναμη, σήκωσε το κεφάλι του κι ύστερα με μεγάλη προσπάθεια στάθηκε στα πόδια του και διαπίστωσε πως μπορούσε να βαδίζει και να κουβαλάει και το φορτίο του. Και για μια στιγμή σήκωσε ψηλά το Φιαλίδιο και κοίταξε τον κύριό του και το φως φώτιζε ευγενικά τώρα με την απαλή ακτινοβολία του αποσπερίτη το καλοκαίρι και στο φως αυτό το πρόσωπο του Φρόντο πήρε ωραίο χρώμα πάλι, χλωμό αλλά πανέμορφο, με ομορφιά ξωτική, σαν το πρόσωπο κάποιου που έχει εδώ και πολύν καιρό περάσει τις σκιές. Και με την πικρή παρηγοριά αυτής της τελευταίας εικόνας ο Σαμ γύρισε κι έκρυψε το φως και πήρε σκοντάφτοντας το δρόμο στο σκοτάδι που πύκνωνε.
Δεν είχε να πάει μακριά. Η στοά βρισκόταν αρκετά πίσω· η Στενοποριά ήταν καμιά διακοσαριά γιάρδες μπροστά, μπορεί και λιγότερο. Το μονοπάτι ήταν ορατό στο μισοσκόταδο, ένα βαθύ αυλάκι φαγωμένο απ’ την πολύχρονη χρήση, που προχωρούσε τώρα ανηφορίζοντας μαλακά σε μια μεγάλη νεροσυρμή με θεόρατους βράχους κι απ’ τις δύο πλευρές. Η νεροσυρμή στένευε γρήγορα. Σε λίγο ο Σαμ έφτασε σε μια σειρά πλατιά χαμηλά σκαλοπάτια. Τώρα ο πύργος των Ορκ βρισκόταν ακριβώς από πάνω του, μαύρος και συνοφρυωμένος, με το κόκκινο μάτι του να φέγγει. Ο Σαμ τώρα ήταν κρυμμένος στη σκοτεινή σκιά του από πάνω. Πλησίαζε στην κορφή των σκαλοπατιών και μπήκε στη Στενοποριά επιτέλους.
«Έχω αποφασίσει», έλεγε συνέχεια στον εαυτό του. Αλλά δεν είχε. Αν και είχε προσπαθήσει να το σκεφτεί όσο πιο καλά μπορούσε, αυτό που έκανε πήγαινε εντελώς αντίθετα στη φύση του.
— Μήπως κάνω λάθος; μουρμούριζε. Τι έπρεπε να κάνω;
Καθώς οι κατακόρυφες πλευρές της Στενοποριάς υψώθηκαν γύρω του, ’πριν φτάσει εντελώς στην κορφή και πριν επιτέλους αντικρίσει και το μονοπάτι που κατέβαζε στην Ακατανόμαστη Χώρα, κοίταξε πίσω. Μπορούσε ακόμα να διακρίνει, σαν μικρή κηλίδα στη σκοτεινιά που πύκνωνε, την είσοδο της στοάς. Και νόμισε πως μπορούσε να δει ή να μαντέψει πού κείτονταν ο Φρόντο. Φαντάστηκε πως υπήρχε ένα λαμπύρισμα εκεί, μπορεί όμως και να τον ξεγελούσαν τα δάκρυα του, καθώς προσπαθούσε να δει σ’ εκείνο το ψηλό πέτρινο μέρος που η ζωή του ολόκληρη είχε γίνει κομμάτια.
«Αν μονάχα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η επιθυμία μου, η μοναδική μου επιθυμία, αναστέναξε, να γυρίσω και να τον βρω!» Τότε, τέλος, στράφηκε στο δρόμο μπροστά του κι έκανε μερικά βήματα· τα πιο βαριά και πιο απρόθυμα που είχε ποτέ του κάνει.
Μερικά βήματα μόνο· και τώρα λίγα ακόμα μόνο και θα ’παιρνε τον κατήφορο και δε θα ξανάβλεπε ποτέ εκείνο το ψηλό μέρος. Και τότε ξαφνικά άκουσε σκουξίματα και φωνές. Πέτρωσε. Φωνές Ορκ. Πίσω του και μπροστά του. Θόρυβος από πολλά πόδια και στριγκά ξεφωνητά: Ορκ έρχονταν στη Στενοποριά από απέναντι, από κάποια είσοδο του πύργου, μπορεί. Βήματα και ξεφωνητά από πίσω. Κοίταξε πίσω. Είδε μικρά κόκκινα φώτα, δαυλούς, ν’ αναβοσβήσουν εκεί κάτω μακριά καθώς έβγαιναν από τη στοά. Το κυνηγητό είχε τέλος αρχίσει. Το κόκκινο μάτι του πύργου δεν ήταν τυφλό. Ήταν παγιδευμένος.
Τώρα το τρεμόσβημα των δαυλών που πλησίαζαν και η κλαγγή του ατσαλιού ήταν πολύ κόντά από μπροστά. Σ’ ένα λεπτό θα ’φταναν την κορφή και θα ’πεφταν πάνω του. Είχε αργήσει πάρα πολύ ν’ αποφασίσει και τώρα ήταν αργά. Πώς μπορούσε να ξεφύγει ή να σωθεί ή να σώσει το Δαχτυλίδι; Δεν κατάλαβε να κάνει κάποια σκέψη ή να παίρνει κάποια απόφαση. Απλώς έπιασε τον εαυτό του να τραβάει έξω την αλυσίδα και να παίρνει το Δαχτυλίδι στο χέρι του. Οι επικεφαλής του αποσπάσματος των Ορκ φάνηκαν στη Στενοποριά μπροστά του. Τότε το φόρεσε.
Ο κόσμος άλλαξε και ένα μόνο λεπτό γέμισε με σκέψεις μιας ώρας. Αμέσως ένιωσε πως η ακοή του οξύνθηκε, ενώ η όρασή του θάμπωσε, αλλά διαφορετικά απ’ ό,τι στο άντρο της Σέλομπ. Όλα τα πράγματα γύρω του τώρα δεν ήταν σκοτεινά, αλλά ασαφή· ενώ αυτός ο ίδιος βρισκόταν σ’ έναν γκρίζο θολό κόσμο, ολομόναχος, σαν ένας μικρός μαύρος συμπαγής βράχος, και το Δαχτυλίδι, που βάραινε τ’ αριστερό του χέρι, ήταν σαν ένας κύκλος καυτό χρυσάφι. Δεν ένιωθε καθόλου αόρατος, αλλά φριχτά και μοναδικά ορατός· και ήξερε πως κάπου ένα Μάτι τον έψαχνε.
Άκουγε την πέτρα να ραγίζει και το νερό να μουρμουρίζει μακριά στην Κοιλάδα Μόργκουλ· και κάτω βαθιά μέσα στο βράχο τη χοχλακιστή αγωνία της Σέλομπ, που ψαχούλευε, χαμένη σε κάποιο αδιέξοδο· και φωνές στα μπουντρούμια του πύργου· και τις φωνές των Ορκ καθώς έβγαιναν απ’ τη στοά· και, σε σημείο που να τον ξεκουφαίνουν και να βουίζουν τ’ αυτιά του, το ποδοβολητό και τη χλαλοή των Ορκ μπροστά του. Ζάρωσε στο βράχο. Αυτοί όμως συνέχισαν την πορεία τους σαν φάλαγγα φαντασμάτων, γκρίζες παραμορφωμένες μορφές τυλιγμένες στην ομίχλη, όνειρα φόβου μονάχα με χλωμές φλόγες στα χέρια. Και τον προσπέρασαν. Αυτός ήταν μαζεμένος απ’ το φόβο του, προσπαθώντας να συρθεί και να φύγει σε κάποια χαραματιά και να κρυφτεί.
Έστησε αυτί. Οι Ορκ από τη στοά και οι άλλοι που κατηφόριζαν είδαν οι μεν τους δε και τώρα και οι δύο ομάδες προχώρησαν γρηγορότερα και φώναζαν. Άκουγε και τις δύο ομάδες καθαρά και καταλάβαινε τι έλεγαν. Ίσως το Δαχτυλίδι να του έδινε τη δύναμη να καταλαβαίνει άλλες γλώσσες, ή απλώς τη δύναμη να καταλαβαίνει, ιδιαίτερα τους υπηρέτες του Σόρον του κατασκευαστή του, έτσι ώστε, αν έδινε προσοχή, καταλάβαινε και μπορούσε να μεταφράσει τη σκέψη τους στον εαυτό του. Οπωσδήποτε το Δαχτυλίδι είχε αυξηθεί σε δύναμη καθώς πλησίαζε τα μέρη που φτιάχτηκε· ένα όμως πράγμα δεν έδινε: κουράγιο. Για την ώρα ο Σαμ εξακολουθούσε να σκέπτεται πώς να κρυφτεί, να μη φαίνεται, ώσπου όλα να ησυχάσουν ξανά· κι άκουγε ανήσυχος. Δεν μπορούσε να υπολογίσει σε τι απόσταση βρίσκονταν οι φωνές, τα λόγια ακούγονταν σχεδόν μέσα στ’ αυτιά του.
— Εε! Γκόρμπαγκ! Τι κάνεις εδώ πάνω; Βαρέθηκες κιόλας τον πόλεμο;
— Διαταγές, ζωντόβολο. Κι εσύ τι κάνεις, Σαγκράτ; Βαρέθηκες να παραμονεύεις εκεί πάνω; Σκέφτεσαι να κατεβείς κάτω να πολεμήσεις;
— Τις διαταγές στην κούτρα σου. Εγώ διατάζω σ’ αυτό το πέρασμα. Λοιπόν, μίλα καλά. Τι έχεις ν’ αναφέρεις;
— Τίποτα.
— Χάι, χάι! Όι!
Μια κραυγή έκοψε τη συζήτηση των αρχηγών. Οι Ορκ που βρίσκονταν χαμηλότερα, είχαν δει ξαφνικά κάτι. Άρχισαν να τρέχουν. Το ίδιο και οι άλλοι.
— Χάι! Εδώ! Έχει κάτι! Πεσμένο στο δρόμο. Κατάσκοπος, κατάσκοπος!
Ούρλιαξαν θυμωμένα τα βούκινα κι ακούστηκε πανδαιμόνιο από φωνές.
Μ’ ένα τρομερό τίναγμα ο Σαμ ξέχασε το φόβο του. Είχαν δει τον κύριό του. Τι θα έκαναν; Είχε ακούσει διαδόσεις για τους Ορκ που πάγωναν το αίμα. Δεν το άντεχε αυτό. Πετάχτηκε όρθιος. Πέταξε την Αποστολή και όλες του τις αποφάσεις στο βρόντο και μαζί τους το φόβο και τις αμφιβολίες του. Ήξερε τώρα ποια ήταν, τώρα και πάντα, η θέση του: στο πλευρό του κυρίου του, αν και το τι θα έκανε εκεί δεν ήξερε. Ξανακατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και κατηφόρισε το μονοπάτι προς το Φρόντο.
«Πόσοι είναι; σκέφτηκε. Τριάντα με σαράντα τουλάχιστον από τον πύργο και πολλοί περισσότεροι από κάτω, φαντάζομαι. Πόσους μπορώ να σκοτώσω πριν με φάνε; Θα δούνε τη φλόγα του σπαθιού μόλις το τραβήξω και θα με σκοτώσουν αργά ή γρήγορα. Αναρωτιέμαι αν κανένα τραγούδι θα πει: Πώς έπεσε ο Σάμγουάιζ στο Ψηλό Πέρασμα κι έκανε έναν τοίχο πτώματα γύρω από τον κύριό του. Όχι, όχι τραγούδι. Φυσικά όχι, γιατί θα βρεθεί το Δαχτυλίδι και δε Θα ’χει πια άλλα τραγούδια. Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Η θέση μου είναι στο πλευρό του κυρίου Φρόντο. Πρέπει να το καταλάβουν αυτό — ο Έλροντ και το Συμβούλιο και οι μεγάλοι Άρχοντες και Αρχόντισσες με όλη τους τη σοφία. Τα σχέδιά τους πήγαν στραβά. Εγώ δεν μπορώ να είμαι ο Δαχτυλιδοκουβαλητής τους. Όχι, χωρίς τον κύριο Φρόντο.
Αλλά οι Ορκ δε φαίνονταν πια στα θαμπωμένα μάτια του. Δεν είχε καιρό να σκεφτεί τον εαυτό του, αλλά τώρα κατάλαβε πως ήταν κουρασμένος, τελείως εξαντλημένος σχεδόν: τα πόδια του δεν τον πήγαιναν όπως ήθελε. Προχωρούσε πολύ αργά. Το μονοπάτι φαινόταν ατέλειωτο. Πού είχαν πάει όλοι τους στη θολούρα;
Να τοι πάλι! Αρκετά μακριά ακόμα. Μια ομάδα μορφές ολόγυρα από κάτι ξαπλωμένο στη γη· μερικοί φαίνονταν να πηγαίνουν πέρα δώθε, σαν σκύλοι που ακολουθούν κάποιο ίχνος. Προσπάθησε να τρέξει περισσότερο.
— Έλα, Σαμ! είπε, ειδαλλιώς θα φτάσεις πολύ αργά πάλι. Ξέσφιξε το σπαθί στη θήκη του. Σ’ ένα λεπτό θα το τραβούσε κι ύστερα...
Έγινε μεγάλος σαματάς, κοροϊδίες και γέλια καθώς σήκωσαν κάτι από τη γη.
— Όπα! Όπα! Ψηλά! Ψηλά! Ύστερα μια φωνή βροντοφώναξε:
— Δρόμο τώρα! Απ’ το μονοπάτι που κόβει δρόμο. Πίσω στην Υπόγεια Πύλη! Δεν πρόκειται να μας ενοχλήσει αυτή απόψε, αν κρίνουμε απ’ αυτά εδώ.
Όλη η ομάδα των Ορκ άρχισε να κινείται. Τέσσερις στη μέση κουβαλούσαν ένα σώμα ψηλά στους ώμους τους.
— Όπα!
Είχαν πάρει το σώμα του Φρόντο. Έφευγαν. Δεν μπορούσε να τους προλάβει. Όμως συνέχισε ν’ αγκομαχάει. Οι Ορκ έφτασαν στη στοά κι άρχισαν να μπαίνουν μέσα. Αυτοί με το φορτίο πέρασαν μέσα πρώτοι και πίσω τους οι υπόλοιποι με σπρωξιές κι αγκωνιές. Ο Σαμ ακολουθούσε. Τράβηξε το σπαθί, ένα γαλαζωπό φως στο τρεμάμενο χέρι του, αλλά δεν το είδαν. Μόλις πλησίασε λαχανιασμένος, χάθηκε κι ο τελευταίος στη μαύρη τρύπα.
Για μια στιγμή στάθηκε με κομμένη την ανάσα, κρατώντας το στήθος του. Ύστερα πέρασε το μανίκι του στο πρόσωπο του, σκουπίζοντας τη σκόνη, τον ιδρώτα και τα δάκρυα.
— Κατάρα στους βρομερούς! είπε και όρμησε ξοπίσω τους στο σκοτάδι.
Τώρα πια δεν του φαινόταν πολύ σκοτεινά στη στοά, τώρα έμοιαζε λες και είχε περάσει από ψιλή καταχνιά σε πυκνότερη ομίχλη. Η κούρασή του μεγάλωνε, αλλά η θέλησή του γινόταν όλο και πιο ατσάλινη. Του φάνηκε πως μπορούσε να δει το φως απ’ τους δαυλούς λίγο πιο μπροστά, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να τους φτάσει. Οι Ορκ προχωρούν γρήγορα στις στοές κι αυτή εδώ τη στοά την ήξεραν καλά· γιατί, παρ’ όλο που υπήρχε η Σέλομπ, ήταν αναγκασμένοι να τη χρησιμοποιούν συχνά, γιατί ήταν ο συντομότερος δρόμος από τη Νεκρή Πόλη ως τα βουνά. Δεν ήξεραν σε ποια μακρινή εποχή η κυρίως στοά και η μεγάλη στρογγυλή σπηλιά είχαν κατασκευαστεί, που η Σέλομπ, σε περασμένους αιώνες είχε εγκατασταθεί· αλλά κι αυτοί οι ίδιοι είχαν ανοίξει πολλά παραδρομάκια κι απ’ τις δύο πλευρές για να ξεφεύγουν τη φωλιά της καθώς κυκλοφορούσαν, εκτελώντας τις παραγγελίες των αφεντάδων τους. Απόψε δε σκόπευαν να πάνε πολύ βαθιά, αλλά βιάζονταν να βρουν ένα μικρότερο πέρασμα που οδηγούσε πίσω στον πύργο τους στο βράχο. Οι πιο ψηλοί ήταν καταχαρούμενοι, κατενθουσιασμένοι με ό,τι είχαν βρει και δει και καθώς έτρεχαν μιλούσαν μπερδεύοντας τα λόγια τους και φλυαρώντας στη γλώσσα τους. Ο Σαμ άκουγε το σαματά απ’ τις στριγκές φωνές τους, παράφωνο και σκληρό στο νεκρό αέρα, και μπορούσε να ξεχωρίσει δυο φωνές ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες: ήταν πιο δυνατές και πιο κοντά σ’ αυτόν. Οι αρχηγοί των δύο ομάδων πήγαιναν τελευταίοι κατά τα φαινόμενα, λογομαχώντας καθώς προχωρούσαν.
— Δεν μπορείς να κάνεις το μπουλούκι σου να ησυχάσει, Σαγκράτ; έγρουξε ο ένας. Μην πλακώσει η Σέλομπ.
— Πες το εσύ, Γκόρμπαγκ! Οι δικοί σου κάνουν την πιο πολλή φασαρία, είπε ο άλλος. Άσ’ τα παιδιά να παίξουν! Δε νομίζω πως χρειάζεται να στεναχωριόμαστε για τη Σέλομπ, για την ώρα. Φαίνεται πως έκατσε σε κανένα καρφί κι εμείς δε θα κλάψουμε γι’ αυτό. Δεν είδες: όλες εκείνες τις απαίσιες βρομιές ως εκείνη την καταραμένη της τρύπα; Αν το σταματήσαμε μια φορά, το σταματήσαμε εκατό. Άσ’ τους, λοιπόν, να γελάνε. Κι είχαμε και λίγη τύχη επιτέλους: βρήκαμε κάτι που θέλουν στο Λουγκμπούρτζ.
— Στο Λουγκμπούρτζ το θέλουν, ε; Τι να ’ναι άραγε; Μοιάζει Ξωτικό, αλλά είναι λειψό στο μπόι. Τι σόι κίνδυνος να ’ναι;
— Δεν ξέρω πριν του ρίξουμε μια ματιά.
— Οχό! Δηλαδή δε σου ’χουν πει τι να περιμένεις; Δε μας τα λένε όλα όσα ξέρουν, έτσι; Ούτε τα μισά. Αλλά μπορεί να κάνουν λάθη, ακόμα κι Αυτοί στην Κορφή κάνουν.
— Σς, Γκόρμπαγκ!
Η φωνή του Σαγκράτ χαμήλωσε τόσο που, ακόμα και με την παράξενα οξυμένη ακοή του, ο Σαμ μόλις και μετά βίας μπορούσε ν’ ακούσει.
— Μπορεί να κάνουν, άλλά έχουν μάτια κι αυτιά παντού· και σίγουρα και μέσα στους δικούς μου. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία, κάτι τους ανησυχεί. Οι Νάζγκουλ είναι ανήσυχοι, κατά τα λεγόμενά σου· το ίδιο και στο Λουγκμπούρτζ. Κάτι παραλίγο να τους ξεγλιστρήσει.
— Παραλίγο; Μη μου το λες! είπε ο Γκόρμπαγκ.
— Εντάξει, είπε ο Σαγκράτ, αλλά θα μιλήσουμε γι’ αυτό αργότερα. Περίμενε να φτάσουμε στο Αποκάτω-Πέρασμα. Εκεί έχει ένα μέρος που μπορούμε να κουβεντιάσουμε λιγάκι, όσο τα παιδιά θα προχωρούν.
Σε λίγο ο Σαμ είδε τους δαυλούς να εξαφανίζονται. Ύστερα ακούστηκε ένας υπόκωφος θόρυβος και, εκεί που έκανε να βιαστεί, ένα γκαπ. Από όσο μπορούσε να μαντέψει, οι Ορκ είχαν στρίψει και είχαν μπει σ’ εκείνο το άνοιγμα που ο Φρόντο κι αυτός είχαν μπει και το είχαν βρει αδιέξοδο. Κι εξακολουθούσε να είναι αδιέξοδο.
Φαινόταν να υπάρχει μια μεγάλη πέτρα μες στη μέση, οι Ορκ όμως είχαν με κάποιον τρόπο περάσει, γιατί μπορούσε ν’ ακούσει τις φωνές τους από την άλλη μεριά. Εξακολουθούσαν να τρέχουν όλο και πιο βαθιά μέσα στο βουνό, επιστρέφοντας στον πύργο. Ο Σαμ απελπίστηκε. Έπαιρναν το σώμα του κυρίου του για κάποιο βρομερό σκοπό κι αυτός δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει. Χτυπούσε κι έσπρωχνε το εμπόδιο, έπεφτε ολόκληρος πάνω του, αλλά δεν υποχωρούσε. Ύστερα, όχι πολύ βαθιά, ή έτσι νόμισε, άκουσε τις φωνές των δύο καπεταναίων που κουβέντιαζαν ξανά. Στάθηκε ακίνητος κι άκουγε για λίγο, ελπίζοντας μήπως μάθει τίποτα χρήσιμο. Ίσως ο Γκόρμπαγκ, που κατά τα φαινόμενα προερχόταν απ’ τη Μίνας Μόργκουλ, να έβγαινε έξω, κι έτσι να τα κατάφερνε να ξεγλιστρήσει αυτός μέσα.
— Όχι, δεν ξέρω, είπε η φωνή του Γκόρμπαγκ. Τα μηνύματα πηγαινοέρχονται πιο γρήγορα κι απ’ το πέταγμα των πουλιών, κατά κανόνα. Εγώ όμως δε γυρεύω να μάθω πώς γίνεται. Πιο σίγουρα έτσι. Μπρρ! Εκείνοι οι Νάζγκουλ κάνουν τις τρίχες μου να στέκονται όρθιες. Σε τσουρουφλίζουν μόλις και σε κοιτάξουν απ’ τη μια μεριά και σ’ αφήνουν καταπαγωμένο και σκοτεινό από την άλλη. Αλλά Του αρέσουν είναι οι ευνοούμενοι Του αυτές τις μέρες, έτσι δε χάνω τον καιρό μου μουρμουρίζοντας. Πάντως, άκου με κι εμένα, δεν είναι παίξε γέλασε να υπηρετείς κάτω στην πόλη.
— Θα ’πρεπε να δοκιμάσεις να μείνεις εδώ πάνω με τη Σέλομπ για παρέα, είπε ο Σαγκράτ.
— Θα προτιμούσα κάπου, που να μην υπάρχει κανείς από δαύτους. Τώρα, όμως, άρχισε ο πόλεμος κι όταν τελειώσει μπορεί τα πράγματα να ’ναι καλύτερα.
— Λένε πως πάει καλά.
— Αυτό θα ’λεγαν, έτσι κι αλλιώς, γρύλισε ο Γκόρμπαγκ. Θα δούμε. Αλλά πάντως, αν πάει καλά, θα ’χουμε πολύ περισσότερο χώρο. Τι θα ’λεγες; — αν βρούμε την ευκαιρία εσύ κι εγώ να την κοπανήσουμε και να λημεριάσουμε κάπου μόνοι μας με μερικά έμπιστα παλικάρια, κάπου με καλό πλιάτσικο, ωραίο κι εύκολο, δίχως μεγάλα αφεντικά.
— Α! είπε ο Σαγκράτ. Σαν τον παλιό καλό καιρό.
— Ναι, είπε ο Γκόρμπαγκ. Αλλά μην κάνεις όνειρα. Έχω πολλές αμφιβολίες. Όπως σου ξανάπα, τα Μεγάλα Αφεντικά, ναι — ή φωνή του έγινε ψίθυρος σχεδόν -, ναι, ακόμα κι ο πιο Μεγάλος μπορεί να κάνει λάθη. Είπες πως κάτι παραλίγο να ξεγλιστρήσει. Εγώ όμως λέω πως κάτι έχει ξεγλιστρήσει. Και πρέπει να ’χουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα. Πάντα οι φτωχοί Ουρούκ την πληρώνουν και δίχως ένα ευχαριστώ. Αλλά μην ξεχνάς: οι εχθροί δε μας αγαπούν περισσότερο απ’ ό,τι αγαπούν Αυτόν κι αν Τον πάρουν από κάτω, πάμε κι εμείς. Αλλά πότε πήρες διαταγή να βγεις έξω;
— Κάπου μια ώρα πριν, λίγο πριν μας δεις. Ήρθε μήνυμα: Οι Νάζγκουλ ανήσυχοι. Φόβος κατασκόπων στις Σκάλες. Διπλασιάστε την επαγρύπνηση. Περιπολείτε τις Σκάλες. Βγήκα αμέσως.
— Άσχημη υπόθεση, είπε ο Γκόρμπαγκ. Να... οι δικοί μας Σιωπηλοί Φρουροί ήταν ανήσυχοι πριν δυο μέρες ή περισσότερο, αυτό το ξέρω. Αλλά δεν ήρθε διαταγή να βγει περίπολος παρά την άλλη μέρα, ούτε έστειλαν μήνυμα στο Λουγκμπούρτζ επειδή είχε σηκωθεί το Μεγάλο Σινιάλο και ο Μεγάλος Νάζγκουλ έφευγε για τον πόλεμο κι όλα τα σχετικά. Κι ύστερα δεν μπορούσαν να κάνουν το Λουγκμπούρτζ να δώσει προσοχή για αρκετό καιρό, λέει.
— Το Μάτι ήταν αλλού απασχολημένο, φαντάζομαι, είπε ο Σαγκράτ. Γίνονται, λέει, μεγάλα πράματα πέρα μακριά στη δύση.
— Δεν αμφιβάλλω, γρύλισε ο Γκόρμπαγκ. Στο μεταξύ όμως εχθροί έχουν ανεβεί τις Σκάλες. Κι εσύ τι έκανες; Υποτίθεται πως φυλάς, έτσι δεν είναι; είτε είχες ειδικές εντολές είτε όχι. Γιατί σ’ έχουνε;
— Αρκετά! Δε θα μου μάθεις εσύ τη δουλειά μου. Είμαστε ξυπνητοί με τα μάτια ορθάνοιχτα. Το ξέραμε πως κάτι έτρεχε. Παράξενα πράγματα.
— Πολύ παράξενα!
— Ναι, πολύ παράξενα: φώτα και φωνές κι άλλα. Αλλά η Σέλομπ είχε βγει κυνήγι. Οι άντρες μου είδαν αυτή και το Μουλωχτό της.
— Το Μουλωχτό της; Τι είναι αυτό;
— Πρέπει να το ’χεις δει, ένα μαύρο κοκαλιάρικο πλάσμα· ίδιο αράχνη ή μάλλον σαν ξελιγωμένο βατράχι. Έχει ξανάρθει εδώ. Την πρώτη φορά βγήκε απ’ το Λουγκμπούρτζ, χρόνια τώρα, και ειδοποιηθήκαμε από Ψηλά να τ’ αφήσουμε να περάσει. Έχει ξανανέβει τις Σκάλες από τότε μια δυο φορές, αλλά δεν το πειράξαμε. Φαίνεται πως έχει κάνει κάποια συμφωνία με τη Μεγαλειότητά Της. Φαντάζομαι πως δεν τρώγεται: γιατί αυτηνής δεν της καίγεται καρφί για τις διαταγές από Ψηλά. Αλλά μαύρη σκοπιά φυλάτε στην κοιλάδα!... Το πλάσμα αυτό ανέβηκε εδώ μια μέρα πριν αρχίσει όλη αυτή η ιστορία. Το είδαμε νωρίς χτες το βράδυ. Πάντως οι άντρες μου ανέφεραν πως η Μεγαλειότητά Της είχε διασκέδαση κι αυτό μου ήταν υπεραρκετό, ώσπου ήρθε το μήνυμα. Νόμιζα πως ο Μουλωχτός της τής είχε φέρει κάποιο παιχνιδάκι, ή πως εσείς της είχατε στείλει κανένα πεσκέσι, κάποιον αιχμά ωτο ή κάτι τέτοιο. Εγώ δεν ανακατεύομαι, όταν αυτή διασκεδάζει. Τιποτα δεν της ξεφεύγει της Σέλομπ όταν βγει κυνήγι.
— Τίποτα! Έτσι λες εσύ; Τα μάτια σου δεν έβλεπαν εκεί πίσω; Εγώ σου λέω πως είμαι πολύ ανήσυχος. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που ανέβηκε τις Σκάλες, πέρασε. Έκοψε τα δίχτυα της και βγήκε από την τρύπα. Σκέψου το καλά αυτό!
— Ε, καλά, αλλά τον έπιασε στο τέλος, έτσι;
— Τον έπιασε; Ποιον έπιασε; Αυτόν το μικρούλη; Μα αν ήταν μονάχα αυτός, θα τον είχε πάει στο κελάρι της από νωρίς κι εκεί θα ’ταν τώρα. Κι αν τον ήθελαν στο Λουγκμπούρτζ, θα ’πρεπε εσύ να πας και να τον φέρεις. Σου ’φεξε. Αλλά ήταν παραπάνω από ένας.
Σ’ αυτό το σημείο ο Σαμ άρχισε ν’ ακούει πιο προσεκτικά και κόλλησε το αυτί του στο βράχο.
— Ποιος έκοψε τα σκοινιά που τον είχε δεμένο, Σαγκράτ; Ο ίδιος που έκοψε το δίχτυ. Δεν το είδες; Και ποιος τρύπησε τη Μεγαλειότητά Της; Ο ίδιος, φαντάζομαι. Και πού ’ν’ τος; Πού ’ν’ τος, Σαγκράτ;
Ο Σαγκράτ δεν απάντησε.
— Καλά θα κάνεις να βάλεις το νιονιό σου να σκεφτεί, αν βέβαια έχεις. Δεν είνει υπόθεση για γέλια. Κανείς, ούτε ένας, δεν έχει τρυπήσει τη Σέλομπ ως τώρα, όπως πρέπει πολύ καλά να ξέρεις. Γι αυτό δεν στεναχωριέμαι· αλλά σκέψου... εδώ γύρω τριγυρίζει ελεύθερος κάποιος πιο επικίνδυνος απ’ τον οποιονδήποτε καταραμένο παλικαρά που έχει ποτέ κυκλοφορήσει απ’ τον παλιό κακό καιρό, απ’ τη Μεγάλη Πολιορκία. Κάτι έχει ξεγλιστρήσει.
— Και, λοιπόν, τι είναι; γρύλισε ο Σαγκράτ.
— Απ’ όλα τα σημάδια, Καπετάν Σαγκράτ, θα ’λεγα πως είναι κάποιος μεγαλόσωμος πολεμιστής, Ξωτικό το πιο πιθανό, με ξωτικοσπαθί οπωσδήποτε και μπορεί να ’χει και τσεκούρι· και τριγυρνάει μάλιστα ελεύθερος στην περιοχή σου κι εσύ ούτε που τον έχεις πάρει χαμπάρι. Πολύ παράξενο, μα την αλήθεια!
Ο Γκόρμπαγκ έφτυσε. Ο Σαμ χαμογέλασε αγριωπά ακούγοντας να τον περιγράφουν έτσι.
— Οχ, καημένε, εσύ πάντα τα βλέπεις όλα μαύρα, είπε ο Σαγκράτ. Εσύ μπορείς να εξηγείς τα σημάδια όπως σου αρέσουν, αλλά μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να τα εξηγήσεις. Εγώ πάντως έχω βάλει παντού παρατηρητές και θα τα πιάσω τα πράγματα ένα ένα με τη σειρά. Όταν ρίξω πρώτα μια ματιά σ’ αυτόν που έχουμε πιάσει, τότε θ’ αρχίσω να στεναχωριέμαι για κάτι άλλο.
— Πάντως, εγώ νομίζω πως δε θα βρεις τίποτα σ’ αυτόν το μικρούλη, είπε ο Γκόρμπαγκ. Μπορεί και να μην έχει καμιά σχέση μ’ όλη αυτή τη φασαρία. Γιατί ο μεγάλος με το κοφτερό σπαθί δε φαίνεται να τον είχε περί πολλού... τον παράτησε σύξυλο: το συνηθισμένο κόλπο των Ξωτικών.
— Θα δούμε. Πάμε τώρα! Αρκετά είπαμε. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά στον αιχμάλωτο!
— Τι θα τον κάνεις; Μην ξεχνάς πως εγώ τον είδα πρώτος. Αν παίξετε μ’ αυτόν, πρέπει να ’μαστε κι εμείς εκεί, εγώ και τα παλικάρια μου.
— Α, για να σου πω, γρύλισε ο Σαγκράτ. Έχω διαταγές. Και δε συμφέρει ούτε εσένα ούτε μένα να τις παραβούμε. Οποιοσδήποτε κι αν βρεθεί απ’ τη φρουρά να τριγυρνάει χωρίς άδεια, πρέπει να φυλακιστεί στον πύργο. Ο φυλακισμένος πρέπει να γδυθεί. Και λεπτομερειακή περιγραφή κάθε αντικειμένου: ρούχου, όπλου, γράμματος, δαχτυλιδιού ή στολιδιού, να σταλεί στο Λουγκμπούρτζ αμέσως και στο Λουγκμπούρτζ αποκλειστικά. Και ο αιχμάλωτος πρέπει να μείνει σώος και αβλαβής, με ποινή θανάτου για όλα τα μέλη της φρουράς, ώσπου Αυτός να στείλει κάποιον ή να έρθει ο Ίδιος. Η διαταγή είναι ξεκάθαρη και θα την ακολουθήσω πιστά.
— Να τον γδύσετε, ε; είπε ο Γκόρμπαγκ. Δηλαδή δόντια, νύχια, μαλλιά και τα λοιπά;
— Όχι, όχι τέτοια. Είναι για το Λουγκμπούρτζ, σου λέω. Τον θέλουν σώο και αβλαβή.
— Δύσκολο να το καταφέρεις, γέλασε ο Γκόρμπαγκ. Αυτός είναι ψοφίμι από τώρα. Τι τον θέλει το Λουγκμπούρτζ, δεν μπορώ να καταλάβω. Καλύτερα να τον βάζαμε στην κατσαρόλα.
— Ανόητε, έσκουξε ο Σαγκράτ. Μιλάς και κάνεις τον έξυπνο, αλλά είναι πολλά αυτά που δεν ξέρεις, αν κι οι πιο πολλοί τα ξέρουν. Θα ρίξουν εσένα στην κατσαρόλα ή στη Σέλομπ, αν δεν προσέξεις. Ψοφίμι! Αυτά μονάχα ξέρεις για τη Μεγαλειότητά Της; Όταν δένει κάποιον, θέλει κρέας. Δεν τρώει ψόφιο κρέας, ούτε πίνει παγωμένο αίμα. Ο μικρός δεν είναι πεθαμένος!
Ο Σαμ ζαλίστηκε κι αρπάχτηκε απ’ το βράχο. Νόμισε πως όλος ο σκοτεινός κόσμος αναποδογύρισε. Τόσο μεγάλο ήταν το σοκ, που σχεδόν λιποθύμησε, ταυτόχρονα με την προσπάθειά του να μη χάσει τις αισθήσεις του, μέσα βαθιά του άκουγε: «Ανόητε, δεν είναι νεκρός κι η καρδιά σου το ’ξερε. Μην εμπιστεύεσαι το κεφάλι σου, Σάμγουάιζ, δεν είναι απ’ τα καλύτερα. Φταίει που ποτέ σου δεν έλπιζες πραγματικά. Τώρα τι κάνουμε;» Για την ώρα τίποτα, εκτός απ’ το ν’ ακουμπήσει στον αμετακίνητο βράχο και ν’ ακούει, ν’ ακούει τις απαίσιες φωνές των Ορκ.
— Βέβαια! είπε ο Σαγκράτ. Έχει λογιών λογιών δηλητήρια. Όταν βγει κυνήγι, τους δίνει μονάχα ένα τσιμπηματάκι στο λαιμό και χαλαρώνουν σαν ξεκοκαλιασμένα ψάρια, κι ύστερα τους κάνει ό,τι θέλει. Θυμάσαι το γερο-Ούφτχακ; Τον είχαμε χαμένο πολλές μέρες. Ύστερα τον βρήκαμε σε μια γωνιά. Ήταν κρεμασμένος, αλλά εντελώς ξύπνιος, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Πεθάναμε στα γέλια! Μπορεί και να τον είχε ξεχασμένο, αλλά εμείς ούτε που τον αγγίξαμε... καλύτερα να μην ανακατευόμαστε μαζί Της. Αυτός ο βρομιαράκος θα ξυπνήσει σε λίγες ώρες· και θα ’ναι μια χαρά, εκτός από μια μικρή αδιαθεσία. Ή μάλλον θα είναι, αν τον αφήσουν ήσυχο στο Λουγκμπούρτζ. Και, φυσικά, αν εξαιρέσουμε την αγωνία του πού είναι και τι του συμβαίνει.
— Και τι θα του συμβεί, γέλασε ο Γκόρμπαγκ. Πάντως εμείς μπορούμε να του πούμε μερικές ιστορίες, μιας και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο. Δε φαντάζομαι να έχει ποτέ του επισκεφτεί το όμορφο Λουγκμπούρτζ, γι’ αυτό μπορεί να θέλει να μάθει τι τον περιμένει. Μωρέ, αυτό θα ’ναι πιο διασκεδαστικό απ’ ό,τι νόμιζα. Πάμε!
— Αφού, σου λέω, απαγορεύονται τα παιχνίδια, είπε ο Σαγκράτ. Πρέπει να τον φυλάμε σαν τα μάτια μας, ειδαλλιώς χαθήκαμε!
— Εντάξει! Αλλά αν ήμουν εγώ στη θέση σου, θα ’πιανα και τον μεγάλο που είναι ελεύθερος κι ύστερα θα έστελνα μήνυμα στο Λουγκμπούρτζ. Δε θ’ ακουστεί και πολύ ωραίο να πεις πως έπιασες το γατάκι κι άφησες το γάτο να ξεφύγει.
Οι φωνές άρχισαν ν’ απομακρύνονται. Ο Σαμ άκουσε βήματα να ξεμακραίνουν. Είχε συνέλθει από το σοκ και τώρα τον είχε κυριέψει άγρια μανία.
— Τα ’κανα θάλασσα! ξεφώνισε. Το ’ξερα εγώ. Τώρα τον έπιασαν, οι διαβόλοι! Οι βρομιάρηδες! Ποτέ μην αφήνεις τον κύριό σου, ποτέ, ποτέ: αυτός ήταν ο σωστός κανόνας μου. Και κατά βάθος το ’ξερα. Μακάρι να βρω συγχώρεση. Τώρα πρέπει να γυρίσω κοντά του. Κάπως, με κάποιον τρόπο!
Τράβηξε το σπαθί του ξανά και χτύπησε με τη λαβή του το βράχο, που έβγαλε ένα νεκρό ήχο μόνο. Το σπαθί φεγγοβόλησε όμως τόσο ζωηρά τώρα, που μπορούσε να δει αμυδρά στο φως του. Έκπληκτος πρόσεξε πως ο μεγάλος βράχος είχε το σχήμα βαριάς πόρτας κι ήταν λιγότερο από δυο φορές το μπόι του. Από πάνω υπήρχε ένα σκοτεινό κενό διάστημα ανάμεσα στην κορυφή και στη χαμηλή καμάρα του ανοίγματος. Κατά πάσα πιθανότητα, ήταν εκεί για να σταματάει τη Σέλομπ κι έκλεινε από μέσα με κάποιο μάνταλο ή κλειδαριά, που η πονηρία της δεν το έφτανε. Με όση δύναμη του απόμενε, ο Σαμ πήδηξε και πιάστηκε από την κορυφή, ανέβηκε και πήδηξε μέσα· κι ύστερα άρχισε να τρέχει σαν τρελός με το σπαθί ν’ αστράφτει στο χέρι του. Πήρε μια στροφή κι άρχισε ν’ ανηφορίζει μια περιστροφική στοά.
Τα νέα πως ο κύριός του ήταν ακόμα ζωντανός, τον είχαν ζωογονήσει σε μια τελευταία προσπάθεια, χωρίς να σκέπτεται την κούραση. Δεν μπορούσε να δει τίποτα, μπροστά, γιατί αυτός ο καινούριος διάδρομος γύριζε κι έστριβε συνέχεια· αλλά του φαινόταν πως πλησίαζε τους δύο Ορκ, γιατί οι φωνές τους πλησίαζαν πάλι. Τώρα φαίνονταν να είναι πολύ κοντά.
— Αυτό θα κάνω, έλεγε ο Σαγκράτ θυμωμένα. Θα τον βάλω στο πιο ψηλό δωμάτιο.
— Γιατί; γρύλισε ο Γκόρμπαγκ. Δεν έχεις κελιά κάτω;
— Θα τον βάλω εκεί που δεν υπάρχει κίνδυνος να πάθει τίποτα, σου λέω, απάντησε ο Σαγκράτ. Δεν καταλαβαίνεις; Είναι πολύτιμος. Δεν έχω εμπιστοσύνη σ’ όλους τους άντρες μου και σε κανέναν απ’ τους δικούς σου· ούτε και σ’ εσένα, όταν σε πιάσει η τρέλα για διασκέδαση. Θα τον πάω εκεί που θέλω εγώ κι εκεί που εσύ δε θα ’ρθεις, αν δε φέρνεσαι μ’ ευγένεια. Πάνω πάνω στην κορφή, σου λέω. Θα ’ναι ασφαλισμένος εκεί.
— Θα ’ναι; είπε ο Σαμ. Ξεχνάτε το μεγάλο Ξωτικο-πολεμιστή που είναι ελεύθερος!
Και μ’ αυτά τα λόγια όρμησε κι έστριψε την τελευταία γωνία, για να διαπιστώσει πως από κάποια παρήχηση της στοάς, ή εξαιτίας της ακοής που του έδινε το Δαχτυλίδι, είχε υπολογίσει λάθος την απόσταση.
Οι δύο σιλουέτες των Ορκ ήταν ακόμα αρκετά μακριά. Τώρα μπορούσε να τις δει, μαύρες και σκυφτές στο κόκκινο φως. Ο διάδρομος πήγαινε ολόισιος τώρα και ανηφορικός· και στο τέλος, ορθάνοιχτες, μεγάλες δίφυλλες πόρτες που οδηγούσαν κατά πάσα πιθανότητα σε βαθιά διαμερίσματα πολύ κάτω απ’ την ψηλή κορφή του πύργου. Οι Ορκ με το φορτίο τους είχαν κιόλας μπει μέσα. Ο Γκόρμπαγκ και ο Σαγκράτ πλησίαζαν την πύλη.
Ο Σαμ άκουσε ένα βραχνό τραγούδι, βούκινα να σαλπίζουν στριγκά και τα χτυπήματα από γκονγκ, φοβερός σαματάς. Ο Γκόρμπαγκ και ο Σαγκράτ βρίσκονταν κιόλας στο κατώφλι.
Ο Σαμ ξεφώνιζε κραδαίνοντας το Κεντρί, αλλά η μικρή φωνή του πνίγηκε στην αναμπουμπούλα. Κανείς δεν του ’δωσε σημασία.
Οι μεγάλες πόρτες έκλεισαν με θόρυβο. Μπαμ. Οι σιδερένιες αμπάρες μπήκαν στη θέση τους από μέσα. Κλανγκ. Η πύλη έκλεισε. Ο Σαμ έπεσε μ’ όλη του τη δύναμη στ’ αμπαρωμένα χάλκινα φύλλα κι έπεσε αναίσθητος στη γη. Βρισκόταν απέξω στο σκοτάδι. Ο Φρόντο ήταν ζωντανός, αλλά αιχμάλωτος του Εχθρού.